Στο τρίτο μέρος αυτής της εργασίας θα εξεταστούν δύο εξαιρετικές περιπτώσεις αιρετικών διδασκάλων, οι οποίοι έδρασαν αυτή την περίοδο. Πρόκειται για τους Ερρίκο της Le Mans και Πέτρο de Bruys. Ήδη στο δεύτερο μέρος της εργασίας εξετάστηκαν κάποιες παρόμοιες περιπτώσεις. Εκείνοι ενέπιπταν άμεσα και εμφανώς στην γνωστική παράδοση. Η ιδιαιτερότητα των δύο αυτών αιρεσιαρχών έγκειται στο ότι με αφετηρία την γνωστική παράδοση ακολουθούν μια αποκλίνουσα πορεία. Η διδασκαλία και η παράδοσή τους επέζησε του θανάτου αυτών, σε αντίθεση με τις προηγούμενες προσωποπαγείς σέκτες, όπου οι ομάδες διαλύθηκαν μετά τον θάνατο του ιδρυτή τους. Δημιουργείται δηλ. μια νέα αιρετική συνέχεια, που εξωτερικά δείχνει ν’ αποστασιοποιείται από τον γνωστικισμό, αλλά οι προϋποθέσεις της θεολογίας της παραμένουν γνωστικές. Αφού εξεταστούν τα ιστορικά στοιχεία θα δειχθεί που οδήγησε τελικά αυτή η παράδοση.
* * * * * *
Ερρίκος της Le Mans
α. Ιστορικά.
Η καταγωγή του Ερρίκου είναι άγνωστη. Το γεγονός ότι δίδαξε στις γαλλόφωνες περιοχές συνηγορεί υπέρ της καταγωγής του από αυτές[1]. Ήταν ένας αποστάτης μοναχός, ίσως και ιερέας. Για πρώτη φορά εμφανίστηκε το 1116 μ.Χ[2]. στην Le Mans, όπου εισήλθε στην πόλη ως κήρυκας μετανοίας. Ως τέτοιος έγινε ευπρόσδεκτος από τον οικείο επίσκοπο και τον τοπικό κλήρο. Επίσκοπος της Le Mans ήταν τότε ο Χιλδεβέρτος, γρηγοριανός μεταρρυθμιστής, ο οποίος σύντομα αναχώρησε για την Ρώμη. Κατά την επιστροφή του βρήκε την επαρχία ανάστατη από την δράση του Ερρίκου. Από κήρυκας μετανοίας είχε αποδειχθεί σε αιρετικό με κύριες γραμμές στην διδασκαλία του, την αντιμυστηριακή, αντιεκκλησιαστική και αντικληρικαλιστική κατεύθυνση.
Το κήρυγμά του αναστάτωσε και άλλες πόλεις. Lausanne, Poitiers, Bordeaux. Ίσως ο τρίτος κανόνας της Συνόδου της Τολούζης[3] ν’ αναφέρεται σ’ αυτόν. Σίγουρη καταδίκη του έχουμε από την Σύνοδο της Πίζα του 1135. Εκεί έδειξε να μετανοεί και κλείστηκε σε μοναστήρι, αλλά σύντομα επανήλθε στην ενεργό δράση. Ήδη από το 1133 είχε ενώσει τις δυνάμεις του με τον Πέτρο de Bruys και μαζί αναστάτωσαν τις δυτικές επαρχίες. Ειδικότερα, Ο Ερρίκος στην δεύτερη περίοδο δράσης του στόχευσε την Languedoc. Εκεί τον αντιμετώπισε ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ. Τα ίχνη του χάνονται στην Τουλούζη το 1145. Παρότι, ο ίδιος ο Ερρίκος δεν έδωσε σημεία δυαρχίας στην διδασκαλία του, θεωρείται ότι η δράση του προετοίμασε το έδαφος για την επέκταση του Καθαρισμού. Πολλά στοιχεία της διδασκαλίας του επέζησαν στην αίρεση των Βάλδιων.
β. Πηγές.
Τα δύο πρώτα αποσπάσματα είναι παρμένα από την διήγηση των έργων των επισκόπων της Le Mans, γραμμένη από κάποιον ιερωμένο, στον οποίο είχε ανατεθεί η αντιμετώπιση του Ερρίκου, επί επισκόπου Χιλδεβέρτου. Λατινικό κείμενο Actus pontificum Cenomannis in urbe degentium, ed. G. Busson - A. Ledru, Archives Historiques du Maine II (Le Mans 1901), 407-415 (A) & 437-438 (B). Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 108-114 (Α) & 114-115 (Β). Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 10-15.
Το τρίτο κείμενο είναι μια διατριβή ανωνύμου με στόχο την αναίρεση της διδασκαλίας του Ερρίκου. Υπάρχουν δύο εκδοχές της διατριβής. Η πρώτη ανακαλύφθηκε το 1940 από τον Mario Esposito σε ένα χειρόγραφο στη Νίκαιας (MS 3 [18], ff 136-143). Σε αυτό ως συγγραφέας φέρεται κάποιος William. Το δεύτερο βρέθηκε από τον Raoul Manselli στο Παρίσι το 1953 (B. N. S. MS Lat. 3371, ff 1r-4r). Το κείμενο διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην διαμάχη Βάλδιων-Καθαρών, καθώς η πολεμική του υιοθετήθηκε από τον Durand de Huesca, έναν Βάλδιο που συμμετείχε σ’ αυτήν[4]. Έκδοση του κειμένου στο Raoul Manselli, Il Monaco Enrico e la sua eresia, Bulletino dell’ Instituto storico italiano per il medio evo e Archivio Muratoriano 65 (1953), 44-63. Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 115-7 (με περικοπές). Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 46-59 (χωρίς περικοπές).
Το τέταρτο κείμενο προέρχεται από μια εγκύκλιο επιστολή του επισκόπου Χιλδεβέρτου της Le Mans, σχετικά με τον Ερρίκο. Λατινικό κείμενο Hildebertus Turonensis, Epistola II, PL 171.242. Αγγλική μετάφραση στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 38-39.
Το πέμπτο κείμενο είναι μια επιστολή του Βερνάρδου του Κλαιρβώ προς τον Αλφόνσο Ιορδάνη, κόμη της Τουλούζης (1112-1148). Σ’ αυτήν αναφέρει την προετοιμασία της αποστολής του στην Languedoc για την αντιμετώπιση της αίρεσης. Η αποστολή αυτή πραγματοποιήθηκε το 1145 μ.Χ. Λατινικό κείμενο Epistola CCXXLI Ad Hildefonsum comitem Sancti Aegidii, De Henrico Haeretico. PL 182.434-436. Αγγλική μετάφραση Bruno Scott James, The Letters of St. Bernard of Clairvaux, Michigan University Press 1953, pp. 388-389.
Το έκτο κείμενο συμπληρώνει τις πληροφορίες από την προηγούμενη επιστολή, καθότι είναι αναφορά της αποστολής του Βερνάρδου, παρμένη από τον Βίο του. Την βιογραφία του Βερνάρδου (Magna Vita ή Vita Prima) συνέταξε ο γραμματέας του Γοδεφρείδος της Auxerre. Αυτός ήταν πρώην ακόλουθος του Αβελάρδου, του οποίου την καταδίκη πέτυχε ο Βερνάρδος στην σύνοδο της Sens το 1140 μ.Χ. Ο Γοδεφρείδος ακολούθησε τον Βερνάρδο πίσω στο μοναστήρι του Κλαιρβώ και μάλιστα έγινε ηγούμενος το 1162. Λατινικό κείμενο, Sancti Bernardi… vita et res gestae libris septem comprhensae: Liber tertius auctore Gaufrido monacho VI.16-17, PL 185.312-313. Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 125-126.
Το έβδομο κείμενο είναι μια επιστολή του προαναφερθέντα Γοδεφρείδου προς την αδελφότητα στο Κλαιρβώ. Συντάχθηκε με το τέλος της αποστολής στην Τουλούζη, την 1η Αυγούστου του 1145, όταν προετοιμάζονταν για το ταξίδι της επιστροφής[5]. Περιλαμβάνεται στον Βίο του Βερνάρδου. Λατινικό κείμενο, Epistola ad Archenfredum, PL 185.410-416. Αγγλική μετάφραση, R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 41-46.
Το όγδοο και τελευταίο κείμενο είναι η συνέχεια της επιστολής του Eberwin προς τον Βερνάρδο του Κλαιρβώ. Αναφέρει την δεύτερη αιρετική ομάδα που δρούσε στην Κολονία, η οποία αναγνωρίζεται ως σέκτα του Ερρίκου. Για την σχετική βιβλιογραφία παραπέμπουμε στο προηγούμενο μέρος της εργασίας.
γ. Κείμενα.
Α.
«Την ίδια εποχή, στις κοντινές επαρχίες εμφανίστηκε κάποιος τσαρλατάνος, του οποίου η προσωπική συμπεριφορά, οι κακές συνήθειες, και το διεστραμμένο δόγμα επιβεβαίωσαν ότι άξιζε μαστίγωμα και τις τιμωρίες των δολοφόνων. Είχε την τρέλα λυσσασμένου λύκου με ένδυμα προβάτου˙ η δύναμη της επιβολής στην όψη του και η ματιά του ήταν όπως της σκληρής θάλασσας. Μαλλιά κοντά, γενειάδα απεριποίητη, ψηλός στο ανάστημα, γρήγορος στο βήμα, γλιστρούσε στο έδαφος με γυμνά πόδια όπως η μανία του χειμώνα˙ εύκολα προσπελάσιμος, ενέπνεε δέος με την φωνή του, μικρός στα χρόνια, περιφρονούσε τα πολυτελή ενδύματα˙ ο αντισυμβατικός τρόπος ζωής του δεν ήταν όπως των άλλων ανθρώπων – καταφύγιο στα σπίτια των χωριών, εφήμερη νυκτερινή διαμονή, ένα γεύμα, ένα κρεβάτι σε κάποια σοφίτα (καμιά σχέση με τον προφήτη Δανιήλ αλλά σύμφωνα με τον στίχο που λέει, ὅτι ἀνέβη θάνατος διά τῶν θυρίδων ἡμῶν[6]). Τι άλλο να ειπωθεί; Διότι παντού αύξανε την δημοτικότητά του με την εκπληκτική αγιότητα και σοφία του˙ όχι με την αξία του αλλά με απάτη˙ όχι με την αλήθεια αλλά με την εμφάνιση˙ όχι με τον χαρακτήρα ή με το ήθος ή την ευσέβεια, αλλά μόνο με την φήμη.
Ματρόνες κι έφηβοι (διότι ευαρεστούνταν στην μαστροπεία και των δύο φύλων), που τον περιποιούνταν κατά καιρούς, επιβεβαίωναν τις παρεκτροπές και τις αύξαναν, μάλασαν τα πόδια του, τα οπίσθιά του, τον βουβώνα του, με μαλακά χέρια. Εντελώς φευγάτος εξαιτίας της κολακείας των φίλων του και της έκτασης της ασωτίας, διατυμπάνιζαν ότι δεν είχαν ακουμπήσει ξανά άνδρα τέτοιας δύναμης, τέτοιας ανθρωπιάς, τέτοιας εμβέλειας. Με τον λόγο του ακόμη και μια πέτρινη καρδιά μπορούσε να συγκινηθεί και να μετανοήσει˙ μοναχοί, αναχωρητές και όλος ο μοναχικός κλήρος, μπορούσαν να μιμηθούν την ευσέβεια και την αγαμία του. Πράγματι, έλεγαν ότι ο Κύριος του είχε χορηγήσει την αρχαία και σεβάσμια ευλογία και το πνεύμα των προφητών, μέσω του οποίου, μόνο διαβάζοντας τα πρόσωπα, μπορούσε να γνωρίζει και να ανακοινώνει τις αμαρτίες των θνητών, όσες έκρυβαν από τους άλλους.
Όταν κυκλοφόρησαν αυτές οι φήμες στην επαρχία μας, ο κόσμος, συνηγορώντας στην δική του καταστροφή με την περίεργη αμφιταλάντευσή του, ανέμενε καθημερινά και ολημερίς ν’ απατηθεί από την συζήτηση μαζί του, ανέμενε την άφιξή του, ώστε να γίνουν σύνοικοι και συμμέτοχοι στην αίρεση. Διότι, συμβαίνει πολλές φορές, αυτά τα πράγματα να είναι πιο ευπρόσδεκτα από τις μάζες των χειρότερων. Πράγματι, το πέρασμα των ημερών έφερε ακόμη περισσότερο. Ο τύπος αποφάσισε να μολύνει τους συμπολίτες μας με την δηλητηριώδη ανάσα του, και σε μίμηση του Σωτήρος έστειλε πιο μπροστά δυο από τους μαθητές του στον επίσκοπο, ίδιους μ’ αυτόν στην ζωή και τον χαρακτήρα. Μόλις έφθασαν στα προάστια την Καθαρή Τετάρτη, όλος ο πληθυσμός, ανυπόμονος για την κακία του προσφέρονταν, τους υποδέχθηκαν ως Αγγέλους Κυρίου. Όπως οι διδάσκαλοι, κουβαλούσαν ραβδιά, στην κορυφή των οποίων είχε προσαρμοσθεί ένα σύμβολο, όπως ο σταυρός, φτιαγμένο από σίδηρο˙ εξωτερικά και στον λόγο είχαν την εμφάνιση των μετανοούντων. Ο ποντίφικας [Χιλδεβέρτος], άνδρας μεγάλης ευσέβειας, δεν υποψιάστηκε τις απάτες του Δούρειου Ίππου, και τους καλοδέχτηκε καλή τη πίστει με φιλόξενη και φιλική διάθεση. Παρότι έπρεπε να πάει στη Ρώμη, έδωσε οδηγίες στους αρχιδιακόνους του, ανάμεσα στα άλλα, να προσφέρουν στον ψευτο-ερημίτη Ερρίκο (έτσι τον έλεγαν) ειρηνική είσοδο και άδεια να κηρύττει στον κόσμο.
Ο Ερρίκος εισήλθε στα τείχη της πόλης, και ο κόσμος, όπως είπαμε, επιδοκίμασε την καινοτομία, και ενδιαφέρονταν πιο πολύ για τον άγνωστο χαρακτήρα παρά για την αποδεδειγμένη αξία. Τι παράξενο! Νόμιζαν ότι οι αρετές του ξεπερνούσαν την φήμη του, και, όπως συνήθως, το κουτσομπολιό με την συνηθισμένη του επανάληψη, την διέδωσε ακόμη περισσότερο. Μερικοί κληρικοί παραπλανημένοι στο σχίσμα του από τις έριδες και τις ιδιωτικές δωρεές, ενθάρρυναν τον όχλο με τους στόμφους τους και ετοίμασαν μια εξέδρα, από όπου ο δημαγωγός θα μπορούσε ν’ αγορεύει με το πλήθος να κρέμεται από τα χείλη του. Και στην συνέχεια, όταν αυτός απευθύνθηκε στον κόσμο, αυτοί οι κληρικοί κάθισαν στα πόδια του θρηνολογώντας καθώς εκείνος ερεύγονταν αναγγελίες σαν μάντης. Ήταν λες και λεγεώνες δαιμόνων έκαναν όλον αυτό τον θόρυβο με ένα σφύριγμα από το στόμα του.Τέλος πάντων, ήταν αξιοσημείωτα ευφράδης.
Όταν ο λόγος του ακούστηκε στ’ αυτιά του όχλου, καρφώθηκε στο μυαλό τους. Σαν δραστικό δηλητήριο, διαπέρασε τα εσωτερικά όργανα, εκτόνωσε ένα αδυσώπητο μίσος για την ζωή. Με θέρμη άλλαξε την μορφή του και ανανέωσε τις επιθέσεις του. Με αυτή την αίρεση οι άνθρωποι φορτίστηκαν με μίσος για τον κλήρο ώστε απειλούσαν τους υπηρέτες τους [των κληρικών] με βασανιστήρια και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να τους πουλήσει τίποτα, ούτε και ν’ αγοράσει κάτι απ’ αυτούς. Φέρονταν στους ιερείς σαν να ήταν ειδωλολάτρες και ταβερνιάρηδες. Είχαν επιχειρήσει, όχι μόνο να κατεδαφίσουν τα σπίτια τους και να λεηλατήσουν τ’ αγαθά τους, αλλά να τους λιθοβολήσουν και να τους κρεμάσουν από τα επιτραχήλιά τους [και θα το είχαν κάνει] αν δεν είχε πληροφορηθεί ο κόμης[7] και οι βασσάλοι του την κακία αυτών των ανθρώπων και δεν είχε αποτρέψει τις ανίερες προσπάθειές τους με την βία, παρά με επιχειρήματα, διότι τα θηρία δεν υπακούν στη λογική.
Μερικοί από τους κληρικούς που ζούσαν στην πόλη, δηλαδή ο Hugh Bird, o Wiiliam Drinkwater, και ο Pagan Aldrick, πλησίασαν τον Ερρίκο μια μέρα, με σκοπό να συζητήσουν μαζί του, και δέχθηκαν βίαιες επιθέσεις, τους έριξαν κάτω και τους κακοποίησαν, τους λέρωσαν με λάσπη και βρωμιά από τις νερολακούβες και μόλις που γλίτωσαν τις ζωές τους από την επίθεση του οργισμένου πλήθους˙ Μόλις κατάφεραν να ξεφύγουν τον κίνδυνο, οπισθοχώρησαν και έφυγαν τρέχοντας. Όπως ήταν περικυκλωμένοι από τον όχλο, δεν θα είχαν ξεφύγει τον κίνδυνο, χωρίς την προστασία του κόμη και των βασσάλων που τους παραχώρησαν άσυλο. Διότι, όπως είπαμε, ο άρχοντας της πόλης ήταν ενάντιος στην αφροσύνη αυτών των ανθρώπων και είχε αποφασίσει να μην αφήσει την προστασία του κλήρου.
Ο κλήρος δεν τολμούσε να μιλήσει στον τσαρλατάνο προσωπικά, οπότε έστειλαν επιστολή με κάποιον αναγνώστη συντεταγμένη ως ακουλούθως:
«Με ειρήνη και σεβασμό σε δέχθηκε η Εκκλησία μας, εσένα και τους συντρόφους σου, που ήρθατε με ένδυμα προβάτου, αλλά κατά βάθος είχατε την κακία λύκου άρπαγα. Σου έδειξε επίσης [η Εκκλησία] την εκδήλωση και την υπόσχεση της αδελφικής αγάπης, πιστεύοντας ότι θα νουθετήσεις τον κόσμο με ειλικρίνεια για την σωτηρία των ψυχών τους και με πίστη θα φύτευες τον σπόρο του λόγου του Θεού στις καρδιές τους. Αλλά ανέλαβες να δώσεις τα αντίθετα από όσα έπρεπε – οργή αντί ειρήνης, ατιμία αντί τιμής, μίσος αντί αγάπης, κατάρα αντί ευλογίας – και να διαταράξεις την Εκκλησία του Θεού με την υποκρισία. Έσπειρες διχόνοια μεταξύ κλήρου και λαού, και με προδοσία κινητοποίησες την μάζα του κόσμου με σπαθιά και στειλιάρια ενάντια στην Μητέρα Εκκλησία, δέκα φορές επανειλημμένα. Μας πρόσφερες το φιλί του Ιούδα.
Αποκάλεσες όλο τον κλήρο αιρετικούς, ως δημόσια προσβολή. Και πάνω απ’ όλα – και αυτό είναι το χειρότερο – έχεις κηρύξει με βλαβερό και κακόπιστο τρόπο πολλά αντίθετα με την καθολική πίστη, που κάποιος πιστός Χριστιανός τρέμει ν’ ανακεφαλαιώσει. Γι’ αυτό με την εξουσία της υψηλής και αδιαιρέτου Τριάδος, όλης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, της Μαρίας, Παναγίας Μητέρας του Θεού, του Αγίου Πέτρου, πρώτου των Αποστόλων, και του βικάριού του, του σεβασμιοτάτου πατέρα, του Πάπα Πασχάλη και του επισκόπου μας, Χιλδεβέρτου, όλοι μαζί απαγορεύουμε σε σένα και τους συντρόφους σου, που με κακία και καταδίκη συντάσσονται με τις πλάνες σου, να κηρύττετε πια σε ολόκληρη την επαρχία της Le Mans, δημόσια ή ιδιωτικά˙ ούτε να τολμήσεις να διασπείρεις τους παραλογισμούς των κακοδοξιών σου. Αν τώρα, θεωρείς εαυτόν ότι είσαι υπεράνω της εξουσίας αυτής και ανοίξεις ξανά το στόμα σου για να βγάλεις το δηλητήριο, σε αφορίζουμε μαζί με τους συντρόφους σου, τους υποστηρικτές και βοηθούς σου, στηριζόμενοι σε αυτήν την εξουσία˙ και Αυτός, στου οποίου την θεότητα εσύ αντιτίθεσαι, θα σε καταδικάσει και θα σε παραδώσει στην αιώνια καταδίκη την ημέρα της τελικής κρίσης.»
Ωστόσο, ο τύπος, αρνήθηκε ν’ αποδεχθεί την επιστολή, οπότε ο William Muscha την διάβασε φωναχτά, λέξη-λέξη, παρουσία του. Οι παρευρισκόμενοι απείλησαν τον Γουλιέλμο με σωματικές βλάβες, διότι τους φαίνονταν ότι είχε προσβάλει τον Ερρίκο δημόσια. Ο τελευταίος, σε κάθε φράση της επιστολής, κουνούσε το κεφάλι του κι επαναλάμβανε:
› Λες ψέματα.
Σίγουρα, αν ο οικονόμος του κόμη, υπό την προστασία του οποίου ο Γουλιέλμος είχε αναλάβει την αποστολή, δεν ήταν εκεί, ο Γουλιέλμος δεν θα είχε επιστρέψει ζωντανός στην Μητέρα Εκκλησία.
Μετά από αυτά τα γεγονότα, ο Ερρίκος έκανε ανίερες συναντήσεις στον Άγιο Γερμανό και στον Άγιο Βικέντιο, όπου διακήρυξε ένα καινούργιο δόγμα: ότι οι γυναίκες, οι οποίες είχαν ζήσει στην αμαρτία, έπρεπε γυμνές όλες, να κάψουν τα στολίδια τους, μαζί με τα μαλλιά τους, σε θέα όλων˙ ότι κανείς στο μέλλον δεν έπρεπε να λαμβάνει χρυσό, ασήμι, ιδιοκτησία ή γαμήλια δώρα μαζί με την γυναίκα του, ούτε κι έπρεπε αυτή να δίνει προίκα, αλλά ο γδυτός έπρεπε να παντρεύεται τον γυμνό, ο ασθενής τον άρρωστο, ο φτωχός τον άπορο. Δεν τον ένοιαζε αν ο σεμνός παντρεύονταν τον άσεμνο.
Καθώς αυτοί συμπεριφέρονταν όπως πρότεινε ο τσαρλατάνος, ο τύπος θαύμαζε τα χαρακτηριστικά των όμορφων γυναικών, πως η μια ξεπερνούσε την άλλη σε λευκότητα, ενώ άλλη ήταν πιο σαρκώδης στο σώμα. Η όλη συμπεριφορά και διάθεση του πλήθους εξαρτιόταν από την διαταγή του. Τι χείμαρρο χρυσού θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί, αν επιθυμούσε, αλλά συγκρατούσε την φιλαργυρία του για να μην φαίνεται ότι ήταν άπληστος. Στην πραγματικότητα, ενώ κρατούσε πολλά για τον εαυτό του, αφιέρωσε λίγα για την αντικατάσταση των ενδυμάτων που είχαν καεί. Επίσης, κατά προτροπή του πολλοί νέοι πήραν ως συζύγους γυναίκες των δρόμων, στις οποίες ο Ερρίκος αγόρασε ενδύματα αξίας τεσσάρων σολδίων, που μόλις επαρκούσαν να καλύψουν την γύμνια τους.
Αλλά η Δίκαιη Κρίση κατέστρεψε τα έργα του αιρετικού και αποκάλυψε στους άλλους τι είδους δέντρο ήταν: δέντρο που έβγαζε φύλλα και όχι καρπούς, που μονοπωλεί το έδαφος και πνίγει ότι φυτρώνει δίπλα του, που δεν αντέχει μέχρι στην περίοδο των βροχών, αλλά ξεραίνεται και πεθαίνει το καλοκαίρι. Διότι μετά από λίγο χρόνο, οι νέοι που είχαν διαλέξει συζύγους σύμφωνα με την κακή συμβουλή του το έσκασαν γι’ αλλού, οδηγημένοι είτε από την πείνα, είτε από την κραιπάλη των γυναικών, και άφησαν τις συζύγους τους εντελώς άπορες. Κι έτσι οι άνδρες πήραν άλλες γυναίκες και μοίχευσαν˙ οι γυναίκες, αν και οι άνδρες τους ήταν ακόμη εν ζωή, έψαξαν παράνομη ένωση με άλλους. Ενώ ήταν πολλοί, κανείς από όσους παντρεύτηκαν με την επιταγή αυτού του ανθρώπου δεν αποδείχθηκε πιστός ούτε έδειξε σεβασμό στον σύζυγο ή την σύζυγο. Ούτε μπόρεσε καμιά γυναίκα, από αυτές που είχαν ορκιστεί αγνότητα και είχαν απαρνηθεί τα όμορφα ενδύματα, να εγκρατευτεί, αλλά ήταν ζήτημα ημερών, καθώς αυξήθηκαν οι κακοπραγίες της, να πέσει σε χειρότερα ήθη.
Καθώς αυτός ο τελώνης ήταν συνέχεια μπλεγμένος σε τέτοιες πράξεις και πολλοί άλλοι σαν κι αυτόν, έμαθε για την επιστροφή του επισκόπου, ο οποίος, όπως είπαμε ήδη, είχε αναχωρήσει για την Ρώμη. Αποτραβήχτηκε στο χωριό του Saint-Calais κι έμεινε εκεί και στα γειτονικά μέρη. Δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει την καριέρα του˙ αντίθετα, συνεχώς παρουσίαζε χειρότερες καινοτομίες. Διότι την αγία ημέρα της Πεντηκοστής, όταν τα πιστά παιδιά επιθυμούν να παρακολουθήσουν την Θεία Λειτουργία, αυτός ο τιποτένιος πήρε μαζί του κάποιον νέο κληρικό (από τον οποία μαθεύτηκαν αργότερα τόσα πολλά για τον αισθησιασμό του ανθρώπου) και αναχώρησε κρυφά στην απομονωμένη ησυχία της νύχτας για το σπίτι κάποιου ιππότη κι εκεί έπεσε ακόλαστα στο κρεβάτι με την οικοδέσποινα μέχρι το μεσημέρι. Έτσι, ούτε από φόβο Θεού ούτε από ντροπή των ανθρώπων δεν μετρίαζε την ασέλγειά του, μέχρι που απέδειξε την μεγάλη εχθρότητα στους ανθρώπους, αυτούς που ήταν κοντά του και αυτούς που ήταν μακριά του.
Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο προαναφερθείς επίσκοπος μετέβη στα προάστια ακολουθούμενος από μεγάλο και ισχυρό πλήθος κληρικών. Όταν έδωσε την ευλογία του ζώντος Θεού με λόγο και σημεία στον κόσμο, με πατρική καλοσύνη, ταράχθηκαν και μίλησαν με έχθρα και υποτιμητικά για τον Δημιουργό. Όταν έκανε το σημείο του σταυρού και τους έδωσε την επισκοπική ευχή, φώναξαν: “Δεν θέλουμε να ξέρουμε τους τρόπους σου! Δεν θέλουμε την ευλογία σου! Η ευλογία σου είναι βρωμιά! Η λειτουργία σου είναι βρωμιά! Έχουμε πατέρα, έχουμε ποντίφικα, έχουμε λειτουργό που σε ξεπερνά σε εξουσία˙ είναι ανώτερος από σένα σε ακεραιότητα και γνώση. Οι κακοί κληρικοί σου του πάνε κόντρα. Διαψεύδουν την διδασκαλία του. Τον εχθρεύονται και τον απορρίπτουν ως ένοχο ιεροσυλίας, επειδή φοβούνται ότι με προφητική ενόραση θα εκθέσει τα εγκλήματά τους. Τον καταδικάζουν ως αιρετικό και ακρατή κρυμμένοι πίσω από μια επιστολή, αλλά όλα αυτά θα γυρίσουν πίσω και θα πέσουν στα κεφάλια αυτών που προσπάθησαν με αφάνταστο και υπερφίαλο θράσος ν’ απαγορεύσουν στον άγιο άνθρωπο του Θεού τον λόγο του ουράνιου κηρύγματος.
Ο επίσκοπος έδειξε συμπόνια στην πλάνη και την αφροσύνη τους και υπέφερε τις προσβολές με υπομονή, όσες του εκτόξευαν, προσευχόμενος ασταμάτητα στο Μεγαλείο του Θεού να συγκρατήσει την αυταπάτη του κόσμου που ήταν αναμεμιγμένη με περηφάνια, για να μην γίνει σχίσμα στην Εκκλησία του. Αλλά σε συμφωνία με τον Ψαλμωδό που παρακαλούσε για την σωτηρία των παραβατών, «Πλήρωσον τά πρόσωπα αὐτῶν ἀτιμίας, καί ζητήσουσι τό ὄνομά σου, Κύριε»[8], ο ίδιος ο Κύριος επέτρεψε να πυρποληθεί το μεγαλύτερο τμήμα των προαστίων με μια ξαφνική ανάφλεξη, ώστε με την απώλεια των υλικών αγαθών τουλάχιστον, να εγκαταλείψουν τον κακό τρόπο ζωής και να επικαλεστούν το άγιο όνομα, το όνομα του ζώντος Θεού. Ο επίσκοπος (απηχώντας τα λόγια του προφήτη, «Ὡς πολύ τό πλῆθος τῆς χρηστότητός σου, Κύριε, ἧς ἔκρυψας τοῖς φοβουμένοις σε»[9]), λίγες μέρες μετά αναζήτησε τον πλάνο κι έθεσε τέρμα στην ασέβειά του με θεία εξουσία. Διότι, όταν συναντήθηκαν σε λεκτική αντιπαράθεση ο επίσκοπος ρώτησε σε ποια βάση και με ποια εκπαίδευση είχε διαλέξει την απασχόλησή του. Αυτός έμεινε άφωνος, διότι δεν καταλάβαινε τι σήμαινε απασχόληση. Ο επίσκοπος προσπάθησε ξανά, ρωτώντας τι επαγγέλονταν.
› Είμαι διάκονος, είπε.
Τότε ο επίσκοπος είπε:
› Πες μου τώρα, πήγες στη Θεία Λειτουργία σήμερα;
› Όχι.
› Τότε, ας ψάλουμε τον όρθρο.
Αλλά όταν ξεκίνησαν, ο Ερρίκος παραδέχθηκε ότι δεν γνώριζε το τυπικό της ημέρας. Ο επίσκοπος, επειδή ήθελε ν’ αποκαλύψει την άγνοια του τύπου, άρχισε να ψάλλει τους ύμνους στην Μητέρα του Θεού. Από αυτούς ο Ερρίκος δεν ήξερε ούτε τα λόγια ούτε την μελωδία. Κι έτσι, γεμάτος ντροπή παραδέχθηκε την ζωή του, την διδασκαλία του, την υπόθεσή του. Στην πραγματικότητα ήταν καιροσκόπος, εντελώς αμόρφωτος, και παραδομένος στον αισθησιασμό, και είχε κερδίσει την φήμη του δημαγωγού και του ζαράκια. Για τέτοιου είδους ανθρώπων έχει γραφεί, Η πραγματική δόξα ριζώνει και αυξάνεται˙ όλες οι απάτες περνούν γρήγορα και μαραίνονται ως άνθη, και δεν μπορεί ό,τι στηρίζεται στην υποκρισία να διαρκέσει[10].
Έτσι ο επίσκοπος, επειδή αντιλήφθηκε την ρηχότητα και την ασέβεια του Ερρίκου, τον διέταξε να μην περιφέρεται άλλο στην επαρχία του αλλά να λυπηθεί τους ανθρώπους μας και να πάει αλλού. Πράγματι, ο άνδρας υπέκυψε στην επιμονή του επισκόπου κι έφυγε κρυφά, και (αν αληθεύει η αναφορά) ενόχλησε άλλες περιοχές με τον ίδιο τρόπο και διέδωσε την μόλυνση με την δηλητηριώδη ανάσα του. Κατέγραψα τα σχετικά με τον Ερρίκο γεγονότα και απαρίθμησα τα κατορθώματα του Χιλδεβέρτου για διευκόλυνση και καθοδήγηση των επόμενων γενεών, ότι πρέπει να παίρνονται μέτρα όταν ταράσσεται η Εκκλησία του Χριστού, αν ξαναγίνει κάτι παρόμοιο στο μέλλον με τέτοιου είδους απάτη.
Στην συνέχεια, ο Χιλδεβέρτος κανόνισε με διάφορους τρόπους, με ταπείνωση και πειθώ σε ίση ποσότητα, τα ηρεμήσει την τρέλα του κόσμου, που ο Ερρίκος είχε παρακινήσει πλανερά κατά του κλήρου. Τόσο τους είχε κερδίσει ο Ερρίκος, ώστε ακόμη και τώρα είναι αδύνατο να εξαλείψει κάποιος την ανάμνηση και την επιρροή που είχε στις καρδιές τους.»
Β.
«Την εποχή αυτή (1135), ο ψευτοερημίτης, για τον οποίο γράψαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, άρχισε πάλι να διαδίδει το δηλητήριό του σε μακρινούς τόπους και να καταστρέφει την Εκκλησία του Θεού με το σκοτάδι της εχθρότητάς του. Δανείζοντας το αυτί του μόνο στις αφηγήσεις και τα γραπτά των προφητών, πρότεινε ένα διεστραμμένο δόγμα, το οποίο ο πιστός Χριστιανός δεν πρέπει ν’ ακούει ή να επαναλαμβάνει. Αλλά με το έλεος του Θεού, ο Οποίος πάντα, ἐπέβλεψεν ἐπί τήν προσευχήν τῶν ταπεινῶν καί οὐκ ἐξουδένωσε τήν δέησιν αὐτῶν[11], ο Ερρίκος συνελήφθη από τον επίσκοπο της Αρελάτης[12] και οδηγήθηκε μπροστά στον Πάπα Ιννοκέντιο[13] στη σύνοδο της Πίζα[14]. Εκεί καταδικάστηκε ξανά και με κοινή συναίνεση ονομάστηκε αιρετικός˙ στο τέλος της συνόδου παραδόθηκε για να φυλακιστεί. Αργότερα, όταν του δόθηκε η άδεια να φύγει σε άλλη επαρχία, δημιούργησε ξανά σέκτα, ακολούθησε νέα καριέρα, καινούργια οδό απωλείας. Κράτησε την περιοχή σε συνεχή αναταραχή, ώστε οι Χριστιανοί δεν πήγαιναν στην Εκκλησία˙ μάλλον απέρριπταν το άγιο μυστήριο. Αρνούνταν τις προσφορές στους ιερείς, τα πρώτα γεννήματα, τις δεκάτες, τις επισκέψεις σε αρρώστους, και την πρέπουσα ευσέβεια. Αλλά τώρα πρέπει να προσπεράσουμε αυτά τα γεγονότα και να κατευθυνθούμε σε άλλα θέματα.»
Γ.
«Αφού αναχώρησα από την Εξοχότητά σας, ήρθα σε έναν τόπο, όπου είχα μια στενάχωρη αντιπαράθεση με τον αιρεσιάρχη Ερρίκο. Ανέλαβα τον κόπο να παρουσιάσω στην Πρόνοιά σας την επιχειρηματολογία, ώστε αν το τέρας τύχει να έρθει στην γειτονιά σας, να είστε προειδοποιημένος ότι με πολλά επιχειρήματα και αποδείξεις αποκαλύφθηκε ότι είναι αιρετικός και μπορείτε να τον κρατήσετε μακριά από τα όρια της εκκλησίας σας με βεβαιότητα.
Κατόπιν τούτου, απευθύνθηκα στον τύπο με αυτά τα λόγια:
› Σε ερωτώ, εσένα, που κηρύττεις τέτοια στρεβλά δόγματα, τόσο επιζήμια για την πίστη μας, σύμφωνα με ποιον κηρύττεις; Ποιος σου ανέθεσε αυτή την αποστολή; Ποιες Γραφές αποδέχεσαι;
Και αυτός:
› Για ν’ απαντήσω στην ερώτησή σου αναφορικά με την συμφωνία, ομολογώ ότι υπακούω στον Θεό παρά στους ανθρώπους, διότι η υπακοή οφείλεται στον Θεό και όχι στους ανθρώπους[15]. Για ν’ απαντήσω στην ερώτησή σου, αναφορικά με την αποστολή, με έστειλε Αυτός που είπε «Κηρύξατε πάντα τα έθνη»[16]. Αυτός που ανέθεσε το καθήκον, ήταν ο ίδιος που είπε, «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν»[17]. Ακόμη περισσότερο, αποδέχομαι τις Γραφές της Καινής Διαθήκης, στις οποίες στηρίζω κι επιβεβαιώνω τις προηγούμενες δηλώσεις. Αλλά στην περίπτωση που ψάχνεις να βρεις επιχειρήματα εναντίον μου από τον Ιερώνυμο, τον Αυγουστίνο και άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, παραδέχομαι τα λόγια τους, αλλά δεν τα θεωρώ απαραίτητα για την σωτηρία…
[ακολουθεί παράγραφος με την απάντηση του συγγραφέα, η οποία παραλείπεται]
Περί των παιδιών που πεθαίνουν σε ηλικία πριν αρχίσουν να καταλαβαίνουν.
«Εσύ [Ερρίκο] ισχυρίζεσαι ότι τα παιδιά πετυχαίνουν την σωτηρία αν πεθάνουν πριν φθάσουν σε ηλικία που αρχίζουν να καταλαβαίνουν και μ’ αυτό απορρίπτεις το δόγμα περί του προπατορικού αμαρτήματος˙ έτσι πίπτεις στην αίρεση του Πελάγιου. Διότι λες: “Είναι κακό να καταδικάζεται κάποιος για την αμαρτία κάποιου άλλου, σύμφωνα με το εδάφιο «Ἡ δέ ψυχή ἡ ἁμαρτάνουσα ἀποθανεῖται˙ ὁ δέ υἱός οὐ λήψεται τήν ἀδικίαν τοῦ πατρός, οὐδέ ὁ πατήρ λήψεται τήν ἀδικίαν τοῦ υἱοῦ[18] και πάλι ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον φορτίον βαστάσει»[19].
[ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα].
Ότι το Βάπτισμα δεν πρέπει να δίνεται με το Χρίσμα.
Τώρα ας περάσουμε σε ένα άλλο θέμα. Λες: “Δεν υπάρχει εντολή στο Ευαγγέλιο να βαπτίζετε με Χρίσμα και έλαιο”…
[ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα]
Ότι το Σώμα του Χριστού δεν μπορεί να λειτουργείται από ανάξιους ιερείς.
Τώρα ερχόμαστε σε ένα τρίτο άρθρο. “Το Σώμα του Χριστού”, λες, “δεν μπορεί να λειτουργείται από ανάξιους ιερείς”. Σ’ αυτό βλέπω ξεκάθαρα την κακία σου, διότι επιθυμείς να το κάνεις μέσο για ν’ αδυνατήσεις τη βάση του μεγάλου μυστηρίου και να στερήσεις την Εκκλησία από αυτό με το οποίο το σώμα του ανθρώπου ενδυναμώνεται και το πνεύμα συντηρείται. Διότι λες: “Η Θεία Λειτουργία μπορεί να ψάλλεται και το Σώμα του Χριστού να θυσιάζεται, αρκεί να βρεθεί κάποιος άξιος να το κάνει”˙ έτσι μας προστάζεις ν’ ανακαλύψουμε ένα υποθετικό πρόσωπο που δεν μπορεί να βρεθεί ποτέ, διότι κανείς δεν είναι χωρίς αμαρτία, ούτε ένα μωρό μιας ημέρας. Διότι «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ»[20]. Ζητάς το ακατόρθωτο, προσπαθώντας να συντρίψεις την τάξη της πίστης μας. Εσύ μαζί με τους Αρειανούς και άλλους αιρετικούς, δεν παύετε να σχίζετε τον χιτώνα του Χριστού…
[ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα]
Ότι αρκεί η συμφωνία των ενδιαφερόμενων για να ισχύσει ο γάμος.
Δώσε προσοχή, αν μπορείς, και ας συνεχίσουμε με το μυστήριο του γάμου, για το οποίο πλανάσαι: “Αρκεί η συμφωνία των ενδιαφερόμενων προσώπων, χωρίς τελετή ή εκκλησιαστική ακολουθία, για να γίνει ο γάμος”, λες, “και αυτή η σύμβαση δεν μπορεί ν’ ακυρωθεί παρά μόνο για λόγους μοιχείας”. Πάνω σ’ αυτό η πλάνη σου είναι αίσχιστη. …
[ακολουθεί η αναίρεση του συγγραφέα]
Ότι οι ιερείς της σήμερον δεν έχουν την εξουσία του δεσμείν και λύειν.
Αλλά αφού δεν γνωρίζεις ποια πράγματα συνιστούν, ή αποτελούν κωλύματα, η διαλύουν τους γάμους, απέχω από το να τα συζητήσω μαζί σου. Ας στραφούμε τώρα στο θέμα των ιερέων και των ιεραρχών της Εκκλησίας, ενάντια στους οποίους παραληρείς. “Οι ιερείς σήμερα”, εκπροσωπείς την άποψη, “δεν έχουν την εξουσία του δεσμείν και λύειν, διότι τους αφαιρέθηκε, εξαιτίας των θανάσιμων αμαρτιών τους”…
[ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα]
Ότι δεν υπάρχει ευαγγελική εντολή να πηγαίνει κάποιος στον ιερέα για εξομολόγηση.
Τώρα, ας περάσουμε σε ένα άλλο σημείο, το οποίο αφορά την μετάνοια. Λες: “Δεν υπάρχει ευαγγελική εντολή να πηγαίνει κάποιος σε ιερέα για εξομολόγηση, διότι ο απόστολος Ιάκωβος λέει ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα[21]. Δεν είπε εξομολογείσθε στους ιερείς, αλλά εξομολογείσθε αλλήλοις…
[ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα]
Περί του Δακτυλιδιού, της Μήτρας και της Ποιμαντορικής Ράβδου.
[στην παράγραφο αυτή ο Ερρίκος παρουσιάζεται αντίθετος στη χρήση των παραπάνω συμβόλων, χωρίς όμως να παρατίθεται κάποιος λόγος του].
