Κόρινθος. Εκατό χρόνια πριν. Κυριακή προ των Χριστουγέννων. Ο ραββίνος Ισαάκ έχει εντελώς αναρρώσει στο σπίτι του παιδικού του Έλληνα φίλου θεολόγου Νικολάου Αμβράζη και ζητάει να λάβει μέρος στην οικογενειακή λατρεία αναγινώσκων το Θ΄ Κεφάλαιο του προφήτη Ησαΐα, αρχικά εβραϊστί και ακολούθως ελληνιστί.
«… Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχή ἐγενήθη ἐπί τοῦ ὤ μου αὔτοῦ, καί καλεῖ ται τό ὄνομα αὐ τοῦ μεγάλης βουλῆ ς ἄγγελος, θαυμαστό ς σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός (Ελ Γκιμπόρ), ἐξουσιαστής, ἄ ρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
– Περί τίνος παιδίου ομιλεί ο Προφήτης και ένεκα τίνος εδιαλέξατε προς μελέτην το χωρίον τούτο σήμερον; Ερώτησε ο ραββίνος Ισαάκ τον Ν. Αμβράζην.
– Διότι μετά τρείς ημέρας εορτάζομεν την γέννησιν του παιδίου εκείνου, του Μασσίαχ, του Σωτήρος του κόσμου που καλείται Ελ Γκιμπόρ, διά το οποίο η ιστορία, 450 εκατομ. Χριστιανοί το βεβαιούσι και ο Ησαΐας και πάντες οι Προφήται το κηρύττουσι.
– Εγώ έμαθον εις το Ταλμούδ, είπεν ο Ισαάκ, ότι το παιδίον είναι ο υιός του Προφήτου Ησαΐου.
– Είναι δυνατόν παιδίον, που καλείται Ελ Γκιμπόρ (=Θεός ισχυρός) να είναι παιδί του Ησαΐου; ερώτησε ο Ν. Αμβράζης.
– Ομολογώ ειλικρινώς ότι δεν με πείθουν επαρκώς οι ραββίνοι και το Ταλμούδ. Ζητώ να φωτισθώ, απάντησε ο ραββίνος Ισαάκ.
– Αν ειλικρινώς ποθής την αλήθειαν, αδελφέ Ισαάκ, ο Κύριος θα σε φωτίση. Ζήτησον αυτήν εν απλότητι καρδίας και εν ταπεινώσει και θα σου δοθή. «Ο Πατήρ θα σε ελκύση». Σκέψου και πρόσεχε εις τα εξής: Ο υιός του Ησαΐου ονομάζεται Μαχέρ-σαλάλ-χας-βαζ και γεννάται εκ της Προφήτιδος Άννης · ο Εμμανουήλ γεννάται εκ της Παρθένου, που εις τα Εβραϊκά εκφέρεται διά του άρθρου, αλ ααλμά, δηλαδή η μία, η γνωστή, η ωρισμένη υπό του Θεού Παρθένος (Ησ. Ζ΄ 14).
– Έμαθα παρά των ραββίνων, είπεν ο Ισαάκ, και εγώ εμελέτησα εις το Ταλμούδ, ότι η λέξις «αλμά» δεν σημαίνει παρθένον, αλλά νεαράν γυναίκα. Ούτως εξηγούντες αυτήν οι ραββίνοι αναφέρουσι την λέξιν εις την νεαράν γυναίκα του Ησαΐου. Η Παρθένος ή το κοράσιον καλείται εβραϊστί «μπεθουλά», υποκοριστικόν της λέξεως «μπαθ» = κόρη, θυγάτηρ.
– Άκουσε, Ισαάκ, εν ειλικρινεία και ευθύτητι καρδίας.
Πρόκειται να αποδειχθή ότι η λέξις «αλμά» σημαίνει παρθένον και μόνον παρθένον και όχι νεαράν γυναίκα έγγαμον, και ότι η λέξις αυτή είναι συνώνυμος με την λέξιν «μπεθουλά». Γνωρίζεις κάλλιστα ότι η λέξις «αλμά» παράγεται από το ρήμα «αλάμ»=ηβάν, ισχυρόν είναι, χυμώδη είναι · επομένως η λέξις σημαίνει την κόρην, την έφηβον.
Κατ’ αρχήν οι Ο΄ μεταφρασταί της Π.Δ. ήσαν Εβραίοι, εγνώριζαν καλώς την Ελληνικήν γλώσσαν και δεν είχαν θρησκευτικόν συμφέρον να μεταφράσουν την λέξιν «αλμά» διά της λέξεως Παρθένος. Ας έλθωμεν όμως εις το ζητούμενον.
Στον 43 στ. ΚΔ΄ Κεφ. Του Μπερεσίθ (δηλαδή Γεν. ΚΔ΄ 4 43) αναγινώσκομεν «Χιννέ ανοχί νιτσάβ αλέν χαμάγιμ, βε χαγιά ααλμά…». « Ἰ δο ύ ἐ γ ώ ἐ φ έ στηκα ἐ π ί τ ῆ ς πηγ ῆ ς το ῦ ὕ δατος κα ί … ἔ σται ἡ παρθ έ νος, ἥ ἄ ν ἐ γ ώ ε ἴ πω, π ό τισ ό ν με ἐ κ τ ῆ ς ὑ δρ ί ας σου…». Ο Ελιέχερ παρακαλεί τον Θεόν, ώστε η πρώτη «αλμά», κόρη, παρθένος, την οποίαν θα συναντήση να είναι η ορισθείσα από τον Θεόν εις γυναίκα του Ισαάκ. Όταν το πρώτον συναντά την Ρεβέκκα την καλεί «αλμά» και η Ρεβέκκα είναι άγαμος και παρθένος.
Στο κεφ. Β΄ 8 της Εξόδου αναγινώσκομεν: «Βατόμερ λαχ μπαθ παρό, λεχί, βατέλεχ ααλμά…». « Ἡ δ έ ε ἶ πεν ἡ θυγ ά τηρ Φαρα ώ · πορε ύ ου. Ἐ λθο ύ σα δ έ ἡ νε ᾶ νις ἐ κάλεσε τ ή ν μητ έ ρα το ῦ παιδίου».
– Παρατηρώ, είπεν ο Ισαάκ ότι η θυγάτηρ του Φαραώ της αιγύπτου, ονομάζει αλμά την μικράν αδελφήν του Μωυσέως, η οποία κατ’ εντολήν της μητρός αυτής επετήρει το βρέφος Μωυσή, που ευρίσκετο εις το καλάθι, το οποίον επέπλεεν εις τον ποταμόν. Αναντιρρήτως ενταύθα η λέξις σημαίνει παρθένον, μικράν κόρην, άγαμον…
Με έπεισες, Νικόλαε, ανέκραξε. Δεν δύναμαι να αρνηθώ την αλήθειαν. Βλέπω αυτήν καθαρά δι’ αυτού του εβραΐκού κειμένου.
Ανεγνώσθησαν ακολούθως Τεελίν (Ψαλμ. 68, 26), Μισελέγ (Παροιμίαι 30, 19), Σιράσκριμ (Ασμα ασμάτων Α΄ 3 και ΣΤ΄ 8). Παρέπεμψα τον Ισαάκ και εις τας μεταφράσεις της Π.Δ. υπό των Ιουδαίων μεταφραστών Ακύλα, Θεοδοτίωνος και Συμμάχου, οι οποίοι συμφωνούν με τα ανωτέρω.
Ο Ισαάκ δεν απεκρίθη. Παρετήρησεν ημάς ατενώς. Εδάκρυσεν έπειτα και εγονυπέτησεν. Ημείς όλοι διετελούμεν εν απορία. Ο Ισαάκ έμεινε επί τινα λεπτά άφωνος. Υψώσας δε έπειτα τους οφθαλμούς και τας χείρας προς τον ουρανόν ανέκραξεν εβραϊστί και ελληνιστί.
– Ατά Ιμμανουέλ Μασσίαχ! Ω, συ Εμμανουήλ Βασιλεύ · Καβώδ Γισραέλ! Δόξα του Ισραήλ! Τον οποίον ο μισητός εγώ άχρι τούδε εμίσουν, τον οποίον ο τυφλός εγώ έως τώρα παρεγνώρισα! Ελπίς και υπόσχεσις του Αδοναγί Τσεβαώθ δος μοι οφθαλμούς να σε ίδω! Αφαίρεσον, Ελ Ελγιόν! το πυκνόν κάλυμμα της Ταλμουδικής πωρώσεως εκ των εσκοτισμένων οφθαλμών μου, όπως αφήρεσας του ομοίου μου Σαούλ (Παύλου) και κατάστησόν με όπως εκείνον! Ω Ελ Γκιμπόρ! Ω! Ελ-Σιαδάγ, ω Ιμμάνουέλ! Σώσον το δωδεκάφυλον ημών, ω ελπίς του Αβραάμ και των Πατέρων! Καβώδ Γισραέλ! Δέξαι καμέ τον μέχρι τούδε, αγνοίας ένεκεν, διώκτην Σου!…
…Την επομένην ο Ισαάκ ανεχώρησε διά την Κωνσταντινούπολιν, όπου ευρίσκετο η ενορία του. Η λυσαλλέα μετά γρονθοκοπημάτων αντίδρασις της οικογενείας του τον έκαναν να εύρη καταφύγιον εις οικίαν Ορθοδόξου ιερέως. Παραμένων ραββίνος, καίτοι αληθής Χριστιανός, ακολουθών το του Παύλου «…και εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδίσω…» ήλκυσε εις την Χριστιανικήν Πίστιν τον ραββίνον Σαμουήλ και μέρος της Συναγωγής. Ακολούθως εις Ρουμανίαν ιδρύει Εκκλησίαν εξ Ιουδαίων, μεταστρέφει εις την Ορθοδοξίαν 3 Μονσινιόρους, οι οποίοι γίνονται Επίσκοποι εις την Ρωσίαν και 2 Πανοσιωτάτους, οι οποίοι αποστέλλονται ιεραπόστολοι στην Κίνα.
…Ο εξ Ηπείρου εβραίος Ισαάκ Μ. υπήρξεν ένας εκ των λογιωτάτων Ισραηλιτών, φιλολογικώτατα κατηρτισμένος εις την Εβραϊκήν γλώσσαν, την οποίαν ωμιλούσε όσον ολίγοι των Ραββίνων, αλλά και της Ελληνικής εγκρατέστατος, αφού ήταν τελειόφοιτος του Γυμνασίου Ιωαννίνων… Διήνυσεν ως «πατήρ Χρυσόστομος» πορείαν Ισαποστόλου και εκοιμήθη εις την Γιοκοχάμα την 28.12.1901. Εις την επιτύμβιον πλάκα κάτωθεν του Σταυρού είναι γεγραμμένα μεταξύ των άλλων: «Ο Νόμος, οι Προφήται και τα αγιόγραφα (εβραϊστί) οδηγούσιν (ελληνιστί) εις την Καινήν Διαθήκην (εβραϊστί)…
«Καβώδ ατά, Αδοναγί, καβώδ ατά». «Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι».
Το κείμενο ελήφθη από το βιβλίο «Ο ΡΑΒΒΙΝΟΣ ΙΣΑΑΚ Μ.» του Νικολάου Αμβράζη, εκδόσεις Ρηγοπούλου.
Ο Ισαάκ ήταν κατά πεποίθηση Χριστιανός. Γνώρισε το Χριστό και τον προσκύνησε με ταπείνωση και μετάνοια ως Υιό του Θεού και Σωτήρα του κόσμου, την ημέρα των Χριστουγέννων. Και τον υπηρέτησε στη συνέχεια με συνέπεια ως την ημέρα της κοίμησής του (28.12.1901).
Εμείς γεννηθήκαμε Χριστιανοί, αλλά ως επί το πλείστον είμαστε κατά συνήθεια Χριστιανοί και πολλές φορές δε συμπεριφερόμαστε ως Χριστιανοί ομολογητές του παναγίου Ονόματός Του. Ωστόσο η αγία μας Εκκλησία πέρα από τα όποια και όσα λάθη των μελών της πορεύεται το δρόμο Της, δωρίζοντας μυστικά στις καρδιές των πιστών την ειρήνη και τη λύτρωση.
Προσαρμογή του κειμένου
Πηγή: Χριστιανική Φοιτητική Δράση, Ἅγιος Δημήτριος Κουβαρὰ