Διαφοραί Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Αἱρέσεων, Θρησκειῶν καί Οἰκουμενισμοῦ περί τῆς Θεοτόκου
«Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν». Ἡ πρόταση αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλυνάρια, ποὺ ψάλλουμε, ὅταν τελοῦμε τὴν Μικρὴ ἢ τὴν Μεγάλη Παράκληση τῆς Παναγίας, πρὸς τιμὴ καὶ ἐξύμνηση τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος εὔχεται νὰ μείνουν ἄλαλα, χωρὶς λαλιά, χωρὶς φωνή, τὰ χείλη, δηλ. τὰ στόματα τῶν ἀσεβῶν, αὐτῶν ποὺ δὲν προσκυνοῦν τὴν σεπτὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου.Ἂς μὴ σπεύσει, ἂς μὴ προτρέξει κανεὶς καὶ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ὁ ὑμνογράφος διακατέχεται ἀπὸ αἰσθήματα μίσους καὶ μισανθρωπίας, εἶναι μισάνθρωπος, καὶ ὅτι ἡ εὐχή,ποὺ διατυπώνει, δὲν εἶναι εὐχή, ἀλλὰ μᾶλλον τιμωρία καὶ κατάρα.
Γιατί, ὄντως, τὸ νὰ χάσει κανεὶς τὴ λαλιά του, νὰ μείνει μουγγός, κατὰ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα καὶ τὴν κοσμικὴ λογική, εἶναι τραγικό. Ὄχι, κανεὶς ἂς μὴ σκεφτεῖ ἔτσι. Γιατί, ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι τὸ νὰ ἀνοίγουν οἱ ἀσεβεῖς τὰ στόματά τους καὶ νὰ ξεστομίζουν βλασφημίες ἐναντίον τοῦ Πανσέπτου προσώπου τῆς Κυρίας Θεοτόκου, εἶναι μεγάλη, θανάσιμη καὶ κολάσιμη ἁμαρτία καὶ ἐπίσης βλασφημία καὶ προσβολὴ ὄχι μόνο κατὰ τῆς Παναγίας, ἀλλὰ καὶ κατὰ τοῦ Υἱοῦ της, τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ κατ᾽ ἐπέκταση κατὰ τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἄρα, λοιπόν, πῶς νὰ μὴ εὐχηθεῖ ὁ ὑμνογράφος αὐτὰ τὰ ἀσεβῆ στόματα νὰ μείνουν ἄλαλα, νὰ φραγοῦν καὶ νὰ πάψουν νὰ βλασφημοῦν; Καὶ αὐτὸ τὸ εὔχεται γιὰ παιδαγωγικοὺς καὶ σωτηριολογικοὺς λόγους. Σταματώντας οἱ ἀσεβεῖς τὶς βλασφημίες τους, μετανοώντας γι᾽ αὐτή τους τὴν ἁμαρτία καὶ προσκυνώντας τὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μποροῦν ἔπειτα νὰ τύχουν τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἔχουν ἐλπίδα σωτηρίας. Θὰ θέλαμε, ὅμως, νὰ ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας περισσότερο στὴ λέξη «ἀσεβεῖς» καὶ νὰ τὴν ἑρμηνεύσουμε. Ποιοὶ εἶναι οἱ «ἀσεβεῖς»; Ποιοὶ εἶναι αὐτοί, ποὺ δὲν προσκυνοῦν τὴν σεπτὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου;
Ποιοὶ εἶναι αὐτοί, πού δὲν δέχονται τὴν Παναγία ὡς Θεοτόκο; Ἀσεβής, κατ᾽ ἀρχήν, εἶναι ἡ θρησκεία τοῦ Ἑβραϊσμοῦ, οἱ Ἑβραῖοι Σιωνιστές, οἱ ὁποῖοι σταύρωσαν καὶ ἀπαρνήθηκαν τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ ἄρα ἀρνοῦνται καὶ τὴν Παναγία ὡς Θεοτόκο.
Εἶναι γνωστὸ τὸ περιστατικό, ποὺ συνέβη στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι, βαστάζοντας τὸν ἱερὸν κράββατον τοῦ θεοδόχου σώματος τῆς Παρθένου, πήγαιναν νὰ τὸ ἐνταφιάσουν, ὅταν κατέβαιναν ἀπὸ τὸ ὄρος Σιών, τότε ἕνας Ἑβραῖος, δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, μιμούμενος τὸν δοῦλο τοῦ Καϊάφα, ποὺ ράπισε τὸν Χριστὸ στὸ πρόσωπο, καὶ γενόμενος ὄργανο τοῦ διαβόλου, κινήθηκε μὲ μία θρασεῖα καὶ ἄλογη ὁρμή, φερόμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλου, ἐναντίον τοῦ θειοτάτου σώματος τῆς Θεομήτορος, στὸ ὁποῖο ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ Ἄγγελοι φοβοῦνται νὰ πλησιάσουν.
Ἀφοῦ ἔπιασε τὸ κρεβάτι μὲ αὐθάδεια μὲ τὰ δύο του χέρια, φρόντιζε ὁ πάντολμος νὰ τὸ γκρεμίσει στὸ ἔδαφος. Ἀλλά, παρευθὺς τρύγησε τὸν πικρὸ καρπὸ τῆς ὁρμῆς καὶ τῆς μανίας του. Γιατί, κόπηκαν τὰ χέρια του παρευθύς. Καὶ ἦταν νὰ βλέπει κανεὶς τὴν ἐκδίκηση τοῦ ἀτόπου ὁρμήματος, διότι ἐκεῖνος ὁ ἀσεβὴς εὐθὺς φάνηκε ἄχειρ, χωρὶς χέρια, ἕως ὅτου μεταβλήθηκε κατὰ τὴν γνώμη σὲ πίστη καὶ μετάνοια. Γι᾽ αὐτὸ χωρὶς ἀργοπορία στάθηκαν αὐτοί, ποὺ βαστοῦσαν τὸ ἱερὸ κρεβάτι, καὶ ἀφοῦ ἐκεῖνος ὁ τάλας ἔβαλε τὰ χέρια του πάνω στὸ ζωαρχικὸ σῶμα τῆς Θεομήτορος, ἔγινε πάλι σῶος καὶ ὑγιής[1].
Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν Ἑβραίων Σιωνιστῶν. Στὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια, εἴχαμε πέντε αἱρέσεις, ποὺ ἀρνοῦνταν τὴν Παναγία ὡς Θεοτόκο· τὸν Ἀπολλιναρισμό, τὸν Νεστοριανισμό, τὸν Μονοφυσιτισμό, τὸν Μονοθελητισμὸ καὶ τὸν Μονοενεργητισμό.
Ὁ αἱρετικὸς Ἀπολλινάριος πρέσβευε ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἔλαβε τὴν σάρκα ἀπὸ τὴν Παρθενικὴ μήτρα καὶ ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ τὴν ἔφερε ἄνωθεν, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ σὰν μὲ σωλήνα διεπέρασε ἀπὸ τὴν πανάμωμη γαστέρα τῆς Θεομήτορος[2]. Ὁ Χριστός, ὅμως, κατέβηκε μὲ γυμνὴ τὴν Θεότητα καὶ ἔτσι προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴν Ἀειπαρθένο Μαρία καὶ τὴν ἕνωσε στὴν ὑπόστασή Του, γενόμενος τέλειος ἄνθρωπος[3]. Ἡ Παρθένος γέννησε ἀληθῶς κατὰ σάρκα τὸν Θεὸν Λόγον[4]. Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τὰ χείλη τοῦ ἀσεβοῦς Ἀπολλιναρίου.
