Ο ΜΕΓΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΥΡΟΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Ἐν Πειραιεῖ 19-4-2018
Αὐτές τίς ἡμέρες, 19 καί 20 Ἀπριλίου 2018, διεξάγεται στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ. διεθνές οἰκουμενιστικό συνέδριο μέ θέμα: «Ἀθηναγόρας καί Οἰκουμένη: 70 Χρόνια ἀπό τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί ἀπό τήν ἴδρυση τοῦ Π.Σ.Ε.»[1]. Σ’ αὐτό συμμετέχουν γνωστοί βετεράνοι καί νέοι οἰκουμενιστές κληρικοί καί λαϊκοί, ὅπως ὁ Σεβ. Μητρ. Ἀμορίου κ. Νικηφόρος, ὁ π. Γεώργιος Τσέτσης, ὁ Ἀριστείδης Πανώτης, ὁ Σεβ. Μητρ. Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος, ὁ κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, ὁ Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ὁ κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης, ὁ κ. Γεώργιος Λαιμόπουλος, ὁ Σεβ. Μητρ. Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνος, ἡ κ. Βασιλική Σταθοκώστα, ὁ κ. Στυλιανός Τσομπανίδης, ὁ κ. Διονύσιος Βαλαής, ὁ κ. Κωνσταντίνος Χρήστου, ὁ Σεβ. Μητρ. Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας, ὁ κ. Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, ὁ κ. Βασίλειος Κουκουσᾶς καί ὁ κ. Παῦλος Σεραφείμ.
Ἐπειδή θεωροῦμε ὅτι στό ἀνωτέρω οἰκουμενιστικό συνέδριο θά κυριαρχήσει ἡ παραπληροφόρηση, ἡ στρέβλωση τῆς ἀληθείας, ἡ ἀπήχηση διαχριστιανικῶν οἰκουμενιστικῶν θέσεων, σά νά ἔχει λησμονηθεῖ καί ἀπαληφθεί ἡ πραγματική ἱστορία, σά νά ἔχει γίνει ἱστορική κάθαρση καί γενοκτονία τῆς μνήμης, μέ ἀποτέλεσμα νά δίδεται μιά μεροληπτική εἰκόνα τῶν πραγμάτων καί τῶν γεγονότων περί κυροῦ Ἀθηναγόρα, γιά τόν λόγο αὐτόν προβαίνουμε στήν ἐπανέκδοση καί ἐπαναδημοσίευση παλαιοτέρου κειμένου μας μέ ὁμώνυμο τίτλο, μέ μοναδικό σκοπό τήν φανέρωση καί ἀποκάλυψη τῆς πλήρους ἀληθείας.
Τά σχετικά μέ τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα τά δανειζόμαστε ἀπό τό ἐξαίρετο, θαυμάσιο καί πολύ ἐμπεριστατωμένο κείμενο τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Ἰωάσαφ Μακρῆ «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ο αἰώνα»[2].
Α) Ἡ ἐκλογή τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα
Κορυφαία ὅσο καί καθοριστική ἐκδήλωση τοῦ ἐνεργοῦ ἐνδιαφέροντος καί ἐνασχολήσεως τῆς ἀμερικανικῆς πολιτικῆς μέ τίς ὑποθέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἡ ἐπιλογή καί ἐπιβολή τό 1948 στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ μέχρι τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς κυροῦ Ἀθηναγόρα. Εἶναι ὁ μοναδικός Πατριάρχης, πού ἐκλέχθηκε στόν Οἰκουμενικό Θρόνο, χωρίς νά ἔχει τήν τουρκική ὑπηκοότητα, ὅπως προβλέπεται ἀπό τήν Συνθήκη τῆς Λωζάνης. Εἶχε προηγηθεῖ ὁ ἐξαναγκασμός σέ παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄ καί ἡ διαγραφή ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση ὅλων τῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἐνδημούσης συνόδου ἀπό τόν κατάλογο ὑποψηφίων.
Ἡ ἀναγκαστική παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄, πού ἐπισήμως ἀποδόθηκε σέ λόγους ὑγείας, ὀφειλόταν σέ ἀμερικανική ἀπόφαση γιά ἀναχαίτιση τῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας καί τῶν Σοβιετικῶν μέ τήν θεωρουμένη ἀνοχή τοῦ Πατριάρχου.
«Τό 1945 τό Πατριαρχεῖο Μόσχας συνεκάλεσε μία Πανορθόδοξη Διάσκεψη, στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας κυρός Χριστοφόρος καί Ἀντιοχείας κυρός Ἀλέξανδρος. Ἐκεῖ τέθηκαν οἱ νέες βάσεις γιά τήν Πανορθόδοξη ἑνότητα καί μαρτυρία. Ὅλα ἔγιναν ἐν ἀγνοίᾳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τοῦ Προκαθημένου της. Τό γεγονός θορύβησε τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, καθώς ὁ Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στήν ἀρχή καί πολλοί ἔβλεπαν ὅτι οἱ Σοβιετικοί τροπαιοῦχοι ἀπό τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σκόπευαν νά χρησιμοποιήσουν τό Πατριαρχεῖο στήν προσπάθεια διείσδυσης σέ νέες σφαῖρες ἐπιρροῆς. Οἱ ἀπόψεις αὐτές ἐνισχύθηκαν ἕνα χρόνο ἀργότερα, ὅταν, κατά τή διάρκεια τῆς ἐνθρόνισής του, ὁ Πατριάρχης κυρόε Μάξιμος ὁ Ε΄ τίμησε μέ ἐξαιρετικό τρόπο τόν Σοβιετικό πρέσβυ, τόν ὁποῖο ὑποδέχθηκε ὡς ἐκπρόσωπο τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας, ἐνῶ ὑπάρχουν καί πληροφορίες ὅτι κάποια στιγμή ταξίδεψε μαζί μέ τόν Ρῶσο διπλωμάτη στό αὐτοκίνητό του. Ἔτσι οἱ ΗΠΑ ἀποφάσισαν νά λάβουν μέτρα: ἡ ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, ἡ ἄφιξή του μέ το ἀεροσκάφος τοῦ Ἀμερικανοῦ Προέδρου Χάρι Τρούμαν, ἡ παραχώρηση τῆς τουρκικῆς ὑπηκοότητας μέ τό σκεπτικό ὅτι, ὅταν γεννήθηκε, τό χωριό του στήν Ἑλλάδα ἀποτελοῦσε μέρος τῆς Ὀθωμανικῆς ἐπικράτειας, ἦταν μερικές μόνον ἀπό τίς κινήσεις, πού δρομολόγησε ἡ Οὐάσιγκτον[3].»
Οἱ λεπτομέρειες τῆς ἐκλογῆς τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔχουν ὡς ἑξῆς:
«Ἐνῶ στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Μαξίμου ὁ νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δηλώσει στήν πατριαρχική ἀντιπροσωπεία, πού τόν ἐπισκέφθηκε, ὅτι οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Φαναρίου μποροῦσαν νά ἐκλέξουν ὅποιον θέλουν, στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔθεσε θέμα ἀποκλεισμοῦ ἀπ' αὐτήν ὅλων τῶν ἀρχιερέων, λέγοντας τό περίφημο «οὐδείς ἐξ ὑμῶν». Κι αὐτό, γιατί γιά τήν Τουρκική κυβέρνηση, συμφωνουσῶν καί τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς ἀμερικανικῆς, μοναδικός ὑποψήφιος ἦταν ὁ Ἀμερικῆς κυρός Ἀθηναγόρας.
