Η φοβερή σύγχυση τῶν ἀγεύστων τῆς Θείας Χάριτος θεολόγων[1] τῆς Δύσεως, μέσῳ κάποιων ἡμετέρων καθηγητῶν δυστυχῶς, μεταφέρθηκε καὶ στὸν ὀρθόδοξο χῶρο. Βιβλία ἀμφιβόλου ὀρθοδοξίας, κύκλοι θεολογούντων, περιοδικά, ἐκπομπές, συνέδρια καὶ ἐπιτροπὲς δηλητηριάζουν τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση· ἐνσπείρουν δισταγμὸ ὡς πρὸς τὴν πλήρη καὶ ἀπόλυτη ἀλήθεια τῆς ᾿Ορθοδοξίας, τῶν ῞Ορων καὶ τῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν ῾Αγίων.
Αὐτοὺς τοὺς σκοποὺς φαίνεται νὰ ἐξυπηρετεῖ καὶ τὸ βιβλίο τοῦ ρώσου ἐπισκόπου Βιέννης ῾Ιλαρίωνος ᾿Αλφέγιεφ[2]: «῞Αγιος ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος. ῾Ο πνευματικός του κόσμος», τῶν ἐκδόσεων «᾿Ακρίτας» (᾿Αθήνα 2005, σελίδες 390). ᾿Απ᾿ αὐτὸ τὸ «ἐπιστημονικὸ» βιβλίο ὁ ἀναγνώστης «μαθαίνει» νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, γιὰ τὴν γνησιότητα τῶν ἔργων του καὶ... γιὰ ὅλα. ῎Ετσι, ὁδηγεῖται σὲ σύγχυση, ἡ ὁποία, ὅπως γράφει ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ: «ἔθος ἔχει... ἀφαιρεῖν τὴν γεῦσιν τῆς συνέσεως καὶ τῆς κατανοήσεως καὶ σκυλεῦσαι τὰ νοήματα τὰ ἐν αὐτοῖς, καθάπερ βδέλλα ἡ συμπίνουσα τὴν ζωὴν τῶν σωμάτων...».
Αʹ. Ποιός εἶναι ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ καὶ γιατί εἶναι ῞Αγιος
Ο ΑΒΒΑΣ ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος γεννήθηκε στὴν Νινευῒ ἢ κατ᾿ ἄλλους κοντὰ στὴν ῎Εδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. ῎Εζησε τὸν Ϛʹ αἰῶνα· ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐπιστολή του, ποὺ τὴν ἀπευθύνει στὸν τότε νέο στὴν ἡλικία ῞Αγιο Συμεὼν τὸν Θαυμαστορείτη (521-596 μ.Χ.), συμπεραίνεται ὅτι ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ «ἤκμαζε» γύρω στὰ 530 μ.Χ. καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἐκοιμήθη στὸ τέλος τοῦ Ϛʹ αἰῶνος.
Νέος ἔγινε Μοναχὸς μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του στὴν Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Ματθαίου καὶ ἀργότερα τὸν κατέλαβε ὁ ἔρως τῆς ἡσυχίας καὶ ἀνεχώρησε στὴν ἔρημο· ὅταν ὁ ἀδελφός του ἔγινε ῾Ηγούμενος στὸ Μοναστήρι τοῦ ῾Αγίου Ματθαίου, τὸν κάλεσε νὰ γυρίσει πίσω, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔχοντας τὴν ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία ἀρνεῖται.
᾿Αργότερα ὅμως ὑπακούει σὲ θεία ἀποκάλυψη καὶ δέχεται νὰ γίνει ᾿Επίσκοπος Νινευΐ, ἀλλὰ γιὰ πολὺ λίγο. Τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος, ἦλθαν στὸ ἐπισκοπεῖο δύο ἄνθρωποι, γιὰ νὰ λύσουν μία διαφορὰ μεταξύ τους. ῞Οταν ὁ ῞Αγιος ἔθεσε σὰν βάση γιὰ τὴν λύση τῶν προβλημάτων τους τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ἀρνήθηκε. Τότε σκέφθηκε ὁ ῞Αγιος: «῍Αν αὐτοὶ ἐδῶ δὲν ὑπακούουν στὰ εὐαγγελικὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου, τότε τί ἦλθα ἐγὼ νὰ κάμω ἐδῶ;». Κι ἀμέσως ἐγκατέλειψε τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο καὶ γύρισε στὴν ἀγαπημένη του ἔρημο, ὅπου ἔζησε μέχρι τὸ θάνατό του ἀσκητικῶς ἀγωνιζόμενος.
῞Ομως, ἂν ὁ λεπτομερὴς Βίος του δὲν εἶναι γνωστός, ὁ ῞Αγιος εἶναι πασίγνωστος ἀπὸ τοὺς ᾿Ασκητικοὺς Λόγους του. Τὸν Ηʹ ἢ τὸ ἀργότερο στὶς ἀρχὲς τοῦ Θʹ αἰῶνος, δύο Μοναχοὶ τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου Σάββα τῆς Παλαιστίνης, ὁ ᾿Αβράμιος καὶ ὁ Πατρίκιος ἀνακαλύπτουν τὸν οὐράνιο αὐτὸ θησαυρὸ τῶν Λόγων τοῦ ῾Αγίου, τοὺς ὁποίους μετέφρασαν ἀπὸ τὰ συριακὰ στὴν ἀρχαία ἑλληνική.
῾Ο θησαυρὸς αὐτὸς διαδόθηκε παντοῦ διὰ μεταφράσεων στὴν ἀραβική, τὴν αἰθιοπικὴ καὶ ἄλλες γλῶσσες. ᾿Αργότερα μεταφράστηκαν στὰ σλαβωνικὰ καὶ τὰ λατινικά. Στὰ 1770 ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης, λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν του δύο παλαιότατα χειρόγραφα, ἐξέδωσε στὴν Λειψία τοὺς ὀγδόντα ἕξι (ΠϚʹ) Λόγους καὶ τὶς τέσσερις ᾿Επιστολὲς τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαάκ. ῎Ετσι, τὰ ἔργα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ γίνονται ἐντρύφημα, τροφὴ πνευματικὴ καὶ παρηγορία στοὺς ἡσυχαστές, τοὺς κοινοβιάτες καὶ ὅλους τοὺς πιστούς. ᾿Ανεδείχθη Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. ᾿Ακόμη καὶ οἱ ἑτερόδοξοι, μὲ τὶς μεταφράσεις στὴ γλῶσσα τους, ἐθέλχθησαν ἀπὸ τὴν διδασκαλία του καὶ τὸν μελετοῦν μὲ δίψα.
Παρά αῦτα, μόνο τὰ τελευταῖα σχετικῶς χρόνια καθιερώνεται ἡ ἑορτὴ τῆς μνήμης του στὸν ἑλληνορθόδοξο χῶρο. Παλαιότερα, στὸ ῞Αγιο ῎Ορος τὸν τιμοῦσαν στὶς 28 ᾿Ιανουαρίου μαζὶ μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Εφραίμ, ἐνῷ τώρα τελευταῖα στὶς 28 Σεπτεμβρίου. ᾿Αλλὰ μήπως αὐτὴ ἡ καθυστέρηση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης του λυμαίνεται καθόλου τὴν ἁγιότητά του καὶ τὴν δόξα του; Μήπως ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ δὲν εἶναι ῞Αγιος;
Κατ᾿ ἀρχάς, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ ῞Αγιοι, οἱ ὁποῖοι ἀναφερόμενοι ὡς ῞Αγιοι σὲ βιβλία Πατερικὰ δὲν ἔχουν καθιερωμένη μνήμη ἤ, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ τὸν Σύρο, καθιερώθηκε ἡ μνήμη τους τὰ τελευταῖα χρόνια. ῎Ετσι, ματαίως θὰ ἀναζητήσει κάποιος ἡμέρα μνήμης π.χ. τοῦ ῾Οσίου Θεογνώστου τῆς Φιλοκαλίας, ἐνῷ τῶν ῾Αγίου Διαδόχου Φωτικῆς, ῾Ησυχίου Πρεσβυτέρου, τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Καρπαθίου, τοῦ ῾Αγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα καὶ τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἡ μνήμη καθιερώθηκε τὰ τελευταῖα χρόνια· παρὰ ταῦτα, ἡ ᾿Εκκλησία δέχεται ὡς αὐθεντικὸ ἐν Χριστῷ, δηλαδὴ ὡς ἁγιοπνευματικὸ τὸν Βίο τους, τὶς δὲ Διδαχές τους, ὡς ἀπόσταγμα τῆς ὑπ᾿ αὐτῶν ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, τῆς ὑπ᾿ αὐτῶν «αἰσθήσεως ἐν Θεῷ», ὅπως γράφει ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ.
῞Ολα αὐτὰ κατ᾿ ἐξοχὴν ἰσχύουν σὲ ὕψιστο βαθμὸ γιὰ τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαάκ. ῞Ολοι οἱ μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ᾿Ασκητικοὶ Πατέρες παραπέμπουν σ᾿ αὐτόν, ὡς ῞Αγιον ᾿Ισαάκ, ὡς ἔμπειρο Διδάσκαλο καὶ ἀγωνιστὴ στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν παθῶν, ὡς πνευματικὴ λυδία λίθο, μὲ τὴν ὁποία δοκιμάζονται οἱ ἐμπειρίες τῶν ἀγωνιζομένων, ἂν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἢ ἐκ τοῦ διαβόλου. ῾Ο Εὐεργετινὸς εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀποσπάσματα τῶν Λόγων του. Σ᾿ αὐτὸν παραπέμπει 29 (!) φορὲς ὁ ῞Οσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς (Θʹ αἰ.) στὰ ἔργα του, ποὺ δημοσιεύονται στὴν Φιλοκαλία, ὁ ῞Οσιος Νικηφόρος ὁ Μονάζων, διδάσκαλος τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ στοὺς ῾Ησυχαστὲς τὴν μελέτη τῶν Λόγων του, τοποθετώντας αὐτὸν ἀνάμεσα στὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κλίμακος καὶ τὸν ῞Αγιο Μάξιμο τὸν ῾Ομολογητή, οἱ ῞Αγιοι Κάλλιστος καὶ ᾿Ιγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι (26 παραπομπές). ᾿Απὸ τὸν ῞Αγιο Κάλλιστο τὸν Καταφυγιώτη ἀποκαλεῖται «ἡσυχίας ἄκρος ὑφηγητής».
῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει: «...καρπὸν τῆς προσευχῆς ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ προσηγόρευσε τὸν φωτισμόν· φησὶ γὰρ [ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαάκ], ῾῾καθαρότης ἐστὶ νοός, ἐφ᾿ ᾗ διαυγάζει ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς τὸ φῶς τῆς ῾Αγίας Τριάδος· καὶ τότε ὁ νοῦς ὑπεράνω τῆς προσευχῆς γίνεται καὶ οὐ δεῖ καλεῖν ταύτην προσευχήν, ἀλλὰ τοκετὸν τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς διὰ τοῦ Πνεύματος καταπεμπομένης᾿᾿ καὶ πάλιν ῾῾προσευχή ἐστι καθαρότης νοός, ἢτις μόνη ἐκ τοῦ φωτὸς τῆς ῾Αγίας Τριάδος μετ᾿ ἐκπλήξεως τέμνεται᾿᾿...», καὶ ὀνομάζει τὸν ῞Αγιο «ἐπόπτη καὶ συγγραφέα τῆς μυστικῆς ἐποπτείας».
Στὸν Βίο τοῦ ῾Οσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὁ ῞Οσιος ᾿Ισαὰκ ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ βιογράφου του ῾Αγίου Φιλοθέου, ὡς «ὁ παθὼν ταῦτα καὶ μαθὼν [τὰ θεῖα] τὴν ἡσυχίαν τε καὶ θεωρίαν περιβόητος». Σ᾿ αὐτὸν παραπέμπει ὁ μεγάλος Ρῶσος ῾Ησυχαστὴς Νεῖλος Σόρσκυ, ὁ ῞Αγιος Νικόδημος ποὺ τὸν ἀποκαλεῖ «θεοφόρο φιλόσοφο», ὁ π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς[3], ποὺ τὸν ὀνομάζει «ἅγιο φιλόσοφο» καὶ «μεγάλο ἀσκητὴ» καὶ ὁ Γέροντας ῾Ιερώνυμος τῆς Αἰγίνης, ποὺ προτρέπει νὰ βγεῖ κανεὶς στὴ ζητιανιά, γιὰ νὰ ἀγοράσει τὸ βιβλίο του.
῾Ο Γέροντας Παΐσιος ἔλεγε: «῍Αν πήγαινε κανεὶς στὸ Ψυχιατρεῖο καὶ διάβαζε στοὺς ἀσθενεῖς τὸν ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, θὰ γίνονταν καλὰ ὅσοι πιστεύουν στὸν Θεό, γιατὶ θὰ γνώριζαν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς».
Στὶς ἐπιστολές του ὁ Γέροντας γράφει: «Πολὺ βοηθᾶ ἡ μελέτη στὰ ᾿Ασκητικὰ τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, διότι καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς δίνει νὰ καταλάβει κανεὶς καὶ κάθε εἴδους μικρὸ ἢ μεγάλο κόμπλεξ καὶ ἐὰν ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πιστεύει στὸ Θεό, τὸν βοηθάει γιὰ νὰ τὸ διώξη».
Στὸ Βίο τέλος τοῦ Γέροντος διαβάζουμε: «Στὸ βιβλίο [τῶν ᾿Ασκητικῶν τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαάκ], ποὺ διάβαζε κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου, ποὺ κρατᾶ στὸ χέρι του ἕνα φτερὸ καὶ γράφει, σημείωσε: ῾῾᾿Αββᾶ μου, δός μου τὴν πέννα σου νὰ ὑπογραμμίσω ὁλόκληρο τὸ βιβλίο σου᾿᾿...».
῾Ο Γέρων Πορφύριος ἔλεγε: «Στενοχωριέται ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ, ποὺ ἀναγκάζεται νὰ πεῖ τὰ μυστήρια καὶ τὰ βαθιὰ βιώματα τῆς καρδιᾶς του, ὁρμώμενος ἀπὸ ἀγάπη καὶ μόνο. Νὰ πῶς τὸ λέει: ῾῾῎Εγινα μωρός· δὲν ὑποφέρω νὰ φυλάξω τὸ μυστήριον ἐν σιωπῇ, ἀλλὰ γίνομαι ἀνόητος διὰ τὴν ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν...᾿᾿. Κι ἐγὼ ὁ καημένος ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη μου σᾶς λέω μερικὰ ἀπ᾿ ὅσα μοῦ ἀποκαλύπτει ὁ Θεός».