Ότι Εκκλησίες από ξύλο ή πέτρα δεν πρέπει να κατασκευάζονται.
Για τις Εκκλησίες, για τις οποίες μίλησες στο πρώτο σου κεφάλαιο, λες ότι δεν πρέπει να κατασκευάζονται από ξύλο ή πέτρα… Κι όμως σκοπεύεις να υποτάξεις και να ταλαιπωρήσεις τον οίκο του Θεού και το κάλλος του και όλη την κατάσταση της Εκκλησίας…
[ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα].
Περί των δεήσεων υπέρ των κεκοιμημένων.
Η θέση σου: “Κανένα καλό έργο δεν βοηθά τον νεκρό, διότι από την στιγμή που θα πεθάνει κάποιος, είτε καταδικάζεται οριστικά ή σώζεται – είναι ξεκάθαρα αιρετικό… [ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα].»
Δ.
«Προς όλους τους Αρχιεπισκόπους και Επισκόπους, Χιλδεβέρτος, ταπεινός επίσκοπος της Le Mans.
Οι κομιστές αυτής της επιστολής, Κυπριανός και Πέτρος, παραμέρισαν την φιλοδοξία του πνεύματός τους και κατέβηκαν στην κοιλάδα του θανάτου ακολουθώντας έναν ψευδο-προφήτη με το όνομα Ερρίκος, και ακολουθώντας αυτόν κακοποίησαν τους εαυτούς τους. Αυτός ο Ερρίκος είναι αρχιυπηρέτης του διαβόλου, ο φημισμένος ακόλουθος του Αντιχρίστου. Οι αδελφοί μας προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν, όταν προσποιούνταν τον θρησκευόμενο στην ενδυμασία και στα λόγια του, μέχρις ότου η φαύλη ζωή του και η αιρετική διδασκαλία του φανερώθηκαν σ’ αυτούς.
Όταν είδαν ότι τα μονοπάτια που ακολουθούσε δεν ήταν της δικαιοσύνης τον εγκατέλειψαν κι επέστρεψαν σε μας – στην επαρχία μας είχε μεταφέρει την αρρώστια του με τόση αποτελεσματικότητα, ώστε ένας εκκλησιαστικός μόλις μετά βίας μπορούσε να διαφυλάξει την ελευθερία του, ακόμη και μέσα στα τείχη της εκκλησίας. Με την βοήθεια του Θεού, μετά από πολλές δοκιμασίες, καταφέραμε να κάνουμε την οχιά να πάψει να σφυρίζει και αποκαλύψαμε την αθλιότητα της ζωής του και το δηλητήριο της διδασκαλίας του. Έκτοτε, αυτοί οι δύο ξεντύθηκαν τον χιτώνα της πλάνης και του αγγέλου του σκότους, και επέστρεψαν στην νουθεσία μας, την οποία ενστερνίστηκαν με ζήλο. Γι’ αυτό, αδελφοί μου, σας γράφω αυτή την αδελφική επιστολή, ώστε αν αυτοί οι δύο νέοι τύχει να εισέλθουν στην επαρχία σας, να μην υποφέρουν εξαιτίας αυτού του επεισοδίου: Μάλλον χαρείτε, διότι νεκροί ήταν και αναστήθηκαν, χαμένοι και βρέθηκαν.»
E.
« 1.Ήρθε εις γνώση μας το μεγάλο κακό, το οποίο κάνει καθημερινά στην Εκκλησία ο αιρετικός Ερρίκος. Τώρα απασχολείται στην επικράτειά σας, ένας λυσσασμένος λύκος με ένδυμα προβάτου. Αλλά, σύμφωνα με την υπόδειξη που δόθηκε από τον Κύριό μας, μπορούμε να πούμε τι είδους άνθρωπος είναι από τους καρπούς του. Εκκλησίες χωρίς κόσμο, κόσμος χωρίς ιερείς, ιερείς χωρίς σεβασμό εξαιτίας τους, και Χριστιανοί χωρίς Χριστό.
Οι εκκλησίες θεωρούνται συναγωγές, αρνείται η ιερότητα του ασύλου του Θεού, τα μυστήρια δεν θεωρούνται ιερά και οι άγιες ημέρες στερούνται επισημότητας. Άνδρες πεθαίνουν με τις αμαρτίες τους και παντού ψυχές εκσφενδονίζονται ενώπιον του τρομερού δικαστηρίου, αλύτρωτες από μετάνοια, αφρούρητες από την Κοινωνία. Αρνείται η χάρις του βαπτίσματος, και τα παιδιά των Χριστιανών κρατούνται μακριά από την ζωή που δίνει ο Χριστός. Αν και ο Χριστός κραυγάζει: “Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με[22]”, ωστόσο τα παιδιά κρατούνται μακριά από την σωτηρία. Είναι δυνατόν ο Θεός, που πολλαπλασιάζει την σωτηρία, για να σώσει τον άνθρωπο και το κτήνος, να παρακρατά το έλεός του από τα αθώα; Ο Σωτήρας έγινε παιδί για χάρη των παιδιών, γιατί σας κακοφαίνεται; Αυτό είναι διαβολικός φθόνος, αυτός είναι ο φθόνος που έφερε τον θάνατο στον κόσμο˙ ή μήπως αυτός ο άνθρωπος νομίζει ότι ο Σωτήρας δεν θέλει τα παιδιά επειδή είναι παιδιά; Αν αυτό είναι το θέμα τότε μάταια ο παντοδύναμος Κύριος γεννήθηκε παιδί, για να μην πω μαστιγώθηκε, εμπαίχτηκε, σταυρώθηκε και πέθανε.
2. Πως μπορεί να είναι άνθρωπος του Θεού, αυτός που φέρεται έτσι και διδάσκει ενάντια στον Θεό; Είναι σοκαριστικό το ότι μπορεί να εισακούγεται από τόσους πολλούς, και να έχει τόσους ακολούθους που τον πιστεύουν. Δυστυχισμένοι άνθρωποι! Στο άκουσμα ενός αιρετικού κλείνετε τ’ αυτιά σας σε όλους τους προφήτες και τους αποστόλους που με το ίδιο πνεύμα της αλήθειας ενοποίησαν όλα τα έθνη στην Εκκλησία με μια πίστη στο Χριστό. Συνεπώς οι θείοι προφήτες εξαπατήθηκαν και τα μάτια και οι καρδιές αυτών που πιστεύουν ότι αυτά που είπαν εκπληρώθηκαν, εξαπατήθηκαν επίσης. Με πια καταπληκτική και μεγαλύτερη από των Ιουδαίων τύφλα κλείνει αυτός ο άνθρωπος τα μάτια του στην καθαρή αλήθεια ή, επειδή δυσανασχετεί στην εκπλήρωση, με κάποια διαβολική τέχνη πείθει ανόητους ανθρώπους ν’ αγνοούν τα προφανή γεγονότα μπροστά τους και να πιστεύουν ότι οι προφήτες απατήθηκαν και ότι οι απόστολοι έσφαλλαν˙ ότι όλος ο κόσμος, ακόμη και μετά που ο Χριστός έχυσε το αίμα του, οδηγείται στην απώλεια˙ και ότι ο πλούτος του ελέους και της χάριτος του Θεού είναι μόνο γι’ αυτούς που τον ακολουθούν; Εξαιτίας αυτού, αν και αδύναμος στο σώμα, πήρα την στράτα που οδηγεί σ’ αυτές τις περιοχές, τις οποίες λυμαίνεται αυτός ο κάπρος χωρίς κανείς να του αντιστέκεται ή να προσπαθεί να τους σώσει.. Όταν κυνηγήθηκε στην Φραγκία για την κακία του, η μόνη ανοικτή σ’ αυτόν περιοχή ήταν η δικιά σας. Μόνο υπό την προστασία σας μπορούσε να καταστρέψει άγρια το ποίμνιο του Χριστού. Αλλά είτε αυτό είναι σύμφωνο με την τιμή σας είτε όχι, εσείς μόνος πρέπει να κρίνεται. Ωστόσο, δεν είναι να θαυμάζει κανείς το ότι αυτό το ύπουλο ερπετό σας εξαπάτησε, εφόσον έχει την εμφάνιση της ευσέβειας, αλλά όχι την υπεροχή της.
3. Τώρα ακούστε, τι είδους άνθρωπος είναι. Είναι ένας αποστάτης, που έχει εγκαταλείψει τον μοναχικό βίο (διότι κάποτε ήταν μοναχός), επέστρεψε στον κόσμο και την βρωμιά της σάρκας, όπως ο σκύλος στο δικό του ξέρασμα. Επειδή ντρεπόταν να ζήσει ανάμεσα στους συγγενείς του και σ’ αυτούς που τον γνώριζαν, η μάλλον επειδή δεν του επιτρέπονταν να το πράξει λόγω των εγκλημάτων του, ανασκουμπώθηκε και πήρε το δρόμο για κει που δεν είναι γνωστός, κι έτσι έγινε αλήτης και φυγάς επάνω στη γη. Όταν άρχισε να ψάχνει τα προς το ζην πούλησε το Ευαγγέλιο (είναι μορφωμένος), διαδίδοντας τον λόγο του Θεού για τα λεφτά και κηρύττοντας για να μπορέσει να ζήσει. Αν καταφέρει να εξασφαλίσει κάτι από τους απλούς ανθρώπους και τις γριές, δεν μπορεί να το κρατήσει αλλά το ξοδεύει στον τζόγο ή σε πιο αίσχιστους τρόπους.
Συχνά, ύστερα από μια μέρα κολακείας του κόσμου, αυτός ο αξιοσημείωτος κήρυκας βρίσκεται να κάνει παρέα με πόρνες, μερικές φορές ακόμη και με παντρεμένες. Ψάξτε αν θέλετε, γιατί έφυγε από την Lausanne, την Le Mans, το Poitiers, το Bordeaux. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να του επιτραπεί να επιστρέψει σε αυτά τα μέρη, εξαιτίας της κακής φήμης που άφησε πίσω του. Πραγματικά ελπίζετε να συλλέξετε πλούσιους καρπούς από τέτοιο δέντρο; Μιαίνει το χώμα στο οποίο πατά και βρωμίζει τα ρουθούνια του κόσμου, διότι, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, ένα κακό δέντρο δεν μπορεί να φέρει καλούς καρπούς.
4. Αυτός, όπως σας είπα, είναι ο λόγος του ερχομού μου. Αλλά δεν έρχομαι από μόνος μου, οδηγούμε από τις εκκλήσεις και το χάλι της Εκκλησίας, για να δω αν τα αγκάθια και οι φαυλότητες αυτού του ανθρώπου μπορούν να εκριζωθούν από τον αγρό του Κυρίου, όσο είναι ακόμα νωρίς, όχι από το χέρι μου, διότι είμαι ένα τίποτα, αλλά από τα χέρια των επισκόπων που είναι μαζί μου, και επίσης από την βοήθεια της δεξιάς σας. Ο αρχηγός των επισκόπων είναι ο σεβασμιότατος επίσκοπος Όστιας[23], απεσταλμένος της Αγίας Έδρας για τον σκοπό αυτό. Είναι άνθρωπος με σπουδαία έργα στον Ισραήλ και μέσω αυτού ο Κύριος χάρισε την νίκη στην Εκκλησία σε πολλές περιπτώσεις. Πρέπει να μεριμνήσετε, εξοχότατε, να τον υποδεχτείτε με τιμή και όσους είναι μαζί του˙ έτσι ώστε το καλό έργο που ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος ανέλαβε για χάρη σας και για χάρη του λαού σας, να μην αποβεί μάταιο, δώστε του την βοήθεια που χρειάζεται κατά την εξουσία που σας δόθηκε άνωθεν.»
ΣΤ.
«Στην γειτονιά της Τουλούζης κάποιος Ερρίκος, κάποτε μοναχός και αργότερα αποστάτης, με πολύ κακό τρόπο ζωής και καταστροφική διδασκαλία, είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον των άστατων ανθρώπων της περιοχής με δελεαστικά λόγια και, όπως ο Απόστολος προείπε για κάποιους ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων[24] κι επικοινώνησε μαζί τους με πλανερές κουβέντες.
Επίσης, ήταν εχθρός της Εκκλησίας, δυσφημώντας με ασεβή τρόπο τα μυστήρια και τους λειτουργούς της. Είχε ήδη προοδεύσει υπέρμετρα στην κακία. Διότι ο σεβαστός πατέρας, όταν έγραψε στον κόμη της Τουλούζης, είπε μεταξύ άλλων: “Εκκλησίες χωρίς κόσμο, κόσμος χωρίς ιερείς, ιερείς χωρίς σεβασμό εξαιτίας τους, και Χριστιανοί χωρίς Χριστό. Οι εκκλησίες θεωρούνται συναγωγές, αρνείται η ιερότητα του ασύλου του Θεού, τα μυστήρια δεν θεωρούνται ιερά και οι άγιες ημέρες στερούνται επισημότητας[25]”.
Λόγω της μεγάλης ανάγκης, ο άγιος άνδρας ανέλαβε να ταξιδεύσει, και σ’ αυτό είχε ήδη δεχθεί παρότρυνση από την Εκκλησία της περιοχής εκείνης˙ στο τέλος πείστηκε και συνοδεύθηκε από τον σεβασμιότατο Alberic, επίσκοπο Όστιας και λεγάτο της Αγίας Έδρας. Όταν έφθασε, τον υποδέχθηκαν οι κάτοικοι της περιοχής με πολλή αφοσίωση, λες και άγγελος εξ ουρανού είχε κατέβει ανάμεσά τους. Δεν μπορούσε να προχωρήσει διότι κανείς δεν μπορούσε να συγκρατήσει το πλήθος του κόσμου που τον πίεζε, τόσοι πολλοί ήταν που ένα ολόκληρο ημερονύχτιο έρχονταν για να λάβουν την ευχή του και να ικετεύσουν την βοήθειά του.
Δίδαξε, ωστόσο, στην πόλη της Τουλούζης για αρκετές μέρες, καθώς και σε άλλα μέρη, όπου συνήθιζε να πηγαίνει και να μολύνει ο δύστυχος αιρετικός. Οδήγησε πολλούς απλούς ανθρώπους στην ορθή πίστη, τους ανακάλεσε από την πλάνη, αποκατέστησε αυτούς που είχαν μεταστραφεί. Και με την αυθεντία του κατήγαγε νίκη και επιβλήθηκε στους διαστροφείς και στενοκέφαλους, ώστε δεν τολμούσαν να φέρουν αντίρρηση ούτε να εμφανιστούν. Όσο για τους υπόλοιπους, αν και ο αιρετικός προσπάθησε να κρυφτεί, πάντως οι δρόμοι του έκλεισαν και τα μονοπάτια του επιτηρήθηκαν τόσο, ώστε δεν ήταν ασφαλής πουθενά έκτοτε. Τελικά συνελήφθη και παραδόθηκε στον επίσκοπο. Σ’ αυτό το ταξίδι ο Θεός δοξάστηκε από τον υπηρέτη του με πολλά θαυμάσια έργα στις καρδιές αυτών που ανακάλεσε από τις ασεβείς πλάνες, και στα σώματα άλλων, οι οποίοι θεραπεύθηκαν από διάφορες αρρώστιες.»
Ζ.
«Προς τον αγαπητό αυθέντη Αρχεφρέδο και το πρεσβυτέριο, ο αδελφός Γοδεφρείδος.
Γνωρίζω εκ πείρας ότι με σας, αγαπητέ μου αυθέντη, οι φραστικές αβρότητες δεν θα με ωφελήσουν. Ο υιός, τον οποίο φροντίσατε με περισσότερη τρυφερότητα από τους άλλους, και κρατήσατε με περισσότερη αγάπη όχι επειδή τον κρίνατε άξιο αλλά επειδή γνωρίζατε την αδυναμία του, δεν μπορεί να σας κρύψει τίποτα, εφόσον εσείς δέχεσθε ελεύθερα αυτούς που δεν έχουν ευφράδεια, σύμφωνα με τον απόστολο που λέει οὐ γάρ ἐν λόγῳ ἡ βασιλεία του Θεοῦ, ἀλλ’ ἐν δυνάμει[26]. Γιατί να αναλώνομαι σε λόγους; Γνωρίζετε την αγάπη που σας τρέφω. Γνωρίζετε πόσο χρειάζομαι τις προσευχές τις δικές σας και του ποιμνίου σας. Δεν αγνοείτε ούτε την αγάπη, ούτε την ανάγκη μου. Θα σιωπήσω, λοιπόν, διότι ξέρω ότι γράφω σε κάποιον που με γνωρίζει. Καλύτερα, ενθυμούμενος πόσο ανήσυχος ήσασταν εσείς και όλοι στο Κλαιρβώ όταν αναχωρήσαμε, τις ανησυχίες σχετικά με το ταξίδι του ηγουμένου, θα γράψω για πιο σημαντικά πράγματα, για όσα είδαμε και ακούσαμε, κι έτσι θα σας παρηγορήσω.
Καθώς πλησιάζαμε στο Poitiers, ο επίσκοπος δεν ήταν καλά, ώστε άρχισε να μετανοεί που ανέλαβε τους κόπους αυτού του ταξιδιού. Αλλά εκεί, προς μεγάλη ανακούφιση δική του και δική μου, είδε ένα όραμα, στο οποίο μια φωνή έψαλλε “Και ο οίκος πληρώθηκε από την ευωδία του μύρου”. Το άσμα συνέχισε για μερικές στροφές και κάθε μια τελείωνε με τα ίδια λόγια “Και ο οίκος πληρώθηκε από την ευωδία του μύρου”. Αργότερα φάνηκε πόσο σφάλλαμε στην ερμηνεία της σημασίας του. Κάποια άλλη ημέρα, όπως ξεκουράζονταν ο αββάς, ακόμη ένα άσμα ήρθε στο στόμα του “Οι δίκαιοι αγαλλιάσονται εν Κυρίω”, και συχνά ξαγρυπνούσε αναλογιζόμενος το γεγονός. Στο Poitiers που περάσαμε την νύκτα, περπατούσε μόνο με έναν φανό. Ο φανός έσβησε και ο ηγούμενος του Charlieu τον είδε να περπατά χωρίς φως. Αργότερα, παραδέχτηκε ότι ο φανός άναψε πάλι από κάποιον ήχο, κι έκαιγε όταν επέστρεψε σε μας.
Κάτι που συνέβη στην Bordeaux αξίζει να καλείται θαύμα. Οι πείσμονες εκκλησιαστικοί πείστηκαν να επιτρέψουν την εισαγωγή των κανόνων στην επισκοπή, αν και είχαν αντισταθεί για εφτά χρόνια με αποτέλεσμα ν’ αφορισθούν. Εξαιτίας αυτού, ο αρχιεπίσκοπος είχε εξορισθεί από την θέση του εδώ και πέντε χρόνια, αφήνοντας ορφανή την εκκλησία, και είχαν αντισταθεί βίαια στην επιστροφή του. Το μίσος του κόσμου για τον αρχιεπίσκοπο ήταν τόσο μεγάλο, ώστε όταν εισήλθε στην πόλη μάς γιουχάρανε όλους, ως υποστηρικτές του. Αλλά ο ζων και δυνατός λόγος του Θεού τους συγκίνησε περισσότερο από όσο αυτοί που ήξεραν το μεγάλο μπλέξιμο και την λυπητερή ιστορία της υπόθεσης τολμούσαν να ελπίζουν.
Στο χωριό Bergerac ένας αριστοκράτης, σοβαρά άρρωστος, ήρθε σ’ αυτόν, και από την στιγμή εκείνη ανάνηψε, όπως μάθαμε αργότερα. Άλλος ένας κάτοικος της περιοχής, φτωχός και άπορος τώρα δοξάζει τον Θεό˙ είχε τόσο αδυνατήσει από την αρρώστια που δεν μπορούσε να εργαστεί για καιρό, αλλά αφότου μας ακολούθησε μερικές μέρες και έφαγε ψωμί ευλογημένο από τον αββά, ανέκτησε την υγεία και την δύναμή του.
Στην Cahors ένας από τους υπηρέτες του επισκόπου έχασε το φως από το ένα του μάτι, μετά από χτύπημα στο κεφάλι και το ξαναβρήκε μετά που τον σταύρωσε ο αββάς. Κάποιος άλλος ήπιε νερό που το είχε ευλογήσει αυτός, και του φάνηκε σαν να χύθηκε όλο το βάζο με το νερό στο κεφάλι του˙ από την στιγμή εκείνη ανένηψε από πυρετό, ο οποίος τον ταλαιπωρούσε επτά χρόνια.
Πώς να εξεικονίσω τον ενθουσιασμό των ανθρώπων της Périgueux; Παραλίγο να τον πνίξουν και αναγκάστηκε να φύγει λαθραία. Στην Τουλούζη αρχικά τον δέχθηκαν με χλιαρότητα˙ μετά από μερικές μέρες με ικανοποίηση και μετά από μερικές ακόμη με ενθουσιασμό. Υπήρχαν στην πόλη λίγοι, οι οποίοι υποστήριζαν την αίρεση, μερικοί από τους υφαντές, αυτούς που λένε Αριανούς. Ένας μεγάλος αριθμός ατόμων υποστήριζαν την αίρεση στην πόλη, μεταξύ των οποίων και εξέχοντες πολίτες[27]. Λίγο καιρό πριν την άφιξή μας, είχαν πείσει κάποιον από τους πλούσιους της πόλης και την γυναίκα του, να πάνε σε ένα χωριό γεμάτο αιρετικούς, αφήνοντας πίσω την περιουσία και τον νεαρό γιό τους, και οι παρακλήσεις των γειτόνων τους δεν στάθηκαν ικανές να τους μεταπείσουν.
