Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, ἑώρτασε τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ποὺ μᾶς ὑπενθυμίζει ἕνα ἱστορικὸ γεγονός. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἶδε τὸ σταυρὸ στὸν οὐρανὸ μὲ τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα», νίκησε τοὺς εἰδωλολάτρες ἀντιπάλους του καὶ ἵδρυσε τὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία. Ἡ δὲ μητέρα του ἡ ἁγία Ἑλένη πῆγε στὸ Γολγοθᾶ, ἔσκαψε καὶ βρῆκε τὸν τίμιο σταυρό, ὁ πατριάρχης Ἰεροσολύμων Μακάριος τὸν ὕψωσε ψηλά, καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἔψαλλαν τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Ἀπὸ τότε οἱ ὀρθόδοξοι ἑορτάζουμε τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ τιμοῦμε τὸ σταυρό. Καὶ ὄχι μόνο τότε. Καθημερινῶς καμμιά ἀκολουθία δὲν ἀρχίζει χωρὶς σταυρό. Καὶ οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους κανονικά· ἀπὸ ᾿κεῖ θὰ σὲ καταλάβω ἂν εἶσαι ὀρθόδοξος. Ὁ σταυρός, ἂν τὸν κάνῃς μὲ πίστι, κάνει θαύματα. Αὐτὸς εἶνε τὸ γνώρισμα τῶν ὀρθοδόξων. Οἱ χιλιασταὶ σταυρὸ δὲν κάνουν. Πῶς θὰ καταλάβῃς κάποιον ἂν εἶνε χιλιαστής; Πές του νὰ κάνῃ τὸ σταυρό του. Ὁ χιλιαστής, τὸ χέρι νὰ τοῦ κόβῃς, σταυρὸ δὲν κάνει.
Σήμερα εἶνε Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσι. Καὶ τὰ ἀναγνώσματα ποὺ διαβάζονται εἶνε σχετικὰ μὲ τὸν τίμιο σταυρό. Περὶ σταυροῦ ὁμιλεῖ καὶ ὁ ἀπόστολος καὶ τὸ εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ πάρω μόνο πέντε λέξεις νὰ ἐξηγήσω.
* * *
Εἶπε ὁ Χριστός· «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν» (Μᾶρκ. 8,34). Δηλαδή· Ὅποιος θέλει νὰ ἔρθῃ κοντά μου, νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ.
Ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς εἶνε ὁ δημιουργὸς ὅλου τοῦ κόσμου. Ὁ ἥλιος, ἡ γῆ, ἡ ξηρά, τὰ νερά, οἱ πηγές, τὰ ποτάμια, οἱ θάλασσες, τὰ βουνά, τὰ δάση, οἱ κάμποι, τὰ ζῷα, τὰ πουλιά, ὅλα εἶνε δικά του δημιουργήματα. Μόνο αὐτὸς ὁ μικροσκοπικὸς πλανήτης ἔχει αὐτὰ τὰ ἀγαθά.
Στὸ φεγγάρι νερὸ δὲν ὑπάρχει, ὀξυγόνο δὲν ὑπάρχει, καρποὶ δὲν ὑπάρχουν, ἀρνὶ δὲν βοσκάει, τίποτα. Ὅπως οἱ ἄρρωστοι στὸ νοσοκομεῖο, ἔτσι καὶ οἱ ἀστροναῦτες ποὺ πῆγαν ἐκεῖ εἶχαν μαζί τους μπουκάλες ὀξυγόνου γιὰ ν᾿ ἀναπνέουν. Ὦ ἄνθρωπε, ἐδῶ στὴ Γῆ τά ᾿χεις ὅλα, καὶ δὲν λὲς ἕνα εὐχαριστῶ· ἀχάριστε! τὴ μπουκιὰ ἔχεις στὸ στόμα καὶ βλαστημᾷς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Ἂν μποροῦσα, θὰ ἐπέβαλλα σὲ κάθε ἄθεο καὶ βλάσφημο μιά τιμωρία – αὐτὴ τοὺς ταιριάζει· νὰ τοὺς βάλῃς σ᾿ ἕνα διαστημόπλοιο καὶ νὰ τοὺς πετάξῃς στὸ φεγγάρι· ἔτσι θὰ μάθουν ἂν ὑπάρχῃ Θεός.
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν δημιούργησε τὰ πάντα. Καὶ τὸ πιὸ ὑπέροχο δημιούργημα, ποὺ δείχνει τὴ σοφία τὴν ἀγαθότητα τὴν παντοδυναμία του, εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος διαφέρει ἀπὸ τὰ κτήνη. Δὲν εἶνε, ὅπως λένε μερικοί, ἀπὸ τὸν πίθηκο· ἔχει τεράστια διαφορά. Χάσμα μέγα χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ζῷα. Τὰ ζῷα περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα, μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω· ὁ ἄνθρωπος βαδίζει ὄρθιος. Γιατί; Γιὰ νὰ βλέπῃ ψηλὰ καὶ νὰ δοξάζῃ τὸ Θεό· γιὰ νὰ θυμᾶται, ὅτι πατρίδα του εἶνε ὁ οὐρανός. Ἡ κυριώτερη διαφορά του ὅμως βρίσκεται ἀλλοῦ. Στὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς ἔδωσε μυαλό· μυαλὸ νὰ σκέπτεται, νὰ κρίνῃ, νὰ φαντάζεται, νὰ βρίσκῃ λύσεις, ν᾿ ἀνακαλύπτῃ πράγματα καταπληκτικά. Τὴ μαϊμοῦ, δέκα χρόνια νὰ τὴ βάλῃς στὸ σχολειό, δὲν μπορεῖ νὰ μάθῃ τὸ ἀλφάβητο· ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος, τὸ μικρὸ παιδάκι, μὲ τὸ μυαλό του, σὲ μικρὸ διάστημα ῥουφάει σὰν σφουγγάρι τὰ γράμματα καὶ γίνεται ἐπιστή μονας. Ἔδωσε ἀκόμα ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο γλῶσσα, γιὰ νὰ ἐκφράζῃ τὰ αἰσθήματά του. Τοῦ ἔδωσε ἀκόμα συνείδησι, γιὰ νὰ ἐπαινῇ ὅ,τι καλὸ καὶ νὰ ἐλέγχῃ ὅ,τι κακὸ κάνει.
Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἀκόμα στὸν ἄνθρωπο ἐλευθερία. Τὸν ἔπλασε ἐλεύθερο καί, γιὰ νὰ ἐκ φραστῶ ἔτσι, σέβεται τὴν ἐλευθερία του.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη σὲ κάποιο χωρίο λέει· Ἄνθρωπε, εἶσαι ἐλεύθερος·μπροστά σου εἶνε καὶ ἡ φωτιὰ καὶ τὸ νερό· ἂν ἁπλώσῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ θὰ καῇς, ἂν τὸ βάλῃς στὸ νερὸ θὰ δροσιστῇς· διάλεξε καὶ πάρε (βλ. Σ. Σειρ. 15,16). Καὶ ὅ μως ὁ ἄνθρωπος δὲν διαλέγει τὸ νερό· βάζει τὸ χέρι του μέσα στὴ φωτιά. Δὲν βλέπετε; Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ὣς τώρα, φωτιὰ τρομερή. Τὸν θέλει ὁ Θεὸς τὸν πόλεμο; Ὄχι. Ὁ ἄνθρωπος ἄναψε αὐτὲς τὶς ὀλέθριες φωτιές. Κ᾿ εἶνε πάλι ἕτοιμος γιὰ νέα παγκόσμια φωτιά. Διαλέγει τὴ φωτιά. Φταίει ὁ Θεός; Ὄχι. Ὑπεύθυνος εἶνε ὁ ἄνθρωπος, ποὺ κάνει κακὴ χρῆσι τῆς ἐλευθερίας του.
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν». Δὲν βιάζω κανένα, λέει σήμερα ὁ Χριστὸς στὸ εὐαγγέλιο. Καὶ ἦταν πάντοτε συνεπὴς σ᾿ αὐτό. Σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς Καινῆς Διαθήκης διαβάζουμε τὸ ἑξῆς. Κάποτε ὁ Κύριος περνοῦσε μὲ τοὺς μαθητάς του ἀπὸ μιὰ πόλι τῆς Σαμαρείας, ὅπου οἱ κάτοικοι, ἀγροῖκοι καὶ βάρβαροι, δὲν τὸν δέχθηκαν. Δυσαρεστήθηκαν οἱ μαθη ταὶ καὶ εἶπαν· Κύριε, θέλεις νὰ ποῦμε νὰ πέσῃ φωτιὰ νὰ τοὺς κάψῃ, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Ἠλίας; Τί ἀπήντησε ὁ Χριστός, ποὺ μόνο τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ μπορεῖ νὰ κάνῃ στάχτη τὴν οἰκουμένη; Δὲν τὸ δέχθηκε, γιατὶ εἶνε ὅλο ἀγάπη καὶ ἔλεος, ἀλλὰ εἶπε· «Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς» (Λουκ. 9,55). Ἐγὼ ἦρθα ὄχι γιὰ νὰ καταστρέψω ἀλλὰ γιὰ νὰ σώσω τὸν κόσμο. Μόνο τύραννοι καὶ τυραννικὰ καθεστῶτα πιέζουν τὸν ἄνθρωπο.
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν». Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Κάποτε ὁ Χριστὸς δίδασκε σὲ συναγωγὴ τῆς Καπερναοὺμ καὶ εἶπε ἕνα λόγο δυσπαράδεκτο. Τοὺς εἶπε ὅτι, ἐὰν δὲν φᾶνε τὸ σῶμα του καὶ δὲν πιοῦν τὸ αἷμα του, δὲν θά ᾿χουν μέσα τους ζωή. Οἱ ἀκροαταὶ ἀντέδρασαν· Τί λόγος εἶν᾿ αὐτός, ποιός μπορεῖ νὰ τὸν ἀκούῃ· δὲν γίνονται αὐτὰ τὰ πράγματα… Καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἔφυγαν τότε πολλοὶ ἀπὸ κοντά του. Ἔμειναν μόνο οἱ δώδεκα μαθηταί. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς στράφηκε τώρα σ᾿ αὐτοὺς καὶ εἶπε· «Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;» (Ἰω. 6,67), μήπως κ᾿ ἐσεῖς θέλετε νὰ φύγετε; Εἶστε ἐ λεύθεροι… Δὲν κρατάει μὲ τὴ βία κανένα.
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν». Καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ περὶ ἐλευθερίας συνεχίζει διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶνε ἐλευθερία· ὅπου λείπει ὁ Χριστός, εἶνε σκλαβιά. Ἐκκλησία ἴσον ἐλευθερία. Δὲν ἀσκεῖ βία γιὰ νὰ σὲ φέρῃ κοντά της. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει πολεμικὰ ὅπλα, σπαθιὰ τουφέκια ὑποβρύχια ἀεροπλάνα καὶ βόμβες. Πνευματικὰ εἶνε τὰ ὅπλα της, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ τίμιος σταυρός. Μ᾿ αὐτὰ προχωρεῖ διὰ μέσου ὅλων τῶν σκοτεινῶν περιόδων τῆς ἱστορίας.
* * *
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, οἱ ἄνθρωποι φεύγουν μακριὰ ἀπ᾿ τὸ Θεό. Σὰν ἐκείνους ποὺ ἀπέκρουσαν τότε τὰ λόγια περὶ τῆς θείας κοινω νίας, λένε τώρα κι αὐτοί· Ποιός τὰ κάνει αὐ τὰ ποὺ λέει ὁ Χριστός; «σκληρὸς ὁ λόγος» του (Ἰω. 6,60)… Δὲν ἀφήνει τὸ τσιγάρο ὁ καπνιστής, τὸ ποτήρι ὁ ἀλκοολικός, τὸ χαρτὶ ὁ παίκτης, τὰ τριάκοντα ἀργύρια ὁ πλεονέκτης, τὴν πόρνη καὶ τὴν παλλακίδα ὁ σαρκολάτρης. Δὲν ἀφήνουν τὰ πάθη τους. Προτιμοῦν αὐτὰ παρὰ τὸ Χριστό. Μοιάζουν, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, σὰν τὰ ἄλογα ἀχαλίνωτα. Ἂν τὸ ἄλογο σπάσῃ τὸ χαλινάρι; πάει στὸ γκρεμό. Καὶ χαλινάρι σωτήριο, ποὺ κρατεῖ τὴν ἀνθρωπότητα, εἶνε ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔσπασαν τὸ χαλινάρι καὶ νομίζουν ὅτι ἔτσι θὰ βροῦν τὴ λευτεριά τους, στὴ διασκέδασι καὶ τὴ διαφθορά. Καὶ φεύγουν μακριά. Λιγόστεψαν οἱ πιστοί, αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὸ Θεό. Λίγοι πᾶνε στὴν ἐκκλησία. Οἱ πολλοὶ ξενυχτοῦν σὲ κέντρα, σὲ ντισκοτέκς, στὴν ὀθόνη τῆς τηλεοράσεως. Ὧρες ὁλόκληρες ἐκεῖ. Καὶ γιὰ τὸ Θεό; πόσο σοῦ ζητάει ὁ Θεός; Ἀπὸ τὶς 168 ὧρες, ποὺ ἔχει ἡ ἑβδομάδα, 1 ὥρα μᾶς ζητάει ὁ Θεός· τόσο βαστάει ἡ θεία Λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…». Ἔλα στὴν ἐκκλησία νὰ πῇς ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», νὰ πῇς ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός», νὰ πῇς ἕνα «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Λιγόστεψαν οἱ πιστοί. Καὶ θὰ λιγοστέψουν ἀκόμη· μέσ᾿ στοὺς χίλιους ἕνας θὰ μείνῃ. Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμα μείνῃς ἕνας καὶ μόνος, μὴ καμφθῇς· διότι ἕνας μὲ τὸ Χριστὸ εἶνε πλειοψηφία, τεραστία δύναμις. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶνε ποσοτικός· εἶνε ποιοτικός. Δῶστε μου ἕνα παιδί, ἕνα νέο, μιὰ κοπέλλα ποὺ νά ᾿χουν μέσα τους τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ μας· δῶστε μου ἕναν ἄντρα, μιὰ γυναίκα, ἕνα πα πᾶ, ἕναν ἐκπαιδευτικὸ ποὺ νὰ πιστεύουν· δῶσ τε μου ἕνα χωριό, μιὰ πόλι ποὺ νὰ λατρεύουν τὸ Χριστό. Ἔ, ἐκεῖ εἶνε ἡ χαρὰ κ᾿ ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία.
Σᾶς τὸ λέω, δὲν θὰ νικήσουν οἱ ἄθεοι, δὲν θὰ νικήσουν οἱ μασόνοι· θὰ νικήσῃ ὁ ἕνας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός· «ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος