![ti_08_mobile.png](/images/template/ti_08_mobile.png)
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Σε όλες τις εποχές υπήρχαν άνθρωποι, οι οποίοι, επηρεαζόμενοι από επιστημονικά κριτήρια ή από ιδεοληψίες ή ακόμη και από αδιαφορία, αποδέχονται τον άνθρωπο, αποκλειστικά, ως σώμα.
Η κυβέρνηση της Κίνας στηρίζει τις ανερχόμενες εταιρείες ρομποτικής για να διασφαλίσει ότι το φιλόδοξο σχέδιο θα καρποφορήσει.
Με την αποτυχία της ιταλικής εισβολής έληξε η πρώτη περίοδος επιχειρήσεων του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, στις 13 Νοεμβρίου 1940. Η ελληνική αντεπίθεση που ακολούθησε από τις 14 Νοεμβρίου, βρήκε τις ιταλικές μεραρχίες με βαριές απώλειες και χαμηλό ηθικό να υποχωρούν.
Ο άγιος Edmund, ένας από τους σπουδαιότερους και ποιο γνωστούς Βρετανούς αγίους, έζησε και μαρτύρησε κατά τον 9ο αιώνα, σε μια από τις ποιο τραγικές και δύσκολες στιγμές της Βρετανικής ιστορίας, όταν οι Παγανιστές Δανοί σκότωναν και κατέστρεφαν σε ένα μεγάλο κομμάτι των Βρετανικών Νήσων.
Το 2012 με ανακοίνωσή μου σε ημερίδα της Ακαδημίας Αθηνών με θέμα “Ελληνικοί υδρογονάνθρακες από την έρευνα στην εκμετάλλευση” είχα παρουσιάσει τις προοπτικές παρουσίας
Μορφή με παγκύπρια πνευματική ακτινοβολία είναι ο άγιος Σωζόμενος.
Την ακτινοβολία του μαρτυράνε τα πολλά θαύματα του που με ευλάβεια αναφέρονται από τον λαό μας, μα κι οι ιεροί ναοί πού είναι αφιερωμένοι στ' όνομά του.
Μια γρήγορη ματιά στη ζωή του πολλά θα έχει να πει και σ' εμάς.
Ένας κώδικας από την Αγία Τριάδα Ριζοκαρπάσου αναφέρει πως ο τρισμακάριος αυτός πατήρ καταγόταν από την Καρπασία.
Από την ακολουθία του μαθαίνουμε πως έζησε πριν από τη φράγκικη κατοχή της Κύπρου μας.
Και στο συναξάρι που έγραψε γι' αυτόν κάποιος Ακάκιος μοναχός Φιλόθεος μοναχός από την Καρπασία. Έζησε στα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνα. Πέρασε το πιο μεγάλο μέρος της ζωής του στην εξορία (50 χρόνια). Το χειρόγραφο που μας αφήκε εκτός από την άλλη του αξία περιλαμβάνει και τις ακολουθίες των πέντε αγίων της Καρπασίας. Των αγίων Φίλωνος, Συνεσίου, Θύρσου, Φωτεινής και Σωζομένου. διαβάζουμε πως ο άγιος ήταν «επί της Χριστιανοσύνης».
Με τούτο πρέπει να δεχθούμε πως ο όσιος πατήρ πρέπει να έζησε γύρω στα 1100 μ.Χ., τότε πού το νησί μας ήταν ένα τμήμα και μια επαρχία της μεγάλης μας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Από τους γονείς του πού ήσαν άνθρωποι θεοσεβείς οδηγήθηκε από μικρός στη μελέτη και τη γνώση του λόγου του Θεού. Κι αγάπησε τα θεία λόγια. Με όλη την καρδιά του τ' αγάπησε. «Ως γλυκέα τω λαρύγγι μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι τω στόματί μου» έλεγε κάθε φορά με ενθουσιασμό, όταν δακρυσμένος από συγκίνηση σήκωνε τα μάτια από τα ιερά βιβλία.
Η προσεκτική μελέτη της Γραφής και των διαφόρων θεολογικών συγγραμμάτων με τα όποια καταγινόταν καθημερινά, τον βοήθησαν με τον καιρό να αποκτήσει μια σπάνια για την εποχή του μόρφωση και γνώση. Κάτι περισσότερο. Τον βοήθησαν να εξελιχθεί σ' ένα άνθρωπο του Θεού κι ένα συνειδητό χριστιανό. Τα λόγια του μεγάλου απόστολου, του θείου Παύλου «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κάγώ Χριστού» (Α' Κορ. ια',1) δεν τα γνώριζε απλώς και δεν τα απήγγελλε μονάχα. Αγωνιζόταν κι όλας κάθε μέρα να τα κάμει βίωμα του, ζωή του. Και τα κατάφερε. Με τους συνεχείς πνευματικούς αγώνες του κατώρθωσε να προχωρήσει και να πλησιάσει και να ομοιάσει κατά το μέτρο του δυνατού, το αιώνιο πρότυπο, που πρέπει να έχει κάθε άνθρωπος, τον Χριστό. Ναι! Μόρφωσε μέσα του τον Χριστό, που είναι ό μόνος τέλειος, μα κι ο μόνος αληθινός άνθρωπος. Και να πως το πέτυχε!
Από τα πρώτα χρόνια της εφηβικής κι ύστερα της νεανικής του ηλικίας ό εραστής της πραγματικής χριστιανικής ζωής αγωνίστηκε ιδιαίτερα, για να κρατήσει την καρδιά του αγνή και καθαρή. Ο μακαρισμός του Κυρίου «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», πρόβαλλε πάντα με φωτεινά γράμματα μπροστά του και τον καλούσε να τον κάμει σύνθημα ζωής.
Κι ο καλός νέος πρόσεξε την πρόσκληση. Και την αγκάλιασε. Και την εφήρμοσε με προσοχή στον βίο του και νίκησε. Παρά την ηθική βρωμιά που υπήρχε γύρω του, κι υπάρχει σ' όλες τις εποχές και πολιορκεί με όλα τα μέσα τις νεανικές καρδιές και προ παντός εκείνες που φλέγονται κι αγωνίζονται να μείνουν μακρυά απ' αυτή, ό άγιος με τη σύνεση, την προσοχή και τους αγώνες του μπόρεσε να ξεπεράσει τους ποικίλους πειρασμούς της ηλικίας του. Τους ξεπέρασε και κράτησε το μυαλό του καθαρό από σκέψεις και θύμησες κι εντυπώσεις ακάθαρτες και πονηρές. Ακόμη κράτησε και την καρδιά του ελεύθερη από αισθήματα και πάθη παράνομα κι αμαρτωλά. Και τη θέληση του ανεπηρέαστη από κάθε επιθυμία και πόθο, μα και συγκατάθεση αντίθετη προς τον νόμο του Θεού.
Γνώριζε ό ταπεινός θιασώτης της αρετής, πως δεν μπορεί να 'ναι γνήσιος οπαδός της θρησκείας του Εσταυρωμένου Ιησού της «καθαρής και αμιάντου θρησκείας» της «αγίας και αμώμου» της «μη εχούσης σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων», εκείνος, πού δεν έχει την καρδιά του καθαρή από κάθε ανηθικότητα και βρωμιά και τα φρονήματα του άδολα, ανόθευτα κι αγνά. Τα γνώριζε ο νεαρός Σωζόμενος όλα αυτά. Και για τούτο πάλαιψε με όλες του τις δυνάμεις να μείνει ξένος από ό,τι λερώνει και καταστρέφει την ψυχή. Κι ακόμη να φυλάξει πιστά τη θεία εντολή: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί». Ναι την φύλαξε! Πιστά την φύλαξε!
Εκτός απ' την προσεκτική αγρυπνία της ψυχής, η προσευχή κι η νηστεία ήταν οι δύο βακτηρίες πού κρατούσε για την επίτευξη του άγιου σκοπού του.
Η νηστεία για να του καταστέλλει τις ορμές. Κι η προσευχή για να τον βοηθά ν' απλώνει τις φτερούγες της διάνοιας του και να υψώνεται κάθε στιγμή και ώρα για να καταθέτει προ του θρόνου του Μεγάλου Πατέρα σκέψεις κι αισθήματα.
Για να είναι απερίσπαστος στον ευγενικό του αγώνα πού χάραξε μονάχος του, προτού ανδρωθεί, πήρε την απόφαση να φύγει κι από το σπίτι του και να τραβήξει στην ερημιά. Εκεί ελεύθερος από κάθε γήινη φροντίδα ένα μόνο θα σκεφτόταν και για ένα μόνο θα φρόντιζε: Πως να αρέσει στον Θεό.
Κάποια μέρα, ύστερα από ολονύκτια προσευχή σηκώθηκε και ξεκίνησε. Αφήκε ό,τι πολύτιμο κι αγαπητό είχε στον κόσμο τούτο και πήρε τον δρόμο της ερημικής ζωής. Περπάτησε πολύ. Κάποτε έφτασε σε μια σπηλιά. Βρισκόταν στην πρόσοψη ενός κρημνού, που ήταν βραχώδης κι υψηλός. Εκεί σταμάτησε. Μπήκε μέσα, έκαμε τον σταυρό του και με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση και φόβο άρχισε να σιγοψάλλει:
› Η καρδία μου προς Σε, Λόγε, υψωθήτω, και ουδέν θέλξει με, των του κόσμου τερπνών, προς χαμαιζηλίαν. (Τρίτο αντίφωνο του Δ' ήχου).
Δηλαδή, σε Σένα Χριστέ μου, σε Σένα, Λόγε, του Θεού, ας υψωθεί η καρδιά μου. Και τότε τίποτα, Κύριε, από όλα εκείνα τα μάταια και φθαρτά του κόσμου τούτου δεν θα μπορεί να την τραβήξει μακρυά σου, ούτε και να την αποσπάσει από τη θεωρία σου.
Και στ' αλήθεια! Η καρδιά πού υψώθηκε μια φορά πραγματικά στον ουρανό, όπου βρίσκονται τα αιώνια αγαθά κι όπου βασιλεύει η ευδαιμονία κι η μακαριότητα του ανέκφραστου κάλλους του προσώπου του Κυρίου, όπως τον θειο απόστολο Παύλο, θ' αναφωνεί κι αυτή: «Ηγούμαι πάντα ζημίαν είναι δια το υπερέχον της γνώσεως Χριστού Ιησού του Κυρίου μου, δι' όν τα πάντα έζημιώθην, και ηγούμαι σκύβαλα είναι ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλιπ. γ', 8). Δηλαδή όσα είναι ξένα προς τον Χριστό τα θεωρώ ζημία μου εν συγκρίσει προς την υπεροχή και το μεγαλείο της γνώσεως του Ιησού μου για χάρη του Οποίου με το κέφι μου απέρριψα και περιφρόνησα τα πάντα. Και τα θεωρώ όλα σκύβαλα κι ανάξια λόγου, για να κερδίσω τον Χριστό. Ανάξια λόγου και ζημία του και σκύβαλα θεώρησε κι ό Σωζόμενος τα αγαθά του κόσμου τούτου. Τα αγαθά πού απομακρύνουν τον άνθρωπο από τον Θεό και το άγιο θέλημα του, προ κειμένου να αρέσει στον Χριστό και να μείνει πιστός ακόλουθος του.
Μέσα στη σπηλιά πού διάλεξε για κατοικία κι ασκητήριό του ο όσιος πατήρ σπεύδει να κάμει έργο του τον σκοπό πού έταξε στη ζωή του. Κι αγωνίζεται. Σκληρά αγωνίζεται κάθε μέρα πως να κατανικήσει τη σάρκα του και πως να αποκτήσει την αρετή. Η ζωή του είναι ένας συνεχής αγώνας. Αγώνας για την υπερνίκηση του εαυτού του. Σαν καλός γεωργός γνωρίζει ο σεβάσμιος πατήρ, πως για να επιτύχει μια σπορά και μια καλλιέργεια πρέπει πρώτα να ετοιμασθεί ο χώρος, το έδαφος. Με τη νηστεία και τη σκληραγωγία ετοιμάζει το χωράφι της ψυχής του. Γκρεμίζει σιγά και προσεκτικά ένα ένα τα οχυρά του εχθρού πού λέγονται σοφίσματα και πονηροί λογισμοί και υψηλοφροσύνη και τα οποία εμποδίζουν τον άνθρωπο να γνωρίσει τον Θεό. Ξερριζώνει με σύστημα τα αγκάθια των παθών και ρίχνει με υπομονή τους σπόρους της υποταγής σε όλα στο θέλημα του Θεού. Και πετυχαίνει στον αγώνα του. Και νικά. Και γίνε ται κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με το λόγιο της Γραφής που διακηρύττει: «Επί τίνα επιβλέψω, αλλ' ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου;» (Ησαΐου ξστ', 2'). Δηλαδή πάνω σε ποιο θα ρίψω εγώ στοργικό και προστατευτικό το βλέμμα μου, παρά μονάχα στον άνθρωπο τον ταπεινό και ειρηνικό και ήσυχο, που τρέμει με σεβασμό τα λόγια μου κι αγωνίζεται να τα εφαρμόσει στη ζωή του;
«Οικητήριον του Αγίου Πνεύματος, και στύλος ολόφωτος, λόγου και γνώσεως έμπλεως, αρεταίς τε κατάκοσμος και των Κυπρίων ιατρός των εν νόσοις...» να τι ευτύχησε να επιτύχει και να γίνει ο αοίδιμος ασκητής με την καθαρότητα της ψυχής του και τους συνεχείς πνευματικούς αγώνες του.
Και το ανορθωτικό και σωστικό έργο του δεν περιώρισε ο ιερός πατήρ μόνο στον εαυτό του. Το επεξέτεινε και στους γύρω του και σε όσους άλλους η φήμη της αρετής του έφερνε μέχρι τη σπηλιά του. Κι ήταν πολλοί αυτοί. Άλλοι από περιέργεια κι άλλοι από ανάγκη και πόθο κάτι να πάρουν και κάτι ν' ακούσουν, ξεκινούσαν από διάφορα μέρη κι έρχονταν στον ευλαβή ασκητή.
Κι αυτός σαν άλλος Βαπτιστής άρπαξε τις ευκαιρίες για να διδάξει, να παρακαλέσει, να επιτιμήσει. Το κήρυγμα του άρχιζε πάντα με τις λέξεις:
›Μετανοήσατε κι αγαπήσατε τον Θεόν. Αδελφοί μου! Μετανοιώσετε κι αφήστε την αμαρτία. Αφήστε την, που είναι κατάρα. Είναι θάνατος. Είναι νέκρωση. Αφήστε την αμαρτία κι αγαπήστε τον Θεό. Εκείνος πού αγαπά τον Θεό, ζει με αναπαυμένο τον νου του. Η αγάπη, όταν θρονιαστεί στον άνθρωπο, είναι ικανή να του θρέψει την ψυχή' αυτή είναι το κρασί πού ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου. Αυτή του ξεκουράζει την ψυχή. Του γαληνεύει το μυαλό. Τον κάνει αληθινό παιδί του Θεού. Η αγάπη είναι το κλειδί πού θα μας ανοίξει μια μέρα και τον Παράδεισο.
Τα λόγια του αγίου συνοδεύονταν πάντα με το δικό του φωτεινό παράδειγμα. Σε κανένα δεν αρνιόταν την αγάπη και τη βοήθεια του. Το κατάλυμα του ήταν για όλους ανοικτό. Και το θεραπευτικό χάρισμα με το οποίο τον χαρίτωσε ο Θεός, το πρόσφερε πρόθυμα σε όσους με πίστη και μετάνοια ειλικρινή κατάφευγαν στη χάρη του και του το ζητούσαν.
Μπροστά στη σπηλιά πού έμενε, κατέφθαναν συχνά από παντού μορφές πονεμένες και χλωμές απ' την αρρώστια και τον πόνο. Μητέρες με τα πυρέσσοντα παιδιά στην αγκαλιά τους. Άνδρες και γυναίκες με ζωντανά τα σημάδια της πίκρας στα πρόσωπα τους. Νέοι και νέες με τα κορμιά μαραμένα απ' της ασθένειας τα βαριά πλήγματα. Με τα μάτια φλογερά απ' τον πόθο της υγείας σταματούσαν εκεί στης σπηλιάς το άνοιγμα και με φωνή ραγισμένη φώναζαν κι έλεγαν:
› Άγιε Σωζόμενε, μας τσάκισε η αρρώστια. Λυπήσου μας και δώσε μας τη βοήθεια σου. Γιάτρεψε μας.
Με την καλοκάγαθη μορφή έβγαινε ο σεβαστός ασκητής απ' την σπηλιά και με πατρική καλωσύνη έστεκε μπροστά στον ανθρώπινο πόνο κι έλεγε:
› Ο άγιος Θεός, παιδιά μου, μπορεί μόνο να σας θεραπεύσει. Ναι! Μόνο ο άγιος Θεός. Αρκεί να πιστεύετε σ' Αυτόν με την καρδιά σας. Κι αρκεί το θέλημα Του να το 'χετε πάντα οδηγό στη ζωή σας. Είναι σπλαγχνικός Πατέρας ο Κύριος. Είναι Πατέρας «οικτίρμων και ελεήμων μακρόθυμος και πολυέλεος». Είναι πατέρας όλων μας. Και σαν πατέρας ένα μόνο θέλει για τον καθένα μας. Τη σωτηρία μας. Ναι! Τη σωτηρία μας ζητά ο Θεός. Και τη σωτηρία την προσφέρει σε όλους. Φτάνει μονάχα να απαρνηθούμε την αμαρτία και να μετανοήσουμε. Είσθε έτοιμοι κι εσείς να κάμετε το σωστικό τούτο πήδημα; Είσθε έτοιμοι να απαρνηθήτε την αμαρτία και με συντριβή ψυχής να ζητήσετε συγχώρηση για κάθε κακό που εκάμετε ως σήμερα; Είσθε πρόθυμοι ακόμη να αλλάξετε ζωή; Να συγχωρήσετε με το κέφι σας όλους εκείνους που σας έβλαψαν, σας αδίκησαν, σας έκαμαν κακό και να γίνετε άνθρωποι καινούργιοι άνθρωποι καλωσύνης και αγάπης;
› Είμεθα, άγιε πάτερ. Είμεθα...
Αυτή κατά κανόνα ήταν η συνηθισμένη απάντηση, πού οι επισκέπτες έδιναν στα απλά ερωτήματα του γέροντα ασκητή. Κι αυτός σαν την άκουε και σαν βεβαιωνόταν, πως οι καρδιές είχαν κατανυγεί, αποσυρόταν στη γωνιά της σπηλιάς του καί με δάκρυα κατανύξεως ζητούσε το έλεος του μεγάλου Θεού για τους πάσχοντες ξένους του.
Το θαύμα δεν αργούσε να γίνει. Ο πόνος σιγά-σιγά χανόταν απ' το πονεμένο μέρος. Η δύναμη ξαναγύριζε στο αρρωστημένο κορμί. Τα μάτια φωτιζόντουσαν από την πίστη καί την πεποίθηση της αγάπης του Θεού. Τα πρόσωπα ξανάβρισκαν το χρώμα της υγείας. Οι καρδιές φούσκωναν από τη χαρά. Κι ο'ι άρρωστοι, θεραπευμένοι πια ξεσπούσαν σε μια ολόψυχη δοξολογία του ονόματος του θεού καί σ' ένα βαθύ εγκάρδιο ευχαριστώ στον άγιο, πού με τη δύναμη της προσευχής του, τους είχε κάμει καλά. Κι αυτός με ταπείνωση αληθινή, προτού τους κατευοδώσει για τα χωριά τους με πατρική στοργή κι αγάπη τους καλούσε κοντά του και τους επαναλάμβανε;
› Παιδιά μου! Ο άγιος Θεός σας χάρισε την υγεία σας. Μη λησμονείτε την υπόσχεση πού του δώκατε. Αποφεύγετε στο εξής την αμαρτία. Μένετε πιστοί στο θέλημα του. Κι η ευτυχία κι η χαρά πού ζητάτε, κι όλοι οι άνθρωποι ποθούμε, θα γίνει πια κτήμα σας. Και θα ολοκληρωθεί κάποια μέρα στον ουρανό, στη μακαριά ζωή πού η αγάπη του Θεού ετοίμασε για όλους μας.
Με ένα τέτοιο τρόπο ο όσιος περνούσε τις ήμερες του, μέχρι τη στιγμή που η αγία ψυχή του, κάποιο δειλινό αφήκε το κουρασμένο κορμί για να ενωθεί με τον Χριστό του και Κύριο μας.
Το άγιο σκήνωμα του με ευλάβεια το πήρανε οι χριστιανοί και το 'θα ψαν στο βάθος της σπηλιάς βρέχοντας το με τα δάκρυα της στοργής τους. Ο τάφος του έγινε «ιατρείον νοσημάτων». Σ' αυτόν καταφεύγουν και σήμερα άρρωστοι από διάφορα μέρη για να λάβουν τη θεραπεία τους.
Τα θαύματα του αγίου Σωζομένου που με τη βοήθεια του Θεού έκαμε και κάμνει σ' εκείνους που με πίστη αληθινή καταφεύγουν στη χάρη του, με βαθύ σεβασμό κυκλοφορούν ανάμεσα στον ευσεβή λαό μας. Κι είναι τα θαύματα αυτά που εξασφάλισαν στον όσιο ασκητή τον τιμητικό τίτλο του θαυματουργού. Μα κι αυτά πάλι πού οδήγησαν ευλαβικά χέρια να παραστήσουν στους τοίχους του ασκητηρίου του τις όμορφες εικόνες πού το στολίζουν και που κατανύγουν την καρδιά. Δυστυχώς οι πιο πολλές απ' αυτές έχουν σχεδόν καταστραφεί, είτε απ' την υγρασία, είτε από Ιερόσυλους που ξεκόλλησαν το κονίαμα πάνω στο οποίον ήσαν ζωγραφισμένες. Μερικές απ' αυτές τις εικόνες τοιχογραφίες είναι κι αυτές: «Ο άγιος Σωζόμενος ιατρεύει τους νοσούντας». «Ο άγιος Σωζόμενος θεραπεύει τους πυρέσσοντας». «Ο άγιος Σωζόμενος ανορθοί τον επί γης συγκύπτοντα» κ.ά.
Η μνήμη του αγίου γιορτάζεται σε πολλά μέρη του νησιού μας στις 20 Νοεμβρίου και σ' άλλα στην 21 μαζί με την εορτή των Εισοδίων. Την ήμερα αυτή χιλιάδες προσκυνητές από διάφορα μέρη συγκεντρώνονται στη σπηλιά όπου ασκήτευσε. Στον άγιο Σωζόμενο Ποταμιάς ή στο Ριζοκάρπασο (20 Νοεμβρίου) μα και στους ναούς πού είναι αφιερωμένοι στ' όνομα του, για να τον τιμήσουν και να δοξάσουν τον Παντοδύναμο Θεό για τους αγίους Του. Έτσι τα θαύματα του όσιου συνεχίζονται. Κι οι πιστοί πού μ' ευλάβεια προστρέχουν στη χάρη του με κατάνυξη ψυχής του ψάλλουν κάθε φορά.
Χαίροις ο των νοσούντων ταχεία παράκληση, Χαίροις των ευδρομούντων ταχεία αντίληψις, Χαίροις λαμπτήρ της Κύπριας απάσης, Χαίροις φωστήρ μοναστών ποδηγέτα, Χαίροις, πάτερ Σωζόμενε.
Στὴν καθ᾽ ἡμᾶς Μητροπολιτικὴ περιφέρεια τιμᾶται ἰδιαίτερα ὁ ὅσιος Σωζόμενος. Ἐπίκεντρο τῆς ἐδῶ τιμῆς του εἶναι ἡ ἁγιοτόκος Κοινότητα τῆς Γαλάτας, ὅπου εὑρίσκεται κατάγραφος ναὸς ἐπ᾽ ὀνόματί του, ἱστορημένος διὰ χειρὸς τοῦ περίφημου μεσαιωνικοῦ ἁγιογράφου Συμεὼν Ἀξέντη τὸ ἔτος 1513. Στὸν ναὸ τοῦτο ἀνευρέθηκαν καὶ μέρος τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Σωζομένου. Ἀναφορικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ταυτότητας τοῦ τιμωμένου στὴν περιφέρειά μας ὁσίου, πρέπει νὰ λεχθοῦν τὰ ἑξῆς:
Σύμφωνα μὲ τὶς τοπικὲς ἁγιολογικὲς πηγές, στὸ νησί μας ἔζησαν δύο ὁμώνυμοι ὅσιοι, μὲ τὸ ὄνομα Σωζόμενος, ποὺ ἐντάσσονται στὴν ὁμάδα τῶν ὡς 300 θεωρουμένων ἁγίων, τῶν γνωστῶν καὶ ὡς Ἀλαμάνων, ποὺ ἦλθαν κατὰ τὴ βυζαντινὴ γιὰ τὴν Κύπρο περίοδο (πρὶν τὸν 12ο αἰ.) ἀπὸ ἄλλες πλησίον χῶρες στὸ νησί μας καὶ τελειώθηκαν σ᾽ αὐτὸ ἀσκητικά. Ὁ ἕνας ὅσιος ἔζησε, τελειώθηκε καὶ τάφηκε σὲ λαξευτὸ στὸ βράχο σπήλαιο-ἀσκητήριο, ποὺ σώζεται μέχρι καὶ σήμερα, κοντὰ στὸ χωριὸ Ποταμιὰ Λευκωσίας. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 21 Νοεμβρίου. Ὁ ἄλλος ὁμώνυμος ὅσιος τελειώθηκε ἀσκητικὰ σὲ σπήλαιο πάνω σὲ ὄρος στὴν περιοχὴ Κόψα, κοντὰ στὸ χωριὸ Γαλάτεια τῆς Καρπασίας. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 20 Νοεμβρίου. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Σωζομένου στὴ Γαλάτα ἐτελεῖτο ἀνέκαθεν στὶς 20 Νοεμβρίου, καὶ ἕνεκα τοῦ παραπλησίου ὀνόματος τῶν χωριῶν Γαλάτα καὶ Γαλάτεια, ὁ ἐδῶ τιμώμενος ὅσιος Σωζόμενος εἶναι ὁ δεύτερος τῶν πιὸ πάνω, αὐτὸς δηλ. ποὺ τελειώθηκε στὴ Γαλάτεια τῆς Καρπασίας.
Ἡ τιμὴ τοῦ ὁσίου Σωζομένου εἶναι ἐξαπλωμένη σὲ πολλὰ μέρη τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας περιφέρειας. Στὸν δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν παλαίφατη Μονὴ τοῦ Κύκκου, μετὰ τὶς Γερακιές, στὴν τοποθεσία «ἁγιόπετρα», σώζεται προσκυνηματικὸς τόπος, τὸν ὁποῖο, κατὰ τὴν τοπικὴ παράδοση, χρησιμοποίησε ὁ ὅσιος Σωζόμενος ὡς τόπο ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς. Ἀκόμη, μεταξὺ Ἀστρομερίτη καὶ Ζώδειας, ὑπάρχει σπήλαιο μὲ τὴν ὀνομασία «σπήλιος τοῦ Σωζόμενου». Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Σωζόμενος μετακινεῖτο ἀπὸ τόπου εἰς τόπον.
Τοιχογραφίες τοῦ ὁσίου Σωζομένου, ἀπὸ τὸν 14ο αἰῶνα καὶ μετά, σώζονται σὲ ἀρκετοὺς ναοὺς τῆς περιοχῆς μας, ὅπως στὰ καθολικὰ τῶν Μονῶν Ἁγίου Νικολάου τῆς Στέγης καὶ Παναγίας τῆς Ἀσίνου, στὸν ναὸ τῆς Παναγίας ἢ τοῦ Ἀρχαγγέλου τῆς Ποδίθου, στὸν ναὸ τοῦ τιμίου Σταυροῦ τοῦ Ἀγιασμάτι στὴν Πλατανιστάσα, κ.ἀ. Περαιτέρω, ὡραιότατη φορητὴ εἰκόνα τοῦ ὁσίου, ἰταλο-βυζαντινῆς τεχνοτροπίας (16ου αἰ.) καὶ προερχόμενη ἀπὸ τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου στὸ Κούρδαλι, φυλάσσεται σήμερα στὸ Ἐπισκοπεῖο τῆς Μητροπόλεώς μας στὴν Εὐρύχου.
ΑπολυτίκιοΉχος δ'.
Τοίς πίστει προστρέχουσι, Σωζόμενε τρισόλβιε, τη σορώ των λειψάνων σου, και προσκυνούσι πιστώς, του είδους εμφέρειαν, άφεσιν των πταισμάτων, και σωμάτων την ρώσιν, δώρησαι, θεοφόρε, και παντοίων κινδύνων, και παθών αρρώστιας πάντας εκλύτρωσαι.
Έτερον Απολυτίκιο Ήχος δ'
Ως στύλος υπέρλαμπρος της Εκκλησίας Χριστού, ο λύχνος ο άσβεστος της οικουμένης, σοφέ, εδείχθης, Σωζόμενε' έλαμψας εν τω κόσμω, δια της μετανοίας, δαίμονας εκδιώκων, και λεπρούς καθαρίζων διό τοις σε ποθούσι βρύοις ιάματα.
Πηγή: Πηγή Ζωής, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου
Ἐπικαλοῦμαι τίς θεοπειθεῖς εὐχές τοῦ Σεβασμιωτάτου, κ.κ. Θεολόγου, τόν ὁποῖο ὅλοι μας πολύ εὐλαβούμαστε καί ἀγαποῦμε ἐν Χριστῷ, καθώς καί τήν πατρική εὐχή τοῦ Γέροντός μου, Ἀρχιμ. Χριστοφόρου
Ορθόδοξη Χριστιανική ομιλία από τον Σεβασμιώτατο Πενταπόλεως κ.κ. Ιγνάτιο Μαδενλίδη από σειρά ομιλιών με γενικό θέμα «Ο Γάμος».
Υἱοθετήθηκε μέ πρόταση τοῦ ὑπουργοῦ Ναυτικῶν Δ. Μπουντούρη στό ΥΠΕΞ τό 1865 – Ὁ Σολωμός ἦταν ὁ πρῶτος πού τόνισε πρίν ἀπό τόν Παπαρρηγόπουλο τήν συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπό τούς ἀρχαίους χρόνους ἕως τίς ἡμέρες μας
Οι άνθρωποι τρέχουν με προθυμία στον δρόμο της καταστροφής. Σε καμιά εποχή δεν υπήρξε τόση κακία, όση στις ημέρες μας. Ας παρακαλούμε τον πανάγαθο Θεό να δώσει μετάνοια και επιστροφή και σε εμάς και σ’ όλα τα έθνη.
