Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Πηγή: Ακτίνες
Εἶναι μεγάλη εὐλογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ποὺ ἡ ἐποχή μας ἀξιώθηκε νὰ ἀναδείξει μεγάλους Ἁγίους, ὅπως ὁ Ἅγιος Παΐσιος καὶ ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Ἰδιαίτερα ὁ Ἅγιος Παΐσιος θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς ὁ κατεξοχὴν Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ἀφοῦ αὐτὸς ὅσο κανείς ἄλλος «ἔπιασε» τὸν σφυγμὸ τῆς ἐποχῆς μας καὶ βοήθησε οὐσιαστικὰ τοὺς ἀνθρώπους συνδέοντάς τους μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Στάθηκε ὁ προφήτης τοῦ Γένους στὸν 20ὸ αἰώνα, ὅπως ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς στὸν 18ο. Στάθηκε ὁ ἐμψυχωτὴς καὶ παρηγορητής, ὁ ἀπλανὴς διδάσκαλος καὶ συγχρόνως παγκόσμιος Ἅγιος, ἀφοῦ κάθε Ἅγιος ἀνήκει στὴν οἰκουμενικὴ Ὀρθοδοξία, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ τάφος του στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Σουρωτῆς ἔχει γίνει πανορθόδοξο προσκύνημα.
Οἱ γραμμὲς ποὺ χαράσσονται ἀποτελοῦν, τρόπον τινά, ἕνα ἐλάχιστο ἀντίδωρο στὴν ἁγιασμένη μορφὴ τοῦ Γέροντα, ἀφοῦ μὲ τὶς δικές του εὐχὲς καὶ τὴν
εὐλογία –ὅπως φυσικὰ καὶ μὲ τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου– δημιουργήθηκε τὸ μοναστήρι μας τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου στὸ Βατοπαίδι Ὁρμυλίας στὴ Σιθωνία Χαλκιδικῆς.
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος συνέχισε τὴν παράδοση, ποὺ θέλει τοὺς μοναχοὺς στὴν πρώτη γραμμὴ τῶν ἀγώνων γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς πίστεως. Ὁ καθηγητὴς τῆς ἐρήμου Μέγας Ἀντώνιος ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος διδάξας καὶ πράξας σ’ αὐτὸ τὸ θέμα, ὅταν ἄφησε τὸ ἐρημητήριό του καὶ κατέβηκε στὴν τότε μεγαλούπολη Ἀλεξάνδρεια, τεθεὶς μαζὶ μὲ τὸν μαθητή του Μέγα Ἀθανάσιο Ἀλεξανδρείας ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀγῶνος τῶν Ὀρθοδόξων ἐναντίον τῆς φοβερᾶς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου1.
Πράγματι, οἱ Ἅγιοι γνωρίζοντες ἐμπειρικά, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν καταστροφή, ποὺ προξενεῖ στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀμετανόητη ἐμμονὴ στὴν αἵρεση, ἀγωνίσθηκαν μέχρι καὶ αἵματος γιὰ νὰ διατηρηθεῖ ἀνοικτὴ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἡ ὁδὸς τῆς ἀληθοῦς θεογνωσίας καὶ θεοκοινωνίας, τὴν ὁποία ναρκοθετεῖ ἡ αἵρεση.
Οἱ Ἅγιοι δὲν ἔκαναν, τρόπον τινά, ξεχωριστὴ «ἀντιαιρετικὴ ἐργασία». Αὐτὴ προέκυψε ἀβίαστα ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ξεκάθαρης δογματικῆς συνειδήσεως ποὺ εἶχαν γιὰ τὴν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς κιβωτοῦ τῆς σωτηρίας.
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος, συγκεκριμένα, βοήθησε ἀθόρυβα ἀμέτρητους ἀνθρώπους νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὶς ποικιλώνυμες πλάνες, νέες καὶ παλαιές. Καὶ ὄχι μόνον τοὺς βοήθησε νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν πλάνη, ἀλλὰ τοὺς βοήθησε νὰ συνδεθοῦν ὀργανικὰ καὶ συνειδητὰ μὲ τὸ πνευματικὸν ἰατρεῖον τῆς Ἐκκλησίας.
Πλῆθος ἀνθρώπων ἐλευθέρωσε ἀπὸ μάγια καὶ λοιπὲς δαιμονικὲς ἐπήρειες. Ὅλοι αὐτοὶ δοξάζουν τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὸν γνήσιο θεράποντά του Ἅγιο Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη.
Τὸ φρόνημα τοῦ Ἁγίου μας ἦταν γνήσια Ὀρθόδοξο καὶ ἐκκλησιοκεντρικό. Ὅλη ἡ φροντίδα του ἦταν νὰ συνδέσει τοὺς κουρασμένους καὶ ταλαιπωρημένους ἀπὸ τὰ πάθη, τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς πλάνες ἀνθρώπους μὲ τὸν Σωτήρα Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του· ὄχι μὲ τὸν ἑαυτό του.
Ὁ τρόπος του ἦταν, ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικά, ὅλα νὰ γίνονται «μὲ πόνο καὶ ἀγάπη», πρὸς οἰκοδομὴ πνευματικὴ καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ὁλόκληρα βιβλία ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ βοηθήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο νὰ ἀπαγκιστρωθοῦν ἀπὸ μαγεῖες, ἀποκρυφισμοὺς καὶ ἀπωανατολίτικες ἰνδουϊστικὲς καὶ βουδιστικὲς πλάνες2.
Ὁ Ἅγιος, ἐπίσης, γνωρίζοντας τὸ πῶς ἐργάζεται ὁ πονηρός, εἰδικὰ στὴν ἐποχή μας, γιὰ νὰ τυλίξει τὸν κόσμον ὅλον «σὲ μιὰ κόλλα χαρτὶ» καὶ νὰ ἐπιβάλει παγκοσμίως τὴν ἐξουσία τοῦ Ἀντιχρίστου, ἔγραψε στὰ 1987 μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι, καὶ ἔτσι ἰδιόγραφο ζήτησε νὰ τυπωθεῖ, ξεχωριστὸ καθοδηγητικὸ φυλλάδιο μὲ τίτλο «Σημεῖα τῶν καιρῶν». Τὸ μήνυμα, ποὺ περνᾶ ὁ Ἅγιος καὶ μὲ αὐτὸ τὸ κείμενό του,
εἶναι ἀγωνιστικὸ καὶ αἰσιόδοξο: ἡ νίκη εἶναι τοῦ Χριστοῦ καὶ αὐτῶν ποὺ ἀγαποῦν καὶ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστό.
Ὁ Ἅγιος Γέροντας ἐχαρακτήριζε, ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος Πορφύριος, τὶς προτεσταντικὲς παραφυάδες καὶ ἰδιαίτερα τοὺς λεγομένους Πεντηκοστιανοὺς ὡς μεγάλη πλάνη καὶ μεγάλο δαιμόνιο καὶ πολλοὺς βοήθησε νὰ δοῦν αὐτὴ τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ ἐκεῖ.
Κρυστάλλινη ἦταν ἡ θέση του καὶ ἀπέναντι στὸν σύγχρονο μεγάλο πειρασμὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἀκούει εἰς τὸ ὄνομα οἰκουμενισμὸς καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν ἄλλον Ἅγιο τῆς ἐποχῆς μας, τὸν Σέρβο Ἰουστῖνο Πόποβιτς ὡς παναίρεση. Γιὰ τὸ θέμα αὐτό, ἤδη ἀπὸ τὸ ξεκίνημα σχεδὸν τοῦ πειρασμοῦ τῶν συμπροσευχῶν καὶ τῶν ἰσοπεδωτικῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων, τῆς οὐσιαστικῆς καταργήσεως τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἐξομοιώσεώς της μὲ τὶς ποικιλώνυμες αἱρετικὲς παρασυναγωγὲς ἔγραψε ἐπιστολή, τὴν ὁποίαν ἔστειλε πρὸς τὸν ἄλλον ὁμολογητὴ καὶ ἀγωνιστὴ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο γιὰ νὰ δημοσιευθεῖ στὴν ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος.
Ἐκεῖ μὲ ἕναν ἐξαιρετικὸ συνδυασμὸ λεπτότητος ἀλλὰ καὶ παρρησίας ἀναφέρεται στὸν «... βαθύ [του] πόνον διὰ τὴν γραμμὴν καὶ κοσμικὴν ἀγάπην δυστυχῶς τοῦ πατέρα μας κ.κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μίαν ἄλλην
γυναῖκα μοντέρνα, ποὺ λέγεται Παπικὴ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δὲν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδὴ εἶναι πολὺ σεμνή»3. Ἐπισημαίνει στὴν ἴδια ἐπιστολή: «Ἃς γνωρίζωμεν ὅτι δὲν ὑπάρχουν μόνον φυσικοὶ νόμοι, ἀλλὰ καὶ πνευματικοί. Ἑπομένως, ἡ μέλλουσα ὀργὴ τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθῇ μὲ συνεταιρισμὸν ἁμαρτωλῶν (διότι διπλὴν ὀργὴν θὰ λάβωμεν), ἀλλὰ μὲ μετάνοιαν καὶ τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου»4.
Ἰδιαίτερα τραγικὴ εἶναι ἡ διαπίστωση τοῦ Ἁγίου ὅτι «... μετὰ λύπης μου, ἀπὸ ὅσους φιλενωτικοὺς ἔχω γνωρίσει, δὲν εἶδα νὰ ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική, οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως νὰ ὁμιλοῦν γιὰ ἀγάπη καὶ ἑνότητα, ἐνῷ οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Θεόν, διότι δὲν τὸν ἔχουν ἀγαπήσει»5. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο: «Ἃς εὐχηθοῦμε νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς τὸν φωτισμόν Του σὲ ὅλους μας καὶ εἰς τὸν Πατριάρχην μας Κον.Κον. Ἀθηναγόραν,... νὰ πραγματοποιηθῇ ἡ γαλήνη ἀνάμεσα στὸ σκανδαλισμένο ὀρθόδοξο πλήρωμα, ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ κατόπιν ἂς γίνῃ σκέψις διὰ τὴν ἕνωσιν μετὰ τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν, ἐὰν καὶ ἐφ’ ὅσον εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν νὰ ἀσπαθοῦν τὸ Ὀρθόδοξον δόγμα»6. Σχολιάζοντες τὰ ἀνωτέρω ἐπισημαίνουμε ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν ὀνομάζει «Ἐκκλησίες» τοὺς παπικοὺς καὶ προτεστάντες, ἀλλὰ «Ὁμολογίες» καὶ θεωρεῖ ὅτι ἡ ἀληθὴς μέθοδος ἑνώσεως εἶναι μία καὶ ἁπλή: ἡ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν.
Ὁ Ἅγιος, ὡς θεοφώτιστος, διέκρινε ἐγκαίρως ὅτι ὁ διαχριστιανικὸς Οἰκουμενισμὸς ὁδηγεῖ τελικὰ καὶ στὸν διαθρησκειακὸ Οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν Πανθρησκεία: Γράφει σὲ ἄλλο κείμενό του: «Σήμερα δυστυχῶς μπῆκε ἡ εὐρωπαϊκὴ εὐγένεια καὶ πᾶνε νὰ δείξουν τὸν καλό. Θέλουν νὰ δείξουν ἀνωτερότητα καὶ τελικὰ πᾶνε νὰ προσκυνήσουν τὸν διάβολο μὲ τὰ δύο κέρατα. “Μία θρησκεία, σοῦ λένε, νὰ ὑπάρχῃ” καὶ τὰ ἰσοπεδώνουν ὅλα. Ἦρθαν καὶ σ’ ἐμένα μερικοὶ καὶ μοῦ εἶπαν: “Ὅσοι πιστεύουμε στὸν Χριστὸ νὰ κάνουμε μία θρησκεία”. “Τώρα εἶναι σὰν νὰ μοῦ λέτε, τοὺς εἶπα, χρυσὸ καὶ μπακίρι, χρυσὸ τόσα καράτια καὶ τόσα ποὺ τὰ ξεχώρισαν, νὰ τὰ μαζέψουμε πάλι καὶ νὰ τὰ κάνουμε ἕνα. Εἶναι σωστὸ νὰ τὰ ἀνακατέψουμε πάλι; Ρωτῆστε ἕναν χρυσοχόο: Κάνει νὰ ἀνακατέψουμε τὴν σαβούρα μὲ τὸν χρυσό;. Ἔγινε τόσος ἀγώνας γιὰ νὰ λαμπικάρῃ τὸ δόγμα. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες κάτι ἤξεραν καὶ ἀπαγόρευσαν τὶς σχέσεις μὲ αἱρετικό. Σήμερα λένε: “Ὄχι μόνο μὲ αἱρετικό, ἀλλὰ καὶ μὲ Βουδιστὴ καὶ μὲ πυρολάτρη καὶ μὲ δαιμονολάτρη νὰ συμπροσευχηθοῦμε. Πρέπει νὰ βρίσκωνται στὶς συμπροσευχές τους καὶ στὰ συνέδρια καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι. Εἶναι μιὰ παρουσία.
Τί παρουσία; Τὰ λύνουν ὅλα μὲ τὴν λογικὴ καὶ δικαιολογοῦν τὰ ἀδικαιολόγητα. Τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα νομίζει ὅτι καὶ τὰ πνευματικὰ θέματα μποροῦν νὰ μποῦν στὴν Κοινὴ Ἀγορά...»7.
Θὰ κλείσουμε μὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴ βιογραφία τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἔγραψε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ κοντινούς του μαθητές, ὁ Λιβανικῆς καταγωγῆς παπα-Ἰσαὰκ καὶ ὁλοκλήρωσε μετὰ τὴν κοίμησή του ἡ συνοδεία του. Γράφει λοιπὸν ὁ παπα-Ἰσαάκ, περιγράφοντας τὴν ἀταλάντευτη στάση τοῦ Ἁγίου στὰ θέματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁμολογίας:
«Ἀπὸ τὸ Στόμιο εἴδαμε τὸν Γέροντα σφοδρὸ πολέμιο τῶν αἱρέσεων. Στὰ θέματα τῆς πίστεως ἦταν ἀκριβὴς καὶ ἀσυγκατάβατος. Ἔλεγε: “Στὴν Ἀλήθεια δὲν γίνονται ἐκπτώσεις. Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός”.
»Καταπολέμησε τὸν οἰκουμενισμὸ καὶ μιλοῦσε γιὰ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν πληροφορία του ἀρυόμενος ἀπὸ τὴν ἐν καρδίᾳ του θεία χάρι. Ὁ βίος του ἀποδείκνυε τὴν ὑπεροχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.
»Μὲ τὴν διάκρισή του συμβούλευε: “Στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ δὲν εἶναι Ὀρθόδοξοι, δὲν πρέπει νὰ τοὺς λέμε ὅτι θὰ πᾶνε στὴν κόλαση ἢ ὅτι εἶναι ἀντίχριστοι ἀλλὰ οὔτε καὶ ὅτι θὰ σωθοῦν. Διότι μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τοὺς ἀναπαύουμε ψεύτικα καὶ θὰ κριθοῦμε γι’ αὐτό. Θὰ πρέπει νὰ τοὺς βάλουμε τὴν καλὴ ἀνησυχία, νὰ τοὺς ποῦμε ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη”.
»Εἶχε μεγάλη ὀρθόδοξη εὐαισθησία, γι’ αὐτὸ δὲν δεχόταν συμπροσευχὲς καὶ κοινωνία μὲ πρόσωπα μὴ ὀρθόδοξα. Τόνιζε: “Γιὰ νὰ συμπροσευχηθοῦμε μὲ κάποιον πρέπει νὰ συμφωνοῦμε στὴν πίστη”. Διέκοπτε τὶς σχέσεις του ἢ ἀπέφευγε νὰ δῆ κληρικοὺς ποὺ συμμετεῖχαν σὲ κοινὲς προσευχὲς μὲ ἑτεροδόξους. Τὰ “μυστήρια” τῶν ἑτεροδόξων δὲν τὰ ἀναγνώριζε καὶ συμβούλευε οἱ προσερχόμενοι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ κατηχοῦνται καλά, πρὶν βαπτισθοῦν.
»Γιὰ ἕνα διάστημα εἶχε διακόψει, μαζὶ μὲ ὅλο σχεδὸν τὸ ὑπόλοιπο Ἅγιον Ὄρος, τὸ μνημόσυνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα γιὰ τὰ ἐπικίνδυνα ἀνοίγματά του πρὸς τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Ἀλλὰ τὸ ἔκανε μὲ πόνο: “Κάνω προσευχή”, εἶπε σὲ κάποιον, “γιὰ νὰ κόβῃ ὁ Θεὸς μέρες ἀπὸ μένα καὶ νὰ τὶς δίνῃ στὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσῃ τὴν μετάνοιά του”.
»Τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους (μονοφυσίτες) –ὅπως καὶ ὅλους τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἑτεροθρήσκους– τοὺς θεωροῦσε μὲν ὡς πλάσματα Θεοῦ καὶ ἀδελφούς μας κατὰ σάρκα (ἀπὸ τὸν Ἀδάμ), ἀλλὰ ὄχι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀδελφούς μας καὶ κατὰ πνεῦμα, ποὺ θεωροῦσε μόνο τοὺς Ὀρθοδόξους. Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τὰ ἐσχάτως ὑποστηριζόμενα ἀπὸ μονοφυσίτες (καὶ φιλομονοφυσίτες) ὁ Γέροντας εἶχε ἐπισημάνει: “Αὐτοὶ δὲν λένε ὅτι δὲν κατάλαβαν τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ἀλλ’ ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν τοὺς κατάλαβαν. Δηλαδὴ σὰν νὰ ἔχουν αὐτοὶ δίκαιο καὶ τοὺς παρεξηγήσανε”. Τέλος χαρακτήρισε ὡς βλασφημία κατὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων τὴν προτεινόμενη κάθαρση τῶν Λειτουργικῶν βιβλίων ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ αἱρετικοῦ γιὰ τὸν Διόσκορο καὶ Σεβῆρο. Εἶπε: “Τόσοι ἅγιοι Πατέρες ποὺ εἶχαν θεῖο φωτισμὸ καὶ ἦταν σύγχρονοι, δὲν τοὺς κατάλαβαν καὶ τοὺς παρεξήγησαν καὶ ἐρχόμαστε ἐμεῖς μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες νὰ διορθώσουμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες; Ἀλλὰ καὶ τὸ θαῦμα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας δὲν τὸ ὑπολογίζουν; Καὶ αὐτὴ παρεξήγησε τὸν τόμο τῶν αἱρετικῶν;”»8.
Ἂς εὐχηθοῦμε νὰ ἀποτελέσουν οἱ τόσο ξεκάθαρες καὶ σύμφωνες μὲ τὴν παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων θέσεις τοῦ Ἁγίου Παϊσίου ὁδηγὸ γιὰ ὅλους μας ἀλλὰ καὶ ἰδιαιτέρως γι’ αὐτοὺς ποὺ χειρίζονται ἀπὸ θέσεως εὐθύνης τὰ θέματα τῶν σχέσεών μας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους.
1. Γιὰ τὴν παρουσία τῶν μοναχῶν σὲ ὅλους τοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, βλ. τὴ σπουδαία μελέτη τοῦ ἀρχιμ. Βασιλείου Παπαδάκη μὲ τίτλο Οἱ ἀγῶνες τῶν Μοναχῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας, Ρέθυμνο2 2008.
2. Βλ. βιβλίο Διονυσίου Φαρασιώτη, Οἱ γκουρού, ὁ νέος καὶ ὁ γέροντας Παΐσιος, Θεσσαλονίκη, μὲ ἀλλεπάλληλες ἐκδόσεις ἀπὸ τὸ 2000 μέχρι σήμερα.
3. Βλ. τὴν ἐπιστολὴ μὲ ἡμερομηνία 23.1.1969, δημοσιευμένη στὸ περιοδ. Παρακαταθήκη, τ. 52, σσ. 2-4. Ἡ ἐπιστολὴ δημοσιεύθηκε κατόπιν καὶ ἀλλοῦ καὶ ἐκυκλοφορήθη καὶ σὲ ξεχωριστὸ φυλλάδιο.
4. Αὐτόθι.
5. Αὐτόθι.
6. Αὐτόθι.
7. Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι τ. Α ́. Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἐκδ. Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 2002, σσ. 347-348.
8. Βλ. † Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος
6 2008, σσ. 729-731
Πηγή: (Περιοδικό Θεοδρομία: Απρίλιος - Ιούνιος 2015), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Η παράδοσις της Εκκλησίας, ως αποτυπούται εις τους ι. Κανόνας, κατενόησε πάντοτε την αίρεσιν και το σχίσμα ως φρικτά και αποτρόπαια μέσα, δι’ ων ο εχθρός της σωτηρίας επιχειρεί «μερίζειν το του Χριστού σώμα» δια να ματαιώση την σωτηρίαν του ανθρώπου.[01]
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, επόμενοι τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης και ιδία του Απ. Παύλου και του Ευαγγελιστού Ιωάννου, οι οποίοι καταδικάζουν την αίρεσιν μετά σφοδρότητος, ουδεμίαν εδέχοντο συμφιλίωσιν ή συνύπαρξιν με την αίρεσιν, αρνούμενοι να ίδουν αυτήν υπό το πρίσμα του σχετικισμού και σκεπτικισμού, ως ατυχή αλλά πάντως ευγενή και νόμιμον προσπάθειαν ερμηνείας της χριστιανικής αληθείας. Ούτως οι επιμένοντες τη αιρέσει αιρετικοί θεωρούνται από τους αγίους Πατέρας ως «ακάθαρτοι», «αντίπαλοι Χριστού», «ιερόσυλοι και αμαρτωλοί», «αντικείμενοι (τω Χριστώ) τουτ’ έστι πολέμιοι και αντίχριστοι», «ους ο Κύριος πολεμίους και αντιπάλους λέγει εν τοις Ευαγγελίοις» (Κανών Καρχηδ.), «νεκροί» (Αγ. Αθαν. λθ’ εορτ. επιστ.), «εχθροί της αληθείας» (α’ ΣΤ’). Η αίρεσις δε χαρακτηρίζεται ως «πλάνη» και «φαυλότης» φέρουσα τον όλεθρον (νζ’ Καρθαγ.), ως «στρεβλότης» (Κανών Καρχηδ.), ως «ελεεινή πλάνη» εις την οποίαν «κατεδέθησαν» οι αιρετικοί (ξστ’ Καρθαγ.), ως «μεμιασμένη κοινωνία» (ξθ’ Καρθαγ.), ως «ρίζα πικρίας άνω φύουσα», ήτις «μίασμα γέγονε τη καθολική Εκκλησία, η των χριστιανοκατηγόρων αίρεσις» (ιστ’ Ζ’).
Η αίρεσις «εγκαταλείπουσα» αμέσως ή εμμέσως «τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού» καταντά «κεκρυμμένη ειδωλολατρεία» (λε’ Λαοδ.) και αθεΐα («τους της ασεβείας προς εν εκπεπτωκότας απωλείας και αθεότητος βάραθρον») και δι’ αυτό ο ακολουθών αυτούς «του χριστιανικού καταλόγου, ως αλλότριος εξωθείσθω και εκπιπτέτω» (α’ ΣΤ’).
Πράγματι ο ακολουθών την αίρεσιν δεν έχει δυνατότητα κατά Χριστόν τελειώσεως και σωτηρίας εφ’ όσον «της εκκλησιαστικής ενώσεως» (ξθ’ Καρθαγ.) ή «εκ της του Κυριακού σώματος ενώσεως ανησυχάστω διχονοία» αποσχίζεται (ξστ’ Καρθ.), δια να μεταβή εκεί «όπου εκκλησία ουκ έστιν» (Κανών Καρχηδ.), τω της «αποστασίας συνεδρίω». Οι αιρετικοί υπάρχουν «πάσης εκκλησιαστικής κοινωνίας εκβεβλημένοι και ανενέργητοι» (α΄Γ’) τελούντες υπό την κυριαρχίαν του διαβόλου× «δώσει αυτοίς ο Θεός μετάνοιαν προς το επιγνώναι την αλήθειαν, και ίνα ανασφήλωσιν οι εκ των του διαβόλου βρόχων αιχμαλωτισθέντες αυτώ εις το αυτού θέλημα» (ξστ’ Καρθαγ.).[02]
Η αυστηρά αύτη στάσις των αγίων Πατέρων είναι συνέπεια της Εκκλησιολογίας αυτών. Εφ’ όσον μία μόνον Εκκλησία υπάρχει (εν σώμα μόνον αντιστοιχεί εις την μίαν κεφαλήν), είναι φυσικόν, ότι οι αποκόπτοντες εαυτούς δια της αιρέσεως ή του σχίσματος από της Μιας Εκκλησίας παύουν να είναι μέλη του Σώματος του Χριστού και να έχουν το Άγιον Πνεύμα. Ο «οίκος αυτών αφίεται έρημος» και εκπίπτει εις «εκκλησίαν πονηρευομένων» (Νικηφ. Ομολ. Επιστ. γ’).
Εντεύθεν και τα μυστήρια των αιρετικών θεωρούνται ως άκυρα, καθ’ όσον οι αιρετικοί στερούνται του Αγίου Πνεύματος. Παρά τοις αιρετικοίς δεν υφίσταται καν αληθές βάπτισμα ή χρίσμα («ασφαλώς κρατούμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι έξω της καθολικής εκκλησίας× ενός όντος βαπτίσματος, και εν μόνη τη καθολική εκκλησία υπάρχοντος όθεν ου δύναται χρίσμα το παράπαν παρά τοις αιρετικοίς είναι»). Ο λόγος είναι προφανής, «παρά δε τοις αιρετικοίς, όπου εκκλησία ούκ έστιν, αδύνατον αμαρτημάτων άφεσιν λαβείν» και «ου γαρ δύναται εν μέρει υπερισχύειν, ει ηδυνήθη βαπτίσαι, ίσχυσε και Άγιον Πνεύμα δούναι× ει ουκ ηδυνήθη, ότι έξω ων, Πνεύμα άγιον ουκ έχει, ου δύναται τον ερχόμενον βαπτίσαι, ενός όντος του βαπτίσματος και ενός όντος του αγίου Πνεύματος, και μιας εκκλησίας υπό Χριστού του Κυρίου ημών, επάνω Πέτρου του Αποστόλου αρχήθεν λέγοντος, της ενότητος τεθεμελιωμένης× και δια τούτο τα υπ’ αυτών γινόμενα ψεύδη και κενά υπάρχοντα, πάντα εστίν αδόκιμα» (Κανών Καρχηδ.).[03] Ο Κανών ούτος δεν αποτελεί τι το καινοφανές εις την Εκκλησίαν. Είναι απήχησις της Εκκλησιολογίας του Απ. Παύλου× «εν σώμα και εν Πνεύμα, καθώς και εκλήθητε εν μια ελπίδι της κλήσεως υμών× εις Κύριος, μια πίστις, εν βάπτισμα» (Εφ. δ’ 4-5). Πάσα άλλη θεώρησις των αιρέσεων θα ανέτρεπε την εκκλησιολογικήν αυτήν βάσιν.
Προς τους Πατέρες της Καρχηδόνος συμφωνούν και ο μστ’ των Αγ. Αποστόλων («Επίσκοπον, ή πρεσβύτερον, αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα, ή θυσίαν, καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου»), ο μζ’ των Αγ. Αποστόλων («Επίσκοπος ή πρεσβύτερος... τον μεμολυσμένον, δηλ. βαπτισθέντα, παρά των ασεβών εάν μη βαπτίση καθαιρείσθω, ως γελών τον σταυρόν, και τον του Κυρίου θάνατον και μη διακρίνων ιερέας ψευδοϊερέων»).[04]
Κατά τον νζ’ μάλιστα της Καρθαγένης τα μυστήρια των αιρετικών συντελούν εις την καταδίκην αυτών× «εν η (τη μια εκκλησία) πάντα τα αγιάσματα σωτηριωδώς αιώνια και ζωτικά περιλαμβάνονται άτινα τοις επιμένουσιν εν τη αιρέσει, μεγάλην της καταδίκης την τιμωρίαν πορίζουσιν, ίνα, όπερ ην αυτοίς εν τη αληθεία προς την αιώνιον ζωήν ακολουθητέον φωτεινότερον, τούτο γένηται αυτοίς εν τη πλάνη σκοτεινότερον και πλέον καταδεδικασμένον× όπερ τινές έφυγον, και της εκκλησίας της καθολικής μητρός τα ευθύτατα επιγνόντες, πάντα εκείνα τα άγια μυστήρια φίλτρω της αληθείας επίστευσαν και υπεδέξαντο».
Το γεγονός ότι ωρισμένων αιρετικών και σχισματικών το βάπτισμα θεωρείται έγκυρον μετά την προσέλευσίν των εις την Ορθοδοξίαν (βλ. 7ε’ της ΣΤ’ και ζ’ της Β’) δεν σημαίνει ότι και καθ’ εαυτά το βάπτισμα ή τα μυστήρια των αιρετικών, θεωρούνται έγκυρα[05] κατ’ ακρίβειαν ή ακόμη και κατ’ οικονομίαν.[06]
Όχι μόνον οι αιρετικοί, αλλά και οι σχισματικοί στερούνται της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος: «Διότι η μεν αρχή του χωρισμού δια σχίσματος γέγονεν, οι δε της Εκκλησίας αποστάντες, ουκ έτι έσχον την χάριν του Αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτούς, επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν. Οι μεν γαρ πρώτοι αναχωρήσαντες παρά των πατέρων έσχον της χειροτονίας, και δια της επιθέσεως των χειρών αυτών, είχον το χάρισμα το πνευματικόν, οι δε απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον (την) εξουσίαν, ούτε ηδύναντο χάριν Πνεύματος αγίου ετέροις παρέχειν, οις αυτοί εκπεπτώκασι× διό ως παρά λαϊκών βαπτιζομένους τους παρ’ αυτών, εκέλευσαν ερχομένους επί την εκκλησίαν, τω αληθινώ βαπτίσματι τω της εκκλησίας αποκαθαιρέσθαι...» (α’ Μ. Βασιλ.).[07]
Παρά την διάκρισιν αιρέσεως και σχίσματος, εις την συνείδησιν της Εκκλησίας αμφότερα θεωρούνται ως χωρίζοντα τον άνθρωπον από του σώματος του Χριστού.[08] «Αιρετικούς δε λέγομεν, τους τε πάλαι της εκκλησίας αποκηρυχθέντας, και τους μετά ταύτα αφ’ ημών αναθεματισθέντας, προς δε τούτοις, και τους την πίστιν μεν την υγιά προσποιουμένους ομολογείν, αποσχίσαντας δε, και αντισυνάγοντας τοις κανονικοίς ημών επισκόποις...» (στ’ της Β’). Ο τολμών «ιδιάζειν» θεωρείται «αλλότριος της εκκλησίας, ως ου μόνον εαυτώ αμαρτίας επισωρεύοντα, αλλά πολλοίς διαφθοράς και διαστροφής γινόμενον αίτιον…» (α’ Αντιοχ.).
Αίτιον της δημιουργίας των σχισμάτων είναι η υπερηφάνεια και φυσίωσις, ήτις οδηγεί εις την διάσπασιν της Εκκλησίας και την «κεχωρισμένως» προσφορά των αγίων εις ανορθούμενα έτερα θυσιαστήρια «κατά της εκκλησιαστικής πίστεως και καταστάσεως».[09]
Εφ’ όσον ο αιρετικός στερείται της χάριτος, δεν είναι δυνατόν να διατηρή την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας. Το ανάθεμα δεν αποκόπτει αυτόν της Εκκλησίας αλλ’ εξαγγέλλει εις το πλήρωμα της Εκκλησίας την απ’ αυτού του αιρετικού πραγματοποιηθείσαν αυτο-αποκοπήν δια της εκπτώσεώς του από της ορθής πίστεως προς σωτηρίαν και αυτού και των λοιπών μελών της Εκκλησίας.
Ομοίως και ο χωρισθείς από της καθολικής Εκκλησίας σχισματικός, στερούμενος της θείας Χάριτος, κληρικός μεν ως καθαιρείται, λαϊκός δε αφορίζεται.[10] Τα εκκλησιαστικά επιτίμια και εις την περίπτωσιν του σχισματικού αναγνωρίζουν την κατάστασιν, εις ην ούτος δια του σχίσματος αυτοβούλως εισήλθεν. Ως χαρακτηριστικώς λέγει ο ε’ Αντιοχ.: «Ει τις πρεσβύτερος, ή διάκονος καταφρονήσας του ιδίου επισκόπου, αφώρισεν εαυτόν της εκκλησίας και ιδία συνήγαγε, και θυσιαστήριον έστησε, και του επισκόπου προσκαλεσαμένου απειθείη, και μη βούλοιτο αυτώ πείθεσθαι, μηδέ υπακούειν και πρώτον και δεύτερον καλούντι, τούτον καθαιρείσθαι παντελώς και μηκέτι θεραπείας τυγχάνειν, μηδέ δύνασθαι λαμβάνειν την εαυτού τιμήν. Ει δε παραμένοι θορυβών και αναστατών την εκκλησίαν δια της έξωθεν εξουσίας ως στασιώδη αυτόν επιστρέφεσθαι».
Ο Κανών ούτος υποδεικνύει την μέθοδον προς επιστροφήν των σχισματικών. Προηγείται η από του επισκόπου πρώτη και δευτέρα πρόσκλησις και κατ’ ιδίαν νουθεσία, ακολουθεί η επιβολή της καθαιρέσεως, ως αναπόφευκτος, ως και ο μετ’ αυτήν, εις περίπτωσιν συνεχίσεως του σκανδάλου, ακόμη και δια της κοσμικής εξουσίας σωφρονισμός του αμαρτάνοντος. Η επιστράτευσις της κοσμικής εξουσίας δεν σημαίνει έλλειψιν αγάπης, εφ’ όσον δι’ αυτής ο σκανδαλίζων το πλήρωμα της Εκκλησίας είναι δυνατόν να περιορισθή και αναχαιτισθή και προς ίδιον αυτού σωφρονισμόν.
Η προς τους αιρετικούς ιδία στάσις των ποιμένων της Εκκλησίας δέον να είναι τοιαύτη, ώστε να μη αμβλύνη παρά ταις συνειδήσεσι των μελών της Εκκλησίας, ή και αυτών των ιδίων των αιρετικών την έννοιαν της αιρέσεως, ως όλως ασυμβιβάστου προς την Αλήθειαν της Εκκλησίας και ως προξένου ψυχικής απωλείας. Η αίρεσις είναι όλως αντίθετος της Ορθοδοξίας. Είναι χαρακτηριστικόν ότι ο όρος «Ορθοδοξία» και «Ορθόδοξος» χρησιμοποιείται ουχί σπανίως υπό των Πατέρων (α΄ Γ΄, γ΄ Γ΄ , ζ΄ Β΄ ,7 ε΄ ΣΤ΄, β΄Θεοφ.) εν αντιδιαστολή προς την ετεροδοξίαν, κακοδοξίαν και αίρεσιν. Ουδεμία κοινωνία δύναται να υπάρξη μεταξύ Χριστού και Βελίαρ, τραπέζης Θεού και τραπέζης ειδώλων. Η αυστηρά αύτη στάσις λαμβάνεται δια λόγους εκκλησιολογικής συνέπειας (μία μόνον αλήθεια, εις Χριστός και μία Εκκλησία υπάρχει) και δια λόγους ποιμαντικούς-παιδαγωγικούς.
Εάν οι ποιμένες της Εκκλησίας υιοθετήσουν μίαν συγκρητιστικήν στάσιν έναντι της αιρέσεως, το μεν ποίμνιον θα απωλέση την ομολογιακήν του ευαισθησίαν και ευκόλως θα υποπέση εις την αίρεσιν, οι δε αιρετικοί θα σχηματίζουν την εντύπωσιν ότι δεν απέχουν της Αληθείας και συνεπώς δεν χρειάζεται να μετανοήσουν. Εντεύθεν η λίαν αυστηρά στάσις την οποίαν επιτάσσουν οι ι. Κανόνες έναντι των αιρετικών είναι εις το βάθος φιλάνθρωπος στάσις, τούτο μεν διότι προφυλάσσει το ποίμνιον από την λύμην της αιρέσεως, τούτο δε διότι δίδει νύξεις εις τας συνειδήσεις των αιρετικών προς επιστροφήν αυτών.
Την υπό την αυστηρότητα κρυπτομένην φιλανθρωπίαν των Πατέρων διαπιστούμεν και εις την διάκρισιν την οποίαν ποιούνται μεταξύ αιρέσεως, ην αποστρέφονται και αιρετικού, ον αγαπούν. Χαρακτηριστικός είναι ο λγ΄Αποστολικός, ο επιτάσσων όπως ξένοι κληρικοί χωρίς συστατικών μη γίνωνται δεκτοί εις κοινωνίαν. Όταν φέρουν συστατικά να εξετάζωνται εάν είναι «κήρυκες της ευσεβείας», ήτοι ορθόδοξοι, εάν δεν είναι να παρέχωνται αυτοίς τα προς συντήρησιν αναγκαία, αλλά να μη γίνωνται δεκτοί εις Εκκλησιαστικήν κοινωνίαν. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να θεωρήσωμεν όλα τα αυστηρά μέτρα, τα οποία επιβάλλουν οι Κανόνες δια τας σχέσεις μετά των αιρετικών. Τα μέτρα ταύτα αφορούν εις την λατρείαν και την κοινωνικήν ζωήν. Ούτως απαγορεύεται το συνεύχεσθαι αιρετικοίς ή σχισματικοίς (λγ΄Λαοδ.) ή γενικώς ακοινωνήτοις, έστω και οίκοι, επί ποινή αφορισμού (ι΄Αποστ.). Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος συνευξάμενος αιρετικοίς αφορίζεται, επιτρέψας δε εις αυτούς να ενεργήσουν τι ως κληρικοί καθαιρείται (με΄, μστ΄, ξε΄ ‘Αποστ., θ΄ Λαοδ.).[11] Απαγορεύεται ομοίως όπως οι αμετανόητοι αιρετικοί εισέρχωνται εις ορθόδοξον ναόν (στ΄Λαοδικ.) ή παρίστανται προσφερομένης της Θ.Ευχαριστίας (θ΄Τιμοθ. Αλεξ.). Οι Ορθόδοξοι δεν επιτρέπεται να εισέρχωνται εις κοιμητήρια ή μαρτύρια αιρετικών ένεκα ευχής (θ΄Λαοδ.).[12] Οι δε μεταβαίνοντες εις τάφους ψευδομαρτύρων αιρετικών αναθεματίζονται (λδ΄Λαοδ.).[13] Επίσης ορθόδοξοι λαϊκοί δεν λαμβάνουν ευλογίας αιρετικών διότι αύται είναι «αλογίαι» (λβ΄ Λαοδ.) ούτε συνεορτάζουν μεθ’ αιρετικών λαμβάνοντες και εορταστικά δώρα παρ’ αυτών (λζ΄Λαοδ.).
Οι αιρετικοί δεν θεωρούνται αξιόπιστοι υπό της Εκκλησίας διό και δεν δύνανται να εξετασθούν ως μάρτυρες κατά Επισκόπου (οε΄ Αποστ.) ούτε ως κατήγοροι κατά κληρικών (ρκθ΄Καρθαγ.)
Οι ορθόδοξοι δεν επιτρέπεται ωσαυτώς να συνάπτουν συγγενικάς σχέσεις μετά των αιρετικών. Ούτως δεν επιτρέπεται ο μεθ’ αιρετικών γάμος ως και ο μετά των αλλοθρήσκων (ιδ΄ Δ΄, οβ΄ ΣΤ΄, λα΄ Λαοδ., κα΄ Καρθαγ.).[14]
Τέλος είναι ανεπίτρεπτον όπως επίσκοποι και λοιποί κληρικοί συντάσσοντες διαθήκην καταλιμπάνουν την περιουσίαν των εις συγγενείς αιρετικούς ή δωρήσουν τι εις αυτούς εν ζωή (κβ΄Καρθαγ.). Επίσκοπος δε καταλιπών εκ της περιουσίας αυτού εις αιρετικούς ή εθνικούς συγγενείς αυτού αναθεματίζεται και μετά θάνατον (πα΄ Καρθ.).
Προς τα προληπτικά αυτά μέτρα έναντι των αιρετικών και σχισματικών η Εκκλησία δια των ποιμένων αυτής λαμβάνει και θετικά μέτρα επιστροφής των αιρετικών «τη ορθοδοξία και τη μερίδι των σωζομένων» ( 7ε΄ της ΣΤ΄). Η Εκκλησία έχει πάντοτε ανοικτήν την θύραν αυτής δια την επιστροφήν των αιρετικών υφ’ ένα όρον, την εν μετανοία αποκήρυξιν της πλάνης και ομόθυμον αποδοχήν της Αληθείας.[15] Οι αιρετικοί προσερχόμενοι τη Εκκλησία δέον να αναθεματίσουν «πάσαν αίρεσιν, μη φρονούσαν, ως φρονεί η αγία του Θεού καθολική και αποστολική Εκκλησία» (ζ΄ της Β΄, ζ΄Λαοδ.).[16] Η ειλικρινής των πρόθεσις να προσέλθουν εις την Εκκλησίαν πιστούται και εκ της εγγράφου ομολογίας, ην δέον να υποβάλουν ότι αποδέχονται και αποφασίζουν «ακολουθείν εν πάσι δόγμασι της Καθολικής Εκκλησίας» ( η΄της Α΄, Μ. Αθανασίου, προς Ρουφιανόν επίσκοπον, περί των αιρετικοίς κοινωνησάντων). Η δε κατήχησις των επιστρεφόντων αιρετικών δέον γίνεται «μετά πάσης επιμελείας» (η΄Λαοδ.) προ της εισόδου αυτών εις την Εκκλησίαν.
Προκειμένου μάλιστα η Εκκλησία να διευκολύνη την επιστροφήν των αιρετικών δέχεται εις ωρισμένας περιπτώσεις και υφ’ ωρισμένους όρους όπως αναγνωρίση εις τους επιστρέφοντας ποιμένας των αιρετικών το αξίωμα αυτών (Μ. Αθανασίου, επιστ. προς Ρουφινιανόν επίσκοπον, ιβ΄Θεοφ., 7θ΄Καρθαγ., ριη΄Καρθ., ριθ΄Καρθ.)
[01]. «Τας των αιρετικών ζιζανίων επισποράς εν τη του Χριστού Εκκλησία ο πάμπονηρος καταβαλών, και ταύτας ορών τη μαχαίρα του Πνεύματος τεμνομένας προρρίζους, εφ’ ετέραν ήλθε μεθοδείας οδόν, τη των σχισματικών μανία το του Χριστού σώμα μερίζειν επιχειρών…»(ιγ΄ ΑΒ΄).
[02]. Ομοίως διδάσκει και ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης ότι δια της αιρέσεως «μετάστασις γίνεται από της άνω Ιερουσαλήμ τουτέστιν από της του Θεού Εκκλησίας επί την σύγχυσιν ταύτην των δογμάτων» (κατά Ευνομίου, P.G., 45, 836 Α).
[03]. Πρβλ. και μστ΄Αποστ.
[04]. Πρβλ. τον ξη΄Αποστ.
[05]. Ως ορθώς παρατηρεί ο Ιερώνυμος Κοτσώνης εάν τα μυστήρια των ετεροδόξων εθεωρούντο ως καθ’ εαυτά έγκυρα τούτο θα εσήμαινε δύο τινά : «Πρώτον, ότι δύναται να υπάρξη ελευθέρα μετά των ετεροδόξων επικοινωνία, και δη όχι μόνον όσον αφορά εις τα Μυστήρια, αλλά και εις τον λοιπόν εκκλησιαστικόν βίον, και επομένως και εν τη διδασκαλία και τω δόγματι. Δεύτερον δε, ότι η μετάδοσις της θείας χάριτος είναι δυνατή δια Μυστηρίων τελουμένων και εκτός της Εκκλησίας, όπερ οδηγεί εις ανατροπήν βασικωτάτου δια την Εκκλησίαν δόγματος» (Προβλήματα της Εκκλησιαστικής Οικονομίας, σελ. 186).
[06]. Κατά τον Ιερώνυμον Κοτσώνην: «Επειδή δε ουδεμία υπάρχει διάταξις, έστω και «κατ’ οικονομίαν» αναγνωρίζουσα το Βάπτισμα των αιρετικών καθ’ εαυτό, ως έγκυρον, έπεται ότι και «κατ’ οικονομίαν» απορρίπτεται τούτο ως άκυρον» («Αιρετικών, βάπτισμα», εν Θ.Η.Ε., τ. 1ος, π. 1092).
[07]. Κατά τον ίδιον κανόνα του Μ. Βασιλείου οι παλαιοί ωνόμασαν «αιρέσεις μεν, τους παντελώς απερηγμένους, και κατ’ αυτήν την πίστην απηλλοτριωμένους, σχίσματα δε, τους δι’ αιτίας τινάς εκκλησιαστικάς, και ζητήματα ιάσιμα, προς αλλήλους διενεχθέντας· παρασυναγωγάς δε, τας συνάξεις τας παρά των ανυποτάκτων πρεσβυτέρων, ή επισκόπων, και παρά των απαιδεύτων λαών γινομένας…».
[08]. Πρβλ. και ξθ΄της Καρθγ. «περί του κηρύξαι ειρήνην και ενότητα, ης τινός χωρίς η των χριστανών σωτηρία καθίστασθαι ου δύναται». Ομόφωνος είναι εν προκειμένω η διδασκαλία των αγίων Πατέρων : Κατά τον αγ. Ειρηναίον : «Ανακρινεί δε τους τα σχίσματα εργαζομένους, κενούς όντας της του Θεού αγάπης, και το ίδιον λυσιτελές σκοπούντας αλλά μη την ένωσιν της εκκλησίας· και δια τας μικράς και τας υψούσας αιτίας το μέγα και ένδοξον σώμα του Χριστού τέμνοντας και διαιρούντας, και όσον το επ’ αυτοίς αναιρούντας» διο και υπό των σχισματικών «ουδεμία τηλικαύτη δύναται κατόρθωσις γενέσθαι, ηλίκη του σχίσματος εστιν η βλάβη» (Έλεγχος ψευδων. γνώσεως, Δ΄, 33,7. ΒΕΠΕΣ,τ. 5, 155). Κατά δε τον ι. Χρυσόστομον οι παρ’ αιρετικοίς και σχισματικοίς παρθενεύοντες ου μόνον δεν θα απολαύσωσιν αμοιβής τινός, «αλλά τη των πορνευόντων δίκη γεγόνασιν υπεύθυνοι» (προς Εφεσ. Ομιλ. ια΄ ,§ 5). Πρβλ. και εις Φιλιππ., β΄ § 3. Κατά τον αγ. Ιγνάτιον Αντιοχείας «ει τις σχίζοντι ακολουθεί, βασιλείαν Θεού ου κληρονομεί» (προς Φιλαδελ., ΙΙΙ, 3, ΒΕΠΕΣ, τ.2,277) και «Τέκνα ουν φωτός αληθείας, φεύγετε τον μερισμόν και τας κακοδιδασκαλίας» (Προς Φιλαδελ. ΙΙ, 1, ενθ. ανωτ. ). Πρβλ. και Πηδαλίου, σελ.26
[09]. ι’ και ια’ Καρθγ. Κατά τον Ν. Μίλας (σελ. 698): «Το σχίσμα διαιρείται εις δύο κατηγορίας, εις σχίσμα πίστεως και εις σχίσμα Εκκλησίας. Πίστεως μεν σχίσμα είναι ο χωρισμός από της καθολικής εκκλησίας ένεκα διαφόρου εκδοχής και αντιλήψεως αντικειμένων τινών της εκκλησιαστικής διδασκαλίας ήττον σπουδαίων, ή ωρισμένων και ευκόλως εξομαλυνομένων ζητημάτων. Σχίσμα δε εκκλησίας, είναι η άρνησις της υπακοής και ευπειθείας τη νομίμω εκκλησιαστική αρχή».
[10]. Πρβλ. λα΄Αποστ., ι΄Καρθ., ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄της ΑΒ΄. Οι στ΄της Γαγγρ. και ια΄ Καρθ. επιβάλλουν την ποινήν του αναθέματος.
[11]. Πρβλ. Και Επιστ. Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως ια΄καθ’ ον κληρικοί κοινωθέντες λόγω της κοινωνίας μεθ’ αιρετικών και μετανοήσαντες, ουχ ιερουργούσιν, αλλ’ εν ελλείψει ιερέως βαπτίζουσι, μεταδίδουσι των ηγιασμένων δώρων, ευλογούσι ύδωρ θεοφανείων, δίδουσι μοναχού σχήμα.
[12]. Έξ ανάγκης μόνον επιτρέπεται να εισέρχωνται εις κοιμητήρια κατεχόμενα υπό αιρετικών δια να ασπασθούν λείψανα αγίων (Νικηφ. Ομολ., Επιστ. ε΄εν :Ρ.Π.Σ., Δ΄,431 ε΄).
[13]. Επίσης εις Εκκλησίας ενθρονισθείσας υπό αιρετικών δέον να μη εισέρχωνται «το καθόλου» οι ορθόδοξοι θεωρούντες αυτάς ως «κοινούς οίκους» (Επιστολή Νικηφ. Ομολ. γ΄ ). Εν ανάγκη μόνον δύνανται να εισέρχωνται. Επιτρέπεται δε η τέλεσις της θ. λειτουργίας μόνον εν περιπτώσει επιστροφής του Ναού εις τους Ορθοδόξους και εφ’ όσον τελεσθούν τα θυρανοίξια υπό «σεσωσμένου επισκόπου ή ιερέως …υποφαινομένης ευχής» (ενθ. ανωτ. δ΄ ).
[14]. Το συντρώγειν μεθ’ αιρετικών εκτός εάν απόσχουν της «αιρετικής κοινωνίας» απαγορεύεται ως και το συντρώγειν μετά κληρικών συμφαγόντων μεθ’ αιρετικών εκτός εάν επιστρέψουν «μετανοία αξιολόγω» (ενθ’ ανωτ., θ΄και ι΄).
[15]. Περί της συγκαταβάσεως ην επιδεικνύει η Εκκλησία έναντι των προσερχομένων αυτή πρώην αιρετικών βλ. και Ιερωνύμου Κοτσώνη, Προβλήματα της Εκκλησιαστικής Οικονομίας, σελ. 180-181.
[16]. Πρβλ. Επιστ. Νικηφ. Ομολ. ζ΄και στ΄ «Ομολογούντας ημαρτηκέναι και επιτιμηθέντας χρόνω τινί, ειθ’ ούτω δεχομένους παρά σεσωσμένου πρεσβυτέρου προσδεκτέον».
Πηγή: («Η Ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας», εκδόσεις Άθως, 2003), Η άλλη όψη, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Ο πειρασμός της απιστίας.
Μελετώντας την ιστορία της Εκκλησίας μένουμε κατάπληκτοι για όσα συνέβησαν μέσα στο χρόνο που πέρασε, αλλά και για τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχτηκε το «οικοδόμημά» της. Μόνον η Χάρις του Θεού τη θεμελίωσε και την προστάτεψε, ενώ διατηρήθηκε στηριγμένη πάνω στο πιο «ετοιμόρροπο» ή αμφιλεγόμενο γεγονός της ανθρωπότητας, την πίστη.
Είναι άραγε η πίστη γεγονός αμφιλεγόμενο; Αναμφίβολα ναι!! Χωρίς να θέλουμε να σκανδαλίσουμε κανένα, οφείλουμε να πούμε πώς πέρα από τη σοβαρότητα του θέματος, τη μοναδική αξία που περιλαμβάνει, γιατί αναφέρεται στον ίδιο το Θεό και στα όσα έπραξε για τη σωτηρία των ανθρώπων εν χρόνω, όλ’ αυτά επιδέχονται την ερμηνεία του ανθρώπινου νου και την αποδοχή από μέρους του κάθε ανθρώπου. Δηλαδή στο θέμα της πίστεως εισέρχεται με σοβαρότατες παρεμβάσεις ο ανθρώπινος παράγοντας που λέγεται υποκειμενισμός. Αυτό σημαίνει ότι η πίστη είναι γεγονός ελευθερίας. Ο άνθρωπος θέλει και πιστεύει. Κανένας δεν μπορεί να τον υποχρεώσει να πιστέψει. Είναι δυνατόν να βλέπει με τα ίδια του τα μάτια θαυμαστά γεγονότα κι όμως να τα αρνείται ή να τους δίνει τη δική του ερμηνεία. Τα Ευαγγελικά κείμενα είναι γεμάτα από τέτοιες περιπτώσεις. Μια απ’ αυτές αναφέρεται, τότε, που ο Ιησούς θεράπευσε έναν δαιμονισμένο, που ήταν τυφλός και κωφός. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος παρατηρεί: «εξίσταντο πάντες οι όχλοι και έλεγον· μήτι ούτός εστιν ο Χριστός ο υιός του Δαυΐδ»; Το θαύμα ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακό. Όλος ο κόσμος που το είδε σκέφτηκε το αυτονόητο. Αυτός που το έκανε δεν μπορεί παρά να είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο Χριστός. Όμως υπήρχαν και αντιρρησίες στην άποψη αυτή, που για κάποιους λόγους έδιναν τη δική τους ερμηνεία.: «Οι δε Φαρισαίοι ακούσαντες είπον· ούτος ουκ εκβάλλει τα δαιμόνια ειμή εν τω Βεελζεβούλ, άρχοντι των δαιμονίων». Να, η αυθαίρετη ερμηνεία. Ο υποκειμενισμός. Έτσι ήθελαν, έτσι ερμήνευαν το γεγονός.
Φυσικά η ερμηνεία που δίνει κάποιος σ’ ένα θαύμα ή η έκφραση της πίστεως είναι αποτέλεσμα κάποιων παραγόντων. Εδώ υπεισέρχεται το συμφέρον με την οποιαδήποτε έννοια. Η ψυχοσύνθεση του ανθρώπου. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ή αυτό μέσα στο οποίο ζει. Η μόρφωση, η ευρύτητα αντίληψης και οι εν γένει γνώσεις που κατέχει. Η ιδεολογία την οποία αποδέχεται και στην οποία είναι αφιερωμένος και τον επηρεάζει. Η προσωπική του ζωή. Η ύπαρξη παθών και αδυναμιών που δεν ανέχεται στην προσωπική ζωή τον έλεγχο από κάποιον «άλλο» παράγοντα. Και το κυριότερο, ο εγωισμός!! Ο άνθρωπος καθίσταται κριτής των πάντων. Ο αρχαίος ποιητής Μένανδρος έλεγε: «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Κριτήριο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος. Αυτή την ιδιότητα τη διεκδικεί με απόλυτο τρόπο. Παρά την ατέλεια που τον διακατέχει · παρά το περιορισμένο των γνώσεών του · παρά το γεγονός ότι είναι θνητός και ο θάνατος είναι η μοίρα του · παρά τις αδυναμίες και τα πάθη του. Έτσι ο ευρισκόμενος σε πολλούς και σοβαρούς περιορισμούς άνθρωπος κρίνει, ερμηνεύει, αποδέχεται ή και απορρίπτει ό,τι υψηλότερο, μεγαλύτερο και σοβαρότερο για την ανθρώπινη ύπαρξη αποκάλυψε ο Θεός στον κόσμο ολόκληρο. Την πίστη.
Το μεγαλείο της Πίστεως.
Η πίστη δεν είναι επίτευγμα του ανθρώπου. Ούτε οι φιλόσοφοι την ανακάλυψαν, ούτε οι ποιητές τη βρήκαν. Μπορεί κάποιοι μεγάλοι στοχαστές να «σκέφτηκαν» περί Θεού, όμως η φανέρωση του περιεχομένου της πίστεως είναι γεγονός αποκαλύψεως!! Ο ίδιος ο Θεός θέλησε και μας είπε ποιος είναι. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της φανέρωσης του Θεού στο Μωυσή, τότε που του ανέθεσε την αρχηγία των Ισραηλιτών, για να τους ελευθερώσει από τους Αιγύπτιους. Όταν ο Μωυσής συζητώντας μαζί Του στη φλεγόμενη βάτο,Τον ρώτησε: « Ποιο είναι το όνομά σου»; Εκείνος απάντησε: « Εγώ ειμί ο ών». Του είπε πως Αυτός είναι, αυτός που υπάρχει. Πως είναι η ζωή. Η πηγή της ζωής.
Εκτός όμως όλων των άλλων αποκαλύψεων, που πραγματοποίησε εν χρόνω με συμβολικούς τρόπους, με την παρουσία αγγέλων, με το λόγο και τα οράματα των προφητών, «επ’ εσχάτων των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν Υιώ». Πρόκειται για την αποκάλυψη, που έγινε στο πρόσωπο του Θεανρώπου, του ιστορικού Ιησού και δόθηκε στους ανθρώπους δια της Παραδόσεως της Εκκλησίας και των αγίων Ευαγγελίων. Ο προβληματισμός και η ώριμη σκέψη των φιλοσόφων δεν ήταν αρκετά, για να γίνει γνωστός ο Θεός. Οι άνθρωποι δεν ανακάλυψαν το Θεό με τις πνευματικές τους δυνάμεις. Αυτός ο Θεός θέλησε και αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους και τους κάλεσε να συμμετάσχουν στη δική Του ζωή. «Δεύτε προς με πάντες». Τους προετοίμασε να γίνουν παιδιά Του. «Ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν τον υιόν αυτού…ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν…» Η πίστη είναι τελικά γεγονός ζωής. Δεν είναι ιδεολογία και κενός λόγος. Γι’ αυτό, όπου προβάλλεται χωρίς το ανάλογο ήθος, την οδύνη, το ταπεινό φρόνημα, το πνεύμα της θυσίας και του μαρτυρίου, δεν είναι πειστική. Η πίστη θέλει να συνοδεύεται από έργα ανάλογα. Ό,τι πιστεύουμε, αυτό πρέπει και να εκφράζουμε: «Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα». Γι’ αυτό, μόνον οι άγιοι αλλάζουν τον κόσμο. Γι’ αυτό, μόνον οι άγιοι γίνονται αποδεκτοί από το σύγχρονο κόσμο και τους ανθρώπους της κάθε εποχής. Κι αυτό χωρίς επιχειρήματα, χωρίς μεγαλοστομίες και ρητορισμούς, αλλά μόνο με το ήθος του ταπεινού, που αγαπά αδιάκριτα και ανεπιτήδευτα τον κάθε άνθρωπο. Η πίστη είναι τελικά δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Τρόπος επικοινωνίας μαζί Του. Πηγή γνώσεως, Θεογνωσίας, αλλά και ανθρωπογνωσίας. Πραγματικά η σκέψη του Θεού είναι ανεξιχνίαστη και η αγάπη του αμέτρητη, γιατί Αυτός αποφασίζει και χαρίζει και πραγματοποιεί τόσα μοναδικά και ασύλληπτα για τον άνθρωπο!!
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Πρόλογος
Οι Αρμένιοι είναι ένας ευγενής και ηρωικός λαός που κατέβαλαν μεγάλο τίμημα αγώνων και θυσίας για να εξασφαλίσουν το δικαίωμα της ιστορικής τους υπάρξεως. Από της πλευράς αυτής οι Έλληνες τους αντιμετωπίζουμε με πολλή συμπάθεια, γιατί νοιώθουμε ότι είμαστε ομοιοπαθείς, ότι ιστορικά και ως προς άλλα στοιχεία και πλευρές της ζωής συγγενεύουμε, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού και αυτοί είναι Χριστιανοί.
Υπάρχει όμως και μία άλλη σημαντική πλευρά του ζητήματος που έχει σχέση με την εκκλησιαστική τους ταυτότητα, σύμφωνα με την οποία κατά παράδοση θεωρούμε τους Αρμενίους ως αιρετικούς Μονοφυσίτες. Αυτό στις ημέρες μας, όπου όλα σχετικοποιούνται και αμβλύνονται, και η παράδοση δεν παίζει αποφαστιστικό ρόλο, τείνει να σκεπασθεί, να ξεχασθεί και να αλλοιωθεί με άλλη θεώρηση, η οποία στα πλαίσια του χριστιανικού Οικουμενισμού μειώνει τις διαφορές μέχρις εξαφανίσεως και μεγαλοποιεί τις ομοιότητες μέχρι γιγαντισμού. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση οι Αρμένιοι είναι κατά πάντα Ορθόδοξοι, όπως και εμείς, και οι διαφορές που μας χωρίζουν είναι ασήμαντες και έπουσιώδεις. Αυτό αποτελεί και βασική κατευθυντήρια γραμμή του διεξαγομένου Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Αντιχαλκηδονίων, στους οποίους ανήκουν οι Αρμένιοι.
Είναι όμως Ορθόδοξοι οι Αντιχαλκηδόνιοι; Απάντηση στο ερώτημα αυτό προσπαθήσαμε να δώσουμε σε μελέτημά μας που ήδη κυκλοφορεί σ' αυτήν εδώ τη σειρά "Καιρός" των μικρών τευχιδίων με θέμα : «Η "Ορθοδοξία" των Αντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτών».
Στο παρόν τευχίδιο ασχολούμαστε ειδικώς με το αν οι Αρμένιοι είναι Ορθόδοξοι με βάση τη διδασκαλία του Μ. Φωτίου. Πρόκειται για εισήγηση που ανακοινώθηκε τον Νοέμβριο του 1994 στο καθιερωμένο ετήσιο Θεολογικό συνέδριο που οργανώνει η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, το οποίο το έτος αυτό είχε ως γενικό θέμα το πρόσωπο και το έργο του Μ. Φωτίου. Ο τίτλος της εισηγήσεως στο συνέδριο ήταν: «Ο Μ. Φώτιος και η ένωση των Αρμενίων με την Ορθόδοξη Εκκλησία».
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
1. Ίδρυση και οργάνωση της Εκκλησίας της Αρμενίας
Οι Αρμένιοι, κατά την παράδοσή τους, δέχθηκαν τον Χριστιανισμό από τους αποστόλους Θαδδαίο η Λεβαίο και Βαρθολομαίο, οι οποίοι θεωρούνται ιδρυταί της Αρμενικής Εκκλησίας. Φαίνεται πράγματι ιστορικώς αληθές ότι ο Χριστιανισμός διεδόθη στην Αρμενία κατά τους αποστολικούς ήδη χρόνους, χωρίς να διακοπεί στη συνέχεια η παρουσία του εκεί, μολονότι η διάδοσή του περιορίσθηκε σε μικρό αριθμό κοινοτήτων, χωρίς εμφανή και γνωστή ιστορικά εκκλησιαστική οργάνωση.
Η περιορισμένη αυτή διάδοση του Χριστιανισμού στην Αρμενία κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δικαιολογεί την δράση κατά τον 3ο αιώνα του μεγάλου αγίου των Αρμενίων, του Αγίου Γρηγορίου, ο οποίος εργάσθηκε δραστήρια για τον εκχριστιανισμό των κατοίκων και την οργάνωση της Εκκλησίας με τη βοήθεια Ελλήνων κληρικών, οι οποίοι τον συνόδευσαν, μετά την χειροτονία του σε επίσκοπο από τον αρχιεπίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας Λεόντιο, το έτος 302. Στην Καισαρεία είχε καταφύγει ο Γρηγόριος νωρίτερα, όπου έλαβε ελληνική μόρφωση και έγινε Χριστιανός, διασωθείς μόνον αυτός εκ των μελών της οικογενείας του από τη σφαγή των Περσών, οι οποίοι κατέλαβαν την Αρμενία κατά το πρώτο μισό του τρίτου αιώνος και επέβαλαν δια της βίας τον Παρσισμό. Το ιεραποστολικό του έργο στην Αρμενία, όπου επέστρεψε, άρχισε ο Γρηγόριος το 261 μ.Χ., είχε δε τόση επιτυχία ώστε εκέρδισε στην χριστιανική πίστη τον ηγεμόνα της Αρμενίας Τιριδάτη Γ', ο οποίος κατέστησε το 301 τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της Αρμενίας. Έγινε έτσι η Αρμενία το πρώτο χριστιανικό κράτος, και πήρε σ' αυτό τα πρωτεία από την μεγάλη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η οποία σε λίγα χρόνια κατά θεία ασφαλώς ρύθμιση και παρακίνηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου θα αναγνωρίσει τον διωκόμενο προηγουμένως Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία και θα γίνει το πρώτο και μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία οικουμενικό χριστιανικό κράτος.
Ο Γρηγόριος έγινε πάντως ο "Φωτιστής" των Αρμενίων, όπως έμεινε γνωστός στην εκκλησιαστική συνείδηση και στην ιστορική μνήμη, συνδέσας την Αρμενική Εκκλησία μέσω της Καισαρείας της Καππαδοκίας, από την οποίαν επί μακρόν εξηρτάτο, με την Ορθόδοξη Ανατολικη Εκκλησία, η οποία απέκτησε κατά τα μέσα του 4ου αιώνος το εκκλησιαστικό της Κέντρο, την Κωνσταντινούπολη, τον ευκλεή της οποίας θρόνο εκόσμησε και υπερέκλεισε ο Μέγας εν σοφοίς και θεολόγοις και πατριάρχαις Φώτιος, το πρόσωπο και το έργο του οποίου προσπαθούμε να φωτίσουμε κατά το παρόν λαμπρό όντως συνέδριο. Η εντύπωση από την επιτυχία του έργου του αγίου Γρηγορίου του Φωτιστού στην Αρμενία ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έκαμε τον Μ. Αθανάσιο να γράψει περί το 318 ότι φαίνεται ο θρίαμβος του Χριστού, από το ότι υπέταξε τους λαούς των απρόσιτων χωρών, όπως της Αρμενίας1.
Μέχρι της Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου (451), οι Αρμένιοι είναι μέλη της Μίας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Συμμετέχουν με εκπροσώπους των στις τρεις πρώτες οικουμενικές συνόδους, που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να τις αναγνωρίζουν ως οικουμενικές, και αναπτύσσουν την λατρεία, την θεολογία, τον Μοναχισμό, την διοίκηση κατά ενιαίο προς τις άλλες εκκλησίες τρόπο. Μετά την εκ νέου υποταγή της χώρας τους στους Πέρσες το 428 και την μετατροπή της σε περσική επαρχία ο μεγάλος πατριάρχης τους Σαχάκ (Ισαάκ) ο Μέγας (378-439) ενισχύει τις εσωτερικές αντιδράσεις στην ξενική κατοχή, τονώνοντας με εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις την αυτοσυνειδησία των Αρμενίων, ιδιαίτερα μάλιστα με την υποστήριξη του Μεσρώπ Μασδότζ στο να δημιουργήσει το αρμενικό αλφάβητο από 36 γράμματα και να θέσει έτσι τις βάσεις για την ανάπτυξη της Αρμενικής Φιλολογίας. Ο Μεσρώπ, ο δημιουργός της εθνικής γλώσσης των Αρμενίων στην οποία μετέφρασε την Αγία Γραφή και τους εκκλησιαστικούς Πατέρες, με βάση ελληνικά και συριακά πρωτότυπα, έγινε στη συνέχεια καθολικός (πατριάρχης) των Αρμενίων και πέθανε το 440, ένδεκα μόνον χρόνια πριν από την Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδο, η οποία αποτελεί το χωριστικό ορόσημο στις σχέσεις των Αρμενίων με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
2. Ο χωρισμός από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία
Απασχολημένοι οι Αρμένιοι σε πολεμικές συγκρούσεις εναντίον των Περσών ακόμη και κατά την διάρκεια των εργασιών της Δ' Οικουμενικής Συνόδου δεν έλαβαν μέρος στις θεολογικές διεργασίες επί του χριστολογικού ζητήματος ούτε είχαν οι ίδιοι άμεση γνώση των θεολογικών τάσεων και προβληματισμών που οδήγησαν την Σύνοδο να καταδικάσει τον Μονοφυσιτισμό του Ευτυχούς και να επαναλάβει την καταδίκη του Νεστορίου.
Διεμόρφωσαν την γνώμη, παρασυρθέντες από Σύρους Μονοφυσίτες επισκόπους, ότι η Δ' Οικουμενική Σύνοδος με την καταδίκη του Μονοφυσιτισμού ολίσθησε στον χωριστικό δυοφυσιτισμό του Νεστορίου, που αποτελεί τον αντίποδα του Μονοφυσιτισμού, ενώ και από τον όρο ακόμη της Δ' Οικουμενικής Συνόδου προκύπτει ότι αυτή εβάδισε την μέση και βασιλική οδό, ανάμεσα στην διαιρετική Χριστολογία του Νεστορίου και την συγχυτική του Ευτυχούς, κατοχυρώσασα την ορθόδοξη ενωτική Χριστολογία της εν τω ενί προσώπω του Χριστού υποστατικής ενώσεως των δύο αυτού φύσεων ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως. Απομονώνουν και παρερμηνεύουν την γνωστή φράση του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας «μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη» και πιστεύουν ότι η σύνοδος εγκατέλειψε την διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου και παρασυρθείσα από την νεστοριανίζουσα διδασκαλία του Αγίου Λέοντος, πάπα Ρώμης, ακύρωσε την Γ' Οικουμενική Σύνοδο και επανέφερε τον Νεστοριανισμό, τον οποίο σημειωτέον καταδικάζει η Σύνοδος μαζί με τον Ευτυχιανισμό.
Είναι πάντως γεγονός ότι ο Μονοφυσιτισμός και η απόρριψη της Δ' Οικουμενικής Συνόδου επεκράτηοαν στην Αρμενία, αφού κατοχυρώθηκαν και με αποφάσεις συνόδων Αρμενίων επισκόπων εις Βαγκαρσαπάτ το 491 και εις Δοβέν το 527 (η το 535 κατ' άλλους), μολονότι υπήρξαν μεταξύ των Αρμενίων και υπέρμαχοι της συνόδου της Χαλκηδόνος, όπως ο Καθολικός Ιωάννης ο Mandakuni (478-490) και μετά από αυτόν άλλοι Καθολικοί, οι οποίοι, σε επανειλημμένες ενωτικές απόπειρες που έγιναν μέχρι την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, αναγνωρίσαν την Δ' Οικουμενική σύνοδο και απεκήρυξαν τον Μονοφυσιτισμό. Οι ενωτικές αυτές προσπάθειες, μολονότι δεν οδήγησαν τελικώς στην ένωση των Αρμενίων συνολικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία, συνετέλεσαν πάντως στο να ενταχθούν και να παραμείνουν εντός των κόλπων της Εκκλησίας σημαντικός αριθμός Αρμενίων. Στις ορθόδοξες π.χ. μονές της Παλαιστίνης από τον 6ο αιώνα, εγκαταβιούν πολλοί Αρμένιοι. ο μοναχός Νίκων ο Μαυρορείτης (11ος αιών) παραδίδει ότι ο άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος επέτρεψε στους Αρμενίους μοναχούς «εν τη των Αρμενίων διαλέκτω ψάλλεσθαι την ακολουθίαν», εκτός από τον τρισάγιο ύμνο, που έπρεπε να ψάλλεται στα ελληνικά, για να αποφευχθεί η πιθανότης προσθήκης της θεοπασχιτικής φράσεως «ο σταυρωθείς δι' ημάς» του Πέτρου Γναφέως. Αρκετοί Αρμένιοι που ζούσαν σε ελληνικά κέντρα δεν ακολούθησαν τον Μονοφυσιτισμό, αλλά έμειναν Ορθόδοξοι ενώ άλλοι επανήλθαν στην Ορθοδοξία όπως ήδη ελέχθη. Όλοι αυτοί ονομάσθηκαν Ελληνοαρμένιοι (Χαϊχουρούμ). Από τους Αρμενίους αυτούς Ορθοδόξους προέρχονται οι αρμενικής καταγωγής αυτοκράτορες, αυτοκράτειρες, στρατηγοί και άλλοι αξιωματούχοι του Βυζαντίου, ως και πολλοί άγιοι της Εκκλησίας. Αρμένιοι ιστορικοί θεωρούν ότι οι επιζήσαντες μέχρι και των σφαγών του 1915 Χαϊχουρούμ (Αρμενορωμαίοι) είναι Αρμένιοι Χαλκηδονίτες, Αρμένιοι δηλαδή ως προς την καταγωγή και Ρωμαίοι, Ρωμηοί, ως προς την πίστη, ενώ από Έλληνες ιστορικούς διατυπώνεται η άποψη ότι είναι απλώς αρμενόγλωσσοι Έλληνες, ελληνικής δηλαδή καταγωγής Ορθόδοξοι, που μόνον γλωσσικά συνδέονται με τους Αρμενίους, απομεινάρια στρατιωτών του Ξενοφώντος και του Μεγάλου Αλεξάνδρου2.
3. Σταθερή η αντιμετώπιση των Αρμενίων ως αιρετικών
Οι μη Χαλκηδόνιοι Αρμένιοι, οι απορρίπτοντες δηλαδή την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, και μαζί μ' αυτήν και όλες τις επόμενες οικουμενικές συνόδους, αυτονόητα και σταθερά σε όλες τις ιστορικές περιόδους, μετά την απόσχισή τους, εντάσσονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στους Μονοφυσίτες και χαρακτηρίζονται ως αιρετικοί. Την ίδια αντιμετώπισή τους, όπως θα δούμε, βρίσκει κανείς και στον Μέγα Φώτιο, ο οποίος μάλιστα κατόρθωσε να επαναφέρει μεγάλη μερίδα Αρμενίων στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι ίδιοι οι Αρμένιοι αναγνωρίζουν τον Μονοφυσιτισμό τους, αντιπαραθέτοντάς τον προς τον Ορθόδοξο Δυοφυσιτισμό, τον οποίο θεωρούν αιρετικό, γιατί τον ταυτίζουν με τον χωριστικό Δυοφυσιτισμό του Νεστορίου3 . Για την σταθερή αντιμετώπιση των Αρμενίων ως αιρετικών ενδεικτικώς μόνον αναφέρουμε τα εξής. Στις κανονικές αποκρίσεις του Ιωάννου, επισκόπου Κίτρους, προς τον αρχιεπίσκοπο Δυρραχίου Κωνσταντίνο Καβάσιλα, ο οποίος περί το τέλος του 12ου αιώνος, ρώτησε «ει έξεστι τοις Αρμενίοις εν αις πόλεσιν οικούσι, κατά πάσαν άδειαν κτίζειν Εκκλησίας, και είτε χρή κωλύεσθαι η εάν αυτούς ποιείν ως βούλονται», περιλαμβάνεται απάντηση, η οποία από τη μία πλευρά φανερώνει το υπερφυλετικό οικουμενικό πνεύμα του Βυζαντίου, από την άλλη όμως δείχνει και την σωτηριολογική, από γνήσια χριστιανική αγάπη προερχόμενη, στάση της αποφυγής αναμείξεως Ορθοδόξων και αιρετικών, ώστε, όπως γράφει το κείμενον, «τω εστενωμένω και αφωρισμένω της τούτων οικήσεως λαμβάνωσιν αίσθησιν ως απόβλητοι δια την κατ' αυτούς αίρεσιν κρίνονται. ετέρου δε, ίνα κατά μικρόν δια το συχνώς ομιλείν τοις Χριστιανοίς, προς μετάθεσιν απαλλάττωνται, ει και μη πάντες, αλλά τινές μεν, όσους δη η σωτηρία ηγάπησε». Η ενδιαφέρουσα αυτή απάντηση στο σύνολό της έχει ως εξής: «Εν ταις Χριστιανών χώραις και πόλεσιν ενδέδοται μεν αρχήθεν οικείν και αλλογλώσσους, και ετεροδόξους, ήγουν Ιουδαίους, Αρμενίους, Ισμαηλίτας, Αγαρηνούς, και λοιπούς τοιούτους.πλήν ουκ αναμίξ μετά των Χριστιανών, αλλά κεχωρισμένως. όθεν και αφορίζονται τόποι εκάστη τούτων φυλή είτε εντός πόλεων, είτε εκτός, ώστε τούτοις έμπεριγράφεσθαι, και μη επέκεινα τούτων τας οικήσεις αυτών εκτείνεσθαι. Επινενόηται δε τούτο τοις πάλαι βασιλεύσιν, ως οίμαι, τριών ένεκεν. ενός μεν, ίνα τω εστενωμένω και αφωρισμένω της τούτων οικήσεως λαμβάνωσιν αίσθησιν, ως απόβλητοι δια την κατ' αυτούς αίρεσιν κρίνονται. ετέρου δε, ίνα κατά μικρόν, δια το συχνώς ομιλείν τοις Χριστιανοίς, προς μετάθεσιν απαλλάττωνται. ει και μη πάντες, αλλά τινές μεν, όσους δη η σωτηρία ηγάπησε. και του τρίτου, ίνα τους καρπούς των επιτηδευμάτων αυτών οι κατά βίον χρήζοντες αυτών αποφέρωνται. Τοίνυν και οι Αρμένιοι, ει εν τόπω, ένθα περιγράφονται, και ναούς κτίζουσι, και τα της αιρέσεως αυτών εκτελούσι, μένουσιν ανεπηρέαστοι. το αυτό γαρ και Ιουδαίοις πρόσεστι, και Ισμαηλίταις, οικούσιν εν πόλεσι χριστιανικαίς. ει δε τους όρους υπερβαίνουσι της αφορισθείσης αυτοίς συνοικήσεως, ου μόνον αυτοί κωλυθήσονται, αλλά και τα οικοδομήματα τούτων, οποία δ' αν και ώσι, καταστραφήσονται. το γαρ ανέτως έχειν και ευπαρρησιάστως εν τοις τοιούτοις, πάλαι απώλεσαν»4.
Η κρατήσασα αυτή συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί των Αρμενίων ως Μονοφυσιτών αιρετικών φθάνει μέχρι των ημερών μας. Ο γνωστός ιστορικός αρχιμανδίτης Βασίλειος Στεφανίδης στο εγχειρίδιο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αφού διαπιστώνει ότι στη Συρία, όπου κατ' αρχήν είχε επικρατήσει ο Νεστοριανισμός, «την θέσιν του κατέλαβεν η αντίθετος αιρετική διδασκαλία, ο μονοφυσιτισμός»5, εντάσσει σ' αυτόν και την ακραία του έκφραση από τον Ευτυχή, τον οποίο σημειωτέον δεν έχουν δυσκολία να καταδικάσουν οι Αρμένιοι και άλλοι αντιχαλκηδόνιοι, παρασύροντες με αυτό τους Ορθοδόξους σε εσφαλμένες εκτιμήσεις πως τάχα δεν είναι Μονοφυσίτες, αλλά και τον μετριοπαθή του Σεβήρου, τον οποίο τιμούν ως άγιο και διδάσκαλο, παραμένοντες έτσι μετριοπαθείς έστω Μονοφυσίτες. Αρχίζοντας δε την περί Αρμενίων ενότητα ο Στεφανίδης γράφει. «Οι Αρμένιοι, πλήν των μονοφυσιτικών ιδεών, έχουσι και τας επομένας διαφοράς», τις οποίες στη συνέχεια αναφέρει6.
4. Η νέα, μη Ορθόδοξη, αντιμετώπιση των Αρμενίων ως Ορθοδόξων
Περιέργως από τα τέλη του περασμένου αιώνος άρχισε να προβάλλεται μία θέση άκρως αντίθετη προς την μακραίωνα αυτή, συνοδικώς κατοχυρωμένη και δια πολλών και μεγάλων αγίων, ανάμεσα στους οποίους και ο Μέγας Φώτιος, επιβεβαιωμένη παράδοση της Εκκλησίας, η θέση και η άποψη κατά την οποίαν οι Αρμένιοι κατ' αρχήν, που μας ενδιαφέρουν εδώ, αλλά και οι άλλοι Αντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσίτες, Συροϊακωβίτες, Κόπτες και Αιθίοπες, με τους οποίους είναι ενωμένοι οι Αρμένιοι, δεν είναι Μονοφυσίτες, ούτε αιρετικοί επομένως, αλλά έχουν την ίδια με μας ορθόδοξη πίστη. Ο χωρισμός τους, η απόσχισή τους από την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν οφείλεται σε θεολογικούς λόγους, σε διαφορές μας δηλαδή στην πίστη. Οφείλεται περισσότερο σε ιστορικούς πολιτικούς λόγους και εν μέρει στην διαφορετική κατανόηση της χριστολογικής ορολογίας7. Φταίει δηλαδή η έναντι των λαών αυτών δυσμενής πολιτική του Βυζαντίου που τους ανάγκασε να χωρισθούν από την ενιαία ορθόδοξη αυτοκρατορία και η αδυναμία των θεολόγων και των δύο πλευρών να ξεπεράσουν τις λέξεις και τους όρους, που τα κατανοούσαν διαφορετικά, και να μείνουν στα πράγματα, στο περιεχόμενο.
Παρακολουθώντας κανείς αυτές τις εκτιμήσεις εύκολα διαπιστώνει ότι μη θεολογικοί λόγοι κυριαρχούσαν όχι τότε, αλλά τώρα. Τότε η ενότητα στην πίστη, βασική εκκλησιολογική θέση και απαίτηση, είχε υιοθετηθή από το γνήσιο χριστιανικό κράτος, που ευθυγραμμιζόταν απόλυτα με την Εκκλησία, ως βασική προϋπόθεση για την ενότητα και του κράτους. Τώρα που ο κόσμος διασπάσθηκε σε πάμπολλες κρατικές ενότητες από πολιτική άποψη, που τείνουν παρά ταύτα σε πολιτική ενότητα, η μη θεολογική και απαράδεκτη εκκλησιολογικά άποψη που καλλιεργείται ιδιαίτερα στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών εκτιμά ότι πρέπει και οι εκκλησίες, ακολουθώντας τα κράτη η τον κόσμο θεολογικά, να ενωθούν, όχι εξασφαλίζοντας προηγουμένως την ενότητα στην πίστη και στην αλήθεια (ένωσις εν τη αλήθεια), αλλά διατηρώντας τις διαφορές τους (ένωσις εν τω ψεύδει) αφού κατά την άποψη αυτή, που εκφράσθηκε και εκφράζεται με την γνωστή θεωρία των κλάδων και άλλες νεότερες θεωρίες, καμμία από τις υπάρχουσες εκκλησιές, ούτε η Ορθόδοξη, δεν δικαιούται να διεκδικήσει την αποκλειστικότητα στη διαδοχή της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που την συναποτελούν ως ενιαίο δένδρο όλες οι διεσπασμένες εκκλησίες, ως κλάδοι αυτού του δένδρου. Ο πιο απλός βέβαια αγρότης που δεν έχει την σοφία των εισηγητών της θεωρίας γνωρίζει πως, όταν ένα κλαδί αποκοπεί από τον κορμό του δένδρου και δεν τρέφεται από τους ίδιους ακριβώς χυμούς που κυκλοφορούν στο δένδρο, ξηραίνεται. Αν, πριν ξεραθεί , φυτευθεί και βλαστήσει, αποτελεί άλλο ξεχωριστό δένδρο, φύεται κοντά στο δένδρο της Εκκλησίας, και δεν ανήκει σ' αυτή, "παραφύεται", και αυτό συμβαίνει με τις αιρέσεις.
Η αυστηρή και σοβαρή αντιμετώπιση των διαφορών στην πίστη θεωρείται πλέον σήμερα μεσαιωνική στάση και συμπεριφορά, ασυμβίβαστη με την νοοτροπία και τις τάσεις της εποχής μας, γνώρισμα ολίγων φανατικών και ζηλωτών, οι οποίοι με την επιμονή τους στα θέματα πίστεως ζημιώνουν πολύ π.χ. τους αδελφούς Κόπτες της Αιγύπτου, που τους αφήνουν μόνους και απροστάτευτους στην πλημμυρίδα των Ισλαμιστών της Αιγύπτου η αδυνατίζουν μέσα στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών την πλευρά των Ορθοδόξων, που θα ήταν πιο ισχυροί, απέναντι των πολυαρίθμων και πανίσχυρων Προτεσταντών, αν προσετίθεντο στους Ορθοδόξους οι Αντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσίτες.
Εκτός όμως από αυτούς τους έκδηλα μη θεολογικούς λόγους, που προβάλλονται από μία εκκοσμικευμένη και προσαρμοστική θεολογία, υπάρχει στη στάση αυτή ένας απύθμενος θεολογικός εγωισμός, ξένος προς το ορθόδοξο ήθος, προς το ήθος των αγίων και των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας στηριζόμενοι στην διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων σέβονται την Παράδοση της Εκκλησίας, "επόμενοι δε τοις προ αυτών αγίοις Πατράσι", οι οποίοι αλαθήτως σε οικουμενικές συνόδους διετύπωσαν σε όρους την πίστη, δεν επιχειρούν να άρουν "όρια αιώνια α έθεντο οι Πατέρες" και να καινοτομήσουν σε θέματα πίστεως, όσο σοφοί και φιλόσοφοι και ευφυείς και σπουδασμένοι και αν είναι κατά κόσμον. Θέτουν την σοφία και τη γνώση τους στην υπηρεσία όχι της ανατροπής, αλλά της κατοχυρώσεως της πίστεως, που βρίσκεται έτσι διαχρονικά σε θαυμαστή ενότητα μέσα στη διδασκαλία των συνόδων, αλλά και στη διδασκαλία των Πατέρων. Έχει ορθά παρατηρηθή, ότι υπάρχει τέτοια ενότητα μεταξύ των επτά οικουμενικών συνόδων, που φαίνεται σαν να αποτελούν επτά απλώς συνεδρίες μιας μόνον συνόδου. Κάθε μία ακολουθεί την προηγούμενη, την αλήθεια της οποίας επιβεβαιώνει και συνεχίζει, και όλες μαζί εκφράζουν την αλήθεια της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Η αποδοχή της θέσεως των Αρμενίων και των άλλων Μονοφυσιτών ότι η Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος ολίσθησε σε Νεστοριανισμό, παρασυρθείσα από τον άγιο Λέοντα, πάπα Ρώμης, προσβάλλει την ενότητα όλων των συνόδων, των προηγουμένων και των επομένων, και παρουσιάζει τους συγχρόνους θεολόγους ικανότερους στο να κατανοήσουν την θεολογική ορολογία των Μονοφυσιτών και να μη την παρεξηγήσουν, όπως την παρεξήγησαν και την θεώρησαν ως αιρετική οι άγιοι Πατέρες των Συνόδων, αλλά και άλλες γιγάντιες και κολοσσιαίες θεολογικές και πατερικές προσωπικότητες, που ασχολήθηκαν με τους Μονοφυσίτες, όπως ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, και ο Μέγας Φώτιος, οι οποίοι εκφράζουν και σφραγίζουν σε αδιάκοπη και ενιαία σειρά τη διδασκαλία της Εκκλησίας επί τρεις αιώνες, ως οι επιφανέστεροι θεολόγοι αυτών των αιώνων, ο άγιος Μάξιμος του εβδόμου, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός του ογδόου και ο Μέγας Φώτιος του ενάτου αιώνος. Και αν ακόμη δεν υπολογίσει κανείς την αγιότητα και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που τους ξεχωρίζει αμέσως από τους συνήθως μέσα στην κοσμική τύρβη περισπωμένους συγχρόνους θεολόγους, και μόνον η εκπληκτική τους συγκρότηση και ο ανυπέρβλητος γνωσιολογικός εξοπλισμός, τους καθιστούν γίγαντες ενώπιον των οποίων εμείς πρέπει να αισθανόμαστε ως νάνοι. Δεν εκατάλαβον λοιπόν αυτοί οι γίγαντες την χριστολογική ορολογία των Αντιχαλκηδονίων και τους προσήψαν αδικαιολόγητα την ρετσινιά των αιρετικών, και την καταλαβαίνουμε τώρα εμείς καλύτερα που τους θεωρούμε ομόδοξους και Ορθοδόξους, ώστε να μη χρειάζεται καν θεολογικός διάλογος, αλλά απλή διακήρυξη της ενώσεως;
Αντιλαμβάνομαι ότι ο προσμετρηθείς για όλες τις εισηγήσεις χρόνος τρέχει και για την δική μου και πρέπει να δούμε πως ο Μέγας Φώτιος αντιμετώπισε τους Αρμενίους. Επειδή όμως από τη μελέτη των σχετικών έργων του προκύπτει σαφέστατα ότι οι θέσεις του αποτελούν εκ βάθρων ανατροπή της πορείας και των πορισμάτων, μέχρι και των πιο μικρών, του διεξαγομένου σήμερα θεολογικού διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Ατνιχαλκηδονίων είναι πολύ πιο σπουδαίο αυτό να γίνει κατανοητό, παρά να παρουσιασθεί εν εκτάσει η σχετική διδασκαλία του Μεγάλου Φωτίου, που μπορεί να γίνει και σε μία εκτενέστερη μορφή της εισηγήσεως η σε ανεξάρτητο δημοσίευμα, χωρίς ασφαλώς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα παρουσιασθούν εδώ, έστω και σύντομα, οι βασικές θέσεις του Μεγάλου Φωτίου.
5. Ο σύγχρονος Θεολογικός Διάλογος με τους Αντιχαλκηδονίους ανατρέπει την Ορθόδοξη Παράδοση. Δογματική σύγχυση.
Είναι απαραίτητο πάντως να λεχθεί ότι η προσπάθεια αποχαρακτηρισμού των Αρμενίων και των άλλων Αντιχαλκηδονίων ως Μονοφυσιτών αιρετικών και η παρουσίασή των ως κατά πάντα Ορθοδόξων, ενώ αποτελούσε απλώς προσωπική γνώμη ελαχίστων θεολόγων, και ως εκ τούτου δεν ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική, στις ημέρες μας αποτελεί βασική γραμμή πάνω στην οποία πορεύεται ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Μονοφυσίτες, ο οποίος συναντά λόγω αυτής του της πορείας την δικαιολογημένη αντίδραση μερικών αυτοκέφαλων εκκλησιών, του Αγίου Όρους και μεμονωμένων θεολόγων. Οι Αντιχαλκηδόνιοι χωρίς να εγκαταλείψουν τις δύο βασικές τους θέσεις, την απόρριψη της Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου και την μη αρίθμηση των δύο φύσεων του Χριστού μετά την ένωση, που αρκούν για να θεωρούνται ως Μονοφυσίτες αιρετικοί, κατόρθωσαν προβάλλοντας ασθενέστατα θεολογικά επιχειρήματα, τα οποία κονιορτοποιεί ο Μ. Φώτιος, να οδηγήσουν τα ορθόδοξα μέλη της Επιτροπής του Διαλόγου στη θέση ότι οι δύο εκκλησίες έχουν κληρονομήσει την ίδια αποστολική πίστη και παράδοση και ότι αποτελούν δύο οικογένειες Ορθοδόξων Εκκλησιών. Σχετικά μάλιστα με το όνομα των Αντιχαλκηδονίων, που αποτέλεσε θέμα συζητήσεως στον Διάλογο, με την επιμονή τους οι Αντιχαλκηδόνιοι επέτυχαν να μην ονομάζονται πλέον Μονοφυσιτικές Εκκλησίες η Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες, αλλά σε πρώτη φάση δέχθηκαν να ονομάζονται Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες. Εζήτησαν κατόπιν να ονομάζονται απλώς Ορθόδοξες Εκκλησίες. δεν δέχθηκαν συμβιβαστική πρόταση των Ορθοδόξων να ονομάζονται Ανατολικές Ορθόδοξες μη Χαλκηδόνιες Εκκλησίες, ζήτησαν την απάλειψη του μη Χαλκηδόνιες Εκκλησίες και ονομάζονται τώρα στο Διάλογο Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, επιβεβαιουμένης έτσι δια του ονόματος της ανυπάρκτου εν τοις πράγμασι Ορθοδοξίας των. Οι διεργασίες αυτές στα πλαίσια του Θεολογικού Διαλόγου είχαν και έχουν σαν συνέπεια να δημιουργηθεί όντως το κοινώς λεγόμενο comfusio, σύγχυση αληθινή, κατά την συγχυτική των Αντιχαλκηδονίων Χριστολογία. Τα ονόματα Ορθοδοξία και Ορθόδοξος δεν χαρακτηρίζουν πλέον μόνον τις κατά παράδοση Ορθόδοξες Εκκλησίες, τις ενωμένες απολύτως στην πίστη, την λατρεία και την διοίκηση, που έχουν επί κεφαλής ως πρώτον τη τιμή τον οικουμενικό της Κων/πόλεως θρόνο, αλλά και τους Μονοφυσίτες Αντιχαλκηδονίους. Έτσι μέσα στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ταυτιζόμαστε οι Ορθόδοξοι με τους Μονοφυσίτες και ονομαζόμαστε όλοι από κοινού Ορθόδοξοι, συμμετέχοντας σε κοινές "διορθόδοξες" επιτροπές. Το πιο δυσάρεστο όμως είναι, μετά από αυτήν την άμβλυνση, να συγκροτούμε και μόνοι μας διορθόδοξες επιτροπές και να συντάσσουμε κοινά κείμενα με τους Μονοφυσίτες ως κείμενα των Ορθοδόξων.
Μέσα λοιπόν σ' αυτήν την σύγχυση, που δημιουργήθηκε και από τις σχετικές μελέτες μερικών θεολόγων, και από τις θεολογικές διεργασίες στα πλαίσια του Διαλόγου, δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι όλα αυτά έχουν περάσει και στη θεολογική έρευνα και διδασκαλία στις θεολογικές μας Σχολές αλλά και στη γενικώτερη έναντι των Μονοφυσιτών στάση μας. Είναι π.χ. άξιο παρατηρήσεως ότι, ενώ οι Σχολές μας δεν χορηγούν διδακτορικό δίπλωμα ούτε σε Ρωμαιοκαθολικούς ούτε σε Προτεστάντες η άλλους ετεροδόξους, χορήγησαν όμως σε Κόπτες Θεολόγους. Σε μελέτες καθηγητών γράφεται ότι οι Μονοφυσίτες της Αιγύπτου δεν είναι αιρετικοί αλλά σχισματικοί, με επίκληση μάλιστα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού του οποίου παρερμηνεύεται η διδασκαλία8.
Στα ίδια πλαίσια προσεγγίσεως προς τους Μονοφυσίτες, τοποθετείται και η προσπάθεια να αποδειχθεί ότι ο Τόμος της Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου δεν είναι επηρεασμένος από την διδασκαλία του αγίου Λέοντος Ρώμης, τον οποίο οι Μονοφυσίτες θεωρούν νεστοριανίζοντα, αλλά από τη διδασκαλία του Αγίου Κυρίλλου, σαν να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον άγιο Λέοντα και στον Άγιο Κύριλλο9.
6. Οι Αρμένιοι είναι αιρετικοί. Η αποκήρυξη της πλάνης και η επιστροφή είναι η μόνη δυνατότης για την ένωση.
Ευτυχώς όμως που απέναντι σ' αυτή τη σύγχυση υπάρχει η σαφέστατη και διαυγής διδασκαλία των αγίων Πατέρων, η οποία τελικώς θα ισχύσει ως κριτήριο και ως γνώμων.
Υπάρχουν το έργο και η διδασκαλία του Μ. Φωτίου που σχετίζονται με το θέμα των Αρμενίων, τα οποία δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς και δεν γονιμοποίησαν ακόμη την σύγχρονη θεολογική σκέψη, γιατί παραμένουν άγνωστα.
Ο Μ. Φώτιος είναι πράγματι μεγάλη προφητική φυσιογνωμία, που στάλθηκε από το Θεό σε δύσκολους για την Εκκλησία καιρούς, όταν ο παπικός απολυταρχισμός, στηριζόμενος στην ανερχόμενη πολιτική δύναμη των Φράγκων ηγεμόνων, επεδίωξε, καταργώντας το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας και ανακηρυσσόμενος σε αυτάρκη και αλάθητο θεσμό σε θέματα πίστεως, να επέμβει αφ' ενός στα όρια δικαιοδοσίας των αυτοκέφαλων εκκλησιών, όπως έγινε με την περίπτωση της Βουλγαρίας, και συγχρόνως να αμφισβητήσει το κύρος παραδεδομένων δογμάτων, καινοτομώντας σε θέματα πίστεως.
Είναι γνωστή η αντίδραση του Μ. Φωτίου, ο οποίος, αγνοώντας τους πολιτικούς συσχετισμούς, με καθαρώς θεολογικά κριτήρια, αγωνίσθηκε για την καθαρότητα της πίστεως και τη διατήρηση του αποστολοπαραδότου συνοδικού συστήματος διοικήσεως της Εκκλησίας, ενώ συγχρόνως με το άριστα σχεδιασμένο ιεραποστολικό του έργο δυναμικά διέδωσε το κήρυγμα του Ευαγγελίου στους σλαβικούς λαούς διευρύνοτας γεωγραφικά και ενισχύοντας με νέους πληθυσμούς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο δυναμικός αυτός σχεδιασμός, ως ποιμαντική ασφαλώς ευθύνη για την σωτηρία των ανθρώπων μέσα στην Εκκλησία, περιέλαβε, εκτός από τους απίστους και αλλοθρήσκους, και τους αιρετικούς, οι οποίοι κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας που την προβάλλει ο Μ. Φώτιος, αν δεν επιστρέψουν στην Εκκλησία και μείνουν στην αίρεση, χάνουν την σωτηρία τους. Η ποιμαντική επομένως ευαισθησία της Εκκλησίας για την σωτηρία των εκτός αυτής ανθρώπων, δεν εξαντλείται στο ιεραποστολικό προς τους αλλοθρήσκους έργο, αλλά επεκτείνεται και προς τους αιρετικούς. Η διπλή αυτή διάσταση, έκδηλη στο έργο και στη διδασκαλία του Μ. Φωτίου, έχει εκλείψει στις ημέρες μας, γιατί έχουν καταργηθή τα όρια μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεως, και οι θεωρούμενοι προηγουμένως ως αιρετικοί αποτελούν "εκκλησίες", και "αδελφές" μάλιστα "εκκλησίες", οπότε η ένωση δεν θεωρείται ως επιστροφή τους στην Εκκλησία, αλλ' ως ένωση των εκκλησιών, όπως έχει καθιερωθή κακώς να λέγεται από όλους μας, γιατί με τον τρόπο αυτό εκκλησιαστικοποιούμε τις αιρέσεις και τις εξισώνουμε ως εκκλησίες με την Εκκλησία.
Έχει πράγματι καταγραφή από την ιστορία και προκύπτει από μαρτυρίες του ιδίου του Μ. Φωτίου και άλλων συγγραφέων μία κατ' αρχήν επιτυχής προσπάθεια επιστροφής των Αρμενίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατά την διάρκεια της πρώτης πατριαρχίας του ο Φώτιος έστειλε επιστολές στον ηγεμόνα των Αρμενίων Ασούτ και στον καθολικό τους Ζαχαρία, τις οποίες εκόμισε ο μητροπολίτης Νίκης Ιωάννης. Στις επιστολές αυτές, που σώθηκαν Αρμενιστί και σε λατινική μετάφραση, επρότεινε την ένωσή τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Σε σύνοδο Αρμενίων επισκόπων που έγινε στην πόλη Άντ το 864 αναγνώρισαν οι Αρμένιοι την Δ' Οικουμενική Σύνοδο και απεκήρυξαν τον Μονοφυσιτισμό10.
Ο άγιος Φώτιος αναφέρεται σ' αυτήν την επιστροφή των Αρμενίων στην γνωστή Εγκύκλιο Επιστολή προς τους πατριάρχας της Ανατολής, στην οποία καταγγέλλει τις επεμβάσεις του πάπα στη Βουλγαρία και την αθέμιτη προσθήκη του filioque στο σύμβολο της πίστεως. Ο λόγος αυτής της αναφοράς στη συνάφεια του κειμένου οφείλεται στο ότι θέλει να δείξει ότι η Εκκλησία μετά την καταδίκη των παλαιών αιρέσεων διερχόταν περίοδο ειρήνης και πνευματικής καρποφορίας. Με κέντρο μάλιστα την Κωνσταντινούπολη, από την οποία αναβλύζουν οι πηγές της Ορθοδοξίας, αρδεύονταν οι ψυχές σ' όλην την οικουμένη, και μάλιστα εκεί όπου είχε επικρατήσει ξηρασία και ανομβρία και είχαν μεταβληθή οι χώρες, όπου είχαν επικρατήσει οι αιρέσεις, σε έρημες και άγονες περιοχές, όπως συνέβη με τους Αρμενίους. Το ενδιαφέρον αυτό κείμενο αρκεί μόνο του να δείξει, ότι ο Μ. Φώτιος θεωρεί τους Αρμενίους ως δυσσεβείς αιρετικούς, που παρασύρθηκαν στην αίρεση από τους Ιακωβίτες, από την εποχή της Δ' εν Χαλκηδόνι Συνόδου, ευρίσκονται από τότε σε πλάνη και δεν είναι Ορθόδοξοι. η μόνη δυνατότης να ενωθούν με την Εκκλησία είναι να αποκηρύξουν την πλάνη και να αναθεματίσουν όλους τους πάτρωνες και διδασκάλους τους, ακραίους και μετριοπαθείς: «Και γαρ οι την Αρμενίαν οικούντες τω των Ιακωβιτών ενισχυμένοι δυσσεβήματι και προς το ορθόν της ευσεβείας απαυθαδιαζόμενοι κήρυγμα, αφ' ούπερ η πολυάνθρωπος εκείνη και αγία των πατέρων ημών κατά Καλχηδόνα συνεκροτήθη σύνοδος, των υμετέρων ευχών ημίν επαμυνόντων, την μακράν εκείνην πλάνην αποθέσθαι ενεδυναμώθησαν. και λατρεύει σήμερον καθαρώς και ορθοδόξως η των Αρμενίων λήξις την Χριστιανών λατρείαν, Ευτυχή και Σεβήρον και Διόσκορον και τους κατά της ευσεβείας πετροβόλους Πέτρους και τον Αλικαρνασέα Ιουλιανόν και πάσαν αυτών την πολύσπορον διασποράν, ως η καθολική εκκλησία, μυσαττομένη και δεσμοίς αλύτοις του αναθέματος υποβάλλουσα»11.
Η ένωση αυτή των Αρμενίων δεν κράτησε φαίνεται για πολύ. Η καθαίρεση του Μ. Φωτίου από τον πατριαρχικό θρόνο δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση και εμπέδωση αυτής της προσπάθειας. Αυτό προκύπτει από μαρτυρία του πατριάρχου Νικολάου Μυστικού, ο οποίος επαναλαμβάνει μετά από πενήντα χρόνια περίπου, το 918 - 920, την προσπάθεια. Γράφοντας δε προς τον Αρμένιο άρχοντα αναφέρεται στον πατριάρχη Φώτιο και στην αποτυχούσα προσπάθειά του, που την αποδίδει εις "τας των πραγμάτων περιπέτειας": "Περί ου και τω ημετέρω πατρί, φαμέν δη Φωτίω τω αγιωτάτω πατριάρχη, ου μικρός αγών καταβέβληται τούτο μεν λόγοις, τούτο δε και αποστολή ανδρών, ει και των πραγμάτων αι περιπέτειαι επί το τέλος ελθείν την σπουδήν απεκώλυσαν"12. Την ίδια περίοδο και ο Αρέθας Καισαρείας, απαντώντας σε επιστολή των Αρμενίων, λέγει ότι πολλοί μεγάλοι και επιφανείς άνδρες έγραψαν υπέρ της ευσέβειας και με τους αγώνες τους καθιστούν υπευθύνους τους αντιλέγοντας. Περιλαμβάνει μεταξύ αυτών και τον Μέγα Φώτιο, του οποίου εξαίρει την σοφία την παρρησία, την οργανωτικότητα, αλλά και την αποτελεσματικότητα, αφού παρουσιάζει ότι πολλοί Αρμένιοι επείσθησαν και προσήλθαν στην Εκκλησία. «Μέθ' ων και ο χθες τε και πρώην ιερός μεν το γένος, ιερώτερος δε την σοφίαν, όση τε θεία και όση της κατ' ανθρώπους λογίζεται. Τις ούτος; Ο τοις ουρανίοις αδύτοις τα νυν εγκατοικιζόμενος Φώτιος ος τοις κατά ταύτα εικαιολογούσι των Αρμενίων υμών γενναίω λόγω και θεοφιλεί ψυχής παραστήματι και ανανταγωνίστω γνώμη και διαρκεί σαφώς εφορμήσας είλε μεν των αντιπάλων όσον φιλήκοον, όσον εις σύνεσιν ου παρέσφηλεν, όσον ταις αποθήκαις η τοις σταθμοίς του θεού δίκαιον εναυλίζεσθαι»13.
7. Ανεκμετάλλευτα και άγνωστα κείμενα του Μ. Φωτίου κατά των Αρμενίων.
Από τις δύο αυτές μαρτυρίες προκύπτει ότι ο Φώτιος έγραψε η εξεφώνησε λόγους, «τούτο μεν λόγοις τούτο δε και αποστολή ανδρών», και ότι απέναντι στην ασταθή και σε πιθανολογίες στηριζόμενη επιχειρηματολογία των Αρμενίων αντέταξε «γενναίο λόγο», «θεοφιλές παράστημα ψυχής», «ανανταγώνιστο και διαρκή γνώμη». Σώζονται πράγματι ελληνιστί δύο μακρές επιστολές του Φωτίου, οι υπ' αριθμ. 284 και 285 στη νέα έκδοση των επιστολών της Λειψίας από τους Λαούρδα - Westerink. Ιδιαίτερα η πρώτη που επιγράφεται Κατά της Θεοπασχιτών αιρέσεως είναι μακρότατη πραγματεία αποτελούμενη από 3294 στίχους, που όπως παραδέχεται ο Μ. Φώτιος επεξετάθη "πέρα του μετρίου" (3189), γιατί έπρεπε να απαντήσει στο εκτενές γράμμα, "το μακρότερον της Ιλιάδος" (3190), του ηγεμόνος των Αρμενίων Ασωτίου (Ασούτ - Ασώτ), στο οποίο περιέχεται όλη η επιχειρηματολογία των Μονοφυσιτών εναντίον της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, "αι εικαιολογίαι" των Αρμενίων, όπως τις χαρακτηρίζει ο Αρέθας, τις οποίες ανήρεσε ο Μ. Φώτιος.
Η σπουδαιότης της επιστολιμαίας αυτής πραγματείας είναι μεγίστη. Έχει παρατηρηθή σωστά πως ό,τι είναι για την Πνευματολογία η πραγματεία "Περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας" το ίδιο είναι για την Χριστολογία η πραγματεία αυτή "Κατά της Θεοπασχιτών αιρέσεως"14. Ενώ όμως η πρώτη είναι πασίγνωστη, σ' αυτήν στηρίζεται όλη η μετά τον Φώτιο γραμματεία για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, έχει δε μελετηθή και αξιολογηθή επανειλημμένως και από την σύγχρονη θεολογική έρευνα, η δεύτερη παραμένει παντελώς σχεδόν άγνωστη και αναξιοποίητη. Το σημαντικώτερο μάλιστα είναι ότι όλα τα επιχειρήματα και οι θέσεις που προβάλλονται και σήμερα απαράλλακτα στον Θεολογικό Διάλογο από τους Αντιχαλκηδονίους, ενώπιον των οποίων οι Ορθόδοξοι Θεολόγοι, εντός και εκτός του Διαλόγου, αίσθάνονται τουλάχιστον αμήχανοι και συγκαταβατικοί, αντιμετωπίζονται με την ίδια μέθοδο, δύναμη και πειθώ που γνωρίζομε από το κλασικό Περί Αγίου Πνεύματος έργο του Μ. Φωτίου. Είναι φυσικά αδύνατο να γίνει εδώ η θεολογική ανάλυση και παρουσίαση του μοναδικού όντως αυτού για την Χριστολογία έργου. Λόγω όμως της μεγάλης του σπουδαιότητος και της όχι ευτυχούς τροπής που πήρε ο Θεολογικός Διάλογος είναι επείγουσα αναγκαιότης το έργο αυτό να εκδοθεί σε μετάφραση με θεολογική εισαγωγή και κατάλληλο θεολογικό σχολιασμό, ώστε να αξιοποιηθεί από την σύγχρονη θεολογική έρευνα και να συμβάλει ουσιαστικά από πλευράς Ορθοδόξου στον διεξαγόμενο Διάλογο. Και μολονότι όλοι βαρυνόμεθα με πολλές άλλες ασχολίες και έχομε βαρύ φόρτο στους ώμους μας, ελπίζω με τη Χάρη του Θεού να μπορέσω να ανταποκριθώ σ' αυτό το έργο.