Ἡ ὑποψηφιότητα τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα προκάλεσε ἀντιδράσεις τόσο στήν Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου, ὅσο καί στήν Ἱεραρχία τῶν Νέων Χωρῶν στήν Ἑλλάδα. Τότε ἐκδηλώθηκε ἀνοικτή ὑποστήριξη πρός τόν ὑποψήφιο τόσο ἀπό τήν ἑλληνική, ὅσο καί κυρίως ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα ἄρχισαν οἱ πιέσεις ἀπό τόν νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως πρός ὅσους ἀντιδροῦσαν. Ἀκόμη ἡ ὑποψηφιότητά του παραβίαζε τόν τεσκερέ τοῦ 1923, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες ἔπρεπε νά εἶναι Τοῦρκοι πολίτες. Παρά ταῦτα ὄχι μόνο ἔγινε δεκτός, ἀλλά μετά τήν ἐκλογή του, τοῦ δόθηκε ἡ τουρκική ὑπηκοότητα καί, ὅταν ἔφτασε στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ νομάρχης τοῦ παρέδωσε τήν ταυτότητα.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἄρχισε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, πού κράτησε 24 χρόνια. Μιά πατριαρχία, πού παρουσίασε ἱκανό ἔργο στόν διορθόδοξο καί διαχριστιανικό χῶρο, καί ἀνέδειξε τό Φανάρι διεθνῶς. Χαρακτηριστικά γιά τήν πληθωρική προσωπικότητα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα εἶναι τά ἀνεπίτρεπτα ἀνοίγματά του πρός τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, πού μετέτρεψαν τό ἀπομονωμένο Πατριαρχεῖο σέ κέντρο τοῦ παγκόσμιου ἐνδιαφέροντος[4].»
Β) Ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα
Ἡ πολύχρονη πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα στάθηκε κατά κοινή ὁμολογία παράτολμη καί ἀνατρεπτική. Εἴτε τήν κρίνει κανείς μέ τά ἐπιχειρήματα τῶν ἐπικριτῶν εἴτε μέ τά ἀντίστοιχα τῶν ὑμνητῶν του καταλήγει στό ἴδιο πάντα συμπέρασμα˙ ὅτι οἱ τομές, πού ἐπέφερε, καί οἱ πρωτοβουλίες, πού ἀνέλαβε, ἰδιαίτερα στό θέμα τοῦ διαλόγου μέ τούς ἑτεροδόξους, ὑπῆρξαν ἐξαιρετικά καινοτόμες καί ρηξικέλευθες. Ἡ ἀποδοχή, λοιπόν, τῶν ἐπιχειρημάτων τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης πλευρᾶς ἐξαρτᾶται κατά κύριο λόγο ἀπό τά κριτήρια, πού θέτει κανείς, γιά νά ἀποτιμήσει τήν συνολική παρουσία του στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἄν ὡς κριτήριό μας θέσουμε τήν διεθνή ἀκτινοβολία καί ἀναγνώριση, τήν κοινωνική καί πολιτική καταξίωση, τήν διπλωματική δεινότητα καί εὐστροφία, τήν πρόσδοση κύρους καί προβολῆς στό Φανάρι καί ἄλλα ἀνάλογα κριτήρια, τά ὁποία ἀποδέχονται οἱ Οἰκουμενιστές, τότε ναί ἦταν μιά «μεγαλειώδης πατριαρχία» αὐτή τοῦ «Μεγάλου» Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα.
Ἄν, ὅμως, ὡς κριτήριο θέσουμε τήν Ὀρθόδοξη πίστη, τήν Ἱερά Παράδοση, τήν Ἁγία Γραφή, τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, τίς Ἅγιες Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τούς Ἁγίους Πατέρες, κριτήρια τά ὁποία ἀποδεχόμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι, τότε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἦταν μία καταστρεπτική, προδοτική, ἐκδυτιστική καί ἐκλατινιστική πατριαρχία. Ἦταν μία παταγώδης ἀποτυχία. Ὁ Κύριος λέει:
«Ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. Μήτι συλλέγουσιν ἀπό ἀκανθῶν σταφυλήν ἤ ἀπό τριβόλων σύκα; Οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθόν, καρπούς καλούς ποιεῖ. Τό δέ σαπρόν δένδρον, καρπούς πονηρούς ποεῖ. Οὐ δύναται δένδρον σαπρόν, καρπούς καλούς ποεῖν. Πᾶν δένδρον, μή ποιοῦν καρπόν καλόν, ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται. Ἄρα γε ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς[5].»
Ποιοί οἱ καρποί καί τά ἀποτελέσματα τῆς πατριαρχίας τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα;
α) Τό 300.000 ὀρθοδόξων πιστῶν ποίμνιο, αὐτός κατάφερε νά τό συρρικνώσει στίς 3.000, καί,
β) κατά τή διάρκεια τῆς πατριαρχίας του δέν σημειώθηκε καμμία μεταστροφή αἱρετικοῦ ἤ ἑτεροδόξου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ καθένας παρέμεινε στήν αἵρεση καί ἑτεροδοξία του.
Γιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ ἐπιλογή ἦταν δεδομένη καί τήν εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ ἀποκαλυπτικά στόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς κυρό Ἰάκωβο ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας:
«Ἀπό αὐτή τήν κατάθλιψη, στήν ὁποία ζοῦμε ἐδῶ ἐπί αἰῶνες, δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς βγάλει κανείς. Πρέπει νά βγάλουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, κοιτάζοντας πρός τήν Δύση, πρός τήν Εὐρώπη γενικά καί τίς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως.[6]»
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ, ὅμως, στά θέματα τῆς πίστεως, τά παραπάνω κριτήρια δέν ἔχουν καμμία θέση στήν ἀξιολόγηση τῶν ἐπιλογῶν. Τοὐναντίον μάλιστα ἀποτελοῦν τροχοπέδη γιά τήν διατήρηση τῆς ἀκριβείας καί τῆς ἀληθείας της. Δυστυχῶς, ἡ ταύτιση τῶν συμφερόντων (τῶν καλῶς ἔστω νοουμένων) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τίς ἐπιλογές του σέ ζητήματα πίστεως στάθηκε ὀλέθρια καί δέν ἔπαψε μέχρι καί σήμερα νά μᾶς ἀποπροσανατολίζει, νά μᾶς παραπλανᾶ καί νά μᾶς παγιδεύει στό διχαστικό, ὅσο καί τεχνητό, δίλημμα: ἤ τά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα ἤ ἡ παρακμή καί ἡ ἀπώλεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἔτσι, ἡ ὑποστήριξη τῶν ἑκάστοτε πρωτοβουλιῶν τοῦ Φαναρίου ἔγινε ταυτόσημη μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀλλά καί ἀντίστροφα, κάθε κριτική πρός τίς ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκλαμβάνεται ὡς πολεμική καί ἀπαξίωση τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ. Αὐτός ὁ διχασμός ἔλαβε τήν μορφή καί τήν ἰσχύ ἀξιώματος. Ἔγινε πάγια τακτική τοῦ Φαναρίου, δόγμα τῆς ἐξωτερικῆς του πολιτικῆς, κοινός τόπος στήν ἀκαδημαϊκή θεολογία, κατευθυντήρια γραμμή στόν τύπο καί ὅλα τά ΜΜΕ, μόνιμο σύνθημα ὅλων τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Γ) Ἡ καλλιέργεια σχέσεων μέ τό Βατικανό
Ἀπό τό ξεκίνημα τῆς πατριαρχίας του:
«... ὁ προκαθήμενος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνηγκαλίσθη μετά παροιμιώδους ζωτικότητος τό ζήτημα τῆς ἀναθερμάνσεως τῶν ἐπαφῶν μέ τήν Ρώμην, τήν ὁποίαν ἐν τῷ ἐνθρονιστηρίῳ ἤδη λόγῳ του ἀσπάζεται μετ' ἀπεράντου σεβασμοῦ ἀδελφικῶς ἐν Χριστῷ[7].»
Τό ἄνοιγμα καί οἱ στενές σχέσεις τοῦ Πατριάρχου κυρού Ἀθηναγόρα μέ τό Βατικανό ἦταν κάτι τό ἀναμενόμενο καί προγραμματισμένο, καθώς:
«... ἀπό Μητροπολίτης Κερκύρας εἶχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις μέ τόν Παπισμό, πού ὡς ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τίς ἀξιοποίησε περισσότερο. Ὅταν μάλιστα ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης διήρχετο μέ τό προσωπικό ἀεροπλάνο τοῦ Τρούμαν ἀπό τό ἰταλικό ἔδαφος, παρακάλεσε τόν πιλότο νά πετάξη πάνω ἀπό τήν "Ἁγία Ἔδρα", ἀνταποκρινόμενος κατ' αὐτόν τόν τρόπο στήν ἐπιθυμία πολλῶν φίλων του τῆς Ἀμερικῆς νά συνδεθῆ στενότερα μέ τόν Παπισμό[8].»
Ὁ πρῶτος ἐπίσημος ἀπεσταλμένος τοῦ Φαναρίου στό Βατικανό ἦταν ὁ μόλις ἐκλεγμένος τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρόε Ἰάκωβος, ὁ πρῶτος ὀρθόδοξος Ἱεράρχης, πού συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης μετά ἀπό αἰῶνες. Στήν συνάντηση, πού εἶχε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄ κατά τό ἔτος 1959, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τοῦ μετέφερε προσωπικό μήνυμα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα:
«... Ἁγιώτατε. Ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης μοι ἀνέθεσε τήν ὑψίστην τιμήν νά ἐπιδώσω πρός τήν Ὑμετέραν Ἁγιότητα, ὄχι ἐν γράμμασιν ἀλλ' ἐν τῇ ζώσῃ, τό ἑξῆς μήνυμα:
«ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης. Διότι πιστεύει ὅτι Ὑμεῖς εἶσθε ὁ δεύτερος Πρόδρομος, ὁ ἐπιφορτισμένος παρά τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐντολήν εὐθείας νά ποιήσητε τάς τρίβους Αὐτοῦ[9]».
Στήν ἀπάντησή του ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ἀποκάλυψε τίς προθέσεις τοῦ Βατικανοῦ ἐν ὄψει τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού ἐπρόκειτο νά ξεκινήσει τίς ἐργασίες της:
«Σκοπός τῆς νέας Συνόδου εἶναι ἡ ἐπανένωσις τῆς Ἐκκλησίας»,
δηλώνει στόν Ἀρχιεπίσκοπο, καί συμφωνοῦν ἀπό κοινοῦ ὅτι:
«ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» πρέπει νά στηριχθεῖ στίς ἀρχές τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως»[10].
«Ἐάν δέν ἐπικρατήση τό σύνθημα τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως: ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφότης, οὔτε εἰρήνη θά ὑπάρξει μεταξύ τῶν ἐθνῶν, οὔτε ἕνωσις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν[11].»... »
Τέλος, ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ὅρισε τίς βασικές ἀρχές αὐτῆς τῆς «ἑνώσεως»:
«Ἡ ἕνωσις θά εἶναι ἕνωσις καρδιῶν. Ἕνωσις προσευχῆς. Ἕνωσις - καρπός ἀναζητήσεως τοῦ ἑνός ὑπό τοῦ ἄλλου»[12],
δήλωσε στόν Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Ἰάκωβο καί σηματοδότησε, ἔτσι, τή νέα οἰκουμενική πολιτική τοῦ Βατικανοῦ ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ νέα αὐτή πολιτική, πού ἔλαβε τήν ἐπίσημη μορφή της μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου (1963-1965) καί τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», ἐπεβλήθη στό ἑξῆς στόν διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἀφοῦ ἔγινε δεκτή καί ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Πρόκειται γιά τήν γνωστή οὐνιτικοῦ τύπου «ἑνότητα», μέ τόν «ἀμοιβαῖο ἐμπλουτισμό τῶν δύο παραδόσεων», τήν «ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ», ἡ ὁποία προπαγανδίζεται κατά κόρον καί στίς μέρες μας. Ἑνότητα δηλ., ὄχι στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά μία συγκρητιστικοῦ τύπου συγχώνευση, μία ἀπορρόφηση, οὐσιαστικά, τῆς Ὀρθοδοξίας στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, χωρίς αὐτός νά ἀποβάλει καμμία ἀπό τίς αἱρέσεις του.
Στό σημεῖο, ὅμως, αὐτό τίθενται ἀμείλικτα ἐρωτήματα πρός τούς Οἰκουμενιστές:
1. Ποιά «πανορθόδοξη ἀπόφαση» ἀθώωσε τόν Δούρειο Ἵππο τοῦ Παπισμοῦ, τήν ἐπάρατη Οὐνία καί τῆς ἔδωσε ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση;
2. Δέν ἔχει καταδικαστεῖ ἡ Οὐνία ἀπερίφραστα σέ «συνοδικές ἀποφάσεις πασῶν ἀνεξαιρέτως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς εἶναι ἡ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986)», ἀλλά καί στό Freising τοῦ Μονάχου τό 1990 μέ τίς ὑπογραφές μάλιστα καί παπικῶν θεολόγων[13];
3. Γιατί περιφρονοῦνται ἔτσι ὠμά οἱ ὁμόφωνες Πανορθόδοξες ἀποφάσεις, πού ρητά καταδικάζουν τήν Οὐνία;
Στήν ὑπηρεσία αὐτῆς τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς πολιτικῆς ξεκίνησε μία κοινή ἐκστρατεία «ψυχολογικῆς προετοιμασίας» γιά τήν ἀποδοχή τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων, πού πραγματοποιήθηκαν. Ἡ ἐκστρατεία αὐτή κινήθηκε σέ δύο κυρίως ἄξονες. Ἀπό τήν μία πλευρά ἐπεχειρισε νά ἀμβλύνει, ἀκόμη καί νά ἐκμηδενίσει, τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδοντας τό μεταξύ τους χάσμα σέ προκαταλήψεις καί κατάλοιπα τοῦ παρελθόντος, πού ἔχουν πλέον ξεπεραστεῖ καί ἐκλείψει. Ἀπό την ἄλλη δέ ἐπένδυσε συστηματικά στήν ἀδήριτη δυναμική τῆς ἐπικοινωνιακῆς τακτικῆς, τῆς προβολῆς καί της ἐπιβολῆς μέσῳ τῆς ἐπαναλήψεως, στόν νόμο δηλαδή τῆς συνήθειας.
Χαρακτηριστικός ὅσο καί ἄκρως ἀποκαλυπτικός αὐτῆς τῆς ἐπιχειριθείσης ἀνατροπῆς καί ἀντιστροφῆς τῶν παραδεδομένων ἀρχῶν καί τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μας εἶναι ὁ διάλογος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα μέ τόν Καρδινάλιο Βίλλεμπρανς (Willebrans), πρόεδρο τοῦ Παπικοῦ Συμβουλίου γιά τήν χριστιανική ἑνότητα, στό Φανάρι. Τό ἴδιο, βεβαίως, χαρακτηριστικός καί ἀποκαλυπτικός εἶναι καί ὁ σχολιασμός καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ διαλόγου αὐτοῦ ἀπό τόν καθηγητή Δ. Τσάκωνα, ἑνός ἀπό τούς κορυφαίους θαυμαστές καί ὑμνητές τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, στό βιβλίο του «Ἀθηναγόρας: ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν»:
«...› Ἀπό τί προῆλθε τό Σχίσμα; ρώτησε ὁ Πατριάρχης τόν Βίλλεμπρανς.