Η Στέλλα Νίκα (το γένος Πάνου) από σήμερα (19 Νοεμβρίου 2015) δεν είναι πια μαζί μας. Πέθανε στο σπίτι όπου ζούσε μόνη μετά τον θάνατο του αγαπημένου της συζύγου. Στο κάστρο της Χιμάρας, στο παλαιό αρχοντικό της οικογένειας Πάνου, εκεί όπου είχε διαμείνει πριν από κάπου 230 χρόνια ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Η Στέλλα Νίκα είχε αφιερώσει την ζωή της στα παιδιά της Χιμάρας. Πριν να ξαναλειτουργήσει το ελληνικό σχολείο, μάζευε τα παιδιά της Χιμάρας σε ένα δωμάτιο, στην πίσω πλευρά της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας. Εκεί λειτουργούσε το κρυφό σχολειό της. Μάθαινε στα παιδιά της Χιμάρας τα ελληνικά γράμματα, την ιστορία, τα τραγούδια και τις παραδόσεις. Κράτησε τα παιδιά με εθνικό πατριωτικό φρόνημα υψηλό. Όταν το 2007 λειτούργησε το ελληνικό σχολείο και πάλι μετά 62 χρόνια, η Στέλλα διορίστηκε νηπιαγωγός και συνέχισε το λειτούργημά της. Το σχολείο σύντομα βρέθηκε πολύ μικρό για την τόσο μεγάλη προσέλευση των μαθητών της Χιμάρας. Το νηπιαγωγείο μεταφέρθηκε στο υπερώο του γειτονικού ναού των Αγίων Πάντων όπου μέχρι χθες η Στέλλα Νίκα συνέχιζε αυτό που θεωρούσε καθήκον προς τα παιδιά της. Προς όλα δηλαδή τα παιδιά της Χιμάρας. Και βέβαια δεν ήσαν μόνο τα παιδιά, για την Στέλλα Νίκα ότι το ελληνικό ήταν και ιερό και έπρεπε με όλη της την δύναμη να το υπηρετήσει. Ας είναι αιώνια η μνήμη της.
Δημήτρης Περδίκης
Ένα χρόνο πριν η ιστορία της δασκάλας Στέλλας έγινε γνωστή στο πανελλήνιο μέσω της τηλεοπτικής εκπομπής 360°
Πηγή:Χιμάρα
Ο μακάριος πατήρ ημών Ιλαρίων ήταν από την αρχοντική οικογένεια Δοκαούρη της ανατολικής Γεωργίας. Σε ηλικία 6 χρονών τον ανέθεσαν σε θεοφοβούμενο δάσκαλο για να μάθη γράμματα. Από την μικρή του ηλικία διακρινόταν η κλίση του στα θρησκευτικά. Βλέποντας αυτό ο πατέρας του στο χωριό, τον έκτισε μοναστήρι, στο οποίο σύντομα μαζεύτηκαν 16 Πατέρες. Εκεί μεγάλωνε ο μελλοντικός ασκητής. Όταν έγινε 14 ετών αποφάσισε να φύγει στην έρημα Γκαρέτζη για να αποφύγει την υπερβολική αγάπη και προστασία του πατέρα του. Βρήκε στην έρημο μικρό σπήλαιο και άρχισε την άσκηση. Ο μικρός ασκητής ζούσε σαν άσαρκος άγγελος και αγαπήθηκε από τους ερημίτες για την μεγάλη άσκησή του.
Για τις αρετές του μεγάλωνε η φήμη του και σε λίγο χρονικό διάστημα απέκτησε 11 υποτακτικούς. Προσευχόταν αδιάλειπτα και ήταν νηστευτής μεγάλος. Οι άνθρωποι καθημερινά τον επισκέπτονταν για να παρηγορηθούν, να λάβουν συμβουλές και την ευλογία του.
Όταν τον είδε ο επίσκοπος της πόλεως Ρουστάβα, πολύ αδύνατο και ντυμένο στα κουρέλια, τον παρακάλεσε να δεχθεί το αξίωμα της ιερωσύνης. Ο ταπεινός Ιλαρίων αρνήθηκε. Έλεγε να μη βαραίνει τον αμαρτωλό εαυτό του με τον ζυγό της ιερωσύνης, αλλά στο τέλος έκανε υπακοή. Μετά από λίγο καιρό ο μακάριος Ιλαρίων όρισε νέο ηγούμενο στην αδελφότητα και πηγε για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ στους Άγιους Τόπους.
Κατά την μετάβασή τους προσπάθησαν κάποιοι να τους ληστέψουν, αλλά μόλις βγάλαν τα σπαθιά, βρέθηκαν τα χέρια τους ξερά. Οι ληστές κατάλαβαν ότι τους τιμώρησε ο Θεός και έπεσαν στα πόδια του ασκητού για να τους συγχωρέσει. Ο Ιλαρίων τους σταύρωσε, τους γιάτρεψε και τους απόλυσε συγχωρεμένους. Ένας από τους ληστές τον συνόδευσε μέχρι το όρος Θαβώρ.
Μετά το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους ασκήτεψε μερικά χρόνια στο σπήλαιο του Προφήτη Ηλία. Ένα βράδυ είδε όραμα. Είδε την Παναγία στο όρος των Ελαιών, η οποία του είπε: «Ιλαρίων πήγαινε και ετοίμασε τον δείπνο στον Κύριον και Υιόν μου». Μόλις ξύπνησε ευχαριστούσε το Θεό και την Παναγία και πήρε τον δρόμο για την πατρίδα. Εκεί έμαθε ότι ο πατέρας και τα αδέλφια του είχαν πεθάνει. Η μητέρα του τού έδωσε όλα τα πλούτη και του είπε να τα χρησιμοποιήσει όπως θέλει.
Ο μακάριος Ιλαρίων έκτισε γυναικεία Μονή, έδωσε χωράφιααπό τα γύρω χωριά και έβαλε στη Μονή τυπικό. Μετά συγκέντρωσε 75 πατέρες και έκτισε και ανδρικό μοναστήρι. Τα Δε υπόλοιπα χρήματα τα μοίρασε στους φτωχούς.
Ο μισόκαλος διάβολος έβαλε τον θείο του ασκητή να τον σκοτώσει και να κάψει το Μοναστήρι, διότι ήθελε να τον κληρονομήσει. Η θεία Πρόνοια όμως τον επαίδευσε, εξομολογήθηκε, ζήτησε συγχώρεση από τον όσιο, έδωσε την περιουσία του στην Μονή και έγινε μοναχός.
Η φήμη για την αγιότητα του οσίου Ιλαρίωνα μαθεύτηκε σε όλα τα μέρη της Γεωργίας. Ο όσιος μισούσε πολύ την κοσμική δόξα, και όρισε ένα σοφό αδελφό ως ποιμένα για τα λογικά του πρόβατα και μαζί με δυό υποτακτικούς πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από κει στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας. Εκεί έμειναν για πέντε χρόνια σε ένα μικρό εγκαταλελυμένο εκκλησάκι... Μετά ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για να προσκυνήσει το Τίμιο Ξύλο και από κει στην Ρώμη, όπου έκανε πολλά θαύματα με την βοήθεια του Θεού.
Επιστρέφοντας, μετά δυο χρόνια, πήγε στη Θεσσαλονίκη για να προσκυνήσει τον Άγιο Δημήτριο. Στη Θεσσαλονίκη θεράπευσε το τετράχρονο παράλυτο παιδί του ηγεμόνα, ο οποίος του έκτισε εκκλησία σε ήσυχο μέρος για άσκηση. Η αγγελική ζωή του οσίου ξύπνησε σε πολλούς τον θείο ζήλο για την μοναχική ζωή και πολλοί παρέλαβαν το αγγελικό σχήμα από τα χέρια του.
Ο άγιος Ιλαρίων μέχρι την αναχώρησή του στην Άνω Ιερουσαλήμ ζούσε στην Θεσσαλονίκη. Πληροφορημένος από τον Θεό για τον θάνατό του φώναξε τον ηγεμόνα της πόλεως, τον ευχαρίστησε για όλα και τον άφησε διαθήκη να αγαπά τους φτωχούς και μοναχούς και να είναι δίκαιος και ελεήμων. Μετά την κοίμηση του αγίου Ιλαρίωνος ο ηγεμόνας παρήγγειλε λάρνακα για το άγιο λείψανό του, το οποίο έκαμνε πολλά θαύματα, θεραπεύοντας πολλούς αρρώστους. Το γεγονός αυτό πληροφορήθηκε ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Μακεδόνας από τον αρχιεπίσκοπο Θες/νίκης...
Με τρόπο κρυφό άνθρωποι του αυτοκράτορα πήρανε το άγιο λείψανο του οσίου Ιλαρίωνα από την Θες/νίκη στην Κωνσταντινούπολη, όπου με τιμές και ψαλμωδίες το υποδέχθηκαν.
Στην αρχή ο αυτοκράτορας κράτησε το λείψανο στα ανάκτορα. Την Τρίτη ημέρα όμως, ξύπνησε από ευωδία. Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί χωρίς να το κατορθώσει και είδε τον άγιο με ιερατική στολή, ο οποίος του είπε: Αυτή την ευωδία δεν την κέρδισα στις πόλεις αλλά στην έρημο και για να έχεις χάρη από τον Θεό στείλε με στην έρημο.
Ο βασιλιάς διηγήθηκε το περιστατικό στον Πατριάρχη και με μεγάλες τιμές μετέφεραν το άγιο λείψανό του στην Μονή Αγίου Ρωμανού.
Πηγή: (Περιοδικό "Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου", Ιανουάριος – Απρίλιος 2001, Τεύχος 1ο, Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη) Ιερά Μονή Παντοκράτορος
Ο μάρτυς Βαρλαάμ ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Γέροντας στην ηλικία, λόγω της ομολογίας της πίστεώς του στον Χριστό, οδηγήθηκε στον άρχοντα. Και επειδή δεν πείστηκε να θυσιάσει στα είδωλα, τον κτύπησαν με βούρδουλα και του ξερίζωσαν τα νύχια. Έπειτα τον οδήγησαν στον βωμό και του άπλωσαν με βία το χέρι, βάζοντας πάνω του φωτιά και λιβάνι. Διότι νόμισε ο άρχοντας ότι αν ρίψει τους άνθρακες μαζί με το λιβάνι στον βωμό, θα φανεί ότι προσφέρει θυσία στους θεούς. Αυτός όμως στεκόταν ανυποχώρητος και ακίνητος - δείχνοντας έτσι ότι το δεξί του χέρι έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον χαλκό και το σίδερο – έως ότου η φωτιά έφαγε τη σάρκα του και έπεσε στη γη, τρυπώντας το χέρι του. Έτσι προτίμησε να καεί το χέρι του, παρά, έστω και ελάχιστα σαλευμένο, να φανεί ότι έριξε λιβάνι στον βωμό. Μετά από αυτά η ψυχή του παρατίθεται στα χέρια του Θεού με γενναίο και στέρεο φρόνημα. Τον μάρτυρα αυτόν και ο θείος Χρυσόστομος και ο μέγας Βασίλειος τον τίμησαν με εγκώμια.
Αν οι νεώτεροι χριστιανοί δεν γνωρίζουμε ιδιαιτέρως τον άγιο μάρτυρα Βαρλαάμ, τον γνωρίζει όμως πολύ καλά η αγία χορεία των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Δεν είναι τυχαίο ότι αφιέρωσαν γι’ αυτόν λόγους και εγκώμια όχι απλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και συναξαριστές, αλλά οικουμενικοί Πατέρες και Διδάσκαλοι του διαμετρήματος του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Τι σημαίνει αυτό; Ότι εκείνοι με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος που είχαν και τη βαθύτητα της σκέψης τους, διέκριναν ότι τέτοιες προσωπικότητες σαν του αγίου Βαρλαάμ δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητες. Πρέπει να προβάλλονται, ώστε να συνιστούν παραδείγματα και καθοδηγητικά φωτεινά σημάδια στο στερέωμα της Εκκλησίας. Και δικαίως: ο άγιος Βαρλαάμ αποδείχτηκε, κατά τον άγιο υμνογράφο, «ανδριάντος στερρότερος, και χαλκούς δυνατώτερος, και σιδήρου ισχυρότερος». Κι αυτό γιατί το φρόνημα της ψυχής και της διανοίας του υπήρξε «στερρόν και εύτονον και ακατάπληκτον». Ό,τι τονίζαμε και για τον άγιο Πλάτωνα: μπορεί το σώμα να διαλύεται, αν η ψυχή όμως διατηρείται δυνατή, νικητής τότε παραμένει ο άνθρωπος. «Άπας της σαρκός ο σύνδεσμος και η αρμονία σου των μελών διελύετο∙ αλλ’ ο τόνος διετηρείτο της ψυχής σου αδιάρρηκτος».
Θα πίστευε κανείς ότι η δύναμη της ψυχής του αγίου βρισκόταν σε σώμα νεανικό. Τέτοιο ακατάβλητο φρόνημα συνήθως έχουν οι νέοι. Τι έκπληξη όμως, να βλέπει κανείς αυτό το φρόνημα σε ένα γέροντα άνθρωπο. Ο άγιος Βαρλαάμ, κατά το συναξάρι, «γέρων ων την ηλικίαν δια την εις Χριστόν ομολογίαν προσήχθη τω άρχοντι». Ό,τι υπέστη, το υπέστη σε ηλικία που άλλοι τρέμουν και να βαδίσουν. Κι αυτός στεκόταν αγέρωχος, «ανένδοτος, άτρεπτος», με φωτιά στο χέρι του που του έκαιγε τη σάρκα. Ο ηρωισμός του έτσι φαίνεται να πολλαπλασιάζεται. Πώς μας θυμίζει τον αγαπημένο άγιο, αποστολικό Πατέρα και επίσκοπο Σμύρνης, Πολύκαρπο, που σε ηλικία ογδόντα έξι χρόνων συλλαμβάνεται και αυτός και ρίχνεται στη φωτιά. Και εκείνον μεν η φωτιά τον σεβάστηκε και έκανε καμάρα γύρω του, ενώ τον Βαρλαάμ η φωτιά τον έκανε ίδιο λιβανωτό στον Κύριο. «Συν λιβανωτώ, Βαρλαάμ, το πυρ φέρων, εύοσμος ώφθης λιβανωτός Κυρίω». Πιστεύουμε ότι και οι δύο τότε γέροντες, την ώρα δηλαδή του μαρτυρίου τους, τώρα δε νέοι στη Βασιλεία του Θεού, παρίστανται μαζί δίπλα στον Κύριο, «παραστάται δεξιοί», «φορούντες πορφύραν, βεβαμμένην αίματι μαρτυρικώ».