᾿Απὸ ὅλες αὐτὲς τὶς μαρτυρίες τῶν ῾Αγίων Πατέρων καὶ συγχρόνων Γερόντων γίνεται ἐμφανὴς ἡ καθολικὴ ἀποδοχὴ τῆς ἁγιότητος τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαὰκ καὶ τῶν ἁγίων συγγραμμάτων του, ἡ ὀρθοδοξία του καὶ ἡ γνησιότητα τῶν ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν του.
Βʹ. ᾿Ασεβεῖς φλυαρίες περὶ τοῦ προσώπου τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαὰκ
Ἐρχόμαστε τώρα στὸ βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου ῾Ιλαρίωνος ᾿Αλφέγιεφ.῾Ο συγγραφέας, ἀλλὰ καὶ ὁ προλογίζων ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware ἀποδέχονται ὅλες τὶς δυτικὲς «ἐπιστημονικὲς» προκαταλήψεις α) περὶ τοῦ προσώπου τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ καὶ β) περὶ τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου.
῎Ετσι, δρώντας εἰκονοκλαστικά, καταστρέφουν τὴν ἁγία εἰκόνα τοῦ ῾Οσίου ᾿Ισαὰκ καὶ στὴν θέση της βάζουν ἕνα αἱρετικὸ πρόσωπο, τὸν ὁποῖο ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς ὀνομάζουμε ψευδο-Ισαάκ. «᾿Απὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Wensinck», γράφει στὸν πρόλογο ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος, «καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐργασίες ἔμαθα ποιός ἦταν ὁ ᾿Ισαάκ... ᾿Ανακάλυψα πὼς ἀνῆκε στὴν ᾿Εκκλησία τῆς ᾿Ανατολῆς, σ᾿ αὐτὴν ποὺ ἀποκαλεῖται συνήθως ῾῾Νεστοριανή᾿᾿. Κι ἔτσι ἔφθασα σιγὰ σιγὰ στὸ σημεῖο νὰ συνειδητοποιήσω, πὼς τοῦτο δὲν σήμαινε πὼς ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ισαὰκ ἢ ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα στὴν ὁποία ἀνῆκε, θὰ μποροῦσαν ἄκριτα νὰ καταδικαστοῦν ὡς αἱρετικοί».
᾿Απὸ τὰ γραφόμενα τοῦ ἐπισκόπου Καλλίστου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλο τὸ βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου ῾Ιλαρίωνος, γίνεται ἀμέσως κατανοητό, ὅτι ἔχει διαγραφεῖ ἀπὸ τὴν συνείδησή τους ἡ ᾿Εκκλησιαστικὴ Παράδοση περὶ τοῦ Βίου τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαάκ, ἐφόσον «ἔμαθαν» ἀμφότεροι ἀπὸ τὸν Wensinck καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐργασίες, ὅτι ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ εἶναι Νεστοριανός!
Οἱ δυτικοὶ ἐρευνητὲς μελέτησαν τὸ νεστοριανὸ «Βιβλίο τῆς ἁγνότητος», ὅπου γίνεται λόγος γιὰ κάποιον ᾿Ισαάκ, ποὺ γεννήθηκε στὸ Beit Qatraye, στὸ Κατὰρ τῆς ᾿Αραβίας στὴν δυτικὴ ἀκτὴ τοῦ Περσικοῦ Κόλπου καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν νεστοριανὸ Givargis, περίπου τὸ 660, ἐπίσκοπος Νινευΐ. Μετὰ πέντε μῆνες παραιτήθηκε γιὰ ἄγνωστο λόγο καὶ ἀσκήτεψε στὸ ὄρος Matout. Μετὰ πῆγε στὴν Μονὴ Shabur, ὅπου πέθανε τυφλὸς ἀπὸ τὸ πολὺ διάβασμα. ῎Εγραψε καὶ κάποια βιβλία γιὰ τὴν ἀναχωρητικὴ ζωή.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν... φοβερὴ «ἀνακάλυψη», οἱ ἐρευνητὲς κατέληξαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ ποὺ γνωρίζουμε! Μὲ πολὺ μεγάλη εὐκολία ὁ ᾿Αλφέγιεφ περιφρονεῖ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα στοιχεῖα τοῦ ὀρθοδόξου Βίου του: α) τὸν τόπο καταγωγῆς, ποὺ εἶναι ἡ Νινευῒ ἢ ἡ ῎Εδεσσα τῆς Μεσοποταμίας καὶ ὄχι τὸ Κατάρ, β) τὸν χρόνο γεννήσεως, ὁ ὁποῖος ὑπολογίζεται νὰ εἶναι 100 χρόνια ἐνωρίτερα, γ) τὴν διήγηση γιὰ τὴν αἰτία παραιτήσεώς του, τὴν ὁποία ἀποκαλεῖ «θρῦλο» καὶ τὴν ἄμεση ἀναχώρησή του καὶ ὄχι μετὰ πέντε μῆνες, δ) τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του σὲ σκήτη καὶ ὄχι στὸ Μοναστήρι Σαμπούρ· πλάθει μύθους γιὰ τοὺς λόγους χειροτονίας καὶ παραιτήσεως ἀπὸ τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα.
῾Ο νεστοριανὸς ἱστορικὸς (;) εἶναι, γιὰ τὸν ᾿Αλφέγιεφ, πλήρως ἀξιόπιστος, ἐνῷ οἱ πληροφορίες τῶν ᾿Ορθοδόξων παραθεωροῦνται τελείως. Πάντως, ἀπὸ τὴν σύγκριση τῶν δύο Βίων, γίνεται φανερὸ ὅτι συμβαίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δύο: ἢ ὁ ὑπὸ τῆς νεστοριανῆς ἱστορικῆς πηγῆς ἀναφερόμενος ᾿Ισαὰκ εἶναι ἄλλο πρόσωπο, διάφορο τοῦ ῾Οσίου, ἢ οἱ πληροφορίες τοῦ ἱστορικοῦ (;), ποὺ γράφει δύο αἰῶνες μετὰ τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ Βίου, εἶναι συγκεχυμένες ἢ παραποιημένες.
Τὸ γεγονός, ὅτι στὴν περιοχὴ τῆς Συρίας - Μεσοποταμίας - Περσίας ἦταν διαδεδομένος ὁ Νεστοριανισμός, δὲν σημαίνει πὼς ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχαν ᾿Ορθόδοξοι καὶ πὼς ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ ᾿Επίσκοπος Νινευῒ ταυτίζεται μὲ τὸν ἀναφερόμενο ἀπὸ τοὺς Νεστοριανοὺς ᾿Ισαὰκ καὶ ὅτι δὲν εἶναι ᾿Ορθόδοξος. Βέβαια, ἀπὸ παλαιὰ δημιουργοῦνταν προβλήματα ταυτίσεως ᾿Ορθοδόξων Πατέρων μὲ αἱρετικούς.
῾Ο ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης γράφει γιὰ τὸν ῞Αγιο Βαρσανούφιο κυρίως, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλους ῾Αγίους, ποὺ κάποιοι τοὺς ταύτιζαν μὲ ὁμωνύμους τους αἱρετικούς: «...δύο ἐστάθησαν Βαρσανούφιοι, ἕνας ὁ παρὼν ῞Αγιος καὶ ὀρθοδοξότατος πατήρ, καὶ ἄλλος αἱρετικός, ἐκ τῆς αἱρέσεως τῶν μονοφυσιτῶν. ῞Οτι δὲ ὁ θεῖος οὗτος Βαρσανούφιος... ἦτον ὀρθοδοξότατος καὶ ἐδέχετο αὐτὸν ἡ τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία ὡς ῞Αγιον, ἐβεβαίωσε καὶ ὁ ῞Αγιος Πατριάρχης Ταράσιος... Βεβαιοῖ δὲ καὶ ὁ... Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν τῇ αὐτοῦ Διαθήκη [γράφων]· Προσέτι... ἀποδέχομαι... καὶ πάντων τῶν θεσπεσίων Πατέρων, Διδασκάλων τε καὶ ᾿Ασκητῶν τοὺς βίους τε καὶ τὰ συγγράμματα. Τοῦτο δὲ λέγω διὰ τὸν φρενοβλαβῆ Πάμφιλον, τὸν ἀπὸ ᾿Ανατολῆς φοιτήσαντα καὶ τούς δε τοὺς ῾Οσίους διαβαλόντα· λέγω δή, Μᾶρκον, ῾Ησαΐαν, Βαρσανούφιον, Δωρόθεόν τε καὶ ῾Ησύχιον». ῎Ετσι, τὸ κριτήριο ᾿Ορθοδοξίας τῶν ῾Αγίων εἶναι ἡ μαρτυρία τῶν μετ᾿ αὐτοὺς ῾Αγίων Πατέρων. Σήμερα πιθανὸν πολλοὶ ἐρευνητὲς θὰ ταύτιζαν τοὺς δύο Βαρσανουφίους, ἀκολουθώντας τὸν «φρενοβλαβῆ» Πάμφιλο.
῎Εχουμε καὶ ἕνα ἀρκετὰ πρόσφατο παράδειγμα. ῾Ο γνωστὸς ὀρθόδοξος θεολόγος John Meyendorff ἐπέμενε νὰ χαρακτηρίζει τὸν ῞Αγιο Σάββα τὸν Βατοπεδινὸ ἀντι-Ησυχαστὴ καὶ ἀντι-Παλαμίτη, ταυτίζοντας αὐτὸν ἐσφαλμένα μὲ κάποιον ἀντι-Ησυχαστὴ ὀνόματι Σάββα Λογαρᾶ, μέχρις ὅτου σὲ χειρόγραφο τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Δ. Τσάμη ὅτι τὸ ἐπώνυμο τοῦ ῾Αγίου ἦταν Τζῖσκος! Στ᾿ ἀλήθεια, χρειαζόταν ἄραγε αὐτὴ ἡ ἐπιστημονικὴ μαρτυρία, γιὰ νὰ πεισθοῦμε περὶ τῆς ἁγιότητος τοῦ ῾Οσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὅταν ἔχουμε τὴν κατὰ Χριστὸν ἐπιστήμη, δηλαδὴ τὸ θαυμαστὸ Βίο του καὶ τὴν μαρτυρία τοῦ ῾Αγίου Φιλοθέου;
Γʹ. Τὰ κακόδοξα κείμενα τοῦ ψεύτικου Ἰσαάκ (ψευδο-᾿Ισαὰκ)
Μετά τήν ψευδο-ανακάλυψη, ὅτι ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ ἦταν Νεστοριανός, ἀκολούθησε καὶ ἄλλη «ἀνακάλυψη». Κάποιος Dr. Sebastian Brock ἀνακάλυψε τὸ 1983 σὲ βιβλιοθήκη τῆς ᾿Οξφόρδης ἕνα χειρόγραφο τοῦ Ιʹ ἢ ΙΑʹ αἰ., ποὺ περιεῖχε στὴν Συριακὴ γλῶσσα μιὰ συλλογὴ ᾿Ασκητικῶν Λόγων (ΜΑʹ Κεφάλαια) στὸ ὄνομα ᾿Ισαὰκ τῆς Νινευΐ. Τοὺς περισσότερους Λόγους ἐξέδωσε ὁ Brock σὲ ἀγγλικὴ μετάφραση τὸ 1995. ῾Υποτίθεται ὅτι αὐτὰ εἶναι κείμενα γνήσια τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ. ῞Ομως, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ᾿Αλφέγιεφ, αὐτὴ ἡ συλλογὴ «δὲν μεταφράσθηκε στὴν ῾Ελληνικὴ καὶ δὲν γνώρισε τὴ διάδοση τῆς πρώτης». Γιατί ἄραγε; ῾Υπῆρχε λόγος;
Μάλιστα, ὑπάρχουν δύο λόγοι σοβαρότατοι.
α) Διότι, κατὰ τὴν ᾿Ορθόδοξη Παράδοση, τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν ἀνήκουν στὸν ῞Οσιο ᾿Ισαάκ. Πουθενὰ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς δὲν γίνεται μνεία γιὰ τὰ κείμενα αὐτά. ῍Αν κάποιος περιφρονήσει τὴν ἀξία, ποὺ ἔχει ἡ σιωπὴ τῶν ᾿Ορθοδόξων γιὰ τὰ κείμενα αὐτά, πέφτει ἀμέσως στὴν δίνη τῆς δυτικῆς «ἐπιστημονικῆς» συγχύσεως. Νὰ μία μικρὴ γεύση της: Πολλοὶ δυτικοὶ μελετητὲς παρατηροῦν ὅτι τὴν περίοδο αὐτὴ στὴν περιοχὴ Συρίας - Μεσοποταμίας ὑπάρχουν πολλοὶ συγγραφεῖς μὲ τὸ ὄνομα ᾿Ισαάκ, ὅπως εἶναι ὁ ᾿Ισαὰκ ᾿Αντιοχείας, οἱ μονοφυσίτες ᾿Ισαὰκ τῆς ᾿Αμίδας καὶ ᾿Ισαὰκ ᾿Εδέσσης καὶ κάποιος ᾿Ορθόδοξος ᾿Ισαὰκ ἀπὸ τὴν ῎Εδεσσα, ὁ ὁποῖος κατ᾿ ἄλλους εἶναι Νεστοριανός. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δημιουργεῖ στοὺς ἐρευνητὲς ἀμφιβολίες ὡς πρὸς τὴν πατρότητα τῶν κειμένων, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ ᾿Ισαὰκ τῆς Νινευΐ.
᾿Αλλὰ καὶ ὁ ᾿Αλφέγιεφ διατελεῖ ἐν συγχύσει, προσπαθώντας νὰ ξεκαθαρίσει τὰ κείμενα. ᾿Ιδοὺ τὶ γράφει: «῾Ο Bedjan δίνει μερικὰ ἀποσπάσματα..., ἀλλὰ αὐτὰ τὰ κείμενα ἀνήκουν στὴν πραγματικότητα στὸν Dadisho ἀπὸ τὸ Κατάρ... ἐπίσης ἀναφέρει τὴν Βίβλο τῆς Χάριτος, ποὺ ἀποδίδεται στὸν ᾿Ισαάκ. ῾Ο D. Miller ὑποστηρίζει πὼς... ἀνήκει στὴν πέννα τοῦ Συμεὼν dTaibutheh». ᾿Ακόμα καὶ ἀπὸ τὰ γνήσια κείμενα τοῦ ῾Αγίου ὁρισμένα τὰ ἀποδίδει ὁ ᾿Αλφέγιεφ σὲ αἱρετικούς. Πλήρης καὶ καθολικὴ σύγχυση!
Γιὰ μᾶς τοὺς ᾿Ορθοδόξους, βέβαια, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστευόμαστε τὴν Παράδοση, τὰ πράγματα εἶναι ἁπλᾶ: δὲν δεχόμεθα, δὲν παραλαμβάνουμε «ἀλλαχόθεν», δηλαδὴ ὑπὸ τῶν κλεπτῶν καὶ ληστῶν τῆς σωτηρίας μας αἱρετικῶν ὅ,τι δὲν μᾶς παραδίδει ἡ ῾Αγία ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία διὰ τῶν ῾Αγίων Πατέρων.
Παρὰ ταῦτα, ἄς δοῦμε καὶ τὸν δεύτερο, οὐσιαστικὸ λόγο ἀπορρίψεως τῶν κειμένων αὐτῶν.
β) Διότι σὲ πολλὰ σημεῖα τὰ κείμενα αὐτὰ γέμουν κακοδοξιῶν καὶ παραπέμπουν σὲ αἱρετικούς:
(1) ᾿Απὸ τὰ κείμενα, ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων παραθέτει ὁ ᾿Αλφέγιεφ, γίνεται φανερὸ ὅτι ὁ συγγραφεὺς ψευδο-᾿Ισαὰκ εἶναι Νεστοριανός. ᾿Ιδοὺ ἀποσπάσματα:
Ι) «Δοξάζω τὴ θεία Σου Φύση Κύριε, ἐπειδὴ ἔκανες τὴφύση μου... τόπο ὅπου μπορεῖς νὰ κατοικήσεις καὶ ναὸ ἅγιο γιὰ τὴ Θεότητά Σου, δηλαδὴ γιὰ ᾿Εκεῖνον, ποὺ κρατᾶ τὰ σκῆπτρα τῆς Βασιλείας σου... τὸ ἔνδοξο σκήνωμα τῆς αἰώνιας ῞Υπαρξής Σου... τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό...» ᾿Εδῶ βλέπουμε νὰ διαχωρίζεται ἡ Θεία φύση ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη· ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἁπλῶς «ναὸς» καὶ «ἔνδοξο σκήνωμα τῆς Θεότητος». Πρόκειται γιὰ τὴν νεστοριανὴ πλάνη.
ΙΙ) «Δὲν διστάζουμε νὰ ἀποκαλοῦμε τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου μας -καὶ εἶναι ὄντως ἀληθινὸς ἄνθρωπος- «Θεὸ» καὶ «Δημιουργὸ» καὶ «Κύριο»... Εἶπε ἀκόμα καὶ στοὺς ᾿Αγγέλους νὰ τὸν λατρεύουν... Παραχώρησε σ᾿ Αὐτὸν νὰ λατρεύεται ἀδιάκριτα μαζὶ μὲ ᾿Εκεῖνον, μὲ μιὰ ἑνιαία πράξη λατρείας γιὰ τὸν ῎Ανθρωπο, ποὺ ἔγινε Κύριος καὶ γιὰ τὴ Θεότητα ἐξίσου.» Κι ἐδῶ βλέπουμε δύο χωριστὰ πρόσωπα: «᾿Εκεῖνον» καὶ «Αὐτὸν» [ἄλλον καὶ ἄλλον], τὸν «῎Ανθρωπο» μὲ κεφαλαῖο Α καὶ τὴν «Θεότητα», στοὺς ὁποίους ἀπονέμεται ἡ ἴδια τιμή! Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς ἀποκαλοῦσε τὸν Νεστόριο «ὀλεθριώτατον ἀνθρωπολάτρην», ἀφοῦ θεωρώντας τὸν Χριστὸ ἄνθρωπο, ἔστω καὶ μὲ κεφαλαῖο Α, τὸν λατρεύει ὡς Θεό.
(2) Τὰ κείμενα παραπέμπουν σὲ αἱρεσιάρχες καὶ τοὺς ἐπαινοῦν. Γιὰ νὰ γίνουμε ἀντιληπτοί, κρίνουμε ἀπαραίτητο νὰ ποῦμε περισσότερα γιὰ τὸν Νεστόριο καὶ τοὺς ὁμόφρονές του. ῾Ο Νεστόριος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (†450/1), πίστευε ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχουν ὄχι μόνον δύο φύσεις, ἀλλὰ καὶ δύο πρόσωπα. Δὲν μποροῦσε μὲ τὴν ἐπηρμένη λογική του νὰ δεχθεῖ τὴν ἑνότητα τῶν δύο φύσεων στὸ [ἕνα] Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς τὴν ῾Υπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ εἶναι καὶ ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὴ κυρίως τὴν πλάνη καὶ ἀναθεματίσθηκε ὡς αἱρετικὸς ἀπὸ τὴν Γʹ ἐν ᾿Εφέσῳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (431).
᾿Αλλὰ ἡ πλάνη αὐτὴ εἶχε ξεκινήσει ἀπὸ τὸν διδάσκαλο τοῦ Νεστορίου, τὸν Θεόδωρο ἐπίσκοπο Μοψουεστίας (392-428) καὶ ἀπὸ τὸν Διόδωρο Ταρσοῦ (†392), διδάσκαλο τοῦ Θεοδώρου. ῾Ο Θεόδωρος ὁμιλεῖ γιὰ «συνάφειαν», δηλαδὴ ἕνωσιν δύο ἐντελῶς χωριστῶν ὄντων «κατὰ ἐπαφήν»· πίστευε ἐπίσης, ὅτι «πρὸ τῆς ᾿Αναστάσεως ὁ Χριστὸς ἠδύνατο νὰ ἁμαρτήση καὶ νὰ αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ ρυπαροὺς λογισμούς». Γιὰ τὶς πλάνες του, μετὰ θάνατον, καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν Εʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (553 μ.Χ.). Διαβάζουμε στὰ Πρακτικά: «῞Οταν, λοιπόν, ἐφέραμεν εἰς τὸ μέσον τὰς κατεσπαρμένας εἰς τὰ βιβλία του [τοῦ Θεοδώρου] βλασφημίας, ἐθαυμάσαμεν εἰς αὐτὰς τὴν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ πῶς δὲν ἐκάη αὐτοστιγμεὶ ἀπὸ τὸ θεῖον πῦρ ἡ γλῶσσα του καὶ ὁ νοῦς του, ποὺ ἐξήμεσαν τοιαῦτα πράγματα... Οὔτε οἱ δαίμονες δὲν ἐτόλμησαν νὰ εἴπουν ποτὲ τοιαῦτα πράγματα ἐναντίον Σου! » (᾿Απὸ τὸ βιβλίο τοῦ Σεβ. μητροπολίτου Νικοπόλεως κ. Μελετίου: «῾Η Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος»).
῾Ο ῞Αγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας γράφει γιὰ τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Διόδωρο σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν βασιλέα Θεοδόσιο: «῾Υπῆρξε ἕνας Θεόδωρος καὶ πρὸ αὐτοῦ ἕνας Διόδωρος... Αὐτοὶ ὑπῆρξαν οἱ πατέρες τῆς ἀσεβείας τοῦ Νεστορίου. Καθ᾿ ὅσον εἰς τὰ βιβλία ποὺ συνέθεσαν βλασφημοῦν ὑπέρογκα κατὰ τοῦ πάντων ἡμῶν Σωτῆρος Χριστοῦ». Καὶ ὅμως, αὐτοὶ οἱ αἱρεσιάρχες στὰ κείμενα τοῦ ψευδο-᾿Ισαὰκ ἀναφέρονται ὡς οἱ μεγαλύτεροι διδάσκαλοι: «῞Οποιος θέλει μπορεῖ νὰ στραφεῖ στὰ γραπτὰ τοῦ Εὐλογημένου ῾Ερμηνευτή», γράφει περὶ τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας ὁ ψευδο᾿Ισαάκ, «σὲ ἕναν ἄνθρωπο...», ποὺ «τοῦ παραδόθηκαν μὲ ἐμπιστοσύνη τὰ κρυμμένα μυστήρια τῆς ῾Αγίας Γραφῆς... Τὸν δεχόμαστε, μᾶλλον, σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ὅποιος ἀντιτάσσεται στοὺς λόγους του... τὸν θεωροῦμε ξένο πρὸς τὴν κοινότητα τῆς ᾿Εκκλησίας». Τὸν Διόδωρο Ταρσοῦ ἀποκαλεῖ «μεγάλο διδάσκαλο τῆς ᾿Εκκλησίας» καὶ «ἱερὸ Διόδωρο», ἐνῶ καὶ οἱ δύο, Θεόδωρος καὶ Διόδωρος, ἀποκαλοῦνται στύλοι τῆς ᾿Εκκλησίας!
(3) Τὰ κείμενα ἐνστερνίζονται τὴν ὠριγενιστικὴ πλάνη τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων. ῾Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας καὶ ὁ Διόδωρος, ἀντίθετα ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία, δέχονταν τὶς ἰδέες τοῦ ᾿Ωριγένους (185253/4) περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, δηλαδὴ τὴν κακοδοξία περὶ τοῦ τέλους τῆς κολάσεως καὶ τῆς εἰσόδου ὅλων στὸν Παράδεισο. ῾Ο ψευδο-᾿Ισαὰκ σ᾿ αὐτοὺς παραπέμπει, γιὰ νὰ θεμελιώσει τὴν κακοδοξία περὶ τοῦ τέλους τῆς Γεέννης. Παραπέμπει στὸν Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος γράφει: «...Ποτὲ δὲν θὰ ἔλεγε ὁ Χριστός... ῾῾δαρήσεται πολλὰς᾿᾿ καὶ ῾῾δαρήσεται ὀλίγας᾿᾿, ἂν οἱ ποινές, ποὺ ἀναλογοῦν στὶς ἁμαρτίες μας δὲν ἦταν νὰ λάβουν κάποτε τέλος». Παραπέμπει καὶ στὸν Διόδωρο, ὁ ὁποῖος λέει: «οἱ ραβδισμοί, ποὺ περιμένουν τοὺς κακοὺς δὲν εἶναι αἰώνιοι... μπορεῖ νὰ βασανίζονται ὅπως τοὺς ἀξίζει, γιὰ ἕνα σύντομο μόνο διάστημα... ὅμως, κατόπιν τοὺς περιμένει ἡ εὐτυχία τῆς ἀθανασίας, ποὺ εἶναι παντοτινή».
Μὲ βάση αὐτὲς τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες, ὁ ψευδο-᾿Ισαὰκ κάνει ἕνα ἅλμα βαθύτερο στὴν πλάνη: «Εἶναι ξεκάθαρο πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς πεπτωκότες, καὶ πὼς δὲν θὰ ἀφήσει τοὺς δαίμονες νὰ αραμείνουν στὴν δαιμονική τους κατάσταση, οὔτε τοὺς ἁμαρτωλοὺς στὶς ἁμαρτίες τους. ᾿Αντιθέτως θὰ τοὺς ὁδηγήσει σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς τέλειας ἀγάπης καὶ τῆς ἀπάθειας τοῦ νοῦ, τὴν ὁποία κατέχουν ἤδη οἱ ἅγιοι ἄγγελοι... ῎Ισως νὰ φθάσουν σὲ μιὰ τελειότητα ἀκόμη μεγαλύτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴν τῆς παρούσας ὕπαρξης τῶν ἀγγέλων»! (᾿Ισαὰκ Σύρου, ᾿Ασκητικά, μετάφραση ἀπὸ τὰ Συριακά, ἐκδ. «Θεσβίτης», τ. Β3, σελ. 159-160). Οἱ δαίμονες νὰ γίνουν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς ᾿Αγγέλους! ῾Ο ψευδο-᾿Ισαάκ, φαίνεται, βάλθηκε νὰ πραγματοποιήσει τὰ ἀρχέγονα ἀνόητα σχέδια τοῦ ᾿Εωσφόρου, θέτοντας αὐτὸν πάνω ἀπὸ ὅλους.
Δʹ. Ο ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ γιὰ τὴν ἀγάπη, τὸν Παράδεισο καὶ τὴν κόλαση
Μέ ὂλα τοῦτα ἔγινε σαφές, ὅτι ὁ συγγραφέας αὐτῶν τῶν πλανῶν δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, τὸν Διδάσκαλο τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας. Εἰδικὰ ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ, στὰ θεόπνευστα κείμενά του σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς ἀγάπης, ὁμιλεῖ περὶ τῆς ἀγάπης τῶν ῾Αγίων πρὸς κάθε πλάσμα, ἀκόμα καὶ πρὸς τοὺς δαίμονες, ἀλλὰ δὲν ἀκυρώνει τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας περὶ αἰωνίου ζωῆς καὶ αἰωνίου κολάσεως: «᾿Ηρωτήθη πάλιν... τί δὲ εἶναι καρδία ἐλεήμων; καὶ εἶπε. Καρδία ἐλεήμων εἶναι καῦσις ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ἤγουν ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν ὀρνέων, καὶ τῶν ζώων, καὶ τῶν δαιμόνων, καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος, ἐκ τῆς ἐνθυμήσεως καὶ τῆς θεωρίας τῶν ὁποίων ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ δάκρυα, καὶ ἐκ τῆς πολλῆς συμπαθείας καὶ ἐλεημοσύνης σμικρύνεται ἡ καρδία τοῦ ἐλεήμονος, καὶ δὲν δύναται νὰ ὑποφέρῃ ἢ νὰ ἴδῃ ἢ ν᾿ ἀκούσῃ βλάβην τινὰ ἢ λυπηρόν τι γινόμενον εἰς τὴν κτίσιν. Καὶ διὰ τοῦτο καὶ ὑπὲρ τῶν ἀλόγων ζώων, καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας, καὶ ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτόν, εὔχεται κατὰ πᾶσαν ὥραν μετὰ δακρύων προσφέρει (;), ὅπως φυλάξῃ αὐτοὺς ὁ Θεὸς καὶ ἐλεήσῃ αὐτούς· ἐπίσης εὔχεται καὶ ὑπὲρ τῶν ἑρπετῶν ὡς ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης, ἢτις κινεῖται εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἀμέτρως καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ». (Μετάφραση Καλλινίκου Παντοκρατορινοῦ)
Παρὰ ταῦτα, ἡ ἀγάπη δὲν ἀναιρεῖ τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τοῦ κολασμένου, τὴν ἐπιλογὴ τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸ θέλημα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ψευδο-᾿Ισαάκ, ἀφώτιστος καὶ ἐσκοτισμένος, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν πλάνη περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, γράφει: «Ποιός μπορεῖ νὰ πεῖ ἢ νὰ φανταστεῖ πὼς ἡ ἀγάπη τοῦ Κτίστου δὲν εἶναι ἀνώτερη τῆς Γεέννης;».
Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαάκ: «῎Ατοπόν ἐστι λογίζεσθαί τινα, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ «εἶναι ἄτοπο νὰ σκεφθεῖ κάποιος ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ στὴν γέεννα στεροῦνται τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ».
