Α. Ὁ Σχολαστικισμός τῆς Φραγκοπαπικῆς Δύσεως ἐναντίον τῆς πατερικῆς Ἀνατολῆς
Στήν Δύση μέχρι καί τόν 8ο αἰώνα ἡ Θεολογία καί ἡ πνευματικότητα ἀκολουθοῦσαν βασικῶς τον δρόμο πού ἐχάρασσε ἡ Ἀνατολή. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ G. Dumont οἱ πηγές καί οἱ ἀρχές τῆς θεολογικῆς σκέψεως, τῆς λειτουργίας καί τῆς πνευματικότητος τῶν Δυτικῶν, πού χαρακτηρίζουν τήν ἀνθούσα ἐποχή τοῦ λατινικοῦ Καθολικισμοῦ βρίσκονται στήν Ἀνατολή, ὅσο καί ἄν αὐτό ἐκπλήσσει πολλούς Δυτικούς Χριστιανούς. Στήν Ἀνατολή ὀφείλει ἡ Δύση τήν μορφοποίηση σέ δόγματα τῶν μεγάλων μυστηρίων τοῦ Χριστιανισμοῦ περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, περί τῆς ἑνώσεως τῆς θείας και ἀνθρωπίνης φύσεως στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μεγάλο ἀριθμό ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἰδιαίτερα πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου, ὅπως καί τήν ἵδρυση καί ὀργάνωση τοῦ Μοναχισμοῦ. Ἡ ἀποξένωση μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως ἀρχίζει σέ συγκεκριμένη ἱστορική ἐποχή• ἡ δυναμική ἐμφάνιση στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας τῶν Φράγκων-Γερμανῶν τοῦ Μ. Καρόλου προσέφερε εἰς τόν θρόνο τῆς Ρώμης ἰσχυρό σύμμαχο γιά νά ἀντιμετωπίσει τις πιέσεις τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος καί εἰς τόν Γερμανό ἡγεμόνα καί τούς διαδόχους του τήν εὐκαιρία νά θεμελιώσουν καί οἰκοδομήσουν τήνἉγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ γερμανικοῦ ἔθνους καί να ὑποκαταστήσουν τήν Ρωμανία, πού ὀνομάσθηκε μεταγενέστερα Βυζάντιο. Ὁ Κάρολος ὁ Μέγας, ὅπως ἀναλύει ὁ Le Guillu, ἐφιλοδόξησε να δημιουργήσει νέα θεολογική παράδοση, ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Πατερική Παράδοση τῆς Ἀνατολῆς. Ὅπως ἐπί λέξει λέγει: «Εἰς τά Καρολίνεια βιβλία γιά πρώτη φορά γίνεται ἡ προσπάθεια νά προσδιορίσει ἡ Δύση τόν ἑαυτό της σέ ἀντίθεση με τήν ᾽Ανατολή»[1].
Στήν ἀποξένωση αὐτή συνετέλεσε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο παράγοντα ἡ ἐγκατάλειψη τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καί ἡ οἰκοδόμηση τῆς νέας θεολογίας ἐπάνω στην ἀριστοτελική συλλογιστική, ἡ διαμόρφωση δηλαδή τῆς Σχολαστικῆς Θεολογίας. Στήν σύγκρουση τοῦ 14ου αἰ. μεταξύ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ ἔχουμε σύγκρουση τῆς νέας θεολογίας τοῦ Σχολαστικισμοῦ με τήν Ἁγιοπνευματική Πατερική Παράδοση τῆς Ἀνατολῆς, τήν ὁποία μέχρι τότε ἀκολουθοῦσε καί ἡ Δύση.
α) Σύγκρουση Ὀρθοδόξου Φωτισμοῦ καί Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ τόν 14ο αἰώνα
Ὑπῆρξε ὄντως σφοδρή σύγκρουση τῆς σχολαστικῆς μεταπατερικῆς Θεολογίας τῶν Δυτικῶν μέ τήν ἁγιοπνευματική καί ἐμπειρική Θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Την πρώτη ἐξέφραζε ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός, ἐκ τῶν πρωτεργατῶν τῆς δυτικῆς Ἀναγεννήσεως, καί τήν δεύτερη ὁ μέγας θεοφόρος καί θεοφάντωρ θεολόγος Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος τόν 14ο αἰώνα ἐπέτυχε ὅ,τι καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τόν 8ο αἰώνα• να ἐκφράσει δηλαδή καί νά κωδικοποιήσει τήν διδασκαλία τῶν πρό αὐτοῦ Ἁγίων Πατέρων γιά πολλά θέματα, σημαντικώτερα τῶν ὁποίων εἶναι:
α) ἄν ἡ Θεολογία πρέπει νά εἶναι διαλεκτική ἤ ἀποδεικτική, νά στηρίζεται δηλαδή στήν φιλοσοφική ἀνάλυση καί συζήτηση, ὅπως ἤθελε ὁ Βαρλαάμ μεταφέροντας τόν Σχολαστικισμό ἀπό τήν Δύση στήν Ἀνατολή ἤ στή βεβαιότητα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, ὅπως ἐδίδασκε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς,
β) ἄν ἡ ἀνθρώπινη σοφία ὁδηγεῖ στήν τελείωση καί στήν θέωση, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Βαρλαάμ ἤ αὐτό ἐπιτυγχάνεται μόνο μέ την θεία σοφία, ἡ ὁποία χορηγεῖται σε ὅσους τηροῦν τίς ἐν τολές τοῦ Θεοῦ καί καθαίρονται ἀπό τά πάθη, ὁπότε μετά τήν κάθαρ ση δέχονται τον θεῖο φωτισμό καί στή συνέχεια φθάνουν καί στήν θεοπτία, κατά τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί
γ) ἄν αὐτός ὁ φωτισμός εἶναι καρπός τῆς κτιστῆς ἐνεργείας τοῦ νοῦ, κατά τον Βαρλαάμ ἤ τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, ἡ ὁποία θεώνει τόν ἄνθρωπο πραγματικά κατ’ ἐνέργειαν, κατά Χάριν, ὄχι ὅμως κατά φύσιν καί οὐσίαν, διό τι διακρίνονται οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι συντριπτική ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί περιφανής ἡ νίκη τῆς Ἁγιοπνευματικῆς καί Πατερικῆς Ἀνατολῆς ἐπί τῆς σχολαστικῆς καί μεταπατερικῆς Δύσεως. Δέν θά τήν ἀναλύσουμε ἐδῶ[2], ἁπλῶς θά ὑπογραμμίσουμε ὅτι χωρίς τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀσκητική βιοτή και προσπάθεια γιά τήν κάθαρση ἀπό τίς κακίες καί τά πάθη, ὅπως ἔπραξαν καί ἐδίδαξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ θεολόγοι τῆς πείρας, τῆς ἐμπειρίας, δέν μπορεῖ κανείς νά γίνει σοφός εἰς τά θεῖα, καί ἑπομένως ἡ μόνη δυνατότητα νά θεολογεῖ κάποιος μή φωτισμένος καί θεούμενος εἶναι νά ἀκολουθεῖ τούς φωτισμένους και θεωμένους ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς αὐτήν τήν προϋπόθεση δέν ἔχουμε θεολογία και σοφία, ἀλλά μωρία καί ἀνοησία.
Ἀπευθυνόμενος πρός τόν Βαρλαάμ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀλλά καί προς τούς μεταπατερικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, τούς στοχαστάς, τούς φιλοσόφους, τούς ἀκαδημαϊκούς θεολόγους λέγει ἀξιωματικά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ: «Καθαρότητος ἄνευ, κἄν μάθῃς τήν ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι συντελείας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός οὐδέν ἧττον, ὅτι μή και μᾶλλον, ἔσῃ ἤ σοφός»[3].
Διέτρεξα αὐτές τίς ἡμέρες πολλά ἀπό τά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γιά να ἐπαναβεβαιώσω ὅσα ἐδῶ θά ἔλεγα «ἑπόμενος τοῖς θείοις πατράσι και τῷ θεοφάντορι τούτῳ καί θεόπτῃ πατρί». Θά χρειαζόταν πολύς χρόνος, γιά νά παρουσιάσω τήν πατερικότητα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τήν ἐκτίμηση καί ἀξία πού δίδει στούς Ἁγίους Πατέρες. Ἀπό τά πολλά πού ἐσταχολόγησα ἐλάχιστα μόνο θά παρουσιάσω ἐνδεικτικά, γιά νά φανῆ πόσο λάθος κάνουν καί πόσο ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως εὑρίσκονται ὅσοι, κληρικοί καί θεολόγοι, ἀντί νά καθιστοῦν ἀντικείμενο σπουδῆς στίς ἀκαδημίες, στίς θεολογικές σχολές καί στά σχολεῖα τούς πνευματοκινήτους καί θεοφωτίστους Ἁγίους Πατέρες, πού μᾶς καθιστοῦν προσιτό τόν ἀπέραντο ἄκτιστο κόσμο τῆς θείας μεγαλειότητος, μᾶς κατεβάζουν στά κτιστά καί μικρά τῶν ἀνθρωπίνων στοχασμῶν και φιλοσοφιῶν, καί πολλές φορές μᾶς μυοῦν στά βαθέα τοῦ Σατανᾶ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος - ἐξοβελίζουν π.χ. ἀπό τά σχολεῖα το ὁμολογιακό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, τήν κατήχηση, τήν δογματική, τήν λειτουργική, τήν ἱστορία, τίς ἀναφορές στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί στούς Ἁγίους, αὐτήν την Ἁγία Γραφή, τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, καί εἰσάγουν τόν μασωνικό σατανικό συγκρητισμό μέ τό μάθημα τῆς Θρησκειολογίας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπιβεβαιώνοντας τήν θαυμαστή πράγματι διά τῶν αἰώνων συμφωνία τῶν Πατέρων λέγει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά μη συμφωνοῦν μεταξύ τους οἱ θεοφόροι Πατέρες, διότι τούς καθοδηγεῖ ἡ ἐπίπνοια τοῦ ἑνός Ἁγίου Πνεύματος[4]. Οἱ Πατέρες εἶναι ἀ σφαλεῖς προστάται τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Θεολογίας, διότι εἰς τό πνεῦμα τους «ἐφιζάνει», ἐπικάθηται, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθινῆς σοφίας καί ἔτσι ὅσοι μαθητεύουν στούς Ἁγίους Πατέρες γίνονται διδακτοί Θεοῦ[5]. Μέ αὐθεντία καί κῦρος τονίζει ὅτι «τοῦτο τελειότης ἐστί σωτήριος ἔν τε γνώσει καί δόγμασι, τό ταὐτά φρονεῖν προφήταις, ἀποστόλοις, πατράσιν, πᾶσιν ἁπλῶς, δι᾽ ὧν τό Ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖται λαλῆ σαν περί τε Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων αὐτοῦ»[6].
Ὁ Βαρλαάμ δέν θά κατέληγε στήν αἵρεση, καί μαζί μ’ αὐτόν καί οἱ σύγχρονοι μεταπατερικοί Νεοβαρλααμίτες, ἄν πίστευε ὅτι τά θεῖα δέν προσεγγίζονται μέ λογισμούς ἀνθρώπινους, ἀλλά μέ εὐλαβῆ πίστη καί δεχόταν μέ ἁπλότητα τίς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων, γιά τίς ὁποῖες γνωρίζουμε ὅτι εἶναι καλύτερες καί σοφώτερες ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις, γιατί προέρχονται ἀπό το Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀποδεικνύονται μέ ἔργα καί ὄχι μέ λόγια[7]. Φωτογραφίζοντας δέ ἀκόμη καί τήν βαρλααμική ὁρολογία τῶν συγχρόνων Μεταπατερικῶν ἐρωτᾶ τόν Βαρλαάμ ἄν κατάλαβε ποῦ ὁδηγεῖ αὐτή ἡ «ὑπέρ τούς Πατέρας εὐσέβεια»[8]. Ὁδηγήθηκε ἐκεῖ, σέ τέτοιο βόθρο ἀσεβείας, γιατί ἐξερεύνησε μέ τη λογική καί τή φιλοσοφία αὐτά πού εἶναι «ὑπέρ λόγον καί φύσιν» και δέν πίστευσε στούς Πατέρες πού λέγουν, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ὅτι «οὐ δυνατόν ἑρμηνευθῆναι λόγῳ τόν τρόπον τῆς προφητικῆς ὄψεως, ἀλλ’ ἐκεῖνος μόνον οἶδε σαφῶς ὁ τῇ πείρᾳ μαθών• εἰ γάρ φύσεως ἔργα καί πάθη πολλάκις οὐδείς ἄν παραστήσειε λόγος, πολλῷ μάλλον τάς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας»[9].
Ἡ μέχρι τώρα ἀνάπτυξη ἀπέβλεπε νά δείξει ὅτι ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ κύρους τῶν Πατέρων ἄρχισε σταδιακά νά ἀναπτύσσεται ἀπό τόν 9ο αἰώνα συγχρόνως μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς σχολαστικῆς θεολογίας καί τοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ Οὐμανισμοῦ τῆς Ἀναγεννήσεως. Ἡ σχολαστική Θεολογία τοῦ Παπισμοῦ εὐθύνεται για τον παραμερισμό τῶν Πατέρων, ὄχι μόνο γιατί κατέστησε τήν λογική καί τήν διαλεκτική βασικά ὄργανα θεολογήσεως καί περιφρόνησε τον ἄνωθεν φωτισμό, τήν θεία σοφία, ἀλλά καί γιατί ἐδογματοποίησε την ὕψωση τοῦ πάπα ὑπεράνω καί τῶν συνόδων καί τῶν Πατέρων, ἀκόμη καί ὑπεράνω τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας.
Κριτήριο ὀρθῆς θεολογήσεως πλέον δέν εἶναι ἡ συμφωνία μέ τους Πατέρες, ἀλλά ἡ συμφωνία μέ τον πάπα. Ἐνῶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας κινεῖται στή γραμμή Χριστός- Ἀπόστολοι-Πατέρες, ἡ παπική μοναρχική ἀντίληψη κινεῖται στη γραμμή Χριστός-Πέτρος-Πάπας.
Αὐτή ἡ ἰσχυρή μεταπατερική θύελλα δέν ἐκλόνισε τήν πατερική παράδοση, τά πατερικά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ Θεός ἀνέδειξε κατά τήν μεσοβυζαντινή καί ὑστεροβυζαντινή περίοδο τοῦ ἐλευθέρου πολιτικοῦ βίου τῆς Ρωμανίας τρεῖς νέους μεγάλους ἱεράρχας και οἰκουμενικούς διδασκάλους, τους Τρεῖς Νέους Ἱεράρχας, ὅπως τον τελευταῖο καιρό ὀρθῶς διακρίναμε· τόν Μ. Φώτιο, ὁ ὁποῖος τόν 9ο αἰώνα πρῶτος συστηματικά καί θεολογικώτατα ἀντιμετώπισε την ἀντιπατερική καί αἱρετική διδασκαλία τοῦ Παπισμοῦ, καί στό θέμα τοῦ filioque καί στό θέμα τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα, κατοχυρώσας μέ ἀπόφαση τῆς συνόδου τοῦ 879 στην Κωνσταντινούπολη, πού θεωρεῖται οἰκουμενική, τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία• τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος τόν 14ο αἰώνα ἀντιμετωπίζοντας τόν οὑμανιστή και φιλοσοφοῦντα Βαρλαάμ, κατά την περίοδο ἀκμῆς τοῦ Σχολαστικισμοῦ, προέβαλε τόν φωτισμό τῶν θεολόγων ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἔναντι τοῦ κτιστοῦ καί περιορισμένου φωτισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, με πλήρη κατοχύρωση τῆς διδασκαλίας του ἀπό τίς ἡσυχαστικές συνόδους τοῦ 1451, στήν Κωνσταντινούπολη καί πάλι, πού θεωροῦνται καί αὐτές ὡς μία καί οἰκουμενική• καί τόν Ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου τον Εὐγενικό, τόν γίγαντα καί ἄτλαντα αὐτόν τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν ὀρθῶς ἀποκληθέντα ἀντίπαπα καί παπομάστιγα, ὁ ὁποῖος μόνος ἀκύρωσε καί ἀχρήστευσε τίς ἀποφάσεις τῆς ψευτοενωτικῆς συνόδου τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ἡ ὁποία ἐκβιαστικά καί καταπιεστικά στόν ὅρο της ἐδογμάτισε ἀντιπατερικές και αἱρετικές διδασκαλίες καί ἀριθμεῖται μέχρι σήμερα ἀπό τούς παπικούς μεταξύ τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων.
