Λίβελλος τω Βασιλεί Ρωμαίων και τω Πάπα Λατίνων προτρεπτικός εις ένωσιν, ελέγχων την κακοφροσύνην των δυτικών,
O Ἐφέσου Μάρκος
Παραθέτουμε εδώ τον Λίβελλον (έγγραφον/υπόμνημα), που κατέθεσε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός επί τη ενάρξει των εργασιών της Συνόδου, στο οποίο εκφράζει ειλικρινή πόθο να επιτευχθεί η Ένωση στην βάση της κοινής και ακαινοτόμητης ορθής πίστεως των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων, ενώ παραλλήλως μέμφεται τις καινοτομίες και κακοδοξίες των Δυτικών. Το έγγραφο μας διασώζει ο Συρόπουλος στα Απομνημονεύματά του, V.3. Το παραθέτουμε στο πρωτότυπο και εν συνεχεία σε απλοελληνική γλωσσική απόδοση.
«Σήμερον της παγκοσμίου χαράς τα προοίμια, σήμερον αι νοηταί ακτίνες του της ειρήνης ηλίου τη οικουμένη πάση προανατέλλουσιν. Σήμερον τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον χρόνοις διεσπαρμένα τε και ερρηγμένα προς την ένωσιν αλλήλων επείγεται, ου γαρ ανέχεται η κεφαλή πάντων Χριστός ο Θεός εφιστάναι διηρημένω τω σώματι, ουδέ τον της αγάπης δεσμόν εξ ημών ανηρήσθαι παντάπασιν η αγάπη βούλεται. Διά τούτο εξήγειρέ σε τον των Ιερέων αυτού πρωτεύοντα, προς την ημετέραν ταύτην κλήσιν, και τον ευσεβέστατον ημών βασιλέα προς την σην υπακοήν διανέστησε, και τον αγιώτατον ημών Ποιμένα και Πατριάρχην, γήρων επιλαθέσθαι, και ασθενείας μακράς παρεσκεύασε, και ημάς τους υπ' αυτώ ποιμενομένους απανταχόθεν συνήθροισεν, και μακράς οδού και πελάγους, και κινδύνων ετέρων κατατολμήσαι πεποίηκεν, αφ' ου προφανώς Θεού δυνάμει και κρίσει γεγένηται, και όπερ οποίον έσται καλόν και Θεώ φίλον, εντεύθεν ήδη προοιμιάζεται. Δεύρο δη ουν, αγιώτατε πάτερ, υπόδεξαι τα Σα τέκνα μακρόθεν εξ ανατολών ήκοντα, περιπτύξαι τους εκ μακρού διεστώτας του χρόνου, προς τας καταφυγόντας αγκάλας, θεράπευσον τους σκανδαλισθέντας, άπαν σκώλον και πρόσκομμα της ειρήνης κωλυτικόν εκ μέσου γενέσθαι κέλευσον.
Ειπέ και αυτός τοις αγέλοις ως του Θεού μιμητής, οδοποιήσατε τω λαώ μου, και τους λίθους εκ της οδού διαρρίψατε. Μέχρι τίνος οι του αυτού Χριστού, και της αυτής πίστεως βάλλομεν αλλήλους και κατατέμνομεν; μέχρι τίνος οι της αυτής Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν αλλήλους και κατεσθίομεν; έως αν υπ' αλλήλων αναλωθώμεν, και υπό των έξωθεν εχθρών εις το μηκέτι είναι χωρίσωμεν. Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, τούτο, μηδέ νικήση την σην αγαθότητα των ημετέρων αμαρτιών η πληθύς, αλλ' ώσπερ εν τοις πρότερον χρόνοις ότε την κακίαν είδες υπερταθείσαν, και επί μέγα χωρήσασαν, σιά σαυτού και των σων Αποστόλων ανέστειλας αυτήν της πρόσω φοράς, και προς την σην επίγνωσιν επέστρεψας άπαντας, ούτω και νυν διά των σων θεραπόντων, οι μηδέν της σης αγάπης προυργειαίτερον έθεντο. Σύναψον ημάς αλλήλοις, και σεαυτώ, και την ευχήν εκείνων επιτελή ποίησον, ήν ηνίκα προς το πάθος απίης ευχόμενος έλεγες, “δος αυτοίς ίνα ώσιν έν, καθώς ημείς εν εσμέν”. Οράς Κύριε την διασποράν ημών ως ελεεινή, και ως οι μεν αυτονομία και αυθαδεία συνειθισθέντες, εις αφορμήν της σαρκός την ελευθερίαν κατεχρησάμεθα, και δούλοι της αμαρτίας και το όλον σάρκες γεγόναμεν. Οι δε τοις εχθροίς του σταυρού σου προς διαρπαγήν και δουλείαν έκδοτοι καθεστήκαμεν, και ως πρόβατα σφαγής ελογίσθημεν. Ιλάσθητι, Κύριε, πρόσχες, Κύριε, αντιλαβού ημών, Κύριε.
Το πάλαι θρυλλούμενον ως Οικουμενικής Συνόδου χρεία τοις πράγμασι, σήμερον ημείς επληρώσαμεν, και το ημέτερον άπαν εισενηνόχαμεν, δος δη καυτός τα προς τελείωσιν ων ηρξάμεθα, δύνασαι γαρ ει θελήσης μόνον, και το θέλημά σου πράξις εστί συντετελεσμένη. Ειπέ και ημίν ως πρότερον διά του Προφήτου σου “ιδού εγώ μεθ' ημών, και το Πνεύμα μου εφέστηκεν εν μέσω υμών”. Σου γαρ παρόντος, άπαντα λοιπόν εύοδα και λεία γενήσεται. Και ταύτα μεν εμοί προς γε το παρόν ηύχθω, προς δε σε λοιπόν αγιώτατε πάτερ τον λόγον ποιήσομαι.
Τις η τοσαύτη φιλονικία περί την καινοτόμον ταύτην προσθήκην ήτις το σώμα Χριστού κατέτεμε και διέσχισε, και τους υπ' αυτού καλουμένους επί τοσούτον ταις γνώμαις διέσχισε; Τις η μακρά και χρονία ένστασις, και άφιλος υπεροψία των αδελφών, και των σκανδαλιζομένων η αλλοτρίωσις; Τι των πατέρων κατέγνωμεν, ότι παρά τας κοινάς αυτών παραδόσεις, έτερα φρονούμεν και λέγομεν; Τι την εκείνων ελλειπή τιθέμεθα πίστιν και την ημετέραν ως τελειοτέραν εισάγομεν; Τι παρά το ευαγγέλιον ό παρελάβομεν έτερον ευαγγελιζόμεθα; Τις ημίν εβάσκανε πονηρός δαίμων της ομονοίας και της ενώσεως; Τις την αδελφικήν αγάπην εξ ημών αφείλε, την διάφορον θυσίαν (άζυμα) εισαγαγών την ουκ ορθώς προσφερομένην, επί μη διαιρομένην, άρα ψυχής αποστολικής ταύτα, και Πατρικής γνώμης, και αδελφικής διαθέσεως; ή τουναντίον σκαιού αν και διεστραμμένου και αυθεκάστου, και ουδέν ηγούμενος δεινόν ει πάντες απόλλοιντο;
Εγώ μεν οίμαι τον την διαίρεσιν ταύτην εισαγαγόντα, και τον άνωθεν υφαντόν χιτώνα του Δεσποτικού Σώματος διασχίσαντα μείζω των σταυρωτών υποστήσασθαι δίκην, και των απ’ αιώνος απάντων ασεβών και αιρετικών. Αλλά σοι τουναντίον έξεστει, μακαριώτατε Πάτερ, ηβουλήθης μόνον τα διεστώτα συνάψαι, και το μεσότοιχον του φραγμού καθελείν, και Θεού οικονομίας έργον εργάσασθαι, τούτου και την αρχήν αυτός κατεβάλου, και ταις λαμπραίς φιλοτιμίαις, και μεγαλοδωρίαις επηύξησας, και τόπερ επιθείναι ευδόκησον, ουδέ γαρ ευρήσεις επιτήδειον μάλλον ή όν ο Θεός σοι παρέσχετο σήμερον. Άρον κύκλω τους οφθαλμούς σου και ίδε, πολλάς αιδεσίμους και ιεροπρεπείς κλίνης ήδη το πλέον, και αναπαύσεως δεομένας, εκ των οικείων όρων επαναστάσας, και προασδραμούσας τη ση τελειότητι, μόνη τη εις Θεόν ελπίδι και τη προς υμάς αγάπη συνεχομένους. Ίδε τον στέφανον τον πλακέντα της δόξης όν περιθέσθαι μη αναβάλη. Κατέτεμεν έτερος, αυτός συνούλωσον, διέσχισεν έτερος, και αδιόρθωτον το κακόν έσπευσεν εργάσασθαι συ φιλονίκισον επανορθώσαι το γεγονός ως ειμή δε όλως εγένετο την αρχήν. Ήκουσα των παρ’ υμίν φιλοσόφων, οικονομίας χάριν και διορθώσεων τινών, ουχ’ υγιώς περί την πίστιν εχόντων, την προσθήκην ταύτην (βλέπε εδώ αναφορά σχετικά με το γιατί προστέθηκε το Φιλιόκβε) εξ αρχής επινοηθήναι, ουκ ουν οικονομίας χάριν αφαιρεθήτω πάλιν, ίνα προσλαβήναι αδελφούς, ων τω χωρισμώ σπαράτεσθαι πάντας υμάς εικός, ειμή αναλγήτως έχετε.
Λάβε μοι κατά νουν τα των χριστιανών αίματα, τα καθ’ εκάστην εκχεόμενα την ημέραν, εις την υπό βαρβάρων πικράν δουλείαν, και τον ονειδισμόν του σταυρού του Χριστού, προσέτι θυσιαστηρίων ανατροπήν, κατάσχεσιν ιερών σκευών και επίπλων διανομήν. Άπαντα λυθήναι διά της ημών ομονοίας εικός, του Θεού συνεργούντος, ήν εθελήσετε μόνον το τραχύ τούτο και ανένδοτον αποθέμενοι συγκαταβήναι τοις ασθενέσιν ημίν, και τα σκανδαλίζοντα ημάς εκ μέσου περιελείν. Ει γαρ βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου, ου μη φάγω κρέας εις τον αιώνα. Και μην ου κεκώλυται το κρέας φαγείν. Ούτω και νυν αγιώτατε Πάτερ. Καλός μεν ωσανεί είπωμεν και ο ένζυμος άρτος, καλός και ο άζυμος, αλλ’ ο άζυμος σκανδαλίζει και ήττον εις θυσίαν λογίζεται, και ατελής και νεκρός, και άρτος κακώσεως παρά τη Αγία Γραφή καλείται. Τι μη ο ένζυμος αιρετέος, και περιαιρετέος ο άζυμος, ότι εις άρτος έν σώμα οι πολλοί εσμέν φησίν ο θείος απόστολος. Οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου (και ουκ αζύμου φησίν) μετέχομεν. Όπου άρα μη του ενός άρτου μετέχομεν, εικότως ουδέ σώμα σύνεσμεν, ουδέ συμπνέομεν αλλήλοις, και την αυτήν ποιούμεθα κίνησιν. “Παρακαλώ υμάς (ο αυτός φησί) διά του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ίνα το αυτό λέγητε πάντες, και μη η εν υμίν σχίσματα”, όπου άρα μη το αυτό λέγομεν εικότως το σχίσμα τούτο το μέγα και αθεράπευτον εν ημίν εστί και μέχρι της σήμερον. Που δε ου το αυτό λέγομεν; ουκ εν γωνία και παραβύστω τινί, και κατ’ αυτούς συνιόντες, όπου και λαθείν εστί τους πολλούς, αλλ’ εν τω κοινώ συμβόλω της πίστεως, εν τη του βαπτίσματος ομολογία, εν τη χριστιανική σφραγίδι.
Και ει βασιλικόν παραχαράττων νόμισμα, μεγάλης εστί τιμωρίας άξιος, ο την κοινήν σφραγίδα της χριστιανών ομολογίας μεταποιών τίνα αν υποσχών την δίκην, ουκ ελάττω δόξειε δούναι του πλημμελήματος; σκόπει δε ούτως. Ελέγχομέν ποτε το αυτό δηλονότι και ουκ ην εν ημίν σχίσματα, τότε δήπου και τοις πατράσι συνεφωνούμεν αμφότεροι. Νυν δε ότε μη το αυτό λέγομεν, όπως άρα εκάτερος έχομεν, ημείς μεν δη τα αυτά λέγομεν, άπερ καν τότε και υμίν αυτοίς συνεφωνούμεν και τοις πατράσιν ημών, και υμίν αν εθέλητε τ' αληθή λέγειν. Υμείς δε επεισαγαγόντες καινότερα, πρώτον μεν προς υμάς αυτούς, είτα προς τους κοινούς πατέρας, έπειτα δε και προς ημάς διαφωνείν αναγκάζεσθαι. Και τι μη προς την καλήν εκείνην συμφωνίαν επάνιμεν; ή και ημίν αυτοίς, και αλλήλοις, και τοις πατράσιν ομολόγους αποφανεί, και το σχίσμα περιελεί, και συνάψει τα διεστώτα, και παν αγαθόν εργάσεται, και προς της Τριάδος αυτής, και προς της κοινής ελπίδος εφ' ής πεποίθαμεν και πεποίθατε. Μη περιϊδητε κενούς και απράκτους ημάς απελθόντας.
Υπέρ Χριστού πρεσβεύομεν ως του Χριστού παρακαλούντος δι' ήμών, μη ατιμάσητε την πρεσβείαν, μη τας ευχάς ακάρπους εξελέγξητε, μη το θέλημα των εχθρών εκπληρώσητε, μη τον κοινόν ημών εχθρόν και πολέμιον επιγελάσαι ημίν ως πρότερον συγχωρήσητε. Μη τον Θεόν και το Πνεύμα το Άγιον λυπηθήναι παρασκευάσητε. Μετέωρος εστί πάσα ψυχή, και ακοή πάσα την υμών αναμένουσαν γνώμην, ήν εθελήσητε νεύσαι προς την αγάπην, και τα σκάνδαλα εκ μέσου περιελείν. Ήρθη τα των Χριστιανών, πέπτωκε τα των ασεβών. Έπτηξαν οι μισούντες ημάς και τον οικείον προεγνώκασιν όλεθρον. Ειδ' ό η γένοιτο τουναντίον εκβαίη, και το πονηρόν έθος της διαστάσεως επικρατήσειε του κοινου και συμφέροντος, εγώ μεν ουκέτι δύναμαι περαιτέρω λέγειν, και τω πάθει συγχέομαι, Θεός δε ο πάντα δυνάμενος επανορθώσειε την Εκκλησίαν αυτού, ήν τω ιδίω εξηγόρασεν αίματι και το θέλημα αυτού ως εν ουρανώ και επί της γης γενέσθαι παρασκευάσειεν. Ότι αυτώ πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.»
Σήμερα είναι τα προοίμια της παγκοσμίου χαράς, σήμερα οι νοητές ακτίνες του Ηλίου της ειρήνης ανατέλλουν σε όλην την οικουμένη. Σήμερα τα μέλη του σώματος του δεσπότου Χριστού, από πολλά χρόνια διεσπαρμένα και διερρηγμένα επείγονται για την μεταξύ τους ένωση, διότι δεν ανέχεται η κεφαλή όλων Χριστός ο Θεός να υφίσταται διηρημένο το σώμα της Εκκλησίας, ούτε η αγάπη θέλει να αναιρείται ο σύνδεσμος της αγάπης από όλους ημάς. γι' αυτό σε ξεσήκωσε εσένα που έχεις τα πρωτεία από τους ιερείς του Χριστού να μας καλέσεις, αλλά και τον ευσεβέστατον βασιλέα μας ξεσήκωσε να υπακούσει στην πρόσκλησή σου, και τον αγιώτατο Ποιμένα μας και Πατριάρχην, αν και βρίσκεται σε γήρας και σε μακρά ασθένεια, και εμάς που αποτελούμε το ποίμνιό του μας συγκέντρωσε από όλα τα μέρη μέσα από μακρά οδό και πέλαγος και πολλών κινδύνων να το τολμήσουμε να διέλθουμε, αφού αυτό προφανώς έγινε με την θεϊκή δύναμη και κρίση, και αυτό που είναι καλόν και θεάρεστο, ήδη εδώ εκ προοιμίων εξυμνείται. Έλα λοιπόν, αγιώτατε πάτερ, να υποδεχθείς τα τέκνα σου τα ερχόμενα από την μακρινή ανατολή. Αγκάλιασε αυτούς που βρίσκονται χωρισμένοι από πολύ καιρό, και καταφεύγουν στην αγκαλιά σου. Θεράπευσε όσους έχουν σκανδαλισθεί, και απομάκρυνε από το μέσον κάθε εμπόδιο που κωλύει την ειρήνη.
Πες και συ ο ίδιος ως μιμητής του Θεού στους αγγέλους, καθοδηγήστε τον λαόν μου, και συντρίψτε τους λίθους από τον δρόμο τους. Μέχρι πότε εμείς που έχουμε τον ίδιον Χριστό και την ίδια πίστη, θα χτυπάμε αλλήλους και θα κομματιάζουμε; μέχρι πότε εμείς που προσκυνούμε την ίδια Τριάδα θα δαγκώνουμε και θα τρωγόμαστε μεταξύ μας; έως να εξοντωθούμε μεταξύ μας, και να μην επιτρέψουμε στους εξωτερικούς εχθρούς να παύσουμε να υπάρχουμε πλέον. Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλέα, αυτό, ούτε να νικήσει το πλήθος των αμαρτιών μας την δική σου αγαθότητα, αλλά όπως στο παρελθόν, όταν είδες ότι η κακία είχε υπεραπλωθεί και είχε προχωρήσει πολύ, μέσα από Σένα και τους αγίους σου Αποστόλους ανέστειλες την πορεία του κακού προς τα εμπρός, και έκανες να επιστρέψουν όλοι στην δική Σου επίγνωση,έτσι και τώρα μέσα από τους υπηρέτες Σου, οι οποίοι τίποτε πιο σπουδαιότερο δεν έθεσαν σε προτεραιότητα πέραν της δικής Σου αγάπης. Σύναψε εμάς μεταξύ μας και με Σένα, και την ευχή εκείνων πραγματοποίησε, την ευχή την οποία όταν προς το Πάθος πορευόσουν προσευχόμενος έλεγες: “Δώσε σε αυτούς να είναι ένα, όπως και εμείς είμαστε ένα - δος αυτοίς ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς εν εσμέν”. Βλέπεις Κύριε πόσο ελεεινή είναι η διασπορά μας (η διαίρεση και ο διασκορπισμός), και πως κάποιοι έχουμε συνηθίσει να ζούμε αυτόνομοι και με αυθάδεια, και με αφορμή την σάρκα να κάνουμε κατάχρηση ττης ελευθερίας, και να έχουμε γίνει δούλοι της αμαρτίας και ολότελα σαρκικοί. Ενώ κάποιοι άλλοι καταντήσαμε να παραδοθούμε στους εχθρούς του σταυρού για διαρπαγή και υποδούλωση, και ως πρόβατα σφαγής έχουμε θεωρηθεί. Ιλάσθητι, Κύριε, πρόσχες, Κύριε, βοήθησέ μας, Κύριε.
Αυτό που από παλαιά εθεωρείτο ως Οικουμενική Σύνοδος αναγκαία για κάποια πράγματα, σήμερα εμείς το εκπληρώσαμε, και όλο μας το είναι έχουμε συνεισφέρει, δώσε λοιπόν Συ ο ίδιος να ολοκληρώσουμε όσα αρχίσαμε, διότι έχεις την δύναμη και μόνον να το θελήσεις, και το θέλημά Σου να γίνει τετελεσμένη πράξη. Πες και σε μας όπως πρωτύτερα διά μέσου του Προφήτου Σου: “ιδού Εγώ είμαι μαζί σας, και το Πνεύμα μου βρίσκεται ανάμεσά σας”, διότι με την δική Σου παρουσία, όλα λοιπόν θα πάρουν καλό δρόμο και θα λειανθούν. Αυτά λοιπόν προς το παρόν ευχήθηκα. Και προς σένα, αγιώτατε πάτερ (Πάπα Ρώμης), θα μιλήσω.
Ποια είναι αυτή η τόση φιλονικία για την καινοτόμο προσθήκη η οποία το σώμα του Χριστού (την Εκκλησία) κατέκοψε και διέσχισε, και των χριστιανών τις γνώμες επί τόσο πολύ έφερε σε σχίσμα; ποια είναι η μακρόχρονη ένσταση και η υπεροψία των αδελφών (των δυτικών) που δεν είναι ένδειξη φιλίας (άφιλος υπεροψία), και η αλλοτρίωση, η αποξένωση όσων σκανδαλίσθηκαν από αυτήν; τι και αν γνωρίζουμε τους Πατέρες, όταν ενάντια στις κοινές παραδόσεις αυτών, διαφορετικά φρονούμε και λέμε: μήπως την πίστη εκείνων (των αγίων πατέρων) θεωρούμε ελλειπή, λειψή, και εισάγουμε την δική μας πίστη ως τελειότερη; τί ενάντια στο ευαγγέλιο που παραλάβαμε διαφορετικό, άλλο ευαγγέλιο κηρύττουμε; ποιος πονηρός δαίμονας μάτιασε (εβάσκανε) την ομόνοια και την ένωσή μας; ποιος αναίρεσε από μας την αδελφική αγάπη, εισάγοντας την διαφορετική θυσία (εννοεί την προσφορά των τιμίων δώρων κατά την θεία λειτουργία και την θεία κοινωνία) που δεν προσφέρεται ορθά, επειδή δεν διαιρείται; είναι άραγε αυτά ταιριαστά στο αποστολικό πνεύμα και την γνώμη των Πατέρων και στην αδελφική διάθεση; ή αντιθέτως αυτά δείχνουν σκαιότητα και διαστροφή και αυθάδεια, και το ότι να μην θεωρεί κανείς ότι δεν είναι κάτι το φοβερό εάν πάντες απωλεσθούν;
Εγώ νομίζω ότι αυτός που εισήγαγε την διαίρεση αυτή, και τον άνωθεν υφαντό χιτώνα του Σώματος του Δεσπότου (την Εκκλησίαν του Χριστού) έσχισε, πρέπει να υποστεί μεγαλύτερη καταδίκη από τους σταυρωτές του Χριστού και από όλους τους ασεβείς και αιρετικούς όλων των αιώνων. Αλλά σε σένα αντιθέτως υπάρχει η δυνατότητα, μακαριώτατε πάτερ (Πάπα Ευγένιε), που είχες την βούληση να ενώσεις τα διεστώτα, και το μεσότοιχον του φραγμού να γκρεμίσεις, και να επιτελέσεις το έργο της οικονομίας του Θεού, συ ο ίδιος έκανες την αρχή, και επαύξησες με τις λαμπρές φιλοτιμίες και τις μεγαλοδωρίες, αντιμετώπισε λοιπόν ευνοϊκά και επιδοκιμαστικά αυτό ακριβώς που θα τεθεί μπροστά σου, γιατί δεν θα βρεις καλύτερη ευκαιρία, από αυτήν που ο Θεός σου παρέσχε σήμερα.. ρίξε μια ματιά τριγύρω σου και δες, πολλούς σεβασμίους και ιεροπρεπείς ήδη που περισσότερο χρειάζονται να αναπαυθούν, αφού ξεσηκώθηκαν από τα γνώριμά τους μέρη, και προσέτρεξαν προς την δική σου τελειότητα, με μόνη την ελπίδα τους στον Θεό, και την αγάπη προς υμάς να μας συνέχει και να μας συνενώνει. Δες τον στέφανο της δόξας και μην αναβάλεις να τον περιβληθείς. Άλλος κομμάτιασε, εσύ ο ίδιος συνένωσε και επούλωσε, άλλος προκάλεσε σχίσμα και διαίρεση, και έσπευσε να καταστήσει το κακό αδιόρθωτο, συ αγωνίσου να επανορθώσεις το γεγονός (ό, τι έγινε) σαν να μην είχε γίνει καθόλου εξ αρχής. Άκουσα από τους φιλοσόφους σας (εννοεί τους λατίνους εκπροσώπους), ότι χάριν οικονομίας και για να διορθωθούν κάποια που δεν είχαν την υγιή πίστη, ότι αυτή η προσθήκη (του Φιλιόκβε) αρχικά επινοήθηκε,λοιπόν πάλιν χάριν οικονομίας να αφαιρεθεί, να μας παραλάβεις ως αδελφούς, για των χωρισμό των οποίων όλοι εσείς φυσιολογικώς νοιώθετε σπαραγμό, εάν δεν έχετε αναλγησία (δεν πονάτε δηλαδή για τον χωρισμό μας).
Βάλε στο μυαλό σου και τα αίματα των χριστιανών, που κάθε μέρα χύνονται στην πικρά δουλεία υπό τους βαρβάρους (τους απίστους), και τον ονειδισμό που υφίσταται ο Σταυρός του Χριστού, αλλά επιπλέον και την ανατροπή των ιερών θυσιαστηρίων (την βεβήλωση των ναών), την κατάσχεση των ιερών σκευών και την διανομή των ιερών ξύλινων αντικειμένων . όλα αυτά φυσιολογικώς θα λυθούν με την δική μας ομόνοια, του Θεού συνεργούντος, την οποία θελήσατε αν δείξετε συγκατάβαση (κατανόηση) στις δικές μας αδυναμίες με το να αποβάλλετε αυτήν και μόνην την τραχεία και ανένδοτη στάση, και να αφαιρέσετε από την μέση όσα μας σκανδαλίζουν. Εάν κάποια τροφή σκανδαλίζει τον αδελφόν μου, ας μην φάω κρέας ποτέ (Α’ Κορ. 8, 13), και βεβαίως δεν είχε κώλυμα (ο Απόστολος Παύλος) να φάει κρέας. Έτσι και τώρα, αγιώτατε Πάτερ (Πάπα Ρώμης). Καλός είναι σαν να λέμε και ο ένζυμος άρτος, καλός και ο άζυμος, αλλ’ ο άζυμος σκανδαλίζει και θεωρείται κατώτερη ως θυσία (ως προσφορά των τιμίων δώρων), και ατελής και νεκρός και ως άρτος κακώσεως από την Αγία Γραφή αποκαλείται. Τι μήπως δεν είναι προτιμητέος ο ένζυμος άρτος, και περισσότερο προτιμητέος ο άζυμος; διότι ένας άρτος, ένα σώμα οι πολλοί είμαστε, λέγει ο Απόστολος Παύλος, και όλοι εκ του ενός άρτου (και δεν λέγει αζύμου) μετέχουμε (Α’ Κορ. 10,17). Όπου λοιπόν δεν μετέχουμε εκ του ενός άρτου (δεν κοινωνούμε εκ του ενός Σώματος του Χριστού), επομένως, ούτε ένα σώμα συναποτελούμε, ούτε έχουμε το ίδιο πνεύμα σύμπνοιας μεταξύ μας, και ας κάνουμε την ίδια κίνηση. Λέγει ο ίδιος Απόστολος (Α’ Κορ. 1, 10) “παρακαλώ υμάς διά του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ίνα το αυτό λέγητε πάντες, και μη η εν υμίν σχίσματα”. Όπου δεν λέμε το ίδιο φυσικά υπάρχει ανάμεσα μας τούτο το μεγάλο και αθεράπευτο σχίσμα μέχρι και σήμερα. Που λοιπόν δεν λέμε το ίδιο; όχι σε κάποια γωνιά και κρυμμένο μέρος, για να το καταλαβαίνουμε οι ίδιοι μεταξύ μας, όπου και μπορεί να περνά απαρατήρητο στους πολλούς, αλλά στο κοινό Σύμβολο της Πίστεως, στην ομολογία του βαπτίσματος και στην χριστιανική σφραγίδα.
Και αν κάποιος παραχαράζει το βασιλικό νόμισμα είναι άξιος μεγάλης τιμωρίας, αυτός που μεταβάλει την κοινή σφραγίδα της χριστιανικής ομολογίας ποια καταδίκη θα υφίστατο, εάν θεωρούσε ότι αυτό είναι μικρότερο πλημμέλημα; εξέτασέ το και έτσι. Κάποτε λέγαμε τα ίδια ολοφάνερα καθώς δεν υπήρχαν ανάμεσά μας σχίσματα, τότε λοιπόν που και οι δύο συμφωνούσαμε με τους αγίους Πατέρες. Τώρα όμως δεν λέμε τα ίδια, αυτά ακριβώς με τα οποία συμφωνούσαμε και με εσάς τους ίδιους, και με τους Πατέρες μας,, και με εσά εάν θέλατε να λέτε (ομολογείτε) την αλήθεια. Εσείς όμως αφού εισαγάγετε καινοτομίες, πρώτα προς εσάς τους ίδιους και έπειτα προς τους κοινούς Πατέρες, και έπειτα και με εμάς αναγκάζεσθε να διαφωνείτε. Και γιατί να μην επανέλθωμεν σε εκείνην την καλήν συμφωνίαν; εάν λοιπόν βγει απόφαση και ομολογία (κοινή) προς εμάς τους ίδιους, και μεταξύ μας και προς τους Πατέρες, και το σχίσμα θα χαθεί, και θα ενωθούν τα διεστώτα, και κάθε καλό θα προκύψει, και ως την ίδια την Αγία Τριάδα και ως προς την κοινή ελπίδα στην οποία έχουμε και έχετε πιστέψει. Μην αδιαφορήσετε και μας αφήσετε να φύγουμε κενοί και άπρακτοι.
Ζητούμε τις πρεσβείες του Χριστού όπως και ο Χριστός πρεσβεύει δι’ ημών. Μην περιφρονήσετε την πρεσβεία (ικετευτική μεσιτεία) αυτή, μην κάνετε τις προσευχές άκαρπες, μην εκπληρώσετε το θέλημα των εχθρών, μην επιτρέψετε όπως προηγούμενως στον κοινό μας εχθρό και πολέμιο (τον διάβολο) να μας περιγελάσει, μην λυπήσετε τον Θεό και το Άγιο Πνεύμα. Κάθε ψυχή στέκεται μετέωρη, και κάθε ακοή περιμένει την γνώμη σας, αν θελήσετε να συγκατανεύσετε προς την αγάπη και να εξαφανίσετε τα σκάνδαλα από ανάμεσά μας. Ας υψωθούν οι χριστιανοί, ας καταπέσουν οι ασεβείς. Αναδιπλώθηκαν αυτοί που μας μισούν και έχουν γνωρίσει εκ των προτέρων τον όλεθρό τους. Εάν ό μη γένοιτο έχουμε την αντίθετη έκβαση, και η κακή συνήθεια να είμαστε εν διαστάσει επικρατήσει του κοινού συμφέροντος, εγώ πλέον δεν θα μπορώ να μιλήσω περαιτέρω και θα βρίσκομαι σε κακή σύγχιση. Ο Θεός ο παντοδύναμος ας επανορθώσει την Εκκλησίαν Του, που την εξαγόρασε με το ίδιο Του το αίμα και ας προετοιμάσει να γίνει το θέλημα Του ως εν ουρανώ και επί της γης. Διότι σε Αυτόν πρέπει δόξα τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Περί της Προσθήκης στο Σύμβολο της Πίστεως,
O Ἐφέσου Μάρκος
Κατά την διάρκεια των συζητήσεων ένα από τα επίμαχα θέματα ήταν η μονομερής εκ μέρους των Λατίνων προσθήκης στο Σύμβολο της Πίστεως του FILIOQUE. O Άγιος Μάρκος παρουσιάζοντας τις ορθόδοξες θέσεις απέδειξε μέσα από κείμενα αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων ότι η Προσθήκη αυτή ήταν παράτυπη και αυθαίρετη καινοτομία, που διετάρασσε τις σχέσεις των Προσώπων της Αγίας Τριάδος και εισήγε μία φοβερή αίρεση στην Εκκλησία. Η ομιλία του Αγίου Μάρκου επιγράφεται «Ομολογία περί της ορθής πίστεως» (P.G. 160, 100 κ. ε.). Εδώ παρατίθεται το τελευταίο μέρος της Ομολογίας, το ειδικώς αναφερόμενον στην Προσθήκη του FILIOQUE (προηγουμένως ο Άγιος Μάρκος είχε αποδείξει ότι το FILIOQUE αποτελεί αίρεση καταδικαστέα από τους Αγίους Πατέρες και τις Οικουμενικές Συνόδους).
«Το ιερόν της πίστεως σύμβολον ακίνητον δει φυλάττεσθαι κρίνω ως εξεδόθη και ους αποβάλλονται συναποβαλλόμενοι, ουδέποτε εις κοινωνίαν προσδέξομαι, τους τολμήσαντας εν τω συμβόλω την καινοτομίαν προσθήναι περί της Αγίου Πνεύματος εκπορεύσεως, έως αν εμμένωσιν τη τοιαύτη καινοτομία. Ο γαρ κοινωνών φησί τω ακοινωνήτω και αυτός ακοινώνητος έστω, και ο θείος Χρυσόστομος εξηγούμενος το, ει τις ευαγγελίζεται υμίν πρ’ ό παρελάβετε, ανάθεμα. Ουκ είπε, φησίν, εάν εναντία καταγγέλλωσιν, ή το παν ανατρέπωσιν, αλλά, καν μικρόν τε ευαγγελίζωνται, παρ’ ό παρελάβετε, καν το τυχόν παρακινήσωσιν, ανάθεμα έστωσαν. Και ο αυτός αύθις; οικονομητέον ένθα μη παρανομητέον. Και ο μέγας Βασίλειος εν τοις ασκητικοίς φανερά έκπτωσις πίστεως και υπερηφανίας κατηγορία, ή αθετείν τι των γεγραμμένων ή επεισάγειν των μη γεγραμμένων, του Κυρίου ημών Ιησού ειπόντος, τα εμά πρόβατα της φωνής μου ακούει. Και προ τούτου ειρηκότος, αλλοτρίω δε ου μοι ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι την φωνήν των αλλοτρίων, και εν τη μονάζοντας επιστολή, οίτινες την υγιή πίστιν προσποιούντες ομολογείν, κοινωνούσι δε τοις ετεροφρόσι, τους τοιούτους, ει μετά παραγγελίαν μη αποστώσι, μη μόνον ακοινωνήτους έχειν, αλλά μηδέ αδελφούς ονομάζειν. Και προ τούτου ο 2 Θεοφόρος Ιγνάτιος εν τη προς τον θείον Πολύκαρπον Σμύρνης επιστολή, πας ο λέγων, φησί, παρά τα διατεταγμένα, καν αξιόπιστος ή, καν νηστεύη, καν σημεία ποιεί, καν προφητεύη, λύκος σοι φαινέσθω εν προβάτου δορά, προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος. Και τι δει πολλά λέγειν, άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι αι σύνοδοι, πάσαι αι θεία γραφαί φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσι, και της αυτών κοινωνίας διίστασθαι. Τούτων ουν εγώ πάντων καταφρονήσας, ακολουθήσω τοις εν θείον σύμβολον κιβδηλεύσασι, και τον Υιόν επεισάγουσι δεύτερον αίτιον του Αγίου Πνεύματος. Τα γαρ λοιπά των ατοπημάτων εκ τόγε νυν έχον, ων και έν μόνον ικανόν ήν ημάς εξ αυτών διαστήσαι, μη πάθοιμι τούτό ποτε, Παράκλητε αγαθέ, μη δ’ ούτως εμαυτού και των καθηκόντων λογισμών αποπέσοιμι, της δε σης διδασκαλίας και των υπό σου εμπνευσθέντων μακαρίων ανδρών εχόμενιος, προστεθείην προς τους εμούς πατέρας, τούτο ειμή τι και άλλο εντεύθεν αποφερόμενος την ευσέβειαν».
«Τούτο το Σύμβολον απαιτούμεν υμάς, ω φίλοι, την καλήν παρακαταθήκην των ημετέρων Πατέρων, των εν τη ημετέρα βασιλίδι πόλει συναθροισθέντων. Απόδοτε τοίνυν τούτο, καθώς παρελάβετε παρ’ ημών. Εί τις υμίν ενεπίστευσε παρακαταθήκην, ουκ αν αυτήν, ως παρελάβατε, παρεδώκατε; απόδοτε τοίνυν και το των πατέρων Σύμβολον, ως ελάβατε. Ου δέχεται προσθήκην, ου δέχεται μείωσι. Κέκλεισται παρ’ αυτών και εσφράγισται και τους τολμώντας τούτο καινοτομείν αποπέμπονται, και τους έτερον παρ’ αυτό ποιούντας ευθύναις υπάγουσι. Μικρόν υμίν η γενομένη της λέξεως προσθήκη είναι δοκεί, και ολίγος ο περι ταύτης λόγος; ουκούν και εξαιρεθείσα μικρόν αν βλάψειεν ή ουδέν, μάλλον δε ωφελήσει τα μέγιστα. Συνάψει γαρ Χριστιανούς άπαντας. Αλλά μέγα το γεγονός και πολύς ο περί τούτου λόγος. Ουκούν ουδέ ημείς αμαρτάνομεν πολύν ποιούμενοι τον περί τούτου λόγον. Δι’ οικονομίαν τινά προσετέθη; δι’ οικονομίαν αφαιρεθήτω πάλιν, ίνα προσλάβησθε αδελφούς σπαραττομένους και την αγάπην ούτω περί πολλού ποιουμένους. Παρακαλούμεν τοίνυν υμάς, ω πατέρες και αδελφοί και κύριοι τιμιώτατοι, ως πρότερον παρεκαλέσαμεν, διό τα σπλάγχνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του αγαπήσαντος ημάς, αχρείους όντας και αμαρτωλούς και απεγνωσμένους, και την ψυχήν αυτού θέντος υπέρ ημών, επανέλθωμεν προς την καλήν συμφωνίαν την προς ημάς αυτούς και τους αγίους Πατέρας, ήν είχομεν πρότερον, ότε το αυτό πάντες ελέγομεν, και ουκ ήν εν ημίν σχίσμα τι. Επιγνώμεν αλλήλους αδελφικώς. Αιδεσθώμεν τους κοινούς Πατέρας ημών. Τιμήσωμεν αυτών τους όρους. Φοβηθώμεν 3 αυτών τας απειλάς. Φυλάξωμεν τας παραδόσεις, ίνα ομοθυμαδόν εν ενί στόματι και μια καρδία δοξάσωμεν το πάντιμες και μεγαλοπρεπές όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.»
Το ιερό σύμβολον της πίστεως κρίνω ότι πρέπει να φυλάσσεται ακίνητο όπως εξεδόθη και ας αποβάλλομεν (από την Εκκλησία) όσους αποβάλλονται (πρέπει να απομακρύνονται από την Εκκλησία), ποτέ δεν θα δεχθώ σε κοινωνία όσους τόλμησαν στο σύμβολο να προσθέσουν την καινοτομία περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, όσο εμμένουν σε αυτήν την καινοτομία. Γιατί όποιος έχει κοινωνία με τον ακοινώνητο και αυτός ας είναι ακοινώνητος. Και ο θείος Χρυσόστομος εξηγώντας το, εάν κάποιος ευαγγελίζεται σε σας ενάντια σε ό, τι παραλάβατε, ανάθεμα, δεν είπε, λέγει (ο ιερός Χρυσόστομος), έαν τα αντίθετα αναγγέλλουν, ή ανατρέπουν τα πάντα, αλλά, και αν ακόμη κάτι μικρό ευαγγελίζονται ενάντια σε όσα παραλάβατε, και αν κάτι ίσως μετακινήσουν, ας αναθεματίζονται. Και ο ίδιος λέγει πάλι, μπορεί να γίνεται οικονομία όπου δεν γίνεται παρανομία (''οικονομητέον ένθα μη παρανομητέον''). Και ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του ''Ασκητικά'' λέγει ότι είναι φανερή έκπτωση της πίστεως και κατηγορία για υπερηφάνια, το να αθετείς κάτι από τα γεγραμμένα ή να εισάγεις κάτι που δεν είναι γεγραμμένο, καθώς και ο Κύριος ημών Ιησούς είπε: «τα δικά μου πρόβατα ακούουν την φωνή μου, τον ξένον δεν θα ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν από αυτόν, διότι δεν αναγνωρίζουν την φωνή των ξένων» (Ιω. 10, 5). Και στην επιστολή προς τους μοναχούς (επιστολή Μεγάλου Βασιλείου ''προς μονάζοντας'') λέγει ότι αυτοί που προσποιητά ομολογούν την υγιή πίστη, έχουν όμως κοινωνία με όσους φρονούν διαφορετικά (τους ετεροδόξους), αυτούς, εάν τους ειδοποιήσουμε και τους ενημερώσουμε και δεν απομακρυνθούν από αυτούς, όχι μόνον να μην έχουμε κοινωνία μαζί τους, αλλά ούτε αδελφούς να τους ονομάζουμε. Και πριν από αυτόν ο θεοφόρος Ιγνάτιος στην επιστολή του προς τον άγιο Πολύκαρπο επίσκοπο Σμύρνης λέγει ότι, καθένας που λέγει κάτι αντίθετο από τα διατεταγμένα, και αν ακόμη είναι αξιόπιστος, κι αν νηστεύει, κι αν κάνει θαύματα, κι αν προφητεύει, να σου φαίνεται ως λύκος με δέρμα προβάτου, που επιδιώκει την φθορά των προβάτων. Και γιατί πρέπει να λέμε πολλά, όλοι οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας, όλες οι σύνοδοι, όλες οι θείες γραφές μας προτρέπουν να αποφεύγουμε τους ετεροδόξους (ετερόφρονας), και να απομακρυνόμαστε από την κοινωνία μαζί τους. Όλους αυτούς εγώ να τους περιφρονήσω και να ακολουθήσω αυτούς που νόθευσαν το Σύμβολο της Πίστεως, εισάγοντας και τον Υιό ως δεύτερον αίτιον του 4 Αγίου Πνεύματος. Γιατί και τα υπόλοιπα ατοπήματά τους πέρα από το συγκεκριμένο βεβαίως, εκ των οποίων ατοπημάτων έστω και ένα μόνον ήταν ικανό να μας φέρει σε διάσταση. Να μην το πάθω αυτό ποτέ, Παράκλητε αγαθέ, να μην ξεπέσω έτσι από τον εαυτό μου και από τους κατάλληλους και πρέποντες λογισμούς. Κατέχοντας την διδασκαλία σου (την αγιοπνευματική) και των μακαρίων ανδρών που ενεπνεύσθησαν από Σένα, θα προσέθετα τον εαυτόν μου μαζί με τους αγίους Πατέρες μου, αν μη τι άλλο αποκομίζοντας από αυτούς την ευσέβεια.
Τούτο το Σύμβολο απαιτούμεν από σας, φίλοι, την καλή παρακαταθήκη δηλαδή των Πατέρων μας, που συγκεντρώθηκαν στην δική μας βασιλική πόλη (εννοεί τους αγίους Πατέρες που συγκεντρώθηκαν στην Βασιλεύουσα και συνέταξαν το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως, το γνωστό μας Πιστεύω). Αποδώσατε λοιπόν αυτό (το Σύμβολο), όπως το παραλάβατε από εμάς. Αν κάποιος από εσάς σας εμπιστεύθηκε μία παρακαταθήκη, δεν θα παραδώσατε την ίδια, όπως την παραλάβατε; Αποδώσατε λοιπόν και το Σύμβολο των Πατέρων, όπως το παραλάβατε.. δεν δέχεται προσθήκη, δεν δέχεται μείωση. Έχει κλειστεί και σφραγιστεί από αυτούς (τους Πατέρες), και όσοι τολμούν να επιφέρουν σε αυτό καινοτομίες, απομακρύνονται, και όσοι διαφορετικά από αυτό πράττουν έχουν ευθύνες. Σας φαίνεται ότι είναι μικρό πράγμα η γινομένη προσθήκη της λέξεως, και λίγο να μιλήσουμε για αυτήν; αν λοιπόν, έστω και μικρόν (το θεωρείτε), την αφαιρέσετε εν θα έβλαπτε σε τίποτε, αλλά μάλλον θα ωφελήσει τα μέγιστα, διότι θα συνενώσει όλους τους Χριστιανούς. Αλλά (η προσθήκη) αποτελεί μέγα γεγονός και πολύ πρέπει να συζητήσουμε για αυτήν. Επομένως εμείς δεν αμαρτάνουμε μιλώντας πολύ για το ζήτημα αυτό. Για κάποια οικονομία έγινε η προσθήκη; για οικονομία ας αφαιρεθεί πάλι, για να δεχθείτε αδελφούς που νοιώθουν σπαραγμό ψυχής και δίνουν μεγάλη σημασία στο να γίνει αγάπη. Σας παρακαλούμε λοιπόν, πατέρες και αδελφοί και εντιμώτατοι κύριοι (οι χαρακτηρισμοί αυτοί απευθύνονται στους Λατίνους), όπως και πρωτύτερα σας παρακαλέσαμε, για τα σπλάγχνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού που μας αγάπησε, αν και είμαστε αχρείοι και αμαρτωλοί και σε απόγνωση, και την ψυχή Του προσέφερε για χάρη μας, ας επανέλθουμε στην καλήν συμφωνίαν που είχαμε πρωτύτερα μεταξύ μας και με τους αγίους Πατέρες, όταν όλοι λέγαμε τα ίδια, και δεν υπήρχε ανάμεσά μας κάποιο σχίσμα. Ας αναγνωρίσει ο ένας τον άλλον ως αδελφόν. Ας σεβασθούμε τους κοινούς μας Πατέρες. Ας τιμήσουμε τις αποφάσεις τους. Ας φοβηθούμε τις απειλές τους. Ας φυλάξουμε τις παραδόσεις, ώστε 5 ομοθυμαδόν με ένα στόμα και μία καρδιά να δοξάσουμε το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Εγκύκλιος επιστολή τοις απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένοις ορθοδόξοις χριστιανοίς,
O Ἐφέσου Μάρκος
Ο Άγιος Μάρκος, μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, και ευρισκόμενος σε περιορισμό στην Λήμνο (1440-41), έγραψε την γνωστή Εγκύκλιο Επιστολή και την απηύθυνε σε όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς απανταχού της γης και των νήσων. Το κείμενο αυτό αποτελεί ένα από τα σημαντικά «Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», περιέχεται στην Ελληνική Πατρολογία (P.G. 160, 112-204) και έχει συμπεριληφθεί στο ομότιτλο έργο του καθηγητού Ιω. Καρμίρη. Στην Επιστολή αυτή ο Άγιος Μάρκος εξηγεί στον πιστό ορθόδοξο λαό πως πρέπει να βλέπει το θέμα της Ενώσεως με τους Λατίνους και την εμμονή τους στις δογματικές τους κακοδοξίες. Επίσης, καταφέρεται με έντονους χαρακτηρισμούς εναντίον των λατινοφρόνων ενωτικών και ονομάζει τους Λατίνους όχι μόνον σχισματικούς αλλά και αιρετικούς. Το όλο κείμενο διαπνέεται από έντονο ανθενωτικό και αντιλατινικό πνεύμα. Παραθέτουμε το πρωτότυπο κείμενο και εν συνεχεία σε νεοελληνική απόδοση.
«Τοις απανταχού της γης και των νήσων ορθοδόξοις Μάρκος της Εφεσίων Μητροπόλεως εν Κυρίω χαίρειν.
Οι την κοινήν υμάς αιχμαλωσίαν αιχμαλωτεύσαντες και προς την Βαβυλώνα των Λατινικών εθνών και δογμάτων θελήσαντες κατασύραι, τούτο μεν ουκ ηδυνήθησαν αγαγείν εις πέρας, αυτόθεν τε απεμφαίνον ορώντες και άλλως αδύνατον, εν μέσω δε που της οδού καταμείναντες αυτοί τε και όσοι τούτοις επηκολούθησαν, ουτ’ εκείνο λοιπόν μεμενήκασιν, ούτε τούτο γεγόνασιν. Ιεροσόλυμα μεν απολιπόντες, τους ως αληθώς όρασιν της ειρήνης και το Σιών όρος την βεβαίαν πίστιν και άσειστον, Βαβυλώνιοι δε γενέσθαι τε και κληθήναι μήτε βουλόμενοι, μήτε δυνάμενοι και διά του αν δικαίως κληθέντες γραικολατίνοι. Καλούμενοι δι’ ουν υπό των πολλών Λατινόφρονες, ούτοι τοίνυν οι μιξόθηρες (μικτοί θηρία και άνθρωποι), κατά τους εν μύθοις ιπποκενταύρους, μετά των Λατίνων ομολογούσι το εκ του Υιού το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεσθαι και τον Υιόν αίτιον έχειν της εαυτού υπάρξεως, ούτω γαρ και ο αυτών όρος διαλαμβάνει, μεθ’ ημών δε το εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι λέγουσι. Και μετ’ εκείνων μεν θεμιτώς και ευλόγως την προσθήκην εν τω συμβόλω γεγονέναι, φασί, μεθ’ ημών δε λέγειν ταύτα ου καταδέχονται. Και τοι γε το θεμιτώς και ευλόγως γενόμενον τις αν παραιτήσαιτο λέγειν.
Μετ’ εκείνων μεν το άζυμον, σώμα του Χριστού λέγουσι. Μεθ’ ημών δε αυτού μεταλαμβάνειν ουκ αν τολμήσειεν. Άρ’ ουχ ικανά ταύτα την γνώμην αυτών διαδείξαι και ότι ουκ αληθείας έρευναν ποιούμενοι τοις Λατίνοις συνήλθον, ήν εν χερσίν έχοντες προδεδώκασιν, αλλά χρυσοχοήσαι βουλόμενοι και πεπλασμένην ουκ αληθή συστήσασθαι ένωσιν. Τίνα δε τρόπον αυτοίς ηνώθησαν επισκεπτέον. Παν γαρ τω εταίρω ενούμενον, δι’ ενός τινός μέσου πάντως ενούται. Τη μεν ουν δόξη της περί του Αγίου Πνεύματος εκπορεύσεως έδοξαν ενωθήναι, συν αυτοίς αποφηνάμενοι και εκ του Υιού τούτο έχειν την ύπαρξιν τα δε άλλα πάντα διάφορα. Και ουδέν εν αυτοίς έν, ουδέ μέσον, ουδέ κοινόν, αλλά δύο μεν σύμβολα και παρηλλαγμένα λέγεται πάλιν, ώσπερ και πρότερον, διτταί δε και διάφοροι λειτουργίαι τελούνται, η μεν δι’ ενζύμου θυσίας, η δε δι’ αζύμου, διττά δε βαπτίσματα, το μεν διά της τριτής καταδύσεως τελειούν, το δε δι’ επιχύσεως ύδατος εκ κορυφής άνωθεν. Και το μεν τω μύρω προσχρώμενον, το δ’ οτιούν αυτού χρείαν έχον. Διττά δε τα έθη πάντα και εν πάσι παρηλλαγμένα, νηστείαι τε και εκκλησιαστικαί τάξεις και είτι τοιούτον.
Τις ουν η ένωσις, όταν μη φανερόν και επίδηλον σημείον έχη, και πως ηνώθησαν οι τα οικεία στέργειν βουλόμενοι; Τούτο γαρ που και συνεφώνησαν, και μη τοις εκ των πατέρων παραδεχομένοις ακολουθούντες. Αλλά τις ο σοφός αυτών λόγος; ουδέποτε, φησίν η των Γραικών Εκκλησία το εκ μόνου του Πατρός εκπορεύεσθαι έλεγεν, αλλ’ απλώς εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι. Τούτο γαρ τον Υιόν ουκ εκβάλλει της εκπορεύσεως. Ώστε κατά τούτο και πρότερον ήμεν, και νυν εσμέν ηνωμένοι. Φευ της ανοίας! Φευ της τυφλώσεως! Ει δε αεί η των Γραικών Εκκλησία, το εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι έλεγεν, εξ αυτού του Χριστού και των ιερών Αποστόλων και των εν ταις Συνόδοις πατέρων παραλαβούσα. Το εκ του Υιού δε ουδέποτε έλεγεν, ουδέ γαρ παρέλαβε τούτο παρ’ ουδενός, τι γε άλλο, ή το εκ μόνου του Πατρός εκπορεύεσθαι έλεγεν. Ει γαρ ουκ εκ του Υιού, δήλον ως εκ μόνου του Πατρός. Όρα δε και επί της γεννήσεως, τον εκ του Πατρός φησί γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων, μη τις ενταύθα το εκ μόνου προστίθησιν; αλλ’ ουδέν ήττον και νοούμεν τούτο και λέγομεν δεήσει. Παρ’ ουδενός γαρ άλλου γεννάσθαι τον Υιόν μεμαθήκαμεν. Διά τούτο και ο Δαμασκηνός Ιωάννης, εκ προσώπου της Εκκλησίας πάσης και των χριστιανών απάντων, εκ του Υιού φησί το Πνεύμα ου λέγομεν. Ει δε εκ του Υιού το Πνεύμα ου λέγομεν, δήλον ως εκ του Πατρός μόνου λέγομεν, διό και μικρόν ανωτέρω τον Υιόν φησίν, ου λέγομεν αίτιον. Και εν τω αφ’ εξής κεφαλαίω, μόνος αίτιος ο Πατήρ.
Τι έτι; ουδέποτε, φησί, τους Λατίνους ως αιρετικούς είχομεν, αλλά μόνον σχισματικούς, τούτο μεν ουν παρ’ αυτών εκείνων ειλήφασι. Σχισματικούς γαρ ημάς εκείνοι καλούσιν, ουδέν ημίν εγκαλείν έχοντες περί την ημετέραν δόξαν, αλλ’ ότι της υποταγής αυτών απεσχίσθημεν, ήν οφείλομεν ως εκείνοι νομίζουσιν. Ει δε και ημάς τούτο δίακιον αντιχαρίζεσθαι και ουδέν αυτοίς εγκαλούμεν περί την δόξαν, σκεπτέον. Την μεν ουν αιτίαν του σχίσματος αυτοί δεδώκασι, την προσθήκην εξενεγκόντες αναφανδόν, ήν υπ’ οδόντα πρότερον έλεγον. Ημείς δε αυτών εσχίσθημεν πρότερον, μάλλον δε εσχίσαμεν αυτούς και απεκόψαμεν του κοινού της Εκκλησίας σώματος. Διατί; ειπέ μοι πότερον ως ορθήν έχοντες δόξαν, ή ορθώς την προσθήκην εξενεγκόντες; και τι αν τούτο είπει, μη σφόδρα τον εγκέφαλον διασεσεισμένος; αλλ’ ως άτοπα και δυσεβή φρονούντας και παράλογον προσθήκην ποιήσαντας. Ουκ ουν ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν και διά τούτο αυτών εχωρίσθημεν. Διατί γαρ άλλο; Φασί γαρ οι φιλευσεβείς νόμοι, αιρετικός εστί, και κατά των αιρετικών νόμοις υπόκειται, ο και μικρόν γουν τι παρεκκλίνων της ορθής πίστεως.
