Από τα αρχέγονα χρόνια της δημιουργίας του κόσμου προετοίμαζε ο Θεός Πατέρας τη σύσταση και την ίδρυση της Εκκλησίας Του. Πρώτος Αυτός δια της «αχρόνου και αγαπητικής» γεννήσεως του Υιού Του και της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, εποίησε κοινωνία Θείων Προσώπων, δηλαδή Εκκλησία και ύστερα δημιούργησε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα» δική Του και «ομοίωσιν», για να συμμετάσχει ο άνθρωπος σ’ αυτή τη Θεία κοινωνία και να γίνει μέλος της Εκκλησίας του Θεού και να δημιουργήσει την επί γης Εκκλησία των «πρωτοτόκων».
Κι όταν η αμαρτία εισήλθε δια των πρωτοπλάστων στη ζωή του γένους των ανθρώπων και η ανταρσία απέναντι στο Θεό Πατέρα ολοκληρώθηκε δια της παρακοής, η αγαπώσα καρδία του Θεού και Πατρός και η ολοπρόθυμη απόφαση για Σάρκωση του Υιού και Θεού αποφασίστηκε και η εν Πνεύματι Αγίω Χαρίτωση των ανθρώπων «σχεδιάσθηκε», τότε η ίδρυση της Εκκλησίας επί της γης έγινε σκοπός και μέσον σωτηρίας.
Γράφει ο Μ. Βασίλειος στην ευχή της Αναφοράς στη Λειτουργία του: «Ου γαρ απεστράφης το πλάσμα σου εις τέλος ο εποίησας, Αγαθέ, ουδέ επελάθου έργου χειρών σου, αλλ’ επεσκέψω πολυτρόπως διά σπλάχνα ελέους σου. Προφήτας εξαπέστειλας· εποίησας δυνάμεις δια των αγίων σου, των καθ’ εκάστην γενεάν ευαρεστησάντων σοι· …νόμον έδωκας εις βοήθειαν· αγγέλους απέστειλας φύλακας». Έδειξε λοιπόν ο Θεός την αγάπη του με ποικίλους τρόπους σχεδιάζοντας τη σωτηρία των ανθρώπων και την επανασύνδεση μαζί Του. Αυτό το γεγονός το τονίζει με μοναδικό τρόπο ο απ. Παύλος στους Εβραίους γράφοντας : «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις…».
Η σωτηρία ήταν σίγουρα γεγονός που το αποφάσισε ο Τριαδικός Θεός, αλλά με την απόλυτη και ελεύθερη συγκατάθεση των ανθρώπων. Γι’ αυτό και η προετοιμασία έγινε με τη συμμετοχή Αγίων και Δικαίων ανθρώπων, που υπηρέτησαν το θείο σχέδιο. Αυτοί απετέλεσαν και την πρώτη επί γης Εκκλησία μετά την προπατορική αμαρτία. Η Εκκλησία αυτή περιελάμβανε Ανθρώπους και Αγγέλους, Προφήτες, Δικαίους, Οσίους, Μάρτυρες… τελικά το «λείμμα» του Ισραήλ έως και τους προπάτορες, την υπεραγία Θεοτόκο, την οικογένεια του Προδρόμου, Συμεών τον Θεοδόχο, την Άννα, θυγάτηρ Φανουήλ… που υπηρέτησαν μέχρι και τη Θεία Ενανθρώπηση το σχέδιο της σωτηρίας.
Μετά λοιπόν την Θεία Ενανθρώπηση, το κήρυγμα του Υιού και Λόγου του Θεού, τα θαύματα, το Άγιο Πάθος, την τριήμερη Ανάσταση, την Ανάληψη και την ολοκλήρωση του σωτηριώδους έργου του Θεανθρώπου, τα οποία συνέβησαν «κατά τας Γραφάς», όπως ακριβώς είχε σχεδιάσει και προαναγγείλει ο φιλάνθρωπος ο Κύριος, έστειλε, για να παραμείνει ζωντανή και εναργής η λύτρωση, τον Παράκλητο, το Πνεύμα το Άγιο κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Τότε ιδρύθηκε η Εκκλησία της Χάριτος και οι άνθρωποι δι’ αυτής μπορούν να γίνουν παιδιά του Θεού «κατά Χάριν». Γι ’αυτό ο Θεός ίδρυσε και χρησιμοποίησε την Εκκλησία. Για να πετύχει τη σωτηρία των ανθρώπων, δι’ αυτής να τους ενώσει δια της Χάριτος μαζί Του και να αφήσει μέσα στους αιώνες τη δυνατότητα, ώστε όλοι οι άνθρωποι να σωθούν με ό,τι αυτός χάρισε στην Εκκλησία Του δια της Θείας Σαρκώσεως και της Αγίας Πεντηκοστής.
Ολόκληρο αυτό το Σχέδιο που «η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» εξύφαναν μέσα στους αιώνες, αποθησαυρίσθηκε μέσα στην Εκκλησία και ενεργοποιείται πλέον μέσα στο χρόνο δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που χορηγείται δια των Μυστηρίων της Εκκλησίας, του Λόγου του Θεού, της πνευματικής ζωής και της ορθής πίστεως. Όλ’ αυτά τα διατήρησε ζωντανά η Παράδοση της Εκκλησίας μας δια των αγίων Αποστόλων, αλλά και των αγίων ανδρών και γυναικών που έζησαν εν Πνεύματι Αγίω. Η Παράδοση αυτή έμεινε ζωντανή και ακέραιη δια των αποφάσεων των Οικουμενικών και των άλλων συνόδων, δια των συγγραμμάτων των αγίων, δια της λατρείας του Θεού, δια της εκκλησιαστικής τέχνης, αλλά και με κάθε άλλο τρόπο που ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος καθοδήγησε την Εκκλησία Του. Κι όσοι δέχτηκαν την πρόσκληση του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού και αποδέχτηκαν την πίστη σε όλα όσα η αγάπη Του έπραξε, όλοι αυτοί, μέσα στους αιώνες που πέρασαν, έγιναν μέλη του «σώματός» Του, της Εκκλησίας Του, και βάσταξαν και διατήρησαν το θησαυρό της πίστεως, που τους εμπιστεύθηκε ο ίδιος ο Ιησούς. Κράτησαν ζωντανή την Παράδοση της Εκκλησίας μας, που τελικά είναι Αυτός ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο Χριστός. Και τούτο, γιατί Αυτός είναι η σωτηρία, «εν ουδενί άλλω η σωτηρία», η τελειότητα και η αιώνιος Ζωή · «αύτη εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν». Η Εκκλησία λοιπόν, ως «σώμα Χριστού» γνωρίζει, βιώνει, διαφυλάττει και παρουσιάζει στον κόσμο τον Ιησού Χριστό ως σωτήρα και λυτρωτή. Γι’ αυτό αγιάζει όσους πιστεύουν και αγωνίζονται πνευματικά να ζήσουν τη ζωή του Χριστού στη ζωή τους. Αυτή την παρακαταθήκη οφείλει να κρατήσει ακέραιη η Εκκλησία μέσα σ’ ένα κόσμο που πορεύεται μακριά από την εν Χριστώ ζωή · μέσα από τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζει η ίδια η Εκκλησία, στα όποια μέλη της, που δεν παύουν να είναι άνθρωποι· μέσα από τις όποιες παραμορφώσεις προσπάθησαν και προσπαθούν να φτιάξουν στην εικόνα του Θεανδρικού Προσώπου του Κυρίου οι κατά καιρούς αιρετικοί… Τελικά ο αγώνας της Εκκλησίας γίνεται προς όσους αλλοιώνουν την αλήθεια της πίστεως και άρα αποκλείουν την οδό της σωτηρίας στους ανθρώπους. Αν η σωτηρία είναι μόνον ο Χριστός δια Πνεύματος Αγίου, τότε καθένας που φτιάχνει το δικό του «χριστό» αποκλείει τη σωτηρία και την αλήθεια της πίστεως από τους άλλους ανθρώπους και έτσι οι άνθρωποι μένουν αβοήθητοι και ανήμποροι να γνωρίσουν την αλήθεια, να ενωθούν με το Θεό τους και να ολοκληρωθούν. Γι αυτό και ο απ. Παύλος έγραφε στον Τιμόθεο: «στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι’ επιστολής ημών». Η Παράδοση της Εκκλησίας τελικά είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη