Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

agios athanasios o parios 01


Όπου αποδεικνύεται ότι οι άνθρωποι ούτε γεννιούνται ούτε είναι ελεύθεροι (*) στον κόσμο

(*) Ο όρος «Ελευθερία» έχει εδώ περισσότερο την σημασία όχι τόσο των πολιτικών ελευθεριών, όσο της αυτονομίας, της ανεξαρτησίας από οποιοδήποτε κέντρο αναφοράς, όπως φαίνεται από το κείμενο. Με αυτή την έννοια, οι θέσεις του αγ. Αθανασίου είναι απόλυτα ορθές, αφού ο άνθρωπος, από οποιαδήποτε οπτική γωνία και αν ειδωθεί, είναι ετεροκαθοριζόμενο ον: Η ίδια η ύπαρξή του στο σύμπαν, έστω και ως βιολογικού είδους μόνον, δεν οφείλεται στον ίδιο.

Τα πραγματικά αίτια που γκρέμισαν τους Γάλλους στην ασέβεια είναι άλλα. Επειδή όμως έδειξαν και δείχνουν τέτοια λυσσαλέα εμμονή για την εγκαθίδρυση της κοσμικής ελευθερίας και ισότητας, δίνεται η εντύπωση ότι γι’ αυτήν και μόνο, με κοινή απόφαση και επιλογή, απέβαλαν σχεδόν εξ ολοκλήρου τον Χριστό και τον Χριστιανισμό και τα ιερά του βιβλία.

Θεωρώ λοιπόν εύλογο να εξετάσουμε πρώτα αυτή την πολυθρύλητη ελευθερία. Να δούμε δηλαδή κατ’ αρχήν, αν συναντούμε τέτοιας λογής ελευθερία στον κόσμο και κατόπιν να μιλήσουμε για την θρησκεία, να αναφερθούμε δηλαδή στα απαραίτητα και αρμόζοντα περί την πίστη.

Η ελευθερία, λοιπόν, απαντάται σε δύο μορφές. Η μία είναι η ελευθερία της ψυχής και η άλλη του σώματος. Εξετάζοντας τον ορισμό της ελευθερίας και στις δυο αυτές μορφές της, διαπιστώνουμε ότι ορίζεται ως η πλήρης αυτονομία, δηλαδή το να μην αναγνωρίζει κανείς κανενός είδους εξάρτηση επάνω του, ούτε να διατάζεται από άλλον, αλλά αυτός να είναι μόνος κύριος και εξουσιαστής του εαυτού του και κανένας άλλος στον κόσμο. Αν λοιπόν αυτό ορίζεται σαν ουσιαστικό γνώρισμα της ελευθερίας, το να μην υπόκειται δηλαδή ο άνθρωπος σε καμμία αρχή, εγώ απορρίπτω ολοσχερώς το γενικό αυτό αξίωμα των αφρονεστάτων αθέων. Δεν αποδέχομαι δηλαδή ότι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι (ανεξάρτητοι) στον κόσμο. Απεναντίας, υποστηρίζω και αποδεικνύω ότι δεν υπάρχει στον κόσμο καμμιά ελευθερία τέτοιας μορφής: οι άνθρωποι γεννιούνται και ζουν στον κόσμο «δούλοι» (εξαρτημένοι) κατά πολλούς τρόπους.

Και για να μη χάνουμε άσκοπα χρόνο, ποιος εξ όσων έχουν σώας τας φρένας δεν αναγνωρίζει ότι η ανθρώπινη φύση εξ ολοκλήρου, ως δημιούργημα και ποίημα του Θεού, είναι κι αυτή, όπως και όλα τα άλλα κτίσματα, «δούλη» του Θεού, του Δημιουργού και Δεσπότου των όλων; «Τα σύμπαντα δούλα σα», λέει προς τον Θεό ο αληθινός δούλος του, ο προφήτης Δαυΐδ. Και πάλι: «εθεμελίωσας την γην και διαμένει, τη διατάξει σου διαμένει η ημέρα». Αυτό είναι γνώρισμα του δούλου, να πείθεται και να εκτελεί το πρόσταγμα. Όταν λοιπόν, κατά το ιερό στόμα του Δαυΐδ, όλα τα κτίσματα, η γη, η θάλασσα, τα στοιχεία, οι πλανήτες, οι ουρανοί και όσα βρίσκονται σ’ αυτούς είναι δούλα του Θεού, εξαρτώνται από τον Θεό, πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να αρνηθούν την προς Αυτόν δουλεία τους; Να αρνηθούν ότι εξαρτώνται απ’ Αυτόν; «Δούλοι» του Θεού λοιπόν είναι και οι άνθρωποι, όπως και όλα τα άλλα κτίσματα. Και είναι τόσο αληθινό το γεγονός ότι είναι δούλος ο άνθρωπος, ώστε όταν είναι αγνώμων προς τον Δημιουργό του και δεν εκτελεί τις εντολές Του, δέχεται τιμωρία και μάλιστα αιώνια. Αυτή μάλιστα η τιμωρία δεν επιφέρεται σε κανένα άλλο αισθητό κτίσμα, γιατί μόνον ο άνθρωπος διακρίνεται από όλα τα υπόλοιπα, επειδή, διαθέτοντας το λογικό και έχοντας στολιστεί με το χάρισμα του αυτεξουσίου, γίνεται με την θέλησή του κακός και αχρείος δούλος και απειθής στα προστάγματα του Δεσπότου.

Είναι λοιπόν ασύνετοι και άφρονες εκείνοι που διακηρύσσουν με τα λόγια και αποφασίζουν δίκην νομοθετήματος ότι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι. Αυτοί που σκέπτονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, συγκαταλέγονται στην αγέλη των οπαδών του Επικούρου. Είναι άθεοι και πιστεύουν ότι η ψυχή είναι θνητή. Είναι αποστάτες των Θείων αποκαλύψεων, αντάρτες εναντίον της Ίδιας της Μεγαλωσύνης του Θεού, αξιομίσητοι και αξιοκαταφρόνητοι από όλα τα κτίσματα, σαν εχθροί του Θεού, του Δημιουργού και Κυρίου του παντός. Έχουμε λοιπόν εδώ έναν τρόπο «δουλείας» (εξάρτησης) αναγκαίο και αναπόφευκτο, εφ’ όσον είναι αδύνατον να αρνηθεί το δημιούργημα τον Δημιουργό του, το πλάσμα τον Πλάστη του, το αιτιατό την Αιτία του. Ποιος εξ άλλου είναι τόσο αμαθής, ώστε να μη γνωρίζει ότι τα συστατικά μέρη του ανθρώπου είναι δύο, δηλαδή το σώμα και η ψυχή; Και ότι η λογική ψυχή είναι εκείνη που κυβερνά το σώμα, δηλαδή το άλογο μέρος, και το κινεί και το περιφέρει όπου εκείνη θέλει; Υπάρχει λοιπόν κανείς που να μη γνωρίζει και να μην αποδέχεται αυτή την αλήθεια, που είναι γνωστή ακόμα και στους εθνικούς; Μία μικρή παρατήρηση αρκεί, για να την εντοπίσει ο καθένας στην συνείδησή του.

Και δεν εννοώ ότι κάθε λειτουργία του σώματος είναι αποτέλεσμα ψυχικών διεργασιών, διότι υπάρχουν και οι λεγόμενες ζωτικές λειτουργίες του σώματος, όπως η κυκλοφορία του αίματος, η αναπνοή, η διαφοροποίηση των υγρών, η πέψη της τροφής και πολλές ακόμα, γνωστές στην Ιατρική Επιστήμη, που είναι κοινές σε όλα τα ζώα. Η λογική ψυχή ούτε είναι, ούτε λέγεται αιτία των λειτουργιών αυτών. Θέλω όμως να αναλογιστείτε μαζί μου πόση είναι η ισχύς και η εξουσία που έχει η κυρίαρχη ψυχή πάνω σε άλλες λειτουργίες και ορμές του σώματος, το οποίο οι λιμπερτίνοι θεωρούν ότι γεννιέται ελεύθερο.

Σκεφτείτε πώς αντιδρούν όλα τα άλογα ζώα μόλις αντικρύσουν εκείνο που ορέγονται: αμέσως ορμούν ασυγκράτητα για να το απολαύσουν: Το βόδι στα άχυρα, ο σκύλος στο ψωμί ή στο κρέας και κατά τον ίδιο τρόπο όλα τα άλλα είδη. Παρομοίως, την εποχή του ζευγαρώματος, σπεύδουν στην απόλαυση του θηλυκού με την ίδια ασυγκράτητη ορμή. Το ακριβώς αντίθετο βλέπουμε να συμβαίνει με τον άνθρωπο, το ζώο που είναι προικισμένο με την λογική ψυχή. Και πεινά και διψά το ταλαίπωρο αυτό ζώο και διεγείρεται από την φλόγα των σαρκικών επιθυμιών που του προκαλούν τ’ αντικείμενα του πόθου του. Εν τούτοις, η κυρίαρχη ψυχή που το κατευθύνει, κάποιες φορές δεν του επιτρέπει ούτε την πείνα του να χορτάσει, ούτε την δίψα του να δροσίσει, ούτε την φωτιά της σαρκικής του επιθυμίας να σβήσει. Τον διατάζει να απέχει και απέχει. Να εγκρατεύεται και εγκρατεύεται. Απόστρεψον τους οφθαλμούς σου του μη ιδείν ματαιότητα εν τη οδώ σου και στρέφει αλλού το βλέμμα του. Φύγε, απομακρύνσου για να νικήσεις και πηδάει έξω και στήνει το τρόπαιο της σωφροσύνης. Ποια άλλη μεγαλύτερη εξουσία μπορεί να υπάρξει, από κείνην που εναντιώνεται στην ίδια την φύση και εμποδίζει και καταστέλλει τις φυσικές κινήσεις και επιθυμίες, τους αιώνιους και απαράβατους νόμους της φύσης;

Η λέξη ελευθερία, κατά την ερμηνεία των Ελλήνων, ετυμολογείται από το ελεύθειν ένθα ερά. Δηλαδή να πηγαίνει κάποιος και να κατευθύνεται όπου του αρέσει, όπου επιθυμεί. Και αν κάποιος στερηθεί αυτήν τη δυνατότητα, αν εμποδίζεται να φέρεται ένθα ερά, αυτός ονομάζεται δούλος.

Αναμφίβολα, λοιπόν, το σώμα υποτάσσεται στα νεύματα της λογικής ψυχής, εφ όσον αυτή παρεμποδίζει τις φυσικές του ορμές και δεν του επιτρέπει να άγεται και φέρεται ένθα ερά.

Και όχι μόνον το εμποδίζει από εκείνα που του αρέσουν και το αποκόπτει από τις φυσικές του ορέξεις, αλλά πολύ συχνά το σπρώχνει στα ανεπιθύμητα, σε πράγματα που είναι ολοφάνερα και κατά γενική ομολογία αντίθετα και καταστροφικά στην σύστασή του. Πώς να μη θαυμάσει κανείς την δύναμη μίας τέτοιας εξουσίας; Άλλοτε το παραδίδει χωρίς έλεος σε ξυλοδαρμούς, ξεσμούς και στρεβλώσεις· άλλοτε το στρώνει πάνω σε αναμμένες σχάρες και τηγάνια· άλλοτε το σέρνει γυμνό πάνω στ’ αγκάθια και τα τριβόλια, το ρίχνει σε ασβέστες, το πετά στον βυθό της θάλασσας. Και, εν τέλει (τι τρομερή εξουσία!), ή με την αγχόνη ή με το ξίφος, το οδηγεί στον θάνατο. Και μην πει κανείς ότι αυτά τα κάνουν οι τύραννοι, όχι. Κυρίως και κατ’ εξοχήν είναι αποτέλεσμα της δύναμης της ψυχής. Οι τύραννοι προτείνουν δυο εναλλακτικές λύσεις: ή συμφωνείς και όλα καλά, ή, αν δεν συμφωνήσεις, θα υποστείς βασανιστήρια και θάνατο. Και η ψυχή επιλέγει. Ή συγκατατίθεται, ή προτιμά το δεύτερο. Αυτή αποφασίζει, αυτή διατάζει με σιωπηλή φωνή το αδύναμο, δειλό και άλογο σώμα να υπομείνει μέχρις εσχάτης αναπνοής. Αν δεν ήταν η ψυχή αιτία όλων αυτών, τότε πώς δοξάζεται και στεφανώνεται από τον αγωνοθέτη Θεό; Και πώς, αντίθετα, αν ηττηθεί, κατακρίνεται και κολάζεται;

Όταν λοιπόν συναντούμε κι άλλου είδους «δουλεία», εξάρτηση του σώματος, απόλυτα φυσική και απαραίτητη, πώς μπορούν να λένε και να γράφουν διάφοροι ματαιόφρονες ότι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι; Άλλωστε, ο καθένας μας δεν γεννιέται κάτω από την γονική εξουσία; Δεν έχουν οι γονείς εκ φύσεως την απόλυτη εξουσία πάνω μας να μας μεταχειριστούν όπως θέλουν, όταν δεν ζούμε σωστά ή δεν υπακούμε στις προτροπές τους; Δεν μας υποβάλλουν σε τιμωρίες; Δεν μας αποκηρύσσουν και μας αποκληρώνουν από την πατρική κληρονομιά;

Αλλά και κάθε νοικοκύρης, δεν είναι ένα είδος μονάρχη στο σπίτι του; Δεν έχει διάφορους ανθρώπους στην δούλεψή του και λέει στον έναν «έλα» και έρχεται και στον άλλον «κάνε αυτό» και το κάνει; Και τι γίνεται σε κάθε τέχνη και στους μαθητές κάθε ειδικότητας; Δεν υπόκεινται στην εξουσία των δασκάλων τους, σαν σε κυρίους; Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι και υπακούουν με σεβασμό και εκτελούν οπωσδήποτε τα διατεταγμένα και τιμωρούνται αυστηρά, όταν δεν υπακούουν με ακρίβεια στους κανονισμούς της μαθητείας;

Όταν λοιπόν βλέπουμε τους ανθρώπους εξαρτημένους με τόσους τρόπους και ίσως ακόμα περισσότερους, πού είναι η φυσική ελευθερία τους; Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι μπορούν να αποδεσμευτούν από τις γονικές και τις διδασκαλικές εξαρτήσεις, πώς μπορούμε να παραβλέψουμε την κυριαρχία της σύμφυτης ψυχής και εκείνην της Πρώτης και Ανωτάτης Αιτίας, δηλαδή του Δημιουργού των όλων Θεού;

Στον βαθμό λοιπόν που είναι αδύνατον να μην είναι Κύριος και Δεσπότης των ανθρώπων ο Δημιουργός και Πλάστης τους, καθώς και στον βαθμό που είναι αδύνατον η ψυχή, ως λογική και άυλη φύση, να μην είναι το ηγεμονικό μέρος της ανθρώπινης σύνθεσης, στον ίδιο βαθμό είναι αδύνατον οι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι, ανεξάρτητοι.

***

Περί του ότι η ελευθερία αυτή των αποκαλουμένων «δημοκρατικών» είναι από πολλές απόψεις ψευδεπίγραφη και καταστροφική

Θα ήταν λογικό επακόλουθο να επισυναφθεί εδώ σε ένα δεύτερο κεφάλαιο, εν είδει συμπεράσματος, η διαπίστωση ότι, από πολιτική άποψη, το καταλληλότερο πολίτευμα για την διακυβέρνηση των πολιτειών είναι το μοναρχικό, κατά μίμησιν, άλλωστε, του Θεού, του Παμβασιλέως των όλων. Διότι η μοναρχική εξουσία είναι η αρίστη και ορθότερη μορφή διοικήσεως, όταν ο Μονάρχης δεν είναι τύραννος, αλλά υποτάσσεται στους υπάρχοντες νόμους και περιβάλλεται από σοφούς και έντιμους συμβούλους, αφού η πανσοφία και το αλάθητο είναι ιδιότητες του Θεού και μόνον [1].

Ωστόσο, αν και θα ήταν λογικό να ακολουθεί ένα τέτοιο κεφάλαιο, εγώ το παραλείπω, ως θέμα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του φιλοσόφου της ηθικής. Ας το προσθέσει εκείνος, σαν ειδικός γνώστης του θέματος, εμπλουτίζοντάς το με πολλές και ενδιαφέρουσες δικές του σκέψεις και κυρίως με παραδείγματα. Όπως λ.χ. τα σχετικά με διάφορα γένη ζώων, που μας προβάλλει η ίδια η Φύση και τα οποία έχουν «βασιλιά». Εγώ, στην εργασία αυτή, καταγίνομαι με ό,τι συντελεί στον σκοπό μου, που είναι, όπως είπα και στην αρχή, η ωφέλεια των απλουστέρων αδελφών μου. Όσο για το ποιο πολίτευμα είναι το καταλληλότερο για την διακυβέρνηση ενός κράτους, ας το ερευνήσουν οι ηθικοί φιλόσοφοι και οι πολιτικοί επιστήμονες.

Αφού, λοιπόν, αποδείξαμε ότι οι άνθρωποι ούτε γεννιούνται ούτε είναι ελεύθεροι (ανεξάρτητοι), ήλθε η στιγμή να εξετάσουμε την πολύκροτη και πολυθρύλητη αυτήν ελευθερία, που συντάραξε και ολοένα συνταράσσει τα πάντα. Εξετάζοντάς την υπό το φως της αλήθειας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι είναι ψεύτικη από κάθε άποψη και ούτε καν άξια του ονόματος «ελευθερία». Και κρίνετε αν σφάλλω.

Δύο είναι τα μέρη που συνιστούν και κάνουν αυτήν τη σύνθεση που λέγεται άνθρωπος, δηλαδή η ψυχή και το σώμα. Είναι δε ομοφώνως αποδεκτό από όλους, όχι μόνον από τους Διδασκάλους της Εκκλησίας, αλλά και από τους θύραθεν σοφούς, Έλληνες και βαρβάρους, ότι η ψυχή είναι το πολυτιμότερο μέρος: πολυτιμότερο γιατί είναι πνεύμα, φύση άυλη, απλή και λογική, πράγμα το οποίο, σε τελική ανάλυση, είναι και το σημαντικότερο. Και, σαν λογική που είναι, της έλαχε εκ φύσεως ο κλήρος να ασκεί εξουσία πάνω στο σώμα, όπως αναπτύχθηκε και επεξηγήθηκε με σαφήνεια στο προηγούμενο κεφάλαιο.

Το σώμα, αντίθετα, είναι το κατώτερο μέρος, διότι είναι υλικό, είναι απολύτως ύλη, είναι σύνθετο και διαλύεται στα «εξ ων συνετέθη», δυσώδες, προσωρινό, τροφή για τα σκουλήκια.

Γνώρισμα της ψυχής είναι να κατανοεί τα σωστά, να κρίνει, να στοχάζεται τα αληθινά και τα ωφέλιμα: γνώρισμα του σώματος είναι να επιθυμεί, να θυμώνει, να ενεργεί και να υφίσταται απαράλλακτα όσα ενεργεί και υφίσταται ένα κτήνος δίχως λογική, ας πούμε ένα γουρούνι, ένας λύκος, μια αλεπού, ένα ευτελέστατο θηρίο.

Κατ’ ανάγκην, λοιπόν, ο άνθρωπος, προκειμένου να είναι και να ονομάζεται άνθρωπος, όπως τον έπλασε ο Δημιουργός, φύση δηλαδή εξαιρετική και διαφορετική από τα άλογα ζώα, πρέπει το άλογο συστατικό του μέρος, δηλαδή το σώμα, με όλα τα πάθη του, να υποτάσσεται στην λογική ψυχή. Και όταν εκείνη διοικεί ορθά και χαλιναγωγεί τον θυμό και την επιθυμία, δηλαδή τα πάθη του σώματος, τότε είναι ο άνθρωπος αληθινά και κατά κυριολεξίαν ελεύθερος και τότε διαφέρει από τα ζώα.

Αν όμως γίνεται το ακριβώς αντίθετο, πράγμα που συχνά συμβαίνει, και η ψυχή αφήσει τα ηνία και ακολουθήσει την ορμή των παθών και θυμώνει σαν λέαινα, εξαγριώνεται σαν αρκούδα, γίνεται πονηρή σαν αλεπού, αρπάζει όπως ο λύκος, χρεμετίζει σαν «ίππος θηλυμανής» και κυλιέται σαν χοίρος στον βόρβορο των ηδονών, τότε πού είναι η ελευθερία; Πού είναι η ευγένεια, πού η ανθρώπινη φύση γενικώτερα; Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η κατ’ εξοχήν δουλεία και μόνο τέτοιου είδους δουλεία είναι κατακριτέα και αξιόμεμπτη. Διότι εκείνος που είναι δούλος μόνον σωματικά, κι αν είναι αλυσοδεμένος κι αν δέρνεται κι αν υποφέρει τα πάνδεινα, όχι απλώς δεν επισύρει καμμία κατηγορία από κανέναν συνετό άνθρωπο, αλλά αντίθετα κερδίζει και την συμπόνια και το έλεος, αφού είναι ένας συνάνθρωπος που κακοτύχησε. Αντιθέτως, όσοι υποτάχθηκαν ανάξια στα άλογα πάθη της σάρκας, όχι μόνο επικρίνονται και μισούνται σαν μιαροί και ανήθικοι, αλλά και τιμωρούνται από τους νόμους της πολιτείας σαν αλιτήριοι και καταστροφείς της δημοσίας τάξεως και της καλής συμπεριφοράς και, αν κατά τύχην γλυτώσουν σε τούτην εδώ την ζωή την τιμωρία που τους αξίζει, όμως μετά θάνατον είναι αδύνατον ν’ αποφύγουν την αδιάψευστη απόφαση της Θείας Δίκης.

Στο σημείο αυτό αισθάνομαι μεγάλη δυσχέρεια να βρω λόγια για να περιγράψω την δουλεία μάλλον παρά ελευθερία, στον ζυγό της οποίας υπέβαλλαν αυτοβούλως τους εαυτούς τους οι ψευδο-φιλελεύθεροι. Τι να πω, τι να απαριθμήσω για να περιγράψω σε όλη της την έκταση την άθλια κατάστασή τους; Δύο ώρες με το ρολόι κραύγαζαν «λιμπερτά! λιμπερτά!» (ελευθερία, ελευθερία) [2], όταν αποκεφάλισαν στην λαιμητόμο τον βασιλιά τους. Ελευθερία!… Πού βρίσκεται, πού εμφανίζεται, πού είναι κρυμμένη αυτή η πολυθρύλητη και μέχρι τον ουρανό ακουστή λιμπερτά – ελευθερία; Στα σώματα μόνον.

Μόνον τα σώματα των Γάλλων είναι ελεύθερα, δηλαδή αβασίλευτα, ακυβέρνητα, μη υποκείμενα στην όποια ανθρώπινη εξουσία. Με άλλα λόγια, ο πλασμένος, σχηματισμένος και ωραία στολισμένος πηλός, που υπόκειται στην φθορά και την αποσύνθεση, το γεύμα των σκουληκιών, η πηγή της δυσωδίας! Αυτό που σήμερα είναι αντιληπτό από τις αισθήσεις, χορεύει και φλυαρεί και αύριο παρέρχεται, μαραίνεται, διαλύεται, δεν λογαριάζεται για τίποτα! Αυτό και μόνον είναι το σπουδαίο πράγμα που προκάλεσε όλην αυτήν τη μανία, για το οποίο υπήρξε και υπάρχει τόσος ενθουσιασμός, χύθηκαν λίμνες αιμάτων, σκοτώθηκαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, όχι εχθροί, αλλ’ ομοεθνείς και ομόφυλοι! Τα σώματα, μόνα τα βρωμερά και σκωληκόβρωτα σώματα. Οι ψυχές τους, που από την φύση τους είναι το ευγενέστερο μέρος του ανθρώπου, εκείνο που άρχει και κατευθύνει το σώμα, αυτές, εξ αιτίας της ασωτίας τους, είναι βυθισμένες στην πλέον απερίγραπτη δουλεία, κατά τον αψευδή λόγο του Κυρίου: «πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλός εστι της αμαρτίας» (Ιω. Η’ 34).

Και, μολονότι η αμαρτία αποτελεί κοινό ελάττωμα της ανθρώπινης φύσης και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει αμαρτήσει, όμως αυτοί στο σύνολό τους θέλουν να αποτινάξουν κάθε πολιτική και πνευματική εξουσία, προκειμένου να είναι ελεύθεροι και ανεμπόδιστοι να διαπράττουν κάθε κακό και ανεπίτρεπτο: γίνονται αυθάδεις, ξεδιάντροποι, θρασείς, κακοήθεις, φονικοί, αρπαγές, πονηροί, αλαζονικοί, υπερήφανοι, πόρνοι, μοιχοί, αιμομίκτες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που δεν μπορώ να περιγράψω πόσο σιχαμεροί, βρώμικοι και ακάθαρτοι είναι αυτοί οι ιλλουμινάτοι [3] χοίροι. Και βέβαια, είναι αλήθεια ότι ανέκαθεν τέτοιοι ήταν οι Φράγκοι, αλλά τώρα η λιμπερτά τους αποτελείωσε, τους έβαλε την σφραγίδα, τους απέκοψε από τους άλλους ανθρώπους και τους επεσύναψε με τα άλογα ζώα, των οποίων την ζωή μιμήθηκαν με τα έργα τους.

Και, αν αληθεύει (και πρέπει να αληθεύει) το σοφό εκείνο γνωμικό που λέει «δουλεύειν πάθεσι, χαλεπώτερον ή τυράννοις» (είναι πιο επαχθές να είναι κανείς υποδουλωμένος στα πάθη του παρά σε εξωτερικούς τυράννους) [4], αυτοί είναι απόλυτα δούλοι των παθών τους και η δουλεία αυτή είναι πολύ πιο επαχθής, χειρότερη και ελεεινότερη από την υποδούλωση σε τυράννους ανθρώπους. Διότι το σώμα εκ φύσεως υπόκειται δουλικά στις προσταγές της κυρίαρχης ψυχής και για τον λόγο αυτό δεν είναι παράδοξο να υποτάσσεται και σε κάποια εξωτερική εξουσία και να εκτελεί σωματικές υπηρεσίες και έργα. Είναι όμως εντελώς ανήκουστο και παράδοξο το να εκπέσει η κυρίαρχη ψυχή από την υψηλή τάξη της, την εξ ολοκλήρου αδούλωτη, και να υποταχθεί με την δική της θέληση στα παράλογα και αισχρά πάθη του σώματος.

Και ποιοι είναι αυτοί που εξέπεσαν σ’ αυτή την κάκιστη, αισχρότατη και φαυλότατη δουλεία; Οι Ιλλουμινάτοι! Δηλαδή οι πεφωτισμένοι… Από πού πεφωτισμένοι; Από την φιλοσοφία, όπως οι ίδιοι κομπάζουν. Και βέβαια, καμμία άλλη χώρα και κανένα άλλο Έθνος δεν είχε την τύχη να είναι τόσο πλούσιο σε ακαδημαϊκές σχολές και σε κάθε είδος επιστημών, όσο το Βασίλειο της Γαλλίας. Και όμως, «φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν» (Ρωμ. Α’ 22 ), κατά τον Θείο Απόστολο. Και επιβεβαίωσαν, οι τόσο «πεφωτισμένοι», με την διαστροφή τους αυτή, ότι όταν το λογικό του ανθρώπου δεν φωτίζεται και δεν ενδυναμώνεται άνωθεν, δηλαδή από το Φώς του Ευαγγελίου, κάθε ανθρώπινο φως αποδεικνύεται σκοτάδι και ματαιότητα. Γιατί, αν είχαν φωτιστεί από μίαν έστω ακτίνα του Θείου Φωτός, ασφαλώς δεν θα έδειχναν τέτοια μανία για την υλική ελευθερία, δηλαδή για ένα αγαθό τόσο πρόσκαιρο, ώστε δεν θα έπεφτε έξω κανείς αν το παρομοίαζε με όνειρο. Ούτε θα τους είχε αφήσει η Χάρη του Θεού να πέσουν «εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα» (Ρωμ. A’ 28), για τα οποία όχι φιλόσοφοι, αλλ’ ούτε καν άνθρωποι ταιριάζει να ονομάζονται.

Αλλά με τις διακηρύξεις τους περί Ελευθερίας, συνδέουν και τις διακηρύξεις για την Ισότητα. Και ψηλά στις σημαίες τους γράφουν «Ελευθερία-Ισότητα». Και ο απερίσκεπτος και ασύνετος όχλος, τι άλλο πιο θελκτικό, ελκυστικό και παρακινητικό για ανταρσίες και εξεγέρσεις εναντίον των ανωτέρων θα περίμενε ν’ ακούσει πέρα απ’ αυτές τις διακηρύξεις; Με την διακήρυξη της Ελευθερίας, φαντάζεται τον εαυτό του απαλλαγμένο από κάθε εξωτερική ανθρώπινη εξουσία, την οποία και ονομάζει αδιακρίτως τυραννία, έστω κι αν δεν είναι. Με τις διακηρύξεις περί Ισότητας, ο νεροκουβαλητής και εκείνος που καθαρίζει τους κοπρώνες, φαντάζεται τον εαυτό του ίσο με τους πιο ευγενείς και επιφανείς.

Ανόητοι και ματαιόδοξοι άνθρωποι! «Τι κέρδος πιθήκω, ει δοκεί λέων είναι», κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο; Αν, λέει, η μαϊμού φαντάζεται ότι είναι λιοντάρι, ποιο όφελος θα έχει από μία τέτοια φαντασία; Ισότης! Πες μου, πού είναι αυτή η ισότητα; Εκείνος κατοικεί σε φανταχτερά παλάτια και πανύψηλους πύργους και συ, ταλαίπωρε, μόλις έχεις μία φτωχική καλύβα, όσο για να στεγάζεις το ασθενικό και κουρασμένο σώμα σου. Εκείνος αναπαύεται σε χρυσό και φιλντισένιο κρεββάτι και σ’ απαλά στρώματα και συ διά της βίας έχεις ένα ξυλόστρωμα, για να ξαποστάσεις το βασανισμένο σου κορμί. Στο τραπέζι του δεν περισσεύει χώρος από την αφθονία των εδεσμάτων και των κρασιών και συ μόλις που έχεις λίγο ψωμί και λίγο τυρί κακής ποιότητας, για να ξεγελάσεις την πείνα σου!

Αλλά γιατί να πλατειάζω; Πώς μπορούν δυο άνθρωποι να λέγονται ίσοι, όταν ο ένας είναι πάμπλουτος και ο άλλος στενάζει από την πείνα του και αναγκάζεται να κλέβει εξ αιτίας της φτώχειας του; Αυτές οι διακηρύξεις είναι εφεύρημα ανθρώπων πονηρών και επίβουλων, οι οποίοι, θέλοντας να ικανοποιήσουν τα πάθη τους και να εκπληρώσουν τις κακές τους επιθυμίες, εμφύσησαν στα μυαλά των απλών ανθρώπων του λαού αυτόν τον ασύστατο άνεμο της ισότητας, για να έχουν βοήθεια για την επίτευξη του σκοπού τους. Μπορεί ποτέ να υπάρξει ισότητα σε κοινωνίες που κυριαρχεί η πλεονεξία, που βασιλεύουν τα πάθη, που δεν ακούγεται άλλη έκφραση συχνότερα από «το δικό μου» και «το δικό σου» [5];

Ισότητα, ναι, πράγματι υπήρξε κάποτε! Πού όμως; Στην νεοσύστατη Εκκλησία των καλών εκείνων Χριστιανών, των απλών και ευλαβεστάτων! Εκεί, όπως την περιγράφει ο ιερός Λουκάς (Πράξ. δ’, 32), κανένας δεν έλεγε ότι έχει κάτι δικό του, αλλά ήταν όλα κοινά, χρήματα, ενδύματα και τροφές. Γιατί όμως ήταν όλα κοινά; Γιατί, λέει, η καρδιά και η ψυχή των πιστών ήταν μία! Όλοι για τον Θεό είχαν μία γνώμη και ένα θέλημα και ήταν όλοι δεμένοι μεταξύ τους με αδελφική αγάπη, τόσο σφικτά, ώστε, παρ’ όλο που ήταν πολύς λαός και διαφόρων ηλικιών, άνδρες και γυναίκες, ηλικιωμένοι και νέοι, ήταν όλοι τόσο μονιασμένοι ώστε έμοιαζαν ν’ αποτελούν ένα σώμα, που το κινούσε μία ψυχή.

Η ίδια ισότητα και ομοψυχία υπήρξε επί πολλούς αιώνες και στα Κοινόβια των παλαιών Οσίων, του Παχωμίου, του Σάββα, του Ευθυμίου, του Θεοδοσίου και άλλων πολλών, γιατί και σ’ αυτούς διασωζόταν η αδελφική αγάπη και η ομοψυχία. Εκείνη, πράγματι, υπήρξε αληθινή Ισότητα [6]!

Η ισότητα όμως που προβάλλουν οι νέοι δημοκρατικοί είναι ψευδεπίγραφη, είναι ψιλό όνομα, όπως και η ελευθερία τους. Έχουν επινοηθεί από πονηρούς ανθρώπους, για να πετύχουν τα σχέδιά τους με την δύναμη του λαού [7]. Και βέβαια, το διπλό αυτό κήρυγμα της ελευθερίας και της ισότητας, στο σύνολό του απέκτησε μεγάλο κύρος μεταξύ του ανωνύμου πλήθους, όχι μόνο μέσα στα όρια της Γαλλίας, αλλά και στις εκστρατείες εναντίον της Ιταλίας, όπου, αν και εξεστράτευαν δίκην πολεμικής αναμετρήσεως εναντίον των πόλεών της, τους υποδέχονταν παντού με ανοικτές τις αγκάλες, όχι σαν εχθρούς, αλλά σαν φίλους και αδελφούς και σωτήρες. Κάποια στιγμή όμως αντιλήφθηκαν την απάτη, ίσως επειδή έβλεπαν ότι και σε πολλά άλλα μέρη που πάτησαν οι κήρυκες της ισότητας «χορτάρι δεν ξαναφύτρωσε», κατά το κοινώς λεγόμενο.

Και περισσότερο από κάθε άλλο μέρος, την απάτη αυτή των κηρύκων της ισότητας επρόκειτο να την καταλάβει η Βενετία [8], η οποία ανέλπιστα κατάντησε φτωχή, δυστυχισμένη και ταλαίπωρη. Η Βενετία, η λαμπρή κάποτε πόλη, η ξακουστή σ’ όλη την γη για την ευγενή καταγωγή των οικιστών της, για την καλλιέργεια των τεχνών, για την μεγάλη και ξεχωριστή σοφία και φρόνησή της. Η Βενετία, η πόλη που για πολλούς αιώνες κυβερνούσε πλήθος πόλεων, τώρα, αμαχητί, με μόνες τις διακηρύξεις της ελευθερίας και της ισότητας, εκείνη που καυχιόταν πως ποτέ δεν υποδουλώνεται, κατήντησε, αλλοίμονο, υπόδουλη και, όπως φαίνεται, εκπληρώθηκε και σ’ αυτήν η προφητεία του Ησαΐα και εγκαταλείφθηκε και αυτή ως σκηνή εν αμπελώνι, και ως οπωροφυλάκιον εν σικυηράτω[9].

Ω των παραδόξων κριμάτων της υπέρσοφης πρόνοιας του Θεού! Ίσως ήταν αυτό το ποτήρι της Θείας Δίκης που έπρεπε να πιει η Γαληνοτάτη, εξ αιτίας της τυραννίας που επέβαλε εναντίον μας, αντιμετωπίζοντάς μας με μεγάλη εχθρότητα [10].

Για τις συνέπειες όμως που επέφεραν τα εξωτερικά δεινά όσο και οι εσωτερικοί αφανισμοί, οι ολοσχερείς καταστροφές και οι άξιες πολλών δακρύων συμφορές, που προξένησε και συνεχίζει να προξενεί ακατάπαυστα ο ενθουσιασμός της ψευδο-ελευθερίας, θα χρειαζόταν ένα ξεχωριστό ιστορικό πόνημα. Κάτι τέτοιο, επί του παρόντος, ούτε το υποσχεθήκαμε, ούτε μπορούμε να το φέρουμε σε πέρας κατά τρόπον ικανοποιητικό. Εμείς αρκούμεθα να πούμε κοντά στα άλλα, ότι μάταια οι λιμπερτίνοι διακηρύσσουν την ελευθερία, την στιγμή που οι ίδιοι είναι τέτοιοι τύραννοι: και αν ίσως κάποτε ετυραννούντο από έναν ή από λίγους, τώρα, εξ αντιθέτου, είναι όλοι αυτοί τύραννοι και θανατώνουν, εξορίζουν ή επιβάλλουν κάποιαν άλλη ποινή σε όσους δεν πείθονται στο θέλημά τους. Γι’ αυτό και πολλοί από τους λεγομένους ιερείς τους και αρχιερείς και ηγουμένους, έπεσαν θύματα της φοβερής λαιμητόμου, όχι για κάποιο έγκλημα ή αδίκημα, αλλά γιατί ήθελαν να φυλάξουν την ελευθερία της συνειδήσεώς τους και να μην υπογράψουν εναντίον του «χριστού του Κυρίου», δηλαδή εναντίον του βασιλιά τους. Και βέβαια, αν όλοι αυτοί δεν πέθαιναν μέσα στην κοινωνία των παπικών δογμάτων, θα ήταν σίγουρα όλοι μάρτυρες.

