Ψάλλει ὁ πνευματοφόρος θεῖος ψαλμωδός, ἀγγίζοντας τίς ἠχηρές χορδές τοῦ ψαλτηρίου του.
Δέν μποροῦσα νά τόν προσέξω, ὅσο βρισκόμουν στούς δυνατούς θορύβους του κόσμου. Τώρα, στήν ἡσυχία τῆς μονώσεως, ἀρχίζω ν᾿ ἀφουγκράζομαι τόν μυστικό ψαλμωδό. Τώρα οἱ ἥχοι καί ὁ ὕμνος του μοῦ γίνονται πιό κατανοητοί. Σάν ν᾿ ἀπέκτησα δυό νέες ἱκανότητες, τήν ἱκανότητα νά τόν προσέχω καί τήν ἱκανότητα νά τόν κατανοῶ. Οἱ ἥχοι του γεννοῦν μέσα μου ἕνα πρωτόγνωρο αἴσθημα καί τά λόγια του μιά καινούργια ἀντίληψη, ἀντίληψη θαυμαστή, ναί, θαυμαστή, σάν τή θεία σοφία.
Σαούλ, πάψε νά παραφέρεσαι! Ἄς φύγει μακριά σου τό πονηρό πνεῦμα! Γιατί τώρα ψάλλει ὁ ἅγιος Δαβίδ, παίζει τό μελωδικό του ψαλτήρι!
Σαούλ ἀποκαλῶ τόν νοῦ μου, πού ἀναστατώνεται καί ταράζεται ἀπό τούς λογισμούς τοῦ πονηροῦ κοσμοκράτορα. Αὐτός, ὁ νοῦς μου, τόσο κατά τήν πλάση του ὅσο καί κατά τή λύτρωσή του ἀπό τή θυσία τοῦ Θεανθρώπου, ὁρίστηκε ἀπό τόν Θεό βασιλιάς καί κυρίαρχος τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μου. Ἔγινε, δηλαδή, ὅ,τι καί ὁ Σαούλ. Μόλις ἐγκαθιδρύθηκε ἡ βασιλεία τοῦ Ἰσραήλ.
Παρακούοντας, ὅμως, ὁ νοῦς μου τόν Θεό, καταπατώντας τίς ἐντολές Του καί φεύγοντας μακριά Του, στερήθηκε τό ἀξίωμά του καί τή θεία χάρη. Οἱ ψυχικές καί οἱ σωματικές μου δυνάμεις δέν ὑποτάσσονται πιά σ᾿ αὐτόν. Καί ὁ ἴδιος βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος.
Ψάλλει ὁ ἅγιος Δαβίδ. Προαναγγέλλει τά λόγια τοῦ οὐρανοῦ. Οἱ ἥχοι τοῦ ψαλτηρίου του εἶναι ἥχοι οὐράνιοι. Καί θέμα τῶν ὕμνων του εἶναι ἡ μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀδελφοί, ἄς ἀκούσουμε τή θεία διδασκαλία πού περιέχεται στή θεία ψαλμωδία! Ἄς ἀκούσουμε τίς λέξεις μέ τίς ὁποῖες μᾶς μιλᾶ καί τούς ἥχους μέ τούς ὁποίους μᾶς βροντοφωνάζει ὁ οὐρανός!
Ἐσεῖς πού ἀναζητᾶτε τήν εὐτυχία, ἐσεῖς πού κυνηγᾶτε τήν ἡδονή, ἐσεῖς πού διψᾶτε γιά ἀπόλαυση, ἐλᾶτε! Ἀκοῦστε τήν ἱερή ψαλμωδία, ἀκοῦστε τή σωτήρια διδαχή! Ὥς πότε θά περιπλανιέστε, ὥς πότε θά ψάχνετε στίς λαγκαδιές καί τά βουνά, στίς ἀδιάβατες ἐρημιές καί τά πυκνά δάση; Ὥς πότε θά βασανίζεστε, κάνοντας ἕναν ἀγώνα συνεχή ἀλλά μάταιο, ἕναν ἀγώνα πού δέν ἔχει κανέναν καρπό, κανένα σταθερό ἀπόκτημα; Ἀκοῦστε μέ διάθεση ὑπακοῆς. Ἀκοῦστε τί λέει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέ τό στόμα τοῦ Δαβίδ γιά τή μακαριότητα πού ἀναζητοῦν καί ποθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.
Ἄς σωπάσουν ὅλα γύρω μου! Ἄς σωπάσουν ἀκόμα κι οἱ λογισμοί μέσα μου! Ἄς σωπάσει κι ἡ καρδιά! Ἄς ἐνεργεῖ μόνο ἡ εὐλαβική προσοχή! Αὐτή ἄς βάζει στήν ψυχή ἅγιες ἐντυπώσεις καί σκέψεις!
Ὁ Δαβίδ ἦταν βασιλιάς. Μά δέν εἶπε πώς ὁ βασιλικός θρόνος εἶναι πηγή τῆς μακαριότητας τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Δαβίδ ἦταν στρατηλάτης καί ἥρωας. Ἀπό τά νιάτα του ὥς τά γεράματά του μαχόταν μέ ἀλλοφύλους σέ αἱματηρούς πολέμους. Πόσες μάχες ἔδωσε! Πόσες νίκες πέτυχε! Τά σύνορα τοῦ βασιλείου του τά μετατόπισε ἀπό τίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη στίς ὄχθες τοῦ Εὐφράτη. Ποτέ του, ὡστόσο, δέν εἶπε ὅτι στή δόξα τοῦ νικητῆ καί τοῦ κατακτητῆ βρίσκεται ἡ μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Δαβίδ συγκέντρωσε μέ τό ξίφος του ἀμύθητα πλούτη. Τό χρυσάφι ἦταν σωριασμένο στίς ἀποθῆκες του σάν μπακίρι καί τό ἀσήμι σάν μαντέμι. Δέν εἶπε, ὅμως, ὅτι στόν πλοῦτο βρίσκεται ἡ μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Δαβίδ γεύθηκε ὅλες τίς ἐπίγειες ἀπολαύσεις. Μά σέ καμιάν ἀπ᾿ αὐτές δέν βρῆκε τή μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Δαβίδ, ὅταν ἦταν παιδί, ἔβοσκε τά πρόβατα τοῦ πατέρα του Ἰεσσαί. Καί ξαφνικά, μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται ὁ προφήτης Σαμουήλ μέ ἁγισμένο λάδι, γιά νά χρίσει τό φτωχό βοσκόπουλο βασιλιά τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ1. Οὔτε κι αὐτή τήν ὥρα τῆς χρίσεώς του σέ βασιλιά τήν ἀνέφερε ὁ Δαβίδ ὡς ὥρα μακαριότητας.
Στίς ἄγριες ἐρημιές περνοῦσε ὁ Δαβίδ τίς μέρες τῶν παιδικῶν του χρόνων. Ἐκεῖ οἱ μυῶνες του ἄρχισαν νά ἀναπτύσσονται καί ν᾿ ἀποκτοῦν τή δύναμη μυώνων παλικαριοῦ. Δίχως ὄπλα, μόνο μέ τά χέρια του, ριχνόταν σέ θηρία, λιοντάρια καί ἀρκοῦδες, καί τά ἔπνιγε2. Τότε ἄρχισε καί ἡ ψυχή του νά δέχεται οὐράνιες ἐμπνεύσεις. Τά χέρια ἐκεῖνα, πού νικοῦσαν τά λιοντάρια καί τίς ἀρκοῦδες, ἔφτιαξαν τό ψαλτήρι. Ἄγγιζαν τίς χορδές του, πού ἦταν τεντωμένες καί ρυθμισμένες ἔτσι ὥστε νά συμφωνοῦν μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, κι ἔκαναν νά ξεχύνονται ὁλόγυρα ἥχοι ἁρμονικοί, εὐχάριστοι, πνευματικοί, συνετοί. Αὐτοί οἱ ἥχοι ἀκούστικαν μακριά, πολύ μακριά, μέσ᾿ ἀπό τόν χρόνο, μέσ᾿ ἀπό τίς ἑκατονταετίες καί τίς χιλιετίες. Ἀναρίθμητες φωνές τούς ἐπανέλαβαν καί τούς ἐπαναλαμβάνουν. Καί τό ὄνομα τοῦ Δαβίδ δοξάζεται ὥς τά πέρατα τῆς γῆς σ᾿ ὅλους τούς χριστιανικούς αἰῶνες. Οὔτε στή ζωή τῆς ἐρήμου, ὅμως, μιά ζωή γεμάτη θαυμαστούς ἀγῶνες καί θαυμαστές ἐμπνεύσεις, δέν βρίσκει ὁ Δαβίδ τή μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου.
«Μακάριος ἄνθρωπος», λέει ὁ ψαλμωδός, «εἶναι ἐκεῖνος» –σ᾿ ὅποιον τόπο κι ἄν ζεῖ, ὅποιο κι ἄν εἶναι τό ἀξίωμά του, σ᾿ ὅποια κατάσταση κι ἄν βρίσκεται, – «πού δέν πορεύτηκε σύμφωνα μέ τά θελήματα τῶν ἀσεβῶν, οὔτε στάθηκε σέ δρόμο ἁμαρτωλῶν κι οὔτε κάθησε σέ στέκια διεφθαρμένων»3.
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού φυλάγεται ἀπό τήν ἁμαρτία, ὁ ἄνθρωπος πού φεύγει μακριά ἀπό τήν ἁμαρτία, μ᾿ ὅποια μορφή, μ᾿ ὅποιο ἔνδυμα κι ἄν τοῦ ἐμφανιστεῖ αὐτή, εἴτε ὡς ἄνομη πράξη, εἴτε ὡς λογισμός πού παρακινεῖ στήν ἀνομία, εἴτε ὡς αἴσθημα πού μεθᾶ μέ τήν ἁμαρτωλή ἀπόλαυση.
Ἀκόμα καί ἡ γυναίκα μέ τήν ἀσθενική της φύση, ἄν ἀποδιώχνει τήν ἁμαρτία μέ ἀνδρικό φρόνημα, εἶναι κι αὐτή ὁ ἄνθρωπος πού ὑμνεῖται ἀπό τόν Δαβίδ.
Ἀκόμα καί οἱ ἔφηβοι, ἀκόμα καί τά παιδιά, ἄν ἀντιστέκονται σταθερά στήν ἁμαρτία, δείχνοντας ἔτσι ἀνδρική ὡριμότητα πού μέτρο της είναι ὁ Χριστός4, συμμετέχουν σ᾿ αὐτή τή μακαριότητα.
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ὅλο του τό θέλημα τό ἔχει δοσμένο στόν νόμο τοῦ Θεοῦ5. Μακάρια εἶναι ἡ καρδιά πού ὡρίμασε γνωρίζοντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γνωρίζοντας ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἀγαθός6, κι αὐτή τή γνώση τήν ἀπέκτησε μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, μέ τήν ἕνωση τοῦ θελήματος της μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Μιά τέτοια καρδιά εἶναι ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος.
Μακάρια εἶναι ἡ καρδιά πού φλογίζεται ἀπό ζῆλο θεϊκό!
Μακάρια εἶναι ἡ καρδιά πού καίγεται ἀπό τήν ἀκόρεστη ἐπιθυμία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ! Μακαρία εἶναι ἡ καρδιά πού γλυκαίνεται καί ἀβάσταχτα ὑποφέρει ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό! Μιά τέτοια καρδιά εἶναι κατοικητήριο, παλάτι, θρόνος τῆς μακαριότητας!...
Ἀπό τά χαράματα κάθεται ὁ ἀετός στήν κορυφή κάποιου ψηλοῦ βράχου. Τά λαμπερά του μάτια ἀναζητοῦν μέ λαιμαργία κάποιο θήραμα. Ἔπειτα ἀνοίγει τά μεγάλα του φτερά καί ἀνεβαίνει στά γαλάζια ὕψη, πετᾶ στήν ἀπεραντοσύνη τοῦ οὐρανοῦ, ἀναζητώντας τή λεία του. Καί ὅταν τήν ἐντοπίσει, ρίχνεται σάν σαΐτα ἀνεβαίνει στά οὐράνια, μέ τήν λεία στά νύχια, κι ἐξαφανίζεται. Πηγαίνει στά ἀετόπουλά του, τά ταΐζει κι ὕστερα ἐπιστρέφει στή θέση του, πάνω στόν βράχο, ἤ πετᾶ στά οὐράνια, ἀναζητώντας ἄλλο θήραμα.
Ἔτσι κάνει κι ἡ καρδιά πού προσβλήθηκε –σάν ἀπό ἀγιάτρευτη ἀρρώστια– ἀπό τήν ἀγάπη πρός τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ! Σ᾿ αὐτή τήν ἀγάπη ὑπάρχει ἡ μακαριότητα. Στίς ἐντολές δέν ὑπάρχει μόνο μιά πνευματική ἐργασία. Πίσω ἀπ᾿ αὐτές κρύβεται καί μέσ᾿ ἀπ᾿ αὐτές φανερώνεται ἡ πνευματική σκέψη. «Μέ τίς ἐντολές σου ἀπέκτησα σύνεση», λέει ὁ προφήτης. «Μ᾿ ὅλη μου τήν καρδιά Σέ ἀναζήτησα!... Ἔτρεξα στόν δρόμο τῶν ἐντολῶν Σου, ὅταν μέ βοήθησες νά τίς κατανοήσω!... Μελετοῦσα τίς ἐντολές Σου, πού τίς ἀγάπησα ὑπερβολικά!... Ὁ νόμος, πού βγῆκε ἀπό τό στόμα Σου, εἶναι καλύτερος ἀπό χιλιάδες νομίσματα χρυσά καί ἀσημένια!... Μές στήν καρδιά μου ἔκρυψα τά λόγια Σου, γιά νά μήν ἁμαρτήσω ἀπέναντί Σου!... Θά νιώσω ἀγαλλίαση στά λόγια Σου, σάν κάποιος πού βρῆκε λάφυρα πολλά!... Ὁδήγησέ με στόν δρόμο τῶν ἐντολῶν Σου, γιατί αὐτόν πόθησα»7.
Ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, οἱ ἄνθρωποι τρέχουν στίς δουλιές τους. Ὁ καθένας ἔχει τόν δικό του σκοπό, τή δική του πρόθεση. Ὁ σκοπός καί ἡ πρόθεση σέ κάθε ἀνθρώπινη ἀσχολία εἶναι ὅ,τι καί ἡ ψυχή στό σῶμα. Ἕνας ἀγωνίζεται καί νοιάζεται γιά τή συγκέντρωση ὑλικῶν θησαυρῶν, ἄλλος γιά τήν ἐξασφάλιση ποικίλων ἀπολαύσεων καί ἄλλος γιά τήν ἀπόκτηση ἐγκόσιας καί μάταιης δόξας. Ἄλλος, τέλος, σκέφτεται καί ἰσχυρίζεται πώς οἱ ἐνέργιες του ἀποβλέπουν στήν ὠφέλεια τῆς πολιτείας καί τῆς κοινωνίας.
Ὅποιος βάζει πάνω ἀπ᾿ ὅλα τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, αὐτός μ᾿ ὅλες τίς δραστηριότητες καί μ᾿ ὅλα τά ἔργα του στοχεύει στήν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτόν ὁ κόσμος μεταβάλλεται σέ βιβλίο ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, βιβλίο πού τό διαβάζει μέ τίς πράξεις του, μέ τή συμπεριφορά του, μέ τή ζωή του. Ὅσο περισσότερο μελετᾶ ἡ καρδιά του αὐτό τό βιβλίο, τόσο φωτίζεται μέ τόν πνευματικό λογισμό, τόσο ἀποκτᾶ θέρμη, ζῆλο καί προθυμία ν᾿ ἀκολουθήσει τόν δρόμο τῆς εὐσέβειας καί τῆς ἀρετῆς. Ἀποκτώντας τά φλογερά φτερά τῆς πίστεως, ἀρχίζει νά περιφρονεῖ κάθε φόβο πού προκαλεῖ ὁ ἐχθρός, νά περνᾶ πάνω ἀπό κάθε βάραθρο καί νά ἀναλαμβάνει κάθε καλή πρωτοβουλία. Μιά τέτοια καρδιά εἶναι μακάρια! Μιά τέτοια καρδιά εἶναι ὁ μακάριος ἄνθρωπος.
Ὅταν ἔρχεται ἡ νύχτα μέ τίς σκιές της, μέ τό χλωμό φῶς τῶν ἀστεριῶν, οἱ ἄνθρωποι μαζεύονται στά σπίτια τους, στά καταλύματά τους, ὄπου συχνά κυριαρχεῖ ἡ πλήξη, τό κενό τῆς ψυχῆς. Μέ ἀνόητες διασκεδάσεις προσπαθοῦν νά ξεχάσουν τά βάσανά τους. Ἡ ἀργόσχολη ζωή καί ἡ διαφθορά τῶν ἠθῶν ὁδηγοῦν σέ θορυβώδη γλέντια. Καί τά σκεύη τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ –ὁ νοῦς, ἡ καρδιά, τό σῶμα– δίνονται ἀπό τόν Βαλτάσαρ γιά χρήση ἄνομη8.
Ὁ δοῦλος τῆς γῆς, ὁ δοῦλος τῶν πρόσκαιρων βιοτικῶν ἀσχολιῶν, μόλις ξεφύγει ἀπό τίς μέριμνες, στίς ὁποῖες βούλιαζε ὄλη τήν ἡμέρα, ἑτοιμάζει γιά τήν ἑπόμενη νέες μέριμνες μέσα στήν ἡσυχία τῆς νύχτας. Ὅλες οἱ μέρες του, ὅλες οἱ νύχτες του, ὄλη ἡ ζωή του εἶναι μιά θυσία στή ματαιότητα καί τή φθορά.
Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος, ἀντίθετα, μέσα στό δωμάτιό του, μέ τό ταπεινό καντήλι νά καίει μπροστά στίς εἰκόνες καί νά ξεχύνει ὁλόγυρα τό ἀμυδρό του φῶς, ἀπό μιά μόνο βασανιστική ἔγνοια συνέχεται, ἕνα πράγμα μόνο τόν ἀπασχολεῖ: Φέρνει στόν νοῦ του τή δραστηριότητα τῆς ἡμέρας του καί τή συγκρίνει μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό εἶναι χαραγμένο στίς ἱερές πλάκες, δηλαδή στήν Ἁγία Γραφή. Τά ἐλατώματα στή συμπεριφορά του, στούς λογισμούς του καί στίς κινήσεις τῆς καρδιᾶς του τά θεραπεύει μέ τή μετάνοια καί τά ξεπλένει μέ τά δάκρυα του. Γιά τήν ἀνακαίνισή του καί γιά τήν ἐνίσχυσή τοῦ ἀγώνα του ζητάει ἀπό τόν οὐρανό νέα δύναμη, νέο φωτισμό. Καί ὁ Θεός στήν ψυχή πού προσεύχεται μέ τήν ἐμπονη συναίσθηση τῆς μηδαμινότητας, τῆς ἀδυναμίας καί τῶν πτώσεών της, χαρίζει ἁγιοπνευματικό φωτισμό καί δύναμη ὑπερφυσική. Ἔτσι, «ἡ μιά μέρα μεταδίδει στήν ἄλλη λόγια σπουδαῖα καί ἡ μιά νύχτα μεταφέρει στήν ἄλλη γνώση ὠφέλιμη»9. Μιά τέτοια ζωή εἶναι διαρκής πρόοδος καί ἔχει συνεχή κέρδη, κέρδη αἰώνια. Ἔτσι ζεῖ ὁ μακάριος ἄνθρωπος.
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι «σάν δέντρο φυτεμένο ἐκεῖ πού τρέχουν τά νερά»10. Τό δένδρο αὐτό δέν φοβᾶται τίς καυτερές ἡλιαχτίδες, δέν φοβᾶται οὔτε τήν ἀναβροχιά. Γιατί πάντοτε οἱ ρίζες του ποτίζονται καλά. Δέν περιμένει τή βροχή, δέν ὑποφέρει ἀπό ἔλλειψη τροφῆς, ὅπως τά δέντρα πού εἶναι φυτεμένα σέ κακοτράχαλους ξερότοπους καί πού συχνά ἀρρωσταίνουν καί μαραίνονται.
Μέ δένδρο φυτεμένο σέ μέρος ψηλό, μέ δένδρο ἐκτεθειμένο στόν ἥλιο καί τούς ἀνέμους, μέ δένδρο πού σπάνια ποτίζεται ἀπό τή βροχή τοῦ οὐρανοῦ, μέ δένδρο πού ἐλάχιστα δροσίζεται ἀπό τήν πρωινή ὑγρασία, μέ τέτοιο δένδρο μοιάζει ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει καλή πρόθεση γιά τήν εὐσέβεια, ἀλλά ζεῖ ἀπρόσεκτα, μέ πολυπραγμοσύνη καί ἀκαταστασία, καί μελετᾶ ἐπιφανειακά τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Καμιά φορά φρεσκάρεται ἀπό τή δροσιά τῆς κατανύξεως. Καμιά φορά στήν ξερή ψυχή του πέφτει ἡ ζωογόνα βροχή τῶν δακρύων τῆς μετάνοιας. Καμιά φορά ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά του στρέφονται στόν Θεό. Αὐτές οἱ καταστάσεις, ὅμως, δέν εἶναι καί δέν μποροῦν νά εἶναι μόνιμες, οὔτε κάν μεγάλης διάρκειας. Τά πνευματικά διανοήματα καί τά εὐλαβικά αἰσθήματα, ὅταν δέν φωτίζονται ἀπό τήν ὁλοκάθαρη καί πλήρη γνώση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀσαφή καί ἀθεμελίωτα, γι᾿ αὐτό καί δέν ἔχουν δύναμη, δέν ἔχουν ζωή.
Ὅποιος διδάσκεται καί καθοδηγεῖται μέρα-νύχτα ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι «σάν δένδρο φυτεμένο ἐκεῖ πού τρέχουντά τά νερά». Οἱ ρίζες του βρίσκονται πάντοτε μέσα σέ δροσερό καί ζωογόνο νερό. Ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά του –αὐτές εἶναι οἱ ρίζες τοῦ ἀνθρώπου– βρίσκονται πάντοτε μέσα στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τρέφονται ἀπό τόν ἅγιο αὐτό νόμο, ἀπό τόν ὁποῖο ἀκατάπαυστα ξεχύνονται μέ ὁρμή καί δύναμη πολλή τά καθάρια νερά τῆς αἰώνιας ζωῆς. Αὐτά τά νερά, αὐτή ἡ δύναμη, αὐτή ἡ ζωή εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού βρίσκεται στήν Ἁγία Γραφή, πού βρίσκεται στίς εὐαγγελικές ἐντολές.
Ὅποιος ἐμβαθύνει διαρκῶς στή Γραφή, ὅποιος τή μελετᾶ μέ ταπεινό πνεῦμα, ὅποιος ζητᾶ μέ τήν προσευχή τόν φωτιζμό τοῦ Θεοῦ, ὅποιος κατευθύνει σύμφωνα μέ τίς εὐαγγελικές ἐντολές ὅλες τίς πράξεις του καί ὅλες τίς μυστικές κινήσεις τῆς ψυχῆς του, αὐτός ὁπωσδήποτε θά γίνει μέτοχος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ἐγώ μετέχω», λέει τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά τόν ἑαυτό Του, «σ᾿ ὅλους αὐτούς πού Σέ φοβουνται καί πού φυλᾶνε τίς ἐντολές Σου»11.
Ἡ μελέτη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ θέλει ὑπομονή. Μέ τή μελέτη αὐτή, ὅμως, θά κερδίσεις τήν ψυχή σου. «Μέ τήν ὑπομονή σας», παραγγέλλει ὁ Κύριος, «κερδίστε τίς ψυχές σας»12. Αὐτή εἶναι ἡ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν! Αὐτή εἶναι ἐπιστήμη οὐράνια! Αὐτή εἶναι ἐπιστήμη πού ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό! Οἱ δρόμοι της εἶναι τελείως διαφορετικοί ἀπό τούς δρόμους πού ἀκολουθοῦν συνήθως οἱ ἐγκόσμιες ἐπιστῆμες, ἐπιστῆμες ἀνθρώπινες, ἐπιστήμες πού δημιουργήθηκαν ἀπό τή μεταπτωτική καί αὐτονομημένη σκέψη μας γιά τήν παραμονή μας στήν κατάσταση τῆ πτώσεως. Οἱ ἀνθρώπινες ἐπιστῆμες προξενοῦν ἀλαζονεία καί ἔπαρση στόν νοῦ, γεννοῦν καί αὐξάνουν τόν ἐγωισμό.
Ἡ θεία ἐπιστήμη ἀποκαλύπτεται στήν ψυχή πού εἶναι κατάλληλα προετοιμασμένη, στήν ψυχή πού ἔχει ἀποκτήσει συντριβή καί ἔχει ἐξομαλυνθεῖ μέ τήν αὐταπάρνηση, στήν ψυχή πού εἶναι σάν ἀνύπαρκτη ἀπό τήν πολλή ταπείνωση, στήν ψυχή πού εἶναι σάν καθρέφτης στόν ὁποῖο δέν ἀντανακλῶνται ἀνθρώπινες μορφές ἀλλά θεῖες εἰκόνες.
Ἡ θεία ἐπιστήμη εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ γιός τοῦ Σειράχ λέει γι᾿ αὐτήν: «Ἡ σοφία ἐξυψώνει τά παιδιά της καί νοιάζεται γι᾿ αὐτούς πού τήν ἀποζητοῦν. Ὅποιος τήν ἀγαπᾶ, ἀγαπᾶ τή ζωή· κι ὅσοι χαράματα ξυπνοῦν καί τή ζητοῦν, θά είναι γεμάτοι εὐφροσύνη. Αὐτός πού τήν κατέχει, θά ἔχει κληρονομιά στή δόξα· κι ὁ τόπους ὅπου αὐτή μπαίνει, θά εὐλογηθεῖ ἀπό τόν Κύριο. Αὐτοί πού τήν ὑπηρετοῦν, προσφέρουν λατρεία στόν ἅγιο Θεό· κι ὅσους τήν ἀγαποῦν, τούς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος. Ὅποιος τῆς εἶναι ὑπάκουος, θά γίνει κριτής στά ἔθνη· κι αὐτός πού τῆς ἀφοσιώνεται, θά κατοικήσει στό σπίτι του ἀσφαλής»13.
Τέτοια εἶναι ἡ θεία ἐπιστήμη! Τέτοια εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ! εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ! Σ᾿ αὐτήν ὁδηγοῦν ἡ ταπείνωση καί ἡ αὐταπάρνηση τοῦ λογισμοῦ μας. Γιατί στή θεία σοφία εἶναι ἀδύνατο νά φτάσει κανείς μέ τόν ἀνθρώπινο λογισμό. Μά κι αὐτή, ἄλλωστε,δέν τόν ἀποδέχεται, γιατί τόν θεωρεῖ ἀνόητο. Ὁ ἀνθρώπινος λογισμός, πραγματικά, εἶναι ἐχθρός τῆς θείας σοφίας. Ὄντας γεμάτος θρασύτητα καί ἐγωισμό, βλάσφημα τή θεωρεῖ τρέλα καί δέν τήν ἐμπιστεύεται, ἐπειδή ἐμφανίστηκε στούς ἀνθρώπους πάνω στόν Σταυρό καί ὅλοι τή νιώθουν νά τούς βλέπει ἀπό τόν Σταυρό. Τή θεία σοφία τήν προσεγγίζει μέ τή σταύρωση! Τή θεία σοφία τήν προσεγγίζει κανείς μέ τήν αὐταπάρνηση! Τή θεία σοφία τήν προσεγγίζει μέ τήν πίστη! «Ἄν πιστέψεις σ᾿ αὐτήν», συνεχίζει ὁ γιός τοῦ Σειράχ, «θά τήν πάρεις κληρονομιά σου»14.
Ἡ ἀληθινή καί θεάρεστη πίστη, πού δέν ἔχει τίποτα τό ψεύτικο καί ἀπατηλό, συνίσταται στήν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, στό ἀδιάκοπο καί φιλόπονο ρίζωμά τους μέσα στήν ψυχή μας, καθώς ἐπίσης καί στόν ἀγώνα ἐναντίον τῶν λογισμῶν καί ἐναντίον τῶν αἰσθησιακῶν ἐκείνων κινήσεων τῆς καρδιᾶς καί τοῦ σώματος πού μισεῖ ὁ Θεός.
Καί ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά καί τό σῶμα τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου βρίσκονται σέ ἔχθρα μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὁ μεταπτωτικός νοῦς δέν δέχεται τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ μεταπτωτική καρδιά δέν δέχεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἴδιο τό σῶμα, πού ὑπόκειται στή φθορά, ἔχει τό δικό του θέλημα, τό θέλημα πού ἀπέκτησε μέ τήν πτώση, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κάτοχος τῆς θανάσιμης γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ15.
Στενός καί γεμάτος δυσκολίες εἶναι ὁ δρόμος16 πού ὁδηγεῖ στή σοφία τοῦ Θεοῦ! Σ᾿ αὐτή τή σοφία μᾶς φέρνει ἡ ἁγία πίστη, πού ἐξουδετερώνει τίς ἐναντιώσεις καί τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς καί τοῦ σώματος τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου. Ἐδώ χρειάζεται ἡ ὑπομονή! Ἐδώ χρειάζονται ἡ σταθερότητα, ἡ συνέπεια καί ἡ καρτερία! «Μέ τήν ὑπομονή σας κερδίστε τίς ψυχές σας»17.
Ὅποιος θέλει νά ἔχει καρπό πνευματικό, ἄς κάνει καρτερικά πόλεμο, τόν ἀδιάκοπο, τόν γεμάτο μεταπτώσεις καί συμφορές πόλεμο ἐνάντια στήν ἁμαρτία! Τόν ἅγιο καρπό τοῦ Πνεύματος θά μπορέσει νά τόν δεῖ στό δέντρο τῆς ψυχῆς του μόνο ἐκεῖνος πού θά φροντίσει γι᾿ αὐτό μέ μεγάλη καί γενναία ὑπομονή! Ἄς ἀκούσουμε ἄλλη μιά φορά τόν σοφό γιό τοῦ Σειράχ: «Στήν ἀρχή ἡ σοφία βαδίζει μαζί μέ τόν μαθητή της μέσ᾿ ἀπό δρόμους δύσκολους. Φόβο καί δειλία θά τοῦ προξενήσει. Θά τόν γυμνάσει μέ τήν παιδαγωγία της, ὥσπου νά ἐμπνεύσει στήν ψυχή του τήν ἐμπιστοσύνη της, καί θά τόν δοκιμάσει μέ τίς ἀπαιτήσεις της. Ἔπειτα θά ξανάρθει ἴσα σ᾿ αὐτόν, θά τόν γεμίσει χαρά καί θά τοῦ φανερώσει τά μυστικά της»18.
Περνοῦν οἱ μέρες, οἱ μῆνες καί τά χρόνια. Φτάνει ὁ καιρός πού γνωρίζει μόνο ὁ Θεός, ὁ καιρός πού «ὁ Πατέρας τόν κρατᾶ στήν ἀποκλειστική Του ἐξουσία»19. Καί τότε, τό δέντρο τό «φυτεμένο ἐκεῖ ὅπου τρέχουν τά νερά»20, δίνει τόν καρπό του. Ὁ καρπός αὐτός δέν είναι ἄλλος ἀπό τήν κοινωνία μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁποία ὑποσχέθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ σ᾿ ὅλους ὅσοι πιστεύουν εἰλικρινά σ᾿ Ἐκεῖνον.
Ὑπέροχος καί θαυμαστός εἶναι ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος! Ἀνακαινίζει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο. Μεταφέρει τήν Ἁγία Γραφή στήν ψυχή. Χαράζει μ᾿ ἕνα ἀόρατο χέρι στίς πλάκες τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τόν Λόγο καί τό Πνεῦμα. Τότε ἐκπληρώνεται ἡ ὑπόσχεση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: «Μέσ᾿ ἀπό κεῖνον πού πιστεύει σ᾿ ἐμένα, καθώς λέει ἡ Γραφή, θά τρέξουν ποτάμια ζωντανό νερό»21. «Κι αὐτό τό εἵπε ἐννοώντας τό Πνεῦμα πού θά ἔπαιρναν ὅσοι θά πίστευαν σ᾿ Αὐτόν»22, ἐξηγεῖ ὁ ἀγαπημένος μαθητής τῆς Σοφίας, τοῦ Σωτήρα, ἀπό τόν ὁποῖο δέχτηκε τό χάρισμα τῆς θεολογίας.
Ἀκόμα «καί τά φύλλα» ἑνός τέτοιου δένδρου «δέν θά πέσουν»23. «Φύλλα», σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων, εἶναι οἱ σωματικοί κόποι. Καί γι᾿ αὐτούς θά πάρει ὁ ἀγωνιστής τόν μισθό του, δηλαδή τήν ἄφθαρτη ζωή μετά τήν ἀνακαίνιση καί ἀναγέννηση τῆς ψυχῆς ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Τό θέλημα τοῦ ἀνακαινισμένου ἀνθρώπου ταυτίζεται μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτός δέν ἐπιθυμεῖ πιά παρά μόνο ὅ,τι ἀρέσει στόν Θεό. Καί δέν κάνει παρά μόνο ὅ,τι θέλει ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό ἔχει τόν Θεό συμπαραστάτη σ᾿ ὅλα τά ἔργα του «καί πετυχαίνει καθετί πού κάνει»24.
Δέν συμβαίνει, ὅμως, τό ἴδιο καί μέ τούς ἀσεβεῖς! Ὁ θεόπνευστος Δαβίδ δέν τούς συγκρίνει μέ τά δέντρα ἤ μέ ὁτιδήποτε ἄλλο πού ἔχει τά χαρακτηριστικά τῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτούς ἡ σύγκριση εἶναι τελείως διαφορετική. «Δέν εἶναι ἔτσι οἱ ἀσεβεῖς, δέν εἶναι ἔτσι!», ψάλλει ὁ προφήτης βασιλιάς. «Αὐτοί εἶναι σάν τή σκόνη, πού τήν παίρνει ὁ ἄνεμος (καί τήν ἐξαφανίζει) ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς»25.
Ἀσεβεῖς! Εἶστε σκόνη ἄψυχη, πού τή σηκώνει ὁ ὁρμητικός ἀνεμοστρόβιλος, δηλαδή ἡ θορυβώδης ματαιότητα τοῦ κόσμου, τήν ἁρπάζει ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς καί τή στροβιλίζει στόν ἀέρα σάν πυκνό σύννεφο, πού σκεπάζει τόν ἥλιο καί ὅλη τή φύση.
Μήν κοιτᾶς αὐτό τό σύννεφο! Μήν πιστεύεις στά μάτια σου, πού σέ ἀπατοῦν! Ἡ τιποτένια, ἡ ἀσήμαντη σκόνη ἐμφανίζεται ψεύτικα μπροστά τους σάν σύννεφο. Κλεῖσε γιά μιά στιγμή τά μάτια, καί τό σύννεφο τῆς σκόνης, πού σηκώνεται ἀπό ἕναν δυνατό ἀλλά στιγμιαῖο ἀνεμοστρόβιλο, θά περάσει δίχως νά βλάψει τήν ὅρασή σου. Ὕστερ᾿ ἀπό μιά στιγμή ἄνοιξε τά μάτια καί κοίτα. Ποῦ εἶναι τό τεράστιο αὐτό σύννεφο; Θά ψάξεις γιά τά ἴχνη του, μά δέν θά βρεῖς τίποτα. Κανένα σημάδι δέν θά μαρτυρεῖ τήν ὕπαρξή του.
Μέ στίχους καί ἤχους ἀπειλητικούς μιλᾶ ὁ Δαβίδ στή συνέχεια γιά τή φοβερή καί ἀναπόφευκτη καταδίκη τῶν ἀσεβῶν: «Γι᾿ αὐτό οἱ ἀσεβεῖς δέν θά ἀναστηθοῦν κατά τήν κρίση, οὔτε οἱ ἁμαρτωλοί θά ἀναστηθοῦν μαζί μέ τούς δικαίους»26. Οἱ ἀσεβεῖς δέν θά συμμετέχουν στήν πρώτη ἀνάσταση, τήν ὁποία περιγράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψη27, ὅπως δέν συμμετέχουν καί στήν ἀνάσταση τήν πνευματική, ἡ ὁποία πραγματώνεται ἀπό αὐτή τή ζωή, ὅταν ἀγγίζει τήν ψυχή τό παντοδύναμο Πνεῦμα καί τήν ἀναγεννᾶ σ᾿ ἕναν καινούργιο κόσμο.
Μέ τήν πνευματική ἀνάσταση ἡ ψυχή παίρνει ζωή θεϊκή! Ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά φωτίζονται, ἀποκτοῦν λογισμό πνευματικό. «ὁ πνευματικός λογισμός εἶναι αἴσθηση τῆς ἀθάνατης ζωῆς», ὁρίζουν οἱ πνευματοφόροι Πατέρες28. Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ λογισμός εἶναι γνώρισμα τῆς ἀναστάσεως. Ἀπεναντίας, ἡ «σαρκική σοφία»29, ἡ σοφία τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, εἶναι ὁ ἀόρατος θάνατος τῆς ψυχῆς30. Ὁ πνευματικός λογισμός εἶναι ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέ τόν πνευματικό λογισμό ὁ ἄνθρωπος βλέπει τήν ἁμαρτία, βλέπει τά πάθη πού ὑπάρχουν στόν ἑαυτό του καί στούς ἄλλους, βλέπει τίς παγίδες τοῦ κοσμοκράτορα, ἀνατρέπει κάθε λογισμό πού ἐναντιώνεται στόν λογισμό τοῦ Χριστοῦ31, διώχνει μακριά του τήν ἁμαρτία, μ᾿ ὅποια μορφή κι ἄν αὐτή τόν πλησιάσει. Γιατί ὁ πνευματικός λογισμός εἶναι ἡ βασιλεία, εἶναι τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν νοῦ καί τήν καρδιά.
«Οἱ ἀσεβεῖς δέν θά ἀναστηθοῦν κατά τήν κρίση»32δέν θά ἀναστηθοῦν ὡς πρός τόν πνευματικό λογισμό! Αὐτός ὁ λογισμός ἀνήκει μόνο στούς δικαίους, εἶναι ἡ κληρονομιά τους. Αὐτός ὁ λογισμός εἶναι ἀπρόσιτος καί ἀκατανόητος στούς ἀσεβεῖς καί ἁμαρτωλούς. Αὐτός ὁ λογισμός εἶναι θεόπτης :Μόνο «ὅσοι ἔχουν καθαρή καρδιά θά δοῦν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ»33.
Ὁ δρόμος τῶν ἀσεβῶν εἶναι μισητός στόν Θεό. Τόσο ξένος καί τόσο ἀποτρόπαιος στόν Κύριο εἶναι αὐτός ὁ δρόμος, πού στή Γραφή Ἐκεῖνος ἐμφανίζεται σάν νά μήν τόν γνωρίζει. Ἀπέναντίας, ὁ δρόμος τῶν εὐσεβῶν, ὁ δρόμος τῆς ἀλήθειας, εἶναι τόσο εὐάρεστος στόν Θεό, πού, σύμφωνα μέ τή Γραφή, Ἐκεῖνος τόν ἀναγνωρίζει: «Ἀναγνωρίζει ὁ Κύριος τόν δρόμο τῶν δικαίων»34 καί είναι ὁ μόνος πού τόν ἀναγνωρίζει. Ώ μακάριε δρόμε! Ἐσύ ὁδηγεῖς στόν Θεό! Εἴσαι κρυμμένος μέσα στόν ἄπειρο Θεό! Ἀρχή σου εἶναι ὁ Θεός καί τέλος σου ὁ Θεός! Εἴσαι ἄπειρος, ὅπως ὁ ἄπειρος Θεός!
Ὁ δρόμος τῶν ἀσεβῶν δέν εἶναι ἄπειρος. Ἔχει ὅρια, ἔχει πικρό τέρμα! Τελειώνει σ᾿ ἕναν βαθύ καί σκοτεινό γκρεμό, στό αἰώνιο κατοικητήριο τοῦ αἰώνιου θανάτου. Σ᾿ αὐτόν τόν φοβερό γκρεμό, ὅπου ὁδήγησε κι ἔριξε πρωτύτερα ὅσους τόν ἀκολούθησαν, θά χαθεῖ ὁριστικά ὁ δρόμος τῶν ἀσεβῶν.
«Ἀναγνωρίζει ὁ Κύριος τόν δρόμο τῶν δικαίων, ἐνῶ ὁ δρόμος τῶν ἀσεβῶν θά καταλήξει στήν καταστροφή»35.
«Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δέν πορεύτηκε σύμφωνα μέ τά θελήματα τῶν ἀσεβῶν»36.
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δέν παρασύρεται ἀπό τόν τρόπο σκέψεως τῶν ἀσεβῶν, ἀπό τούς κανόνες τῆς ζωῆς τῶν ἀσεβῶν, ἀπό τή συμπεριφορά καί τή διαγωγή τῶν ἀσεβῶν, ἀλλά «τό θέλημά του τό ἔχει δοσμένο στόν νόμο τοῦ Κυρίου»37.
Ἔτσι ψάλλει ὁ οὐράνιος, ὁ θεσπέσιος ὑμνωδός. Κι ὁ ἐρημίτης ἀφουγκαζόταν τόν ἅγιο καί θεόπνευστο ὕμνο του...
Μονή Ἁγίου Νικολάου Μπαμπάγιεφ
1847
1 Βλ. Α΄ Βασ. 16:1-13.
2 Βλ. Α΄ Βασ. 17:34-35.
3 Ψαλμ. 1:1.
4 Πρβλ. Ἐφ. 4:13.
5 Βλ. Ψαλμ. 1:2.
6 Βλ. Ψαλμ. 33:9.
7 Ψαλμ. 118:104, 10, 32, 47, 72, 11, 162, 35.
8 Βλ. Δαν. 5:1-4.
9 Ψαλμ. 18:3.
10 Ψαλμ. 1:3.
11 Ψαλμ. 118:63. Πρβλ. Τό Γεροντικόν, Ἀββάς Ποιμήν, ἀποφθέγματα ρλς΄.
12 Λουκ. 21:19.
13 Σοφ. Σειρ. 4:11-15.
14 Σοφ. Σειρ. 4:16.
15 Βλ. Γεν. 2:9, 17· 3:1-7.
16 Πρβλ. Ματθ. 7:14.
17 Λουκ. 21:19.
18 Σοφ. Σειρ. 4:17-18.
19 Πραξ. 1:7.
20 Ψαλμ. 1:3.
21 Ἰω. 7:38.
22 Ἰω. 7:39.
23 Ψαλμ. 1:3.
24 Ὅ.π.
25 Ψαλμ. 1:4.
26 Ψαλμ. 1:5.
27 Βλ. Ἀποκ. 20:5-6.
28 Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, ΛΗ΄, 7-8.
29 Β΄ Κορ. 1:12.
30 Βλ΄ Ρωμ. 8:4-6.
31 Πρβλ. Β΄ Κορ. 10:5.
32 Ψαλμ. 1:5.
33 Ματθ. 5: 8.
34 Ψαλμ. 1:6.
35 Ὅ.π.
36 Ψαλμ. 1:1.
37 Ψαλμ. 1:2.
Πηγή: (Ἀπό τό βιβλίο “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ” Τόμος Γ΄ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ), Χριστός Παναγία, Αναβάσεις