Στη Θεόσωμη Ταφή του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού
και στον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, και στην κάθοδο του Κυρίου στον Άδη, που έγινε κατά παράδοξο τρόπο μετά το σωτήριο πάθος.
***
1. Τι είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα; Μεγάλη σιωπή είναι απλωμένη στη γη. Μεγάλη σιωπή και ηρεμία. Μεγάλη σιωπή γιατί κοιμάται ο Βασιλιάς. Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, επειδή ο Θεός με το σώμα κοιμήθηκε. Ο Θεός με το σώμα πέθανε, και τρόμαξε ο Άδης. Ο Θεός για λίγο κοιμήθηκε, και ανέστησε αυτούς που βρίσκονταν στον Άδη. Πού είναι τώρα οι προ ολίγου ταραχές και οι φωνές και οι παράνομοι θόρυβοι κατά του Χριστού; Πού είναι οι όχλοι και οι εξεγέρσεις και οι στρατιωτικές φρουρές και τα όπλα και οι λόγχες; Πού είναι οι βασιλιάδες και οι ιερείς και οι δικαστές οι καταδικασμένοι; Πού είναι οι αναμμένες δάδες και τα μαχαίρια και οι άτακτες κραυγές; Πού είναι οι όχλοι που εφρύαξαν και η άσεμνη κουστωδία; Εξαφανίστηκαν πραγματικά, γιατί στ’ αλήθεια πραγματικά οι όχλοι έκαναν σχέδια ανόητα και μάταια. Σκόνταψαν πάνω στον ακρογωνιαίο λίθο, τον Χριστό και συντρίφτηκαν οι ίδιοι. Χτύπησαν με μανία τη στέρεη Πέτρα, αλλά διαλύθηκαν σε αφρούς, όπως τα κύματα που κτυπούν στο βράχο. Χτύπησαν πάνω στο ανίκητο αμόνι και οι ίδιοι κομματιάστηκαν. Ανύψωσαν στο ξύλο του Σταυρού την πέτρα και αυτή κύλησε και τους θανάτωσε. Όπως οι Φιλισταίοι τον δυνατό Σαμψών, έδεσαν και αυτοί τον Ήλιο Χριστό, αυτός όμως έσπασε τις πανάρχαιες αλυσίδες και εξόντωσε τους αλλοφύλους και παράνομους. Έδυσε ο Θεός, ο Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, στη γη και πλάκωσε με πηχτό σκοτάδι τους Ιουδαίους.
2. Σήμερα ήλθε η σωτηρία σ’ αυτούς που βρίσκονται στη γη και σ’ αυτούς που απ’ την αρχή των αιώνων βρίσκονται κάτω απ’ τη γη. Σήμερα ήλθε η σωτηρία στον ορατό και αόρατο κόσμο. Σήμερα είναι διπλή η παρουσία του Δεσπότη Χριστού. Διπλή η φιλανθρωπία, διπλή η κατάβαση μαζί και συγκατάβαση, διπλή η επίσκεψη προς τους ανθρώπους. Κατεβαίνει ο Θεός από τον ουρανό στη γη κι από τη γη στα καταχθόνια. Ανοίγονται οι πύλες του Άδη. Χαρείτε όλοι εσείς που κοιμάσθε απ’ την αρχή των αιώνων. Υποδεχτείτε το μέγα φώς όσοι κάθεστε στο σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου. Ερχεται ο Δεσπότης ανάμεσα στους δούλους. Ερχεται ο Θεός ανάμεσα στους νεκρούς. Ερχεται η ζωή ανάμεσα στους θνητούς. Ερχεται ο αθώος ανάμεσα στους ενόχους. Ερχεται το φώς που δεν σβήνει ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι. Ερχεται ο ελευθερωτής ανάμεσα στους αιχμαλώτους. Ερχεται Αυτός που βρίσκεται πιο πάνω από τους ουρανούς, μεταξύ αυτών που βρίσκονται κάτω απ’ τη γη. Ήλθε ο Χριστός στη γη και πιστέψαμε. Κατέβηκε ο Χριστός στους νεκρούς, ας κατεβούμε μαζί Του κι ας δούμε τα μυστήρια που έγιναν εκεί. Ας γνωρίσουμε του κρυμμένου Θεού τα κρυμμένα θαυμάσια που έκαμε κάτω απ’ τη γη. Ας μάθουμε πως έλαμψε το κήρυγμα και στους κατοίκους του Άδη.
3. Τί συνέβη λοιπόν; Κατεβαίνοντας ο Θεός στον Άδη τους σώζει όλους χωρίς εξαίρεση; Όχι βέβαια, αλλά κι εκεί σώζει όσους πίστεψαν. Χθες είδαμε το έργο της σωτηρίας, σήμερα την εκδήλωση της εξουσίας. Χθες είδαμε την αδυναμία, σήμερα την κυριαρχία Του. Χθες φάνηκαν τα σημάδια της ανθρώπινης φύσεως Του, σήμερα της θεϊκής φύσεως. Χθες Τον ράπιζαν, σήμερα ραπίζει με την αστραπή της θεότητος τον χώρο του Άδη. Χθες τον έδεναν, σήμερα Αυτός δένει τον τύραννο – διάβολο με άλυτα δεσμά. Χθες καταδικαζόταν, σήμερα χαρίζει ελευθερία στους καταδίκους. Χθες Τον περιγελούσαν οι υπηρέτες του Πιλάτου, σήμερα οι θυρωροί του Άδη όταν Τον είδαν γέμισαν φρίκη.
4. Ακουσε όμως το πάθος του Χριστού, που ξεπερνά τη δύναμη του λόγου. Ακουσε και ύμνησε. Ακουσε και δόξασε του Θεού τα μεγάλα θαυμάσια. Πως υποχωρεί πλέον ο Μωσαϊκός Νόμος και ανθίζει η Χάρη του Χριστού. Πως τα σύμβολα και οι τύποι φεύγουν και διακηρύσσεται η αλήθεια. Πως χάνονται οι σκιές και ο ήλιος γεμίζει την οικουμένη. Πως η Παλαιά Διαθήκη αχρηστεύθηκε πια και πως η Καινή Διαθήκη επικυρώνεται. Πως τα παλιά πέρασαν και τα νέα άνθισαν. Δύο λαοί παραβρέθηκαν στη Σιών κατά το χρόνο του πάθους του Χριστού, ( ο Ιουδαϊκός μαζί με τον ειδωλολατρικό). Δύο βασιλιάδες, ο Πιλάτος και ο Ηρώδης. Δύο Αρχιερείς, ο Αννας και ο Καϊάφας. Έτσι τελούνται μαζί και τα δύο Πάσχα. Και παύει οριστικά το Ιουδαϊκό, αρχίζει δε το Χριστιανικό Πάσχα.
Το ίδιο βράδυ προσφέρονται δύο θυσίες, επειδή και δύο σωτηρίες – των ζωντανών και των νεκρών – έγιναν. Και ο μεν λαός των Ιουδαίων έδενε για να σφάξει τον Αμνό του Θεού, ο δε λαός των ειδωλολατρών γνώριζε το σαρκωμένο Θεό. Και οι μεν Ιουδαίοι αφού έδεναν τον Χριστό, τον έδιωχναν ( όπως τον αποδιοπομπαίο τράγο), ενώ οι ειδωλολάτρες τον υποδέχονταν με προθυμία. Έτσι, ταυτόχρονα, οι μεν Ιουδαίοι πρόσφεραν θυσία ζώου, οι δε ειδωλολάτρες θυσία του Θεού που φόρεσε ανθρώπινο σώμα.
5. Τη θυσία αυτού του Πάσχα οι μεν Ιουδαίοι την πρόσφεραν σε ανάμνηση της διαβάσεως τους από την Αίγυπτο, οι δε ειδωλολάτρες προανήγγελλαν με αυτή τη λύτρωση από την πλάνη των ειδώλων. Και πού συνέβαιναν αυτά; Στη Σιών, την πόλη του Βασιλέως του μεγάλου, στην οποία πραγματοποίησε τη σωτηρία του κόσμου στο κέντρο της γης, ο Ιησούς ο Υιός του Θεού που φανερώθηκε με τη γέννησή του ανάμεσα σε δύο ζώα (βόδι και γαϊδούρι). Ανάμεσα στις δύο υπάρξεις, της σαρκός και του πνεύματος, τις οποίες συμβόλιζαν τα δύο ζώα. Αυτός που φανερώθηκε ζωή, γεννημένος από τη ζωή, και χορηγός της ζωής. Που γεννήθηκε στη φάτνη, ανάμεσα σε αγγέλους και ανθρώπους. Που στάθηκε ανάμεσα στους δύο λαούς και τους ένωσε σαν λίθος ακρογωνιαίος. Αυτός που προφητεύθηκε μεταξύ του Νόμου και των Προφητών. Που εμφανίστηκε μεταξύ του Μωυσή και του Ηλία πάνω στο Θαβώρ. Που ανάμεσα στους δύο ληστές, αποκαλύφθηκε σαν Θεός στον ευγνώμονα Ληστή. Αυτός που κάθεται ως Κριτής αιώνιος εκεί που τελειώνει η παρούσα ζωή και αρχίζει η μέλλουσα. Και εμφανίζεται σήμερα μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών, χαρίζοντας διπλή γέννηση μαζί και αναγέννηση. Και άκουσε τα περιστατικά και χειροκρότησε τα θαύματα της διπλής γεννήσεως του Χριστού.
6. Άγγελος ευαγγελίσθηκε στη Θεοτόκο Μαρία τη μητρική γέννηση του Χριστού και άγγελος έφερε στη Μαρία τή Μαγδαληνή το χαρμόσυνο άγγελμα της αναστάσεως του Χριστού από τον τάφο. Νύχτα γεννιέται ο Χριστός στη Βηθλεέμ και νύχτα πάλι στη Σιών ξαναγεννιέται από τους νεκρούς. Σε σπήλαιο από πέτρα γεννιέται ο Χριστός και σε σπήλαιο πάλι από πέτρα ξαναγεννιέται. Με σπάργανα καταδέχεται να τυλιχθεί και στη γέννηση και στην ταφή του. Εκεί δέχεται σμύρνα που του προσφέρουν οι Μάγοι και εδώ καταδέχεται σμύρνα και αλόη και ταφή από τα χέρια του Ιωσήφ και του Νικόδημου.
Εκεί τον υπηρετεί ο Ιωσήφ ο άνδρας της Μαρίας που δεν ήταν άνδρας της και εδώ ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία. Εκεί πρώτοι οι ποιμένες ευαγγελίζονται τη γέννηση του Χριστού, αλλά και ποιμένες πρώτοι απ’ όλους, οι Μαθητές του Χριστού, ευαγγελίσθηκαν την αναγέννηση του από τους νεκρούς. Εκεί ο Αγγελος φώναξε στην Παρθένο το «χαίρε» και εδώ ο Χριστός, ο Αγγελος της μεγάλης αποφάσεως «χαίρετε» φώναξε στις Μυροφόρες. Στην πρώτη του γέννηση ο Χριστός, ύστερα από σαράντα ημέρες, μπήκε στην επίγεια Ιερουσαλήμ, στο Ναό, και πρόσφερε στο Θεό, σαν πρωτότοκος, ένα ζευγάρι τρυγόνια. Αλλά και κατά την αναγέννηση του από τους νεκρούς ο Χριστός, ύστερα από σαράντα ημέρες αναλήφθηκε στην άνω Ιερουσαλήμ, την οποία δεν είχε αποχωριστεί, στα πραγματικά Άγια των Αγίων, σαν άφθαρτος πρωτότοκος από τους νεκρούς, και πρόσφερε στο Θεό Πατέρα δύο πάναγνα τρυγόνια:τη ψυχή και τη σάρκα τη δική μας. Και εκεί πάνω τον υποδέχτηκε ο Συμεών, ποιός; « Ο παλαιός των ημερών», ο προαιώνιος Θεός, σαν σε αγκαλιά, μέσα στον κόλπο του, απερίγραπτα από γλώσσα ανθρώπινη. Εάν δε όλα αυτά τα ακούς σαν μύθο και όχι με αληθινή πίστη, τότε σε κατηγορούν οι απαραβίαστες σφραγίδες του Δεσποτικού μνήματος της Αναστάσεως του Χριστού. Γιατί, όπως ο Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο, αφήνοντας σφραγισμένες τις κλειδαριές της παρθενίας, αυτές που είναι τοποθετημένες εκ φύσεως σ’ όλες τις γυναίκες και τις ανοίγει η μητρότητα, έτσι ακριβώς έγινε και η εκ νεκρών Ανάσταση του Χριστού, χωρίς να ανοίξουν οι σφραγίδες του τάφου.
7. Πώς δε και πότε και από ποιον ενταφιάζεται ο Χριστός, η ζωή; Ας ακούσουμε τι λένε τα ιερά γράμματα: « Όταν βράδιασε, ήρθε ένας πλούσιος άνθρωπος, που λεγόταν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε και παρουσιάστηκε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού» (Ματθ. 27, 57, Μαρκ. 15, 43). Παρουσιάστηκε θνητός στο θνητό, ζητώντας να πάρει τον Θεόν των ανθρώπων! Ο πηλός ζητά από τον πηλό να πάρει τον Πλάστη των όλων! Το χορτάρι από το χορτάρι, να πάρει την ουράνια φωτιά! Η τιποτένια σταγόνα ζητά από την άλλη σταγόνα να της δώσει τόν ωκεανό! Ποιός είδε; Ποιός άκουσε ποτέ αυτό το ανήκουστο; Ένας άνθρωπος να χαρίζει στόν άλλο τον Ποιητή των όλων! Ένας κριτής άκριτος τον Κριτή των κριτών, να επιτρέπει σαν κατάδικο να τον θάψουν! Όταν, λοιπόν, βράδιασε, ήρθε ένας πλούσιος άνθρωπος, ονομαζόμενος Ιωσήφ. Πραγματικά πλούσιος, εφόσον πήρε ολόκληρη την υπόσταση του Κυρίου. Αληθινά πλούσιος, εφόσον έλαβε από τον Πιλάτο την διπλή ύπαρξη του Χριστού. Πλούσιος, γιατί αξιώθηκε να πάρει τον πολύτιμο μαργαρίτη. Πραγματικά πλούσιος, γιατί πήρε στα χέρια του θησαυροφυλάκιο, που ήταν γεμάτο με το θησαυρό της θεότητος! Πώς να μην είναι πλούσιος, αυτός που απόκτησε τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε σαν δώρο Αυτόν που τρέφει και κυβερνά τους πάντας; « Όταν δε βράδιασε». Αρα είχε δύσει πια στον Άδη ο ήλιος της δικαιοσύνης. Γι αυτό ήρθε ένας πλούσιος άνθρωπος, λεγόμενος Ιωσήφ, από την Αριμαθαία, που έμενε κρυμμένος γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους. Μαζί του ήρθε και ο Νικόδημος, που είχε επισκεφθεί τον Ιησού κάποια νύχτα ( Ιωαν. 3, 1-2, 19, 39).
8. Ω μυστήρια, πιο απόκρυφα από όλα τα μυστήρια! Δύο κρυφοί μαθητές έρχονται να κατακρύψουν τον Ιησού στον τάφο. Και με τη δική τους απόκρυψη, διδάσκονται το κρυμμένο στον Αδη μυστήριο του Θεού που κρύφτηκε κάτω από τη σάρκα, ξεπερνώντας ο ένας τον άλλο στη θερμή διάθεση προς τον Χριστό. Ο μεν Νικόδημος μεγαλόδωρος στην προσφορά της σμύρνας και της αλόης, ο δε Ιωσήφ αξιέπαινος για την τόλμη και το θάρρος που έδειξε απέναντι στον Πιλάτο. Γιατί αφού πέταξε από πάνω του κάθε φόβο, παρουσιάστηκε με τόλμη στον Πιλάτο, ζητώντας το σώμα του Ιησού. Όταν δε παρουσιάστηκε, φέρθηκε με πολλή εξυπνάδα, για να πετύχει το σκοπό του. Γι αυτό δεν χρησιμοποιεί, μιλώντας στον Πιλάτο, υπερήφανες εκφράσεις, μήπως τον κάνει να θυμώσει και χάσει το αίτημά του. Ούτε του λέει, δος μου το σώμα του Ιησού, που σκοτείνιασε πριν λίγο τον ήλιο, που έσχισε τις πέτρες, που άνοιξε τη γη και έσχισε στα δύο το καταπέτασμα του ναού. Τίποτε τέτοιο δεν λέει στον Πιλάτο. Αλλά τι του λέει;
9. Ένα μηδαμινό αίτημα, άρχοντά μου, και μικρό για όλους ήρθα να σου ζητήσω. Δος μου να θάψω το νεκρό σώμα εκείνου, που συ καταδίκασες σε θάνατο, του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του ξένου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του αστέγου, του Ιησού που κρέμμεται γυμνός, του Ιησού, του γιού του περιφρονημένου μαραγκού, του δεμένου, που βρίσκεται εκτεθειμένος στο ύπαιθρο, του ξένου και αγνώριστου ανάμεσα στους ξένους και κοντά σ’ όλα αυτά βρίσκεται κρεμμασμένος και αξιοκαταφρόνητος.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί ήρθε εδώ από μακρινή χώρα, για να σώσει τον άνθρωπο, τον ξενιτεμένο από την ουράνια πατρίδα του.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη, για να ανυψώσει τον ξένο.
Δος μου αυτόν τον ξένο, επειδή, μόνο αυτός είναι πραγματικά ξένος.
Δος μου αυτόν τον ξένο, του Οποίου τη χώρα δεν γνωρίζουμε εμείς οι ξενιτεμένοι.
Δος μου αυτόν τον ξένο, του Οποίου τον Πατέρα, δεν ξέρουμε εμείς οι αποξενωμένοι.
Δος μου αυτόν τον ξένο, του Οποίου τον τρόπο και τον τόπο αγνοούμε εμείς οι ξένοι.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που έζησε τη ζωή και το βίο του ξενητεμένου, ανάμεσα στους ξενητεμένους.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που δεν έχει εδώ που να γύρει το κεφάλι.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν ξένος ανάμεσα στους ξένους, άστεγος, γεννήθηκε στη φάτνη.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν βρέφος ακόμη από τη φάτνη, έφυγε για να σωθεί από τον Ηρώδη.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που από τα σπάργανά του ακόμη ξενιτεύθηκε στην Αιγυπτο.
Δος μου αυτόν, που δεν είχε ούτε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι, ούτε καμιά μόνιμη κατοικία, ούτε κανένα συγγενή. Αλλά σε ξένη χώρα κατοίκησε μαζί με τη μητέρα Του, αυτός που κατέχει τα πάντα.
Άρχοντά μου, επίτρεψε μου να σκεπάσω αυτόν που κρέμμεται γυμνός στο ξύλο του Σταυρού, γιατί Αυτός σκέπασε της δικής μου φύσεως τη γυμνότητα.
Δος μου να θάψω αυτόν το νεκρό, ο Οποίος έθαψε την αμαρτία μου στα νερά του Ιορδάνη. Για ένα νεκρό σε ικετεύω, που αδικήθηκε από όλους, που προδόθηκε από το μαθητή του, που εγκαταλείφθηκε από τους φίλους του, που διώχθηκε από τα αδέλφια του που τον έδειρε ο δούλος του!
Για ένα νεκρό σε παρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο ίδιος ελευθέρωσε από τη σκλαβιά, πληγώθηκε από αυτούς που θεράπευσε, εγκαταλείφθηκε από τους Μαθητές Του, στερήθηκε την ίδια τη Μητέρα του!
Για ένα νεκρό σε δυσωπώ Πιλάτε, που κρέμμεται στο Σταυρό. Δεν έχει κανένα να του συμπαρασταθεί. Δεν έχει πατέρα στη γη, δεν έχει φίλο, δεν έχει μαθητή, ούτε συγγενή, ούτε κανένα για να τον θάψει, αλλά είναι μόνος, μονογενής Υιός του μόνου Πατρός, Θεός στον κόσμο αυτό και κανείς άλλος.
10. Με τέτοια λόγια παρακάλεσε ο Ιωσήφ και ο Πιλάτος διέταξε να του δοθεί το σώμα του Ιησού. Ήρθε λοιπόν, στο Γολγοθά και αποκαθήλωσε τον σαρκοφόρο Θεό από το Σταυρό και ξάπλωσε πάνω στο χώμα γυμνό το σώμα του Θεού! Και να τώρα, φαίνεται ξαπλωμένος κάτω, Αυτός που ανέσυρε όλους επάνω, και μένει για λίγο χωρίς πνοή, Αυτός που είναι όλων η ζωή και η πνοή.
Φαίνεται αόμματος, Αυτός που δημιούργησε τα πολυόμματα Χερουβίμ. Βρίσκεται ξαπλωμένος, Αυτός που είναι η Ανάσταση όλων. Νεκρώνεται σωματικά ο Θεός, Αυτός που ανασταίνει τους νεκρούς. Και σωπαίνει κατά το σώμα η βροντή του Θεού Λόγου. Και ανθρώπινες παλάμες σηκώνουν Αυτόν που κρατά στη παλάμη Του ολόκληρη τη γη!
Άραγε, Ιωσήφ, αφού ζήτησες και έλαβες ξέρεις καλά Ποιόν πήρες; Άραγε αφού πλησίασες το Σταυρό και αποκαθήλωσες τον Ιησού, ξέρεις καλά ποιόν κράτησες στα χέρια σου; Αν πραγματικά κατάλαβες, τώρα έγινες πλούσιος! Γιατί πώς αλλιώς κάνεις αυτή τη θεόσωμη και φρικωδέστατη κηδεία του Ιησού;
Αξιέπαινος βέβαια ο πόθος σου. Αλλά περισσότερο αξιέπαινος ο τρόπος της ψυχής σου. Δεν φρίττεις, άραγε, καθώς σηκώνεις στα χέρια σου, Αυτόν που φρίττουν τα Χερουβίμ;
Με πόσο φόβο, λοιπόν, θα απογύμνωνες το θείο αυτό σώμα από το λίγο ρούχο που το σκέπαζε; Και με πόση ευλάβεια θα έκλεινες τα μάτια, τρομάζοντας να κυτάζεις τη σωματική φύση του υπερ φύσιν Θεού;
11. Πες μου, λοιπόν, Ιωσήφ, άραγε έθαψες στραμμένο προς ανατολάς, όπως όλους τους νεκρούς, τον Ιησού, την ανατολή των ανατολών; Έκλεισες με τα δάκτυλά σου, όπως κάνουμε στους νεκρούς, τα μάτια του Ιησού, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού με το άγιο δάκτυλό Του; Έκλεισες το στόμα Εκείνου που άνοιξε του κωφάλαλου το στόμα; Έδεσες τα χέρια Εκείνου, που άπλωσε τα παράλυτα χέρια; Έδεσες και τα πόδια του Ιησού, που χάρισε το περπάτημα στα ακίνητα πόδια; Μήπως σήκωσες επάνω σε νεκροκράββατο, Αυτόν που διέταξε τον παράλυτο να σηκώσει το κρεββάτι του; Μήπως περιέχυσες με μύρα, Αυτόν που άδειασε τον εαυτό του σαν ουράνιο μύρο και ανακαίνισε τον κόσμο; Τόλμησες, άραγε να σφογγίσεις την αιμορροούσα θεόσωμη πλευρά του Ιησού, του Θεού που θεράπευσε τη δυστυχισμένη εκείνη αιμορροούσα; Έπλυνες με νερό το σώμα του Θεού, που ξέπλυνε όλων τις αμαρτίες και χάρισε την κάθαρση; Και τι είδους λαμπάδες άναψες για το φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο; Έψαλλες, άραγε και επιτάφια άσματα σ’ Εκείνον που υμνούν ακατάπαυστα όλες οι αγγελικές δυνάμεις; Έχυσες δάκρυα για τον Ιησού, που δάκρυσε και ανάστησε το νεκρό φίλο του Λάζαρο; Θρήνησες Αυτόν, που δώρησε σ’ όλους τη χαρά και σταμάτησε τη λύπη της Εύας;
12. Όμως μακαρίζω, Ιωσήφ, τα χέρια σου που ψηλάφησαν τα θεόσωμα χέρια και τα πόδια του Ιησού, που έσταζαν ακόμη αίμα. Μακαρίζω τα χέρια σου, που άγγιξαν την πλευρά του Θεού, νωρίτερα από τα χέρια του πιστού Θωμά με τήν αξιέπαινη περιέργεια. Μακαρίζω το στόμα σου, που χόρτασε αχόρταγα και ενώθηκε με το στόμα του Ιησού και γέμισε από αυτό με Άγιο Πνεύμα. Μακαρίζω τα μάτια σου, που ήλθαν σε επαφή με τα μάτια του Ιησού και πήραν από αυτά το φως το αληθινό. Μακαρίζω το πρόσωπό σου, που πλησίασε το πρόσωπο του Ιησού. Μακαρίζω τους ώμους σου, που σήκωσαν Αυτόν που σήκωσε όλους. Μακαρίζω το κεφάλι σου, που το άγγιξε ο Ιησούς η κεφαλή όλων. Μακαρίζω τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, γιατί έγιναν Χερουβίμ προ των Χερουβίμ, καθώς σήκωσαν και κράτησαν πάνω τους τον Θεό. Πριν από τα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, έγιναν υπηρέτες του Θεού, καθώς σκέπασαν και τίμησαν τον Χριστό όχι με φτερά, αλλά με σεντόνια. Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβίμ, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος τον σηκώνουν στους ώμους και τον μεταφέρουν μαζί με όλες τις στρατιές των αγγέλων.
13. Ήλθε ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος. Συνεπώς ήρθε μαζί τους και όλος ο χορός των αγγέλων. Προφθάνουν τα Χερουβίμ, συντρέχουν τα Σεραφίμ, υποβαστάζουν οι Θρόνοι, σκεπάζουν μαζί τα Εξαπτέρυγα και φρίττουν τα Πολυόμματα, καθώς βλέπουν τον Ιησού αόμματο κατά το σώμα. Συγκαλύπτουν οι Δυνάμεις, ψάλλουν οι Αρχές, φρίττουν οι τάξεις και πέφτουν σε έκσταση οι αγγελικές δυνάμεις, μένουν έκθαμβες και ρωτούν με μεγάλη απορία: Τί είναι αυτός ο φοβερός λόγος, και φόβος και τρόμος και τρόπος; Τί είναι αυτό το μέγα και παράδοξο και ακατάληπτο θέαμα; Αυτός που εμείς πάνω οι ασώματοι δεν τολμούμε να τον κοιτάξουμε από φρίκη, εδώ κάτω στη γη φαίνεται άνθρωπος γυμνός και νεκρός! Αυτόν που τα Χερουβίμ στέκονται μπροστά Του με πολλή ευλάβεια, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος τον κηδεύουν με θάρρος. Πότε κατέβηκε στη γη Αυτός που δεν εγκατέλειψε τον ουρανό; Πώς βγήκε έξω Αυτός που βρίσκεται μέσα; Πώς ήρθε και περιορίστηκε στη γη, Αυτός που γεμίζει τα πάντα με την παρουσία του; Πώς γυμνώθηκε Αυτός που φόρεσε όλους; Αυτός που βρίσκεται αδιάκοπα στον ουρανό σαν Θεός μαζί με τον Πατέρα, τώρα ζει συνεχώς κάτω στη γη μαζί με τη Μητέρα του σαν αληθινός άνθρωπος! Και Αυτός που ουδέποτε εμφανίστηκε σαν Θεός στους ανθρώπους, πώς τώρα εμφανίζεται σαν άνθρωπος ταυτόχρονα και φιλάνθρωπος;
14. Πώς έγινε ορατός ο αόρατος; Πώς ο άυλος έλαβε σάρκα; Πώς έπαθε ο απαθής; Πώς ο Κριτής στάθηκε σε κριτήριο; Πώς η ζωή γεύθηκε θάνατο; Πώς ο αχώρητος χώρεσε σε τάφο; Πώς κατοικεί στο μνήμα, Αυτός που δεν εγκατέλειψε τον κόλπο τον Πατρικό; Πώς εισέρχεται από την πύλη του σπηλαίου, Αυτός που δεν άνοιξε τις πύλες των ουρανών; Πώς άνοιξε τις πύλες του Παραδείσου, ενώ δεν έσπασε τις πύλες της Παρθένου; Πώς συνέτριψε τις πύλες του Άδη, ενώ δεν άνοιξε τις πύλες του υπερώου, όπου τον περίμενε ο Θωμάς; Πώς άνοιξε στους ανθρώπους τις πύλες της Βασιλείας των ουρανών, ενώ τις πύλες και τις σφραγίδες του τάφου τις άφησε να ανοίξουν μόνες τους; Πώς συγκαταλέγεται με τους νεκρούς, Αυτός που είναι ελεύθερος ανάμεσα στους νεκρούς; Πώς το ανέσπερο φώς, έρχεται στο σκοτάδι και στη σκιά; Πού πηγαίνει; Πού κατεβαίνει Αυτός που δεν έχει τη δύναμη να τον κρατήσει ο θάνατος; Ποιός ο λόγος; Ποιός ο τρόπος; Ποιός είναι ο σκοπός της καθόδου του στον Άδη; Μήπως κατεβαίνει για να ανεβάσει τον Αδάμ τον κατάδικο και σύνδουλό μας; Πραγματικά! Πορεύεται οπωσδήποτε να αναζητήσει το πρωτόπλαστο και χαμένο πρόβατο και θέλει να επισκεφθεί αυτούς που βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι και στη σκιά του θανάτου. Οπωσδήποτε πορεύεται να ελευθερώσει απο τους πόνους τον αιχμάλωτο Αδάμ και τη συναιχμάλωτη Εύα ο Θεός και υιός τους.
15. Ας κατεβούμε μαζί με τον Χριστό, ας συγχορέψουμε, ας σπεύσουμε, ας κάνουμε γρήγορα, βλέποντας τη συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους, την απελευθέρωση των καταδίκων που κάνει ο αγαθός Κύριος. Γιατί πορεύεται Αυτός που από τη φύση Του είναι φιλάνθρωπος, να αποφυλακίσει τους πανάρχαιους δεσμώτες, με ανδρεία και πολλή δύναμη , αυτούς που βρίσκονται στους τάφους, που κατάπιε τυραννικά ο πικρός και ανήμερος τύραννος, αφού τους υπέταξε και ως ληστής τους άρπαξε από την αγκαλιά του Θεού.
Εκεί βρίσκεται δέσμιος ο Αδάμ, ο πρωτόπλαστος και πρώτος απέθανε, και είναι πιο κάτω από όλους τους καταδίκους. Εκεί βρίσκεται ο Αβελ ο ποιμένας, ο πρώτος δίκαιος και το πρώτο αθώο θύμα, ο τύπος της άδικης σφαγής του Ποιμένα Χριστού. Εκεί ο Νώε, ο τύπος της μεγάλης κιβωτού του Χριστού, ο κατασκευαστής της Εκκλησίας του Θεού, η οποία με το περιστέρι του Αγίου Πνεύματος, διέσωσε όλα τα θηριώδη έθνη από τον κατακλυσμό της ασεβείας και έδιωξε από αυτήν τον μαύρο κόρακα τον ζοφερό διάβολο. Εκεί είναι και ο Αβραάμ, ο πρόγονος του Χριστού και θύτης του γιου του, που πρόσφερε στον Θεό την υπέροχη, με μαχαίρι και χωρίς μαχαίρι, με θάνατο και χωρίς θάνατο, θυσία. Εκεί βρισκόταν δέσμιος και ο Ισαάκ, ο παλαιός τύπος του Χριστού, ο δεμένος για τη θυσία από τον Αβραάμ. Εκεί και ο Ιακώβ καταλυπημένος στον Άδη, όπως πριν ήταν καταλυπημένος επάνω στη για τον Ιωσήφ. Εκεί ο φυλακισμένος Ιωσήφ, που φυλακίστηκε στην Αίγυπτο και προτύπωνε τον Χριστό, δεσμώτης και δεσπότης. Εκεί κάτω στα σκοτεινά ο Μωυσής, όπως κάποτε μέσα στο σκοτεινό πισωμένο καλάθι επάνω στη γη. Εκεί ο προφήτης Δανιήλ μέσα στον κατώτατο του Αδη, όπως όταν ζούσε μέσα στο λάκκο των λεόντων. Εκεί και ο προφήτης Ιερεμίας, μέσα στον λάκκο του Άδη και της φθοράς του θανάτου, όπως κάποτε ήταν ριγμένος από τους συμπατριώτες του μέσα στο λάκκο του βορβόρου. Εκεί μέσα στο στόμα του Άδη που καταπίνει τον κόσμο και ο προφήτης Ιωνάς, εικονίζοντας τον αιώνιο Χριστό.
Εκεί και ο Θεοπάτωρ Δαβίδ, από τον οποίο κατά σάρκα γεννήθηκε ο Χριστός. Και γιατί αναφέρω μόνο τον Δαβίδ, τον Ιωνά και τον Σολομώντα; Εκεί βρισκόταν και ο βαπτιστής Ιωάννης, ο μεγαλύτερος από όλους τους προφήτες, σαν μέσα από σκοτεινή μήτρα προαναγγέλοντας σ’ όλους τους αιχμαλώτους του Άδη τον Χριστό, ο διπλός Πρόδρομος και κήρυκας σε ζωντανούς και νεκρούς.
Αυτός από τη φυλακή του Ηρώδη στάλθηκε – με τον αποκεφαλισμό του – στην πανανθρώπινη φυλακή του Άδη, στους κεκοιμημένους από αιώνες δικαίους και αδίκους.
16. Από εκεί, απ’ τόν Άδη, όλοι οι προφήτες καί οι δίκαιοι ικέτευαν τόν Θεό μέ ενδόμυχες καί αδιάκοπες προσευχές, ζητώντας λύτρωση από τήν καταπονεμένη, σκυθρωπή, εξουσιαζόμενη από τόν εχθρό διάβολο, ζοφερή καί κατασκότεινη ατελείωτη νύχτα. Καί ο μέν ένας έλεγε πρός τόν Θεό· « Από τήν κοιλιά τού Άδη άκουσε τήν κραυγή τής φωνής μου» (Ιωνάς 2,3). Αλλος φώναζε· «Μέσα απ’ τά βάθη τής καρδιάς μου έκραξα πρός Εσένα, Κύριε. Κύριε άκουσε τή φωνή μου»( Ψαλμ. 129,1-2).
Ένας άλλος ικέτευε· «Φανέρωσε τό πρόσωπό Σου σέ μάς καί θά σωθούμε». Αλλος παρακαλούσε· « Εσύ πού κάθεσαι πάνω στό Χερουβικό θρόνο, φανερώσου σέ μάς».Κάποιος άλλος δεόταν: «Κύριε, οπλίσου μέ τήν αήττητη δύναμη σου καί έλα νά μάς σώσεις». Αλλος παρακαλούσε θρηνητικά: «Κύριε, άς μάς λυπηθεί καί άς προφθάσει η ευσπλαχνία Σου». Αλλος έκραζε: « Σώσε τή ψυχή μου απ’ τά κατάβαθα τού Άδη». Αλλος φώναζε: «Κύριε, βγάλε τη ψυχή μου από τόν Άδη». Ένας άλλος παρακαλούσε: «Κύριε, μή εγκαταλείψεις τή ψυχή μου στόν Άδη». Καί άλλος ακόμη ικέτευε· « Ας ανεβεί η ζωή μου από τήν απώλεια εδώ κάτω πρός Εσένα, Κύριε καί Θεέ μου»( Ιωνά 2,7).
Ολους αυτούς άκουσε ο πολυεύσπλαγχνος Θεός, καί δέν έκρινε δίκαιο νά προσφέρει τή φιλανθρωπία Του μόνο σ’ αυτούς πού έζησαν καί βρίσκονταν μαζί του, αλλά καί σ’ όλους τούς άλλους πού έμενα αιχμάλωτοι στόν Άδη, στό σκοτάδι καί στή σκιά τού θανάτου προτού έλθει ο ίδιος.
Καί γι’ αυτό αυτούς πού ζούσαν πάνω στή γή τούς επισκέφθηκε ο Θεός Λόγος μέ τό έμψυχο σώμα. Στίς δέ ψυχές πού είχαν αφήσει τό σώμα τους στή γή φανερώθηκε μέ τήν ένθεη και αχραντη ψυχή Του στόν Άδη, χωρίς τό σώμα, όχι όμως καί χωρίς τη Θεότητά Του.
17. Ας τρέξουμε λοιπόν γρήγορα με το νου κι ας βαδίσουμε στον Άδη, για να δούμε πως εκεί με πανίσχυρη δύναμη νικά ολοκληρωτικά τον τύραννο των σκλαβωμένων ψυχών και πως με μεγάλη πανστρατιά, με τη λάμψη Του αιχμαλωτίζει χωρίς χέρια τις αθάνατες φάλαγγες των δαιμόνων. Σηκώνει από τη μέση πύλες χωρίς πόρτες και πύλες που δεν είναι ξύλινες τις σπάζει με το Σταυρό του ο Χριστός. Και με τα θεϊκά καρφιά συντρίβει αιώνιους μοχλούς. Και με τα δεσμά των θεϊκών χεριών Του λειώνει σαν κερί τις άλυτες αλυσίδες. Και με τη λόγχη που χτύπησε τη θεϊκή πλευρά Του, διατρυπά την άσαρκη καρδιά του τυράννου. Εκεί συντρίβει τη δύναμη των τόξων του, όταν τέντωσε σαν τόξο επάνω στο Σταυρό τα θεϊκά Του χέρια. Γι’ αυτό, αν ακολουθήσεις με ησυχία τον Χριστό, θα δεις τώρα, που έδεσε τον τύραννο και που κρέμασε το κεφάλι του. Πως ανέσκαψε τη φυλακή του Άδη και ελευθέρωσε τους φυλακισμένους. Πως πάτησε το αρχαίο φίδι και που κρέμασε το κεφάλι του. Πως ελευθέρωσε τον Αδάμ και πως ανέστησε την Εύα. Πως γκρέμισε τον μεσότοιχο, και που καταδίκασε τον φαρμακερό δράκοντα. Που θανάτωσε τον θάνατο. Πως έφθειρε τη φθορά και πως επανέφερε τον άνθρωπο στο πρώτο βασιλικό του αξίωμα.
18. Εκείνος που χθες, μέσα στην άπειρη συγκατάβασή του δεν καλούσε να τον βοηθήσουν οι λεγεώνες των Αγγέλων, λέγοντας στον Πέτρο, ότι είναι στο χέρι μου να παρατάξω τώρα αμέσως, περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες Αγγέλων (Ματθ. 26, 53), σήμερα κατέρχεται με τον θάνατό Του κατά του Άδου και του θανάτου, του τυράννου, όπως ταιριάζει σε Θεό και Κυρίαρχο, επί κεφαλής των αθανάτων και ασωμάτων στρατευμάτων και των αοράτων ταγμάτων, όχι με δώδεκα μόνο λεγεώνες, αλλά με μύριες μυριάδες και χίλιες χιλιάδες Αγγέλων, Αρχαγγέλων, Εξουσιών, Θρόνων, Εξαπτερύγων, Πολυομμάτων, ουρανίων ταγμάτων, τα οποία, ως Βασιλέα και Κύριό τους, προπέμπουν, δορυφορούν και τιμούν τον Χριστό. Όχι, ότι συμμαχούν και συμπολεμούν μαζί Του. Όχι, ποτέ! Γιατί από ποια συμμαχία έχει ανάγκη ο παντοδύναμος Χριστός; Τον συνοδεύουν γιατί χρωστούν πάντοτε και ποθούν να είναι κοντά στον Θεό τους. Οι άγγελοι έτρεχαν σαν δορυφόροι οπλίτες, ωπλισμένοι με ξίφη και σαν αστραπόμορφοι κεραυνοβόλοι, ωπλισμένοι με τους θεϊκούς και παντοδύναμους κεραυνούς του Βασιλιά τους, οι οποίοι πρόφθαιναν με πολύ ζήλο και ξεπερνούσαν ο ένας τον άλλο στη γρηγοράδα, υπακούοντας στο θεϊκό μόνο νεύμα και κάνοντας έργο και πράξη τη διαταγή και στεφανωμένοι με το στέφανο της νίκης κατά της παρατάξεως των εχθρών και τυράννων. Γι αυτό και κατέβαίνουν στα υποχθόνια δεσμωτήρια των πανάρχαιων νεκρών, που ήταν μέσα στην καρδιά του Άδη και βαθύτερα απ’ όλη τη γη, για να βγάλουν από εκεί μέσα τους αλυσοδεμένους και από αιώνες τώρα κεκοιμημένους.
19. Μόλις δε φάνηκε στα κλεισμένα απ’ όλες τις πόρτες, τα ανήλια και κατασκότεινα δεσμωτήρια, στα υπόγεια και τα σπήλαια του Άδη η θεϊκή και λαμπρή παρουσία του Κυρίου, προβαίνει εμπρός απ’ όλους ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ, επειδή είχε συνηθίσει να φέρνει χαράς ευαγγέλια στους ανθρώπους, και με φωνή δυνατή, αρχαγγελικότατη, έντονη και λιονταρίσια φωνάζει προς τις αντίπαλες δυνάμεις: «άρατε πύλας οι άρχοντες υμών». Και μαζί του φωνάζει ο Μιχαήλ: «γκρεμισθήτε προαιώνιες πύλες». Έπειτα οι Δυνάμεις συμπληρώνουν: «κάνετε πέρα παράνομοι θυρωροί». Οι δε Εξουσίες διατάζουν με εξουσία: «Σπάστε άλυτες αλυσίδες». Κι ένας άλλος Αρχάγγελος προσθέτει: «Αίσχος σε σας, ανάλγητοι τύραννοι».
Και καθώς συμβαίνει όταν παρουσιασθεί μια φοβερή, αήτητη και παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξη, φρίκη μαζί και τρόμος και ταραχή και οδυνηρός φόβος κυριεύει τους εχθρούς του ακαταγώνιστου Στρατηγού, το ίδιο έγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ο Χριστός στα καταχθόνια του Άδη. Από επάνω μια δυνατή αστραπή τύφλωνε τα πρόσωπα των εχθρικών δυνάμεων του Άδη και ταυτόχρονα ακούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές που διέταζαν: «Αρατε πύλας, όχι ανοίξετε, αλλά ξερριζώστε τις από τα θεμέλια, βγάλτε τις τελείως από τον τόπο τους, ώστε να μη μπορούν πιά να ξανακλείσουν. Αρατε πύλας οι άρχοντες υμών, όχι γιατί δεν μπορεί να τις ανοίξει ο Κύριός μας, που όταν θέλει, διατάζει και μπαίνει με κλεισμένες τις πόρτες, αλλά σας διατάζει, σαν δραπέτες δούλους, να σηκώσετε και να μεταφέρετε αυτές τις προαιώνιες πύλες. Γιά τούτο και δεν διατάζει τους όχλους σας, αλλά σας που παρουσιάζεσθε σαν αρχηγοί τους: άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών» (Ψαλμ. 23´ 7-10).
Από τώρα και έπειτα δε θα είστε πια άρχοντες κανενός, παρόλο που κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στους μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Ούτε αυτών θα είστε πλέον άρχοντες, ούτε άλλων, ούτε των εαυτών σας ακόμη. Αρατε πύλας, γιατί ήρθε ο Χριστός, η ουράνια θύρα. Ανοίξτε δρόμο σ’ Αυτόν που έβαλε το πόδι Του στη φυλακή του Άδη. Το όνομά του είναι Κύριος και ο Κύριος έχει το δικαίωμα και τη δύναμη να περάσει τις πύλες του θανάτου. Γιατί την μεν είσοδο του θανάτου τη φτιάξατε σεις, Αυτός δε ήρθε για να επιτύχει το πέρασμά της. Γι αυτό ανοίξτε γρήγορα και μη αργοπορείτε. Ανοίξτε και κάντε γρήγορα. Ανοίξτε και μη αναβάλλετε. Αν νομίζετε πως θα σας περιμένουμε, κάνετε λάθος. Θα διατάξουμε τις ίδιες τις πύλες να ανοίξουν αυτομάτως και χωρίς να βάλουμε χέρι: Ανοίξτε πύλες αιώνιες!
20. Και μόλις οι αγγελικές δυνάμεις εβόησαν, την ίδια στιγμή άνοιξαν οι πύλες! Την ίδια στιγμή έσπασαν οι αλυσίδες και οι μοχλοί. Έπεσαν τα κλειδιά και συγκλονίσθηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Οι εχθρικές δυνάμεις ετράπησαν σε άτακτη φυγή, ο ένας έσπρωχνε τον άλλο, άλλος μπερδευόταν στα πόδια του άλλου και καθένας φώναζε στο διπλανό του να φεύγει γρήγορα. Έφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τα έχασαν, ταράχθηκαν, άλλαξε το χρώμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν και απόρησαν, απόρησαν και τρόμαξαν. Ο ένας έμεινε με ανοιχτό στόμα. Αλλος έκρυψε το πρόσωπο μέσα στα γόνατά του. Αλλος έπεσε κάτω, παγωμένος από το φόβο. Αλλος στάθηκε ακίνητος, σαν νεκρός. Αλλος κυριεύθηκε από δέος και άλλος έτρεξε να σωθεί σε βαθύτερο μέρος.
21. Την ώρα αυτή ο Χριστός αποκεφάλισε τους σαστισμένους τυράννους. Τότε χαλάρωσαν τα χαλινάρια τους και ρωτούσαν: «Ποιός είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης; Ποιός είναι αυτός που ήρθε εδώ, κάνοντας τόσα παράδοξα πράγματα; Ποιός είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης, που κατορθώνει τώρα στον Άδη, αυτά που δεν έγιναν ποτέ; Ποιός είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης, που βγάζει από εδώ τους προαιώνιους φυλακισμένους; Ποιός είναι αυτός που διέλυσε και κατέλυσε το αήτητο κράτος και το θράσος μας; »
Σ’ αυτούς απαντούσαν οι δυνάμεις του Κυρίου και τους έλεγαν: «Θέλετε να μάθετε ποιός είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης; Είναι ο Κύριος, ο κραταιός και δυνατός, ο Κύριος, ο δυνατός και πανίσχυρος και αήττητος στον πόλεμο. Είναι εκείνος, ελεεινοί και παράνομοι τύραννοι, που σας εξόρισε και σας έρριξε κάτω από τις ουράνιες αψίδες. Είναι αυτός που συνέτριψε μέσα στα νερά του Ιορδάνη τις κεφαλές των δρακόντων σας. Είναι εκείνος που πάνω στο Σταυρό του σας έκανε θέατρο, σας διαπόμπευσε και σας αφαίρεσε κάθε δύναμη. Είναι αυτός που σας έδεσε και σας έρριξε στο ζόφο και στην άβυσσο. Αυτός είναι που θα σας εξοντώσει τελειωτικά μέσα στην αιώνια φωτιά και τη γέεννα. Μην αργείτε, μην περιμένετε, αλλά τρέξτε γρήγορα και βγάλτε τους φυλακισμένους, τους οποίους μέχρι τώρα κακώς έχετε καταπιεί. Από εδώ κι εμπρός καταλύεται το κράτος σας. Καταργείται η τυραννική εξουσία σας. Η αλαζονεία σας καταπατήθηκε οικτρά. Η υπερήφανη καύχησή σας ξεκουρελιάσθηκε. Η δύναμή σας έσβησε και χάθηκε για πάντα»
22. Αυτά φώναζαν οι νικήτριες δυνάμεις του Κυρίου στις δυνάμεις του εχθρού και συγχρόνως ενεργούσαν με βιασύνη. Αλλοι γκρέμιζαν τη φυλακή από τα θεμέλια της. Αλλοι καταδίωκαν τους εχθρούς που έφευγαν για να σωθούν στα βαθύτερα μέρη. Αλλοι έτρεχαν και ερευνούσαν τα υπόγεια, τα φρούρια καα τα σπήλαια. Και όλοι, από διάφορες κατευθύνσεις καθένας, έφερναν τους δεσμώτες εμπρός στον Κύριο. Αλλοι έδεναν τον τύραννο, ενώ άλλοι απελευθέρωναν τους προαιώνιους δεσμώτες. Και άλλοι μεν έτρεχαν μπροστά από τον Κύριο, καθώς προχωρούσε βαθύτερα. Αλλοι δε τον ακουλουθούσαν νικηφόροι, ως Θεό και Βασιλέα.
23. Ενώ λοιπόν αυτά διαδραματίζονταν και ελέγοντο στον Άδη και σείονταν τα πάντα, ο δε Κύριος πλησίαζε να φθάσει στα πιο έσχατα βάθη, ο Αδάμ ο πρωτοδημιούργητος και πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος που βρισκόταν δεμένος γερά και βαθύτερα από όλους, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, που ερχόταν στους φυλακισμένους και αμέσως αναγνώρισε τη φωνή Του, καθώς περπατούσε μέσα στη φυλακή. Στράφηκε τότε προς όλους τους επί αιώνες συγκρατουμένους του και τους φώναξε: Ω φίλοι μου! Ακούω να πλησιάζει σ’ εμάς ο ήχος των βημάτων Κάποιου. Αν πραγματικά μας αξίωσε να έρθει ως εδώ, τότε είμαστε ελεύθεροι! Αν τον δούμε ανάμεσά μας, σωθήκαμε από τον Άδη!
24. Και την ώρα που ο Αδάμ έλεγε αυτά προς τους συγκαταδίκους του, εισέρχεται ο Κύριος, κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Μόλις τον αντίκρυσε ο Αδάμ, χτύπησε το στήθος από τη χαρούμενη έκπληξη και φώναξε προς όλους τους επί αιώνες κεκοιμημένους: «ο Κύριός μου ας είναι μαζί με όλους»! Και ο Χριστός απάντησε στον Αδάμ: «Και μετά του πνεύματός σου».
Ύστερα τον πιάνει από το χέρι, τον σηκώνει πάνω και του λέει: «Σήκω συ που κοιμάσαι και ανάστα από τους νεκρούς, γιατί σε καταφωτίζει ο Χριστός! (Εφεσ. 5, 14). Εγώ ο Θεός, που για χάρη σου έγινα γιός σου, έχοντας δικούς μου πλέον και σένα και τους απογόνους σου, με την θεϊκή εξουσία μου δίνω ελευθερία και λέω στους φυλακισμένους: εξέλθετε. Σ’ αυτούς που είναι μέσα στο σκοτάδι: ξεσκεπασθήτε. Και σ’ εκείνους που είναι πεσμένοι κάτω: σηκωθείτε!
Εσένα, Αδάμ, σε προστάζω: σήκω από τον αιώνιο ύπνο σου. Δεν σε έπλασα, για να μένεις φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών, γιατί εγώ είμαι η ζωή των θνητών. Σήκω επάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω επάνω συ που είσαι η μορφή μου, που σε δημιούργησα κατ’ εικόνα μου. Σήκω να φύγουμε από εδώ. Γιατί συ είσαι μέσα σε μένα και εγώ μέσα σε σένα! Για σένα ο Κύριος έλαβε τη δική σου μορφή του δούλου. Για δική σου χάρη, εγώ που βρίσκομαι ψηλότερα από τους ουρανούς, κατέβηκα στη γη και πιο κάτω από τη γη. Για σένα τον άνθρωπο έγινα σαν ένας ανυπεράσπιστος άνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι εγώ από τη ζωή, ανάμεσα σ’ όλους τους άλλους νεκρούς (Ψαλμ. 87, 5). Για σένα που βγήκες μέσα από τον κήπο του παραδείσου, μέσα σε κήπο παραδόθηκα στους Ιουδαίους και μέσα σε κήπο σταυρώθηκα (Ιωάν. 19, 41).
Κύτταξε στο πρόσωπό μου τα φτυσίματα, που καταδέχθηκα για χάρη σου, για να σε αποκαταστήσω στην παλιά σου δόξα, που σου είχα δώσει με το φύσημά μου (Γεν. 2, 7). Κύτταξε στα μάγουλά μου τα ραπίσματα, που καταδέχθηκα, για να επανορθώσω τη διεστραμμένη μορφή σου και να τη φέρω στην όψη που είχε σαν εικόνα μου. Κύτταξε στη ράχη μου τη μαστίγωση που καταδέχτηκα, για να διασκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Κύτταξε τα καρφωμένα χέρια μου, που τα άπλωσα καλώς πάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να συγχωρεθείς συ που άπλωσες κακώς το χέρι σου στο απαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τα πόδια μου που καρφώθηκαν και τρυπήθηκαν στο Σταυρό, για να εξαγνισθούν τα δικά σου πόδια που έτρεξαν κακώς στο δένδρο της αμαρτίας.
Την έκτη ημέρα βγήκε εις βάρος σου τότε η καταδικαστική απόφαση. Γι αυτό πάλι την έκτη ημέρα σε αναπλάττω και ανοίγω τον παράδεισο. Προς χάριν σου γεύθηκα τη χολή, για να σου θεραπεύσω την πικρή ηδονή που γεύθηκες από εκείνον τον γλυκό καρπό. Γεύθηκα το ξύδι, για να βγάλω από τη ζωή σου το πικρό και έξω από τη φύση σου ποτήρι του θανάτου. Δέχθηκα το σπόγγο, για να σβήσω το κατάστιχο των αμαρτιών σου. Δέχθηκα το καλάμι, για να υπογράψω την απελευθέρωση του ανθρωπίνου γένους. Ύπνωσα στο Σταυρό και τρυπήθηκα με λόγχη στην πλευρά μου, για σένα που ύπνωσα στον παράδεισο και έβγαλα απο την πλευρά σου την Εύα. Η πληγωμένη πλευρά μου θεράπευσε τον πόνο της πλευράς σου. Ο δικός μου ύπνος θα σε βγάλει από τον ύπνο σου μέσα στον Άδη. Η ρομφαία που χτύπησε εμένα, σταμάτησε τη ρομφαία που στρεφόταν εναντίον σου (Γεν. 3, 24).
Σήκω, λοιπόν. Ας φύγουμε από εδώ. Τότε σε εξώρισα απο τον γήϊνο παράδεισο. Τώρα σε αποκαθιστώ, όχι πλέον σ’ εκείνον τον παράδεισο, αλλά σε ουράνιο θρόνο. Τότε σ’ εμπόδισα να φας από το ξύλο της ζωής (Γεν. 3, 22). Να όμως τώρα που ενώθηκα πλήρως με σένα, εγώ που είμαι η ίδια η ζωή. Έταξα τα Χερουβίμ να σα φρουρούν σαν δούλο. Τώρα οδηγώ τα Σεραφίμ να σα προσκυνήσουν σαν Θεό. Κρύφθηκες τότε μπροστά στον Θεό, επειδή ήσουν γυμνός. Να όμως που αξιώθηκες να κρύψεις μέσα σου γυμνό τον ίδιο τον Θεό. Γι αυτό σηκωθείτε, ας φύγουμε από εδώ. Από τον θάνατο στη ζωή. Από τη φθορά στην αφθαρσία. Από το σκοτάδι στο αιώνιο φώς. Από την οδύνη στην ελευθερία. Από τη φυλακή του Άδη στην άνω Ιερουσαλήμ. Από τα δεσμά στην άνεση. Από τη σκλαβιά στην τρυφή του Παραδείσου. Από τη γη στον ουρανό.
25. Γι αυτό το σκοπό ο Χριστός απέθανε και ανέστη: για να γίνει Κύριος και νεκρών και ζώντων (Ρωμ. 14, 9). Σηκωθείτε, λοιπόν. Ας φύγουμε από εδώ. Ο ουράνιος Πατέρας περιμένει με λαχτάρα το χαμένο πρόβατο. Τα ενενήντα εννέα πρόβατα των αγγέλων (Ματθ. 18, 12) περιμένουν το σύνδουλό τους Αδάμ, πότε θα αναστηθεί, πότε θα ανέλθει και θα επανέλθει προς τον Θεό. Ο χερουβικός θρόνος είναι έτοιμος. Αυτοί που θα σας ανεβάσουν είναι γρήγοροι και βιάζονται. Ο νυμφικός θάλαμος έχει προετοιμαστεί. Το μεγάλο εορταστικό δείπνο είναι στρωμένο (Αποκ. 19, 9, Λουκ. 14, 16). Τα θησαυροφυλάκια των αιωνίων αγαθών άνοιξαν. Η βασιλεία των Ουρανών έχει ετοιμαστεί «από καταβολής κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Αγαθά που μάτια δεν τα είδαν και αυτιά δεν τα άκουσαν περιμένουν τον άνθρωπο (Α´ Κορ. 2, 9).
Αυτά και άλλα παρόμοια είπε ο Κύριος. Και αμέσως ανασταίνεται μαζί Του ο ενωμένος σ’ αυτόν Αδάμ και μαζί τους και η Εύα. Ακόμη δε και «πολλά σώματα δικαίων, που είχαν πεθάνει πριν από αιώνες, αναστήθηκαν» (Ματθ. 27,52), διακηρύσσοντας την τριήμερο Ανάσταση του Χριστού.
Αυτήν ας τήν υποδεχθούμε και ας την αγκαλιάσουμε οι πιστοί με πολλή χαρά, χορεύοντας με τους αγγέλους και γιορτάζοντας με τους αρχαγγέλους και δοξάζοντας τον Χριστό, που μας ανέστησε από τη φθορά. Σ’ Αυτόν αρμόζει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον αθάνατο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό και ομοούσιο Πνεύμα, σε όλους τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: (Έκδοσις Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής 1978), Διακόνημα