β) Πατερικά καί μεταπατερικά στήν ψευτοσύνοδο Φερράρας- Φλωρεντίας
Ὁ Σίλβεστρος Συρόπουλος, πού συνέγραψε τήν ἱστορία τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας–Φλωρεντίας (1438-1439), ὅπου σέ συνοδικό ἐπίπεδο ἦλθαν σέ σύγκρουση ἡ πατερική Ὀρθόδοξη Θεολογία μέ την «μεταπατερική» σχολαστική Θεολογία τοῦ Παπισμοῦ, μᾶς διασώζει γεγονότα καί πληροφορίες, οἱ ὁποῖες βοηθοῦν νά ἀντιληφθοῦμε τό πόσο ἡ Ἐκκλησία εἶναι πατερική καί πόσο ἡ Δύση, ἀπό τήν ἐποχή πού οἱ Φράγκοι τόν 9ο αἰώνα κατέλαβαν τό μέχρι τότε ὀρθόδοξο πατριαρχεῖο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, μετατράπηκε σέ ἀντιπατερική, μεταπατερική, καί ἐγέννησε τοῦ κόσμου τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα.
Γνωρίζοντας οἱ Ὀρθόδοξοι πατριάρχες ὅτι ὁ Παπισμός μέ την Σχολαστική Θεολογία εἶχε ὑπερβῆ, εἶχε παραμερίσει, τους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί στή θέση τους εἶχε τοποθετήσει τούς δικούς του «Πατέρες», κορυφαῖος τῶν ὁποίων τον 13ο αἰώνα εἶχε ἀναδειχθῆ ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης, μέσα εἰς τά γράμματα με τά ὁποῖα ὅριζαν τούς ἐκπροσώπους των, τούς τοποτηρητάς, ἔθεταν και τά ὅρια τῶν συζητήσεων καί ἀποφάσεων τῆς συνόδου, εἴτε αὐτή ἐπρόκειτο νά γίνει στήν Βασιλεία τῆς Ἑλβετίας, ὅπου ἐπερίμεναν τον πάπα οἱ μεταρρυθμιστές συνοδικοί, εἴτε σε ἄλλο τόπο πού ἐπρόκειτο να ὁρίσει ὁ πάπας. Ἡ ἕνωση ἔπρεπε να γίνει «νομίμως καί κανονικῶς και κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ»[10]. Διαφορετικά δέν ἐπρόκειτο να δεχθοῦν τις ἀντιπατερικές-μεταπατερικές ἀποφάσεις τῆς συνόδου.Μέ τήν τοποθέτησή τους αὐτή οἱ πατριάρχες ἐξέφραζαν τήν σταθερή, μόνιμη, ἀπαράβατη διά τῶν αἰώνων θέση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι οἱ Πατέρες ἀποτελοῦν συστατικό, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, στοιχεῖο τῆς ταυτότητος τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας της• δέν ὑπάρχει Θεολογία πού ὑπερβαίνει τούς Πατέρες, καί δέν εἶναι θεολόγοι ὅσοι ἤ μειώνουν τήν ἀξία τους ἤ τούς κατηγοροῦν ἤ τό χειρότερο τούς ξεπερνοῦν καί τους ὑπερβαίνουν, ὅπως εἰσηγήθηκε στο γνωστό συνέδριό της τόν Ἰούνιο τοῦ 2010, «Ἡ Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, τό στόμα αὐτό ὅλων τῶν Πατέρων καί ἐκφραστή τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅποιος δέν πιστεύει σύμφωνα μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄπιστος:«Ὁ μή κατά τήν Παράδοσιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πιστεύων... ἄπιστός ἐστι»[11].
Ἐνωρίτερα ἐπίσης ὁΜέγας ὄντως Ἀθανάσιος στήν γνωστή του Ἐπιστολή πρός τόν Σεραπίωνα διευκρινίζει θαυμάσια ποια εἶναι αὐτή ἡ Παράδοση, πάνω στήν ὁποία θεμελιώνεται ἡ Ἐκκλησία• εἶναι αὐτά πού παρέδωσε ὁ Χριστός, ἐκήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι καί ἐφύλαξαν οἱ Πατέρες: «Ἴδωμεν καί αὐτήν την ἐξ ἀρχῆς παράδοσιν καί διδασκαλίαν καί πίστιν τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἥν ὁ μέν Κύριος ἔδωκεν, οἱ δέ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν καί οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν. Ἐν ταύτῃ γάρ ἡ Ἐκκλησία τεθεμελίωται»[12].
Ἡ ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν ὀρθοδοξότατη καί πατερικώτατη ὁριοθέτηση τῶν συζητήσεων καί ἀποφάσεων τῆς συνόδου προκάλεσε ἀμέσως τήν ἀντίδραση τοῦ ἀπεσταλμένου τῆς συνόδου τῆς Βασιλείας Ἰωάννου τῆς Ραγκούσης, ὁ ὁποῖος ἐκφράζοντας το δυτικό-φράγκικο πλέον πνεῦμα τῆς ἐκεῖ Θεολογίας, πού δέν ἐχρειάζετο τώρα πλέον τούς Πατέρες, παρενέβη στόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Η΄ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος ἐζήτησε ἀπό τούς πατριάρχες και ἐπέτυχε νά ἀλλάξουν τά γράμματα μέ ἀπάλειψη τῶν ὅρων καί ὁρίων τῆς συμφωνίας μέ τίς συνόδους και τους Ἁγίους Πατέρες.Ὑποχώρησε δυστυχῶς ὁ αὐτοκράτωρ πρό τῆς μεγάλης ἀνάγκης γιά οἰκονομική καί στρατιωτική βοήθεια, ἀλλά το χειρότερο εἶναι πώς ὑποχώρησαν οἱ πατριάρχες, τῶν ὁποίων τά κριτήρια πρέπει νά εἶναι ἀναλλοίωτα καί σταθερά, μόνον πνευματικά καί οὐδέποτε πολιτικά, σέ θέματα πίστεως. Σημειώνει μέ λύπη ὁ Συρόπουλος ὅτι αὐτό ἦταν ἕνα κακό προοίμιο, γιά ὅσα ἐπρόκειτο να ἀκολουθήσουν,πού ἀπεδείκνυε ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ παρητεῖτο τοῦ ρόλου του νά εἶναι «δεφένσωρ», ὑπερασπιστής τῆς πίστεως: «Τοιαύτας προκαταστάσεις παρεῖχεν ἡμῖν ὁ δεφένσωρ τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας δογμάτων»[13].
Οἱ θεολόγοι βέβαια τῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, καί ἰδιαίτερα ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, δέν εἶχαν ἀνάγκη τίς ὑποδείξεις τῶν πατριαρχῶν, γιά νά θεμελιώνουν πατερικά τίς τοποθετήσεις τους και νά φέρνουν σέ δύσκολη θέση τους Λατίνους θεολόγους[14], οἱ ὁποῖοι μη ἔχοντας πατερικά ἐρείσματα προσπαθοῦσαν νά κατοχυρώσουν διαλεκτικά καί φιλοσοφικά τίς θέσεις τους, κατά τήν ἐπικρατήσασα στη Σχολαστική Θεολογία μέθοδο,πού στηριζόταν στίς λογικές κατηγορίες τοῦ Ἀριστοτέλη. Διασώζει μάλιστα ὁ Συρόπουλος χαριτωμένο περιστατικό, καί πολύ διδακτικό για ὅλους μας, καί ἰδιαίτερα γιά τους μεταπατερικούς καινοτόμους τῶν καιρῶν μας, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας (Ἰβηρίας), ὅταν ἄκουσε σέ κάποια συνεδρία τόν Λατῖνο ὁμιλητή Ἰωάννη Τουρκουεμάδα, ἀπό τήν Ἱσπανία, να ἐπικαλεῖται συχνά τόν Ἀριστοτέλη, στράφηκε ἐνοχλημένος προς τόν Συρόπουλο καί εἶπε: «Τί Ἀριστότελ ᾽Αριστότελε• νέ καλό Ἀριστότελε». Ὅταν δέ ὁ Συρόπουλος τόν ἐρώτησε, τί τότε εἶναι τό καλό ἀπήντησε: «Ἅγιο Πέτρο, ἅγιο Παῦλο, ἅγιο Βασίλειο, θεολόγο Γρηγόριο, Χρυσόστομο, νέ Ἀριστότελ Ἀριστότελε». Εἰρωνευόταν δέ καί ἐταλάνιζε μέ σχήματα, νεύματα καί χειρονομίες τόν Λατῖνο σχολαστικό, ἀλλά ὅπως παρατηρεῖ ὁ Συρόπουλος μᾶλλον εἰρωνευόταν ἐμᾶς, πού ἀφήσαμε την παράταξη τῶν Πατέρων καί αὐτομολήσαμε σέ τέτοιους διδασκάλους• «μᾶλλον δέ ἡμᾶς τούς εἰς τοιούτους διδασκάλους αὐτομολήσαντας»[15].
Ἐνωρίτερα διηγεῖται και ἄλλο περιστατικό μέ τόν ἴδιο Γεωργιανό ἀντιπρόσωπο νά ἀφήνει με τήν πατερική του ἀπάντηση ἄφωνο τόν πάπα καί νά τοῦ γίνεται διδάσκαλος. Λίγο πρίν ὁλοκληρωθῆ ἡ ἀποστασία, και ὑπογραφῆ ὁ ἐπαίσχυντος ἑνωτικός ὅρος, ἐκάλεσε τον ἐν λόγῳ ὀρθόδοξο κληρικό ὁ πάπας καί μέ γλυκύτατη προσήνεια, πού θυμίζει τήν ἀγαπολογία καί εὐγένεια τῶν συγχρόνων μας Οἰκουμενιστῶν, τοῦ συνέστησε νά ἀναγνωρίσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης εἶναι «ἡ μήτηρ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν καί ὁ ταύτης προεστηκώς ἐστι διάδοχος τοῦ Ἁγίου Πέτρου και τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ και ποιμήν καί διδάσκαλος καθολικός πάντων τῶν Χριστιανῶν». Γιά να βρῆτε λοιπόν ψυχική σωτηρία, προσέθεσε ὁ πάπας, πρέπει νά ἀκολουθῆτε τήν μητέρα Ἐκκλησία, να δέχεσθε ὅ,τι δέχεται καί αὐτή, να ὑποταγῆτε στόν ἐπίσκοπό της και νά διδάσκεσθε καί νά ποιμαίνεσθε ἀπό αὐτόν.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ ὄντως ὀρθοδόξου ἐπισκόπου βρίσκεται στήν διαχρονική γραμμή τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς συμφωνίας τῶν Πατέρων καί μετά ἀπό χίλια χρόνια ἀποτελεῖ αὐτολεξεί ἐπανάληψη τῆς περί Παραδόσεως θέσεως τοῦ Μ. ᾽Αθανασίου, τήν ὁποία ἐμνημονεύσαμε, ἀλλά καί ὅλων τῶν μετά ταῦτα Ἁγίων Πατέρων καί συνόδων. Εἶπε: «Ἡμεῖς χάριτι Θεοῦ ἐσμέν Χριστιανοί καί στέργομεν καί ἑπόμεθα τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡμῶν• ἡ ἡμετέρα οὖν Ἐκκλησία κατέχει καλῶς ὅσα παρέλαβεν ἀπό τε τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς παραδόσεως τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων και τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων τῶν ἀνακεκηρυγμένων τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων, καί οὐδόλως παρεξῆλθε ἀπό τῆς διδασκαλίας αὐτῶν καί οὔτε προσέθηκέ τι οὔτε ἀφείλετο τό τυχόν• ἡ δ’ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης προσέθηκε και παρέβη τά ὅρια τῶν Ἁγίων Πατέρων. Διό καί ἀπεκόψαμεν αὐτήν ἤ καί ἀπέστημεν ἀπ’ αὐτῆς ὅσοι τηροῦμεν τά τῶν Πατέρων καθαρά». Ἄν λοιπόν ἐπιθυμεῖ ἡ μακαριότης σου νά εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία καί νά ἑνωθοῦμε ὅλοι, πρέπει νά ἐκβάλλεις ἀπό τό σύμβολο τῆς πίστεως τήν προσθήκη τοῦ filioque. Μπορεῖς νά τό ἐπιτύχεις εὔκολα, ἄν θελήσεις, γιατί τά γένη τῶν Λατίνων θά δεχθοῦν ὅσα τους ὑποδείξεις, ἀφοῦ σέ θεωροῦν διάδοχο τοῦ Ἁγίου Πέτρου καί σέβονται τήν διδασκαλία σου. Τό συμπέρασμα τοῦ Συροπούλου: Ὁ πάπας περίμενε να παρασύρει καί να κερδίσει μέ τήν ὑποκριτική ἀγαπολογία του τόν Ἴβηρα, ὡς ἀλλόγλωσσο, ὡς ἰδιώτη, ὡς ἀμαθῆ καί ὡς βάρβαρο. Ὅταν ὅμως ἄκουσε την ἀπάντηση, ἔμεινε ἄφωνος:«Ἀκούσας δέ τά παρ’αὐτοῦ ἄφωνος ἔμεινεν»[16].
2. Μεταπατερικές ἐκδηλώσεις κατά τήν Τουρκοκρατία καί τήν μετά τό 1821 περίοδο
α) Τουρκοκρατία
Τί ἔγινε ὅμως μετά τήν ἅλωση τῆς Πόλης τό 1453, ἀλλά καί μετά την ἀπελευθέρωση καί τήν δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους τό 1821; Πολύ σύντομα ἡ εἰκόνα ὡς πρός την πίστη καί τήν πατερική παράδοση εἶναι ἡ ἑξῆς: Κατά θεία ρύθμιση τά ἡνία τῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε ὡς πρῶτος μετά τήν ἅλωση πατριάρχης καί ἐθνάρχης, ἐξέχων ἀξιωματοῦχος τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, καθηγητής καί ἀνώτατος δικαστικός λειτουργός, κατά τά τελευταῖα δέ πρό τῆς ἁλώσεως ἔτη καί μοναχός, ὁ πιστός μαθητής καί κατά πάντα ἀκόλουθος τῆς πατερικῆς γραμμῆς τοῦ Ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ Γεννάδιος Σχολάριος...
Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Μᾶρκος γνωρίζοντας τήν εὐσέβεια καί τίς ἱκανότητές του,πρό τοῦ θανάτου του, τον ὥρισε διάδοχο στούς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες καί δέν διεψεύσθη. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀχρήστευσε τίς ἀποφάσεις τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας μέ την ἄρνησή του νά τίς ὑπογράψει καί ὁ ΓεννάδιοςΣχολάριος,ὡς σύμβουλος καί τῶν δύο αὐτοκρατόρων, τοῦ Ἰωάννου Η΄ Παλαιολόγου καί τοῦ Κωνσταντίνου ΙΒ΄, τοῦ τελευταίου ἡρωϊκοῦ αὐτοκράτορος,παρεμπόδισε τήν ἀνανέωση καί ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου, γιά περισσότερα ἀπό δέκα ἔτη, μέχρι πού ἔγινε μοναχός τό 1450 καί οἰκειοθελῶς ἀπεχώρησε ἀπό τήν αὐτοκρατορική αὐλή, μέ συνέπεια, νά ἀνανεωθῆ ἡ ἕνωση μέ τό ἀντιπατερικό συλλείτουργο τῆς 12ης Δεκεμβρίου 1452, κορυφαία αἰτία τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς Πόλης ἀπό τον Θεό καί τῆς ἁλώσεώς της ἀπό τούς Τούρκους λίγους μῆνες ἀργότερα. Ἀριστοτελικός φιλόσοφος ὁ ἴδιος καί γνώστης τῆς Θεολογίας τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ἔργα τοῦ ὁποίου μετέφρασε, καί ἐπί πλέον παρών ὡς θεολογικός σύμβουλος καί μετέχων ἐνεργῶς τῶν ἐργασιῶν τῆς Φερράρας Φλωρεντίας, ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι ἔπρεπε νά συντηρηθεῖ στήν νέα αὐτή ἐπώδυνη αἰχμαλωσία ἡ ὀρθόδοξη πίστη, διότι, ἄν χανόταν καί αὐτή, μαζί μέ την πολιτική ὑποδούλωση ἐκινδύνευε νά χαθεῖ ὁλοκληρωτικά ὁ ὀρθόδοξος πολιτισμός, νά ἐξαφανισθεῖ ἡ Ρωμιοσύνη, καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πατέρων, νά ὑποταχθεῖ στην Ἐκκλησία τοῦ πάπα[17].
