Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Οι εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 αποτέλεσαν την πρώτη πολιτική ομαλοποίηση της Χώρας μετά από την πολιτειακή αλλαγή του 1924 και μια τετραετία στρατιωτικών κινημάτων,
Η νορβηγική Equinor υπέγραψε τη μεγαλύτερη μακροχρόνια η σύμβαση παροχής φυσικού αερίου εδώ και σχεδόν 40 χρόνια. Πρόκειται για μια συμφωνία 50 δισ. ευρώ με τον γερμανικό κρατικό ενεργειακό όμιλο SEFE.
Ο καλλίνικος Δημήτριος ήταν γέννημα και θρέμμα της Χίου, από το μέρος εκείνο της πόλης που ονομάζεται Παλαιόκαστρο. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αποστόλης και η μητέρα Μαρουλού. Ο Δημήτριος και ένας μεγαλύτερος αδελφός του, ο Ζαννής, ξενιτεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο της τσόχας. Μετά από καιρό ο Δημήτριος αρραβωνιάστηκε στο Σταυροδρόμι με μια κοπέλα χωρίς τη συγκατάθεση του αδελφού του και των μαστόρων του, και αυτοί θυμωμένοι τον έδιωξαν από κοντά τους. Διωγμένος, μετά από λίγες ημέρες άρχισε και αυτός να στερείται, και θυμήθηκε πως κάτι χρωστούμενα είχε να παίρνει από τον Σεχισελάμ (1). Έτσι πήγε στο σεράι να τα ζητήσει, χωρίς να ξέρει πως ο διάβολος του είχε στημένη παγίδα. Διότι καθώς ήταν νέος, είκοσι ή εικοσιδύο ετών, και όμορφος, και πήγαινε εκεί πρωτύτερα με εμπόρευμα, η κόρη του Σεχισελάμ βλέποντάς τον τόν είχε ερωτευθεί.
Ο Δημήτριος λοιπόν, πήγε χωρίς να ξέρει τίποτε, και εκεί τον δέχτηκε εκείνη με πολλή χαρά. Τον έβαλε να καθίσει, του έφερε καφέ και του είπε:
› Τώρα δεν γλιτώνεις από τα χέρια μου. Ή θα γίνεις Τούρκος, να έρθεις στην πίστη μου, ή θα κοπεί το κεφάλι σου και θα χάσεις τη ζωή σου.
› Τι να κάνω ο δυστυχής; έλεγε αργότερα ο ίδιος.
› Για να μην πάω ανεξομολόγητος, ως αμαρτωλός που ήμουν, υποχώρησα και χωρίς να το θέλω δέχτηκα τη βρομερή τους πίστη.
Ωστόσο το έκανε με πολλή λύπη και έκλαιγε νύκτα και ημέρα όταν έμενε μόνος του. Η θλίψη του όμως γινόταν φανερή και γι’ αυτό τον φύλαγαν με πολλή προσοχή, τάχα ώσπου να συνηθίσει.
Αυτό κράτησε πενήντα εννέα μέρες. Έπειτα ευδόκησε ο Θεός και βρήκε κατάλληλη ευκαιρία τον καιρό του ραμαζανιού, που όλοι ήταν σε βαθύτατο ύπνο, Κάνοντας τον σταυρό του, ρίχτηκε έξω αθόρυβα και γρήγορα, και πηγαίνοντας στο Σταυροδρόμι κρύφτηκε στο σπίτι ενός φίλου Χριστιανού, χύνοντας ποταμούς δακρύων για το μεγάλο κακό που έπαθε. Έπειτα φώναξε εκεί τον πνευματικό του πατέρα και εξομολογήθηκε με θερμά δάκρυα και με κατάνυξη και συντριβή. Εκεί φώναξε και τον αδελφό του και του ζήτησε συγχώρηση για τα περασμένα, χωρίς όμως να του φανερώσει τον σκοπό του μαρτυρίου που είχε λάβει. Έπειτα έγραψε επιστολή στους γονείς του, διηγούμενος όσα του συνέβησαν, ζητώντας τους συγχώρηση και φανερώνοντας σε αυτούς πως έβαλε σκοπό να πάει ενώπιον των τυράννων και να ομολογήσει τον γλυκύτατό του Ιησού Χριστό, τον οποίο αρνήθηκε. Τους ζήτησε μάλιστα να μη λυπηθούν αλλά να χαρούν και να του δώσουν την ευχή τους.
Μια νύχτα, που ήταν η μνήμη του Αγίου Νικολάου, προσευχόμενος κοιμήθηκε και είδε μια γυναίκα ευπρεπέστατη με ένα βρέφος στην αγκαλιά της, μέσα σε μια ωραιότατη πεδιάδα. Μακριά στεκόταν και ένας δήμιος, και η γυναίκα είπε στον Δημήτριο:
› Αν δεν πέσεις στα χέρια αυτού του δημίου, δεν κληρονομείς την εύφορη αυτή πεδιάδα.
Ξύπνησε ο νέος, κατάλαβε ότι είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήσει και χάρηκε η ψυχή του και ο πόθος του μεγάλωσε. Τα εξομολογήθηκε αυτά στον πνευματικό του, εκείνος όμως δεν του έδωσε αμέσως την άδεια, αλλά τον συμβούλεψε να ζήσει με νηστεία, προσευχή και μετάνοια.
Με αυτόν τον τρόπο πέρασαν δεκαπέντε μέρες και πάλι ο πνευματικός τού είπε να επιτείνει τους αγώνες του και να ζητά το έλεος του Θεού. Υπάκουσε μετά χαράς ο νέος και αύξησε τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις προσευχές και τα δάκρυα.
Μετά πέντε μέρες, μια νύχτα που ξημέρωνε Κυριακή, στις έντεκα η ώρα, καθώς προσευχόταν στα σκοτεινά επειδή είχε σβηστεί η καντήλα, είδε ένα φως υπερβολικό και άκουσε μια φωνή γλυκύτατη μέσα από το φως να του λέει:
› Χαίροις, μάρτυς του Χριστού Δημήτριε. Έχε θάρρος, διότι με τις πρεσβείες της Κυρίας Θεοτόκου ο Υιός της, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, είναι μαζί σου να σε ενδυναμώνει, και γενναία και σύντομα θα τελειώσεις το μαρτύριο.
Ακούγοντας αυτά ο γενναίος έπεσε καταγής με πολλά δάκρυα και δόξαζε και ευχαριστούσε τον Θεό και την Θεοτόκο Παρθένο. Έπειτα, μόλις ξημέρωσε, κάλεσε τον πνευματικό του και βουτηγμένος στα δάκρυα του διηγήθηκε την οπτασία του. Μετά από αυτό ο πνευματικός τού διάβασε τις συγχωρητικές ευχές, τον έχρισε με το άγιο Μύρο, τον αξίωσε των αχράντων Μυστηρίων την Τρίτη το πρωί και τον αποχαιρέτησε με δάκρυα, ευχόμενος να έχει οδηγό και βοηθό του την Κυρία Θεοτόκο, όπως του είχε υποσχεθεί, μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Πήγε λοιπόν ο Δημήτριος και παρουσιάστηκε στον καϊμακάμη και του είπε:
› Αφέντη, γνωρίζετε ότι εγώ ήμουν Χριστιανός και με βία με έφεραν σε αυτήν τη μιαρή και καταφρονημένη θρησκεία σας. Όμως εγώ και ήμουν και είμαι Χριστιανός, και Χριστιανός θέλω να πεθάνω, και γι’ αυτό ήρθα εδώ, για να ομολογήσω μπροστά σου πως έσφαλα και να κηρύξω την αλήθεια της αγίας μου πίστεως. Λοιπόν έσφαλα βαριά, το ομολογώ. Μία είναι η πίστη, των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών.
Ο καϊμακάμης άρχισε να του μιλά με ημερότητα, βλέποντάς τον όμως ότι καταφρονούσε όσα του έλεγε, πρόσταξε να τον ρίξουν στη φυλακή και να του βάλουν δύο αλυσίδες, μία στα πόδια και μία στον λαιμό. Το βράδυ τον έβαλαν μπρούμυτα στο τιμωρητικό ξύλο, ο μάρτυρας όμως πέρασε όλη τη νύχτα δοξάζοντας τον Θεό και παρακαλώντας Τον με δάκρυα να τον αξιώσει να βάλει στην καλή αρχή και ένα τέλος καλό και μακάριο.
Όταν ξημέρωσε και άνοιξε το δικαστήριο, τον έφεραν για νέα εξέταση, η οποία όλη ήταν μια κολακευτική νουθεσία, με υποσχέσεις και ταξίματα, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι τύραννοι στους θείους μάρτυρες. Βλέποντας όμως πως ο νέος στεκόταν αμετάβλητος στην απόφασή του άρχισαν να τον φοβερίζουν. Εκείνος τους αποκρίθηκε:
› Είμαι έτοιμος να υπομείνω και μαστίγια και τιμωρίες και βάσανα κάθε λογής για την αγάπη του γλυκύτατού μου Ιησού Χριστού.
Τότε ο καϊμακάμης του είπε με θυμό:
› Έτσι λες εσύ, ότι μπορείς να υποφέρεις ό,τι σου κάνουν, για να σε προσκυνούν οι γκιαούρηδες, εγώ όμως θα σου κόψω ξαφνικά το κεφάλι για να κολαστείς.
Ο μάρτυρας του Χριστού απάντησε:
› Πριν κόψεις εσύ εμένα, θα κόψει ο Θεός τη δική σου ζωή και θα πας ως ασεβής στην αιώνια κόλαση.
Αφού είπε αυτά ο μάρτυς, πρόσταξε ο τύραννος και τον έβαλαν στην φυλακή, με απόφαση την επομένη να τον θανατώσει. Την άλλη μέρα λοιπόν πρόσταξε να τον φέρουν στο δικαστήριο, την ίδια όμως ώρα έφτασε η είδηση πως ήρθε ο Καπετάν πασάς (ο ναύαρχος), και πηγαίνοντας ο καϊμακάμης να τον υποδεχτεί, έπεσε ξαφνικά και ξεψύχησε κι έτσι εκπληρώθηκε η προφητεία του μάρτυρα.
Αφού λοιπόν διορίστηκε νέος καϊμακάμης, δεν έπαψαν να τον παρουσιάζουν καθημερινά στο δικαστήριο και να μεταχειρίζονται πότε κολακείες και πότε απειλές, αλλά ο γενναίος αθλητής έμενε ανένδοτος. Το ίδιο και όταν τον οδήγησαν στον Σταμπούλ εφέντη, δηλαδή τον κριτή της Πόλης. Φέρνοντάς τον πίσω στη βασιλική φυλακή, του έδωσαν επτακόσιους ραβδισμούς και τον έβαλαν στο τιμωρητικό ξύλο, και σε τόση υπερβολική ψύχρα έχυναν και νερό από κάτω του, το οποίο κρυστάλλωνε και του προξενούσε οδύνη αφάνταστη. Ο γενναίος όμως αθλητής του Χριστού τα υπέμενε όλα δοξάζοντας τον Θεό.
Μια μέρα το λυσσασμένο εκείνο γύναιο που τον είχε επιβουλευτεί στην αρχή, πήγε με την άδεια του καϊμακάμη στη φυλακή και τον συνάντησε. Κι εδώ τώρα καθένας ας φανταστεί μια τέτοια γυναίκα, φλογισμένη από σατανικό έρωτα, τι δεν είπε και τι δεν έκανε για να χαλαρώσει την ψυχή του γενναίου αθλητή. Αλλά χάρη στον νικοποιό Σωτήρα Χριστό, τον φοβερό αυτό πειρασμό τον απέδειξε μάταιο η στερεότητα του καλλίνικου Δημητρίου. Και η ξεδιάντροπη αποχώρησε λέγοντας:
› Πήρα τον λογαριασμό μου και τώρα κάντε του ό,τι θέλετε.
Στο μεταξύ οι Χριστιανοί, και μάλιστα οι Χίοι, ως συμπατριώτες, επειδή φοβήθηκαν μήπως δεν αντέξει ως το τέλος, σκέφτηκαν να δώσουν ένα σεβαστό ποσό στους κρατούντες για να τον βγάλουν από την φυλακή, τάχα ως τρελό, και εκείνοι συμφώνησαν. Όταν όμως το έμαθε ο άδολος αθλητής, θύμωσε πολύ και τους μήνυσε, αντί γι’ αυτό, να προσεύχονται περισσότερο και να κάνουν παρακλήσεις στις Εκκλησίες, για να τον ενισχύσει η χάρη του Θεού να τελειώσει ευάρεστα τον δρόμο του.
Την ένατη μέρα από τότε που άρχισε τον αγώνα του, το πρωί, τον έφεραν τελευταία φορά στο δικαστήριο και βλέποντάς τον αμετάπειστο τον καταδίκασαν σε θάνατο, να εκτελεστεί δηλαδή με ξίφος στο Μπαλούκ παζάρι (την ψαραγορά). Τον οδήγησαν λοιπόν στον τόπο της καταδίκης και εκεί γονάτισε. Ο γενναίος δεν θέλησε να του κλείσει ο δήμιος τα μάτια κατά την συνήθεια, αλλά γονατιστός φώναξε τρεις φορές: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου» και έκλινε το κεφάλι του στο ξίφος του δημίου, στις 29 Ιανουαρίου (1802), νέος 22 ετών.
Τότε τα πλήθη των συγκεντρωμένων Χριστιανών, ιερωμένων και λαϊκών, όρμησαν και σπρώχνονταν μεταξύ τους για να βουτήξουν στο μαρτυρικό αίμα άλλος μαντίλι, άλλος βαμβάκι και να αρπάξουν άλλος τρίχες από το κεφάλι του, άλλος κανένα κομμάτι από τα ρούχα του· και ενώ οι Αγαρηνοί τους χτυπούσαν αλύπητα και αδιάκριτα και τους έδιωχναν προς τα πίσω, δεν μπόρεσαν να τους εμποδίσουν.
Ένας ευλαβής αρχιδιάκονος συμφώνησε με τον δήμιο να του δώσει το μαντίλι του και, όταν αποκεφαλίσει τον μάρτυρα, να σκουπίσει με αυτό το σπαθί του και να πάρει 25 γρόσια. Έτσι κι έγινε. Το μαντίλι ήταν λευκό και, ω του θαύματος, έτσι όπως ήταν διπλωμένο πρόχειρα, βρέθηκαν σε διάφορα μέρη του σταυροί σχηματισμένοι από το μαρτυρικό αίμα.
Την τρίτη μέρα αφού αποκεφαλίστηκε ο μάρτυρας, δόθηκε προσταγή το λείψανό του να μη δοθεί στους Χριστιανούς, αλλά να ριχτεί στη θάλασσα. Όμως ο Θεός οικονόμησε και με κάποιο μυστικό τρόπο, με την καλή διάθεση του δημίου, το μετέφεραν στο νησί Πρώτη και το ενταφίασαν μέσα στον ναό του Μοναστηριού.
Ο καλλίνικος αυτός νεομάρτυρας Δημήτριος έλαβε από τον Θεό μεγάλη χάρη και εκτελεί πολλά και εξαίσια θαύματα. Γιατί ο Κύριος δοξάζει αυτούς που τον δοξάζουν. Σε Αυτόν, τον τριαδικό Θεό μας, ανήκει η δόξα και η εξουσία και η προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
(1) Παραφθορά της λέξης Σεϊχουλισλάμ, που σήμαινε τον ανώτατο θρησκευτικό αξιωματούχο.
Ἀπολυτίκιον Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Χαίρε βλάστημα, τερπνόν της Χίου` χαίρε καύχημα, των ορθοδόξων, καρτερόψυχε, νέε Δημήτριε` την γαρ αντίχριστον πλάνην εφαύλισας, ένθα του κράτους υπάρχει το φρύαγμα, ως ανέκραζες, Θεόν τον Χριστόν επίσταμαι, δωρούμενον ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Η λαμπρά του Βύζαντος, και μεγαλώνυμος Πόλις, μελωδείτω σήμερον, μεγαλοφώνως βοώσα, σκάμματα τα υπέρ φύσιν του Δημητρίου, νέου μεν, μετά τον πάλαι τον Μυρορροάν, διά σε Χριστόν σφαγέντος, όνπερ ανύμνει σε, ως φύσει Θεού Υιόν.
Κάθισμα Ήχος α'. Τον τάφον Σου Σωτήρ.
Ευφράνθησαν εν σοι, Ορθοδόξων τα πλήθη, φαυλίσαντι λαμπρώς, των ανόμων την πλάνην` ανήλθες επί βήματος, υπερτάτου της Βύζαντος, και ανέκραζες, ω ασεβείας προστάται, τον θεάνθρωπον, εγώ κηρύττω Σωτήρα, του κόσμου και Κύριον.
Ὁ Οἶκος
Δημητρίου του Χιοπολίτου την άθλησιν, τα παλαίσματα και τον ένδοξον υπέρ Χριστού θάνατον, δεύτε φιλέορτοι συνελθόντες, ύμνοις, εγκωμίων, και ωδαίς πνευματικαίς ευφημήσωμεν` ότι τη δυνάμει του Χριστού καθοπλισθείς, την κακέμφατον των της Άγαρ κατέπτυσε πλάνην, εν αυτώ τω του κράτους υπρτάτω βήματι, καταπλήξας αυτούς, τη του φρονήματος παρρησία, και την τούτων μιαιφόνον ερεθίσας μανίαν, εις το παρ` αυτών σφαγήναι, ότι τρανώς Θεόν αληθινόν τον Χριστόν ωμολόγει, ως φύσει Θεού Υιόν.
Μεγαλυνάριον
Τους ανευφημούντας σου ευλαβώς, τους λαμπρούς αγώνας, και τους άθλους Μάρτυς Χριστού, και την θείαν μνήμην τελούντας ετησίως, περίσωζε Δημήτριε ταις πρεσβείαις σου.
Πηγή: (από το βιβλίο «Συναξαριστής Νεομαρτύρων», Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 252, διασκευή για την Κοινωνία Οροθοδοξίας) Κοινωνία Οροθοδοξίας
Ο παπά – Δημήτρης γεννήθηκε το 1902 στον Πλάτανο Τρικάλων, χωριό που για 42 ολόκληρα χρόνια, (1931-1973) υπηρέτησε ως εφημέριος «ελλαμπόμενος από τας ακτίνας του Αγίου Πνεύματος». Και εκεί στις 29 Ιανουαρίου, 1975, «εξήχθη εις αναψυχήν, συναντήσας το Φως της ζωής». Η φτώχεια δεν του επέτρεψε να πάρει μόρφωση και μικρός έγινε τσοπανόπουλο. Βόσκοντας, όμως, τα πρόβατα, άρχισε να έχει τις πρώτες πνευματικές εμπειρίες. Γράφει ο ίδιος: “Για να ενδυναμώσω την πίστη μου διάβαζα στην καλύβα μου βίους Αγίων. Απέφευγα τις συναναστροφές του κόσμου.
Οἱ βίαιες δολοφονίες, τά ἐγκλήματα καί οἱ αἱματηρές ἐξεγέρσεις ἦταν ἕνα συχνό φαινόμενο στήν Ἀλεξάνδρεια. Καί δέν ἔκαναν διάκριση ἀνάμεσα σέ χριστιανούς ἤ “ἐθνικούς”:
Σχόλιο Τ.Ι.:Δώδεκα έτη έχουν ήδη παρέλθει από την κοίμηση του χαρισματικού πηδαλιούχου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος Μακαριστού Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυρού (†) Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη. Ως ελάχιστο φόρο τιμής, εκτός από μια σύντομη βιογραφία του Μακαριστού, αναδημοσιεύουμε μια εξαιρετική όσο και επίκαιρη ομιλία του για το μεγάλο Εθνικό θέμα όπου υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσια του Έθνους που αφορούν στη Μακεδονία μας, σε Ημερίδα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος τον Οκτώβριο του 2004 με την ευκαιρία των 100 χρόνων από τον ηρωικό θάνατο του Παύλου Μελά.
Οι πράξεις είναι δείγμα αγιότητας ή κακίας. Όχι όμως πάντα! Υπάρχουν περιπτώσεις, που ακόμα και ένας άγιος μπορεί να πέσει, και μάλιστα να πέσει ΣΟΒΑΡΑ. Και το γνωστό παράδειγμα του μοιχού και φονιά βασιλιά Δαυίδ, του “ανδρός κατά την καρδία του Θεού”, μας το έχει δείξει από αρχαίων χρόνων. Όμως και σε νεότερες εποχές, ο Θεός έχει επιτρέψει τέτοιες δραματικές πτώσεις αγίων, για πολλούς λόγους, των οποίων οι τρεις σπουδαιότεροι είναι αυτοί:
Ανάμεσα στα ολίγα σωζόμενα πνευματικά διαμάντια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ισάξιος στην πολυμάθεια με τον Μέγα Βασίλειο, στη γλυκύτητα και στη γλαφυρότητα του λόγου με τον Θείο Χρυσόστομο, σύγχρονος και με τους δύο, είναι ο Όσιος και Θεοφόρος Πατέρας μας και Οικουμενικός Διδάσκαλος, Εφραίμ ο Σύρος.
Ο τελευταίος αποχαιρετιστήριος λόγος, του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου έχει ως εξής:
«Αδελφοί μου αγαπητοί, μη μου επιλάθεσθε όταν υμνείτε τον Κύριον, αλλά μνήσθητέ μου του πόθου και της αγάπης και ικετεύσατε τον Θεόν, ίνα με αναπαύση μετά των δικαίων ο Κύριος».
Όταν θα διαβάζονται οι γραμμές αυτές εγώ δεν θα ευρίσκομαι πλέον εις αυτήν την ζωήν. Η ελπίς μου είναι ότι θα ευρίσκομαι εις το έλεος του Κυρίου.
Δεν έχω τίποτε άλλο βέβαιον παρά μόνον την ελπίδα εις τον Κύριον. Δεν μου απομένει τίποτε άλλο παρά μόνον η αίτησις ο Κύριος να δείξει επιείκεια εις την κρίσιν Του και να με συγχωρέσει.
Ηγάπησα τον Σωτήρα μου με όσην δύναμιν είχε η ψύχη μου. Εκείνος που ετάζει καρδίας και νεφρούς το γνωρίζει. Πολλές φορές ο Σατανάς με έσπρωξε να κάμω πράξεις και σχέδια και να λάβω αποφάσεις που φοβούμαι ότι επίκραναν τον Κύριόν μου, τον πολυεύσπλαγχον, ο οποίος πολλά τάλαντα μου ενεπιστεύθη.
Τάχα εμιμήθην τον τα πέντε τάλαντα λαβόντα; Τάχα ηργάσθην δια την δόξαν Του η μήπως επεδίωξα την ιδικήν μου δόξα και προβολή;
Αυτό δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω και φεύγω από τον κόσμον φοβούμενος ότι δεν εκατόρθωσα να διακρίνω πάντοτε την διαφοράν.
Εργάσθηκα επάνω εις το καθήκον μου με όσην δύναμιν είχα και με την βοήθεια του Θεού πολλά εκατόρθωσα. Όμως όσες φορές εσημείωνα επιτυχίες, ησθανόμην μεγάλην ψυχικήν ικανοποίησιν.
Τάχα οι κόποι μου να είχον αυτόν τον σκοπόν; Και να επραγματοποιήθη λοιπόν εκείνο που είπε ο Κύριος μου, δι΄ όσους ικανοποιούνται για μιαν καλήν πράξιν των, ότι ως εκ τούτου απέχουσι του μισθού αυτών;
Το μόνον που με παρηγορεί και με φωτίζει είναι ότι το έλεος και η αγάπη του Θεού είναι απείρως μεγαλυτέρα πάσης αμαρτίας, και η προσευχή είναι η οδός της σωτηρίας και της αληθούς χαράς.
Γι΄ αυτό και σας ικετεύω με όσην δύναμιν έχει πλέον η φωνή μου, αδελφοί μου και τέκνα μου, μη με λησμονήτε εις τας προσευχάς σας. Κάμετε και δι΄ εμένα ένα Σταυρόν από την καρδιά σας. Ανάψατε ένα κεράκι για την ψυχή μου.
Εις τον βίον μου, αφεύκτως πολλούς αδελφούς μου επίκρανα, είτε δικαίως είτε αδίκως – ποίαν σημασίαν έχει η διάκρισις αυτή; Η Διοίκησις καθίσταται εις εκείνον που βαρύνεται με την ευθύνην ασκήσεώς της, πολλάκις ως δήγμα φοβερόν. Τέκνα μου, η σφραγίδα της Διοικήσεως έχει αγκάθια πολλά.
Γονατίζω εμπρός εις όσους ηδίκησα – εκουσίως η ακουσίως – και τους ικετεύω να με συγχωρήσουν από τα βάθη της καρδίας των, δια να εύρη έλεος και ανάπαυσιν η ψυχή μου ενώπιον του Δικαίου Κριτού.
Από τα βάθη της ψυχής μου συγχωρώ όλους όσους τυχόν με ηδίκησαν. Αυτή είναι η ζωή των ανθρώπων – πόθοι, όνειρα και επιδιώξεις, προσπάθειαι και τόσαι άλλαι φροντίδες δια την επίγειον ζωήν, που δεν μας αφήνουν να κατανωήσουμεν εις βάθος, ότι είμεθα περαστικοί διαβάτες εις τον κόσμον τον επίγειον.
Καθώς είπεν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «όναρ έσμεν ούχ΄ ιστάμενον, φύσημα τι μη κρατούμενον, πτήσις ορνέου παρερχομένου, ναύς επί θαλάττης ίχνος ουκ έχουσα».
Πριν κλείσω τα μάτια μου, όσον έχω ακόμη πλήρεις τας αισθήσεις μου, εις όλους αφήνω την ευχή μου από τα βάθη της καρδιάς μου.
Και εις εκείνους που ως Μητροπολίτης Δημητριάδος εποίμανα και εδίδαξα επί 24 ολόκληρα χρόνια, και εις το αγαπητό μου ποίμνιο των Αθηνών που επί 10 έτη εποίμανα, και προς όλους τους Έλληνας, εντός και εκτός των συνόρων της Ελλάδος.
Ιδικός σας πατέρας ήμουν τέκνα μου αγαπητά, και με καθοδηγούσεν η πίστις ότι έχω την ευθύνην σας. Προς σας, λοιπόν, απευθύνω τας τελευταίας μου ευχάς.
Το γνωρίζετε ότι σας έδωσα όλην μου την αγάπην. Εδίψησεν η ψυχή μου την σωτηρίαν σας. Η βαθυτάτη πίστις μου ότι προσεύχομαι εις Κύριον για σας, υπήρξεν η μόνη πηγή από την οποία αντλούσα τας δυνάμεις μου.
Ήθελα με όσην δύναμιν είχε η πτωχή μου ψυχή, να γλυκάνω τους πόνους σας, να τονώσω το φρόνημά σας, να σας πείσω, ότι μόνον αν βάλετε ρυθμιστήν των παλμών της καρδιάς σας το άγιον του Θεού θέλημα, μόνον τότε δεν θα σβήση από τα χείλη σας το χαμόγελο της πραγματικής χαράς, όσης είναι δυνατόν να ευρεθή εις αυτόν τον κόσμον.
Μην ζητήσετε αλλού την ευτυχίαν σας, διότι άδικα θα κοπιάσετε, και δεν θα την συναντήσετε. Μη λησμονήτε ποτέ τα λόγια του Κυρίου: «Ζητήτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσονται υμίν».
Φωτίζετε πάντοτε τις σκέψεις σας και τον δρόμον της ζωής σας με τον άγιον θέλημα του Θεού. Αυτό θα θερμάνη και τις καρδιές σας για να είναι πάντοτε γεμάτες με την αγάπη προς τον Θεόν και τους αδελφούς σας συνανθρώπους, αλλά θα σας δίνη και την γλυκυτάτην δύναμιν να αισθάνεσθε τους πόνους των άλλων σαν ιδικούς σας πόνους και την χαράν των σαν ιδικήν σας χαράν.
Με αυτόν τον τρόπον θα ευρεθήτε μέσα εις το σχέδιον της σωτηρίας. Τότε τα ονόματά σας θα γραφούν εις τα αιώνια βιβλία των ουρανών. Ετσι μόνον και όση χαρά, αληθινή χαρά, θα ημπορή να υπάρχη εις τον κόσμον αυτόν, θα πλημμυρίζη τις καρδιές σας.
Ο ίδιος ο Κύριος μας το εβεβαίωσεν, όταν οι 70 μαθηταί Του επέστρεψαν ματά χαράς μεγάλης λέγοντες: «Κύριε και τα δαιμόνια υποτάσσονται υμίν εν τω ονόματι σου».
Και εκείνος τους επληροφόρησεν με τα παρήγορα αυτά λόγια του. «Εν τούτω μη χαίρετε, ότι τα δαιμόνια υποτάσσονται υμίν, χαίρετε δε, ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις Ουρανοίς».
Ποίος λοιπόν ημπορεί να αμφιβάλλη περί τούτου; Και κάτι ακόμη περισσότερον. Εις όλους έδωκε την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, χωρίς κανείς από αυτούς να ημπορέση να φράξη τον δρόμον των.
Σεις ξέρετε πόσους ανθρώπους ο Σατανάς ευρίσκει και χρησιμοποιεί ως όργανα του δια να φράξουν τον δρόμο της Σωτηρίας εκείνων που θέλουν να σωθούν. Διαστρέφει τις σκέψεις των, πορώνει τις καρδίες των και τυφλώνει το φως των, ώστε να μη βλέπουν το καλόν και να μεταχειρίζωνται και τα άδικα και τα πιο σκληρά απάνθρωπα μέσα για να σταθούν εμπόδιον εις τον δρόμο της Σωτηρίας.
Αυτοί όλοι, όσον και εάν ομοιάζουν με φίδια και σκορπιούς, συντρίβονται με την βοήθεια του Θεού. Ο Θεός να μην αξιώση κανένα από Σας, τέκνα μου αγαπητά, να κανταντήση εις αυτό το σημείον.
Εις όλους σας εύχομαι να σας σκεπάζη πάντοτε η Θείας Χάρις.
Αγαπητά μου τέκνα και αδελφοί μου, μην απομακρυνθήτε από τον δρόμον του Θεού. Αγαπήσατε τον Θεόν και «μηδέν προτιμήσατε της αγάπης Αυτού». Πλημμυρίσατε τις καρδιές σας από Χριστόν και Ελλάδα.
Τέκνα μου αγαπητά και αδελφοί μου, μη βλέπετε ποτέ την Ελλάδα με αδιαφορίαν η με στεναχωρίαν. Ο Κύριος είναι ο Πατέρας μας, και μας έδωσε την Ελλάδα ως τον οίκον μας. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε παιδιά Του, και ουδείς είναι υπέρτερος του άλλου ένεκα της πατρίδος αυτού.
Ας μάθουμε να βλέπουμε ως δωρεά του Κυρίου έκαστος την πατρίδα, την παράδοσιν και την γλώσσαν του. Ειδικώς εμείς οι Έλληνες ελάβαμε την κληρονομιάν να είμεθα φορείς και διδάσκαλοι πολιτισμού μεγάλου, τιμωμένου από όλον τον κόσμον.
Ας ζώμεν λοιπόν κατά τρόπον που δοξάζει τα ιερά μας, τιμά τους προγόνους, διατηρεί την γλώσσαν ως έκφρασιν πνεύματος και όχι απλώς ως μέσου συννενοήσεως.
Ας έχουμε στην καρδιά μας ευγνωμοσύνην προς όσους προσέφεραν στην πατρίδα μας. Κυρίως εμείς, οι ακολουθούντες τον Κύριον, ας έχωμεν πάντοτε κατά νούν ότι ο χριστιανός δεν αγιάζεται από το περιβάλον του αλλά το αγιάζει.
Τέκνα μου, μην κάμετε ποτέ κακόν εις τους συνανθρώπους σας. Σκορπίσατε παντού έργα αγάπης. Όποιος έχει ανάγκη από σας και ημπορείτε να γλυκάνετε τον πόνο του, μην το αρνηθήτε.
Μην εξετάζετε αν είναι συγγενής η ξένος, γνωστός η άγνωστος, ομοεθνής η αλλοεθνής, ομόδοξος η ετερόδοξος, ομόθρησκος η αλλόθρησκός, φίλος η εχθρός. Όποιος έχει ανάγκη από την αγάπην σας είναι ο πλησίον σας.
Μην παραλείπετε τα θρησκευτικά σας καθήκοντα. Όσες φορές ευρεθήτε μολυσμένοι με την αμαρτίαν, οποιανδήποτε αμαρτίαν μικράν η μεγάλην, αμέσως να σπεύσετε να εξαγνισθήτε με το μέγα μυστήριον της Θείας και Ιεράς Εξομολογήσεως και να ενωθήτε με τον Θεόν δια της μεταλήψεως των Αχράντων Μυστηρίων.
Κρατήστε πάντοτε έτοιμην την ψυχήν σας, ώστε οποιανδήποτε στιγμήν ο Κύριος μας σας καλέσει να είσαστε άξιοι της ουρανίου Βασιλείας.
Ιδιαιτέρως απευθύνομαι αυτήν την στιγμήν προς σας, τους προσφιλείς μου συνεργάτας, από τον πρώτο έως τον τελευταίο, από τον παλαιότερο έως τον νεότερο, από τον μεγαλύτερο έως τον μικρότερο.
Τέκνα μου αγαπημένα, κληρικοί και λαϊκοί, δεν θα είμαι πλέον κοντά σας. Θα μένη όμως για πάντα μαζί σας η αγάπη μου και η ευχή μου. Μην εγακταλείψετε το άγιον έργον της διαφωτίσεως του λαού, ιδιαιτέρως εσείς αδελφοί μου Αρχιερείς, Ιερείς και Διάκονοι στην Αθήνα, στο Βόλο αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Όταν θα πηγαίνετε στις Εκκλησίες μας και θα κηρύττετε τον λόγον του Θεού, θα δροσίζεται και η δική μου ψυχή στους ουρανούς. Μη μου στερήσετε αυτήν την δροσιά, Σταθήτε πιστοί συνεργάται, γύρω εις τον διάδοχον μου Αρχιεπίσκοπον, οποίος κι αν είναι, και δώσατέ του τον άπειρον σεβασμόν και την αγάπη σας και την αφοσίωσην σας.
Θα σας αγαπήση όσον σας ηγάπησα και εγώ και θα στηρίξη μαζί σας την Εκκλησία μας, δια να πραγματοποιήση τους ιερούς σκοπούς της.
Και τώρα αγαπητά μου τέκνα και φίλοι μου, «ιδού κείμαι εν μέσω πάντων σιγηλός και άφωνος. Το στόμα ήργησεν. Η γλώσσα πέπαυται και τα χείλη κεκόλληνται, αι χείρες συνδέδενται και αι πόδες συμπλέκονται, η μορφή ηλλοίωται, οι οφθαλμοί εσβέσθησαν και ου κατανούσι τους θρηνούντας, η ακοή ου παραδέχεται των λυπουμένων τον ολοφυρμόν, η ρις ουκ οσφραίνεται του θυμιάματος την ευωδίαν, η δε αληθινή αγάπη ουδέποτε νεκρούται, δι ο ικετεύω πάντας τους γνωστούς και προσφιλείς μου μνείαν ποιείσθε μου εν ημέραις κρίσεως, ίνα εύρω έλεος επί του βήματος εκείνου του φοβερού.»
«ΜΗ ΜΕ ΛΗΣΜΟΝΗΤΕ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΣΑΣ.»
.
«Το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «Romfea.gr», δημοσιεύει σήμερα αποκλειστικά, τον τελευταίο αποχαιρετιστήριο λόγο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου.
Το τελευταίο αποχαιρετιστήριο κείμενο έχει στην κατοχή του ο Επικοινωνιολόγος κ. Σωτήρης Τζούμας, το οποίο δημοσιεύει στο νέο βιβλίο του με τίτλο «ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ», και σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει σε όλα τα βιβλιοπωλεία.
Να σημειωθεί, ότι ο κ. Σωτήρης Τζούμας στο βιβλίο του αναφέρεται και στο θέμα των ταυτοτήτων, στις σχέσεις Φαναρίου – Ελλαδικής Εκκλησίας, καθώς και σε άλλα σημαντικά θέματα από την ζωή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, τα οποία δεν πρέπει να χάσετε».
Πηγή: Ρομφαία
Είναι «θέμα ισότητας ο γάμος των ομοφυλοφίλων», σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, επιχείρημα που αναπαράγουν ατυχώς, όλοι οι υποστηρικτές του συγκεκριμένου νομοσχεδίου.
Την ώρα που οι συζητήσεις για τα καυτά ζητήματα της τεκνοθεσίας και του γάμου ομοφύλων έχουν ανάψει στη χώρα μας, η Ομοσπονδία Ομοφυλοφιλικών Αγώνων (Federation of Gay Games ή FGG)
Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκθρονίστηκε και στάλθηκε εξόριστος στην Κουκουσό, Αραβισσό και Πιτιούντα όλη η Εκκλησία των ορθοδόξων επένθισε. Με δάκρυα έλεγαν τα πλήθη των πιστών και μοναχών: «Συνέφερεν, ίνα ο ήλιος συσταλή ή ίνα το στόμα Ιωάννου σιωπήση».
Κάθε φορά, ἀγαπητοί μου, ποὺ γίνεται θεία λειτουργία, διαβάζονται δύο ἱερὰ ἀναγνώσματα, εὐαγγέλιο καὶ ἀπόστολος. Καὶ τὰ δύο περιέχουν λόγια μεγάλα καὶ ὑψηλά, ποὺ ἐὰν ὁ ἄνθρωπος τὰ ἐφήρμοζε ἡ γῆ θὰ γινόταν παράδεισος.
Η Τουρκία υλοποιεί σταδιακά, αδίστακτα και μεθοδικά τον στρατηγικό στόχο της, που έθεσε από τη δεκαετία του 1950, να θέσει υπό τον έλεγχο της τήν Κύπρο.
Ἡ ὁμιλία τοῦ ἀειμνήστου Νικολάου Βασιλειάδη, Θεολόγου – Συγγραφέα, μὲ θέμα: «Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι», ἡ ὁποία ἔγινε στὴν Ἀθήνα, στὴν Αἴθουσα τοῦ Συλλόγου Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολικῆς Δράσεως «Ὁ Μέγας Βασίλειος», στὶς 26 Ἰανουαρίου 2014.
Χορωδία νέων ιεροψαλτών, της Ορθόδοξης Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σωτήρ», ψάλλει επίκαιρους βυζαντινούς ύμνους της εορτής των Τριών Ιεραρχών, πριν την ομιλία του ἀειμνήστου Νικολάου Βασιλειάδη.
Γερ. Γ. Γερολυμάτος: «Η μάχη του Καματερού», 2001 Τέμπερες σε χαρτόνι
Παρ’ όλες τίς επιτυχίες τού Καραϊσκάκη στήν Ανατολική Στερεά καί τήν αποκοπή τού Κιουταχή από τίς βάσεις ανεφοδιασμού του στή Θεσσαλία, ο σερασκέρης συνέχιζε πεισματικά τήν πολιορκία τής Ακροπόλεως. Η πτώση τού κάστρου τής Αθήνας ήταν η μόνη του επιδίωξη. Αυτό άλλωστε ζητούσε επιτακτικά καί ο ίδιος ο σουλτάνος διότι έτσι θά μπορούσε νά αφοπλίσει διπλωματικά τούς ξένους πρέσβεις, πού πίεζαν γιά αυτονομία τής Ελλάδος.
Η θέση τών πολιορκημένων γινόταν ολοένα καί χειρότερη καί οι αρχηγοί τους δέν σταματούσαν νά ζητούν ενισχύσεις από τήν κυβέρνηση. Οι αρρώστιες θέριζαν καί οι συνεχείς κανονιοβολισμοί προκαλούσαν τραυματισμούς καί θανάτους.
Δέν υπήρχαν γιατροί, ενώ υπήρχε έλλειψη στά πολεμοφόδια καί τά τρόφιμα, αλλά ακόμα καί στά ξύλα, τά οποία χρειάζονταν γιά νά μαγειρέψουν τήν τροφή τους καί νά ζεστάνουν τούς αρρώστους. Τά μνημεία τής κλασσικής Αθήνας υπέστησαν τρομερές καταστροφές, αλλά οι κολώνες τού Παρθενώνα συνέχιζαν νά στέκουν όρθιες σέ πείσμα τών βαρβάρων πού τίς κανονιοβολούσαν.
Στό στρατόπεδο τής Ελευσίνας υπήρχε μόνο μία μικρή ελληνική δύναμη 1000 ανδρών, πού τή διοικούσε ο Βάσος Μαυροβουνιώτης καί η οποία δέν μπορούσε νά βλάψει τόν πολυάριθμο στρατό τού Κιουταχή. Στά τέλη Δεκεμβρίου 1826 έφθασαν ενισχύσεις μέ επικεφαλής τόν συνταγματάρχη τού γαλλικού στρατού Διονύσιο Βούρβαχη. Ο Βούρβαχης ήταν γεννημένος στήν Κεφαλλονιά, όπου είχε καταφθάσει ο πατέρας του από τά Σφακιά, κυνηγημένος από τούς Τούρκους. Είχε διακριθεί στούς ναπολεόντειους πολέμους καί είχε ακολουθήσει τόν Ναπολέοντα ακόμα καί στήν εκστρατεία του στήν Ισπανία. Ο συγγενής του Ανδρέας Μεταξάς ήταν αυτός πού τού ζήτησε νά εγκαταλείψει τή Γαλλία καί νά έρθει νά βοηθήσει τόν ελληνικό αγώνα. Έτσι ο Βούρβαχης συγκέντρωσε χρήματα από τό γαλλικό κομιτάτο καθώς καί από τόν Βαυαρό βασιλιά καί συγκρότησε ένα σώμα 800 ανδρών τό οποίο έθεσε κάτω από τίς διαταγές τής κυβέρνησης.
Η νοοτροπία όμως τών ευρωπαϊκών πολέμων διέφερε πολύ από τήν αντίστοιχη τής ελληνικής επανάστασης. Οι Έλληνες άτακτοι ήταν απείθαρχοι, η τροφή τους ήταν ανεπαρκής, ο ρουχισμός τους άθλιος καί επιζητούσαν μέ τή λαφυραγώγηση νά προμηθευτούν τά αναγκαία, αφού γνώριζαν ότι οι οικογένειές τους λιμοκτονούσαν.
Επιπλέον, οι αξιωματικοί πού προέρχονταν από τίς ξένες πολεμικές σχολές απαιτούσαν τυφλή υπακοή τών διαταγών τους, αδιαφορούσαν γιά τόν αριθμό τών απωλειών καί ενδιαφέρονταν μόνο γιά τή νίκη καί τή δόξα. Όσοι ξένοι είχαν έρθει στήν Ελλάδα δέν αντιλαμβάνονταν τό γεγονός ότι οι Έλληνες ήταν πολύ λιγότεροι αριθμητικά από τόν ενωμένο μουσουλμανικό στρατό, πού είχε έρθει νά τούς πολεμήσει καί πολλοί από αυτούς ήταν αναντικατάστατοι.
Αντίθετα οι Έλληνες αρχηγοί (καπετάνιοι) δέν θυσίαζαν τούς στρατιώτες τους καί φρόντιζαν νά τούς οχυρώνουν σέ ισχυρές θέσεις (ταμπούρια). Απέφευγαν νά πολεμούν σέ πεδινά εδάφη, όπου τό οθωμανικό ιππικό ήταν ανίκητο καί γνώριζαν νά χειρίζονται μέ τόν δικό τους ξεχωριστό τρόπο τά ζητήματα τής ανυπακοής τών στρατιωτών τους.
Τόν Ιανουάριο τού 1827 έφθασαν στήν Ελευσίνα νέες ενισχύσεις 1200 ανδρών μέ αρχηγό τόν Παναγιώτη Νοταρά, ανεβάζοντας τόν συνολικό αριθμό τών Ελλήνων σέ 3000. Στήν Κούλουρη (Σαλαμίνα) υπήρχαν ακόμα 1000 στρατιώτες υπό τούς Ιωάννη Νοταρά, Μακρυγιάννη, Δημήτριο Καλλέργη, Ιωάννη Πέτα καί Χαράλαμπο Ιγγλέση. Τό γενικό πρόσταγμα αυτής τής δύναμης τό είχε ο Σκωτσέζος αξιωματικός Θωμάς Γκόρντον (Gordon Thomas), ο οποίος ενισχυόταν καί από μία μικρή ναυτική δύναμη δέκα πλοίων, στά οποία συμμετείχε η ατμοκίνητη «Καρτερία» μέ κυβερνήτη τόν Άστιγξ (Frank Abney Hastings) καί δύο ψαριανά μπρίκια μέ κυβερνήτες τούς Δημήτριο Παπανικολή καί Νικόλαο Γιαννίτση.
Οι Έλληνες αρχηγοί είχαν σχεδιάσει νά δημιουργήσουν μέ τή δύναμη τού Βούρβαχη καί τού Μαυροβουνιώτη αντιπερασπισμό στή Χασιά καί τό Μενίδι παρασύροντας εκεί τίς δυνάμεις τού Κιουταχή, έτσι ώστε νά μπορέσουν οι δυνάμεις τής Σαλαμίνας νά αποβιβαστούν στό Φάληρο. Πράγματι στίς 21 Ιανουαρίου 1827, τό στράτευμα τής Ελευσίνας επιτέθηκε στή Χασιά καί τό στράτευμα τής Σαλαμίνας αποβιβάστηκε στό Φάληρο, ενώ ταυτόχρονα τά ελληνικά πλοία βομβάρδιζαν τό μοναστήρι τού Αγίου Σπυρίδωνα στόν Πειραιά, όπου είχαν οχυρωθεί 500 Αλβανοί.
Ο Βούρβαχης έδωσε εντολή στούς Έλληνες τής Χασιάς νά μετακινηθούν πρός τό Καματερό. Η απόφαση αυτή βρήκε αντίθετους τούς Νοταρά καί Μαυροβουνιώτη, διότι τό Καματερό βρισκόταν σέ πεδινή θέση καί άρα ήταν ευάλωτο στίς επιθέσεις τού τουρκικού ιππικού. Ο Βούρβαχης, μέ τή γαλλική στρατιωτική νοοτροπία, επέμεινε στή μοιραία απόφασή του καί τό κακό δέν άργησε νά συμβεί. Στίς 27 Ιανουαρίου 1827, μόλις χάραξε, τουρκική δύναμη 2000 πεζών καί 600 ιππέων, υποστηριζόμενη από δύο πυροβόλα, κατέφθασε στήν πεδιάδα τού Καματερού καί επιτέθηκε στό σώμα τού Βούρβαχη πού βρισκόταν σέ προχωρημένη θέση χωρίς καμμία κάλυψη.
Ο γενναίος συνταγματάρχης προσπάθησε νά συγκρατήσει τήν ορμή τού εχθρικού ιππικού, αλλά δέν τά κατάφερε καί έπεσε νεκρός από τά κτυπήματα τών σπαθιών τών ντελήδων. Η μάχη έγινε σώμα μέ σώμα καί κατέληξε σέ συντριβή τών Ελλήνων, οι οποίοι άφησαν στό πεδίο τής μάχης 300 νεκρούς, μεταξύ τών οποίων ήταν ο Προκόπης Λέκκας, ο Αναγνώστης Κιουρκατιώτης καί τέσσερεις φιλέλληνες αξιωματικοί.
Ο Κιουταχής απέκοψε τό κεφάλι τού Βούρβαχη καί τών φιλελλήνων αξιωματικών καί αφού τά πάστωσε μέ αλάτι, τά έστειλε μέ δεκάδες άλλα κεφάλια στό παλάτι τού σουλτάνου, γιά νά δώσει έμφαση στή νίκη του, η οποία γινόταν εναντίον στρατού πού τόν διοικούσαν Ευρωπαίοι αξιωματικοί!
Στή συνέχεια ο πασάς επέστρεψε στά Πατήσια, όπου είχε στήσει τή βασιλική του σκηνή καί από εκεί έστειλε νέα μηνύματα στούς αρχηγούς τών πολιορκημένων Νικόλαο Κριεζώτη καί Στάθη Κατσικογιάννη, καλώντας τους νά παραδοθούν. Η απάντηση πού έλαβε ήταν αρνητική.
Πηγή: Αβέρωφ
Στις 1 Απριλίου 1942 στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, στο χωριό Θεοδόσια του Κιλκίς γεννιέται ο πρωτότοκος υιός του κ. Δηµήτρη και της κ. Δέσποινας Ασλανίδη, ο Ιωάννης. Λόγω της πολιτικής αστάθειας των χρόνων εκείνων, η οικογένεια Άσλανίδη φεύγει από το χωριό και εγκαθίσταται μόνιμα το 1947 στον συνοικισμό Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης.
Όπου η πορνεία είναι νόμιμη, η σεξουαλική διακίνηση αυξάνεται. Ποιος επωφελείται λοιπόν από την υπεράσπιση της πορνείας από τον Ο.Η.Ε.;
Τραγικά είναι τα στατιστικά στοιχεία που έγιναν γνωστά τις τελευταίες ημέρες και αφορούν τις γεννήσεις στην Ελλάδα.
Ο Άγιός μας γεννήθηκε στην Αθήνα την χρονική περίοδο που αυτοκράτορας ήταν στο Βυζάντιο ο Αλέξιος ο Κομνηνός. Οι γονείς του εύποροι, τον ανάθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», του προσέφεραν ότι καλύτερο μπορούσαν.
Μετά το θάνατο των γονέων του, γίνεται κληρικός. Αγωνίζεται μέσα από την ιδιότητά του να προσφέρει στους ανθρώπους το ζωντανό Λόγο του Θεού. Η ζωή του γίνεται πρότυπο ευσυνείδητου ιερέως, παράδειγμα προς μίμηση λαϊκών και κληρικών.
Η ψυχή του όμως σκέφτεται έντονα την απόλυτη αφιέρωση. Στεναχωριέται με το θόρυβο και τη φασαρία της πόλεως, γι’ αυτό και αποφασίζει να φύγει. Οδηγεί τα βήματά του στην Ιερά Μονή του Οσίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα.
Εκεί βρίσκει ηρεμία, ησυχία, κάτι που ποθούσε η καρδιά του. Ο Όσιος Μελέτιος ως φιλόστοργος πατέρας, τον δέχθηκε στην Ιερά Μονή και τον έκειρε μοναχό και στη συνέχεια Μεγαλόσχημο. Ο Όσιος Κλήμης, ενθουσιασμένος με αυτά που βρήκε στο μοναστήρι και από τη στιγμή που έλαβε το Αγγελικό Σχήμα, αγωνίζεται σκληρά. Εάν κοπίαζε πριν, τώρα προσθέτει και άλλο κόπο και εάν αγρυπνούσε πριν, τώρα προσθέτει και άλλες αγρυπνίες.
Φθάνει σε υψηλά μέτρα πνευματικής ζωής, αξιώνεται από τον Κύριό μας να δει με τα μάτια της ψυχής του, πράγματα που μόνο οι Άγγελοι και οι Άγιοι στον Παράδεισο βλέπουν. Ο Άγιος Κλήμης προσπαθώντας να κρύψει αυτά που ζούσε, για να αποφύγει τους επαίνους των ανθρώπων, τα απογεύματα ανέβαινε στο βουνό που βρίσκεται απέναντι από το Σαγμάτειο Όρος (Πόρτες).
Αυτό όμως κάποτε προκάλεσε την περιέργεια ενός μοναχού, το όνομα του οποίου ήταν Ιάκωβος, που κρυφά τον ακολούθησε και έκπληκτος έζησε ένα εξαίσιο θέαμα. Όταν ο Άγιος σήκωνε τα χέρια του στον ουρανό για να προσευχηθεί, τότε ανυψωνόταν και ο ίδιος πάνω από το έδαφος. Αυτό που είδε ο μοναχός Ιάκωβος, το διέδωσε σε όλους τους μοναχούς στην αδελφότητα με αποτέλεσμα ο σεβασμός και η εκτίμηση όλων προς το πρόσωπο του Κλήμη να ανέβει σε υπέρτατο βαθμό.
Όταν ο Άγιός μας αντελήφθη τι είχε συμβεί, στεναχωρήθηκε, διότι αυτός κρυβόταν κα δεν επιθυμούσε τη δόξα των ανθρώπων. Μετά από αυτό και παρότι μόναζε ήδη επί τριάντα χρόνια στη Μονή, αποφάσισε να φύγει κρυφά. Κατέφυγε στο Σαγμάτειο όρος και για λίγο καιρό έμεινε στο εκεί Μοναστήρι. Στη συνέχεια ανακάλυψε μία πολύ μικρή και απότομη σπηλιά στο γκρεμό του όρους στην οποία αποφάσισε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Δε μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους τις δυσκολίες και ταλαιπωρίες που ο Άγιος υπέφερε. Όμως η υπομονή που τον διέκρινε, το αγωνιστικό φρόνημα και απόλυτη πίστη στο Σωτήρα Χριστό, έγιναν αιτία να ξεπεράσει τα πάντα και να αξιωθεί να λάβει πολλά χαρίσματα από το Θεό.
Οι μοναχοί του Μοναστηριού του όμως, που είχε αφήσει μετά από τόσα χρόνια, στεναχωρήθηκαν πολύ. Άρχισαν να ψάχνουν τη γύρω περιοχή. Φθάσαν τελικά στο Σαγμάτειο όρος και βρήκαν αυτό που επιθυμούσαν. Διότι και εδώ ο Άγιος, είχε γίνει φωτεινός φάρος για πολλές ψυχές. Θερμά τον παρακάλεσαν να επιστρέψει.
Εκείνος όμως με αποφασιστικό τρόπο, τους είπε ότι θα ζήσει πλέον στο χώρο αυτό, διότι ήθελε την ησυχία, τη σιωπή και όχι τους επαίνους των ανθρώπων. Όταν ο ηγούμενος (είχε αναπαυθεί εν Κυρίω ο Όσιος Μελέτιος) έμαθε τα νέα, στεναχωρήθηκε πολύ και για να αναγκάσει τον Όσιο να αλλάξει γνώμη, του επέβαλε το επιτίμιο του αφορισμού.
Ο Όσιος Κλήμης όμως, παρέμεινε σταθερός και ακλόνητος στην απόφασή του «υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος», άντεξε με γενναιότητα όλους τους πειρασμούς και τίποτε από όλα αυτά δεν τον εμπόδιζε να μιλάει στο Θεό. Έμεινε σε αυτό σκληρό τρόπο ασκήσεως τριάντα ολόκληρα χρόνια.
Ο ηγούμενος που του είχε επιβάλει το επιτίμιο του αφορισμού, λίγο πριν πεθάνει, ελεγχόμενος έντονα από τη συνείδησή του, ζήτησε να τον πάνε στον Άγιο στο Σαγματά. Εκεί, έξω από το σπήλαιο και με δάκρυα στα μάτια, ζήτησε από τον Όσιο Κλήμη συγχώρεση και ο Άγιος χωρίς να φαίνεται του απάντησε «ο Θεός να σε συγχωρήσει, αδελφέ μου και εις την παρούσα ζωήν και εις τη μέλλουσαν».
Έτσι ο Όσιος Κλήμης προσευχόμενος και αγωνιζόμενος, μεγάλης πλέον ηλικίας, εκοιμήθη το 1111 μ.Χ. Τα θαύματά του και πρεσβείες του στο θρόνο του Θεού συνεχίστηκαν και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι ευλαβείς χριστιανοί της Βοιωτίας αλλά και της Εύβοιας, καταφεύγουν με σιγουριά στην Ιερά Μονή Σαγματά, που φυλάσσεται η Ιερά και Σεβάσμιά του Κάρα και του εναποθέτουν προβλήματα, αγωνίες και δυσκολίες που έχουν, με τη βεβαιότητα ότι έχουν έναν πολύτιμο σύμμαχο στον αγώνα της ζωής και έναν πρεσβευτή στο θρόνο του Χριστού.
Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε όλοι μας είναι ότι οι Άγιοί μας είναι οδηγοί στο δρόμο του Χριστού. Και ένας από αυτούς, ο Άγιος Κλήμης είναι κοντά μας, δίπλα μας και μας προστατεύει με τις θερμές του ικεσίες.
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του στις 26 Ιανουαρίου. Λόγω των εκάστοτε δύσκολων καιρικών συνθηκών στο όρος του Σαγματά συνεορτάζεται η μνήμη του Οσίου Κλήμεντα μαζί με την μνήμη του Οσίου Γερμανού του εν Σαγματά († 1 Μαΐου).
(Πηγή: Βίος του Αγίου Κλήμη, Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Θηβών)
Ο Όσιος Κλήμης: Ο φάρος του Σαγματά
1100 Δεκεμβρίου 25
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Σήμερα, ημέρα της γεννήσεως του Κυρίου μας, βρήκα λίγο χρόνο να σου γράψω. Βλέπεις, εδώ ο χειμώνας είναι σκληρός, αλλά και η μοναχική ζωή δύσκολη. Αυτά τα δυο, χειμώνας και καλογερική ζωή, τελικά μοιάζουν. Χτυπούν οι πειρασμοί σαν τους κεραυνούς. Καταχνιά στην ψυχή ο εγωισμός. Φουρτούνα στους λογισμούς ο κόσμος. Ο κόσμος που άφησες, για να ανέβεις χωρίς το βάρος του, του ουρανού τα μονοπάτια. Δε σου κρύβω ότι πολλές φορές θάβω αυτή τη βαρυχειμωνιά μέσα μου. Όμως ο Κύριος, που βλέπει όχι αυτό που δείχνω αλλά και αυτό που είμαι, μου έδωσε ένα μεγάλο στήριγμα. Ναι, αδελφέ, μια παρηγοριά, ένα καταφύγιο. Τον πατέρα Κλήμη. Όλοι οι πατέρες είναι καλοί, αλλά αυτός είναι η λιακάδα στη βαρυχειμωνιά μου. Γι’ αυτόν θέλω να σου πω, να σου γράψω. Μα ό,τι και να πω θα είναι λίγο και φοβάμαι πως θα αδικήσω του Θεού τον άνθρωπο.
Όταν ήρθα στο μοναστήρι, μου είπαν για έναν ερημίτη που ζει σε μια σπηλιά. Πέρασαν δυο εβδομάδες. Η κόπωση ξύπνησε την αμφιβολία. Είναι ο δρόμος που διάλεξα ο κατάλληλος; Κι αν είναι ο δρόμος και δεν είναι ο τόπος; Έγινε το μυαλό μου πεδίο μάχης. Βγήκα έξω από το μοναστήρι και τριγύριζα στο βουνό. Δεν ξέρω αν προσευχόμουν. Το σίγουρο είναι πως υπέφερα. Ξαφνικά μέσα από τα βράχια, μέσα από τον γκρεμό, ακούστηκε θόρυβος. Θεέ μου! Κάποιο άγριο ζώο θα είναι. Σκέφτηκα να τρέξω, αλλά δεν πρόλαβα. Πετάχτηκε μπροστά μου ένας άνθρωπος. Λες κι έβγαινε από τα βάθη της γης. Ψηλός και αδύνατος, σα κολώνα που σηκώνει αγόγγυστα το βάρος του κτίσματος. Με πλησίασε. Το κουκούλι δε με άφηνε να δω το πρόσωπό του, σαν το ύφασμα που κλείνει την πύλη του ιερού και κρύβει το άγιο Βήμα.
› Ειρήνη να έχεις, παιδί μου, είπε.
Τράβηξε το κουκούλι του και με κοίταξε στα μάτια. Τι να σου πω, αδελφέ! Ένας αέρας φύσηξε μες στης καρδιάς τα βάθη και πήρε μακριά της αμφιβολίας την ομίχλη. Κάτι έσπασε μέσα μου. Ελευθερώθηκα, λυτρώθηκα. Όλο το υλικό που μάζευε η ταλαίπωρη ψυχή μου χύθηκε, χάθηκε στης λησμονιάς το χωράφι. Έτσι γνώρισα τον αββά Κλήμη. Το κλήμα, που ρίζωσε μες τα βράχια του βουνού μας και ποτίστηκε από το ζωντανό νερό, τον Χριστό.
Θέλησα, λοιπόν, να μάθω για τη ζωή του. Ρωτώ τους πατέρες. Λίγα και αυτοί γνωρίζουν. Έμαθε, βλέπεις, τόσα χρόνια να κρύβει καλά τα κατορθώματά του, να αφανίζει τα χνάρια της πορείας του, μην τυχόν και τον ακολουθήσει η έπαρση. Ό,τι όμως επιτρέψει ο Θεός να μάθω, θα στο γράψω. Είναι σπουδαίο να μοιράζεσαι το μέλι του Θεού με τους αδελφούς. Να με συμπαθάς. Πρέπει να πάω στον πατέρα Αρσένιο. Είναι άρρωστος και υποφέρει.»
1110 Φεβρουαρίου 2
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Προσεύχομαι πάντα να είστε καλά. Χθες το βράδυ η αγρυπνία για την Υπαπαντή του Κυρίου μας ήταν συγκλονιστική. Συναντήθηκαν, βλέπεις, τα υπέροχα λόγια των τροπαρίων, οι γλυκιές φωνές των πατέρων και η προσευχή στην αυλή της κατάνυξης. Ήρθε κι ο πατήρ Κλήμης. Όταν μπήκε στην εκκλησία, ακόμα και οι ψάλτες σταμάτησαν. Σε καθηλώνει αυτός ο άνθρωπος, σε συναρπάζει! Κάθισε σε μια γωνιά. Δεν κουνήθηκε καθόλου. Έφυγε, χωρίς να το καταλάβουμε, από το γνωστό μονοπάτι της σιωπής και χάθηκε μέσα στα βράχια. Έμαθα ότι ο ασκητής μας είναι από την Αθήνα και προέρχεται από αρχοντική οικογένεια. Η Αθήνα, αδελφέ, είναι ιδιαίτερος τόπος. Περπατάς και νιώθεις ρίγη στην ψυχή, λες και κάτι λειτουργεί μυστικά κάτω από το χώμα της. Παντού συναντάς ιερά και ναούς. Εκεί σπούδασε την ιερότητα της ζωής ο π. Κλήμης. Επιθύμησε το ύψος, αφού μεγάλωσε ανάμεσα σε κολώνες. Ζήλεψε τη λευκότητα και λαχτάρισε τη μορφή. Ναι, τη μορφή! Στην Αθήνα όλες οι ακατέργαστες πέτρες πήραν μορφή. Έτσι κι αυτός. Ό,τι ακατέργαστο είχε μέσα του, ήθελε να το μορφοποιήσει με τη χάρη του Θεού. Έτσι, έγινε ο τεχνίτης της σωτηρίας του. Για να γίνεις τεχνίτης, χρειάζεσαι εργαστήριο και μάστορα να σου μάθει την τέχνη. Έφυγε, λοιπόν, από την Αθήνα για τον Κιθαιρώνα, για να συναντήσει τον μάστορα της αρετής, τον Μελέτιο, και το εργαστήρι του, το περίφημο μοναστήρι του. Μέσα σε αυτό πολλές ψυχές πήραν τη μορφή του Χριστού. Εκεί το αρχοντόπουλο της Αθήνας, ο Κλήμης, συνάντησε τον άρχοντα της ασκήσεως, τον Μελέτιο.
Εκεί να δεις αγώνα, αδελφέ! Ο νεαρός Αθηναίος με την πένα της προσοχής έγραφε στην ψυχή του ό,τι έκανε και ό,τι έλεγε ο γέροντάς του. Τα βράδια άνοιγε την καρδιά, για να προσευχηθεί, αλλά και να μελετήσει τους λόγους της αγιασμένης εμπειρίας του ηγουμένου Μελετίου. Και τι δεν είχε σημειώσει για την αγάπη του γέροντα, την υπομονή, την προσευχή, τη λατρεία, την αγιότητα. Η καρδιά του παλικαριού ποθούσε, – πώς να στο πω; – ζήλευε… Ναι, ζήλευε την αγιότητα. Πόσο σπουδαίο είναι να ποθείς, όχι τον πλούτο και τη δόξα αυτού του ψεύτικου κόσμου, αλλά τον πλούτο του πνεύματος και τη δόξα του Θεού.
Ο π. Μελέτιος, όταν με τη χάρη του Θεού κοίταζε τις ψυχές των πατέρων, στην ψυχή του Κλήμη αναπαυόταν. Εντόπιζε τη σταθερότητα της πίστης, τη δύναμη της προσευχής, τη συνέπεια της άσκησης, τη σιωπή της ταπείνωσης, την υπομονή της πνευματικής ωριμότητας, τη θερμότητα της λατρείας. «Αυτή δεν είναι ψυχή», σκεφτόταν, «Παράδεισος είναι! Nαός ευωδιαστός. Είναι η πατρίδα του Χριστού.»
Είχε διάκριση ο π. Μελέτιος. Ούτε τον Κλήμη επαινούσε, αφού ο έπαινος είναι ο σπόρος του εγωισμού, ούτε τον ξεχώριζε από τους πατέρες, αποφεύγοντας έτσι συγκρίσεις και αντιπάθειες. Όμως, ένα γεγονός έγινε αιτία να ξεχωρίσει μέσα στη συνοδεία. Δεν τον ξεχώρισε η αγάπη του γέροντά του αλλά η αρετή του.
Κάθε απόγευμα ο π. Κλήμης μετά την εσπερινή ακολουθία, έβγαινε από το μοναστήρι, ανέβαινε λίγο ψηλότερα, στην τοποθεσία που οι πατέρες είχαν ονομάσει «πόρτες». Από εκεί απλωνόταν μέσα στο βλέμμα του ο κάμπος της Θήβας και το βουνό του Σαγματά. Στεκόταν ώρες ολόκληρες γονατιστός, ώσπου η ομορφιά του τοπίου χανόταν, έσβηνε μπροστά στην ωραιότητα και τη δόξα της παρουσίας του Χριστού. Βλέπεις, ψυχή και σώμα επικοινωνούν. Αρρωσταίνει η ψυχή, υποφέρει το σώμα. Πονά το σώμα, αγωνιά η ψυχή. Η ψυχή του Κλήμη ανέβαινε με της προσευχής τη δύναμη σε ύψη πνευματικά. Σε αυτό το ανέβασμα παρέσυρε και το σώμα. Σε αυτήν την κατάσταση τον είδε ο π. Ιάκωβος. Ναι, να μην πατά στη γη! Το πνεύμα, δυνατότερο από το σώμα, τον τράβηξε στον ουρανό. Ο π. Ιάκωβος, νομίζω πως ζει ακόμα, τα έχασε. Δεν περίμενε να δει κάτι τέτοιο. Κρατήθηκε να μην φωνάξει. Άρχισε να τρέχει προς το μοναστήρι. Μπαίνοντας μέσα δεν άντεξε:
› Πατέρες, πατέρες, γέροντα, τρέξτε!!!
Έτρεξαν κοντά του, να δουν τι συμβαίνει. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Προσπαθούσαν να τον ηρεμήσουν. Η έκπληξη και το τρέξιμο του είχαν κόψει την ανάσα.
› Ο π. Κλήμης…, είπε και σταμάτησε.
› Τι έπαθε ο π. Κλήμης; Κάποιο κακό του συνέβη; Και αυτός ο ευλογημένος όλο στις ερημιές τριγυρίζει.
› Ο π. Κλήμης πετάει!!!
Μια βαριά σιωπή διαδέχθηκε τον αλλόκοτο λόγο. Πώς να μαζέψει ο π. Μελέτιος της είδησης το σάλο; Τους εξήγησε τη δύναμη της προσευχής, το ύψος της αρετής, τους προέτρεψε να μιμηθούν τον αδελφό τους.
Τους παρακάλεσε να μην του δείξουν, να μην του πουν κάτι, γιατί η συγκάτοικός του, η ταπείνωση, θα επαναστατήσει. Και εκείνοι οι καημένοι προσπάθησαν. Δεν του είπαν τίποτα. Πώς όμως να κρύψουν το σεβασμό, την τιμή και την ευλάβειά τους στο ιερό του πρόσωπο;
Η ευαίσθητη ψυχή του ένιωσε τη διαφορά. Έβλεπε να υπολογίζουν τη γνώμη του. Να του δίνουν τη θέση τους. Να του ζητούν να προσευχηθεί για δύσκολες περιπτώσεις. Έπρεπε να φύγει. Να τρυπώσει στην αγαπημένη του αφάνεια, γιατί εκεί φανερώνεται ο Θεός. Η στιγμή του αποχωρισμού είναι πάντα δύσκολη. Όμως, τον Μελέτιο τον παρηγορούσε η ωριμότητα του Κλήμη και τον Κλήμη η προσευχή, που θα γινόταν δρόμος, για να συναντά τον άγιο γέροντά του. Κίνησε για το βουνό που έβλεπε από τον τόπο της προσευχής του. Έτσι έφτασε εδώ. Και το βουνό μας πλέον κρύβει μέσα στα σπλάχνα του τον πολύτιμο, τον ανεκτίμητο θησαυρό μας.»
1110 Μάρτιος
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Να εύχεσαι να μας αξιώσει ο Θεός να διανύσουμε το στάδιο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και να εορτάσουμε το Άγιο Πάσχα. Είχα την ευλογία, πριν μπει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, να κατεβώ τρεις φορές στο ασκητήριο του π. Κλήμη. Άλλο να στο γράφω κι άλλο να το ζεις! Εμείς ούτε μέρα δε θα μέναμε εκεί. Είναι στο γκρεμό! Κατεβαίνεις με δυσκολία, δεμένος με σχοινί, ανάμεσα από τα απότομα βράχια.
Κάτω από τα πόδια σου … το χάος! Την πρώτη φορά τρόμαξα. Πίστευα πως δεν θα μπορέσω να ανέβω. Σ’ αυτόν το γκρεμό, όμως, ένιωσα να γεμίζει το χάος της ψυχής μου με ουρανό!
Μέσα στο ταγάρι μου είχα πρόσφορο και κρασί για τη Θεία Λειτουργία. Είχα μερικά παξιμάδια για το γέροντα. Νερό έμαθα πως μαζεύει σε μικρές γούρνες των βράχων από την υγρασία και τη βροχή. Μα είναι δυνατόν τέτοιο λουλούδι να μην το ποτίζει ο Θεός; Η Θεία Λειτουργία; Τι να σου πω! Μοναδική εμπειρία. Εκεί, μέσα στο βράχο, σε πέτρινη πρόθεση και Αγία Τράπεζα έσπαγε η σκληρότητα της ψυχής.
Ο παπα-Κλήμης με την τριμμένη και ξεθωριασμένη στολή, λειτουργός. Άλλο τυπικό, αδελφέ. Τον λειτουργικό λόγο τον διαδεχόταν η κατάνυξη. Ο λυγμός ήταν ο ήχος. Και τα δάκρυα οι διάκονοι. Ώρες κράτησε η μυσταγωγία. Δεν ξέρω πόσες. Έχασα τον χρόνο και τον τόπο μη σου πω…! Μια άφλεκτη βάτος ο λειτουργός, εκεί, στη ρίζα του βράχου. Δεν τολμούσα να τον κοιτάξω. Πριν τη λειτουργία δεν μου είπε λέξη. Μετά, όμως, δυο λεξούλες άκουσα κι αυτές μου φτάνουν για την υπόλοιπη ζωή μου:
› Ξέρεις, παιδί μου, οι σκέψεις μας είναι κλωστές. Όταν είναι μαύρες και σκοτεινές, ο αργαλειός της διάνοιάς μας, που τις γνέθει, φτιάχνει ένα μαύρο ύφασμα. Αυτό σκεπάζει και το νου και την καρδιά. Έτσι γεννιέται η θλίψη. Καλό και φωτεινό λογισμό να έχουμε! Μόνο αυτός μπορεί να μας ελευθερώσει από τον ιστό της θλίψης.
Ξέρεις πώς ανέβηκα τα απότομα βράχια, αδελφέ; Πετώντας! Με αξίωσε ο Θεός να γνωρίσω επίγειο άγγελο, να ζήσω αληθινή λατρεία, να διδαχθώ αγιασμένη εμπειρία. Συζητώντας με τους πατέρες στο μοναστήρι έμαθα πως ο αββάς Κλήμης είναι στυλίτης. Μπορεί να σου είναι δύσκολο να το πιστέψεις, μα είναι αλήθεια.
Βρήκε έναν βράχο που μοιάζει με κολώνα, σαν αυτές του Παρθενώνα. Εκεί ανέβαινε και προσευχόταν.
Για σκέψου… να τον ψήνει ο ήλιος μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού. Να τον σκεπάζει το χιόνι και να τον μουσκεύει η βροχή. Να τον χτυπά ο δυνατός αέρας της περιοχής μας. Εδώ μέσα στο κελί μου και ζεσταίνομαι και κρυώνω και αγριεύομαι από του καιρού τις ακρότητες. Είμαι, όμως, βέβαιος πως στον καύσωνα τον επισκεπτόταν η δροσιά του Πνεύματος, τον θέρμαινε στο ψύχος η φωτιά του Θεού. Τον στήριζε στον αέρα η ακλόνητη πίστη και τον κάλυπτε στη βροχή η Αγία Σκέπη της Παναγίας μας.
Αυτόν τον αγώνα έμαθε και ο αυτοκράτορας, ο ευσεβής Αλέξιος ο Κομνηνός. Έστειλε τεχνίτες της πέτρας να κτίσουν το μοναστήρι. Στήριξε με οικονομική βοήθεια. Παραχώρησε με χρυσόβουλο πολλά κτήματα. Ακόμη και ψηφιδωτά έστειλε να φτιάξουν, που έξω από τη Βασιλεύουσα δύσκολα συναντάς. Το πολυτιμότερο όμως δώρο… τμήμα του Τιμίου Ξύλου που είχε στο παλάτι. Έδωσε όλα αυτά και ζήτησε για αντάλλαγμα μόνο ένα, την προσευχή του Οσίου να τον συνοδεύει στη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας.
Και ο Όσιος από αυτό που ζήτησε ο αυτοκράτορας έχει πολύ. Έχω την αίσθηση, αδελφέ, ότι δεν υπάρχει λεπτό της ζωής του έξω από την προσευχή.
Την ημέρα που έφτασε το Τίμιο Ξύλο στο μοναστήρι, έγινε χαλασμός. Μου έλεγαν οι πατέρες πως το βουνό μας γέμισε κόσμο, θυμιάματα, λαμπάδες, ύμνους, δάκρυα. Ένας επίσκοπος από τη Βασιλεύουσα κρατούσε ψηλά τον Σταυρό που λαμποκοπούσε, όταν τον άγγιζαν οι ακτίνες του ήλιου. Και ο π. Κλήμης περίμενε με λαχτάρα, σαν τη μάνα που καρτερεί να έρθει το σπλάχνο της από της ξενιτειάς τα μέρη.
Όταν πλησίασε ο Δεσπότης με τον Σταυρό, ο ασκητής γονάτισε. Αυτός ο γίγαντας έγινε ξαφνικά ένα κουβαράκι. Όταν σηκώθηκε, το πρόσωπό του έλαμπε. Αγκάλιασε τον Σταυρό του Κυρίου μας και τον φιλούσε.
Έτσι έγινε το βουνό μας, εκτός από το Θαβώρ της Μεταμορφώσεως και Γολγοθάς της Σταυρώσεως.
› Καλή η δόξα και το φως της Μεταμορφώσεως, πατέρες μου, έλεγε ο π. Κλήμης, αλλά εάν δεν τα ανεβάσεις στον Γολγοθά και δεν τα καρφώσεις στον Σταυρό της Θυσιαστικής Αγάπης, αναστάσιμα δεν γίνονται! Ο Σταυρός να γίνει το κέντρο του μοναστηριού αλλά και της ζωής μας. Ό,τι δεν σταυρώνεται μέσα μας δεν θα αναστηθεί, θα μείνει λάφυρο στα χέρια του θανάτου…
Κάθε φορά που μπαίνει στο μοναστήρι, τρέχει σαν παιδί που πεινά, πέφτει στα γόνατα, προσκυνά το Τίμιο Ξύλο, σαν να το βλέπει για πρώτη φορά.»
1110 Απρίλιου 17
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Μεγάλους πειρασμούς έχει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Δοκιμασίες φοβερές. Ξέρεις τί είναι το μοναστήρι; Ένα στάδιο, σαν αυτό των Ρωμαίων χωρίς κερκίδες.
Ναι, χωρίς κερκίδες! Κανείς δεν παρακολουθεί. Όλοι παλεύουν. Όλοι αγωνίζονται. Μιλώ, όμως, εγώ για δοκιμασίες; Παραπονιέμαι για το αεράκι και το ψιλόβροχο, ενώ οι Άγιοί μας βρέθηκαν μέσα στον ανεμοστρόβιλο και την καταιγίδα; Μην πας μακριά. Θα σου πω για τον Άγιο πατέρα μας, το μεγάλο ασκητή μας, την παρηγοριά και το στήριγμά μας, τον πατέρα Κλήμη.
Μπορεί, πιστεύεις, άνθρωπος να σκεφτεί άσχημα ή να πει λόγο κακό για το γέροντα; Κι όμως, σε πληροφορώ πως τον γέροντα τον καταράστηκε και τον αφόρισε ολόκληρος ηγούμενος! Σου φαίνεται απίστευτο, είναι όμως γεγονός. Ένας διάδοχος του Οσίου πατρός Μελετίου στην ηγουμενία θέλησε να μαζέψει όλους τους ερημίτες και ησυχαστές μοναχούς που προέρχονταν από το μοναστήρι του Κιθαιρώνα. Τους έστειλε μήνυμα να επιστρέψουν. Ένας από τους αγγελιαφόρους μοναχούς έφτασε και στο Σαγματά. Θέλησε να κατέβει στη σπηλιά του Κλήμη, μα δεν τα κατάφερε και τον περίμενε στη μονή. Ήταν σίγουρο πως θα ανέβαινε την Κυριακή για τη Θεία Λειτουργία. Πλησίασε το γέροντα, του είπε το θέλημα του ηγουμένου. Περίμενε απάντηση.
› Δεν μπορώ να φύγω από τον βράχο μου.
Τόσα χρόνια συνήθισε ο ένας τον άλλον. Πώς θα αφήσω τους πατέρες; Τον Σταυρό, το Τίμιο Ξύλο, την πνευματική μου καρδιά… Πώς;
Ο μοναχός, παρ’ ότι ήταν κουρασμένος από το ταξίδι και φορτωμένος με το βαρύ θέλημα του ηγουμένου, προσπάθησε να δικαιολογήσει τον γέροντά του. Ο αββάς Κλήμης δεν ήθελε να σηκώσει το φορτίο του δικού του θελήματος. Τί σε ξεφορτώνει και τί σε ξεκουράζει; Το θέλημα του Θεού. Παραδόθηκε, λοιπόν, στην προσευχή ζητώντας στις στράτες της το θέλημα Εκείνου. Ο Θεός μίλησε και ο Κλήμης υπάκουσε. Δεν θα άφηνε το βράχο του, τη φωλιά του, τα αγαπημένα πρόσωπα των αδελφών του. Έτσι, ο μοναχός του Κιθαιρώνα φορτώθηκε πάλι το βαρύ θέλημα του ηγουμένου, την τολμηρή άρνηση του Κλήμη και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Άστραψε και βρόντηξε ο ηγούμενος! Έδωσε εντολή να τον ειδοποιήσουν σε μικρό διάστημα να βρίσκεται στο μοναστήρι. Ακλόνητος, αδελφέ, ο Κλήμης, σαν τον βράχο του. Αμετακίνητος στο θέλημα του Θεού.
Αχ, αυτός ο εγωισμός πόσες ζημιές κάνει! Ο ηγούμενος τον αφόρισε! Αφού, να σκεφτείς, οι κάτοικοι της περιοχής «αφορισμένο» έλεγαν τον ασκητή μας. Και το παράδοξο; Στην προσευχή του «αφορεσμένου» έτρεχαν, όταν αρρώσταιναν τα παιδιά και τα ζωντανά τους ή όταν κινδύνευαν οι καλλιέργιές τους. Και ο «αφορεσμένος» ή μάλλον ο αδικημένος γέροντας τους έστελνε τη χάρη του Θεού και οι ασθενείς θεραπεύονταν και οι καρποί σώζονταν.
Σήκωσε αγόγγυστα το σταυρό της αδικίας. Κι ο Χριστός έσκυψε περισσότερο πάνω από το πληγωμένο παιδί του. Μεγάλος πειρασμός! Όμως, όπως λένε και οι πατέρες, το μαύρο σύννεφο της δοκιμασίας του δεν κατάφερε να σκιάσει τον ήλιο της γαλήνης του. Επιστράτευσε την αγάπη, οπλίστηκε με την υπομονή, καλύφθηκε στην προσευχή, στηρίχθηκε στη Λειτουργία και συγχωρούσε διαρκώς ελεύθερος από του φθόνου την παγίδα. Ο Θεός όμως, αδελφέ, εκεί που σπέρνει ο άνθρωπος αδικία, θερίζει ο Παντοδύναμος δικαιοσύνη. Ο ηγούμενος αρρώστησε και είδε πως τα βήματά του μέσα στο μάταιο τούτο κόσμο λιγόστεψαν. Ξέρεις, αδελφέ, όταν βλέπεις το θάνατο να έρχεται…έχεις ένα μεγάλο πίνακα μπροστά σου, που έχει αποτυπωθεί σε αυτόν ολόκληρη η ζωή σου.
Είδε, λοιπόν, ο καημένος την αδικία και την ακρότητά του στο πρόσωπο του Κλήμη. Θέλησε να καθαρίσει το σημείο αυτό της γήινης πορείας του. Ζήτησε, λοιπόν, από τον αδικημένο να τον συγχωρήσει και να διαγραφεί η αδικία:
› Θέλω τον πατέρα Κλήμη! Γρήγορα!
Βλέπεις, ένιωθε τη βαριά αναπνοή του θανάτου. Τί να έκαναν οι πατέρες; Βρήκαν ένα γερό άλογο. Και έτρεξαν. Σύννεφο σκόνη έβλεπες από μακριά να σηκώνεται στο πέρασμά του μέσα στο θηβαϊκό κάμπο.
Πλησίαζαν στην κορυφή του Σαγματά αλλά και ο θάνατος στον ηγούμενο. Αγωνία! Ναι, η αγωνία έκανε τις καρδιές να χτυπούν γοργά σαν του αλόγου τα πέταλα που χτυπούσαν αλύπητα το χώμα, τάραζε το νου, σκοτείνιαζε το βλέμμα. Έπεσαν πάνω στον Κλήμη. Ήθελαν να τον παρακαλέσουν. Έκλαιγαν.
› Τον έχω συγχωρήσει, πατέρες μου καλοί.
Εάν δεν είχα συγχωρήσει τον αδελφό μου, πώς θα προσευχόμουν, πώς θα λειτουργούσα, πώς θα προσκυνούσα το Τίμιο Ξύλο της συγχωρήσεως του Θεού μας;
› Γέροντα, είμαστε βέβαιοι για την αγάπη σας, του είπαν, αλλά ο ίδιος δεν το γνωρίζει. Πάμε να τον δείτε…
Έκαναν να σηκωθούν. Ο πατήρ Κλήμης στάθηκε όρθιος. Κάρφωσε το βλέμμα του στην πλευρά του Κιθαιρώνα. Είδε τον ουρανό να ανοίγει. Είδε την ψυχή του ηγουμένου να ετοιμάζεται για την έξοδό της. Άκουσε και τον ψίθυρο από τα χείλη του.
› Κλήμη, πού είσαι Κλήμη μου;
› Εδώ, γέροντά μου, τον άκουσαν οι μοναχοί που συγκλονισμένοι παρακολουθούσαν.
› Συγχώρα με, Κλήμη μου!
› Ο Θεός, πατέρα μου! Ο Θεός να σε συγχωρήσει, αδελφέ, και τώρα και μέσα στην απέραντη αιωνιότητα της Βασιλείας Του.
Η αγωνία έφυγε. Η πνοή του θανάτου χάθηκε. Η ευωδία της παρουσίας του Χριστού απλώθηκε παντού σφραγίζοντας με την ειρήνη τις ψυχές. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του κεκοιμημένου ηγουμένου. Η φωνή του Κλήμη μας, που ακούστηκε από τη σπηλιά του Σαγματά στο μοναστήρι του Κιθαιρώνα, είχε γαληνέψει τα πάντα. Όταν οι απελπισμένοι μοναχοί επέστρεψαν, δεν πίστευαν πως αυτό που άκουσαν οι ίδιοι δίπλα του, το άκουσαν και όσοι βρίσκονταν δίπλα στο μακαρίτη τον ηγούμενο. Βλέπεις, αδελφέ, πώς ο Θεός τακτοποιεί, βάζει τα πράγματα στη θέση τους; Πάντοτε θα επικρατεί, όχι η δική μας αταξία, αλλά η τάξη της αγάπης Του.»
1111 Φεβρουαρίου 6
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Πώς γίνεται να έχω στην καρδιά μου χαρά και θλίψη; Πώς χωρούν και τα δύο; Έχω θλίψη, πόνο, γιατί έφυγε ο π. Κλήμης. Ο αετός πέταξε, άφησε τη φωλιά του τη γήινη και ξεχύθηκε στους ουρανούς της αιωνιότητας.
Έχω χαρά, γιατί νιώθω τα φτερά του ανοιχτά να σκεπάζουν το μοναστήρι του και όλη την περιοχή. Θέλω να στα γράψω με τη σειρά.
Μετά το Πάσχα όλοι παρατηρήσαμε πως ο γέροντας δεν ανέβαινε τακτικά στο μοναστήρι. Κουράστηκε, έλεγαν οι περισσότεροι, από τη Σαρακοστή, τα έχει και τα χρονάκια του… Άρχισα να πηγαίνω τακτικά. Αρκετές φορές λειτουργούσε κι εγώ με την αγριοφωνάρα μου προσπαθούσα να ψάλλω. Εκεί να δεις! Αηδόνι αυτός, κοράκι εγώ. Τι να σου λέω, αδελφέ! Στα γράφω και κλαίω. Ή εκείνος την ώρα της Λειτουργίας κατέβαζε τον ουρανό σε αυτή τη μικρή τρύπα του βράχου ή εμένα τον αμαρτωλό ανέβαζε στα ουράνια.
Το καλοκαίρι, των Αγίων Αποστόλων μου φαίνεται, καθίσαμε για λίγο στη σκιά ενός μικρού θάμνου, που είχε φυτρώσει – ο Θεός ξέρει πως – πάνω από το βράχο της σπηλιάς. Άρχισε να μου μιλά για το θάνατο:
› Ξέρεις, παιδί μου, τί είναι ο θάνατος; Αυτός που βλέπουμε εμείς ως θάνατο; Τώρα σκέψου την αποθήκη του μοναστηριού. Παλιά πράγματα, πολλά άχρηστα, αταξία, σκόνη, σκοτάδι. Βγαίνεις από την αποθήκη και πας στον ναό. Τάξη, καθαριότητα, ευωδιές, φως παντού. Η ζωή μας εδώ είναι η αποθήκη! Η πόρτα είναι ο θάνατος! Ανοίγεις την πόρτα και βρίσκεσαι στον ναό. Μια πόρτα και … μεταβαίνεις από το σκοτάδι στο φως, από την αταξία στην τάξη, από την αποθήκη του χρόνου στον ναό της αιωνιότητας.
Τον άκουγα και προσπαθούσα να ερμηνεύσω το λόγο του. «Μήπως θα πεθάνω και με προετοιμάζει», σκέφτηκα. Εκείνος μειδίασε.
› Δεν θα φύγεις εσύ, καλογεράκι μου, εγώ φεύγω.
Το είπε και το μειδίαμα έγινε πλατύ χαμόγελο.
Εκεί να δεις, αδελφέ. Έπεσα στην αγκαλιά του. Έκλαιγα σα μωρό. Τον κρατούσα σφιχτά, σα να ’θελα να διώξω μακριά τον θάνατο. Δεν ήθελα κανείς να αγγίξει τον θησαυρό μας. Όμως, αδελφέ, τέτοιοι θησαυροί έχουν θέση στο θησαυροφυλάκιο του Βασιλέως, του Χριστού. Μου είπε για την Ανάσταση. Για τον θάνατο, που νικήθηκε από τον Κύριο. Σηκώθηκε, πήρε από την πρόθεση την Αγία Λαβίδα.
› Τί κοινωνάμε με αυτό, παιδί μου;
› Τον Χριστό, παππούλη. Τον Χριστό, την αιωνιότητα.
› Χορταίνεις με ένα κουταλάκι; Χορταίνεις τον Χριστό;
› Όχι, είπα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.
› Είναι αλήθεια! Δεν τον χορταίνεις. Εκεί, λοιπόν, είπε δείχνοντας ψηλά, είσαι μέσα σε αυτόν και κοινωνάς διαρκώς την παρουσία Του.
Κατάφερε, όπως πάντα, να διώξει τη θλίψη απ’ την καρδιά μου. Δεν ήθελα να φύγω. Λες κι αν έμενα, δεν θα έφευγε εκείνος. Από εκείνη τη μέρα κατέβαινα καθημερινά στο ασκητήριο. Έβαζα τη μνήμη μου να κρατά γερά τα πάντα, τους λόγους, τις κινήσεις, όλα!
Δεν ήθελα τίποτα να χάσω. Οι μέρες περνούσαν. Ήρθε το φθινόπωρο. Οι δυνάμεις του διακριτικά υποχωρούσαν. Κι εκείνος ένιωσε την υποχώρηση και χαιρόταν, σα μικρό παιδί που του δίνεις γλυκό. Μέσα στο Σαρανταήμερο των Χριστουγέννων λειτούργησε αρκετές φορές. Τα Χριστούγεννα ήταν εξαντλημένος. Ο ηγούμενος και όλοι οι πατέρες κατέβηκαν να τον δουν στη σπηλιά. Τον παρακαλούσαν να ανέβει στο μοναστήρι, για να μπορούν να τον περιποιηθούν. Να ζεσταθεί και λίγο. Τους ευχαριστούσε με τα δυο χεράκια του στο στήθος. Ζητούσε τις προσευχές τους. Παρακαλούσε να τον συγχωρήσουν.
Μπήκε ο Ιανουάριος. Το χιόνι σκέπασε τα πάντα. Το μυαλό μου ήταν διαρκώς στο ασκητήριο και τον Άγιο κάτοικό του. Τρεις μέρες δεν μπόρεσα να κατέβω. Όλα σκεπασμένα. Άφησα τη συνήθεια να με οδηγήσει. Κινδύνευσα, αλλά κατέβηκα. Και ο παππούς μας στη γωνιά του. Το φωτεινό του πρόσωπο με καλωσόρισε με ένα χαμόγελο. Δεν μιλούσε. Το βράδυ έμεινα κοντά του. Είχε ξαστεριά και πολύ κρύο. Τα αστέρια και τα μάτια του φώτιζαν τη βραδιά. Η προσευχή του ζέσταινε κι εμένα, που έτρεμα από την παγωνιά.
Ξημέρωσε η 26η Ιανουαρίου. Σύρθηκε μέχρι την άκρη της σπηλιάς. Βγήκε έξω. Μου έκανε νόημα να τον σηκώσω. Τον κράτησα γερά, χωρίς να δυσκολευτώ. Είχε φροντίσει η άσκηση να αφαιρέσει το βάρος.
Σηκώθηκε. Κοίταξε τη Θήβα, τον κάμπο, τον Κιθαιρώνα… Τα σταύρωσε! Έστρεψε το βλέμμα προς το μοναστήρι. Γονάτισε με δυσκολία και έκανε πως προσκυνά. «Το Τίμιο Ξύλο ασπάζεται», σκέφτηκα. Γυρίσαμε με δυσκολία στη γωνιά του. Ακούμπησε την πλάτη στον βράχο του. Έκλεισε τα μάτια και έφυγε.
Τι γλυκύτητα μέσα στον άγριο βράχο! Τι ζεστασιά μέσα στην παγωμένη μέρα! Ο παππούς μας στον ουρανό, στην αγκαλιά του Κυρίου.
Ανέβηκα στο μοναστήρι. Πέντε πατέρες τον ανεβάσαμε με δυσκολία μέσα στο χιόνι. Κάναμε αγρυπνία και την άλλη μέρα την ταφή. Όχι στο κοιμητήρι αλλά πάνω από τη σπηλιά του, κοντά στη γωνιά του. Και μοιάζει ο τάφος, αδελφέ, με φυλάκιο κι ο Όσιος… φρουρός όλης της Βοιωτικής γης! Εάν φτάσεις στον τάφο του, με το βλέμμα αγκαλιάζεις όλη την περιοχή, όπως κι εκείνος με την ικεσία του.»
(Πηγή: Από το βιβλίο «Στα μονοπάτια της αγάπης του Θεού», των π. Σπυρίδωνος Βασιλάκου και Αθανασίου Καραπέτσα, κυκλοφορείται από τις εκδόσεις «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ», Αναλογία)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σαγματίου τὸ Ὄρος Πάτερ ἡγίασας, τῇ ἰσαγγέλῳ ζωῇ σου Κλήμη μακάριε, Ἀθηνῶν θεοειδὲς καὶ θεῖον βλάστημα· σὺ γὰρ ἐν στύλῳ ὑψωθείς, ὅλος μετάρσιος τὸν νοῦν, ἐδείχθης τῇ πολιτείᾳ. Καὶ νὺν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Βλαστήσας σεπτῶς, ἐξ Ἀθηνῶν μακάριε, ἀσκήσει στερρᾷ, ἐν Σαγματίῳ ἔλαμψας· ἀρθεὶς ἐπὶ τοῦ στύλου γάρ, τῶν Ἀγγέλων ἐγένου συνόμιλος· μεθ’ ὧν συνὼν δυσώπει ἀεί, ὦ Κλήμη ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Κλῆμα τῆς ἀσκήσεως μυστικόν, Κλήμη θεοφόρε, ἀνεδείχθης ταῖς ἀρεταῖς, καὶ πᾶσι παρέχεις, τῆς πρὸς Χριστὸν ἀγάπης, καὶ ἐναρέτου βίου, τὸ νέκταρ Ὅσιε.
Ὁ Οἶκος.
Άγγελοι τη ασκήσει, Θεοφόροι δειχθέντες, πορεύετε ημίν τας ελλάμψεις θεόθεν, και τας γε αειφώτους μαρμαρυγάς της αρετής, και του θείου φωτός την καλλονήν` διό και κραυγάζομεν, τοιαύτα μεγαλοφώνως:
Χαίρε Κλήμης, ασκητών καλλονή
Χαίρε Γερμανέ, φυτόν αειθαλές
Χαίρε μοναζόντων το εγκαλλώπισμα
Χαίρε Βοιωτίας το αγαλλίαμα
Χαίρετε φωσφόροι και λαμπτήρες αείφωτοι
Χαίρετε καλλονής Παραδείσου επόπται
Χαίρετε κρουνοί των θαυμάτων αέναοι
Χαίρετε φαιδροί μαργαρίται θείοι
Χαίρετε των εν βίω ακέστορες
Χαίρε ζεύγος αγιόλεκτον.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...