Ει μεν ουν ουδέν τι παρεκκλίνουσι της ορθής πίστεως, μάτην ως έοικεν αυτούς απεκόψαμεν. Ει δε παρεκκλίνουσιν όλως, καλώς τούτο εποιήσαμεν. Φευκταίον ουν αυτούς, ως φεύγει τις από όφεως ή κακείνων πολλώ δήπου χείρονας ως χριστοκαπήλους και Χριστεμπόρους. Ούτοι γαρ εισί κατά τον θείον Απόστολον, οι πορισμόν ηγούμενοι την ευσέβειαν περί ων επάγει λέγων, αφίστασο. Ποία δε κοινωνία φωτί προς σκότος; ή τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;
Ημείς μεν μετά των Πατέρων απάντων, εκ του Υιού το Πνεύμα ου λέγομεν, ούτοι δε μετά των Λατίνων και τον Υιόν πηγήν του Αγίου Πνεύματος λέγοντες εκβάλλουσιν αυτό της θεότητος. Και ημείς μετά του Θεολόγου Γρηγορίου τη αιτία διακρίνομεν του Υιού τον Πατέρα, ούτοι δε μετά των Λατίνων τη αιτία τούτους συνάπτουσι. Ημείς μεν μετά του σεπτού Μαξίμου και των τότε Ρωμαίων και των Δυτικών Πατέρων, ου ποιούμεν τον Υιόν αιτίαν του Πνεύματος. Ημείς μεν μετά του φιλοσόφου και μάρτυρος Ιουστίνου, ως ο Υιός εκ του Πατρός, ούτω και το Πνεύμα εκ του Πατρός λέγομεν. Ούτοι μεν μετά των Λατίνων τον μεν Υιόν αμέσως, το δε Πνεύμα εμμέσως, εκ του Πατρός λέγουσι. Ημείς μεν μετά του Δαμασκηνού και των Πατέρων απάντων την διαφοράν γεννήσεως και εκπορεύσεως αγνοείν ομολογούμεν, ούτοι δε μετά του Θωμά και των Λατίνων, τω εμμέσω και αμέσω διαφέρειν φασί τας προόδους. Ημείς μεν της ακτίστου και θείας φύσεως, άκτιστον και την θέλησιν και την ενέργειαν είναι φαμέν, κατά τους Πατέρας, ούτοι δε μετά των Λατίνων και Θωμά την μεν θέλησιν την αυτήν τη ουσία, την δε θείαν ενέργειαν κτιστήν είναι λέγουσι. Καν τε θεότης ονομάζοιτο, καν τε θείον και άϋλον φως, καν τε Πνεύμα Άγιον, καν τε τοιούτον έτερον. Και ούτω κτιστήν Θεότητα και κτιστόν θείον φως και κτιστόν Πνεύμα Άγιον, τα πονηρά πρεσβεύουσι κτίσματα.
Ημείς μεν ούτε τους Αγίους απολαβείν την ητοιμασμένην αυτών βασιλείαν και τα απόρρητα αγαθά, ούτε τους αμαρτωλούς εις την γέενναν εμπεσείν ήδη φαμέν, αλλ’ εκδέχεσθαι τον ίδιον εκατέρους κλήρον και είναι τούτο καιρού μέλλοντος μετά την ανάστασιν και την κρίσιν. Ούτοι δε μετά των Λατίνων τους μεν αυτίκα μετά θάνατον απολαβείν ήδη κατ’ αξίαν εθέλουσι, τοις μεν μέσοις, ήτοι τοις εν μετανοία τετελευτηκόσι πυρ αυτοί καθάρσιον έτερόν τι της γεέννης υπάρχον αναπλάσαντες αποδιδούσιν, ίνα δι’ αυτού, φησί, καθαιρόμενοι τας ψυχάς μετά θάνατον, επί την βασιλείαν και αυτοί μετά των δικαίων αποκαταστώσιν. Τούτο δε και ο όρος αυτών περιέχει. Ημείς αποστρεφόμεθα το ιουδαϊκόν άζυμον τοις Αποστόλοις κανονίζουσιν υπακούοντες. Ούτοι δη εν τω αυτώ όρω, σώμα Χριστού το παρά των Λατίνων ιερουργούμενον αποφαίνονται. Ημείς μεν αθεμίτως και παρανόμως και τοις Πατράσιν εναντίαν την εν τω Συμβόλω προσθήκην γεγενήσθαι φαμέν, ούτοι δε αυτήν θεμιτώς και ευλόγως διορίζονται γεγενήσθαι. Τοσούτον οίδασι τη αληθεία και εαυτοίς συμφωνείν. Ημείς μεν, τον Πάπαν ως ένα των Πατριαρχών λογιζόμεθα και τούτο γε, αν ορθόδοξος ή, ούτοι δε αυτόν βικάριον του Χριστού και πατέρα και διδάσκαλον των χριστιανών απάντων μάλα σεμνώς αποφαίνονται. Γένοιτο πατρός ευτυχέστεροι, τα δε άλλα όμοιοι. Και γαρ δει κακείνος ουκ ευτυχείν, τον αντίπαπαν έχων επιεικώς διοχλούντα, και ούτοι τον πατέρα μιμείσθαι και τον διδάσκαλον ουκ ανέχονται.
Φεύγετε ουν αυτοίς, αδελφοί, και την προς αυτούς κοινωνίαν. «οι γαρ τοιούτοι ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι μετασχηματιζόμενοι εις αποστόλους Χριστού. Και ου θαυμαστόν. Αυτός γαρ ο Σατανάς μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός. Ου μέγα ουν ει και οι διάκονοι αυτού μετασχηματίζονται ως διάκονοι δικαιοσύνης, ων το τέλος έσται κατά τα έργα αυτών (Β' Κορ. 11, 13-15). Και πάλιν αλλαχού περί των αυτών ο αυτός απόστολος «οι τοιούτοι τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ ου δουλεύουσιν, αλλά τη εαυτών κοιλία και διά της χριστολογίας και ευλογίας εξαπατώσι τας καρδίας των ακάκων, ο μέντοι στερρός θεμέλιος έστηκεν έχων την σφραγίδα ταύτην». «εί τις υμάς ευαγγελίζεται παρ' ό παρελάβετε, καν άγγελος εξ ουρανού ανάθεμα έστω». Βλέπετε προφητικώς το «καν άγγελος εξ ουρανού», ίνα μη τις την υπεροχήν του Πάπα προβάλληται. Και ο ηγαπημένος μαθητής: «είτις έρχεται προς υμάς και τοιαύτην διδαχήν ου φέρει, εις οικίαν αυτώ μη λαμβάνετε και χαίρειν αυτώ μη λέγετε. Ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς» (Β' Ιω. 10-11). Τούτων υμίν υπό των αγίων Αποστόλων διωρισμένων, στήκατε κρατούντες τας παραδόσεις άς παραλάβατε, τάς τε εγγράφους και τας αγράφους, ίνα μη των αθέσμνων πλάνη συναπαχθέντες, εκπέσητε του ιδίου στηριγμού. Αιρετικοί εισίν άρα και ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαμεν.
Διατί δε και χρίομεν τω Μύρω τους εξ αυτών ημίν προσιόντας; λέγει γαρ ο ζ' κανών της Β' Οικουμενικής Συνόδου: «τους προστιθεμένους τη ορθοδοξία και τη μερίδι των σωζομένων από αιρετικών δεχόμεθα κατά την υποτεταγμένην ακολουθίαν και συνήθειαν. Αρειανούς μεν και Μακεδονιανούς και Σαββατιανούς και Ναυατιανούς τους λέγοντας εαυτούς καθαρούς και Αριστερούς και Τέσσαρας και δεκατίτας ήγουν τετραδίτας και Απολλιναριστάς δεχόμεθα, διδόντας λιβέλλους και αναθεματίζοντας πάσαν αίρεσιν μη φρονώσαν ως φρονεί η Αγία του Θεού Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, σφραγιζομένους (ήτοι χριομένους) πρώτον τω αγίω Μύρω, το τε μέτωπον και τους οφθαλμούς και τας ρίνας και το στόμα και τα ώτα και σφραγίζοντες αυτούς λέγομεν: σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου». Οράς τίσι συνάπτομεν τους εκ Λατίνων ημίν προσιόντας; Ει ουν ούτοι πάντες αιρετικοί, δήλον κακείνοι.
Τι δε και ο σοφώτατος Πατριάρχης Θεόδωρος ο Βαλσαμών, εν ταις προς Μάρκον τον αγιώτατον Πατριάρχην Αλεξανδρείας αποκρίσεσι περί τούτων, γράφει: εις την ερώτησιν «αιχμάλωτοι Λατίνοι και έτεροι, παρουσιαζόμενοι εις τας καθολικάς Εκκλησίας ημών, ζητούσι μεταλαμβάνειν των θείων αγιασμάτων. Ει ουν εγχωρητέον τούτό εστι, ζητούμεν μαθείν», απαντά «ο μη ων μετ' εμού κατ' εμού εστί. Και ο μη συνάζων μετ' εμού σκορπίζει. Επεί ουν προ χρόνων πολλών απεσχίσθη η δυτική Εκκλησία (της Ρώμης φαμέν, το περιώνυμον άθροισμα), ήτις εκ των ετέρων τεσσάρων αγιωτάτων Πατριαρχών κοινωνίας αποσχισθείσα εις έθη και δόγματα της καθολικής Εκκλησίας και των ορθοδόξων αλλότρια, διά γαρ τούτο, ούτε εν ταις θείαις ιεροτελεστίαις της κοινής των Πατριαρχών αναφοράς ο Πάπας ηξίωται. Ουκ οφείλει ουδέ γένος Λατινικόν εκ χειρός ιερατικής, διά των θείων και αχράντων μυστηρίων αγιάζεσθαι, ει μη κατάθηται πρότερον αποσχέσθαι των λατινικών δογμάτων και συνηθειών και κατά κανόνας κατηχηθή και τοις ορθοδόξοις εξισωθή». Ακούεις; απεσχίσθησαν, ου μόνον εις έθη, αλλά και δόγματα της Εκκλησίας αλλότρια, πάντως αιρετικά και ότι κατά κανόνας κατηχηθήναι, οφείλει και τοις ορθοδόξοις εξισωθήναι. Ει δε κατηχηθήναι, δήλον ότι και τω Μύρω χρισθήναι. Πόθεν ουν ημίν ανεφάνησαν εξαίφνης όντες ορθόδοξοι, οι διά τοσούτων διδασκάλων κριθέντες αιρετικοί; τις αυτοίς ούτως ραδίως ορθοδόξους πεποίηκεν; ο χρυσός ει βούλοι ταληθή λέγειν και κέρδη τα σα. Μάλλον μεν ουν εκείνους ούτε πεποίηκεν ορθοδόξους, σε δε ποιήσας εκείνοις όμοιον εις την αιρετικήν απεώσατο μοίραν.
Αλλ' ει μεσότητά τινα, φησίν, επενοήσαμεν των δογμάτων, εκείνοις τε συναφθησόμεθα δι' αυτής και προς ημάς αυτούς έξομεν, ουδέν αναγκαζόμενοι λέγειν παρά τα ειωθότα και παραδεδομένα. Τουτ’ έστιν εκείνο, το τους πολλούς εξ αρχής απατήσαν και πείσαν ακολουθείν τοις εις τον κρημνόν της δυσσεβείας απάγουσιν, πιστεύσαντες γαρ είναί τι μέσον αμφοίν των δοξών, όπερ επί τινων εναντίον συμβαίνει προς το δεινόν ηυτομόλησαν. Αλλά λέξιν μεν ενδέχεται μέσην δύο δοξών ευρεθήναι τας αμφοτέρας σημαίνουσιν ομωνύμως. Δόξα δε μέση εναντίον δοξών περί του αυτού πράγματος, αδύνατον, ει Δε μη και αληθείας και ψεύδους έσται τι μέσον και καταφάσεως και αποφάσεως, αλλ’ ουκ έστιν, επί παντός γαρ ή κατάφασις ή απόφασις; ει μεν ουν αληθές το λατινικόν δόγμα, το εκ του Υιού εκπορεύεσθαι, ψευδές το ημέτερον, το εκ του Πατρός μόνον. Ει δε το ημέτερον αληθές, ψευδές αν είη δήπου το εκείνων. Τι ουν αν είη, μέσον τούτων; ουδέν. Πλην ει μη λέξις προς άμφω τας δόξας ορώσα, καθάπερ τις κόθορνος, αύτη ουν ημάς ενωθήναι ποιήσει; και τι δράσωμεν όταν αλλήλους εξετάζωμεν, περί των νοημάτων και των δοξών; δύναται αμφοτέρους ημάς προσειπείν τις ορθοδόξους, τους τα εναντία φρονούντας; εγώ μεν ουκ οίμαι. Συ δ’ αν ειδείης ο πάντα φέρων και πάντα ραδίως επονομάζων, βούλει παρά Γρηγορίο του Θεολόγου μαθείν οία περί της μεσότητος γράφει; άκουσον.
