7.2 Οι πρώτοι Καθαροί[1]
Στα μέσα του ΙΒ’ αι. οι εκκλησιαστικές αρχές αντιλήφθηκαν ότι οι μέχρι τότε διάσπαρτες δυαρχικές σέκτες ενσωματώθηκαν σε έναν οργανισμό, τέθηκαν υπό κοινή οργάνωση και μοιράζονταν κοινή δράση. Ονόμασαν τους αιρετικούς που υπήχθησαν σ’ αυτήν την οργάνωση Καθαρούς, τους ταυτοποίησαν με βάσει τις πληροφορίες που παρείχαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς προηγούμενων αιώνων και προσπάθησαν να τους αντιμετωπίσουν.
Ο Καθαρισμός είναι η οικουμενιστική προσπάθεια των πρώην προσωποπαγών δυαρχικών σεκτών, να τεθούν κάτω από την αιγίδα ενός κοινού κινήματος, και μέσα από την ιεραρχική οργάνωση αυτού να δημιουργήσουν μία αντι-εκκλησία. Άρα όταν παρακάτω θα συζητηθεί η προέλευσή του, αυτή δεν θα αφορά ούτε την προέλευση της διδασκαλίας της αίρεσης, ούτε την δημιουργία των δυαρχικών σεκτών, αλλά την προέλευση της οργάνωσης του Καθαρισμού. Όπως θα φανεί. η Δύση πρόσφερε στο φαινόμενο το γηγενές δυαρχικό υλικό, ενώ η Ανατολή την οργανωτική εμπειρία της. Από την επαφή των συγγενικών ιδεολογικά ανατολικών και δυτικών ομάδων προέκυψαν οι Καθαροί[2].
Υπό την αιγίδα του Καθαρισμού, οι σέκτες μοιράστηκαν την κοινή δυαρχική διδασκαλία τους, στις διάφορες εκδοχές της, οι οποίες δεν ήταν πρωτόφαντες. Παρουσίασαν ένα κοινό μέτωπο, μια ιδιότυπη ένωση, με σκοπό να πείσουν ότι αυτοί ήταν οι πραγματικοί Χριστιανοί, ότι η δική τους ήταν η πραγματική εκκλησία. Μέσα σε αυτήν την ένωση διατήρησαν την ιδιοσυγκρασία τους. Οι διάφορες τοπικές σέκτες παρέμειναν ανεξάρτητες σε μεγάλο βαθμό, υποκείμενες στον δικό τους αιρεσιάρχη ή κάθε μια, με την δική τους περιφέρεια, χωρίς να επεμβαίνουν στα θέματα της άλλης περιφέρειας. Ονόμασαν τον αιρεσιάρχη επίσκοπο, καθόρισαν τον τρόπο εκλογής του και με την επιλογή και τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων των βοηθών του δημιούργησαν μία τύπου εκκλησιαστική ιεραρχία. Κατηγόρησαν την Ρώμη ως εκκλησία του Σατανά και αυτο-αναβαθμιστηκαν σε εκκλησία.
Οι σχέσεις των διαφόρων τοπικών σεκτών καθορίζονταν αποκλειστικά από την χειροθεσία (consolamentum) των επισκόπων. Οι πρώτες ομάδες έλαβαν την χειροθεσία από την Βουλγαρία. Αργότερα προσκολλήθηκαν στην ordo Drugonthia, ωστόσο κρίθηκε απαραίτητο να ανανεώνουν από καιρού εις καιρόν την χειροθεσία, εξαιτίας της αδυναμίας της διδασκαλία του επί του θέματος. Αν κάποιος από τους επισκόπους τους φανερώνονταν να έχει πέσει σε θανάσιμο αμάρτημα, τότε όλες οι χειροθεσίες του θεωρούνταν άκυρες. Αυτό δημιουργούσε την απρόσμενη ανάγκη, ολόκληρες περιφέρειες να πρέπει να αναχειρωθετούνται σε ανύποπτο χρόνο. Έτσι οι σχέσεις των περιφερειών μεταξύ τους έπρεπε να είναι φιλικές.
Αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Οι διαφορές στην άποψη της δυαρχίας, πολλές φορές οξύνονταν, πολλές φορές προβάλλονταν αρκούντως για να στηρίξουν προσωπικές φιλοδοξίες, με αποτέλεσμα η ενότητα κάποτε να μένει ψιλό γράμμα. Οι σέκτες που υπήχθησαν στον Καθαρισμό δεν έχασαν την τάση τους για πρωτοτυπία, εξακολουθούσαν να καινοτομούν σε μια προσπάθεια να παρουσιάσουν πιο ελκυστική διδασκαλία, ως αποτέλεσμα της προτεραιότητας που έδιναν στο κήρυγμα. Ένας φλογερός κήρυκας του καθαρισμού δεν αργούσε να έρθει σε αντιπαράθεση με τον Καθαρό επίσκοπο και εν τέλει ξεχώριζε την δική του ομάδα, την οποία περιχαράκωνε με την δική του πιο «αληθινή» διδασκαλία. Δεν γινόταν όλες οι διασπάσεις μέσα από δογματικές διαφοροποιήσεις. Κάποιες άλλες φορές αρκούσε η διάδοση της αίρεσης και η αύξηση των αιρετικών για να καταστήσουν επιτακτική την ανάγκη για την δημιουργία μιας καινούργιας περιφέρειας η μιας νέας ομάδας μέσα στην ίδια περιφέρεια. Είναι ακριβώς αυτές οι διασπαστικές κινήσεις και η ενέργεια που απελευθέρωσαν, που επέτρεψαν τον εντοπισμό των Καθαρών και την καταγραφή της διδασκαλίας τους. Παρά την προσπάθειά τους να περνούν απαρατήρητοι, δεν άργησε η στιγμή της σύγκρουσης με την παπική εκκλησία. Μέσα από αυτήν την αντιπαράθεση και οι δυο εκκλησίες εξελίχθηκαν ακόμη περισσότερο, οι Καθαροί σε μυστικές εταιρείες και οι παπικοί σε πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο.
7.2.1 Οι Καθαροί στην Γερμανία
Δύο είναι οι κύριες πηγές πληροφόρησης για την εμφάνιση των Καθαρών στην Γερμανία. Ο Eberwin, ηγούμενος σε πραιμονστρατενσιανό αβαείο του Steinfeld, κοντά στην Κολονία, πληροφορεί το 1143 μ.Χ. για την ύπαρξή τους σε μια επιστολή του προς τον Βερνάρδο του Κλαιρβώ[3]. Παραστάθηκε σε δίκη των Καθαρών παρουσία αρχιεπισκόπου. Εκεί δύο από τους αρχηγούς τους, που εμφανίζονταν ως επίσκοπος και βοηθός επισκόπου, δεν πείσθηκαν από τα επιχειρήματα των εκκλησιαστικών αρχών και παρέμειναν αμετανόητοι στην αίρεσή τους. Εν τέλει λυντσαρίστηκαν από το πλήθος που παρακολουθούσε την δίκη. Στον Eberwin έκανε εντύπωση η σταθερότητα των πεποιθήσεων των αιρετικών και η χαρά με την οποία υπέμειναν την βία του πλήθους. ένιωσε ανήμπορος ν’ αντιμετωπίσει μια τέτοια στάση και απευθύνθηκε στον Βερνάρδο για εξηγήσεις και συμβουλές.
Σημαντική πρώτη πληροφορία δίνει ο ισχυρισμός τους, ότι η πίστη τους (credo) ανάγεται στην εποχή των πρώτων μαρτύρων της Εκκλησίας, και είχε διατηρηθεί στο Βυζάντιο και άλλες χώρες. Ανήγαγαν με αυτό τον τρόπο την προέλευσή τους στην Ανατολή. Η ήδη εγκατεστημένη και λειτουργική ιεραρχία τους – είχαν επίσκοπο και βοηθό επισκόπου –, όπως και η έλλειψη ξένων απεσταλμένων υπονοεί ότι η επαφή με την Ανατολή είχε προηγηθεί κάποια χρόνια πριν. Την εποχή της δίκης (1143 ή 1144) η αίρεση είναι πλήρως δομημένη και ιεραρχημένη. Ωστόσο, δεν είναι δυνατός ο ακριβής εντοπισμός της εποχής κατά την οποία οι ξένοι απεσταλμένοι έδρασαν για την μορφοποίησή της. Ο Eberwin αναφέρει ότι οι αιρετικοί εμφανίστηκαν πρόσφατα και αυτή η πληροφορία βοηθά να καταλάβουμε ότι δεν πρέπει να παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την στιγμή που εντοπίστηκαν.
Μέσα από την ανακριτική διαδικασία προέκυψαν αρκετά στοιχεία για τις πεποιθήσεις των Καθαρών στην Γερμανία. Αυτά αφορούσαν κυρίως τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους και όχι την εσωτερική διδασκαλία τους. Απέρριπταν εξολοκλήρου την παπική εκκλησία, ισχυριζόμενοι ότι είχαν δικό τους πάπα. Ίσως να υπονοούσαν ως «πάπα» το Άγιο Πνεύμα, ίσως να υπονοούσαν την εξάρτησή τους από τους Βογομίλους στη Βουλγαρία (ordo Bulgaria). Ισχυρίζονταν επίσης ότι οι πιστοί τους είχαν απλωθεί σε πολλές χώρες, όπως και μέσα στους κόλπους της δυτικής εκκλησίας. Μάλιστα, υπήρχαν ιερείς και μοναχοί, οι οποίοι ήταν Καθαροί. Ομολόγησαν ότι δρούσαν μυστικά για την εξάπλωση της αίρεσης. Η αναγωγή της πίστης τους στην εποχή των μαρτύρων μπορεί να εκληφθεί με δύο τρόπους. Όπως δέχονταν ότι οι ίδιοι ήταν οι πραγματικοί Χριστιανοί, και ο δικός τρόπος ζωής ήταν ο αποστολικός, συνακόλουθα και η πίστη τους ήταν η πίστη της Εκκλησίας κατά τα πρώτα χρόνια, την εποχή των μαρτύρων. Ή γνώριζαν και ομολογούσαν την εξελικτική σχέση με τον Μανιχαϊσμό, εννοώντας ως μάρτυρες τους Μανιχαίους που μαρτύρησαν κατά τον διωγμό του Διοκλητιανού και αργότερα τους Πρισκιλλιανούς, επί Γρατιανού. Η πιθανότητα της δεύτερης περίπτωσης θα φανεί από τις πληροφορίες που δίνει ο Eckbert του Schönau.
Για να μιμηθούν τον αποστολικό τρόπο ζωής κατέφευγαν στην φτώχια. Απέφευγαν την ιδιοκτησία και κατηγορούσαν την παπική εκκλησία για την συμμετοχή της στο φεουδαρχικό σύστημα της εποχής. Αυτή είναι μια δήλωση που θέλει λίγο παραπάνω επεξεργασία. Στο φεουδαρχικό σύστημα ο μόνος ιδιοκτήτης, ο μόνος κύριος είναι ο τοπικός φεουδάρχης. Μέσα από τις σχέσεις εξάρτησης παραχωρούσε την χρήση και όχι την κτήση των ακινήτων. Η ιδιοκτησία μπορούσε ν’ αλλάξει μόνο με δύο τρόπους. Είτε με βασιλική πράξη, είτε με το δίκαιο του πολέμου. Τι εννοούν, όμως, οι Καθαροί ως ιδιοκτησία; Με τις κοινωνικές διεργασίες που προκλήθηκαν από την άνθηση της αστικής οικονομίας από τον ΙΑ’ αι. και μετά, παραχωρήθηκαν χάρτες στις πόλεις, οι οποίοι παραχωρούσαν δικαιώματα αστικού δικαίου στους κοινωνικούς (κομμούνες) και οικονομικούς (συντεχνίες) φορείς της πόλης. Τα δικαιώματα αυτά εν μέρει παραχωρούνταν από τον τοπικό φεουδάρχη και εν μέρει από τον επίσκοπο. Άρα η έννοια της ιδιοκτησίας φυσικών προσώπων, την οποία αρνούνταν οι Καθαροί, ήταν πραγματική και μάλιστα προοδευτική την εποχή εκείνη. Η εμμονή των Καθαρών στην παλαιά τάξη πραγμάτων, δείχνει τον συντηρητισμό τους. Άρα, αν οι οπαδοί της ερμηνευτικής του ιστορικού υλισμού, θέλουν να βλέπουν κοινωνικά αίτια στην απαρχή των αιρέσεων, θα πρέπει να το κάνουν με αρνητικό τρόπο. Οι αιρέσεις, ως κοινωνικές αντιδράσεις ήταν συντηρητικού και όχι προοδευτικού χαρακτήρα.
Οι υπόλοιπες πεποιθήσεις τους είναι οι αναμενόμενες από οπαδούς δυαρχικής αίρεσης. Δεν έτρωγαν γάλα, αυγά, τυρί και ότι προκύπτει από την συνουσία. Απέρριπταν το βάπτισμα σε νερό, ενώ οι ίδιοι δέχονταν το βάπτισμα του πυρός και του Πνεύματος, δηλ. την χειροθεσία. Διακρίνονταν σε δύο τάξεις, τους πιστούς και τους εκλεκτούς. Ο νεοφώτιστος ξεκινούσε ως ακροατής, πριν περάσει στην τάξη των πιστών. Μετά από ικανό χρόνο δοκιμασίας, δέχονταν την χειροθεσία και γινόταν εκλεκτός. Ο εκλεκτός μπορούσε να βαπτίζει άλλους και να πράττει την κλάση του άρτου. Είχαν δηλαδή απομιμήσεις των μυστηρίων. Σημαντικό ρόλο στην θρησκευτικότητά τους έπαιζε η Κυριακή προσευχή. Με αυτήν καθαγίαζαν τις τροφές και λειτουργούσαν τα μυστήριά τους.
Για τους αιρετικούς της Κολονίας αναφορά γίνεται και στον Dialogus Miraculorum του Καισάριου του Heisterbach:
«Περίπου την ίδια εποχή μερικοί αιρετικοί συνελήφθησαν στην Κολονία από τον αρχιεπίσκοπο Rheinbold, και αφού εξετάστηκαν και καταδικάστηκαν από μορφωμένους ανθρώπους, ορίστηκε η ποινή από πολιτικό δικαστή. Όταν ήρθε η ώρα της εκτέλεσης και ήταν για να οδηγηθούν στο στύλο, τότε ένας από αυτούς, με το όνομα Arnold, που οι υπόλοιποι αναγνώριζαν ως αρχηγό τους, παρακάλεσε όπως λέγεται από όσους ήταν παρόντες, αν μπορούσε να του δοθεί λίγο ψωμί κι μία στάμνα νερό. Μερικοί νόμιζαν ότι αυτή η επιθυμία πρέπει να εκπληρωθεί, αλλά άλλοι, οι οποίοι ήταν σοφότεροι τους μετέπεισαν λέγοντας ότι μ’ αυτά θα μπορούσαν να κάνουν διαβολικές μαγγανείες που θα ήταν πρόσκομμα και ίσως καταστροφή για τους αδύνατους[4].»
Το περιστατικό που περιγράφει ο Καισάριος χρονολογείται το 1163, είκοσι χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή τους στην πόλη.
Η σέκτα της Κολονίας παρουσιάζει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, με τα οποία αναγνωρίζονταν οι Καθαροί. Μια δεύτερη αναφορά για αιρετικούς στην Κολονία υπάρχει στα Annales Brunwilarensis:
«Στην Κολονία, στον ναό του Αγίου Πέτρου, ήρθαν ενώπιον του Αρχιεπισκόπου Αρνόλδου (σσ. 1138-1151) ως κατηγορούμενοι αιρετικοί. Μερικοί από αυτούς συνελήφθησαν και πέρασαν την δοκιμασία του νερού, αλλά αθωώθηκαν˙ άλλοι, ωστόσο, πιεζόμενοι από την αίσθηση ενοχής, δραπέτευσαν. Στην Βόννη, τρεις καταδικάστηκαν σε θάνατο δια πυρός με την διαταγή του κόμη Όττο του Rheineck, διότι προτίμησαν να πεθάνουν παρά να υποταχθούν στην καθολική πίστη[5].»
Η παραπάνω καταγραφή μπορεί να αναφέρεται στο προηγούμενο περιστατικό, μπορεί και όχι. Δεν έχει σημασία. Δεν προσφέρει καμιά επιπρόσθετη πληροφορία. Άλλη μια αναφορά υπάρχει στα Chronica regia coloniensis[6]. Το ενδιαφέρον στοιχείο που προστίθεται είναι ότι οι Καθαροί ήρθαν στην Κολονία από την Φλάνδρα. Υπενθυμίζεται ότι στην Φλάνδρα και την Αμβέρσα είχε δράσει την δεύτερη δεκαετία του ίδιου αιώνα ο Tanchelm (kef. 6.2.12). Τότε οι ιερείς της Ουτρέχτης είχαν αποταθεί στον Αρχιεπίσκοπο Κολονίας για να τους βοηθήσει ν’ αντιμετωπίσουν την αίρεσή του. Από αυτό φαίνεται ότι οι Καθαροί της περιοχής συνέχιζαν την προηγούμενη αιρετική παράδοση, αυτή την φορά πιο οργανωμένα.
Τα σημαντικότερα έργα για την μελέτη των Καθαρών της Ρηνανίας είναι οι 14 ομιλίες του Eckbert του Schönau[7]. Το αβαείο του Schönau ιδρύθηκε το 1127 στο Nastätten, περίπου 25 μίλια ΝΔ της Κολονίας. Ήταν διπλό μοναστήρι με ανδρώα και γυναικεία πτέρυγα, αφιερωμένο στον άγιο Φλωριανό (4 Μαΐου), ο οποίος μαρτύρησε στον διωγμό του Διοκλητιανού[8].
Ο Eckbert έχει πολλά να πει και η μελέτη των έργων του πολλά να προσφέρουν στην έρευνα των Καθαρών. Ωστόσο η μαρτυρία του αμφισβητείτο από μερίδα ιστορικών[9], διότι, ισχυρίζονται, ότι αντιγράφει άκριτα τον Άγιο Αυγουστίνο. Το θέμα δεν είναι τόσο απλό. Το έργο του Eckbert είναι μοναδικό και αναντικατάστατο[10], όπως και όλες οι πηγές τις εκκλησιαστικής και αντιαιρετικής γραμματείας της περιόδου, οι οποίες εξετάστηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια. Δεν μπορούμε να δεχθούμε την απόρριψή τους από εκείνους που απλά και μόνο δεν συμφωνούν με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και θέλουν οπωσδήποτε να προβάλουν τους αιρετικούς ως μεταρρυθμιστές.
Οι ομιλίες του Eckbert γράφτηκαν το 1163, αρκετές δεκαετίες πριν από τις επόμενες ιστορίες περί των Καθαρών. Είναι οι πιο πρώιμες καταγραφές και αντλούν το υλικό τους από την προσωπική εμπειρία του συγγραφέα με την αίρεση. Πρόκειται για αναφορά αυτόπτη μάρτυρα. Η περιγραφή της διδασκαλίας και των πρακτικών των Καθαρών είναι λεπτομερής. Ταυτόχρονα, ο Eckbert προσφέρει και αναίρεση των θέσεών τους, οπότε οι αναφορές είναι άμεσες και έμμεσες. Αν κάποιος μελετητής συγκρίνει όσα παραθέτει ο συγγραφέας με τα όσα καταγράφονται για τους Καθαρούς από τις πηγές του ΙΓ’ αι. μπορεί να καταλήξει θετικά και σίγουρα στην διαμόρφωση και εξέλιξη της διδασκαλίας τους. Για παράδειγμα, ο Eckbert προσφέρει μια λεπτομερή περιγραφή της βασικής τελετουργίας των Καθαρών, του consolamentum. Η αντιπαράθεση με αντίστοιχη περιγραφή του ΙΓ’ αι. δείχνει πως η χειροθεσία εξελίχθηκε από την απλή σε μια πιο σύνθετη μορφή.
Είναι φυσικό να υπάρχουν κάποια κενά στην πληροφόρηση του Eckbert. Οι Καθαροί συνέχιζαν την δυαρχική παράδοση της εσωτερικής διδασκαλίας και την μανιχαϊκή παράδοση τη ψευδορκίας. Αργότερα, τα κενά αυτά συμπληρώθηκαν από τις ανακρίσεις της Ιεράς Εξέτασης, όπως και από τις ομολογίες μετανοημένων Καθαρών. Αλλά στην πρώιμη εποχή του ΙΒ’ αι. ο Eckbert προσπάθησε ν’ αναπληρώσει τις ελλείψεις χρησιμοποιώντας τις γνώσεις που παρείχε ο Άγιος Αυγουστίνος. Ο Eckbert είναι ο πρώτος που συνέδεσε τους Καθαρούς με τους Μανιχαίους. Δεν είναι παράξενο. Έτσι κι αλλιώς είναι ο πρώτος που τους αναγνώρισε. Η θέση αυτή είναι σχετική. Αποτελεί κατηγορία της μερίδας των ιστορικών, οι οποίοι θεωρούν ότι οι Καθαροί ξεπήδησαν ξαφνικά τον ΙΒ’ αι. από την συνεύρεση Βογομίλων και μεταρρυθμιστών. Αλλά αυτή δεν είναι η ορθή άποψη. Αποδείξαμε στα προηγούμενα κεφάλαια ότι και αιρέσεις επέζησαν καθ’ όλη την διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων και του πρώιμου μεσαίωνα, και ότι η δυαρχία δεν εξαφανίστηκε στο ίδιο διάστημα. Πολλή δε περισσότερο η δυαρχία είναι η κυρίαρχη αίρεση από τον Ι’ αι. και εξής. Δηλαδή οι Καθαροί δεν γεννήθηκαν από την ρομαντική είσοδο του Βογομίλου στην Παρθένα Δύση. Ο Καθαρισμός συσπείρωσε σε μια οργανωτική δομή τις προηγούμενες προσωποπαγείς δυαρχικές-γνωστικές αιρέσεις. Από τον Βογομιλισμό παρέλαβε την δομή, όχι την ύπαρξη. Συνεπώς, ίσως ως φαινόμενο να είναι προϊόν του ΙΒ’ αι., αλλά ως αίρεση συνεχίζει μια μακρά παράδοση, η οποία ξεκινά από τον Μανιχαϊσμό.
Την φυσική αυτή σύνδεση δεν την έκανε πρώτος ο Eckbert. Από την στιγμή που αναγνωρίστηκαν οι δυαρχικές σέκτες στη Δύση, αυτές ταυτοποιήθηκαν μέσω της αντι-μανιχαϊκής γραμματείας του Αγίου Αυγουστίνου. Συνδέουν τους δυαρχικούς με τους Μανιχαίους οι Ademar de Chabannes[11], ο Wazo της Λιέγης[12], ο Guibert de Nogent[13], και το επόμενο αιώνα το επιβεβαιώνει ο ιεροεξεταστής Étienne de Bourbon, στο έργο του Tractatus de diversis materiis praedicabilis γραμμένο μεταξύ των ετών 1249-1260[14].
Κανείς δεν υποστηρίζει ότι οι Καθαροί και οι Μανιχαίοι είναι η ίδια αίρεση. Όλοι οι παραπάνω βλέπουν στους Μανιχαίους τους ιδεολογικούς προγόνους των δυαρχικών και κατά παρόμοιο τρόπο ο Eckbert των Καθαρών. Είναι ο ίδιος, αυτός που βρίσκει τις διαφορές στην διδασκαλία των δύο ομάδων. Αλλά οι διαφορές αυτές επελθούσες με την πάροδο τόσων αιώνων είναι φυσικές προσαρμογές εντός ενός μεταλλασσόμενου κοινωνικού γίγνεσθαι. Το «φυσικές» εννοείτε σε συνάρτηση πάντα με την φύση του Μανιχαϊσμού, ο οποίος ακόμη και στα πρώτα χρόνια μετά την εμφάνισή του είχε την ιδιότητα να προσαρμόζεται στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο προσκολλάτο, γι’ αυτό και είχε τέτοια επιφανειακή ανάπτυξη σε Ευρώπη και Ασία. Όταν, λοιπόν, ο Eckbert χρησιμοποιούσε τα αποσπάσματα από το De haeresibus του Αγίου Αυγουστίνου στην πρώτη ομιλία του, δεν το έκανε για να περιγράψει τους Καθαρούς της εποχής του αλλά τους ιδεολογικούς τους προγόνους[15]. Και ακόμη περισσότερο, ο Eckbert δεν ανάγει απλώς την ιδεολογική καταγωγή των Καθαρών στον Μάνη, αλλά την αποδεικνύει κιόλας.
Αρχικά κάνει την σύνδεση στην πρώτη ομιλία με τίτλο «De origine sectae Catharorum» («Περί της καταγωγής της σέκτας των Καθαρών»):
«Είναι γνωστό και όχι κάτι κρυφό από τα αυτιά του κόσμου ότι η σέκτα για την οποία γράφουμε έχει την καταγωγή της από τον Μανιχαίο αιρεσιάρχη, το οποίο το δόγμα ήταν καταραμένο και εντελώς δηλητηριώδες και έχει την ρίζα της σε αυτούς του διεστραμμένους[16].»
Συγκεκριμένα ο Eckbert αναγνωρίζει τους αιρετικούς ως το παρακλάδι εκείνο των Μανιχαίων, το οποίο ο Άγιος Αυγουστίνος ονομάζει Catharistas[17]. Ο Άγιος Αυγουστίνος γνώριζε τρία παρακλάδια οπαδών του Μάνη, τους Καθαρούς (Catharistas), τους Ματτάριους (Mattarios) και τους Μανιχαίους. Άρα στην Δύση όταν μιλούσαν για Καθαρούς εννοούσαν δυαρχικούς της μανιχαϊκής οικογένειας. Αυτό τονίζεται διότι επιβεβαιώνει το συμπέρασμα που βγήκε σε προηγούμενο κεφάλαιο (7.1.2) ότι το καπιτουλάριο του Καρλομάγνου (De his qui dicuntur Catharoe) δεν αναφέρονταν τελικά σε Νοβατιανούς αλλά σε δυαρχικούς. Δανείζεται την ονομασία ο Eckbert από τον Άγιο Αυγουστίνο χωρίς να αυθαιρετεί. Συνεχίζει την προηγούμενη παράδοση εξειδικεύοντας. Εκεί που οι άλλοι μιλούσαν για Μανιχαίους, αυτός εξηγεί για ποιους από τους Μανιχαίους πρόκειται:
«Το δόγμα και την ζωή αυτών (των Catharistae) ακολουθούν αυτοί (οι Καθαροί) για τους οποίους μιλάμε τώρα[18].»
Στην πρώτη ομιλία ο Eckbert δεν απαριθμεί όλες τις κακοδοξιες των Καθαρών. Αντ’ αυτού παραθέτει αποσπάσματα από τρία έργα του Αγίου Αυγουστίνου, τα «De moribus ecclesiae catholica et de moribus manichaeorum»[19], «Contra epistolam manichaei quam vocant Fundamenti»[20], «De haeresibus». Ο σκοπός του ήταν να δώσει την καταγωγή των Καθαρών σε βάθος χρόνου ώστε:
«αυτοί που θα διάβαζαν [την ομιλία] θα μπορούσαν ν’ αναγνωρίσουν την αίρεση, από την αρχή, και θα μπορούσαν να καταλάβουν γιατί αυτή η αίρεση θεωρείται ότι είναι το θεμέλιο των όλων των αιρέσεων[21].»
Αυτό θα ήταν χρήσιμο για να προστατευθούν αυτές:
«οι ταλαντευόμενες ψυχές των αφελών, οι οποίοι έχοντας εξαπατηθεί από τους απατηλούς λόγους αυτών (σσ. των Καθαρών), τους κρίνουν ότι βαδίζουν σύμφωνα με την αλήθεια[22]».
Δύο αξιοσημείωτες παρατηρήσεις αποδεικνύουν την αξιοπιστία του έργου του Eckbert. Πρώτον, δεν παραθέτει εδάφια του Αγίου Αυγουστίνου σχετικά με τους Μανιχαίους, τα οποία δεν ανταποκρίνονταν σε θέσεις τους. Δεύτερον, διακρίνει τις διαφορές Μανιχαίων και Καθαρών. Τις επεξηγεί λέγοντας ότι λόγω του παρελθόντος χρονικού διαστήματος συνέβησαν αλλαγές στην διδασκαλία των πρώτων. Οι Καθαροί:
«έχουν αναμίξει πολλά με την διδασκαλία των αρχηγών τους, τα οποία δεν υπήρχαν στις κακοδοξίες αυτού του ανθρώπου (σσ. του Μάνητος). Διότι είναι χωρισμένοι μεταξύ τους, εφόσον κάποια που λέγονται από μερικούς άλλοι δεν τα δέχονται[23].»
Εξαρχής, λοιπόν, είχε γίνει αντιληπτή η διαφορετικότητα των σεκτών, αυτών που απάρτισαν την ένωση του Καθαρισμού. Διαφορετικότητα, η οποία ερμήνευε κι αιτιολογούσε τις διαφορές των Καθαρών με τους προγόνους τους Μανιχαίους. Και από αυτό φαίνεται η τεράστια αξία του αντιαιρετικού έργου του Αγίου Αυγουστίνου. Επέτρεψε μετά την πάροδο αιώνων να διαγνωσθεί η ασθένεια της αίρεσης άμα τη επανεμφανίσει της τον ΙΑ’ αι., κι ας είχε ξεφύγει της προσοχής ως μυστική παράδοση στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Η συνέχεια της δυαρχίας των Μανιχαίων από τους Καθαρούς δεν ήταν διαπίστωση μόνο του Eckbert και των άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων της Δύσης ή μερίδας ιστορικών σήμερα. Το ομολογούσαν και οι ίδιοι οι Καθαροί:
«Προδίδουν το γεγονός ότι οι ίδιοι τους είναι της πλάνης του Μανιχαίου, καθώς συνηθίζουν να λένε ότι ο Άγιος Αυγουστίνος αποκάλυψε τα μυστικά τους[24].»
Ταυτόχρονα ο Άγιος Αυγουστίνος παρείχε την επιχειρηματολογία για την αντιμετώπιση των πεποιθήσεων των Καθαρών.
Η παραπάνω κατάθεση φανερώνει τα εξής. Οι Καθαροί γνώριζαν το έργο του Αγίου Αυγουστίνου. Αυτή η γνώση μπορεί να είχε προκύψει είτε άμεσα μέσω της ανάγνωσης των έργων του είτε έμμεσα μέσω της αντιπαράθεσης με την δυτική εκκλησία. Ο Eckbert μιλά σε πολλά σημεία των ομιλιών του για τους διαλόγους που είχε με τους αιρετικούς. Μάλιστα είχε συνομιλήσει ακόμη και με τους “doctoribus” και τους “perfecti” και είχε καταλήξει σ ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα. Οι αρχηγοί των σεκτών κρατούσαν κρυμμένα πολλά μυστικά της εσωτερικής διδασκαλίας της αίρεσης από τους νεοεισερχόμενους τουλάχιστον για μια δεκαπενταετία, μέχρι να τους δοκιμάσουν για ικανό χρονικό διάστημα, ώστε να είναι σίγουροι ότι δεν θα τους προδώσουν[25].
Εκτός από τους “doctores” και τους “perfecti”, ο Eckbert ολοκληρώνει την αναφορά του στην ιεραρχία των Καθαρών με τον τίτλο του Αρχι-Καθαρού. Ωστόσο δεν συγκεκριμενοποιεί τις τρεις θέσεις. Για τον Αρχι-Καθαρό αναφέρει τον ρόλο του στην διαδικασία του βαπτίσματος του πυρός, το οποίο λάμβανε ο υποψήφιος για να εισέλθει στην τάξη των Εκλεκτών:
«Τοποθετούνται άφθονα φώτα στους τείχους˙ γίνεται κατά το έθιμο σε κύκλο με πολλή ευλάβεια, καθώς εκτελείται τελετουργία, η οποία είναι στ’ αλήθεια πιο ευχάριστη στον διάβολο παρά στον Θεό. Ο άτυχος που πρόκειται να βαπτιστεί ή να καθαριστεί τοποθετείται στο μέσο και ο Αρχι-Καθαρός τον βοηθά, κρατώντας στο χέρι του ένα μικρό βιβλίο προορισμένο γι’ αυτήν την τελετή. Μάλιστα, αυτό το βάπτισμα λέγεται ότι γίνεται με φωτιά εξαιτίας της φλόγας των φώτων που καίνε σε κύκλο[26].»
Η ιεραρχία των Καθαρών θα συζητηθεί αργότερα εκτενώς. Στο παραπάνω απόσπασμα περιγράφεται το consolamentum.
Ο Eckbert δεν παραλείπει ν’ αναφερθεί και στον δοκητισμό των Καθαρών, αποδίδοντάς τον επίσης στον Μάνη:
«Αυτοί που σας γνωρίζουν καλά λένε ότι αρνείστε την ανθρώπινη φύση του Σωτήρα. … Αλλά δεν με εκπλήσσει το ότι είστε τρελοί ακόλουθοι τρελού αρχηγού. Διότι ο αρχηγός της τρέλας σας, ο Μάνης, δίδασκε ότι ο Σωτήρας μας εμφανίστηκε με ανθρώπινη μορφή με τέτοιο τρόπο ώστε, πράγματι, φαινόταν ότι είναι άνθρωπος χωρίς να είναι αληθινά άνθρωπος και δεν γεννήθηκε αληθινά από παρθένο, ούτε υπέφερε αληθινά, ούτε αναστήθηκε αληθινά από τους νεκρούς[27].»
Όλα τα στοιχεία που παραθέτει ο Eckbert επιβεβαιώνονται από μεταγενέστερες πηγές. Τα θέματα της διδασκαλίας, της οργάνωσης και των πρακτικών των Καθαρών θα συζητηθούν στο σχετικό κεφάλαιο. Αυτό που πρέπει να φανεί εδώ είναι ότι ο Eckbert δεν αντέγραψε απλώς τον Άγιο Αυγουστίνο, αλλά διασταυρώνει τα στοιχεία με τις δικές του διαπιστώσεις και καταλήγει στο συμπέρασμα για την καταγωγή των Καθαρών από τους Μανιχαίους. Η εργασία του είναι μεθοδική, οι πληροφορίες και τα συμπεράσματά του αξιόπιστα.
Για να επανέλθουμε στα ιστορικά στοιχεία, ο Eckbert είχε την ευκαιρία να έλθει για πρώτη φορά σε επαφή μαζί τους όταν βρισκόταν ακόμη στην Βόννη μαζί με τον φίλο του Bertolf. Βρήκε επίσης εστία αιρετικών, περίπου σαράντα άτομα στην περιοχή του Mainz. Εκεί μάλιστα είχαν ασυλία στην άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων και μάλιστα ξεχωριστό νεκροταφείο. Αυτό, βέβαια δείχνει ότι δραστηριοποιούνταν πολύ καιρό πριν την ανακάλυψή τους, συμπέρασμα που εξήχθη και από την εμφάνιση της οργανωτικής τους δομής. Ο Eckbert συμφωνεί με αυτό που οι ίδιοι ομολογούσαν, ότι δηλαδή η αίρεσή τους είχε απλωθεί στην δυτική Ευρώπη:
«Ανάμεσά μας στην Γερμανία αποκαλούνται Καθαροί, στην Φλάνδρα Piphles και στην Γαλλία Texerant, εξαιτίας της σύνδεσής τους με την υφαντουργία[28].»
Είναι άτοπο να υποτεθεί ότι η έκταση και το βάθος της αίρεσης προέκυψαν δια μιας λίγο πριν γραφούν οι ομιλίες του Eckbert. Σ’ αυτές περιγράφεται ένα αιρετικό φαινόμενο του οποίου η εξέλιξη υπάρχει ήδη στις πηγές των προηγούμενων αιώνων. Εκείνο που λείπει από τις προηγούμενες πηγές είναι η σύνδεση όλων των ξεχωριστά καταγεγραμμένων αιρετικών ομάδων μεταξύ τους, η οργανωτική δομή τους. Την σύνδεση αυτή κάνει ο Eckbert, όπως και την αναγωγή στις ρίζες της αίρεσης τον Μανιχαϊσμό. Έτσι το φαινόμενο Καθαρισμός καταγράφεται από αυτόν στα μέσα του ΙΒ’ αι. αλλά στην πραγματικότητα είναι προγενέστερο, την στιγμή που η διατυπωμένη αίρεση είναι αρχαιότατη.
Η αίρεση των Καθαρών ήταν κάτι πολύ περισσότερο και πολύ διαφορετικότερο από ένα μεταρρυθμιστικό κίνημα. Συνέχιζε την λειτουργία του γνωστικισμού, ως πρόκληση, ως αντίθεση, στην πραγματική Εκκλησία, ως ανταγωνίστρια «εκκλησία», ως αντι-εκκλησία. Οι Καθαροί, όπως και οι λοιποί γνωστικοί, δεν είχαν στόχο να μεταρρυθμίσουν την δυτική εκκλησία, αλλά να την αντικαταστήσουν. Γι’ αυτούς η παπική εκκλησία της Δύσης, όπως και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής ήταν η εκκλησία του Σατανά. Μόνο στις τάξεις των δικών τους «Εκλεκτών» υπήρχε η σωτηρία. Μόνο η ζωή της εγκράτειας με την αποχή από τον γάμο, της νηστείας με την αποχή από το κρέας και τα παράγωγα της συνουσίας και οι άλλες πρακτικές τους ελευθέρωναν τον άνθρωπο από την εξουσία του Σατανά, κατά την αιρετική τους άποψη. Και αυτό το αποκαλούσαν αποστολικότητα. Γι’ αυτούς η ζωή της πρώτης εκκλησίας δεν ήταν η κοινωνία αγάπης που εκφράζονταν μέσα από την κοινοκτημοσύνη και στην πράξη εφαρμόζονταν και εφαρμόζεται στην τέλεια μορφή της από τον ανατολικό ορθόδοξο μοναχισμό, αλλά η φτώχεια. Αυτήν την κακώς νοούμενη φτώχια εμφάνιζαν προς τα έξω, ως συνάθροιση τύπου εκκλησίας και έψεγαν την "δυτική εκκλησία" για τον πλούτο της. Εμμέσως πλην σαφώς επέδρασαν όντως στην διαμόρφωση του παπισμού με την απάντηση του τελευταίου δια των επαιτικών ταγμάτων του. Και στην συνέχεια θα φανούν και άλλες επιδράσεις. Αυτό, όμως, που πρέπει να γίνει κατανοητό εδώ είναι ότι αιρετικοί δεν ενδιαφέρονταν να μεταρρυθμίσουν την εκκλησία, αλλά να την αντικαταστήσουν˙ αργότερα, να την επηρεάσουν εκ των έσω, στον βαθμό που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την ανοχή και την ελευθερία των κινήσεων.
Υπάρχει η ένσταση ότι Μανιχαίοι και Καθαροί είχαν διαφορετικές τάξεις πιστών. Εκεί που οι Μανιχαίοι διαιρούνταν σε Ακροατές και Τέλειους, οι Καθαροί διαιρούνταν σε Πιστούς και Τέλειους. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διαφορά πέρα από αυτήν των ονομάτων. Και δεν είναι απλώς η διαίρεση των τάξεων που το επιβεβαιώνει, αλλά η ίδια η αντίληψη των δυο ομάδων για τους Τέλειους-Εκλεκτούς αυτών. Για τους οπαδούς και των δύο αιρέσεων η εκλεκτή τάξη τους ενσάρκωνε την αξιοπιστία της κακοπιστίας τους. Όλη η δυναμική των δύο κινημάτων ξεκινούσε από την προβαλλόμενη ακρίβεια της αυστηρής ζωής των εκλεκτών τους. Με αυτή την ακρίβεια η ασκητική ομάδα κέρδιζε τον σεβασμό, την θρησκευτική ευλάβεια, την αφοσίωση της κατώτερης τάξης. Οπωσδήποτε η ασκητική τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Με αυτήν η εκλεκτή τάξη πέτυχε τον εντυπωσιασμό των άλλων με πολλές θυσίες. Το ότι η εντύπωση της ασκητικότητας ήταν καθαρά εξωτερική υπόθεση, επιφανειακή, φαίνεται από το εξής γεγονός. Αν ένας Εκλεκτός έπεφτε σε θανάσιμο αμάρτημα, τότε όλα τα consolamenta που είχε επιτελέσει ήταν άκυρα. Αν όμως, το αμάρτημα του Εκλεκτού δεν γίνονταν γνωστό, τότε αυτός λάμβανε ξανά το consolamentum σε μια μυστική τελετή, συγχωρούνταν και η κοινότητα συνέχιζε την ζωή της ατάραχη.
Η τάξη των εκλεκτών δεν αρκούνταν μόνο στον εντυπωσιασμό, αλλά επιφόρτιζε εαυτήν με αρμοδιότητες που την καθιστούσαν αναγκαία στην καθημερινότητα του αιρετικού βίου. Για παράδειγμα στον Μανιχαϊσμό, οι Τέλειοι «καθάριζαν» τις τροφές ώστε να γίνουν κατάλληλες προς βρώση από τους Ακροατές. Στον Καθαρισμό η αρμοδιότητα αυτή είχε πιο πνευματικό χαρακτήρα. Οι Εκλεκτοί τελούσαν το consolamentum, το πνευματικό βάπτισμα που απάλλασσε τους Πιστούς από το βάρος των αμαρτιών της προηγούμενης ζωής τους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο αντινομικός βίος των αιρετικών. Αυτοί μπορούσαν να ζουν τον λιμπερτινισμό τους επαναπαυμένοι. Ακόμη και αν δεν κατάφερναν να κριθούν κατάλληλοι για την τάξη των Εκλεκτών, περίμεναν ότι στο τέλος της ζωής τους θα λάβαιναν έτσι κι αλλιώς το πνευματικό βάπτισμα και θα συγχωρούνταν. Η ανταποδοτική αυτή σχέση των δύο τάξεων ολοκληρώνονταν με την αφοσίωση της κατώτερης προς την ανώτερη, η οποία όφειλε να είναι έμπρακτη. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι ο βασικός ρόλος της διάκρισης των τάξεων είναι ο ίδιος και στις δυο αιρέσεις, ανεξάρτητα από την διαφορά των ονομάτων τους.