Η άλλη επιστολιμαία πραγματεία, που επιγράφεται "Επιστολή προς Αρμενίους" υπ' αριθμ. 285 στη νέα έκδοση της Λειψίας, είναι πολύ μικρότερη σε έκταση, αποτελείται από 479 στίχους.συμπληρώνει όμως με νέες θέσεις την διδασκαλία του Μ. Φωτίου15.
Πρέπει συναφώς να επισημανθεί ότι η άγνοια αυτών των επιστολών και επομένως και της σχετικής διδασκαλίας του Μ. Φωτίου οφείλεται κυρίως στο ότι οι επιστολές δεν είχαν περιληφθή στις παλαιότερες εκδόσεις, ούτε και στην P.G. του Μigne. Τις δημοσίευσε το 1971 ο Darrouzes στο REB, απ' όπου τις παρέλαβε και η έκδοση της Λειψίας16.
Επίλογος
Οι Αρμένιοι είναι ευγενής και συμπαθής λαός. Συμπορεύθηκαν με τους Έλληνες σε δύσκολους καιρούς, αντιμετώπισαν την ίδια σκληρότητα από ξενικές κατακτήσεις μέχρι των τελευταίων επονειδίστων σφαγών στις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνος μας. Πενήντα χιλιάδες πρόσφυγες Αρμένιοι μαζί με τους ομοεθνείς μας πρόσφυγες της Μικρασίας και του Πόντου βρήκαν θαλπωρή και καταφύγιο στη χώρα μας, όπου ζουν με εντιμότητα, εργατικότητα και προκοπή. Φιλικώτατα τους αντιμετωπίζει σε ανθρώπινο επίπεδο και κοσμικό ο Μ. Φώτιος. Επανειλημμένως αποκαλεί τον Ασώτιο φίλο και συγγενή. Επισημαίνει όμως ότι τα θέματα της πίστεως και της αληθείας κινούνται σε άλλη διάσταση, όχι στο χώρο των πρόσκαιρων σκοπιμοτήτων, αλλά στο χώρο της αιωνιότητος, την είσοδο στην οποία εγγυώνται όχι το σχίσμα και η αίρεσις, αλλά η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Του γράφει. «Μη σοί γένοιτο, τερπνόν φιλίας και συγγενείας αγλάισμα, μήτε σοί μήτε τινί άλλω, όσοις το Χριστού επικαλείται όνομα, μηδαμώς κατά το εκείθεν κριτήριον εις τοιαύτην υποβληθήναι και τηλικαύτην εξέτασιν και τότε μεταμανθάνειν την αλήθειαν, ότε πλέον ουδέν του πικρότερον κολάζεσθαι περιγίνεται»17.
Αυτήν την άλλη πραγματικότητα, την άλλη διάσταση της αληθείας, είχαν πάντοτε ως κριτήριο οι Άγιοι, και ο Μ. Φώτιος, γι' αυτό ήσαν ανυποχώρητοι σε θέματα πίστεως και αληθείας.
Την πληροφορία για την επιτυχία της προσπάθειας αυτής επιστροφής των Αρμενίων δίδει ο ίδιος ο πατριάρχης Φώτιος στην επιστολή του προς τον ηγεμόνα των Αρμενίων Ασούτ η Ασώτ, επιγραφόμενη Κατά της Θεοπασχιτών. Επιστολή 284, εν Photii Patriarchae Constantinopolitani Epistulae et Amphilochia, τόμ. 3, σελ.4 ε., έκδ. Β. Laourdas - L. Westerink (Bibliotheca Teubneriana). αιρέσεως: «Το μεν ουν την παραίνεσιν ημών πέρας οίον ευχόμεθα λαβείν, ου βεβαίως ελπίζομεν, ει μη με των προλαβόντων άλλων Αρμενίων, ων ου προ πολλού χρόνου η επιστροφή και διόρθωσις, δια της ομοίας παραινέσεως και του μακαριωτάτου Ιωάννου αρχιεπισκόπου Νίκης λαμπρώς τε και ως άριστα προελθούσα, και περί της υμών αρετής φρονείν τα αμείνω προετρέψατο»
Είναι οι Αρμένιοι Ορθόδοξοι; Οι θέσεις του Μ. Φωτίου.
Σειρά "Καιρός"
Θέματα Εκκλ. Επικαιρότητος
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995
Πηγή: Αναδημοσίευση από το περιοδικό «ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ», Αντιαιρετικό Εγκόλπιον
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 4η Μαΐου 2015
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΘΕΝ «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ»
Τονίσαμε πολλές φορές το αξιοπαρατήρητο γεγονός, ότι κατά τις μεγάλες εορτές της Εκκλησίας μας έρχονται στο φως της δημοσιότητας κακόδοξα και βλάσφημα δημοσιεύματα. Οι στόχοι τους είναι προφανείς. Να προκαλέσουν σύγχυση στις ψυχές των πιστών και να σπείρουν την αμφιβολία στους ολιγόπιστους χριστιανούς.
Να μειώσουν την αξία των μεγάλων εορτών, κατά τις οποίες οι πιστοί βιώνουν τα σωτήρια γεγονότα της εν Χριστώ απολυτρώσεώς μας. Προ πάντων δε να βεβηλώσουν το Θείο Πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων της πίστεώς μας και να καταδείξουν την Εκκλησία μας ως δήθεν αναξιόπιστη.
Ένα τέτοιο δημοσίευμα ήρθε στο φως της δημοσιότητας την Μεγάλη Εβδομάδα από την εφημερίδα «ESPRESSO» (φύλλο 8-4-2015). Τίτλος του: «ΤΡΕΛΗ “ΘΕΩΡΙΑ”ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΑΖΩΡΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ» και συντάκτης του η κ. Κατερίνα Νικολοπούλου. Δεν πρόκειται βέβαια για φρέσκια «θεωρία», αλλά για πολύ παλαιά, την οποία φρόντισαν κάποιοι να μας τη θυμίσουν αυτές τις άγιες ημέρες.
Το 1980 ανακαλύφθηκε στην Ιερουσαλήμ από ισραηλινούς αρχαιολόγους κάποιος αρχαίος τάφος, τον οποίο χρονολόγησαν στον 1ο μ. Χ. αιώνα και τον «βάπτισαν» ως τον «οικογενειακό τάφο του Χριστού»! Φρόντισαν επίσης να φτιάξουν και το γνωστό «σενάριο» του δήθεν «έγγαμου Ιησού», από τα φερόμενα ανακαλυφθέντα στον εν λόγω τάφο στοιχεία. Και ποιά ήταν αυτά τα «συγκλονιστικά» στοιχεία; Ας δούμε ένα αποσπάσματα του δημοσιεύματος, για να διαπιστώσουμε την αυθαιρεσία και την απάτη των δήθεν επιστημόνων: «Τη θεωρία ότι ο Ιησούς ήταν παντρεμένος με γιο και δεν αναστήθηκε, υποστηρίζει -μέσω της ανάλυσης του χώματος τάφων με νεκρούς αμφιλεγόμενης ταυτότητας- γεωλόγος στο Ισραήλ. Έπειτα από εκτενή γεωχημικά τεστ, ο δρ Άρι Σίμρον ισχυρίζεται ότι βρήκε τον κρίκο που συνδέει το οστεοφυλάκιο του Τζέιμς (Ιακώβ), το οποίο αναγράφει στα αραμαϊκά ότι είναι ο γιος του Ιωσήφ και ο αδερφός του Ιησού, με τον «οικογενειακό τάφο του Ιησού», που φέρεται ότι έχει εντοπιστεί στην Ιερουσαλήμ και συγκεκριμένα στην περιοχή του ανατολικού Τάλπιοτ. Στον τάφο που ανακαλύφθηκε το 1980 και χρονολογείται από την εποχή του Ιησού θεωρείται από κάποιους ότι είχαν ταφεί, όπως μαρτυρούν επιγραφές που είχαν επάνω τα οστεοφυλάκια, εκτός από τον «Ιησού, υιό του Ιωσήφ», εννέα ακόμη άνθρωποι, μεταξύ των οποίων ο «υιός του Ιησού, Ιούδας» και η «σύζυγός του Μαρία Μαγδαληνή».
Η αυθαίρετη απόδοση του «ανακαλυφθέντος τάφου», στον «οικογενειακό τάφο του Ιησού» αντίκειται κατ’ αρχήν στην κοινή λογική. Τα ονόματα που αναφέρει η «τρελή» αυτή «θεωρία» ήταν κοινότατα στην ιουδαϊκή κοινωνία, αφού -σύμφωνα με ειδικό στατιστικολόγο από το πανεπιστήμιο του Τορόντο- καθένα από αυτά αφορούσε το 20% του τότε πληθυσμού. Είναι σαν να λέμε σήμερα ότι ανακαλύψαμε έναν σύγχρονο οικογενειακό τάφο με την υποτιθέμενες επιγραφές: «Γεώργιος ο γιός του Νικολάου»,«Μαρία σύζυγος του Νικολάου», «Χρήστος αδελφός του Γεωργίου» και να προσπαθούμε να τον αποδώσουμε σε συγκεκριμένα γνωστά πρόσωπα του παρελθόντος! Όχι απλά δεν είναι επιστημονική η τακτική αυτή, αλλά εντελώς παράλογη!
Αλλά η «τρελή» όντως αυτή «θεωρία» έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση και με την ιστορία. Όπως αναφέρει το δημοσίευμα: «ο δρ Σίμρον βάσισε την έρευνά του στη θεωρία ότι ένας σεισμός που συγκλόνισε την Ιερουσαλήμ το 363 μ. Χ. είχε ως αποτέλεσμα ο τάφος Τάλπιοτ να γεμίσει με τόνους χώματος και λάσπης που μετακίνησαν τον λίθο της εισόδου και κάλυψαν πλήρως τα οστεοφυλάκια. Μελετώντας τα τελευταία επτά χρόνια -με τη χρηματοδότηση του Τζακομπόβιτσι- δείγματα χώματος που απόξεσε από την επιφάνεια του οστεοφυλακίου του Τζέιμς και από τα οστεοφυλάκια του Τάλπιοτ και συγκρίνοντάς τα και με δείγματα από δεκαπέντε άλλους τάφους, διαπίστωσε ότι “τα δείγματα των δύο πρώτων ανήκουν στην ίδια γεωχημική ομάδα”».
Κατ’ αρχήν ο τάφος όπου ετέθη το σώμα του Ιησού είναι αδύνατον να ήταν ο οικογενειακός Του τάφος, διότι απλούστατα ήταν ο προσωπικός τάφος του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας, όπως δηλώνει σαφέστατα η Γραφή: «και έθηκεν, (ο Ιωσήφ), αυτό εν τω καινώ αυτού, (δηλαδή του Ιωσήφ) μνημείω, ο ελατόμησεν εν τη πέτρα» (Ματθ.27,60). Επίσης αν ο συγκεκριμένος τάφος, τον οποίο «βάπτισαν» ως «οικογενειακό τάφο του Ιησού», καταπλακώθηκε εξαιτίας σεισμού το 363 μ. Χ., τότε ο τάφος αυτός, σαφώς δεν είναι του Ιησού, διότι ο πραγματικός τάφος του Ιησού, ο Πανάγιος Τάφος είχε ανασκαφεί και ευρεθεί από την βασιλομήτορα αγία Ελένη το 330 μ. Χ., δηλαδή 33 χρόνια πριν από τον σεισμό!
Είναι επίσης γνωστό ότι ο τόπος του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου είχε ισοπεδωθεί και καταχωθεί το 135 μ. Χ. από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό (117-138μ.Χ.) και στο τόπο εκείνο είχε ανεγερθεί ο ειδωλολατρικός ναός της Αφροδίτης. Η καταστροφή του τόπου εκείνου και η ανέγερση ειδωλολατρικού ναού όχι σε άλλο χώρο, αλλά ακριβώς εκεί, όπου εσταυρώθη και ετάφη ο Κύριος, δεν έγινε τυχαία, αλλά ήταν μια μορφή διωγμού του Ρωμαίου αυτοκράτορα, που αποσκοπούσε να βεβηλώσει τον ιερότερο χώρο των Χριστιανών, τον τάφο του Ιδρυτή της πίστεώς των. Οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων, προφανέστατα, γνώριζαν την ακριβή θέση του Παναγίου Τάφου για ένα και πλέον αιώνα, (ως το 135 μ. Χ.), όπου πιθανότατα τον χρησιμοποιούσαν ως χώρο προσευχής και λατρείας. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η αγία Ελένη, δύο αιώνες αργότερα, δεν έσκαψε κάπου αλλού για την εύρεση του Τιμίου Σταυρού και του Παναγίου Τάφου, αλλά πήγε κατ’ ευθείαν σε εκείνον το χώρο, τον οποίο υπέδειξαν οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων.
Πέραν αυτών είναι άραγε τυχαίο το γεγονός, ότι το άγιο Φως εξέρχεται, (με θαυμαστό μάλιστα τρόπο κάθε χρόνο), όχι από τον υποτιθέμενο τάφο της περιοχής Τάλπιοτ, αλλά από τον Πανάγιο Τάφο; Τι άλλο θέλει να δηλώσει ο Θεός μ’ αυτό το επαναλαμβανόμενο θαύμα, παρά το ότι από αυτόν τον τάφο ανεστήθη και όχι κάποιον άλλο;
Κατά συνέπεια η καταφανής καταφρόνηση της λογικής και της ιστορίας αποδεικνύουν περίτρανα την απάτη αυτής της ψευδοεπιστημονικής, «τρελής θεωρίας», περί της δήθεν ανακαλύψεως του «οικογενειακού τάφου του Ιησού». Τους ενοχλεί σοβαρά η ύπαρξη των παναγίων προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων, τα οποία μαρτυρούν, αν μη τι άλλο, την ιστορική ύπαρξη του αιώνιου αντιπάλου τους Ιησού Χριστού. Προπάντων τους ενοχλεί ο ζωοδόχος και ζωήρυτος Πανάγιος Τάφος Του, ο οποίος είναι το μεγάλο τεκμήριο της λαμπροφόρου Αναστάσεώς Του και ως εκ τούτου της θεότητός Του. Πασχίζουν με χίλιες δυο επινοήσεις και αστήρικτες «θεωρίες», να αρνηθούν την ανάστασή Του και να τον παρουσιάσουν ως ένα κοινό άνθρωπο, ο οποίος δημιούργησε οικογένεια, απέκτησε παιδιά και πέθανε χωρίς να αναστηθεί. Εδώ βρίσκεται όλη η πολεμική τους. Τους δαιμονίζει η θεότητά Του, τους «βολεύει» η ανθρωπότητά Του!
Κλείνουμε την σύντομη αυτή ανακοίνωσή μας με την επισήμανση στους πιστούς μας αδελφούς, να κλείνουν ερμητικά τα αυτιά τους σε τέτοιες κακοήθειες, οι οποίες όπως είπαμε, έχουν στόχο να σπείρουν αμφιβολίες στις ψυχές τους, να διασπάσουν την οργανική τους ενότητα με την Εκκλησία και να ακυρώσουν την σωτηρία τους.
Εκ του Γραφείου επί τω Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Πηγή: Θρησκευτικά
Η θρησκεία έπαιζε, παίζει και θα συνεχίσει όπως φαίνεται να παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην οργάνωση της ζωής των πιστών απανταχού της Γης.
Σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν αναρίθμητες θρησκείες, με τις περισσότερες εξ αυτών να περιλαμβάνουν πλήθος υπό-αιρέσεων.
Σήμερα η Telegraph δημοσιεύει μια εικονοποιημένη έρευνα που καταγράφει το πώς και πόσο κοντά στη θρησκεία προσδιορίζουν τον εαυτό τους οι κάτοικοι του πλανήτη μας. Τα δυο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού δηλώνουν πιστοί και κοντά στη θρησκεία, όπως φαίνεται από το γράφημα.
Τι συμβαίνει στη χώρα μας:
Όπως φαίνεται από την έρευνα που δημοσιεύει η Telegraph, οι περισσότεροι συμπατριώτες μας αυτοπροσδιορίζονται ως πιστοί ή κοντά στη θρησκεία.
Λιγότεροι λένε πως δεν είναι κοντά στη θρησκεία, ενώ μόλις 6 στους 100 ερωτηθέντες αυτοπροσδιορίζονται ως άθεοι.
Σύμφωνα πάντως με πρόσφατη δημοσκόπηση που έκανε το "Βήμα" και επικαλούμενο διαχρονική έρευνα της Κάπα Research, από το 2006 ως σήμερα το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν θρησκευόμενοι έχει μειωθεί κατά 34%. Το ποσοστό των πιστών που πηγαίνουν τουλάχιστον μία φορά στην εκκλησία μειώθηκε κατά 16%.
Σχετικά µε άλλους λαούς του σύγχρονου κόσμου οι Ελληνες παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα πίστης και θρησκευτικής συνείδησης. Το 81,4% αισθάνονται χριστιανοί ορθόδοξοι, ενώ πάνω από επτά στους δέκα δηλώνουν την πίστη τους στον Θεό. Οσον αφορά τις θρησκευτικές συνήθειες, 55,8% συνηθίζουν να κάνουν τον σταυρό τους όταν περνούν από εκκλησία.
Η πλειονότητα των ερωτηθέντων τάσσεται υπέρ της διατήρησης των θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία (51,3%) αλλά αυξάνεται προοδευτικά το ποσοστό εκείνων που προτιμούν να παραμείνει ως προαιρετικό και ως μάθημα επιλογής το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία.
Από 23,1% το 2006 τάσσεται σήμερα υπέρ αυτής της άποψης το 40,8%, ενώ το 44,3% δηλώνει ότι προτιμά να παραμείνει υποχρεωτικό αλλά να διδάσκονται όλα τα δόγματα. Ταυτόχρονα το 65,6% δηλώνει ότι η ομοφυλοφιλία είναι ένας τρόπος ζωής που πρέπει να γίνει αποδεκτός από την κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα το 50,5% τάσσεται κατά του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.
Σε σχέση µε δέκα χρόνια πριν η πίστη και οι θρησκευτικές συνήθειες των Ελλήνων δείχνουν να βρίσκονται σε γενική πτώση. Συγκεκριµένα το ποσοστό εκείνων που δήλωναν χριστιανοί ορθόδοξοι το 2006 ήταν σηµαντικά υψηλότερο σε σχέση µε σήµερα (96,9%), ενώ σηµαντική άνοδος φαίνεται να υπάρχει στο ποσοστό εκείνων που δηλώνουν άθεοι (14,7% από µόλις 2% το 2006). Επίσης η πίστη στον Θεό παρουσιάζεται µειωµένη κατά 17,5% σε σχέση µε το 2005.
Για να δείτε τα αποτελέσματα της έρευνας ανά κράτος, πατήστε με τον κέρσορα σε κάθε χώρα ή γράψτε το όνομα της στο "search" πάνω στον διαδραστικό χάρτη:
Με πληροφορίες από: telegraph, το Βήμα, Κάπα Research
Πηγή: news247
ΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 23η Μαρτίου 2015.
ΤΟ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ «ΕΟΡΤΙΕΣ ΡΟΥΚΕΤΕΣ»
Με θλίψη διαπιστώνουμε, ότι τις παραμονές των μεγάλων εορτών της Εκκλησίας μας κάποιοι φροντίζουν να ρίχνουν «πυροτεχνήματα», αστήρικτες, ανιστόρητες, αυθαίρετες και εν πολλοίς παιδαριώδεις και γελοίες θεωρίες, προκειμένου να προσβάλουν την αξιοπιστία των Αγίων Γραφών και την σώζουσα διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Αφορμή για την ανακοίνωσή μας αυτή πήραμε από ένα πρόσφατο δημοσίευμα στην εφημερίδα STAR PRESS 1, με τίτλο: «Ο Ιησούς είχε αδελφό, τον Ιάκωβο», παρουσιάζοντας ως «είδηση βόμβα» μια «ανατρεπτική θεωρία Αμερικανού θεολόγου». Όπως έγραψε: «Η Παναγία δεν ήταν “αέναη παρθένα”, όπως πιστεύει μέχρι σήμερα ο χριστιανικός κόσμος, αφού, σύμφωνα με τον Μπεν Γουιδεράιγκτον, απεβίωσε αφότου είχε γεννήσει και άλλα παιδιά, τα οποία, αναπόφευκτά, θεωρούνται αδέλφια του Ιησού Χριστού».
Και συνεχίζει το δημοσίευμα: «Ο καθηγητής Θεολογίας στη Θεολογική Σχολή του Κεντάκι των ΗΠΑ και μελετητής της Καινής Διαθήκης ανάβει φωτιές, ισχυριζόμενος ότι “η Καινή Διαθήκη δεν λέει ότι η Μαρία είναι μια αέναη παρθένα. Αναφέρει ότι ήταν παρθένα, όταν συνέλαβε τον Ιησού και αυτό σίγουρα συνεπάγεται ότι μετά τον Ιησού απέκτησε και άλλα παιδιά. Έτσι τα “αδέλφια” και οι “αδελφές” του ήταν πράγματι αδέλφια και αδελφές του”». Προχώρησε μάλιστα ο εν λόγω «θεολόγος» και σε συνέντευξη στο μεγάλο παγκόσμιο τηλεοπτικό δίκτυο CNN, για να μάθει όλος ο κόσμος την καινούργια «ανακάλυψή» του(!), την «ανατρεπτική θεωρία» του, η οποία, ωστόσο είναι γνωστή στους αιρετικούς κύκλους εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια! Περισσότερο επικεντρώνεται στο πρόσωπο του αδελφοθέου Ιακώβου, διότι τον αποκαλεί ρητά ο Απόστολος Παύλος ως «αδελφό του Ιησού» (Γαλ.1,19). Εν προκειμένω ο αιρετικός αμερικανός «θεολόγος», εν μέσω της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και εν όψει της μεγάλης εορτής του Πάσχα, «έριξε» τη δική του «ρουκέτα», με στόχο να σπιλώσει την Εκκλησία του Χριστού και να κλονίσει την πίστη, όσων έχουν «χαλαρή» σχέση με το Χριστό και την Εκκλησία Του.
Πιστεύουμε ότι είναι «χαμένος χρόνος» να ασχολούμαστε με τέτοια θέματα, για τα οποία η αγία μας Εκκλησία έχει δώσει εδώ και πολλούς αιώνες άπαξ διά παντός αυθεντικές απαντήσεις. Εν προκειμένω για μας τους Ορθοδόξους δεν υφίσταται θέμα αειπαρθενίας της Θεοτόκου. Επειδή όμως ο απόστολος μας παραγγέλλει: «έτοιμοι προς απολογίαν παντί τω αιτούντι» (Α΄Πετρ.3,15) και με σκοπό τον επιστηριγμό στην Ορθόδοξη πίστη εκείνων που εύκολα κλονίζονται και επηρεάζονται από την πλάνη της αιρέσεως, θα μπούμε στον κόπο να παραθέσουμε ορισμένες βασικές μαρτυρίες από την αγία Γραφή, που αποδεικνύουν και κατοχυρώνουν την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας σχετικά με το αειπάρθενο της Θεοτόκου. Η αμφισβήτηση της αειπαρθενίας της Θεοτόκου αποτέλεσε μια κακόδοξη διδασκαλία, που εμφανίστηκε ήδη από τους αποστολικούς χρόνους (Κήρυνθος κ.α.). Κατά τους νεώτερους χρόνους επανεμφανίζεται μέσα στους κόλπους του Προτεστανισμού τον 16ον αιώνα και από τον 19ον αιώνα μεταξύ των μαρτύρων του Ιεχωβά. Τα κυριότερα χωρία από την αγία Γραφή που προβάλλουν οι δύο τελευταίες νεώτερες αιρέσεις (Προτεσταντισμός-Χιλιασμός) είναι τα εξής: «Και ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν» (Ματθ. 1,25). «Ουχ ούτός εστιν ο του τέκτονος υιός; ουχί η μήτηρ αυτού λέγεται Μαριάμ και οι αδελφοί αυτού Ιάκωβος και Ιωσής και Σίμων και Ιούδας; και αι αδελφαί αυτού ουχί πάσαι προς ημάς εισι; πόθεν ουν τούτω ταύτα πάντα;» (Ματθ.13,55-56). Από την φράση «τον πρωτότοκον» συμπεραίνουν, ότι η Παναγία μετά τον Ιησού γέννησε και άλλα τέκνα. Ωστόσο «πρωτότοκος» λέγεται ο πρώτος γεννώμενος, ο διανοίγων μήτραν, (βλ. Εξοδ.13,2,12-13), ασχέτως αν ακολουθούν, ή όχι άλλα τέκνα. Ο Χριστός λέγεται «πρωτότοκος» όχι μόνον ως Υιός της Παρθένου, αλλά και ως Υιός του Θεού (βλ. Κολ.1,15. Εβρ.1,6). Από το ότι ο Υιός του Θεού λέγεται «πρωτότοκος», μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι ο Θεός Πατήρ έχει και δευτερότοκον Υιόν; Όχι βεβαίως. Επίσης από την φράση «έως ου έτεκε» συμπεραίνουν, ότι μετά την γέννηση του Χριστού η Παναγία είχε συζυγικές σχέσεις με τον Ιωσήφ. Εδώ ο ευαγγελιστής ενδιαφέρεται, να μας πληροφορήσει ότι ο Χριστός είναι καρπός τελείας αγνότητος και αποτέλεσμα της επελεύσεως του αγίου Πνεύματος στην Θεοτόκο και όχι καρπός συζυγικής σχέσεως με τον Ιωσήφ, χωρίς (ο ευαγγελιστής) να εξετάζει το τι έγινε μετά την γέννηση του Χριστού. Μ’ ένα τέτοιο τρόπο εκφράζεται πολλές φορές η αγία Γραφή. Για παράδειγμα: «και ιδού εγώ μεθ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28,20). Από τη φράση αυτή μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα, ότι ο Χριστός μετά την συντέλεια του κόσμου θα παύσει να είναι μαζί με τους εκλεκτούς του; Όχι βέβαια.
Επίσης ούτε από τα χωρία της Γραφής όπου γίνεται λόγος περί «αδελφών» του Ιησού μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα, ότι αυτοί οι «αδελφοί» είναι τέκνα της Παναγίας και ομομήτριοι αδελφοί του Ιησού, όπως αυτό φαίνεται από τις παράκάτω βιβλικές μαρτυρίες: «Είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον, πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» (Λουκ.1,34). Αφού η παρθένος ήταν «μεμνηστευμένη» με τον Ιωσήφ, εφ’ όσον επρόκειτο να ζήσει συζυγικώς μαζί του δεν θα έπρεπε να έχει απορία και να ρωτά πώς θα αποκτούσε υιόν. Θα αποκτούσε υιόν με τον Ιωσήφ. Τώρα όμως ερωτά, πράγμα το οποίο σημαίνει, ότι η Παναγία εγνώριζε, ότι ο Ιωσήφ δεν προοριζόταν να γίνει σύζυγός της αλλά μόνον προστάτης της. Με το ερώτημά της προς τον άγγελο είναι σαν να του έλεγε: «έχω μεν άνδρα, αλλά αφού δεν έχω συζυγικές σχέσεις μαζί του, ούτε πρόκειται να έχω ποτέ στο μέλλον, πώς θα γεννήσω υιόν;».
Επίσης: «Ανέβη δε και Ιωσήφ από της Γαλιλαίας εκ πόλεως Ναζαρέτ εις την Ιουδαίαν εις πόλιν Δαυΐδ, ήτις καλείται Βηθλεέμ, δια το είναι αυτόν εξ οίκου και πατριάς Δαυΐδ, απογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτώ γυναικί, ούση εγκύω» (Λουκ.2,5). Η περίοδος της μνηστείας την εποχή εκείνη έληγε, την ημέρα που ο άνδρας παρελάμβανε την γυναίκα του στο σπίτι του. Εν προκειμένω η Παναγία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως «μεμνηστευμένη» παρ όλο που είχε ήδη συγκατοικήσει με τον Ιωσήφ. Άρα και μετά την συγκατοίκηση δεν είχε συζυγικές σχέσεις με τον Ιωσήφ.
Επίσης: «Εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον» (Ματθ.2,13). Δεν λέγει το «παιδίον σου και την γυναίκα σου», αλλά «το παιδίον και την μητέρα αυτού». Προ της γεννήσεως του Χριστού ο ευαγγελιστής ονομάζει τον Ιωσήφ «άνδρα» της Μαρίας (Ματθ.1,16), την δε Μαρία ως «γυναίκα» του Ιωσήφ (Ματθ.1,20,24.Λουκ.2,5), παρ’ όλο που δεν είχαν συζυγικές σχέσεις μεταξύ τους, όπως είδαμε προηγουμένως. Μετά όμως την γέννηση, ουδέποτε αναφέρονται έτσι, αλλά η Μαρία αναφέρεται πάντοτε ως «μήτηρ» του Ιησού. Εάν λοιπόν δεν υπήρχε σαρκική συνάφεια καθ’ όν χρόνον ο Ιωσήφ ονομάζεται «ανήρ» της Μαρίας και η Μαρία ως «γυνή» του Ιωσήφ, πως μπορούσε να υπάρχει συνάφεια κατόπιν, όταν ουδέποτε ονομάζονται έτσι, αλλά η Μαρία αναφέρεται πάντοτε ως «μήτηρ» του Ιησού; Σε μία μόνο περίπτωση η Παναγία ονομάζει τον Ιωσήφ πατέρα του Ιησού, αλλά αμέσως ο Ιησούς την διορθώνει: «Και προς αυτόν η μήτηρ αυτού είπε τέκνον, τι εποίησας ημίν ούτως; ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμέν σε και είπε προς αυτούς, τι ότι εζητείτέ με; ουκ ήδειτε ότι εν τοις του πατρός μου δει είναί με;» (Λουκ.2,48-49). «Γιατί με αναζητούσατε; Δεν γνωρίζετε, ότι εγώ πρέπει να βρίσκομαι στο σπίτι του Πατέρα μου;» Σαν να έλεγε στην μητέρα του: Ο αληθινός Πατέρας μου δεν είναι ο Ιωσήφ, αλλ’ ο ουράνιος Πατέρας, του οποίου οίκος είναι ο ναός του Σολομώντος.
Επίσης: «Τελευτήσαντος δε του Ηρώδου ιδού άγγελος Κυρίου κατ όναρ φαίνεται τω Ιωσήφ εν Αιγύπτω λέγων• εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πορεύου εις γην Ισραήλ• τεθνήκασι γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου. ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και ήλθεν εις γην Ισραήλ» (Ματθ. 2,19-21). Δεν λέγει «παράλαβε το παιδίον και την γυναίκα σου», αλλά «παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού». Τρείς μετέβησαν στην Αίγυπτο, ο Ιωσήφ με την μητέρα και το παιδίον. Τρείς και επέστρεψαν από την Αίγυπτο. Τέταρτος, δηλαδή άλλο τέκνο της Παναγίας, δεν φαίνεται. Άρα ούτε και κατά τον χρόνον της παραμονής της Θεοτόκου με τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, (που μπορεί να ήταν περίπου δύο χρόνια), είχε ο Ιωσήφ συζυγικές σχέσεις με την Παναγία.
Επίσης «Ιησούς ουν ιδών την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα ον ηγάπα, λέγει τη μητρί αυτού• γύναι, ίδε ο υιός σου. είτα λέγει τω μαθητή• ιδού η μήτηρ σου. και απ εκείνης της ώρας έλαβεν ο μαθητής αυτήν εις τα ίδια» (Ιω.19,26-27). Εάν η Παναγία είχε και άλλα τέκνα, γιατί ο Ιησούς δεν ανέθεσε την φροντίδα για την προστασία της, όπως θα ήταν εύλογο και αυτονόητο σε κάποιο από τα παιδιά της, αλλά στον Ιωάννη; Είναι επίσης άξιο προσοχής, ότι εδώ ο Ιησούς με την φράση «ίδε ο υιός σου»,(«ο υιός» με άρθρο), υποδεικνύει τον Ιωάννη ως τον μοναδικό μελλοντικό υιό της. Εάν η Παναγία είχε αποκτήσει και άλλα τέκνα ο Ιησούς δεν θα εκφραζόταν έτσι, αλλά θα έλεγε: «ίδε έναν ακόμη από τους υιούς σου».
Επίσης: «Ιούδας, Ιησού Χριστού δούλος, αδελφός δε Ιακώβου …» (Ιουδ.1). Ο Ιούδας ενώ από τους ευαγγελιστές εμφανίζεται ως αδελφός του Ιησού (Ματθ.13,55. Μαρκ.6,3), εδώ στην επιστολή του, αυτοσυσταίνεται όχι ως αδελφός του Ιησού, αλλά ως αδελφός του Ιακώβου, του δε Ιησού ως δούλος. Το ίδιο επίσης και ο αδελφόθεος Ιάκωβος στην Καθολική επιστολή του ονομάζει τον εαυτό του δούλο του Ιησού Χριστού: «Ιάκωβος, Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος» (Ιακ.1,1).
Από τις παραπάνω γραφικές μαρτυρίες αποδεικνύεται ξεκάθαρα, ότι οι λεγόμενοι «αδελφοί» του Ιησού δεν ήταν τέκνα της Παναγίας και ομομήτριοι αδελφοί του Ιησού, αλλά ήσαν μάλλον τέκνα του Ιωσήφ από προηγούμενη γυναίκα του, τα οποία κατοικούσαν στο σπίτι του Ιωσήφ στη Ναζαρέτ (Ματθ.13.55-57). Κατ’ άλλους ήσαν εξαδέλφια, τα οποία οι Εβραίοι ονόμαζαν «αδέλφια».
Αναφέρουμε επίσης σχετικά με το θέμα αυτό και την καταπληκτική προφητεία του προφήτου Ιεζεκιήλ: «και επέστρεψέ με κατά την οδόν της πύλης των αγίων της εξωτέρας της βλεπούσης κατά ανατολάς, και αύτη ήν κεκλεισμένη. Και είπε Κύριος προς με, η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, και ουδείς μη διέλθη δι’ αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι’ αυτής, και έσται κεκλεισμένη» (Ιεζ.44,1-2). Όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες η «κατά ανατολάς» πύλη, για την οποία ομιλεί εδώ ο προφήτης, η οποία θα παραμείνει κλειστή και κανένας άλλος δεν πρόκειται να περάσει μέσα από αυτήν, παρά μόνον ο Θεός, είναι η Παναγία.
Το υπέρλογο και μοναδικό στην ιστορία της ανθρωπότητος γεγονός της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου συγκλόνισε, όπως ήταν φυσικό και επόμενο, την αγνή Κόρη της Ναζαρέτ, η οποία πλέον ζούσε για να υπηρετεί το έργο της Θείας Οικονομίας. Το πάναγνο σώμα της έμεινε για πάντα αγνό και άμωμο, πέρα από κάθε πάθος και ενστικτώδη λειτουργία. Η διαδικασία γέννησης, υποτάχτηκε μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, δυστυχώς, στο πάθος και την ενστικτώδη λειτουργία της φύσεως. Αλλά η Θεοτόκος είχε καθαριστεί κατά τον Ευαγγελισμό της, από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, από το πανάγιο Πνεύμα και άρα η ίδια ήταν απηλλαγμένη από πτωτικά πάθη και ενστικτώδεις παρορμήσεις και γι’ αυτό παρέμεινε αγνή και αειπάρθενος. Πως ήταν δυνατόν η αγία γαστέρα της, η οποία φιλοξένησε τον πανάγιο Θεό, να φιλοξενήσει πτωτικούς ανθρώπους, μολυσμένους από το προπατορικό αμάρτημα; Πως ήταν δυνατόν να κυοφορήσει στα σπλάχνα της, αυτή, που ήταν καθαρισμένη από τους ρύπους της αμαρτίας και τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, φορείς του προπατορικού αμαρτήματος; Εάν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήταν η ανωτέρα μεταξύ όλων των γυναικών και όλων των αγίων, αλλά θα ήταν κατωτέρα μεταξύ πολλών αγίων γυναικών, οι οποίες εφύλαξαν ισοβίως παρθενία.
Μνημονεύουμε τέλος την Γ΄ εν Εφέσω Οικουμενική Σύνοδο (431), η οποία εδογμάτισε, εν Αγίω Πνεύματι, ότι η κατά σάρκα Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, υπήρξε Θεοτόκος και αειπάρθενος. Προ τόκου, εν τόκω και μετά τόκον, παρέμεινε παρθένος. Στον όρο της Συνόδου αυτής μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής: «Συνεκάλεσεν ημάς ενταύθα η αγία και Θεοτόκος Παρθένος Μαρία, το αμόλυντον της παρθενείας κειμήλιον, ο λογικός του δευτέρου Αδάμ παράδεισος…» (Πηδάλιον αγίου Νικοδήμου σελ. 170).
Περαίνοντας, καλούμε τους πιστούς μας να κωφεύουν σε τέτοιου είδους δημοσιεύματα και βλακώδεις θεωρίες, όπως η παρά πάνω και να συνεχίσουν τον πνευματικό τους αγώνα αυτή την ιερή περίοδο, έχοντας τη βεβαιότητα πως το ανέσπερο Φως της Αναστάσεως έχει τη δύναμη να σβήνει και να εκμηδενίζει τα «βεγγαλικά» των αιρετικών και των χριστιανομάχων, αφήνοντας πίσω τους μαύρο καπνό, στάχτες και δυσωδία!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Πηγή: Θρησκευτικά
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 6η Φεβρουαρίου 2015
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΦΙΜΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ;
Έκπληξη, απορίες και ερωτηματικά με ποικίλα δημοσιεύματα στο διαδίκτυο και όχι μόνον, από μεγάλη μερίδα του θεολογικού κόσμου και του πιστού λαού του Θεού, προκάλεσε η δημοσίευση μιάς πρόσφατης, (15.1.2015), Εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα: «Λειτουργία ιστοσελίδων εκ μέρους εκκλησιαστικών φορέων και εκ μέρους κληρικών και μοναχών».
Στη παρούσα σύντομη ανακοίνωσή μας δεν θα προσπαθήσουμε, να σχολιάσουμε λεπτομερώς το περιεχόμενο της επίμαχης αυτής εγκυκλίου. Έχει ήδη δημοσιευθεί στο διαδίκτυο ένα ρωμαλέο, με άριστη θεολογική και πατερική τεκμηρίωση κείμενο της Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών με τίτλο: ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ της Συνάξεως Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών στο υπ’ αριθ. πρωτ.187/Διεκπ.79/15-1-2015 Εγκύκλιο Σημείωμα της Ιεράς Συνόδου με θέμα «Λειτουργίαιστοσελίδων εκ μέρους εκκλησιαστικών φορέων και εκ μέρους κληρικών και μοναχών», στο οποίο παραπέμπουμε τον αναγνώστη. Θα περιοριστούμε στο σχολιασμό ορισμένων μόνο σημείων της Εγκυκλίου.
Κατ’ αρχήν στην Εγκύκλιο απουσιάζει ο θεολογικός λόγος. Απουσιάζει η προσπάθεια θεμελιώσεως των αποφάσεών της στους Ιερούς Κανόνες και την Αγία Γραφή. Εντεύθεν το κείμενο της Εγκυκλίου μοιάζει περισσότερο με νομικό διάταγμα, παρά με ένα θεοφώτιστο εκκλησιαστικό κείμενο, που αποπνέει το άρωμα του ευαγγελικού και πατερικού λόγου. Γι αυτό και καταντά τελικά ένα κείμενο θεολογικά μετέωρο.
Επίσης η Εγκύκλιος κάνει λόγο για «ειδική κυριαρχική σχέση» όσων προσέρχονται «στόν Ιερό Κλήρο καί τόν Μοναχισμό». Λησμονούνται ωστόσο κάποιες βασικές αλήθειες:
Ότι η οφειλόμενη υπακοή στον επίσκοπο δεν μπορεί να έχει κοσμικό και άρα «κυριαρχικό» χαρακτήρα. Δεν μπορεί δηλαδή να είναι σε καμιά περίπτωση απομίμιση του τρόπου, με τον οποίο κυβερνούν οι κοσμικοί άρχοντες τους λαούς, διότι τότε έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον λόγο του Κυρίου: «οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ’ ός εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και ός εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος» (Ματθ. 20,25-27). Ο απόστολος Παύλος σε πλήρη συμφωνία με τον ανωτέρω λόγο του Κυρίου λέγει στην Β΄ προς Κορινθίους επιστολή του: «Ουχ ότι κυριεύομεν υμών της πίστεως, αλλά συνεργοί εσμέν της χαράς υμών» (1,24). Και στην Α΄ προς Κορινθίους: «Ούτως ημάς λογιζέσθω άνθρωπος, ως υπηρέτας Χριστού και οικονόμους μυστηρίων Θεού» (1,4) και άρα όχι ως κοσμικούς εξουσιαστές.