Ὁ αἱρετικὸς Νεστόριος διαιροῦσε τὸν ἕνα Υἱὸ σὲ δύο υἱοὺς καὶ ἔλεγε ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλοςεἶναι ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Γι᾽ αὐτὸ τὴν Ἁγία Παρθένο καὶ κατὰ σάρκα μητέρα τοῦ Χριστοῦ δὲν τὴν ὀνόμαζε Θεοτόκο,ἀλλὰ Χριστοτόκο, ἐπειδὴ γέννησε τὸν κοινὸ ἄνθρωπο Χριστό. Γιὰ ὅλ᾽ αὐτὰ ἡ ἁγία Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆςἘφέσου τὸ 431 τὸν ἀναθεμάτισε καὶ ἐξέδωσε ὅρο πίστεως, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας καθ᾽ὑπόστασιν, ὁ αὐτὸς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, καὶ ἕνας Υἱὸς ὁ αὐτός. Ἡ δὲ ἀειπάρθενος Αὐτοῦ Μητέρακυρίως καὶ ἀληθῶς καλεῖται Θεοτόκος, γιατί κυρίως καὶ ἀληθῶς γέννησε ἐν σαρκὶ τὸν Θεὸ Λόγο[5]. Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τὰ χείλη τοῦ ἀσεβοῦς Νεστορίου.
Οἱ αἱρετικοὶ Μονοφυσίτες (δηλ. οἱ Ἀρμένιοι, οἱ Κόπτες καὶ οἱ Συροϊακωβίτες) δέχονται μόνο μία φύση στὸν Χριστό,τὴν Θεία. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ὡς ἀσθενέστερη, καταπόθηκε ἀπὸ τὴν ἄπειρη θεία φύση καὶ ἐξαφανίστηκε.
Ἡ αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ δέχεται ὅτι ὁ Κύριος ἔχει μόνο μία θέληση, τὴ θεία, καὶ ἡ αἵρεση τοῦΜονοενεργητισμοῦ δέχεται ὅτι ὁ Κύριος ἔχει μόνο μία ἐνέργεια, τὴ θεία. Περιττὸ νὰ ποῦμε ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱχριστολογικὲς αἱρέσεις φενακίζουν, ἐξαπατοῦν, περιγελοῦν, ἀκυρώνουν τὸ χριστολογικὸ μυστήριο, κατασκάπτοντας τὶςχριστολογικὲς βάσεις τῆς πίστεως, καὶ μαζὶ μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ συγκαταλύουν καὶ τὸ δόγμα τῆς Θεοτόκου, ὡς ἀληθινῆς Μητρὸς τοῦ ἐπὶ γῆς ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνος τὸ 451 ἐδογμάτισε ὅτι ὁ ἕνας καὶ αὐτὸς Χριστός, Κύριος, Υἱός,Μονογενὴς γνωρίζεται ἐκ δύο φύσεων «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως», χωρὶς νὰ ἀναιρεῖται ἡδιαφορὰ τῶν φύσεων, ἐξαιτίας τῆς ἑνώσεως. Κάθε φύση σώζει καὶ διατηρεῖ τὶς ἰδιότητές της στὸ ἕνα πρόσωπο καὶ στὴ μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἑπομένως, ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν ἕ νωση ἔχει δύο φύσεις, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη[6]. Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν Μονοφυσιτῶν.Ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 680 ἐδογμάτισε ὅτι ὁ ἕνας κατὰ τὸ πρόσωπο Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μετὰ τὴν σάρκωση, ὅπως ἔχει δύο φύσεις, ἔτσι ἔχει καὶ δύο φυσικὲς θελήσεις καὶ δύο φυσικὲς ἐνέργειες, δηλ. θεία θέληση καὶ ἐνέργεια καὶ ἀνθρώπινη θέληση καὶ ἐνέργεια, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀδιαίρετες καὶ ταυτόχρονα ἀσύγχυτες.Γιατί, οὔτε ἡ Θεότητα οὔτε ἡ ἀνθρωπότητα ἔμειναν χωρὶς θέληση καὶ ἐνέργεια μετὰ τὴν ἕνωση[7]. Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν Μονοθελητῶν καὶ τῶν Μονοενεργητῶν.
Στὴ συνέχεια, ἔχουμε τὸν πρόδρομο τοῦ ἀντιχρίστου καὶ τὴν λαοπλάνο θρησκεία τοῦ Μουσουλμανισμοῦ ἢ Ἰσλαμισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό[8]. Ὁ Μουσουλμανισμὸς δὲν δέχεται τὴν Παναγία ὡς Θεοτόκο, ἀφοῦ ἐκ μεγάλης συγχύσεως λέει ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Μαρία, τὴν ἀδελφή τοῦ προφήτου Μωυσέως, καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Κυρία Θεοτόκο.
Δὲν δέχεται τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὸν σταυρικό του θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἀρνεῖται τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπό Του καὶ τὸν θεωρεῖ ὡς ἕνα μεγάλο προφήτη τοῦ Ἀλλάχ, σὰν τὸν Μωάμεθ, ἀλλὰ κατώτερο τοῦ Μωάμεθ καὶ κτίσμα καὶ δοῦλο τοῦ Θεοῦ καὶ ἁπλό, ψιλὸ ἄνθρωπο[9].
Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν Μουσουλμάνων. Στὴ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση ἔχουμε τρεῖς μεγάλες αἱρέσεις, ποὺ βλασφημοῦν τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας μας. Τὶς αἱρέσεις τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ καὶ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἡ αἵρεση τοῦ Προτεσταντισμοῦ μὲ ὅλα τὰ παρακλάδια τους (Εὐαγγελικοί, Χιλιαστές, ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, Πεντηκοστιανοί, Ἀγγλικανοὶ) ἐνῶ δέχεται τὴν Παναγία ὡς Θεοτόκο, ἀπορρίπτει τὸ ἀειπάρθενο. Φυσικὸ ἐπακόλουθοτῆς ἀπορρίψεως τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου ἐκ μέρους τῶν Προτεσταντῶν εἶναι ὅτι αὐτοὶ δὲν ἀποδίδουν καμμίατιμὴ καὶ ὑπεροχὴ στὴν Παναγία ὡς πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ ἰσχυρίζονταιὅτι εἶναι κοινὴ γυναίκα, σὰν μία ἀπὸ τὶς γυναῖκες τοῦ κόσμου. Ἐπίσης, δὲν παραδέχονται ὅτι πρέπει νὰ παρακαλεῖται ἡΘεοτόκος καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἅγιοι, γιὰ τὴν σωτηρία καὶ βοήθεια τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅτι δὲν θαυματουργοῦν. Γιὰ τὴνὈρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως, ἡ διδασκαλία γιὰ τὸ ἀειπάρθενον τῆς Παναγίας εἶναι βασικώτατη. Ἄλλωστε, στὴνὈρθόδοξη εἰκονογραφία ἡ Θεοτόκος εἰκονίζεται πάντοτε μὲ τρία ἀστέρια, ἕνα στὸ μέτωπο, ἕνα στὸ δεξὶ καὶ ἕνα στὸἀριστερὸ ὦμο της, ποὺ σημαίνουν ὅτι ἡ Παναγία ἔμεινε παρθένος πρὸ τόκου, ἐν τόκῳ καὶ μετὰ τόκον, δηλ.ἀειπάρθενος[10]. Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν Προτεσταντῶν.
Ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, ἀντιθέτως, τόνισε ὑπερβολικὰ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου αὐτονομώντας το σημαντικὰ ἀπὸ τὴν Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, καθιέρωσε μία καινοφανῆ διδασκαλία, τὴν μαριολογία, ἡ ὁποία ἀναφέρεται σὲ καινά, νέα καὶ αἱρετικὰ δόγματα, γιὰ τὴν Θεοτόκο. Ἐπίσημα μαριολογικὰ δόγματα τοῦ Παπισμοῦ εἶναι πρῶτον τὸ δόγμα περὶ τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου. Σύμφωνα μ᾽ αὐτό, ἡ Θεοτόκος, ἐπειδὴ προοριζόταν νὰ γεννήσει τὸν Θεὸ Λόγο καὶ νὰ σαρκωθεῖ ἀπʼ αὐτή, ἔπρεπε νὰ εἶναι παντελῶς ἀναμάρτητη. Γι᾽ αὐτὸ μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ συνελήφθη μὲν ὡς καρπὸς πατρὸς καὶ μητρός, ἀπαλλαγμένη ὅμως ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ὅμως, γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τελείως ἀναμάρτητος εἶναι μόνον ὁ Τριαδικὸς Θεὸς καὶ ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος συνελήφθη ὄχι ἐκ σπέρματος ἀνδρός, μέσῳ τοῦ ὁποίου μεταδίδεται τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ἀλλ᾽ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου.
Ἡ Θεοτόκος ὡς καρπὸς ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἦταν φορέας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, καθαρίσθηκε ὅμως ἀπ᾽ αὐτό, ὅταν τὴν ἐπεσκίασε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό. Οἱ Παπικοὶ διακηρύσσοντας ὡς δόγμα τὴν ἄσπιλο σύλληψη τῆς Παναγίας, δὲν κατανοοῦν ὅτι μὲ αὐτὸ τὴν ξεχωρίζουν ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, γεγονὸς ποὺ ἔχει σωτηριολογικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.Ἐὰν ἡ Παρθένος ἔφερε ἄλλη φύση, τότε ὁ Κύριος, προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπ᾽ αὐτή, θέωσε ἄλλη φύση καὶ ὄχι τὴν κοινὴ φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων[11].Ἑπομένως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι ἡ Θεοτόκος ἔφερε τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ καθαρίσθηκε ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν τὴν ἐπεσκίασε γιὰ νὰ γεννήσει τὸν Χριστό. Προσωπικὲς ἁμαρτίες δὲν εἶχε καὶ οἱ ἀδυναμίες της δὲν σκιάζουν οὔτε ἐλαττώνουν τὴν ἁγιότητά της. Θὰ εἶναι πάντοτε Παναγία ἡ Παρθένος.
Δεύτερο αἱρετικὸ δόγμα τοῦ Παπισμοῦ σχετικὰ μὲ τὴν Θεοτόκο εἶναι τὸ δόγμα περὶ τῆς ἐνσώματης ἀναλήψεως τῆς Θεοτόκου. Τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι φυσικὴ συνέπεια καὶ ἀπότοκος τοῦ πρώτου δόγματος. Ἀφοῦ δηλ. ἡ Παναγία ἦταν ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ εἶναι, κατʼ αὐτούς, θεά, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ πεθάνει, νὰ ὑποστεῖ σωματικὸ θάνατο, ἀλλὰ ἀναλήφθηκε σωματικῶς. Ἡ Ὀρθόδοξος, ὅμως, Ἐκκλησία κάνει λόγο γιὰ κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλ. πραγματικὸ θάνατο, χωρισμὸ ψυχῆς καὶ σώματος, καὶ γιὰ μετάσταση τῆς Θεοτόκου, δηλ. ἀνάσταση, ἕνωση ψυχῆς καὶ σώματος, καὶ ἀνάληψη κοντὰ στὸν Υἱόν της.
Παράλληλα, καλλιεργοῦνται σὲ δογματικὸ ἐπίπεδο ἀπὸ τοὺς Παπικοὺς οἱ διδασκαλίες γιὰ τὴν Θεοτόκο ὡς συμμεσίτριας καὶ συλλυτρώτριας. Δηλ. ὅτι ἡ Θεοτόκος, ὡς θεά, μπορεῖ ἀπὸ μόνη της νὰ μεσιτεύσει καὶ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ ἀνεξαρτήτως αὐτοῦ. Οἱ διδασκαλίες, ὅμως, αὐτὲς τῶν Παπικῶν ἀντίκεινται σαφῶς πρὸς τὴν Ἁγία Γραφή[12].
Οἱ Παπικοί, ἐπίσης, ἀμφισβητοῦν ἀκόμη καὶ τὸν τόπο κοιμήσεως καὶ ταφῆς τῆς Θεομήτορος. Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορία, τὴν παράδοση καὶ τὴν ὑμνογραφία, ἡ Θεοτόκος κοιμήθηκε καὶ τάφηκε στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴ Γεθσημανή. Οἱ Παπικοί, ὅμως, ὑποστηρίζουν ἀμάρτυρα ὅτι ἡ Παναγία ἔζησε καὶ τάφηκε, ὄχι στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴ Γεθσημανή, ἀλλὰ στὴν Ἔφεσο. Καὶ αὐτὸ τὸ στηρίζουν σὲ κάποιο ὄνειρο μίας φραγκοκαλόγριας, ποὺ εἶδε τὸν περασμένο αἰώνα[13]. Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν Παπικῶν.
Καὶ ἐρχόμαστε νὰ δοῦμε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ χειρότερη καὶ μεγαλύτερηἐκκλησιολογικὴ αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ ὁ τελευταῖος πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου, διότι στόχο ἔχει νὰ ἑνώσειὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ θρησκεῖες, σὲ μία παγκόσμια θρησκεία, ἕνα παγκόσμιο θεό, προσβάλλοντας τὴν ἀποκλειστικότητακαὶ τὴ μοναδικότητα τῆς σωτηρίας, ποὺ παρέχει ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καὶἀδιαφορώντας γιὰ τὶς τεράστιες δογματικὲς καὶ θεολογικὲς διαφορές.
Οἱ «Ὀρθόδοξοι» Οἰκουμενιστὲς πρωτοστατοῦν στὴν ἀποστασία ἐκ τῆς Πίστεως, στὴ νόθευση τῶν ἱερῶνΜυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν προδοσία τῶν ἱερῶν κανόνων. Συλλειτουργοῦν μὲ τοὺς αἱρετικούς,διοργανώνουν διαχριστιανικὲς καὶ διαθρησκειακὲς διασκέψεις, ἀναγνωρίζουν τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺςΠροτεστάντες ὡς μέλη κανονικῶν «Ἐκκλησιῶν», προσκαλοῦν τὸν Πάπα στὶς ὀρθόδοξες ἕδρες τους, διοργανώνουνσυμπροσευχὲς μὲ τὸν Πάπα, τὸν προσφωνοῦν «ἁγιώτατο ἀδελφό», τὸν ὑποδέχονται ὡς «εὐλογημένο ἐρχόμενο»,προσπαθοῦν νὰ περιθωριοποιήσουν τὴν Πατερικὴ θεολογία μὲ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, γιὰ τὸ πρωτεῖο τοῦΠάπα, νοθεύουν τὸ ὀρθόδοξο μυστήριο τῆς Βαπτίσεως, ἀναγνωρίζουν τὰ «μυστήρια» καὶ τὴν «ἱερωσύνη» τοῦΒατικανοῦ, προχωροῦν στὴν περιθωριοποίηση τοῦ ἱεροῦ ράσου καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ κλήρου ἀπʼ αὐτό.
Χωρὶς ἴχνος ντροπῆς ἀποδέχονται τὴν χειροτονία τῶν γυναικῶν, τὶς παστόρισσες καὶ τὶς ἐπισκοπίνες, οἱ ὁποῖες ἀρκετὲςφορὲς εἶναι καὶ ὁμοφυλόφιλοι, καὶ παρακάθονται μαζί τους στὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε», τὸ ὁποῖο μᾶλλον πρέπει νὰλέγεταιΠαγκόσμιο Συνονθύλευμα Αἱρέσεων καὶ Π.Σ.Ε.ὕδους. Διακηρύσσουν ὅτι «κατὰ βάθος μία ἐκκλησία ἢ ἕνατέμενος (τζαμὶ) ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση», ὅτι τὸ κοράνιο εἶναι «ἅγιο» καὶ σπουδαῖο», τὸ ὁποῖοπροσφέρουν ὡς δῶρο, ἀντὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι οἱ ἑβραϊκὲς συναγωγὲςεἶναι «τόποι λατρείας τοῦ Θεοῦ» καὶ εἶναι«εὐλογημένες», ὅτι μὲ τοὺς Ἑβραίους μᾶς ἑνώνουν κοινὰ θεμέλια, οἱ Ἱερὲς Γραφές, οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ Προφῆτες,κ.ἄ. φοβερὰ καὶ τραγικὰ καὶ βλάσφημα. Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν Οἰκουμενιστῶν.
Μέχρι τώρα ἐξετάσαμε τὴν ἀσέβεια κατὰ τῆς Κυρίας Θεοτόκου διαφόρων αἱρετικῶν σὲ δογματικὸ ἐπίπεδο. Ἀλλά, ἂς περάσουμε καὶ στὸ ἄλλο ἐπίπεδο, τὸ ἠθικὸ καὶ ἂς ἐρευνήσουμε τὰ τοῦ οἴκου μας ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων. Καλὲς οἱ πανηγύρεις, καλὸς ὁ ἐκκλησιασμός, καλὰ τὰ τάματα, καλὰ τὰ κεριὰ καὶ οἱ λαμπάδες, καλὰ τὰ ὅσα προσφέρουμε στὴν Ἐκκλησία, καλὸ ποὺ μετέχουμε τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καὶ τῆς θείας Κοινωνίας, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι, λίγο ὡς πολύ, εὔκολα γιὰ ὅλους, ἀνέξοδα, δὲν περικλείουν τὸν προσωπικό μας κόπο, τὸν ἱδρῶτα μας, τὸ αἷμα μας.
Ἡ Θεοτόκος ζητᾶ κάτι παραπάνω καὶ κάτι περισσότερο ἀπὸ ʼμας. Ζητᾶ τὴν ρανίδα τοῦ αἵματός μας, νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας, τὸ αἷμα μας, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ μαρτύριο καὶ γιὰ μαρτυρία. Εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὰ δώσουμε; Πολὺ φοβᾶμαι πώς ὄχι. Ἄλλωστε, «μνήμη ἁγίου, μίμησις ἁγίου» ἢ καλύτερα «μνήμη ὑπεραγίας, μίμησις ὑπεραγίας». Πῶς μιμούμαστε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο; Ἡ Θεοτόκος προσωποποιεῖ τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν παρθενία. Ποῦ εἶναι σήμερα ἡ ἁγνότης καὶ ἡ παρθενία; Ἀντιθέτως, ὀργιάζουν οἱ προγαμιαῖες σχέσεις, θεοποιεῖται τὸ sex, οἱ σεξουαλικὲς σχέσεις, κυριαρχεῖ ὁ πανσεξουαλισμός, οἱ πορνεῖες, οἱ μοιχεῖες καὶ νομιμοποιεῖται ἡ ὁμοφυλοφιλία καὶ τὰ ναρκωτικά.
Ἡ Θεοτόκος ἀντιπροσωπεύει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοή. Ποῦ εἶναι σήμερα αὐτὲς οἱ ἀρετές; Ἀντὶ γιὰ ταπείνωση, κυριαρχούμαστε ὅλοι, λίγο ὡς πολύ, ἀπὸ τὸν ἑωσφορικὸ ἐγωισμό. Ἀντὶ γιὰ ὑπακοὴ στὸ θέλημα, στὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, κάνουμε ὅλοι τὸ δικό μας θέλημα.
Πῶς, λοιπόν, νὰ φωνάξουμε τὸ «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» μὲ τὰ ἀκάθαρτα χείλη μας, τὴν βέβηλη ζωή μας καὶ τὶς πονηρὲς καὶ βρωμερὲς πράξεις μας καὶ πῶς νὰ μᾶς εἰσακούσει ἡ Παναγία καὶ δικαίως νὰ μὴ μᾶς πεῖ τὸ «μισῶ τὶς ἑορτές σας» καὶ τὸ «δὲν σᾶς γνωρίζω», ἐφόσον μόνο τυπικά, μὲ τὰ χείλη τὴν τιμοῦμε καὶ δὲν τὴν μιμούμαστε οὐσιαστικά; Ἄρα, λοιπόν, «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν; Οὐκ ἔστι οὐδεὶς ἕως ἑνός»;
Ὄχι, βεβαίως. Δὲν γενικεύουμε. Πάντοτε σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς ὑπάρχει τὸ εὐσεβὲς λῆμμα, ποὺ ἀντιστέκεται καὶ εὐαρεστεῖ τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου ὁ Θεὸς κρατᾶ ἀκόμη τὸν κόσμο καὶ δὲν τὸν καταστρέφει, ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ δικαία Του κρίση καὶ ὀργή.
Πρέπει, εἶναι ἀνάγκη, δὲν παίρνει ἄλλο, τώρα ὅλοι μας νὰ ὁμολογήσουμε ἐνώπιον τῆς Θεοτόκου ὅτι ἁμαρτήσαμε πάρα μὰ πάρα πολύ. Διαφθορὰ στὸ ἱερατεῖο, διαφθορὰ στὴν πολιτική, διαφθορὰ στὸν λαό, παντοῦ διαφθορά.
Πρέπει νὰ ποῦμε τὸ «ἥμαρτον» καὶ τὸ «συγχώρησον». Νὰ γονατίσουμε καὶ νὰ κάνουμε μετάνοιες ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Παναγίας μας.Νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦμε πραγματικά, εἰλικρινὰ καὶ αἰώνια, ὄχι ψεύτικα καὶ πρόσκαιρα.
Δὲν περιμένουμε νὰ μᾶς σώσει κανείς. Οὔτε τὸ ΔΝΤ, οὔτε ἡ Τρόϊκα, οὔτε τὰ μνημόνια, οὔτε ἡ Ε.Ε., οὔτε ἡ Ἀμερική, οὔτε ἡ Γερμανία, οὔτε ἡ Γαλλία, οὔτε ὁ Πάπας, οὔτε ὁ Οἰκουμενισμός.
«Μὴ πεποίθατε ἐπʼ ἄρχοντας ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία». Ἕνας μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεός, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία Μητέρα Του, ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τώρα εἶναι ἡ πιὸ κατάλληλη εὐκαιρία νὰ τὸ πράξουμε αὐτό. Σήμερα ποὺ εἶναι ἡ Κοίμηση καὶ ἡ Μετάστασή της. Καὶ ἡ γλυκιὰ Μάνα τοῦ κόσμου δὲν θὰ παραβλέψει τὴν δέηση, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μετάνοιά μας καὶ θὰ μᾶς σώσει. Νὰ εἴμαστε σίγουροι.
Ἀρκεῖ καὶ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε, ἀγαπητοί μου, πάρα πολὺ προσεκτικοί, ἰδίως σήμερα, τὴν ἐποχὴ τῆς συγχύσεως ὅλων τῶνπραγμάτων, νὰ ἐνστερνισθοῦμε τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, νὰ ἐγκεντρισθοῦμε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τέλος νὰ ἱκετεύσουμε τὴν Κυρία Θεοτόκο νὰ πρεσβεύει στὸν Υἱό της καὶ Θεό μας μὲ τὶς θεομητορικές της πρεσβεῖες νὰ μᾶςἐλεήσει, νὰ μᾶς σώσει καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τοῦ Παραδείσου. Νὰ ἔχουμε ὅλοι μας τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία τῆς κοιμηθείσης καὶ μεταστάσης Κυρίας Θεοτόκου.
Ὑποσημειώσεις:
1.ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑορτοδρόμιον... Γ΄, σσ. 337-338.
2. Ἒνθ’ ἀνωτ., σ. 383.
3. Τοῦ ἰδίου, Ἑορτοδρόμιον... Α΄, σ. 150-151.
4. Τοῦ ἰδίου, Ἑορτοδρόμιον... Γ΄, σ. 34.
5. ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 166-170.
6. Ὅ. π., σ. 182.
7. Ὅ. π., σ. 214.
8. ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Περὶ αἱρέσεων ρα΄, 1-2
9. Ὅ. π., 18-37.
10. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτικὴ θεολογία καὶ πνευματικότητα, σ. 36 καὶ ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Χρηστοήθεια, σ. 411.
11. ΑΡΧΙΜ.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός, σ. 37.
12. Ρωμ. 3, 23-24 καὶ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτικὴ θεολογία καὶ πνευματικότητα, σσ.36-37 καὶ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΚΟΡΗΣ, Παπικὲς πλάνες· σύντομος ἔλεγχος καὶ ἀνασκευή, σσ. 81-84.
13. ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ βίος τῆς Παναγίας, σσ. 103-106. (Ὀρθόδοξος Τύπος)
Πηγή: Ακτίνες