Α´. ῾Αγιογραφική ἀφήγηση (Γεν. λζ´, λθ´-με´)·
Δώδεκα παιδιά εἶχε ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ (ὁ ἐγγονός τοῦ Ἀβραάμ καί γυιός τοῦ Ἰσαάκ). Τό πρωτελευταῖο ἦταν ὁ πάγκαλος Ἰωσήφ! Πολύ ξεχώριζε ἀπό τ᾿ ἀδέλφια του αὐτό τό παιδί. Ἀθῶο καί ἄκακο. ῾Υπάκουο στόν πατέρα του, ἀλλά καί στούς μεγαλύτερους ἀδελφούς του, τούς ὁποίους ἀγαποῦσε πολύ. ᾿Εργατικό καί πρόθυμο. Εὐγενικό καί γλυκομίλητο. Χαρούμενο πάντα παιδί· χωρίς ἰδιοτροπίες! Καί ὅλα αὐτά, γιατί σεβόταν καί ἀγαποῦσε μέ ὅλη του τήν καρδιά τόν Θεό! Μέ πόση εὐλάβεια καί προσοχή ἄκουγε τόν Πατριάρχη πατέρα του νά τοῦ μιλάει γιά τά μεγαλεῖα καί τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου Σαβαώθ!
Γιά ὅλες αὐτές τίς ἀρετές ἰδιαίτερα τόν συμπαθοῦσε ὁ Ἰακώβ αὐτόν τό γυιό του. Γιατί ἦταν παιδί μυαλωμένο... Δέ συνέβαινε ὅμως τό ἴδιο καί μέ τ᾿ ἀδέλφια του. Αὐτά τόν ζήλευαν. Καί τόν συκοφαντοῦσαν μέ διάφορα ψέματα στόν πατέρα τους. Ὥσπου συνέβησαν καί κάποια περιστατικά, πού ἄναψαν τή ζήλεια τους ἀκόμα πιό πολύ. Τήν ἔκαναν φθόνο! Ποιά;
Τό πρῶτο, ὅτι ὁ Ἰακώβ, ὕστερα ἀπό τίς συκοφαντίες πού δέν πίστεψε, ἔφτιαξε στόν Ἰωσήφ ἕναν πολύ ὡραῖο καί φανταχτερό, ἐπίσημο χιτώνα...
Καί τό δεύτερο, ὅτι ὁ Ἰωσήφ ἐκεῖνον τόν καιρό εἶδε δυό περίεργα ὄνειρα, τά ὁποῖα μέ ὅλη τήν ἀθωότητά του διηγήθηκε μπροστά στούς ἀδελφούς καί τόν πατέρα του. Ποιά ἦταν τά ὄνειρα; Τό ἕνα, ὅτι στό θερισμό τό δικό του δεμάτι μέ τά στάχυα στάθηκε ὄρθιο· καί τά δεμάτια τῶν ἕνδεκα ἀδελφῶν του ἔπεσαν καί τό προσκύνησαν! Τό ἄλλο, ὅτι ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί ἕντεκα ἀστέρια ἔπεσαν κι αὐτά καί τόν προσκύνησαν...
Οἱ ἀδελφοί του τόν κορόιδεψαν·
- Μή σοῦ περνᾶ ἡ ἰδέα ὅτι θά γίνεις Βασιλιάς καί θά σέ προσκυνήσουμε;
Κι ὁ φθόνος τους γι᾿ αὐτόν ἔγινε πιό μεγάλος! Ὁ πατέρας του φοβήθηκε μή φέρει ὑπερηφάνεια τό ὄνειρο στό γυιό του καί τόν μάλωσε. Τό φύλαξε, ὅμως, μέσα στήν καρδιά του. ῎Ισως κάτι μεγάλο σήμαινε γιά τόν Ἰωσήφ!
Κι οἱ μέρες κυλοῦσαν. Τά δέκα ἀδέλφια τοῦ Ἰωσήφ ἔλειπαν μέ τά κοπάδια πέρα πρός τή Συχέμ γιά καιρό. Ὁ Ἰωσήφ μέ τό μικρότερο ἀδελφό του τό Βενιαμίν, τό δωδέκατο παιδί τοῦ Ἰακώβ, εἶχε μείνει στό σπίτι γιά ἄλλες δουλειές. Κι εἶπε ὁ Ἰακώβ·
- Πήγαινε, Ἰωσήφ, νά βρεῖς τ᾿ ἀδέλφια σου. Νά δεῖς τί κάνουν.
- «Ἰδού ἐγώ»! εἶπε πρόθυμα ὁ Ἰωσήφ. Εὐχαρίστως νά πάω!
Καί ξεκίνησε μέ χίλια δυό καλούδια ἀπό τό σπίτι. Μά ὃταν ἒφτασε στά ἀδέλφια του, στά χωράφια, τόν περίμενε δυσάρεστη ὑποδοχή. Τά ἀδέλφια του μόλις τόν εἶδαν νά ἒρχεται, ἐτοιμάστηκαν νά τόν σκοτώσουν. Τούς πρόλαβε ὃμως ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός, ὁ Ρουβήμ, πού ἀγαποῦσε τόν Ἰωσήφ καί ἢθελε νά τόν γλυτώσει.
- Ὄχι, φώναξε. Μή βάψουμε τά χέρια μας μέ ἀδελφικό αἷμα σάν τόν Κάιν. ῎Ας τόν ρίξουμε καλύτερα σ᾿ αὐτό τό ξεροπήγαδο νά πεθάνει ἀπό τήν πεῖνα.
Εἶχε στό νοῦ του νά τόν σώσει μετά ὁ Ρουβήμ. Συμφώνησαν.
Καί νά, φτάνει κατάκοπος ὁ Ἰωσήφ. Κι ἐνῶ τούς χαιρετᾶ χαρούμενος, οἱ ἀδελφοί του ἀγριεμένοι ὅρμησαν κατά πάνω του, τοῦ ᾿βγαλαν τό χιτώνα, τόν ἔδεσαν μέ χοντρό σκοινί κι ἄρχισαν νά τόν ρίχνουν σ’ ἓνα βαθύ ξεροπήγαδο. Κλάμα ὁ φτωχός Ἰωσήφ! Φωνές, παρακάλια! Ἀσυγκίνητοι αὐτοί! Μονάχος πιά στά σκοτεινά βάθη· καί κεῖνοι νά τόν περιγελοῦν·
Ἀπαρηγόρητος ὁ Ἰωσήφ ἔκλαψε μέ λυγμούς!
- Πατέρα! Καλέ μου Πατέρα! φώναζε. Καί ἂρχισε ἡ ἀθώα ψυχή του νά ἱκετεύει·
- Θεέ τῶν Πατέρων μου, Ἀβραάμ, Ἰσαάκ... Κύριε Παντοδύναμε, προστάτεψέ με... σῶσε με! Δέν τούς ἔφταιξα. Σῶσε με ἀπό τήν κακία τους!...
Πέρασε ἀρκετή ὣρα, ὃταν ἦλθαν τά ἀδέλφια του καί τόν τράβηξαν πάλι στήν ἐπιφάνεια. Ὁ Ἰωσήφ πῆρε θάρρος.
- ῎Ελα, τοῦ εἶπαν. Μήν εἶσαι κατσούφης. Πρέπει νά φαίνεσαι γερός. Νά! Αὐτοί οἱ καλοί ἄνθρωποι θά σέ πάρουν μαζί τους.
- Θά μέ πουλήσετε; φώναξε μέ κλάματα ὁ Ἰωσήφ!
- ῎Ακουσε, τοῦ ’τριξε ἕνας τά δόντια. ῎Η θά πᾶς μαζί τους ἥσυχα ἤ θά πεθάνεις!
῎Εσκυψε τό κεφάλι ὁ Ἰωσήφ κι ἀκολούθησε. Οἱ ἔμποροι μέτρησαν στόν Ἰούδα 20 χρυσά νομίσματα (2 στόν καθένα ἔπεφταν) κι ἔφυγαν.
Οἱ φθονεροί ἀδελφοί γύρισαν στά πρόβατά τους. Στό αἷμα ἑνός κατσικιοῦ μάτωσαν τό χιτώνα τοῦ Ἰωσήφ. Θά ἔλεγαν στόν πατέρα τους ὅτι τόν ἔφαγε ἄγριο θηρίο... Τό ἀπαίσιο ἔργο τους εἶχε πιά τελειώσει. Ὁ ἀδελφός τους ἦταν σκλάβος! Οἱ ἔμποροι τόν πούλησαν σκλάβο στήν Αἴγυπτο· δοῦλο στόν ἄρχοντα Πετεφρῆ, ἀρχιμάγειρα τοῦ Φαραώ!
Ὁ Κύριος ὅμως δέν ἐγκαταλείπει τούς ἐκλεκτούς Του. Τούς ὑψώνει καί μέσα ἀπό τά δεσμά τους!
Τί ἀπέγινε ὁ Ἰωσήφ στήν Αἴγυπτο; ῎Εμεινε δοῦλος τοῦ Πετεφρῆ γιά πάντα; Ὄχι. Ἀγωνίστηκε σκληρά τό γενναῖο παιδί! Φυλακίστηκε· ταλαιπωρήθηκε χρόνια! Μά, τί εὐλογία Θεοῦ τό συνόδευε πάντα! Ὁ ἐξαίρετος χαρακτήρας του, ἡ εὐγενική μορφή του, ἡ τιμιότητα καί ἐργατικότητά του, ἡ καλοσύνη καί ὁ φωτισμένος νοῦς του, τόν ἔκαναν σέ ὅλους ἀγαπητό. ῞Ολοι τόν ἐκτιμοῦσαν, ὅπου κι ἄν βρισκόταν. Τόν ἐμπιστεύονταν. Πάντα τοῦ ἔδιναν τήν πρώτη καί πιό ὑπεύθυνη θέση! Δέν ἄργησαν νά καταλάβουν ὅτι ὅλα αὐτά τά σπάνια χαρίσματά του ἦταν δῶρα τοῦ Θεοῦ, πού ἐπίστευε. Τόν εἶχαν ἀκούσει νά λέει·
- Ὁ Θεός εἶναι παντοῦ. Καί μᾶς βλέπει. Πῶς μποροῦμε νά Τόν λυπήσουμε μέ τίς ἁμαρτίες μας;
῎Ετσι ἡ φήμη του ἔφτασε ὥς τό μεγάλο Βασιλιά τῆς Αἰγύπτου, τόν ξακουστό Φαραώ.
- ῎Εμαθα, παλικάρι μου, ὅτι ἔχεις φωτισμένο νοῦ. Εἶδα δυό ὄνειρα, πού κανένας δέν μπόρεσε νά μοῦ ἐξηγήσει. Μήπως ἐσύ μπορεῖς;
- Μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀπάντησε ταπεινά ὁ Ἰωσήφ.
- Νά! Εἶδα νά βγαίνουν ἀπό τό Νεῖλο ἑπτά ἀγελάδες καλοθρεμμένες, ὄμορφες καί νά βόσκουν στό χορτάρι. Κι ἔπειτα βγῆκαν ἄλλες ἑπτά, σκελετωμένες κι ἄσχημες, πού ἔφαγαν τίς πρῶτες! Μά, κι ἄν τίς ἔφαγαν, πάλι σκελετωμένες ἔμειναν! ῎Επειτα ξανακοιμήθηκα. Καί νά! ῾Εφτά στάχυα ὄμορφα ξεπετάχτηκαν μπροστά μου, γερά καί μεστωμένα! Καί ξάφνου ἄλλα ἑφτά κούφια κι ἄκαρπα, πού κατάπιανε τά πρῶτα! Τί νά σημαίνουν αὐτά;
- Τό ἴδιο πράγμα, Βασιλιά! ῾Επτά χρόνια ἔρχονται μέ εὐφορία καί καρποφορία μεγάλη! Κι ἀκολουθοῦν ἄλλα ἑπτά ἄκαρπα· πού ἡ πείνα θά ἐρημώσει τή χώρα σου. Ὁ ἀληθινός Θεός μου σ᾿ τό φανερώνει αὐτό· καί λάβε τά μέτρα σου. Διόρισε ἄρχοντα, πού νά μαζέψει στίς ἀποθῆκες τό πολύ σιτάρι στά χρόνια τῆς πλούσιας σοδειᾶς, γιά νά ᾿χει ὁ λαός σου καί νά μήν πεθάνει στά χρόνια τῆς πείνας!
Ὁ Φαραώ κατάλαβε ὅτι πραγματικά ὁ ἀληθινός Θεός φώτιζε αὐτόν τό νέο. Κι ἀμέσως τόν διορίζει πρῶτο ἄρχοντα μετά τό Βασιλιά σ᾿ ὅλη τή γῆ τῆς Αἰγύπτου! Βγάζει τό βασιλικό δαχτυλίδι καί τοῦ τό φοράει. Χρυσή ἁλυσίδα κρέμασε στό λαιμό του καί τόν ἔντυσε μέ βύσσινη (ἀπό βύσσο) βασιλική χλαμύδα! Ντελάληδες ἐμήνυσαν τό νέο σ᾿ ὅλη τή χώρα. Καί βασιλικό ἁμάξι γύριζε παντοῦ τό νέο ἄρχοντα, γιά νά τόν γνωρίσει ὁ λαός! Κανείς δέ θά κουνήσει τό χέρι του χωρίς τήν ἄδειά του! ἔλεγε ἡ διαταγή τοῦ Φαραώ! ῏Ηταν πιά φανερό. ῾Η εὐλογία τοῦ Θεοῦ εἶχε ὁδηγήσει τόν Ἰωσήφ στή δόξα!
Κι ὅλα ἔγιναν ὅπως τά εἶχε πεῖ μέ τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ ὁ Ἰωσήφ. Μά οἱ ἀποθῆκες τῆς Αἰγύπτου ἦταν ὅλες γεμᾶτες! Χτίστηκαν κι ἄλλες. Γέμισαν κι αὐτές. ῎Εφτανε πιά τό σιτάρι γιά νά δώσουν καί σέ γειτονικούς λαούς.
- Κανείς νά μήν πεινάσει, ἔλεγε ὁ καλόγνωμος ἄρχοντας Ἰωσήφ.
Καί νά! Μιά μέρα ἔφθασαν δέκα ἄνδρες ἀπό τή γῆ Χαναάν. ῎Εσκυψαν ὥς τή γῆ καί τόν προσκύνησαν! Ἀλλά, γιατί συγκλονίζεται ἡ καρδιά τοῦ Ἰωσήφ; Νιώθει ζάλη! ῞Ομως συγκρατεῖται.
- Ἀπό ποῦ εἶσθε σεῖς; τούς ρώτησε αὐστηρά.
- Ἀπό τή γῆ Χαναάν.
- Δέ μοῦ μοιάζετε καλοί. Θά εἶστε, φαίνεται, κατάσκοποι.
- Ὄχι, κύριε. ῞Ησυχοι ἄνθρωποι εἴμαστε. ῎Ηρθαμε ν᾿ ἀγοράσουμε σιτάρι. Εἴμαστε ὅλοι παιδιά τοῦ ἴδιου ἀνθρώπου. Δώδεκα ἀδέρφια. Ὁ ἕνας ἔχει μείνει μέ τόν πατέρα μας. Ὁ ἄλλος δέν ὑπάρχει πιά.
- Δέ σᾶς πιστεύω. Εἶσθε κατάσκοποι. Μόνο ἄν μοῦ φέρετε ἐδῶ καί τόν ἄλλο σας ἀδελφό, θά σᾶς πιστέψω. Νά πάει ἕνας σας νά τόν φέρει.
Καί τούς ἔκλεισε τρεῖς ἡμέρες στή φυλακή. Τήν τρίτη ἡμέρα τούς ἔβγαλε καί εἶπε·
- Δέ θέλω νά γίνω σκληρός, γιατί φοβοῦμαι τόν Θεό. ῞Εναν ἀπό σᾶς μόνο θά κρατήσω. Οἱ ἄλλοι πάρτε τό σιτάρι σας καί πᾶτε στά σπίτια σας. Προσέξετε, στό γυρισμό νά ᾿χετε μαζί σας καί τόν ἄλλο σας ἀδελφό. ῎Αν ξανάρθετε χωρίς αὐτόν, θά πεθάνετε. ᾿Εκεῖνοι κοίταξαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί κρυφομίλησαν.
- Δίκαια τά παθαίνουμε αὐτά ὅλα. Τόν ἀδελφό μας, πού μᾶς παρακαλοῦσε μέ δάκρυα, δέν τόν λυπηθήκαμε. Τό κρίμα του μᾶς κυνηγάει!...
Ὁ Ἰωσήφ ἄκουσε αὐτά τά λόγια. Πῆγε παράμερα κι ἔκλαψε...
Ὁ καιρός περνοῦσε, καί τό σιτάρι τελείωσε. ῎Επρεπε νά ξεκινήσουν πάλι γιά τήν Αἴγυπτο! Πῶς ὅμως χωρίς τό Βενιαμίν; Μέ χίλιες δυσκολίες ὁ γέροντας Ἰακώβ ὑποχώρησε! Τούς ἔδωσε τό Βενιαμίν, διπλά χρήματα, πλούσια δῶρα γιά τόν ἄρχοντα καί τήν εὐχή του. Ξεκίνησαν!
Πῶς νά περιγράψουμε τό τί αἰσθάνθηκε ὁ Ἰωσήφ, ὅταν εἶδε, ὕστερα ἀπό τόσα χρόνια, τόν ἀγαπημένο του μικρό ἀδελφό! Μά καί πάλι συγκρατήθηκε. ῾Ωστόσο, ἔκανε πλούσιο τραπέζι στούς ξένους, τούς γέμισε τά σακκιά σιτάρι καί ἔφυγαν χαρούμενοι.
Ἀλλά, ποιός εἶναι αὐτός πού τρέχει πίσω τους;
- Σταθεῖτε. Τί εἶναι αὐτό πού κάνατε;
- Τί κάναμε;
- Κλέψατε τό ἀσημένιο ποτήρι τοῦ κυρίου μου!
- Τί λές, κύριε! ᾿Εμεῖς κλέψαμε!; Ψάξε μας! Καί σ᾿ ὅποιον τό βρεῖς, σκότωσέ τον!
- ῞Οποιος τό πῆρε, θά τόν κρατήσω δοῦλο!...
Καί τί τρομερό! Τό ἀσημένιο ποτήρι βρέθηκε στό σάκκο τοῦ Βενιαμίν! Ἀπελπισμένοι ξαναγυρίζουν στόν ἄρχοντα. Πέφτουν στά πόδια του.
Λυπήσου μας! τόν παρακαλοῦν. Κράτησέ μας σκλάβους σου ὅλους. Μόνο τό παιδί αὐτό ἄφησε ἐλεύθερο. Θά πεθάνει ὁ πολυβασανισμένος πατέρας μας, ἄν μάθει κακό γιά τό παιδί!...
Ὁ Ἰωσήφ δέν μπόρεσε νά κρατηθεῖ ἄλλο. Διατάσσει νά βγοῦν ἔξω ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι! Καί μέ φωνή πού ἔτρεμε λέει στούς ἀδελφούς του·
- Κοιτάξτε με. Εἶμαι ὁ ἀδελφός σας ὁ Ἰωσήφ, πού πουλήσατε δοῦλο!
Κατατρόμαξαν αὐτοί! Τώρα θά ξεσπάσει ἐπάνω τους ἡ δίκαια ὀργή του! Μά, ὄχι! Ὁ Ἰωσήφ δέ θυμᾶται μέ κακία τό κακό πού τοῦ ἔκαναν. Δέ μνησικακεῖ. Εἶναι ἀνεξίκακος! Δέν ἔχει σκοπό νά ἐκδικηθεῖ. Μόνο ξέσπασε σέ δυνατό κλάμα!
᾿Εκεῖνοι ταράχτηκαν. Κιτρίνισαν. ῎Ετρεμαν. ῏Ησαν στά χέρια ἐκείνου, πού δέν τόν λυπήθηκαν. Τώρα εἶχε ἒρθει ἡ δική του ὥρα νά ἐκδικηθεῖ. Μέ ἀγωνία περίμεναν τήν ἀπόφασή του. Ὁ Ἰωσήφ κυριάρχησε στόν ἑαυτό του καί ξαναμίλησε·
- Μή φοβᾶστε. Μή λυπᾶστε γι᾿ αὐτό πού κάνατε. Σέ καλό βγῆκε. Ὁ Θεός τά ἔφερε τά πράγματα ἔτσι, γιά νά ζήσει τό σπίτι μας. Θά ᾿χουμε ἀκόμη πέντε χρόνια σκληροῦ λιμοῦ. Νά πᾶτε λοιπόν στόν πατέρα μας καί νά τοῦ πεῖτε ὅτι ὁ Ἰωσήφ, τό παιδί του, ζεῖ... Καί νά μοῦ τόν φέρετε μαζί σας. Νά ᾿ρθεῖτε ὅλοι μέ τά παιδιά καί τίς γυναῖκες καί τά ζῶα σας ἐδῶ. ᾿Εγώ θά σᾶς βάλω σέ πλούσιο μέρος νά κατοικήσετε. Μή φοβᾶστε. ᾿Εγώ σᾶς μιλῶ, ὁ ἀδελφός σας ὁ Ἰωσήφ. Μάρτυρας καί ὁ Βενιαμίν ὁ ἀγαπημένος μου.
Αὐτά εἶπε, ὅρμησε καί ἀγκάλιασε τό μικρό ἀδελφό του. Τόν φιλοῦσε κι ἔκλαιγε. Κι ἔκλαιγε μαζί του κι ἐκεῖνος. ῎Επειτα πλησίασε καί φίλησε μέ στοργή ἕναν - ἕναν τούς ἀδελφούς του, πού τόν εἶχαν πουλήσει!...
Σέ λίγο ἡ εἴδηση διαδόθηκε σ᾿ ὅλη τήν πρωτεύουσα· ῏Ηλθαν οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰωσήφ. Τό ἔμαθε καί ὁ Φαραώ κι ἔδωσε διαταγή νά ἑτοιμαστοῦν ἁμάξια, γιά νά πᾶνε νά φέρουν τόν πατέρα καί τίς οἰκογένειες τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ἰωσήφ. Καί πῆγαν. Σέ μερικές ἡμέρες ὁ γερο - Ἰακώβ, πού ἦταν ἑκατόν τριάντα ἐτῶν, δεχόταν στήν ἀγκαλιά του τό γιό του, πού τόσο τόν εἶχε ἀγαπήσει καί τόσο εἶχε πενθήσει γι᾿ αὐτόν, τόν Ἰωσήφ του...
Β´. Επεξεργασία
Εἶναι πολλές ἄλλες οἱ ἀρετές τοῦ Ἰωσήφ, πού ἡ ῾Αγία Γραφή ἀναφέρει. Τέτοιες, πού δίκαια ὀνομάσθηκε γι᾿ αὐτές «πάγκαλος»! Τό μεγαλεῖο τῆς ἀρετῆς του ἔφθασε στήν πράξη. Δέν κράτησε καμμία κακία γιά κείνους πού τόν μίσησαν καί τοῦ ᾿καναν τέτοιο κακό. ῏Ηλθε ἡ ὥρα πού μποροῦσε νά ἐκδικηθεῖ. Μά, σάν νά μή θυμόταν τό κακό πού τοῦ ᾿χαν κάνει, τούς συγχώρησε μέ ὅλη του τήν καρδιά. Τούς εὐεργέτησε πλούσια! Κι ὄχι περήφανα σάν ἀφέντης τους. Ἀλλά στοργικά· μέ ἀγάπη! Μέ εὐγένεια! Μή λυπᾶσθε, τούς εἶπε. Σέ καλό τά ἔβγαλε ὅλα ὁ Θεός!
Αὐτή, παιδιά, τή μεγάλη ἀρετή, πού δέν κρατάει κακία γιά τό κακό πού τῆς ἔκαναν, συγχωρεῖ καί εὐεργετεῖ, τή λέμε ἀνεξικακία. ῎Ας ἐπαναλάβουμε αὐτή τή σπουδαία λέξη! Ἀνεξικακία!
Φοβερή κακία ἡ ζήλεια! Ἀλλά μεγάλη καί θαυμαστή ἀρετή ἡ ἀνεξικακία! ῾Η ζήλεια σκοτώνει τήν ἀγάπη. Ὁδηγεῖ σέ θλιβερά ἀποτελέσματα. ῾Η ἀνεξικακία ὑψώνει τόν ἄνθρωπο. ᾿Ομορφαίνει καί γλυκαίνει καί τή δική του ἀλλά καί τῶν ἄλλων τήν καρδιά. Χύνει γαλήνη. Εἰρηνεύει τά πάντα. ῎Εχει μεγαλεῖο! Πόσο ἀνώτερος φάνηκε ὁ Ἰωσήφ! Ὄχι ἀπό τή δυναμική ἐκδίκησή του μέ ἴσια ἀντίποινα! Ἀλλά μέσα ἀπό τήν ἀγάπη του, τήν ἀνεξικακία καί τίς εὐεργεσίες του πῆραν - ταπεινωμένοι πιά - οἱ ζηλότυποι ἀδελφοί του τό μάθημά τους.
Σύνθημα
Ὁ Θεός εὐλογεῖ καί ἀγαπᾶ τό ἀνεξίκακο παιδί Του. Παιχνίδι - Ποιος θα σβήσει το κερί
Πάνω στο γραφείο βάζουμε ένα κερί αναμμένο. Οι παίκτες το βλέπουν. Δένουμε τα μάτια ενός παίκτη και τον κάνουμε βόλτες στο δωμάτιο ώστε να χάσει τον προσανατολισμό του. Μετά τον αφήνουμε και του λέμε να βρει (κάπως) το τραπέζι και με τρια φυσήματα να σβήσει το κερί. Το παιχνίδι συνεχίζεται και με τα υπόλοιπα παιδιά.
ΓΡΑΦΕΙΟ ΝΕΟΤΗΤΟΣ
(t): + 30 210 66 32 687 (εσωτερικό 138)
(f): + 30 210 60 25 101
(e): neotita@imml.gr
Θουκυδίδου 6 & Βυζαντίου
Τ.Θ. 1, Τ.Κ. 19004, Σπάτα Αττικής
Αθήνα‚ Ελλάδα