Η υπακοή προς τον επίσκοπο οφείλει να έχει καθαρά πνευματικό χαρακτήρα. Ο κατώτερος κλήρος υποτάσσεται στον οικείο επίσκοπο, διότι και αυτός με την σειρά του υποτάσσεται στον Χριστό, τηρεί τις εντολές του Χριστού, τηρεί τους Ιερούς Κανόνες, τηρεί τις φρικτές υποσχέσεις, που έδωσε κατά την ώρα της χειροτονίας του, ότι θα φυλάσσει τα δόγματα της Ορθοδόξου πίστεως και δεν θα παρεκκλίνει από αυτά ούτε στο ελάχιστο. Πράγμα που σημαίνει κατ’ επέκτασιν, ότι θα καταπολεμεί κάθε αίρεση και πλάνη, που οδηγεί το ποίμνιό του στη απώλεια. Όταν όμως ο οικείος επίσκοπος δεν τηρεί τους Ιερούς Κανόνες, όταν για παράδειγμα τους καταπατεί, συμπροσευχόμενος με αιρετικούς, ή επιτρέπει σε αιρετικούς να εισέρχονται και να ασπάζονται την αγία Τράπεζα, ή όταν αντί να καταπολεμήσει την αίρεση σιωπά ενόχως, ή, (το χειρότερο), προωθεί την αίρεση εκφράζοντας αιρετικές και κακόδοξες θέσεις, τότε πώς μπορεί να έχει την απαίτηση της υπακοής από τον κατώτερο κλήρο και τον μοναχισμό; Στην προκειμένη περίπτωση ισχύει ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Πως ουν ο Παύλος φησι "πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε"; Ανωτέρω ειπών, "ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν", τότε είπε, "πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε". Τι ουν, φησίν, όταν πονηρός η, και μη πειθώμεθα; Πονηρός, πως λέγεις; ει μεν πίστεως ένεκεν, φεύγε αυτόν και παραίτησαι, μη μόνον αν άνθρωπος η, αλλά καν άγγελος εξ ουρανού κατιών• ει δε βίου ένεκεν, μη περιεργάζου» (Υπόμνημα εις την προς Εβραίους Επιστολήν, Ομιλία ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372). Άρα λοιπόν ο επίσκοπος δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ένα δικτάτορας, που απαιτεί στανικώ τω τρόπω, να επιβάλλει αυθαίρετα τις αποφάσεις του μόνο και μόνο επειδή βρίσκεται σε θέση εκκλησιαστικής ισχύος και υπεροχής. Οι σχέσεις που τον συνδέουν με τον κατώτερο κλήρο και τον μοναχισμό δεν μπορεί είναι διοικητικές- υπαλληλικές, αλλά πρωτίστως πατρικές και πνευματικές.
Οι σχέσεις υπακοής των κατωτέρων κληρικών και μοναχών προς τον οικείο επίσκοπο, όπως επίσης και οι σχέσεις υπακοής των επισκόπων στις συνοδικές αποφάσεις της ιεραρχίας σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αίρει το αναφαίρετο και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, (βλέπε άρθρα του Συντάγματος 5 παρ. 1, 5Α, 14 παρ. 1 καί 2), σε μια ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία, απλούστατα διότι έχουν και αυτοί τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Η κληρική, ή η μοναστική τους ιδιότητα δεν τους καθιστά πολίτες δευτέρας κατηγορίας έναντι της πολιτείας με μειωμένα πολιτικά δικαιώματα. Κάθε απόπειρα καταργήσεως, ή περιορισμού των είναι παράνομη, όχι μόνο έναντι της πολιτείας, αλλά και έναντι του Θεού, διότι στραγγαλίζει την ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου, η οποία συνιστά βασικό και θεμελιώδες γνώρισμα του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργηθέντος ανθρώπου.
Η Εγκύκλιος μεταξύ των άλλων καθορίζει και το περιεχόμενο των κειμένων, που επιτρέπει να δημοσιεύονται στις ιστοσελίδες των Ενοριών, ιερών Μονών κ.λ.π. Έκπληξη προκαλεί το γεγονός, ότι ουδείς λόγος γίνεται για κείμενα αντιαιρετικού περιεχομένου, ωσάν οι ποικίλες αιρέσεις και μάλιστα η παναίρεση του Οικουμενισμού, να έχουν αντιμετωπιστεί επιτυχώς από την ιεραρχία με κατάλληλα ποιμαντικά μέτρα και συνοδικές αποφάσεις και δεν αποτελούν πλέον κίνδυνο για τον πιστό λαό του Θεού. Αντίθετα ως «αίρεση» χαρακτηρίζεται κάθε «λόγος παραταξιακός, προπαγανδιστικός καί σχισματικός πρός τόν επιχώριο επίσκοπο ή τούς άλλους εκκλησιαστικούς ηγέτες». Μ’ άλλα λόγια η Εγκύκλιος δεν «βλέπει» πουθενά αλλού την αίρεση, παρά μόνον στον «παραταξιακό, προπαγανδιστικό κ.λ.π.» λόγο. Κατ’ αρχήν κανένας δεν διαφωνεί, ότι κάθε «παραταξιακός κ.λ.π» λόγος θα πρέπει να πατάσσεται και οι κληρικοί, ή μοναχοί, που ευθύνονται για παρόμοια παραπτώματα, να παραπέμπονται στα αρμόδια εκκλησιαστικά δικαστήρια. Ωστόσο ο εντοπισμός της αιρέσεως μόνο στον παρά πάνω λόγο σε συνδυασμό με την ασάφεια και την αοριστία, με την οποία, διατυπώνεται ο λόγος αυτός, εγείρει εύλογα πολλά ερωτήματα: Είναι «παραταξιακός κ.λ.π» ο λόγος, που ελέγχει την αίρεση του Οικουμενισμού; Ο λόγος που ελέγχει κακόδοξες οικουμενιστικές θεωρίες, που διατυπώνονται από αρχιερείς και πατριάρχες; Ο λόγος που ελέγχει τις συμπροσευχές και άλλες παραβάσεις των Ιερών Κανόνων; Ο λόγος που ελέγχει την σιωπή πολλών ιεραρχών απέναντι στην αίρεση του Οικουμενισμού; Ο λόγος που εκφράζει την αγωνία για την αδράνεια να καταπιαστούμε και να αντιμετωπίσουμε φλέγοντα και καυτά θέματα, όπως το θέμα του μαθήματος των θρησκευτικών, ο αντιρατσιστικός νόμος, η ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους στο Βοτανικό, η κατάργηση της αργίας της Κυριακής, η παρουσίαση βλασφήμων θεατρικών έργων τύπου Korpus Christi, οι παρελάσεις ομοφυλοφίλων κάθε χρόνο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, η ίδρυση κατευθύνσεως ισλαμικών σπουδών στην Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, κακόδοξες θέσεις ιεραρχών, που παρουσιάζουν τον Παπισμό ως Εκκλησία σε παπικές εκδηλώσεις και ημερίδες και πολλά άλλα; Όπως δε πολύ εύστοχα σημειώνει το κείμενο της Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών, που μνημονεύσαμε παρά πάνω: «ο ελεγκτικός των κακώς εχόντων και κακώς πραττομένων λόγος αποτελεί αξιόποινη «αίρεση», ενώ η ίδια η (ελεγχόμενη) αίρεση αποκλείεται του ελέγχου»; Ας μας εξηγήσει η ιεραρχία εάν όλες τις παρά πάνω περιπτώσεις, που αναφέραμε τις θεωρεί λόγο «παραταξιακό κ.λ.π».
Φοβούμεθα, ότι επιχειρείται φίμωση του αντιαιρετικού λόγου και ότι η φίμωση αυτή στοχεύει σε συγκεκριμένους αποδέκτες. Στοχεύει σε κάποια συγκεκριμένα ιστολόγια, τα οποία με παρρησία και θάρρος ορθώνουν Ορθόδοξο ομολογιακό λόγο και ασκούν ενοχλητική κριτική σε λόγους και πράξεις εκκλησιαστικών προσώπων, που σκανδαλίζουν και εξοργίζουν τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού. Είναι φανερό, ότι η Εγκύκλιος «φωτογραφίζει» συγκεκριμένα ιστολόγια, που ελέγχουν επισκοπικά ολισθήματα, ιδιαιτέρως επί θεμάτων Οικουμενισμού και εκκοσμικεύσεως, προκαλώντας, κατ αυτόν τον τρόπο την αντίδραση των θιγομένων προσώπων.
Δεν αρνούμεθα, ότι και από την πλευρά των ιστολογίων γίνονται λάθη και υπερβολές . Ουδείς αλάθητος και ουδείς αναμάρτητος. Για παράδειγμα παρατηρήθηκαν άκρως μεμονωμένα φαινόμενα ιστολογίων, τα οποία φιλοδοξούσαν να υποκαταστήσουν την ζώσα ποιμαντική διακονία δια της εικονικής πραγματικότητας του διαδικτύου. Έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις αναφοράς πολλών πιστών σε κληρικούς ιερών προσκυνημάτων με e-mail, εξομολογήσεις μέσω Skype, ή περιπτώσεις, όπου μέσω του διαδικτύου και ιδιαίτερα μέσω της κοινωνικής δικτύωσης, (facebook), εκδηλώνονται φαινόμενα ανηθικότητας και βαρυτάτου σκανδαλισμού των πιστών. Αυτά είναι ατοπήματα, που κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί. Άλλο όμως αυτό και άλλο, να καταργείται με Συνοδική Εγκύκλιο συνολικά ο υπό των ιστολογίων εκπεμπόμενος αντιαιρετικός και ομολογιακός λόγος! Τα όποια λάθη, μπορούν να αντιμετωπίζονται και να διορθώνονται κατά περίπτωσιν με κατάλληλες ενέργειες από την πλευρά της ιεραρχίας και αφού δοθούν οι αναγκαίες εξηγήσεις εκατέρωθεν προς άρσιν τυχόν παρεξηγήσεων.
Ασφαλώς δεν είναι παράξενο να γίνονται λάθη όχι μόνον σε προσωπικό, αλλά και σε συνοδικό επίπεδο. Έχουμε πολλά παραδείγματα αποτυχημένων, ή ακόμη και κακοδόξων αποφάσεων στην εκκλησιαστική μας ιστορία. Πιστεύουμε ακράδαντα, ότι η απόσυρση της Εγκυκλίου με την παρούσα της μορφή θα αναβαθμίσει το κύρος της ιεραρχίας απέναντι στον ελληνικό λαό, ενώ αντίθετα τυχόν προσπάθεια εφαρμογής της, θα πυροδοτήσει αναπόφευκτα ακόμη μεγαλύτερες αντιδράσεις και θα προκαλέσει νέες δημοσιεύσεις. Πιστεύουμε, ότι η απόσυρσή της αποτελεί μια πράξη ενδεδειγμένης και συνετούς εκκλησιαστικής πολιτικής.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των παραθρησκειών.
Πηγή: Θρησκευτικά
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 24η Απριλίου 2014
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΕΟΠΑΣΧΗΤΙΚΗ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ
Μία από τις πληγές της σύγχρονης ακαδημαϊκής Θεολογίας είναι η σύνδεσή της με την φιλοσοφία και δη την Ευρωπαϊκή, κυρίως του αθέου Υπαρξισμού και Ουμανισμού. Είναι και αυτό το φαινόμενο δυστυχώς μέρος της σύγχρονης πνευματικής συγχύσεως τα τελευταία χρόνια. Θεολόγοι με την υπεροψία του φιλοσόφου, θεολογούν φιλοσοφώντας, με αποτέλεσμα να κακοδοξούν. Διατυπώνουν θεωρίες ξένες και συχνά αντίθετες με την Ορθόδοξη Παράδοση της Εκκλησίας μας. Και τούτο διότι θεολογούν ερήμην των θεοφόρων Πατέρων, των οποίων η θεολογία είναι προέκταση και αποτέλεσμα της προσωπικής των νήψεως, προσευχής και κατά Χάριν θεώσεως. Θέλουν τη Θεολογία «ακαδημαϊκή» και όχι τρόπο ζωής και εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος. Θεραπαινίδα του νου και όχι οδηγό προς την θέωση. Αυτή είναι δυστυχώς η κατάσταση!
Για την σύντομη αυτή αναφορά μας στο φαινόμενο αυτό πήραμε αφορμή από δημοσίευμα στο περιοδικό «ΣΥΝΑΞΙΣ» (τεύχ. 129. Ιανουάριος – Μάρτιος 2014), του θεολόγου κ. Αθανασίου Παπαθανασίου, με τίτλο: «Ο πάσχων Θεός, ο σύντροφος Θεός». Μελετώντας με προσοχή το άρθρο, διαπιστώσαμε σαφείς αντορθόδοξες απόψεις, οι οποίες οφείλονται, κατά την ταπεινή μας γνώμη, σε μια εσφαλμένη, μονοφυσιτικού τύπου θεώρηση του μυστηρίου της ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων στην μία υπόσταση του Θεού Λόγου και ειδικότερα στην εσφαλμένη θεώρηση του μυστηρίου της αντιδόσεως των ιδιωμάτων των δύο φύσεων μετά την ένωσιν αυτών στην μία Υπόσταση του Θεού Λόγου. Το αποτέλεσμα είναι να οδηγείται ο συγγραφέας, σε ένα είδος Θεοπασχητισμού, να αποδίδει δηλαδή στην απαθή και αναλοίωτη και άτρεπτη Θεία φύση του ενανθρωπήσαντος Λόγου, πάθος και κατά συνέπεια τροπή και αλλοίωση. Για να δικαιολογήσει το πάθος του Θεού κατά την Σταύρωση του Χριστού, επικαλείται ορισμένα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδος, των οποίων όμως διαστρεβλώνει το νόημα για να στηρίξει τις Θεοπασχητικές του αντιλήψεις, όπως «Σε τον σταυρωθέντα Θεόν ημών υμνούμεν», «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» και τον όρο «θεόσωμος ταφή». Κατ’ αυτόν «οι ύμνοι αυτοί … αποτυπώνουν ολοζώντανα την καρδιά του μυστηρίου», τον «ορθόδοξο θεοπασχητισμό», όπως τον αναφέρει στη συνέχεια. Στη συνέχεια παραθέτει τον 12ο αναθεματισμό της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου για να «στηρίξει» και συνοδικά την άποψή του: «ει τις ουχ ομολογεί τον του Θεού Λόγου παθόντα σαρκί και εσταυρωμένον σαρκί και θανάτου γευσάμενον σαρκί γεγονότα τε πρωτότοκον εκ των νεκρών, καθό ζωή τε εστί και ζωοποιός ως Θεός, ανάθεμα έστω».
Κατ’ αρχήν προσπερνούμε την ακατανόητη για μας αφετηρία του αρθρογράφου με την αναφορά του στο ολοκαύτωμα των Εβραίων στα κρεμαντόρια του Άουσβιτς και του Μπούχενβαλτ και την μηδενιστική ερώτηση του Ελιέζερ Βίζελ «Πού είναι ο φιλεύσπλαχνος Θεός;» και εστιάζουμε την προσοχή μας στην θεολογική πλευρά του άρθρου, που αποτελεί και την ουσία του ζητήματος που μας απασχολεί. Σύμφωνα με την διδασκαλία του μεγάλου και κορυφαίου Πατρός της Εκκλησίας μας αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού στο περισπούδαστο έργο του «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως», η οποία βέβαια απηχεί την διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας: «Αυτός ούν ο του Θεού Λόγος πάντα υπέμεινε σαρκί, της θείας και μόνης απαθούς αυτού φύσεως απαθούς μενούσης. Του γαρ ενός Χριστού, του εκ Θεότητός τε και ανθρωπότητος συντεθειμένου, εν Θεότητί τε και ανθρωπότητι όντος, πάσχοντος, το μεν παθητόν ως πεφυκός πάσχειν, έπασχεν, ου συνέπασχε δε το απαθές. Η μεν γαρ ψυχή, παθητή ούσα, του σώματος τεμνομένου αυτή μη τεμνομένη, συναλγεί και συμπάχει τω σώματι, η δε Θεότης απαθής ούσα, ου συνέπασχε τω σώματι. Ιστέον δε, ότι Θεόνμεν σαρκί παθόντα φαμέν, Θεότητα δε σαρκίπαθούσαν, η Θεόν διά σαρκός παθόντα ουδαμώς. Ώσπερ γαρ ηλίου δένδρωεπιλάμποντος, ει αξίνη τέμνοι το δένδρον, άτμητος και απαθής διαμένει ο ήλιος, πολλώ μάλλον η απαθής του Λόγου Θεότης καθ’ υπόστασιν ηνωμένη σαρκί, της σαρκός πασχούσης, διαμένει απαθής».[1] Κατά τον άγιο ο σαρκωθείς Θεός Λόγος όλα τα υπέφερε με την σάρκα, ενώ έμεινε αμέτοχος του πάθους η Θεία και μόνη απαθής φύσις του. Η μεν ανθρωπίνη παθητή φύσις του, επειδή έχει φυσική ιδιότητα να πάσχει, έπασχε, αλλά δεν έπασχε μαζί το απαθές της θείας φύσεως. Και η μεν ψυχή, επειδή είναι και αυτή παθητή, όταν πάσχει το σώμα, συμπάσχει με αυτό, όχι όμως και η Θεότης. Αναφέρει δε στη συνέχεια το παράδειγμα του δένδρου, που κόβεται από το τσεκούρι, καθ’ όν χρόνον ο ήλιος, ενώ φωτίζει το δένδρο, δεν συμμετέχει στο πάθος του δένδρου.
Επεξηγών και ερμηνεύων την παρά πάνω διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ο αείμνηστος καθηγητής κ. Παν. Τρεμπέλας γράφει στη Δογματική του: «Ούτω συντελείται εν τω προσώπω του Θεανθρώπου η λεγομένη αντίδοσις, ή κοινοποίησις των ιδιωμάτων ‘διά την εις άληλλα των μερών περιχώρησιν και την καθ’ υπόστασιν ένωσιν’ εξ’ού και ονομάζομεν τον Χριστόν ‘ποτέ μεν εκ των υψηλών μόνον, ποτέ δε εκ των ταπεινών μόνον’ κατηγορούντες επί της μιάς υποστάσεως αυτού αμφοτέρων των φύσεων τα ιδιώματα, χωρίς όμως και να συγχέωμεν τας φύσεις. Εντεύθεν δυνάμεθα μεν να ομιλώμεν περί αίματος Θεού και περί Κυρίου της δόξης εσταυρωμένου, ουχί όμως και περί ακτίστου και απαθούς ανθρωπίνης φύσεως του ενανθρωπίσαντος Λόγου, η περί Θεότητος παθητής, ή κτιστής. Και γενικώς όταν ο σαρκωθείς Λόγος ονομάζεται εκ της Θείας αυτού φύσεως Υιός Θεού και Θεός, δέχεται τα ιδιώματα της μεθ’ ής είναι ηνωμένος ανθρωπίνης φύσεως. Όταν δε πάλιν ονομάζεται εκ της ανθρωπίνης αυτού φύσεως άνθρωπος και Υιός ανθρώπου, δέχεται τα ιδιώματα και αυχήματα της Θείας αυτού φύσεως. Πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεσιν, ότι αμφότεραι αι φύσεις, καίπερ ηνωμέναι αδιαιρέτως, παραμένουσιν ασύγχυτοι, φυλάττουσαι εκατέρα τας εαυτής ιδιότητας, κοινοποιούσα δε ταύτας προς αλλήλας λόγω της ενότητος του προσώπου, ή της μιας υποστάσεως του Λόγου, εν τη οποία συνενούνται φυσικώς και αχωρίστως αμφότεραι αι φύσεις. Εις αισθητοτέραν δε παράστασιν της εις αλλήλας διεισδήσεως, ή και περιχωρήσεως ταύτης των δύο φύσεων εχρησιμοποιήθη η εικών του πεπυρακτωμένου σιδήρου, προσκτωμένου την καυστικήν ενέργειαν εκ της προς το πυρ ενώσεως, αλλά και διακρινομένου από τούτου».[2]
Η παρά πάνω διδασκαλία της Εκκλησίαςμας επιβεβαιώνεται και από την υμνογραφία της.Λέγει επί παραδείγματι το δοξαστικό της στ΄ ωδής του κανόνος του Μεγάλου Σαββάτου: «ει γαρ και πέπονθέ σου, της σαρκός η χοϊκή ουσία, αλλ’ η Θεότης απαθής διέμεινεν». Επίσης: «έπαθες δια σταυρού, ο απαθής τη Θεότητι» (τροπάριο των αίνων πλ.δ΄ ήχου). Επίσης: «Κύριε ώσπερ εξήλθες εσφραγισμένου του τάφου, ούτως εισήλθες και των θυρών κεκλεισμένων προς τους μαθητάς σου, δεικνύων αυτοίς τα του σώματος πάθη, άπερ κατεδέξω Σωτήρμα κροθυμήσας. Ως εκ σπέρματος Δαυίδ μώλωπας υπήνεγκας, ως Υιός δε του Θεού κόσμον ηλευθέρωσας» (αναστάσιμο στιχηρό των αίνων του πλ.α΄ ήχου). Επίσης «και σταυρόν και θάνατον υπέμεινας σαρκί, ο απαθής τη Θεότητι» (αναστάσιμο στιχηρό των αίνων του δ΄ ήχου). κ.α.
Τώρα το πώς η Θεία φύσις, ενώ δέχεται τα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως, παραμένει ταυτόχρονα αναλοίωτη και άτρεπτη, αποτελεί ένα μυστήριο απερινόητο και ακατάληπτο στην ανθρώπινη διάνοια. Διά τον λόγον αυτόν αποδεχόμεθα μεν το μυστήριο χωρίς να πολυπραγμονούμε, αρκούμεθα δε μόνον σε όσα οι άγιοι Πατέρες μάς εξηγούν και διασαφίζουν, χωρίς να επιχειρούμε με ακροβατικούς συλλογισμούς να εισχωρήσουμε έτι περαιτέρω, διότι τότε είναι βέβαιο ότι θα πέσουμε σε πλάνη και αίρεση.
Περαίνοντας τη σύντομη αναφορά μας στο άρθρο αυτό προσευχόμεθα και παρακαλούμε τον Κύριο να φωτίσει την ψυχή του αγαπητού αρθρογράφου, ώστε εν ταπεινώσει να συνειδητοποιήσει τις αποκλίνουσες από την χριστιανική διδασκαλία απόψεις του και να επιστρέψει στην σώζουσα διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, για επιτύχει την σωτηρία του. Αμήν.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Ο υπεύθυνος
Αρχ. π. Παύλος Δημητρακόπουλος
Ο Γραμματέας
κ. Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος
[1] Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως», ΕΠΕ 1, σελ. 410.
[2] Παν. Τρεμπέλα, Δογματική, Εκδ. Αδελφότητος Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι 1979, Τομ Β΄, σελ. 116-117.
Πηγή: Ακτίνες
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...