«…η προς πάντας ορώσα τους παριόντας εικών, ο των αμφοτέρων ποδών κόθορνος, η κατά πάντα άνεμον λίκμησις, εξουσίαν λαβούσα την νεόγραφον κακουργίαν και την κατά της αληθείας επίνοιαν. Το γαρ όμοιον κατά τας γραφάς της ευσεβείας πρόσχημα ήν, περί της επινοηθείσης τότε μεσότητος». Περί δε την αυτήν εξευρούσαν σύνοδον τοιάδε πάλιν φησίν: «είτε της Χαλάνης πύργον ός καλώς τας γλώσσας εμέρισεν, ως ώφελον γε και ταύτας, επί κακώ γαρ η συμφωνία, είτε τω Καϊάφα συνεδρίω ώ Χριστός κατακρίνεται, είτε τι άλλο τοιούτον, την σύνοδον εκείνην ονομαστέον, ή πάντα άλλον ανέτρεψε και συνέχεε. Το μεν ευσεβές δόγμα και παλαιόν και της Τριάδος ομότιμον καταλύσασα, τω βαλείν χάρακα και μηχανήμασι κατασείσαι το ομούσιον, τη δε ασεβεία θύραν ανοίξασα διά της των γεγραμμένων και λεγομένων μεσότητος, σοφοί γαρ εγένοντο του κακοποιήσαι, το δε καλόν ποιήσαι ουκ έγνωσαν» (Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος 21, 22, εις τον Μ. Αθανάσιον P.G. 35, 1106C- 1108A).
Τοσαύτα μεν ημίν αρκεί περί της μεσότητος, ότι δε ουδ’ έστι μεσότης ικανώς αποδεδειχόσι, και ότι τα τοιαύτα ζητείν ασεβές και της Εκκλησίας τα πάντα δυνάμενος, εκείνους τε επιγνώναι την οικείαν πλάνην παρασκευάσειε και ημάς αυτών απαλλάξειε των πονηρών ζιζανίων και οίον καθαρόν και εύχρηστον σίτον εις τας εαυτού αποθήκας συνάξειε. Εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Στους ορθοδόξους σε όλα τα μέρη της γης και των νήσων ο Μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος, χαίρετε εν Κυρίω.
Αυτοί (εννοεί τους ενωτικούς και λατινίζοντες) που σας οδήγησαν στην κοινή αιχμαλωσία και θέλησαν να σας παρασύρουν στην Βαβυλώνα (εννοεί την βαβυλώνια αιχμαλωσία στον κυκεώνα, την σύγχιση και την βαβυλωνία των λατινικών κακοδοξιών) των λατινικών εθνών και δογμάτων, αυτό μεν δεν μπόρεσαν να το φέρουν εις πέρας, και από αυτό είδαν και έβγαλαν το συμπέρασμα ότι και με άλλον τρόπο είναι αδύνατον, οι ίδιοι και όσοι τους ακολούθησαν έμειναν στα μισά του δρόμου, δεν παρέμειναν σε εκείνο, ούτε αυτό έγιναν. Εγκαταλίποντας τα Ιεροσόλυμα, δηλαδή αυτούς που έβλεπαν την αλήθεια της ειρήνης στο όρος Σιών την βέβαιη και ακλόνητη πίστη, ούτε θέλησαν να γίνουν και να αποκαλούνται Βαβυλώνιοι, και ούτε μπόρεσαν και γι’ αυτό δικαίως εκλήθησαν γραικολατίνοι. Καλούμενοι λοιπόν από πολλους λατινόφρονες, αυτοί λοιπόν οι μιξόθηρες, μισοί άνθρωποι και μισά θηρία, όπως οι ιπποκένταυροι της μυθολογίας, μαζί με τους Λατίνους ομολογούν ότι και εκ του Υιού εκπορεύεται το Άγιον Πνεύμα και ότι αυτό έχει ως αίτιον της υπάρξεώς του τον Υιόν, όπως και ενωτικός τους όρος (της Φλωρεντίας) υποστηρίζει, αλλά και μαζί με μας λένε ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός. Και μαζί με εκείνους νομίμως και ευλόγως έχουν κάνει την προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως, λένε, όμως με μας δεν καταδέχονται να λένε τα ίδια. Αν και βεβαίως η προσθήκη έγινε κατά εύλογο και θεμιτό τρόπο ποιος θα έλεγε να την εγκαταλείψουμε.
Μαζί με εκείνους (τους Λατίνους) λένε ότι τα άζυμα είναι σώμα Χριστού, μαζί με μας όμως δεν θα τολμούσαν να μεταλάβουν άζυμα. Άρα συμπεραίνουμε ότι αυτά δεν αρκούν για να αποδείξουν την γνώμην τους και ότι πήγαν μαζί με τους Λατίνους χωρίς να ερευνήσουν για την αλήθεια, την οποία ενώ είχαν στα χέρια τους την έχουν προδώσει, αλλά θέλησαν να γεμίσουν χρυσάφι και να συστήσουν ένωση πλαστή και μη αληθή. Με ποιον τρόπον ενώθησαν με αυτούς πρέπει να το εξετάσουμε. Γιατί κάθε τι που ενώνεται με κάτι άλλο, με κάποιο μέσον πάντως ενώνεται. Θέλησαν να ενωθούν με την δοξασία της περί του Αγίου Πνεύματος εκπορεύσεως, αποφαινόμενοι μαζί με αυτούς ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξή του εκ του Υιού ενώ ως προς τα άλλα διαφέρουν. Και δεν υπάρχει σε αυτούς κανένα, ούτε μέσο, ούτε κοινό, αλλά δύο σύμβολα και παραλλαγμένα πάλιν λέγονται, όπως και πρωτύτερα, διπλές και διαφορετικές λειτουργίες τελούνται, η μία με ένζυμο άρτο, η άλλη με άζυμο, διπλά βαπτίσματα, το ένα που ολοκληρώνεται με τριπλή κατάδυση, ενώ το άλλο με την επίχυση ύδατος πάνω στην κεφαλή. Και το ένα βάπτισμα ακολουθείται με την χρίση με μύρο, ενώ το άλλο όποτε παραστεί ανάγκη. Διπλά και τα λειτουργικά έθιμα και κατά πάντα παραλλαγμένα, και οι νηστείες και οι εκκλησιατικές ακολουθίες και τάξεις και ο,τιδήποτε παρόμοιο.
Ποια ένωση λοιπόν, όταν δεν έχει κάποιο φανερό σημείο, και πως ενώθησαν αυτοί που θέλουν να παραμείνουν στις οικείες δικές μας δοξασίες; και αν κάπου συμφώνησαν, δεν ακολουθούν όσα είναι παραδεκτά από τους αγίους Πατέρες. Αλλά ποιος είναι ο ''σοφός'' τους λόγος (αιτιολογία); λένε ότι ουδέποτε η ελληνική Εκκλησία έλεγε ότι μόνον (αποκλειστικώς) εκ του Πατρός εκπορεύεται, αλλά ότι απλώς εκ του Πατρός εκπορεύεται . Αυτό δεν αποκλείει τον Υιό από την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Επομένως σε αυτό και πρωτύτερα ήμασταν και τώρα είμαστε ενωμένοι. Τι ανοησία ! Τι τύφλωση ! Εάν η ελληνική Εκκλησία πάντοτε έλεγε ότι εκ του Πατρός εκπορεύεται, το παρέλαβε από τον ίδιο τον Χριστό και τους ιερούς Αποστόλους και από Πατέρες των Συνόδων. Ουδέποτε έλεγε το εκ του Υιού, ούτε το παρέλαβε αυτό από κανένα, ή κάτι άλλο, παρά μόνον έλεγε ότι του Πατρός μόνου εκπορεύεται. Εάν λοιπόν όχι εκ του Υιού, άρα είναι φανερόν ότι μόνον εκ του Πατρός εκπορεύεται. Βλέπε και το άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως για την γέννηση . Λέει «τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων». Μήπως κανείς εδώ προσθέτει το εκ μόνου του Πατρός; αλλά και το κατανοούμε και το λέμε στην προσευχή. Έχουμε μάθει ότι κανείς άλλος δεν γεννά τον Υιόν. Διά τούτο και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εκπροσωπώντας όλην την Εκκλησία και όλους τους χριστιανούς, λέει ότι δεν λέμε και εκ του Υιού για το Άγιο Πνεύμα. Εάν λοιπόν δεν λέμε το εκ του Υιού, είναι φανερό ότι λέμε το εκ του Πατρός μόνου, γι’ αυτό και λίγο παραπάνω λέει ότι δεν καλούμε τον Υιόν αίτιον του Πνεύματος. Και στο ίδιο κεφάλαιο, λέει ότι μόνος αίτιος είναι ο Πατήρ.
Τι λένε ακόμη οι ενωτικοί; ότι ουδέποτε θεωρούσαμε τους Λατίνους ως αιρετικούς, αλλά μόνον σχισματικούς, και αυτό το επιχείρημα από εκείνους το παρέλαβαν. Γιατί εκείνοι μας λένε εμάς (τους ορθοδόξους) σχισματικούς, χωρίς να έχουν κάτι να μας κατηγορήσουν για την διδασκαλία μας, αλλά μας κατηγορούν διότι αποσχισθήκαμε από την υποταγή σε αυτούς, την οποίαν οφείλαμε όπως εκείνοι νομίζουν. Αν λοιπόν πρέπει και εμείς να χαρισθούμε στους Λατίνους και να τους εγκαλούμε για την διδασκαλία τους, ας το εξετάσουμε. Την αιτία του σχίσματος αυτοί την έδωσαν, βάζοντας την προσθήκη (το Φιλιόκβε) ολοφάνερα, ενώ πριν την έλεγαν εν κρυπτώ (μέσα από τα δόντια). Εμείς λοιπόν ήλθαμε σε σχίσμα με αυτούς πρωτύτερα, ή πιο σωστά αυτους τους σχίσαμε και τους αποκόψαμε από το κοινό σώμα της Εκκλησίας. Γιατί; πες μου ποιο από τα δύο ισχύει, ότι είχαν ορθή διδασκαλία, ή ότι ορθώς έκαναν την προσθήκη; και ποιος θα μπορούσε να πει αυτό, εάν δεν είναι σφόδρα σαλεμένος στο μυαλό (αν δεν έχει πάθει σοβαρή διάσειση εγκεφάλου); αλλά θεωρούμε ότι αυτοί έχουν άτοπα και δυσσεβή φρονήματα και έκαναν αυτήν την παράλογη προσθήκη. Επομένως ως αιρετικούς τους αποστραφήκαμε και γι’ αυτό χωρισθήκαμε από αυτούς. Γιατί άλλο; λένε οι φιλευσεβείς νόμοι (ιεροί κανόνες), ότι αιρετικός είναι εκείνος και υπόκειται στους νόμους κατά των αιρετικών, όποιος και στο παραμικρό παρεκκλίνει από την ορθή πίστη.
Εάν λοιπόν οι Λατίνοι σε τίποτε δεν παρεκκλίνουν από την ορθή πίστη, φαίνεται πως άδικα τους αποκόψαμε. Εάν παρεκκλίνουν σε όλα, τότε καλώς το κάναμε αυτό. Πρέπει λοιπόν να τους αποφεύγουμε αυτούς, όπως κανείς αποφεύγει το φίδι ή τους πολύ χειρότερους από εκείνους, διότι είναι χριστοκάπηλοι και χριστέμποροι. Αυτοί είναι σύμφωνα με τον θείο Απόστολο, που θεωρούν την ευσέβεια ως ευκαιρία για πλουτισμό «τι κοινό έχει το φως με το σκοτάδι; ή σε τι συμφωνεί ο Χριστός με τον Βελίαρ; τι μερίδα έχει ο πιστός με τον άπιστο;» (Β’ Κορ. 7, 15).
Εμείς μαζί με όλους τους Πατέρες, δεν λέμε ότι το Πνεύμα και εκ του Υιού εκπορεύεται, αλλά αυτοί (οι λατινίζοντες) μαζί με τους Λατίνους λένε ότι ο Υιός είναι πηγή του Αγίου Πνεύματος αφαιρώντας του την θεότητα. Και εμείς μαζί με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο ως προς την αιτία διακρίνουμε τον Πατέρα από τον Υιό, αυτοί με τους Λατίνους ως προς την αιτία συνάπτουν Πατέρα και Υιό. Εμείς μαζί με τον σεπτό Μάξιμο τον Ομολογητή και τους τότε Ρωμαίους (Ελληνες ορθοδόξους ανατολικούς) και Δυτικούς Πατέρες, δεν κάνουμε τον Υιό αιτία του Πνεύματος. Εμείς μαζί με τον μάρτυρα και φιλόσοφο Ιουστίνο, λέμε ότι όπως ο Υιός εκ του Πατρός, έτσι και το Πνεύμα εκ του Πατρός. Αυτοί μαζί με τους Λατίνους λένε ότι ο Υιός κατά άμεσο τρόπο, το Πνεύμα εμμέσως, εκ του Πατρός. Εμείς μαζί με τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό και όλους τους Πατέρες ομολογούμε ότι αγνοούμε την διαφορά γεννήσεως και εκπορεύσεως. Αυτοί μαζί με τον Θωμά τον Ακυνάτη και τους Λατίνους, λένε ότι διαφέρουν οι πρόοδοι ως τον έμμεσο και άμεσο τρόπο. Εμείς λέμε ότι όπως υπάρχει άκτιστη και θεία φύση, έτσι άκτιστη είναι και η θεία θέληση και η ενέργεια, σύμφωνα με τους Πατέρες. Αυτοί μαζί με τον Θωμά Ακυνάτη και τους Λατίνους λένε ότι η θεία θέληση είναι ίδια με την ουσία, ενώ η θεία ενέργεια είναι κτιστή. Ακόμη και αν ονομάζετο θεότητα, είτε θείον και άϋλον φως, είτε Πνεύμα Άγιο, είτε κάτι άλλο, υποστηρίζουν ότι είναι κτιστή η θεότητα και το κτιστό το θείο φως και το κτιστό το Άγιο Πνεύμα, έτσι πρεσβεύουν τα πονηρά αυτά κτίσματα.