Ένας ακόμη παράγοντας που αύξανε το γόητρο των ομάδων ήταν η αντοχή ορισμένων από τους Εκλεκτούς στο μαρτύριο. Οι δικαστές τους έρχονταν πολλές φορές σε αμηχανία εξαιτίας του γεγονότος. Ο Everwin μαρτυρεί στην επιστολή του προς τον Βερνάρδο ότι δεν ξέρει πως ν’ αντιμετωπίσει την εντύπωση του γεγονότος. Οπωσδήποτε, η στάση αυτή κέρδιζε της συμπάθεια αν όχι όλων των παρισταμένων, τουλάχιστον κάποιων από αυτούς. Δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις ήταν η αυτοδικία του πλήθους που οδηγούσε τους αιρετικούς στην πυρά. Εμφανιζόμενοι ως μάρτυρες, μονοπωλούσαν την κληρονομιά της αποστολικότητας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Από την άλλη ο παπισμός δεν είχε ν’ αντιπαραθέσει τίποτε άλλο εκτός από την ψευδαίσθηση της γρηγοριανής μεταρρύθμισης. Αλλά οι αλλαγές που με πολύ κόπο έγιναν στους κόλπους της "δυτικής εκκλησίας", στην πραγματικότητα δεν ήταν μεταρρύθμιση. Ήταν η προσπάθεια του παπισμού να καθορίσει τον εαυτό του, καθώς έγινε κυρίαρχος του πατριαρχείου της Ρώμης κι έπαψε να είναι κλειστή υπόθεση των Φράγκων, όπως επίσης και να καθαρίσει την επικράτειά του από τα ίχνη της ορθοδοξίας όσα θύμιζαν ότι κάποτε η δυτική εκκλησία ήταν κι αυτή οργανικό τμήμα της Εκκλησίας του Χριστού, ενωμένη με τα υπόλοιπα πατριαρχεία. Στο πλαίσιο αυτό, αιρετικοί όπως ο Βερεγγάριος, οι οποίοι έδρασαν μέσα στα όρια της παπικής εκκλησίας δεν θα μπορούσαν να εκληφθούν ως μεταρρυθμιστές, διότι η δράση τους εντοπίζεται σε περίοδο διαμόρφωσης της παπικής άποψης, σε περίοδο που ο παπισμός προσπαθεί να διαχωρίσει την θέση του από την Ορθοδοξία, από την Καθολική Εκκλησία. Οι αιρετικοί αυτού του τύπου ήταν οι άτυχοι της υπόθεσης, διότι ήταν οι χαμένοι. Η άποψή τους δεν απορρίφτηκε χάριν της επικράτησης του ορθού δόγματος, αλλά επειδή επικράτησε μια άλλη αιρετική άποψη. Όταν ο Θωμάς ο Ακινάτης κυκλοφόρησε την Σύνοψη της Θεολογίας του, δεκατρείς από τις θέσεις του κρίθηκαν αιρετικές. Εν τέλει επικράτησαν και διαμόρφωσαν τον σχολαστικισμό.
Σε μια περίοδο όπως αυτή του ΙΑ’, του ΙΒ’, ακόμη και του ΙΓ’ αιώνα με την εξέλιξη της δυτικής εκκλησίας σε παπική, δεν υπάρχουν μεταρρυθμιστές. Ούτε εντός αυτής, ούτε εκτός. Τα αιρετικά κινήματα που έδρασαν αυτήν την περίοδο δεν αποτελούν καινοτομία, αλλά επανεμφάνιση παλαιών αιρέσεων, οι οποίες βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν αισθητή την παρουσία τους εξαιτίας της κατάληψης της Εκκλησίας από την φράγκικη αίρεση στην Δύση, και την ουσιαστική κατάλυση αυτής.
Η ιστορία των Καθαρών στην Γερμανία από την εποχή του Everwin μέχρι την εποχή του Κορράδου του Marburg (1231-1233), του αδίστακτου ιεροεξεταστή, παρακολουθείται μόνο σε σποραδικές αναφορές, καταγεγραμμένες σε παπικά διατάγματα. Επειδή έχουν άμεση σχέση με την προσπάθεια καταπολέμησης της αίρεσης από την παπική εκκλησία θα εξεταστούν σε ξεχωριστή ενότητα.
Εδώ μπορεί ν’ αναφερθεί η ομολογία κάποιου Bruchard, η οποία περιέχεται στο «Χρονικό του Ανώνυμου του Πασσάου»[29]. Παραμένει άγνωστο τo που έκανε την ομολογία του ο Bruchard. Μυήθηκε στην αίρεση από τον πατέρα του στην Λιέγη εικοσιτέσσερα χρόνια πριν. Ωστόσο δήλωσε ότι δεν είχε σχέσεις με κάποια ομάδα, πέρα από τους συγγενείς του και τους δίδυμους αδελφούς του, Ερρίκο και Γουίλιαμ. Περιγράφει τις βασικές αρχές της πίστης των Καθαρών. Φαίνεται από την άρνησή του ότι ενδεχομένως ήθελε να προστατέψει τους ομοϊδεάτες του.
Άλλη μια ομολογία περιέχεται στο ίδιο Χρονικό, κάποιου Lepzet, και μπορεί να χρονολογηθεί με ασφάλεια την εποχή του Κορράδου. Περιέχει μαρτυρίες για Λουσιφεριανισμό. Οι Καθαροί της περιοχής πίστευαν ότι ο διάβολος είχε καταδικαστεί και είχε εκπέσει από τον ουρανό άδικα. Ανέμεναν να επιστρέψει με δόξα. Στην ομολογία οι αιρετικοί κατηγορούνται για σατανιστικές τελετές. Μάλιστα το όνομά τους συνδέθηκε με την τελετή φιλήματος μιας γάτας (cattus).
Οι ομολογίες και των δύο, Buchard & Lepzet, περιέχουν αναφορά σε μια τελετουργική αυτοκτονία. O Buchard άκουσε από τον πατέρα του για το “μαρτύριο” των αρρώστων, τους οποίους έπνιγαν με μαξιλάρι. Ο Lepzet γίνεται πιο συγκεκριμένος. Στους υποψήφιους “μάρτυρες” δίνονταν η δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ του στραγγαλισμού και της ευθανασίας με ασιτία. Η τελευταία πρακτική ήταν η πιο διαδεδομένη και ονομάζονταν endura. Ακολουθούσε συνήθως την τελετή του consolamentum. Οι συγκεκριμένες μαρτυρίες, σε μια εποχή έντονου διωγμού, αφήνουν την εντύπωση ότι οι Καθαροί, μειούμενοι σε αριθμό, περιορίστηκαν σε έναν σκιώδη κόσμο με μέλη λίγες οικογένειες, οι οποίες μετέδιδαν την πίστη τους από γενιά σε γενιά. Από αυτές τις οικογένειες της Γερμανίας θα ξεπηδούσε σε ύστερο χρόνο ο νέο-γνωστικισμός μεταμορφωμένος. Από την άλλη, όπως έδειξε ο Alexander Patschovsky[30] όλοι οι αιρετικοί των ανατολικών συνόρων, με πρώτους τους Βάλδιους προήλθαν από την Γερμανία.
"Σύμβολο τύπου Σταυρού» που χρησιμοποιούσαν οι Καθαροί
7.2.2 Οι Καθαροί στην Λομβαρδία
Η κακώς νοουμένη αποστολικότητα, ως ζωή περιφερόμενων πτωχών διδασκάλων, αποδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο από την μετάδοση της αίρεσης στην Λομβαρδία. Ταυτόχρονα, οι Καθαροί της Λομβαρδίας επιβεβαιώνουν τις σχέσεις με τις ομόψυχες ομάδες της Ανατολής, τους Βογομίλους. Η απόδειξη της ομοψυχίας θα φανεί περισσότερο στο κεφάλαιο της διδασκαλίας του Καθαρισμού. Στο παρόν θα εκτεθούν οι ιστορικά βεβαιωμένες σχέσεις των δύο, και τι αυτές γέννησαν.
Δυστυχώς, για τους Καθαρούς αυτής της περιοχής δεν υπάρχουν σύγχρονες πηγές, όπως για τους αντίστοιχους της Γερμανίας. Όλες οι πληροφορίες προέρχονται από τον ΙΓ’ αι. Ωστόσο, δεν υστερούν σε πληροφόρηση, σε ακρίβεια, σε αξιοπιστία. Δεν αφήνουν κενά, τουλάχιστον ως προς την συνέχεια της αίρεσης σε αυτήν την περιοχή. Την αδυναμία της παρουσίασης της εξέλιξης σε θεωρητικά θέματα, την καλύπτουν με την έκθεση των διαφορών των πεποιθήσεων μεταξύ των ομάδων. Σε κάποιες περιπτώσεις οι συγγραφείς είναι μετανοημένοι αιρετικοί με γνώση εκ των έσω. Σε κάποιες άλλες, ιεροεξεταστές που μέσω των ανακρίσεων γνώρισαν τις ιδέες και τις μεθόδους, αλλά και την ιστορία και την απολογητική των διαφόρων ομάδων. Ως πηγές είναι αναντικατάστατες.
α. Bonacursus, Manifestatio haeresis catharorum
Η πιο πρώιμη πηγή για τους Καθαρούς της Λομβαρδίας είναι η ομολογία ενός μετανοημένου αιρετικού του Bonacursus. Η μετάνοιά του ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, αποτέλεσμα της προσπάθειας του Galdinus, Αρχιεπισκόπου Μιλάνου (1166-1176). Το Μιλάνο βρέθηκε στην δίνη της αντιπαράθεσης του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α’ και του πάπα Αλέξανδρου Γ’ (1159-1181). Όταν η πόλη κατακτήθηκε από τις δυνάμεις του πρώτου το 1162, ο τότε Αρχιεπίσκοπος εξορίσθηκε και μαζί του ο Galdinus. Το 1165 έγινε καρδινάλιος και τον επόμενο χρόνο αντικατέστησε τον θανόντα προκάτοχό του, ενώ βρισκόταν ακόμη στην εξορία. Ένα χρόνο μετά κατάφερε να επιστρέψει στην έδρα του. Στον βίο[31] του αναφέρεται ότι το 1176 άρχισε να διαδίδεται η αίρεση των Καθαρών στην επαρχία του.
Η ομολογία του Bonacursus πρέπει να γράφτηκε μετά την συγκεκριμένη χρονιά (1176) και πριν το 1190. Σε αυτήν προστέθηκε συμπληρωματικό υλικό και κάποιες αναιρέσεις των πεποιθήσεων των Καθαρών. Επίσης προστέθηκαν και κάποιες αναφορές σε άλλη μια σέκτα και το ανάλογο τμήμα της απόρριψης των πεποιθήσεων της και προέκυψε το κείμενο που είναι γνωστό ως «Manifestatio haeresis catharorum quam fecit Bonacursus»[32].
O Bonacursus δεν ήταν κάποιος τυχαίος αιρετικός. Στην ομολογία του αναφέρεται ως διδάσκαλος, ενώ στο συμπληρωμένο κείμενο ως Episcopum doctorem[33]. Το έργο του είναι έκθεση της διδασκαλίας της σέκτας του και δεν περιέχει ιστορικά στοιχεία. Δίνει μια εικόνα των πεποιθήσεων των Καθαρών της Λομβαρδίας το τελευταίο τέταρτο του ΙΒ’ αι. Πλούσια σε ιστορικά στοιχεία είναι μια πραγματεία που γράφτηκε τον ίδιο αιώνα, μετά την συγγραφή του Manifestatio, αναφέρεται όμως σε προγενέστερη εποχή. Πρόκειται για έργο ανωνύμου. Παλαιότερα ήταν γνωστή ως τρία ξεχωριστά κείμενα. Από αυτά το πρώτο εξιστορούσε την δημιουργία και ανάπτυξη των ιταλικών δυαρχικών ομάδων˙ το δεύτερο, κατέγραφε τις πεποιθήσεις κάθε ομάδας˙ το τρίτο ήταν μια λίστα της ιεραρχίας των Καθαρών μέχρι το ΙΓ’ αι. Το κάθε κείμενο ήταν ξεχωριστό και δεν τραβούσε την προσοχή των ιστορικών. Αντιαιρετικοί συγγραφείς δανείζονταν στοιχεία από το δεύτερο αλλά με την πάροδο του χρόνου ήταν αδύνατο να διαπιστωθεί η πηγή των έργων τους. Το πρώτο τμήμα, το οποίο είναι καθαρά ιστορικό κείμενο, είχε εκδοθεί από τον Nicolas Vignier[34] το 1601. To 1949 o Antoine Dondaine ανακάλυψε ένα χειρόγραφο, στο οποίο περιλαμβάνονταν η πραγματεία ολοκληρωμένη και την εξέδωσε[35]. Ο τίτλος στο χειρόγραφο ήταν «De heresi catharorum in Lombardia»[36].
β. Ανωνύμου, De heresy catharorum
Ως πηγή το De heresi catharorum χρησιμεύει στην εξέταση της πρώτης περιόδου του Καθαρισμού στην Λομβαρδία. Η περίοδος αυτή εξετάστηκε ακροθιγώς στο κεφ. 5.3.3β περί των Βογομίλων. Εκεί ενδιέφερε η σχέση Καθαρών-Βογομίλων κι εξετάστηκε υπό αυτό το πρίσμα. Εδώ θα επαναληφθούν κάποια από τα στοιχεία και θα ενταχθούν στο μεγαλύτερο πλαίσιο της ιστορίας του κινήματος. Οι πληροφορίες του De heresi catharorum διασταυρώνονται κι επιβεβαιώνονται από το έργο του Άνσελμου Αλεξανδρείας, «Tractatus de hereticis», για το οποίο επίσης είχαμε μιλήσει στο 5.3.3β των Βογομίλων, όπως και για το επόμενο έργο, και θα εξεταστεί παρακάτω. Την τριλογία συμπληρώνει το «Suma de Catharis et Pauperibus de Lugduno» («Σύνοψις περί των Καθαρών και των Φτωχούληδων της Λυών»). Πρόκειται για την καλύτερη έκθαση της κατάστασης των Καθαρών της Λομβαρδίας μετά τις διασπάσεις τους.
Σύμφωνα με το De heresi catharorum, πρώτος επίσκοπος των Καθαρών στην Βόρεια Ιταλία ήταν κάποιος Μάρκος. Η διήγηση του ανώνυμου είναι φτωχή σε πληροφορίες για το πρόσωπο του. Συμπληρώνεται από την αντίστοιχη του Ανσέλμου. Αυτός ήταν καλύτερα πληροφορημένος, αν και έγραψε 50 χρόνια αργότερα:
«Λίγο καιρό αργότερα, κάποιος νοτάριος από την Γαλλία ήρθε στην Λομβαρδία, στην κομητεία του Μιλάνου, στην περιοχή του Concorezzo. Εκεί συναντήθηκε με κάποιον που λεγόταν Μάρκος, ο οποίος ήρθε από ένα μέρος εκεί κοντά που λεγόταν Cologina και τον πλάνεψε[37].»
Με το «post longum tempus» εννοείται το χρονικό διάστημα από την εποχή που εμφανίστηκε η αίρεση στην Γαλλία. Οι νοτάριοι δεν ήταν εκκλησιαστικό αξίωμα στους Καθαρούς, αλλά μέλη των κοινοτήτων με ευχέρεια στην χρήση των λατινικών. Το Concorezzo ήταν κωμόπολη έξω από το Μιλάνο, κέντρο της μετριοπαθούς δυαρχίας μέχρι τα μέσα του ΙΓ’ αι. Αρχικά ο Μάρκος κατάφερε να προσηλυτίσει τρεις από τους φίλους του: Τον Ιωάννη τον Εβραίο, ο οποίος ήταν υφαντής, τον Ιωσήφ τον σιδερά και τον Aldricus de Bando. Άκουσαν ότι ο επίσκοπος τους βρισκόταν στην Νάπολη και κατευθύνθηκαν εκεί όπου έμειναν έναν χρόνο, όσο διαρκούσε ο χρόνος άσκησης στην αυστηρή ζωή της αίρεσης. Στην συνέχεια ο Μάρκος έλαβε το χρίσμα (consolamentum) και διορίστηκε διάκονος από τον επίσκοπο Γαλλίας. Από κει πήγε στην Λομβαρδία και προσηλύτισε πολλούς[38].
Ο Μάρκος είχε στην αρμοδιότητά του όλους τους αιρετικούς της Λομβαρδίας, της Τοσκάνης και της Τεργέστης. Ήταν εκπρόσωπος της ordo Bulgaria, στοιχείο που από μόνο του αρκεί για να συνδέσει τους Βογομίλους με τους Καθαρούς της περιοχής. Η εποχή της δράσης του τοποθετείται πριν το 1167 μ.Χ. Κατά την χρονιά εκείνη έγινε το συνέδριο στο Saint-Felix-de-Caraman, άρα η εμφάνιση του Καθαρισμού πρέπει να προηγείται χρόνο ικανό για τον προσηλυτισμό, τον σχηματισμό της ομάδας, της αύξησης σε σημείο που να απαιτεί επίσκοπο, και την εκλογή και χειροτονία του. Όπως αναφέρθηκε μόλις παραπάνω το consolamentum το έλαβε από επίσκοπο της Φραγκίας και αυτό δείχνει ότι η Λομβαρδία έπονταν χρονικά στην ένταξή της στην διοικητική δομή των Καθαρών. Στην συνέχεια έφτασε στη Λομβαρδία ο Νικήτας[39]. Η σέκτα του Μάρκου προσχώρησε στην ordo Drugunthia και ο Μάρκος έλαβε εκ νέου το consolamentum από τον απεσταλμένο των Βογομίλων της Κωνσταντινούπολης[40]. Η δογματική διαφορά των δύο ordo ήταν ότι οι μεν της Βουλγαρίας ακολουθούσαν την μετριοπαθή δυαρχία, οι δε της Drugunthia την απόλυτη.
Αργότερα, μετά τον θάνατο του Μάρκου, έφθασε στην περιοχή κάποιος Πετράκιος και ισχυρίστηκε ότι ο επίσκοπος της ordo Drugunthia, Σίμων είχε πέσει σε θανάσιμο αμάρτημα. Η είδηση προκάλεσε αναστάτωση στην περιοχή. Από αυτόν είχε λάβει το consolamentum ο Νικήτας και η πτώση του σήμαινε ότι αυτό ήταν άκυρο. Κατά συνέπεια και τα consolamenta που είχαν λάβει οι Λομβαρδοι (και όχι μόνο) από τον Νικήτα ήταν επίσης άκυρα. Τίποτα δεν είναι γνωστό για τον Πετράκιο. Μπορούμε, όμως, να συμπεράνουμε βάσιμα ότι ήταν μέλος της ordo Bulgaria και η αποστολή του είχε στόχο να μετριάσει ή και ν’ εξαλείψει τους καρπούς της αποστολής του Νικήτα. Αν η είδηση ήταν αληθινή δεν έχει σημασία. Φαίνεται ότι διέγνωσε άριστα την κατάσταση των ομάδων μετά τον θάνατο του Μάρκου, αντιλήφθηκε την δυναμική και την διαταραγμένη ισορροπία που προκλήθηκε από τον αγώνα της διαδοχής του, προσέγγισε δυσαρεστημένους και πέτυχε αποτέλεσμα.
Τον Μάρκο είχε διαδεχθεί ο Ιωάννης ο Εβραίος[41], ο υφαντής φίλος του που τον είχε ακολουθήσει από τα πρώτα βήματα της δράσης του. Αυτός ήταν προσωπική επιλογή του Μάρκου για να τον αντικαταστήσει ως επίσκοπος. Αμέσως προκλήθηκε σχίσμα. Άλλοι πίστεψαν τον Πετράκιο, άλλοι αμφέβαλαν. Αυτοί που αμφισβητούσαν τα λεγόμενα του Πετράκιου ήταν οι υποστηρικτές του Ιωάννη, ενώ αυτοί που τον πίστευαν ήταν αυτοί που αμφισβητούσαν τον Ιωάννη. Οι δεύτεροι επέλεξαν ως δικό τους επίσκοπο τον Πέτρο τον Φλωρεντίνο. Ο Άνσελμος Αλεξανδρείας δίνει μια διαφορετική εκδοχή για την πρόκληση του σχίσματος, αλλά συμφωνεί ότι εντέλει αυτό ήταν αποτέλεσμα προσωπικών φιλοδοξιών και της μη κοινά αποδεκτής προσωπικότητας του Ιωάννη.
Οι σωφρονέστεροι (κατά την διήγηση), μάλλον οι της τάξεως των Εκλεκτών, επειδή είχαν λυπηθεί για το σχίσμα πρότειναν μία λύση. Οι δύο μερίδες να προτείνουν τους υποψηφίους τους και να σχηματιστεί μία επιτροπή. Στην συνέχεια θα πήγαιναν σε κάποιον επίσκοπο της αίρεσής τους, βόρεια των Άλπεων και θα ζητούσαν γνωμοδότηση για τη λύση του ζητήματος. Θα ήταν υποχρεωμένοι ν’ αποδεχθούν τη λύση, όποια και αν ήταν. Έτσι κι έγινε. Δεν αναφέρεται σε ποιον επίσκοπο του Βορρά απευθύνθηκαν. Εδώ προκύπτει ένα ερώτημα. Ο επίσκοπος ποιας ordo ήταν; Οπωσδήποτε οι Λομβαρδοί θα πρέπει να κατέφυγαν σε μια ομάδα, η οποία άνηκε στην ίδια ordo με την δική τους, αλλά και οι ίδιοι οι Λομβαρδοί ποια ordo ακολουθούσαν; Ναι μεν η έριδα είχε κίνητρα προσωπικής φιλοδοξίας, αλλά η αφορμή ήταν η εγκυρότητα του consolamentum.
Από την διήγηση του De heresi δεν φαίνεται σε αυτή την φάση που κατέληξαν. Αναγκαστικά η απάντηση προκύπτει από την διήγηση του Άνσελμου Αλεξανδρείας και θα αναλυθεί παρακάτω. Εδώ θα αρκεστούμε μόνο να πούμε ότι απευθύνθηκαν σε επίσκοπο της ordo Bulgaria, από τον πυρήνα των πρώτων Καθαρών, από τις τάξεις των οποίων είχε προέλθει ο Μάρκος.
Επειδή στη συνεδρίαση του Saint-Fèlix αναφέρεται ότι συμμετείχε και ο επίσκοπος της Φραγκίας, δηλ. της Βόρειας Γαλλίας σε αντιδιαστολή με την Νότια, την Languedoc, συμπεραίνεται ότι οι Λομβαρδοί απευθύνθηκαν σε επίσκοπο της Γερμανίας˙ ίσως αυτόν της Κολονίας. Άρα σε αυτή την φάση, φαίνεται ότι οι αντίπαλοι του Ιωάννη είχαν ένα πλεονέκτημα, εφόσον πίστευαν την είδηση που είχε φέρει ο Πετράκιος, αμφισβητούσαν τον Ιωάννη κι έφεραν το θέμα σε διαιτησία από επίσκοπο της ordo στην οποία ήθελαν να επιστρέψουν. Συμπληρωματικά, επειδή ο Πέτρος ο Φλωρεντίνος εμφανίζεται πια ως επίσκοπος, χωρίς να έχει λάβει την ανάλογη χειροθεσία, γνωρίζοντας τον τρόπο εκλογής επισκόπων των Καθαρών μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ήταν ο πρεσβύτερος «γιος» του Ιωάννη.
Ο διαιτητής επίσκοπος πρότεινε την εξής λύση. Οι δύο επίσκοποι θα συνέρχονταν παρουσία των οπαδών των δύο ομάδων και θα τραβούσαν κλήρο. Όλοι θα ήταν υποχρεωμένοι ν’ αποδεχθούν και να συμμορφωθούν σ’ αυτόν που θα έπεφτε η επισκοπή μέσω της κλήρωσης. Στην συνέχεια ο εκλεγμένος έπρεπε να πάει στην Βουλγαρία και να λάβει εκ νέου το consolamentum. Η αντιπροσωπεία επέστρεψε στην Λομβαρδία, αλλά όταν ήρθε η ώρα της κλήρωσης ο Πέτρος αρνήθηκε να συμμετάσχει. Τυπικά η επισκοπή έμεινε στον Ιωάννη. Η αντίδραση προς το πρόσωπό του συνεχίσθηκε, οπότε κάποιοι από τους Εκλεκτούς τον συμβούλευσαν να παραιτηθεί χάριν της ειρήνης. Η ομάδα του θα εξέλεγε έναν υποψήφιο, όπως και η ομάδα του Πέτρου, σε αντικατάσταση του αρχηγού της. Επίσκοπος θα εκλέγονταν μέσω κλήρωσης.
Πράγματι, ο Ιωάννης δέχθηκε. Στην συνέχεια εξελέγη στην θέση του ο Garratus[42], ενώ στην θέση του Πέτρου ο Ιωάννης de Judice[43]. Οι αιρετικοί συγκεντρώθηκαν στο Mosio, ένα χωρίο μεταξύ των πόλεων Μάντουα και Κρεμόνα. Η κλήρωση ανέδειξε τον Garattus. Καθορίστηκε επίσης μια χρονική περίοδος εντός της οποίας θα επιλέγονταν οι βοηθοί του. Στο ενδιάμεσο θα μαζεύονταν χρήματα, ώστε να ταξιδέψει στην Βουλγαρία και να λάβει το consolamentum και την χειροθεσία της επισκοπικής του ιδιότητας. Ύστερα θα γυρνούσε και θα έφερνε εκ νέου το consolamentum στις σέκτες της Λομβαρδίας.
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως σχεδιάστηκαν αρχικά. Παρουσιάστηκαν δύο μάρτυρες και τον κατηγόρησαν ότι είχε σχέσεις με γυναίκα. Κατά συνέπεια κρίθηκε ανάξιος για επίσκοπος. Δεν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα που αντιμετώπιζε η συνάθροιση των Καθαρών της Λομβαρδίας. Στο ενδιάμεσο διάστημα, η ομάδα του Desenzano[44] αποσχίστηκε, έφτιαξε δική της συνάθροιση, επέλεξε ως επίσκοπο κάποιον Johannes Bellus (Ιωάννης Καλός) και τον έστειλε να λάβει το consolamentum από την ordo Drugunthia. Όπως γίνεται κατανοητό, το νέο σχίσμα είχε δογματικά αίτια.
Άλλη μια ομάδα αποσχίστηκε στην Μάντουα, επέλεξε ως επίσκοπο κάποιον Καλογιάννη και τον έστειλε στην Σκλαβηνία να λάβει την επισκοπική χειροτονία από την εκεί συνάθροιση.
Κατά τον ίδιο τρόπο αποσχίστηκε η συνάθροιση της Vicenza. Ο εκλεκτός της, κάποιος Νικόλαος[45], απευθύνθηκε επίσης στην Σκλαβηνία για να λάβει της επισκοπική χειροτονία.
Στην συνάθροιση της Τοσκάνης αναδείχθηκαν δύο επίσκοποι, ενδεχομένως εκφράζοντας τις δύο κατευθύνσεις της δυαρχίας, μετριοπαθούς και απόλυτης. Οι δύο ομάδες που σχηματίστηκαν ήταν η εκκλησία της Φλωρεντίας ή της Τοσκάνης και η εκκλησία του Σπολέτο ή της Κοιλάδα του Σπολέτο. Θεωρείτε ότι ο Πέτρος ο Φλωρεντίνος ήταν ο πρώτος επίσκοπος της εκκλησίας των Καθαρών της Φλωρεντίας και ο Ιωάννης de Judice της δεύτερης.
Η συνάθροιση του Μιλάνου παρέμεινε πιστή στον Garattus. Ο τελευταίος, όμως, δεν ήθελε να κρατήσει το αξίωμα, απολογούμενος διότι δεν μπόρεσε να πετύχει την συναίνεση όλων. Έτσι πρότεινε να παραδώσει την θέση του στον Ιωάννη τον Ιουδαίο. Αυτός από την πλευρά του αρνήθηκε, όποτε το θέμα τέθηκε πάλι στην διαιτησία του επισκόπου πέρα των Άλπεων. Η απόφαση που εκδόθηκε ήταν να πάει ο Ιωάννης ο Ιουδαίος στην Βουλγαρία, να λάβει το επισκοπικό αξίωμα επί όλης της Λομβαρδίας και να επιστρέψει. Έτσι κι έγινε. Μετά τον θάνατό του τον διαδέχθηκε ο Ιωσήφ ο σιδηρουργός, παλιός φίλος και συγχωριανός του Μάρκου. Αυτού το όνομα συνδέθηκε με μια σέκτα, την καλουμένη Οι Ιωσηφίνοι (Josephini ή Josephistae[46]).
Μετά τον θάνατο του Ιωσήφ ανέλαβε πάλι ο Garattus, αυτή την φορά με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Διακήρυξε ότι οι επίσκοποι όλων των άλλων συναθροίσεων είχαν καταπατήσει την υπόσχεση που είχαν δώσει να τον υπακούουν. Διέκοψε τις σχέσεις με όλους εκτός από τον Καλογιάννη, με τον οποίο είχε συνδιαλλαγεί. Στο σημείο αυτό σταματά η ιστορική αφήγηση και ξεκινά η έκθεση των αιρετικών πεποιθήσεων. Τα γεγονότα τοποθετούνται μεταξύ των ετών 1175-1190.
Από την έκθεση των πεποιθήσεων των Καθαρών από το ανώνυμο έργο «De heresi catharorum» συνάγονται κάποια ιστορικά στοιχεία. Εξαρχής ακολουθούσαν οι Καθαροί της Λομβαρδίας το δόγμα της ordo Bulgaria, δηλαδή την μετριοπαθή δυαρχία. Στην συνέχεια, εντάχθηκαν στην ordo Drugunthia, που υποστήριζε την απόλυτη δυαρχία. Οι διαφορετικές απόψεις οδήγησαν στο σχίσμα που εξετέθη παραπάνω. Μετά το σχίσμα οι Garattus και Καλογιάννης συντάχθηκαν με το δόγμα της μετριοπαθούς δυαρχίας, γεγονός που εξηγεί την συνδιαλλαγή τους.
Την διδασκαλία της απόλυτης δυαρχίας ανέπτυξε στην Λομβαρδία ο Marchisius του Sojano, σημερινού Sojano del Lago κοντά στο Desenzano. Αυτός ήταν δεύτερος επίσκοπος της εκεί συνάθροισης. Βοηθός του, «πρεσβύτερος υιός» κατά την ορολογία των Καθαρών, ήταν ο Amizo. Κατά την μαρτυρία του ανωνύμου ήταν ο επίσκοπος της εκεί συνάθροισης, την εποχή που γράφτηκε το κείμενο και αυτό αποτελεί εσωτερική μαρτυρία για χρονολόγησή του. Η τελευταία παράγραφος περιγράφει την κατάσταση των Καθαρών την εποχή της συγγραφής του De heresi catharorum:
«[3. Αυτοί είναι οι ιεράρχες[47]]. Ο επίσκοπος Garattus, διορισμένος στη Βουλγαρία, εδρεύει στο Concorezzo[48]˙ ο πρεσβύτερος υιός είναι ο Ναζάριος[49] και ο νεώτερος ο Gerald της Brescia. Ο Καλογιάννης είναι επίσκοπος της Μάντουα˙ έχει τον διορισμό του από την Σκλαβηνία. Ο πρεσβύτερος υιός του ήταν ο Orto του Bagnolo[50], αλλά τώρα είναι επίσκοπος˙ ο νεώτερος υιός του ήταν ο Aldricus de Glinguellis, από το Μιλάνο. Ο Marchisius του Sojano είναι επίσκοπος της σέκτας της Drugunthia˙ ο πρεσβύτερος υιός του είναι ο Amizo. Ο Νικόλαος της Vicenza είναι επίσκοπος της σέκτας της Σκλαβηνίας˙ ο πρεσβύτερος υιός του είναι ο Πέτρος Γάλλος, ο νεώτερος υιός ονομάζεται Prandus[51].»
Αν και θα αναφερθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια στο θέμα, πρέπει να εξηγήσουμε εδώ ότι ο «πρεσβύτερος υιός» και ο «νεώτερος υιός» ήταν τίτλοι των βοηθών επισκόπων με συγκεκριμένα καθήκοντα. Από τους δύο ο «πρεσβύτερος» προορίζονταν ν’ αντικαταστήσει τον εν ενεργεία επίσκοπο μετά τον θάνατό του. Αν και το αξίωμα έχει το θεωρητικό υπόβαθρό του στην μετριοπαθή δυαρχία, χρησιμοποιήθηκε από όλες τις σέκτες.
γ. Άνσελμος Αλεξανδρείας, Tractatus de hereticis
Η επόμενη πηγή για την ιστορία των Καθαρών της Λομβαρδίας, συμπληρωματική της προηγούμενης, είναι η πραγματεία του Άνσελμου Αλεξανδρείας, «Tractatus de hereticis». Ο συγγραφέας του έργου αναφέρεται στο κείμενο μόνο με το αρχικό γράμμα του ονόματός του “A”. Ο προφανής ρόλος του ως ιεροεξεταστή έπεισε τον εκδότη Antoine Dondaine ότι πρόκειται για τον Άνσελμο. Ήταν Δομινικανός και κατείχε τη θέση του παπικού λεγάτου στην Γένοβα από το 1256. Το Ιανουάριο του 1267 διορίσθηκε ιεροεξεταστής της περιοχής Μιλάνου και του March της Γένοβα, θέση που κράτησε μέχρι το 1279. Μετά από αυτήν την ημερομηνία το όνομά του δεν εμφανίζεται σε κανένα έγγραφο[52].
Τα ιστορικά στοιχεία της Tractatus διαφέρουν σε αρκετά σημεία από την προηγούμενη πηγή. Αυτό είναι απόδειξη ότι είναι κείμενο ανεξάρτητο, με την δική του πληροφόρηση και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με το De heresy για την σύνθεση της ιστορίας των Καθαρών της Λομβαρδίας. Τα γεγονότα εκτείνονται πέρα από τα χρονικά όρια του De heresy, μέχρι την εποχή της συγγραφής του, μεταξύ 1260-1270, διάστημα το οποίο μειώνεται από τις εσωτερικές ενδείξεις σε 1266-7. Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιες μεταγενέστερες προσθήκες, εύκολα αναγνωρίσιμες[53].
Ο Άνσελμος ξεκινά με έναν αναχρονισμό. Θεωρεί, όπως και όλοι οι σύγχρονοί του, ότι η αίρεση έχει τις ρίζες της στον Μανιχαϊσμό, αλλά προσθέτει ότι ιδρυτής των εκκλησιών των Βογομίλων στην Βουλγαρία, την Δραγοβίτσα και την Φιλαδέλφεια, είναι ο ίδιος ο Μάνης. Στην συνέχεια έμποροι από την Κωνσταντινούπολη πήγαν στην Βουλγαρία και έφεραν την αίρεση μαζί με τα εμπορεύματα στην πόλη. Αυτό είναι επίσης ανακριβές καθώς γνωρίζουμε ότι η εξάπλωση της αίρεσης στην Πόλη ήταν αποτέλεσμα της δράσης του Βασιλείου. Η επόμενη πρότασή του έχει επίσης ενδιαφέρον:
«Οι Φράγκοι πήγαν στην Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να κατακτήσουν την χώρα και ανακάλυψαν την αίρεση˙ αυξάνοντας σε αριθμό εγκατέστησαν επίσκοπο που ονομάζεται επίσκοπος των Λατίνων[54].»
Υπάρχει, βέβαια, μία σύγχυση. Όταν οι Φράγκοι πήγαν στην Κωνσταντινούπολη να κατακτήσουν την χώρα, ήταν η Δ’ Σταυροφορία το 1204. Την εποχή εκείνη ήδη είχε διαδοθεί η αίρεση στην Δύση. Ενδεχομένως, ο Άνσελμος μιλά για προηγούμενη σταυροφορία. Έχει προταθεί η δεύτερη σταυροφορία (1147-9)[55], αλλά ήδη την εποχή αυτή υπήρχαν καθαροί στην Γερμανία. Η μόνη δυνατή εξήγηση είναι να αναφέρεται στην Α’ Σταυροφορία (1095-99). Εδώ μπορεί να παρατηρηθεί ότι στην σκέψη των δυτικών η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολη ήταν στόχος των σταυροφόρων εξ αρχής, αλλά η πολιτική του Αλέξιου Κομνηνού έσωσε την Πόλη από τις αρπακτικές τους διαθέσεις.
«Αργότερα οι Φράγκοι που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη επέστρεψαν στην πατρίδα τους και κήρυξαν και, καθώς αύξανε ο αριθμός τους εγκατέστησαν επίσκοπο στην Φραγκία[56].»
Κατά ον Άνσελμο η αίρεση πέρασε από την Φραγκία στην Λομβαρδία:
«Μετά από σημαντικό χρονικό διάστημα ήρθε κάποιος νοτάριος από την Φραγκία στη Λομβαρδία, στ’ αλήθεια, στην περιοχή του Μιλάνου στην γειτονιά του Concorezzo. Εκεί συνεργάστηκε με κάποιον που λεγόταν Μάρκος, ντόπιος ενός τόπου που λέγονταν Cologno[57], και τον πλάνεψε[58].»
Ο Μάρκος μύησε με την σειρά του δύο φίλους του, τον Ιωάννη τον Ιουδαίο και τον Ιωσήφ. Ο Μάρκος ήταν νεκροθάφτης, ο Ιωάννης υφαντής και ο Ιωσήφ σιδεράς. Στην συνέχεια, ένας από αυτούς πήγε στο Μιλάνο και μύησε κάποιον φίλο του, τον Aldricus από το Bando. Ο νοτάριος τους έστειλε στο Roccavione. Εκεί βρήκαν και άλλους Καθαρούς που είχαν έρθει από την Φραγκία και είχαν εγκατασταθεί. Από κει πήγαν στην Νάπολη και βρήκαν τον επίσκοπο των Καθαρών. Έμειναν στην Νάπολη ένα χρόνο, περίοδο ίσως δοκιμασίας μέχρι να λάβουν το consolamentum. Ο επίσκοπος έκανε τον Μάρκο διάκονο και τον έστειλε πίσω στο Concorezzo για να διαδώσει την αίρεση. Κήρυξε μέχρι την Τοσκάνη προσελκύοντας πολλούς.
Η χρονική απόσταση της εποχής του Άνσελμου με τα γεγονότα, τα οποία παρουσιάζει είναι εμφανής. Πρώτα η απευθείας σύνδεση των Καθαρών με τον Μάνη, στην συνέχεια η εμπλοκή των σταυροφόρων, όπως και οι άλλες πληροφορίες του αντικατοπτρίζουν την προφορική παράδοση των Καθαρών της εποχής του και όχι την ιστορική ακρίβεια. Ωστόσο η εκτίμησή του για την χρησιμοποίηση των εμπορικών οδών για την διάδοση της αίρεσης είναι σωστή. Το γεγονός ότι η αίρεση μεταδόθηκε κατ’ αυτόν από την Φραγκία στην Λομβαρδία έρχεται σε γεωγραφική αντίφαση με την διαδρομή των εμπόρων, αλλά αυξάνει την αξιοπιστία του. Ο Άνσελμος δεν κάνει σκόπιμα λάθος. Απλώς επαναλαμβάνει αυτά που άκουσε.
Ας προσπαθήσουμε να βάλουμε τις πληροφορίες σε μια τάξη. Σημαντικό στοιχείο είναι η δημιουργία της κοινότητας των Λατίνων αιρετικών στην Κωνσταντινούπολη. Οι σχέσεις των Βυζαντινών με τους δυτικούς δεν ξεκίνησαν από τις σταυροφορίες. Οι σταυροφόροι δεν άνοιξαν διαύλους επικοινωνίας Ανατολής-Δύσης. Οι έμποροι το έκαναν. Στην πόλη οι συνοικίες των Λατίνων ήταν συνοικίες εμπόρων. Ενδεχομένως, την εποχή που έγραψε ο Άνσελμος η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης του 1204 και η εγκατάσταση παπικού επισκόπου στον εκεί εκκλησιαστικό θρόνο αναβάθμισε τον ρόλο των αιρετικών ως αντίδραση στην εκκλησία της Ρώμης με αντίκτυπο στην προφορική τους παράδοση. Ωστόσο, οι αιρετικοί Λατίνοι της Πόλης είναι πιθανότερο να μερίμνησαν για την μεταφορά της αίρεσης στην Δύση, γεγονός που είναι ασύνδετο με την σταυροφορία. Οι ίδιοι θα πρέπει να φρόντισαν και για την μετάφραση των Βογομιλικών κειμένων στα Λατινικά. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από την χρήση του λατινικού κείμενου ήδη τον ΙΒ’ αι. Η προσηλυτιστική δράση των Λατίνων αιρετικών της Κωνσταντινούπολης για την μεταφορά της αίρεσης στην πατρίδα τους είναι ο πιο πιθανός παράγων. Η συμμετοχή τους στις ιεραποστολές πρέπει να θεωρείται αναγκαία ακόμη και αν το κήρυγμα το έκαναν Βούλγαροι Βογομίλοι.