[Ο αιρεσιάρχης] λεγόταν Ερρίκος, και [οι αιρετικοί] λεγόταν Αριανοί˙ και ο κόσμος υποσχέθηκε ότι κανείς δεν θα τους δώσει προμήθειες, μέχρι να έρθουν σε δημόσια αντιπαράθεση. Θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να αναφέρω την φυγή του Ερρίκου και τις κρυψώνες των Αριανών. Οι Αριανοί εγκατέλειψαν την πόλη, μόλις έμαθαν τους κακούς οιωνούς και τα θαύματα που γίνονταν. Οι υποστηρικτές τους τούς αποκήρυξαν και πιστέψαμε ότι η πόλη ελευθερώθηκε από την μόλυνση της αίρεσης. Μερικοί από τους ιππότες υποσχέθηκαν να τους βγάλουν έξω και να μην τους υποστηρίξουν ξανά στο μέλλον. Για να εξασφαλιστεί ότι αυτό δεν θα παραβιαστεί από κανέναν, ο οποίος θα δωροδοκείτο από τους αιρετικούς, εκδόθηκε διαταγή ότι οι αιρετικοί, οι υποστηρικτές τους και όσοι τους βοηθούσαν δεν θα μπορούσαν να πάνε ως μάρτυρες ή να ζητήσουν αποζημίωση στα δικαστήρια, και κανείς δεν θα έκανε σχέσεις μαζί τους, είτε κοινωνικές, είτε επαγγελματικές. Καταδιώξαμε τον Ερρίκο, αλλά όπου ψάξαμε είχε φύγει.
Ο αββάς μίλησε στα χωριά που είχε αποπλανήσει˙ οι σύντροφοί του με προθυμία ομολόγησαν την πίστη τους δημόσια προς αιώνιο ζωή. Μερικούς ιππότες τους βρήκαμε στενοκέφαλους, όχι λόγω πλάνης, όπως φάνηκε, αλλά λόγω απληστίας και κακής θελήσεως. Μισούσαν τους ιερείς και γελούσαν με τα αστεία του Ερρίκου, και αυτά που δίδασκε τους έδιναν δικαιολογία και αιτιολογία, για να φέρονται με κακία. Όλοι τους, ωστόσο, συμφώνησαν, ότι δεν θα τον υποστήριζαν στο μέλλον, επειδή απέφυγε την αντιπαράθεση με τον αββά. Βγήκε απόφαση εναντίον του και εναντίον των πατρώνων του. Έγινε γνωστό σε όλους, τι είδους φαύλη ζωή ζούσε, και πως στη σύνοδο της Πίζα είχε αποκηρύξει τις αιρέσεις τις οποίες δίδασκε πάλι, και είχε παραδοθεί στον ηγούμενο, από τον οποίο είχε λάβει επιστολές που του επέτρεπαν να γίνει μοναχός στο Κλαιρβώ.
Πιστέψαμε ότι με την βοήθεια του Θεού το κακό του σύντομα θα σταματούσε. Μια χώρα που είχε πλανηθεί από τόσες πολλές αιρετικές διδασκαλίες, χρειαζόταν τώρα κήρυγμα, αλλά ο αββάς δεν πίστευε ότι μπορεί ν’ ανταπεξέλθει σ’ αυτό τον σκοπό, και φοβόταν ότι θα γίνει βάρος στους αδελφούς του. Αυτό, πιστεύω, ήταν το λάθος που κάναμε σχετικά με το άσμα, όπως ανέφερα παραπάνω.
Έχοντας λάβει πολλές επιστολές από το Κλαιρβώ, ο αββάς επιστρέφει όσο το δυνατόν συντομότερα, και ελπίζουμε ότι θα τον δείτε μετά την οκτώηχο της Αναλήψεως της Παναγίας (post octavam Assumptionis beatae Mariae, 22 Αυγούστου). Αν μόνο μπορούσαμε ν’ αντιληφθούμε τι μεγάλο δώρο, τι ανεκτίμητο δώρο μας χάρισε ο Θεός στο πρόσωπο του αγίου πατέρα μας, ενός πιστού φύλακα και πανίσχυρου προστάτη, ενός καλού ποιμένα, γεμάτου χάρη και δύναμη ενώπιον του Θεού και των αιώνων. Έχω βάσιμο λόγο να πιστεύω ότι από ταπείνωση κρατά μυστικές τις δυνάμεις του, διότι οι άρρωστοι γιατρεύονται αμέσως μετά την αναχώρησή του, έτσι ώστε αν και θεραπεύονται κανείς δεν τον δοξάζει. Έχει παραδεχθεί ότι αν παρίστατο ανάγκη, θα προτιμούσε να κινδυνέψει ο ίδιος παρά ν’ αποτύχει να τους παρέχει την σωτηρία τους.
Στην εκκλησία του αγίου Σατορνίνου στην Τουλούζη, όπου μέναμε, υπήρχε ένας απλός ιερέομόναχος με το όνομα Ιωάννης, πολύ ικανός στην φαρμακευτική. Ήταν κλινήρης λόγω αρρώστιας επί επτά μήνες, όπως μας είπε, και από το Πάσχα είχε αδυνατήσει τόσο πολύ, ώστε περίμεναν να πεθάνει. Οι κνήμες του ήταν πιο αδύνατες και από τα μπράτσα ενός αγοριού. Ο μυς του δεξιού μηρού συγκεκριμένα είχε μαραθεί και δεν μπορούσε να λυγίσει το γόνατο από το Πάσχα. Ο φτωχός άνδρας κείτονταν μισοπεθαμένος, πάντα στο κατώφλι του θανάτου, χωρίς την δύναμη να σηκωθεί να πάει στο αποχωρητήριο. Εξαιτίας της μυρωδιάς και της αδυναμίας του είχε τοποθετηθεί εκτός μοναστηριού και στεγάζονταν στην πόλη, επειδή οι άλλοι αδελφοί δεν μπορούσαν να αντέξουν την παρουσία του. Παρακάλεσε να τοποθετηθεί κοντά στον αββά. Έξι άνδρες τον μετέφεραν σε ένα κρεβάτι στο δωμάτιο που βρίσκονταν δίπλα στο δικό του. Ο αββάς τον επισκέφτηκε εκεί και αυτός εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του και ικέτεψε για την αποκατάσταση της υγείας του. Ο αββάς τον ευλόγησε, έφυγε από το δωμάτιο κι εγώ πήγα μαζί του. Καθώς προχωρούσε αναλογίσθηκε φωναχτά, λέγοντας όπως ο πιστός υπηρέτης, “Κύριε, ζητούν σημείο, και δεν μπορούμε να προοδεύσουμε χωρίς ένα. Πόσο θα κρύβεσαι από αυτούς;” Αμέσως ο ιερομόναχος σηκώθηκε κι έτρεξε πίσω μας, και σχεδόν είχαμε φτάσει στο κελί μας όταν τον είδαμε να μας ακολουθεί, περπατώντας, όπως είπε ο ίδιος, όχι με δική του δύναμη αλλά με την χάρη του Θεού. Από κει πήγε στην εκκλησία ευχαριστώντας τον Κύριο και οι αδελφοί έψαλλαν το “Te Deum” μαζί του. Κανένας δεν θα πίστευε, αν δεν έβλεπε με τα μάτια του, την ευγνωμοσύνη με την οποία φίλησε το πόδι του αββά.
Μας είπαν για ένα παιδί επτά ετών, εξασθενημένο στην αγκαλιά της μητέρας του και κανείς δεν ήξερε τι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτό. Όταν επέστρεψε, έχοντας λάβει την ευλογία του αββά, αμέσως εξέμεσε μια μεγάλη πέτρα, την οποία είδαν πολλοί, και θεραπεύτηκε από εκείνη την στιγμή. Στην ίδια πόλη έδωσε το φως με το σημείο του σταυρού σε έναν γέρο που ήταν τυφλό από το ένα μάτι. Έπραξε το ίδιο για ένα αγόρι, το οποίο ήταν τυφλό και από τα δύο μάτια. Ήταν μια γυναίκα στην πόλη, η οποία ξαφνικά ένιωσε πόνο στο κεφάλι και υποσχέθηκε να μην φάει μέχρι να έρθει στον άνθρωπο του Θεού. Ο σύζυγός της την προέτρεπε να φάει, αλλά πνίγηκε στην πρώτη μπουκιά κι ένας δαίμονας εισήλθε από τον οισοφάγο της. Για τρεις μέρες δεν μπορούσε να φάει ή να πιει ο,τιδήποτε. Στην συνέχεια παρουσιάστηκε στον αββά, κι έλαβε ευλογημένο ψωμί και νερό από το χέρι του. Ο αββάς της είπε να περάσει την νύχτα στο παρεκκλήσιο, για να μπορεί να την επισκέπτεται μυστικά, χωρίς οχλαγωγία. Κατά την διάρκεια της νύχτας άρχισε να φωνασκεί δυνατά. Μερικές φορές μιλούσε η ίδια η γυναίκα και μερικές ο δαίμονας. Μερικές φορές η γλώσσα της μετακινούνταν στην δεξιά πλευρά του στόματός της, και μερικές φορές στην αριστερή και το πρόσωπο που μιλούσε, άλλαζε. Ο δαίμονας είπε, προς ακρόαση όλων όσων παρίσταντο, ότι δεν θα την αφήσει μέχρι να έρθει ο αββάς, μέχρι να έρθει ο πατερούλης (abbaticulus). Έτσι ειδοποιημένος ο αββάς, την επισκέφτηκε σε όνειρο και την άφησε εν ειρήνη, αυτή που βρήκε σε αγωνία. Αμέσως μετά λειτούργησε, της έδωσε την Θεία Κοινωνία, και την έστειλε σώα σπίτι της.
Θεράπευσε τρεις ανθρώπους στην Τουλούζη, των οποίων τα χέρια κρέμονταν με τα δάκτυλα διπλωμένα πίσω και τρεις ακόμη στην περιοχή. Του φέρανε ένα κορίτσι καθώς λάμβανε μια προσφορά. Έκανε ένα σημάδι με το χέρι του, πήρε τα δάκτυλά της και τ’ άνοιξε σχετικά εύκολα. Έκανε το ίδιο και σε δύο άλλους, αν και με τον ένα, επειδή ντρεπόταν την παρουσία των επισκόπων, άνοιξε λίγο τα χέρια κι ύστερα τον παρέδωσε σ’ έναν Ναΐτη που ήταν εκεί για να ολοκληρώσει το έργο. Θεράπευσε άλλη μια περίπτωση σαν κι αυτή, σε ένα παιδί στην Damesières, παρουσία του επισκόπου της Angoulême, ο οποίος είπε έκπληκτος ότι, όταν ο αββάς έκανε το σημάδι του σταυρού με το χέρι του και τον απέλυσε, θεραπεύθηκε στο χτύπημα της χορδής (ipsa quasi esset chorda quaedam), και τα δάκτυλά του άρχισαν ν’ ανοίγουν. Στην ίδια περίσταση έκανε έναν κουφό ν’ ακούσει κι έναν μουγκό να μιλήσει. Θεράπευσε έναν πέμπτο σακάτη στο χωριό Verfeil (Viride-Folium), την έδρα του σατανά, ο οποίος σακάτης ήταν ο γιός , εκτός κι αν κάνω λάθος, ενός από τους χειρότερους αιρετικούς. Έπραξε μια έκτη θεραπεία στο χωριό του Αγ. Παύλου. Κάποιοι από τους υπηρέτες του λεγάτου θα είχαν αναγκαστεί να παραμείνουν σε αυτή την ξένη χώρα, εξαιτίας σοβαρής ασθένειας, αν δεν τους είχε θεραπεύσει με το θείο φάρμακο του ευλογημένου άρτου.
Στην πόλη Albi έκανε ακόμη ένα θαύμα μεγαλύτερο απ’ αυτά, το οποίο δεν πρέπει ν’ αποσιωπηθεί. Οι κάτοικοι αυτής της πόλης, ακούσαμε, ήταν οι πιο μολυσμένοι από την αίρεση, απ’ όσους συναντήσαμε στον δρόμο μας. Ήταν τόσο άσχημη η κατάσταση, ώστε όταν έφθασε ο λεγάτος, δύο μέρες πριν από μας, βγήκαν να τον συναντήσουν καθισμένοι πάνω σε γαϊδούρια, χτυπώντας τύμπανα, και όταν χτύπησε η καμπάνα για να καλέσει τον κόσμο στην Θεία Λειτουργία, μόλις που μαζεύτηκαν τριάντα άτομα στην εκκλησία. Δύο μέρες αργότερα ο κόσμος υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά τον αββά, αλλά επειδή είχε ακούσει τόσα πολλά για την κακία τους, που ήταν απρόθυμος να δεχθεί την αφοσίωσή τους. Την επόμενη μέρα, του αγίου Πέτρου [1η Αυγούστου], προσήλθαν τόσοι πολλοί για ν’ ακούσουν τον λόγο του Θεού που η μεγάλη εκκλησία δεν τους χωρούσε. Ο αββάς απευθύνθηκε σ’ αυτούς έτσι:
› Έχω έρθει να σπείρω, αλλά βρίσκω τον αγρό ήδη σπαρμένο με κακό σπόρο. Αλλά είστε λογικός αγρός˙ είστε στο κάτω-κάτω ο αγρός του Θεού. Θα σας δείξω δύο ειδών σπόρους και μπορείτε ν’ αποφασίσετε τι θα επιλέξετε.
Ξεκίνησε με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κι προσεκτικά ανέπτυξε κάθε σημείο που δίδασκε ο αιρετικός και τι έλεγε επ’ αυτού η αληθινή πίστη. Ύστερα τους ρώτησε τι θα επέλεγαν. Όλος ο κόσμος άρχισε να καταριέται και να κατηγορεί την κακία του αιρετικού, και να λαμβάνει ευχαρίστως τον λόγο του Θεού και την Καθολική Πίστη. “Μετανοείτε”, είπε ο αββἀς. “Καθένας από σας μολύνθηκε. Επιστρέψτε στην ενότητα της Εκκλησίας. Έτσι θα ξέρουμε ποιος μετανόησε και αποδέχθηκε τον λόγο της ζωής, σηκώστε το δεξί σας χέρι στον ουρανό ως σημάδι καθολικής ενότητας”. Όλοι ύψωσαν το δεξί τους χέρι με αγαλλίαση και έτσι τέλειωσε την ομιλία του. Έτσι κι εγώ τελειώνω την επιστολή αυτή. Χαίρετε.»
Η.
«4. Υπάρχουν επίσης κάποιοι άλλοι αιρετικοί στην περιοχή μας, οι οποίοι διαφέρουν εντελώς από αυτούς που περιγράψαμε. Από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και διαμάχη μάθαμε την ύπαρξή τους. Αυτοί οι τελευταίοι αρνούνται ότι στο θυσιαστήριο συμβαίνει το θαύμα του Σώματος του Χριστού, επειδή κανένας ιερέας της Εκκλησίας δεν είναι έγκυρα χειροτονημένος. Διότι, λένε, το αποστολικό αξίωμα έχει διαφθαρεί μέσω της εμπλοκής σε κοσμικές υποθέσεις και λόγω αποτυχίας στην διεξαγωγή του πολέμου του Θεού, όπως έκανε ο Πέτρος˙ αυτός που κάθεται στον θρόνο του Πέτρου έχασε την αρμοδιότητα να χειροτονεί, η οποία είχε δοθεί στον Πέτρο. Κι επειδή η Αγία Έδρα δεν έχει αυτή την εξουσία, οι Αρχιεπίσκοποι και οι Επίσκοποι, που ζουν κοσμική ζωή μέσα στην Εκκλησία, δεν μπορούν να λάβουν από αυτή την Έδρα την εξουσία να χειροτονούν κανένα. Ισχυρίζονται ότι το στηρίζουν αυτό στα λόγια του Χριστού, «ἐπί τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι. Πάντα οὖν ὅσα ἐάν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καί ποιεῖτε»[28], σαν να δόθηκε μόνο σε τέτοιους ιεράρχες η εντολή και η διδασκαλία, και τίποτα παραπάνω.
Έτσι θεωρούν άκυρη την ιεροσύνη της Εκκλησίας και καταδικάζουν τα μυστήρια αυτής, εκτός μόνο από το βάπτισμα, και αυτό μόνο για ενήλικες, οι οποίοι, λένε, βαπτίζονται από τον Χριστό, ανεξάρτητα ποιος λειτουργεί το μυστήριο. Δεν δέχονται τον νηπιοβαπτισμό εξαιτίας του ευαγγελικού χωρίου, «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»[29]. Αποκαλούν τον γάμο πορνεία, εκτός από αυτόν που συνάπτεται μεταξύ παρθένων, ανδρός και γυναικός, βασίζοντας αυτή την πεποίθηση στα λόγια με τα οποία ο Κύριος απάντησε στους Φαρισαίους, «ὅ οὐν ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω»[30], λες και ο Θεός ένωσε μόνο τέτοιους (σ.τ.μ. παρθένους) καθ’ ομοίωση της ένωσης των πρωτόπλαστων. Επίσης βασίζουν την πεποίθησή τους στην απάντηση προς τα ίδια άτομα, που έγειραν ενστάσεις προς Αυτόν σχετικά με το διαζύγιο που διέταξε ο Μωυσής, «ἀπ’ ἀρχῆς δέ οὐ γέγονεν οὕτω», κι επίσης από τα λόγια που ακολουθούν «ὁ άπολελυμένην γαμήσας μοιχᾶται»[31]˙ κι επίσης από τα λόγια του Αποστόλου «Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσι καί ἡ κοίτη ἀμίαντος»[32].
5. Δεν δίνουν καμία αξία στην μεσιτεία των αγίων. Νηστείες και άλλες αυτοτιμωρίες που γίνονται για τις αμαρτίες, προσθέτουν ότι δεν χρειάζονται για τους δίκαιους, ούτε και για τους αμαρτωλούς, διότι όποια μέρα ο αμαρτωλός θρηνήσει για τις αμαρτίες του, συγχωρούνται όλες. Τις εκκλησιαστικές τελετές τις θεωρούν προλήψεις, εκτός από αυτές που ίδρυσε ο Χριστός και καθιέρωσαν οι απόστολοι. Δεν δέχονται ότι υπάρχει φωτιά του πουργατορίου μετά θάνατον, αλλά διδάσκουν ότι οι ψυχές πηγαίνουν αμέσως είτε στην αιώνια ανάπαυση, είτε στην τιμωρία την στιγμή που αφήνουν το σώμα, σύμφωνα με τα λόγια του Σολομώντα, «καί ἐάν πέσῃ ξύλον ἐν τῷ νότῳ καί ἐάν ἐν τῷ βορρᾷ, τόπῳ, οὗ πεσεῖται τό ξύλον, ἐκεῖ ἔσται»[33]. Κι έτσι εκμηδενίζουν τις προσευχές και τις προσφορές των πιστών για τους κεκοιμημένους.»
δ. Παρατηρήσεις.
- Η καταγωγή του Ερρίκου είναι άγνωστη. Η μόνη αποδεκτή ένδειξη είναι η επιτυχία του κηρύγματός του στις γαλλόφωνες περιοχές, πράγμα που υποδεικνύει καταγωγή από αυτή την χώρα. Ήταν αποστάτης μοναχός, ίσως και ιερέας, αλλά παραμένει άγνωστη η μονή της μετανοίας του, όπως και το αν έφυγε ο ίδιος από κει ή αν εκδιώχθηκε. Κατά την εκτίμηση του J. B. Russell, προέρχονταν πιθανότατα από το Κλουνύ[34].
- Η πρώτη δημόσια εμφάνισή του καταγράφεται το 1116 στη Le Mans, ήδη, όμως, έχει σχηματισμένο κύκλο οπαδών και ακολούθων που τον συνοδεύουν. Από την επιστολή του Βερνάρδου φαίνεται ότι πριν πάει στην Le Mans είχε κηρύξει στην Lausanne.
- Στην Le Mans ο Ερρίκος βρήκε πρόσφορο έδαφος, έτοιμο ακροατήριο για το κήρυγμά του. Ο λόγος είναι ότι η πόλη βρίσκονταν εδώ και καιρό σε κοινωνική ανησυχία. Το 1070 είχε γίνει μια αποτυχημένη προσπάθεια για την εγκατάσταση κομμούνας στην πόλη, ενώ το 1092 ο επίσκοπος Hoel είχε επιβάλει γενική απαγόρευση. Η παραγωγή και το εμπόριο δεν είχαν λάβει την απαιτούμενη ανεξαρτησία από τις φεουδαρχικές αρχές και την εκκλησία για την ανάπτυξή τους.
Ο επίσκοπος Χιλδεβέρτος της Lavardin (Le Mans 1097-1125, αρχιεπίσκοπος Τουρώνης 1125-1133), αν και παρουσιάζεται μέσα στο κείμενο, ως ιδιαίτερα αφελής, λόγω της άδειας που έδωσε στον Ερρίκο ν’ αναστατώσει την πόλη, στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου τέτοιος. Οπαδός της Γρηγοριανής μεταρρύθμισης, πίστεψε ότι το κήρυγμα του Ερρίκου θα τον βοηθούσε να την επιβάλει. Ήταν άνθρωπος της αριστοκρατίας και είχε πολιτικές φιλοδοξίες, όπως φαίνεται από τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε στην ενοποίηση των επαρχιών Maine και Anjou[35]. Συνεπώς η κοινωνία της πόλης βρισκόταν σε αντιπαράθεση με την αριστοκρατία και την Εκκλησία, οπότε το αντικληρικαλιστικό κήρυγμα του Ερρίκου, γαρνιρισμένο με την εικόνα της αποστολικής φτώχειας, ηχούσε ευχάριστα στα αυτιά των ακροατών, σε αντίθεση με τον προβαλλόμενο σκανδαλιστικό πλούτο της αριστοκρατίας.