Δὲν ὑπάρχει «τόπος» ἀπ᾿ ὅπου ἀπουσιάζει ἡ αἰωνίως ἐνεργοῦσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ῾Η κόλαση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν διαρκῆ ἄρνηση τῆς προσφερομένης ἀγάπης.
῾Η ἀγάπη γιὰ μὲν τοὺς πιστοὺς γίνεται αἰώνια εὐφροσύνη, γιὰ δὲ τοὺς κολασμένους αἰώνια τιμωρία. ᾿Ιδοὺ πῶς τὰ γράφει αὐτὰ ὁ εὐλογημένος ῞Οσιος ᾿Ισαάκ: «᾿Εγὼ δὲ λέγω, ὅτι οἱ κολαζόμενοι εἰς τὴν γέενναν διὰ τῆς μάστιγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τιμωροῦνται. ῎Ω πόσον πικρὰ ὑπάρχει ἡ τιμωρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Τουτέστιν ἐκεῖνοι, οἵτινες αἰσθάνονται ὅτι ἔπταισαν εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, ἔχουσι τὴν μεγαλυτέραν κόλασιν, διότι ἡ λύπη, ἢτις πληγώνει τὴν καρδίαν διὰ τὴν ἁμαρτίαν τὴν γενομένην εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ εἶναι δριμυτέρα πάσης ἄλλης κολάσεως. ῎Ατοπον εἶναι νὰ νομίζῃ τις, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὴν κόλασιν στεροῦνται τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ· διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ... δίδεται κοινῶς εἰς πάντας, ἐνεργεῖ ὅμως διὰ τῆς δυνάμεως τῆς φύσεως αὐτῆς κατὰ δύο τρόπους, τοὺς μὲν ἁμαρτωλοὺς κολάζει, τοὺς δὲ δικαίους εὐφραίνει...».
᾿Αντιλαμβάνεται κανείς, ὅτι ἡ κόλαση δὲν εἶναι τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ συνέπεια τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὸ σεβόμενος ὁ Θεός, χωρὶς νὰ παύσει ποτὲ τὴν προσφορὰ τῆς ἀπείρου ἀγάπης Του, δὲν παρεμβαίνει γιὰ νὰ καταργήσει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Εʹ. Δογματικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς παρεκκλίσεις τοῦ ἐπισκόπου ᾿Αλφέγιεφ
Ὁ Επίσκοπος ᾿Αλφέγιεφ, ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου: «῞Αγιος ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος. ῾Ο πνευματικός του κόσμος», δὲν νοιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ δικαιολογήσει τὸν ψευδο-άγιο γιὰ τὶς πλάνες του· πιστεύει ὅτι ἡ ἔκδοση τῶν νεστοριανῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ψευδεπιγράφως ἀποδίδονται στὸν ῞Αγιό μας, «εἶναι αὐτή, ποὺ ἀντανακλᾶ τὸ ἀρχικὸ κείμενο τοῦ ᾿Ισαάκ».
῾Ο συγγραφέας δὲν ἔχει ἐπίσης πρόβλημα μὲ τὴν νεστοριανὴ «ἐκκλησία τῆς ᾿Ανατολῆς», ἡ ὁποία ἂν καὶ «συνέχισε νὰ μνημονεύει τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Διόδωρο»· ἂν καὶ «συμπεριέλαβε τὸ ὄνομα τοῦ Νεστορίου στὰ δίπτυχα...»· ἂν καὶ «ἀκολουθοῦσε τὴ θεολογικὴ καὶ χριστολογικὴ σκέψη, ποὺ βρισκόταν πιὸ κοντὰ σὲ αὐτὴν τοῦ Νεστορίου» δὲν εἶναι νεστοριανή!!! Μιλᾶμε πλέον γιὰ θεολογικὲς φαιδρότητες, ποὺ δὲν χρήζουν σχολίων!
᾿Αλλὰ οὔτε μὲ τὴν ἐκκλησία τῶν ᾿Ιακωβιτῶν ἔχει πρόβλημα ὁ συγγραφέας, ἡ ὁποία «ἀποκαλεῖται ἐπίσης ῾῾μονοφυσιτικὴ᾿᾿ ἀπὸ τοὺς θεολογικοὺς ἀντιπάλους της», ὅπως ἐξ ἄλλου καὶ ἡ «ἐκκλησία τῆς ᾿Ανατολῆς» εἶναι «νεστοριανή», «ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ ἐχθροί της»!!!
῞Ολες αὐτὲς εἶναι ἐκκλησίες. ῾Η διαφορὰ εἶναι ὅτι στὴν μιὰ περίπτωση (᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία) ἔχουμε τὴν «ἑλληνόφωνη βυζαντινὴ παράδοση», στὴν ἄλλη (Νεστοριανοὶ) τὴν «ἀνατολικο-συριακὴ παράδοση» καὶ στὴν τρίτη (Μονοφυσῖτες) «δυτικο-συριακὴ παράδοση». ῎Ετσι ὁ ἐπίσκοπος ᾿Αλφέγιεφ:
• Δημιουργεῖ μιὰ σύγχυση καὶ ἐνσπείρει ἀμφιβολίες περὶ τῆς Μοναδικότητος καὶ τῆς ᾿Αληθείας τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας.
• ᾿Εμβάλλει ἀμφιβολίες περὶ τῆς ᾿Αληθείας, ποὺ ἐκφράζεται διὰτῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
• Βάζει, ὡς μὴ ὤφειλε, στὸ στόμα τοῦ ῾Αγίου βλάσφημες κακοδοξίες καὶ κλονίζει τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στὴν Διδασκαλία καὶ τὴν ῾Αγιότητά του.
• Καὶ τέλος, κατατάσσοντας τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ στοὺς Νεστοριανούς, τὸν ἀδικεῖ, ἀκυρώνει τὴν ᾿Ορθοδοξία του καὶ διαστρέφει τὴν βασικὴ πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅτι ῞Αγιος εἶναι μόνο ὁ θεωθεὶς καὶ ὅτι ἡ θέωση εἶναι τὸ τελειότερο δῶρο, ποὺ προσφέρεται μόνο μέσα στὴν κοινωνία τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας.
Σκοπός τοῦ ἐπισκόπου ᾿Αλφέγιεφ εἶναι νὰ προωθήσει τὴν οἰκουμενιστικὴ προοπτική, ἀφοῦ, ὅπως λέγει: «ὁ λόγος τοῦ ἁγίου ᾿Ισαάκ... διέσχισε τοὺς ὁμολογιακοὺς φραγμοὺς» καὶ «τὰ γραπτά του συνεχίζουν νὰ τραβοῦν τὴν προσοχὴ τῶν χριστιανῶν, ποὺ ἀνήκουν σὲ διάφορες παραδόσεις, ἀλλὰ μοιράζονται τὴν κοινὴ πίστη στὸ Χριστό, ποὺ μετέχουν στὴν ἀναζήτηση τῆς σωτηρίας».
Αὐτό, βέβαια, εἶναι ἡ μισὴ ἀλήθεια. ῎Οντως ἀναζητοῦν τὴν σωτηρία οἱ ἑτερόδοξοι, ἀλλὰ δὲν μοιράζονται τὴν σωτήρια πίστη τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ καὶ τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, στὴν ῾Οποία ἀνήκει. Δὲν θὰ ἔπρεπε ἄραγε ὁ τόσο καὶ πανταχοῦ ἀγαπώμενος ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ νὰ ἀποτελέσει ἕνα δείκτη γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξία; μιὰ κλήση στὴν ᾿Ορθόδοξη Πίστη καὶ τὸ Βάπτισμα, καθὼς καὶ στὴν κατὰ Χριστὸν ᾿Ορθόδοξη ῎Ασκηση, ὡς θεμελιώδεις προϋποθέσεις κατανοήσεως τῶν Λόγων τοῦ ῾Αγίου καί, ἔστω ἀμυδρᾶς, ἐμπειρίας τῶν βιωμάτων του; Γράφει ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ: «᾿Ιδοὺ γὰρ τὸ βάπτισμα δωρεὰν συγχωρεῖ, καὶ οὐ ζητεῖ ὅλως τι, ἀλλ᾿ ἢ πίστιν. ᾿Εν τῇ μετανοίᾳ δὲ τῶν ἁμαρτιῶν τῇ μετὰ τὸ βάπτισμα, οὐ δωρεάν, ἀλλὰ ζητεῖ κόπους καὶ θλίψεις, καὶ λύπας τῆς κατανύξεως, καὶ δάκρυα καὶ κλαυθμὸν καιροῦ πολλοῦ καὶ οὕτω συγχωρεῖ...».
Ϛʹ Περὶ τῆς γενομένης «ἀδικίας» στὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ τὸν Σύρο
Ἀφορμή γιὰ τὸ κείμενο αὐτὸ πήραμε ἀπὸ ὅσα γράφονται στὸν Βίο τοῦ Γέροντος Παϊσίου.῾Ο Γέροντας ἄκουσε κάποτε αὐτὲς τὶς συκοφαντίες περὶ δῆθεν νεστοριανισμοῦ γιὰ τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαάκ. Λυπημένος πολὺ καὶ προσευχόμενος, ἔλαβε ἄνωθεν πληροφορία περὶ τῆς ᾿Ορθοδοξίας τοῦ ῾Αγίου· μετὰ ἀπ᾿ αὐτό, στὸ Μηναῖο τοῦ ᾿Ιανουαρίου στὶς 28, ποὺ ἑορτάζεται ὁ ῞Αγιος ᾿Εφραὶμ ὁ Σύρος, πρόσθεσε τὰ ἑξῆς: «...καὶ ᾿Ισαὰκ τοῦ μεγάλου ἡσυχαστοῦ καὶ πολὺ ἀδικημένου».
Πάντως, ἡ ἀδικία ποὺ γίνεται στὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ μὲ τὸ βιβλίο τοῦ ᾿Αλφέγιεφ καὶ ἄλλα παρεμφερῆ βιβλία καὶ δημοσιεύματα[1], στὴν οὐσία εἶναι ἀδικία ποὺ γίνεται τόσο σὲ κάποιους ᾿Ορθοδόξους, ποὺ βλέπουν τὸν ῞Αγιο μὲ καχυποψία καὶ στεροῦνται ἔτσι τὶς πρεσβεῖες του καὶ τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὴν αὐθεντική του Διδασκαλία, ὅσο καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, ποὺ τὸν βλέπουν σὰν ἕνα σοφὸ χριστιανὸ διδάσκαλο, μὲ πολὺ καλὲς συμβουλὲς καὶ ὄχι ὡς τὸν θαυμαστὸ ᾿Ορθόδοξο, ᾿Εκκλησιαστικὸ Διδάσκαλο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Εἰδεμή, ὅσον ἀφορᾶ στὸν ἴδιο τὸν ῞Αγιο..., Αὐτὸς δὲν στερεῖται καθόλου τὴν ἄκτιστη δόξα, μὲ τὴν ὁποία τὸν περιβάλλει ὁ Κύριος στὴν Βασιλεία Του.
Ζʹ. Μιά, ἴσως, χρήσιμη ἐπισήμανση
Εἶναι φρονοῦμε σαφές, ὅτι ἂν δὲν ἐμπιστευθοῦμε τὴν ἐμπειρία τῆς ᾿Εκκλησίας, ποὺ παραλαμβάνει ἐκ τῶν ῾Αγίων Πατέρων καὶ παραδίδει τὸν Βίο καὶ τὰ κείμενα τῶν ῾Αγίων, ὅπως ἐν προκειμένῳ τὸν Βίο καὶ τὰ ὑπέροχα κείμενα τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαὰκ στὴν ἑλληνική τους μετάφραση, κείμενα ὀρθοδοξότατα, ἔμπλεα χάριτος καὶ παραμυθίας, πάντα θὰ τελοῦμε ἐν συγχύσει καὶ θὰ εἴμαστε ὡς «νήπιοι κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας» (᾿Εφεσ. δʹ 14) τῶν ἀθέων καὶ ὀρθολογιστῶν φράγκων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἄμοιροι τῆς θείας Χάριτος, διψοῦν καὶ ἐρευνοῦν χωρὶς ἀποτέλεσμα.
[1] Σημ.ἡμ.: Βλ. Λῆμμα: «᾿Ισαάκ· ᾿Επίσκοπος Νινευῆ», Θρησκευτικὴ καὶ ᾿Ηθικὴ ᾿Εγκυκλοπαιδεία (Θ. Η.Ε. ), τ. 6, στλ. 1005, ᾿Αθῆναι 1965· Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση (Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), «᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος», περιοδ. «᾿Ορθόδοξος Μαρτυρία» Κύπρου, ἀριθ. 31/Μάϊος-Αὔγουστος 1990, σελ. 79-91· Παναγιώτου Κ. Χρήστου (Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλίκης), ῾Ελληνικὴ Πατρολογία, τ. Εʹ, σελ. 429-430, Θεσσαλονίκη 1992.
[2] ῾Ο ἐπίσκοπος Βιέννης καὶ Αὐστρίας κ. ῾Ιλαρίων ᾿Αλφέγιεφ, γνωστὸς καὶ δραστήριος Οἰκουμενιστής, ὑπάγεται στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας καὶ ἔχει ὡς ἕδρα του τὴν Βιέννη, εἶναι ὑπεύθυνος τοῦ Γραφείου τῆς Μονίμου ᾿Αντιπροσωπείας τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας στὴν Εὐρωπαϊκὴ ῞Ενωσι (http://orthodoxeurope.org ).
[3] ᾿Αρχιμανδρίτου ᾿Ιουστίνου Πόποβιτς, «῾Η Γνωσιολογία τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ τοῦ Σύρου», περιοδ. «Θεολογία», τ. ΛΗʹ, 1967 καὶ ἀνάτυπον: ᾿Αθῆναι 1967, σελίδες 44 (ἡ ἐργασία εἶχε γραφῆ τὸ 1924 καὶ μέχρι τοῦ 1967 ἦταν ἀνέκδοτος)· βλ. τοῦ Αὐτοῦ, ῾Οδὸς Θεογνωσίας, ἐκδόσεις «Γρηγόρη», ᾿Αθήνα 1985, σελ. 177-244 (ἡ αὐτὴ ἐργασία σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοσι, φέρουσα ὅμως ὡς ἔτος συγγραφῆς τὸ 1927).
(᾿Εφημερ. «᾿Ορθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 1659/6.10.2006, σελ. 1 καὶ 2· ἀριθ. 1660/ 13.10.2006, σελ. 1· ἀριθ. 1661/20.10.2006, σελ. 1 καὶ 2· ἀριθ. 1662/27.10.2006, σελ. 1 καὶ 2)