Ὁ Καρδινάλιος προσπάθησε μ' εὐγένεια ν' ἀναφέρει τίς δογματικές διαφορές τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Ὁ κυρός Ἀθηναγόρας - ὅπως ἀργότερα μου διηγήθηκε - τόλμησε νά πεῖ ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια στόν ἔκπληκτο Ὁλλανδό Καρδινάλιο.
› Ἅγιε Ἀδελφέ, τό Σχίσμα δέν ἔγινε ἀπό τά ἔνζυμα καί τά ἄζυμα. Ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα πνεῖ στά ἔνζυμα, κατά τόν ἴδιο τρόπο πνεῖ καί στά ἄζυμα. Ἡ ἀντίθεσις δέν ἦταν θεολογική, ἀλλά μόνο πολιτική. Ἦταν ἡ ἀντίθεσις τῆς Ρώμης μέ τήν Ἀθήνα. Σεῖς ἐκπροσωπούσατε τήν Ρώμη κι ἐμεῖς τότε τήν Ἀθήνα.
Ὁ καρδινάλιος κοκκίνισε ἀπό ντροπή. Ἐναντίον τοῦ κατεστημένου, ὁ κυρός Ἀθηναγόρας δέν ἐδίστασε νά διατυπώσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια, ἀντίθετα μέ τήν ἐπίσημη διδασκαλία καί τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Δέν τοῦ ἄρεσε νά ἐξαπατᾶ τά ἑκατομμύρια τῶν πιστῶν του μέ ἱστορικά ψεύδη... Θεωροῦσε πιό τίμιο νά μήν ἀλλαξοπιστεῖ κανείς, ἀλλά μέσα στό κάστρο τῆς Ἐκκλησίας του νά πολεμᾶ γιά οἰκουμενικότητα, ἀδελφοποιΐα καί διεύρυνσι[14].»
Τίς βασικές ἀρχές τῆς νέας οἰκουμενικῆς τακτικῆς διετύπωσε πολύ εὔστοχα καί συνοπτικά τό 1962 ὁ γνωστός παπικός θεολόγος Ἰωάννης Ντανιελοῦ:
«Ὁ λατινικός καί ὁ βυζαντινός κόσμος, μέ τά συμφέροντά τους, ἔχουν ἀπό καιρό ἐκλείψει. Τό δόγμα εἶναι σχεδόν κοινό. Ἡ παράδοσις ἐπίσης. Τά μυστήρια κοινά. Καί κοινοί οἱ σημερινοί ἀντίπαλοι. Οἱ αἰῶνες, πού ἐπέρασαν, ἐσώρευσαν διάφορες προκαταλήψεις, πού πρέπει σιγά-σιγά νά ἐκμηδενισθοῦν. Ὡς πρῶτο στάδιο βλέπω την ψυχολογική προετοιμασία[15].»
Γι’ αὐτή τήν «ψυχολογική προετοιμασία» ξεκίνησαν καί συνεχίζονται μέχρι τίς μέρες μας μία σειρά ἀπό κινήσεις καί πρωτοβουλίες κορυφαίου συμβολικοῦ χαρακτήρα ἐκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ καί τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, μέ σκοπό τήν σταδιακή ἄμβλυνση τῆς συνειδήσεως καί τήν ἐξασθένιση τοῦ αἰσθητηρίου τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
Δ) Ἡ συνάντηση τῶν Ἱεροσολύμων
Μέ τήν ἀναρρίχησή του στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ξεκίνησε ἐπίσημες καί μυστικές ἐπαφές μέ τό Βατικανό:
«Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπί συνεχῆ ἔτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακῶς μέ τό Βατικανό τήν συνάντηση του μέ τόν Πάπα. Διαμεσολαβητής εἶναι ὁ Ρουμάνος Ἀρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, καί διάφορες προσωπικότητες τοῦ παπικοῦ κόσμου[16].»
Ἡ συνάντηση αὐτή πραγματοποιήθηκε τελικά τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964 στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας Παῦλος ΣΤ΄, κατά τήν διάρκεια τῆς λήξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, προανήγγειλε τήν προσκυνηματική του ἐπίσκεψη στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἔσπευσε νά δηλώσει ὅτι θά πάει καί ὁ ἴδιος στά Ἱεροσόλυμα μέ σκοπό νά συναντήσει τόν αἱρεσιάρχη Πάπα. Ἐπιθυμοῦσε δέ στήν συνάντηση αὐτή νά συμμετάσχουν καί οἱ αἱρεσιάρχες τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ σκοπό μιά παγχριστιανική προσέγγιση, πού θά ὁδηγοῦσε στήν ἕνωση:
«Δέν ἠρκέσθη δέ μόνον εἰς τοῦτο. Ἐπρότεινε ταυτοχρόνως, ἵνα καί οἱ Πατριάρχαι καί Πρόεδροι τῶν ἐκασταχοῦ Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πορευθῶσιν ὅλοι ὁμοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, συναντηθῶσι μετά τοῦ Πάπα καί διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν[17]», σχολιάζει ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Πρόκειται γιά πρωτόγνωρες πραγματικά ἀποφάσεις, πού ἀνέτρεψαν μέσα σέ μιά στιγμή κάθε δεδομένο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἱερούς Κανόνες, Συνοδικότητα, Ἁγιοπατερική Παράδοση, δογματική καί ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόσα ἄλλα. Καί νά σκεφτεῖ κανείς πώς πρόκειται γιά ἀποφάσεις ἑνός καί μόνο ἀνδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση οὔτε κἄν ἐνημέρωση ἐπ' αὐτῶν!
«Αἱ ἄνω ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου... ἐδημιούργησαν παρά τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀλγεινήν ἐντύπωσιν... Τό ἀποφασιστικόν τοῦτο καί ἀπρόοπτον βῆμα τοῦ Πατριαρχείου, ἔδει νά καταστῆ ἀντικείμενον κοινῆς συσκέψεως καί ἀποφάσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν[18]», παρατηρεῖ μέ ἀπογοήτευση ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἡ συνάντηση Πάπα - Πατριάρχη στάθηκε μία ὑποδειγματική ἐφαρμογή της προαποφασισμένης οἰκουμενιστικῆς τακτικῆς, πού προαναφέραμε. Ἐπένδυσε συστηματικά στήν δύναμη τῆς εἰκόνας, τοῦ συμβολισμοῦ καί τῶν ἐντυπώσεων. Ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ἄλλωστε, διέθετε ἰδιαίτερη εὐχέρεια στήν ἐπικοινωνιακή τακτική καί μέ τίς δηλώσεις του κέρδισε ἀμέσως τόν δημοσιογραφικό κόσμο:
«Τέτοιες κουβέντες ἤθελαν οἱ δημοσιογράφοι κι ἔτρεξαν ποιός πρῶτος θά προλάβει νά στείλει τό τηλεγράφημά του. Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί, πού ἀκολούθησαν τόν Πάπα, πού δέν ἦταν καθόλου προσιτός καί πού δέν εἶπε οὔτε λέξη, ἄρχισαν κι αὐτοί νά τρέχουν πίσω ἀπό τόν Ἀθηναγόρα[19].»
Ἐπικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις καί μιά ἀκατάσχετη ἀγαπολογία κυριάρχησε στήν πολύκροτη συνάντηση, ἔτσι ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης:
«Κι ὅταν εἶδε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, αἱ χεῖρες μας ἤνοιξαν αὐτομάτως. Ὁ ἕνας ἐρρίφθη εἰς τήν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου. Ὅταν μᾶς ἠρώτησαν πῶς ἐφιληθήκαμεν, ἀδελφοί, ὕστερα ἀπό 900 χρόνια - Ἐρωτᾶς πῶς; Ἐπήγαμε οἱ δύο μας χέρι μέ χέρι εἰς τό δωμάτιόν του, καί εἴχαμεν μίαν μυστικήν ὁμιλίαν οἱ δύο μας. Τί εἶπαμεν; Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο ψυχές, ὅταν ὁμιλοῦν! Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο καρδίαι, ὅταν ἀνταλλάσσουν αἰσθήματα[20]!»
Τό μυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, τῆς «συνομιλίας τῶν ψυχῶν» Πάπα - Πατριάρχη καί τῶν αἰσθημάτων, πού ἀντήλλαξαν, δέν ἀνακοινώθηκε ποτέ οὔτε στίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν οὔτε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Τό πληροφορούμαστε, ὅμως, σταδιακά ἀπό τότε, καθώς παρακολουθοῦμε τήν προδιαγεγραμμένη καί προαποφασισμένη ἀπό τότε οἰκουμενιστική πορεία πρός τήν «ἕνωση»:
«Τί εἶπαμεν; Ἐκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, μέ ἰσοτιμίαν ἀπόλυτον, ὄχι μέ διαφοράν[21].»
Αὐτό τό «κοινό πρόγραμμα», πού καταρτίστηκε σέ μία μυστική συνάντηση δύο ἀνδρῶν, ἦταν, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ἀρχικές δηλώσεις καί ἀναφορές, πολύ πιό προχωρημένο ἀπό αὐτό, πού τελικά παρουσιάστηκε. Ἐπρόκειτο γιά σαφή συμφωνία γιά «ἕνωση στό κοινό ποτήριο», ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἦταν ἡ ἀρχική ἐπιθυμία τῶν δύο μερῶν:
«Καί εἶπαμεν ὅτι ἤδη εὑρισκόμεθα εἰς τήν ὁδόν εἰς Ἐμμαούς», συνέχισε ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας,
«... καί πηγαίνομεν νά μᾶς συναντήση ὁ Κύριος ἐν τῷ κοινῷ ἁγίῳ Ποτηρίῳ. Ὁ Πάπας ἀπαντῶν μοῦ προσέφερε Ἅγιον Ποτήριον. Δέν ἤξευρεν ὅτι ἐγώ θά μιλοῦσα δι' Ἅγιον Ποτήριον, οὔτε ἤξερα ὅτι θά μοῦ προσέφερεν Ἅγιον Ποτήριον! Τί εἶναι; Συμβολισμός τοῦ μέλλοντος[22].»
Σχετικά μέ τήν διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunion) θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἑνότητα στή Θεία Λατρεία μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν σημαίνει, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση, ἔκφραση ἑνότητας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως πρίν ἀπό τήν εὐχαριστιακή πράξη. Χωρίς αὐτή τήν ἑνότητα στήν πίστη καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, ἡ ἑνότητα μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν ἔχει μόνο ἠθικό καί κοινωνικό χαρακτήρα. Ἀντίθετα, οἱ αἱρετικές παρασυναγωγές στό σύνολό τους ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιά τήν διαμυστηριακή κοινωνία καί μάλιστα πρίν τήν ἐπίτευξη ἑνότητας στήν πίστη, πράγμα πού ἀπορρίπτει σαφῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τούς παραπάνω λόγους[23].
Ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρουμάνος θεολόγος, λέει ὅτι θά πρέπει νά ἐφαρμόσουμε ὀρθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις στούς διαλόγους, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέ τίς αἱρέσεις καί τίς θρησκεῖες. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς. Νά ἐπιτευχθεῖ:
α) ἑνότητα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας˙ δηλ. νά ἀποδεχθοῦν οἱ αἱρετικοί καί ἀλλόθρησκοι τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) ἑνότητα στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ὅπως αὐτές ἐκφράζονται στήν ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν Ἁγία Γραφή, στίς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, στούς Ἱερούς Κανόνες καί στά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας, καί
γ) ἑνότητα στή θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας[24].
Παραλλήλως, ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρώσσος θεολόγος τοῦ 20ου αἰ., πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἐπισημαίνει:
«Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω αὐτό γιά πολλούς λόγους: Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν καθολική (ὀρθόδοξη) παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» ὡς ἐλαττωματικές καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι'αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθηση˙ ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta, στή «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», τήν Ὀρθοδοξίαν[25].»
Ε) Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
Αὐτή ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» ἐπιχειρήθηκε μέ τήν «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου, πού πραγματοποιήθηκε στά τέλη τοῦ 1965, μέ μονομερή ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία «μέ πολλήν δυσμένειαν ἐπληροφορήθη τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρα. Οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά προβαίνη εἰς παρομοίας πράξεις. Τό δικαίωμα ἔχει μόνον ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία»[26], καθώς δήλωσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἄς μᾶς ἀπαντήσουν οἱ Οἰκουμενιστές:
1. Ποιός ἐξουσιοδότησε τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά ἄρει τά ἀναθέματα τό 1965 στά Ἱεροσόλυμα;
2. Ποιά Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποφάσισε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων;
Δέν ἔγινε καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος, παρά μόνο τοπική στή Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦταν ἀντικανονική. Μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων οἱ δύο πλευρές ἐννοοῦσαν τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος, ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς Παπικούς, ἀποκαλύπτει τό περιεχόμενο τῶν μηνυμάτων, πού ἀντάλλαξαν Φανάρι καί Βατικανό,
«... μέχρι τοῦ τολμηροῦ ἐπίσης μηνύματος, πού μοῦ ἀνέθεσε ὁ Πατριάρχης νά μεταβιβάσω στόν πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς Σχέσεων Δύσης καί Ἀνατολῆς, πού ἦταν ἕνας Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, ὁ Αὐγουστίνος Μπέα».
Καί συνεχίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος:
«Λίγο καιρό μετά, ἐπισκέπτομαι τόν Μπέα στή Νέα Ὑόρκη. Τόν ρώτησα:
› Τί λέτε, σεβασμιώτατε, μποροῦμε νά φέρουμε τίς Ἐκκλησίες μας πιό κοντά μέ τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος;
Μοῦ λέει:
› Καλή ἰδέα, δέν ξέρω πῶς θά τή δεχτοῦν στή Ρώμη, ἀλλά ἐγώ νομίζω ὅτι πρέπει νά γίνει ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ἔτσι, δέν θά ἔχουμε λόγο κανέναν νά μήν πλησιάσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο.
Ἐρώτηση Γ. Μαλούχου:
› Τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος ἤ τοῦ ἀναθέματος;
Ἀπάντηση Ἀρχιεπισκόπου:
› Καί τά δύο αὐτά μαζί πηγαίνουνε, γιατί ὅταν κατέθεσαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα τό ἀνάθεμα, τρόπον τινά, μέ τό ὁποῖο ἀναθεμάτιζε ὁ Πάπας Νικόλαος τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἦταν τό ὁριστικό Σχίσμα πιά. Δέν ἔγινε ἄλλη ἐπίσημος πρᾶξις, πού νά καθιερώσει τό Σχίσμα ὡς μία διαιρετική γραμμή μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως[27].»
Ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἐντάσσεται, ἄλλωστε, καί στήν λογική τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού πραγματοποιοῦνταν ἐκεῖνο τό διάστημα, γιά ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν Ὀρθοδόξων. Στό λατινικό μάλιστα κείμενο τῆς «ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων» ὑπάρχει ὁ ὄρος excommunicatio = ἀκοινωνησία, ὁ ὁποῖος στήν ἐπίσημη μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταφράζεται ὡς «ἀναθέματα»[28]. Τό κείμενο, δηλαδή μιλοῦσε γιά «ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας».
«Οἱ New York Times μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν τοῦ excommunicatio (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας, πού εἶχε τότε δῆθεν διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον, πού ἀναγγέλει τήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων, ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικάς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[29], ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Χαρακτηριστικό, ἐπίσης, εἶναι ὅτι «ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄, πρίν ἐπισκεφθεῖ τό Φανάρι (30-11-1979)... ἐξέφρασε τή βεβαιότητά του ὅτι ἡ ἑνότητα ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)»[30], ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἀντώνιος Παπαδόπουλος.
Τό νέο οἰκουμενιστικό δόγμα, πού διαμορφώθηκε μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου στά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα, θεωρεῖ ἀμελητέες τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδει τό Σχίσμα καί τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας σέ πολιτικούς λόγους καί τήν ἔλλειψη ἀγάπης ἑκατέρωθεν. Μέ βάση αὐτή τήν λογική, λοιπόν, αὐτό, πού χρειαζόταν, γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος, ἦταν ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος καί «νά ἀγαπηθοῦμε», κατά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀφοῦ:
«... ἕως τό 1054 εἴχαμε πολλάς διαφοράς... ἀλλά ἠγαπώμεθα. Καί ὅταν ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι, διαφοραί δέν ὑπάρχουν. Ἀλλά τό 1054, πού ἐπαύσαμεν νά ἀγαπώμεθα, ἦλθαν ὅλες οἱ διαφορές. Ἠγαπώμεθα καί εἴχομεν τό ἴδιον μυστήριον. Τό ἴδιον βάπτισμα, τά ἴδια μυστήρια καί ἰδιαιτέρως τό ἴδιον Ἅγιον Ποτήριον. Τώρα πού ξαναγυρίσαμεν εἰς τό 1054, διατί δέν ξαναγυρίζομεν καί εἰς τό Ἅγιον Ποτήριον[31].»
Ὁ στόχος, λοιπόν, εἶναι δεδομένος: ἡ πλήρης «ἕνωση», τό κοινό Ποτήριο. Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου θά πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ μία διαδικασία, μία κοινή πορεία. Γιά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα:
«... ὑπάρχουν δύο δρόμοι: Ὁ Θεολογικός διάλογος. Καί ἔχομεν τούς θεολόγους ἑκατέρωθεν, οἱ ὁποῖοι μελετοῦν τό ζήτημα τῆς ἐπανόδου εἰς τά παλαιά. Καί ἐπειδή δέν ἔχω πολλές ἐλπίδες ἀπό τόν θεολογικόν διάλογον... δι' αὐτό ἐγώ προτιμῶ τόν διάλογο τῆς ἀγάπης. Νά ἀγαπηθοῦμε! Καί τί γίνεται σήμερα; Πνεῦμα μέγα ἀγάπης ἐξαπλώνεται ὑπέρ τούς Χριστιανούς Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἤδη ἀγαπώμεθα. Ὁ Πάπας τό εἶπε: ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφόν καί τοῦ λέγω σ' ἀγαπῶ! Τό εἶπα καί ἐγώ: Ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφό καί τοῦ εἶπα σ' ἀγαπῶ! Πότε θά ἔλθη αὐτό τό πράγμα; Ὁ Κύριος τό ξέρει. Δέν τό ξέρομε. Ἀλλά ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ξεύρω, εἶναι ὅτι θά ἔλθει. Πιστεύω ὅτι θά ἔλθη. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἔλθη, διότι ἤδη ἔρχεται. Διότι ἤδη εἰς τήν Ἀμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς ἀπό τό Ἅγιον Ποτήριον καί καλά κάνετε! Καί ἐγώ ἐδῶ, ὅταν ἔρχονται Καθολικοί ἤ Προτεστάνται καί ζητοῦν νά μεταλάβουν, τούς προσφέρω τό Ἅγιον Ποτήριον! Καί εἰς τήν Ρώμην τό ἴδιο γίνεται καί εἰς τήν Ἀγγλίαν καί εἰς τήν Γαλλίαν. Ἤδη ἔρχεται μοναχό του. Ἀλλά δέν κάνει νά ἔλθει ἀπό τούς λαϊκούς καί ἀπό τούς ἱερεῖς. Πρέπει νά εἶναι σύμφωνος καί ἡ Ἱεραρχία καί ἡ Θεολογία. Γι' αὐτό, λοιπόν, προσπαθοῦμε νά ἔχωμεν καί θεολόγους μαζί, διά νά ἔλθει αὐτό τό μεγάλο γεγονός τοῦ Παγχριστιανισμοῦ. Καί μαζί μέ αὐτό τό μεγάλο γεγονός, θά ἔλθει μίαν ἡμέραν τό ὄνειρόν μας τῆς Πανανθρωπότητος[32].»
ΣΤ) «Ἐπίθεση ἀγάπης» καί διγλωσσία τοῦ Βατικανοῦ
Αὐτή ἡ ἀκατάσχετη ἀγαπολογία θά κυριαρχήσει στόν «διάλογο» μέ τούς Παπικούς. Ἡ «ἐπίθεση τῆς ἀγάπης» εἶναι μία τακτική, πού ἐφαρμόζει συστηματικά καί τό Βατικανό. Ἀπό τά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα τό Βατικανό ἐγκατέλειψε φαινομενικά τήν παλαιά τακτική του γιά ἀπαίτηση προσχωρήσεως στόν Παπισμό τῶν «αἱρετικῶν» ὀρθοδόξων
Οἱ νέες κοινωνικές καί πολιτικές συνθῆκες δέν προσφέρονται πλέον γιά ἐχθρικές ἀντιπαραθέσεις καί πολεμικό κλίμα καί τό Βατικανό σπεύδει νά προσαρμοστεῖ, παραλλάσσοντας τήν ἐπικοινωνιακή του πολιτική. Ξεκινᾶ, ἔτσι, τήν «ἐπίθεση στά νῶτα», κατά τόν μακαριστό π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἐπίδειξη φιλίας καί ἀγάπης, οἰκουμενικά ἀνοίγματα καί διάλογος, χωρίς καμμία οὐσιαστική ἀλλαγή στούς στόχους καί τίς μεθόδους.
Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ταυτόχρονα μέ τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», πού τόσο ἔχει προπαγανδισθεῖ καί ἀπό παπικῆς καί ἀπό οἰκουμενιστικῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἡ Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδος ἐξέδωσε, ἐπίσης, τό ἀντίστοιχο «Διάταγμα γιά τίς Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες», τίς οὐνιτικές δηλαδή, τίς ὁποῖες ἀναγνωρίζει καί προασπίζεται μέ κάθε ἐπισημότητα.
Ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία, τήν πιό ἐπαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμοῦ καί πολεμικῆς κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποκαλύπτει τόσο τό ἀληθινό του πρόσωπο ὅσο καί τόν βαθμό τῆς διγλωσσίας, μέ τήν ὁποία δέν παύει νά συμπεριφέρεται ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἀποκαλύπτει, ὅμως, καί τήν διγλωσσία τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν, πού ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν πραγματικότητα, πού ἀντιλαμβάνονται ἐπιλεκτικά τίς διαθέσεις τοῦ Βατικανοῦ, πού ἐκλαμβάνουν κατά τό δοκοῦν τίς κινήσεις καί τίς ἀποφάσεις του. Τώρα κατανοεῖ κανείς πόσο μειωτική ἕως προδοτική τῆς πίστεως ἐνέργεια ὑπῆρξε ἡ ἐπίσκεψη (10/13-10-2012) τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ καί αἱρετίζοντος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στό Βατικανό, γιά νά συμπροσευχηθεῖ, νά ἑορτάσει καί νά ὁμιλήσει γιά τά 50 χρόνια συμπληρώσεως τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου. Οὐσιαστικά καί τυπικά ἀποδέχεται πλήρως τά διατάγματα περί Οἰκουμενισμοῦ, Ουνίας καί διαθρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ.
Ἐπειδή, ὅμως, κάποιοι ἀγνοοῦν σκοπίμως ἴσως τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου καί πόσο σημαντική ὑπῆρξε αὐτή γιά τό μέλλον τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ, ἀλλά καί τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μεταφέρουμε ἐδῶ ἕνα μικρό μόνο ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Αἰδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση «Διαθρησκειακές συναντήσεις, Ἄρνησις τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων». Στό απόσπασμα αὐτό μπορεῖ κανείς νά ἀντιληφθεῖ πόσο μεγάλη ὤθηση ἔδωσε ἡ Β΄ ψευδοσύνοδος τοῦ Βατικανοῦ στή διαθρηκειακή «κατανόηση» ἤ καλύτερα στήν πανθρησκειακή ἑνότητα καί ἑπομένως ποιό βαθύτερο νόημα εἶχε ἡ συμμετοχή τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου στούς ἑορτασμούς γιά τήν ψευδοσύνοδο αὐτή. Στό κεφάλαιο «ἔχουν οἱ θρησκεῖες τόν ἴδιο Θεό καί κοινές ἠθικές ἀξίες»; σημειώνει:
«Ἄς δοῦμε τώρα μία ἀπό τίς θεμελιακές θέσεις, πού προβάλλουν ὅσοι ὀργανώνουν, συμμετέχουν, καί ὑποστηρίζουν τίς διαθρησκειακές συναντήσεις καί τούς διαθρησκειακούς διάλογους. Σύμφωνα μέ αὐτή, σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικά στοιχεῖα. Οἱ τρεῖς μάλιστα δῆθεν «μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκεῖες»», ὁ Χριστιανισμός, ὁ Ἰουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό. Αὐτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Ἄρχισε νά καλλιεργεῖται καί νά διδάσκεται ἀπό τή Β' Βατικάνειο ψευδοσύνοδο (1962-1965)
(γράφει ἡ ψευδοσύνοδος στή διακήρυξη Nostra Aetate, γιά τίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρός τίς μή χριστιανικές κοινότητες: «Μέ ἐκτίμηση ἀτενίζει ἡ Ἐκκλησία καί τούς Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τόν ἕνα καί μοναδικό Θεό, τόν ζῶντα..., τόν εὔσπλαχνο καί παντοδύναμο, τόν δημιουργό οὐρανοῦ καί γῆς, πού μίλησε στούς ἀνθρώπους. Αὐτοί προσπαθοῦν νά ὑποταχθοῦν μ' ὅλη τους τήν ψυχή ἀκόμη καί στίς κρυμμένες Του βουλές, ὅπως εἶχε ὑποταχθεῖ στό Θεό καί ὁ Ἀβραάμ, στόν ὁποῖο εὐχαρίστως ἀναφέρεται ἡ ἰσλαμική πίστη. Τόν Ἰησοῦ, μολονότι δέν τόν ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό, τόν σέβονται ὡς προφήτη, καί τιμοῦν τήν μητέρα του Παρθένο Μαρία, τήν ὁποία καί ἐπικαλοῦνται κάποτε μέ εὐλάβεια. Ἐπιπλέον περιμένουν τήν ἡμέρα τῆς κρίσης, γιά τήν ὁποία ὁ Θεός θά ἀναστήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους καί θά τούς ἀνταποδώσει. Γι' αὐτό ἀποδίδουν σημασία στήν ἠθική στάση ζωῆς καί ἐκφράζουν τόν σεβασμό τους στόν Θεό ἰδιαίτερα μέ προσευχή, ἐλεημοσύνη καί νηστεία»[33]),
νά προωθεῖται δέ καί νά ἐφαρμόζεται ἀπό τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β', ὁ ὁποῖος τόλμησε πρίν ἀπό τριάντα δύο χρόνια, στήν Ἀσίζη πάλι (1986), στήν Α' ἐν Ἀσίζῃ πανθρησκειακή ψευδοσύνοδο, νά συγκαλέσει τήν πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, ὅπου συμπροσευχήθηκαν στόν ἴδιο ψεύτικο Θεό ὅλοι οἱ ἐκεῖ συμπαραστάντες ἐτερόθρησκοι καί ἑτερόδοξοι.
Τό Βατικανό καί τόν Πάπα ἀκολούθησαν στή συνέχεια τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν»[34], δηλ. αἱρέσεων, καί ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες. Φθάσαμε στό σημεῖο νά ἐκδίδονται γραμματόσημα, πάνω στά ὁποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τόν τύπο τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἕνας Χριστιανός κληρικός, ἕνας Ἑβραῖος ραβίνος, καί ἕνας Μουσουλμάνος χότζας, ἡ νέα αὐτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, ὅπως ἐπίσης καί στό νά προσφέρονται ὡς δῶρο σέ κοινή καλαίσθητα ἐκτυπωμένη κασετίνα τά τρία δῆθεν «ἱερά» βιβλία, ἡ ἑβραϊκή Βίβλος, τό Εὐαγγέλιο καί τό Κοράνιο.
Αὐτό ἀποτελεῖ μεῖξιν ἄμικτον, καί κοινωνία τοῦ φωτός πρός τό σκότος. Γιατί, ὄχι μόνον ὡς πρός τό Κοράνιο, ἄλλα καί ὡς πρός τήν ἑβραϊκή Βίβλο, ἄν αὐτή ἰδωθεῖ καί ἑρμηνευθεῖ χωρίς Χριστό, ὑπό τό φῶς ὄχι τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά τῆς παραδόσεως τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, πού σταύρωσαν τόν Χριστό, ἀνήκει κι αὐτή στό σκότος, ἐφαρμόζονται καί σ' αὐτήν τά αὐστηρά «οὐαί», πού εἶπε ὁ Χριστός πρός τούς Ἑβραίους νομοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ πρός αὐτούς πρῶτα ἦλθε τό φῶς, ἐν τούτοις παρέμειναν στό σκοτάδι. «Εἰς τά ἴδια ἦλθε, καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβαν... καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν»[35].»
Αὐτή, λοιπόν, ἡ διγλωσσία, ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς, παρακολουθεῖ κατά ἕνα παράδοξο τρόπο, ἀλλά μέ συνέπεια, τήν ἀνάλογη τοῦ Βατικανοῦ: αὐστηρή ὀρθόδοξη στάση στό «ἐσωτερικό» καί διαδοχικές ὑποχωρήσεις ἔναντι τῶν Παπικῶν.
