Βρίσκεται στίς ἀνατολικές ἐσχατιές τοῦ νομοῦ, σέ ἀρκετή ἀπόσταση ἀπ' τό χωριό Πηγές, σκαρφαλωμένο στήν πλαγιά μιᾶς ἀπόκρημνης παραφυάδας τῶν Τζουμέρκων, τοῦ Κοκκινόλακκου, τοῦ ὁποίου τά πόδια γλείφει ἀθόρυβα μέ τά νερά τοῦ ὁ ποταμός Ἀχελῶος ἤ Ἀσπροπόταμος ὅπως τόν λένε. Ἀπ' τά κτίσματα τοῦ παλιοῦ μοναστηριοῦ σώζεται ὁ ναός μόνο ἀκέραιος καί γύρω του ἐρειπωμένα κελλιᾶ τοῦ 18ου αἰώνα, ἀπ' τά ὁποῖα ἕνα ἀναστηλώθηκε πρόσφατα καί ἄλλα ἀνακατασκευάζονται τώρα. Ὁ ναός εἶναι ἀφιερωμένος στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἀλλά πανηγυρίζει στίς 23 Αὐγούστου, εἶναι δέ μετόχι τῆς μονῆς Ροβέλιστας.
Ὁ ναός ἱδρύθηκε τό 1697, ὅπως μαρτυρεῖ κτιτορική ἐπιγραφή γραμμένη στό ὑπέρθυρο τῆς θύρας πού ὁδηγεῖ ἀπ' τόν κυρίως ναό στό νάρθηκα. Ἀπό ἐνεπίγραφες προσωπογραφίες πού ὑπάρχουν στήν κόγχη τοῦ νότιου χοροῦ μαθαίνουμε ὅτι κτίτορες τοῦ ναοῦ εἶναι οἱ καπεταναῖοι τῆς Ἄρτας Νίκος καί Ἀποστόλης, ἀγνώστων ἐπωνύμων.
Εἶναι μονόκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική ἀθωνίτικου τύπου, μέ ἐπίσης κάμα ροσκέπαστο νάρθηκα. Ἀντί τρούλλου ὑπάρχει καί ἐδῶ -ὅπως στό ναό τῆς Μεγαλόχαρης- ἐγκάρσιος σκαφοειδής θόλος, ὁ ὁποῖος ἐξωτερικά ἐμφανίζεται ὡς ὀρθογώνιο ὑπερῶο σκεπασμένο μέ δίκλινη στέγη, ἐσωτερικά ὅμως στρογγυλεύονται οἱ γωνίες του καί παίρνει τή μορφή τρούλλου. Στίς μακρές πλευρές τοῦ ναοῦ ὑπάρχουν τρίπλευροι χοροί πού φτάνουν ὡς τή στέγη, στή δέ Β.Δ. γωνία τοῦ σώζονται τά θεμέλια ἀνοιχτοῦ προστώου. Ἡ τοιχοποιία τοῦ εἶναι ἁπλή χωρίς ἐξωτερική διακόσμηση. Ἐπειδή οἱ ἐσωτερικοί θόλοι τοῦ ναοῦ εἶναι ἀνισοϋψεῖς, ἡ πλακωτή στέγη τοῦ παρουσιάζει βαθμιδωτή διάταξη, προσδίδοντας στό ὅλο κτίσμα ποικιλομορφία καί χάρη.
Ἐσωτερικά οἱ τοῖχοι τοῦ ναοῦ εἶναι καταγραφοι ἀπό εἰκόνες ἐξαιρετικῆς τέχνης, οἱ ὁποῖες εὐτυχῶς σώζονται σέ ἄριστη κατάσταση. Ἀπ' τήν κτιτορική ἐπιγραφή μαθαίνουμε ὅτι καί ὁ γραπτός διάκοσμος τοῦ ναοῦ ἔγινε τό 1697, ἀπό δύο Ἀρτινούς ζωγράφους: ἀπό κάποιον ἱερέα Νικόλαο καί τό γιό του. Οἱ τοιχογραφίες ἔχουν τή γνωστή στά χρόνια της τουρκοκρατίας διάταξη σέ ζῶνες. Οἱ ὁλόσωμοι ἅγιοί της κάτω ζώνης φέρουν ἔξεργα φωτοστέφανα μέ ἀνάγλυφη διακόσμηση. Ξεχωριστό ἐνδιαφέρον παρουσιάζει μιά τοιχογραφία στό νότιο χορό, ὅπου εἰκονίζονται οἱ δύο μυστακοφόροι κτίτορες νά κρατοῦν "ὁμοίωμα" τοῦ ναοῦ.