Εμείς ούτε δεχόμασθε ότι οι Άγιοι απολαμβάνουν την ετοιμασμένη για αυτούς βασιλεία και τα απόρρητα αγαθά, ούτε ότι οι αμαρτωλοί έχουν ήδη πέσει στην γέεννα της κολάσεως, αλλά δεχόμασθε ότι και οι δύο θα λάβουν τον κλήρο τους και αυτό θα γίνει εν καιρώ στο μέλλον μετά την ανάσταση και την κρίση. Αυτοί όμως μαζί με τους Λατίνους λένε ότι οι Άγιοι αμέσως μετά θάνατον ήδη απολαμβάνουν όσα τους αξίζουν, και οι άλλοι, στην ενδιάμεση κατάσταση, αυτοί δηλαδή που πέθαναν εν μετανοία βρίσκονται στο καθαρτήριο πυρ που είναι διαφορετικό από το πυρ της γεέννης, για να καθαρισθούν, λένε, οι ψυχές μετά θάνατον, και αυτοί μαζί με τους δικαίους ν αποκατασταθούν στην βασιλεία του Θεού. Αυτό περιλαμβάνεται και στον ενωτικό τους όρο (της Φλωρεντίας). Εμείς αποστρεφόμαστε τα ιουδαϊκά άζυμα υπακούοντας σε όσα οι Απόστολοι διατάσσουν. Αυτοί στον ίδο ενωτικό όρο, θεωρούν ότι τα άζυμα που χρησιμοποιούν οι Λατίνοι στην λειτουργία είναι σώμα Χριστού. Εμείς λέμε ότι με τρόπον αθέμιτο και παράνομο και εναντίον των αγίων Πατέρων έγινε η προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως, αυτοί όμως ορίζουν ότι αυτή έγινε κατά θεμιτό και δικαιολογημένο τρόπο. Τόσο πού γνωρίζουν την αλήθεια και συμφωνούν με τους εαυτούς τους. Εμείς όμως, τον Πάπα θεωρούμε ως ένα των Πατριαρχών και τούτο εάν βεβαίως είναι ορθόδοξος, αυτοί όμως αποφαίνονται πολύ σεμνά (σαφές το ειρωνικό σχόλιο του Αγίου Μάρκου) ως βικάριον, αντιπρόσωπον του Χριστού και πατέρα και διδάσκαλο όλων των χριστιανών. Μακάρι να γίνονταν ευτυχέστεροι του πατέρα τους (του Πάπα), αλλά ως προς τα άλλα είναι όμοιοι. Διότι και εκείνος δεν ευτυχεί, έχοντας τον αντίπαπα επιεικώς να τον ενοχλεί. Και αυτοί τον άγιο πατέρα μιμούνται αλλά δεν ανέχονται τον διδάσκαλο.
Αποφεύγετε λοιπόν, αδελφοί μου, αυτούς και την κοινωνία μαζί τους. «διότι αυτοί είναι τέτοιου είδους ψευδαπόστολοι, εργάτες δόλιοι μετασχηματιζόμενοι σε αποστόλους Χριστού. Και δεν είναι αξιοθαύμαστο, γιατί και ο ίδιος ο Σατανάς μετασχηματίζεται σε άγγελον φωτός. Δεν είναι λοιπόν μεγάλη υπόθεση εάν και οι υπηρέτες αυτού μετασχηματίζονται ως διάκονοι δικαιοσύνης, ότι δήθεν υπηρετούν την δικαιοσύνη, το τέλος τους όμως θα είναι αντάξιο των έργων τους» (Β’ Κορ. 11, 13-15). Και πάλι σε άλλο σημείο ο ίδιος απόστολος λέγει γι’ αυτούς: «τέτοιοι άνθρωποι δεν δουλεύουν για τον Κύριον μας Ιησούν Χριστόν, αλλά για την δική τους κοιλιά και μέσω της χριστολογίας (μιλώντας δηλαδή για τον Χριστό) και της ευλογίας εξαπατούν τις καρδιές των άκακων, ωστόσο το στέρεο θεμέλιο έχει τεθεί έχοντας την σφραγίδα αυτήν (του Χριστού). «Εάν κάποιος σας κηρύττει ευαγγέλιο διαφορετικό από αυτό που παραλάβατε, και αν ακόμη είναι άγγελος εξ ουρανού ανάθεμα σε αυτόν» (Γαλ. 1, 8-9). Βλέπετε ότι προφητικώς λέγει το «και να ακόμη άγγελος εξ ουρανού», για να μην προβάλλει κανείς την υπεροχή του Πάπα. Και ο ηγαπημένος μαθητής του κυρίου, ο Ιωάννης λέγει: «εάν κάποιος έρχεται σε σας και δεν σας φέρει την αυτήν διδασκαλία, να μην τον βάζετε στο σπίτι σας και ούτε χαίρετε να μην του λέτε. Γιατί αυτός που του απευθύνει χαιρετισμό, του λέγει χαίρετε γίνεται συγκοινωνός με τα πονηρά έργα αυτού» (Β’ Ιω. 10-11). Σε αυτά λοιπόν που έχουν καθορισθεί για σας από τους Αποστόλους, στέκεστε κρατώντας τις παραδόσεις που παραλάβατε, και τις γραπτές και τις άγραφες, για να μην οδηγηθείτε μαζί με αυτούς στην πλάνη πραγμάτων που δεν έχουν θεσμοθετηθεί, και ξεπέσετε από το δικό σας στήριγμα. Αιρετικοί είναι επομένως και ως αιρετικούς τους αποκόψαμε.
Γιατί λοιπόν χρίουμε με Μύρο όσους προσέρχονται σε μας από αυτους (τους αιρετικούς); γιατί λέγει ο 7ος κανόνας της Β’ Οικουμενικής Συνόδου: «τους προσερχομένους στην ορθοδοξία και στην μερίδα τν σωζομένων από τους αιρετικούς προερχομένους τους δεχόμαστε σύμφωνα με την διατεταγμένη ακολουθία και συνήθεια. Τους Αρειανούς και Μακεδονιανούς και Σαββατιανούς και Ναυατιανούς τους αυτοπροσδιοριζομένους ως καθαρούς και τους Αριστερούς και τους δεκατετταρτιστές και τους Απολλιναριστές δεχόμαστε, εάν δώσουν λίβελλο (έγγραφή αποκήρυξη των κακοδοξιών) και αναθεματίσουν κάθε αίρεση που δεν πιστεύει όπως η Αγία του Θεού Καθολική (Οικουμενική και Ορθόδοξη) και Αποστολική Εκκλησία. Τους σφραγίζουμε, δηλαδή τους χρίουμε πρώτα με το άγιο Μύρο, στο μέτωπο και τους οφθαλμούς και την μύτη και το στόμα και τα αυτιά και σφραγίζοντάς τους λέμε σφραγίς δωρεάς πνεύματος αγίου...». Βλέπεις λοιπόν με ποιους συγκαταλλέγουμε τους Λατίνους που προσέρχονται σε μας; αν αυτοί είναι όλοι αιρετικοί, φανερό ότι και εκείνοι είναι αιρετικοί.
Και τι γράφει ο σοφώτατος Πατριάρχης Θεόδωρος ο Βαλσαμών, στις απαντήσεις του προς τον Μάρκο τον αγιώτατο πατριάρχην Αλεξανδρείας γι’ αυτούς; στην ερώτηση: «αιχμάλωτοι Λατίνοι και άλλοι, παρουσιάζονται στις καθολικές (ορθόδοξες) Εκκλησίες μας, και ζητούν να μεταλάβουν των τιμίων δώρων, εάν λοιπόν αυτό επιτρέπεται, ζητούμε να μάθουμε», απαντά: «όποιος δεν είμαι μαζί μου είανι εναντίον μου, και όποιος δεν συνάζει μαζί μου σκορπίζει. Επειδή λοιπόν πριν από πολλά χρόνια απεσχίσθη η δυτική Εκκλησία (το περιώνυμο άθροισμα της Ρώμης εννοούμε), η οποία αποσχίσθηκε από τα υπόλοιπα τέσσερα Πατριαρχεία ως προς τις συνήθειες, τα έθη και τα δόγματα της καθολικής Εκκλησίας που είναι ξένα προς τα ορθόδοξα, γι’ αυτό λοιπόν, ούτε ο Πάπας μνημονεύεται στις θείες ιεροτελεστίες και στην κοινή αναφορά των Πατριαρχών (στα δίπτυχα), ούτε οφείλει κανένα λατινικό γένος να αγιάζεται με τα θεία και άχραντα μυστήρια από χέρι ιερατικό, εάν πρώτα δεν συγκατατίεται να απέχει από τα λατινικά δόγματα και συνήθειες και να κατηχηθεί σύμφωνα με τους κανόνες και να εξισωθεί με τους ορθοδόξους». Ακούτε; αποσχίσθησαν, όχι μόνον σε έθιμα και συνήθεις, αλλά και σε δόγματα ξένα προς την Εκκλησία, κατά πάντα αιρετικά και ότι πρέπει σύμφωνα με τους κανόνες να κατηχηθούν και να αξιωθούν να είναι ορθόδοξοι. Εάν κατηχηθούν, είναι φανερό ότι και με το Άγιο Μύρο θα χρισθούν. Από πού αυτοί ξαφνικά εμφανίσθηκαν σε μας να είανι ορθόδοξοι, αυτοί που για τόσες πολλές διδασκαλίες κρίθηκαν ως αιρετικοί; ποιος αυτούς με τόση ευκολία τους έκανε ορθοδόξους; το χρυσάφι αν ήθελε θα έλεγε την αλήθεια και όσα κερδίσατε. Μάλλον ούτε εκείνους έκανε ορθοδόξους, και σας σας έκανε ομοίους με εκείνοςυ και σας οδήγησε στην ίδια αιρετική μοίρα.
Αλλά, λένε, ότι αν επινοούσαμε κάποια μεσότητα στα δόγματα, με αυτήν την μεσότητα θα ενωθούμε με εκείνους και αυτούς θα τους έχουμε μαζί μας, χωρίς να αναγκαζόμαστε να λέμε τίποτε ενάντια στα ειωθότα και παραδεδομένα. Αυτό είναι εκείνο, που πολλούς εξ αρχής εξαπάτησε και τους έπεισε να ακολουθούν αυτά που οδηγούν στον γκρεμό της δυσσεβείας, διότι πίστευσαν ότι υπάρχει κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στις δύο δοξασίες, όπως ακριβώς συμβαίνει μεταξύ δύο αντιθέτων, και έτσι αυτομόλησαν, πήγαν με την θέλησή τους, στο κακό. Αλλά ενδέχεται να βρεθεί κάποια λέξη ενδιάμεση μεταξύ δύο δοξασιών που να σημαίνει και για τις δύο το ίδιο νόημα. Όμως είναι αδύνατον να υπάρξει μέση δοξασία (διδασκαλία) για δύο δοξασίες για το ίδιο πράγμα. Ειδάλως θα είναι κάτι ενδιάμεσο στην αλήθεια και το ψεύδος και στην κατάφαση και την άρνηση, αλλά δεν υπάρχει για όλα είτε η κατάφαση είτε η άρνηση; εάν λοιπόν είναι αληθές το λατινικό δόγμα, η εκπόρευση και εκ του Υιού, άρα είναι ψεύτικο το δικό μας δόγμα της εκπορεύσεως εκ του Πατρός μόνον. Εάν όμως το δικό μας είναι αληθές, τότε το δικό τους θα είναι ψευδές. Τι λοιπόν ενδιάμεσο μπορεί να υπάρξει σε αυτά; τίποτε. Εκτός εάν λοιπόν μία λέξη που να κοιτάζει και προς τις δύο δοξασίες, σαν να επρόκειτο για κάποιον κόθορνο, αυτή λοιπόν θα μας ενώσει; και τι θα κάνουμε όταν εξετάζουμε ο ένας τον άλλον για τα νοήματα και τις διδασκαλίες; είναι δυνατόν και τους δύο μας να τους αποκαλέσει κανείς ορθοδόξους, όταν φρονούν και πιστεύουν τα αντίθετα; εγώ δεν το νομίζω. Εσύ που όλα τα καταφέρνεις και όλα με ευκολία τα επονομάζεις, αν ήθελες να ξέρεις, κοίταξε να μάθεις από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο τι γράφει για την μεσότητα: άκουσε.
«η εικόνα που βλέπει προς όλους τους παραπορευομένους και προς κάθε κατεύθυνση, ο κόθορνος που ταιριάζει και στα δύο πόδια, αυτή που σκορπίζει στον άνεμο τα άχυρα, έλαβε εξουσία (δύναμη) από την νεοκαταγραφείσα κακουργία (ανοσιουργία) και την επινόηση κατά της αλήθειας. Γιατί ήταν το πρόσχημα να φαίνεται όμοιο και σύμφωνα με τις γραφές της ευσεβείας, και εννοούμε την τότε επινοηθείσα μεσότητα». Και για την σύνοδο που ανακάλυψε την μεσότητα λέγει: «είτε πρόκειται για τον πύργο της Χαλάνης ο οποίος καλώς διεμέρισε (χώρισε) τις γλώσσες, όπως ώφειλε (άξιζε) να συμβεί σε αυτές, γιατί για κακό έγινε αυτή η συμφωνία, είτε πρόκειται για το συνέδριο του Καϊάφα στο οποίο ο Χριστός καταδικάστηκε, είτε για κάτι άλλο παρόμοιο, έτσι πρέπει να ονομαστεί εκείνη η σύνοδος που ανέτρεψε και ανακάτεψε και επέφερε σύγχιση στα πάντα. Διότι με το να καταλύσει το ευσεβές (ορθόδοξο) δόγμα το παλαιό και την ομοτιμία των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, με το να χαράξει γραμμή και να θέλει με μηχανουργίες να κλονίσει το ομοούσιον (Πατρός και Υιού), άνοιξε την θύρα στην ασέβεια με τα γραφόμενα και τα λεγόμενα περί μεσότητος, και εκείνοι αποδείχθησαν σοφοί στο να κάνουν το κακό, το καλό όμως δεν ήξεραν να το κάνουν» (Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγοι 21, 22, εις τον Μ. Αθανάσιον, PG 35, 1106C-1108A).
