Α’. Μικρή Εισαγωγή
Ο Θεός παιδιά προστατεύει πάντοτε τα παιδιά του, εμάς τους ανθρώπους! Ακόμα κι αν μερικές φορές κάποιες δυσκολίες μας φαίνονται τεράστιες, αν Του το ζητήσουμε με πίστη, ο Θεός θα μας βοηθήσει! Γιατί ο Θεός είναι Πατέρας και Παντοκράτορας: Κρατάει τα πάντα στα χέρια Του, θα μπορούσαμε να πούμε. Όλη τη ζωή μας! Και μόνο το καλύτερο για εμάς θέλει. Αυτό θα δούμε σήμερα με την ιστορία που θα πούμε.
Β’. Αγιογραφική Διήγηση
-
Την εποχή του βασιλιά Τραϊανού, ζούσε στη Ρώμη κάποιος στρατηλάτης που ονομαζόταν Πλακίδας.
-
ήταν φημισμένος όχι μόνο για τη γενναιότητα, αλλά και για την αρετή του. Πίστευε όμως στους ψεύτικους θεούς. Η γυναίκα του Τατιανή, συναγωνιζόταν στην αρετή τον άνδρα της. Είχαν και δύο παιδιά, τα οποία, αν και μικρά, ακολουθούσαν το καλό παράδειγμα των γονιών τους.
-
Μια μέρα ο Πλακίδας βρέθηκε σ' ένα δάσος μαζί με τους στρατιώτες του κυνηγώντας. Ξαφνικά βλέπει ανάμεσα στα κλαδιά
-
ένα ελάφι να τον κοιτάζει επίμονα μέσα στα μάτια. Αμέσως μετά άρχισε να τρέχει μακριά. Κάθε τόσο όμως γύριζε και κάρφωνε πάνω στον κυνηγό τα πανέμορφα μάτια του. Ο Πλακίδας το ακολούθησε και διέταξε τους στρατιώτες του να κάνουν το ίδιο.
-
Καλπάζανε σ’ άγνωστα μονοπάτια ώσπου κατάκοποι σταμάτησαν. Μόνο ο Πλακίδας συνέχισε ως τη στιγμή που το ελάφι, μπροστά σ ένα μεγάλο γκρεμό, δίνει μια και μ ένα πήδημα βρίσκεται στην απέναντι όχθη.
-
Στο χείλος του φοβερού γκρεμού φτάνει και το άλογο του στρατηγού, μα τρομαγμένο αρνείται να πηδήσει. Ο Πλακίδας κοιτάζει προσεκτικά γύρω γύρω, μήπως βρει κάποιο πέρασμα που θα μπορούσε να τον βγάλει απέναντι. Κάποια στιγμή
-
κοίταξε προς το μέρος του ελαφιού. Στεκόταν ακίνητο, λουσμένο μέσα στο φως και
-
ανάμεσα στα κέρατά του ένας σταυρός με τον Κύριο Ιησού Χριστό πάνω του άστραφτε περισσότερο κι από τον ήλιο. Τότε ακούστηκε ανθρώπινη λαλιά.
-
-Πλακίδα, γιατί με κυνηγάς; ο Άγιος, σαν άκουσε αυτούς τους λόγους, έπεσε έντρομος στη γη.
-Τίνος είναι η φωνή που ακούω; Ποιος είσαι εσύ που μου μιλάς; φώναξε δυνατά
-
-Μάθε Πλακίδα, ακούστηκε ξανά η φωνή, ότι εγώ είμαι ο Χριστός. Δε με γνωρίζεις, με τιμάς όμως με τα καλά σου έργα και την ενάρετη ζωή σου.
-
Εγώ είμαι ο δημιουργός του ουρανού,
-
της γης και όλων των κτισμάτων. Εγώ έπλασα και τον άνθρωπο και τον έβαλα στον Παράδεισο. Όταν πάλι, ο άνθρωπος προτίμησε την αμαρτία κι έφυγε από κοντά μου, δεν τον εγκατέλειψα.
-
Ήρθα στη γη για να τον λυτρώσω και σταυρώθηκα για χάρη των ανθρώπων. Όμως την τρίτη ημέρα αναστήθηκα δίνοντας σε όλους την ευκαιρία να κερδίσουν ξανά την αιώνια ευτυχία του Παραδείσου.
-
Σαν άκουσε αυτά τα λόγια ο Πλακίδας, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσκύνησε τον Θεό λέγοντας:
-Πιστεύω, Κύριε, ότι Εσύ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός και κανείς άλλος.
-Εάν πιστεύεις, ακούστηκε πάλι ο Χριστός, πήγαινε στον αρχιερέα του τόπου σου, για να σε βαπτίσει, όπως βαπτίζονται όλοι οι χριστιανοί, κι ύστερα έλα ξανά εδώ.
-
Το ελάφι έγινε άφαντο κι ο καλός στρατιώτης επέστρεψε. Διηγήθηκε στην οικογένειά του τι του είχε συμβεί. Πώς άστραφτε ο Σταυρός με τον Εσταυρωμένο πάνω στην κεφαλή του ελαφιού, τι ακριβώς του είπε ο Κύριος και όλα τ’ άλλα. Και η γυναίκα του του είπε πως το προηγούμενο βράδυ της είχε φανερωθεί ο Θεός των χριστιανών με τον ίδιο τρόπο, σαν ελάφι.
-
Έτσι, πήραν τα δυο παιδιά τους και πήγαν στην Εκκλησία. Εκεί παρακάλεσαν τον αρχιερέα να τους κάνει χριστιανούς. Εκείνος τους βάπτισε,
-
και τον Πλακίδα τον ονόμασε Ευστάθιο, την γυναίκα του Θεοπίστη και τα δυο παιδιά τους Αγάπιο και Θεόπιστο. Έπειτα κοινώνησαν τα Άχραντα Μυστήρια και επέστρεψαν στο σπίτι τους.
-
Ο Ευστάθιος δε στάθηκε ούτε στιγμή. Πήγε στο σημείο εκείνο του δάσους όπου συνάντησε το ελάφι, και κλαίγοντας γονάτισε στο χώμα και προσευχόταν. Τότε ακούστηκε η φωνή του Θεού να του λέει:
-
«Ευτυχισμένε Ευστάθιε, δέχτηκες να βαπτισθείς στο όνομά μου και νίκησες έτσι τη δύναμη του διαβόλου. Όμως αυτός δε θα πάψει να σε πολεμάει για να σε αναγκάσει ν’ αρνηθείς την πίστη σου. Μη δειλιάσεις, όπως ποτέ δε δείλιασες στις μάχες, και στο τέλος παντοτινά θα είσαι νικητής του κακού»
-
Ο Ευστάθιος μέσα στα δάκρυά του έλεγε: «Αν είναι δυνατόν γλίτωσέ με από αυτά τα βάσανα που μου λες. Αν όμως πρέπει να τα περάσω δώσε μου τη δύναμη να φυλάξω τις προσταγές σου χωρίς να κλονιστώ» Και η φωνή του Κυρίου απάντησε: «Η χάρη μου ποτέ δε θα σε εγκαταλείψει. Θα συνοδεύει εσένα και τους δικούς σου ως το τέλος. Ανδρίζου Ευστάθιε και αγωνίζου» Αυτά είπε ο Χριστός και ο Άγιος προσκύνησε άλλη μια φορά στο ευλογημένο εκείνο μέρος και επέστρεψε στο σπίτι του.
-
Κι οι πειρασμοί δεν άργησαν να έρθουν. Επιδημία έπεσε στο σπίτι των αγίων και πέθαναν όλοι οι υπηρέτες και τα ζώα τους, κλέφτες έκλεψαν όλα τα υπάρχοντά τους. Κατάλαβαν όμως ότι όλα αυτά προέρχονταν απ’ τον πονηρό και δόξαζαν τον Θεό. Προέτρεπαν μάλιστα ο ένας τον άλλο να μην παραπονεθούν για τις συμφορές, αλλά να τις υπομένουν με γενναιότητα.
-
Τότε, επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο για να πάνε στα Ιεροσόλυμα. Όμως, ο πλοίαρχος ήταν πονηρός άνθρωπος. Όταν ανοίχτηκαν στο πέλαγος, τους ζήτησε πολύ περισσότερα χρήματα απ’ ότι είχαν συμφωνήσει. Επειδή δεν είχαν να πληρώσουν, θέλησε να κρατήσει τη Θεοπίστη. Διέταξε μάλιστα τους ναύτες και έβγαλαν τον άγιο με τα δυο παιδιά του στη στεριά, ενώ τη γυναίκα του την κράτησε με το ζόρι στο πλοίο. Ο Άγιος θρηνώντας για το κακό που τον βρήκε, πήρε τα δυο παιδιά του και άρχισαν να περπατούν ώσπου
-
έφτασαν σε έναν ποταμό. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να περάσουν. Άφησε τότε o Ευστάθιος το ένα στη μία όχθη και πήρε το άλλο στον ώμο του και το πέρασε απέναντι. Καθώς όμως επέστρεφε να πάρει και το άλλο παιδί,
-
βλέπει ένα λιοντάρι να έρχεται, να αρπάζει τον Αγάπιο και να φεύγει. Γυρίζει τότε προς την άλλη όχθη του ποταμού και βλέπει έναν λύκο, που μόλις είχε αρπάξει τον Θεόπιστο. Δεν μπορούσε πια να κάνει τίποτα. Βγήκε απ’ το ποτάμι, και άρχισε να κλαίει για τη δυστυχία του. Δεν έχασε όμως την ελπίδα του στο Θεό, αλλά τον παρακαλούσε να του δίνει δύναμη ώστε να αντέξει τους πειρασμούς.
-
Ο Πανάγαθος Θεός όμως δεν άφησε να χαθούν τα δυο παιδάκια. Κάποιοι βοσκοί, σαν είδαν το λιοντάρι, έτρεξαν κι έσωσαν το ένα παιδί. Απ’ την άλλη μεριά του ποταμού πάλι, γεωργοί σαν είδαν το λύκο, έτρεξαν και γλίτωσαν το άλλο παιδί. Έτσι σώθηκαν και τα δύο. Οι βοσκοί και οι γεωργοί τα μεγάλωσαν σαν να ήταν δικά τους παιδιά, όμως, χωρίς να γνωρίζουν ότι είναι αδέρφια.
-
Η μητέρα τους πάλι, η Θεοπίστη, γλίτωσε κι αυτή. Γιατί πριν καλά καλά αναχωρήσει το πλοίο απ’ το λιμάνι που άφησε τον άγιο Ευστάθιο, ο κακός πλοίαρχος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Έτσι η Θεοπίστη έμεινε ελεύθερη. Αποβιβάστηκε σε μια πόλη και δούλευε εκεί σαν μαγείρισσα.
-
Οι κάτοικοι της περιοχής επαναστάτησαν κάποτε εναντίον της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας Τραϊανός θέλησε να στείλει στρατό εναντίον τους, αλλά δεν έβρισκε πουθενά τον γενναίο αρχιστράτηγο Πλακίδα. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους σ’ όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας για να τον βρουν.
-
Δύο απ’ αυτούς, που ήταν και φίλοι του αγίου, έφτασαν στον τόπο που ζούσε. Εκείνος τους είδε από μακριά και τους αναγνώρισε. Δε θέλησε να τους φανερωθεί, τους κάλεσε όμως στο σπίτι του να ξεκουραστούν. Οι απεσταλμένοι του βασιλιά δέχτηκαν.
-
Ενώ, όμως, ο άγιος τους διακονούσε, τον παρατήρησαν προσεκτικά και τον αναγνώρισαν, τον αγκάλιασαν και τον παρακαλούσαν να επιστρέψει μαζί τους στο στράτευμα.
-
Ο Άγιος συμφώνησε να οδηγήσει το στρατό ενάντια στους επαναστάτες, όπως είχε διατάξει ο βασιλιάς. Όμως, επειδή βρήκε τους στρατιώτες λίγους, έδωσε εντολή να στρατολογήσουν κι άλλους. Ανάμεσά τους βρέθηκαν και τα παιδιά του Αγίου. Ο Άγιος δεν τα αναγνώρισε, γιατί είχαν μεγαλώσει και είχαν αλλάξει. Τα είδε όμως που ήταν καλά και φρόνιμα και διέταξε να υπηρετούν στην τράπεζά του. Η εκστρατεία εκείνη στέφτηκε με επιτυχία και τα ρωμαϊκά στρατεύματα έφτασαν και στην πόλη που ήταν η Θεοπίστη, όπου και στρατοπέδεψαν.
-
Κάποια από εκείνες τις μέρες, τα παιδιά του αγίου, που είχαν την ευθύνη του τραπεζιού, πήγαν στο σπίτι της Θεοπίστης τρόφιμα για μαγείρεμα.
-
Όση ώρα περίμεναν να ετοιμαστούν τα φαγητά, άρχισαν να συνομιλούν σαν φίλοι για τα παιδικά τους χρόνια.
-
-Εγώ έχασα τους γονείς μου σε μικρή ηλικία, είπε ο μεγαλύτερος. Ο πατέρας μου ήταν στρατηγός στη Ρώμη και η μητέρα μου ήταν καλή και πολύ όμορφη. Είχα κι έναν αδερφό, μικρότερό μου, με ξανθά μαλλιά σαν τα δικά σου. Μια μέρα, μπήκαμε σ’ ένα πλοίο και η μητέρα μας, δεν ξέρω γιατί, έμεινε στο πλοίο, ενώ εμείς βγήκαμε στη στεριά και περπατούσαμε, μέχρι που φτάσαμε σε έναν ποταμό. Επειδή ήμασταν μικρά και δεν μπορούσαμε να περάσουμε απέναντι, πήρε ο πατέρας μου τον αδερφό μου και τον πέρασε στην απέναντι όχθη. Ενώ όμως γύριζε να πάρει κι εμένα, ένας λύκος άρπαξε τον αδερφό μου, ενώ εμένα με πήρε ένα λιοντάρι. Ο Θεός όμως με λυπήθηκε. Κάποιοι βοσκοί με γλίτωσαν και με μεγάλωσαν. Τι απέγινε όμως ο πατέρας μου κι ο αδελφός μου δε γνωρίζω.
-
Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο μικρός αδελφός χοροπήδησε από χαρά και του λέει:
-Δόξα στο Θεό. Είμαστε αδέρφια. Βεβαιώθηκα από όσα μου είπες, γιατί κι εμένα αυτοί που με ανέθρεψαν μου έλεγαν ότι μ’ έσωσαν απ’ το στόμα ενός λύκου.
Τα δυο αδέρφια αγκάλιασαν ο ένας τον άλλον με μεγάλη χαρά.
-
Η Θεοπίστη που άκουσε τα λόγια τους, κατάλαβε ότι ήταν τα παιδιά της και θέλησε να τους φανερώσει ποια ήταν. Εκείνα, όμως, έφυγαν βιαστικά να ετοιμάσουν την τράπεζα του αρχιστράτηγου. Την άλλη μέρα πήγε η Θεοπίστη στη σκηνή του Αγίου για να συναντήσει τα παιδιά της. Δεν τα βρήκε όμως, γιατί βρίσκονταν σε υπηρεσία.
-
Ο μόνος που βρισκόταν εκεί ήταν ο αρχιστράτηγος Ευστάθιος. Η Θεοπίστη τον κοίταξε και αισθάνθηκε μεγάλη ταραχή. Της φάνηκε ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο άνδρας της. Σαν βεβαιώθηκε για την υποψία της, τον πλησίασε και του λέει:
-Σε παρακαλώ κύριέ μου, πες μου ποια ήταν η προηγούμενη ζωή σου. Γιατί έχω την εντύπωση ότι εσύ είσαι ο στρατηγός Πλακίδας, που πίστεψε στον Θεό όταν του αποκαλύφθηκε με ένα θαυμαστό ελάφι. Και του θύμισε όσα τους είχαν συμβεί.
-
Σαν άκουσε τα λόγια αυτά ο Άγιος βεβαιώθηκε ότι αυτή ήταν η γυναίκα του, και δακρυσμένος δόξασε τον Θεό. Τότε η Θεοπίστη τον ρώτησε πού ήταν τα παιδιά τους. Όταν της διηγήθηκε ο Άγιος την ιστορία με τα θηρία, του λέει:
-Ας δοξάσουμε για μια ακόμη φορά τον Θεό γιατί τα παιδιά μας ζουν και βρίσκονται εδώ μαζί σου. Αν δεν το πιστεύεις, διάταξε να έρθουν εδώ οι δύο νέοι που σε υπηρετούν στην τράπεζα και ρώτα τους για την καταγωγή τους.
-
Έτσι κι έγινε. Τότε ο μεγαλύτερος διηγήθηκε όσα θυμόταν
-
και έτσι βεβαιώθηκαν ότι ήταν τα παιδιά τους, κι όλοι μαζί χαρούμενοι ευχαρίστησαν τον Θεό.
-
Όταν επέστρεψαν στη Ρώμη, τον Τραϊανό είχε διαδεχθεί ο Αδριανός, φανατικός ειδωλολάτρης. Όταν πληροφορήθηκε ότι επιστρέφει ο αρχιστράτηγός του νικητής και μαζί με την οικογένειά του, έτρεξε να τον προϋπαντήσει.
-
Έδωσε διαταγή, μάλιστα, να προσφερθεί ευχαριστήρια θυσία στα είδωλα. Ο Άγιος όμως δεν τον ακολούθησε στον ειδωλολατρικό ναό. Παραξενεύτηκε ο βασιλιάς για την προσβλητική αυτή στάση του Ευστάθιου και τον κάλεσε να απολογηθεί.
-
-Μάθε βασιλιά, απάντησε ο Άγιος Ευστάθιος, πως εγώ προσφέρω θυσίες μόνο στον Θεό μου. Αυτόν δοξάζω και μόνο Αυτόν ευχαριστώ. Αυτός μου έδωσε τη δύναμη να νικήσω τους εχθρούς και Αυτός με αξίωσε να ξαναδώ τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Άλλον Θεό δε γνωρίζω, ούτε πιστεύω, παρά μόνο τον Χριστό μου.
-
Ο Αδριανός δεν περίμενε ν’ ακούσει αυτά τα λόγια. Οργισμένος, προσπάθησε με φοβέρες και καλοπιάσματα, να αποσπάσει τον άγιο και την οικογένειά του από την πίστη τους στον Χριστό. Μάταια όμως. Τότε έδωσε διαταγή και άφησαν εναντίον τους ένα μεγάλο λιοντάρι. Όμως η θεία χάρη τους σκέπαζε. Το θηρίο τους προσκύνησε και γύρισε πίσω χωρίς να τους βλάψει.
-
Τότε ο βασιλιάς διέταξε να τους βάλουν σε ένα χάλκινο καμίνι που είχε σχήμα βοδιού και ν’ ανάψουν φωτιά να τους κάψουν. Έτσι παρέδωσαν τις αγνές ψυχές τους στον Χριστό.
-
Η Εκκλησία μας τιμά τους Αγίους Ευστάθιο, Θεοπίστη, Αγάπιο και Θεόπιστο στις 20 Σεπτεμβρίου.
Γ´. Επεξεργασία
Σας έκανε εντύπωση ο βίος του Αγίου Ευσταθίου παιδιά; Πώς ήταν τόσο δυνατός; πώς άντεξε τις τόσες θλίψεις; να χάνει την οικογένεια του, τα πλούτη, τη δόξα του και να μένει πιστός, δυνατός; και μπροστά στο μαρτύριο δυνατός; (...)
Πολύ ωραίες οι απαντήσεις σας παιδιά! Με τη χάρη και τη βοήθεια του Θεού έμενε δυνατός και σταθερός. Ήξερε ότι είχε Θεό Πατέρα που φροντίζει για αυτόν και την οικογένειά του. Άλλωστε θυμόταν και τι του είχε πει ο Θεός: «Η χάρη μου ποτέ δε θα σε εγκαταλείψει. Θα συνοδεύει εσένα και τους δικούς σου ως το τέλος. Ανδρίζου Ευστάθιε και αγωνίζου». Και δεν το είπε ο Θεός μόνο στον άγιο. Το λέει και σε μας.
Γι' αυτό κι εμείς να μην ξεχνάμε ότι έχουμε τον Θεό Πατέρα μας και να πιστεύουμε σε Αυτόν! Αυτό λέμε και κάθε Κυριακή στο "Πιστεύω": Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα!
Σύνθημα:
Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα.
Παιχνίδι: Τυφλόμυγα ήχου
Παραλλαγή της γνωστής τυφλόμυγας. Τα παιδιά τρέχουν γύρω στον χώρο. Ο «κυνηγός» με κλεισμένα τα μάτια προσπαθεί να πιάσει το παιδί που κρατάει στα χέρια του ένα καμπανάκι ή μια μπάλα με κουδουνάκι.
(Σκοπός του μαθήματος είναι να κατανοήσουν τα παιδιά ότι ο Θεός είναι Πατέρας Παντοκράτορας.)
Πηγή: (Βοηθήματα: Ο Άγιος Ευστάθιος, Εκδ. Ακρίτας - Διασκευή Ελ.Τζιάσιου, Ι.Μ. Λευκάδος και Ιθάκης, Βοήθημα για τον Κατηχητή.)
ΓΡΑΦΕΙΟ ΝΕΟΤΗΤΟΣ
(t): + 30 210 66 32 687 (εσωτερικό 138)
(f): + 30 210 60 25 101
(e): neotita@imml.gr
Θουκυδίδου 6 & Βυζαντίου
Τ.Θ. 1, Τ.Κ. 19004, Σπάτα Αττικής
Αθήνα‚ Ελλάδα