Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Κυριακὴ τοῦ Ἀντίπασχα ἢ τοῦ Θωμᾶ. Σχετικὴ εἶνε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούστηκε (Ἰω. 20,19-31). Τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ εἶνε σπουδαιότατο. Τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ ἀναστὰς Κύριος κατὰ τὴν ἐμφάνισί του μὲ τὸ Θωμᾶ ἀφοροῦν ὄχι μόνο τοὺς μαθητάς, ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπο, σὲ ὁποιοδήποτε χρόνο καὶ τόπο καὶ ἂν ζῇ.
Διότι ὅσο κι ἂν προοδεύσῃ τεχνικῶς καὶ ἐπιστημονικῶς, μέσα στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του ἔχει κάποιο δρᾶμα. Ζῇ τὸ αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἁμαρτία. Θά ᾿πρεπε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο νὰ τ᾿ ἀκούσῃ ὅλος ὁ κόσμος.
* * *
Τί λέει; Ὅτι οἱ μαθηταὶ ἦταν κλεισμένοι μέσα σ᾽ ἕνα σπίτι καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ βγοῦν ἀπὸ ᾿κεῖ, οὔτε κἂν τὰ παράθυρα ν᾿ ἀνοίξουν, «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», γιατὶ φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους (ἔ.ἀ. 20,19). Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν συμβαίνει καὶ σήμερα; Τὰ ἔθνη, μικρὰ καὶ μεγάλα, εἶνε κλεισμένα στὸν χῶρο τους καὶ φοβοῦνται τὸ ἕνα τὸ ἄλλο.
Φόβος κυριαρχεῖ. Ἀγωνία καὶ ἄγχος πνίγει τὸν κόσμο, μήπως ἀπὸ κάποιο διαβολικὸ λάθος πέσῃ φωτιὰ πυρηνικῆς ἐνεργείας. Πόσο εὐτυχὴς θὰ ἦταν ὁ ταραγμένος κόσμος, ἐὰν μέσα στὰ διεθνῆ συνέδρια, ποὺ μαζεύονται οἱ μεγάλοι καὶ σπάζουν τὰ κεφάλια τους νὰ βροῦν λύσι στὰ προβλήματα Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, καλοῦσαν τὸ Χριστό!
Ὅπως τότε «ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον» τῶν φοβισμένων μαθητῶν (ἔ.ἀ.), ἔτσι θὰ ἐρχόταν πάλι, γιὰ νὰ πῇ τὴ λέξι ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, «Εἰρήνη ὑμῖν» (ἔ.ἀ.), καὶ νὰ προσφέρῃ τὸ πολυτιμότερο δῶρο, τὴν εἰρήνη. Διότι ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ εἰρήνη καὶ δίδει τὴν εἰρήνη.
Πρέπει ὅμως ὁ καθένας καὶ ὅλοι νὰ εἴμαστε ἄξιοι γιὰ νὰ λάβουμε τὸ ἀνεκτίμητο αὐτὸ δῶρο. Μέσα στὸν ταραγμένο κόσμο, τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο θά ᾿πρεπε νὰ τ᾿ ἀκούσουν ἰδίως ὅλοι οἱ ἄπιστοι καὶ ὀλιγόπιστοι, οἱ διανοούμενοι καὶ ἐπιστήμονες τῆς ἐποχῆς μας, αὐτοὶ ποὺ ζητοῦν πειστήρια καὶ ἀποδείξεις σὰν τὸ Θωμᾶ. Τέτοιος ἦταν καὶ αὐτός.
Ἐπὶ μία ἑβδομάδα εἶχε μεγάλα ἐρωτηματικά, ἐκυμαίνετο μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας. Ἀμφέβαλλε ἂν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Ἀλλ᾿ ὁ Κύριος δὲν τὸν ἔδιωξε, δὲν τὸν ἀπεδοκίμασε, δὲν ἀπέκλεισε τὴν ἔρευνα. Εἰδικῶς γι᾿ αὐτὸν ἐμφανίσθηκε, τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε· Παιδί μου, ἀμφιβάλλεις; ἔλα νὰ ἐρευνήσῃς· ἄγγιξε μὲ τὸ δάχτυλό σου στὶς πληγές μου καὶ θὰ πεισθῇς ὅτι εἶμαι ἐγώ.
Καὶ πράγματι ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἔ λεγε «Δὲν θὰ πιστέψω ποτέ ἂν δὲν τὸν δῶ», μετὰ τὴν αὐτοψία ποὺ ἔκανε ὁ ἴδιος, ὡμολόγησε τὴν πίστι του· μιὰ πίστι ὄχι τυφλή, ἀλλὰ τεκμηριωμένη μὲ ντοκουμέντα καὶ ἀποδείξεις. Καὶ τώρα ὑπάρχουν Θωμᾶδες.
Αὐτοὶ ἑορτάζουν σήμερα. Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶνε ἡμέρα τῶν Θωμάδων, τῶν δυσπίστων καὶ ἀπίστων. Αὐτοὺς καλεῖ σήμερα ὁ Χριστὸς καὶ τοὺς λέει· Ἐλᾶτε, παιδιά μου, ἐσεῖς ποὺ ἀμφιβάλλετε γιὰ μένα· ἐλᾶτε κοντά μου, ψηλα φῆστε με, ψάξτε, ἐρευνῆστε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μιὰ καὶ δυὸ καὶ τρεῖς καὶ πολλὲς φορές· καὶ μετὰ τὴν ἔρευνα θὰ πεισθῆτε.
Θά ᾿πρεπε ἀκόμη τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο νὰ τ᾿ ἀκούσουν – ποιοί; Νὰ τ᾿ ἀκούσῃ ὁ Ἄρειος. Μὰ πέθανε, θὰ πῆτε. Δυστυχῶς ὁ Ἄρειος δὲν πέθανε· στὶς μέρες μας παρουσιάστηκαν τὰ ἐγγόνια καὶ τρισέγγονά του, οἱ πράκτορες τοῦ Μπρούκλιν, μὲ ἄλλα λόγια οἱ χιλιασταί, ποὺ συγγενεύουν μὲ τὸν Ἄρειο· γιατὶ ὅ,τι ἔ λεγε ἐκεῖνος λένε κι αὐτοί.
Αὐτοὶ παίρνουν μιὰ γομμολάστιχα καὶ σβήνουν μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός. Ἂς ἀκούσουν ὅμως σήμερα τὸ Θωμᾶ, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ Χριστό, τὸν εἶδε, τὸν ἄγγιξε, τὸν ψηλάφησε, καὶ λέει· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20,28).
Κι ὅταν ἕνας ἄπιστος Θωμᾶς ὁμολογῇ σήμερα μὲ ὅλη του τὴν πεποίθησι «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου», ποιός εἶσαι σύ, κύριε χιλιαστά, ποὺ ἀρνεῖσαι τὸ δόγμα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ; Τέλος τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο θά ᾿πρεπε νὰ τ᾿ ἀκούσουν καὶ κάποιοι ἄλλοι αἱρετικοί, οἱ προτεστάντες ἢ εὐαγγελικοί.
Αὐτοὶ παίρνουν ἄλλη γομμολάστιχα τοῦ διαβόλου καὶ σβήνουν τὴν ἱερωσύνη. Οὔτε ἱερατεῖο, οὔτε παπᾶ, οὔτε μυστήρια, τίποτε δὲν παραδέχονται. Καθένας τους θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του παπᾶ. Ἀλλὰ κοντὰ σ᾿ αὐτοὺς ἂς τ᾿ ἀκούσουν καὶ ὡρισμένοι ὀρθόδοξοι πού, ἐνῷ παραδέχονται ἱερωσύνη, ἐν τούτοις στὸ ἱερατεῖο δὲν δείχνουν τὸν πρέποντα σεβασμό.
Ὅλοι αὐτοὶ ἂς ἀκούσουν τί λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ λόγια του τὰ σπουδαιότερα εἶνε αὐτά· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (ἔ.ἀ. 20, 23). Τί σημαίνουν αὐτά; Ὅτι σήμερα, πρὶν φύγῃ στοὺς οὐρανούς, ὁ Χριστὸς παραδίδει τὴν ἐξουσία του.
Ποῦ τὴν παραδίδει; Σὲ ὅλους; Ὄχι. Σὲ ποιούς; Στοὺς μαθητάς. Κι ὅταν πεθάνουν αὐτοί, ποῦ; Στοὺς διαδόχους των. Καὶ οἱ διάδοχοι στοὺς διαδόχους των. Αὐτὴ εἶνε ἡ λεγομένη ἀποστολικὴ διαδοχή. Καὶ ἔτσι μιὰ χρυσῆ ἁλυσίδα, ἡ ἱερατικὴ ἐξουσία, ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ φθάνει μέχρι σ᾽ ἐμᾶς, μέχρι τὸν τελευταῖο σημερινὸ ἱερέα. «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον…»· ἐπάνω σ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια στηρίζεται ἡ ἱερατικὴ ἐξουσία.
Ναί, ἀγαπητοί μου· αὐτὸς ὁ παπᾶς μὲ τὸ σχισμένο ῥάσο, αὐτὸς ὁ ἀγράμματος ποὺ τὸν κοροϊδεύουν οἱ δῆθεν ἐπιστήμονες, αὐτός, ὅταν φορῇ τὸ πετραχήλι καὶ ἱερουργῇ, δὲν εἶνε πλέον ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα ἄνθρωπος, ὁ Ἀντώνης, ὁ Κώστας, ὁ Γιάννης. Τὴν ὥρα ἐκείνη κρατάει τὰ κλειδιὰ τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ δὲν τὰ ἔχει κανένας ἄλλος. «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς…»· ὅποιους συγχωρεῖτε ἐσεῖς, συγχωρῶ κ᾿ ἐγώ.
Τὴν ἐξουσία αὐτὴ ὁ ἀναστὰς Χριστὸς δὲν τὴν ἔδωσε οὔτε σὲ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Τὴν ἔδωσε στοὺς ἱερεῖς. Καὶ οἱ ἱερεῖς τὴν ἀσκοῦν ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. Ναί· τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἁμαρτωλὸς γονατίζει μὲ δάκρυα μπροστὰ στὸν πνευματικὸ πατέρα, εἶνε τότε μπροστὰ στὸ Χριστό, καὶ ὁ ἱερεὺς ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ τοῦ λέει· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2. Μᾶρκ. 2,5).
Ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτα. Τὸ ὕψος τῆς ἱερωσύνης φαίνεται στὴ θεία λειτουργία. Ἔχετε πίστι; Τί εἶνε πάνω στὴν ἁγία τράπεζα; Ψωμὶ καὶ κρασί.
Ποιός θὰ κάνῃ τὸ ψωμὶ σῶμα Χριστοῦ καὶ τὸ κρασὶ αἷμα Χριστοῦ; Χιλιάδες λαϊκοὶ νὰ μαζευτοῦν, ὅλος ὁ κόσμος, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι νὰ μαζευτοῦν, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τὸ μυστήριο αὐτό. Ἕνας παπᾶς ἔχει αὐτὸ τὸ χάρισμα – ὤ θαῦμα τῶν θαυμάτων!
Γι᾿ αὐτὸ κάποιος ἅγιος εἶπε· Ἂν συναντήσῃς ἕναν ἄγγελο καὶ ἕνα παπᾶ, νὰ χαιρετίσῃς πρῶτα τὸν παπᾶ· νὰ φιλήσῃς πρῶτα τὸ χέρι τοῦ παπᾶ, κ᾿ ἔπειτα τὸ χέρι τοῦ ἀγγέλου. Γιατὶ στὸν ἱερέα ἔδωσε ἐξουσία μεγαλύτερη ὁ Χριστὸς ἀπ᾿ ὅ,τι ἔδωσε στοὺς ἀγγέλους.
* * *
–Ὥστε ὁ ῥασοφόρος εἶνε ἄγγελος; θὰ πῇς. Τότε πρέπει καὶ νὰ ζῇ σὰν ἄγγελος. Ὅμως ὁ ἄλφα παπᾶς κάνει τοῦτο, ὁ βῆτα δεσπότης κάνει ἐκεῖνο… Νά γιατί ἐγὼ δὲν πατάω στὴν ἐκκλησία… Ἀδελφέ μου, δὲν εἶμαι ὀπαδὸς τῆς συγκαλύψεως τῶν σφαλμάτων τοῦ κλήρου.
Ἀντιθέτως· ζητῶ, ἡ ἐκκλησία νὰ καθαριστῇ ἀπὸ ὅ,τι σαπρὸ καὶ νὰ ἐπανέλθῃ στὴν παλαιά της δόξα, τῶν πατέρων. Ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ μέχρι τὸ σημεῖο νὰ λές, Ἐγὼ δὲν πατάω στὴν ἐκκλησία γιατὶ τάχα ὁ παπᾶς εἶνε ἁμαρτωλὸς –κ᾿ ἐσὺ εἶσαι ἅγιος–, ὑπάρχει τεραστία ἀπόστασις. Ἄνθρωπέ μου· ἡ λειτουργία, ἢ τὴν κάνει ὁ πιὸ ἅγιος παπᾶς ἢ τὴν κάνει ὁ πιὸ ἁμαρτωλός, ἐφ᾿ ὅσον εἶνε κανονικῶς χειροτονημένος, ἔχει τὴν ἴδια δύναμι.
Μὴν ἔχεις καμμιά ἀμφιβολία. Ἕνας Χριστιανὸς ζύγιζε τοὺς παπᾶδες καὶ τοὺς εὕρισκε ὅλους σκάρτους. Κανένας δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἐξομολογήσῃ καὶ νὰ τὸν κοινωνήσῃ αὐτόν. Περίμενε νὰ βρῇ παπᾶ ποὺ νά ᾿νε ἄγγελος καὶ ἀρχάγγελος.
Μιὰ μέρα λοιπὸν βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἔρημο μέρος καὶ δίψασε. Βλέποντας ἐκεῖ ἕνα ῥυάκι ἔσκυψε καὶ ἤπιε. –Τί ὡραῖο νερό! εἶπε· ἀπὸ ποῦ βγαίνει ἆραγε; Προχώρησε κ᾿ ἔφθασε στὴν πηγή. Ἀλλ᾿ ἐκεῖ τί νὰ δῇ· βρώμα καὶ δυσωδία. Μέσα στὴν πηγὴ ἦταν ἕνα ψόφιο σκυλὶ καὶ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα του περνοῦσε τὸ νερό.
–Τί ἔπαθα! εἶπε. Τότε παρουσιάστηκε ἄγγελος καὶ τοῦ λέει·
–Τὸ νεράκι ποὺ σὲ δρόσισε εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας. Τὸ ψόφιο σκυλὶ εἶνε ὁ παπᾶς ὁ ἁμαρτωλός. Ἀλλὰ καὶ ψόφιο σκυλὶ νά ᾿νε, ὁ ποταμὸς τῆς θείας χάριτος φθάνει σ᾿ ἐσένα δι᾿ αὐτοῦ. Ἀγαπητοί μου! Νὰ τιμοῦμε τὴν ἱερωσύνη. Τιμώντας τὸν ἱερέα τιμοῦμε τὸ Χριστό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: Αναβάσεις