Η παραδεισένια ζωή, ομορφιά και χάρη του πρώτου ανθρώπου δεν κράτησε πολύ. Θέλησε να γίνει αυτόκλητος θεός, χωρίς το Θεό. Πήρε επώδυνα το δρόμο της προσφυγιάς και της ανεπίστροφης εξορίας, κουβαλώντας εμφαντικά τα σημάδια της ασχήμιας και της θεϊκής ορφάνιας. Απαράκλητη η ζωή του γιατί μπλοκαρίστηκε από τη μοναξιά και το φόβο, αρρώστιες, κακουχίες, πολέμους, και ανταρσία της φύσεως. Και το φοβερότερο, να έχει τον τελευταίο λόγο «ο απροσωπόληπτος εκβιαστής του ανθρωπίνου γένους», ο θάνατος. Οξυκορύφωση του δράματός του, η με κάθε μέσο και τρόπο αναπνοή οξυγόνου ελπίδας, με ανασασμό πόθου λύτρωσης. Οι τρεμοσβήνουσες πυγολαμπίδες κάποιων σοφών και συνετών ανθρώπων του προχριστιανικού κόσμου Ελλήνων, Ρωμαίων και όχι μόνο, που έγραφαν και μιλούσαν για κάποιο «Θείο Παιδί» και «Λυτρωτή», μάλλον βάθαιναν τον πόνο και πλήθαιναν τον αναστεναγμό.
Στην υπέροχη όμως ελληνική γλώσσα υπάρχει ένας έντονα δυναμικός και αυτόχρημα λυτρωτικός, αντιθετικός σύνδεσμος: ΑΛΛΑ.
«Ιδών ο Κτίστης ολλύμενον τον άνθρωπον χερσίν όν εποίησε κλίνας ουρανούς κατέρχεται..».
Πάμε λοιπόν και εμείς «αγαλλομένω ποδί» και «σκιρτώση καρδία» στην φάτνη της Βηθλεέμ για να δούμε με τα καθαρά μάτια της πίστεως την «άνωθεν συγκατάβασιν θεϊκήν». Γιατί σ’ αυτόν τον τόπο και στο χρόνο 1 της ιστορίας γίνεται η συγκινητική και συγκλονιστική συνάντηση του Υιού του Θεού, που με την ενανθρώπισή του πήρε αντίστροφο δρόμο, αυτόν δηλαδή της ταπεινώσεως και της υπακοής. Κι εμείς οι άνθρωποι «στην απλοχεριά μας», παραχωρήσαμε ένα σπήλαιο φτωχό και βρώμικο. Στη Φάτνη δεν υπάρχει δόξα, ούτε μεγαλείο υπάρχει, ούτε η θεϊκή δύναμη. Βλέπεις τον Κύριο του ουρανού τυλιγμένο με τα φτωχά σπάργανα πάνω στα άχυρα της φάτνης, στο στάβλο των ζώων, και ο Θεός των αγγέλων ταπεινώνεται τόσο, διότι μας αγαπά. Εκεί, η Παρθένος Μαριάμ γέννησε το θείο Παιδί της. Το σπαργάνωσε και το ακούμπησε στη φάτνη, όπου έβαζαν οι άνθρωποι τροφή στα ζώα. Εκεί άνοιξε ο Θεός ως άνθρωπος τα μάτια Του σ’ αυτόν τον κόσμο, χωρίς να φαίνεται καμιά ανθρώπινη «αξιοπρέπεια». Ο Θεός έγινε άνθρωπος, χάριν του ανθρώπου. Αγάπη Αυτός, δεν ήθελε να ’ναι δούλο και αιχμάλωτο το πλάσμα του, στου ανθρωποκτόνου τα εγκληματικά χέρια. Γιατί όσο και αν δεν το καταλαβαίνουμε, στη λέξη Χριστούγεννα υπάρχει η βεβαιότητα εκείνης της χαράς που ο άγγελος από τον ουρανό υπογράμμισε: «ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην ήτις έσται παντί τω λαώ».
Όμως, κι εμείς οι άνθρωποι μέσα από την αθλιότητα της πνευματικής μας φτώχειας, τολμάμε κάτι να συνεισφέρουμε ή μάλλον κάποιον να προσφέρουμε ως φτωχό αντίδοτο στο θείο Λυτρωτή. Πραγματικά η Παναγία μας είναι η μεγάλη μας καύχηση, Αυτή που τίμησε το ανθρώπινο γένος. Αυτή που διακόνησε το μυστήριο της σωτηρίας μας, με την θεληματική υπακοή της στην υψηλή κλήση του Θεού. Αυτήν τολμά ο άνθρωπος να προσφέρει σαν ευχαριστία στο Θεό, και κατά τον Υμνωδό «ημείς δε Μητέρα παρθένον».
Καιρός να μπούμε και στην καθημερινότητα των Χριστουγέννων. Είναι λοιπόν αναντίρρητη αλήθεια πως τούτες τις ημέρες στροβιλιζόμαστε γύρω από ένα πλούσιο και φανταχτερό εξωτερικό διάκοσμο δρόμων, πλατειών καταστημάτων, πολυκατοικιών, που ασυναίσθητα μας δημιουργούν έστω και μία μικρή μικρή γεύση μιας μεγάλης, αναμενόμενης γιορτής!
Συνέχεια όλων αυτών, και για να είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας, οι προτεραιότητές μας εστιάζονται κατ’ αποκλειστικότητα στις τράπεζες, για τις οικονομικές μας απολαβές.
Ως ορθόδοξοι όμως χριστιανοί, στη Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία καλούμαστε να εμβαθύνουμε στο μυστήριο της θείας Οικονομίας, δηλαδή της αβυθομέτρητης αγάπης του Θεού στον καθένα μας προσωπικά, και εν συνεχεία να γίνουμε συμμέτοχοι και κοινωνοί της «Μυστικής Τραπέζης», και πάντοτε με την προϋπόθεση μιας καρδιάς που περνά από το Πετραχήλι του Πνευματικού.
Στις προτιμήσεις των ημερών αυτών ανήκει και η φιλοσοφία της κουζίνας για μια ασυνήθιστη πολυποικιλία φαγητών, ποτών και γλυκισμάτων γιατί προκλητικά μας λείπει ο θείος γλυκασμός από τον χορτασμό του κάλλους του νεογέννητου θείου βρέφους της Βηθλεέμ, που η ετυμολογία της μιλά για οικία άρτου, που σβήνει κάθε πείνα και δίψα στη Σαχάρα της έρημης ψυχής μας!
Κατά τους υπολογισμούς μας και ανάλογα με τις δυνατότητές μας πρέπει να ολοκληρώσουμε το καρνέ των απολαύσεών μας, με τις εξόδους μας-ξενύχτια, (στην αταίριαστη ελληνική λέξη ρεβεγιόν), σε πολυδιαφημιζόμενα κέντρα ή απόκεντρα, έτσι να ξεχαστούμε και λίγο…
Όμως, και η στοργική Μητέρα μας, η Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν στερεί τα παιδιά της από «εξόδους». Μας καλεί την ολοφώτεινη νύχτα των Χριστουγέννων στην Αγρυπνία, στην ξαγρύπνια που μεθά και εξιστά το λογισμό μπροστά στη θεία Φάτνη, αφού εκεί στο στάβλο της γης, ο αναπεσών Βασιλεύς είχε το θαυμασμό της καθαρής καρδιάς των ποιμένων, την ιερή αναζήτηση των σοφών Μάγων, τη δοξολογική χαρά των αγγέλων.
Είναι όμως καιρός τούτες τις ημέρες να φωτισθεί ο νους μας, να υπερβούμε τις «ανάγκες», όσα καταδυναστεύουν την ύπαρξή μας, να δούμε με άλλο βλέμμα τον πόνο και τη στέρηση των άλλων, που μέχρι σήμερα την παραβλέπαμε. Να βρούμε την αληθινή, χαμένη μας αξιοπρέπεια. Καιρός όμως και να ησυχάσουμε και λίγο από τους τόσους θορύβους που μας ενοχλούν και κουράζουν. Να ακούσουμε τα θεϊκά λόγια της Φάτνης που σίγουρα θα μας ξεκουράσουν:
Τα πάντα γίνομαι για σένα μόνο: Εγώ Πατέρας! Αδελφός και φίλος στοργικός, Εγώ χαρά σου, Εγώ το φώς σου και η Τροφή σου, Εγώ! Εγώ μπαίνω ολόκληρος στα σπλάχνα σου και ζω μαζί σου!
Καλά, ευλογημένα και ειρηνικά Χριστούγεννα