Α´. Διήγηση:
Ὅταν, οἱ Ἰσραηλίτες πολιορκοῦσαν τή μεγάλη καί ἰσχυρή πόλη Ἱεριχώ μέ τά πανύψηλα γερά τείχη της, ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, πού μετά τόν θάνατο τοῦ Μωυσῆ ἀνέλαβε τήν ἀρχηγία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, εἶπε στούς κουρασμένους καί ἀπογοητευμένους συμπατριῶτες του:
— Ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε ὅτι θά παραδώσει στά χέρια μας τήν Ἱεριχώ. Προσέξτε ὅμως καλά τί μᾶς λέει: αὐτή ἡ πόλη εἶναι καταραμένη. Ὅλα σ’ αὐτήν θά καταστραφοῦν, δέν θά μείνει πέτρα πάνω στήν πέτρα. Ὅλο τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι πού θά πέσει στά χέρια μας, θά ἀφιερωθεῖ στόν Κύριο, τόν εὐεργέτη μας. Κανείς ἀπό μᾶς δέν πρέπει ν’ ἁπλώσει καί νά πάρει τό παραμικρό γιά τόν ἑαυτό του, γιατί κι ἐκεῖνος θά καταστραφεῖ ἀπό τόν Θεό καί οἱ δικοί του, ἀλλά καί ὅλους ἐμᾶς τοῦ συμπατριῶτες του θά καταστρέψει. Προσέξτε, λοιπόν, νά μήν ἀγγίξει τίποτε τό χέρι σας ἀπό τήν πόλη, πού θά μᾶς παραδώσει ὁ Κύριος. Οἱ Ἰσραηλίτες μ’ ἕνα στόμα ὑποσχέθηκαν νά τηρήσουν προσεκτικά τίς συστάσεις πού τούς ἔκανε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ.
Καί ἡ Ἱεριχώ ἔπεσε. Τά ὑψηλά καί ἰσχυρά της τείχη γκρεμίσθηκαν μ’ ἕνα φοβερό πάταγο κι ἡ πόλη παραδόθηκε στούς Ἰσραηλίτες, γεμάτη θησαυρούς, χρυσάφι, ἀσήμι, πολύτιμα ἀντικείμενα, μεταξωτά χρυσοκέντητα ἐνδύματα, θησαυρούς ὁλόκληρους.
Ὁ πειρασμός ἦταν μεγάλος, ὅλοι ὅμως οἱ Ἰσραηλίτες, θυμόντουσαν τίς συστάσεις τοῦ ἀρχηγοῦ τους καί ἔτσι κανείς δέν ἅπλωσε τό χέρι νά πάρει κάτι γιά τόν ἑαυτό του ἤ τούς δικούς του. Μόνον ἕνας μέσα σ’ ἐκείνη τήν κοσμοχαλασιά καί τήν καταστροφή δέν ἀντιστάθηκε· ὁ Ἄχαρ, ἀπό τήν φυλή Ἰούδα. Περνώντας ἀπό ἕνα μισογκρεμισμένο σπίτι, πῆρε τό μάτι του μιά θαυμάσια στολή, καμωμένη στά περίφημα ἐργαστήρια τῆς Βαβυλῶνας, πού ἄστραφτε. Μπῆκε, τήν πῆρε, τήν δίπλωσε καί τήν ἔκρυψε κάτω ἀπό τά ροῦχα του. Ἐκεῖ ὅμως βρῆκε χρυσάφι καί ἀσήμι, πού ὅπως θυμάστε, παιδιά, ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ εἶχε ὑποσχεθεῖ πώς θά ἀφιερώσουν οἱ Ἰσραηλίτες στόν Θεό. Δέν ἀντιστάθηκε. Μαζί μέ τήν στολή ἔκρυψε κι ὅλο αὐτό τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι, χωρίς νά συλλογισθεῖ πώς αὐτή ἦταν μιά φοβερή κλεψιά εἰς βάρος τοῦ Θεοῦ.
— Ποιός θά μέ δεῖ; συλλογίσθηκε. Μήπως τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι πού μαζεύουμε, εἶναι μετρημένα; Ἄς κρατήσω κι ἐγώ κάτι γιά τόν ἑαυτό μου.
Λησμόνησε ὁ δυστυχισμένος ὅτι ὁ Κύριος καί Εὐεργέτης του τούς παρακολουθοῦσε ἀπό ψηλά, ἀπό τά οὐράνια.