Η χρήση των εμπορικών οδών συνεπάγεται ότι η αίρεση μεταφέρθηκε στην Λομβαρδία από τις δαλματικές εμπορικές πόλεις, εφόσον το εμπόριο μ’ αυτές ανθούσε. Αυτό επιβεβαιώνεται από την σημαντικότατη παρατήρηση ότι ο Καθαρισμός στην Λομβαρδία ήταν αστική υπόθεση. Οι Καθαροί ήταν αστοί. Δεν αναφέρεται μετάδοση της αίρεσης στην ύπαιθρο, αιρετικοί αγρότες. Οι εστίες τους βρίσκονται στις πόλεις που ακμάζουν από το εμπόριο, σε αντίθεση με τις άλλες περιοχές της Ευρώπης, όπου ο Καθαρισμός διαδόθηκε και στην ύπαιθρο. Η πληροφορία του Άνσελμου, ότι η αίρεση προήλθε από την Φραγκία πρέπει να συσχετίζεται με την ανάμνηση της αναφοράς των Λομβαρδών στον εκεί διαιτητή επίσκοπο μετά την επίσκεψη του Πετράκιου και την απόφασή τους για επιστροφή στην ordo Bulgaria.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α’ Μπαρμπαρόσσα[59] στην Ιταλία δημιούργησαν κενό εκκλησιαστικής εξουσίας στις ιταλικές πόλεις κι επέτρεψαν την ανεξέλεγκτη δράση των αιρετικών, όπως φάνηκε καθαρά στον βίο του Galdinus. Το Μιλάνο ονομάστηκε «φωλιά αιρετικών[60]». Υπήρχε μια έντονη αντιεκκλησιαστική παράδοση ήδη από την εποχή της Πατάρια τον ΙΑ’. Η δράση του αιρετικού Arnold της Brescia είχε δημιουργήσει το απαραίτητο υπόστρωμα για την επέκταση των αιρετικών, Καθαρών και Βάλδιων.
Μιλάνο, Φλωρεντία, Μάντουα, Concorezzo, Desenzano, Vicenza και άλλα μεγάλα και μικρά αστικά κέντρα έγιναν εστίες των Καθαρών. Υφαντές, σιδεράδες, ράφτες, μυλωνάδες, αμαξάδες, γυρολόγοι[61], ανερχόμενοι αστοί επαγγελματίες αποτέλεσαν τις τάξεις των αιρετικών. Ο Καθαρισμός βρήκε το δρόμο για την είσοδό του στην μπουρζουαζία. Η άνοδος της αστικής τάξης συνδέθηκε τόσο με την δημιουργία του αστικού δικαίου στην Ιταλία όσο και με την άνοδο της αίρεσης. Ο στόχος καθορισμένος, η εκκλησιαστική περιουσία. Η νεόπλουτη αστική τάξη, αποκτά το δικαίωμα στην ιδιοκτησία κι επειδή δεν μπορεί να επεκτείνει τις βλέψεις της στα φέουδα της αριστοκρατίας (ακόμη) εποφθαλμιά την περιουσία της Εκκλησίας.
Έτσι οι Καθαροί κηρύττουν ότι η Εκκλησία διεφθάρη όταν ο πάπας Συλβέστρος Α’ αποδέχθηκε την ψευδο-Κωνστανίνειο δωρεά. Η Εκκλησία γι’ αυτούς δεν πρέπει να κατέχει περιουσία. Πολύ βολική διδασκαλία, προπαγάνδα των αρπακτικών διαθέσεων των αστών. Έμποροι, τοκογλυφοι, ιδιοκτήτες μεγάρων στις πόλεις και κάστρων στην εξοχή, η αστική αριστοκρατία με φεουδαρχικό υπόβαθρο και σημαντικές περιουσίες, κατά την έκφραση του Malcolm Lambert[62]. Οι ιταλικές πόλεις πρόσφεραν μοναδικές ευκαιρίες για την ανάδειξη των Καθαρών, όπως για παράδειγμα η Vicenza, τόπος δολοφονίας δύο επισκόπων σε διάστημα μόλις 20 ετών[63].
Στην συνέχεια ο Άνσελμος αναφέρεται στην άφιξη του Νικήτα από την Κωνσταντινούπολη, για την ένταξη των Καθαρών της Λομβαρδίας στην ordo Drugunthia και στην επιτυχία της αποστολής. Προκύπτει ένα ερώτημα. Πως κατάφερε να πείσει ο Νικήτας τους Ιταλούς, ν’ αφήσουν την μετριοπαθή δυαρχία; Ο Άνσελμος απαντά σε μια πρόταση. Τους είπε ο Νικήτας:
«Είστε τόσοι πολλοί που θα έπρεπε να έχετε έναν επίσκοπο[64].»
Ο Νικήτας υποσχέθηκε να κάνει τον Μάρκο επίσκοπο, αν εντάσσονταν στην δική του παράταξη. Μ’ αυτό τον τρόπο τον έπεισε. Εκμεταλλεύτηκε τις προσωπικές φιλοδοξίες, όχι μόνο του Μάρκου, αλλά και όσων αναφέρονται στο έγγραφο για το συνέδριο στο Saint-Félix. Έφερε τις συναθροίσεις της Λομβαρδίας, της Languedoc και κάποιες τις Φραγκίας, στην ordo Drugunthia με αντάλλαγμα τον διορισμό επισκόπων σε κάθε μια από αυτές. Με αυτό τον τρόπο άνοιξε τον δρόμο για την εκδήλωση των προσωπικών φιλοδοξιών και άλλων ατόμων με αποτέλεσμα την διάσπαση του αιρετικού κινήματος.
Μετά την αποχώρηση του Νικήτα, έφθασε είδηση ότι έπεσε σε θανάσιμο αμάρτημα. Η είδηση αυτή προηγείται της αντίστοιχης του Πετράκιου. Το πρόβλημα κλήθηκε να λύσει ο Μάρκος. Επιχείρησε ταξίδι στην Ανατολή ώστε να λάβει ξανά το consolamentum και τον επισκοπικό διορισμό. Όταν έφθασε στην Καλαβρία βρήκε τα λιμάνια για την απέναντι ακτή της Αδριατικής κλειστά. Έτσι τον πληροφόρησε κάποιος διάκονος Ιλαρίων[65]. Η αδυναμία εκπλήρωσης του ταξιδιού μπορεί να είναι ένδειξη ότι επιχειρήθηκε μετά τον Ιούνιο του 1185. Τότε ο Γουλλιέλμος ο ΙΙ της Σικελίας επιτέθηκε στην αυτοκρατορία και πολιόρκησε το Δυρράχιο. Ο Μάρκος συνελήφθη και φυλακίστηκε κατά το ταξίδι της επιστροφής του στην Λομβαρδία. Από την φυλακή έστειλε επιστολή στους δικούς του, συνιστώντας τους να εκλέξουν τον διάδοχό του. Στην θέση του εκλέχτηκε ο Ιωάννης ο Ιουδαίος, ο οποίος τον επισκέφτηκε στην φυλακή της Argentea και διορίστηκε επίσκοπος από αυτόν. Στην συνέχεια ο Μάρκος αφέθηκε ελεύθερος, αλλά πέθανε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο Άνσελμος δεν φαίνεται να είναι ενήμερος για την έλευση του Πετράκιου και την είδηση που έφερε. Ωστόσο, γνώριζε τις διασπαστικές κινήσεις στους κόλπους της σέκτας. Κατ’ αυτόν το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία πέντε διαφορετικών ομάδων˙ η ομάδα του Concorezzo με επίσκοπο τον Ιωάννη τον Ιουδαίο˙ η ομάδα του Desenzano με επίσκοπο τον Φίλιππο[66]˙ η ομάδα της Μάντουα με επίσκοπο τον Καλογιάννη και όταν αυτός πέθανε τον Orto de Bagnolo, από τον οποίο ονομάστηκαν Bagnolenses˙ η ομάδα του March με επίσκοπο τον Νικόλαο˙ η ομάδα της Φλωρεντίας με επίσκοπο τον Πέτρο τον Φλωρεντίνο.
Στο δεύτερο κεφάλαιο δίνει κάποιους επισκοπικούς καταλόγους:
«Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Καθαροί έχουν τέσσερις επισκόπους στην Λομβαρδία. Αυτοί του Concorezzo έχουν τον κύριο Ουμβέρτο Mandennus, αλλά ο πρώτος από τους συγκεκριμένους επισκόπους ήταν ο Ιωάννης ο Ιουδαίος και μετά από αυτόν ο Garattus, χάριν του οποίου ονομάστηκαν Garatenses. Μετά από αυτόν είχαν τον Ναζάριο για περίπου σαράντα χρόνια˙ μετά από αυτόν τον Γεράρδο de Cambiate και μετά τον Mandennus αυτόν που έχουν τώρα. Οι Αλβανέζοι είχαν πρώτα τον Φίλιππο, μετά τον Belesmanza για περίπου σαράντα χρόνια, μετά τον Ιωάννη του Luzano[67], και μετά από αυτόν τον Μποναβεντούρα της Βερόνα[68], τον οποίο έχουν τώρα για επίσκοπο. Αυτοί του Bagnolo είχαν πρώτα τον Κλογιάννη, από τον οποίο ονομάζονται Καλογιάννηδες (Caloianni)˙ μετά τον Orto του Bagnolo, χάριν του οποίου λέγονται Bagnolenses˙ μετά τον Ανδρέα˙ και μετά τον Hamundus του Casalolto, το οποίο έχουν τώρα ως επίσκοπο. Αυτοί που λέγεται ότι είναι από την Φραγκία έχουν ως επίσκοπο, νομίζω, τον Βιβέντιο της Βερόνα[69].»
Ακολούθησαν και άλλες διασπάσεις δογματικού χαρακτήρα, γι’ αυτό και θα εξεταστούν με το περιεχόμενό τους στο κεφάλαιο για την διδασκαλία των Καθαρών.
δ. Rainerius Sacconi, Summa de Catharis et Pauperibus de Lugduno
Ο Ranerius ήταν Δομινικανός μοναχός και ιεροεξεταστής. Καταγόταν από την Piacenza και πριν την μεταστροφή του συγκαταλέγονταν στις τάξεις των Καθαρών. Μάλιστα αυτοαποκαλείται «αιρεσιάρχης». Η μεταστροφή του έγινε το 1245 και οφείλονταν στον Πέτρο της Βερόνα ή Πέτρο Μάρτυρα (1206-1252), επίσης Δομινικανό μοναχό με επιτυχές κήρυγμα στις περιοχές των Καθαρών. Η επιτυχία του κηρύγματος του Πέτρου με αποτέλεσμα την μεταστροφή πολλών Καθαρών είχε αποτέλεσμα την επιβουλή της ζωής του. Οι Καθαροί του Μιλάνου προσέλαβαν δύο δολοφόνους, τον Carino του Balsamo και τον Manfredo Clitoro του Giussano, και τον εκτέλεσαν στις 6 Απριλίου του 1252[70]. Η δολοφονία του Πέτρου έκανε έντονη εντύπωση στον Rainerius, καθώς ήταν και ο ίδιος στόχος των δολοφόνων, αλλά κατάφερε να διαφύγει. Οι δυο τους ήταν στενοί συνεργάτες αρκετά χρόνια και ο τελευταίος συμμετείχε στην επιτροπή που εξέτασε τα θαύματα και αγιοποίησε τον Πέτρο. Επίσης υπήρξε κατήγορος, ως ιεροεξεταστής, των δολοφόνων του συνεργάτη του. Από το 1254-1259 έδρασε στην Λομβαρδία. Η τελευταία γνωστή αναφορά στο πρόσωπό του χρονολογείται το 1262, σε μια επιστολή του πάπα. Έκτοτε δεν υπάρχουν στοιχεία γι’ αυτόν.
Έγραψε την «Summa» το 1250 και γρήγορα το έργο του έτυχε ευρείας κυκλοφορίας. Η ιστορική του αξία έγκειται στις πληροφορίες που δίνει για τις ομάδες των Καθαρών της εποχής, καθώς καταλογογραφεί τις πεποιθήσεις τους ανά σέκτα. Επίσης αναλύει τις πεποιθήσεις του Ιωάννη de Lugio κι έτσι καθιστά την ανάγνωση του «Liber de duobus principiis» ευανάγνωστο. Το κείμενο εκδόθηκε από τον Antoine Dondaine στην εισαγωγή του «Un Traité néo-manichéen du XIIIe siècle: Le Liber du duobus principiis, suivi d’ un fragment de rituel cathare», Ρώμη 1939, 64-78. Πρόκειται ουσιαστικά για επανέκδοση του κειμένου που εξέδωσαν πρώτοι οι E. Martène - U. Durand, «Thesaurus novus anecdotorum», Paris 1729 , V cols. 1761-76. Πρόσφατη έκδοση F. Sanjek, Archivum Fratrum Praedicatorum 44 (1974), 31-60.
Ο Ranerius δεν παρέχει στοιχεία για την προηγούμενη ιστορία των αιρετικών ομάδων. Κυρίως επικεντρώνεται στην κατάσταση των συναθροίσεων των Καθαρών στην εποχή του, στα μέσα του ΙΓ’ αι.:
«Αν και κάποτε οι σέκτες των Καθαρών ήταν πολυπληθείς, με την χάρη του Ιησού Χριστού έχουν καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά[71].»
Χωρίζει τις σέκτες σε τρείς κατηγορίες, ανάλογα με τα δογματικά χαρακτηριστικά τους:
«[1] Περί των διαφόρων σεκτών των Καθαρών.- Θα πρέπει να σημειωθεί εξαρχής, ότι η σημαντικότερη σέκτα, δηλαδή οι Καθαροί, είναι χωρισμένη σε τρία μέρη ή βασικές ομάδες, η πρώτη των οποίων ονομάζεται οι Αλβανέζοι, η δεύτερη, οι Concorrezzenses, και η τρίτη, οι Bagnolenses΄ όλες αυτές βρίσκονται στην Λομβαρδία. Οι άλλοι Καθαροί, είτε της Τοσκάνης, ή του March ή της Προβηγκίας, δεν διαφέρουν στις πεποιθήσεις από τους Καθαρούς, που μόλις αναφέρθηκαν ή από κάποιο τμήμα τους. Διότι όλοι οι Καθαροί έχουν γενικές πεποιθήσεις στις οποίες συμφωνούν και κάποιες ιδιαίτερες στις οποίες διαφέρουν[72].»
Ο χωρισμός των ομάδων με βάση τις πεποιθήσεις τους ήταν αναμενόμενος, καθώς ο Ranerius ασχολείται κυρίως με την καταγραφή των πεποιθήσεων αυτών και μάλιστα, όχι μόνο με τα κοινά πιστεύω τους, αλλά και με τις ιδιαιτερότητες της κάθε ομάδας.
Σε επόμενο κεφάλαιο (14) αναφέρει όλες τις εκκλησίες των Καθαρών, σε σύνολο δεκαέξι. Δεν υπάρχει κάποιο καινούργιο στοιχείο, από όσα έχουν παρατεθεί προηγουμένως, οπότε δεν χρειάζεται να επαναληφθούν τα ίδια. Πρωτοτυπία παρουσιάζει το 15 κεφάλαιο. Σε αυτό απαριθμεί τους πιστούς της κάθε εκκλησίας:
«[15] Τα μέρη στα οποία εντοπίζονται .- Η πρώτη ομάδα, δηλαδή οι Αλβανέζοι, κατοικούν στην Βερόνα και μερικές πόλεις της Λομβαρδίας και αριθμούν γύρω στους πεντακόσιους και από τα δύο φύλα. Αυτοί του Concorezzo είναι διεσπαρμένοι σε όλη σχεδόν την Λομβαρδία και υπάρχουν περίπου χίλιοι πεντακόσιοι ή περισσότεροι και των δύο φύλων. Οι Bagnolenses είναι στην Μάντουα, την Μπρέσκια και το Bergamo και στην περιοχή του Μιλάνου (αλλά λίγοι), και στην Ρωμανία[73]΄ υπάρχουν περίπου διακόσοι από αυτούς. Η εκκλησία του March παραμένει στην Vicenza αλλά δεν έχουνε μέλη στην Βερόνα΄ υπάρχουν περίπου εκατό από αυτούς. Αυτοί της Τοσκάνης και της κοιλάδας του Σπολέτο αριθμούν ούτε εκατό. Η εκκλησία της Φραγκίας είναι στην Βερόνα και την Λομβαρδία σχεδόν εκατόν πενήντα το πολύ. Η εκκλησία της Τουλούζης, η Αλβιγινική και αυτή της Carcassonne, μαζί με μερικούς που ανήκαν πριν στην εκκλησία της Agen, η οποία έχει καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, αριθμεί κοντά στους διακόσιους. Η εκκλησία των Λατίνων της Κωνσταντινούπολης συγκεντρώνει λιγότερο από πενήντα άτομα. Παρόμοια, η εκκλησία της Σκλαβονίας, αυτή της Φιλαδελφείας και αυτές των Ελλήνων, της Βουλγαρίας και της Δραγοβίτσας, αριθμούν όλες μαζί κάπου λιγότερα από πεντακόσια άτομα. Ω αναγνώστη, μπορείς να πεις με ασφάλεια, ότι σε όλο τον κόσμο δεν υπάρχουν ούτε τέσσερις χιλιάδες Καθαροί και των δύο φύλων και ο υπολογισμός που γίνεται εδώ έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν, μεταξύ τους[74].»
Να ξεκαθαριστεί ότι οι παραπάνω αριθμοί αναφέρονται μόνο στους Εκλεκτούς. Αυτό προκύπτει από έναν κώδικα (Munich MS Clm, 311 fol. 96), στον οποίο υπάρχει η προσθήκη «sed credentes innumeri», δηλαδή «αλλά πιστοί αμέτρητοι».
Άλλη μια σημαντική λεπτομέρεια είναι αυτή που αναφέρεται στις εκκλησίες «πέρα από την θάλασσα» (fere omnes ecclesie Catharorum de ultra mare). Κατ’ αρχάς, γίνεται αντιληπτό ότι οι Δυτικοί ελάμβαναν τις ομάδες των Βογομίλων ως ομάδες Καθαρών και αυτό σημαίνει ότι πέρα από την αρχική επίδραση των Βαλκάνιων δυαρχικών στην Δύση και τις μετέπειτα σχέσεις Καθαροί και Βογομίλοι θεωρούσαν εαυτούς και αλλήλους, ως το ίδιο και το αυτό, στο βαθμό που το επέτρεπαν οι διαφορές στην θεώρηση της δυαρχίας. Πέραν τούτου, ο Ranerius προσθέτει ότι οι εκκλησίες πέρα από την θάλασσα, δηλ. η εκκλησία της Βουλγαρίας, των Ελλήνων και η Λατινική/Καθαρών της Κωνσταντινούπολης έχουν την ίδια πίστη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Παραπάνω, όταν συζητήθηκε η αποστολή επιτροπής των εκκλησιών της Λομβαρδίας σε επίσκοπο «πέρα από τα βουνά» για την εξεύρεση λύσης στο σχίσμα, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ο επίσκοπος αυτός ήταν από την Γερμανία και ανήκε στην ordo Bulgaria, στην οποία ήθελαν να επιστρέψουν οι Καθαροί της Λομβαρδίας. Αυτή η άποψη δεν βρίσκει την αποδοχή από όλους τους ιστορικούς. Υπάρχει η άποψη[75] ότι η αποστολή έγινε στην Φραγκία, δηλ. στην Βόρεια Γαλλία, σε επίσκοπο που είχε διορισθεί στο συνέδριο του Saint-Félix και ανήκε στην ordo Drugunthia. Αυτή η άποψη είναι αφελής. Εφόσον, το πρόβλημα ήταν η πτώση των Νικήτα-Συμεών και η εξ αυτής ακύρωση όλων των χειροθεσιών (consolamenta) και επισκοπικών διορισμών που οι πεσόντες είχαν πράξει, τότε, όχι μόνο ο επίσκοπος της Λομβαρδίας, αλλά και όλοι οι επίσκοποι που διορίστηκαν στο συγκεκριμένο συνέδριο ήταν άκυροι. Συνεπώς και ο διορισμός του επισκόπου της Βόρειας Γαλλίας ήταν άκυρος, αποκλείοντας έτσι την προς αυτόν έκκληση. Όντως οι Λομβαρδοί Καθαροί απευθύνθηκαν σε Γερμανό Καθαρό επίσκοπο, ο οποίος δεν συμμετείχε στην σύνοδο του Saint-Félix, παρέμενε ενεργός και μέλος της ordo Bulgaria. Η συγκεκριμένη αναφορά του Ranierus το αποδεικνύει. Ακόμη περισσότερο φανερώνει ότι όχι μόνο η Λομβαρδία αλλά και η Φραγκία είχε επανέλθει στην ordo Bulgaria, σε αντίθεση με την Languedoc που παρέμενε στην ordo Drugunthia και στην απόλυτη δυαρχία.
Από την εξέταση των διαφορών των ομάδων της Λομβαρδίας προκύπτει ότι η κρίση που είχε ξεκινήσει τον προηγούμενο αιώνα, είχε βαθύνει και είχε καταντήσει αξεπέραστη. Οι δύο εκπρόσωποι των τάσεων της δυαρχίας, δηλ. οι Αλβανέζοι και οι Concorezzenses είχαν φθάσει σε σημείο να αλληλοαναθεματίζονται. Γράφει ο Salvo Burci στο έργο του «Supra Stella» γραμμένο το 1235:
«Κατά των Καθαρών που αποκαλούνται Αλβανέζοι και Concorezzenses, που διαφωνούν ισχυρά μεταξύ τους στο σημείο να καταδικάζουν ο ένας τον άλλο σε θάνατο΄ οι Αλβανέζοι ισχυρίζονται, ενάντια στους Concorezzenses, ότι αυτοί είναι η εκκλησία του Θεού, λέγοντας ότι οι τελευταίοι προήλθαν από αυτούς και αποχώρησαν από μας, και οι Concrezzenses ισχυρίζονται τα αντίθετα[76].»