- Η δράση του Ερρίκου αντιμετωπίστηκε με πολιτική παρέμβαση και όχι με θεολογική αναίρεση στη Le Mans, όπως έγινε αργότερα στην Τουλούζη από τον Βερνάρδο. Ο Χιλδεβέρτος επείγονταν ν’ απαλλαγεί από αυτόν, χωρίς να ενδιαφέρεται για την μετέπειτα δράση του. Τον έστειλε ν’ αναστατώσει άλλες περιοχές. Η σύλληψή του από τον Αρχιεπίσκοπο Αρελάτης Βερνάρδο και η προσαγωγή του από τον ίδιο ενώπιον του πάπα Ιννοκέντιου ΙΙ στην Πίζα, δείχνουν ότι κατευθύνθηκε νότια. Κήρυξε στο Πουατιέ και το Μπορντώ. Δύο ιερείς της Le Mans, οι οποίοι τον είχαν ακολουθήσει, τον εγκατέλειψαν ήδη από το 1125.
- Λίγο πριν την καταδίκη του από την σύνοδο της Πίζας, ήρθε σε αντιπαράθεση με τον μοναχό Γουίλλιαμ, πιθανόν μεταξύ των ετών 1132-1135. Η καταγραφή της αντιπαράθεσης είναι η πλέον αξιόπιστη έκθεση της διδασκαλίας του, αν και φαίνεται ότι προβάλλει κυρίως τα επιχειρήματά του και όχι την δογματική διδασκαλία του, καθεαυτή. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι να πρόκειται για τον William του Saint-Thierry (1085-1148), σύντροφο του Βερνάρδου του Κλαιρβώ και συγγραφέα αρκετών έργων θεολογίας. Αυτός ο William αντιμετώπισε με επιτυχία, μέσω πολεμικών έργων δικών του, τα έργα του Πέτρου Αβελάρδου (1079-1142) και του Gilbert de la Porrèe[36].
- Η εμπροσθοφυλακή του κηρύγματος του Ερρίκου ήταν ο αντικληρικαλισμός. Αυτό οφείλονταν στην επιτυχία που είχε ένα τέτοιου είδους κήρυγμα στην αποδοχή της διδασκαλίας του από τον κόσμο. Ο αντικληρικαλισμός δεν ήταν ο πυρήνας της διδασκαλίας. Αντίθετα αυτή επικεντρώνονταν σε μια αρνητική στάση έναντι των μυστηρίων, η για να το πούμε καλύτερα έναντι του σωτηριολογικού τους χαρακτήρα και όχι έναντι των ίδιων των μυστηρίων[37]. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την μελέτη του έργου του William. Για να στηρίξει την διδασκαλία του, ο Ερρίκος αποτείνονταν ότι στηρίζεται στην Αγία Γραφή, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι η αίρεση είχε ευαγγελικό χαρακτήρα. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Ερρίκος απομακρύνονταν από την Αγία Γραφή, όχι γιατί δεν επικαλούνταν εδάφια από αυτήν, αλλά επειδή τα ερμήνευε κατά τα συμφέροντά του. Δεν εναντιώθηκε ανοικτά στους Πατέρες τις Εκκλησίας. Δήλωσε ότι τους σέβονταν. Δεν ακολουθούσε, όμως, την ερμηνευτική τους, απορρίπτοντας κατ’ ουσία την Ιερά Παράδοση. Για το πώς και από πού ξεκινά και αναπτύσσεται η διδασκαλία του Ερρίκου θα μιλήσουμε παρακάτω.
- Έχει ειπωθεί ότι η άρνηση του Ερρίκου να δεχθεί ως έγκυρες τις προσφορές και τις προσευχές για τους νεκρούς, προέρχεται από την απόρριψη εκ μέρους του, του δόγματος περί πουργατορίου. Δεν είναι έτσι. Το αιρετικό, ούτως ή άλλως αυτό δόγμα, μόλις τον ΙΒ’ επικράτησε στην παπική εκκλησία. Η άποψη του Ερρίκου στηρίζονταν στον αντικληρικαλισμό του και στην άρνηση να δεχθεί τους ιερείς ως μεσίτες μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Κατά παρόμοιο τρόπο δεν δέχονταν και τις μεσιτείες των αγίων. Από πού προκύπτει αυτό θα το δούμε παρακάτω. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί τώρα είναι ότι η όλη στάση του έναντι της Εκκλησίας και του ρόλου της δείχνει ότι ο Ερρίκος δίδασκε μια πιο προσωπική σχέση, σχεδόν ιδιωτική, μεταξύ Θεού και ανθρώπου, και η σωτηρία, ως αποτέλεσμα αυτής της σχέσης, δεν επηρεάζονταν από την επέμβαση τρίτου παράγοντα, είτε προς την μια κατεύθυνση, δηλ. την σωτηρία, είτε προς την άλλη, δηλ. την απώλεια.
- Το όνομα του Ερρίκου στα γαλλικά προφέρεται Ανρί και οι οπαδοί του Ανριανοί, θα λέγαμε Ερρικιανοί στα ελληνικά. Κατόπιν τούτου θα πρέπει να επανεξεταστεί το κατά πόσον οι πηγές, όταν αναφέρονται σε Αριανούς, εννοούν κάποιο συσχετισμό με τους οπαδούς του Αρίου.
- Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αναφορά για την τύχη του Ερρίκου. Μια τελευταία πληροφορία για την αίρεσή του προέρχεται από τον Ματθαίο Παρίση. Αναφέρεται ότι το 1151 στην Γασκώνη ένα νεαρό κορίτσι, εμπνευσμένο από την Παναγία, επανέφερε με το κήρυγμά του πολλούς οπαδούς της αίρεσης στην Εκκλησία[38].
6.2.17. Peter de Bruys.
α. Ιστορικά.
Ο Πέτρος de Bruys εμφανίζεται στο προσκήνιο της αιρετικής διδασκαλίας το 1112 μ.Χ. Γενικά, είναι αποδεκτό ότι καταγόταν από το χωριό Bruys, το οποίο βρίσκεται στις γαλλικές Άλπεις. Ξεκίνησε την καριέρα του στην περιοχή που βρίσκεται στους πρόποδες της μεγάλης αυτής οροσειράς, ανατολικά το ποταμού Rhone. Η έναρξη της δράσης του συμπίπτει με αυτή του Ερρίκου. Αν και οι ερευνητές τείνουν να θεωρούν τον δεύτερο μαθητή του πρώτου, ωστόσο οι ενδείξεις δείχνουν ότι στην πρώιμη αυτή περίοδο οι δύο αιρετικοί είχαν σημαντικές διαφορές, όχι όμως θεμελιώδεις, όπως θα δούμε στις παρατηρήσεις. Ωστόσο, λίγο πριν το θάνατο του Πέτρου το 1131, φαίνεται ότι οι δυο τους ήρθαν σε κάποιας μορφής άτυπη συμμαχία.
Τις περισσότερες και εγκυρότερες πληροφορίες για την δράση και την διδασκαλία του Πέτρου, τις οφείλουμε στο πολεμικό έργο του Πέτρου του Ευσεβή. Αυτός ήταν ηγούμενος στο Κλουνύ (1152-1156) και μάλιστα θεωρείται αναμορφωτής της αδελφότητας. Το έργο του Tractatus contra Petrobrusianos είναι μια επιστολή με παραλήπτες τους ιεράρχες Bernard Guarin, αρχιεπίσκοπο Αρελάτης (1129-1138), William I, αρχιεπίσκοπο Embrun (1120-1134/5), Uldric, επίσκοπο Die (1130-1144) και William, επίσκοπο Gap (1130-1149). Στην επιστολή αυτή αργότερα προσέθεσε μια περιληπτική εισαγωγή.
Η ημερομηνία συγγραφής της αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Οι μεταφραστές της επιστολής, W. Wakefield & A. Evans την τοποθετούν μεταξύ των ετών 1131 και 1133, χωρίς ν’ αναφέρουν βιβλιογραφία. Μάλλον ακολουθούν την θέση των Joseph Kramp[39] και Raoul Manselli[40]. Επίσης το μεταγενέστερο έργο το τοποθετούν μετά τον θάνατο του Πέτρου. Ο εκδότης των επιστολών του Πέτρου του Ευσεβή, Giles Constable[41], την τοποθετεί μεταξύ 1139-40. Μ’ αυτή την άποψη συμφωνεί και ο James Fearns[42].
β. Πηγές.
Το έργο είναι αρκετά εκτενές για να παρατεθεί ολόκληρο. Οι πληροφορίες που αφορούν τον Πέτρο περιέχονται ούτως ή άλλως στην εισαγωγή, χωρίς μακροσκελή αλλά σύντομη αναίρεση, οπότε μεταφράζεται μόνο η εισαγωγή. Λατινικό κείμενο Petri Venerabilis… Epistola sive tractatus adversus petrobrusianos haereticos: Praefetio, PL 189.719-724. Επίσης, εκδ. James Fearns, Corpus Christianorum, Continuatio Mediaevalis X (1968). Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 118-121. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 60-62.
γ. Κείμενο.
«Προς τους κυρίους και πατέρες, λειτουργούς της Εκκλησίας του Θεού, τους αρχιεπισκόπους Αρελάτης και Embrun, τους επισκόπους Die και Gap, ο αδελφός Πέτρος, ο ελάχιστος ηγούμενος του Κλουνύ, προσφέρει χαιρετισμούς και υπακοή.
Πρόσφατα, έγραψα μια επιστολή προς την Εξοχότητά σας, αντιμετωπίζοντας τις αιρέσεις του Πέτρου de Bruys, αλλά μεγάλος αριθμός σημαντικών ασχολιών συγκράτησε το μυαλό μου από τον συλλογισμό και την πένα μου από το γράψιμο˙ έτσι ανέβαλα να την στείλω μέχρι αυτή την στιγμή. Τώρα, επιτέλους, την αποστέλλω στην διακριτικότητά σας, ώστε μέσω υμών να έρθει σε γνώση των αιρετικών, εναντίον των οποίων είναι γραμμένη και επίσης σε γνώση των Καθολικών, από τους οποίους, παρεμπιπτόντως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Την στέλνω σε σας, διότι στις επαρχίες που ποιμαίνετε ή στις γειτονικές περιοχές, αυτή η ανόητη και ασεβής αίρεση, μια σοβαρή επιδημία, έχει καταστρέψει πολλούς ανθρώπους κι έχει μολύνει περισσότερους˙ αλλά η χάρη του Θεού βοήθησε και ευόδωσε τις προσπάθειές σας και τώρα έχει απομακρυνθεί κάπως από τις περιοχές σας. Ωστόσο, όπως άκουσα, δρα σε μια περιοχή όχι πολύ μακριά από σας.
Όταν εκδιώχθηκε από την περιοχή της Σεπτιμανίας με τις δικές σας ενέργειες και προσπάθειες, φώλιασε στην επαρχία της Novepopulana, της κοινώς λεγομένης Γασκώνης, και τις κοντινές περιοχές. Εκεί, την μια στιγμή μαζεύεται με τρόμο, την άλλη εφορμά, όταν συγκεντρώνει αρκετό θάρρος˙ εξαπατά όσους μπορεί, διαφθείρει όσους μπορεί, και κερνά το θανατηφόρο δηλητήριο σε ανθρώπους σε διάφορα μέρη. Εξαρτάται, λοιπόν, από σας, στους οποίους έχει ανατεθεί η φροντίδα της Εκκλησίας του Θεού, λόγω αξιώματος και εξαιρετικής γνώσης και στους οποίους η Εκκλησία στηρίζεται ως ακλόνητους στυλοβάτες˙ είναι δική σας υπόθεση, λέω, να ξεριζώσετε την αίρεση κηρύττοντας και, αν αποδειχθεί απαραίτητο, με την δύναμη των όπλων των λαϊκών των περιοχών εκείνων, στις οποίες η αίρεση αγαλλιάζει, επειδή βρήκε αναπαυτικό τόπο. Αλλά εφόσον είναι σωστό, το χριστιανικό έλεος να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να μεταστρέψει τους αιρετικούς και όχι να τους διώχνει, ας τους δειχθεί η αυθεντία, ας προστεθεί η λογική, ώστε ν’ αναγκαστούν να υποκύψουν – στην αυθεντία, αν θέλουν να παραμείνουν Χριστιανοί, στην λογική, αν θέλουν να παραμείνουν άνθρωποι.
Ίσως είναι για το συμφέρον τους αν επιλέξουν να δώσουν προσοχή στην επιστολή που έγραψα σε σας προς αναίρεση των πλανών τους˙ και αν θέλουν να παραμερίσουν την εριστικότητα και την ισχυρογνωμοσύνη αφού την διαβάσουν προσεκτικά, έστω κι αν έχουν σφάλει κατάφωρα, θα μπορέσουν να έρθουν στα συγκαλά τους από την ανοησία αυτής της πλάνης. Αλλά αν έχουν παραδοθεί σε αδόκιμο νου[43] και επιλέξουν να παραμείνουν ανόητοι αντί σοφοί, να χαθούν αντί να σωθούν, να πεθάνουν αντί να ζήσουν, ίσως η ανάγνωση της επιστολής να ικανοποιήσει τα βαθύτερα ερωτήματα μερικών Καθολικών και είτε να θεραπεύσει την νωθρότητα της πίστης τους, που δεν είναι εμφανής στους ανθρώπους, είτε να τους περιφρουρήσει από αυτούς που η γλώσσα του προφήτη καλεί μάχαιρα οξεία[44].
Αυτός ο λόγος, τον οποίο τοποθετώ τελευταίο, ήταν για μένα ο σημαντικότερος που με οδήγησε να γράψω, έτσι ώστε, αν και αυτή η επιστολή μπορεί ν’ αντικρουστεί από τους αιρετικούς, παρόλα αυτά μπορεί να χρησιμεύσει στην Εκκλησία του Θεού. Διότι η Εκκλησία, όπως καλά γνωρίζει η σοφία σας, έχει συνηθίσει τους προηγούμενους αιώνες να προχωρά και ποτέ δεν προσπέρασε σιωπηρά κάποια από τις πολυάριθμες αιρέσεις που κατ’ επανάληψη προσπάθησαν να μιάνουν την καθαρότητά της, αλλά έχει, προς δική της ασφάλεια και συνεχή καθοδήγηση όλων, αποκαθάρει τις βλασφημίες όλων των αιρετικών με προσφυγή στις άγιες αυθεντίες κι επίσης στην λογική. Αυτό προσπάθησα – αν και ένας από τα τελευταία μέλη του σώματος του Χριστού, δηλ της Εκκλησίας Του – να κάνω γράφοντα αυτά, έτσι ώστε, ό,τι έχω γράψει να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στους αιρετικούς, αν είναι δυνατόν. Οι Καθολικοί, στων οποίων τα χέρια μπορεί να πέσει ίσως γίνουν πιο προσεκτικοί απέναντι στην αξιοκατάκριτη διδασκαλία και σε άλλες σαν κι αυτή.
Επειδή οι πρώτοι σπόροι του αιρετικού δόγματος, που σπάρθηκαν και καλλιεργήθηκαν από τον Πέτρο de Bruys για σχεδόν μια εικοσαετία, έχουν παράγει πέντε βασικά δηλητηριώδη φυτά, κατεύθυνα την συζήτηση, όσο περισσότερο μπορούσα, ειδικά ενάντια σ’ αυτά, έτσι ώστε σκέψη και λόγος απασχολούνται μ’ αυτά, στα οποία η μεγαλύτερη ζημιά στην πίστη φανερώνει τον μεγαλύτερο κίνδυνο που παραμονεύει. Έτσι, αν και η διατριβή είναι μάλλον εκτεταμένη, ίσως δεν διαθέτετε παρατεταμένη περίοδο (σ.τ.μ. αρκετό χρόνο) για ανάγνωση, εσείς που είστε απασχολημένοι με τις υποθέσεις αρκετών εκκλησιών˙ γι’ αυτό κι εγώ εδώ συμμάζεψα περιληπτικά τις θέσεις και τις πλάνες, με τις οποίες η μακρά επιστολή ασχολείται με πληρότητα.
Η πρώτη θέση των αιρετικών αρνείται ότι τα βρέφη που βαπτίζονται πριν φτάσουν σε ηλικία να καταλαβαίνουν, μπορούν να σωθούν με το βάπτισμα του Χριστού και ότι η πίστη κάποιου άλλου μπορεί να βοηθήσει αυτόν που δεν μπορεί ν’ ασκήσει την δική του, εφόσον, σύμφωνα με τους αιρετικούς, όχι η πίστη του άλλου, αλλά του ίδιου του ατόμου φέρνει την σωτηρία μέσω του βαπτίσματος. Διότι ο Κύριος είπε: «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται»[45].
Η δεύτερη θέση ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να κατασκευάζονται ναοί ή εκκλησίες˙ και ότι όσες έχουν κτισθεί πρέπει να κατεδαφιστούν. Ότι οι ιεροί τόποι δεν είναι απαραίτητοι για την προσευχή των Χριστιανών, εφόσον ο Θεός ακούει το ίδιο, όταν καλείται μέσα από ταβέρνα, όπως και μέσα από εκκλησία, σε μια αγορά όπως και σε ένα ναό, ενώπιον του θυσιαστηρίου όπως και μέσα από στάβλο, και εισακούγονται όσοι είναι άξιοι.
Η τρίτη θέση προστάζει οι άγιοι Σταυροί να κομματιαστούν και να καούν, διότι αυτό το σχήμα ή κατασκεύασμα, στο οποίο ο Κύριος βασανίστηκε με κακία και θανατώθηκε με σκληρότητα, δεν είναι άξιο λατρείας ή σεβασμού η προσευχής κανενός είδους˙ αλλά για εκδίκηση των παθών και του θανάτου Του, θα πρέπει [οι σταυροί] να ντροπιάζονται με κάθε ατιμία, κομματιασμένοι από ξίφος, φλεγόμενοι με φωτιά.
Η τέταρτη θέση, όχι μόνο αρνείται την αλήθεια του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, που τελείται καθημερινά με το μυστήριο στην Εκκλησία, αλλά διακηρύττει ότι δεν είναι τίποτα και ότι δεν πρέπει να προσφέρεται στον Θεό.
Η πέμπτη θέση περιφρονεί τις προσφορές στο θυσιαστήριο, τις προσευχές, τις ελεημοσύνες και τα υπόλοιπα καλά έργα που γίνονται από τους εν ζωή πιστούς, χάριν των κεκοιμημένων˙ και βεβαιώνει ότι δεν προσφέρουν καμιά βοήθεια στους νεκρούς.
Απάντησα σ’ αυτές τις πέντε θέσεις εκτεταμένα, κατά παραχώρηση Θεού, στην επιστολή την οποία έστειλα στην Ιερότητά σας. Έδωσα την προσοχή μου στους τρόπους με τους οποίους η ασέβεια των απίστων μπορεί να μεταστραφεί ή ν’ ανατραπεί και η βέβαιη πεποίθηση του δικαίου να ενισχυθεί.
Τώρα, μετά τον θάνατο του Πέτρου, τον οποίο ο ζήλος των πιστών στον Saint-Gilles τιμώρησε με πυρά από το ξύλο του σταυρού, την οποία ο ίδιος είχε ανάψει, μετά που αυτός ο ασεβής πέρασε από πυρ σε πυρ, από τις πρόσκαιρες φλόγες στις αιώνιες, ο κληρονόμος της ασέβειάς του, ο Ερρίκος, άλλαξε χωρίς να βελτιώσει την διαβολική διδασκαλία - κι εγώ δεν ξέρω με ποιους τρόπους - και προβάλει όχι πέντε αλλά πολλές θέσεις, όπως είδα γραμμένα σ’ ένα βιβλίο, το οποίο λέγεται ότι περιέχει τα ίδια τα λόγια του. Ο νους φλέγεται να γράψει ενάντια σ’ αυτά και ν’ αντιμετωπίσει με αγίες φράσεις τα δαιμονικά λόγια. Ωστόσο, επειδή δεν μου έχει δοθεί πλήρης διαβεβαίωση ότι αντιπροσωπεύουν τις ιδέες ή τις πεποιθήσεις του, ανέβαλα την απάντηση μέχρι την στιγμή που θα έχω την βεβαιότητα σχετικά μ’ αυτά που γράφονται εκεί.
Αν στο μέλλον αποκτήσω την βεβαιότητα, μέσω αποδείξεων που θα προκύψουν ύστερα από δική σας έρευνα, θα καταβάλω όλες τις απαραίτητες προσπάθειες, ώστε το ποτήριο του θανάτου, που προσφέρεται από τους αθλιότερους των ανθρώπων στους ομοίους τους στην μιζέρια, και το οποίο έχει αδειάσει εν μέρει, με ανανεωμένες αναιρέσεις ν’ αδειάσει και από τα υπολείμματα. Εν τω μεταξύ, γνωστοποιείστε την επιστολή, που γράφτηκε προς όφελος των αναγνωστών και από σας να φτάσει σ’ αυτούς που πρέπει στον κατάλληλο χρόνο και τόπο. Ίσως πετύχει, όπως είπα, να διορθώσει κάποιους από τους αιρετικούς εναντίον των οποίων έχει γραφεί, η να κάνει τους Καθολικούς περισσότερο προσεκτικούς σε αυτά και τα παρόμοια. Αν κάποιος θέλει αντίγραφο, ας μην παραλείψει να βάλει αυτή την συντομότερη επιστολή ως εισαγωγή, διότι σ’ αυτήν περιγράφονται περιληπτικά η θεματολογία και το περιεχόμενο της εκτενούς διατριβής.»
δ. Παρατηρήσεις.
- Μέχρι την έκδοση του έργου του Raoul Manselli οι ιστορικοί αποδέχονταν στο σύνολό τους ότι ο Ερρίκος ήταν μαθητής του Πέτρου. Αυτό συμπέραιναν από την σχεδόν συνολική ταύτιση των πεποιθήσεων των δύο αιρετικών, όπως αυτές παρουσιάζονται στα δύο έργα, του Πέτρου του Ευσεβή και του μοναχού Γουίλλιαμ. Ο Raoul Manselli ισχυρίστηκε πρώτος, και σήμερα η άποψή του γίνεται δεκτή, ότι οι δύο άντρες είχαν διαφορετική, αν και παράλληλη πορεία, μέχρι την στιγμή που συναντήθηκαν, λίγο πριν το θάνατο του Πέτρου, εποχή κατά την οποία γράφτηκαν και τα δύο κείμενα. Αυτό το στήριξε στην διαφορετική αντιμετώπιση των δύο στο θέμα του Σταυρού. Όταν ο Ερρίκος έφθασε για πρώτη φορά στην Le Mans, εισήλθε στην πόλη με τον σταυρό να προπορεύεται. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι δεν συμμερίζονταν την άποψη του Πέτρου στο θέμα, τουλάχιστον κατά την πρώιμη αυτή περίοδο. Στο ξεκίνημα της καριέρας τους, η άποψή τους για την προσκύνηση του σταυρού διέφερε. Ωστόσο, ο κοινός αντιμυστηριακός, αντικληρικαλιστικός και αντιεκκλησιαστικός χαρακτήρας του κηρύγματός τους φανερώνει ότι μοιράζονταν τις ίδιες θεμελιώδεις πεποιθήσεις. Πεποιθήσεις, οι οποίες ήδη από τον προηγούμενο αιώνα υποδαύλισαν τον ακτιβισμό αιρετικών, όπως ο Εύδος, με την καταστροφή και την λεηλασία ναών.
- O Ignaz von Döllinger[46], ισχυρός πολέμιος του Προτεσταντισμού του ΙΘ’ αι. θεωρεί ότι ο Πέτρος ήταν Καθαρός. Ο A. H. Newman[47], προτεστάντης αντίπαλος του Döllinger, θεωρεί ότι ο Πέτρος, ναι μεν ήταν πρόδρομος του Προτεσταντισμού, αλλά δεν είχε καμία σχέση με τους Καθαρούς. Ο J. C. Reagan[48] προχώρησε ακόμη περισσότερο και, ξεκινώντας από την πεποίθηση του Πέτρου για τις δεήσεις και προσφορές υπέρ των νεκρών, κατέληξε ότι δίδασκε την σωτηρία με μόνη την πίστη. O Α. Dondaine[49] από την πλευρά του βλέπει τον Πέτρο ως πρόδρομο των Βάλδιων.
Οι πεποιθήσεις του Πέτρου de Bruys είναι απλές. Που οφείλεται, λοιπόν, η διαφορά απόψεων των ιστορικών; Από όσα έχουν ειπωθεί σε προηγούμενα κεφάλαια, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι η διαφορά οπτικής των διαφόρων σχολών, που αναγκάζει τους ιστορικούς να καταλήγουν σε συγκεκριμένα, προειλημμένα συμπεράσματα. Υπάρχει, όμως, και άλλη εξήγηση.
Οι πεποιθήσεις του Πέτρου, όσες καταγράφηκαν από τον Πέτρο τον Ευσεβή, ήταν η διδασκαλία του. Ό,τι κήρυττε στον κόσμο. Αποτελεί την εξωτερική διδασκαλία της αίρεσης, όσα χρησιμοποιούνταν χάριν προσηλυτισμού. Αυτά που μάθαινε ο μυημένος αργότερα, η εσωτερική γνώση, δεν έφτασε σε μας. Η καταγραφή στο Tractatus adversus Petrobrusianos δεν είναι πλήρης όλων των δογμάτων της αίρεσης. Παρόμοια, αντιμυστηριακά, αντικληρικαλιστικά και αντιεκκλησιαστικά επιχειρήματα πρόβαλε το σύνολο των αιρετικών σεκτών της εποχής. Έτσι, οι ιστορικοί προχωράνε στις εκτιμήσεις τους χωρίς να φαίνονται διατεθειμένοι να σκάψουν περισσότερο για ν’ ανακαλύψουν τον βαθύτερο πυρήνα της διδασκαλίας των αιρετικών, όπως ο Πέτρος ή ο Ερρίκος. Συνεπώς, η έλλειψη των στοιχείων αφενός, και η αποδόμηση των πηγών, όπου γίνεται, αφετέρου, επιτρέπουν μια πιο ελεύθερη εκτίμηση, η οποία, όμως, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά προσαρμόζεται.
- Έχει ειπωθεί[50] πολύ σωστά, ότι η απόρριψη της προσκύνησης του σταυρού, της χρήσης των κατασκευασμένων από υλικά ναών, η μη αποδοχή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων σε Σώμα και Αίμα Χριστού, καταδεικνύουν μια τάση κατάργησης των εξωτερικών τύπων λατρείας και μια επιθυμία εξαΰλωσης αυτής. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε από πού πηγάζει αυτή. Όλοι οι γνωστικοί των προηγούμενων αιώνων, δυαρχικοί και μη, πίστευαν ότι ο υλικός κόσμος, ως δημιούργημα του κακού θεού (στην περίπτωση των δυαρχικών) ή ως αθέλητη απορροή της ουσίας του (στην περίπτωση των μη δυαρχικών), ήταν φύσει και κατ’ ουσία διεφθαρμένος. Στην περίπτωση των μη δυαρχικών η κακότητα προέκυπτε από την φυλάκιση της θείας ουσίας σε υλική μορφή σε πρώιμες περιόδους ή σε διάβρωση των τεσσάρων στοιχείων[51] από τον διάβολο σε μεταγενέστερες. Οποιοδήποτε υλικό στοιχείο ήταν, επομένως, κακό και ακατάλληλο να χρησιμοποιηθεί στην λατρεία, η οποία έπρεπε να είναι μόνο πνευματική.
Βλέπουμε, όμως, ότι ο Ερρίκος απομακρύνεται από αυτήν την παράδοση, διαχωρίζει την θέση του από τον διδάσκαλό του - σε περίπτωση που γίνεται αποδεκτό ότι ο Πέτρος ήταν όντως διδάσκαλος του Ερρίκου. Ακολουθεί μια νέα παράδοση, στην οποία η χρήση υλικών μέσων στην λατρεία είναι αποδεκτή. Μπαίνει στην Le Mans με τον σταυρό να προπορεύεται. Εξακολουθεί, βέβαια, να πιστεύει ότι ναοί δεν πρέπει να κατασκευάζονται, αλλά δέχεται υλικά σύμβολα λατρείας. Από πού προκύπτει αυτή η ανοχή;
Την εποχή αυτή εμφανίζεται μια νέα παράδοση στην αιρετική διδασκαλία των μεσαιωνικών γνωστικών. Στην νέα αυτή παράδοση ο Ύψιστος Θεός είναι και δημιουργός όλων, ορατών και αοράτων. Το δόγμα αυτό δεν υπήρχε στις παλαιότερες γνωστικές διδασκαλίες. Το βρίσκουμε κατασταλαγμένο στην αιρετική γραμματεία του επόμενου αιώνα. Στην γραμματεία αυτή αντικατοπτρίζεται και καταγράφεται η μεταξύ των δύο παραδόσεων αντιπαράθεση. Αντιπροσωπευτικά κείμενα είναι:
α) των μεν αιρετικών που δέχονται τον Ύψιστο ως δημιουργό του παντός, μια αλβηγινική διατριβή, ενσωματωμένη στο έργο του Durand de Huesca Liber contra Manicheos[52]. Οι μεταφραστές του κειμένου W. Wakefield-A. Evans χαρακτηρίζουν το πρώτο κεφάλαιο, ως μια εκπληκτική δήλωση μονοθεϊσμού[53].
β) των δε δυαρχικών, το σημαντικότερο και εκτενέστερο κείμενο της γραμματεία των Καθαρών «Βίβλος περί των δύο αρχών» (Liber de duobus principiis). Γι’ αυτό θ’ αναφερθούμε στο κεφάλαιο για την γραμματεία των Καθαρών.
Στο δεύτερο κείμενο αναγνωρίζονται οι οπαδοί του δόγματος της μίας αρχής και ονομάζονται Garatenses[54]. Επίσης ονοματίζεται και κάποιος θεωρητικός του αυτού δόγματος ο Master William[55].
Δεν είναι δύσκολο να υποθέσει κάποιος, πως προέκυψε αυτό το νέο δόγμα. Η εισαγωγή του ευαγγελικού χαρακτήρα, με την απόδοση αυθεντίας στην Αγία Γραφή και την χρήση της ως πηγή διδασκαλίας, οδήγησε τους λιγότερο σκληροπυρηνικούς στην αποδοχή αυτού που η Αγία Γραφή διδάσκει, ότι δηλ. ένας είναι ο Θεός, ο δημιουργός του κόσμου. Το νέο δόγμα διαμόρφωσε μια νέου είδους δυαρχία, την μετριοπαθή, που όπως είδαμε στους Βογομίλους, εξαπλώνεται την εποχή αυτή.
Στην περίπτωση των μη δυαρχικών, το νέο δόγμα πυροδοτεί τις εξελίξεις που οδήγησαν μέσω μια σειράς πρόδρομων αιρετικών, όπως ο John Wyclif (1320-1384), καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και ο Jan Hus (1373-1415), καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Πράγας και μαθητής του πρώτου, από τον γνωστικισμό στον Προτεσταντισμό.
Από τον Γνωστικισμό στον Προτεσταντισμό
Όπως είπαμε μόλις παραπάνω, όλοι οι γνωστικοί πίστευαν ότι ο υλικός κόσμος είναι από την φύση του και στην ουσία του κακός. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κανένα μυστήριο, καμιά ιεροπραξία να μην μπορεί να αλλάξει την φύση του ανθρώπου και ν’ αφαιρέσει την κακία από την ύλη. Για τους γνωστικούς, κανένα μυστήριο δεν μπορεί να εξαλείψει την αμαρτία, διότι αυτή είναι συνυφασμένη με την υλική υπόσταση της ανθρώπινης φύσης. Το μόνο που απομένει είναι το έλεος του Θεού. Την χάρη του Θεού δεν αντιλαμβάνονται ως ενυπόστατη ενέργεια, διάφορη της ουσίας, όπως και οι παπικοί, και την ταυτίζουν με αυτήν. Συμπεραίνουν έτσι ότι η χάρη του Θεού δεν μπορεί να ενεργήσει μέσω των μυστηρίων, διότι η αγαθή ουσία του Θεού δεν μπορεί να κοινωνήσει με την κακή ουσία της ανθρώπινης φύσης. Έτσι προκύπτει ο αντιμυστηριακός χαρακτήρας της γνωστικής διδασκαλίας που συναντήσαμε μέχρι στιγμής.
Από την άρνηση της ενεργούσας μέσω των μυστηρίων χάριτος προκύπτει η αντικληρικαλιστική θέση. Οι ιερείς δεν είναι απαραίτητοι διότι τα μυστήρια είναι άκυρα. Ο ρόλος τους δεν είναι τίποτα παραπάνω από εκμετάλλευση της αφέλειας του λαού. Ομοίως και η Εκκλησία δεν είναι ένα ιερό καθίδρυμα, η ταμειούχος της χάριτος, διότι η χάρις έτσι κι αλλιώς δεν κοινωνεί με τους ανθρώπους. Η Καθολική Εκκλησία, με τους ναούς και τους εξωτερικούς τύπους λατρείας είναι για τους αιρετικούς ένα ακόμη μέσο επιβολής της εξουσίας και ως τέτοιο συνεργάζεται με την κοσμική εξουσία για να επιβληθεί στον κόσμο. Η αληθινή εκκλησία είναι για τους αιρετικούς μόνο πνευματική, χωρίς υλική εμφάνιση, συνεπώς αόρατη. Άρα το αντιεκλησιαστικό κήρυγμα προκύπτει από δύο παράγοντες. Από την άρνηση του σωτηριολογικού χαρακτήρα της Εκκλησίας και από την θεώρηση της οργανωτικής της δομής, ως εξ αυτού του κόσμου για τον οποίο έλεγαν:
«Αν όλος ο κόσμος βρίσκεται σε κακία, και ούτε αυτός, ούτε τα πράγματα που βρίσκονται σ’ αυτόν είναι άξια αγάπης, τότε δεν μπορεί κάποιος να πιστεύει ότι ανήκουν στο Χριστό, διότι δεν είναι εκ του πατρός˙ και εάν δεν είναι εκ του πατρός, τότε δεν είναι και εκ του Χριστού. Ο Ίδιος είπε στον Πατέρα Καί τά ἑμά πάντα σά ἐστι καί τά σά ἐμά, καί δεδόξασμε ἐν αὐτοῖς[56]. Επίσης, αν το βασίλειο του Χριστού δεν είναι εξ αυτού του κόσμου, και Αυτός δεν προσεύχεται γι’ αυτόν (σ.τ.μ. τον κόσμο), και αν τα πράγματα τα οποία είναι δικά του δεν είναι από αυτόν τον κόσμο, αλλά μάλλον ο κόσμος τα μισεί και σ’ αυτόν έχουν αγωνία και ο κόσμος καταδιώκει και αντιπαλεύει αυτά και τον Χριστό, τότε κάποιος δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο κόσμος είναι δικός Του, διότι ούτε τον γνωρίζει, ούτε τον καταλαβαίνει[57].»
Η άρνηση του ρόλου της καθιδρυματικής Εκκλησίας και του κλήρου αυτής δεν περιορίστηκε σε μια απλή απόρριψη, αλλά οδήγησε σε επιθετική στάση και δράση. Η θεωρητική αρχή αυτής της στάσης είναι και πάλι η κακότητα του ορατού κόσμου, τον οποίο κυβερνά ο διάβολος. Δηλαδή οι γνωστικές σέκτες του μεσαίωνα, δυαρχικές και μη παρέδωσαν την διακυβέρνηση του ορατού κόσμου στον διάβολο, είτε τον παραδέχονταν ως δημιουργό, είτε όχι.
«Επομένως, σύμφωνα με την ερμηνεία μας, μπορούμε πολύ λογικά να συμπεράνουμε ότι ο Θεός “δημιούργησε” το σκότος, το κακό και τον φόνο˙ “έφτιαξε” τους Ασσύριους˙ και “έδωσε” μορφή στον δράκο και στα άλλα οδυνηρά πράγματα σύμφωνα με την Αγία Γραφή˙ δηλαδή, ανέχεται να επικρατούν πάνω στους ανθρώπους του για τις αμαρτίες τους και σε αντιστοιχία μ’ αυτό, τα πονηρά λέγεται ότι έγιναν από Αυτόν – δηλαδή ανέχεται για λίγο την κακία να κατευθύνεται εναντίον των δικών του. Μ’ αυτό το σκεπτικό μπορούμε άνετα να συμπεράνουμε ότι ο Σατανάς “δημιουργήθηκε” ή “φτιάχτηκε” από τον αληθινό Κύριο Θεό – δηλαδή, μετά που του δόθηκε η άδεια να πειράξει τον Ιώβ – διότι με την άδεια που απέσπασε από τον αληθινό Θεό έκανε αυτό που δεν μπορούσε από μόνος του. Κι έτσι μπορεί να ειπωθεί ότι “φτιάχτηκε” από τον Θεό –δηλαδή, αναγνωρίστηκε ως κυβερνήτης πάνω στους ανθρώπους, όχι ολοκληρωτικά, αλλά ας πούμε, διά της πλαγίας οδού και όχι ουσιαστικά.
Κι έτσι στον Σατανά έχει επιτραπεί να κυβερνά πάνω στους αμαρτωλούς και να πειράζει του δίκαιους[58].»
Στη συνέχεια, όλα όσα είναι εκ του κόσμου τούτου τα θεωρούν πονηρά. Η αλβηγινική διατριβή που διασώθηκε στο έργο του Durand de Huesca, διαθέτει τρία κεφάλαια[59] για την εμπέδωση της παραπάνω άποψης:
«VIII. Περί της σποράς του αγρού˙ δηλαδή, περί του ζιζανίου και του σίτου.
Ο διάβολος είναι η γενεσιουργός αιτία των τέκνων του κόσμου τούτου, που γεννιούνται από την σάρκα της αμαρτίας, που γεννιούνται από το αίμα και την επιθυμία της σαρκός και την ευχαρίστηση των ανθρώπων. …
ΙΧ. Περί των καλών ημερών και των πονηρών.
Επίσης καλούμε τις ημέρες του παρόντα κόσμου πονηρές, σύμφωνα με την σκέψη του Παύλου, «Βλέπετε οὖν πῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι»[60]. …
Χ. Περί των καλών έργων και των πονηρών.
Ότι τα έργα του κόσμου είναι πραγματικά πονηρά, το κήρυξε ο ίδιος ο Χριστός, όταν είπε, «οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς˙ ἐμέ δέ μισεῖ, ὅτι ἐγώ μαρτυρῶ περί αὐτοῦ ὁτι τά ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν»[61]. ... και πάλι, «πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας», δηλαδή του διαβόλου που ονομάζεται αμαρτία, όπως το έχει το κείμενο της επιστολής του Ιωάννου, «ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει[62].»
Για τους αιρετικούς, λοιπόν, η Εκκλησία δεν είναι ένας απλός οργανισμός, ο οποίος αδυνατεί να εκπληρώσει το έργο του, αλλά ως εκ του κόσμου τούτου προερχόμενη, είναι δημιούργημα του διαβόλου και οι ιερείς όργανά του. Ως εκ τούτου είναι άπαντες αμαρτωλοί, υπόλογοι για όλες τις αμαρτίες της επιθυμίας της σαρκός. Όλοι ανεξαιρέτως, εφόσον ανήκουν στην Εκκλησία, είτε έχουν διαπράξει αυτά για τα οποία τους κατηγορούν οι αιρετικοί, είτε όχι. Αρκεί το ότι είναι ιερείς της Εκκλησίας για να είναι στόχος των επιθέσεων των αιρετικών.
Με την εισαγωγή του νέου δόγματος δημιουργήθηκε το πρόβλημα, του πως προέκυψε το κακό στον άνθρωπο. Ο Ερρίκος δεν μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα. Δανείστηκε την έτοιμη λύση του Peter de Bruys. Αρχικά, ο Ερρίκος πίστευε ότι η προπατορική αμαρτία αφορούσε μόνο τον Αδάμ και την Εύα. Αντίθετα, ο Πέτρος πίστευε ότι ήταν κληρονομική[63]. Αργότερα όμως, όπως έδειξε ο Raoul Manselli, αποδέχτηκε την άποψη του Πέτρου και την εξέφρασε με ποιο οργανωμένο τρόπο[64]. Το κακό εισέβαλε στην ανθρώπινη φύση μέσω της προπατορικής αμαρτίας και την διέφθειρε οντολογικά.
Το ίδιο ακριβώς υποστήριζε και ο Λούθηρος:
«Το πρόσωπο, η φύση και όλη η ουσία μας είναι με την πτώση του Αδάμ διεφθαρμένα[65].»
Και όπως σημειώνει ο καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης,
«Το κεντρικό σημείο της ανθρωπολογίας του Λούθηρου βρίσκεται στον ισχυρισμό του για την πλήρη διαφθορά της ανθρώπινης φύσεως από την προπατορική αμαρτία. Όταν ο Λούθηρος κάνει λόγο για διαφθορά της φύσεως του ανθρώπου εννοεί κάτι πολύ συγκεκριμένο και σαφές. Αυτό είναι η εσωτερικώς ριζωμένη αμαρτία. Έτσι ο “παλαιός” άνθρωπος που προήλθε από τον Αδάμ, ως διεφθαρμένος άνθρωπος, δεν είναι ο κατά φύσιν αλλά ο κατά την “αναπηρία” της φύσεως[66].»
Και,
«Στηριζόμενος ο Λούθηρος στην Προς Ρωμαίους Επιστολή και ιδιαίτερα στο χωρίο 5.14 υποστηρίζει ότι η κληρονομική αμαρτία έχει ως αφετηρία την προσωπική αμαρτία του Αδάμ. Οι απόγονοι του Αδάμ γεννιούνται με την κληρονομική αμαρτία εξαιτίας της οντολογικής σχέσεώς τους με τον προπάτορά τους. … Οι οντολογικές συνέπειες λοιπόν της πτώσεώς του προπάτορα δεν περιορίστηκαν στο πρόσωπό του αλλά επεκτάθηκαν και στους απογόνους του. Έτσι έγιναν κι αυτοί “μιάσματα” (infacti), όπως και ο Αδάμ. Ο άνθρωπος εξαιτίας της πτώσεώς του έχασε όχι μόνο την αληθινή ζωή που είχε κοινωνώντας με το Θεό αλλά έγινε κατά τον Λούθηρο “εικόνα του διαβόλου” (imago diaboli). Η διατύπωση αυτή του Λούθηρου βρίσκεται σε αρμονία με τον ισχυρισμό του ότι η πτώση του ανθρώπου είχε ως συνέπεια την πλήρη διαφθορά της ανθρώπινης φύσεως[67].»
Δεύτερο ανθρωπολογικό γνώρισμα της θεολογίας του Λούθηρου, καθοριστικό της σωτηριολογίας του είναι η απόρριψη της ελεύθερης βούλησης (liberum arbitrium[68]) του ανθρώπου. Ο καθ. Δημ. Τσελεγγίδης γράφει επ’ αυτοού:
«Την διδασκαλία του για την δούλη θέληση του ανθρώπου αναπτύσσει ο Λούθηρος κυρίως στο έργο του De servo arbitrio (1525), το οποίο αποτελεί απάντηση στο έργο του Έρασμου De libero arbitrio Διατριβή sive collation (1524). Στο έργο του αυτό ο Λούθηρος δεν αποδέχεται ως ελεύθερη την θέληση του ανθρώπου ενώπιον του Θεου (coram Deo) και απορρίπτει την θέση του Έρασμου για την ουδέτερη δυνατότητα του ανθρώπου για εκλογή[69].»
Ο Λούθηρος χρησιμοποιούσε μια εικόνα για ν’ απεικονίσει την δούλη θέληση του ανθρώπου:
«Η θέληση του ανθρώπου έχει τεθεί στο μέσον (ανάμεσα στο Θεό και τον διάβολο), όπως ένα υποζύγιο ζώο. Όταν κάθεται επάνω της ο Θεός, θέλει να πηγαίνει όπου θέλει ο Θεός. Όταν κάθεται επάνω της ο διάβολος, θέλει και πηγαίνει όπου θέλει ο διάβολος. Δεν εξαρτάται από την ελεύθερη εκλογή της να τρέξει και ν’ αναζητήσει έναν από τους δύο καβαλλάρηδες, αλλά οι ίδιοι οι καβαλλάρηδες αγωνίζονται για να την καταλάβουν και να την κατακρατήσουν[70].»
Επομένως σε ότι αφορά την ανθρώπινη βούληση, ο Λούθηρος εισάγει μια δύο καθοριστικές αρχές, ισοδύναμες και αλληλοσυγκρουόμενες με πεδίο σύγκρουσης και έπαθλο την ίδια την βούληση. Αυτό ακριβώς το σκεπτικό υπάρχει και στην Βίβλο των δύο αρχών:
«Κεφ. 15. Περί της καταστροφής της θεωρίας της ελεύθερης βούλησης.- Από αυτό (το παραπάνω παράδειγμα) αποδεικνύεται εντελώς ότι δεν μπορούμε να υπηρετούμε τον Θεό κάνοντας κάτι καλό από ελεύθερη θέληση, ως αποτέλεσμα του οποίου θα μας έδινε ευχαριστία σαν να το είχαμε κάνει από μόνοι μας με την δική μας δύναμη – δηλαδή ένα καλό του οποίου ο Θεός δεν είναι η αιτία και η αρχή, όπως φάνηκε ξεκάθαρα παραπάνω. Και αυτό διότι δεν έχουμε καμιά δύναμη από τον εαυτό μας…[71].»
Και παρακάτω,
«Κεφ. 17. Απόδειξη ότι δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση. – Αν κάποιος ελέγξει για ένα λεπτό τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν παραπάνω, θα δει ότι η θέση μου δεν αδυνατίζει από την θεωρία της ελεύθερης βούλησης, που σημαίνει μια ελεύθερη δύναμη ή εξουσία που οι αντίπαλοί μας λένε ότι δόθηκε από τον Θεό, και με την οποία οι άγγελοι μπορούσαν να κάνουν το καλό ή το κακό κατά την επιθυμία τους. Ωστόσο, κατά την γνώμη των σοφών, φαίνεται αδύνατο για κάποιον να έχει την δυνατότητα δύο αντίθετων ταυτόχρονα˙ δηλ. να έχει την δυνατότητα να κάνει το καλό για πάντα και να κάνει το κακό για πάντα. Και αυτό είναι αλήθεια για τον Θεό, ο οποίος έχει την γνώση του μέλλοντος, και σύμφωνα με την σοφία του οποίου τα πάντα έγιναν από αναγκαιότητα προαιωνίως[72].»
Από το δεύτερο απόσπασμα μπορεί κάποιος να υποψιαστεί από πού προκύπτει η γνωστική θεωρία περί της ανυπαρξίας της ελεύθερης θέλησης. Η Βίβλος των δύο αρχών το έχει εξηγήσει ήδη παραπάνω:
«Κεφ. 7. Περί της πρώτης θέσης, εναντίον των αντιπάλων μου. – Σ’ αυτό το σημείο θ’ ασχοληθώ με την θέση αυτών που ισχυρίζονται ότι υπάρχει μόνο μία Αρχή. Διότι λέω: υποθέτουμε ότι ο Θεός – ο οποίος είναι καλός, δίκαιος, άγιος, σοφός, πιστός στους λόγους του και άγιος στα έργα του, που είναι παντοδύναμος και γνωρίζει τα πάντα πριν γίνουν, όπως έδειξα παραπάνω – δημιούργησε και διέταξε τους αγγέλους του όπως επέλεξε από την αρχή ο ίδιος από μόνος του και χωρίς καμιά φαινομενική εξωτερική παρόρμηση από κανέναν˙ και υποθέτουμε, ακόμη περισσότερο, ότι γνώριζε την μοίρα όλων των αγγέλων Του πριν συμβεί, επειδή μέσα στην πρόνοιά Του προϋπήρχαν όλες οι αιτίες, από τις οποίες οι άγγελοι αυτοί θ’ αποκτούσαν επιθυμίες στο μέλλον και θα παρέμεναν για πάντα όργανα του κακού και δαίμονες στο βλέμμα Του, όπως σχεδόν όλοι οι αντίπαλοί μας ισχυρίζονται: τότε, χωρίς αμφιβολία, ακολουθεί αναπόφευκτα ότι αυτοί οι άγγελοι δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν καλοί, άγιοι ή υπάκουοι στον Κύριό τους, στου οποίου την δύναμη της ανάγκης συμβαίνουν όλα προαιωνίως από ανάγκη, και κατ’ επέκταση ο Θεός είχε την γνώση τους εξ αρχής. Διότι αυτός που γνωρίζει τα πάντα πλήρως, όσα θα συμβούν, δεν έχει την δύναμη, στο βαθμό που είναι αμετάβλητος, να κάνει κάτι διαφορετικό εκτός από αυτό που γνωρίζει προαιωνίως ότι θα κάνει. Αυτό αποδεικνύω.
Κεφ. 8. Περί απιθανότητας. – Διότι λέω ότι όπως ακριβώς είναι αδύνατον αυτό που υπήρξε στο παρελθόν να μην υπάρχει στο παρελθόν, έτσι είναι και απίθανο γι’ αυτό που είναι στο μέλλον, να μην είναι στο μέλλον. Αυτό ειδικά είναι αληθές για τον Θεό, ο οποίος εξαρχής κατάλαβε και γνώριζε αυτό που θα γίνει, οπότε η ύπαρξη, ως κάτι που έμελλε να συμβεί, ήταν πιθανή ως γεγονός ως γεγονός πριν συμβεί. Ήταν αναμφίβολα αναγκαίο ότι το μέλλον το ίδιο θα έπρεπε να υπάρχει ολόκληρο σ’ Αυτόν, διότι Αυτός μπορούσε να καταλάβει και να γνωρίζει προαιωνίως όλες τις αιτίες που απαιτούνται για να συμβεί το μέλλον. Και αυτό είναι εντελώς αληθές εφόσον, αν υπάρχει μόνο μια Αρχή, ο Θεός ο ίδιος είναι η μόνη αιτία όλων των αιτιών˙ και ακόμη περισσότερο [είναι αληθές], αν ισχύει, αυτό που οι εχθροί της αλήθειας ισχυρίζονται, ότι ο Θεός πράττει ό,τι τον ευχαριστεί και η δύναμή του δεν επηρεάζεται από κανέναν[73].»
Αυτό δηλαδή που διατυπώνεται με σοφιστικό τρόπο εδώ είναι η άποψη ότι η θέληση του ανθρώπου δεν είναι ελεύθερη διότι κατευθύνεται από την αναγκαιότητα να συμβεί αυτό που ο Θεός προγνωρίζει ότι θα συμβεί και δεν μπορεί να συμβεί διαφορετικά διότι ο Θεός είναι αμετάβλητος. Η παραπάνω πρόταση ισχύει όπως διατυπώνεται, για την περίπτωση της αποδοχής μίας Αρχής. Ενώ για την περίπτωση της αποδοχής δύο Αρχών διαμορφώνεται όπως την διατύπωσε ο Λούθηρος.
Στην παραπάνω θεωρία της αναγκαιότητας μπορεί να εντοπίσει κανείς την επίδραση της θεοσοφικής θεωρίας περί Ειμαρμένης των αρχαίων. Επίσης, η παραπάνω θεωρία καθορίζει άμεσα την σωτηριολογία με την εισαγωγή του απόλυτου προορισμού. Το εξηγεί πολύ καλά ο καθ. Δημ. Τσελεγγίδης:
«Η ανελευθερία του ανθρώπου κατά τον Λούθηρο έχει τις οντολογικές αφετηρίες της στη δημιουργία και συνδέεται άρρηκτα με την ενεργό παντοδυναμία του Θεού. Αν ο άνθρωπος έκανε κάτι ελεύθερα θα διέψευδε την παντοδυναμία του Θεού. Εάν ο Θεός, λέει ο Λούθηρος, είναι πραγματικά Θεός και δημιουργός του ουρανού και της γης, πρέπει η εξουσία του να περιλαμβάνει όλα όσα υπάρχουν και συμβαίνουν. …
Όπως προήλθαμε χωρίς τη θέλησή μας και “κατ’ αναγκαιότητα”, έτσι δεν κάνουμε τίποτα με την ελεύθερη θέλησή μας αλλά όπως προγνωρίζει και ενεργεί ο Θεός κατά την αδιάψευστη και αμετάβλητη απόφαση και ενέργειά του. Και η ανθρώπινη λογική κατά το Λούθηρο έτσι φαντάζεται την παντοδυναμία του Θεού, ότι δηλαδή αυτή αποκλείει την ελευθερία και μας επιβάλλει την αναγκαιότητα[74].»
Και παρακάτω,
«Η θέση αυτή του Λούθηρου για την παντοδυναμία και πρόγνωση του Θεού συνδέεται άρρηκτα με τη διδασκαλία του για τον απόλυτο διπλό προορισμό[75].»
Και πάλι,
«Εδώ νομίζουμε πως βάσιμα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αρνούμενος ο Λούθηρος την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου και εισάγοντας τον απόλυτο προορισμό ουσιαστικά εισάγει και την αναγκαιότητα, αφού μάλιστα απερίφραστα υποστηρίζει ότι όλα, όσα κάνει ο άνθρωπος, γίνονται κατ’ αναγκαιότητα υπό την άποψη της θείας βουλήσεως, δηλαδή κατά απόλυτο προορισμό, που συντελείται από την θεία βούληση[76].»
Η θεωρία του απόλυτου προορισμού δεν ήταν εφεύρεση του Λούθηρου, τελικά. Ήδη στις αρχές του ΙΓ’ αι. ήταν γνωστή μανιχαϊκή θεωρία και την αντιμετώπισε-αναίρεσε ο Durand de Huesca, στην πραγματεία του Liber contra manicheos, αφιερώνοντας ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο θέμα, το XXI. Περί προορισμού, κατά των νέο-μανιχαίων και όσων διαφωνούν με την καθολική πίστη[77]. Στην Βίβλο των δύο αρχών δεν γίνεται άμεση αναφορά στον προορισμό ως σωτηριολογική θεωρία, αλλά τα κεφάλαια VI.1 Περί της άγνοιας πολλών ανθρώπων, VI.2 Περισσότερα επί του θέματος, δείχνουν ν’ αποτελούν μια δευτερολογία επί της αναιρέσεως της θεωρίας του προορισμού. Μάλιστα το VI.2 φαίνεται ότι αποδέχεται κάποιας μορφής μετεμψύχωση, ως συνάρτηση του προορισμού[78].
Με δεδομένη την αποδοχή της θεωρίας του προορισμού από τους αιρετικούς, ποια είναι η προϋπόθεση της σωτηρίας; Ή για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τους οπαδούς της κάθε σέκτας, ώστε αυτοί και μόνο αυτοί να είναι οι απόλυτα προορισμένοι να σωθούν; Ποια προϋπόθεση θα ελκύσει αναγκαστικά το έλεος του Θεού σ’ αυτούς και θ’ απαγορεύσει αυτό να ενεργήσει στους άλλους, πάλι αναγκαστικά; Η απάντηση βρίσκεται στην αλβηγινική διατριβή[79]:
«ΙΙ. Εισαγωγικά στην αποκάλυψη και την ερμηνεία τους.
Αφού υπάρχουν πολλά άτομα που δίνουν λίγη προσοχή στον άλλο κόσμο και στα άλλα δημιουργημένα πράγματα, εκτός από αυτά τα ορατά σ’ αυτόν τον κακό κόσμο, που είναι μάταια και διεφθαρμένα και τα οποία, εφόσον προήλθαν εκ του μηδενός, θα επιστρέψουν σίγουρα στην ανυπαρξία, λέμε ότι πραγματικά υπάρχει και άλλος κόσμος και άλλα, άφθαρτα και αιώνια πράγματα, και σ’ αυτά εναπόκειται η ελπίδα και η πίστη μας. Διότι η substantia αυτών των πραγμάτων είναι η πίστη, όπως λέει ο Απόστολος[80].»
Το αποστολικό εδάφιο είναι το εξής:
«Ἔστι δέ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων.»
Στα λατινικά η υπόστασις και η ουσία εκφράζονται με την ίδια λέξη substantia. Όταν λοιπόν, ο αιρετικός διάβαζε τα λόγια του Αποστόλου καταλάβαινε ότι δια της πίστεως λάμβανε την ουσία των ελπιζομένων, την ουσία των ουρανίων, την θεία ουσία. Κι επειδή γι’ αυτούς θεία ουσία και θεία ενέργεια ταυτίζονταν, πίστευε ότι λάμβανε έτσι την θεία χάρη.
Από το παραπάνω απόσπασμα προκύπτει ότι οι οπαδοί της κάθε γνωστικής σέκτας, θεωρούσαν ότι διέφεραν από όλους τους άλλους ανθρώπους, ως προς την πίστη, η οποία κατά την δική τους ερμηνεία του αποστολικού εδαφίου, ήταν η ουσία του ουρανίου κόσμου μέσα τους, η οποία ως προϋπόθεση σωτηριολογική, προσέλκυε αναγκαστικά και αποκλειστικά το έλεος του Θεού σ’ αυτούς. Έτσι η συγκεκριμένη πίστη έπαψε να είναι μια αφηρημένη έννοια, στην πραγματικότητα υποκατέστησε την θεία χάρη σε σχέση με την χριστιανική θεολογία, ενώ σε σχέση με την γνωστική αντικατέστησε την σωτηριώδη γνώση.
Ότι ο Λούθηρος δίδασκε την σωτηρία δια μόνης τη πίστεως, μόλις χρειάζεται να το πούμε. Παρέλαβε την θεωρία αυτή και επεξεργάστηκε την σχέση πίστεως και θείας χάριτος. Έτσι κατέληξε στο επόμενο θεωρητικό μοντέλο:
«Η θεία χάρη που έχει ως πηγή της τον Χριστό χορηγείται στον άνθρωπο με τον λόγο του Θεού, που προκαλεί την πίστη στον Χριστό. Ο Χριστός ενοικεί διά της πίστεως στον άνθρωπο και εκχέει σ’ αυτόν την χάρη του, με την οποία τον αναγεννά πνευματικά[81].»
Και,
«Μια άλλη θεμελιώδης προϋπόθεση για την αποδοχή της θείας χάριτος κατά τον Λούθηρο είναι η πίστη του ανθρώπου. Έτσι στην ερμηνεία του στην Προς Εβραίους Επιστολή ο Λούθηρος τονίζει κατηγορηματικά ότι “κανένας δεν αποκτά την χάρη, επειδή λαμβάνει την άφεση ή βαπτίζεται ή κοινωνεί ή αλοίφεται με λάδι του ευχελαίου, αλλά μάλλον επειδή πιστεύει ότι αποκτά τη χάρη με την άφεση, το βάπτισμα, τη θ. ευχαριστία και το ευχέλαιο”. Η θέση αυτή του Λούθηρου για τη θεία χάρη συνδέεται στενότατα με την αντίληψή του για τη σημασία των μυστηρίων. Τα μυστήρια δηλαδή ως χαρισματικά μέσα της Εκκλησίας κατά τον Λούθηρο δεν είναι ενεργά εξαιτίας της τελέσεώς τους αλλά τότε μόνον, όταν γίνονται δεκτά με την πίστη.»
Η διάκριση θείας χάριτος και πίστεως, στην οποία προέβη ο Λούθηρος ήταν μονόδρομος, διότι στην θεολογία των προκατόχων του δημιουργούνταν μία αντίφαση. Ενώ αρχικά αρνούνταν ότι η θεία χάρη μπορεί να ενεργήσει την σωτηρία στον άνθρωπο, επειδή την κατανοούσαν ως θεία ουσία ακοινώνητη, κι έτσι απέρριπταν τα μυστήρια, στην συνέχεια δέχονταν ότι η ίδια θεία ουσία μπορεί να κοινωνήσει ως πίστη με την ανθρώπινη φύση και να την σώσει. Δεν γνωρίζουμε αν η αντίφαση είχε συζητηθεί εφόσον στην σωζόμενη γνωστική γραμματεία δεν υπάρχει σχετική αναφορά. Για να λύσει το θέμα ο Λούθηρος αφενός ξεκαθάρισε το μπλέξιμο των προκατόχων του μεταξύ πίστης και θείας χάριτος και αφετέρου αναγκάστηκε να δεχθεί ότι και στα μυστήρια ενεργεί η θεία χάρις στον άνθρωπο, αλλά δια της πίστεως.
Με βάση το παραπάνω σωτηριολογικό μοντέλο, η σχέση Χριστού και ανθρώπου γίνεται ουσιαστική, οντολογική και γι’ αυτό προσωπική και αποκλειστική. Σημειώνει ο Λούθηρος:
«Η κτηθείσα πίστη των σοφιστών (ενν. των Σχολαστικών) λέει στον Χριστό: “Πιστεύω στον Υιό του Θεού, ο οποίος έπαθε και αναστήθηκε”, και εδώ σταματά. Η αληθινή όμως πίστη λέει: Πιστεύω στον Υιό του Θεού, ο οποίος έπαθε και αναστήθηκε, αλλά όλα αυτά τα έκανε για μένα, τα έκανε για τις αμαρτίες μου… Εκείνο το ‘για μένα’ (per me) ή ‘για μας’ (pro nobis) κάνει την πίστη σωστή και την διαφοροποιεί από κάθε άλλη πίστη, η οποία εκθέτει μόνον πράγματα, που έχουν συμβεί. Αυτή είναι η μόνη πίστη που μας δικαιώνει[82].»
Έτσι μέσα από την προσωπική αυτή σχέση του πιστού με τον Χριστό κατοχυρώνεται η αποκλειστικότητα της σωτηρίας των μελών της σέκτας, όχι συλλογικά, αλλά αποκλειστικά. Εκτός αυτού, η πίστη που προϋποθέτει ανεπτυγμένη αντιληπτική ικανότητα του ατόμου, αφενός, και η αποκλειστικότητα της προσωπικής σχέσης του πιστού με τον Χριστό, που αποτρέπει την παρέμβαση τρίτου, οδηγεί, πρώτον στην άρνηση της μεσιτείας της Παναγίας και των αγίων, δεύτερον στην απόρριψη των προσφορών και των δεήσεων υπέρ των κεκοιμημένων και τρίτον στην απόρριψη του νηπιοβαπτισμού. Κανείς δεν μπορεί να βαπτιστεί στην πίστη του άλλου. Όλα αυτά συναντώνται ως πεποιθήσεις των γνωστικών του Μεσαίωνα, όπως φάνηκε από την παράθεση των πηγών, και ως πεποιθήσεις των Προτεσταντών.
Θα μπορούσε κάποιος να εγείρει ένσταση και να παρατηρήσει ότι η πίστη των γνωστικών στον ουράνιο κόσμο και η πίστη του Λούθηρου στον Χριστό είναι διαφορετικές διότι έχουν διαφορετικό αντικείμενο. Αυτή η παρατήρηση θα ήταν σωστή αν η πίστη κατά τους γνωστικούς και τον Λούθηρο ήταν μία συλλογιστική πράξη του νου με υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο. Αλλά ο Λούθηρος αρνείται κάτι τέτοιο:
«Η πίστη κατά τον Λούθηρο δεν αποτελεί μια συλλογιστική πράξη του νου, αλλά ζωντανή προσωπική σχέση του ανθρώπου με τον ίδιο τον Χριστό θεμελιωμένη πάνω σε μια πράξη του Χριστού, η οποία συνοψίζεται στον θάνατό του για μας[83].»
Εφόσον η πίστη κατά τον Λούθηρο δεν είναι συλλογιστική πράξη, αλλά ουσία, δεν ψάχνει να βρει υποκείμενο και αντικείμενο, αλλά πηγή, μέσο και ενέργεια της ουσίας.
«Η πίστη όμως κατά τον Λούθηρο πηγάζει και ενεργείται όχι μόνο από τον Θεό Πατέρα αλλά και από τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα, τον όλο δηλαδή Τριαδικό Θεό, και ακόμη από τον λόγο του Θεού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ο Λούθηρος, ενώ θεωρεί το Χριστό ως πηγή πίστεως, συνδέει την πίστη ειδικότερα με το πάθος του Χριστού. Έτσι υποστηρίζει ότι η πίστη “πρέπει να πηγάζει και να ρέει από το αίμα, τα πάθη και το θάνατο του Χριστού”. Το μέσο με το οποίο ο Χριστός “πυροδοτεί” την πίστη είναι ο λόγος του Θεού[84].»
Και,
«Μάλιστα ο Λούθηρος συνδέοντας άρρηκτα την πίστη στον Χριστό με το λόγο του Θεού δίνει την προτεραιότητα στο λόγου του υποστηρίζοντας ότι “ο Θεός δημιουργεί και παρέχει την πίστη μέσα από την οδό του λόγου. Αυτός είναι άλλωστε κατά τον Λούθηρο και ο βασικός λόγος που πρέπει να γίνεται το κήρυγμα[85].»
Το ότι οι αιρετικοί του Μεσαίωνα έδιναν μεγάλη βαρύτητα στο κήρυγμα το έχουμε διαπιστώσει μέσα από την μελέτη των πηγών. Απομένει να δούμε και ποια η ενέργεια της πίστεως, όπως την νοούν η αιρετικοί:
«Αλλά εκείνο που αναδεικνύει κατ’ εξοχήν την πίστη στο Χριστό ως θεμελιώδη παράγοντα της σωτηρίας του ανθρώπου είναι η αναγεννητική δύναμη της πίστεως. Ο Λούθηρος μιλά απερίφραστα για μια αντιστοιχία πίστεως και βαπτίσματος χαρακτηρίζοντας την πίστη ως “πνευματικό βάπτισμα”. “Η πίστη”, σημειώνει, “είναι πραγματικά ένας θάνατος και μια ανάσταση, δηλαδή το πνευματικό βάπτισμα στο οποίο βαπτιζόμαστε[86].»
Από αυτό το απόσπασμα καταλαβαίνουμε γιατί εξαρτά ο Λούθηρος την πίστη από το πάθος του Χριστού, όπως είδαμε μόλις παραπάνω. Διότι όπως διά του πάθους έρχεται η ανάσταση έτσι και διά της πίστεως έρχεται η αναγέννηση. Έτσι λύνεται ένα σημαντικό πρόβλημα της μελέτης του Λούθηρου. Επειδή αυτός εξαρτά την πίστη στο πάθος, και την σωτηρία στην πίστη, δόθηκε η εντύπωση ότι εξαρτά και την σωτηρία στο πάθος και μάλιστα με σχολαστικό τρόπο. Αυτό δεν είναι σωστό. Ο Λούθηρος εξαρτά την σωτηρία από την αναγεννητική ενέργεια της πίστεως και όχι από την πηγή αυτής. Αν εξαρτούσε την σωτηρία από την πηγή της πίστεως, από το αίμα, τα πάθη και το θάνατο του Χριστού, τότε πράγματι η θεολογία του θα είχε σχολαστικά στοιχεία.
Ένα ακόμη πρόβλημα της μελέτης του Λούθηρου, αφορά την σχέση πίστεως και καλών έργων ή έργων αγάπης. Και αυτή η σχέση μπορεί να βρει την εξήγησή της αν αναζητηθούν οι αρχές της στην θεολογία των γνωστικών και μάλιστα στην εκκλησιολογία τους. Αρνούμενοι οι γνωστικοί τον καθιδρυματικό, μυστηριακό και σωτηριολογικό χαρακτήρα της Εκκλησίας, αφήνουν μόνο ένα στοιχείο σ’ αυτήν, το μυστήριο της Πεντηκοστής. Οικειούμενος ο πιστός δια της πίστεως την χάρη της Πεντηκοστής, η μάλλον κατά την άποψη των γνωστικών, το ίδιο το Άγιο Πνεύμα κατ’ ουσίαν, και σύμφωνα με την πεποίθηση περί προσωπικής και αποκλειστικής σχέσης του πιστού με τον Χριστό, καθίσταται ο ίδιος ολόκληρη η Εκκλησία. Είναι περιττό να υπενθυμίσουμε ότι την πεποίθηση αυτή στην οποία βρίσκεται η αφετηρία του Πεντηκοστιανισμού, την συναντήσαμε ήδη στους Μεσσαλιανούς.
Από την στιγμή που ο πιστός γίνεται πάπας και Εκκλησία, οι πράξεις του, οι οποίες δεν επηρεάζουν την σωτηρία που κέρδισε δια πίστεως, επηρεάζουν την Εκκλησία. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο από ένα κείμενο της γραμματείας των Καθαρών, το οποίο εξέδωσε Theo Venckeleer[87], στο οποίο δόθηκε ο συμβατικός τίτλος «Η Δικαίωση της Εκκλησίας του Θεού». Στο κεφάλαιο ΙΙΙ αυτής της πραγματείας τονίζεται ότι η εκκλησία απέχει από φόνους, ούτε συναινεί σ’ αυτούς. Στο κεφ. ΙV απέχει από μοιχεία και πάσα ακαθαρσία. Στο κεφ. V ότι απέχει από κλοπή και ληστεία. Στο κεφ. VI ότι η Εκκλησία απέχει από ψέμα και ψευδομαρτυρία. Στο κεφ. VIII ότι απέχει από όρκους. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι σύμφωνα μ’ αυτήν την εκκλησιολογία οι πράξεις του πιστού βαραίνουν την Εκκλησία, και καταλαβαίνουμε γιατί όταν μελετούσαμε τους Βογομίλους είδαμε ότι αν κάποιος επίσκοπός τους έπεφτε σε κάποιο από αυτά τα αμαρτήματα, όλες οι χειροτονίες του και όλα τα consolamenta που είχε κάνει ακόμη και πριν την πτώση θεωρούνταν άκυρα κι έπρεπε να ξαναγίνουν από άλλο επίσκοπο. Άρα τα έργα είναι απαραίτητα εκκλησιολογικά και δεν αναιρούν την μοναδικότητα της δια πίστεως σωτηρίας.
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο στο θέμα. Σκοπός του κεφαλαίου δεν είναι να λύσει όλα τα προβλήματα της μελέτης του Λουθηρανισμού, ούτε να επαναδιατυπώσει όλες τις πλευρές αυτού, αλλά ν’ ανοίξει νέους δρόμους με την συγκριτική εξέταση του Προτεσταντισμού και του Γνωστικισμού, αναγκαστικά στο βαθμό που επιτρέπει η κατάσταση των σωζομένων πηγών της γνωστικής γραμματείας.
Οι δύο θεμελιώδεις θεωρίες του Λούθηρου, δηλ. η οντολογική διαφθορά του ανθρώπου μετά την προπατορική αμαρτία και η ανελεύθερη βούληση του ανθρώπου, θεωρίες απαράδεκτες από ορθόδοξη άποψη, καθορίζουν την ανθρωπολογία του και αποτελούν το κέντρο της θεολογίας του.
«Η σωτηριολογία του Λούθηρου συνδέεται άρρηκτα με την ανθρωπολογία του. Μάλιστα κατά την εύστοχη παρατήρηση του Behnk η σωτηριολογία του Λούθηρου ακολουθεί την ανθρωπολογία του κατά δομικό τρόπο[88].»
Και,
«Η ανελευθερία του ανθρώπου κατά τον McSorley αποτελεί το κέντρο της θεολογίας του Λούθηρου. Έτσι αν γίνει κάποια αλλαγή στη δομή αυτής της θέσεως του Λούθηρου, αλλάζει όλη η δομή της θεολογίας του και καταπίπτει ο μεταρρυθμιστικός στόχος του[89].»
Από την παραπάνω παράθεση κειμένων φάνηκε ότι ο Λούθηρος, αν δεν αντέγραψε, πάντως επηρεάστηκε άμεσα από την θεολογία των γνωστικών διδασκάλων της υπό εξέταση περιόδου. Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Έχει επικρατήσει η άποψη ότι η όλη θεολογία του Λούθηρου δεν είναι παρά μια αντίδραση στην έκπτωση του παπισμού και της σχολαστικής θεολογίας, κι έτσι δικαιολογείται ο μεταρρυθμιστικός της ρόλος. Δεν διαφωνούμε σ’ αυτό. Ήδη σε προηγούμενο κεφάλαιο εξηγήσαμε εκτεταμένα το πως οι καινοτομίες του παπισμού αποπνευματικοποίησαν την δυτική εκκλησία και συνέβαλαν στην αύξηση των αιρέσεων. Αυτή, όμως είναι μια αποφατική προσέγγιση που ορίζει την θεολογία του Λούθηρου με βάση το τι δεν είναι. Στο κεφάλαιο αυτό, με την ανίχνευση και τον εντοπισμό της προδρομικής του Λουθηρανισμού θεολογίας στα κείμενα και την διδασκαλία των γνωστικών αιρεσιαρχών της εποχής, μπορεί να καθοριστεί και να προσεγγιστεί η θεολογία του Λούθηρου καταφατικά, με βάση το τι είναι και από τι επηρεάστηκε. Η μια προσέγγιση δεν αναιρεί την άλλη, μάλλον την συμπληρώνει. Η γνώση της θεολογίας των γνωστικών του Μεσαίωνα είναι το απαραίτητο ερμηνευτικό κλειδί της θεολογίας του Λουθηρανισμού.
[1] Ο Johannes Willhelm von Walter, Die ersten Wanderprediger Frankreichs: Studien zur Geschichte des Mönchtums, pp. 130-140, υποστηρίζει ότι πρέπει να καταγόταν από την Βρεττάνη.
[2] Η επικρατέστερη εκτίμηση για την ημερομηνία έναρξης της δράσης του Ερρίκου στη Le Mans είναι του Adolphe Dieudonné, Hildebert de Laardin, évêque du Mans, archevêque de Tours, 1056-1133, εν Revue historique et archéologique du Maine, 41-42 (1896-1897) , ειδικά 41 (1896), 185. Με τα συμπεράσματά του συμφωνεί Raoul Manselli, Studi sulle eresie del secolo XII, Roma 1953, pp. 1-67.
[3] Mansi 21.226-7. Ο κανόνας επικυρώθηκε και από την Σύνοδο του Λατεράνου του 1139, βλ. Manselli, Studi sulle eresie, p. 56.
[4] Antoine Dondaine, Durand de Huesca, AFP 29 (1959), 256-7. Ο ίδιος ανακάλυψε το κείμενο σε ένα ακόμη χειρόγραφο στη Σεβίλλη, το Colombina 7-6-6, ff 59r64v, το οποίο ακολουθεί το κείμενο του Παρισινού κώδικα.
[5] Για την χρονολόγηση Manselli, Alberico, εν ASRSP 78 (1955), p. 58 n.1.
[6] Ιερ. 9.21. Η αναφορά στον προφήτη Δανιήλ στο Δαν. 6.10.
[7] Πρόκειται για τον Fulk V, κόμη της Anjou και Maine, την περίοδο 1109/10-1129).
[8] Ψαλμ. 82.17.
[9] Ψαλμ. 30.20.
[10] Κικέρων, De officiis II 12.43: “Quamquam praeclare Socrates hanc viam ad gloriam proximam et quasi compendiariam dicebat esse, si quis id ageret, ut qualis haberi vellet, talis esset. Quod si qui simulatione et inani ostentatione et ficto non modo sermone sed etiam voltu stabilem se gloriam consequi posse rentur, vehementer errant. Vera gloria radices agit atque etiam propagatur, ficta omnia celeriter tamquam flosculi decidunt nec simulatum potest quicquam esse diuturnum”.
Έκδοση Walter Miller, στη σειρά Loeb Classical Library XXI (1913), p. 210-211.
«Και όπως συνήθιζε να λέει ο Σωκράτης με θαυμαστό τρόπο, “ Ο πιο σύντομος δρόμος για την δόξα – μια παράκαμψη, ας πούμε – είναι να προσπαθείς να γίνεις αυτό που θέλεις να πιστεύουν ότι είσαι”. Διότι αν κάποιος νομίζει ότι θα κερδίσει δόξα που διαρκεί με την υποκρισία, με την κενή επίδειξη, με υποκριτικές ομιλίες και εμφανίσεις, κάνει μεγάλο λάθος. Η πραγματική δόξα βαθαίνει τις ρίζες της και απλώνει τα κλαδιά της, ενώ όλες οι υποκρισίες πέφτουν σύντομα στο έαφος, ως εύθραυστα λουλούδια και τίποτα ψεύτικο δεν διαρκεί.»
Το ρητό του Σωκράτη στο Ξενοφων, Απομνημονεύματα ΙΙ 6.39: «ἀλλά συντομοτάτη καί καλλίστη ὁδός, ὦ Κριτόβουλε, ὅ τι ἄν βούλῃ δοκεῖν ἀγαθός εἶναι, τοῦτο καί γενέσθαι ἀγαθόν πειρᾶσθαι˙ ὅσαι δ’ ἐν ἀνθρώποις ἀρεταί λέγονται, σκοπούμενος εὑρήσεις πάσας μαθήσει τε και μελέτῃ αἠξανομένας». Εκδ. E. C. Marchant, Xenophontis Opera Omnia, Oxford 1900, vol.II p.66.
[11] Ψαλμ. 101.18.
[12] Πρόκειται για τον Βερνάρδο Guarin, 1129-1138.
[13] Ιννοκέντιος Β’ 1130-1143.
[14] Η επικρατέστερη άποψη για την ημερομηνία σύγκλησης της συνόδου αυτής είναι το 1135. Βλ. Joseph Kramp, Chronologisches zu Peters des Ehrwürdigen epistola adversus Petrobusianos, εν Miscellanea Francesco Ehrle, I 74, σημ. 3.
[15] Πραξ. 5.29.
[16] Ματθ. 28.19.
[17] Ματθ. 19.19.
[18] Ιεζεκ. 18.20.
[19] Γαλατ. 6.5.
[20] Ρωμ. 3.23.
[21] Ιακ. 5.16.
[22] Λουκ. 18.16.
[23] Πρόκειται για τον Alberic, καρδινάλιο, επίσκοπο Όστιας και λεγάτο στην Φραγκία (1144-1145). Οι υπόλοιποι επίσκοποι ήταν ο Raymond Bernard της Agen (1128-1149), o Geoffrey II της Lèves, επίσκοπος Chartres (1116-1149), o Gerald της Cher, επίσκοπος Limoges (1142-1177).
[24] Α’ Τιμ. 4.2.
[25] Βλ. κείμενο Ε.
[26] Α’ Κορ. 4.20.
[27] Το σημείο αυτό φαίνεται να παρουσιάζει αντίφαση. Συζητιέται το ότι υπήρχαν παραπάνω από μία αιρέσεις στην πόλη.
[28] Ματθ. 23.2.
[29] Μαρκ. 16.16.
[30] Ματθ. 19.6.
[31] Ματθ. 19.8-9.
[32] Εβρ. 13.4.
[33] Εκκλ. 11.3.
[34] J. B. Russell, Dissent and Reform, p.68.
[35] Βλ. σχ. Josèphe Chartrou, L’ Anjou de 1109 à 1151, Paris 1928, pp. 165-166.
[36] Michael Frasseto, Heretic Lives: Medieval Heresy from Bogomil and the Cathars to Wyclif and Hus, London 2007, p.47.
[37] Michael Frasseto, Heretic Lives…, 49.
[38] Matthaei Parisiensis, Chronica Majora a.1151, ed. H. R. Luard, The Chronicles and memorials of Great Britain and Ireland during the middle ages, London 1874, vol. ΙΙ p. 188.
[39] J. Kramp, Chronologisches zu Peters des Erwürdigen epistola, εν Scritti di storia e paleografia, Miscellanea Francesco Ehrle, Studi e Testi 37 (1924), s. 71-79.
[40] Raoul Manselli, Studi sulle eresie del secolo XII, Roma 1953, 29.
[41] Giles Constable, The Letters of Peter the Venerable, Harvard University Press 1967, vol. 2 pp. 285-288.
[42] James Fearns, Peter von Bruis und die religiöse Bewegung des 12 Jahrhunderts, εν Archiv für Kulturgeschichte 48 (1966), s. 313-317.
[43] Ρωμ. 1.28.
[44] Ψαλμ. 56.5.
[45] Μαρκ. 16.16.
[46] I. von Döllinger, Beiträge zur Sektengeschichte des Mittelalters, München 1890, t. 1 75-97.
[47] Albert Henry Newman, Recent Researches Concerning Medieaval Sects, Papers of the American Society of Church History 4 (1892), 143-163.
[48] Joseph Cowdrey Reagan, Did the Petrobussians teach salvation by faith alone?, Journal of Religion 7.1 (1927), 81-91.
[49] Antoine Dondaine, Aux Origines du valdéisme, Archivium Fratum Praedicatorum 16 (1946), 226.
[50] Malcolm Lambert, Medieval Heresy, p. 55.
[51] Ο συντάκτης της Βίβλου των δύο αρχών κατγορεί τους αντιπάλους του Garatenses: «Ότι η διάβρωση ή σχηματισμός των αγίων στοιχείων του αληθινού Θεού, η οποία έγινε από τον διάβολο, ήταν κακή και μάταιη και ενάντια στο θέλημα του Θεού, όπως αφελώς πιστεύουν και βεβαιώνουν». W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 572. Τα στοιχεία θεωρεί ότι όταν δημιουργήθηκαν από τον Θεό ήταν άγια επειδή και ο Θεός είναι άγιος.
[52] Λατινικό κείμενο, Christine Thouzellier, Un Traité cathare inédit du début du XIIIe siècle, d’ après le Liber contra manicheos de Durand de Huesca, Bibliothèque de la Revue d’ histoire ecclésiastique 37 (Luvain 19610, 87-113. Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 496-510.
[53] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 495.
[54] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 567.
[55] Ο εκδότης του κειμένου Antoine Dondaine υποθέτει ότι πρόκειται για κάποιον Καθαρό και συγκεκριμένα κάποιον εκκλησιαστικό από την Nevers, ο οποίος το 1201 κατεφυγε στους Καθαρούς (Un Traité néo-manichéen p.23). Η ιστορία του στο Peter de Vaux-de-Cernay, Hystoria albigensis, ed. Guébin & Lyon, I 24. Ο Arno Borst πιστεύει ότι πρόκειται για τον Γουίλλιαμ της Ωβέρνης, επίσκοπο Παρισιού (
1249). Ο René Nelli πιστεύει ότι πρόκειται για μετριοπαθή Καθαρό (Ecritures cathares, Paris 1968, p. 110 n. 19).
[56] Ιωαν. 17.10.
[57] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 499.
[58] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 542.
[59] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 501-2.
[60] Εφεσ. 5.15-16.
[61] Ιωαν. 7.7.
[62] Α’ Ιωαν. 3.8.
[63] Jeffrey Russell, Dissent and Reform, p. 73.
[64] Jeffrey Russell, Dissent and Reform, p. 74.
[65] “Die person, natur und ganz wessen ist ynn uns durch Adams fall vordebrett”. Όλες οι παραπομπές και η ερμηνευτική της θεολογίας του Λούθηρο σε αυτό το κεφάλαιο, προέρχονται από την εργασία του καθηγητή Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, Συμβολή στη μελέτη της Θεολογίας του Λούθηρου από ορθόδοξη άποψη, Θεσσαλονίκη 2002 (γ’ ανατυπ.). Η συγκεκριμένη παραπομπή στη σελ. 31 σημ. 22.
[66] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σσ. 27-28.
[67] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σσ. 29-30.
[68] Τον ίδιο ακριβώς όρο θα συναντήσει ο αναγνώστης, τόσο στα έργα του Λούθηρου, όσο και στην αιρετική γραμματεία, π.χ. W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 520.
[69] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 43.
[70] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 47. Διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου.
[71] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 525.
[72] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 527.
[73] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 517-518.
[74] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 54.
[75] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 55.
[76] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 57.
[77] Το έργο δεν έχει εκδοθεί ολόκληρο. H Christine Thouzellier έχει εκδώσει μόνο τα κεφάλαια που περιέχουν και λόγους των αιρετικών. Το παρόν κεφάλαιο το αναφέρει μόνο επιγραμματικά. Περίληψη του κεφαλαίου μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο Damian J. Smith, Crusade, Hersy and Inquistition in the Lands of the Crown of Aragon c. 1167-1276, Leiden 2010. pp. 167-169.
[78] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 574-8.
[79] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 512-513.
[80] Εβρ. 11.1.
[81] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 74.
[82] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 89-90.
[83] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 89.
[84] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 91.
[85] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 92-3.
[86] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 97.
[87] Theo Venckeleer, Un Recueil cathare: Le manuscript A. ^.!0 de la Collection vaudoise de Dublin, I. Une Apologie; II. Un glose sur le Pater, εν Revue belge de philology et d’ histoire 38 (1960), 820-831, 39 (1961), 762-785.
[88] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 27.
[89] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 60.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου