Η εποχή μας, εκτός των άλλων, δύναται να χαρακτηρισθή και ως κατ’ εξοχήν εποχή της πολυφωνίας. Ουδέποτε κατά το παρελθόν ακούστηκαν τόσο πολλές ανθρώπινες φωνές, όσο στην εποχή μας. Και αυτό οφείλεται κυρίως στην ελευθερία του λόγου, που καθιερώθηκε ως ένα από τα βασικώτερα ανθρώπινα δικαιώματα στον δυτικό κυρίως πολιτισμό, αλλά και στη σύγχρονη τεχνολογία, η οποία με τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο μεταδίδει και πολλαπλασιάζει τον λόγο εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου και πληροφορεί και ενημερώνει και επηρεάζει με αυτόν τις μάζες των ανθρώπων και την κοινή λεγομένη γνώμη.
Εκτός όμως από τις τόσες ανθρώπινες φωνές, που ακούγονται στον κόσμο, υπάρχουν και δύο φωνές, που ακούγονται, οι οποίες όμως, αν και δεν προέρχονται από ανθρώπους, εν τούτοις απευθύνονται προς τους ανθρώπους. Τα πρόσωπα, από τα οποία προέρχονται οι φωνές αυτές, δεν είναι ορατά στους ανθρώπους. Η παρουσία όμως και η δράσι τους μέσα στην κοινωνία είναι υπαρκτή και αισθητή από την αρχή της ανθρωπίνης ιστορίας. Ποία τα πρόσωπα αυτά και ποίο το περιεχόμενο των λόγων, που απευθύνουν στους ανθρώπους;
Τα πρόσωπα αυτά είναι, αγαπητοί αναγνώστες, ο Χριστός και ο Διάβολος, δύο υπαρκτά για όσους πιστεύουν στην ύπαρξι πνευματικού κόσμου πρόσωπα, τα οποία ενδιαφέρονται για τους ανθρώπους το ένα με καλό ενδιαφέρον και το άλλο με κακό ενδιαφέρον. Ο μεν Χριστός ενδιαφέρεται για τη σωτηρία των ανθρώπων και τους καλεί να πράττουν το καλό για να σωθούν, ο δε Διάβολος ενδιαφέρεται για την απώλεια των ανθρώπων και τους καλεί να πράττουν το κακό, για να απολεσθούν, να κολασθούν.
Εμείς, στο παρόν άρθρο μας, θα εστιάσωμε την προσοχή μας σε δύο λόγους, που απευθύνουν τα δύο αυτά πρόσωπα στους Νεοέλληνες, μεσούσης της πρωτοφανούς και οδυνηρής οικονομικής κρίσεως, που πλήττει τα τελευταία τρία χρόνια την Πατρίδα μας.
Μετανοείτε!
Ο λόγος, που απευθύνει ο Χριστός στους Έλληνες (αλλά και εις όλους τους ανθρώπους), είναι μία μόνο λέξι, η οποία όμως έχει ανυπολόγιστη αξία. Είναι η λέξι «μετανοείτε». Εφ’ όσον, όπως αποδεικνύουν καθημερινώς τα γεγονότα (διαφθορά, απάτες, κλοπές, καταχρήσεις, φοροδιαφυγή κ.ά.), η κρίση είναι πρωτίστως ηθική και πνευματική, τοιαύτη πρέπει να είναι και η αντιμετώπισί της. Και ο μόνος ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετωπίσεως της κρίσεως είναι η μετάνοιά μας για τα αμαρτωλά μας έργα, που μας ωδήγησαν στην κρίσι. Συναίσθησι και παραδοχή της αμαρτωλότητός μας, μεταμέλεια, εξομολόγησι σε πνευματικό πατέρα των αμαρτιών μας και, ει δυνατόν, επανόρθωσι του κακού, που διαπράξαμε, αυτά είναι τα στάδια, από τα οποία πρέπει να περάσωμε, ώστε η μετάνοιά μας να είναι έμπρακτη και ειλικρινής.
Οι κλέπτες να παύσουν τις κλοπές και να επιστρέψουν τα κλοπιμαία. Οι φοροφυγάδες να σταματήσουν τη φοροδιαφυγή και να πληρώσουν τους φόρους, που οφείλουν. Οι καταχραστές του δημοσίου χρήματος να επιστρέψουν αυτά, που καταχράστηκαν. Εάν δεν είναι εφικτή η επιστροφή του «μαμωνά της αδικίας» (Λουκ. 16, 9), ας δοθή ως ελεημοσύνη στους φτωχούς αδελφούς, που συνωστίζονται στα συσσίτια και τα κοινωνικά παντοπωλεία. Τον μέχρι προ τινός υπερκαταναλωτισμό μας να αντικαταστήσωμε με την ολιγάρκεια· τη δίψα για πλουτισμό με τη λιτότητα· την επίδειξι και την πολυτέλεια με την απλότητα. Όσοι πορνεύουν να σταματήσουν την πορνεία, όσοι μοιχεύουν να σταματήσουν την μοιχεία, όσοι νέοι διατηρούν προγαμιαίες σχέσεις να επιλέξουν τον γάμο ή την εγκράτεια. Οι γυναίκες να παύσουν να προκαλούν Θεό και ανθρώπους με την άσεμνη ενδυμασία και τον γυμνισμό τους. Να σταματήσουν οι εκτρώσεις, οι πολιτικοί γάμοι και τα διαζύγια.
Οι μοναχοί να αγαπήσουν την άσκησι και την κακοπάθεια περισσότερο και όχι να καλοπερνούν μερικοί από αυτούς απολαμβάνοντας περισσότερες ανέσεις στα μοναστήρια απ’ ότι οι λαϊκοί στον κόσμο. Οι δε κληρικοί να σκύψουν περισσότερο επάνω από τον πληγωμένο και πονεμένο συνάνθρωπό τους, να τον παρηγορήσουν, να τον ενισχύσουν, να τον ανακουφίσουν. Πολλοί καλοί κληρικοί μας ήδη το κάνουν. Να το πράξουν όλοι. Και το κυριώτερο, ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να κάνουν κάτι, που ολίγοι, ελάχιστοι κληρικοί κάνουν σήμερα· να κηρύξουν μετάνοια στο λαό. Οι δε κοσμικοί αρχιερείς να αποβάλουν το κοσμικό τους φρόνημα, να εγκαταλείψουν τον επάρατο Οικουμενισμό, να παύσουν τις προδοσίες της Πίστεως.
Αυτά και πολλά άλλα συνιστούν την μετάνοια. Όσοι τα αποδεχθούν και τα εφαρμόσουν, θα σωθούν όχι μόνο από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσεως, οι οποίες είναι μικρές, αλλά και από τις συνέπειες της μελλούσης παγκοσμίου Κρίσεως, οι οποίες είναι μεγαλύτερες και φοβερώτερες. Όσοι δεν τα αποδεχθούν και τα απορρίψουν ως αναχρονιστικά και «παπαδίστικα», και αν ακόμη καταφέρουν και επιβιώσουν στους χαλεπούς τούτους καιρούς, θα ευρεθούν αμετανόητοι και αναπολόγητοι κατά τη φοβερή ημέρα της Κρίσεως και θα καταδικασθούν και θα κολασθούν.
Αυτοκτονείτε!
Υπάρχει όμως, όπως αναφέραμε, και ο Διάβολος, ο οποίος εκμεταλλεύεται τις δυσμενείς αυτές καταστάσεις, που βιώνει ο λαός μας, προς ίδιον «όφελος». Και τι κάνει; Πηγαίνει στους ανθρώπους εκείνους, που είναι απογοητευμένοι και απελπισμένοι. Σ’ αυτούς, που έχασαν την εργασία τους και έμειναν άνεργοι· σ’ εκείνους, που έβαλαν λουκέτο στο κατάστημά τους και είναι άποροι· σε άλλους, που έχουν δανεισθή μεγάλα χρηματικά ποσά και αδυνατούν να τα πληρώσουν· σε όσους χρεωκόπησαν· σε όσους απειλούνται με έξωσι από τα σπίτια τους· σε άλλους, που βλέπουν, πως παρ’ όλα τα πτυχία τους αδυνατούν να εύρουν εργασία· σε όσους θλίβονται, διότι δεν έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν την οικογένειά τους· σε όσους υποφέρουν μη έχοντες χρήματα να αγοράσουν τα φάρμακά τους, να πληρώσουν το ρεύμα και το πετρέλαιο, αλλά και σ’ εκείνους, που σιτίζονται πλέον στα συσσίτια του Δήμου και της Εκκλησίας. Και τι τους λέγει;
Την ίδια ώρα, που ο Θεός καλεί τους ανθρώπους να μετανοήσουν· την ίδια στιγμή, που ο Χριστός προσκαλεί πάντας τους «κοπιώντας και πεφορτισμένους», όλους τους κουρασμένους και καταπονημένους από την αμαρτία, αλλά και από τις θλίψεις και δοκιμασίες της ζωής, να τον πλησιάσουν για να εύρουν ανάπαυσι, ανακούφισι και παρηγορία, ο μισόκαλος εχθρός του Θεού και των ανθρώπων Διάβολος τους φωνάζει: «Αυτοκτονήστε! Δεν βλέπετε, ότι όλα γύρω σας κλονίζονται, οι φόροι αυξάνονται, η ανεργία καλπάζει, παιδιά λιποθυμούν στα σχολεία από ασιτία, η χώρα χρεωκοπεί; Ενθυμηθήτε τις ανέσεις και τις απολαύσεις, που είχατε, και ιδού τώρα καταντήσατε να σιτίζεσθε στα συσσίτια της Εκκλησίας! Μην αναμένετε καλλίτερες ημέρες· χειρότερες έρχονται, κατά τις οποίες θα πεθαίνετε στους δρόμους από την πείνα. Δεν υπάρχει μέλλον για σας, δεν υπάρχει ελπίδα. Μην ακούτε κάποιους θρησκολήπτους, που λέγουν, ότι υπάρχει Θεός, που αγαπά τους ανθρώπους. Εάν υπάρχη, πού είναι; Γιατί δεν επεμβαίνει να σας βοηθήση να βγήτε απ’ αυτή την κατάθλιψι και τη δυστυχία; Τίποτε δεν υπάρχει. Γι’ αυτό δώσετε τέρμα στη ζωή σας. Είναι πιο αξιοπρεπές από το να πεθάνετε από την πείνα. Αυτοκτονήστε!». Αυτά φωνάζει ο Διάβολος στους ανθρώπους.
Ποία φωνή θ’ ακούσωμε;
Δυστυχώς τη φωνή του Θεού ολίγοι άνθρωποι έχουν διάθεσι ν’ ακούσουν σήμερα, και ολίγοι μετανοούν, διότι η μετάνοια έχει κάποιες προϋποθέσεις, από τις οποίες κυριώτερη είναι η ταπεινοφροσύνη, αρετή, η οποία σπανίζει στις ημέρες μας, ημέρες μεγάλης υπερηφανείας και αλαζονείας των ανθρώπων.
Δυστυχώς πάλι, αρκετοί συνάνθρωποί μας ακούουν και αποδέχονται τη φωνή του Διαβόλου και αυτοκτονούν. Σύμφωνα με τα στοιχεία, που δίδουν στη δημοσιότητα οι αρμόδιες υπηρεσίες, υπερβαίνουν τις 2000 οι αυτοκτονίες στην Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια, αριθμός υπερβολικά υψηλός και απαράδεκτος για την Ορθόδοξη Χριστιανική Πατρίδα μας, η οποία μέχρι πρό τινος είχε και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών παγκοσμίως. Και γιατί οι δυστυχείς αυτοί συνάνθρωποί μας αυτοκτονούν; Διότι δεν έχουν πίστι στο Θεό, ο οποίος, κατά τον απόστολο Παύλο, είναι «Θεός της ελπίδος» (Ρωμ. 15, 13). Αντί του Θεού πίστευσαν την ύλη, τα υλικά αγαθά, το χρήμα. Και τώρα, που βλέπουν, ότι στερούνται αυτών, στα οποία είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους, απελπίζονται και αυτοκτονούν και χάνουν την ψυχή τους. Το να χάση κανείς την εργασία του, το σπίτι του, την περιουσία του, την υγεία του είναι βεβαίως κακό και ανεπιθύμητο, πολύ όμως χειρότερο, κάκιστο είναι να αυτοκτονήση και να χάση την ψυχή του. Διότι η αξία της ψυχής είναι ανυπολόγιστη και δεν ανταλλάσσεται με τίποτε, ο δε προορισμός της είναι υψηλός και αιώνιος, είναι η Βασιλεία των ουρανών και όχι η αιωνία κόλασι και δυστυχία, στην οποία την καταδικάζουν όσοι αυτοκτονούν. Επιλέγουν οι δυστυχείς και ταλαίπωροι αυτοί αδελφοί μας την αυτοκτονία για να γλυτώσουν από τα πρόσκαιρα βάσανα της επιγείου αυτής ζωής, και με την πράξι τους αυτή κληρονομούν βασανισμό απείρως χειρότερο και αιώνιο!
Αλλ’ εμείς, αδελφοί, ας έχωμε πίστι, ελπίδα και εμπιστοσύνη στο Θεό και την πρόνοιά Του, και ας υπομένωμε όποια δοκιμασία και αν αυτός επιτρέψη για το καλό και τη σωτηρία μας. Κάθε κακό, που μας συμβαίνει, στην πραγματικότητα δεν είναι κακό, αλλά καλό, διότι το επιτρέπει ο πάνσοφος Θεός για να μας καθαρίση από την αμαρτία, να μας φέρη κοντά Του και να μας σώση. Ένας Πατέρας της Εκκλησίας λέγει το εξής χαρακτηριστικό: Με τις θλίψεις, που μας επιτρέπει να μας συμβαίνουν, ο Θεός κεντά για τον καθένα μας ένα κέντημα στον ουρανό. Εμείς όμως εδώ στη γη βλέπουμε το κέντημα του Θεού από την ανάποδη πλευρά και δεν μας αρέσει και δεν κατανούμε το σχέδιο και δυσανασχετούμε. Όταν όμως μεταβούμε στην αιωνιότητα και ιδούμε το κέντημα από την καλή του πλευρά, θα το κατανοήσωμε, θα θαυμάσωμε την αγάπη και πανσοφία του Θεού, θα τον ευχαριστήσωμε και θα τον δοξάσωμε. Τότε θα απαντηθούν όλα τα βασανιστικά «γιατί;» της επιγείου ζωής μας.
Μέχρι τότε όμως ας κάνωμε υπομονή στην κοιλάδα αυτή του κλαυθμώνος, στην οποία ζούμε, ας μετανοούμε για τις αμαρτίες μας, ας εξομολογούμεθα, ας ενδυναμούμεθα με την συχνή θ. Κοινωνία, και ας μη απελπιζώμεθα, ό,τι και αν μας συμβαίνη. Όπως λέγει γνωστός αγωνιστής και ομολογητής θεολόγος και ιεροκήρυκας των ημερών μας, αυτός, που πρέπει να απελπισθή, είναι ο Διάβολος, διότι γι’ αυτόν δεν υπάρχει σωτηρία. Και δεν υπάρχει σωτηρία, διότι δεν μετανοεί. Εμείς ας έχωμε στο νου μας, αν όχι τα ελπιδοφόρα λόγια της Γραφής και τα σοφά συγγράμματα των Πατέρων, τουλάχιστον του πιο κάτω ταπεινούς στίχους, που έγραψε ο ποιητής τότε, που οι Έλληνες δεν είχαν κινητά τηλέφωνα και τηλεοράσεις, αλλ’ είχαν πίστι και ελπίδα στο Θεό:
«Και αν δεν μου μείνη εντός του κόσμου
πού ν’ ακουμπήσω, πού να σταθώ,
εκεί ψηλά ειν’ ο Θεός μου·
πώς ημπορώ ν’ απελπισθώ;».