Ο Salvo Burci (ή Salvus Burcius) ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, κάτοικος της Piacenza. Στην πόλη αυτή υπήρχε ισχυρός πυρήνας αιρετικών και προκαλούσε πολιτικές αναταραχές. Το 1233 ο πάπας Γρηγόριος Θ’ (1227-1241) έστειλε τον Δομινικανό κήρυκα και ιεροεξεταστή Ρολάνδο της Κρεμόνα στην πόλη. Οι αιρετικοί τον υποδέχθηκαν με καταιγισμό λίθων με αποτέλεσμα τον θάνατό του. Δυο χρόνια μετά το γεγονός ο Salvo Burci έγραψε το έργο του. Το πολεμικό του ύφος δείχνει εξοικείωση με τις πεποιθήσεις των Καθαρών. Το έργο του έρχεται ως απάντηση σε έργο των αιρετικών με το όνομα «Stella» («Αστέρι»), γι’ αυτό και ο ίδιος το ονόμασε «Supra Stella» («Ανώτερο Αστέρι»). Αποσπάσματα έχουν εκδοθεί από τον Döllinger[77] και από τον Ilarino da Milano[78]. Πρόσφατη έκδοση από την Caterina Bruschi[79].
Ο Salvo Burci δίνει βάρος στις μεταξύ των δύο ομάδων αντιπαραθέσεις και συμπεραίνει ότι αυτές οι διαμάχες που οδήγησαν σε διάσπαση το αιρετικό κίνημα, στάθηκαν αιτία για την επιστροφή πολλών αιρετικών:
«Αλλά αν και δεν μπορούσαν να έρθουν σε συμφωνία, έκαναν την προσπάθεια κι έψαξαν, όσο το επέτρεπαν οι δυνατότητές τους, να συνδυάσουν και τις δυο σέκτες σε μια κοινή πίστη, αποδεχόμενοι ότι η εκκλησία τους υπέφερε από το σκάνδαλο του σχίσματός τους, με αποτέλεσμα πολλοί από τους πιστούς τους να έχουν επιστρέψει στην εκκλησία της Ρώμης[80].»
Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι προσπάθειες για την εξεύρεση της ενότητας δεν περιορίστηκαν στον ΙΒ’ αι. αλλά συνεχίστηκαν και τον επόμενο. Παρέμειναν άκαρπες, με αποτέλεσμα να γράψει ο Ranerius δεκαπέντε χρόνια μετά:
«Όλες οι εκκλησίες των Καθαρών είναι πρόθυμες ν’ αναγνωρίσουν η μια την άλλη, αν και έχουν διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις, εκτός από τους Αλβανέζους και τους Concorezzenses, οι οποίοι καταδικάζουν οι μεν τους δε[81].»
Τέλος, η αναφορά του Ranerius ότι η εκκλησία της Φραγκίας βρισκόταν στην Βερόνα και την Λομβαρδία, θα εξηγηθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
7.2.3. Οι Καθαροί στην Φραγκία (Βόρεια Γαλλία)
Για την δημιουργία και την ύπαρξη εκκλησία Καθαρών στην Φραγκία, δηλαδή στην περιοχή όπου ίσχυε η εξουσία του βασιλιά των Φράγκων (σε αντίθεση με την αυτόνομη περιοχή της Languedoc-Νότιας Γαλλίας), πληροφορεί ο Άνσελμος Αλεξανδρείας:
«Αργότερα οι Φράγκοι που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη επέστρεψαν στην πατρίδα τους και κήρυξαν και, καθώς αύξανε ο αριθμός τους εγκατέστησαν επίσκοπο στην Φραγκία. Κι επειδή ο Φράγκοι είχαν διαφθαρεί αρχικά στην Κωνσταντινούπολη από τους Βούλγαρους, σε ολόκληρη την Φραγκία αποκαλούν τους αιρετικούς Βούλγαρους[82]»,
όπως ειπώθηκε και παραπάνω.
Η αναφορά του Άνσελμου για την παραλαβή της αίρεσης και την μεταφορά της στην Δύση από τους Φράγκους Σταυροφόρους, στην μορφή της μετριοπαθούς δυαρχίας της ordo Bulgaria, εξηγεί γιατί δεν εμφανίζονται στις πηγές Βογομίλοι απεσταλμένοι. Οι Φράγκοι είχαν την ευχέρεια να κηρύξουν χωρίς μεταφραστές και είχαν ήδη ετοιμάσει την λατινική μετάφραση της Βογομιλικής Τελετής στην Κωνσταντινούπολη για δική τους χρήση, την οποία μετέφεραν στην Δύση για να χρησιμοποιηθεί από τους προσήλυτους.
Η χρήση της Τελετής επιβεβαιώνεται από τον Eckbert του Schönau στην σέκτα της Κολονίας. Γράφει:
«Ο δύστυχος που πρόκειται να βαπτιστεί, η καλύτερα να καθαριστεί, τοποθετείται στο μέσο [της συνάθροισης] και ο Αρχι-Καθαρός τον βοηθά, κρατώντας στο χέρι του ένα μικρό βιβλίο προορισμένο γι’ αυτήν την τελετή[83].»
Αργότερα, το λατινικό κείμενο χρησιμοποιήθηκε για την μετάφραση της Τελετής και σε άλλες διαλέκτους, όπως αυτήν της Προβηγκίας.
Η ύπαρξη αυτής της εκκλησίας επιβεβαιώνεται από το κείμενο του συνεδρίου του Saint-Félix, όπως και από την Summa του Sacconi. Το κείμενο του Saint-Félix γράφει:
«Μετά από αυτά, αφίχθη ο Ροβέρτος του Epernon, επίσκοπος της εκκλησίας των Φράγκων, μαζί με τους συμβούλους του[84].»
Εκτός από την επιβεβαίωση για την ύπαρξη της συγκεκριμένης εκκλησίας, παρέχεται και το όνομα του επισκόπου, κι έτσι επιβεβαιώνεται και η πληροφορία του Ανσέλμου, περί ύπαρξης ιεράρχη λόγω αυξημένου αριθμού μελών.
Η χρονολογία της ίδρυσης της σέκτας των Φράγκων παραμένει αβέβαιη. Είναι πιθανό ο Καθαρισμός να έφτασε στην Βόρεια Γαλλία το 1114, όταν ο Κλήμης και ο Εβεράρδος του Bucy καταδικάστηκαν από τον επίσκοπο Lisiard της Soissons ως αιρετικοί[85]. Ο ηγούμενος Guibert de Nogent, που βοήθησε στην ανάκρισή τους, τούς κατηγορεί ότι συμμετείχαν σε όργια, απέρριπταν τα μυστήρια, έκαναν μυστικές συγκεντρώσεις, απέφευγαν τροφές που προέρχονταν από συνουσία, και τέλος ότι καταδίκαζαν τον γάμο. Επίσης ενδεικτικό είναι ότι είχαν δικό τους τυπικό για την μύηση των μελών, σημάδι ότι πρόκειται για Καθαρούς. Ο ίδιος ο Guibert τους αποκαλεί Μανιχαίους σε μια εποχή που το όνομα «Καθαροί» δεν τους είχε δοθεί ακόμη. Η κατηγορία του μανιχαϊσμού επιβεβαιώνει την δυαρχική φύση των δοξασιών τους, αν και δεν γίνεται απ’ ευθείας αναφορά σε αυτές. Εν τέλει το πλήθος εισέβαλε στην φυλακή και τους λυντσάρισε.
Καθαροί εμφανίστηκαν και στο Mont-Aimé στην Champagne το 1140. Μερικοί οπαδοί τους έφθασαν στην Λιέγη το 1145 και ο κλήρος της πόλης τους συνέλαβε και τους δίκασε για αίρεση. Κάποιος από αυτούς, ο Aimery, μετανόησε και ζήτησε να επιστρέψει στην Ρωμαϊκή "εκκλησία". Επειδή ο επίσκοπος της πόλης έλειπε, ο κλήρος απηύθυνε επιστολή στον πάπα Λούκιο τον Β’ (1144-1145), ζητώντας την συμβουλή του. Στην επιστολή περιλαμβάνονταν και μια αναφορά στους αιρετικούς:
«Αυτή η αίρεση είναι οργανωμένη σε διαφορετικές βαθμίδες΄ έχει πιστούς, που έχουν πλανηθεί ήδη΄ έχει Χριστιανούς και έχει ιερείς και τον λοιπό κλήρο όμοιο με μας… Οι φαύλες βλασφημίες της σέκτας είναι οι εξής: αρνείται ότι οι αμαρτίες συγχωρούνται με το βάπτισμα΄ θεωρεί ότι το μυστήριο του Σώματος και του Αίματος του Χριστού δεν έχει καμιά αξία΄ ισχυρίζεται ότι η χειροτονία από τους επισκόπους είναι χωρίς αποτέλεσμα΄ πιστεύει ότι κανείς δεν μπορεί να λάβει το Άγιο Πνεύμα εκτός και αν το αξίζει εξαιτίας των καλών του έργων΄ καταδικάζει τον γάμο΄ διακηρύσσει ότι η Καθολική Εκκλησία υπάρχει μόνο στην κοινότητά της΄ επικρίνει κάθε όρκο ότι είναι αμαρτωλός. Ακόμη, τα μέλη αυτής της σέκτας παριστάνουν ότι λαμβάνουν τα μυστήριά μας με σκοπό να κρύψουν την δική τους φαυλότητα[86].»
Το πρωταρχικό πρόβλημα της επιστολής είναι χρονολόγησή της. Ως σύσταση έχει την εξής:
«Προς τον σεβασμιώτατο κύριο και πατέρα μας, Λ., με την χάρη του Θεού ποντίφικα, η εκκλησία της Λιέγης στέλνει αφοσιωμένες ευχές και υπακοή εν Χριστώ[87].»
Οι εκδότες της επιστολής E. Martene-U. Durand, έχοντας μπροστά τους το προς έκδοση χειρόγραφο (απωλεσθέν σήμερα) αποφάνθηκαν ότι πρόκειται για τον πάπα Λούκιο Β’ και χρονολόγσαν την επιστολή το 1144. Ο Paul Fredericq που ανατύπωσε την επιστολή στο δικό του Corpus (Ι, 31-33) δεν απομακρύνθηκε από την αρχική εκτίμηση, μόνο μετέθεσε την ημερομηνία συγγραφής κατά ένα χρόνο αργότερα, δηλ. το 1145. Ο Jeffrey Russel, γνωστός αμφισβητίας, διαφώνησε[88] επί τη βάσει ότι ο θάνατος του Λούκιου στις 15 Φεβρουαρίου του 1145, πρέπει να έφθασε σύντομα στην Λιέγη, οπότε ο κλήρος δεν μπορεί να απευθύνθηκε στον θανόντα. Συνέδεσε την επιστολή με το περιστατικό που αναφέρουμε στο κεφ. 6.2.10 και χρονολόγησε μεταξύ του 1048 και του 1054. Ο H. Silvestre[89] απέρριψε την υπόθεση του Russell επί τη βάσει της απουσίας του επισκόπου Albéron II. Ο επίσκοπος ταξίδεψε στην Ρώμη στην αρχή της χρονιάς του 1145 και πέθανε κατά το ταξίδι της επιστροφής. Κατά την διάρκεια της απουσίας του, ο κλήρος απευθύνθηκε στην Ρώμη, εφόσον εκεί ήταν ο επίσκοπος αλλά κατά την τάξη έστειλε την επιστολή στον πάπα. Συνεπώς, η αρχική εκτίμηση των E. Matrene και U. Durand είναι και η σωστή, με ιστορική βάση.
Η αίρεση έχει τα χαρακτηριστικά των Καθαρών: Δέχεται ως πραγματική εκκλησία την δική της, απορρίπτει τα μυστήρια, έχει διαφορετικές βαθμίδες μύησης, δική της ιεραρχία και απορρίπτει τον γάμο. Ο συνδυασμός είναι μοναδικός, παρότι τα χαρακτηριστικά μεμονωμένα μπορούν να βρεθούν και σε άλλα αιρετικά κινήματα. Επίσης, παρατηρείται ότι αναγνωρίζονται μόνο από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους. Ο κλήρος της Λιέγης δεν αντιλήφθηκε την δυαρχία. Επίσης η αναφορά ότι έχουν κλήρο ίδιο με της Ρωμαϊκής εκκλησίας, εννοεί ότι εκτός από ιερείς υπήρχαν και επίσκοποι κι έτσι επιβεβαιώνεται ξανά ο Άνσελμος.
Η ύπαρξη αιρετικών στην Λιέγη, μπορεί να μεταφερθεί χρονικά ακόμη πιο πίσω. Δύο πηγές, τα «Annales Aquenses»[90] και τα «Annales Rodenses»[91] δίνουν πληροφορίες για την ανακάλυψη αιρετικών με τα χαρακτηριστικά των Καθαρών στην Λιέγη, ήδη από το 1135. Η ημερομηνία είναι αδιαμφισβήτητη καθώς και τα δύο Χρονικά τοποθετούν το γεγονός την ίδια χρονιά. Πέραν τούτου η πρώτη πηγή είναι φειδωλή και περιορίζει την πληροφορία σε μια πρόταση. Ωστόσο, η δεύτερη πηγή δίνει εκτενέστερη περιγραφή. Οι αιρετικοί δικάστηκαν δημόσια, καθώς αναφέρεται ότι ήταν παρόν ο πληθυσμός της πόλης. Δεν αρνήθηκαν τις κατηγορίες και ο λαός της Λιέγης ήθελε να τους λιθοβολήσει. Το λυνστάρισμα αποτράπηκε από τις αρχές και οι αιρετικοί φυλακίστηκαν. Οι περισσότεροι διέφυγαν υπό την κάλυψη της νύκτας. Τρεις παρέμειναν, εκ των οποίων οι δύο μετανόησαν, ενώ ο τρίτος αρνήθηκε να το κάνει και παραδόθηκε στην πυρά.
Το Χρονικό αναφέρει μόνο τέσσερα από τα δόγματά τους: αρνούνταν την νομιμότητα του γάμου, πίστευαν ότι οι γυναίκες έπρεπε να είναι για κοινή χρήση, απέρριπταν τον νηπιοβαπτισμό και τις προσευχές υπέρ των νεκρών. Αν και έχει προταθεί ότι ήταν οπαδοί του Ερρίκου, η χρονική σύνδεση κλίνει την ζυγαριά υπέρ των Καθαρών. Το περιβάλλον της πόλης την εποχή εκείνη ευνοούσε την ανάπτυξη της αίρεσης, διότι είχε δημιουργηθεί σχίσμα με αίτιο την πλήρωση του επισκοπικού θρόνου. Οι δύο υποψήφιοι ήταν ο Albero I της Louvain και ο Αλέξανδρος της Jouliers. Ο Αλέξανδρος εξασφάλισε την άνοδό του μετά τον θάνατο του Albero το 1128, αλλά συνέχισε να σκανδαλίζει την εκκλησία με αποτέλεσμα την καταδίκη του από την σύνοδο της Πίζα το 1135, την ίδια χρονιά δηλαδή που ανακαλύφθηκαν οι αιρετικοί. Δεν είναι λοιπόν, παράξενο να υποθέσουμε ότι η σκανδαλιστική συμπεριφορά του Albero και η εγκληματική αμέλειά του επέτρεψαν στους αιρετικούς ν’ αλωνίζουν στην πόλη, ενώ με την καταδίκη του το 1135, δόθηκε η ευκαιρία στην τοπική εκκλησία ν’ αντιδράσει.
Ο πάπας Λούκιος Β’ πέθανε στις 15 Φεβρουαρίου του 1145. Δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει στην επιστολή κι έτσι δεν λήφθηκαν μέτρα για την αντιμετώπιση των Καθαρών του Mont-Aimé. Η περιοχή εξελίχθηκε σε κέντρο Καθαρισμού. Το 1157 ο επίσκοπος Σαμψών προήδρευσε σε σύνοδο στην Rheims. Εκεί πάρθηκαν αποφάσεις κατά των «Μανιχαίων», δηλ. των Καθαρών της επαρχίας του[92]. Ο πυρήνας αυτός επιβίωσε μέχρι το 1239, οπότε και ο ιεροεξεταστής Robert de Bugre, πραγματοποίησε ομαδικές δίκες και πέτυχε ομαδικές καταδίκες των Καθαρών. Ο Alberic de Trois-Fontaines αναφέρει ότι εκτελέστηκαν στην πυρά 183 από αυτούς, μόλις έλαβαν το consolamentum από τον επίσκοπό τους[93]. Ως αποτέλεσμα αυτού του διωγμού, οι εναπομείναντες Καθαροί μετέβησαν στην Λομβαρδία. Έτσι εξηγείται η αναφορά του Ranerius, ότι η εκκλησία της Φραγκίας βρίσκεται στην Βερόνα και την Λομβαρδία. Το περιστατικό θα εξεταστεί εκτενέστερα στην ενότητα περί της καταστολής της αίρεσης. Την εποχή αυτή το μεγαλύτερο μέρος των εστιών Καθαρισμού στην Νότια Γαλλία είχε εξαλειφθεί. Δέκα χρόνια πριν, το 1229, είχε συσταθεί η Ιερά Εξέταση και τα μέλη της είχαν αναλάβει δράση στην πάταξη της αίρεσης. Στην θέση που βρίσκονταν τώρα η εκκλησία της Φραγκίας, είχε βρεθεί η εκκλησία της Laguedoc. Θα ακολουθούσε η εκκλησία της Λομβαρδίας, από το 1260 και μετά. Με τον διωγμό των παπικών οι Καθαροί αναγκάστηκαν να περάσουν σε υπόγεια ρεύματα και να μετατραπούν σε μυστική εταιρεία.
Καθαροί εντοπίστηκαν στο Arras το 1183, βάσει τον πληροφοριών ενός ανώνυμου χειρογράφου της συλλογής του Saint-Vaast. Σε μια ομιλία που περιλαμβάνεται στον κώδικα, την «Ομιλία 46»[94], υπάρχει μια πλήρης καταγραφή των πεποιθήσεων των αιρετικών, πράγμα σπάνιο σε αυτή την χρονολογία. Μέχρι τώρα είδαμε ότι από τις ανακρίσεις προέκυπτε κάποιο μικρό μέρος της αλήθειας και συνήθως αυτά που καταγράφονταν ήταν εξωτερικά χαρακτηριστικά των ομάδων. Πολύ αργότερα έργα όπως η «Summa» και η «Tractatus» ήταν το απαύγασμα πολύχρονης εμπειρίας των ιεροεξεταστών, με υλικό που συγκεντρώνονταν από πλήθος ανακρίσεων. Έτσι, η ύπαρξη μιας Ομιλίας, συνταγμένης το 1200, στην οποία να καταγράφεται συστηματικά η πίστη των Καθαρών είναι ευχάριστη έκπληξη. Συγγραφέας της Ομιλίας εικάζεται κάποιος από τον κλήρο του καθεδρικού Pierre du Castel, στο Arras. Στην πόλη διενεργήθηκε πλήρης έρευνα για την ανακάλυψη των αιρετικών το 1183. Σε αυτήν συμμετείχαν οι αρχές, εκκλησιαστικές και πολιτικές. Σύντομα αφίχθησαν ο αρχιεπίσκοπος της Ρεμ και ο κόμης της Φλάνδρας. Ανακαλύφθηκε ολόκληρη κοινότητα, αριστοκράτες και πλέμπα, κληρικοί, ιππότες, χωρικοί, χήρες και παντρεμένες. Όλοι οι ύποπτοι πέρασαν από την δοκιμασία του μύδρου και του ύδατος. Άλλοι απαλλάχτηκαν, άλλοι κάηκαν.
Στην ίδια Ομιλία κατονομάζονται Καθαροί στην La-Charité στον Λίγηρα. Η πόλη είχε μεμαρτυρημένα Καθαρούς από το 1198 μέχρι το 1233, οπότε ο προαναφερθείς ιεροεξεταστής Robert le Bougre την καθάρισε από τους Καθαρούς. To 1198 ο επίσκοπος της Sens και ο επίσκοπος της Auxerre διεξήγαν έρευνες για τον εντοπισμό τους[95]. Ο κήρυκας της ομιλίας είχε την πρόθεση να συνδέσει τους αιρετικούς του Arras και της La-Charité. Η εκτίμησή του ήταν σωστή. Οι αιρετικοί των δύο πόλεων είχαν τις ίδιες πεποιθήσεις και το ίδιο όνομα΄ τούς παρομοιάζει με τις αλεπούδες που έδεσε μαζί ο Σαμψών τις έβαλε φωτιά κι έκαψε τις σοδειές των Φιλισταίων. Επίσης τους συνδέει με τον Μάνη.
Οι «Βούλγαροι» της La-Charité-sur-Loire ήταν αντικείμενο εντατικών ερευνών στις αρχές του ΙΓ’ αι. Οι ύποπτοι ήταν ευκατάστατοι πολίτες και είχαν ελαστικότητα στην πίεση, κάτι που καθιστούσε τις ανακρίσεις δυσχερείς. Οι έρευνες διενεργούνταν από τον επίσκοπο της Auxerre, αλλά οι ανακρινόμενοι κατάφερναν να ξεγλιστρήσουν. Έτσι το θέμα παραπέμφθηκε στον πάπα Ιννοκέντιο Γ’ (1198-1216), ο οποίος αντιμετώπισε προς στιγμήν την συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά δεν κατάφερε να ξεριζώσει την αίρεση. Έτσι, ομολογώντας την αδυναμία του κατακεραύνωσε την πόλη, λέγοντας ότι η La-Charité ήταν η Βαβυλώνα μολυσμένη με αίρεση[96]. Ως φυτώριο αιρετικών κατηγόρησε την ίδια πόλη ο πάπας Γρηγόριος Θ’ (1227-1241)[97].
Αξιοπρόσεκτη είναι η παράδοση των Καθαρών του Mont-Aimé, μέσω της οποίας συνέδεαν την καταγωγή τους με τους αρχαίους Μανιχαίους. Σύμφωνα με αυτήν την παράδοση, ο Φορτουνάτος, ο Μανιχαίος επίσκοπος με τον οποίο ήρθε σε αντιπαράθεση ο Άγιος Αυγουστίνος το 392 μ.Χ., διωγμένος και κυνηγημένος, έφυγε από την Βόρεια Αφρική και ήρθε στην Καμπανία (Champagne). Γνωρίστηκε με κάποιον ιππότη, τον Widomar, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει εκεί. Προσηλύτισε τον ιππότη και έκτοτε η περιοχή έγινε τόπος συνάθροισης των αιρετικών[98]. Είναι προφανές ότι η προφορική παράδοση συνέδεσε το αρχαίο όνομα του βουνού, Mons Wedomari, με το όνομα του ιππότη. Και ο τίτλος βέβαια είναι αναχρονισμός, αναμενόμενος σε τέτοιας μορφής μυθοπλασίες. Ωστόσο, εκείνο που επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά είναι η αντίληψη των ίδιων των Καθαρών ότι καταγόταν από τους αρχαίους Μανιχαίους.
Άλλα περιστατικά φανερώνουν έντονη δραστηριότητα των Καθαρών στην Nevers. Ένας διάκονος κατηγορήθηκε για αίρεση και απολύθηκε αλλά κράτησε το εισόδημα΄ ένας ηγούμενος κατηγορήθηκε για κοπρολαγνεία και Ωριγενισμό΄ ένας ιππότης, συγγενής του κόμη της Nevers, γνωστός ενάντιος της εκκλησίας, κάηκε ως αιρετικός΄ και ο Γκυγιώμ (Guillaume), αρχιδιάκονος και ανιψιός του ίδιου κόμη, με την κατηγορία της αίρεσης, διέφυγε και κατέφυγε στην Languedoc. Εκεί άλλαξε το όνομά του σε Θευδέριχο (Thierry), υπερασπίστηκε την πίστη των Καθαρών στην διαμάχη του 1206 ενάντια στον επίσκοπο Diego της Osma και ενάντια στον Δομίνικο (τον ιδρυτή του ομώνυμου τάγματος)[99].
Όπως επιβεβαιώνεται από τις πηγές, οι Καθαροί στην Φραγκία ονομάζονταν Βούλγαροι. Οπωσδήποτε οι πρώτοι κήρυκες της αίρεσης, αυτοί που είχαν έρθει από την Κωνσταντινούπολη, θα είχαν αναφέρει ότι η αίρεση είχε ξεκινήσει από την Βουλγαρία. Επίσης ο κλάδος αυτός των Καθαρών ήταν μέλος της ordo Bulgaria, και γι’ αυτό αποκαλούσαν τους αιρετικούς περιπαικτικά «Βούλγαρους». Για παράδειγμα ο Robert le bougre, ο ιεροεξεταστής που αναφέρθηκε παραπάνω, πήρε το προσωνύμιο αυτό επειδή είχε μεταστραφεί από Καθαρός. Επειδή απέφευγαν τον γάμο και ο τρόπος ζωής τους επέβαλε να συνταξιδεύουν με άτομο του ίδιου φύλου (τον συνταξιδιώτη ονόμαζαν socius ή socia[100]), κατηγορήθηκαν για ομοφυλοφιλία. Η κατηγορία ίσως να μην ήταν άδικη. Συν τω χρόνω, όμως, η λέξη bougre έχασε την αρχική της σημασία κι έφθασε να σημαίνει τον σοδομιστή. Έτσι η λέξη αυτή χρησιμοποιείται στην γαλλική γλώσσα και με τις δύο έννοιες, του Βούλγαρου και του σοδομιστή[101].
7.2.4 Οι Καθαροί στην Αγγλία
Η προσπάθεια των Καθαρών να εισβάλλουν στην Αγγλία τους άφησε τραυματική εμπειρία. Καταγράφηκε από τον William του Newburgh[102], έναν από τους καλύτερους μεσαιωνικούς συγγραφείς (βλ. σχετ. κεφ. 6.2.14β).
Οι αιρετικοί[103] έφθασαν στην νήσο είτε από την Φλάνδρα είτε από την Ρηνανία[104]. Ο William μπορεί με θάρρος και επαίρεται ότι αν και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, οι αιρέσεις έκαναν θραύση, η Αγγλία ήταν πάντα ελεύθερη από τέτοιου είδους επιδημίες:
«Sane ab hac et ab aliis pestibus haereticis immunis simper exstitit Anglia, cum in aliis mundi partibus tot pullulaverint haereses[105].»
Ο αριθμός των Καθαρών που έφθασαν τότε δεν υπερέβαινε τους τριάντα. Σύμφωνα με τα χρονικά του Tewkesbury ήταν υφαντές[106]. Αρχηγός τους ήταν κάποιος Γεράρδος, ο μόνος μορφωμένος. Αρχικά θέλησαν να ανακατευθούν με τον ντόπιο πληθυσμό, αλλά η γερμανική καταγωγή τους τραβούσε την προσοχή. Έτσι, όταν προσπάθησαν να διαδώσουν την αίρεση έγιναν αμέσως αντιληπτοί. Δεν μπόρεσαν να δράσουν στα κρυφά παρά για σύντομο χρονικό διάστημα. Συνελήφθηκαν και κρατήθηκαν.
Ο βασιλιάς Ερρίκος Β’ (1154-1189) απόγονος του Γουλιέλμου του Κατακτητή και πρώτος του Οίκου των Πλανταγενέτων που κυβέρνησε την Αγγλία, δεν ήθελε να τους καταδικάσει χωρίς δίκη, γι’ αυτό και συγκάλεσε επισκοπικό δικαστήριο στην Οξφόρδη. Αυτή η λεπτομέρεια βοηθά στην χρονολόγηση του περιστατικού, αν και δεν υπάρχει ομοφωνία στους ιστορικούς. Κατά τον R. W. Eyton[107], ο Ερρίκος βρισκόταν στην Οξφόρδη τον Δεκέμβριο του 1163 και ξανά τους τρεις τελευταίους μήνες του 1165. Τοποθετεί το περιστατικό τα Χριστούγεννα αυτού του έτους. Το επισκοπικό δικαστήριο τους βρήκε ένοχους για αίρεση και παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για να πεισθούν να μετανοήσουν, αυτοί αρνήθηκαν πεισματικά. Μόνο μια φτωχή γυναίκα, η μοναδική προσήλυτη στην αίρεση μετανόησε και ζήτησε συγχώρεση. Παραδόθηκαν, λοιπόν, στον Ερρίκο για την απόφαση της ποινής. Αυτός διέταξε να μεταφερθούν έξω από την πόλη, να τους αφαιρεθούν τα ρούχα και να αφεθούν στην τύχη τους. Μάλιστα, απείλησε με την ίδια καταδίκη, όσους θα τους παρείχαν καταφύγιο ή οποιασδήποτε μορφής άνεση[108]. Η εκτέλεση αυτής της απόφασης σε καιρό χειμώνα ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη. Κατά τον William με αυτόν τον τρόπο ο Ερρίκος αποσόβησε τον κίνδυνο της αίρεσης και απέτρεψε κάθε επόμενη απόπειρα.
Η πρώτη ερώτηση που εγείρεται από το περιστατικό είναι τι γύρευαν αυτοί οι άνθρωποι στην Αγγλία. Ναι μεν αναφέρεται η Οξφόρδη, αλλά εκεί μπορεί να ήταν ο τόπος εκδίκασης της υπόθεσής τους και όχι ο τόπος διαμονής τους. Έχει αποκλειστεί η ιδιότητα των εμπόρων για πολλούς λόγους, δύο εκ των οποίων είναι, πρώτον ήταν αγράμματοι και δεύτερον ήταν μικτή ομάδα, άνδρες και γυναίκες. Παρότι δεν δίνονται πολλά στοιχεία από τις πηγές, η πιο βάσιμη υπόθεση είναι ότι επρόκειτο για πρόσφυγες διωγμένους από την ηπειρωτική Ευρώπη, λόγω κάποιου διωγμού της αίρεσής τους. Πράγματι, το 1163, την πιθανότερη χρονιά μετάβασής τους στη νήσο, διωγμός Καθαρών είχε συμβεί στην Κολονία.
Ο Ralph de Diceto, αρχιδιάκονος στον καθεδρικό του απ. Παύλου στο Middlesex, αναφέρει απλώς ότι εξορίστηκαν από το βασίλειο. Ο William δίνει διαφορετικό τέλος στην ιστορία και η δική του εκδοχή επιβεβαιώνεται από την Ασσίζη του Κλάρεντον με χρονολογία έκδοσης το 1166. Σύμφωνα με αυτή την διαταγή, όποιος δέχονταν αιρετικό και του παρείχε καταφύγιο ήταν ένοχος και το σπίτι του θα πυρπολούνταν ως μολυσμένο. Για να ξεχωρίσουν τους αιρετικούς τούς μάρκαραν στο μέτωπο.
Η απόφαση του Ερρίκου είχε μερική επιτυχία. Οι Καθαροί άργησαν να εμφανιστούν ξανά στην Αγγλία. Αναφέρεται καύση αιρετικών το 1191 στην Υόρκη[109], επί αρχιεπισκόπου Γοδεφρείδου (1191-1212). Επίσης, άλλος αιρετικός κάηκε στο Λονδίνο το 1210 ή 1211[110]. Πέρα από αυτά τα περιστατικά δεν υπάρχει κάτι άλλο για την χώρα αυτή. Ας σημειωθεί ότι η Ιερά Εξέταση δεν είχε αρμοδιότητα στην Αγγλία γι’ αυτό και δεν έδρασαν εκεί ιεροεξεταστές.
[1] Η ανασύνθεση της ιστορικής εικόνας της εμφάνισης των Καθαρών ξεκαθάρισε με την έκδοση κειμένων των πηγών από τον Antoine Dondaine. Το 1939 εξέδωσε το κείμενο του Liber de duobus principiis, θεωρητικό εγχειρίδιο της απόλυτης δυαρχίας, γραμμένο από τον Jean de Lugio, Καθαρό επίσκοπο Desenzano. Στον ίδιο τόμο εξέδωσε τρία ακόμη κείμενα σχετικά με την ιστορία των Καθαρών. Το De catharis et pauperibus lugduno, του Rainier Sacconi, το Fragmentum ritualis, και μια εκδοχή του Consolamentum. To 1949 και 1950 εξέδωσε δύο σημαντικά κείμενα για την ιστορία της αίρεσης στην Λομβαρδία, το ανώνυμο De heresi catharorum, στο La Hiérarchie cathare en Italie I: Le “De Heresi catharorum in Lombardia”, Archivum Fratrum Praedicatorum 19 (1949), 280-312, και το έργο του Άνσελμου Αλεξανδρείας, Tractatus de hereticis, στο La Hiérarchie cathare en Italie II: Le “Tractatus de hereticis” d’ Anselm d’ Alexandrie, Archivum Fratrum Praedicatorum 20 (1950), 234-277. Ακολούθησε η έκδοση ενός επίσης σημαντικού κειμένου, του Liber contra Manicheos, του Durand de Huesca, από την Christine Thouzellier, στα Un Traité cathare inédit du début du XIIIe siècle d’ après le “Liber contra Manicheos” de Durand de Huesca, Luvain 1961, και Une Somme anti-cathare: Le “Liber contra Manicheos” de Durand de Huesca, in Spicilegium Sacrum Lovaniense, Luvain 1964.
[2] Οι κυρίαρχες τάσεις στην ερμηνεία της εμφάνισης των Καθαρών είναι:
α) Η άποψη ότι αυτοί αποτελούν συνέχεια του Μανιχαϊσμού, ο οποίος επιβίωσε στην Ανατολή και μέσω των Βογομίλων επανεμφανίστηκε στην Δύση. Κύριως εκπρόσωπος αυτής της άποψης είναι ο Steven Runciman, The Medieval Manichee, Cambridge University Press 1947. Πριν τον Runciman την υποστήριξαν οι Henry CharLes Lea, History of the Inquisition in the Middle Ages, 2 vols New York 1887 & 1888, και Paul Alphandéry, Le Gnosticisme dans le sects médiévales latines, in Revue d’ histoire et de philosophie religieuses 7 (1927), 395-411. Την σύνδεση Μανιχαϊσμού Καθαρών αρνήθηκε πρώτος ο Charles Schmidt, Histoire et doctrine de la Secte des Cathares ou Albigeois, Paris 1849, t.1 iv-v.
β) Η άποψη των αποδομητών είναι ότι η σχέση βογομιλισμού-Καθαρών είναι αδιαμφισβήτητη από το 1140 μ.Χ. και μετά και οι Καθαροί προέκυψαν από την όσμωση των υπαρχουσών μεταρρυθμιστικών ομάδων με την δυαρχία των Βογομίλων. Οπαδοί αυτής της θεωρίας, με την δική του προσφορά ο καθένας είναι οι:
- Arno Borst, Die Katharer, in Schrieften der Monumenta Germaniae Historica 12, Stuttgard 1953.
- Raoul Manselli, Amicizi spirituali ed azione pastorale nella Germania del secolo XII: Idelgarde von Bingen, Elisabetta ed Ecberto di Schönau contro l’ eresia catara, in Studi di onore di Alberto Pincherle, Studi e materiali di storia delle religioni 38 (Rome 1967) 302-312.
- J. B. Russell, Dissent and Reform in the Early Middle Ages, University of California Press 1965, 220.
- R. I. Moore, The Origins of Medieval Heresy, in History 65 (1970), 223.
[3] Ad Sancti Bernardi epistolas no 432, PL 182.676-680, και σε μετάφραση βλ. σχ. κεφ. 6.2.15.
[4] Caesarii Heisterbacensis, Dialogus Miraculorum c.XIX De haereticis Coloniae combustis: “Circa illa tempora sub Archiepiscopo Reynaldo Coloniae plures haeretici sunt comprehensi, qui a literaris viris examinati et victim, per iudicium sacculare damnati sunt. Data vero sentential, cum ducendi essent ad ignem, tunus illorum Arnoldus nomine, quem ceteri magistrum suum fatebantur, sicut narraverunt qui interfuerunt, panem et pelvim cum aqua sibi dari petivit. Quibusdam volentibus ut hoc fieret, viri prudentes dissuaserunt dicentes: Aliquid hinc fiery posset opera diabolico, quod infirmis esset in scandalum et in ruinam”, ed. Josephus Strange, Coloniae 1851, t.1 p. 298.
[5] Anno 1143: “Hic accusatio Colonie in ecclesia beati Petri presente Arnoldo archiepiscopo contra hereticos facta est; pluresque capti et vinculati, iudicio aquae se expurgaverunt, ceteri autem reatu suo confuse, fugam inierunt. Apud Veronam president Ottone comite igne consumpti sunt tres, malentes mori quam cedere sacrosanct catholice fidei”, MGH SS 16.727.
[6] Anno 1163: “Hoc etiam anno quidam heretici de secta Catarorum de Flandriae partibus Coloniam venientes ibi deprehensi sunt, et extra urbem igne concremati sunt Nonis Augusti quatuor mares et iuvencula, quae se igni invite etiam populo iniecit”, MGH Scriptores rerum Germanicarum t.18 s.114.
[7] PL 195,11-102. Έχουν εκδοθεί από τον Robert Harrison, Eckbert of Schönau ‘s Sermones contra Kataros, Ohio State University 1990.
[8] Για την ίδρυση του εν λόγω αβαείου, F. W. E. Roth, Die Visionen der Heilige Elisabeth und die Schriften der Abte Ekbert und Emecho von Schönau, Brunn 1884, vii-xxi˙ Magnus Backes, Bau- und Kunstgeschichte von Kloster Schönau, in Schönauer Elisabeth-Jubiläum: Festschrift anlässlich des achtundertjähringen Todestages der Elisabeth von Schönau, Schönau Prämonstratenser-Schorherrenstift 1965, 101-133.
[9] Πρόκειται για τους συνήθεις αποδομητές, Herbert Grundmann, Religose Bewegungen im Mittelalter, Berlin 1935 (ανατυπ. Vaduz 1965), 24˙ Arno Borst, Die Katharer…, 209, 251-252˙ Raoul Manselli, Eckberto di Schönau e l’ eresia catara in Germania all meta del secolo XII’, in Arte e storia: studi in onore di Leonello Vincenti, Torino 1965, 332-333. R. I. Moore Origins of European Dissent, New York 1975, 176-179.
[10] Μεταξύ των ιστορικών που υποστηρίζουν αυτή την άποψη είναι ο J. B. Russell, (Dissent and Reform,p.220), ο οποίος θεωρεί τον Eckbert ως την πιο αξιόπιστη πρώιμη πηγή.
[11] Adémar de Chabannes, Chronicon III.49: “Paulo post exorti sunt per Aquitaniam Manichei, seducentes plebam”, Βλ. σχετ. κεφ. 6.2.7.
[12] Herigeri et Anselmi gesta episcoporum Leodiensium 2.62-64: “Aiebat enim in quadam parte diocesis suae quosdam rusticos esse, qui perversum Manicheorum dochma sectantes”, Βλ. σχετ. κεφ. 6.2.10.
[13] Guibert de Nogent, De vita sua: “Si relegas haereses ab Augustino digestas, nulli magis quam manicheorum reperies convenire”, Βλ. σχ. κεφ. 6.2.13.
[14] Ed. Albert Lecoy de la Marche, Anecdotes historiques, legends et apologues, tirées du recueil inédit d’ Étienne de Bourbon, Dominicain du XIIIe siècle, Paris 1878, 300.
[15] Πολλή σημαντική για την κατανόηση αυτής της διαφοράς είναι η εργασία του Robert Harrison, Eckbert of Schönau and Catharism: A Reevaluation, in Comitatus, A Journal of Medieval and Renaissance Studies 22.1 (1961).
[16] De origine 1.17: “Sciendum vero et non celandum ab auribus vulgi quoniam indubitanter secta eorum de quibus agimus originem accept a Manicheo heresiarcha, cuius doctrina maledicta erat et tota venenosa et radicata est in populo isto perverso”, PL 195.16D.
[17] De haeresibus 46.10: “Quorum unus nomine Viator eos qui ista faciunt proprie Catharistas vocari dicens, cum alias eiusdem manichaeae sectae partes in Mattarios et specialiter Manichaeos distribui perhiberet, omnes tamen has tres formas ab uno auctore propagatas, et omnes generaliter Manichaeos esse negare non potuit”. PL 42.36. Επίσης έκδοση & αγγλική μετάφραση Liguori Müller , The De haeresibus of Saint Augustine, The Catholic University of America, Patristic Studies 90 (Washington 1956), p. 90.
[18] Sermones 1.23: “Quorum doctrinam et vitam indubinanter sectantur isti, de quibus nunc sermon nobis est”, PL 195.18B.
[19] PL 32.1309-1378.
[20] PL 42.137-206 & ed. J. Zycha, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 25 (Vienna 1891), 195-234. Αγγλική μετάφραση Philip Scaff, NPNF series I vol. 4 pp. 129-150.
[21] Sermones 1.24: “ut qui legerint possint quasi a fundamento totam hanc heresim plenius agnoscere et intelligent quoniam hec heresies omnium heresum sentina est”, PL 195.18C.
[22] Sermones 1.5: “ad confirmandos vacillantes animos seductibilium hominum qui, dolosis sermonibus illorum decepti, ambulare eos secundum veritatem existimant”, PL 195.13-14.
[23] Sermones 1.17-18: “Multa tamen permixta habent doctrine magistri sui que inter hereses illius non inveniuntur, Divisi sunt etiam contra semetipsos quia nonnulla que ab aliquibus eorum dicuntur ab aliis negantur”, PL 195.16D.
[24] Sermones 1.24: “Produnt autem semetipsos quod sint de errore Manichei in eo quod dicere solent quod beatus Augustinus prodiderit secreta eorum”, PL 195.18C.
[25] Sermones 2.29: “donec diu eos probaveritis, ita ut sperare possitis de eis quod non prodant uos”, PL 195.19D.
[26] Sermones 9.161: “Locantur luminaria copiose in parietibus cunctis, statur per ordinem in circuitu cum reverencia magna quoniam sancta res agitur que tamen magis complaceat diabolo quam deo. Statuitur in medio infelix ille qui baptizantus, siue katharizandus est, et assistit ei archicatharus, tenens in manu libellum deputantum ad hoc officium. Dicitur autem hic baptismus fiery in igne propter ignem luminum que in circuitu ardent”, PL 195.51D.
[27] Sermones 13.337: “Nam qui bene vos noscunt salvatoris humanitatem negare vos dicunt… Non est autem incredibile mihi insane magistri insanos esse discipulos. Nam princeps erroris vestry, Manes, salvatorem nostrum ita in humanitate arrarvisse docebat ut videretur quidem esse homo et non esset vere homo et quod nec passus nec vere mortuus nec vere a morte suscitatus”, PL 195.94C-D.
[28] Sermones 1.1: “Hos nostra Germania, Catharos; Flandria, Piphles; Gallia, Texernat, ab usu texendi apellat”, PL 195.13C.
[29] Ed. A. Patschovsky-K.V.Selge, Auszugre aus dem Sammelwerk des Passauer Anonymus, in Quellen zur Geschichte der Waldenser, Göttingen 1973, ss. 70-103.
[30] A. Patschovsky, Zur Ketzerverfolgung Konrads von Marburg, Deutsches Archiv für die Erforschung des Mittelalters, 37(1931), 641-93.
[31] Vita sancti Galdini, Acta Sanctorum, April 18, II 591.
[32] Στην Patrologia Latina του Migne τιτλοφορείται Vita haereticorum (PL 204.775-777). Έχει απασχολήσει τους:
- Ilarino da Milano, La Manifestatio heresies catarorum, Aevum 12 (1938), 281-333.
- Raoul Manselli, Per la storia dell’ eresia, in Bullettino dell’ Instituto storico italiano per il medio evo e Archivio Muratoriano 67 (1955), 189-211.
Ο Raoul Manselli εξετάζει ένα χειρόγραφο, το lat. 14927 της Bibliothèque Nationale του Παρισιού, στο οποίο υπάρχει διαφορετική εκδοχή του κειμένου, από αυτή της Patrologia Latina. Θεωρεί ότι είναι προγενέστερη. Διαφορετική εκδοχή υπάρχει και σε έναν Βατικάνειο Κώδικα τον MS Ottob. lat. 136.
[33] PL 204.775.
[34] Nicolas Vigner, Recueil de l’ histoire de l’ église, Paris 1601, 268.
[35] Antoine Dondaine, La Hiérarchie cathare en Italie, I: Le ‘De heresy catharorum in Lombardia’, in Archivum Fratrum Praedicatorum 19 (1949), 306-12.
[36] Τα σχετικά στοιχεία της παραγράφου στο W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, p. 160.
[37] Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 308: “Post longum tempus quidam notarium de Francia venit in Lombardiam, scilicet in comitatu Mediolanensi, in partibus de Concorezio; et invenit ibi unum qui dicebatur Marchus, qui erat de loco ibi proper qui dicitur Cologina, et seduxit eum”. Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, p. 169.
[38] Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 309.
[39] Τα σχετικά μ’ αυτόν στο 5.3.3β των Βογομίλων.
[40] Αν και η Drugunthia αναγνωρίζεται ως Δραγοβίτσα στην Θράκη, ο Νικήτας ξεκίνησε την αποστολή του από την Κωνσταντινούπολη σταλμένος από την εκεί βογομιλική κοινότητα.
[41] Το προσωνύμιο Εβραίος δεν σημαίνει αναγκαστικά την καταγωγή του. Θα μπορούσε να είναι είτε προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό και από κει στον Καθαρισμό, ή μπορεί να άνηκε παλαιότερα στην αίρεση των Πασσαγιανών. Αυτοί έδρασαν την ίδια εποχή και στην ίδια περιοχή. Χαρακτηριστική ήταν η εμμονή τους στην Παλαιά Διαθήκη και κυρίως η τήρηση της περιτομής.
[42] Το όνομά του αναφέρεται από τον Salvo Burci (Ilarino de Milano, I ‘Liber supra Stella’ del piacentino Salvo Burci contra I Catari e alter correnti ereticali, Aevum 19 {1945}, 323) το 1235. Επίσης στην πραγματεία που αποδίδεται στον Πέτρο Μάρτυρα. Εκεί ονομάζεται επίσκοπος που έχασε την Εκκλησία του (ed. Käpeli, Un Somme contre les hérétiques, Archivum Fratrum Praedicatorum 17 {1947}, 306). Οι οπαδοί του ονομάστηκαν Garatenses, ακολουθούσαν την μετριοπαθή δυαρχία και αποτέλεσαν στόχο του έργου Η Βίβλος των δύο Αρχών (κεφ. 6.2.16δ και παρακάτω).
[43] Αναφέρεται επίσης στην πραγματεία που αποδίδεται στον Πέτρο Μάρτυρα ως ένας από τους επισκόπους που έχασαν την εκκλησία τους. Βλ. προηγούμενη σημείωση.
[44] Το όνομα συναντάται σε αρκετές πηγές. Έχει αναγνωριστεί από τον Antoine Dondaine ως το Desenzano sul Lago, στην επαρχία της Brescia (La Hiérarchie cathare, II-III, Archivum Fratrum Praedicatorum 20 {1950}, 281). Η οπαδοί αυτής της ομάδας αναφέρονται στις ύστερες πηγές ως “Albanenses”. Το όνομα το πήραν είτε από επίσκοπο, κατά την πρόταση του Antoine Dondaine (ο.π. 284, 286), είτε από τοποθεσία, πιθανόν το Albano S. Alessnadro που βρίσκεται σε απόσταση έξι μιλίων από την Brescia, κατά την πρόταση του Ilarino da Milano (Il ‘Liber supra Stella, Aevum 16 {1942}, 310).
[45] Αυτός στις πηγές αναφέρεται ως Νικόλας της Vicenza ή Νικόλας του March της Τεργέστης. Η ύπαρξη της συγκεκριμένης εκκλησίας επιβεβαιώνεται από την Summa του Rainierus Sacconi §§ 14,15,27.
[46] Κατά τον Antoine Dondaine, La Hiérarchie cathare II-III, 290 n. 1. O Arno Borst διαφωνεί (Die Catharer, p.112 n.11).
[47] Ο χωρισμός των παραγράφων έγινε από τον εκδότη του κειμένου Antoine Dondaine.
[48] Χωριό στα νοτιοδυτικά του Μιλάνου σε απόσταση περίπου δώδεκα μιλίων. Από κει πήρε το όνομά της η σέκτα των Concorezzenses.
[49] Ο Ναζάριος αναφέρεται και στην Summa του Rainierus Sacconi §25. Αυτός εισήγαγε την χρήση του απόκρυφου Ο Μυστικός Δείπνος στην Δύση, κείμενο που χρησιμοποιούνταν από τους Βογομίλους. Κατά τον Άνσελμο Αλεξανδρείας ήταν επίσκοπος για σαράντα χρόνια. Στην §3 της πραγματείας του αναλύει τις διαφορές του Ναζάριου με τους άλλους Καθαρούς.
[50] Πρόκειται για το σημερινό Bagnolo San Vito κοντά στην Μάντουα. Από αυτό πήραν το όνομά τους οι Bagnolenses.
[51] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, p. 167.
[52] La Hiérarchie cathare, II-III, Archivum Fratrum Praedicatorum 20 {1950}, 259-262.
[53] Antoine Dondaine, ο.π. 263-265 για τις διαφορές και τις ομοιότητες των δύο πηγών.
[54] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 168.
[55] Arno Bost, Die Katharer, s.90˙ Christine Thouzellier, Hérésie et croisade, Revue d’ histoire ecclésiastique 49 (1954), 859-862.
[56] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 168.
[57] Σημερινό Cologno-Monzeze, περίπου 4 μίλια απόσταση από το Μιλάνο στο δρόμο για την Monza.
[58] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 169.
[59] Η πρώτη εκστρατεία ξεκίνησε το 1154 και η τέταρτη τελείωσε το 1174.
[60] Lettres de Jaques de Vitry, ed. R. C. B. Huygens, Leiden 1960, p.72.
[61] C. Violante, Hérésies urbaines et heresies rurales en Italie du XIe au XIIIe siècle, in Hérésies et societies dans l’ Europe pré-industrielle, XIe-XVIII siècles, ed. Jacques Le Goff, Cilisations et Sociétés 10 (Paris 1968), pp. 171-197.
[62] Malcolm Lambert, The Cathars, Blackwell Publishing 1998, p. 85.
[63] G. C. Merlo, Un contributo sulla storia ereticale a Vicenza nel duecento, in Ricerche di storia sociale e religiosa 39 (1991), 208-9.
[64] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 169.
[65] Το όνομα δεν εμφανίζεται κάπου αλλού.
[66] Αυτός κατά τον Άνσελμο έμπλεξε με δυο γυναίκες, παράτησε την θέση του και ακολούθησε κοσμικό βίο. Δίδασκε ότι ο άνθρωπος δεν αμαρτάνει από την μέση και κάτω. Την πεποίθηση αυτή είχαν και κάποιοι αιρετικοί που κάηκαν στην Αλσατία το 1212. Ο ψευδο-Ραινιέρος την καταγράφη στις διδασκαλίες αυτών που ονομάζονταν “Runcarii”, σέκτα μέσα στον κίνημα των Βάλδιων. Από τον Άγιο Αυγουστίνο αποδίδεται σε ομάδα αρχαίων αιρετικών με το όνομα Paterniani ή Venustiani (De Haeresibus §85). Σύμφωνα μ’ αυτούς τα κατώτερα μέλη του σώματος ήταν δημιούργημα του διαβόλου. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η δυαρχία δεν ήταν η μόνη αρχαία αιρετική δοξασία, η οποία αναβίωσε τον Μεσαίωνα.
[67] Πρόκειται για τον Ιωάννη de Lugio, τον συγγραφέα της Βίβλου των δύο αρχών.
[68] Στα κατάστιχα της Ιεράς Εξέτασης είναι γραμμένος ως Bonaventura della Torre.
[69] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 361-2.
[70] Η καριέρα του Πέτρου αναλύεται από τον Antoine Dondaine, Saint Pierre Martyr, Archivum Fratrum Praedicatorum 23 (1953), 66-162. Σύντομη βιογραφία Attwater-Thurston (eds), Butler ‘s Lives of the Saints, II pp.186-7.
[71] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 329-30.
[72] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 330.
[73] Δεν εννοεί την ανατολική αυτοκρατορία, αλλά την περιοχή μεταξύ Απέννινων, Ανδριατικής και των ποταμών Reno και Sillaro. Προέρχεται από το λατινικό Romandiola, δηλ Μικρή Ρωμανία, όνομα με το οποίο καλούσαν την περιφέρεια του εξαρχάτου της Ραβέννας, όπου ο πληθυσμός ήταν ρωμαίικος, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Λομβαρδία, που ο πληθυσμός ήταν βαρβαρικός (Λογγοβάρδοι).
[74] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 337.
[75] Βλ. σχετ. την εισαγωγή του B. Hamilton στο Hough Eteriano, Contra Patarenos, Leiden 2004, p. 97-98.
[76] Salvo Burci, Suprastella I: “Contra Catharos qui appellanturAlbanenses et Concorricii, qui inter se valde discrepant, videlicet quia unus alterum ad mortem condempnat, dicentes Albanenses adversus Concoricios se esse ecclesiam Dei et dicentes illos fuisse ex ipsis, et a nobis secessi sunt, et converse Concoritii vero dicunt illum idem”, ed. C. Bruschi, p.5. Αγγλική μετάφραση.
[77] Döllinger, Beiträge zur Sektengeshichte, II, 52-84. W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 270.
[78] Ilarina da Milano, Il ‘Liber supra Stella’ del piacentino Salvo Burci contra I Catari e alter correnti ereticali, Aevum 16(19420), 272-319.
[79] C. Bruschi, Liber suprastella, Instituto storico per il medio evo, Fonti per la storia d’ Italia medieval, Antiquitates 15 (Rome 2002).
[80] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 270.
[81] “Omnes ecclesie Catharorum recipient se ad invicem, licet habeant diversas et contrarias opinions, preter Albanenses et Concorrenses, qui se dampnant ad invicem”, το λατινικό κείμενο από την έκδοση του Sanjek, p. 59.
[82] “Postea Francigene, qui iverant Constaninopolim, redierunt ad propria et predicaverunt, et multiplicati constituerunt episcopum Francie. Et quia Francigene seducti fuerunt primo in Constantinopoli a Bulgaris, vcant per totam Franciam hereticos Bulgaros”, λατ. κείμενο ed. Dondaine, Tractatus, Archivum Fratrum Praedicatorum 20, p.308. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 168.
[83] Sermones 9.161: “ Statuitur in medio infelix ille qui baptizantus, siue katharizandus est, et assistit ei archicatharus, tenens in manu libellum deputantum ad hoc officium”, PL 195.51D.
[84] Αγγλική μετάφραση Edward Peters, Heresy and Authority, p. 121. Για τις εκδόσεις του κειμένου βλ. σχετ. κεφ. 5.3.3δ και επόμενο.
[85] Βλ. σχετ. στο 6.2.13.
[86] Κείμενο Epistola ecclesiae Leodiensis ad Lucium papam secundum, ed. E. Martene- U. Durand, Veterum Scriptorum et monumentorum, historicorum, dogmaticorum, moralium, amplissima collection, 9 vols. Paris 1724- 1733, vol. 1 cols. 776-8. Αγγλική μετάφραση, B. Hamilton, Hough Eteriano…, p. 69 & W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 140-141.
[87] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 140.
[88] Les Cathares de 1048-1054 à Liège, in Bulletin de la Sociéte d’ art et d’ histoire du diocese de Liège 42 (1961), 1-8.
[89] Revue d’ histoire ecclesiastique 58 (1963), 979-980.
[90] MGH SS 16,685 & MGH SS 24,37: “In consilio Leodiensi heretici deprehensi sunt, quorum unus vivus est combustus”.
[91] MGH SS 16,711: Anno dominicae incarnationis 1135. deprehensi sunt heretici Leodii, sub specie religionis catholicae et habitu spiritualis vitae, qui legitimum negabant conubium, et communia debere astruebant esse consortia feminarum, et baptism contradicebant parvulorum, et affirmabant orations vivorum nichil animabus conferre defunctorum. Qui errorem cum non possent negare, voluit eos populous lapidare, unde tanto percussi timore elapse sunt sub nocturna caligine; sed in vinculis tribus eorum detentis, unus combustus est igne, reliqui duo reddiderunt se ecclesiae cum fidei prophessione”.
[92] Mansi XXI. 843.
[93] Albrici monachi Triumfontium, Chronicon, MGH SS 23.944: “In anno isto ebdomada ante pentecosten 6. feria factum est maximum holocaustum et placabile Domino in conbustione Bulgarum, siquidem 183 Bulgri conbusti sunt in presentia regis Navarre et baronum Campanie apud Mont Wimer, qui ab antique Mons Wedomari dicitur, ubi affuerunt Remensis archiepiscopus Henricus, …[αναφέρονται τα ονόματα των επισκόπων που έλαβαν μέρος στο επισκοπικό δικαστήριο].
[94] B. Delmaire, Un sermon arrageois inédit sur les ‘Bougres’ du nord de la France, Heresis 17 (1991). pp. 1-15 (εισαγωγή), 11-15 (κείμενο).
[95] É. Chenon, L’ Hérésie à la Charité-sur-Loire et les débuts de l’ Inquisition monastique dans la France du nord au XIIIe siècle, Paris 1917, 7-12. Χρήσιμα στην μελέτη των Καθαρών της Φραγκίας είναι και τα εξής:
- C. H. Huskins, Robert le Bougre and the Beginnings of the Inquisition in northern France, in του ιδίου, Studies in medieval culture, Oxford 1929, pp. 193-244.
- J. Frederichs, Robert le Bougre. Premier Inquisiter Général en France, Université de Gand : Recueil de travaux publiés par la faculté de philosophie et lettres, no.6 (Gent 1892).
- M. Grisart, Les Cathares dans le nord de la France, in Revue du Nord 49(1967).
- Του ιδιου, Le Catharisme dans le Nord de la France, in Cahiers d’études cathares, Année 10 (= série 2, no.3-4) (Arques, Aude 1959 automne) pp.24-40.
- Yves Dossat, L’ hérésie en Champagne aux XIIe et XIIIe siècles, in Memoires de la société d’ agriculture, commerce, sciences et arts du department de la Marne 84 (1969), 68-70.
[96] Christine Thouzellier, Catharisme…, p. 150.
[97] Les Registres de Gregoire IX. Recueil des bulles de ce pape publiées ou analyses d’ après le manuscrits originaux du Vatican, ed. L. Auvray, 4 vols , Paris 1896-1955, no 1253.
[98] Albrici monachi Triumfontium, Chronicon, MGH SS 23.945: “Invenit etiam frater Robertus et secundum hoc publica currit opinion, quod ille Fortunatus Manicheus pessimus, quem beatus Augustinus de Africa expulit, venit eodem tempore ad partes illas Campanie et invenit Widomarum principem Latronum in eodem monte cum suis latitantem, hunc ad suam sectam cum sociic convertit;”.
[99] Malcolm Lambert, The Cathars, p. 89.
[100] B. Hamilton, Hough Eteriano…, p. 70.
[101] Jean Duvernoy, La religion des Cathares, ιδιωτική έκδοση, Τουλούζη 1976, p. 256: “Il est inutile de mentioner les sources attestant l’ assimilation qui s’ est produite dans la langue de la France du nord au XIIIe siècle, entre ‘bougre’ (Blgare=Cathare), ‘bougrerie’ (hérésie), et sodomie et bestialité”.
[102] Willelmi Parvi canonici de Novoburgo, Historia rerum anglicarum Ι.13, ed. Richard Howlett στην σειρά Chronicles of the Reigns of Stephen, Henry II, and Richard I, (4 vols) London 1884, vol.1 pp. 131-134. Αγγλική μετάφραση αποσπάσματος W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, pp. 245-7.
[103] Εκτός από την ιστορία του William άλλη κύρια πηγή είναι:
- Radulfi de Diceto decani Lundoniensis, Ymagines Historiarum, στην σειρά Opera Omnia, Rerum Britannicarum Medii Aevi Scriptores 68 (Roll Series, 1876), vol. 1 p. 318.
Δευτερεύουσες πηγές:
-Radulphi de Coggeshall, Chronicon Anglicarum, ed. J. Stevenson, Rolls Series 66 (1875), 122.
- Annales Theokesberia, ed. H. R. Luard, στην σειρά Annales Monastici, Rolls Series 36 (5 vols, 1864-1869), vol.1 p.49.
- Mattaei Parisiensis, monachi Sancti Albani, Historia Anglorum, sive, ut vulgo dicitur, Historia Minor, ed. F. Madden, Rolls Series 44 (3 vols., 1866-1869), vol. 1 p. 340.
- Petrus Blesensis, Epistola 113, Ad Godefridum, PL 207.340-341.
[104] Για την ύπαρξη Καθαρών στην Ρηνανία και συγκεκριμένα στην Κολονία την ίδια εποχή μιλήσαμε παραπάνω. Για την ύπαρξη σέκτας στην Φλάνδρα βλ. την Επιστολή του πάπα Αλέξανδρου του Γ’ στον βασιλιά της Φραγκίας Λουδοβίκο Ζ’ (1137-1180), PL 200,193. Η επιστολή χρονολογείται στις 11 Ιανουαρίου του 1163.
[105] Willelmi Parvi canonici de Novoburgo, Historia rerum anglicarum, ed. Richard Howlett, vol. 1 p. 132.
[106] Annales monastici, ed. H. R. Luard, I 49.
[107] R. W. Eyotn, Court, Household and Itinerary of Henry II, London 1878, p. 82, 88. O Arno Borst, Die Katharer, s. 94, χρονολογεί στο 1162. Ο J. B. Russell, Dissent and Reform, p. 309 n. 79, χρονολογεί στο 1165/66.
[108] Η απόφαση αυτή βρίσκεται στο 21ο άρθρο της ασσίζης του Clarendon, ed. William Stubbs, Select Chartres, Oxford 91913, p.173.
[109] Hermann Theloe, Die Ketzerverfolgungen im 1.1 und 12. Jahrhundert, Berlin/Leipzig 1913, s. 136.
[110] De antiquis legibus liber, ed. Thomas Stapleton, London 1846, p. 3: “Mo CCo XI. Hoc anno concrematus est quidam Ambigensis apud Londonias”. Η μεταγραφή του “Ambigensis” θεωρείται λανθασμένη. Πρέπει να ήταν “Albigensis”.