Ψευδής λοιπόν είναι η ελευθερία, ψευδής και καταστροφική και η ισότητα: και οι νουνεχείς άνθρωποι δεν πρέπει καθόλου να παρασύρονται από τέτοιες ψευδείς διακηρύξεις.

________________

Υποσημειώσεις:

[1]. Είναι αναγκαίες κάποιες διευκρινίσεις για τον σύγχρονο αναγνώστη. Ο Άγιος αντιλαμβάνεται την έννοια της Βασιλείας με τρόπο που δεν έχει καμμία σχέση με σημερινά πολιτικά σχήματα, ώστε να εγείρονται οποιοιδήποτε συνειρμοί. Έχει υπόψιν του την αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως και τον ρόλο του αυτοκράτορα σαν κοινού πατέρα, προστάτη των αδυνάτων απέναντι στις αυθαιρεσίες των δυνατών, απονεμητή της δικαιοσύνης και υπέρμαχου της ελευθερίας και εδαφικής ακεραιότητας του Χριστιανικού Βασιλείου. Αυτή η αντίληψη υπήρχε στα χρόνια του Βυζαντίου και παρέμενε στην συνείδηση των υποδούλων Ρωμηών. Και πηγάζει από την διάκριση των πολιτευμάτων που περιγράφει ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, διάκριση που ισχύει και θα ισχύει εσαεί. Και οπωσδήποτε, στην σκέψη των Ελλήνων, τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και κατά τον Μεσαίωνα, υπάρχει σαφής αντιδιαστολή μεταξύ νόμιμης εξουσίας (ανεξαρτήτως αν πρόκειται για Βασιλεία, Αριστοκρατία ή Δημοκρατία) και τυραννίδας. Πιο συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για διάκριση μεταξύ των «ορθών πολιτευμάτων», που είναι η Βασιλεία, η Αριστοκρατία (όπου κυβερνούν οι άριστοι κατά το ήθος, όχι κατά τον πλούτο ή την κοινωνική ισχύ) και η Δημοκρατία («Πολιτεία» την ονομάζει ο Σταγειρίτης), και των εκτροπών των ορθών πολιτευμάτων, που είναι η Τυραννία, η Ολιγαρχία και η Οχλοκρατία («δημοκρατία», κατά τον όρο του Αριστοτέλη). Το κριτήριο που διακρίνει τα «ορθά» πολιτεύματα από τις «εκτροπές» τους, κατά τον Αριστοτέλη, είναι το ότι τα ορθά πολιτεύματα αποβλέπουν στο δίκαιο, στο κοινό συμφέρον και την ευημερία του κοινωνικού συνόλου, ενώ οι εκτροπές τους στο ατομικό συμφέρον των ασκούντων την εξουσία. Η νόμιμη βασιλεία, λοιπόν, διακρίνεται εμφανώς από την τυραννία (πρβλ. Αριστοτέλους «Πολιτικά» 1279a). Το στίγμα της διάκρισης αυτής δίνουν σαφέστατα και τα παρακάτω λόγια του Μ. Βασιλείου: «Ει Βασιλεία εστίν έννομος επιστασία, δήλον ότι αι παρά βασιλέως διδόμεναι υποθήκαι, του γε αληθώς της προσηγορίας ταύτης αξίου, πολύ το νόμιμον έχουσι, το κοινή πάσι λυσιτελές σκοπούσαι, και ουχί προς τον σκοπόν της ιδίας ωφελείας συντεταγμέναι. Τούτο γαρ διαφέρει τύραννος βασιλέως, ότι ο μεν το εαυτού πανταχόθεν σκοπεί: ο δε, το τοις αρχομένοις ωφέλιμον εκπορίζει». Απόδοση στην Νεοελληνική: Εφ’ όσον Βασιλεία είναι νόμιμη επιστασία, είναι φανερό ότι οι υποθήκες που δίνονται από τον πραγματικά άξιο να φέρει αυτόν τον τίτλο, έχουν το κύρος της νομιμότητας, γιατί αποβλέπουν στην ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου και δεν έχουν συνταχθεί με σκοπό το ατομικό όφελος. Σ’ αυτό, άλλωστε, διαφέρει ο τύραννος από τον [νόμιμο] βασιλιά, ότι ο ένας αποσκοπεί με κάθε τρόπο στο ατομικό του συμφέρον, ενώ ο άλλος στο να παρέχει ωφέλεια στους υπηκόους (Μ. Βασιλείου, Ομιλία IB’, εις την αρχήν των Παροιμιών, Μ. Βασιλείου, έργα, τ. 7, έκδ. ΕΠΕ). Ο ίδιος λέει, επίσης, σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης και του κατ’ αξίαν: «Ο την αληθή δικαιοσύνην μη έχων προεναποκειμένην τη ψυχή, αλλ’ ή χρήμασι διεφθαρμένος, ή φιλία χαριζόμενος, ή έχθρα αμυνόμενος, ή δυναστεία δυσωπούμενος, το κρίμα κατευθύνειν ου δύναται. Δικαιοσύνη εστίν έξις απονεμητική του κατ’ αξίαν. Δυσθήρατον δε τούτο, των μεν διά το περί την φρόνησιν ελλιπές ουχ ευρισκόντων εκάστω διανείμαι το ίσον: των δε διά το προκατέχεσθαι υπό παθών ανθρωπίνων αφανιζόντων το δίκαιον». Απόδοση στην Νεοελληνική: Εκείνος που δεν έχει την αίσθηση της αληθινής δικαιοσύνης στην ψυχή του, αλλά είτε εξαγοράζεται με τα χρήματα, είτε χαρίζεται λόγω φιλίας, ή εκδικείται λόγω προσωπικής έχθρας, ή κάμπτεται λόγω της ισχύος, δεν μπορεί να αποδώσει το δίκαιο. Η Δικαιοσύνη είναι η ικανότητα απονομής κατά την αξία του καθενός. Και αυτή την αρετή δύσκολα την κατορθώνουν οι άνθρωποι, είτε γιατί τους λείπει η σύνεση και δεν μπορούν να διακρίνουν πώς θα απονείμουν στον καθένα αυτό που του αξίζει, είτε γιατί είναι κυριευμένοι από τα ανθρώπινα πάθη που αφανίζουν το δίκαιο (αγ. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια Θεολογικά, ήτοι Εκλογαί εκ Διαφόρων Βιβλίων τών τε καθ’ ημάς και των θύραθεν, τ. 15 Ε’, εκδ. ΕΠΕ). Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται όλοι οι Πατέρες. Άλλωστε και ο ιερός διδάσκαλος του Γένους γνωρίζει καλά και αποδέχεται την διαφορά ανάμεσα στην νόμιμη εξουσία και την τυραννία, όπως φαίνεται και από τα λόγια του: «η μοναρχική εξουσία είναι η αρίστη και πλέον φυσική μορφή διοικήσεως. Αυτό φυσικά ισχύει όταν ο Μονάρχης είναι καλός και όχι τύραννος. Όταν υποτάσσεται στους δίκαιους νόμους που έχουν θεσπιστεί και περιβάλλεται από σοφούς και έντιμους συμβούλους». Παραπέμπουμε τον αναγνώστη που θα επιθυμούσε να μελετήσει σε βάθος το θέμα, στα έργα των μεγάλων βυζαντινολόγων (μεταξύ και πλειάδας άλλων) Δ. Ζακυνθηνού, Κων. Άμαντου, Καραγιαννόπουλου και ιδίως του κορυφαίου Σκώτου Βυζαντινολόγου σερ Στήβεν Ράνσιμαν, ιδιαίτερα στο έργο του Βυζαντινός Πολιτισμός.

[2]. Όπως υπογραμμίστηκε και παραπάνω, ο όρος «Λιμπερτά», που επί λέξει στην Ελληνική σημαίνει Ελευθερία, στα συνθήματα των Γάλλων επαναστατών είναι ταυτισμένη με τον πολιτικό φιλελευθερισμό.

[3]. Ιλλουμινάτοι: πεφωτισμένοι. Δηλαδή οι Διαφωτιστές. Έτσι αποκαλούνταν: ιλλουμινάτοι. Αφήνουμε στην κρίση του αναγνώστη τους συνειρμούς που δημιουργεί ο όρος αυτός.

[4]. Βλ υποσημ. 6

[5]. Γίνεται αμέσως αντιληπτό, ότι ο ιερός διδάσκαλος του Γένους, εδώ προβλέπει και καταγγέλλει την ψευδεπίγραφη εκείνη ισότητα των αστικών δημοκρατιών των νεοτέρων χρόνων, γεννημάτων της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Άγιος διαβλέπει ότι η διακηρυσσόμενη Ισότητα, στην πραγματικότητα είναι όχι απλώς κενό γράμμα, αλλά και χειρότερη μορφή ανισότητας (για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, γεννήματα και αυτά της Γαλλικής Επανάστασης, δεν υπάρχει λόγος να το σχολιάσουμε καν). Πράγματι, τι είδους ισότητα υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σ’ έναν επιφανή μεγαλοαστό επιχειρηματία κι έναν μισθοσυντήρητο εργάτη, που ωστόσο ο νόμος τους αντιμετωπίζει ως «ίσους»; Αναφέρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα για να γίνει πιο κατανοητό: Ορίζει ο νόμος ότι για την πρόκληση μίας συγκεκριμένης ζημίας, προβλέπεται ποινή φυλάκισης ενός έτους ή καταβολή χρηματικής αποζημίωσης αξίας π.χ. 150.000€. Ο νόμος ισχύει, φυσικά, αδιακρίτως, το ίδιο και για τον επιχειρηματία και για τον μισθωτό, επειδή και οι δύο είναι «ίσοι» προ του νόμου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η πραγματική δυνατότητα του καθενός. Και αν η πολιτεία της «ισονομίας» τους αντιμετωπίζει ως ίσους μπροστά στον νόμο, όπως και πράγματι το κάνει, διευρύνει το κοινωνικό χάσμα, αφού, κατά τον Πλάτωνα, η ίση μεταχείριση των ανίσων προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ανισότητα.

[6]. Εδώ φαίνονται καθαρά οι κοινωνικές αντιλήψεις του αγίου Αθανασίου, πολύ πιο ρηξικέλευθες και συγχρόνως πολύ πιο ρεαλιστικές από τα ψευδεπίγραφα και μακράν της πραγματικότητας συνθήματα των διαφωτιστών και των οπαδών τους.

[7]. Αναφορά στα όσα διαδραματίστηκαν την περίοδο της Τρομοκρατίας των Ιακωβίνων. Και πάλι ο Άγιος είναι προφητικός, διότι απότοκα της Γαλλικής Επανάστασης και της Ιδεολογίας της είναι και οι ολοκληρωτισμοί του 20ού αιώνα, που υπερέβησαν σε ωμότητα κάθε προηγούμενο τυραννικό καθεστώς στην Ιστορία. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο π. Σεραφείμ Ρόουζ (+ 1983) στο έργο του «Μηδενισμός»: «Ο de Maistre, και αργότερα ο Donoso Cortes, στα γραπτά τους… αποκάλεσαν την Επανάσταση σατανική διαδήλωση. Και οι ιστορικοί τους χαμογελούν. Λιγότεροι, πιθανόν, χαμογελούν σήμερα, όταν χρησιμοποιείται η ίδια φράση -σπανιότερα, βεβαίως, με την ίδια σοβαρότητα- για τον Εθνικοσοσιαλισμό ή τον Μπολσεβικισμό. Και κάποιοι ίσως αρχίζουν να υποψιάζονται ότι υπάρχουν δυνάμεις και αίτια που κατά κάποιον τρόπο ξέφυγαν της προσοχής του πεφωτισμένου βλέμματός τους» (Ευγένιος [π. Σεραφείμ] Ρόουζ, Μηδενισμός, η αρχή της αποστασίας στην σύγχρονη εποχή, Μετάφραση-επιμέλεια: Βασιλεία Στ. Κατσάνη, Εκδόσεις Μυριόβιβλος, Αθήνα Ιούνιος 2007).

[8]. Το 1797 με την είσοδο του Μεγάλου Ναπολέοντα στην βόρεια Ιταλία και την συνθήκη του Καμποφόρμιο η σχεδόν χιλιετής Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας καταλύθηκε.

[9]. Ησ. Α’ 8

[10]. Προφανώς εννοεί την περίοδο της Ενετοκρατίας στις ελληνικές περιοχές, ή οποία υπήρξε μία σκληρή και αδυσώπητη κατοχή, κοινωνικά, πολιτισμικά και εκκλησιαστικά.

 

Πηγή: (Απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο ‘Απολογία Χριστιανική’ του Αγίου Αθανασίου του Παρίου, που κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις “Γρηγόρη” και προτείνουμε ανεπιφύλακτα), Η άλλη όψη

synodiko 02


Τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἕνα κείμενο τό ὁποῖο περιλαμβάνεται στό Τριώδιο καί διαβάζεται τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλαδή τῆν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν.

Εἶναι γνωστόν ὅτι διά μέσου τῶν αἰώνων παρουσιάσθηκαν διάφορες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἀρνοῦνταν τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία καί, στήν πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας τήν φιλοσοφία καί τόν στοχασμό, ἀμφισβητοῦσαν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ἐπάνω σέ διάφορα δογματικά θέματα. Οἱ Πατέρες πού συγκρότησαν τίς Συνόδους ἀντιμετώπισαν αὐτές τίς πλάνες. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων πάνω σέ δογματικά θέματα καλοῦνται ὅροι. Γενικότερα, κάθε ἀπόφαση τῶν Συνόδων καλεῖται Συνοδικόν. Ἔτσι, ἔχουμε τόν συνοδικό τόμο καί τόν συνοδικό ὅρο καί, ὁπωσδήποτε, κάθε Σύνοδος ἔχει τό δικό της Συνοδικό.

Τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἀναφέρονται στήν προσκύνηση τῶν ἱερῶν Εἰκόνων. Ἡ ἀνάγνωσή τους τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἔδωσε τόν τίτλο Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας. Βέβαια, πρέπει νά λεχθῆ ὅτι ἀργότερα στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας προστέθηκε καί ὁ ὅρος πίστεως τῶν ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος. Ἔτσι, τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας περιλαμβάνει τίς ἀποφάσεις τόσο τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσο καί τῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος, οἱ ὁποῖες, ὅπως θά λεχθῆ πιό κάτω, ἔχουν ὅλα τά στοιχεῖα γιά νά χαρακτηρίζωνται καί νά θεωροῦνται ὡς Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος.

Μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα
Δέν εἶναι δυνατόν, βέβαια, νά ἀναλυθῆ καί νά ἑρμηνευθῆ ὅλο τό περίφημο καί μεγάλης σημασίας Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ ἀναγνώστης πρέπει νά τό διαβάση προσεκτικά καί θά διαπιστώση τήν σπουδαιότητά του. Θά δοῦμε ὃμως μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα, τά ὁποῖα, νομίζω, εἶναι ἡ βάση ὅλων ὅσων λέγονται στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά καί ἡ βάση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καί εἶναι αὐτά πού δείχνουν κατά πόσον διακατεχόμαστε ἀπό τό γνήσιο ἐκκλησιαστικό φρόνημα.

α) Ἡ καταδίκη τῆς φιλοσοφίας

Σέ ὅλο τό κείμενο τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας φαίνεται καθαρά ὅτι καταδικάζεται ἡ φιλοσοφία. Καταδικάζεται τόσο ὁ τρόπος πού χρησιμοποιεῖ ἡ φιλοσοφία γιά νά μιλήση καί νά παρουσιάση τόν Θεό, ὅσο καί τά συμπεράσματα στά ὁποῖα καταλήγει. Καί, φυσικά, ὁμιλώντας γιά φιλοσοφία, ἐννοοῦμε τήν μεταφυσική, ὅπως ἀναπτύχθηκε ἀπό τόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη καί ἀπό ἄλλους μεταγενεστέρους φιλοσόφους. Θά δοῦμε ποιές αἱρετικές διδασκαλίες ἀφορίζονται καί ἀποβάλλονται.

Ἀφορίζονται ὅσοι δέχονται τά δυσσεβῆ δόγματα τῶν Ἑλλήνων, δηλαδή τῶν εἰδωλολατρῶν, πού ἀναφέρονται στήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί στίς ἀνθρώπινες ψυχές, καί τά ἀναμειγνύουν μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Λέγεται χαρακτηριστικά: «Τοῖς εὐσεβεῖν μέν ἐπαγγελομένοις, τά τῶν Ἑλλήνων δέ δυσσεβῆ δόγματα τῇ Ὀρθοδόξῳ καί Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καί οὐρανοῦ, καί γῆς, καί τῶν ἄλλων κτισμάτων, ἀναιδῶς, ἤ μᾶλλον ἀσεβῶς ἐπεισάγουσιν, ἀνάθεμα».

Τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἕνα ὑπέροχο καί πολύ συνοπτικό κείμενο, πού εἶναι περίληψη ὅλης τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία τό ἐνέταξε μέσα στήν λατρεία της, τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, καί διαβάζεται σέ στάση προσοχῆς καί προσευχῆς. Εἶναι κείμενο ἱερό.

Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἀναθεματίζονται ὅσοι δέχονται μέν τά δόγματα τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά παρουσιάζονται ὡς εὐσεβεῖς. Φαίνεται ὅτι καί τήν ἐποχή ἐκείνη ὑπῆρχαν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι κατά τά ἄλλα προσποιοῦνταν τόν εὐσεβῆ, εἶχαν καλούς τρόπους συμπεριφορᾶς, ὅμως δέν παραδέχονταν τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.

Βέβαια, δέν ἀφορίζονται αὐτά καθ’ ἑαυτά τά ἔργα τῶν φιλοσόφων, ἀλλά ἡ προτίμηση τῶν φιλοσοφικῶν διδασκαλιῶν σέ βάρος τῆς πίστεως, καί ἡ χρησιμοποίηση τῆς φιλοσοφίας γιά τήν ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἀπαγορεύεται ἡ μελέτη τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, δηλαδή τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλά κατηγοροῦνται οἱ Χριστιανοί πού ἀκολουθοῦν καί παραδέχονται τίς μάταιες θεωρίες τους. Λέγεται: ἀνάθεμα «τοῖς τά Ἑλληνικά δεξιοῦσι μαθήματα, καί μή διά παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλά καί ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις». Κατηγοροῦνται καί ἀναθεματίζονται ὅσοι προτιμοῦν «τήν μωράν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν» ἀπό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία.

Τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας δέν παραμένει σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, ἀλλά προχωρεῖ καί σέ συγκεκριμένα θέματα τά ὁποῖα καταδικάζει. Καί, ὅπως θά διαπιστωθῆ, ἀναφέρεται σέ βασικές διδασκαλίες τῆς φιλοσοφίας, τῆς λεγομένης μεταφυσικῆς. Μεταξύ αὐτῶν εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ Πλάτωνος περί ἰδεῶν. Σύμφωνα μέ αὐτήν τήν ἀντίληψη, ὑπάρχουν οἱ ἰδέες καί ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἤ ἀντιγραφή αὐτῶν τῶν ἰδεῶν ἤ πτώση ἀπό τίς ἰδέες αὐτές. Κατά τόν Πλάτωνα, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται στό νά ἐπιστρέψη ἡ ψυχή στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν. Οἱ ἅγιοι Πατέρες στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας καταδικάζουν αὐτήν τήν ἄποψη καί τούς δεχομένους «τάς Πλατωνικάς ἰδέας, ὡς ἀληθεῖς».

Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πίστευαν ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἄναρχη καί ὅλα τά κτίσματα εἶναι ἀΐδια καί ἄναρχα καί, βεβαίως, ἡ ὕλη εἶναι συνάναρχος μέ τόν Δημιουργό τοῦ κόσμου. Οἱ δεχόμενοι αὐτά καταδικάζονται: «Τοῖς τήν ὕλην ἄναρχον, καί τάς ἰδέας, ἤ συνάναρχον τῷ Δημιουργῷ πάντων καί Θεῷ δογματίζουσι, καί ὅτι περ οὐρανός καί γῆ, καί τά λοιπά τῶν κτισμάτων ἀΐδιά τέ εἰσι καί ἄναρχα, καί διαμένουσι ἀναλλοίωτα… ἀνάθεμα». Ἡ ὕλη καί ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό καί δέν παραμένουν ἀναλλοίωτα.

Μέ ὅσα λέγονται στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας δέν προτρεπόμαστε νά σταματήσουμε νά μελετᾶμε τά συγγράμματα τῶν φιλοσόφων καί τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἀλλά νά μή χρησιμοποιοῦμε τήν μέθοδό τους, πού συνίσταται στόν στοχασμό καί τήν λογικοκρατία καί νά μήν δεχόμαστε τίς δοξασίες τους, γιατί ἀλλοιώνουν τήν ὀρθόδοξη πίστη.

Ἀλλά καί στό θέμα τῆς δημιουργίας ὑπάρχει διαφοροποίηση τῆς φιλοσοφίας ἀπό τήν θεολογία. Βασική διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε «ἐκ τοῦ μή ὄντος», ἐκ «μή ὑπαρχούσης ὕλης». Αὐτή ἡ διδασκαλία κλονίζει ὅλα τά θεμέλια τῆς φιλοσοφίας. Ἡ φιλοσοφία πίστευε, ὅπως ἀναφέραμε, ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἀΐδια. Ἔτσι, καταδικάζονται ἀπό τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας ὅσοι δέχονται ὅτι «οὐκ ἐκ τοῦ μή ὄντος τά πάντα ἐγένετο».

Καί στό θέμα τῆς ψυχῆς ὑπάρχει διαφοροποίηση τῆς φιλοσοφίας καί, ἑπομένως, καταδικάζονται ὅσοι δέχονται τίς ἀπόψεις της. Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πίστευαν στήν προΰπαρξη τῆς ψυχῆς, στίς μετεμψυχώσεις καί στό ὅτι ὑπάρχει τέλος τῆς ψυχῆς, ὅτι, δηλαδή, κάποτε θά πεθάνη ἡ ψυχή. Τέτοιες διδασκαλίες εἰσχώρησαν καί σέ μερικούς θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί καταδικάζονται. Ἀναθεματίζονται ὅσοι δέχονται «ὅτι προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν» καί ὅσοι δέχονται ἀκόμη «τάς μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἤ καί ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλλυσθαι, καί εἰς τό μηδέν χωρεῖν δεχομένοις», καί γι’ αὐτόν τόν λόγο ἀθετοῦν «ἀνάστασιν, κρίσιν, καί τήν τελευταίαν τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν». Ἐπίσης, καταδικάζονται καί ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι μέ ἄλλα σώματα θά ἀναστηθοῦν καί θά κριθοῦν «καί οὐχί μεθ᾽ ὧν κατά τόν παρόντα βίον ἐπολιτεύσαντο».

Παράλληλα μέ αὐτά καταδικάζονται καί ὅσοι δέχονται τήν δοξασία τῶν φιλοσόφων ὅτι θά ὑπάρξη ἀποκατάσταση τῶν πάντων, δηλαδή, «ὅτι τέλος ἐστί τῆς κολάσεως ἤ ἀποκατάστασις αὖθις τῆς κτίσεως, καί τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων». Ὅπως ὑπάρχουν καί σήμερα ἔτσι ὑπῆρχαν καί τήν ἐποχή ἐκείνη ἄνθρωποι πού ὑπερτιμοῦσαν τούς φιλοσόφους ἔναντι τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τούς θεωροῦσαν ἀνώτερους καί γι’ αὐτό δέχονταν τίς διδασκαλίες τους. Ὅσοι, λοιπόν, διδάσκουν ὅτι οἱ φιλόσοφοι οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν ἀπό ὅλες τίς Οἰκουμενικές Συνόδους «κρείττονες εἰσί κατά πολύ, καί ἐνταῦθα, καί ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει» τῶν ἁγίων Πατέρων, καί ὅσοι ἀποβάλλουν τίς διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων καί τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθώς ἐπίσης καί ὅσοι δέν ἐκλαμβάνουν ὀρθά τίς διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων καί προσπαθοῦν «παρερμηνεύειν τε καί περιστρέφειν» αὐτές, ἀναθεματίζονται. Γιατί οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι φορεῖς τῆς Παραδόσεως, ἐμπνέονται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἀναφέραμε προηγουμένως ὅτι ὅλοι οἱ φιλόσοφοι εἶχαν μιά ἰδιαίτερη μέθοδο πού διακρινόταν ἀπό τήν μεθοδολογία τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ φιλόσοφοι χρησιμοποιοῦσαν τήν λογική καί τήν φαντασία γιά νά ἑρμηνεύσουν αὐτά τά θέματα, ἐνῶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔφθασαν στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέωση καί μέ αὐτόν τόν τρόπο παρέλαβαν τήν ἀποκάλυψη. Ἡ ἐσφαλμένη μέθοδος τῶν φιλοσόφων, καθώς ἐπίσης καί ἐκεῖνοι πού τήν χρησιμοποιοῦν, καταδικάζονται ἀπό τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀντίθετα, ἐπαινεῖται ἡ καθαρή πίστη καί ἡ ἁπλή καί ὁλόψυχος καρδία. Γράφεται: «Τοῖς μή πίστει καθαρᾷ, καί ἁπλῇ καί ὁλοψύχῳ καρδίᾳ τά τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν καί Θεοῦ, καί τῆς ἀχράντως αὐτόν τεκούσης Δεσποίνης, ἡμῶν Θεοτόκου, καί τῶν λοιπῶν Ἁγίων ἐξαίσια θαύματα δεχομένοις, ἀλλά πειρωμένοις, ἀποδείξεσι καί λόγοις σοφιστικοῖς, ὡς ἀδύνατα διαβάλλειν, ἤ κατά τό δοκοῦν αὐτοῖς παρερμηνεύειν, καί κατά τήν ἰδίαν γνώμην συνιστᾶν, ἀνάθεμα». Ὅταν στηρίζεται κανείς μόνον στήν λογική καί στήν φαντασία, τότε βρίσκεται σέ λανθασμένη πορεία. Καί, ἄν παρατηρήσουμε προσεκτικά, θά διαπιστώσουμε ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοί ἀκολούθησαν αὐτόν τόν δρόμο. Προσπάθησαν μέ τήν λογική καί τήν φαντασία καί μέ τήν χρησιμοποίηση τῆς φιλοσοφίας νά ἀναλύσουν καί νά κατανοήσουν ὅλα τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντίθετα, οἱ ἅγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν ἄλλη μέθοδο, πού εἶναι ὁ λεγόμενος ἡσυχασμός, ὁ ὁποῖος συνίσταται στήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέωση.

Μέ τήν ἐπίδραση τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, ἡ πράξη, πού στήν πατερική θεολογία εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἑρμηνεύεται ὡς ἱεραποστολή, καί ἡ θεωρία, ἡ ὁποία στήν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἡ νοερά προσευχή καί ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἑρμηνεύεται ὡς στοχασμός διανοητικός περί τοῦ Θεοῦ.

Λέγοντας ὅλα αὐτά πάλι πρέπει νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι οἱ φιλόσοφοι στήν ἐποχή τους ἔκαναν μεγάλη προσπάθεια γιά νά ἑρμηνεύσουν μερικά θέματα πού ζητοῦσαν λύση. Ὅμως παρατηροῦμε ὅτι χρησιμοποίησαν ἄλλη μέθοδο καί γι’ αὐτό ἀστόχησαν. Μέ ὅσα λέγονται στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας δέν προτρεπόμαστε νά σταματήσουμε νά μελετᾶμε τά συγγράμματα τῶν φιλοσόφων καί τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἀλλά νά μή χρησιμοποιοῦμε τήν μέθοδό τους, πού συνίσταται στόν στοχασμό καί τήν λογικοκρατία καί νά μήν δεχόμαστε τίς δοξασίες τους, γιατί ἀλλοιώνουν τήν ὀρθόδοξη πίστη. Οἱ θεωρίες περί ἰδεῶν, περί ἀνάρχου καί ἀϊδίου ὕλης, περί αἰωνιότητος τοῦ κόσμου, περί προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, περί μετεμψυχώσεως ἤ μετενσαρκώσεως, περί δημιουργίας τοῦ κόσμου ἐξ ὑπαρχούσης ὕλης, περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων κλπ. ὑπονομεύουν τίς διδασκαλίες τῆς Ἐκκλησίας καί ἀναιροῦν τήν ἀποκάλυψη.

β) Ἡ θεολογία τοῦ ἀκτίστου Φωτός

Προηγουμένως ἀναφέραμε ὅτι οἱ Πατέρες πού συνέγραψαν τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας καταδίκασαν τήν φιλοσοφία καί τήν μέθοδό της, καθώς καί ἐκείνους πού ἀκολουθοῦν τούς ἀρχαίους φιλοσόφους καί δέχονται τά δόγματά τους. Ὅμως, παράλληλα ἐπευφημοῦν τούς ἁγίους Πατέρες, πού δέχθηκαν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐξέφρασαν στήν ἐποχή τους μέ τήν διδασκαλία καί τήν ὁμολογία τους μέσα στήν Σύνοδο. Δέν θά ἀναφερθῶ σέ ὅλα αὐτά τά θέματα, ἀλλά κυρίως, θά ὑπογραμμίσω τά σχετικά μέ τήν θεολογία τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, γιατί ἦταν ἕνα ἀπό τά πιό κεντρικά καί βασικά σημεῖα τῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος (1341, 1347, 1351) μ.Χ.

Ὁ Βαρλαάμ, ἕνας στήν πραγματικότητα σχολαστικός θεολόγος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, πού χρησιμοποιοῦσε τήν φιλοσοφία σέ βάρος τῆς θεοπτίας, καί ὡς κέντρο εἶχε τήν λογική του καί τόν στοχασμό, ὅπως φαίνεται ἀπό τόν τόμο τοῦ ἔτους 1341, ὑποστήριζε ὅτι ἡ φιλοσοφία εἶναι ἀνώτερη τῆς θεολογίας καί τῆς θεοπτίας. Ἔλεγε ὅτι τό Φῶς στό ὄρος Θαβώρ δέν ἦταν ἀπρόσιτο, οὔτε τό ἀληθινό φῶς τῆς θεότητος, οὔτε τῶν ἀγγέλων ἱερώτερον καί θειότερον, «ἀλλά καί χεῖρον καί κατώτερον καί αὐτῆς τῆς ἡμετέρας νοήσεως». Ἔλεγε ὅτι, ἐπειδή τό Φῶς ἐκεῖνο προσπίπτει διά τοῦ ἀέρος καί ὑποπίπτει στήν αἰσθητική δύναμη κλπ., ὅλα τά νοήματα καί τά νοούμενα «σεμνότερα ἐστί τοῦ φωτός ἐκείνου». Τό φῶς αὐτό γίνεται καί ἀπογίνεται, ἐπειδή εἶναι φανταστό, μεριστό καί πεπερασμένο. Κατά τόν Βαρλαάμ, «ἀναγόμεθα δέ ἀπό τοῦ τοιούτου φωτός (τήν λογική) ἐπί νοήματα καί θεωρήματα, ἅ κρείττω ἐστίν ἀσυγκρίτως τοῦ φωτός ἐκείνου». Γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι τό Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι ὑπέρ νοῦν καί ἀληθινό καί ἀπρόσιτο «πεπλανημένοι εἰσί καθάπαξ. .. ἀσεβεῖς τε διά τοῦτο καί ὀλεθριώτατα δόγματα εἰς τήν Ἐκκλησίαν» εἰσάγουν. Τά ἔλεγε αὐτά ὁ Βαρλαάμ γιατί εἶχε διαποτισθῆ ἀπό τήν σχολαστική θεολογία τῆς Δύσεως, ἀφοῦ μάλιστα ἀγνοοῦσε καί τήν θεολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Συγχρόνως ὁ Βαρλαάμ πολεμοῦσε τήν διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό καί, κυρίως, πολεμοῦσε τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη.

Στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκτίθεται ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία πάνω στό θέμα αὐτό. Γράφεται ὅτι στόν Θεό ὑπάρχει οὐσία καί ἐνέργεια καί αὐτή ἡ διάκριση δέν λυμαίνεται τήν θεία ἁπλότητα. Ὁμολογοῦμε καί πιστεύουμε «ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν». Καί ἐπειδή, κατά τούς ἁγίους, κτιστή ἐνέργεια «κτιστήν δηλώσει καί φύσιν • ἄκτιστος δέ, ἄκτιστον χαρακτηρίσει οὐσίαν», γι’ αὐτό καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη. Μάλιστα, τό τῆς θεότητος ὄνομα ὄχι μόνον στήν θεία οὐσία, ἀλλά «καί ἐπί τῆς θείας ἐνεργείας οὐχ ἧττον αὐτό» τίθεται. Αὐτό σημαίνει ὅτι, κατά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, «ἄληπτον μέν εἶναι παντελῶς αὐτήν (τήν οὐσίαν) καί ἀμέθεκτον, μεθεκτήν δέ τήν θείαν χάριν τε καί ἐνέργειαν».

Ὁ ἀφορισμός ἔχει τήν ἔννοια τῆς ἐπισημοποιήσεως τοῦ ἀποχωρισμοῦ τοῦ αἱρετικοῦ ἀπό τήν Ἐκκλησία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μέ τήν πράξη τους αὐτή ἐπιβεβαιώνουν τήν ἤδη ὑπάρχουσα κατάσταση, καί ἐκτός αὐτοῦ, βοηθοῦν τούς Χριστιανούς νά προφυλάσσωνται ἀπό τήν αἵρεση - ἀσθένεια.

Ἐπίσης, στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας παρουσιάζεται ἡ ἀλήθεια ὅτι τό Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως δέν εἶναι φάσμα καί κτίσμα, δέν εἶναι κάτι πού ἐμφανίζεται καί στήν συνέχεια ἐξαφανίζεται, ἀλλά εἶναι ἄκτιστο καί φυσική χάρη καί ἔλλαμψη καί ἐνέργεια. Εἶναι, δηλαδή, ἡ φυσική δόξα τῆς θεότητος. Καί αὐτό τό Φῶς, πού εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία προΐεται ἀδιαιρέτως ἀπό τήν θεία οὐσία, ἐπιφαίνεται «διά φιλανθρωπίαν Θεοῦ τοῖς κεκαθαρμένοις τόν νοῦν». Αὐτό, λοιπόν, τό ἄκτιστο Φῶς εἶναι «φῶς ἀπρόσιτον…καί φῶς ἄπλετον, καί φύσιν ἀπερινόητον θείας αἴγλης, καί δόξαν ἀπόρρητον, καί Θεότητος, δόξαν ὑπερτελῆ, καί προτέλειον, καί ἄχρονον τοῦ Υἱοῦ δόξαν, καί βασιλείαν Θεοῦ, καί κάλλος ἀληθινόν, καί ἐράσμιον περί τήν θείαν καί μακαρίαν φύσιν, καί φυσικήν δόξαν Θεοῦ, Πατρός καί Πνεύματος ἐν Υἱῷ Μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν, καί Θεότητα. ..».

Ἐπευφημοῦνται οἱ ἅγιοι Πατέρες πού ὁμολογοῦν τό «προϊέναι μέν τήν θείαν ἐνέργειαν ἐκ τῆς θείας οὐσίας, προϊέναι δέ ἀδιαιρέτως, διά μέν τοῦ προΐέναι, τήν ἀπόρρητον διάκρισιν παριστώντων, διά δέ τοῦ ἀδιαιρέτως, ὑπερφυᾶ δεικνύντων τήν ἕνωσιν».