Μέσα ἀπό τά ἐρείπια ὡς πατριάρχης ἀνόρθωσε καί ὀργάνωσε την Ἐκκλησία ἐπί τῆς πατερικῆς γραμμῆς τοῦ Μ.Φωτίου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ διδασκάλου του ἉγίουΜάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Σχετικά μέ τους Πατέρες ἀρκούμαστε σε δύο μόνο σημαντικές θέσεις του. Λέγει ἐν πρώτοις ὅτι εἶναι τόσο πλούσια και τόσο ἀνώτερη ἡ ἐκ μέρους τῶν Ἁγίων Πατέρων καθοδήγηση, ὥστε το νά ἀκολουθεῖ κανείς τούς Πατέρες εἶναι δεῖγμα συνέσεως καί εὐφυΐας, καί γι’ αὐτό ἀνοηταίνουν ὅσοι δεν ἀκολουθοῦν τούς Πατέρες• «ἀλλά νοῦν ἐχόντων ἄν εἴη τούς τῶν Πατέρων ὅρους ἀκολουθεῖν». Συνοψίζοντας δέ καί αὐτός τήν περί τῶν Πατέρων γνώμη τῆς Ἐκκλησίας γράφει: «Ἡμεῖς δέ τῆς πατερικῆς παραδόσεως οὐδέν ἱερώτερον, οὐδέν σοφώτερον εἶναι πεπεισμένοι καί ταύτης ἐχόμενοι τόν τῆς πίστεως τουτονί δρόμον ἐλπίζομεν ὑφ’ ἡγεμόσι πιστοῖς δραμεῖσθαι»[18].
Ἐπάνω εἰς αὐτήν τήν πατερική γραμμή, πού δέν διεκόπη, πορεύθηκαν ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Θεολογία μέχρι τή δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, μολονότι παρουσιάσθηκαν τώρα νέα προβλήματα καί νέες προκλήσεις, ἐχθρικές πρός τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται για τήν ἐμφάνιση καί διαμόρφωση στην Δύση τοῦ μεγάλου σχίσματος τοῦ Προτεσταντισμοῦ πού ἐνίσχυσε το ἀντιπατερικό πνεῦμα, ὡς καί τοῦ συνδεδεμένου μέ τήν ἀθεΐα καί τον ἀνθρωποκεντρισμό τῆς Ἀναγεννήσεως Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ πού πέρασε καί στην Ἀνατολή ὡς νεοελληνικός Διαφωτισμός μέ κύριο ἡγέτη τόν Ἀδαμάντιο Κοραῆ. Παπικοί καί Προτεστάντες μισσιονάριοι ἐκμεταλλευόμενοι τίς δύσκολες ἱστορικές συγκυρίες, τήν πτωχεία καί τήν ἀνέχεια τῶν ὑποδούλων Ὀρθοδόξων, ἀσκοῦσαν ἐπιθετικό προσηλυτισμό, πολλοί δέ Ὀρθόδοξοι, νέοι, πού μετέβαιναν στήν Δύση γιά σπουδές, μετέφεραν ἐπιστρέφοντας στόν ἐκκλησιαστικό καί παιδευτικό χῶρο τήν νεωτερικότητα τοῦ Διαφωτισμοῦ.
Εἶναι ἴσως χρήσιμο νά ἐξηγήσω, γιατί ὁ Προτεσταντισμός ἐνίσχυσε τό ἀντιπατερικό πνεῦμα, γιά νά κατανοηθεῖ καλύτερα ὅτι ὁ κυριαρχῶν σήμερα παναιρετικός Οἰκουμενισμός πού ὀργανώνει καί ἐνισχύει την μεταπατερικότητα, εἶναι βασικῶς προτεσταντικῆςπροελεύσεως μέ ρίζες βέβαια παπικές, μόνον πού ὁ ὀρθολογισμός καί ὁ ἀνθρωποκεντρισμός τοῦ Παπισμοῦ ὠθήθηκε στα ἄκρα καί μετέτρεψε τόν κάθε Προτεστάντη πιστό σέαὐθεντικό ἐκφραστή καί ἑρμηνευτή τῆς πίστεως. Λέγει σχετικῶς ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Δέν πρέπει νά πλανώμεθα: ὁ δυτικός χριστιανικο-ουμανιστικός μαξιμαλισμός, ὁ Παπισμός, εἶναι ἀκριβῶς ὁ πλέον ριζικός προτεσταντισμός και ἀτομισμός, διότι μετέθεσε τό θεμέλιον τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τόν αἰώνιον Θεόν εἰς τό ἄτομον τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ προτεστάνται δεν ἔκαμαν τίποτε ἄλλο παρά ἁπλῶς παρεδέχθησαν αὐτό τό δόγμα (=τοῦ ἀλαθήτου) εἰς τήν οὐσίαν του καί το ἀνέπτυξαν τόσον,ὥστε να φθάση εἰς τρομεράς διαστάσεις καί λεπτομερείας. Πράγματι ὁ Προτεσταντισμός δέν εἶναι ἄλλο, παρά εἷς κατά πάντα ἐφηρμοσμένος Παπισμός, ἡ βασική ἀρχή τοῦ ὁποίου (τό ἀλάθητο τοῦ ἀνθρώπου) ἔχει ἐφαρμοσθῆ εἰς την ζωήν ἑκάστου ἀνθρώπου ἰδιαιτέρως, ἀλλά καί ὁλοκλήρου τῆς κοινωνίας. Κατά τό παράδειγμα τοῦ ἀλαθήτου ἀνθρώπου τῆς Ρώμης, ὁ κάθε Προτεστάντης γίνεται ἀλάθητος, διεκδικῶν τό ἀτομικόν ἀλάθητον εἰς τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς. ῾Υπ’ αὐτήν τήν ἄποψιν δύναται να λεχθῆ ὅτι ὁ Προτεσταντισμός εἶναι εἷς ἐκλαϊκευμένος Παπισμός...»[19].
Ἡ ἐγκατάλειψη ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ὑπέρμετρη ἐκτίμηση πρός την φιλοσοφία εἶχε σάν συνέπεια να εἰσαχθοῦν στη Δύση νεωτερισμοί, να διατυπωθοῦν ἀντιπαραδοσιακές διδασκαλίες και αἱρέσεις, να διακοπεῖ ἡ ἑνότητα τῆς Παραδόσεως πού συνέδεε ἀδιάσπαστα τήν ἀποστολική και πατερική ἐποχή. Στην παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔβλεπαν πλέον οἱ πιστοί τό κήρυγμα καί τή ζωή τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά σχήματα ἀνθρώπινα καί κοσμικά. Γι’ αὐτό καί ἡ Μεταρρύθμιση τοῦ Λουθήρου καί τῶν ἄλλων τά ἐγκρέμισε ὅλα• στράφηκε μόνο πρός την Ἁγία Γραφή καί ἐμείωσε τους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας και τήν Παράδοση γενικῶς, διότι δεν ἐγνώριζαν ὅτι οἱ πρῶτοι πού ξεθεμελιώνουν τίς ἐκτροπές τοῦ Παπισμοῦ εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πρώην παπικοί ἦσαν προκατειλημμένοι ἐναντίον τῆς “σχισματικῆς” Ἀνατολῆς• δέν ἔβλεπαν τήν πατερική ἐποχή ὡς συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς, τούς Πατέρες ὡς συνεχιστάς τῶν Ἀποστόλων. Ἄν ὁ Λούθηρος ἐγνώριζε την ἀνατολική πατερική παράδοση (καί ξέρουμε ὅτι ἐγνώριζε ἕνα μόνο ἔργο τοῦΜ.Ἀθανασίου, και αὐτό μή γνήσιο, καί ἐλάχιστα δογματικά ἔργα τοῦ αὐτοῦ πατρός, σέ λατινική μετάφραση), δέν θα ἐταύτιζε ἀσφαλῶς το σύνολο τῆς πατερικῆς παραδόσεως πρός τον Παπισμό καί το Σχολαστικισμό.
Ἴσως νά ἀνεγνώριζε τότε στην Ἀνατολική Ἐκκλησία τήν συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού ἔψαχνε, καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τούς διαδόχους τῶν Προφητῶν καί Ἀποστόλων, πού κράτησαν ζωντανά, γνήσια καί ἀνόθευτα τόν λόγο καί τήν ζωή τοῦΧριστοῦ και τῶν Ἀποστόλων. Ἀναγκάσθηκαν βέβαια στή συνέχεια Παπικοί καί Προτεστάντες στόν μεταξύ τους ἐξοντωτικό ἀγώνα, ἰδιαίτερα μετά τήν σύνοδο τοῦ Τριδέντου (1545-1563) νά χρησιμοποιοῦν τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ καθένας γιά νά καταπολεμεῖ τόν ἀντίπαλο μέ ἐπιχειρήματα, γι’ αὐτό καί ἔχουμε πολλές ἐκδόσεις πατερικῶν ἔργων αὐτήν τήν περίοδο στή Δύση, καί ὄχι γιατί ἐσέβοντο καί τιμοῦσαν τούς Πατέρες. Ἡ πιο σοβαρή κατηγορία ἀστήρικτη πάντως καί ἕωλη, τῶν Προτεσταντῶν ἐναντίον τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ὅτι ἄλλαξαν οἱ Πατέρες τό ἀρχικό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀνέτρεψαν τίς βιβλικές-Ἰουδαϊκές βάσεις του καί τό μετέτρεψαν σέ δόγματα μέ ἐμφανῆ τήν ἐπίδραση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας.
Εἶναι ἡ γνωστή θεωρία τοῦ ἐξελληνισμοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες πού διετύπωσε καί διεμόρφωσε ὁ γνωστός προτεστάντης ἱστορικός A. Harnack, συνεχίζουν ὅμως καί σήμερα νά ἀποδέχονται οἱ Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι σάν τους ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, προτείνουν στους Ὀρθοδόξους, οἱ μεταξύ τους διάλογοι νά στηρίζονται μόνο στήν Ἁγία Γραφή καί ὄχι στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἄξιο ἐλέγχου και ἐρεύνης τό ἄν οἱ Ὀρθόδοξοι στον σύγχρονο θεολογικό διάλογο ἀποδέχονται αὐτήν τήν θέση καί δέν χρησιμοποιοῦν γνῶμες Ἁγίων Πατέρων ἀκολουθοῦντες ἔτσι τήν μεταπατερικότητα τῶν Προτεσταντῶν. Το ἀληθές γιά τό θέμα τοῦ ἐξελληνισμοῦ εἶναι ὅτι τόν ἐξελληνισμό τοῦ Χριστιανισμοῦ, τήν μεταβολή του δηλαδή σέ γνώση, τόν ἐπεδίωξαν και τόν ἐπιδιώκουν πάντοτε οἱ αἱρετικοί, ἐνῶ οἱ Πατέρες ἀγωνιζόμενοι ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν ἀπέτρεψαν αὐτόν τόν κίνδυνο, ὅπως συνέβη μέ τον Γνωστικισμό, τον Ἀρειανισμό καί τον Σχολαστικισμό, καί ὅπως εὐκρινέστατα φαίνεται στή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐναντίον τοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ. Οἱ Πατέρες πράττουν ὅ,τι ἔπραξαν οἱ Ἀπόστολοι, πού ἐχρησιμοποίησαν ἑλληνική ὁρολογία, ὅπως ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τήν ἔννοια τοῦ Λόγου καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀκόμη καί ἐπί λέξει παραθέματα ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες σοφούς, ἀφοῦ ἀπευθύνονταν καί πρός ἑλληνικά ἀκροατήρια, κατ’ ἐξοχήν μάλιστα σέ ἑλληνικά ἀκροατήρια.Ὑπάρχει λοιπόν ἐξελληνισμός καί στην Ἁγία Γραφή, στήν Κ. Διαθήκη, την μόνη πηγή τῆς πίστεως τῶν Προτεσταντῶν;
Ἡ Ἐκκλησία πάντως, ἐπί Τουρκοκρατίας, παρά τήν αἰχμαλωσία της σέ βάρβαρο καί ἀνηλεῆ κατακτητή, τήν ἔλλειψη παιδείας καί ἱκανοῦ ἀριθμοῦ διδασκάλων καί θεολόγων, δεν παρεξέκλινε κατ’ ἐλάχιστον ἀπό τήν Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά ἀμύνθηκε ἀποτελεσματικά στίς ἐπιθέσεις τῶν μεταπατερικῶν Παπικῶν καί Προτεσταντῶν, ἀλλά καί τῶν Ἑλλήνων Διαφωτιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά ὑπερβοῦν στήν νέα παιδεία τοῦ Γένους τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐμφορούμενοι οἱ περισσότεροι ἀπό ἄκριτη ἀρχαιολατρεία καί κλασσικισμό ἐπεδίωκαν να συνδέσουν τόν νέο Ἑλληνισμό μέ την ἀρχαία Ἑλλάδα ὑπερβαίνοντας το Βυζάντιο, τήν Ρωμιοσύνη. Μέ ἐπανειλημμένες καί αὐστηρές συνοδικές ἀποφάσεις ἡ Ἐκκλησία καταγγέλλει τούς Παπικούς και τούςΠροτεστάντεςπρός το ποίμνιο ὡς ἐπικινδύνους αἱρετικούς. Καταδικάζει ἐπίσης τίς ἀνατρεπτικές ἰδέες τῶν Διαφωτιστῶν. Μέ τό γνωστό κίνημα τῶν Κολλυβάδων τοῦ ῾Αγίου Ὄρουςπού ἀνανέωσαν ἐπιτυχῶς την πατερική Παράδοση τόν 18ο αἰώνα προετοίμασε τό πλήρωμα στό να ἀντέξει τό ἀντιπατερικό πνεῦμα πού ἐπρόκειτο καί θεσμικά πλέον διά τοῦ κράτους των Βαυαρῶν, μετά τόν μόνο ὀρθόδοξο κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια, νά φραγκέψει, νά ἐξευρωπαΐσει τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό. Ἔπραξε τό ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού κάνει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, οἱ κεφαλές τῆς ὁποίας, μεταπατερικῶς, ὄχι μόνον ἀρνοῦνται νά χαρακτηρίσουν ὡς αἱρέσεις τον Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό, ἀλλά και φθάνουν νά ἀναγνωρίσουν αὐτές τίς αἱρέσεις, ὅπως καί την παλαιά τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ὡς ἐκκλησίες πού παρέχουν τήν Χάρη καί τήν σωτηρία.
Ὡς μικρό δεῖγμα αὐτῆς τῆς πατερικῆς στάσεως ἐπί Τουρκοκρατίας παραθέτουμε ἐλάχιστες γνῶμες συνοδικές καί πατριαρχικές, ὡς καί μερικές ἐνέργειες τῶν Κολλυβάδων Ἁγίων Πατέρων. Ἀπαντῶντες στούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους οἱ Πατριάρχαιτῆς Ἀνατολῆς (1716/1725) ξεκαθαρίζουν σαφῶς ὅτι τά δόγματα τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας ὁρίσθηκαν «ὀρθῶς τε καί εὐσεβῶς», ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες στίς Οἰκουμενικές συνόδους και δέν εἶναι δυνατόν οὔτε νά προσθέσει κανείς οὔτε νά ἀφαιρέσει. Μέ αὐστηρότητα ἀποκλείουν κάθε διάλογο σε θέματα πίστεως καί καλοῦν τους Προτεστάντες Ἀγγλικανούς, ἄν ἐπιθυμοῦν τήν ἕνωση, νά συμφωνήσουν μέ ὅσα ἡ Ἐκκλησία ἀπό τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων καί στή συνέχεια διά τῶν Θεοφόρων Πατέρων ἐδίδαξε, χωρίς ἔρευνα καί συζητήσεις, ἀλλά με ἁπλότητα καί ὑπακοή.
«Ἀνάγκη ἀκολουθῆσαι καί ὑποταγῆναι τοῖς διορισθεῖσι καί διαταχθεῖσιν ὑπό τῆς ἀρχαιοπαραδότου καί πατροπαραδότου καί παρά τῶν Ἁγίων καί οἰκουμενικῶν Συνόδων διατάξεως,ἀπό τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων καί τῶν καθ’ ἑξῆς ἐς τόδε θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν,μετά ἁπλότητος και ὑπακοῆς καί ἄνευ τινός ἄλλης ἐρεύνης καί περιεργείας»[20]. Στό ἴδιο πνεῦμα ἡ Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1727, κηρύσσει ὅτι «Ἐκλήθημεν ἄνωθεν οἱ εὐσεβεῖς τῆς ᾽Ανατολικῆς Ἐκκλησίας Χριστιανοί διά τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου ἀπό τε τῶν προφητῶν, ἀπό τε τοῦ Σωτῆρος, ἡμῶν Χριστοῦ,ἀπό τε τῶν Ἀποστόλων,ἀπό τε τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων και ἁπαξαπάντων τῶν ὑπό τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐνηχηθέντων Ἁγίων Πατέρων εἰς τό πιστεύειν καί φρονεῖν ὅσα ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία παρέλαβε καί διασώζει μέχρι τοῦδε ἀπαραμείωτα καίἀνόθευτα εἰς τό παντελές, εἴτε δόγματα πίστεως, ὅρους τε καί κανόνας, εἴτε παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐγγράφους τε και ἀγράφους»[21].