Αὐτές οἱ προσωπογραφίες λαϊκῶν, πέρα ἀπ' τή σπανιότητά τους ὡς θέμα ἐκκλησιαστικῆς εἰκονογραφίας καί τῆς ἀξίας τους ὡς ἱστορικῆς πηγῆς γιά τό ἴδιο το μνημεῖο, ἀποκτοῦν καί εὐρύτερη σημασία, διότι μαρτυροῦν τήν τόσο πρώιμη ἐθνική ἀφύπνιση τῶν ὑποδουλωμένων κατοίκων τῆς ὀρεινῆς Ἄρτας. Ἀπ' τίς τοιχογραφίες τοῦ νάρθηκα, ἐντύπωση παρουσιάζουν τά μαρτύρια τῶν Ἁγίων, ἡ Δευτέρα Παρουσία μέ τίς λαϊκές παραστάσεις τοῦ κολασμοῦ τῶν ἁμαρτωλῶν καί σκηνές ἐμπνευσμένες ἀπ' τήν Ἀποκάλυψη.
Τῆς ἴδιας ἐποχῆς μέ τίς τοιχογραφίες 17ος αἰώνας εἶναι καί τό ἐξαιρετικῆς τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο μέ τόν πλούσιο διάκοσμο, καθώς καί πέντε φορητές εἰκόνες του, οἱ ὁποῖες ἀφαιρέθηκαν καί φυλάσσονται γιά λόγους ἀσφαλείας. Ἀπ' τόν ἀρχειακό πλοῦτο τοῦ μοναστηριοῦ σώθηκαν μερικά λειτουργικά βιβλία τοῦ 17ου καί 18ου αἰώνα, πολύτιμα γιά τίς πολλές "ἐνθυμήσεις" πού περιέχουν.
Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔκανε ξακουστό το μοναστήρι τοῦ Σέλτσου δέν εἶναι τόση ἡ αἰσθητική καί καλλιτεχνική του ἀξία ὅσο ἡ ἱστορία του: Ἐκεῖ παίχτηκε ἡ τελευταία πράξη τοῦ δράματος τῶν διωγμένων ἀπ' τίς πατρογονικές τους ἑστίες Σουλιωτῶν. Στό μοναστήρι κλείστηκαν τό 1804 πάνω ἀπό χίλιοι Σουλιῶτες (ἀγωνιστές καί γυναικόπαιδα) μέ ἀρχηγό τόν Κίτσο Μπότσαρη, γιά νά γλιτώσουν ἀπ' τή μανία τῶν Τουρκολβανῶν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Στίς 23 Ἀπριλίου -μετά τρίμηνη πολιορκία ἀπό πολλαπλάσιους ἐχθρούς- κυριεύτηκε μέ προδοσία τό μοναστήρι. Κατά τήν ἡρωική ἔξοδο πού ἐπιχείρησαν οἱ Σουλιῶτες, σώθηκαν ἀπ' τή σφαγή μόνο ἑξήντα πέντε, περί τούς διακόσιους ὅμως ἀμάχους- κυρίως γυναικόπαιδα- γιά νά μήν πέσουν στά χέρια τῶν βαρβάρων, προτίμησαν νά γκρεμιστοῦν σέ βάραθρο 300 μέτρων ἀναδεικνύοντας ἔτσι τό Σέλτσο σέ ἐθνικό θυσιαστήρι ἀνάλογο ἤ καί ὑπέρτερο ἐκείνου τοῦ Ζαλόγγου.