Ομιλία στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου Αλεξανδρούπολης, 30.1.2005
Οι τρείς Ιεράρχες
Σήμερα η Εκκλησία μας τιμά, πέρα από τις ξεχωριστές τους γιορτές τους τρεις Ιεράρχες από κοινού: τον Άγιο Βασίλειο τον Μέγα τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο.
Η κοινή εορτή των τριών ιεραρχών της 30ής Ιανουαρίου είχε θεσπιστεί τον 12ο αιώνα. Ο βυζαντινός λόγιος Ιωάννης Μαυρόπους είχε ισχυριστεί ότι οι τρεις Ιεράρχες με τη ρητορική τους δεινότητα και έχοντας φυσικά τη χάρη του Θεού έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πραγματική διάδοση του Χριστιανισμού στον κόσμο γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ των ανθρώπων της εποχής τους. Κάτι που δεν είχε ολοκληρωθεί στα προηγούμενα στάδια της διάδοσης του Ευαγγελίου και της ιεραποστολής, είχε επιτευχθεί με τους τρεις Ιεράρχες.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι πρόγονοί μας καθιέρωσαν τη μέρα αυτή των τριών ιεραρχών ως μέρα των Ελληνικών γραμμάτων, της παιδείας και ως σχολική εορτή τιμώντας έτσι την αγιοσύνη των τριών ως πατέρων της εκκλησίας και συγγραφέων, την ιεραποστολική τους δράση, την ευρυμάθειά τους, το ανεπανάληπτο δογματικό τους έργο και την οικουμενικότητα που πηγάζει από τη ζωή τους: η επίτευξη του συγκερασμού της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της φιλοσοφίας με τη χριστιανική πίστη.
Το νέο ελληνικό κράτος μετά από πρόταση του καθηγητή Τυπάλδου, που ήταν κατόπιν και ο πρώτος σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, το 1842 καθιέρωσε ως επίσημη σχολική εορτή τη μέρα αυτή εκφράζοντας και την από αιώνων παράδοση του γένους.
Μελετώντας προσεκτικά την πορεία και τη δράση των τριών Ιεραρχών στον κόσμο, αλλά και το ογκώδες τους έργο διαπιστώνουμε ότι πράγματι η εποχή τους υπήρξε καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του Χριστιανισμού. Διατυπώνουν και θεμελιώνουν καθοριστικά την θεολογική επιστήμη, τη διδασκαλία της Εκκλησίας για όλους τους μετέπειτα αιώνες.
Οι διωγμοί των Χριστιανών από το ρωμαϊκό κράτος και η πάλη της Εκκλησίας με τις αιρέσεις που είχαν προηγηθεί στους αιώνες της εξάπλωσης του Χριστιανισμού προέβαλαν την ανάγκη της κωδικοποίησης και της επεξήγησης της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας που είχε αρχίσει να γίνεται συστηματικά στις αρχές του 4ου αιώνα. Είναι ο αιώνας που ζουν οι τρεις Ιεράρχες. Η μόρφωσή τους και η παιδεία τους σε συνδυασμό με τα γνήσια βιώματα της πίστης ήταν τα απαραίτητα στοιχεία για τη στήριξη της Εκκλησίας σ’ αυτή την κρίσιμη φάση της ιστορίας της.
O Μέγας Βασίλειος είχε σπουδάσει φιλοσοφία, ιατρική, αστρονομία, νομικές επιστήμες, μουσική. Ο Ι. ο Χρυσόστομος ήταν βαθύς γνώστης της ιουδαϊκής και της ελληνικής γραμματείας, κάτοχος και των δύο κόσμων και ως άριστος ρήτορας και συγγραφέας γράφει τα πλέον διαχρονικά και άριστα συγγράμματα. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές και λογοτέχνες όχι μόνο της Εκκλησίας, αλλά και όλων των εποχών.
Και οι τρεις είναι γόνοι του ανατολικού Χριστιανισμού: Από τη Συρία ο άγιος Ιωάννης (όπου οι μαθητές του Χριστού πήραν πρώτη φορά την ονομασία Χριστιανοί) και από την Καππαδοκία ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος που ταυτίζονται με την γνήσια πατερική σκέψη. Από την Καππαδοκία όπου δημιουργήθηκε η πατερική σκέψη των τριών Καππαδοκών πατέρων του Βασιλείου του Γρηγόριου αλλά και του αδελφού του Μεγάλου Βασιλείου Γρηγόριου Νύσσης.
Αυτοί λοιπόν πέτυχαν πρώτοι να απεγκλωβίζουν το Χριστιανισμό από τα στενά όρια της ενορίας, της εκκλησιαστικής παροικίας. Μετά τους διωγμούς των πρώτων αιώνων ενώθηκαν δύο κόσμοι που ήταν διαμετρικά αντίθετοι. Η διωκόμενη επί 350 περίπου χρόνια εκκλησία αγκαλιάζει τώρα όλους τους ανθρώπους.
Ο Μέγας Βασίλειος ξεκινώντας από την ΚΔ θέτει τις βάσεις αναπτύσσει και κωδικοποιεί το τριαδικό δόγμα που ήδη βρίσκεται στη διδασκαλία του Συμβόλου της πίστεως της Νίκαιας του 325 και που ολοκληρώθηκε μετά το θάνατο του Βασιλείου στην Κωνσταντινούπολη το 381, έτσι όπως το έχουμε και το διαβάζουμε σήμερα.
Οι τρεις Ιεράρχες έκαναν το Χριστιανισμό παγκόσμια πίστη που συνδιαλέγεται με τον κόσμο, με την οικουμένη, με όλους δηλ. τους ανθρώπους. Αυτό το πέτυχαν περνώντας μέσα από τη σκέψη της αρχαίας γνώσης και της φιλοσοφίας που είχε διαποτίσει τότε όλη την οικουμένη. Ποιο ήταν το «μυστικό» των τριών Ιεραρχών; Μεγάλοι φιλόσοφοι και συγγραφείς της αρχαιότητας όπως ο Πυθαγόρας, ο Θαλής, ο Αισχύλος, κ.ά. είχαν μονοθεϊστικές αντιλήψεις. Φυσικά και στα ορφικά μυστήρια της Θράκης γίνεται λόγος για την ύπαρξη ενός και μοναδικού Θεού. Αυτή ήταν μία τεράστια δεξαμενή της μνήμης και της γνώσης της ανθρωπότητας που είχε την πίστη και την προσδοκία του ενός Θεού. Συν τοις άλλοις η ελληνική γλώσσα ήταν αυτή που πρόσφερε και θα πρόσφερε στο μέλλον τους όρους τους δογματικούς με τους οποίους κωδικοποιήθηκε και έγινε κατανοητό το τριαδικό δόγμα, το ομοούσιο, το αγέννητο, κ.ά.
Αυτά τα συνειδητοποίησαν ευθύς εξαρχής οι τρεις ιεράρχες και ντύνοντας όπου αυτό ήταν απαραίτητο με το ένδυμα της ελληνικής σοφίας τη χριστιανική εξ αποκαλύψεως γνώση του Θεού, την έκαμαν έτσι κατανοητή στους ανθρώπους. Πρόσφεραν τη θεογνωσία που την αναζητούσαν επειγόντως οι άνθρωποι της εποχής τους: το λέει καθαρά το τροπάριό τους: τους «κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάματι καταρδεύσαντας».
Ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Πολλούς αιώνες πριν την επινόηση του όρου αυτού πρώτα η Εκκλησία μίλησε τη γλώσσα της οικουμενικότητας.
Την οικουμενικότητα τη βλέπουμε στη ζώη και στο έργο των τριών Ιεραρχών: είναι για αυτούς μία βιωμένη εμπειρία ζωής. Το λέει και πάλι καθαρά το τροπάριό τους: τους την οικουμένην ακτίσι δογμάτων θείων πυρσέυσαντας. Γεννημένοι σε οικουμενικό περιβάλλον και μορφωμένοι κοντά στους εθνικούς και ιουδαίους δασκάλους της εποχής τους ένοιωθαν την οικουμενικότητα του μηνύματος της εκκλησίας του Χριστού στην ίδια τους την υπόσταση. Αυτοί ένωσαν την ανατολή με τη δύση, αυτοί τον αρχαίο με το νέο κόσμο του Χριστιανισμού.
Όλες οι φυλές της γης καλούνται απαύστως να δοξολογούν το Θεό σύμφωνα με τους υμνογράφους της Εκκλησίας μας. Πάλι σύμφωνα με τους υμνογράφους ο Θεός είναι ο των όλων Θεός και Κύριος. Αυτός ο Θεός των όλων έπρεπε να γίνει κατανοητός σ’ όλη Οικουμένη, σ’ όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από καταγωγή, φύλο, ιδεολογία, χρώμα, θρησκεία, κοινωνική θέση. Αυτοί είχαν την ευρεία μόρφωση που στηρίχθηκε στην αρχαία φιλοσοφία, στον ιουδαϊσμό και στο χριστιανισμό και έτσι αγκάλιασαν όλο τον κόσμο.
Η οικουμενική αυτή διάσταση της σκέψης των πατέρων της εκκλησίας είναι η απάντηση στα αρνητικά της παγκοσμιοποίησης του σήμερα. Είναι η θέση της Εκκλησίας η οικουμενικότητα: σύγχρονος σοφός συγγραφέας (Μάριος Μπέγζος) λέει: «Οι ορθόδοξοι συνδυάζουν την επιβίωση με τη συμβίωση. Αυτό εξυπονοεί το σεβασμό στη διαφορετικότητα και θεμελιώνει την οικουμενικότητα ποιοτικά. οικουμενικότητα σημαίνει η προτεραιότητα της διαφοράς. Η παγκοσμιοποίηση πρέπει να μετουσιωθεί σε οικουμενικότητα».
Η άγνοια του πλησίον, η παράλειψη του σεβασμού της διαφορετικότητας, οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα δημιουργούν το φανατισμό. Τον κάθε είδους φανατισμό που τον απορρίπτει και το ιερό Ευαγγέλιο. Το πού μπορεί να οδηγήσει ο φανατισμός το γνωρίζει πλέον καλά όλη η ανθρωπότητα. Η προχθεσινή μέρα ήταν μέρα μνήμης των Εβραίων μαρτύρων που πριν από 60 χρόνια θανατώθηκαν με βάρβαρο τρόπο από ανθρώπους τυφλωμένους από εθνικιστικό και θρησκευτικό φανατισμό.
Είναι όμως για μας τους Έλληνες, αλλά και για τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος και ημέρα μνήμης των απλών ανθρώπων κληρικών και λαϊκών, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, της Αθήνας, αλλά και άλλων περιοχών που με κίνδυνο της ζωής τους έκρυβαν τους εβραίους συμπολίτες τους προκείμενου να διασωθούν.
Αυτή την κληρονομιά της ανοχής και της αποδοχής που δίδαξε πρώτος ο Χριστός και οι Απόστολοι και στη συνέχεια η Εκκλησία μας με τους Τρεις Ιεράρχες συνεχίζει επάξια το γένος μας όπως αποδεικνύει και η πρόσφατη οικονομική βοήθεια προς τα θύματα της Ασίας ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία. Ένα βιωμένο παράδειγμα αλληλεγγύης ζήσαμε τον τελευταίο καιρό και με την καταπληκτική βοήθεια όλων των Ελλήνων μαθητών και μαθητριών προς τα θύματα της φυσικής αυτής καταστροφής.
Ο βίος και η πολιτεία των τριών Ιεραρχών μας παραδειγματίζει διαχρονικά:
Βλέποντας τη λιτή μοναχική ζωή του Μ. Βασιλείου (ατομική του περιουσία ήταν ένα βιβλίο και το ράσο του) αναθεωρούμε το μοντέλο της σπάταλης και καταναλωτικής μανίας του ανθρώπου.
Διδασκόμαστε από την παροιμιώδη φιλανθρωπία και ασκητικότητα του ιδίου. Είναι ο πρώτος οργανωτής νοσοκομείου-ορφανοτροφείου. Παραδειγματιζόμαστε και αναθεωρούμε τον ατομικισμό μας και στρεφόμαστε προς τον πλησίον όπου και να βρίσκεται γεωγραφικά. Πρόσφατα αποδείχτηκε περίτρανα ότι ο λαός μας διακατέχεται από φιλάνθρωπα αισθήματα προς τους ανθρώπους που υποφέρουν από φυσικές καταστροφές, από πείνα, πολέμους και αρρώστιες. Ο Μ. Βασίλειος δε δίσταζε ακόμη και λεπρούς να ασπαστεί ενώ πολλές φορές η σύγχρονη κοινωνία θέτει στο περιθώριο όχι μόνο αυτούς που πάσχουν από μεταδοτικά νοσήματα, αλλά και αυτούς που έχουν διαφορετική άποψη και γνώμη.
Διδασκόμαστε από την ήρεμη και ασκητική φύση του άριστου ποιητή Γρηγορίου του Θεολόγου με τα ποιήματα του οποίου δοξάζουμε το Θεό στις εκκλησίες μας μέχρι σήμερα.
Διδασκόμαστε διαχρονικά από τα μέτρα που είχε λάβει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Αντιόχεια για τη βελτίωση του ηθικού και του μορφωτικού επιπέδου του κλήρου, την απομάκρυνση από το θυσιαστήριο ορισμένων από αυτούς, από τη βελτίωση της θέσης των γυναικών στην εκκλησία που είχε επιφέρει με την αναβίωση της βαθμίδας των διακονισσών στους ναούς, από την πνευματική και υλική αρωγή στους σκληρά τότε εργαζόμενους από ανατολής μέχρι δύσης του ηλίου με την καθιέρωση της εσπερινής λειτουργίας και τη σίτισή τους. Είχε όλο το λαό με το μέρος του γιατί ο ίδιος τους είχε εμφυσήσει την δυναμική της αγάπης. Αγωνίστηκε εναντίον της μανίας για σπατάλη και για την κενή περιεχομένου πίστη. Η μεγάλη εκτίμηση και αγάπη του λαού, αλλά και η ρητορική του δεινότητα προκάλεσαν το φθόνο πολλών, αλλά και ορισμένων επισκόπων. Καταδικάστηκε σε θάνατο και η ποινή του μετατράπηκε σε εξορία.
Οι τρεις Ιεράρχες συνδυάζουν την πράξη με τη θεωρία, την βίωση του Ευαγγελίου με τη γνώση και επίλυση των προβλημάτων του ανθρώπου που υποφέρει. Ο πλησίον είναι ο εγγύς και ο μακράν. Αυτό διδάσκει ο Χριστιανισμός, αυτό εφάρμοσαν οι τρεις ιεράρχες. Εδώ αποκτά η λέξη αλληλεγγύη το πραγματικό της περιεχόμενο: εγγύς προς αλλήλους
Με τους τρεις Ιεράρχες βιώνουμε την ορθόδοξη παράδοση: οι εκατοντάδες τόμοι που περιέχουν τα ποικίλα σε περιεχόμενα έργα των πατέρων που μιλούν στην καρδιά του ανθρώπου κάθε εποχής: Είναι μεταφρασμένα σε δεκάδες γλώσσες, αμέτρητοι επιστήμονες (θετικών και θεωρητικών επιστημών) σχολιάζουν και θαυμάζουν τα έργα τους.
Όλοι μας διαβάζουμε για τη δικαιοσύνη του Θεού που είχαν κάνει πράξη οι τρεις ιεράρχες και την οποία αγνόησαν και αγνοούν πολλοί.
Ακούμε τα λόγια του Ιερού Χρυσοστόμου: δεν είναι ο Θεός των Χριστιανών θεός του πολέμου, αλλά της ειρήνης. Και ο Βασίλειος στο έργο του «ότι ουκ εστί αίτιος των κακών ο Θεός» επεξηγεί το γιατί δεν πρέπει να αποδίδονται στο Θεό οι άδικες πράξεις και ενέργειες των ανθρώπων.
Οι μελετητές της ιστορίας ας θυμηθούν σήμερα την μετάπλαση του ελληνικού πνεύματος σε χριστιανικό και το ότι αυτό το πνεύμα της ανοχής και της σύνθεσης των πολιτισμών αποτελεί σήμερα το θεμέλιο της Ευρώπης. Είναι οι κοινοί εκκλησιαστικοί πατέρες της ανατολικής και της δυτικής εκκλησίας. Ανήκουν και στη κοινή ενωμένη προ του σχίσματος ενωμένη εκκλησία του Χριστού. Σήμερα η ανάγκη για ένωση των Εκκλησιών ανατολής και δύσης είναι ανάγκη επιτακτική μετά από την ολοκλήρωση του οράματος της ΕΕ που την πραγματοποίησαν πρώην εχθρικοί λαοί της Ευρώπης. Η ενοποιός προς τους ανθρώπους δράση τους είναι το παράδειγμα της σημερινής νεολαίας της Ευρώπης και όλου του κόσμου.
Η σκέψη των τριών ιεραρχών αποτελεί γνώμονα για την ελληνική παιδεία. Προσφέρει το οικουμενικό μήνυμα της εκκλησίας και του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού. Πολλοί πιστεύουν σήμερα ότι οι παραδόσεις, οι εορτασμοί, τα ήθη και έθιμα, αλλά και οι θρησκείες δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα το ελπιδοφόρο στον άνθρωπο της εποχής μας. Η τεχνικοοικονομική ανάπτυξη είναι ένας από τους κύριους στόχους της παιδείας κατ’ αυτούς. Παιδεία όμως δίχως αξίες δεν υπάρχει. Η πρόσφατη ιστορία της δυτικής και της ανατολικής Ευρώπης το αποδεικνύει περίτρανα. Οι τρεις Ιεράρχες έβλεπαν τον άνθρωπο ως κέντρο της δημιουργίας, όχι φυσικά ως κέντρο που για χάρη του πρέπει να λεηλατηθούν τα πάντα, αλλά ως κοινωνό του Θεού και προστάτη της φύσης. Τον θεωρούσαν πρόσωπο και όχι μάζα. Οι άνθρωποι δεν ήταν απρόσωπο σύνολο, αλλά ανεπανάληπτες προσωπικότητες που θα έπρεπε να διδάσκονται δια βίου. Η παιδεία είναι η ανύψωση του προσώπου, του κάθε προσώπου στο επίπεδο του ατόμου.
Ο λαός μας διακρίνεται για την προσήλωσή του στις παραδόσεις του. Αυτές δεν είναι μουσειακό είδος, ούτε τεχνητή νεκρανάσταση ηθών και εθίμων. Άλλωστε τα ήθη και έθιμα και προ πάντων οι εκκλησιαστικές παραδόσεις δεν επιβάλλονται, δεν καταργούνται, βιώνονται. Είναι μία διαχρονική προσήλωση, μία συνεχής μνήμη, μία αδιάκοπη βίωση.
Αντλούμε από τους θησαυρούς του παρελθόντος, ζούμε το παρόν και εμπλουτίζουμε το μέλλον. Δεν τηρούμε τις παραδόσεις ως νεκρό γράμμα και νεκρό τύπο, αλλά ως πίστη και βιωμένη εμπειρία αιώνων. Ο απόστολος Παύλος πριν από 2000 χρόνια θαύμασε την πίστη των αρχαίων Ελλήνων στον άγνωστο Θεό τον οποίο αυτοί περίμεναν. Οι τρεις Ιεράρχες με τη σοφία και τη γλώσσα των αρχαίων έδωσαν στους απογόνους των αρχαίων αλλά και σ΄ όλους τους ανθρώπους την κατανόηση του Θεού. Δεν απέρριψαν τον αρχαίο κόσμο γνωρίζοντας τον πνευματικό του πλούτο του αλλά και σεβόμενοι την αναζήτηση του Θεού που αυτός βίωνε.
Το ίδιο έκαναν και για τις γενιές που ακολούθησαν μέσα από τα έργα τους. Το ίδιο πράττουμε και εμείς. Δεν απορρίπτουμε ούτε την αρχαία μας παράδοση και πολύ περισσότερο τη χριστιανική μας παράδοση. Προσηλωνόμαστε στην ιστορία και στην παράδοση του γένους μας.
Σ’ αυτά τα πλαίσια της παράδοσης τοποθετείται και η γιορτή που τιμούμε σήμερα. Και οι τρεις είναι παρόντες σχεδόν σε κάθε εκκλησιαστική ακολουθία που δοξολογούμε το Θεό: ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος με τα κείμενα των ιερών λειτουργιών και ο Γρηγόριος με την ποίησή του. Στα πρόσωπά τους τιμούμε την τρισήλιο Θεότητα, το Θεό των όλων που τους ανέδειξε φωστήρες της Οικουμένης, για χάρη μας, για χάρη όλων των ανθρώπων.
Α.Χατζόπουλος