Πέρασαν λίγες μέρες γαλήνης. Οἱ Ἰσραηλίτες ξεκουράσθηκαν κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἑτοίμασε τά σχέδια του. Φώναξε λοιπόν μερικούς νέους τολμηρούς καί προσεκτικούς Ἰσραηλίτες:
— Γνωρίζετε, τούς εἶπε δείχνοντας πίσω ἀπό κάποιους λόφους, πώς πίσω ἀπ’ ἐκεῖ βρίσκεται μιά μικρή πολιτεία πού λέγεται Γαί. Δέν μποροῦμε νά πᾶμε στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, χωρίς νά περάσουμε ἀπό ἐκεῖ. Πρέπει, λοιπόν, ἐσεῖς νά πᾶτε αὐτή τή νύχτα καί μέ προσοχή, χωρίς νά σᾶς δεῖ καί νά σᾶς ἀκούσει κανείς, νά πλησιάσετε τήν Γαί. Νά παρακολουθήσετε ἄν ἔχει πολλούς κατοίκους, ἄν ἔχει γερά τείχη κι ἀπό ποῦ μποροῦμε νά μποῦμε καί νά τήν καταλάβουμε.
Οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι συμφώνησαν. Πῆγαν νά ἑτοιμασθοῦν καί πρός τό ἀπόγευμα ἔφυγαν, κανονίζοντας νά φθάσουν μετά τά μεσάνυχτα στή Γαί. Μέ ἀνυπομονησία ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ καί οἱ ἄλλοι Ἰσραηλίτες πού γνώριζαν τήν ἀποστολή τους, περίμεναν νά ἐπιστρέψουν.
Τήν ἄλλη μέρα, οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι, πλησίαζε μεσημέρι, ὅταν ἐπέστρεψαν. Κατευθύνθηκαν ἀμέσως στή σκηνή τοῦ ἀρχηγοῦ τους κι ἄρχισαν νά ἀναφέρουν τί εἶδαν καί τί ἀκοῦσαν.
— Δέν χρειάζεται νά μετακινηθοῦν ὅλοι οἱ πολεμιστές μας πρός τήν Γαί! εἶπαν. Εἶναι πολύ μικρή πόλη μ’ ἀδύνατο κάστρο καί δυό ὥς τρεῖς χιλιάδες ἄνδρες θά μπορέσουν νά τήν καταλάβουν μέ πολλή εὐκολία. Οἱ κάτοικοί της εἶναι πολύ λίγοι καί ἡ ἐπιχείρηση φαίνεται πολύ εὔκολη.
Ἑτοίμασε, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ γύρω στούς τρεῖς χιλιάδες ἄνδρες καί τούς ἔστειλε ἐναντίον τῆς Γαί. Μέ χαρά καί τραγούδι ξεκίνησε τό μικρό ἐκεῖνο στράτευμα γιά νά κυριεύσει τήν Γαί. Καί οἱ Ἰσραηλίτες πού ἀπέμειναν, οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά πού μέ δάκρυα τούς ξεπροβόδισαν, περίμεναν μέ ἀγωνία τήν ἐπιστροφή τους. Στό βάθος ὅμως τῆς ψυχῆς τους ἦταν ἥσυχοι καί βέβαιοι πώς ὁ Παντοδύναμος Θεός καί πάλι θά τούς ὑποστήριζε καί θά τούς βοηθοῦσε νά νικήσουν ὅπως πάντα.
Πέρασε ἔτσι μιά νύχτα ἀγρυπνίας. Ἔφθασε καί δεύτερη καί οἱ φωτιές δέν εἶχαν σβήσει οὔτε στιγμή ἀπό τό σκοτεινό στρατόπεδο τῶν Ἰσραηλιτῶν. Τά παιδιά εἶχαν ἀποκοιμηθεῖ, ἀλλά οἱ μεγάλοι, ἄνδρες καί γυναῖκες ἀγρυπνοῦσαν τριγύρω στίς φωτιές.
— Γιατί ἄργησαν; ἀναρωτιοῦνται. Ἔπρεπε νά εἶχαν ἔλθει γοργά ταχυδρόμοι, γιά νά μᾶς φέρουν τό μήνυμα τῆς νίκης. Κι ἄρχισαν νά ἀνησυχοῦν ὅλοι τους.
Ξαφνικά, κάποιοι ἥσκιοι πηχτοί φάνηκαν νά πλησιάζουν τό στρατόπεδο τῶν Ἰσραηλιτῶν. Καί μιά φωνή δυνατή πετάχθηκε πρός τόν οὐρανό:
— Ἔρχονται!
Πραγματικά, οἱ τρεῖς χιλιάδες περίπου ἄνδρες γύριζαν. Πῶς ὅμως; Χτυπημένοι, κουρελιασμένοι, πολλοί χωρίς ὅπλα, μέ δεμένα ματωμένα κεφάλια καί τό χειρότερο: κουβαλώντας τριάντα ἕξι νεκρούς Ἰσραηλίτες, πού οἱ κάτοικοι τῆς Γαί σκότωσαν στήν μάχη.
Θρῆνος βαθύς ξέσπασε στούς Ἰσραηλίτες καί ἡ καρδιά τους πού ἦταν στηριγμένη, γεμάτη δύναμη καί ἐλπίδα ὕστερα ἀπό τήν κατάληψη τῆς Ἱεριχώ, ράγισε, κρύωσε, ἄρχισε νά φοβᾶται. Ἀνάμεσα σ’ ὅλους περισσότερο θρηνοῦσε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ πού ἀπό τή λύπη του ἔσχισε τά ἐνδύματά του καί μαζί μέ τούς ἄλλους ἄρχοντες τοῦ Ἰσρήλ ἔπεσαν πάνω στό χῶμα, μιά ὁλόκληρη μέρα, ἔχοντας χῶμα πάνω στό κεφάλι τους, γιά νά δείξουν τό πένθος καί τήν ἀπελπισία τους.
—Γιατί, Κύριε! ψιθύρισε μέσα στά δάκρυά του ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ. Γιατί νά φοβηθοῦν καί νά στρέψουν τά νῶτα οἱ Ἰσραηλίτες μπροστά στόν ἐχθρό; Τώρα, μέ τέτοια ἥττα ἀπό αὐτούς τούς λίγους καί ἀδύναμους κατοίκους τῆς Γαί, εἴμαστε κατεστραμμένοι. Ὅλοι θά πληροφορηθοῦν πώς νικηθήκαμε κι ἐνῶ ὥς τώρα μᾶς φοβοῦνταν, θά ὁρμήσουν ἐπάνω μας καί θά μᾶς ἐξολοθρεύσουν.
Καί ὁ Κύριος μίλησε καί εἶπε στόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ:
— Σήκω! Γιατί ἔπεσες πάνω στό χῶμα κι ἔκρυψες τό πρόσωπό σου; Ὁ λαός μου αὐτός ἁμάρτησε καί παρέβηκε τήν ἐντολή πού ἔδωσα. Κάποιος ἀπό ἀνάμεσά σας ἔκλεψε ἀπό τήν καταραμένη πόλη καί γι’ αὐτό τιμωρηθήκατε στή Γαί καί θά τιμωρηθεῖτε ἀκόμη. Δέν θά μπορέσουν πλέον οἱ Ἰσραηλίτες νά ἀντιμετωπίσουν τούς ἐχθρούς καί διαρκῶς θά νικῶνται καί θά ὑποχωροῦν μέχρι νά βγάλουν ἀπό ἀνάμεσά τους τόν κλέφτη πού εἶναι γι’ αὐτούς κατάρα καί ἀνάθεμα. Γι’ αὐτό, αὔριο χαράματα, νά συγκεντρώσεις ὅλο τό λαό γιά νά παραδειγμα-τισθεῖ. Κι ἐγώ ἀπό ἀνάμεσά τους θά ξεχωρίσω αὐτόν πού ἔκλεψε καί πρόσβαλε τό ὄνομά μου.
Τήν ἄλλη μέρα, χαράματα, ὅλος ὁ λαός μαζεύθηκε ἀνήσυχος, περιμένοντας νά πληροφορηθεῖ τήν αἰτία τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Καί μέ τρόπο μυστηριώδη ὁ Κύριος φανέρωσε πώς ὁ ἁμαρτωλός καί ὁ φταίχτης εἶναι ὁ Ἄχαρ. Τόν ἅρπαξαν καί τόν ἔφεραν μπροστά στόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ἦταν κατακίτρινος, σάν τό χρυσάφι πού εἶχε κλέψει καί ἔτρεμε ὁλόκληρος.
— Ἐξομολογήσου, τοῦ φώναξε προστακτικά ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, καί πές φωναχτά καί καθαρά, τί ἁμάρτημα ἔκανες καί πρόσβαλες τόν Κύριο καί Θεό μας, γιατί ἐξαιτίας σου μᾶς τιμωρεῖ καί μᾶς δοκιμάζει.