Αυτά λοιπόν για μας είναι αρκετά όσον αφορά την μεσότητα, διότι δεν υπάρχει μεσότητα που να έχει γίνει αποδεκτή ή να έχει αποδειχθεί ικανοποιητικά. Μακάρι ο παντοδύναμος της Εκκλησίας να καταστήσει εκείνους που αναζητούν τα παρόμοια να καταλάβουν ότι είναι ασέβεια και να αναγνωρίσουν την δική τους πλάνη, να μας απαλλάξει από τα πονηρά αυτά ζιζάνια και σαν καθαρό και εύχρηστο σιτάρι να μας συνάξει στις αποθήκες του. Εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με την επικεφαλής της
Ευαγγελικής Λουθηρανικής Εκκλησίας της Ισλανδίας κ. Agnes M. Sigurðardóttir
Κανεὶς δὲν ἐξουσιάζει τὴν πίστη μας, οὔτε βασιλιάς, οὔτε ἀρχιερέας, οὔτε ψευδοσύνοδος, οὔτε κανένας ἄλλος, παρὰ μόνο ὁ Θεὸς,
O Ἐφέσου Μάρκος
Τὴν κάτωθι ἐπιστολὴ ἔγραψε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἅγιος Μάρκος καὶ ἀπευθύνεται στὸν Καθηγούμενο τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου, φανερώνονται οἱ πνευματικὲς σχέσεις του μὲ τὸ Ἅγιον Ὅρος.
Ἡ ἐπιστολὴ βρίσκεται στὴν σειρὰ Patrologia Orientalis, τόμ. 17, σσ. 339-341.
Δὲν ξέρουμε πότε τὴν ἔγραψε, ἴσως πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του τὸ 1444!
Πρὸς τὸν καθηγούμενο τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους,
Οσιότατε ἱερομόναχε καὶ καθηγούμενε τῆς Σεβασμίας καὶ Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, Ἁγίου Ὅρους, εὔχομαι στὸν Θεὸ νὰ διατηρεῖ τὴν μεγάλη ἁγιοσύνη σου μὲ ὑγεία σωματική, γιὰ νὰ καταρτίζεις, στηρίζεις καὶ ὠφελεῖς τὶς ψυχὲς ποὺ καθοδηγεῖς καὶ γιὰ δική μου εὐφροσύνη καὶ χαρά.
Μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς ἅγιες εὐχές σου, ζοῦμε καὶ ἐμεῖς μέχρι στιγμῆς. Ξεκινώντας νὰ ἔλθω σὲ σᾶς, νόμιζα ὅτι ἀνέβαινα στὸν οὐρανό, ἀφοῦ προσδοκοῦσα νὰ συναντήσω ἀνθρώπους ποὺ ἂν καὶ ἔχουν σῶμα ἐπιθυμοῦν νὰ κατορθώσουν τὴν ἀγγελικὴ ζωή· ἀνθρώπους ποὺ φανερώνουν μέσα στὸν κόσμο τὴν ὑπερκόσμια φιλοσοφία· ἀνθρώπους ποὺ συνεχῶς στὸ στόμα τοὺς ἔχουν τὶς ὑμνολογίες, τὶς ψαλμωδίες καὶ τὶς εὐχαριστίες πρὸς τὸν Θεὸ καὶ κρατώντας στὰ χέρια τοὺς τὰ κοφτερὰ μαχαίρια τῆς θεωρίας καὶ τῆς πράξεως, πολεμοῦν τὰ πάθη.
Ὁ Ἑωσφόρος ὅμως, ποὺ γκρεμίστηκε ἀπ’ τὸν οὐρανὸ καὶ ποὺ πάντοτε μᾶς μισεῖ, ἐμπόδισε τὴν πορεία μας. Καὶ δὲν συνέβη κάτι ἀξιοθαύμαστο, ποὺ ἐμπόδισε ἐμένα τὸν ἐλεεινὸ καὶ ἀνάξιο, ἀφοῦ τὸ ἴδιο ἔκανε στὸν μακάριο Παῦλο, τὸν ἥλιο τῆς οἰκουμένης, ποὺ ὅπως λέει πολλὲς φορὲς θέλησα νὰ ἔρθω σὲ σᾶς, καὶ μία καὶ δύο φορὲς καὶ μὲ ἐμπόδισε ὁ σατανᾶς. Ἐὰν λοιπὸν ἐκεῖνον τὸν ἐμπόδισε, δὲν θὰ στεροῦσε καὶ ἀπὸ μένα, ἐκεῖνο ποῦ ἐπέτρεψε ὁ Θεός;
Ἔχουμε τὴν ἐλπίδα καὶ πιστεύουμε στὶς δικές σας προσευχὲς ὅτι ἴσως δοῦμε τὰ ἀγαπημένα καὶ τίμια πρόσωπά σας, καὶ ἂν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ μείνουμε μαζί σας τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας. Ἂν ὅμως συμβεῖ κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦμε, ὀφείλουμε νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ γι’ αὐτὸ τὸν Θεὸ γιατί…. στὸν ἀγώνα μας κατὰ τῆς ἁμαρτίας δὲν ἀντιμετωπίσαμε τὸ ἐνδεχόμενο νὰ χύσουμε τὸ αἷμα μας.
Μεγάλη δὲ παρηγοριὰ βρήκαμε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σας ποὺ βρίσκονται ἐδῶ, τοῦ τιμιότατου ἐκκλησιάρχη, τοῦ μεγάλου οἰκονόμου καὶ τῶν ὑπολοίπων, τοὺς ὁποίους εἴδαμε ὡς ἔμψυχες εἰκόνες τῆς δικῆς σας ἀγάπης καὶ εὐλάβειας. Πολλὲς φορὲς μᾶς φιλοξένησαν, μᾶς ἀνέπαυσαν καὶ μᾶς παρηγόρησαν. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ τοὺς δώσει τὴν ἀνταμοιβὴ ποὺ τοὺς ἀξίζει γιὰ τοὺς κόπους καὶ τὴν ἀγάπη τους.
Σας παρακαλῶ στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ εἶστε ὅλοι σύμφωνοι μεταξύ σας καὶ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀνάμεσα σας διαιρέσεις, ὥστε νὰ φυλάσσετε μὲ ἀκρίβεια τὴν ἀληθινὴ καὶ πατροπαράδοτη πίστη μας, ποὺ παραλάβαμε, χωρὶς προσθῆκες ἢ ἀφαιρέσεις.
Στὴν πίστη ποὺ ἔχουμε μέχρι αὐτὴ τὴ στιγμὴ δὲν λείπει τίποτε, οὔτε ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ κάποια σύνοδο ἢ ἀπόφαση δογματικὴ γιὰ νὰ μάθουμε κάτι τὸ καινούριο ἐμεῖς, ποὺ εἴμαστε παιδιὰ καὶ μαθητὲς πατέρων ποὺ διακρίθηκαν στὶς οἰκουμενικὲς συνόδους.
Αὐτὸ εἶναι τὸ καύχημά μας, ἡ πίστη μας, ἡ καλὴ κληρονομιὰ τῶν πατέρων μας.
Μὲ αὐτὴν ἐλπίζουμε νὰ παρουσιαστοῦμε στὸν Θεὸ καὶ νὰ λάβουμε συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Χωρὶς αὐτὴ δὲν γνωρίζω ποιὰ δίκαιη κρίση θὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση. Ὅποιος προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπ’ αὐτὴν καὶ νὰ μᾶς διδάξει ἄλλη, εἴτε εἶναι ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἃς εἶναι ἀνάθεμα, καὶ ἃς σβηστεῖ ἀπὸ τὴ θεία καὶ ἀνθρώπινη μνήμη.
Κανεὶς δὲν ἐξουσιάζει τὴν πίστη μας, οὔτε βασιλιάς, οὔτε ἀρχιερέας, οὔτε ψευδοσύνοδος, οὔτε κανένας ἄλλος, παρὰ μόνο ὁ Θεός, ποὺ μᾶς τὴν παρέδωσε ὁ ἴδιος καὶ οἱ μαθητές του. Σᾶς παρακαλῶ, λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, νὰ προσέχετε ὅσους δημιουργοῦν διχόνοιες καὶ σύγχυση καὶ διδάσκουν πράγματα ἀντίθετα μὲ ὅσα ἔχετε μάθει.
Τέτοιους ἀνθρώπους νὰ τοὺς ἀποφεύγετε, γιατί δὲν ὑπηρετοῦν τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλὰ τὰ συμφέροντά τους, ἐξυπηρετώντας τοὺς ἀφελεῖς μὲ ἠθικολογίες καὶ ψευτοευλάβειες. Τὸ σταθερὸ θεμέλιό τῆς πίστεως ὄμως ἔχει αὐτὴ τὴ βάση.
Νὰ ἀποφεύγετε, λοιπόν, ἀδελφοί, αὐτοὺς ποὺ εἰσηγοῦνται καὶ πιστεύουν τὶς καινούριες διδασκαλίες τῶν λατινοφρόνων, καὶ ἑνωμένοι μεταξὺ σας μὲ τὴν ἀγάπη σὲ ἕνα σῶμα καὶ ἕνα πνεῦμα, μὲ μιὰ ψυχὴ καὶ ἕνα φρόνημα, νὰ εἶστε συνδεδεμένοι μὲ τὴν μοναδικὴ κεφαλή μας, τὸν Χριστό.
Οὔτε πάλι εἶναι δίκαιο, μὲ μάταιες ὑποψίες γιὰ τοὺς ἀδελφούς, νὰ διαπληκτίζεστε συνεχῶς καὶ νὰ δείχνετε τὸν χωρὶς τὴ σωστὴ γνώση ζῆλο, γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε ὅτι ἐκδηλώνουμε τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ἐριστικότητά μας μὲ πρόφαση τὴν πίστη.
Γιατί κανένα δὲν θὰ ὠφελήσει ἡ ὀρθὴ πίστη χωρὶς τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν καὶ ἐκείνην νὰ ἔχετε καὶ συνεχῶς νὰ ἔχετε, σεβαστοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί, καὶ μὲ αὐτὲς νὰ παρουσιαστεῖτε στὸν Θεό, φωτεινοὶ σὰν τὸν ἥλιο στὴν Βασιλεία τοῦ Πατέρα σας, ἂν καὶ ἐγὼ γιὰ τὸ χρέος τῆς ἀγάπης σᾶς ὑπενθύμισα αὐτὰ τὰ λίγα.
Προσεύχομαι καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου νὰ περάσω τὸ ὑπόλοιπό τῆς ζωῆς μου σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσω, ἀφοῦ φυλάξω σταθερὴ τὴν καλὴ ὁμολογία μέχρι τέλους, νὰ βρεθῶ στὸν ἴδιο τόπο μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ εὐαρέστησαν τὸν Θεό.
Σ’ ὅλους τους ἁγίους πατέρες καὶ ἀδελφούς μου βάζω μετάνοια· ἰδιαιτέρως δὲ πρὶν ἀπὸ ὅλους, στὸν ὀσιότατο προηγούμενο καὶ πνευματικὸ πατέρα Γεννάδιο, τὸν ὁποῖον ἐξαιρετικὰ παρακαλῶ νὰ προσεύχεται γιὰ μένα τὸν ἀδύνατο στὶς ἅγιες δεήσεις του πρὸς τὸν Θεό.
Οἱ ἅγιες προσευχές σας νὰ εἶναι μαζί μου.
O Ἐφέσου Μάρκος.
Τὴν ἐπιστολή, ποὺ παραθέσαμε πιὸ πάνω σε μετάφραση -τοῦ κ. Ἀλεξάνδρου Χριστοδούλου, θεολόγου- ἔγραψε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἅγιος Μάρκος καὶ ἀπευθύνεται στὸν Καθηγούμενο τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου, φανερώνονται οἱ πνευματικὲς σχέσεις του μὲ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἡ ἐπιστολὴ βρίσκεται στὴν σειρὰ Patrologia Orientalis, τόμ. 17, σσ. 339-341. Δὲν ξέρουμε πότε τὴν ἔγραψε, ἴσως πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του τὸ 1444. Σ’ αὐτὴν ἐκφράζει τὴν ἀπόφασή του νὰ μονάσει στὴν Μονή, πράγμα ποὺ δὲν ἔγινε, ἀφοῦ τὸν ἐμπόδισε, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει, «ὁ πεσῶν ἐξ οὐρανοῦ Ἑωσφόρος». Τοὺς Βατοπαιδινοὺς πατέρες γνώρισε σὲ κάποιο μετόχι τῆς Μονῆς στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ τοὺς ὁποίους φιλοξενήθηκε, βρῆκε ἀνάπαυση καὶ παρηγοριὰ ὅπως ἀναφέρει στὴν ἐπιστολή του. Στὸ τέλος ἀναφέρεται στὸν Προηγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ ὁποίου ἐπικαλεῖται τὶς προσευχές.
Πηγή: Ιερός Ναός Αγίου Μάρκου Ευγενικού Πατησίων (κείμενο 1ο, κείμενο 2ο , Κείμενο 3ο ), Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας