Σπανίως προσέχουμε την παρουσία του Θεού. Δεν βλέπουμε το Θεό μπροστά μας, δεν τον αισθανόμαστε δίπλα, μέσα μας! Ένας κόσμος ολόκληρος βρίσκεται στο σκοτάδι της αγνωσίας και στη σκιά του θανάτου, πεινασμένος και διψασμένος για την τροφή της ζωής, περιπλανώμενος σαν το πρόβατο χωρίς ποιμένα, καταπονημένος απ’ τις εχθρικές δυνάμεις του σκότους, μακριά από τον Κύριο που είναι τόσο κοντά μας. Ταξιδεύουμε στο δρόμο της ζωής και ο Χριστός είναι μαζί μας, όμως οι οφθαλμοί μας «κρατούνται», όπως εκείνων των δύο μαθητών που βάδιζαν προς Εμμαούς (Λουκ. 24:16).
Δεν βρισκόμαστε στο σκοτάδι εξαιτίας του ήλιου, αλλ’ επειδή κλεινόμαστε σ’ ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα. Δεν ταιριάζει στην αγαθότητα και αγάπη του Θεού, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο ον, να μην υπολογίσει αυτή την ιδιότητά μας και να μας επιβάλει τη θεία του παρουσία. Ο Θεός, ο οποίος είναι παντοδύναμος και πανταχού παρών, δεν μας επιβάλλεται, αλλά δέχεται να τον κρατάμε σε απόσταση, περιμένει εμείς να τον δούμε, να μην τον παραβλέψουμε. Αυτός ο παντοδύναμος περιμένει από μας να διώξουμε την απόσταση, στην οποία τον κρατάμε: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω» (Αποκ. 3:20).
Αλλά τι είναι η παράδοξη αυτή απόσταση ανάμεσα σε μας και το Θεό, ο οποίος είναι πανταχού παρών;
Ο Αδάμ στον παράδεισο αδιάκοπα ευφραινόταν με τη θέα του Θεού (Γεν. 3:8), ενώ, όταν αμάρτησε, κρύφτηκε από το πρόσωπο του Θεού. Δεν έγινε ο Θεός αόρατος, αλλά η αμαρτία έκρυψε τον άνθρωπο, ώστε να μη βλέπει το Θεό. Όπως ένα τείχος εμποδίζει την όραση και δεν βλέπει κανείς απ’ την άλλη πλευρά, έτσι και η αμαρτία κλείνει τον ορίζοντα της θέας του Θεού, μας κλείνει μέσα στον εαυτό μας σαν μέσα σ’ ένα τείχος, μας κάνει όλο και πιο ανόμοιους προς το Θεό και γι’ αυτό αισθανόμαστε όλο και πιο μακριά απ’ Αυτόν, ο οποίος είναι τόσο κοντά μας.
Μόνον η απαλλαγή από την αμαρτία εξαφανίζει το διαχωριστικό τείχος. Κατά το μέτρο που ο άνθρωπος προοδεύει στην εργασία της απαλλαγής από τα πάθη και στην επιτέλεση των εντολών, η ανομοιότητα εξαφανίζεται, η απόσταση μικραίνει και η παρουσία του Θεού γίνεται όλο και πιο ολοφάνερη, όλο και πιο φωτεινή. Γι’ αυτό και η αίσθηση της παρουσίας του Θεού δεν είναι κάτι στατικό, δεν είναι παντού και για όλους το ίδιο, αλλά ο καθένας βρίσκεται μπροστά στο Θεό σε διαφορετική απόσταση, σε μια απόσταση προσωπική, σύμφωνα με το πνευματικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται.
Αν και κάθε αμαρτία μάς απομακρύνει από το Θεό και η εργασία της απαλλαγής από τα πάθη μας πλησιάζει, εντούτοις μέσα στο πλήθος των αμαρτιών και των αρετών κάποιες έχουν ιδιαίτερη σημασία για το θέμα μας.
Ας σταματήσουμε στους δυο μαθητές που πορεύονταν προς Εμμαούς. Γιατί οι οφθαλμοί τους «εκρατούντο», ώστε να μη γνωρίσουν τον Διδάσκαλο; Το βλέπουμε από τη παρατήρηση, που τους κάνει ο Κύριος ονομάζοντάς τους ανόητους και «βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται» (Λουκ. 24:25). Η αδύνατη και αμφίβολη πίστη τους ήταν αυτό που εμπόδιζε τους οφθαλμούς τους, ώστε να μη βλέπουν το Χριστό. Η πίστη είναι «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. 11:1), γι’ αυτό οι οφθαλμοί της πίστης είναι πολύ πιο διεισδυτικοί από τους οφθαλμούς του σώματος και η όρασή τους δεν είναι απατηλή. Δεν αισθανόμαστε και δεν βλέπουμε τον Κύριο, που βρίσκεται μπροστά μας. Αυτό συμβαίνει από απιστία ή από την αδύναμη και αμφίβολη πίστη μας.
Ας δούμε και τους άλλους μαθητές που ψάρευαν μαζί με τον Πέτρο. Πλησίαζαν στην ακτή στεναχωρημένοι γιατί δεν είχαν πιάσει κανένα ψάρι ολόκληρη τη νύχτα. Κάποιος, που βρισκόταν στην αμμουδιά –αυτοί δεν ήξεραν ότι ήταν ο Ιησούς (Ιω. 21:4)– τους λέει να ρίξουν τα δίχτυα στα δεξιά του πλοίου και αυτοί ρίχνοντάς τα τα βγάζουν γεμάτα ψάρια. «Ο Κύριος εστίν» φώναξε ο μαθητής, τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς. Τον γνώρισε με τους οφθαλμούς της αγάπης. Η αγάπη σαν κάτι, από το οποίο δεν υπάρχει τίποτε μεγαλύτερο, μας δίνει μια γνώση πιο τέλεια απ’ ό,τι η πίστη, επειδή, όπως μας διαβεβαιώνει ο ίδιος ο μαθητής της αγάπης, «πας ο αγαπών γινώσκει τον Θεόν» (Α’ Ιω. 4:7).
Δεν βλέπουμε και δεν αισθανόμαστε την παρουσία του Κυρίου, διότι η αγάπη μας προς Αυτόν είναι ψυχρή ή λείπει εντελώς.
Η αδύνατη πίστη κρατούσε τους οφθαλμούς των μαθητών, ώστε να μην αναγνωρίζουν το Διδάσκαλο, ενώ η αγάπη του αγαπημένου μαθητή τον γνώρισε.
Η πίστη επομένως και η αγάπη μας βοηθούν να δούμε και να αισθανθούμε τον Κύριο, ο οποίος είναι πάντοτε μπροστά μας. Αυτή την εμπειρία είχε ο ψαλμωδός, όταν έλεγε: «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός» (Ψαλμ. 15:8). Και γι’ αυτό εξάλλου η Εκκλησία μας καλεί να πλησιάσουμε τον Κύριο στον ευχαριστιακό δείπνο «μετά… πίστεως και αγάπης». Αλλά η πίστη και η αγάπη είναι τα δύο άκρα της πνευματικής ανόδου, της οποίας, κατά τον άγιο Μάξιμο, οι βαθμίδες είναι η πίστη, ο φόβος του Θεού, η εγκράτεια, η υπομονή, η ελπίδα, η απάθεια και η αγάπη (Περί αγάπης Α’, 3). Επειδή η άνοδος από τη μία βαθμίδα στην άλλη γίνεται με μια ακατάπαυστη εργασία κάθαρσης από τα πάθη, γι’ αυτό «οι καθαροί τη καρδία τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5:8).
Γέροντας Πετρώνιος Προδρομίτης (†)
Πηγή: (Αποσπάσματα από το άρθρο «Εν τω φωτί τού προσώπου του Θεού». Περιοδικό Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 5 (1980).), Κοινωνία Ορθοδοξίας