Ὁ Ἄχαρ τότε, μέ κατεβασμένο τό κεφάλι φανέρωσε τήν κλεψιά του καί ὑπέδειξε καί τόν τόπο ποῦ εἶχε κρυμμένα αὐτά πού εἶχε κλέψει.
— Τά ἔχω κρυμμένα στό χῶμα, κάτω ἀπό τή σκηνή μου, ψιθύρισε κλαίγοντας.
Ἄνθρωποι σταλμένοι ἀπό τόν ἀρχηγό τῶν Ἰσραηλιτῶν ἔτρεξαν ἀμέσως, βρῆκαν καί ἔφεραν τήν ὡραία στολή, τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι. Ὁ Ἄχαρ καταντροπιασμένος, ἄκουγε τίς χῆρες καί τά παιδιά τῶν σκοτωμένων στή μάχη τῆς Γαί νά τόν φωνάζουν «κλέφτη» καί «καταραμένο» καί δέν τολμοῦσε νά σηκώσει τά μάτια καί νά κοιτάξει ἄνθρωπο. Τότε, μέσα σέ μεγάλη σιωπή, ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ πῆρε τήν ἀπόφασή του:
— Πάρτε τον μαζί μέ τήν οἰκογένειά του κι ὅλα του τά ὑπάρχοντα, τά πράγματά του, τά κοπάδια του, τά γελάδια του, ὅ,τι ἔχει καί δέν ἔχει καί ὁδηγῆστε τον στήν Ἀχώρ.
Ἡ Ἀχώρ, παιδιά, ἦταν ἕνα ἄγριο, βαθύ καί σκοτεινό φαράγγι κοντά στό στρατόπεδο τῶν Ἰσραηλιτῶν. Κι ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ εἶπε στόν Ἄχαρ:
—Ἔγινες ἀφορμή μέ τήν κλοπή σου νά ἐξολοθρευθοῦν τόσοι ἀδελφοί σου καί νά χάσουμε τή μάχη τῆς Γαί. Γι’ αὐτό θά ἐξολοθρευθεῖς.
Κι ὅλοι μαζί οἱ Ἰσραηλίτες πῆραν πέτρες καί τόν λιθοβόλησαν. Σέ λίγο τό σῶμα του εἶχε ἐξαφανισθεῖ κάτω ἀπό ἕνα πέτρινο βουνό, ξακουστό σ’ ὅσους περνοῦσαν ἀπό κεῖνο τό φαράγγι γιά χρόνια πολλά. Τό γεγονός αὐτό ἔμεινε ἄσβεστο στή μνήμη τῶν Ἰσραηλιτῶν καί οἱ μητέρες πάντα τό ἔλεγαν στά παιδιά τους, γιά νά τά προφυλάξουν ἀπό τό φοβερό ἁμάρτημα τῆς κλοπῆς!
Β´. Ἐπεξεργασία:
Ποιό μεγάλο κακό ἔπαθαν, παιδιά, οἱ Ἰσραηλίτες;
(...) Ἔχασαν σέ μιά μάχη ἀπό μιά μικρή πόλη, τήν Γαί. Καί εἶχαν καί νεκρούς.
Καί ποιά ἦταν ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς;
(...) Μάλιστα! Ἡ κλοπή τοῦ Ἄχαρ, πού παράκουσε στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ.
Τί μᾶς διδάσκει, λοιπόν, ἡ τρομερή τύχη τοῦ Ἄχαρ;
(...) Ὅτι ὁ Θεός δέν ἀγαπᾶ τόν κλέφτη. Ὅτι ἡ κλοπή εἶναι ἁμαρτία!
Ποιά ἐντολή ἀνάμεσα στίς Δέκα μᾶς μιλάει γιά τήν κλοπή καί τί μᾶς λέει;
Ἡ ἕβδομη! Καί μᾶς λέει: «Οὐ κλέψεις» (Ἔξοδος κ΄ 14).
Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ὅταν βρισκόταν στή γῆ καί Τόν ρώτησε κάποιος νέος ἄνθρωπος τί πρέπει νά κάνει γιά νά κληρονομήσει τόν Παράδεισο, ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νά ἐφαρμόζει τίς ἐντολές: «τὸ οὐ φονεύσεις..., οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. ιθ΄ 18-19).