Δύο σημεία από τους ύμνους της ακολουθίας του αγίου Βαρλαάμ αξίζουν επίσης ιδιαιτέρως να επισημανθούν: πρώτον, το απλωμένο και τρυπημένο από τη φωτιά χέρι του αγίου. Ο υμνογράφος το θεωρεί ως μέσον δυνάμεως του Θεού, με το οποίο αφενός ραπίζονται τα πρόσωπα των δαιμόνων, αφετέρου προκαλούνται οι καρδιές των πιστών και οι χορείες των αγγέλων να σκιρτήσουν από χαρά και ευφροσύνη. «Ραπιζέσθω, λέει, δεξιά πυρουμένη τα πρόσωπα των δαιμόνων, των πιστών δε καρδίαι σκιρτάτωσαν, και των Ασωμάτων αι χορείαι φαιδρώς ευφραινέσθωσαν». Δεύτερον, η προτροπή του υμνογράφου στους ζωγράφους της Εκκλησίας. Δεν αρκεί μόνον η «εικονογράφηση» του αγίου διά του λόγου και των ύμνων. Καλούνται οι καλοί ζωγράφοι να λαμπρύνουν τον άγιο με την τέχνη και της εικόνας, χαράσσοντας όμως στην εικόνα και τον αγωνοθέτη Κύριο, που προφανώς θα στεφανώνει τον μάρτυρα. «Ανάστητε οι καλοί νυν ζωγράφοι του μάρτυρος, την εικόνα ταις υμών ευτεχνίαις λαμπρύνατε, τον αγωνοθέτην εν αυτώ προφανώς εγχαράττοντες». Μακάρι η πίστη και η αγάπη προς τον Χριστό του αγίου Βαρλαάμ να χαραχτεί και στις δικές μας τις καρδιές. Θα είναι ο πιο «ευπρεπής ωραϊσμός» που θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε.
ἈπολυτίκιονἮχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Νεανικὴν ἐνδεδυμένος ἀνδρείαν μαρτυρικήν, ἐν πολιᾷ καρτερίαν, σὺ ἐνεδείξω ἔνδοξε, δοξάσας τὸν Χριστόν. Τούτῳ δὲ προσήγαγες δεξιὰν κεκαυμένην, ὡς θυσίαν ἄμωμον τὴν ἁγίαν ψυχήν σου. μεγαλομάρτυς, πρέσβευε ἀεί, πᾶσιν δοθῆναι, Βαρλαάμ, συγχώρησιν.
Ἕτερον ἈπολυτίκιονἮχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Πηγή: Ακολουθείν, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ο "Κόκκινος Στρατός" έδωσε συντριπτικό πλήγμα στις δυνάμεις του Χίτλερ.Και ήταν πραγματικά απίστευτο πως αυτή η χώρα με επικεφαλής τον Στάλιν η παρουσία του οποίου δεν ένωνε πριν το πόλεμο το λαό,κατόρθωσε να λειτουργήσει τελικά ως μία "σιδερένια γροθιά" , να συντρίψει τον εισβολέα και να τον κυνηγήσει μέχρι το ίδιο του το σπίτι,στο Βερολίνο."Κόκκινος Στρατός" στο βίντεο.
Στις 19 Νοεμβρίου 1942, ο στρατάρχης Ζούκοφ και ο Κόκκινος Στρατός σε εφαρμογή του σχεδίου "Ουρανός", ξεκίνησαν τη μεγάλη αντεπίθεση.
Επιχείρηση Ουρανός (Ρώσικα: Операция «Уран») ήταν η κωδική ονομασία της σοβιετικής στρατηγικής επιχείρησης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η οποία είχε ως αποτέλεσμα την περικύκλωση της γερμανικής 6ης Στρατιάς, της 3ης και 4ης Ρουμανικής Στρατιάς και τμημάτων της γερμανικής 4ης Στρατιάς Πάντσερ. Η επιχείρηση αποτέλεσε μέρος της εξελισσόμενης Μάχης του Στάλινγκραντ, και είχε στόχο την καταστροφή των γερμανικών δυνάμεων που βρίσκονταν μέσα και γύρω από το Στάλινγκραντ. Ο σχεδιασμός της Επιχείρησης Ουρανός είχε ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο του 1942 και εξελίχθηκε παράλληλα με σχέδια για την περικύκλωση και καταστροφή της Ομάδας Στρατιών Κέντρου (Mitte) και των γερμανικών δυνάμεων στον Καύκασο. Ο Κόκκινος Στρατός επωφελήθηκε από το γεγονός ότι οι γερμανικές δυνάμεις στη νότια Σοβιετική Ένωση είχαν απλωθεί σε μεγάλο μέτωπο, χρησιμοποιώντας τις πιο αδύνατες ρουμανικές και ιταλικές στρατιές για την φύλαξη των πλευρών τους. Τα αρχικά σημεία της επίθεσης καθορίστηκαν κατά μήκος του μετώπου ακριβώς απέναντι από τις ρουμανικές δυνάμεις, οι οποίες δεν είχαν τον απαραίτητο βαρύ οπλισμό για να αντιμετωπίσουν τα σοβιετικά άρματα.
Με δεδομένο το μήκος μετώπου που προέκυψε από το γερμανικό Μπλε Σχέδιο (Fall Blau), που στόχευε στην κατάληψη της πόλης του Στάλινγκραντ και των πετρελαιοπηγών του Καυκάσου, οι Γερμανοί και οι υπόλοιπες δυνάμεις του Άξονα ήταν αναγκασμένοι να φρουρούν τομείς πολύ μεγαλύτερους από όσους ήταν ικανοί να κρατήσουν. Η κατάσταση χειροτέρεψε από την απόφαση να μεταφερθούν μερικές μηχανοκίνητες μεραρχίες από τη Σοβιετική Ένωση στη Δυτική Ευρώπη. Επιπλέον, οι μονάδες στην περιοχή είχαν εξαντληθεί από τις πολύμηνες μάχες, ιδίως αυτές που έλαβαν μέρος στις μάχες στο Στάλινγκραντ.
Οι Γερμανοί διέθεταν μόνο το 48ο Σώμα Πάντσερ, το οποίο είχε δύναμη μίας μεραρχίας πάντσερ, και την 29η Μεραρχία Πεζικού για την ενίσχυση των Ρουμάνων οι οποίοι ήσαν ταγμένοι στα πλευρά της 6ης Στρατιάς. Αντιθέτως, ο Κόκκινος Στρατός διέθετε πάνω από ένα εκατομμύριο προσωπικό για την εκκίνηση της επίθεσης μέσα και γύρω από το Στάλινγκραντ. Τα σοβιετικά στρατεύματα ωστόσο αντιμετώπιζαν προβλήματα μετακίνησης, καθώς ήταν δύσκολο να αποκρύψουν τις προετοιμασίες ώστε να αιφνιδιάσουν τους Γερμανούς, και συνήθως έφθαναν με καθυστέρηση εξαιτίας προβλημάτων μεταφορών και αποθήκευσης εφοδίων. Η εκκίνηση της Επιχείρησης Ουρανός, ενώ είχε αρχικά προγραμματιστεί για τις 8 Νοεμβρίου, αναβλήθηκε αρχικά για τις 17 Νοεμβρίου, και μετά για τις 19 Νοεμβρίου.
Στις 07:20 (ώρα Μόσχας) της 19ης Νοεμβρίου οι σοβιετικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο βόρειο πλευρό των δυνάμεων του Άξονα, ενώ οι δυνάμεις στο νότιο πλευρό επιτέθηκαν στις 20 Νοεμβρίου. Παρόλο που οι ρουμανικές μονάδες κατάφεραν να αποκρούσουν τις πρώτες επιθέσεις, στο τέλος τις 20ής Νοεμβρίου η Τρίτη και η Τέταρτη Ρουμανική Στρατιά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν ταχύτατα καθώς ο Κόκκινος Στρατός είχε παρακάμψει μερικές γερμανικές μεραρχίες πεζικού. Οι γερμανικές εφεδρείες δεν ήταν αρκετές για να αποκρούσουν τις σοβιετικές μηχανοκίνητες σφήνες, ενώ η Έκτη Στρατιά δεν αντέδρασε έγκαιρα, ώστε να απεμπλέξει δυνάμεις από το Στάλινγκραντ και να τις διαθέσει για την αντιμετώπιση της επερχόμενης απειλής.
Στο τέλος της 22ας Νοεμβρίου οι Σοβιετικές δυνάμεις συναντήθηκαν στην πόλη Καλάτς, περικυκλώνοντας έτσι 290.000 άνδρες ανατολικά του Ντον. Ο Χίτλερ, αντί να επιχειρήσει να διασπάσει τον κλοιό, αποφάσισε να κρατήσει τις δυνάμεις του Άξονα στο Στάλινγκραντ και να τις εφοδιάζει από αέρος, υποστηρίζοντας ότι «το Στάλινγκραντ είναι φρούριο».
Πηγή: OnAlert
Ανήλικοι περιγράφουν πως έπεσαν θύματα συμμοριών ανηλίκων στη χώρα μας και ειδικοί αναλύουν την έξαρση της βίας που δεν ξεχωρίζει ανάμεσα σε γειτονιές ή εθνικότητες. Είναι «δημοκρατική».
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸν σημερινὸ ἀπόστολο; Ἐπ᾽ αὐτοῦ θὰ ποῦμε λίγα λόγια. Πολλὰ θαύματα ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς παρουσία του. Ἰδιαίτερη ἐντύπωσι προκαλοῦσαν καὶ προκαλοῦν πάντοτε οἱ θεραπεῖες τυφλῶν, τὸ ὅτι ἔδωσε τὸ φῶς σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔπασχαν στὰ μάτια. Στὸν τυφλὸ λ.χ., ποὺ ζητιάνευε ἔξω ἀπ᾽ τὴν Ἰεριχώ, διέταξε, καὶ μέσα σ᾽ ἕνα δευτερόλεπτο, χωρὶς φάρμακα, χωρὶς ἐγχείρησι, χωρὶς τίποτε, ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὸν ὡραῖο κόσμο καὶ ἐδόξασε τὸ Θεό (βλ. Λουκ. 18,35-43).
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Από τις 18 έως τις 24 Νοεμβρίου του 1826 συντελέστηκε στην Αράχοβα ένα από τα κορυφαία γεγονότα της Ελληνικής Παλιγγενεσίας. Ο "αετός της Ρούμελης" στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης, επικεφαλής πολλών εμπειροπόλεμων καπεταναίων και ανδρειωμένων αγωνιστών της επαναστατημένης Ρούμελης κυρίως, αλλά και πολλών άλλων περιοχών της Ελλάδας και με τη συνδρομή 300 περίπου Αραχοβιτών κατανίκησε και σχεδόν εξολόθρευσε εκστρατευτικό σώμα 2.200 επίλεκτων Τουρκαλβανών, υπό την αρχηγία του περιβόητου Μουσταφάμπεη Κιαφεζέζη.
Η περίλαμπρη νίκη, που αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων μετά την πτώση του Μεσολογγίου και κράτησε αναμμένη τη δάδα της εθνεγερσίας στη Ρούμελη, αποδόθηκε στη σωτήρια επέμβαση του υπέρτατου Στρατηλάτη Αγίου Γεωργίου, που με τον άγριο Κατεβατό, την ξαφνική χιονοθύελλα και το αναπάντεχο κρύο, συνέδραμε τους Έλληνες στη φονική καταδίωξη των Τούρκων στις αφιλόξενες γι' αυτούς πλαγιές του Παρνασσού.
Τα ηρωικά γεγονότα εκείνων των ημερών έμειναν για πάντα ζωντανά στα χείλη και στις καρδιές των Αραχωβιτών και συνδέθηκαν αδιάσπαστα με την ολόθερμη πίστη στην προστασία του τόπου και των ανθρώπων από τον Τροπαιοφόρο Άγιο. Έπειτα ενσωματώθηκαν στην υπάρχουσα από παλιά στην Αράχοβα λαμπρή θρησκευτική γιορτή του Αγίου Γεωργίου, το ξακουστό Πανηγυράκι, προσδίδοντάς της από τότε και έντονο εθνικό χαρακτήρα.
Νοέμβριος 1826
Γύρω κι απέναντι απ την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου γίνεται η μεγάλη μάχη, που χαρακτηρίστηκε σαν δεύτερη Επανάσταση της Ρούμελης. Για μια φορά ακόμη πλούσια εξέχεε τη Χάρη του ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος, οδηγώντας στην κρίσιμη ώρα τούς Έλληνες.
Όντως, η σημασία της μάχης εκείνης ήταν καθοριστική για την έκβαση της Επανάστασης, που μετά την πτώση, του Μεσολογγίου «έπνεε τα λοίσθια» . Ο Σουλτάνος εκμεταλλεύτηκε την πτώση του ηθικού των Ελλήνων και εξαπέλυσε «φιρμάνι στους Ρωμηούς» να προσκυνήσουν, να παραδώσουν τα όπλα τους και να πάρουν γενική αμνηστία.
Κρίσιμη η στιγμή, στ' αλήθεια, για τους τυραννισμένους Ρωμηούς. Το μέγεθος του κινδύνου μας δείχνει η επιστολή του Γ. Καραϊσκάκη προς τον πρωθυπουργό Ανδρέα Ζαίμη: «Η Ελλάς προσκυνεί και πάσχισον δια την κοινήν σωτηρίαν».
Τα σχέδια των Τούρκων ήταν να πατάξουν τη Ρούμελη και να ολοκληρώσουν ύστερα την κατάληψη της Πελοποννήσου. Ματαιώθηκαν όμως από το Γ. Καραϊσκάκη, που διορίστηκε αρχιστράτηγος της Ρούμελης. Στην κρίσιμη ώρα συγκέντρωσε τους θορυβημένους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και κατέλαβε την Αράχωβα. Έδωσε έτσι με τα όπλα την απάντηση στο φιρμάνι του Σουλτάνου.
Στη μάχη της Αράχωβας βρέθηκαν αντιμέτωποι οι πιο έμπειροι αξιωματικοί των Τούρκων και οι Έλληνες καπεταναίοι, που τους ένωσε και τους οδήγησε στο θρίαμβο ο Γ. Καραϊσκάκης η εκπληκτική προσωπικότητα, η στρατηγική μεγαλοφυία, που άλλαξε την πορεία της Εθνεγερσίας.
Η επιστολή του Ανδ. Ζαίμη προς τον Καραϊσκάκη είναι απόδειξη της ιστορικής δικαίωσης του στρατάρχη. «Η Πατρίς εις αυτήν την περίστασιν εγνώρισεν, τι είναι ο Καραϊσκάκης και ότι χωρίς Καραϊσκάκην δεν εκατορθούτο, οτι θαυμασίως κατωρθώθη έως την σήμερον» (17-1-1827). Δίκαια στο τραγούδι τους οι Αραχωβίτες τον αποκάλεσαν:
«Καραγισκάκημ' αρχηγέ και πρώτε καπιτάνιε...» .
Για τους Τουρκαλβανούς, όμως, η ανάμνηση της μάχης της Ράχωβας και η καταδίωξη, που ακολούθησε, ήταν οδυνηρότατη για πολλά χρόνια. Παροιμιώδης έμεινε στους Αλβανούς η φράση, που έλεγαν για κάποιον, όταν έφευγε βιαστικά: ‘'Που φεύγεις μωρέ, ωσάν να σε κυνηγά ο Καραϊσκάκης;'' Αλλά και στις μεταξύ τους συμπλοκές οι Αλβανοί φώναζαν: "Στάσου, στάσου να ιδείς μια φορά τουφέκι του Καραϊσκάκη" .
Ας διαγράψουμε όμως το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων του 1826.
Η Ακρόπολη των Αθηνών πολιορκείται απ' τον Κιουταχή και ο Καραϊσκάκης εκστρατεύει στη Ρούμελη για να κάμει αντιπερισπασμό, διώχνοντας τις τουρκικές φρουρές της περιοχής και καταλαμβάνοντας στρατηγικές θέσεις, ώστε να ματαιώσει κάθε προσπάθεια ανεφοδιασμού και ενίσχυσης του Κιουταχή.