Ἐνωρίτερα ὁ γνωστός καί μέγας ὄντως πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄, ὁ Τρανός, στήν δεύτερη ἀπάντησή του πρός τούς Λουθηρανούς θεολόγους τῆς Τυβίγγης, ἀφοῦ σύντομα διεπίστωσε ὅτιδέν μπορεῖνά γίνει θεολογικός διάλογος μαζί τους, ἐπειδή κυρίως ἀπορρίπτουν τούς Ἁγίους Πατέρες, πάνω στούς ὁποίους στηρίζεται ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, με εὐγένεια ἀλλά καί ἀποφασιστικότητα διέκοψε τόν διάλογο κα ίτούς ἄφησε νά βαδίζουν στόν δικό τους δρόμο: «Ἀξιοῦμεν δέ ὑμᾶς τοῦ λοιποῦ μή κόπους παρέχειν ἡμῖν, μηδέ περί τῶν αὐτῶν γράφειν καί ἐπιστέλλειν, εἴ γε τούς τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρας και θεολόγους ἄλλοτε ἄλλως μεταχειρίζεσθε, καί τοῖς λόγοις τιμῶντες αὐτούς καί ἐπαίροντες, τοῖς ἔργοις ἀθετεῖτε, καί τά ὅπλα ἡμῶν ἄχρηστα ἀποδεικνύετε, τούς λόγους αὐτῶν τούς ἁγίους καί θείους, δι’ ὧν ἄν ἡμεῖς γράφειν καί ἀντιλέγειν ὑμῖν εἴχομεν.
῞Ωστε τό καθ’ ἡμᾶς,ἀπαλλάξατε τῶν φροντίδων ἡμᾶς. Τήν ὑμετέραν οὖν πορευόμενοι, μηκέτι μέν περί δογμάτων, φιλίας δέ μόνης ἕνεκα, εἰ βουλητόν, γράφετε» (1581)[22]. Μέ βάση αὐτήν τήν πατερικώτατη πατριαρχική θέση, ἐδῶ καί πολλά χρόνια ἔπρεπε νά διακοποῦν οἱ ἐπιζήμιοι θεολογικοί διάλογοιμέ ὅλους τούς αἱρετικούς, ὅπως ἔχουμε ζητήσει ἐδῶ καί ἀρκετά χρόνια πολλοί κληρικοί καί θεολόγοι.
Οἱ Ἅγιοι Κολλυβάδες καί μάλιστα οἱ τρεῖς ἐξέχοντες μεταξύ αὐτῶν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου Μακάριος Νοταρᾶς,ὁ μοναχός Νικόδημος Ἁγιορείτης καί ὁ ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Πάριος, ἐξουδετέρωσαν πλήρως την μεταπατερικότητα τῶν Παπικῶν,τῶν Λουθηροκαλβίνων Προτεσταντῶνκαί τῶν Διαφωτιστῶν βασικῶς μέ τά ἑξῆς μέτρα: μέ ἐντυπωσιακά πληθωρική ἔκδοση ποικίλων πατερικῶν ἔργων, κορυφαῖο τῶν ὁποίων εἶναι ἡ «Φιλοκαλία» τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, μέ προβολή τῶν πατερικῶν λειτουργικῶν παραδόσεων, ὅπως ἡ συχνή θεία κοινωνία και ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων μόνον τά Σάββατα καίὄχιτίς Κυριακές· μέ τήν σύνταξη πλήθους ὑμνογραφικῶν ἔργων καίἀκολουθιῶν στήν καθιερωμένη γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, παρά τό χαμηλό μορφωτικό ἐπίπεδο τῶν πιστῶν τῆς ἐποχῆς τους· μέ την πολύ συχνά ἀπαντώμενη στά ἔργα τους ἀντιπαπική καί ἀντιπροτεσταντική διδασκαλία τους,ὅπως και μέ την ἀντιπαράθεσή τους καί πρός τους Εὐρωπαίους καί Ἕλληνας διαφωτιστάς, ἰδιαίτερα ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ὁ ὁποῖος για τόν λόγο αὐτό δέχθηκε μεγάλη ἀρνητική κριτική ἀπό τούς “Φωταδιστές” λογίους. Ἰδιαίτερα μάλιστα γιά τό θέμα τῶν μεταφράσεων τῶν λειτουργικῶν κειμένων, πού ταλαιπωρεῖ, χωρίς λόγο,τήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα,ἐκτός τοῦ ὅτιοὐδέποτε πέρασε ἀπό τόν νοῦ τῶν ἀνά τους αἰῶνας Ἁγίων Πατέρων παρόμοιος προβληματισμός, ἀντίθετα μάλιστα ἐξακολουθοῦν νά συντάσσουν ἀκολουθίες στήν ἀρχαία γλώσσα καί μέχρι τῶν ἡμερῶν μας,ὑπάρχειμία σχεδόν ἄγνωστη σημαντική θέση τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού την παρουσιάζουμε ἐδῶ, μήπως και αὐτή, μαζί μέ ὅσα ἄλλα πατερικά ἔχουν γραφῆ[23], φωτίσει τούς τρεῖς ἀρχιερεῖς, τόν Νικοπόλεως κ. Μελέτιο, τόν Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο καί τόν Σιατίστης κ. Παῦλο νά ἐπανέλθουν στον πατερικό δρόμο.
Γράφει ὁ πατερικώτατος Ἁγιορείτης Ἅγιος: «Φυλαχθῆτε δέ ἀκόμη, ἀδελφοί, καί ἀπό τόν λογισμόν τοῦτον, ὅπου βάλλει εἴς τινας ὁ διάβολος καί τούς λέγει· ἐσύ εἶσαι ἀγράμματος καί ἀμαθής καί δέν καταλαμβάνεις ἐκεῖνα ὅπου λέγονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, και λοιπόν διατίὅλως να ὑπάγῃς εἰς τήν ἐκκλησίαν; Σᾶς ἀποκρίνεται γάρ, ἀδελφοί, ἕνας ἀββᾶς εἰς τό Γεροντικόν καίσᾶς λέγει· ὅτιἄν και ἐσεῖς δένκαταλαμβάνετε ἐκεῖνα ὅπου λέγονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλά ὁ διάβολος τά καταλαμβάνεικαίδιά τοῦτο τρομάζει και φοβεῖται και φεύγει ἀπό λόγου σας, ἀφήνω νά λέγω, ὅτι και ἐσεῖς,ἄν καίδέν καταλαμβάνετε ὅλα τά λόγια τά ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λεγόμενα, ἀλλ’ ὅμως πολλά λόγια ἐξ αὐτῶν καταλαμβάνετε καί μέ ἐκεῖνα ὠφελεῖσθε.Προσθέτωδέ και τοῦτο,ὅτι ἄν ἐσεῖς συχνά πηγαίνετε εἰς τήν ἐκκλησίαν καίἀκούετε τά θεῖα λόγια,ἡ συνέχεια ἐκείνη ἔχει νά σᾶς κάμῃ μέ τον καιρόν νά καταλαμβάνετε ἐκεῖνα, ὅπου πρότερον δέν ἐκαταλαβαίνατε, ὡς λέγειὁ Χρυσόστομος,διότιὁ Θεός βλέποντας τήν προθυμίαν σας ἀνοίγει τόν νοῦν σας και τόν φωτίζειεἰς το νά τά καταλαμβάνῃ»[24].
Ἀναφερόμενοι στούς Ἁγίους Κολλυβάδες,ἀλλά καί γενικῶς στην πατερικότητα τῆς περιόδου τῆς δουλείας, δέν μποροῦμε νά λησμονήσουμε την δόξα καί τό καύχημα τῆς Ἐκκλησίας στούς νεωτέρους χρόνους, τούς Ἁγίους Νεομάρτυρες.Ἀπό αὐτούς ὄχι μόνον ἐκεῖνοι πού εἶχαν τήν εὐλογία να ἔχουν ὡς“ἀλείπτας”,ὡς προπονητάς, δηλαδή, εἰς τό μαρτύριο τούς Ἁγίους Κολλυβάδες καί ἄλλους ὁσίους Γέροντες,ἀλλά και το πλῆθος τῶν ἄλλων Νεομαρτύρων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἀκολουθοῦντες τήν Παράδοση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων περί τοῦ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας, ἀρνήθηκαν μέ βαρεῖς μάλιστα χαρακτηρισμούς ἐναντίον τοῦ Μωάμεθ να ἀλλαξοπιστήσουν και ἐπλήρωσαν αὐτήν τους τήν ἄρνηση καί ὁμολογία μέ τό ἴδιο τους τό αἷμα. Ἀποτελοῦν γι’ αὐτό βαρύτατη προσβολή πρός τούς Νεομάρτυρες ὅσα στα πλαίσια τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων τῶν Οἰκουμενιστῶν λέγονται, και μάλιστα ἀπό πατριάρχας,ἐπισκόπους καί ἄλλους κληρικούς καί θεολόγους ὅτι δηλαδή καί οἱ ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ὁδοί σωτηρίας, ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶναι προφήτης, ὅτι οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Μωαμεθανισμός ἔχουν τον ἴδιο Θεό,ὅτι τό Κοράνιο,εἶναι ἅγιο και ἱερό βιβλίο, ἄξιο να τό προσφέρουμε καί ὡς δῶρο. Δέν γνωρίζουν την αὐστηρότατη κριτική μεγάλων Ἁγίων Πατέρων καί τήν παντελή ἀπόρριψη τοῦ Μωάμεθ καί τοῦ Κορανίου ἀπό τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τον Ἅγ.Ἰωάννη Δαμασκηνό,τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί πολλούς ἄλλους[25];
Δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ προσφιλέστατος λαϊκός διδάχος και ἰσαπόστολος Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἐταύτιζε,προσεκτικά βέβαια καί συνεσκιασμένα, τον Μωάμεθ μέ τόν Ἀντίχριστο ὅπως και τον πάπα; Ἔλεγε: «Ὁ ἀντίχριστος εἶνε· ὁ ἕναςεἶναιὁ Πάπας και ὁ ἕτερος εἶνε αὐτός ὁπού εἶνε εἰς τό κεφάλι μας,χωρίς να εἰπῶ τό ὄνομά του· τό καταλαμβάνετε, μά λυπηρόν εἶνε νά σᾶς το εἰπῶ,διότι αὐτοί οἱ ἀντίχριστοι εἶνε εἰς τήν ἀπώλειαν καθώς τό ἔχουν. Ἡμεῖς ἐγκράτειαν,αὐτοίἀπώλειαν· ἡμεῖς νηστείαν, αὐτοί πολυφαγία· ἡμεῖς παρθενία, αὐτοί πορνεία· ἡμεῖς δικαιοσύνη,αὐτοί ἀδικωσύνη»[26].Δέν ξεχνοῦμε ἀκόμη τήν πατερική του προφητεία καί σύσταση «τόν πάπα νά κα- ταρᾶσθε, διότι αὐτός θα εἶνε ἡ αἰτία»[27].
Πόσο ἐνθαρρυντικά ἦσαν γιά τούς πιστούς αὐτά πού ἔλεγε γιά τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγ. Πατέρων: «Ἐγώ ἐδιάβασα και περί ἱερέων,και περί ἀσεβῶν,αἱρετικῶν καί ἀθέων· τά βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα· ὅλαι αἱ πίστεις εἶνε ψεύτικες· τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, ὅτι μόνη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶνε καλή καί ἁγία, τό νά πιστεύωμεν καί νά βαπτιζώμεθα εἰς το ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγ.Πνεύματος.Τοῦτο σᾶς λέγω τώρα εἰς τό τέλος· νά εὐφραίνεσθε ὁπού εἶσθε ὀρθόδοξοι χριστιανοί,και νά κλαίετε διά τούς ἀσεβεῖς καί αἱρετικούς ὁπού περιπατοῦν εἰς τό σκότος»[28].
β΄) Ἡ Μεταπατερικότητα μετά τή δημιουργία τοῦ Νεοελληνικοῦ κράτους (1821)
Τό συμπέρασμα ἀπό τήν ἀναφορά μας στήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας εἶναι ὅτι ἡ μεταπατερικότητα τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καί τῶν Διαφωτιστῶν δέν ἐκλόνισε τήν πατερικότητα τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Χάσαμε τήν σωματική ἐλευθερία, ἀλλά κρατήσαμε ἐλεύθερη καί ἀδούλωτη τήν ψυχή μας, τήν πίστη μας, μέχρι σημείου, νά ἀναδειχθοῦν καί μάρτυρες τῆς πίστεως. Πῶς ἔχει ὅμως, ἡ κατάσταση κατά τήν περίοδο τοῦ ἐλευθέρου πολιτικοῦ βίου; Δυστυχῶς θά πρέπει νά ἀρχίσει κανείς μέ τό «πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν», καί νά συνθέσει νέα Ἱερεμιάδα. Αὐτό πού δέν δέχθηκαν νά κάνουν οἱ μεγάλες μορφές τοῦ Γένους, ὁ Μ. Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, νά προδώσουν τήν ὀρθόδοξη πίστη γιά νά σώσουν τό κράτος ἤ στήν Τουρκοκρατία οἱ Ἅγιοι καί οἱ Νεομάρτυρες, γιά νά σώσουν το σῶμα τους καί τήν καλοπέρασή τους, τό ἐπράξαμε δυστυχῶς καί το πράττουμε σήμερα χειρότερα. Παραδώσαμε τήν Ἑλλάδα στά χέρια ξένων, τῶν Βαυαρῶν τοῦ Ὄθωνος και τῶν ἐντοπίων ὑποστηρικτῶν τους, οἱ ὁποῖοι ἀπό τότε μέχρι σήμερα ἔχουν ὡς μόνιμο στόχο νά ξερριζώσουν και νά ἀφανίσουν ὅ,τι θυμίζει Ὀρθοδοξία καί Βυζάντιο καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀποδυναμώσουν τελείως τίς πνευματικές ἀντιστάσεις νά καταστήσουν τήν Ἑλλάδα ἀγνώριστη, ἀνορθόδοξη καί ἀνελλήνιστη, ὥστε φραγκεμένη καί ἐκλατινισμένη, παπική, προτεσταντική καί «διαφωτισμένη» (σκοτισμένη), νά την ἀφομοιώσουν καί νά τήν ἀφανίσουν.
Οἱ μεταπατερικοί καί ἀντιπατερικοί ὑπάρχουν καί δροῦν ἐδῶ και πολλά χρόνια· ἁπλῶς τώρα τους ὑποστασιώνει, τούς συνοψίζει και τούς ἐκφράζει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ»ἡ «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, ἡ ὁποία ὅπως ἐλέχθη προσφυῶς ἀπό εὐλαβέστατο και ἀγωνιστή συμπρεσβύτερο ἔπαυσε νά εἶναι Ἀκαδημία καί μετατράπηκε σέ ἐπιδημία.
Ὀφείλουμε εὐγνωμοσύνη στους ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι πρό τοῦ κινδύνου τῆς πίστεως δέν ὑπολόγισαν το παρεξηγημένο «φιλάδελφο», ἀλλά ἐστηλίτευσαν τά ὅσα ἐλέχθησαν στο μεταπατερικό συνέδριο τῆς Ἀκαδημίας τόν Ἰούνιο τοῦ 2010· πρῶτον, τόν καί πρῶτον στούς ὁμολογιακούς ἀγῶνες, ἀτρόμητον ἀγωνιστήν τῆς Πίστεως στίς ἡμέρες μας, σεβασμιώτατον μητροπολίτην Πειραιῶς κ. Σεραφείμ· δεύτερον, τόν σεβασμιώτατον μητροπολίτην Γλυφάδας κ. Παῦλον, ὁ ὁποῖος μέ ἐμπεριστατωμένο καί ἀποδεικτικώτατο ὑπόμνημα πρός τήν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατέδειξε τήν προτεσταντική προέλευση τῆς μεταπατερικότητας καί τῆς συναφειακῆς θεολογίας καί τήν ἀποξένωσή τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία· τρίτον, τόν σεμνόν καί πατερικώτατον μητροπολίτην Κυθήρων κ. Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος γρήγορα συμφώνησε καί προσετέθη στούς ὀρθοτομοῦντας τόν λόγο τῆς ἀληθείας·τέταρτον, τόν μητροπολίτην Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεον, ὁ ὁποῖος ἐπίσης ἔσπευσε νά συμπαραταχθῆ μέ θεολογικώτατο ἄρθρο, στό ὁποῖο κατήγγειλε τήν κυοφορούμενη νέα αἵρεση τῆς μεταπατερικότητας, και πού σήμερα τόν ἔχουμε κοντά μας διδάσκοντα καί ὁμολογοῦντα· και τέλος πολλούς ἄλλους ἀρχιερεῖς, λοιπούς κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἀποδοκίμασαν με ἄρθρα, σχόλια καί φράσεις τήν αἱρετική συναγωγή τοῦ Βόλου, ἐξαιρέτως δέ τήν ναυαρχίδα τῶν ὀρθοδόξων ἀγώνων ἐπί πενήντα τώρα χρόνια, τήν ὀρθόδοξη μαχητική ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», τήν ἐφημερίδα τῶν ὁσίων Γερόντων, ἱδρυτῶν καί ὑπευθύνων, ἀειμνήστων π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου καί τοῦ ἀξίου διαδόχου του π. Μάρκου Μανώλη, ἡ ὁποία προέβαλε καί ἀνέδειξε τό θέμα τῆς μεταπατερικῆς αἱρέσεως.
Ἄς δοῦμε ὅμως τώρα, μερικά ἀπό τάπιό ὑψηλά δένδρα καί τους πιό πικρούς καί θανατηφόρους πνευματικά καρπούς τοῦ μεταπατερικοῦ δάσους.
Ὁ δέκατος ἔνατος αἰώνας παρά την Βαυαροκρατία ἐκύλησε μέ σοβαρές ἀντιπατερικές ἐνέργειες πού ἔβρισκαν ὅμως ὀρθόδοξες ἀντιστάσεις. Ἀντίθετα πρός τους ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀνακηρύσσεται ἡ σχισματική αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, αὐτογνωμόνως, χωρίς τήν γνώμη καί τήν ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἐπιβάλλεται πολιτειοκρατικό σύστημα στίς σχέσεις ἐκκλησίας καί πολιτείας, πού προκαλεῖ τήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας στόν καίσαρα, μέ ἀφέντη τῆς συνόδου τόν παριστάμενο βασιλικό ἐπίτροπο, ἄνευ τῆς συμφώνου γνώμης τοῦ ὁποίου δέν μποροῦσε νά ἀποφασίσει ἡ Ἱερά Σύνοδος. Ἀφανίζεται ὁ Μοναχισμός μέ τό νά κλείσουν βίαια ἀπό τόν προτεστάντη ἐπίτροπο τοῦ Ὄθωνος Βαυαρό Μάουερ τά 400 ἀπό τά πεντακόσια μοναστήρια μέ ταυτόχρονη ἀπαλλοτρίωση τῆς περιουσίας τους καί πτωχοποίηση τῶν μοναχῶν, ὅπως κατήγγειλε μέ συγκινητικό κείμενό του ὁ γνήσιος Ρωμηός στρατηγός Μακρυγιάννης[29]. Τά πλήγματα ἐναντίον τοῦ Μοναχισμοῦ, σέ κάθε ἐποχή καί στήν ἐποχή μας, κατά την ὁποία ἔχει σχεδιασθῆ καί μεθοδευθῆ ἡ δυσφήμηση ἀλλά καί ἡ ἐσωτερική διάβρωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς μοναδικῆς αὐτῆς κιβωτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, κοστίζουν πολύ, διότι ἀποσκοποῦν στό να στερέψει ἡ πηγή πού προσφέρει, βρύει, Πατέρες, ἀφοῦ εἶναι γνωστόν ὅτι στόν σύνολό τους σχεδόν οἱ Ἅγιοι Πατέρες προέρχονται ἀπό τίς τάξεις τῶν μοναχῶν.
Τήν ἴδια περίοδο ἡ ὀργάνωση και τά προγράμματα σπουδῶν τῆς ἱδρυθείσης στό Ἐθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Θεολογικῆς Σχολῆς ἀκολουθοῦν γερμανικά πρότυπα, καί ἡ σχεδόν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά σταδιοδρομήσει κανείς σ’ αὐτήν, ἦταν οἱ σπουδές στη Δύση, μέ συνέπεια ἡ παπική καί ἡ προτεσταντική Θεολογία νά ἐπηρεάζουν διά τῶν καθηγητῶν τούς πτυχιούχους της, κληρικούς καί λαϊκούς. Δύο παραδείγματα μόνον ἐνδεικτικά γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές: ὁ ἐπί πολλά ἔτη κατέχων τήν ἕδρα τῆς Πατρολογίας στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, καθηγητής Δημήτριος Μπαλάνος, ἐκφράσθηκε ἀπαξιωτικά καί ὑποτιμητικά γιά τους ἀγῶνες καί την Θεολογία τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τοῦ κήρυκος αὐτοῦ τῆςΧάριτος καί τοῦ φωτός τῆς Μεταμορφώσεως, τοῦ ἐκφραστοῦ τῆς Θεολογίας τῶν πρό αὐτοῦ Πατέρων. Στήν ἴδια Σχολή μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νά ἰσχύει ὁ περιορισμός τῶν Ἁγίων Πατέρων στούς ὀκτώ πρώτους αἰῶνες, μέχρι τον Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, καί μέ αὐτούς μόνον ἀσχολεῖται τό μάθημα τῆς Πατρολογίας, ἐνῶ οἱ μετέπειτα ἅγιοι συγγραφεῖς ἀνήκουν σέ ἄλλο γνωστικό ἀντικείμενο, στούς ἐκκλησιαστικούς βυζαντινούς συγγραφεῖς, ὡσάν νά ἔπαυσε το Ἅγιον Πνεῦμα νά δρᾶ μέσα στήν Ἐκκλησία μέχρι σήμερα καί νά γεννᾶ Πατέρες, ὅπως τόν Μ. Φώτιο, τόν Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν Ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, τούς Κολλυβάδες ἐπιφανεῖς Πατέρες, τόν Ἅγιο Νεκτάριο στόν 20ο αἰώνα.Ὑπόκειται και ἐδῶ ἡ παπική ἀντίληψη τοῦ παραμερισμοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀπό τούς σχολαστικούς δικούς τους «Πατέρες» καί θεολόγους ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί ἑξῆς, καί πολύ περισσότερο ἡ προτεσταντική ἀντίληψη ὅτι Πατέρες μποροῦν να χαρακτηρισθοῦν μόνο ὅσοι προσεγγίζουν πρός τούς χρόνους τοῦ Εὐαγγελίου, ὅσοι ἔζησαν τους πρώτους αἰῶνες, τό πολύ μέχρι τόν 5ο αἰώνα. Διδάσκοντας ἐπί χρόνια Πατρολογία στήν Θεολογική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης ἀναγκαζόμουν κάθε φορά στούς νέους φοιτητάς νά διευκρινίζω ὅτι γιά νά χαρακτηρισθῆ κάποιος συγγραφεύς ὡς Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας δέν χρειάζεται νά ἔχη καί τό γνώρισμα τῆς ἀρχαιότητος, ὅπως ἀπαιτοῦν τά ἑτερόδοξα ἐγχειρίδια Πατρολογίας, καί μερικά ἰδικά μας, ἀλλά ἀρκοῦν ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου καί ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Ἡ ἀναφορά στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν δέν σημαίνει πώς τό σύνολο τῶν καθηγητῶν της στήν συνέχεια ἐνίσχυσαν τό μεταπατερικό καί ἀντιπατερικό πνεῦμα.Ὑπάρχουν λαμπρά παραδείγματα γνησίων πατερικῶν ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων, ὅπως τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Κωνσταντίνου Μουρατίδου καί τινων ἄλλων, ἐξεχόντως δέ τοῦ λαμπροῦ καί ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ συμπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου στά θεολογικάμας γράμματα ἀποπνέει τό ἄρωμα καί τήν αὐθεντικότητα τῆς πατερικῆς σοφίας. Ἐπιθυμῶ μάλιστα στή συνάφεια αὐτή νά κάνω μία πρόταση καί μία ἐπανόρθωση πού ἀφορᾶ στην Ἀκαδημία τοῦ Βόλου. Ἡ πρότασή μου εἶναι νά προβληθῆ μέ ἡμερίδα ἤ συνέδριο τό πρόσωπο καί το ἔργο τοῦ καθηγητοῦ Κωνσταντίνου Μουρατίδου, ὅπως ἀξιέπαινα ἔπραξαν ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου καί ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός γιά τόν μεγάλο πατερικό θεολόγο π. Ἰωάννη Ρωμανίδη. Ἡ ἐπανόρθωση ἔχει σχέση μέ τον πρύτανη τῶν θεολόγων τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τόν γίγαντα τῆς θεολογικῆς σκέψης καί παραγωγῆς ἀείμνηστο καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα. Οἱ κάποιες ἀστοχίες του σχετικά μέ τήν θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί ἡ θεολογική του ἀντιπαράθεση με τον π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, δικαιολογοῦνται ἐν μέρει ἀπό τήν μέχρι τότε ἄγνοια τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Δέν εἶναι ὅμως ἀντιπατερικός οὔτε μεταπατερικός, ὅπως ἄφησε νά ἐννοηθεῖ ἡ «Ἀκαδημία» τοῦ Βόλου σέ σχετική της ἐκδήλωση. Δέν τόν χαρίζουμε στούς μεταπατερικούς. Εἶναι πατερικός, πατερικώτατος. Και μόνο ἡ μελέτη τῆς τρίτομης Δογματικῆς του καί τά πολύτομα ἑρμηνευτικά του ὑπομνήματα στην Παλαιά καί στην Κ.Διαθήκη, ὅπου θαυμάζει κανείς την πλούσια χρήση τῶν πατερικῶν συγγραμμάτων, ἀλλά καί ὅσα κριτικά ἔχει γράψει γιά τούς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους, τον ἀποξενώνουν τελείως ἀπό τούς μεταπατερικούς οἰκουμενιστάς.
῾Η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, πολύ νεώτερη τῆς τῶν Ἀθηνῶν, ἱδρυθεῖσα τό 1942, εὐτύχησε κατά τίς δύο πρῶτες δεκαετίες τοῦ δευτέρου μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰῶνος (1950-1970) νά ρίξει τό βάρος, μέ ἀποφασιστική σ’ αὐτό συμβολή τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Π. Χρήστου, στήν ἔκδοση και ἔρευνα τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ και ἄλλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας και νά ἀποκτήσει γι’ αὐτό διεθνῶς κῦρος ὡς σχολή τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἐλπιδοφόρο ὅμως ἐκεῖνο ξεκίνημα ἔχει ἐξασθενήσει καί ὁ μεταπατερικός Οἰκουμενισμός χαρακτηρίζει σήμερα την πλειονότητα τῶν καθηγητῶν της, μέ λαμπρές ἐξαιρέσεις τούς παρισταμένους ἐδῶ ἀπόψε συναδέλφους, προέδρους τῶν συνεδριῶν καί εἰσηγητάς.
Ὁ μεγάλος πάντως σεισμός τῆς μεταπατερικότητας ἀρχίζει στις ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος μέ τίς δύο συνοδικές καί πατριαρχικές ἐγκυκλίους, ἐπί πατριαρχίας Ἰωακείμ τοῦ Γ΄, τό 1902 καί τό 1904. Γίνεται πιό ἰσχυρός μέ τήν συνοδική ἐγκύκλιο τοῦ 1920 καί ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νά εἶναι ἐνεργός με ἰσχυρότερη μάλιστα ἔνταση. Με τίς δύο πρῶτες τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὑπό ἐντελῶς νέο πνεῦμα, μεταπατερικό, ἐγκαταλείπει τήν μέχρι πρό ὀλίγων ἐτῶν, μέχρι τοῦ 1895, αὐστηρή πατερική στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν τῆς Δύσεως, Παπικῶν καί Προτεσταντῶν, καί ἀπευθυνόμενο προς τούς προέδρους τῶν αὐτοκεφάλων ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, μεταξύ ἄλλων, ζητεῖ νά μάθει τήν γνώμη τους γιά τίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων «μετά τῶν δύο μεγάλων τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδων, τῆς Δυτικῆς δηλονότι καί τῆς τῶν Διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας». Συγχρόνως θέτει καί τό θέμα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως, μη τοποθετούμενο πάντως ὑπέρ ἤ κατά τοῦ πατροπαραδότου καί ἐπί αἰῶνας κρατοῦντος Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, ἀλλά ἀναμένον τις σκέψεις τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν. Ἐπειδή ἡ ἀπάντηση σχεδόν ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν ἦταν καί στα δύο ἀρνητική, ἐκόπασε γιά λίγο αὐτή ἡ πρώτη ὁρμή, ἀλλά ἐπανῆλθε ἰσχυρότερη μέ τήν συνοδική ἐγκύκλιο τοῦ 1920, ὅπου το νεωτερικό μεταπατερικό πνεῦμα γιά πρώτη φορά ἐπισήμως ἀναγνωρίζει ἐκκλησιαστικότητα στις αἱρετικές κοινότητες, ἀφοῦ διά τῆς ἐγκυκλίου ἀπευθύνεται «Πρός
τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», καί ὄχι μόνο πρός τις ὀρθόδοξες.
Ἡ ἰσχυρή προσωπικότητα τοῦ χωρίς ἀμφιβολία Μασόνου Μελετίου Μεταξάκη διατελέσαντος κατά σειράν μητροπολίτου Κιτίου τῆς Κύπρου, μητροπολίτου Ἀθηνῶν, Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο την περίοδο αὐτή στό νά προωθηθῆ ὁ ὑπό τῆς Μασονίας σχεδιασθείς καί προωθούμενος μέχρι σήμερα Οἰκουμενισμός, διαχριστιανικός καί διαθρησκειακός, γιά νά ἀποδυναμωθῆ ἡ μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας σέ σχέση μέ τίς ἄλλες ὁμολογίες καί νά ἐξισωθῆ μέ αὐτές ὅπως καί ὁ Χριστιανισμός σέ σχέση μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες. Κάκιστο κατόρθωμα τοῦ Μεταξάκη ἦταν ἡ προώθηση τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης καί ἡ ἀντικατάσταση τοῦ πατροπαραδότου καί κεκυρωμένου ἀπό ἀποφάσεις Πατέρων καί συνόδων Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μέ τό παπικό Γρηγοριανό, χωρίς πανορθόδοξη ἀπόφαση, μέ τήν συμπαράσταση, δυστυχῶς τοῦ ἐξαιρέτου ἐκκλησιαστικοῦ ἱστορικοῦ καί ἐπιστήμονος ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, παλαιοῦ συνεργάτου τοῦ Μεταξάκη στο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ἀπό ὅπου ξεκίνησε τήν ἐντυπωσιακή ἀλλά καί καταστροφική του δράση, πού ἀπέληξε στό νά σχίσει την Ἐκκλησία.
Ἡ ἵδρυση τοῦ προτεσταντικοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» τό 1948 στό Ἄμστερνταμ, στό ὁποῖο πρόθυμα μετέσχε το Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο και ἀρκετές ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ἀποτελεῖ τόν χειρότερο ἐκκλησιολογικό ἐκτροχιασμό τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας. Διά τοῦ ΠΣΕ ὁ Διάβολος, ἐμφανιζόμενος ὡς ἄγγελος φωτός ὑπό το προσωπεῖο τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνότητος, ἐπιχειρεῖ νά σαλεύσει τά ἀποστολικά καί πατερικά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, καταργώντας ὅσα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐδίδαξαν περί αἱρέσεως και αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι τώρα ἐξισώνονται μέ την Μία, Ἁγία, Καθολική, Ἀποστολική καί Πατερική Ἐκκλησία.Δέν πρόκειται για Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἀλλά γιά «Παγκόσμιο Συνονθύλευμα Αἱρέσεων», ὅπως προσφυῶς τό ὀνόμασε ὁ καθηγητής Κ. Μουρατίδης[30].
Τήν κληρονομιά τοῦ Μελετίου Μεταξάκη ἀξιοποιεῖ καί ἐπαυξάνει ἄλλη ἐπίσης ἰσχυρή προσωπικότητα, ὁ ἀπό Ἀμερικῆς κληθείς στόν οἰκουμενικό θρόνο πατριάρχης Ἀθηναγόρας, καί μετά την σεμνή ἀλλά καθοδηγούμενη πατριαρχία τοῦ Δημητρίου, ὁ ἐπίσης ἰσχυρός ὑποστηρικτής τοῦ ἀντιπατερικοῦ Οἰκουμενισμοῦ πατριάρχηςΒαρθολομαῖος. Μέσα στό κλῖμα αὐτό τό ἀνατρεπτικό τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως ἔχουν διατυπωθῆ μεταπατερικές καί ἀντιπατερικές θέσεις τέτοιες,πού δικαιολογοῦν ἀπολύτως τήν μεταπατερικότητα τῆς «Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν» τοῦ Βόλου, τήν ὁποία ἄλλωστε στηρίζει, καλύπτει καί δικαιώνει το Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ἐνδεικτικές ἐλάχιστες θέσεις τῶν ἐπί ἑξήντα τώρα ἔτη δρώντων μεταπατερικῶν Οἰκουμενιστῶν δείχνουν ὅτι δυστυχῶς ἄργησε νά ἀφυπνισθῆ καί νά ἀντιδράσει τό ὑγιές μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀναγνωρίζει πρωτεῖο στόν Πάπα Παῦλο τόν Β΄, χωρίς μετάνοια καί ἀποκήρυξη τῶν πλανῶν. Τόν κατατάσσει εὐθύς μετά τόν ὁμώνυμό του ἀπόστολο Παῦλο καί ὡς ἕνα ἀπό τους μεγαλύτερους πάπες τῆς ἱστορίας[31]. Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque γιά τόν Ἀθηναγόρα δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά την ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀντιρρητική θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων δεν χρειάζεται στούς καιρούς μας. Ἐπί λέξει εἶπε: «Τί μελάνι χύθηκε καί τι μῖσος γιά τό Filioque! Ἦλθεν ἡ ἀγάπη καί ὅλα ὑποχωροῦν στό πέρασμά της»[32]. Ἀπό τίς πολλές ἄλλες ἀντιπατερικές δηλώσεις του μία ἀκόμη: «Ἀπατώμεθα καί ἁμαρτάνομεν, ἐάν νομίζωμεν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καί ὅτι τά ἄλλα δόγματα εἶναι ἀνάξια. Τριακόσια ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἐξέλεξαν τόν Μουσουλμανισμόν διά να φθάσουν εἰς τόν Θεόν των καί ἄλλαι ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων εἶναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας εἶναι νά βελτιώση τόν ἄνθρωπον»[33].
Δύο ἀπό τούς πιό στενούς καί πιο ἀγαπητούς συνεργάτες του εἶπαν φοβερά πράγματα, καί ἀπορεῖ κανείς πώς οὔτε ἡ σύνοδος τοῦ Φαναρίου οὔτε καμμία ἄλλη ὀρθόδοξος σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ αὐτούς. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καί Μ. Βρεττανίας Ἀθηναγόρας (Κοκκινάκης) χαρακτήρισε τούς ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς «ἀνθρώπινα ἐντάλματα καί σχήματα ἀνοησιῶν καί μίσους» Ὁ ἴδιος εἶπε: «Ποῖον τό κριτήριον διά τοῦ ὁποίου θά ἀποδειχθῆ ἡ διεκδικουμένη ἀποκλειστικότης τῆς ἀληθείας; Ὅ,τι και νά λέγωμεν, τό γεγονός παραμένει ὅτι ὡς διηρημένη ἡ Ἐκκλησία δεν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὑγιής, ἀλλά πληγωμένη, καί τό μέρος οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά διεκδικήση ἐν ἀληθείᾳ τό ὅλον. Μήτε ὁ πλοῦτος μήτε ἡ ἐπαναλαμβανομένη λόγοις καί ἐπιχειρήμασι ἀκεραιότης τῆς διδασκαλίας, μήτε τά σχήματα τῆς παραδοσιακῆς συντηρητικότητος ὠφελοῦν, μήτε καί ἐνδυναμώνουν τούς ἰσχυρισμούς τούς διεκδικοῦντας τήν ἀποκλειστικότητα. Γνωρίζω τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τάς θέσεις τῶν νεωτέρων θεολόγων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ταῦτα εἶναι βουλαί καί ἐπίνοιαιἀνθρώπων»[34].
Μεγαλύτερη εἶναι ἡ βλάσφημη θέση τοῦ Ἀμερικῆς Ἰακώβου, χειρότερη ἀκόμη καί ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, διότι ἀρνεῖται συνολικά το δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καταγγέλθηκε ἀπό σκανδαλισθέντας ὁμογενεῖς τῆς Ἀμερικῆς καί ἀπό Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ ὁποῖες ἐζήτησαν ἀπό τήν σύνοδο τοῦ Φαναρίου νά τόν καθαιρέσει, πλήν εἰς μάτην. Εἶπε ὁ Ἰάκωβος: «Τό νόημα τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀφηρημένη ἑλληνική ἰδέα τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τῆς σήμερον καί τῆς αὔριον δέν ἀποδέχεται: Εἰδικῶς δέ ἡ ἀποδοκιμασία αὕτη ἀφορᾶ τό δόγμα τῆς Τριαδικότητος. Ἑπομένως, δέον ὅπως ἀπεκδυθῇ, ἡ Θεολογία τῶν Ἑλληνικῶν της ἐνδυμάτων, ἕν μεταξύ τῶν ὁποίων τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος»[35].
Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὡς ἀρχιμανδρίτης ἤδη στήν μελέτη του «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἰσχυρίζεται ὅτι πολλοί ἀπό τούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων πρέπει νά καταργηθοῦν καί ἐπί λέξει συνεχίζει: «Δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά την τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νά “ἀρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον καί ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται καί δέν πρέπει νά ζῇ ἐκτός τόπου καί χρόνου[36].
Ὡς πατριάρχης κατήργησε αὐτογνωμόνως αὐτούς τούς Ἱερούς Κανόνας, συμπροσευχόμενος ἀδεῶς καί ἐπανειλημμένως μέ αἱρετικούς. Παρῃτήθη ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας νά ὁδηγήσει ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, διότι ὅπως ἐπί λέξει εἶπε: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἐπιδιώκει νά πείση τούς ἄλλους περί συγκεκριμένης τινος ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἤ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νά τούς μεταστρέψει εἰς συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως»[37]. Ὡμίλησε ἀπερίφραστα γιά τήν ἱερότητα καί ἰσότητα τῶν «Ἱερῶν Γραφῶν» τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἰσλάμ, δηλαδή τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Κορανίου[38], τό ὁποῖο ἐχαρακτήρισε ὡς «ἅγιο» και τό ἐδώρησε σέ Τοῦρκο ἐπιχειρηματία στήν Ἀμερική. Καί τό τρομερώτερο ὅλων εἶναι ὅσα εἶπε γιά τους Ἁγίους Πατέρες, τά ὁποῖα ὁδήγησαν σέ ἔντονη διαμαρτυρία τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Εἶπε: «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τήν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καί εὑρίσκονται ἤδη εἰς τάς χεῖραςτοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ»[39].
Ὁμόφρων καθ’ ὅλα τοῦ πατριάρχου ὁ θεολογικός του σύμβουλος μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης. Ἐκτός τῆς παλαιᾶς του θέσεως περί «ναρκισσευομένης Ὀρθοδοξίας», πού ἀρνεῖται τήν ἀποκλειστικότητα τῆς Ἀληθείας γιά τούς Ὀρθοδόξους,ὅπως πρό αὐτοῦ διεκήρυξε ὁ Θυατείρων Ἀθηναγόρας, προωθεῖ τώρα καί τήν λεγόμενη «βαπτισματική ἐκκλησιολογία», ἰσχυριζόμενος ὅτι καί τῶν αἱρετικῶν τό Βάπτισμα εἰσάγει εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Δέχεται τά ἑξῆς πρωτάκουστα: «Τό Βάπτισμα δημιουργεῖ ἕνα ὅριον εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Τό Βάπτισμα, Ὀρθόδοξον ἤ μή, ὁριοθετεῖ τήν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία περιλαμβάνει Ὀρθοδόξους καί ἑτεροδόξους. Ὑφίστανται βαπτισματικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καί “ἐκτός Βαπτίσματος” δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία». Ἀντιθέτως «“ἐντός τοῦ Βαπτίσματος”, ἔστω καί ἄν ὑπάρχει μία διάστασις, μία διαίρεσις, ἕνα σχίσμα δυνάμεθα νά ὁμιλῶμεν διά Ἐκκλησίαν»[40].
Ἐλαχίστων ἀκόμη, μεταπατερικῶν Οἰκουμενιστῶν ἐλάχιστες θέσεις, ἀπό τίς πάμπολλες, θά ἀναφέρω, γιά νά σχηματίσουμε μία πρώτη θλιβερή εἰκόνα γιά τό ποῦ μᾶς ἔχει ὁδηγήσει ὁ μεταπατερικός Οἰκουμενισμός, ἀλλά καί γιά νά ἐμπεδωθεῖ πλέον καί νά ἐνισχυθεῖ ἡ συνείδηση τῆς ἀνάγκης περί τοῦ ὅτι δέν πρέπει νά κρύβουμε ἤ νά παραβλέπουμε καί νά ὑποτιμοῦμε τήν πλάνη καί το ψεῦδος, πού ἐμφανίζονται ὡς ἀλήθεια καί φῶς, καί ἔτσι διαβρώνουν καί παραπλανοῦν τό ἀπληροφόρητο καί ἀκατήχητο ὀρθόδοξο πλήρωμα.
Εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη καί ἐπείγουσα προτεραιότητα νά συγκεντρωθοῦν ὅλες ἤ οἱ σημαντικώτερες κακόδοξες γνῶμες ἐπωνύμων Οἰκουμενιστῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ὥστε ὀνομαστικά καί κατοχυρωμένα να γνωρίσουν οἱ πιστοί τήν ἔκταση τῆς κακοποίησης πού ὑφίστανται οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως, χωρίς δυστυχῶς τό ὑγιές τῆς Ἐκκλησίας μέρος να ἀντιδρᾶ καί νά ἀνθίσταται ἀποστολικῶς καί πατερικῶς.
Τούς προαναφερθέντας μεγαλοσχήμονας κληρικούς ἀκολουθεῖ κατά πόδας ὁ μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ἐπαναλαμβάνων, ὅσα παλαιότεροι Οἰκουμενισταί ἔχουν πῆ περί διηρημένης Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ μητροπολίτης Θυατείρων Ἀθηναγόρας. Εἶναι ἀνθρώπινο νά κάνει κανείς λάθος· εἶναι ὅμως δαιμονικό καί ἑωσφορικό νά μή ἀναγνωρίζει τό λάθος, γνώρισμα τοῦ ἐγωϊστικοῦ φρονήματος ὅλων τῶν αἱρετικῶν. Ὁ Μεσσηνίας ἐλέγχθηκε γιά τήν πλάνη του ἀπό τόν σεμνό και πατερικό μητροπολίτη Κυθήρων Σεραφείμ καί ἀπό τόν ἄξιο ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καθηγητή τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης Δημήτριο Τσελεγγίδη, ἀλλ’ αὐτός «οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι». Δυστυχῶς ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἔκλεισε τό θέμα μέ ψευτοειρηνισμούς καί συμβιβασμούς, χωρίς ἀποκήρυξη τῆς πλάνης ἐκ μέρους τοῦ Μεσσηνίας. Παλαιότερος ἐπίσης ἐπιφανής λαϊκός θεολόγος, ὁ καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Νικόλαος Νησιώτης, ἐκ τῶν πρωτεργατῶν καί ἀξιωματούχων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διετύπωσε ἀπαράδεκτες ἐκκλησιολογικές θέσεις, ἐλεγχθείς πατερικώτατα ἀπό τόν ἤδη μνημονευθέντα ὁμολογητή καθηγητή Κωνσταντῖνο Μουρατίδη, ὡς ἀρνούμενος τήν ἀλήθεια ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἐπικρίνει ὁ Νησιώτης τον Οἰκουμενικό ἐπαρχιωτισμό τῶν Ὀρθοδόξων καί δι’ ἐρωτήματος ἀποκλείει τήν ταύτιση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τήν Μία Ἐκκλησία.
Ἐρωτᾶ: «Δέν σκεπτόμεθα διαρκῶς καί δέν ἐνεργοῦμεν ὡσάν ἡ “Una Sancta” περιωρίζετο ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἰδικῆς μας Ἐκκλησίας ἤ Ὁμολογίας; Ἀλλ’ ἡ πεῖρα τῆς συναντήσεως εἰς συνελεύσεις καί συνέδρια ἀποσείει ἀφ’ ἡμῶν τήν αὐταρέσκειάν μας ταύτην»[41]. Ὁ «Ναρκισσισμός» τοῦ Περγάμου, προοδοποιήθηκε ἀπό τήν «αὐταρέσκειαν» τοῦ Νησιώτη, ὁ ὁποῖος ὅπως διαπιστώνει ὁ καθηγητής Μουρατίδης «ζητεῖ ὅπως ἀποφεύγωμεν ἀπό τοῦ νά προσαγορεύωμεν ἀλλήλους “σχισματικούς” ἤ “αἱρετικούς”, ἀφοῦ δεν ὑπάρχουν “σχισματικοί” ἀλλ’ ἱστορικαί Ἐκκλησίαι, αἱ ὁποῖαι ἐν τῇ διαιρέσει των παρουσιάζουν μίαν σχισματικήν κατάστασιν ἐντός τῆς μιᾶς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας!»[42]. Βλέπετε Ἅγιε Κυθήρων ποιούς ἀκολουθεῖ ὁ Μεσσηνίας; Ὅλοι εἴμαστε διηρημένοι καί σέ σχισματική κατάσταση, μέσα σέ μία ἀδιαίρετη Ἐκκλησία, προφανῶς ἀόρατη, κατά τούς Προτεστάντες πού τήν κάνει ὁρατή το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν».
Ἐκ τῶν νεωτέρων λαϊκῶν καθηγητῶν ἰδιαίτερα ἐλύπησε τους Ὀρθοδόξους καί ἐχαροποίησε τους κακοδόξους, κατά τό ad hoc ἀπολυτίκιο τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ὁ καθηγητής τῆς Δογματικῆς στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γεώργιος Μαρτζέλος. Προώθησε καί ἐνέκρινε δύο διδακτορικές διατριβές, οἱ ὁποῖες ἀχρηστεύουν μεταπατερικῶς τίς ἀποφάσεις συνόδων καί τήν διδασκαλία Ἁγίων Πατέρων, ὡς καί τήν διαχρονική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζεται στά κείμενα τά πάμπολλα τῆς λατρείας καί στό “Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας”, περί τοῦ ὅτι οἱ Διόσκορος καί Σεβῆρος εἶναι αἱρετικοί Μονοφυσίτες. Οἱ δύο διδακτορικές διατριβές νεαρῶν θεολόγων ὑπερβαίνουν την Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἶναι σοφώτεροι οἱ συντάκτες τους ἀπό τούς διδασκάλους τῆς Πίστεως, ἔκαναν λάθος ἐκεῖνοι, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Μ. Φώτιος, τους διορθώνουν τώρα οἱ μαθητές τοῦ καθηγητοῦ Γ. Μαρτζέλου. Ἔτσι τους ὑπό τῆς Ἐκκλησίας διά τῶν αἰώνων ἀναθεματιζομένους αἱρετικούς Διόσκορο καί Σεβῆρο τούς παρουσιάζουν ὡς ὀρθοδόξους. Ἀλλά γενικῶς τούς Μονοφυσίτες ἀθωώνει ὁ ἐν λόγῳ καθηγητής, ἐλεγχθείς ἐμβρισθέτατα καί ὀρθοδοξότατα διά σχετικῶν δημοσιευμάτων ὑπό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ ἉγίουὌρους.
Διαφορετική εἶναι ἡ ἀντιπατερική μεταπατερικότητα τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ, γιατί δέν ἐμπλέκεται πολύ στά οἰκουμενιστικά δρώμενα, ὅπως σχεδόν στό σύνολό τους οἱ ἄλλοι μεταπατερικοί, μολονότι σέ παλαιά δημοσιεύματά του υἱοθετεῖ τίς ἀθηναγόρειες θέσεις ἐναντίον τῆς ἀντιρρητικῆς θεολογίας τῶν Πατέρων καί ὁμιλεῖ γιά «τή ματαιοπονία τῶν ἀσχολουμένων μέ τήν ἔρευνα τοῦ Filioque»[43], ἐπαινεθείς μάλιστα γιά τίς προοδευτικές του θέσεις ὑπό τῶν Οὐνιτῶν. Ὁ βαρύς φιλοσοφικός ἐξοπλισμός του καί ἡ στοχαστική του διάθεση δέν τόν ἄφησαν νά θέσει ἐν ταπεινώσει τά ἀναμφισβήτητα χαρίσματά του στήν προβολή καί ἑρμηνεία τῆς διά τῶν αἰώνων ἐκφαινομένης συμφωνίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀκολουθήσει τούς Ἁγίους Πατέρες, ὅπως πολλοί ἐξ αὐτῶν φιλόσοφοι, πανεπιστήμονες, στοχαστές ἔπραξαν μέ τούς πρό αὐτῶν Ἁγίους Πατέρες.