Τελικά, οἱ αἱρετικοί πού δέχονται τέτοιες πεπλανημένες ἀπόψεις, ἀντίθετες ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων, ἀναθεματίζονται. Ἀντίθετα, οἱ ἅγιοι Πατέρες πού ἐκφράζουν ἀλάνθαστα τήν διδασκαλία τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπευφημοῦνται καί μακαρίζονται. Εἰδικά ἐπαινεῖται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ἐπαινεῖται γιά δύο λόγους. Ὁ ἕνας γιατί ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς καί κατατρόπωσε τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι δίδασκαν πεπλανημένες ἰδέες γύρω ἀπό τά κρίσιμα αὐτά θεολογικά θέματα καί οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νά εἰσαγάγουν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «τάς Πλατωνικάς ἰδέας καί τούς Ἑλληνικούς μύθους ἐκείνους». Ὁ ἄλλος λόγος, γιατί ἐξέθεσε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία πάνω στά θέματα αὐτά, ἔχοντας ἐξηγητές ὅλους τούς ἁγίους Πατέρες ἀπό τόν Μέγα Ἀθανάσιο μέχρι τήν ἐποχή του. Ἔτσι, ἐδῶ παρουσιάζεται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς διάδοχος τῶν ἁγίων Πατέρων καί ὑπέρμαχος τῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γιά αὐτό καί γίνεται εἰδική καί ἰδιαίτερη μνεία τοῦ ὀνόματός του στό Συνοδικόν.

Τό βασικό εἶναι νά μπορέση κανείς μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν δικό του ἀγώνα νά συγκεντρώση τόν νοῦ στήν καρδιά. Αὐτός εἶναι ὁ λεγόμενος ἡσυχασμός καί ἡ λεγομένη ἡσυχαστική κίνηση. Εἶναι ἡ λεγομένη νοερά ἡσυχία, γιά τήν ὁποία ἔγραψαν τόσα πολλά οἱ ἅγιοι Πατέρες.

Ὁ τόμος δέ τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 1347 μ.Χ. γράφει κάτι πολύ σημαντικό γιά τήν ἀξία καί τό κύρος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί ὅλων ἐκείνων τῶν μοναχῶν πού ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία του. Τόν χαρακτηρίζει "τιμιώτατον". Καί ἀφοῦ ἀναθεματίζει ὅσους δέν δέχονται τήν διδασκαλία του καί τόν πολεμοῦν, συγχρόνως λέγει ὅτι, ἄν κάποιος ἄλλος «τά αὐτά ποτε φωραθείη ἤ φρονῶν ἤ λέγων ἤ συγγραφόμενος κατά τοῦ εἰρημένου τιμιωτάτου ἱερομονάχου κυροῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν σύν αὐτῷ μοναχῶν, μᾶλλον δέ κατά τῶν ἱερῶν θεολόγων καί τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, τά αὐτά καί κατ’ αὐτοῦ ψηφιζόμεθα καί τῇ αὐτῇ καταδίκῃ καθυποβάλλομεν, εἴτε τῶν ἱερωμένων εἴη τις, εἴτε τῶν λαϊκῶν». Ὅποιος, δηλαδή, λέγει ἐναντίον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῆς διδασκαλίας του, δέχεται τόν ἀφορισμό τῆς Συνόδου. Καί, μάλιστα, γράφει γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τούς αὐτῷ συνάδοντες μοναχούς: «οὐκ ἀνωτέρους μόνον παντάπασι τῶν κατ’ αὐτῶν, μᾶλλον δέ τῶν κατά τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας ἐρεσχελιῶν. .. ἔχομεν, ἀλλά καί ἀσφαλεστάτους τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς εὐσεβείας προμάχους καί προαγωνιστάς καί βοηθούς ταύτης ἀποφαινόμεθα».

Ἐπειδή ὑπάρχουν καί σήμερα μερικοί «θεολόγοι» πού ἀμφισβητοῦν τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τήν θεωροῦν ὡς νεοπλατωνική, ἄς ἀκούσουν τόν ἀφορισμό καί τόν ἀναθεματισμό τῆς Συνόδου πού μνημονεύσαμε, καί γενικά τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας.

γ) Ὁ ἡσυχασμός

Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας πού ἐκφράσθηκε τόν 14ο αἰώνα διά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καί διατυπώθηκε ἀπό Μεγάλες Συνόδους, περί τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀκτίστου Φωτός συνδέεται στενώτατα μέ τήν λεγόμενη ἡσυχαστική κίνηση. Ἄλλωστε, τό νά φθάση ὁ ἄνθρωπος στήν ἐμπειρία αὐτή, στήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ τήν θέωση, δέν εἶναι ὑπόθεση ἀναπτύξεως τῆς λογικῆς καί φορτίσεως τοῦ μυαλοῦ ἀπό γνώσεις, ἀλλά καρπός τῆς καθάρσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ νοῦ μέσα στήν καρδιά, καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ.

Ἀπό τά Πρακτικά τοῦ Συνοδικοῦ τόμου τοῦ ἔτους 1341 μ.Χ. φαίνεται πώς ὁ Βαρλαάμ ἀμφισβητοῦσε τόν τρόπο βιώσεως τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, τόν λεγόμενο ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς. Βέβαια, αὐτό φαίνεται καί ἀπό ὅλη τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, κυρίως ἀπό τήν ἀντίκρουση τῶν ἀπόψεων τοῦ Βαρλαάμ, τήν ὁποία ἔκανε ὁ ἅγιος Γρηγόριος στό γνωστό ἔργο του Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων. Ὅμως, θά μνημονεύσω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τά Πρακτικά τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 1341. Ἔλεγε μεταξύ τῶν ἄλλων ὁ Βαρλαάμ: «Ἐγώ πολλῶν ὄντων, ἅ τις ἄν ἔχοι δικαίως ἐγκαλεῖν τῷ τῆς τοιαύτης διδασκαλίας ὑφηγητῇ, οὐδενός ἔλαττον ἡγοῦμαι καί τοῦτο, ὅτι τά χριστιανῶν ἐπιχειρῶν διά τῶν εἰσπνοῶν ἀνατρέπειν μυστήρια, συκοφαντεῖ καί τούς Πατέρας ὡς ἅπερ νῦν αὐτός ἐκδιδάσκει, ταῦτα κἀκείνους φρονήσαντας πρότερον».

Οἱ θεωρίες περί ἰδεῶν, περί ἀνάρχου καί ἀϊδίου ὕλης, περί αἰωνιότητος τοῦ κόσμου, περί προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, περί μετεμψυχώσεως ἤ μετενσαρκώσεως, περί δημιουργίας τοῦ κόσμου ἐξ ὑπαρχούσης ὕλης, περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων κλπ. ὑπονομεύουν τίς διδασκαλίες τῆς Ἐκκλησίας καί ἀναιροῦν τήν ἀποκάλυψη.

Στά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ βλέπουμε μιά συνεχῆ ἀναίρεση τῆς κακοδόξου αὐτῆς διδασκαλίας τοῦ Βαρλαάμ, πού προσπαθοῦσε νά κλονίση τά θεμέλια τοῦ παραδοσιακοῦ μοναχισμοῦ. Ὁ Βαρλαάμ εἶχε ὑπ’ ὄψη του τόν μοναχισμό τῆς Δύσεως, πού εἶχε ἐγκαταλείψει τήν ἡσυχαστική παράδοση καί καταγινόταν μέ μιά κοινωνική ἐργασία. Στόν Μεσαίωνα, μέ τήν ἐπίδραση τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, ἡ πράξη, πού στήν πατερική θεολογία εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἑρμηνεύεται ὡς ἱεραποστολή, καί ἡ θεωρία, ἡ ὁποία στήν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἡ νοερά προσευχή καί ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἑρμηνεύεται ὡς στοχασμός διανοητικός περί τοῦ Θεοῦ.

Βέβαια, ἡ εἰσπνοή καί ἐκπνοή, ὅπως καί ἄλλοι τρόποι, εἶναι ψυχοτεχνικές μέθοδοι διά τῶν ὁποίων ἐπιχειρεῖται νά ἀποδεσμευθῆ ὁ νοῦς ἀπό τήν ὑποδούλωσή του στό περιβάλλον καί στήν λογική καί νά εἰσέλθη στήν καρδιά, ὅπου εἶναι ὁ πραγματικός τόπος, ἡ φυσική του κατάσταση, καί ἀπό ἐκεῖ νά ἀνέλθη στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Τό βασικό εἶναι νά μπορέση κανείς μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν δικό του ἀγώνα νά συγκεντρώση τόν νοῦ στήν καρδιά. Αὐτός εἶναι ὁ λεγόμενος ἡσυχασμός καί ἡ λεγομένη ἡσυχαστική κίνηση. Εἶναι ἡ λεγομένη νοερά ἡσυχία, γιά τήν ὁποία ἔγραψαν τόσα πολλά οἱ ἅγιοι Πατέρες. Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὁ νοῦς ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν λογική καί ἀποκτᾶ τήν κατά φύση καί ὑπέρ φύση πορεία του. Τότε βρίσκεται στήν φυσική του κατάσταση.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀκολούθησαν τήν ἴδια μέθοδο, γι’ αὐτό καί κατέληξαν στά ἴδια συμπεράσματα. Ὁ ἡσυχασμός εἶναι ἡ μόνη μέθοδος θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁπότε, ἀπό τήν μιά πλευρά ὑπάρχουν οἱ διά μέσου τῶν αἰώνων ἡσυχαστές, πού εἶναι οἱ ἀκραιφνεῖς θεολόγοι, καί ἀπό τήν ἄλλη οἱ ἀντιησυχαστές, πού θεολογοῦν μέ τήν φαντασία, γι’ αὐτό καί καταλήγουν σέ αἱρέσεις.

Στόν Συνοδικό τόμο τοῦ 1341 μ.Χ. ὑπάρχει μιά πολύ σημαντική και χαρακτηριστική παράγραφος. Ὁ Βαρλαάμ καταδικάζεται, γιατί κατηγοροῦσε τούς μοναχούς «περί τῆς μελετωμένης αὐτοῖς καί προφερομένης συχνῶς ἱερᾶς εὐχῆς». Οἱ μοναχοί ἀσκοῦνταν στήν εὐχή καί τήν νοερά ἡσυχία γιατί, ὅπως καί ὅλη ἡ παράδοση βεβαιώνει, εἶναι ἡ κατάλληλη μέθοδος γιά τήν συγκέντρωση τοῦ νοῦ στήν καρδιά. Ἡ Σύνοδος δέχεται αὐτήν τήν μέθοδο πού φαίνεται ὅτι εἶναι ἀποδεκτή ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας παρουσιάζεται ἡ ἀλήθεια ὅτι τό Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως δέν εἶναι φάσμα καί κτίσμα, δέν εἶναι κάτι πού ἐμφανίζεται καί στήν συνέχεια ἐξαφανίζεται, ἀλλά εἶναι ἄκτιστο καί φυσική χάρη καί ἔλλαμψη καί ἐνέργεια. Εἶναι, δηλαδή, ἡ φυσική δόξα τῆς θεότητος.

Συγχρόνως ὅμως, ἡ Σύνοδος καταδικάζει καί ὅλους ἐκείνους πού δέχονται τίς ἴδιες μέ τόν Βαρλαάμ ἀπόψεις καί κατηγοροῦν τούς μοναχούς οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά διάγουν ἡσυχαστικά, γιατί οἱ μοναχοί δέν κάνουν τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά ἐφαρμόζουν τήν μέθοδο τήν ὁποία ἔχει ἡ Ἐκκλησία. Γράφεται:
«Ἀλλά καί εἴ τις ἕτερός τι τῶν ὑπ’ ἐκείνου βλασφήμως καί κακοδόξως κατά τῶν μοναχῶν, μᾶλλον δέ τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, λαληθέντων ἤ συγγραφέντων φανείη πάλιν τῶν μοναχῶν κατηγορῶν ἤ ὅλως τούτων ἐν τοῖς τοιούτοις καθαπτόμενος, τῇ αὐτῇ καταδίκῃ παρά τῆς ἡμῶν μετριότητος καθυποβαλλόμενος, ἀποκήρυκτος ἔσται καί αὐτός καί ἀποτετμημένος τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ὀρθοδόξου τῶν χριστιανῶν συστήματος».

Θεωρῶ πολύ σημαντικό αὐτό τό κείμενο καί ἀπάντηση σέ ἐκείνους πού ὄχι μόνον κατηγοροῦν τόν σύγχρονο ἡσυχαστικό μοναχισμό, ἀλλά τόν θεωροῦν αἱρετικό καί ἐπιδιώκουν μέ κάθε τρόπο νά τόν ἀποδεσμεύσουν ἀπό ὅλη τήν ἡσυχαστική παράδοση καί νά τόν ἐντάξουν μέσα στίς ἀνθρωποκεντρικές κοινωνίες ἤ καί γενικές θρησκευτικές συνθῆκες ζωῆς. Ὁ λόγος ὅτι εἶναι ἀποτετμημένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι φοβερός.

δ) Οἱ θεόπνευστες θεολογίες τῶν ἁγίων καί τό εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας

Ὅποιος μελετήσει τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν φθάση στά κεφάλαια πού ἀναφέρονται στήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου θά παρατηρήση ἀσφαλῶς ὅτι ἕξι φορές ὑπάρχει ἡ φράση: «κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα». Καί μάλιστα θά παρατηρήση ὅτι, ἀντικρούοντας ἡ Σύνοδος ὅλες τίς αἱρετικές θέσεις τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου καί ἀναφέροντας τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας πάνω στό συγκεκριμένο αὐτό θέμα, χρησιμοποιεῖ τήν ἴδια φράση. Καταδικάζονται οἱ αἱρετικοί, ἐπειδή δέν πιστεύουν καί δέν ὁμολογοῦν «κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα».

Πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι οἱ ὁμολογίες τῶν ἁγίων χαρακτηρίζονται θεόπνευστες. Καί, βέβαια, ἡ θεοπνευστία συνδέεται μέ τήν ἀποκάλυψη. Οἱ ἅγιοι βίωσαν τόν Θεό, ἀπέκτησαν ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος, γνώρισαν προσωπικά τόν Θεό, ἔφθασαν στήν Πεντηκοστή, παρέλαβαν τήν ἀποκάλυψη καί γι’ αὐτό χαρακτηρίζονται θεόπνευστοι καί ἀπλανεῖς διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.

Ἰδιαιτέρως, πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε τήν μέθοδο τήν ὁποία χρησιμοποίησαν καί τόν τρόπο τόν ὁποῖο βίωσαν γιά νά γίνουν κατά Χάρη θεόπνευστοι. Αὐτός ὁ τρόπος εἶναι ὁ ἡσυχασμός, ὁ ὁποῖος συγκεκριμενοποιεῖται στά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, πού εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ἡ θέωση. Αὐτοί οἱ θεούμενοι καί θεόπνευστοι ἅγιοι εἶναι οἱ Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες. Γι᾽ αὐτό τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας γράφει: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλλαμψεν». Ὑπάρχει, ἑπομένως, ταυτότητα ἐμπειριῶν μέ ὅλους τούς ἁγίους, ἀκριβῶς γιατί ἀκολούθησαν τόν ἴδιο τρόπο, βίωσαν τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ φυγή μας ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ φυγή τῆς ἁμαρτίας ἀπό μέσα μας καί ἡ ἄνοδος στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ.

Ἀκόμη, ἡ θεόπνευστη διδασκαλία τῶν ἁγίων συνδέεται στενά μέ τό εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία γεννᾶ τούς ἁγίους καί οἱ ἅγιοι ἐκφράζουν τό εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν νοοῦνται ἅγιοι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί δέν νοοῦνται ἅγιοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν αἱρετικές καί λανθασμένες ἀπόψεις πάνω σέ σοβαρά θεολογικά ζητήματα.

Μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὑπάρχουν «οἱ πείρᾳ μεμυημένοι» καί αὐτοί πού ἀκολουθοῦν καί σέβονται αὐτούς τούς πεπειραμένους. Ἔτσι, ἄν δέν ἔχουμε δική μας πείρα στά θέματα αὐτά, πρέπει, ὁπωσδήποτε, νά ἀκολουθοῦμε τήν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν, θεουμένων καί πεπειραμένων ἁγίων. Μόνον ἔτσι ἔχουμε ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί ἐκκλησιαστική συνείδηση. Διαφορετικά ἀνοίγουμε τόν δρόμο γιά τήν αὐτοκαταστροφή. Πρέπει συνεχῶς νά πιστεύουμε καί νά ὁμολογοῦμε «κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα».

Ὑπάρχει, ἑπομένως, ταυτότητα ἐμπειριῶν μέ ὅλους τούς ἁγίους, ἀκριβῶς γιατί ἀκολούθησαν τόν ἴδιο τρόπο, βίωσαν τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ φυγή μας ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ φυγή τῆς ἁμαρτίας ἀπό μέσα μας καί ἡ ἄνοδος στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ.

Τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἕνα ὑπέροχο καί πολύ συνοπτικό κείμενο, πού εἶναι περίληψη ὅλης τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία τό ἐνέταξε μέσα στήν λατρεία της, τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας καί διαβάζεται σέ στάση προσοχῆς καί προσευχῆς. Εἶναι κείμενο ἱερό. Καί πρέπει νά προσαρμόζουμε ὅλη μας τήν σκέψη καί πρό παντός τήν ζωή μας σέ αὐτό.

Χρειάζεται νά τό μελετᾶμε ἐπισταμένως γιά νά γνωρίζουμε σέ τί συνίσταται ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί ἡ ὀρθόδοξη ζωή. Καί πραγματικά ἡ ὀρθόδοξη βιοτή εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό σχολαστικισμούς καί ἠθικισμούς. Εἶναι ἡσυχαστική καί θεολογική.

Ἡ θετική ἤ ἀρνητική στάση στό κείμενο αὐτό δείχνει κατά πόσο διαπνεόμαστε ἀπό τό ὀρθόδοξο-ἐκκλησιαστικό φρόνημα ἤ κατά πόσο διακατεχόμαστε ἀπό τόν σχολαστικισμό. Εἴμαστε ἐκκλησιαστικοί ὅσο εἴμαστε ἁγιοπατερικοί.

Θεωρῶ εὐλογία ἀπό τόν Θεό πού τό βιβλίο αὐτό τελείωσε μέ τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας καί μέ τήν ἐξαιρετική φράση "κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα". Σέ αὐτό φαίνεται καθαρά τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά μέλη της, τί εἶναι Σύνοδοι καί πῶς διακρίνονται ἀπό τίς ψευδοσυνόδους, τί εἶναι οἱ ἃγιοι καί πῶς γίνονται ἃγιοι, τί εἶναι ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί πῶς σώζεται κανείς. Ἡ γνώση αὐτῶν τῶν θεμάτων εἶναι ζητήματα ζωῆς ἤ θανάτου.

Ἀναθεματισμοί - Ἐπευφημίες

Ὅποιος διαβάσει τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, θά διαπιστώση ἀμέσως ὅτι ἀφ’ ἑνός μέν ἀναθεματίζονται οἱ αἱρετικοί, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐπευφημοῦνται οἱ ἅγιοι Πατέρες καί οἱ Ὁμολογητές. Γιά τούς πρώτους ἀπό τόν παριστάμενο λαό ἀναφωνεῖται τό «ἀνάθεμα» τρεῖς φορές, γιά τούς δεύτερους ἀναφωνεῖται τό «αἰωνία ἡ μνήμη» τρεῖς φορές σέ κάθε πρόταση.

Μερικοί σκανδαλίζονται ὅταν βλέπουν καί ἀκοῦν μιά τέτοια ἐνέργεια, κυρίως, ὅταν ἀκοῦν τό «ἀνάθεμα». Τό θεωροῦν πολύ σκληρό καί λέγουν ὅτι ἐκφράζεται μέ αὐτόν τόν τρόπο τό μισαλλόδοξο πνεῦμα πού ἔχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ὅμως, τά πράγματα δέν ἑρμηνεύονται κατ’ αὐτόν τόν τρόπο. Οἱ ἀναθεματισμοί δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς φιλοσοφικές ἔννοιες καί ὡς μισαλλόδοξες καταστάσεις, ἀλλά ὡς ἰατρικές ἐνέργειες. Πρῶτα- πρῶτα οἱ αἱρετικοί μέ τήν ἐπιλογή πού ἔκαναν κατέληξαν στήν αἵρεση καί στήν διαφοροποίηση ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Χρησιμοποιώντας τήν φιλοσοφία ἀντιτάχθηκαν στήν θεολογία καί τήν ἀποκάλυψη. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δείχνουν ὅτι ἀρρώστησαν καί στήν πραγματικότητα ἀποκόπηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἔπειτα, ὁ ἀφορισμός ἔχει τήν ἔννοια τῆς ἐπισημοποιήσεως τοῦ ἀποχωρισμοῦ τοῦ αἱρετικοῦ ἀπό τήν Ἐκκλησία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μέ τήν πράξη τους αὐτή ἐπιβεβαιώνουν τήν ἤδη ὑπάρχουσα κατάσταση, καί ἐκτός αὐτοῦ, βοηθοῦν τούς Χριστιανούς νά προφυλάσσωνται ἀπό τήν αἵρεση - ἀσθένεια.

Εἶναι χαρακτηριστικό ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τά Πρακτικά τῆς δ΄ Συνεδρίας τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐκεῖ λέγεται ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκπληρώνουν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, νά θέτουν, δηλαδή, τόν λύχνο τῆς θείας γνώσεως «ἐπί τήν λυχνίαν» γιά νά λάμπη σέ ὅλους πού βρίσκονται στήν οἰκία καί νά μήν τόν κρύπτουν «ὑπό τόν μόδιον». Μέ αὐτόν τόν τρόπο βοηθοῦνται ὅσοι ὁμολογοῦν εὐσεβῶς τόν Κύριο, νά βαδίζουν ἀπροσκόπτως τόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες «πᾶσαν πλάνην αἱρετικῶν ἐξωθοῦσι, καί τό σεσηπός μέλος, εἴπως ἀνίατα νοσεῖ, ἐκκόπτουσι • καί τό πτύον κατέχοντες, τήν ἅλωνα καθαίρουσι • καί τόν σῖτον, ἤτοι τόν τρόφιμον λόγον, τόν στηρίζοντα καρδίαν ἀνθρώπου, ἀποκλείουσιν ἐν τῇ ἀποθήκῃ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τό δέ ἄχυρον τῆς αἱρετικῆς κακοδοξίας ἔξω ῥίψαντες κατακαίουσι πυρί ἀσβέστῳ».

Στόν Θεό ὑπάρχει οὐσία καί ἐνέργεια καί αὐτή ἡ διάκριση δέν λυμαίνεται τήν θεία ἁπλότητα. Ὁμολογοῦμε καί πιστεύουμε «ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν».

Ἔτσι, οἱ αἱρετικοί εἶναι σεσηπότα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα εἶναι ἀνίατα καί γι’ αὐτό ἐκκόπτονται ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτό τό πρίσμα πρέπει νά ἐξετάζωνται οἱ αἱρετικοί. Ὁπότε, μπορεῖ κανείς νά δῆ τήν φιλανθρωπία τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ὅπως ἔχουμε τονίσει καί ἀλλοῦ, ὅταν κανείς διαθέτη λανθασμένη ἰατρική διδασκαλία, τότε δέν ὑπάρχουν θεραπευτικά ἀποτελέσματα, ὁπότε δέν θεραπεύεται, δέν μπορεῖ ποτέ νά φθάση στήν θεραπεία. Τό ἴδιο γίνεται μέ τά δόγματα ἤ τήν πλανεμένη διδασκαλία. Μιά λανθασμένη διδασκαλία, ἡ ὁποία στηρίζεται σέ σφαλερή μεθοδολογία, δέν μπορεῖ ποτέ νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο στήν θέωση.

Μέσα σέ αὐτά τά πλαίσια πρέπει νά ἐξετάζεται τό γεγονός ὅτι τόσο οἱ ἀναθεματισμοί ὅσο καί οἱ ἐπευφημίες ἀναφέρονται σέ συγκεκριμένους ἀνθρώπους, γιατί αὐτοί πλάθουν αὐτές τίς διδασκαλίες καί στήν συνέχεια ἀποκτοῦν ὀπαδούς. Καί, μάλιστα, εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι γιά τούς αἱρετικούς χρησιμοποιοῦνται φοβερά ἐπίθετα. Πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι τά φρικτά ἐπίθετα πού χρησιμοποιοῦνται δέν πρέπει νά ἐξετάζωνται ἀπό ἠθική ἔννοια, ἄλλωστε πολλοί αἱρεσιάρχες ἦταν «ἠθικοί» ἄνθρωποι, ἀλλά ἀπό θεολογική. Θά καταγράψω μερικά τέτοια ἐπίθετα καί μερικούς χαρακτηρισμούς πολύ ἐνδεικτικούς.

Τούς εἰκονομάχους πού καταφέρονταν ἐναντίον τῶν ἱερῶν εἰκόνων τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας τούς ὀνομάζει «φαυλιστάς» τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, «τολμητάς κατά τῆς εἰκόνος καί θρασεῖς, δειλούς καί πεφευγότας». Αὐτούς πού ἄρχισαν τήν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, στήν ἐποχή τῶν Ἰσαύρων τούς ὀνομάζει «ἀνιέρους καί ὁδηγούς ἀπωλείας». Ὁ Γερόντιος ἀναθεματίζεται γιά «τόν ἰόν τῆς μυσαρᾶς αὐτοῦ αἱρέσεως. .. σύν τοῖς διεστραμμένοις αὐτοῦ δόγμασι». Ἡ αἵρεση εἶναι ἀσθένεια καί ἡ αἱρετική δογματική δοξασία εἶναι διεστραμμένη, γιατί διαστρέφει τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Δίδεται ἀναθεματισμός «τῷ φρυαξαμένῳ συνεδρίῳ κατά τῶν σεπτῶν Εἰκόνων».

Ὅπως ἐλέχθη, στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας μνημονεύονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Μέ αὐτό φαίνεται ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοί χρησιμοποίησαν τήν ἴδια μέθοδο καί στήν οὐσία συμπίπτουν μεταξύ τους, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅτι τόσο ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὅσο καί ἡ Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ὡς ἐκφραστές τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς συνέχεια τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὁ Ἄρειος ἀποκαλεῖται «θεομάχος» καί ἀρχηγός τῶν αἱρέσεων, ὁ Πέτρος ὁ Κναφεύς «παράφρων». Ὁ ἴδιος χαρακτηρισμός «παράφρων» χρησιμοποιεῖται γιά πολλούς αἱρετικούς. Φυσικά, λέγονται παράφρονες ὄχι μέ βιολογική ἔννοια, ἀλλά κυρίως καί πρό παντός μέ θεολογική. Τόν Βαρλαάμ καί τόν Ἀκίνδυνο, ἀρχηγούς τῶν ἀντιησυχαστικῶν διδασκαλιῶν καί ὅλους τούς ὀπαδούς τους τούς ὀνομάζει «πονηρά συμμορία». Ἀντίθετα, διά τούς ὑπερμάχους τῶν ὀρθοδόξων διδασκαλιῶν χρησιμοποιοῦνται ἐπίθετα, ὅπως «εὐσεβής», «ἁγιώτατος», καί «ἀοίδιμος».

Καί πάλι πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ αἵρεση ἀνατρέπει τόν ἀληθινό τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου γιά νά φθάση στήν θέωση. Ἄν σκεφθοῦμε ὅτι θεραπεία εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά πορευθῆ στήν θέωση, τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ αἵρεση ἀνατρέπει αὐτόν τόν τρόπο καί ἀφήνει τόν ἄνθρωπο αἰωνίως ἀθεράπευτο, χωρίς ἐλπίδα θεραπείας καί σωτηρίας.

 

Πηγή: (Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα», πού ἐπανεκδόθηκε πρόσφατα), Εκκλησιαστική Παρέμβαση

ihsoys 06


Μετά την βάπτιση του Ιησού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο στον Ιορδάνη ποταμό, ο Χριστός οδηγήθηκε από το Πνεύμα στην έρημο και αντιμετώπισε νικηφόρα τρεις βαθιές εσωτερικές δοκιμασίες (πειρασμούς), που είναι και πειρασμοί του σύγχρονου κόσμου. Καταρχάς, αρνήθηκε να κάνει τις πέτρες ψωμί, όχι γιατί περιφρονούσε τις υλικές ανάγκες, αλλά γιατί αν οδηγούσε στην αυτονόμηση των υλικών αναγκών, θα μειωνόταν στους ανθρώπους ο ύψιστος στόχος, δηλαδή η πείνα και η δίψα για την σύνδεση με τον Θεό, την απόκτηση της βασιλείας Του, την καλλιέργεια των ουσιωδών αναγκών της αγάπης, της ειρήνης, της δικαιοσύνης. Ο άνθρωπος θα υποδουλωνόταν στα υλικά και θα τα έβλεπε υλιστικά. Κατά δεύτερον, αν έπεφτε από τη στέγη του Ναού και σωζόταν με τη δύναμη του Θεού, όπως του πρότεινε στην ευαγγελική διήγηση ο πονηρός (Ματθ. 4,1-10), τότε θα ανάγκαζε τους ανθρώπους να πιστέψουν από φόβο και όχι από πραγματική και ελεύθερη στροφή της καρδιάς τους προς τον Θεό. Γι’ αυτό αρνήθηκε εξάλλου να κάνει και θαύματα σε όσους δεν πίστευαν, αλλά και δεν κατέβηκε από το σταυρό για να πειστούν οι αρνητές του. Και κατά τρίτον, ο Θεάνθρωπος αρνείται να προσκυνήσει τον σατανά και την εξουσία του για να του δοθεί έτσι η παγκόσμια κυριαρχία, διότι με αυτόν τον τρόπο θα στήριζε τον νέο κόσμο που εγκαινίασε στη βία, το μίσος, τον πόλεμο, την καταναγκασμό, την τυραννία και όχι στην αγάπη και ελευθερία στις οποίες καλεί ο ίδιος τους ανθρώπους.

Όταν έμαθε στη συνέχεια ο Ιησούς πως συνέλαβαν τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, έφυγε για τη Γαλιλαία και έμεινε στην Καπερναούμ. Από τότε άρχισε να κηρύττει και να λέει: «Μετανοείτε, γιατί έφτασε η βασιλεία του Θεού». Το πλήθος των μαθητών και των ακολούθων Του αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Ήταν η μοναδική διδασκαλία του και τα θαύματά του, που πνευματικά σαγήνευαν τον κόσμο και στην ουσία κρεμόταν απ’ τα χείλη του. Νέοι και ηλικιωμένοι, άντρες και γυναίκες, κάθε λογής άνθρωποι έβρισκαν ανάπαυση σ’ Εκείνον, όπως βρίσκουν μέχρι και σήμερα και όπως θα βρίσκουν ενωμένοι μαζί Του και μετά το τέλος του παρόντος αιώνος. Όταν έκρινε ο Χριστός, και με κριτήρια καρδιακά και πνευματικά και όχι εθνοφυλετικά, διάλεξε δώδεκα αφοσιωμένους ακολούθους του, και αφού τους διαπαιδαγώγησε κατά Θεόν για τρία χρόνια, εφαρμόζοντας την αυτενέργεια, την εποπτεία και την βιωματικότητα, τους έστειλε σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους -εφοδιασμένους όμως με τη δύναμη του Παρακλήτου-Πνεύματος, που είναι ο παντοδύναμος Θεός- για να μεταδώσουν το αναστάσιμο μήνυμά Του, να ιδρύσουν την Εκκλησία του, να λυτρώσουν όλες τις γενιές των ανθρώπων, να διδάξουν την κατά χάρη ένωση με την Αγία Τριάδα στο πρόσωπο του Θεανθρώπου.

Πώς έγινε όμως η κύρια συνάντηση των πρώτων μαθητών με τον Ιησού; Τα Ευαγγέλια, που διασώζουν γραπτώς την αρχική Παράδοση της Εκκλησίας, μας πληροφορούν ότι καθώς περπατούσε ο Ιησούς στην όχθη της λίμνης της Γαλιλαίας (που ονομαζόταν και λίμνη της Γενησαρέτ), είδε τον Σίμωνα και τον Ανδρέα, τον αδελφό του Σίμωνα, να ρίχνουν τα δίχτυα στη λίμνη, γιατί ήταν ψαράδες. «Ακολουθήστε με», τους λέει, «και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων». Κι αυτοί αμέσως άφησαν τα δίχτυα και τον ακολούθησαν, διότι διέθεταν απλότητα καρδίας, αγαθή συνείδηση και θέληση να υπηρετήσουν το θείο σχέδιο που αφορά στη λύτρωση της οικουμένης. Κι έδωσε στον Σίμωνα το όνομα Πέτρος, αφού εξελίχθηκε σε βράχο της πίστεως και κορυφαίο απόστολο στην πρωτοχριστιανική κοινότητα. Αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα ο Ιησούς, είδε τον Ιάκωβο τον γιο του Ζεβεδαίου και τον αδελφό του τον Ιωάννη να τακτοποιούν κι αυτοί τα δίχτυα μέσα στο πλεούμενο και τους κάλεσε. Αυτοί άφησαν τότε τον πατέρα τους τον Ζεβεδαίο στο πλοιάριο με τους μισθωτούς εργάτες και τον ακολούθησαν. Αυτό δεν σημαίνει αναισθησία και περιφρόνηση προς τον πατέρα τους. Αλλά απελευθέρωση από την αίσθηση εγωιστικής αυτάρκειας και τα πάθη τους, ανακαθορισμό των γνησίων στόχων, στροφή προς τα άνω, αναπνοή της ψυχής, σύνδεση με τον Παράδεισο απ’ αυτή τη ζωή. Προχωρώντας ο Ιησούς, είδε να κάθεται στο τελωνείο ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Ματθαίο, και του λέει: «Ακολούθησέ με». Κι εκείνος σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Σιγά σιγά στην μοναδική ιστορικά αυτή συντροφιά προστέθηκαν και οι υπόλοιποι στενοί μαθητές και απόστολοι: Ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ, ο Θωμάς, ο Ιάκωβος γιος του Αλφαίου, ο Θαδδαίος, ο Σίμων ο Κανανίτης, και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο μετέπειτα προδότης.

Προφανώς γνώριζαν οι μαθητές Του και από άλλες συναντήσεις τον Χριστό. Ίσως ήταν πρωτύτερα και μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου και είχαν μεσολαβήσει αρκετές συνομιλίες και με τον Ιησού. Δεν τους συνάντησε επομένως για πρώτη φορά την ημέρα εκείνη. Όμως τότε προσκολλήθηκαν στον Κύριο, σύμφωνα και με τα λόγια του Ιωάννη: «Εκείνου το έργο πρέπει να μεγαλώνει και το δικό μου πρέπει να μικραίνει» (Ιω. 3,30), αφού ο Ιωάννης εξάλλου το έργο του Μεσσία Ιησού γεννήθηκε για να προαναγγείλει (Ιω. 3,28). Στην ουσία ο Χριστός τους ξεχώρισε, όταν ήσαν έτοιμοι να ανταποκριθούν σ’ εκείνον, λόγω της βαθειάς τους πίστης, της υπευθυνότητάς τους, της μεγαλύτερης γνώσης και εντρύφησης που έδειχναν στις Γραφές, μέσα και έξω από τις Συναγωγές. Στο σημείο αυτό είναι καλό να διαλύσουμε δύο παρεξηγήσεις που συχνά ακούγονται και επαναλαμβάνονται και στα εκκλησιαστικά κηρύγματα ακόμη. Ποιες είναι αυτές; (α) Πως οι απόστολοι ήσαν αμόρφωτοι και (β) Πώς ήσαν φτωχοί.

(α) Γραφή και ανάγνωση μάθαιναν οι Εβραίοι από μικρά παιδιά μέσα στη Συναγωγή και εντρυφώντας στα κείμενα της Π.Δ. Ήταν εξάλλου συχνό το φαινόμενο οι απόστολοι να υπαγορεύουν σε μαθητές τους και εκείνοι να καταγράφουν με τη δική τους πένα και μόρφωση τα λεγόμενα των αποστόλων. Τέτοια γνωστά παραδείγματα έχουμε τον Μάρκο, που εκτελούσε και καθήκοντα γραμματέα για τον απόστολο Πέτρο, και τον Λουκά, που ήταν κι αυτός ‘γραμματέας του Λόγου’, θα λέγαμε, για τον απόστολο Παύλο. Την προς Ρωμαίους επιστολή του Παύλου μάλιστα κλείνει ο Τέρτιος, δηλώνοντας πως την έγραψε με τα χέρια του (16,22) κ.ο.κ. Να προσθέσουμε ότι τουλάχιστον ο Ματθαίος (πρώην αρχιτελώνης και όπως συμπεραίνεται από τις τελευταίες έρευνες δεν αποκλείεται να μιλούσε κι άλλες γλώσσες για τις ανάγκες της εργασίας του), ο Μάρκος, ο Λουκάς, ο Παύλος και ο Ιωάννης γνώριζαν πολύ περισσότερα γράμματα και μάλιστα η εποχή τους είχε σε όλες τις πτυχές της ζωής έντονο το ελληνικό στοιχείο. Η δε Γαλιλαία, όχι τυχαία, χαρακτηρίζεται ‘Γαλιλαία των Εθνών’. (β) Απ’ ότι φαίνεται οι απόστολοι διέθεταν πλοιάρια, είχαν αλιευτικό συνεταιρισμό με άλλους επαγγελματίες αλιείς όπως αναφέρει ο Λουκάς (βλ. 5,1-11), και είχαν και μισθωτούς εργάτες στην υπηρεσία τους (Μάρκ. 1,20). Αυτό σημαίνει ότι δεν ήσαν οι φτωχοί μάλλον ψαράδες της Γαλιλαίας, αλλά ότι οι επιχειρήσεις που διέθεταν τούς απέφεραν τα αναγκαία προς το οικογενειακώς ζην, χωρίς να σημαίνει ότι ήσαν οπωσδήποτε και πλούσιοι.      

Διάλεξε λοιπόν ο Ιησούς δώδεκα μαθητές για να είναι μαζί Του και άρχισε να τους στέλνει δύο δύο να κηρύττουν (γιατί οι κίνδυνοι ήσαν πολλοί, δύσβατοι οι δρόμοι και καραδοκούσαν και ληστές). Τους παράγγειλε να μην παίρνουν τίποτε μαζί τους για τον δρόμο: Ούτε σακίδιο ούτε φαγητό ούτε χρήματα στο ζωνάρι, παρά μόνο ραβδί για τις οδοιπορίες. Να βάλουν σανδάλια στα πόδια τους και να μην πάρουν μαζί τους διπλά ρούχα. Απαλλαγμένοι έτσι από τις εγκόσμιες ανάγκες θα αφιερώνονταν αποκλειστικά στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων. Όπου πάτε, τους είπε, να κηρύττετε αποστολικά λέγοντας πως έφτασε η Βασιλεία του Θεού. Να θεραπεύετε τους ασθενείς, να ανασταίνετε τους νεκρούς, να γιατρεύετε τους λεπρούς. Δωρεάν τα λάβατε, δωρεάν και να τα δίνετε. Αυτό δείχνει την αγάπη ως κυρίως γνώρισμα των μαθητών του Χριστού και κάθε χριστιανού στο πέρασμα του χρόνου. Ότι συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό και υιοθετηθήκαμε απ’ αυτόν στο πρόσωπο του Χριστού. Και ότι κάθε χριστιανός οφείλει να δρα ιεραποστολικά και όποτε δίνεται η σωστή ευκαιρία, συμβουλεύοντας και προσφέροντας την κατά Χριστόν ζωή, σεβόμενος εννοείται την ιδιαιτερότητα και την προσωπικότητα των συνανθρώπων του, σύμφωνα και με τα λόγια του Ιησού: «Δεύτε οπίσω μου» (Ματθ. 4,19/Μάρκ. 1,17). Τρανό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η Εκκλησία της Ρώμης και της Αντιοχείας ιδρύθηκε από χριστιανούς εμπόρους, που μετέφεραν από την Παλαιστίνη όχι μόνο την πραμάτεια τους, αλλά και το ελπιδοφόρο μήνυμα της αναστάσεως του Κυρίου.

Αλλά και ό ίδιος ο Ιησούς περιόδευε από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, κηρύττοντας και φέρνοντας το χαρμόσυνο άγγελμα της βασιλείας του Θεού. Μαζί του σε πολλές περιπτώσεις ήταν και οι δώδεκα μαθητές του, καθώς και μερικές γυναίκες που είχαν θεραπευτεί από αρρώστιες και βάσανα και δαιμονικά πνεύματα. Αυτές ήταν η Μαρία, που ονομαζόταν Μαγδαληνή, η Ιωάννα η γυναίκα του Χουζά, αξιωματούχου του Ηρώδη, η Σουσάννα και άλλες πολλές, που τον υπηρετούσαν με τα υπάρχοντά τους. Το ότι ο Ιησούς δεν έκανε διακρίσεις και επέτρεπε να τον ακολουθούν και γυναίκες ως μαθήτριες του ήταν μεγάλη πρόκληση για την εποχή εκείνη και κάτι το πρωτοφανές. Οι γυναίκες ενίσχυαν το έργο Του οικονομικά και βοηθούσαν ποικιλοτρόπως στις καθημερινές ανάγκες διατροφής, στέγης και μετακίνησης του κύκλου των μαθητών Του.

Οι άνθρωποι αυτοί που αγκάλιασαν τη ζωή και το έργο του Ιησού, που ξεχύθηκαν στα πέρατα του κόσμου και δίδαξαν και μίλησαν για την ανάστασή Του, όχι μόνο δέχθηκαν να χάσουν για τον Χριστό όλες τους τις ανέσεις, όχι μόνο όπως ο διδάσκαλός τους βίωσαν απογοητεύσεις και απέχθεια και εχθρότητα και καχυποψία στα περιβάλλοντα που βρέθηκαν, αλλά και έπαθαν, και φυλακίστηκαν και δάρθηκαν επανειλημμένως και τέλος πρόσφεραν θαρραλέα το αίμα τους για τον πεφιλημένο διδάσκαλό τους, τον οποίον αναγνώριζαν ως Θεό και με τον οποίον ήσαν πνευματικά ενωμένοι, δια του Αγίου Πνεύματος, και ενόσω ζούσαν και δίδασκαν στην παρούσα ζωή. Ο Ιησούς τούς είχε φυσικά προειδοποιήσει ότι θα πάθουν στο όνομά Του και πως οι εξουσίες και αντίθεες δυνάμεις του κόσμου αυτού θα τους παράσχουν μύρια εμπόδια μέχρι να τους οδηγήσουν στο μαρτύριο. Τους υποσχέθηκε επίσης ότι Εκείνος θα τους ενίσχυε μπροστά στα δικαστήρια, τους ηγεμόνες και τα έθνη, εφόσον θα τους καθοδηγούσε και στα όσα θα απολογούνταν (Μτθ. 10,16-19).     

Οι δώδεκα μαθητές του Κυρίου, που συμβόλιζαν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, ήταν οι στενοί και αφοσιωμένοι συνεργάτες και μαθητές Του. Άλλωστε ο ευρύτερος κύκλος των μαθητών του Χριστού αποτελείτο από πολύ περισσότερους πιστούς. Στο Ευαγγέλιο π.χ. που έγραψε ο Λουκάς αναφέρονται εβδομήντα (10,1). Αρκετοί βέβαια από τους μαθητές του τον εγκατέλειπαν και δεν τον ακολουθούσαν πια. Υπήρχαν βέβαια και παρεξηγήσεις ανάμεσα στους μαθητές και δυσκολονόητες γι’ αυτούς έννοιες και καταστάσεις. Κάποιοι φέρθηκαν κάποιες φορές και εγωιστικά, όπως η μητέρα των υιών Ζεβεδαίου που ζήτησε από τον Χριστό να βρεθούν οι γιοι της δίπλα στο θρόνο του, όταν θα γινόταν βασιλιάς. Και ο Ιησούς δίδαξε πως όποιος θέλει να γίνει πρώτος πρέπει προηγουμένως να έχει γίνει υπηρέτης των άλλων. Όλες φυσικά τις ατέλειες και αδυναμίες θεράπευσε και οδήγησε σε ενότητα ο ερχομός του Παρακλήτου, την ημέρα της Πεντηκοστής. Την ταπεινοφροσύνη ως μεγίστη αρετή, που έγινε στη συνέχεια και διαχρονικό γνώρισμα όλων των μαθητών του σοφού Ναζωραίου, τόνισε ιδιαίτερα ο Χριστός στους Μακαρισμούς του, στην παραβολή Τελώνη και Φαρισαίου και στον Μυστικό Δείπνο.

Κάποτε ο Ιησούς ρώτησε τους δώδεκα: «Μήπως θέλετε να φύγετε και εσείς;» Ο Σίμων Πέτρος του απάντησε: «Και σε ποιον να πάμε, Κύριε; Μόνο εσύ κατέχεις τα λόγια που οδηγούν στην αιώνια ζωή. Κι εμείς έχουμε πιστέψει κι έχουμε νιώσει πως εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του αληθινού Θεού» (Ιω. 6,68-69). Αυτή είναι και η πρόσκληση της Εκκλησίας σε έναν κόσμο που παραπαίει πνευματικά, έχει χάσει την ενότητά του και βρίσκεται σε σύγχυση, υποκύπτοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στους πειρασμούς που αντιμετώπισε νικηφόρα ο Κύριος. Ο Ιησούς Χριστός είναι πράγματι ο ελευθερωτής ψυχών και σωμάτων. Η αλήθεια Του ελευθερώνει από κάθε καταδυνάστευση: Ιδεολογική, ψυχολογική, κοινωνική, σωματική. «Γνωρίστε την αλήθεια και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει», δίδασκε ο ίδιος (Ιω. 8,32). Και ο απόστολος των εθνών προτρέπει: «Ο Θεός θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να οδηγηθούν στην επίγνωση της αλήθειας» (Α΄ Τιμ. 2,4). Ο άνθρωπος ξαναβρίσκει το χαμένο του κέντρο και το νόημα της ζωής του, στην ένωση μαζί Του, μέσω της Θείας Κοινωνίας και της έμπρακτης αγάπης. Η Εκκλησία είναι ψυχοσωματικό θεραπευτήριο που «παράγει» αγίους και προσφέρει ελπίδα και παρηγοριά. Δεν είναι εργαστήριο για «καλούς» χαρακτήρες, για ένα κοινωνικό σαβουάρ βίβρ και για «χρήσιμους» ανθρώπους στην κοινωνία. Αλλά είναι και η νέα κιβωτός, που σώζει την ανθρωπότητα από τον παγκόσμιο κατακλυσμό της κακίας και των παθών, όταν οι άνθρωποι μάθουν να μετανοούν, να προσεύχονται και να ταπεινώνονται. Δεν προσφέρει βέβαια μεταφυσικά θρησκευτικά άλλοθι, όπως εκείνα της δύναμης, της καταξίωσης, της αιώνιας ζωής χωρίς τη δική μας συνενέργεια, την σωτηρία δια της Θείας Κοινωνίας χωρίς τη δική μας άσκηση κ.α., Η τελειοποίηση του κόσμου είναι να γίνει Εκκλησία και να χαριτωθεί κάθε στιγμή και φάση της ζωής. Το νόημα της ζωής δηλαδή είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος, η ουράνια χαρά και αισιοδοξία που χορηγεί, και αυτό πραγματοποιείται συνεχώς δια της χάριτος του Θεού και εφόσον «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

mhtropolh peiraiws logo 01

mhtropolh peiraiws logo 01

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 12η Ιουνίου 2017

ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ Ή ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ;

Η ζωή και ο θάνατος! Ιδού τα δύο μεγάλα μυστήρια για την κορωνίδα της δημιουργίας, τον άνθρωπο. Πιο είναι επί τέλους το νόημα της παρούσης ζωής; Ποιος είναι ο προορισμός μας; Τι υπάρχει πέραν του τάφου; Υπάρχει σκοπός στη ζωή μας ή ήρθαμε τυχαία στον κόσμο, ζούμε τυχαία και κάποια στιγμή θα πάψουμε να υπάρχουμε; Κάποιοι μας έφεραν σ’ αυτή τη ζωή, χωρίς να μας ρωτήσουν. Και από τότε που γεννηθήκαμε, είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε σ’ αυτό τον κόσμο, σ’ ένα κόσμο που είναι γεμάτος βάσανα, θλίψεις και πόνους, με τελική κατάληξη τον βιολογικό μας θάνατο.

Από τα πανάρχαια ακόμη χρόνια προβληματίστηκε ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτά τα μεγάλα οντολογικά και υπαρξιακά ερωτήματα και προσπάθησε, μέσω των θρησκειών και του φιλοσοφικού στοχασμού, να δώσει αυθεντικές απαντήσεις. Αλλά και μέχρι σήμερα πολλοί άνθρωποι που έχουν φιλοσοφικές αναζητήσεις, και τολμούν να ανυψώσουν τις σκέψεις και τους προβληματισμούς των πέρα από τα στενά βιολογικά πλαίσια της παρούσης ζωής, βασανίζονται με παρόμοια ερωτήματα. Όμως πέρα από την φιλοσοφία και την θρησκεία υπάρχουν και οι επιστήμες της Ιατρικής, της Γενετικής και της Βιοτεχνολογίας, που εμπλέκονται στο πρόβλημα της ζωής και του θανάτου, και φιλοδοξούν να δώσουν όχι απλά απαντήσεις, αλλά να καταργήσουν το θάνατο!

Αφορμή για το παρόν άρθρο μας πήραμε από πρόσφατο δημοσίευμα στο περιοδικό «ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ», με θέμα: «ΜΠΟΡΕΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΝΑ ΝΙΚΗΣΕΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ; Ο ρόλος των θρησκειών Βουδισμός, Ισλάμ, Χριστιανισμός, της Νομικής και Ιατρικής». Πρόκειται για συνέντευξη που πήρε η δημοσιογράφος κ. Άννα Μπαλλή από τρεις εκπροσώπους θρησκειών και της βιοηθικής. Από τον κ. Ναϊμ Ελγαντούρ, πρόεδρο της Μουσουλμανικής Ένωσης Ελλάδος, τον κ. Θωμά Μαστακούρη, Δικηγόρο – συγγραφέα, L.L.Μ. στην βιοηθική, τον κ. Μάκη Αχλαδιώτη, δάσκαλο του Βουδισμού, του Βουδιστικού Κέντρου Αθήνας και τον κ. Γεώργιο Κατσιμίγκα, Νοσηλευτή – Θεολόγο, οι οποίοι έδωσαν ο καθένας τη δική του άποψη στο ερώτημα του θανάτου και της μετά θάνατον ζωής. Η εν λόγω δημοσιογράφος, βαθιά επηρεασμένη από το πνεύμα του συγχρόνου θρησκευτικού συγκρητισμού και μη ικανοποιημένη από τις απαντήσεις που δίδει η Εκκλησία μας στα παρά πάνω ερωτήματα, καταφεύγει στο Ισλάμ, στον Βουδισμό και στις επιστήμες, για να έχει όπως νομίζει, μια σφαιρική εικόνα του θέματος, χωρίς ωστόσο να παραθεωρεί και την διδασκαλία της Εκκλησίας, την οποία τοποθετεί μαζί με τις άλλες θρησκείες.

Όπως και άλλες φορές τονίσαμε, η Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν είναι μια θρησκεία, όπως οι άλλες θρησκείες, έστω η καλλίτερη. Όλες οι θρησκείες αποτελούν κατ’ ουσίαν ανθρώπινα κατασκευάσματα, που εκφράζουν κατά κύριο λόγο ανθρώπινες υποκειμενικές επινοήσεις για τον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο, για τα παρόντα και τα έσχατα. Στον αντίποδα των θρησκειών βρίσκεται η Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, η οποία δεν είναι ανθρώπινη ανακάλυψη, αλλά αποκάλυψη Θεού εν τω προσώπω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του σαρκωμένου Υιού και Λόγου του Θεού. Ήρθε ο Χριστός στον κόσμο, όχι για να ιδρύσει μια ακόμη θρησκεία, αλλά για να επαναφέρει τον άνθρωπο στον αρχικό προορισμό, για τον οποίο τον έπλασε, να τον καταστήσει δηλαδή θείας φύσεως κοινωνό και μέτοχο της αληθινής και αιωνίου ζωής.

Αλλά εδώ είναι το τραγικό. Ο σύγχρονος άνθρωπος απέρριψε τον Χριστό και την ανάστασή του, με την οποία απέδειξε ότι είναι ο μόνος νικητής του θανάτου και ο μόνος χορηγός της ζωής και ανατρέχει στις θρησκείες του κόσμου και στην επιστήμη, για να λύσει τις υπαρξιακές του ανησυχίες. Ποθεί μια άλλου είδους «αιώνια ζωή», και όχι αυτή που μας δίδει ο Χριστός, σύμφωνα με το λόγο του «ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω.6,47) και πάλιν «αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω.5,24). Θέλει να ζήσει την αιώνια ζωή μέσα στα πλαίσια της παρούσης ζωής.

Ας δούμε όμως περιληπτικά ποιες «εξηγήσεις» έδωσαν οι παραπάνω ερωτηθέντες από την κ. Μπαλλή. Ο Μουσουλμάνος κ. Ελγαντούρ, πιστός στη διδασκαλία του Κορανίου για την μεταθανάτιο ζωή, απορρίπτει την ιδέα της αιώνιας ζωής στα πλαίσια της παρούσης ζωής: «Να ζεις αιώνια και με τόσα προβλήματα που έχει η ζωή, βαριέσαι, κουράζεσαι […] Εμείς στο Ισλάμ ξέρουμε ότι αυτή η ζωή που ζούμε, που είναι 70, 80, 90 ή και 100 ετών, είναι πολύ μικρή μπροστά σε αυτή που θα ζήσουμε αργότερα και στην οποία δεν θα υπάρχει θάνατος. […] ξέρουμε ότι υπάρχει ανάσταση μετά το θάνατο. Είναι εκείνη η μέρα που θα σηκωθούμε όλοι και θα κριθούμε, σύμφωνα με αυτά που έχουμε κάνει». Πράγματι το Κοράνιο διδάσκει ανάσταση νεκρών, μέλλουσα κρίση, παράδεισο και κόλαση, αλλά η διδασκαλία γύρω από τα θέματα αυτά είναι ένα μίγμα ιουδαϊκών, χριστιανικών και άλλων παραδόσεων. Ο παράδεισος του Κορανίου έχει έντονα υλιστικό χαρακτήρα και περιλαμβάνει ό, τι ποθούσε ο Μωάμεθ, όταν ζούσε στην παρούσα ζωή. Δηλαδή πανέμορφους κήπους με πολυποίκιλα φαγητά και φρούτα, ποτάμια με νερό αδιάφθορο, ποτάμια από γάλα και ποτάμια από γλυκό κρασί. Επίσης όσοι θα πάνε στον παράδεισο, θα έχουν στη διάθεσή τους αγνές γυναίκες, (συζύγους). Για τον κάθε μουσουλμάνο αντιστοιχούν 72 «αιώνιες παρθένες» εξαιρετικής καλλονής.

Ο δικηγόρος, συγγραφέας και ειδικός σε θέματα Βιοηθικής και Βιοτεχνολογίας κ. Θωμάς Μαστακούρης, κάνει λόγο για «άλματα» της επιστήμης στον τομέα της βιοτεχνολογίας: «σκεφτείτε ότι δεν μιλάμε μόνο για τις επεμβάσεις στο ανθρώπινο γενετικό υλικό, όπως είναι η κλωνοποίηση ή το παιδί των τριών γονέων, αλλά και κάθε άλλο τομέα της ζωής, στον οποίο η επιστήμη έχει ανατρέψει τα δεδομένα: τεχνητή γονιμοποίηση, αμβλώσεις, μεταμοσχεύσεις, διατήρηση της ζωής (η μιας παρωδίας ζωής) με τεχνητά μέσα». Τα άλματα της επιστήμης στους παρά πάνω τομείς βεβαίως είναι όντως εντυπωσιακά. Ωστόσο παρά τις μέχρι σήμερα μεγάλες προόδους της επιστήμης στον τομέα της Γενετικής της Ιατρικής και της Βιοτεχνολογίας, αυτή εξακολουθεί ακόμη και μέχρι σήμερα να αδυνατεί να νικήσει τον θάνατο. Και είναι απόλυτα βέβαιο, ότι ουδέποτε, μέχρι συντελείας των αιώνων, θα μπορέσει να τον νικήσει, διότι η νίκη του θανάτου δεν είναι έργο ανθρώπινης δυνάμεως, αλλά θείας. Ο θάνατος ήδη νικήθηκε από τον μόνο νικητή του θανάτου τον αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό. Πέραν τούτου η αλματώδης ανάπτυξη της επιστήμης στους παρά πάνω τομείς έχει δημιουργήσει μια σωρεία προβλημάτων και απειλών, που θέτουν σε κίνδυνο το μέλλον ολοκλήρου της ανθρωπότητας. Ο διάσημος επιστήμων Jeremy Rifkin στο βιβλίο του «Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας» απαριθμεί μερικά τέτοια προβλήματα: «α) Μήπως με τον αναπρογραμματισμό των γενετικών κωδίκων της ζωής αναλαμβάνουμε το ρίσκο της μοιραίας διακοπής μιας εξελικτικής ανάπτυξης εκατομμυρίων ετών; β) Μήπως η τεχνητή δημιουργία ζωής επιφέρει τον θάνατο του φυσικού κόσμου; γ) Μήπως μετατραπούμε σε ξένους μέσα σ’ έναν κόσμο του οποίου ο πληθυσμός θα αποτελείται από κλωνοποιημένα χιμαιρικά και διαγονιδιακά δημιουργήματα; δ) Μήπως η δημιουργία, η μαζική παραγωγή και η μαζική απελευθέρωση στο περιβάλλον χιλιάδων γενετικά κατασκευασμένων μορφών ζωής θα προκαλέσει μη αναστρέψιμη καταστροφή στη βιόσφαιρα, κάνοντας την γενετική ρύπανση ακόμη μεγαλύτερη απειλή για τον πλανήτη απ’ ό,τι ήταν η πυρηνική και η πετροχημική ρύπανση; ε) Τι σημαίνει να είσαι μια ύπαρξη σε έναν κόσμο, όπου τα παιδιά σχεδιάζονται και γεννιούνται κατά παραγγελία και όπου οι άνθρωποι αποκτούν ταυτότητα, γίνονται στερεότυπα και διακρίνονται στη βάση του γονοτύπου τους;» [1]

Ο εκπρόσωπος του Βουδιστικού Κέντρου Αθήνας κ. Μάκης Αχλαδιώτης, μεταξύ άλλων είπε: «καθώς έχουμε αυτό το πολύτιμο σώμα, που η τάση του είναι να φτάσει στη φώτιση για το καλό όλων. Και αυτός είναι και ο σκοπός του Βουδισμού. Όταν οι συνθήκες που δημιούργησαν το σώμα μας πάψουν να υπάρχουν, τότε επέρχεται ο θάνατος. Και μιλάμε για τον θάνατο του σώματος, γιατί για μας τους βουδιστές το πνεύμα συνεχίζει και μετά το θάνατο, μάλιστα λέμε ότι δεν είμαστε το σώμα μας, αλλά έχουμε το σώμα μας, χρησιμοποιούμε το σώμα μας. Ανάλογα με τις εντυπώσεις που έχουμε «φυτέψει» στο νου κατά την περίοδο της ζωής, στην φάση του θανάτου αυτές οι εντυπώσεις έρχονται στην επιφάνεια και καθορίζουν την επόμενη μας επαναγέννηση». Ξεκάθαρα ο εκπρόσωπος του Βουδισμού δίνει την βουδιστική αντίληψη της ζωής και του θανάτου. Το πρώτο που θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε είναι ότι ο ιδρυτής του Βουδισμού, ο Σιντάρτα Γκαουτάμα, ήταν ένας απλός άνθρωπος, που έζησε στη βόρεια Ινδία τον 5ον π. Χ. αιώνα και τελικά πέθανε. Δεν μπόρεσε να νικήσει τον θάνατο, το μεγαλύτερο από όλα τα δεινά που μαστίζουν την ανθρωπότητα. Είχε φιλοσοφικές αναζητήσεις. Το μεγάλο πρόβλημα που τον απασχολούσε ήταν το πρόβλημα του πόνου, των θλίψεων και γενικά των δεινών που ταλαιπωρούν και βασανίζουν τον άνθρωπο. Προσπαθούσε να βρει την βαθύτερη αιτία τους και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να απαλλαγεί από αυτά. Στο τέλος, ύστερα από πολλές ενδοσκοπήσεις και εσωτερικό διαλογισμό και ζώντας ένα ασκητικό τρόπο ζωής, νόμισε ότι βρήκε αυτό που ζητούσε. Βρήκε, όπως ισχυρίζεται, «την έσχατη αλήθεια», που θα μπορούσε να οδηγήσει τον άνθρωπο στην πλήρη ελευθερία από όλα τα δεινά. Και πια ήταν αυτή; Έφθασε να «δει τα πράγματα έτσι όπως όντως είναι». Για τον Βούδα «όταν βλέπει κανείς πως όντως έχουν τα πράγματα», έχει υπερβεί κάθε είδους λύπη, ατέλεια και αποτυχία. Κεντρική διδασκαλία του Βούδα ήταν, ότι όλα τα δεινά της ζωής δεν είναι τυχαία, ή αμετακίνητα. Έχουν κάποια αιτία, η οποία όταν ξεριζωθεί, τότε τα δεινά και ο πόνος χάνονται. Τι είναι λοιπόν αυτό που πρέπει να ξεριζωθεί; Είναι ο «πόθος», ο εγωκεντρικός πόθος για τις απολαύσεις των αισθήσεων και για την ίδια τη ζωή. Όταν ο άνθρωπος νεκρώσει μέσα του αυτό τον πόθο, απελευθερώνεται από όλα τα δεινά και φθάνει σε μια άλλη κατάσταση που λέγεται νιρβάνα. Αυτός είναι ο «παράδεισος» του Βουδισμού, το «νιρβάνα», το «σβήσιμο» της ανθρώπινης ύπαρξης στη μακαριότητα του μηδέν, δηλαδή της ανυπαρξίας! Τότε λυτρώνεται και από τους συνεχείς κύκλους των μετενσαρκώσεων. Αλλά ο άνθρωπος είναι πλασμένος για τη ζωή, εκ φύσεως θέλει τη ζωή, αποστρέφεται τον θάνατο, διψάει για ζωή και μάλιστα για αιώνια ζωή μακαριότητος και ευτυχίας, χωρίς πόνους και θλίψεις. Πως λοιπόν μπορεί το σβήσιμο του πόθου για ζωή να είναι ένας παράδεισος για τον άνθρωπο; Το συμπέρασμα επομένως είναι ότι ο Βούδας, ούτε το πρόβλημα του πόνου μπόρεσε να λύσει, ούτε τον ίδιο τον θάνατο να νικήσει. Η «εσχάτη αλήθεια» την οποία αναζητούσε και την οποία νόμισε ότι βρήκε, τελικά δεν ήταν η επίγνωση των πραγμάτων, αλλά ο ίδιος ο Χριστός, «η οδός και αλήθεια και η ζωή», (Ιω.14,4).

Τέλος ο κ. Γεώργιος Κατσιμίγκας, διατύπωσε την χριστιανική άποψη περί θανάτου και μετά θάνατον ζωής. Έδωσε βέβαια κάποιες ορθές απαντήσεις, ωστόσο θα περιμέναμε να διατυπώσει με περισσότερη πληρότητα το αληθινό νόημα της αιώνιας ζωής και της εν Χριστώ κατάργησης του θανάτου.

Ποιο είναι τώρα το συμπέρασμα από όλες τις παραπάνω απόψεις; Ποιός από τους τρεις κατέχει και αποκαλύπτει την αλήθεια γύρω από τα μεγάλα αυτά ερωτήματα, ο Χριστός, ο Βούδας, ή ο Μωάμεθ; Είναι προφανές ότι την αποκαλύπτει εκείνος, που αποδεικνύει πάνω στα πράγματα, ότι είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου. Και αυτός βέβαια είναι μόνον ο Χριστός. Διότι ούτε ο Βούδας, ούτε ο Μωάμεθ, μπόρεσαν να νικήσουν τον θάνατο, ούτε να αναστήσουν άλλους ανθρώπους. Ούτε επίσης η επιστήμη της Γενετικής μπόρεσε να κατασκευάσει άνθρωπο, άφθαρτο και αθάνατο. Αντίθετα ο Χριστός αφού ανέστησε τον Λάζαρο, τον υιό της χήρας και την κόρη του Ιαείρου, στο τέλος ανέστησε και τον ίδιο τον Εαυτό του και αναλήφθηκε στους ουρανούς, για να αποδείξει ότι «εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει», (Ρωμ.6,9). Τώρα πια είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι Αυτός και μόνον Αυτός είναι «η ανάστασις και η ζωή» (Ιω.11,25).

Και κάτι ακόμη. Ο Χριστός δεν ήρθε να μας χαρίσει απλώς μια κάποια μετά θάνατον επιβίωση, αλλά ζωή αληθινή και ποιότητα μετά θάνατον ζωής! Ήρθε να μας χαρίσει «ά οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α΄ Κορ.2,9). Ήρθε να μας χαρίσει την μακαριότητα του παραδείσου, που δεν μπορεί να περιγραφεί με ανθρώπινες λέξεις. Και μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος, αφού ερεύνησε και διαπίστωσε με αντικειμενικότητα και χωρίς προκατάληψη τις πλάνες όλων των άλλων θρησκειών, στράφηκε σταθερά και αταλάντευτα προς τον Χριστό και έγινε μέτοχος της ιδικής του αληθινής και αιωνίου ζωής.  

Εκ του Γραφείου επί τω Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

[1] Ο Αιώνας της Βιοτεχνολογίας. Γενετικό Εμπόριο και η Αυγή του Θαυμαστού Καινούργιου Κόσμου, «Νέα σύνορα», Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1998, σελ.23

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

kwnstantinos ganwths 01


Διαβάζω κι ακούω κάποιους που θρηνολογούν για την οριστική απώλεια της απλότητας και της ποίησης στη ζωή μας και στο περιβάλλον μας έτσι, όπως το μεταμορφώσαμε. Τους διαβάζω, ακούω τα θρηνολογήματά τους και… σ’ ένα μέρος τους συμμερίζομαι. Προσπαθώ όμως να γίνω και κάπως κριτικός.

Ομολογώ πως κάθε δρομάκι και κάθε γειτονιά της Σκιάθου της εποχής του Παπαδιαμάντη μπορούσε να γίνει πίνακας ζωγραφικής, ενώ στις μέρες μας λιγόστεψαν τα γραφικά τοπία. Το ίδιο λιγόστεψε η γραφικότητα του κάθε διαβάτη, που βαδίζει βιαστικός στους δρόμους της σύγχρονης πόλης αλλά και των χωριών μας. Και πολλά πάρα πολλά κατασκευάσματα της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας δεν μπορούν να δώσουν θέμα στους παραδοσιακούς καλλιτέχνες. Στους μοντέρνους καλλιτέχνες κάπως μπορούν να δώσουν θέμα, αλλά το αποτέλεσμα δεν συγκινεί, απλώς κινεί την περιέργεια και οι μοντέρνοι επισκέπτες των μουσείων μοντέρνας τέχνης υποκρίνονται πως τους αρέσουν, για να μη θεωρηθούν καθυστερημένοι.

Από δω αρχίζει η ανίχνευση της νοσηρότητας και του λάθους. Γιατί το καθυστερημένο δεν είναι καλό και άξιο; Γιατί η σμίλη και ο χρωστήρας του Θεού επιμένει να είναι τόσο καθυστερημένος αψηφώντας τον χλευασμό μας; Μας δίνει όμως μια πειστική απάντηση άκρως χαρακτηριστική της θεϊκής αγαθότητάς του. Μας αναγνωρίζει παιδιά του και μας σκεπάζει με τη χάρη του.

Μπορεί οι ανάγκες μιας πληθωρικής ανθρωπότητας να μας επιβάλλουν σχήματα και χρώματα μοντέρνα στις κατασκευές μας, αλλά να συντηρούμε και να εξακολουθούμε ν’ αγαπούμε και τα παραδοσιακά μας. Μπορούμε δηλαδή να δεχόμαστε τα μοντέρνα στο βαθμό της ανάγκης χωρίς να τα θεωρούμε αξίες ούτε αισθητικές ούτε βιοτικές. Μπορούμε δηλαδή να κατασκευάζομε πολυώροφα οικοδομήματα, όπου υπάρχει ανάγκη, χωρίς όμως να αξιολογούμε αισθητικά και πολιτιστικά ακόμη τα κατασκευάσματα αυτά ως αντιπροσωπευτικότερα της ανθρώπινης προόδου.

Η ιστορία μας επιβάλλει άλλα σχήματα και άλλα μεγέθη σε σύγκριση προς τα παλιά, αλλά δεν πρέπει να μας ενθουσιάζουν επειδή είναι άλλα. Η αμαρτία του καινούργιου σχήματος έγκειται στο ότι θεωρείται και γίνεται δεκτό όχι μόνο ως αναγκαίο αλλά ως καλύτερο. Άλλωστε αυτό γίνεται αισθητό από την αδυναμία του να γίνει δεκτό από την τέχνη. Αυτό, νομίζω, έγινε και αιτία της αφηρημένης τέχνης. Επειδή τα μοντέρνα σχήματα είναι άμουσα, η αφαίρεση στην τέχνη φέρνει μια ασάφεια, για ν’ αποφύγει τη γελοιοποίηση.

Αν ο σύγχρονος άνθρωπος ξυπνούσε με την προσευχή του και συνέχιζε την ημέρα του με το «Κύριε ελέησον», ό,τι μοντέρνο επινοούσε και κατασκεύαζε, για να θεραπεύσει τις ανάγκες ενός τόσο πολυπληθέστερου κόσμου, θα το αισθανόταν ως δωρεά του Θεού, και όχι ως θρίαμβο του αλλοτριωμένου ανθρώπου, ως άλλον πύργο Βαβέλ δηλαδή. Πιστεύω ότι είναι άνετα δυνατόν ένας πιλότος να οδηγεί ένα Μπόινγκ πάνω στα 30000 πόδια δοξάζοντας το Θεό για τα μεγαλεία του καθώς θα βλέπει από κάτω του τα Ιμαλάϊα και καθώς θ’ απολαμβάνει την ευκολία να νικάει τις αποστάσεις. Έτσι δεν θα ‘κανε κι ο απόστολος Παύλος, αν πήγαινε στην Ιταλία με ένα ελικόπτερο; Γιατί όμως όταν απολαμβάνουμε τις πιο υψηλές δωρεές του Θεού, τις κλέβουμε απ’ τα χέρια του και τις αισθανόμαστε «δικές μας» χωρίς κι εμείς να είμαστε «δικοί του»; Εδώ συναντώ την αμαρτία του πολιτισμού.

Ένας πολιτισμός της ευχαριστίας, της αναφοράς κάθε πρωτοβουλίας στη φώτιση του Θεού με την επικοινωνία της προσευχής, θα κάνει αμέσως τους ανθρώπους αθώους και εγκρατείς. Ίσως να κάνει λίγο βραδύτερους τους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά θα καθιστά την ανάπτυξη προσιτή σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, δεν θα πετά στο περιθώριο τόσο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.

Ο Θεός έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να γίνει και δαίμονας με την αλαζονεία του. Γι’ αυτό ο κάθε χαρισματικός άνθρωπος εύκολα κυριεύεται από την τάση να ξεπεράσει κάθε όριο και να αισθανθεί ένα προσωπικό θρίαμβο. Αυτός είναι ο ανθρώπινος εωσφορισμός. Μπορεί κανείς να ιδεί αυτή την τάση εκφρασμένη σαφέστατα στον Επιτάφιο του Περικλή.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει επισημάνει καίρια τη σημασία της κάθε προκοπής και κάθε πρωτοβουλίας του ανθρώπου και γι’ αυτό έχει εφαρμόσει τον «αγιασμό» ως προϋπόθεση επιτυχίας. Κάθε σπίτι εγκαινιάζεται με αγιασμό, αλλά κάθε κατάστημα, εργοστάσιο, νοσοκομείο, αυτοκίνητο, μηχανάκι, καράβι και γενικά κάθε κατασκεύασμα του ανθρώπου, για να γίνει και να λειτουργεί με την ευλογία του Θεού. Και κάθε σχολικό έτος ξεκινάει με αγιασμό, όπως και κάθε κυβέρνηση της χώρας.

Ας εμβαθύνουμε λοιπόν το νόημα του αγιασμού, που εγκαινιάζει κάθε βήμα του πολιτισμού, για να καταλάβουμε γιατί αποτυγχάνουμε ή επιτυγχάνουμε στα έργα μας σ’ αυτή τη ζωή.

 

Πηγή: Η άλλη όψη

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...