Προχωρεί, λοιπόν, ο Καραϊσκάκης απ' τη Δόμβραινα προς το Δίστομο, αφού πέρασε απ' τα μοναστήρια Δομβού και Οσίου Λουκά. Ο Μουστάμπεης για να τον εμποδίσει κίνησε απ' τη Λιβαδειά, για να καταλάβει την Αράχωβα. Τον συνοδεύουν κι άλλοι μπέηδες και 2.000 Τουρκαλβανοί. Φτάνουν στην Αράχωβα και ταμπουρώνονται πάνω απ' τον Αϊ Γιώργη. Στον αυλόγυρο της εκκλησιάς και στα γύρω σπίτια ταμπουρώθηκε η εμπροσθοφυλακή του Καραϊσκάκη κι ο στρατάρχης στήνει το στρατηγείο του στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη.
Αν και Νοέμβριος, το κρύο ήταν αβάσταχτο, όπως και τα βόλια των Ελλήνων. Μην αντέχοντας λοιπόν περισσότερο σύρθηκαν ταπεινωμένοι οι Τουρκαλβανοί εκλιπαρώντας ανακωχή. Τα λόγια τους, όπως τα διέσωσε o Χρ. Περραιβός, είναι πρωτόγνωρη ταπείνωση για τους περήφανους μπέηδες και ξεκάθαρη ομολογία, πως ο Θεός προστάτευε τους Έλληνες:
«Ημείς εκινήσαμεν με σκοπόν να σας χαλάσωμεν, ο Θεός όμως δεν ήθελε. Δια τον κακόν μας, λοιπόν, σκοπόν αρκετά μας επαίδευσε και μας εντρόπιασε...»
Οι όροι όμως της παράδοσης, που πρότειναν οι Έλληνες, ήταν βαρείς. Στις 22-11-1826 ο Μουστάμπεης τραυματίζεται και την επόμενη ημέρα πεθαίνει. Ο Κατεβατός και τα βόλια δεν αφήνουν περιθώρια αναμονής και ενίσχυση δεν μπορεί να πλησιάσει. Έτσι, οι Τουρκαλβανοί επιχειρούν έξοδο προς τον Παρνασσό, αλλά ο στρατάρχης Καραϊσκάκης είχε διακόψει κάθε δυνατότητα διαφυγής.
Στο πεδίο τrς μάχης γίνεται πάλη σώμα προς σώμα και άγρια καταδίωξη στις απόκρημνες πλαγιές του Παρνασσού μέσα στο χιόνι και στο «καταργιακό».
Την επόμενη ημέρα (25 Νοεμβρίου) 300 τούρκικα κεφάλια στήθηκαν τρόπαιο της νίκης στη θέση Πλόβαρμα, στα Πλατάνεια. Η συνήθεια αυτή, που ήταν τουρκική, υιοθετήθηκε απ΄ τον Καραϊσκάκη για να αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων. Το δημοτικό μας τραγούδι σώζει τη βροντερή φωνή του πολέμαρχου Καραϊσκάκη:
«Που' στε μπρε Ρουμελώτες μου, παιδιά μ' αντρειωμένα
Γυμνώστε τ' αλαφρά σπαθιά και ρίξτε τα ντουφέκια,
βάλτε τους Τούρκους στα μπροστά και κόψτε και σκοτώστε»
Ο Υπέρτατος Στρατηλάτης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης
Στη νίκη όμως αυτή, που κατά την εκτίμηση του Γ. Καραϊσκάκη «είναι η σημαντικοτέρα της Ελλάδος», εκείνος που οδηγούσε ως υπέρτατος στρατηλάτης ήταν ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος. Οι πολεμιστές βίωσαν τη σωτηριώδη επέμβαση του Αγίου. Το θαύμα εκείνο έμεινε για πάντα ζωντανό στα χείλη και στην καρδιά των Αραχωβιτών.
«Τότε, λοιπόν, πολλοί απ' τους Έλληνες πολεμιστές είχανε να λένε πως μέσα σ' αυτή τη χιονούρα και της μάχης τη χλαπαταγή βλέπανε μέσα σ' ένα σύγνεφο από αντάρα κάποιο καβαλάρη να κυνηγάει κι αυτός τον εχθρό και να παρακινάει με νοήματα τους Έλληνες να τον ακολουθήσουν. Ήταν ένα πανώριο χρυσοφορεμένο παλικάρι μ' αργυρό κοντάρι πάνω σ' άσπρο ομορφοσελωμένο άτι μ' ασημένια χάμουρα. Όσοι τον είδανε, όλοι τους τον γνώρισαν, πως ήταν ο Αϊ Γιώργης».
Και δεν είναι οι Έλληνες, μόνο, που είδαν τον Άγιο Γεώργιο, μα και οι Τουρκαλβανοί. Στις 22 Νοεμβρίου τη νύχτα, οι Τούρκοι είδαν ένα καβαλλάρη πάνω σ' άσπρο άλογο να τρέχει μέσα στο στρατόπεδο τους κι άρχισαν τους πυροβολισμούς. Οι Έλληνες που αναρωτήθηκαν για τους πυροβολισμούς εκείνους, νόμισαν τότε, πως ήταν κάποιο στρατήγημα των Τούρκων. Όμως, ένας Τούρκος αιχμάλωτος μετά τη μάχη τους αποκάλυψε το θαύμα εκείνο.
Και ήταν τόσο βαριά η ξαφνική χιονούρα και ο Κατεβατός, ώστε όλα τα γράμματα απ' το στρατόπεδο προς τη Διοίκηση, έλεγαν, πως ήταν φανερό σημάδι του Θεού η κακοκαιρία εκείνη. Την ίδια πίστη εξέφραζε και ο Σπυρίδων Τρικούπης στον επινίκιο λόγο του.
Πραγματικά, η βοήθεια του Υψίστου ήταν φανερή προς τους αδικημένους Έλληνες, που η φωνή της απελπισίας τους έφτασε ως τον ουρανό: «Πότε ήλθαμε εις τον τόπον σας να σας βλάψωμεν; Ημείς δεν ζητούμεν άλλο τι σήμερον παρά την ελευθερία μας, την οποίαν ο Θεός χάρισε εις κάθε άνθρωπον να την χαίρεται εν όσω ζει». Έτσι μίλησαν οι Έλληνες. Για τούτο η Δικαιοσύνη του Υψίστου και η Χάρη του Αγίου ενήργησαν τόσο φανερά. Ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος αναδείχτηκε για μια ακόμη φορά υπέρμαχος και υπερασπιστής των αδικουμένων. Στο τέλος της επινίκιας δοξολογίας στις 28 Νοεμβρίου στην τότε πρωτεύουσα Αίγινα, ο Σπ.Τρικούπης προσκάλεσε το λαό και έψαλαν τρεις φορές το «Τίς Θεός μέγας».
«Οι αθλήσαντες και στεφανωθέντες εις Αράχωβαν εφάνησαν όργανα των μεγάλων του Ουρανού βουλών, ας δώσωμεν δόξαν και μεγαλωσύνην εις τον Ουράνιον Πατέρα».Είναι τα λόγια του Σπυρίδωνος Τρικούπη απ' τον επινίκιο λόγο του και είναι αληθινή ομολογία του θαύματος.
Αλλά και ο στρατάρχης Γ. Καραϊσκάκης αρχίζει την αναφορά του με την ίδια ομολογία: «Δια της δυνάμεως και βοηθείας του Υψίστου Θεού πέμπομεν τας χαροπάς αγγελίας περί της λαμπράς νίκης εις Ράχωβαν».
Ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος απάντησε εδώ στην Αράχωβα την Εθνεγερσία κι ορμήνεψε τον Καραϊσκάκη: «πως από δω να διαφεντέψει με το σπαθί τα πεπρωμένα της Φυλής»
Καθώς διηγούνται οι γέροντες της Αράχωβας, «ο καπετάν Καραϊσκάκης ανταριαζότανε, μήπως χάνανε τον αγώνα, γι' αυτό διέταξε να προσευχηθούμε όλοι στον Αϊ Γιώργη». Την άλλη μέρα μετά τη μάχη, σαν πήγε αρκετό δρόμο προς τη Μονή της Αγίας Ιερουσαλήμ και διαπίστωσε μόνος του, πόση ήταν η φθορά των Τούρκων, γύρισε στην Αράχωβα και δακρυσμένος προσευχήθηκε στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη, ευχαριστώντας το Θεό και τον Άγιο.
Πόσες, αλήθεια, προσευχές δεν θα είχε απευθύνει στον Άγιο ο στρατάρχης με το αδύνατο σώμα, το μαυριδερό πρόσωπο και τα βαθουλωμένα μάτια, που αστραποβολούσαν πάθος και ενεργητικότητα; Συνδεδεμένος με τον Άγιο Γεώργιο, καθώς έφερε το όνομά του, αξιώθηκε να κάμει στρατηγείο του την εκκλησιά του Τροπαιοφόρου σε κείνη τη σημαδιακή ώρα του Αγώνα.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας έσωσε μια αυθεντική μαρτυρία για εκείνες τις ηρωικές ημέρες, γύρω απ' την εκκλησιά του Αϊ Γιώργη. Δυο κουβέντες του Καραϊσκάκη, που έσωσε η παράδοση, φανερώνουν μια απλή ηρωική ψυχή, γεμάτη αυτοθυσία. «Οι οπλαρχηγοί, που έφτασαν εις την Αράχωβαν (δια Πορέσης, Πέντε Ορίων, Αγίας Ευθυμίας, Σαλώνων, Καστρίου), εύρον τον Καραϊσκάκην καθήμενον πλησίον μεγάλης πυράς έξω, όπισθεν του ιερού βήματος της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Όταν έφτασαν οι οπλαρχηγοί της Δωρίδος, ηγέρθη και περιπτυχθείς τους εφίλησεν αδερφικώς:
- Έ, τους έχομεν καλά, είπε, να πιάσετε τα ταμπούρια, καπεταναραίοι, και υπομονή, ντε: "όποιος αγαπάει την πατρίδα θα υποφέρει". Αξιοθαύμαστο το "μέσα πλούτος" του ήρωα με το ασθενικό κορμί!
Μια σύντομη παρένθεση για την προσωπικότητά του είναι η ουσιαστικότερη κατάθεση ευγνωμοσύνης.
Βαθιά ευλαβική η ψυχή του, έσπειρε με προσευχές την πορεία του προς την Αράχωβα. Περνώντας απ' τα Μοναστήρια των Βοιωτών Αγίων, του Οσίου Σεραφήμ του Δομβοϊτου και του Οσίου Λουκά, μαζί με την οργάνωση της άμυνάς τους αντλούσε και ο ίδιος δύναμη, επικαλούμενος με θερμή ψυχή τη βοήθειά τους.
Στις συχνές αρρώστιες του κατέφευγε στη Χάρη της Προυσιώτισσας. Σε αυτό το Μοναστήρι ακούστηκαν δυο κουβέντες του Καραϊσκάκη, που φανερώνουν την ψυχή του. Ήταν στα 1823. Ύστερα απ' τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο φέρνουν νεκρό τον ήρωα Μάρκο Μπότσαρη στο Μοναστήρι. Ο Καραϊσκάκης, που ήταν άρρωστος στο Μοναστήρι, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι του και ασπάστηκε το νεκρό με τούτα τα λόγια.:
-«Άμποτε, Μάρκο ήρωά μου, να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο». Και ύστερα συμπλήρωσε μπρος στο νεκρό ήρωα:
-«Ο Μάρκος ήτανε τρανός. Είχε μυαλό όσο κανείς άλλος. Καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκηα σαν του Χριστού. Ούτε το δάχτυλό του δε φτάνουμε εμείς».
Τα λόγια περισσεύουν για τέτοιες ψυχές. Και όντως ο θάνατος του Καραϊσκάκη ήταν όπως τον ευχήθηκε. Άνθος αυτοθυσίας για την πατρίδα η ψυχή του, άνθησε την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, 23 Απριλίου 1827 (4 η ώρα ξημερώνοντας).
Είναι να θαυμάζει κανείς, πόσο τέλεια συντέθηκαν στην άδολη ψυχή του πολέμαρχου το άγριο και το ήμερο, το τραχύ και το μαλακό. Φιλόδοξος, ηγετικός, αφιλοκερδής, οξύθυμος και παράλληλα αγαθός και μεγαλόκαρδος, αθυρόστομος, αλλά και πικρός υβριστής των ανάνδρων, ταπεινόφρων, που άκουγε προσεκτικά τη γνώμη των άλλων, αλλά και ηγέτης, που θαυμάστηκε κι από τους αντιπάλους του. Παράτολμος, στρατηγικός, ακούραστος, αν και διαρκώς άρρωστος.
Είναι ζήτημα αν τιμήθηκε τόσο πολύ ήρωας σ' άλλο τόπο, όσο ο Καραϊσκάκης στην Αράχωβα. "Γέροντα" τον αποκάλεσαν οι Αραχωβίτες εκφράζοντας έτσι τον σεβασμό τους και την αγάπη τους. Τίτλος, που είναι μονολεκτική δικαίωση της ιστορίας, η οποία κατέταξε τον Καραϊσκάκη: "στους διαλεχτούς της άρνησης και ακριβογιούς της πίστης"
Και μετά τη μάχη οι Αραχωβίτισσες έστελναν τα παιδιά τους να φιλήσουν το χέρι του Καραϊσκάκη, όπως διηγούνται οι αιωνόβιοι Αραχωβίτες. Ζωντανή κρατήθηκε στην Αραχωβίτικη ψυχή η ιστορία μαζί με τη βεβαιότητα για το θαύμα, βεβαιότητα, που αντλείται από τη ζωντανή πίστη. Αυτή η πίστη γέννησε πολλά τραγούδια, όπως το ιστορικό τραγούδι της μάχης, σκιαγραφία αληθινή της Αραχωβίτικης ψυχής. Στο τραγούδι αυτό ο Άγιος Γεώργιος, στρατηγός υπέρτατος, προστάζει και υπόσχεται:
Βγάτε να τους μποδίσετε, ίσως και το ταχιά ταχύ να πέσει και το χιόνι,τότες θα ξεπαγιάσουνε, θα ξεραθούνε όλοι.
Μ' αυτή τη βεβαιότητα για το θαύμα πορεύεται στην ιστορία της η Αράχωβα. Μόνο μέσα απ' αυτή την ξεκάθαρη θεώρηση των γεγονότων του Νοεμβρίου του 1826 εξηγείται ο τρόπος, που κάθε χρόνο γιορτάζει η Αράχωβα τον πολιούχο της Άγιο Γεώργιο. Η ανοιξιάτικη εθνικοθρησκευτική γιορτή του Αγίου Γεωργίου, το Πανηγυράκι, αποδείχνει ακλόνητη την πίστη στο θαύμα.
Το κανόνι
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, εκφράζοντας ευλαβικά τις ευχαριστίες του στον Άγιο Γεώργιο, του αφιέρωσε ένα κανόνι από τα λάφυρα της μάχης. Έτσι έμεινε και το έθιμο των κανονιοβολισμών στο τριήμερο Πανηγυράκι προς τιμήν του Τροπαιοφόρου.
Όταν αργότερα τούτο το κανόνι πάλιωσε, ο Ελληνικός στρατός δώρισε ένα άλλο κανόνι στο «στρατιώτη του Χριστού». Τούτο το κανόνι έμελλε να συνδεθεί με ένα ακόμη θαύμα του Αγίου στα χρόνια της Ιταλικής κατοχής. Το κανόνι που βλέπουμε σήμερα μπροστά στο μνημείο του Καραϊσκάκη, στην αυλή της εκκλησίας, μέχρι την κατοχή βρισκόταν στο πυροβολείο, από εκεί ψηλά, απ' το πεδίο της μάχης, το Μουστάμπεϊ και κάθε χρόνο στο Πανηγυράκι «βροντούσε» προς τιμήν του Αϊ Γιώργη.
Όμως οι Ιταλοί κατακτητές ένοιωθαν ανασφάλεια έχοντας ένα κανόνι πάνω απ' το κεφάλι τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, να το μεταφέρουν στο φρουραρχείο τους, στη δυτική πλευρά της Αράχωβας, το ζεύουν στα μουλάρια και αρχίζουν να το κατεβάζουν. Όταν όμως έφτασαν έξω απ' την εκκλησία, τα ζώα δεν έκαναν ούτε ένα βήμα και όπως «μολογάνε» οι Αραχωβίτες «τα ζά έσκασαν», έπεσαν κάτω ακίνητα και μην έχοντας τι άλλο να κάνουν αποφάσισαν να το καταστρέψουν. Έτσι κατάφεραν να σπάσουν ένα μικρό κομμάτι μπροστά στην κάνη. Πρόσφατα το θραύσμα συγκολλήθηκε να μη χαθεί. Πραγματικά, η λογική αδυνατεί να εξηγήσει το γιατί στάθηκε αδύνατο να μεταφερθεί πέρα απ' το χώρο της εκκλησίας το μικρό κανόνι, αν και μεταφέρθηκε χωρίς προβλήματα μέχρι το σημείο εκείνο.
Το μνημείο
Σήμερα, όποιος βρεθεί στον Αϊ Γιώργη, μπορεί να θυμηθεί την ένδοξη εκείνη μάχη. Στον περίβολο της εκκλησίας θα δει το μνημείο του Καραϊσκάκη και το μικρό κανόνι μπροστά του, με τη χάλκινη εικόνα του ήρωα να φέρει την επιγραφή:
Στρατηγείον Καραϊσκάκη
1826 Νοεμβρίου 24.
«Ο Στρατηγός της Ρούμελης εδώ από τη θέση αυτή τα πεπρωμένα της Φυλής διαφέντεψε με το σπαθί του».
Είναι η ζωντανή απόδειξη του θαύματος του Αγίου Γεωργίου, ένα θαύμα, που ο καθένας μπορεί να ψηλαφίσει.
Προς την Αράχωβα
Η στρατιωτική ιδιοφυΐα του είχε προδιαγράψει το καλύτερο δυνατό για την περίσταση σχέδιο. Ίσως ένας άλλος στη θέση του, μόλις έπαιρνε την είδηση πως ο εχθρός θα τράβαγε την άλλη μέρα για την Αράχοβα, να ξεκινούσε αμέσως μ' όλο το στρατό του να πιάσει τα στενά για να την προστατέψει. Εκείνος, αντίθετα, έστελνε μια μικρή μονάχα δύναμη και παράγγελνε στους άλλους καπεταναίους να κυκλώσουν την Αράχοβα δυτικά κι ανατολικά. Ό ίδιος θα' παιρνε από πίσω τον τούρκικο στρατό που θα πέρναγε από το Ζεμενό.
Δε γύρευε δηλαδή να προστατέψει την Αράχοβα, παρά να κλείσει μέσα και γύρω από αυτή τους εχθρούς και να τους εξοντώσει. Και, καθώς θα δούμε, οι δυο πιο ξακουστοί στρατηγοί του Κιουταχή, ο Κεχαγιάμπεης κι ο Μουστάμπεης, οδηγώντας το πιο διαλεχτό ασκέρι της τούρκικης στρατιάς, θα πέσουν στην παγίδα που τους έστησε.
Έπειτα από τούτη τη γλήγορη πορεία ο Καραϊσκάκης λογάριαζε να ξεκουράσει κάπως το στρατό του στο Δίστομο, ώσπου να μάθει τις κινήσεις του Κεχαγιάμπεη και του Μουστάμπεη που είχαν σμίξει πια τ' ασκέρια τους και δρούσαν ενωμένα. Το ίδιο κείνο βράδυ ο Καραϊσκάκης βρισκόταν σιμά στην παραστιά ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού. του φέρανε το μερδικό του από το κοκορέτσι που είχανε ψήσει τα παλικάρια κι άρχισε να το τρώει έχοντας για ψωμί μια λειψοκουλούρα φτιαγμένη από κριθαρένιο ακοσκίνιστο αλεύρι.
Δίπλα του καθόταν ή περίφημη Τουρκοπούλα Μαριώ, που ο Καραϊσκάκης την έσωσε σαν ήταν στο Μοριά, την πήρε κοντά του, της φόρεσε αντρικά ρούχα, της έδωσε τ' όνομα Ζαφείρης κι από τότε, αρματωμένη, στεκόταν ο πιο πιστός του φύλακας. Έξω στην αυλή βρίσκονταν ξαπλωμένα ως δέκα παλικάρια κι άκουγαν ένα λεβεντονιό που έπαιζε το λιογκάρι του και σύγκαιρα τραγουδούσε. Κείνη την ώρα φτάνει κάποιος αγωνιστής και λέει στον αρχηγό πώς στα καραούλια μας παρουσιάστηκε ένας νιός καλόγερος και γύρευε να τον δει για κάτι το σπουδαίο.
Είπε να τον φέρουν. Ερχόταν από το μοναστήρι Ιερουσαλήμ που βρίσκεται στη Δαύλεια του Παρνασσού.
- Μ' έστειλε, λέει στον Καραϊσκάκη, ο ηγούμενος να σου πω πώς ο Κεχαγιάμπεης κι ο Μουστάμπεης, με δυόμισι ως τρεις χιλιάδες ασκέρι, βρίσκονται στο μοναστήρι μας και στα γύρω μέρη. Λογαριάζουν να διαβούν αύριο από την Αράχοβα και να τραβήξουν στα Σάλωνα, να χτυπήσουν τους δικούς μας που πολιορκούνε τους Τούρκους στο κάστρο.
- πως, ορέ, τα' μαθε αυτά ο ηγούμενος; ρωτάει ο Καραϊσκάκης.
- Ένας από τους υποταχτικούς μας που ξέρει τα τούρκικα, υπηρετώντας τους μπέηδες που φάγανε στο μοναστήρι, άκουσε τον Μουστάμπεη να ξηγάει το σχέδιο στον Κεχαγιάμπεη.
- Και ποίο είν' αυτό;
-Πως πεντακόσιοι Αρβανίτες θα σηκωθούν αξημέρωτα και θα τραβήξουν από τον Παρνασσό για τη Ράχοβα. Το αποδέλοιπο ασκέρι του θα περάσει από το Ζεμενό. Aν στο στενό βρουν αντίσταση, οι άλλοι που θά' χουν φτάσει πρωτύτερα στην Αράχοβα θα χτυπήσουν πισώπλατα τους Έλληνες.
- Ξέρουν πώς είμαστε εμείς εδώ;
- Oχι, θαρρούνε πώς βρισκόσαστε ακόμα στη Ντομπραίνα.
- Γύρνα δίχως να χασομερήσεις και πες στον ηγούμενο πώς του χρωστάω μεγάλη χάρη για το μαντάτο που μoύ' στειλε.
Ο Καραϊσκάκης πετιέται πάνω είχε ξυπνήσει μέσα του ο πολεμάρχης. άστραψε στο νου του ευθύς το σχέδιο, που θα οδηγούσε σε μια από τις πιο λαμπρές νίκες του Εικοσιένα. Παραγγέλνει ναρθούν δίχως την παραμικρή άργητα να τον βρουν ο Γαρδικιώτης Γρίβας, ο Γιώργης Βάγιας κι ο Χατζηπέτρος.
- Εσείς οι δύο, λέει στον Γαρδικιώτη και Βάγια, θα ξεκινήσετε αμέσως για την Αράχοβα, με πεντακόσια παλικάρια. Σα θα φτάσετε σ' αυτή θα ταμπουρωθείτε στην εκκλησία και στα πιο γερά σπίτια, για να χτυπήσετε τους Τούρκους που θα κατεβαίνουν από τον Παρνασσό να μπούνε στο χωριό. Εσύ, Χατζηπέτρο, θα φύγεις λίγο πριν ξημερώσει και θα διαβείς από τα βουνά ανάμεσα Δίστομο κι 'Αράχοβα. Φτάνοντας αντίκρυ απ' αυτή θα σταθείς για να συντρέξεις τον Γαρδικιώτη και τον Βάγια. Τ' αποδέλοιπα είναι δικά μου.
Έπειτα φώναξε όλους τους καπεταναίους και τους πρόσταξε να παραγγείλουν στα παλικάρια τους να φτιάξουν ψωμί, γιατί μόλις θα πρόβελνε ο ήλιος θα ξεκινούσαν. Σύγκαιρα κάλεσε τον γραμματικό του Αινιάνα και του υπαγόρεψε γράμματα, τόσο στους καπεταναίους που πολιορκούσαν τα Σάλωνα όσο και σ' εκείνους που βρίσκονταν στα γύρω μέρη, να τρέξουν στην Αράχοβα.
Ώσπoυ να δώσει ο Καραϊσκάκης τις διαταγές, να υπαγορέψει τα γράμματα και να τα στείλει, είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Τότε πια κουκουλώθηκε με την κάπα του και ξάπλωσε για να ξεκουράσει κάπως τ' άρρωστο κορμί του. Σε λίγο σηκώθηκε και βγήκε έξω να δει τι καιρό κάνει. άστραφταν όλα τ' αστέρια στον ουρανό. Τα πάντα προμηνούσαν πώς ή μέρα που ερχόταν θά' ταν μία από τις πιο λαμπρές εκείνου του φθινοπώρου.
- Ξυπνήστε τ' ασκέρι, πρόσταξε, για να ετοιμαστεί να ξεκινήσουμε.
Η Νίκη
Ο Γαρδικιώτης κι ο Βάγιας φτάσανε στην Αράχοβα πριν ακόμα να ξημερώσει κι έπιασαν την εκκλησιά και τα πιο γερά σπίτια. Μόλις όμως πρόβαλε η μέρα, 19 του Νοέμβρη, φάνηκαν οι Αρβανίτες του Μουστάμπεη να ροβολούν από τον Παρνασσό να μπούνε στην Αράχοβα. Σε λίγο ξεχώρισε κι ο νταϊφάς του Χατζηπέτρου να κατηφορίζει από την αντικρινή πλαγιά του Παρνασσού. Οι Αρβανίτες μόλις είδαν πώς το χωριό βρισκόταν πιασμένο από τους δικούς μας ρίχτηκαν να τους ξεπατώσουν. Οι Έλληνες τους αντιβγήκαν θαρρετά κι άρχισε πεισματικός πόλεμος κι από τα δυο τα μέρη. Ο Χατζηπέτρος πιάνει κάποιο ψήλωμα σιμά στην Αράχοβα, μα λίγη ήταν ή βοήθεια που μπόραγε να δώσει στους κλεισμένους. Και να, αρχίζει να φτάνει από το Ζεμενότο τούρκικο ασκέρι του Κεχαγιάμπεη. Καθώς έρχονταν μπουλούκια μπουλούκια, ρίχνονταν στη μάχη κι αυτοί ν' αποτελειώσουν τους ταμπουρωμένους στα σπίτια.
Στην κρίσιμη τούτη ώρα ο Καραϊσκάκης μ' οχτακόσια παλικάρια περνά το Ζεμενό, κυνηγώντας τους πιο βραδυπορεμένους Τούρκους. Όταν σίμωσε στέλνει σημαντική δύναμη αγωνιστών δεξιά από το χωριό. Έτσι, σε λίγο, οι εχθροί χτυπιόνταν από τέσσερα μέρη από κείνους που είχαν ταμπουρωθεί στο χωριό, από τον Καραϊσκάκη ανατολικά, από το σώμα που έταξε προς τα δυτικά κι από τον Χατζηπέτρο.
Τούρκοι κι Αρβανίτες τα χάνουν και γυρεύουν να σωθούν με τη φυγή, ροβολώντας κατά τους Δελφούς. Μα καθώς κάνουν να βγουν από την Αράχοβα βρίσκουν το στενό πιασμένο από τον Δυοβουνιώτη, τον Νάκο Πανουργιά και τον Γιαννάκη Πανομάρα, που μόλις πήραν το γράμμα του Καραϊσκάκη ξεκίνησαν από τα Σάλωνα και φτάνανε στην Αράχοβα. Πισωδρομάνε προς το μόνο μέρος όπου τους απόμενε ακόμα ανοιχτό στ' αλώνια πάνω από το χωριό.
Τρέχουν οι δικοί μας, τους κυκλώνουν και σηκώνουν ταμπούρια. Οι εχθροί είχαν πια μαντρωθεί.
Ο πόλεμος κράτησε πεισματικός όλη την άλλη μέρα. Οι τούρκοι βάλανε ολόγυρα τα μουλάρια και τα σαμάρια τους κι απελπισμένα πολεμούσαν προστατευμένοι πίσω απ' αυτά. Το ίδιο κείνο βράδυ δυναμώθηκαν οι Έλληνες με τον ερχομό των νταϊφάδων του Δ. Μακρή, του Γ. Δράκου, του Κ. Καλύβα, του Τρ. Αποκορίτη και του Γ. Γιολδάση,
Την τρίτη μέρα, 21 του Νοέμβρη, τούρκοι από τη Δαύλεια κι από άλλα γύρω μέρη, τρέξανε σε βοήθεια των μπλοκαρισμένων. Όταν φτάσανε - παραπάνω από οχτακόσιοι - ρίχνουν μια μπαταριά στον αέρα να ιδεάσουν τους δικούς τους. Ξεχύνονται οι κλεισμένοι εχθροί να σπάσουν τον κλοιό. Μα ο Καραϊσκάκης, με την εφεδρική δύναμη που είχε κρατήσει κοντά του, κάνει κόντρα γιουρούσι φωνάζοντας:
- που είσαι, Νικηταρά; που είσαι Βάγια; Που είσαι Πανουργιά; που είσαι, Πανομάρα; Έλληνες, προλάβετε μη μας φύγουν οι τούρκοι και ρεζιλευτούμε, ορέ!
Και οι Έλληνες και τους μπλοκαρισμένους κράτησαν στο μέρος που είχαν πρόχειρα περιχαρακωθεί και τους Τούρκους που ήρθαν σε βοήθεια τους αναγκάζουν, παρατώντας όλα τα ζώα τους και τα εφόδια, να φύγουν κατατσακισμένοι.
Έπειτα από τούτη την ήττα, οι κλεισμένοι μηνάνε την άλλη μέρα στον Καραϊσκάκη, καθώς μάλιστα ο καιρός χάλασε κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο και δεν είχαν που να προστατευθούν, πως του δίνoυν πεντακόσιες χιλιάδες γρόσια, φτάνει να τους αφήσει να περάσουν. Η απόκρισή του ήταν να του παραδώσουν όχι μονάχα τ' άρματα και τα χρήματά τους, παρά και τα Σάλωνα και τη Λεβαδιά. τους γύρεψε ακόμα, εγγύηση πως θα κρατήσουν τη συμφωνία, όμηρους τον Κεχαγιάμπεη και τον Καρεφίλμπεη, αδελφό του Μουστάμπεη,
Οι εχθροί, που λογαριάζονταν, καθώς είπαμε, το καλύτερο ασκέρι που είχε η Τουρκία στη Ρούμελη, αποφασίζουν να καρτερέψουν με την ελπίδα να τους στείλει βοήθεια ο Κιουταχής.
Τη νύχτα που ακολούθησε και την άλλη μέρα έπεφτε ασταμάτητα χιονόνερο. Κι αδιάκοπα χειροτέρευε ο καιρός. Στις 24 του Νοέμβρη άρχισε να ρίχνει χιόνι, που γινόταν όλο και πιο πυκνό. Οι μπλοκαρισμένοι απελπίστηκαν και οι μπουλουξήδες παρουσιάζονται στον Κεχαγιάμπεη και του λένε:
-Άδικα καρτεράμε μιντάτι. Μπαϊλντίσαμε πια ! Σώθηκε το ζαϊρε και δε μας απόμεινε τίποτις να φάμε. Ψοφήσανε και τα ζα από την πείνα και το κρύο. Στεκόμαστε μέρα νύχτα στο χιονόνερο με τα πόδια στα νερά και τη λάσπη ως το γόνα. Κάψαμε και τα σαμάρια και δεν έχουμε πια με τι ν' ανάψουμε φωτιά. Μια μέρα να μείνουμε ακόμα εδώ χάμω και δε θα βρούμε τη δύναμη μήτε να κινηθούμε. Τ' ασκέρι γυρεύει να πάρετε απόφαση γιατί βλέπει πως χανόμαστε.
Ο Κεχαγιάμπεης τους αποκρίνεται πως καταλαβαίνει σε ποιόν κίνδυνο πέσανε και θα πάει, στο τσαντίρι του Μουστάμπεη, να τον βρει ν' αποφασίσουν. Μα ο Μουστάμπεης, που είχε λαβωθεί την προηγούμενη μέρα, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.
Κι ο αδελφός του μηνάει στον Κεχαγιάμπεη:
- Ο Μουστάμπεης είναι του θανατά και να μην τον λογαριάζετε πια ανάμεσα στους ζωντανούς. Πάρετε μόνοι σας όποια απόφαση θέλετε.
Κι όσο γίνονταν αυτά, όλο και πιο πυκνό έπεφτε το χιόνι. Μέσα σε μια μονάχα ώρα ψήλωσε ίσαμε το γόνυ. «Όλη η ατμόσφαιρα εσκοτίσθη από πυκνότατα και μελανώτατα νέφη», γράφει ο Περραιβός που πήρε μέρος σ' εκείνη τη μάχη «μετά τούτο άρχισαν να πίπτωσι χιόνια με σφοδρότατον καί ψυχρότατον βόρειον άνεμον, ο οποίος περιστρεφόμενος εις τα πλάγια και κοιλάδας του Παρνασσού απετέλει την χιόνα ως το σαβούνα εις τήν ατμοσφαίραν, κατευθυνομένη δε εις την επιφάνειαν της γης παρά των ανέμων εσχημάτιζε τόσους σίφουνας και λαίλαπας τα φαινόμενα ταύτα ήσαν αλλεπάλληλα και τρομερά, ωστ' εβίαζον έκαστον να ζητή προσωρινόν καταφύγιον».
Ένας θεριακωμένος Γκέκας συνάζει γύρω του τους πιο εγκαρδιωμένους πατριώτες του και τους λέει πως δεν τους απόμενε άλλο παρά να κάνουν γιουρούσι κι όσοι σωθούν.
- Και πως, ορέ, ρωτάει κάποιος Αρβανίτης, θα βρούμε το δρόμο μέσα σε τούτο το κακό που γίνεται;
- Θα σας τον δείξω εγώ, είπε ο προδότης Ζελιγιανναίος, πού ήξερε όλα τα μονοπάτια του Παρνασσού.
Σε λίγο, θά' ταν ίσαμε δυο από το μεσημέρι, οι Γκέκηδες, μ' οδηγό τον προδότη, ρίχνονται στα καραούλια μας με τα γιαταγάνια στα χέρια. Κόβει τότε το κεφάλι του ζωντανού ακόμα Μουστάμπεη ο αδελφός του για να μην πέσει στα χέρια των Γκιαούρηδων, το βάζει σ' ένα σακί κι ορμά να γλιτώσει. Κι ο Κεχαγιάμπεης, περιτριγυρισμένος από τους τζοανταραίους του, κινά μέσα στ' ανεμοσούρι.
Σαν είπανε στον Καραϊσκάκη πως οι τούρκοι κάνανε γιουρούσι για να φύγουν, παρατά το γιατάκι του, όπου τον κράταγε η φθίση που έτρωγε τα πνευμόνια του, και γυρίζοντας σα δαιμονισμένος το χωριό ξεσηκώνει τους αγωνιστές, όπως οι πιότεροι απ' αυτούς είχανε φύγει από τα ταμπούρια τους και μπήκανε στα σπίτια κάπως να προστατευτούν από το χαλασμό που γινόταν.
Και σε λίγο αρχίζει μάχη βουβή καθώς ο θάνατος, όπως αχρηστεύθηκαν από το χιόνι τα ντουφέκια και οι πιστόλες. Μονάχα τα σπαθιά, τα γιαταγάνια και οι πάλες δούλευαν κι από τα δύο μέρη. Οι Έλληνες κόβουνε στη μέση την τούρκικη φάλαγγα πού είχε ξεχυθεί κι αρχίζει το μακελειό. Ξέχωρα ωσάν μανιασμένοι σκότωναν τούς Αρβανίτες όσοι από τούς δικούς μας ήταν από τη φρουρά του Μεσολογγίου, μια και είχανε τώρα μπροστά τους ίδιους εκείνους εχθρούς πού ξολόθρεψαν στην έξοδο τόσους δικούς μας στη χωσιά πού τους στήσανε όταν τράβαγαν για το μοναστήρι του Αϊ Συμιού.
Από τις δύο χιλιάδες που έφταναν οι εχθροί ίσαμε τρακόσοι μονάχα σώθηκαν, «αλλά και αυτοί κατέστησαν άχρηστοι σχεδόν εις πόλεμον, διότι έπαθον χείρας τε και πόδας από τους πάγους». Πολλοί θάφτηκαν τη νύχτα από τα χιόνια κι όταν ή άνοιξη ήρθε και λιώσανε τους βρήκανε αγκαλιασμένους, καθώς γύρευαν κάπως να ζεσταθούν, κάτω από το λευκό σάβανο που τους σκέπασε.
Η «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος», αναγγέλλοντας θριαμβευτικά τη νίκη, έγραφε: «Πληροφορούμεθα παρά των μοναχών του κατά τον Παρνασσόν μοναστηρίου Ιερουσαλήμ [...] ότι αυτοί οι ίδιοι εχθροί, εις το μοναστήριον διασωθέντες, ομολογούν εν συνειδήσει ότι το κατά την Ράχοβαν πάθος των ήτo αληθώς κατά θείαν βούλησιν, και ρητώς παραδειγματίζουν οι ίδιοι την δυστυχίαν των Γάλλων μετά την εις Μόσχαν αναχώρησιν, αν πρέπει τις να παραβάλλη τα μικρά προς τα μεγάλα». Και πρόσθετε πως από την Αράχοβα ως το μοναστήρι, τέσσερεις ώρες δρόμος, «κείτονται σωρηδόν τα εχθρικά πτώματα».
Ανάμεσα στα κεφάλια των σκοτωμένων που έφεραν οι αγωνιστές στον Καραϊσκάκη ήταν και των δύο Τούρκων αρχηγών του Κεχαγιάμπεη και του Μουστάμπεη.
Μα κουβάλησαν ακόμα τα παλικάρια κι ένα Ρωμιό που πιάσανε ανάμεσα στους Τούρκους τον Τάτση Μαγγίνα. «Αυτός απήρχετο πολιτικός άρχων», γράφει ο Σπηλιάδης, «διορισθείς εις τας επαρχίας της Δυτικής Ελλάδος υπό του Κιουταχή, συνοδευμένος, με τον Μουστάμπεη και τα ύπ' αυτόν στρατεύματα, ν' αγρυπνεί και συμβουλεύει τους υποτεταγμένους, να μένωσι πιστοί ραγιάδες του Σουλτάνου και να καταπείσει όσους τυχόν ήθελαν αποστατήσει να προσκυνήσουν». Ο "καλός" αυτός πατριώτης, όργανο του Μαυροκορδάτου, ήταν ένας απ' όσους με φανατισμό γύρεψαν και πέτυχαν να κηρυχθεί προδότης ο Καραϊσκάκης. Όταν είδε να του τον φέρνουν μπροστά του, πετάχτηκε πάνω:
- Hθελες εσύ, πουλημένο τομάρι στον Κιουτάγια, να με βγάλεις εμένα προδότη. Σε κρατώ τώρα και σε κάνω ό,τι θέλω. Μα όχι, χαμένο κορμί, δε θα λερώσω τα χέρια μου παίρνοντας τη ζωή σου.
Και δίνοντάς του μια σπρωξιά του λέει:
- Θα σε στείλω στην Κυβέρνηση κι αυτή ας σε τιμωρήσει όπως σου αξίζει.
Και πραγματικά η κυβέρνηση τον τιμώρησε, τον έστειλε πληρεξούσιο στην Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας κι αργότερα ο Όθωνας τον έκανε υπουργό.
Ο αντίχτυπος της νίκης
Η νίκη της Αράχοβας γιορτάστηκε όμοια μ' εκείνη στα Δερβενάκια, καθώς κι αυτή ήρθε ν' αναφτερώσει τις ελπίδες των Ελλήνων σε μια από τις πιο κρίσιμες ώρες της επανάστασης. «Aς πανηγυρίσει λοιπόν το έθνος την λαμπρότατη αυτήν νίκη», γράφανε στην αναφορά που στείλανε οι νικητές στην κυβέρνηση από την Αράχοβα στις 26 του Νοέμβρη. Δεν την υπόγραφε μονάχα ο Καραϊσκάκης παρά κι άλλοι ενενήντα τέσσερις μεγάλοι και μικροί καπεταναίοι, όπως ο μεγαλόψυγος αρχηγός θέλησε όλοι να συμμερισθούν τη δόξα. Ο Παπαρηγόπουλος γράφει: «Οπωσδήποτε δίκαιον είχεν ο Καραϊσκάκης ονομάζων την νίκην ταύτην λαμπροτάτην και υπέγραψαν μεν εν τι εκθέσει εκείνη, παρεκτός αυτού, 94 έτι οπλαρχηγοί, άλλ' εννοείται ότι το κατόρθωμα ωφείλετο κυρίως εις την στρατηγική περίνοιαν, εις την σύνεσιν και την δραστηριότητα ενός και μόνου ανδρός».
Πηγές:
* "Ο Αφέντης Αϊ Γιώργης της Αράχωβας και το Πανηγυράκι" -της Καλής Γ. Λούσκου και Ευάγγελου Ν. Νικολιδάκη.
* ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ '21-Δ.ΦΩΤΙΑΔΗΣ
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ἀποτελεῖ τὴν πλέον ἐπικίνδυνη καὶ ὀλέθρια διπλωματικὴ πρᾶξι τῆς Ἑλλάδος τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, ἡ ὁποία δὲν ἔχει προηγούμενο!
Ο Γρηγόρης Βαλκανάς γεννήθηκε το 1916 στους Χράνους Αρκαδίας, τον Αύγουστο του 1936 κατατάχθηκε στη Σχολή Αεροπορίας (Τμήμα Υπαξιωματικών ) και αποφοίτησε τον Σεπτέμβριο του 1938 με τον βαθμό του Σμηνία και ειδικότητα Χειριστή.Ο πόλεμος τον βρήκε να υπηρετεί στην 23η Μ.Δ. με έδρα την Λάρισα.Στις 18 Νοεμβρίου 1940, κατά την εκτέλεση διατεταγμένης αποστολής περιπολίας με α/φ P.Z.L. της Μοίρας Διώξεως, ενεπλάκη σε αερομαχία με ιταλικά αεροπλάνα διώξεως στην περιοχή Ιβάν Αλβανίας, Β.Α της Κορυτσάς...
Ως γνωστόν η Πολεμική μας Αεροπορία συνολικά διέθετε τότε 78 περίπου επιχειρησιακά, ετοιμοπόλεμα να αντιμετωπίσουν περίπου 468 και πλέον α/φ της Ιταλικής Regia aeronautica.Η μεγάλη αυτή διαφορά και η υπεροχή σε μέσα σμίκρυνε και αντιστάθμιζε ο ηρωισμός, η αυταπάρνηση και η αυτοθυσία των Ελλήνων Αεροπόρων.Ο Σμηνίας Γρηγόρης Βαλκανάς συμμετείχε σε Αερομαχία στην οποία ενεπλάκησαν πέντε Ελληνικά P.Z.L. των 22 Μ.Δ. και 23 Μ.Δ. με Ιταλικά καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά αεροπλάνα, όπου όταν εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά του, εξετέλεσε επίθεση αυτοκτονίας…
Χειριστής ενός από τα Ελληνικά P.Z.L. ο Σμηνίας Βαλκανάς Γρηγόριος, ήταν ο μόνος από τους χειριστές της 23ης Μοίρας που δεν είχε ακόμα στο ενεργητικό του κατάρριψη εχθρικού αεροσκάφους.Την αερομαχία πάνω από τη Μόροβα τη θεώρησε σαν την ευκαιρία που ζητούσε και που δεν του είχε παρουσιαστεί ως τότε.
Όταν, μετά από συνεχή ανταλλαγή πυρών, εξαντλήθηκαν όλα τα πυρομαχικά του, χωρίς ακόμα να έχει πετύχει τον αντικειμενικό σκοπό του, αποφασισμένος να μην επιστρέψει άπρακτος στη βάση του, έκανε επίθεση αυτοκτονίας, πέφτοντας με το αεροσκάφος του πάνω σε ένα ιταλικό καταδιωκτικό.
Η σύγκρουση ήταν μοιραία.
Τα δύο αεροπλάνα έπεσαν φλεγόμενα στο έδαφος και τα πληρώματα τους απανθρακώθηκαν”.Η ηρωική αυτή πράξη αυτοθυσίας του Σμηνία Γρηγόρη Βαλκανά, είναι σχεδόν άγνωστη στην αεροπορική μας οικογένεια και στο ευρύτερο Ελληνικό κοινό.Ο ήρωας Σμηνίας Γρηγόρης Βαλκανάς (και όχι μόνο αυτός), ο Έλληνας πρόγονος των Καμικάζι, αυτός που φρουρώντας τις εναέριες Θερμοπύλες θυσίασε ό,τι πολυτιμότερο είχε, τη ζωή του, για να κρατήσει ελεύθερους -μαζί με τους συμπολεμιστές του -τους Ελληνικούς ουρανούς, παραμένει άγνωστος μαζί με το ανεπανάληπτο μέχρι σήμερα κατόρθωμά του.Σήμερα που τα πάντα έχουν ισοπεδωθεί, και οι ηθικές αξίες είναι είδος προς εξαφάνιση, από καιρό εις καιρό είναι αναγκαία η επίκληση “Ηρώων” όπως του Βαλκάνου, από το πάνθεο των Ηρώων της Πολεμική Αεροπορία για παραδειγματισμό των νέων μας.
Πηγή: national-pride.org
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀναστάσιος γεννήθηκε στὴν Παραμυθιά τῆς Θεσπρωτίας περὶ τὸ ἔτος 1730. Ἦταν τὰ χρόνια τῆς σκληρῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, καὶ οἱ Ἕλληνες χριστιανοὶ ὑπέφεραν τὰ πάνδεινα. Ἐστεροῦντο τὴν προσωπική τους ἐλευθερία καὶ δὲν ὄριζαν τίποτε, οὔτε τὰ σπίτια τους, οὔτε τὴν περιουσία τους, ἀκόμη οὔτε καὶ τὰ ἀγαπημένα τους πρόσωπα, τὶς συζύγους, τὶς ἀδελφὲς καὶ τὰ παιδιά τους. Ήταν αγρότης και πιστός χριστιανός.
Ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου ἦταν γεμάτη ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν σκλαβωμένη πατρίδα. Ἔλπιζε βάσιμα ὅτι κάποτε ὁ Πανάγαθος Θεός, θὰ ἔβλεπε τὸν πόνο καὶ θὰ ἄκουγε τὶς θερμὲς προσευχὲς τῶν ραγιάδων καὶ θὰ τοὺς χάριζε τὴν πολυπόθητη ἐλευθερία. Ἀκόμη, κρατοῦσε μέσα στὴν ψυχή του, σὰν ἱερὰ εἰκονίσματα, τὶς μορφὲς τῶν γονέων του καὶ τῶν ἀδελφῶν του, ποὺ προστάτευε ἀπὸ κάθε βεβήλωση τῶν ἀπίστων.
Μια μέρα βγήκε με άλλους Χριστιανούς έξω στα χωράφια, για να θερίσουν. Ο Αναστάσιος είχε πάρει μαζί του και την αδελφή του. Εκείνη την ημέρα συνέπεσε να περάσει από εκεί, ο υιός του ηγεμόνος του τόπου, που λεγόταν Μούσας, μαζί με άλλους Αγαρηνούς για υπηρεσία. Μόλις οι άπιστοι είδαν την ωραιοτάτη αδελφή του Αναστασίου, έτρεξαν αμέσως κατά πάνω της, με ανήθικους σκοπούς. Πρόφθασε όμως ο Αναστάσιος και όρμησε εναντίον των Τούρκων. Έδωσε έτσι καιρό στην αδελφή του και έφυγε.
Οι Αγαρηνοί προσβλήθηκαν, γιατί μαζί με τον Αναστάσιο έτρεξαν και άλλοι Χριστιανοί εναντίον τους και τους έβρισαν. Όταν επέστρεψαν αυτοί από την υπηρεσία τους, στον Πασά,όλη η μανία τους στράφηκε εναντίον του Αναστασίου. Μάλιστα για να επιβαρύνουν την θέση του, είπαν στον Πασά, ότι δήθεν είχε δώσει λόγο να αλλαξοπιστήσει και δεν το έκαμε. Αυτό ήταν λόγος να τον σκοτώσουν.
Τον συλλαμβάνουν
Αμέσως ο Πασάς έστειλε στρατιώτες και συνέλαβαν τον Αναστάσιο. Όταν τον είδε τόσο ωραίο και ανδρείο, σκέφθηκε να τον καταφέρει, είτε με κολακείες και υποσχέσεις, είτε με απειλές και τιμωρίες για να αλλάξει την πίστη του. Ο Αναστάσιος όμως όταν άκουσε την τελευταία κατηγορία, διαμαρτυρήθηκε με δύναμη, ότι ποτέ δεν είχε δώσει τέτοια υπόσχεσησε κανένα. Εγώ, είπε, Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω με την βοήθεια του Χριστού μου.
Κατόπιν έβαλαν τον Αναστάσιο στην φυλακή μέχρι να σκεφτούν πως θα τον πείσουν να αλλάξει την πίστη του. Άρχισε λοιπόν, ο πασάς, να του υπόσχεται χίλια δυο αγαθά. Εν τέλει του είπε ότι θα τον θεωρεί σαν παιδί του γνήσιο, αν υπακούσει σε ότι του λέγει. Με φρίκη, αηδία και αποστροφή, άκουσε όλα αυτά ο Αναστάσιος, ο γενναίος αθλητής του Χριστού. Με αξιοθαύμαστο θάρρος τους λέγει:
› Εγώ έχω στους ουρανούς, αγαθά όχι σαν αυτά τα δικά σας, αλλά πολύ καλλίτερα, τιμιώτερα και διαρκή, που δεν τελειώνουν ποτέ. Δεν δέχομαι επ’ ουδενί λόγω τα δικά σας, τα φθαρτά και μάταια, για να μη χάσω εκείνα τα αιώνια. Γι αυτό την πίστη μου δεν την αρνούμαι με κανένα τρόπο.
Οι Αγαρηνοί έμειναν κατάπληκτοι από την απολογία αυτή του Μάρτυρος. Τον έκλεισαν τότε πάλι στη φυλακή, έως ότου σκεφθούν τι να του κάμουν.
Ο Μουσάς, ο γιος του Πασά, όταν είδε και άκουσε τα λόγια του Αναστασίου, με αγαθή διάθεση, σκέφθηκε φρόνιμα και λογικά και αναρωτήθηκε: «Ποιά είναι λοιπόν αυτή η πίστη που φυλάνε τόσο ακριβά οι Χριστιανοί;»
Θέλησε λοιπόν να φωτισθεί πάνω σ’ αυτά και να πάρει σωστές πληροφορίες. Κατόρθωσε τότε να πάει κρυφά στη φυλακή, να μιλήσει με τον Αναστάσιο. Ο Θεός είδε την αγαθή διάθεση του νέου, και έδειξε το εξής θαύμα για να θερμάνει περισσότερο το ζήλο του: Μόλις μπήκε στη φυλακή, αφού άνοιξε την πόρτα ο δεσμοφύλακας, βλέπει δύο νέους αστραπόμορφους κοντά στον Αναστάσιο. Μη υποφέροντας τη λάμψη τους, έπεσε μπρούμυτα καταφοβισμένος. Αμέσως ο Αναστάσιος έκαμε νόημα στους αστραπόμορφους νέους να φύγουν. Πλησίασε ο Μουσάς τότε και έρωτά τον Αναστάσιο ποιοι ήσαν αυτοί. Έμαθε ότι ήσαν Άγγελοι και φύλακες των Χριστιανών. Πάλιν τον έρωτά αν έχουν και οι Αγαρηνοί τέτοιους φύλακες, αλλά και γιατί οι Χριστιανοί καταφρονούν όλα του κόσμου τα αγαθά και δεν δειλιάζουν στα βάσανα, τις τιμωρίες και σ’ αυτόν τον θάνατο. Στις ερωτήσεις αυτές αποκρίθηκε ο Μάρτυς και είπε:
› Όλοι εμείς οι Χριστιανοί έχομε από ένα τέτοιον Άγγελο, που μας φυλάει όσο είμαστε σε τούτο τον κόσμο. Όταν πεθάνουμε, παίρνει την ψυχή μας και την πηγαίνει στον Παράδεισο. Τώρα, γιατί περιφρόνησα τα καλά, που μου πρότεινε ο πατέρα σου; Αυτό το έκαμα γιατί εμείς έχομε στους ουρανούς αγαθά ανεκλάλητα και αιώνια με τα οποία αν παραβάλωμε όλα του κόσμου τα αγαθά, είναι σκιά και μηδέν. Όταν άκουσε αυτά ο νέος, πλημμύρισε η ψυχή του από Θεία Χάρη και έπεσε στα πόδια του Αναστασίου και τον παρακαλούσε να τον κάνει Χριστιανό.
› Αυτό που ζητάς, του απάντησε ο Μάρτυς, δεν μπορεί να γίνει τώρα. Γιατί αν το μάθει ο πατέρας σου, θα εξοντώσει όλους τους Χριστιανούς.
Μόνο πίστευε κρυφά στον Δεσπότη Χριστό και αυτός, όταν τον παρακαλέσεις να σε αξιώσει, ασφαλώς η Χάρις Του, θα οικονομήσει το συμφέρον σου. Αυτά είπε ο Μάρτυς στον Μουσά, του έδειξε πως να κάνει το σημείο του Σταυρού και τον συνόδευσε ως την πόρτα να φύγει με ειρήνη.
Ο Πασάς, έβγαλε από τη φυλακή τον Αναστάσιο. Βλέποντας όμως ότι δεν κατάφερε να πείσει ούτε με κολακείες, ούτε με φοβέρες, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν, έξω από την πόλη, πλησίον του Μοναστηριού, που βρισκόταν εκεί κοντά. Πράγματι! Τον πήγαν εκεί και ο δήμιος τράβηξε την σπάθη και τον αποκεφάλισε. Έμεινε δε το λείψανο του καλλινίκου Μάρτυρος κάτω εκεί, που τον αποκεφάλισαν, αρκετές ημέρες. Κανείς από τους Χριστιανούς δεν τολμούσε να πλησιάσει για να το παραλάβει και το ενταφιάσει. Ο τύραννος τους είχε απειλήσει με θάνατο. Έβλεπαν όμως κάθε βράδυ οι Χριστιανοί να κατεβαίνει από τον ουρανό ένα φως επάνω στο λείψανο του Αγίου. Έτσι δόξαζε ο Θεός τον καλλίνικο αθλητή, που σε τόση νεαρά και ανθηρά ηλικία για την αγάπη Του πέθανε ανδρεία.
Μια νύκτα όμως ο Μάρτυς φάνηκε στο όνειρο του Πασά και τον διέταξε απειλώντας τον, να δώσει το λείψανό του στο Μοναστήρι. Το πρωί αμέσως ειδοποιήθηκαν οι Μοναχοί και ήλθαν με λαμπάδες και θυμιάματα. Με τιμές που του άξιζαν και με ευλάβεια έφεραν το λείψανό του στο Μοναστήρι και το ενταφίασαν. Ο Άγιος Αναστάσιος αποκεφαλίστηκε την 18ην Νοεμβρίου του έτους 1750 εις δόξαν Θεού.
Τι απέγινε ο Μουσάς
Μετά το ένδοξο μαρτύριο του Αγίου Αναστασίου ο Μουσάς ήταν περίλυπος, αποστρεφόταν όλα τα γήινα και παρακαλούσε νυχθημερόν τον Θεό να πραγματοποιηθεί ο πόθος του, δια πρεσβειών του Αγίου. Μια μέρα πηγαίνοντας σε κάποιο γάμο, βρήκε ευκαιρία και περνώντας από τον τάφο του Αγίου προσευχόταν με δάκρυα. Είδε τότε τον Άγιο μάρτυρα λαμπροφορεμένο, με συνοδεία δύο αγγέλων, να του λέει: Μη λυπάσαι, αδελφέ, και θα λάβεις το ποθούμενο.
Έφυγε περιχαρής από το μοναστήρι και πήγε, κατά την εντολή του πατέρα του στους γάμους. Τη νύχτα αστραπόμορφος άγγελος Κυρίου τον ξύπνησε, τον έβγαλε από το σπίτι, όπου εφιλοξενείτο, χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας, καθώς οι πόρτες άνοιγαν μόνες τους, και,μετά πολύ δρόμο,τον οδήγησε σε ένα ασκητή που καθόταν κοντά σε μια βρύση. Σε αυτόν παρέδωσε τον Μουσά ο άγγελος του Κυρίου λέγοντάς του: Αυτόν ν’ ακολουθήσεις και αυτός θα σε οδηγήσει σε ό,τι επιθυμείς. Και έφυγε. Ακολούθησε τον ασκητή και οδοιπορώντας έφτασαν στην Πελοπόννησο. Βρίσκοντας μια εκκλησία σε ένα έρημο τόπο προσκύνησαν εκεί. Ο Μουσάς, καταπονημένος από τους κόπους και την στέρηση, είχε αρχίσει να λυπάται αφόρητα και να πολεμείται από τον πειρασμό με την ενθύμηση των γονέων του και της απολαυστικής ζωής. Ο ασκητής βλέποντάς τον σε τέτοια ανάγκη του είπε να μπει πάλι στην εκκλησία να προσευχηθεί. Προσκυνώντας την εικόνα της Παναγίας άκουσε φωνή να του λέει:
› Μη λυπάσαι, παιδί μου, για τα πρόσκαιρα αγαθά που άφησες,γιατί ο Υιός μου και Θεός πολλά έπαθε για η σωτηρία του κόσμου. Να χαίρεσαι μάλλον διότι θα αξιωθείς πολλών αγαθών στη Βασιλεία του Θεού.
Επίσης άκουσε φωνή και από την εικόνα του Χριστού. Βγαίνοντας από την εκκλησία πλημμυρισμένος από άπειρη χαρά και έχοντας λησμονήσει κάθε κακοπάθεια ρώτησε τον ασκητή αν μιλούν πάντοτε οι άγιες εικόνες και εκείνος του απάντησε:
› Όχι πάντα, μόνο όταν υπάρχει ανάγκη.
Από το λιμάνι της Πάτρας, με συστατικά γράμματα του γέροντα και μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας,ο Μουσάς πέρασε στη Βενετία. Εκεί βαφτίστηκε Χριστιανός και ονομάστηκε Δημήτριος.
Μετά από λίγο καιρό πήγε στην Κέρκυρα να προσκυνήσει το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος. Στην Κέρκυρα έγινε μοναχός με το όνομα Δανιήλ. Από την Κέρκυρα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με σφοδρή επιθυμία να μαρτυρήσει. Εκεί είχε και θαυμαστή οπτασία, όπου του απεκαλύφθη η απελευθέρωση των Χριστιανών από τους Τούρκους, την οποία και συνέγραψε. Όμως οι Χριστιανοί τον απέτρεψαν από το μαρτύριο, για να μη προκληθεί διωγμός εναντίον τους. Τελικά επέστρεψε στην Κέρκυρα,όπου και εκοιμήθη, αφού πρώτα έχτισε ναό προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου στη Μυρτιά.
Ἀπολυτίκιον
Τήν πλάνην κατήσχυνας τῶν δυσεβῶν ἀνδρικῶς ἐκχύσει τοῦ αἵματος ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καί πόνοις ἀθλήσεως. Ὅθεν της ἀφθαρσίας δεδεγμένος τό στέφος, πρέσβευε τῷ Κυρίω, Ἀναστάσιε, Μάρτυς, λυτροῦσθαι πολυτρόπων ἠμᾶς περιστάσεων.
Κοντάκιον
Ὑπέρ Χριστοῦ μαρτυρικῶς ἐναθλήσας, τῆς τῶν Μαρτύρων ἠξιώθης εὔκλειας, ἐν τοῖς ἐσχάτοις χρόνοις, Ἀναστάσιε, ἄνθος γάρ νεότητος περιδών θεοφρόνως ἀνδρικῶς ὑπέμεινας τήν τομήν τοῦ αὐχένος. Δί’ ὁ καί αἰωνίου δόξης μετασχῶν, Χριστόν δυσώπει, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Μεγαλυνάριον
Τῆς Παραμυθίας τερπνός βλαστός, καί πάσης Ἠπείρου, νέον κλέος ὤφθης σοφέ, ὅθεν σου τήν μνήνην, τελοῦμεν τήν Ἁγίαν, χαρμονικῶς τιμῶντες, Σέ, Ἀναστάσιε.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...