Ὑπενθυμίζουμε ἁπλῶς τό παράδειγμα τοῦ σπάνια φιλοσοφική συγκρότηση διαθέτοντος Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος ἐν ταπεινώσει μᾶς λέγει ὅτι ἀπό ὅσα γράφει τίποτε δέν εἶναι ἰδικό του, ἀλλά ἀνθολόγηση τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων. Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ὡς ὁ ἐκφραστής τῆς πρό αὐτοῦ Πατερικῆς Παραδόσεως, γι’ αὐτό καί ἡ Δογματική του, τό ἔργο του δηλαδή «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», εἶναι καί θά παραμείνει ἡ αὐθεντικώτερη καί γνησιώτερη καί ἀκριβέστερη πηγή τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως. Δυστυχῶς ὁ καθηγητής Γιανναρᾶς ὑπερέβη τούς Πατέρες, δέν ἀκολουθεῖ τούς Πατέρες· διατυπώνει διδασκαλίες ἀντιπατερικές καί ἠθικά ἐπικίνδυνες, ὅπως ἡ διδασκαλία του γιά τόν ἀνθρώπινο ἔρωτα ὡς ὁδό θεογνωσίας, γιά τήν ὁποία ἐλέγχθηκε μέ δυνατή καί ἀκαταμάχητη ἐπιχειρηματολογία ἀπό τόν ἀείμνηστο Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη, μέ σειρά δημοσιευμάτων, στά ὁποῖα αὐτή ἡ διδασκαλία χαρακτηρίζεται ὡς ἐπανεμφάνιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Νικολαϊτισμοῦ, ὡς Νεονικολαϊτισμός. Ὁ π. Θεόκλητος μάλιστα εὑρίσκει ὄχι ἁπλῆ ὑπέρβαση, ἀγνόηση τῶν Πατέρων, ἀλλά πολεμική καί ὕβρεις ἐναντίον τους.
Γράφει: «Καί ἐπειδή μέν διαθέτει “μιά κάποια ἀνεπτυγμέ- νην σκέψι καί κρίσι”, δέν διαθέτει δέ ἐπαρκῆ πνευματικήν πεῖραν, καί μή ὑποψιαζόμενος τήν ἀνεπάρκειάν του, ἔχει ἀθεοφόβως στρατεύσει κατά τῆς ἠθικῆς καί πνευματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας δι’ ἄρθρων κατηγορῶν αὐτῆς... μανιχαϊσμόν! Μέ τήν ἰδέαν αὐτήν ἔχει ὑποστῇ ψύχωσιν, ἔγινε στόχος του, τήν χρησιμοποιεῖ εἰς τάς ἀναπλαστικάς του προσπαθείας καί πανταχοῦ τῆς Πατερικῆς πνευματικῆς διδασκαλίας διακρίνει ἐπιδράσεις μανιχαϊκάς. Εἰς ἕνα δέ τολμηρότατον βιβλίον του, πού ἐξέδωκε τελευταίως... αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά μνημονεύση “τήν διαστροφήν τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς ἀπό μανιχαϊκάς ἐπιδράσεις”! Τί νά εἴπωμεν; Ἡ Ἐκκλησία δέν προσέχει αὐτά τά αἱρετικά φρονήματα τοῦ ἀνιδέου αὐτοῦ θεολόγου; Δέν ὑπάρχει ἕνα γραφεῖον τύπου... νά παρακολουθῇ τάς κατά τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικῆς διδασκαλίας ἐκτοξευομένας ὕβρεις ὑπό θεωρουμένων ὀρθοδόξων θεολόγων»[44].
Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀπευθυνόμενος ὁ π. Θεόκλητος πρός τόν καθηγητή Γιανναρᾶ γράφει: «Μέ μιά ἀντιεπιστημονική ἐλαφρότητα καί δημοσιογραφική ρηχότητα θίγεις τά βασικότερα θέματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀδιαφορώντας γιά τίς ἀποκλίσεις σου σέ διάφορες αἱρέσεις. Ἀρχίζεις τήν θεολογική σου καριέρα μέ πόλεμο κατά τῶν ἱερῶν Κανόνων -τόν ὁποῖον καί συνεχίζεις ἐμμέσως- καί ἀπό οἶστρον οἰήσεως δέν ὀκνεῖς νά ἀποδώσῃς σαρκική συσσώρευση στούς Ἁγίους Πατέρες, χωρίς αὐτό νά σέ ἐμβάλλη σέ ἀνησυχία γιά τήν ἀπύθμενη ἐκτροπή σου. Καί ἤδη συνεχίζεις ἤ νά τούς διαστρέφεις ἤ νά τούς ἀγνοῆς ἤ νά τούς σπιλώνης»[45].
Συνέχισε πράγματι ὁ καθηγητής Γιανναρᾶς νά σπιλώνει καί νά συκοφαντεῖ τούς Ἁγίους Πατέρες μέ συγκεκριμένο τώρα στόχο τόν ἐπιφανέστερο καί πολυγραφώτερο τῶν Ἁγίων Κολλυβάδων Πατέρων τόν Ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη, τόν ὁποῖο κατηγορεῖ ὅτι μέ τά συγγράμματά του δημιούργησε μιά «νοοτροπία πού θέλει νά ἐνσπείρει σέ μιά παραδοσιακή χριστιανι- κή κοινωνία τόν μανιχαϊκό διαχωρισμό “καθαρῶν” καί “ἀκαθάρτων” ἀνθρώπων» καί ὅτι δῆθεν εἶναι «διάσπαρτη στά ἔργα τοῦ Νικοδήμου ἡ ἐμμονή στήν ἀνσέλμεια καί θωμιστική διδασκαλία “περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας Δικαιοσύνης διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ”» καί ὅτι στό «Ἐξομολογητάριον» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου «κυριαρχεῖ τό δικανικό, τελείως δυτικό πνεῦμα»[46].
Θεμελιώδη καί ἐπιτυχῆ κριτική τῆς ἀτεκμηρίωτης, ἄδικης καί βλάσφημης πολεμικῆς τοῦ Γιανναρᾶ ἐναντίον ἑνός μεγάλου Πατρός καί Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας ἐξεπόνησε ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης στό ἐξαίρετο ἔργο του «Ὀρθοδοξία καί Χρ. Γιανναρᾶς», ὅπου στό τέλος δημοσιεύεται καί κείμενον τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ τίτλο: «Ἀναίρεσις τῶν πεπλανημένων θέσεων τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ περί τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου».
Ἡ μεταπατερικότητα λοιπόν τοῦ καθηγητοῦ Γιανναρᾶ προσλαμβάνει βαρύτερο χαρακτήρα τῆς τῶν ἀναφερθέντων ἄλλων μεταπατερικῶν Οἰκουμενιστῶν, διότι καταλήγει σέ ἐμφανῆ ἀντιπατερικότητα μέ ὑβριστική, ἄδικη καί ἀθεμελίωτη πολεμική ἐναντίον συνόλου τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καί ἐξαιρέτως τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἀλλά καί σέ παρότρυνση τῶν νέων σέ ἠθική χαλαρότητα. Ὅπως ἐπισημαίνει τό κείμενο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους «ὁ κ. Γιανναρᾶς προωθεῖ τούς ἀναγνώστας του καί μάλιστα τούς νέους νά γίνουν κριταί τῶν Ἁγίων καί νά μένουν μέν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἱκανοποιοῦντες ὅμως τά πάθη των, χωρίς νά παιδαγωγοῦνται εἰς τήν ἀπόκτησιν τῆς ἀληθοῦς μετανοίας, ταπεινοφροσύνης, ἁγνότητος καί ὑπακοῆς, ἄνευ τῶν ὁποίων εἶναι ἀνέφικτος ἡ ἀληθής ἐν Χριστῷ ἐλευθερία»[47].
Μνημονεύουμε ἀκόμη ὡς καρπούς αὐτῆς τῆς ἀντιπατερικῆς μεταπατερικότητας τά ἀπαράδεκτα κείμενα πού συνυπέγραψαν στούς Θεολογικούς Διαλόγους οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τά ὁποῖα ἀνατρέπουν τήν Πατερική, τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Στόν διάλογο μέ τούς Παπικούς τό κείμενο πού ὑπογράφτηκε στό Balamand τοῦ Λιβάνου (1993), ἐκτός τοῦ ὅτι γιά πρώτη φορά ἀθωώνει τήν Οὐνία, προσφέρει συγχρόνως ἐκκλησιαστική πληρότητα καί γνησιότητα στήν αἱρετική Ρώμη. Ἐξισώνονται ἡ Ὀρθόδοξη καί ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί θεωροῦνται ἀμφότερες κάτοχοι τῆς γνησίας ἀποστολικῆς πίστεως, τῆς μυστηριακῆς Χάριτος καί τῆς ἀποστολικης διαδοχῆς. Γιά πρώτη φορά “ὀρθόδοξοι” θεολόγοι, ἀθετώντας τήν σταθερή καί ἁγία Παράδοση τῶν Πατέρων ἀρνοῦνται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, διότι οἱ διατυπώσεις τοῦ κειμένου σημαίνουν ὅτι αὐτή συναποτελεῖ μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας τήν Μίαν Ἐκκλησίαν καί εἶναι ἀπό κοινοῦ συνυπεύθυνες γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἡ διδασκαλία τῶν μεγάλων ἁγίων καί Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τοῦ ὅτι οἱ Λατῖνοι εἶναι σχισματικοί καί αἱρετικοί συγχρόνως ἀχρηστεύθηκε καί ἐγκαταλείφθηκε. Εἶναι φοβερά προδοτική τῆς Πίστεως ἡ διατύπωση τοῦ κειμένου τοῦ Balamand: «Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια, κυρίως εἰς τήν μίαν ἱερωσύνην, τήν τελοῦσαν τήν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων- δέν δύναται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός. Διά τοῦτον ἀκριβῶς τόν λόγον ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτάς ἀμοιβαίως ὡς ἀδελφάς ἐκκλησίας, ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οἰκονομίαν, ἰδιαίτερα ὡς πρός τήν ἑνότητα» (παράγρ. 13 καί 14)[48].
Στό ἴδιο ἀκριβῶς μῆκος κύματος κινεῖται καί τό κείμενο τῆς Θ´ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» στό Πόρτο ᾽Αλέγκρε τῆς Βραζιλίας τόν Φεβρουάριο τοῦ 2006. Τό αἱρετικό αὐτό κείμενο, τό ὁποῖο ὑπέγραψαν ἐκπρόσωποι τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δυστυχῶς, χωρίς νά κληθοῦν συνοδικά σέ ἀπολογία ἀπορρίπτει βασικότατα ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά δόγματα. Διακηρύσσει τήν φοβερή ἐκκλησιολογική αἵρεση ὅτι τό σύνολο τῶν μελῶν τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» ἀπαρτίζουν τήν Καθολική Ἐκκλησία. «Κάθε Ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία καί ὄχι ἁπλῶς ἕνα μέρος της.
Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν καθολικότητά της, ὅταν εἶναι σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες» (παράγρ. 86). «Χωρισμένοι ἀπ’ ἀλλήλων εἴμαστε πτωχευμένοι» (παράγρ. 7)[49].
Ποιά σύνοδος θά καλέσει σέ ἀπολογία τούς ἐκπροσώπους πού ὑπέγραψαν τό αἱρετικό αὐτό κείμενο, ὅταν ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης θριαμβολογεῖ ὑπέρ τοῦ κειμένου καί ἐκτιμᾶ ὅτι μέ τό κείμενο αὐτό «ἀπηλλάγημεν τῶν ἀγγυλώσεων τοῦ παρελθόντος»;
Ἐνωρίτερα, ἐναντίον μάλιστα τῆς σαφοῦς διδασκαλίας τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ὑπέγραψαν δύο Κοινές Δηλώσεις μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους Μονοφυσίτες (1989 και 1990) στίς ὁποῖες ἀναγνωρίζουν ὅτι ἔχουμε κοινή πίστη!!!...μέ τούς αἱρετικούς Μονοφυσίτες, οἱ ὁποῖοι σέ καμμία φάση τοῦ Διαλόγου δέν δέχθηκαν νά ἀναγνωρίσουν τήν Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενική Σύνοδο (451) καί νά ἀριθμήσουν σέ δύο τίς φύσεις τοῦ Χριστοῦ μετά τήν ἕνωση.
Λέγει ἡ Β΄ «Κοινή Δήλωσις» τῆς «Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» πού συνετάχθη στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1990: «Ὑπό τό φῶς τῆς ἡμετέρας Κοινῆς Δηλώσεως ἐπί τῆς Χριστολογίας ὡς καί ἐπί τῶν ἀνωτέρων κοινῶν θέσεων, κατενοήσαμεν σαφῶς ὅτι ἀμφότεραι αἱ οἰκογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστῶς τήν αὐτήν αὐθεντικήν Ὀρθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν καί τήν ἀδιάκοπον συνέχειαν τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, καίτοι ἐχρησιμοποίησαν χριστολογικούς ὅρους κατά διάφορον τρόπον. Ἡ κοινή αὕτη πίστις καί συνεχής πιστότης πρός τήν ἀποστολικήν παράδοσιν δέον ὅπως καταστῆ ἡ βάσις τῆς ἡμετέρας ἑνότητος καί κοινωνίας» (παραγρ. 9)[50].
Μνημονεύουμε ἀκόμη ἐνδεικτικῶς μερικά ἀντιπατερικά μέτρα πού ἐλήφθησαν καί ἰσχύουν στην Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἡ τέλεση τῶν μικτῶν γάμων, ἡ κατάργηση τῆς ἀναγνώσεως τῶν ἀναθεμάτων ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν την Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας στους ναούς, ἡ ἀφαίρεση ἀπό τά ἐγκώμια τοῦ ὄρθρου τοῦ Μ. Σαββάτου ὅσων τροπαρίων ἔχουν δυσμενεῖς χαρακτηρισμούς γιά τούς Ἑβραίους, καί ἄλλες λειτουργικές καινοτομίες τῆς λεγομένης «Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης», ὅπως οἱ μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων, στίς ὁποῖες ἀναφερθήκαμε.
Ἀκόμη οἱ ἐπισκέψεις καί οἱ ὑποδοχές τοῦ πάπα, ὡς κανονικοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στίς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες καί στήν Ἑλλάδα, καί οἱ ὁλοένα διογκούμενες κατ’ ἔτος οἰκουμενιστικές συμπροσευχές, ἰδιαίτερα ἡ καθορισμένη γιά τήν τελευταία ἑβδομάδα τοῦ Ἰανουαρίου κάθε ἔτους οἰκουμενιστική συμπροσευχή, στήν ὁποία μετέχουν ἀκόμη καί ὀρθόδοξοι πατριάρχες. Ὡς πρός τό τελευταῖο ἀξίζει νά σημειώσουμε τήν πατερική καί ὁμολογιακή δήλωση τοῦ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Ἀνθίμου, ὁ ὁποῖος ἐρωτηθείς γιατί δέν παρέστησαν ὀρθόδοξοι κληρικοί στήν συμπροσευχή πού ἔγινε στήν Θεσσαλονίκη στήν Ἐκκλησία τῶν Φράγκων, ὅπου κάθε χρόνο πρωτοστατεῖ ὁ καθηγητής τῆς Θεολ. Σχολῆς Μ. Κωνσταντίνου, ἐφέτος δέ ὡς ὁμιλητής παρέστη καί ὁ ἐπίκουρος καθηγητής Χαρ. Ἀτματζίδης, εἶπε: «Δεν εἶναι μέσα στήν τάξη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας νά συμμετέχη σε θρησκευτικές τελετές ἤ συμπροσευχές μέ ἑτεροδόξους καί πολύ περισσσότερο μέ ἐκπροσώπους ἄλλων θρησκειῶν».
Τό Μασονοκρατούμενο, τέλος, Παιδαγωγικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ἐπί ἔτη προσπαθεῖ νά μειώσει τό κατηχητικό, ὁμολογιακό ὀρθόδοξο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, εἴτε μέ μείωση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας εἴτε μέ μεταβολή του σέ προαιρετικό, ἀκόμη και γιά τούς Ὀρθοδόξους μαθητάς. Τελικός καί ἐπιθυμητός στόχος του νά τό μεταβάλει σέ μάθημα Θρησκειολογίας, ὥστε νά μυοῦνται τά παιδιά ἀπό τό Δημοτικό Σχολεῖο ἀκόμη στήν σατανοκίνητη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Πανθρησκείας. Δυστυχῶς φαίνεται να τό ἐπιτυγχάνει μέ τήν συνεργασία, τήν σύμφωνη γνώμη καί ἐνθάρρυνση τῶν Θεολόγων συμβούλων του, συνεργατῶν τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας, φίλων καί ὁμοφρόνων τῆς «Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν» τοῦ Βόλου, πρωτοστατοῦντος τοῦ θεολόγου Σταύρου Γιαγκάζογλου, τοποθετηθέντος ἐσχάτως ὡς διευθυντοῦ τοῦ ἐπισήμου περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας «Θεολογία». Εἶναι δυνατόν διευθυντικό στέλεχος τῆς Ἐκκλησίας νά ὑπονομεύει τόν ὀρθόδοξο χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν; Τό ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι, ἐνῶ ὡς ὁμολογιακό καί κατηχητικό τελοῦσε ὑπό διωγμόν, τώρα ὡς θρησκειολογικό τό ἀναβαθμίζουν και τοῦ δίνουν μόρια ἀκόμη καί γιά τις εἰσαγωγικές ἐξετάσεις στά Πανεπιστήμια. Πολλά καί μεγάλα τά βαθέα τοῦ Σατανᾶ!
Ἐπίλογος
Ἡ Ἐκκλησία κατά τή διαχρονική της συνείδηση, ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή μέχρι σήμερα, σέβεται καί τιμᾷ τούς Ἁγίους Πατέρες και διδασκάλους, ὄχι γιά τήν ἀνθρώπινη σοφία τους, ἡ ὁποία ὡς κτιστή παλιώνει καί φθείρεται καί γερνᾷ, ἀλλά γιά τόν φωτισμό τους ἀπό το Ἅγιο Πνεῦμα, οἱ ἐνέργειες τοῦ ὁποίου καί στήν διδασκαλία τους καί στήν ζωή τους δέν παλιώνουν οὔτε γερνοῦν, ὥστε νά χρειάζονται ὑπέρβαση καί ξεπέρασμα, κατά τήν καινοφανῆ διδασκαλία τῶν Μεταπατερικῶν Θεολόγων, παλαιῶν καί συγχρόνων.
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνον Ἀποστολική, ἀλλά καί Πατερική. Ἄν ἐπιτρεπόταν νά γίνει κάποια προσθήκη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, στό ἐκκλησιολογικό ἄρθρο «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολική και Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», θά μπορούσαμε κάλλιστα νά προσθέσουμε «καί Πατερικήν»: «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Πατερικήν Ἐκκλησίαν». Δέν χρειάζονται ὑπέρβαση καί ξεπέρασμα οἱ Πατέρες, ὅπως δέν ὑπερβαίνεται οὔτε τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, διότι, ὅπως λέγει ὁ α΄ κανών τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύ-ματος αὐγασθέντες ὥρισαν τά συμφέροντα» . Τῶν Ἀποστόλων το κήρυγμα καί τῶν Πατέρων τά δόγματα ὑφαίνουν ἀπό κοινοῦ τον χιτῶνα τῆς Ἀληθείας, κατά το ὡραῖο κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων. Κατά δέ τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἐπαναλαμβάνει τόν Ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».
Λυπούμεθα, διότι ὁ Παπισμός, ὁ Προτεσταντισμός καί ὁ Διαφωτισμός, πού ἐμείωσαν πρῶτοι τούς῾Αγίους Πατέρες, ἀπέκτησαν καλούς μαθητάς καί ὀπαδούς καί ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, κυρίως μεταξύ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στούς ὁποίους ἀνήκει καί ἡ προκαλέσασα την συζήτηση «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου», μέ τό πατρομαχικό της συνέδριο γιά την «μεταπατερική» καί «συναφειακή» Θεολογία. Γιατί ἆραγε παραμερίζουν καί ὑπερβαίνουν τους Πατέρες οἱ σύγχρονοι Πατρομάχοι; Γιά τόν ἴδιο λόγο πού ἀντέδρασε καί ὁ παπικός θεολόγος Ἰωάννης τῆς Ραγκούσης λίγο πρίν ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι Πατριάρχες ἐδέσμευαν διά ἐπισήμων γραμμάτων τούς ἐκπροσώπους των, νά ἀκολουθήσουν ὅσα οἱ Πατέρες στίς οἰκουμενικές συνόδους καί στά συγγράμματά τους ὅριζαν.
Ἄν εἶχε τηρηθῇ αὐτό, δέν θά φθάναμε στήν τελική προδοσία και ἀποστασία τῆς πίστεως. Ἐπειδή λοιπόν καί τώρα μέ τόν Οἰκουμενισμό σχεδιάζεται παρόμοια καί χειρότερη ἀποστασία, θεωροῦν ὅτι μέγα ἐμπόδιο στά σχέδιά τους εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί θέλουν νά τούς ὑπερβοῦν. Ἀποτελεῖ πάντως καί αὐτό περιφανῆ νίκη τῶν Ἁγίων Πατέρων, διότι ἀποδεικνύει ὅτι οἱ «μεταπατερικοί» θεολόγοι δέν μποροῦν νά διαλεχθοῦν καί νά ἀντιμετωπίσουν τήν διδασκαλία τους καί ἀλλάζουν δρόμο ξεπερνώντας τους.
Ἡ ἀντιπατερική πάντως στάση τοῦ μασωνικῆς ἐμπνεύσεως Οἰκουμενισμοῦ καί Συγκρητισμοῦ, εἶναι σαφής ἀπόδειξη τοῦ ἀντιχρίστου χαρακτῆρος των, ἐφ’ ὅσον κατά το ἱερό κείμενο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὁ ἴδιος ὁ Ἀντίχριστος θά βλασφημήσει τούς Ἁγίους : «Καί ἤνοιξε το στόμα αὐτοῦ εἰς βλασφημίαν προς τόν Θεόν, βλασφημῆσαι τό ὄνομα αὐτοῦ καί τήν σκηνήν αὐτοῦ, τους ἐν τῷ οὐρανῷ σκηνοῦντας» [51].
Οἱ τῆς Ἐκκλησίας θά ἐξακολουθήσουμε νά ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες, «ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι» , καί νά μή μετακινοῦμε ἤ ὑπερβαίνουμε τά ὅρια τά ὁποῖα ἐκεῖνοι ἔθεσαν· «μή μεταίρειν ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν». Πρός ὅλους δέ τούς μεταπατερικούς καί ἀντιπατερικούς τοῦ συγχρόνου Οἰκουμενισμοῦ και πανθρησκειακοῦ Συγκρητισμοῦ, πού ἐκτός τῶν ἄλλων διακατέχονται ἀπό ἐγωισμό καί φιλοσοφική ἔπαρση ἐπαναλαμβάνουμε τό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «Παυσώμεθα τοῦ θέλειν εἶναι τῶν διδασκάλων διδάσκαλοι. Μισήσωμεν το λογομαχεῖν ἐπί καταστροφῇ τῶν ἀκουόντων. Πιστεύσωμεν ὡς οἱ Πατέρες ἡμῶν παραδεδώκασιν. Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι· οὐκ ἐσμέν τῶν διδασκάλων ἀκριβέστεροι»[52].
Ὑποσημειώσεις
[1] Βλ. τά σχετικά εἰς H. BIEDERMANN «Einige Grundlinien Orthodoxen Kirchenvertandnisses», Ostkirchliche Studien 19(1970) 3ἑ. M-J. LE GUILLU, Vom Geist der Orthodoxie, Aschaffenburg 1963, σ. 7 καί Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις πατράσι, Ἀρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 179.
[2] Ὑπάρχει πολύ πλούσια βιβλιογραφία γιά τήν θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Μεταξύ τῶν πολλῶν ἄλλων βλ. καί δικές μας μελέτες στό βιβλίο Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1997.
[3] Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 1, 3, ἐν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 1, σελ. 363.
[4] Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 2, 38, ἐν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 111-112: «Τῶν γάρ ἀδυνάτων ἐστί μή ὁμολογεῖν ἀλλήλοις ἅπαντας τούς θεοφόρους και Χριστῷ τῷ Θεῷ τῶν θεοφόρων μιᾶς αὐτοῖς ἐκ τοῦ ἑνός Πνεύματος τοῦ Χριστοῦ τῆς ἐπιπνοίας οὔσης».
[5] Προς Βαρλαάμ 1, 31, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 243.
[6] Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 1 42, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 504.
[7] Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 1, 14, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, σελ. 377-378.
[8] Πρός Βαρλαάμ 1, 55, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, σελ. 257: «Συνῆκας ᾗ κακοῦ φέρει... τό ζητεῖν τήν ὑπέρ τούς Πατέρας εὐσέβειαν;»
[9] Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 3, 3, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, σελ. 680-681. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ἠσαΐαν 1, PG 56, 14.
[10] V. LAURENT, Les «Memoires» de Grand Ecclesiarque de l’Eglise de ConstantinopleSylvestreSyropoulossurleconcile de Florence (1438-1439), Paris 1971, Ἀπομνημονεύματα 3, 5, σελ.166.
[11] Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως PG94, 1128.
[12] Πρός Σεραπίωνα 1, 28.
[13] Ἀπομνημονεύματα 3, 5, V. LAURENT, αὐτόθι.
[14] Αὐτόθι 5, 29, σελ. 282: «Κατά δε την ἀποτεταγμένην ἡμέραν πάλιν συνήλθομεν καί ἀπελογήσατο ὁ Ἐφέσου πρόςτά παρά Ἰωάννου εἰρημένα ἀπολογίαν ἀρίστην, συνιστῶν τά παρ’ αὐτοῦ λεγόμενα ἀπό τε τῆς θείας Γραφῆς και ἀπό μαρτυριῶν τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων».
[15] Αὐτόθι 9, 28, V. LAURENT, σελ. 464.
[16] Αὐτόθι 9, 27-28, V. LAURENT.
[17] Γιά τήν μεγάλη αὐτή προφητική μορφή τοῦ Γένους καί τῆς Ὀρθοδοξίας, πού συκοφαντήθηκε καί κακοποιήθηκε ἀπό τούς δυτικούς ἱστορικούς καί γραμματολόγους καί μερικούς ἀνοήτους δικούς μας, βλ. τήν μεγάλη μας μονογραφία: Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος. Βίος-Συγγράμματα-Διδασκαλία, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 30, Θεσσαλονίκη, 1988.
[18] ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ, Ἅπαντα τά εὑρισκόμενα• ἔκδ.L.PETIT - X. SIDERIDES - M. JUGIE, Oeuvres Completes de Georges Scholarios, Paris 1928-1936, τόμ. 2, 15, καί 2, 44.
[19] Ἀρχιμ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία και Οἰκουμενισμός, σελ.176 και 219.
[20] Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά και Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Graz-Austria 1968, τόμ. 2, σελ. 819 (899).
[21] Αὐτόθι, σελ.862-863 (942-943).
[22] Αὐτόθι, σελ. 489 (569).
[23] Βλ. σχετικῶς Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Πρέπει νά μεταφρασθοῦν τά λειτουργικά κείμενα; Νεοβαρλααμισμός ἡ «ΛειτουργικήἈναγέννηση», Θεσσαλονίκη 2003.
[24] ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 305, ὑποσημ.
[25] Περί ὅλων αὐτῶν βλ. εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Διαθρησκειακές Συναντήσεις. Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Θεσσαλονίκη 2003.
[26] Ἐπισκόπου ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ, μητροπολίτου Φλωρίνης, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779). Συναξάριον – Διδαχαί - Προφητεῖαι - Ἀκολουθία, Ἀθῆναι2005, σελ. 286.
[27] Αὐτόθι, σελ. 348.
[28] Αὐτόθι, σελ. 131-132.
[29] ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ, Ἀπομνημονεύματα. «Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τά μοναστήρια και οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι, ὁπού ἀφανίστηκαν εἰς τόν ἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στούς δρόμους, ὁπού αὐτά τά μοναστήρια ἦταν τά πρῶτα προπύργια τῆς ἐπανάστασής μας.Ὅτι ἐκεῖ ἦταν καί οἱ τζεμπιχανέδες μας καί ὅλα τ’ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου• ὅτι ἦταν παράμερον καί μυστήριον ἀπό τούς Τούρκους. Καί θυσιάσαν οἱ καημένοι οἱ καλογέροι• και σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τον ἀγῶνα. Και οἱ Μπαυαρέζοι,παντύ χαιναν ὅτ’εἶναι οἱ Καπουτζίνοι τῆς Εὐρώπης, δεν ἤξεραν ὅτ’εἶναι σεμνοί κι’ἀγαθοί ἄνθρωποι καί μέ τά ἔργα τῶν χεριῶν τους ἀπόχτησαν αὐτά, ἀγωνίζοντας καί δουλεύοντας τόσους αἰῶνες καί ζοῦσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κι’ ἔτρωγαν ψωμί. Καί οἱ ἀναθεματισμένοι τῆς πατρίδας πολιτικοί μας καί οἱ διαφταρμένοι ἀρχιγερεῖς κι’ ὁ τουρκοπιασμένος Κωνσταντινοπολίτης Κωστάκης Σκινᾶς συνφώνησαν μέ τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν ὅλους τούς ναούς τῶν μοναστηριῶν».
[30] ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, Ἡ Οἰκουμενική Κίνησις. Ὁ σύγχρονος μέγας πειρασμός τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1973, σελ. 14.
[31] Βλ. «Καθολική» 38 (1996) σ. 4, εἰς Ἀρχιμ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΜΠΙΛΑΛΗ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, Ἀθῆναι 1988, σελ. 409.
[32] ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΠΑΝΩΤΗ, Παῦλος ΣΤ΄ Ἀθηναγόρας Α΄. Εἰρηνοποιοί, Ἀθῆναι 1971, εἰς Ἀρχιμ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΜΠΙΛΑΛΗ, Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, Ἀθῆναι1972, τόμ. Α΄ σελ. 476.
[33] Βλ. ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 94 - Δεκ. 1968.
[34] Βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, ἔνθ’ἀνωτ., σελ. 29 καί τοῦ αὐτοῦ, Οἱ Ἱεροί Κανόνες στόχος καί ἑδραίωμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπάντησις, εἰς τόν σεβασμιώτατον ἀρχιεπίσκοπον Θυατείρων καί Μ.Βρεττανίας κ. Ἀθηναγόραν, Ἀθῆναι 1972, σελ. 21-22.
[35] Βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, Ἡ Οἰκουμενική Κίνησις, σελ. 45.
[36] Ἀρχιμ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΑΡΧΟΝΤΩΝΗ, Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 6, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 27, 31, 70.
[37] Βλ. «Καθολική», 22-7-2003, σελ. 4 καί 5 καί ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ἀντιοικουμενιστικά, Ἀθῆναι 2004, σελ. 24-26.
[38] Βλ. Μητρ. ᾽Ωρωποῦ καί Φυλῆς ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, Ἡ πατερική στάσις ἔναντι τοῦ Διαθρησκειακοῦ Συγκρητισμοῦ, Σειρά Β΄, 9 , Ἀθήνα 2004, σελ.140.
[39] Βλ. «Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια» 16.12.1998 καί Ἱερομ. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Ὅταν οἱ φύλακες προδίδουν, Ἀθῆναι 2001, σελ. 285.
[40] Βλ. εἰς Ἱερομ. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 195.
[41] Βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, Ἡ Οἰκουμενική Κίνησις, σελ. 33.
[42] Αὐτόθι, σελ. 34-35.
[43] Βλ. Μοναχοῦ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, Περί θείου καί ἀνθρωπίνου ἔρωτος. Α΄. Ὁ Νεονικολαϊτισμός τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ, Ἐκδ. Σπηλιώτη, Ἀθῆναι 2003, σελ.27.
[44] Αὐτόθι, σελ. 28-29.
[45] Αὐτόθι, σελ. 77.
[46] Πρεσβυτέρου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗ, ᾽Ορθοδοξία καί Χρ. Γιανναρᾶς, Ἀθήνα 1993, ἐκδ. «Ὑπακοή», σελ. 37. 53-54.
[47] Αὐτόθι, σελ. 268.
[48] Περισσότερα βλ. εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Οὐνία. Ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση (στό Freising καί στό Balamand), Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 156 ἑ.
[49] Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, «Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι», Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα, Ἔκδοση τῆς Συνάξεως Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν «Φώτης Κόντογλου», Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σελ. 72ἑ. καί Θεοδρομία 13 (2011) 629.
[50] Βλ. ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΠΟΖΟΒΙΤΗ, Τά αἰώνια σύνορα τῆς Ὀρθοδοξίας καί οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1994, σελ. 109. Τήν καλύτερη κριτική παρουσίαση τῶν γενομένων καί συμφωνηθέντων στόν διάλογο μέ τούς Μονοφυσίτες ὀφειλουμε στόν θεολόγο δρ. Θεολογίας καί τ. Ἐπιθεωρητή Μέσης Ἐκπαιδεύσεως στήν Κύπρο ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ὁ ὁποῖος μετεῖχε τοῦ διαλόγου ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καί μᾶς ἐχάρισε ἀντικειμενική ἱστορικοδογματική εἰκόνα στήν μονογραφία του: Ὁ Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων. Εἶναι ἡ συμφωνία ἐπί τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος θεολογικῶς ἀδιάβλητη καί πατερικῶς ἔγκυρη;, Λευκωσία 2000.
[51] Ἀποκ. 13, 6.
[52] Εἰς τό Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ο ἀγαπητός, PG 46, 1112A.
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 4/05/2012.