Τὸ αὐθεντικὸ βίωμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τὸ χρειαζόμαστε, ὅπως καὶ ὁ κάθε χριστιανὸς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλὰ στὶς μέρες μας ἡ δυσκολία νὰ τὸ ἀποκτήσουμε φαντάζει μεγαλύτερη.
Αὐτὸ τὸ βίωμα ἀπεργάζεται τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου, αὐτοῦ δηλαδὴ ποὺ ἔχει μετέλθει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ παραμένοντας ἄνθρωπος δὲν εἶναι... ἄνθρωπος. Εἶναι θεοειδής, θεόμορφος, θεανθρώπινος ἄνθρωπος. ῾Ο θεάνθρωπος Κύριος ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. ῾Ο θεανθρώπινος ἄνθρωπος χωρὶς νὰ εἶναι θεὸς παύει νὰ εἶναι μόνον ἄνθρωπος. ᾿Απὸ τὸ «ἀνθρώπινον» διατηρεῖ τὴν φύση καὶ ἀρνεῖται τὴν κυριαρχία τοῦ πτωτικοῦ ἰδιώματος· ἀπὸ τὸ «θεῖον» στερεῖται τὴ φύση καὶ προσοικειοῦται ταπεινῶς τὴ χάρι.
Αὐτὰ ὅλα σημαίνουν ὅτι ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς εἶναι πολὺ ἀνθρώπινος. Ἀναδεικνύει καὶ τιμᾶ τὴν ἀνθρώπινη φύση του• δὲν τὴν περιφρονεῖ• δὲν ντρέπεται γι’ αὐτήν• δὲν τὴν ἀδικεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ κατανοεῖ τὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων καὶ τὶς δυνατότητες τὶς δικές του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρός καὶ μεγάλος ταυτόχρονα. Ἐνῶ εἶναι «βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους ἠλαττωμένος»(1) εἶναι καὶ «ὡσεὶ χόρτος ἔχων τὰς ἡμέρας αὐτοῦ»(2), διότι «ἐν τιμῇ ὤν, οὐ συνῆκε παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς»(3)
Εἶναι ἄνθρωπος βαθὺς καὶ εὐρὺς ταυτόχρονα. Εἶναι μυστήριο ἀνεξιχνίαστο ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ χωρητικὸς ὅλων. Ἡ ζωή του ἔχει ἀλήθεια καὶ ἀγάπη, τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ δέχεται καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ προσφέρεται. Γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ πολὺ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός. Δὲν σώζεται μόνος, κοινωνεῖ τὴν σωτηρία. Μπορεῖ νὰ κενώνεται ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του, γι’ αὐτὸ καὶ νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς του.
Ἐπὶ πλέον ἡ αὐθεντικότητα βοηθεῖ τὸν χριστιανὸ νὰ λειτουργεῖ διαρκῶς στὸ μεθόριο Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, τῆς λογικῆς καὶ τοῦ μυστηρίου, τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ὑπακοῆς. Αὐτὴ τὸν ἐμπνέει νὰ κινεῖται καὶ στὸ ἐπέκεινα τοῦ προσωπικοῦ χώρου, τοῦ ἀνθρώπινου μέτρου, τοῦ κοσμικοῦ χρόνου, τοῦ ἐγώ. Σ’ αὐτὰ τὰ μεθόρια εἶναι ποὺ κρύβεται ὁ Θεός• σ’ αὐτὰ τὰ ἐπέκεινα εἶναι ποὺ συναντᾶ κανεὶς τὸν ἀδελφό, τὴν αἰωνιότητα, τὴ χάρι, τὴν ἀλήθεια, τὸν Ἴδιο τὸν Θεό.
Ὅταν προκαλεῖται ἡ λογική μας, γεννᾶται ἡ πίστη. Ὅταν διακινδυνεύουμε τὸ συναίσθημά μας, προκύπτει ἡ χάρις. Ὅταν ἀρνούμαστε τὸ θέλημά μας, ζοῦμε τὴν δική Του ἀγάπη σὲ μᾶς. Ὅταν συστέλλεται ὁ ἑαυτός μας, ἀνασταίνεται ἐν δυνάμει ὁ Θεὸς μέσα μας.
Αὐθεντικὸ βίωμα εἶναι τὸ ὁσιακό, τὸ μαρτυρικό, τὸ ἀποστολικό, τὸ προφητικό. Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἄσκηση, ἱδρώτα, αἷμα, πόνο, μαρτυρία, ταπεινὴ ὁμολογία. Ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς ζεῖ τὴ χαρὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὴ στέρηση, τὴ θυσία. Ζεῖ τὴν ἐλπίδα μέσα ἀπὸ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴ διακριτικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὴ συνεχῆ προσδοκία τοῦ σημείου, ποὺ δὲν τὸ ζητεῖ ἀλλὰ τὸ περιμένει καὶ ὅταν ἔρχεται δὲν τὸν ξαφνιάζει. Ζεῖ τὴν ταπείνωση μέσα ἀπὸ τὶς εὐλογίες Του καὶ τὶς χαρές. Αὐτὰ ὅλα στηρίζονται στὴν πίστη.
Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ συναντᾶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Δίπλα του ταπεινώνεται, ὑπομένει, κενώνεται. Μαζί του μοιράζεται τὴν πτώση, τὴν πίστη, τὴ ζωή, τὴ χάρι, τὴ σωτηρία. Μαζί του ἑνώνεται. Οἱ διαφορὲς ὑπογραμμίζουν τὴν ἐλευθερία, ἡ διαφορετικότητα τὴ μοναδικότητα τοῦ κάθε προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀντιθέσεις ταπεινώνουν, τὰ κοινὰ σημεῖα διευκολύνουν τὴ συμπόρευση. Οἱ ἁμαρτίες, οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀρετές, οἱ θεϊκές ἐπεμβάσεις στὴ ζωὴ τοῦ ἑνὸς περιχωροῦνται καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου. Ὅλα κοινωνοῦνται. «Οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον»(4) . Θεμέλιο αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἡ ἀγάπη.
Ὁ αὐθεντικὸς ὅμως χριστιανὸς μὲ σαφήνεια διακρίνει καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου, τὴ ρευστότητα καὶ παροδικότητα τοῦ χρόνου, τὴ φθαρτότητα τῶν ὑλικῶν, τὴν ἀπάτη τοῦ «ἐδῶ» καὶ τοῦ «τώρα», τὴ βαρβαρότητα τῶν ἀνθρώπινων τρόπων, τὴν παχύτητα τῆς ὀρθῆς λογικῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ διαρκῶς λειτουργεῖ στὸ «ἐπέκεινα». «Ἐν γῇ ζῇ καὶ ἐν οὐρανοῖς πολιτεύεται» . Ἀντὶ γιὰ τὸ τώρα ζεῖ τὰ ἔσχατα καὶ ἀντὶ γιὰ τὸ ἐδῶ τρέφεται ἀπὸ τὰ οὐράνια. Αὐτὸ τὸ φρόνημά του τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἐλπίδα.
«Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη• τὰ τρία ταῦτα»(5). Αὐτὰ τὰ τρία ἀποτελοῦν καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Αὐτὰ τὰ τρία εἶναι ποὺ συνθέτουν τὴν «ἄλλη» λογική.
Αὐτὴ ἡ λογικὴ τὸν κάνει λεπτὸ καὶ εὐγενῆ στὴ φύση, λιτὸ στοὺς τρόπους καὶ λανθάνοντα στὶς ἐπιλογές. Γίνεται διεισδυτικός, διορατικὸς καὶ διαφανής. «Πάντα ἀνακρίνει καὶ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται»(6). Ἀλλὰ στὸ πρόσωπό του κατοπτρίζεται ὁ Θεός,(7) ἀπὸ μέσα του διαθλᾶται ἡ χάρις Του. Τὸν βλέπεις καὶ ὁμολογεῖς πὼς «ζεῖ Κύριος». Ζεῖ ὁ ἀληθινὸς Θεός. Αὐτὸς ποὺ δὲν ὁρᾶται σωματικά, οὔτε κατανοεῖται στοχαστικά.
Ταυτόχρονα εἶναι πολὺς γιατὶ εἶναι πάντοτε ὅλος, ἀκέραιος καὶ μὲ ὅλους. Δίπλα του ζεῖς τὴν ἀπόστασή του, ἀλλὰ νοιώθεις μαζί του. Γιατί τὸ «ἵνα ὦσιν ἓν»(8) ἀποτελεῖ βίωμα του. Δὲν εἶναι ποτὲ μόνος. Οὔτε μόνο μὲ κάποιους. Οὔτε μὲ λίγους. Ἔχει χῶρο γιὰ ὅλους. Μέσα του ἀκτινοβολεῖ ὁ Θεός.
Αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ποὺ κάνει τὸν χριστιανὸ νὰ μὴν εἶναι κοσμικὰ «σύγχρονος»• ἐπιδερμικὸς μιμητὴς καὶ παθητικὸς ἐκφραστὴς τῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς ποὺ ζεῖ. Ἀλλὰ νὰ εἶναι «σύγχρονος» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐνσαρκωτοῦ τοῦ αἰωνίου μηνύματος τοῦ Θεοῦ στὸ παρόν. Αὐτὸς ἐνσαρκώνει τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἐσχάτων της. Εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἄνθρωπος ποὺ συνδέει τὸ «ἀρχαῖον κάλλος» μὲ «τὴν μέλλουσαν δόξαν ἡμῖν ἀποκαλυφθῆναι»9. Ἕνα κάλλος καὶ μία δόξα ποὺ δὲν καταδεικνύουν μόνο τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ κυρίως παραπέμπουν στὸ «παρὰ πάντας ἀνθρώπους» θεϊκὸ κάλλος καὶ στὴν «ἐνδόξως δεδοξασμένην» Τριαδικὴ θεότητα.
Ἡ αὐθεντικότητα, ἡ ἀληθινότητα, ἀκόμη κι ἄν προδίδει ἀδυναμίες, ἀνεπάρκεια, μὴ πληρότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν τελείωση καὶ ἁγιότητα. Ἀπεναντίας τὸ νοθευμένο φρόνημα, ὁ συμβιβασμός, ἡ ψεύτικη ὡραιοποιημένη εἰκόνα πνίγουν τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀμέτοχο τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς θεότητός Του.
Μὲ τὴν ἔννοια αὐτήν, ὁ αὐθεντικὸς ἄνθρωπος δὲν καθίσταται μόνον ἕνα πρότυπο ἠθικῆς τελειώσεως, ἀλλὰ κυρίως μεταμορφώνεται σὲ σκεῦος φανερώσεως τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν. Ζεῖ τὴν ψυχοσωματικοτητά του, τὴν ἁρμονία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ θεϊκοῦ προορισμοῦ του χριστολογικά. Βιώνει τὴ συγκρότηση τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τριαδικά. Ζεῖ καὶ φανερώνει τὴ θεία οἰκονομία στὸ σύνολό της: τὴ συγκατάβαση τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τὴν Τριαδικὴ φανέρωση τῆς Βαπτίσεως, τὴν ἔλλαμψη καὶ «ὀθνείαν ἀλλοίωσιν» τῆς θείας Μεταμορφώσεως, τὸ ἀποκαλυπτικὸ βάθος καὶ τὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τὴν κένωση τοῦ πάθους, τὸν ἀνακαινισμό καὶ τὴν ἑτεροποίηση τῶν πάντων διὰ τῆς Ἀναστάσεως, τὴν θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως διὰ τῆς Ἀναλήψεως, τὴν ἔκχυση τῶν ἁγιοπνευματικῶν δωρεῶν τῆς Πεντηκοστῆς, τὴ γέννηση καὶ πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀλκάδος στὸν ὠκεανὸ τῆς ἱστορίας καὶ τέλος τὴν προσδοκία τῶν ἐσχάτων.
Νοέμβριος 2016
…………………………………………………………………………………………………..
(1) Ψαλμ. η΄ 5. (2) Ψαλμ. ρβ΄ 15. (3) Ψαλμ. μη΄ 12, 20. (4) Ὅσιος Μακάριος Αἰγύπτιος. (5) Α΄ Κορ. ιγ΄13. (6) Α΄ Κορ. β΄ 15. (7) Β΄ Κορ. γ΄ 18. (8) Ἰω. ιζ΄ 22. (9) Ρωμ. η΄ 18.
Πηγή: Ι.Μητρόπολη Μεσογαίας, Ακτίνες