Γ´. Ἐφαρμογή στή ζωή μας:
Τί θά ἀπαντούσατε, ἄν κάποιος σᾶς ρωτοῦσε, «γιατί δέν πρέπει νά κλέβουμε»; (...)
Γιατί δέν τό θέλει ὁ Οὐράνιος Πατέρας μας, ὁ Θεός. Μέ τήν κλοπή ἁμαρτάνουμε βαριά γιατί ἀφαιροῦμε κάτι πού ὁ Θεός ἔδωσε σ’ ἄλλον ἀδελφό μας καί ὄχι σ’ ἐμᾶς. Ἡ κλοπή εἶναι ἀντίθετη μέ τήν ἀγάπη τή χριστιανική καί βρίσκεται μέσα στίς καρδιές, τίς παγωμένες καί σκληρές.
Οἱ κλέφτες εἶναι δυστυχισμένοι ἄνθρωποι, διότι λατρεύουν τό χρῆμα καί τά ἐπίγεια ἀγαθά, τόσο πολύ, πού θυσιάζουν εὔκολα τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς τους, γιά νά κλέψουν καί νά τ’ ἀποκτήσουν. Ποτέ ἕνας κλέφτης δέν ἔχει ἤρεμη, γαλήνια καρδιά. Ἡ ζωή του εἶναι ἕνα μαρτύριο.
Ἀλλά ὁ κλέφτης ἀποκαλύπτεται πολλές φορές καί ντροπιάζεται. Δέν ἔχει μάτια νά δεῖ ἄνθρωπο, ἡ δυστυχία του εἶναι μεγάλη. Κανείς δέν τόν παίρνει στή δουλειά, κανείς δέν τόν ἐμπιστεύεται. Τόν βλέπουν στό δρόμο καί κάνουν οἱ γνωστοί του πώς δέν τόν γνωρίζουν, τόν περιφρονοῦν. Καί περνᾶ ὁ δυστυχής αὐτός ἄνθρωπος ὁλόκληρη τή ζωή του στιγματισμένος.
Δέν βλάπτει μονάχα τόν ἑαυτό του, γιατί μπορεῖ νά κάνει μεγαλύτερο κακό στούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅπως ὁ Ἄχαρ ἔγινε ἀφορμή νά σκοτωθοῦν τριάντα ἕξι συμπατριῶτες του.
Βλέπετε, παιδιά, πόσες ἁμαρτίες καί κακίες συνοδεύουν τήν κλοπή. Τό ἕνα κακό φέρνει τό ἄλλο. Καί ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται ἀπό τόν διάβολο στήν καταστροφή, ὅπως ὁ Ἄχαρ.
Καί μήν πεῖ κανείς στόν ἑαυτό του ὅτι «ἐγώ δέν εἶμαι κλέφτης μεγάλος. Ἐγώ μόνο μικροπράγματα κλέβω». Ὅλοι οἱ μεγάλοι κλέφτες, παιδιά, ἄρχισαν νά κλέβουν πρῶτα μικρά πράγματα καί μετά τούς ἔγινε κακιά συνήθεια καί ἔκλεβαν μεγάλα. Κι ὁ Ἰούδας λίγο - λίγο ξεκίνησε μέχρι πού ἔφτασε νά προδώσει τόν Χριστό μας γιά 30 ἀργύρια!
Κι ἄν ἔχω κλέψει κάποια φορά στή ζωή μου, πῶς μπορῶ νά ἐπανορθώσω τό λάθος μου; (...)Πολύ ὡραῖα! Ἐπιστρέφω στόν ἰδιοκτήτη τά κλεμμένα, ὁμολογῶ τό λάθος μου καί ζητῶ νά μέ συγχωρήσει. Πάνω ἀπ’ ὅλα μετανοῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τό ἐξομολογοῦμαι στόν Πνευματικό μου!
Ποιό σύνθημα θά λάβουμε σήμερα ἀπό τή διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἀκούσαμε καί ἀπό ὅσα συζητήσαμε;
Σύνθημα:
Δεν κλέβω ποτέ και τίποτα!
ΓΡΑΦΕΙΟ ΝΕΟΤΗΤΟΣ
(t): + 30 210 66 32 687 (εσωτερικό 138)
(f): + 30 210 60 25 101
(e): neotita@imml.gr
Θουκυδίδου 6 & Βυζαντίου
Τ.Θ. 1, Τ.Κ. 19004, Σπάτα Αττικής
Αθήνα‚ Ελλάδα