«Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· Οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι;» (Πράξ. 2,7)
Ἡ φωνή, ἀγαπητοί μου, ἐκείνου ποὺ μὲ τὰ «οὐαί» (Ματθ. κεφ. 23ο) κατακεραύνωσε τοὺς φαρισαίους δὲν ἀκουγόταν πιά· ἡ γλῶσσα τοῦ Ἰησοῦ σιώπησε. Θὰ τολμήσῃ τώρα νὰ μιλήσῃ ἄλλος ἔτσι; Ποιός θὰ ἐλέγξῃ τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἁμαρτία, καὶ μάλιστα γιὰ τὴ θανάτωσι τοῦ Ἀθῴου;
Οἱ σταυρωταὶ τοῦ Ἰησοῦ μποροῦν νὰ κοιμῶν ται ἥσυχοι, οἱ ἀρχιερεῖς μποροῦν ἀνενόχλητοι νὰ χαίρωνται τὴν ἐξουσία τους. Ὁ ἐπικίνδυνος ἐχθρὸς ἐξαφανίστηκε. Κανένας δὲν τολμᾷ πιὰ νὰ μιλήσῃ γι᾿ αὐ τόν. Διαδόσεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε πνίγηκαν· μὲ ἀργύρια, ποὺ ἔδωσαν στοὺς φρου ροὺς τοῦ τάφου, διαδόθηκε τὸ ψέμα ὅτι δὲν ἀναστήθηκε ἀλλὰ τὸ σῶμα του ἐκλάπη. Καὶ τὸ ὅτι ὁ Ἰησοῦς με τὰ τὴν ἀνάστασι δὲν ἐμ φανίστηκε σ᾽ αὐτοὺς ἢ κάπου νὰ μιλάῃ καὶ θαυματουργῇ, τοὺς ἔκανε νὰ ἰσχυρίζωνται ὅτι εἶνε νεκρός. Ἂν εἶχε ἀναστηθῆ, ἔλεγαν, ἔπρεπε νὰ ἐμφανισθῇ καὶ σ᾽ ἐμᾶς…
Ταλαίπωροι! τόσα εἶχαν δεῖ τρία χρόνια, κι ὅ μως δὲν πίστεψαν. Τυφλοὶ καὶ πωρωμένοι, ἀπέδειξαν πὼς εἶνε ἀνάξιοι νὰ τὸν ξαναδοῦν. Καὶ ἂν τοὺς ἐμφανιζόταν πάλι, νέες δικαιολογίες θὰ ἐπινοοῦσαν. Εἴδαμε πῶς κατάφεραν νὰ κάνουν τοὺς φρουροὺς ψευδομάρτυρες.
Ἔμειναν βέβαια τώρα οἱ μαθηταί του. Ὤ καὶ νὰ μποροῦσαν νὰ τοὺς ἐξαγοράσουν κι αὐτούς! Ἀλλὰ τὸ ὅτι μετὰ τὴ σταύ ρωσι δὲν ἔδιναν σημεῖα ζωῆς, ἔκανε τοὺς ἐχθροὺς νὰ ἐλπίζουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ λησμονηθῇ. Ἀφοῦ αὐτοὶ δὲν μιλοῦν γι᾽ αὐτόν, ποιός ἄλλος θὰ μιλήσῃ;
Μέσα ὅμως σ᾽ ἐκείνη τὴ σιγὴ ἡ θεία πρόνοια κατεργαζόταν ἕνα μυστήριο. Δὲν μιλάει ἡ γῆ; Ἀπαντᾷ ὁ οὐρανός· ἀπαντᾷ μὲ θαῦμα, μὲ πύρινες γλῶσσες. Ἀπαντᾷ διὰ γεγο νότος τόσο συγκλονιστικοῦ ὅσο ἦταν καὶ ἡ ὑπερφυσικὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀνάστασι καὶ ἡ ἀνάληψις. Νέος παράγων ἐμφανίζεται νὰ δρᾷ στὸν κόσμο· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο!
Ἂς δοῦμε τί ἐξιστοροῦν οἱ Πράξεις.
* * *
Ἦταν, ἀγαπητοί μου, Πεντηκοστή· μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἑορτὲς τῶν Ἑβραίων, ποὺ συνέπιπτε μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ θερισμοῦ καὶ τὴ συλλογὴ τῶν πρώτων καρπῶν, τῶν ἀπαρχῶν. Ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς ἐξέφραζε μὲ δημόσια τελετὴ τὶς εὐχαριστίες του στὸ Θεὸ γιὰ τὴ νέα σοδειά. Πλήθη, ἀπὸ τὴν ὕπαιθρο κι ἀπὸ μακρινὰ μέρη, συνέρρεαν γιὰ νὰ γιορτάσουν στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Καὶ τὴ χρονιὰ αὐτὴ ἡ συρροὴ ἦταν πιὸ μεγάλη, γιατὶ ἡ φήμη τοῦ Ναζωραίου εἶχε ξεπεράσει τὰ ὅρια τῆς Παλαιστίνης· πολλοὶ ἦρθαν γι᾽ αὐτόν. Ἀλλὰ –ἀλλοίμονο– δὲν πρόλαβαν· οἱ ἐχθροὶ τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν σταύρωσαν. Γύρω ἀπ᾽ αὐτὸ γίνον ταν πολλὲς συζητήσεις. Φωνὴ δυνατὴ ὅμως, ποὺ νὰ τὸν ὑπερασπίζεται δὲν ἀκουγόταν. Οἱ μαθηταὶ δὲν ἐμφανίζονταν. Εἶχαν κλειστῆ στὸ ὑπερῷο, προσεύχονταν καὶ περίμεναν τὴν ἐκπλήρωσι τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Κυρίου (βλ. Πράξ. 1,4-5).
Ξαφνικὰ ἀντηχεῖ ἦχος δυνατός. Τὸν ἄ κουσαν ὅλοι. Ἦταν σὰν πολὺ σφοδρὸς ἄνεμος· ἦχος ὄχι ἀπὸ τὴ γῆ ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἦχος οὐράνιος. Ἐρχόταν μὲ ὁρμὴ ἀπὸ ἐπάνω πρὸς τὰ κάτω, μὲ κατεύθυνσι τὸ σπίτι ποὺ ἦ ταν οἱ μαθηταί. Τὸ σπίτι γέμισε ἀπὸ τὸν ἦχο, φάνηκαν γλῶσσες σὰν φωτιᾶς ποὺ μοιράστηκαν καὶ καθεμιὰ κάθισε ἐπάνω στὸν κάθε μαθητή, κι αὐτοὶ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν διάφορες γλῶσσες. Οἱ μόνιμοι κάτοικοι καὶ ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἔρθει στὰ Ἰεροσόλυμα ἀπὸ κάθε μέρος τῆς γῆς, Ἰσραηλῖτες καὶ ἀλλοεθνεῖς, προσήλυτοι καὶ μὴ προσήλυτοι, αὐτὴ ἡ ἀντιπροσωπία ὅλης τῆς οἰκουμένης, ἄκουγαν τοὺς ἀποστόλους, καθένας στὴ δική του γλῶσσα, νὰ κηρύττουν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ξέροντας ὅλοι ὅτι οἱ μαθηταὶ μιλοῦν μόνο ἑβραϊκά, ἔμειναν ἐκστατικοί. Εἶχε συντελεσθῆ μπροστά τους θαῦμα τεράστιο.
- Ὄχι θαῦμα! εἶπαν κάποιοι ποὺ δὲν πίστεψαν· χλεύαζαν λέγοντας γιὰ τοὺς ἀποστόλους «Γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί» (Πράξ. 2,13), εἶνε μεθυσμένοι. Τί διαστροφή, τί συκοφαντία! Μὰ ἦταν πρωί, τέτοια ὥρα ποιός μεθάει; Ἔπειτα οἱ μεθυσμένοι τραυλίζουν, ἐνῷ οἱ ἀπόστολοι μιλοῦσαν ἄψογα ξένες μάλιστα γλῶσσες. Αὐτὸ ἄλλωστε, ἡ ξαφνικὴ γλωσσομάθεια ἁπλοϊκῶν ψαράδων, ἦταν ποὺ προκάλεσε τὸ θαυμασμό.
- Τὸ πιὸ θαυμαστὸ εἶνε ὅτι οἱ ἰδέες ποὺ ἐξέφραζαν εἶνε οἱ πιὸ καθαρὲς καὶ ὑψηλὲς ἀλήθειες. Ὁ νοῦς τους φωτίστη κε καὶ ἡ γλῶσσα τους ἔγινε «κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου» (Ψαλμ. 44,2)· μιλᾶνε γιὰ τὰ «μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» μὲ δύναμι, πειθώ, ἐπιχειρήματα, ἐνῷ οἱ φιλόσοφοι εἶχαν καὶ πλάνες. Ἕνας ἀρχαῖος σοφὸς θὰ ἄκουγε ἔκπληκτος ἕνα χριστιανόπουλο νὰ μιλάῃ γιὰ Θεό, κόσμο, ἄνθρωπο, ψυχή, ἀθα νασία, καὶ θ᾽ ἀποροῦσε· «Τί ἂν θέλοι τοῦτο εἶναι;» (Πράξ. 2,12) . Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συγκρίνει τὸν Πλάτωνα μὲ τὸν ἀπ. Πέτρο καὶ λέει· «Ὁ Πλάτων σίγησε, ἐνῷ αὐτὸς κηρύττει· ὄχι μόνο σὲ πατριῶτες του ἀλλὰ …στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Ποῦ εἶνε τώρα …ἡ φλυ αρία τῶν φιλοσόφων; Οἱ χωριάτες ἀπ᾽ τὴ Γαλιλαία καὶ τὴ Βηθσαϊδὰ νίκησαν ὅλους ἐκείνους» (βλ. Ἑ.Π. Migne 60,47) .
- Θαῦμα ἡ γλωσσομάθεια τῶν ἀποστόλων, θαῦμα τὰ θεῖα νοήματα, ἀλλὰ θαῦμα καὶ τὸ θάρρος, ἡ παρρησία τους. Ὁ Πέτρος, ποὺ ἀρνήθηκε τὸν Διδάσκαλο καὶ κρύφτηκε, βγαίνει τώρα μπροστὰ σ᾽ ὅλους καὶ μιλάει ἀτρόμητος. Τί μεταβολή! Ὁ λαγὸς ἔγινε λιοντάρι. «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76,11) . Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι. Ὅλοι γίνονται «λέοντες πῦρ πνέοντες» (Χρυσ. εἰς Ἰω. ὁμ. ΜΣΤ΄,γ΄· Ἑ. Π. Migne
59,260), τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
- Θέλετε νὰ δῆτε καὶ ἄλλες πλευρὲς τοῦ θαύματος τῆς Πεντηκοστῆς; Νά· οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης βρίσκονται μπροστὰ στὸν χωλὸ ζητιάνο· χρήματα δὲν ἔχουν, ὁ Πέτρος ὅμως τὸν θεραπεύει μὲ τὸ λόγο του· «Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου», λέει, «ἔγειραι καὶ περιπάτει» (Πράξ. 3,6). Ὦ γλῶσσες τῶν ἀποστόλων! δὲν μιλᾶτε μόνο ξένες διαλέκτους, καὶ ἐκφράζετε ὑψηλὰ θεῖα νοήματα, καὶ ῥητορεύετε μὲ παρρησία καὶ πειθώ· ἀλλὰ μόλις ἀναφέρετε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, τότε καὶ θαυματουργεῖτε· χωλοὶ περπατοῦν, παράλυτοι σηκώνονται, δαιμόνια διώκονται, νεκροὶ ἀνασταίνονται. Ὦ γλῶσσες θαυματουργές, ποιά γλῶσσα φιλοσόφου μπορεῖ νὰ συγκριθῇ μ᾽ ἐσᾶς;
- Ἡ διάδοσι τοῦ λόγου τῶν ἀποστόλων εἶνε θαυμαστή. Ὅπως μία ἀναμμένη λαμπάδα ἀνάβει χίλιες ἄλλες λαμπάδες, ἔτσι κάθε ἀπόστολος μετέδωσε καὶ μεταδίδει τὸ φῶς Χριστοῦ σὲ μυριάδες ψυχές. Ὄντως «εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξ ῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν» (Ψαλμ. 18,5).
- Ἡ ἐπίδρασι τοῦ λόγου τῶν ἀποστόλων εἶνε βαθειά. Ἡ ἱστορία βεβαιώνει ὅτι τὰ ἤθη ἄλλαξαν ῥιζικά, ἡ εἰδωλολατρία ἔπεσε, ἡ πλάνη ἀφανίστηκε, βδελυρὰ πάθη ξερριζώθηκαν, ἄρχι σε ν᾿ ἀνθίζῃ ἡ ἁγνότητα, νὰ τιμᾶται ἡ παρ θενία. Ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὶς ἀδυναμίες τῆς σαρκός, ἄρχισε νὰ ζῇ σὰν ἄγγελος, ἔγινε «καινὴ κτίσις ἐν Χριστῷ» (Β΄ Κορ. 5,17). Ἡ γῆ ἔγινε οὐρανός.
- Ὁ λόγος τῶν ἀποστόλων ἔγινε σαγήνη. Μὲ τὴν πρώτη ὁμιλία τοῦ Πέτρου 3.000 ψυχὲς πίστεψαν, μετανόησαν, καὶ ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς αὐξανόταν. Αὐτὸ ἦταν ἡ ἁπτὴ ἀπόδειξις ὅτι ἦρθε στὸν κόσμο τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Χωρὶς τὸ θαῦμα τῆς Πεντηκοστῆς Ἐκκλησία δὲν θὰ ὑπῆρχε.
Δόξα τῷ Πατρὶ δι᾿ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ!
* * *
Τὸ θαῦμα τῆς Πεντηκοστῆς, ἀγαπητοί μου, μαρτυροῦσαν μυριάδες πιστοὶ ποὺ ἐλάμβαναν τὴ δωρεὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ πιστοὺς «πλήρεις Πνεύ ματος ἁγίου» (Πράξ. 6,3,5· 7,55· 11,24) , ἦταν ζῶσα Ἐκκλησία· ὅλος ὁ κόσμος αἰσθανόταν τὴν παρουσία της. Ἂς μὴν εἶχε ἡ ἀποστολικὴ ἐκείνη Ἐκκλησία ἐξωτερικὴ λάμψι· δὲν εἶχε χρυσό, εἶχε καρδιὲς χρυσές! Οἱ γλῶσσες κληρικῶν καὶ διδασκάλων της ἦταν «γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός» (Πράξ. 2,3) . Ἄναβαν πυρσούς, ἔκαιγαν σὰν φρύγανα τὶς αἱρέσεις, καθάριζαν τὸν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ· ἐπικαλοῦντο τὸ ὄνομα Ἰησοῦ Χριστοῦ κ᾽ ἔκαναν θαύματα.
Ἀλλὰ σήμερα; Οἱ ἄνθρωποι, ἐνῷ ζοῦν μέσα σὲ θαύματα, κατήντησαν προσκυνηταὶ τῆς ὕλης. Γιὰ τὸ Πνεῦμα οὔτε ν᾿ ἀκούσουν θέλουν. Χλευάζουν, ὅπως οἱ παλαιοὶ συνάδελφοί τους, τὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Πέταξε λοιπὸν ἡ περιστερὰ ἀπὸ τὴ γῆ; ἔσβησε τὸ οὐράνιο πῦρ; Φτάσαμε σὲ ἐποχὴ σὰν ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς εἶπε τὸ φοβερὸ λόγο «Οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ Πνεῦ μά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰ ῶ να διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας»; (Γέν. 6,3). Ἐπίκειται τιμωρία;…
Μὴ ἀπελπιζώμαστε. Ὑπάρχει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ὑπάρχει στὰ μυστήρια, στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, στοὺς ἁγίους ποὺ «ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος» (βλ. Ψαλμ. 4,3), σὲ κάθε καρδιὰ ποὺ πιστεύει. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. 3,8). Μπορεῖ καὶ πάλι νὰ ἐπαναλάβῃ τὸ θαῦμα· «δυνάμεθα ἀεὶ Πεντηκοστὴν ἐπιτελεῖν» (Χρυσ. Ἑ. Π. Migne 50,454).
Ὦ Πνεῦμα ἅγιο, ἔλα καὶ πνεῦσε πάλι στὸν κόσμο! ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αυγουστίνος
Πηγή: (Περιληπτικὴ μεταφορὰ μὲ μεταγλώττισι στὴν ὁμιλουμένη σήμερα (1-5-2020) ἄρθρου, ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Σταυρός» (τ. 63/1966, σσ. 65-70), καὶ περιελήφθη στὸ βιβλίο Θαύματα (Ἀθῆναι 1990 2 , σσ. 190-2014) μὲ ὑποτίτλους)