Θά πρέπει νά γνωρίζουν οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ὅτι γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν πολλά μοντέλα καί σχήματα ἐπανενώσεως, οὔτε ἰσχύει ἡ ἕνωση τύπου Οὐνίας (οὐνιτική ἕνωση), πού θέλει νά ἐπιβάλλει ὁ Παπισμός, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε «ὁμολογία» θά κρατήσει τά ὅποια δικά της ἐκκλησιαστικά ἤθη καί ἔθιμα, δέν θά ἀλλάξει τίποτα, μόνο πού θά πρέπει νά ἀναγνωρίσει τό παγκόσμιο καί οἰκουμενικό πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα καί νά τον μνημονεύει στά δίπτυχα καί τίς ἀκολουθίες. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑφίσταται μονάχα ἕνα καί ἀποκλειστικό μοντέλο καί σχῆμα ἐπανενώσεως τῶν αἱρετικῶν μέ τήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν μετάνοια τῶν αἱρετικῶν, τήν ἐπίσημη ἀποκήρυξη τῶν αἱρέσεων καί τῶν πλανῶν τους, τήν δημόσια ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καθ'ὁλοκληρίαν καί τήν ἐπιστροφή τους, μέσω τῆς κατηχήσεως καί τοῦ βαπτίσματος, στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ζ) Ἡ ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθόδοξων οἰκουμενιστές παρασιωποῦν τίς μυστικές συμφωνίες Ρώμης - Φαναρίου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ψευδοενώσεως, παρά τίς ὑπάρχουσες δογματικές διαφορές, ὅπως αὐτές ἀπεκαλύφθησαν ἐκ τῶν ὑστέρων. Πρός τόν σκοπό αὐτόν ἐκπονήθηκε ἕνα καλά μελετημένο σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ, τό ὁποῖο σταδιακά ἐφαρμόζεται σέ στενή συνεργασία μέ τούς οἰκουμενιστές τοῦ Φαναρίου, μέχρις ὅτου πραγματοποιηθεῖ ἡ τελεία ψευδοένωση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἡ ὁποία θά εἶναι κατά τά πρότυπα τῶν Οὐνιτικῶν Κοινοτήτων τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Τό σχέδιο αὐτό ἀπεκάλυψαν ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἔλαβαν μέρος σέ διαχριστιανικούς διαλόγους καί ἀσχολήθηκαν εἰς βάθος μέ αὐτούς. Ἕνας ἐξ αὐτῶν, ὁ μακαριστός καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης παρατήρησε:
«Ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ καί οἱ περί αὐτόν Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι ἐξεπόνησαν ἕν καλῶς μελετηθέν εὐρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνον πρός τήν Λατινικήν Ἐκκλησιολογίαν[36].»
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἐπιβεβαιώνει τήν ἴδια πραγματικότητα:
«... Ἐκεῖνοι (οἱ Λατινόφρονες) «ἐσχεδίασαν καί ἐχάλκευσαν μέ κρυφές συμφωνίες τήν ἕνωση, χωρίς νά ἐνημερώνουν ὅλα τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας, γιά νά μήν ὑπάρχουν ἀντιδράσεις, ὅπως δέν ἐνημερώνεται σήμερα ὁ πιστός λαός καί δέν ἀντιλαμβάνεται γι' αὐτό, ὅτι ἡ ἕνωση γίνεται ἤδη σταδιακά, ἔχει προχωρήσει οὐσιαστικά μέ συμπροσευχές, συλλείτουργα καί ἀμοιβαία ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση, εἰς τρόπον ὥστε τό κοινό Ποτήριο, ὅταν ἔλθη ἐπισήμως, νά ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία ἐπισφράγιση καί ἐπικύρωση τῆς γενομένης ἤδη ἑνώσεως[37].»
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής της Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός σέ πλήρη συμφωνία μέ τούς παραπάνω παρατηρεῖ:
«Ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αὐτῆς τῆς πορείας, μέ τίς Πανορθόδοξες Διασκέψεις τῆς Ρόδου (1961 καί 1963) καί μιά σειρά προσωπικῶν του ἐνεργειῶν (ὅπως ἡ συνάντηση του μέ τόν Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ στά Ἱεροσόλυμα τό 1964) καί παρά τίς ἀντιδράσεις κυρίως τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Β΄, τό καθορισμένο σέ συνεργασία μέ τό Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε καί ἐπεβλήθη, ὁδηγώντας στήν κατάσταση τῶν ἡμερῶν μας[38].»
Ὁ ἀγωνιστής καί μαχητικός ἱεράρχης ἀείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αὐγουστίνος Καντιώτης ἐπεσήμανε:
«Ἡ ἕνωσις, ἡ ψευδοένωσις, ἔχει ἀποφασισθῆ. Ἔχει ἀποφασισθῆ εἰς μυστικά διαβούλια Ἀνατολῆς καί Δύσεως, διαβούλια πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καί θρησκευτικῆς φύσεως, ὧν ἐγκέφαλος ὁ Πάπας!...Συντελεῖται εἰς βάθος καί ἔκταση προδοσία, τήν ὁποίαν δέν δυνάμεθα νά φαντασθῶμεν[39]!»
Ὁ Σεβ. Μητρ. Περιστερίου κ. Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι:
«... οἱ ἀδελφοί Ρωμαιοκαθολικοί ἐμμέσως ἤ ἀμέσως ἀφήνουσι νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δύναται νά ἑνωθεῖ μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς δι' ἑνός εἴδους ἑνώσεως ὁμοίου ἤ παραλλήλου πρός ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ὑφίσταται μεταξύ αὐτῆς καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὁμάδων τῶν Οὐνιτῶν[40].»
Ἐάν λάβουμε ὑπ' ὄψιν μας τά ὅσα ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἀπεκάλυψε τόν Αὔγουστο τοῦ 1971: «... τό ’65 ἐσηκώσαμεν τό σχίσμα, εἰς τήν Ρώμην καί ἐδῶ, μέ ἀντιπροσώπους μας ἐκεῖ καί ἀντιπροσώπους ἐκεῖθεν ἐδῶ…[41]», ἀλλά καί τήν πλήρη εὐθυγράμμιση τῶν διαδόχων του, Δημητρίου καί Βαρθολομαίου, μέ τήν γραμμή, πού αὐτός χάραξε, συμπεραίνουμε ὅτι, τοὐλάχιστον γιά τό Φανάρι, σχίσμα πλέον δέν ὑφίσταται καί ἡ ψευδοένωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίς αἱρέσεις ἤδη ἔγινε, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη «τελεία»[42].
Τελεία ἕνωση θά γίνει, ὅταν θά φθάσουμε πλέον στό κοινό Ποτήριο. Πρῶτο βῆμα πρός τήν ψευδοένωση αὐτή ὑπῆρξε ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Ρώμης καί Φαναρίου τόν Δεκέμβριο τοῦ 1965. Ἐπακολούθησε ἡ πλήρης ἀμοιβαία ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ ὡς «Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» τό 1993 στό Balamand. Ἐκεῖνο τώρα πού ἀπομένει, εἶναι ἡ ἀποδοχή αὐτῆς τῆς συμφωνηθείσης ἑνώσεως ἀπό τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ, ἐφ' ὅσον ἐπιλυθεῖ τό ἀκανθῶδες θέμα τοῦ Πρωτείου.
Ἡ καθιέρωση τοῦ «Διαλόγου τῆς Ἀγάπης», μιᾶς μακρᾶς δηλαδή περιόδου ἀπό τό 1965 ἕως τό 1980, πού προηγήθηκε τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ἐντάσσεται μέσα στό ἄριστα μελετημένο σχέδιο, πού ἐκπονήθηκε ἀπό τούς ἀρχιτέκτονες τῆς ψευδοενώσεως Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ καί Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα κατά τήν συνάντησή τους στά Ἱεροσόλυμα, τόν Δεκέμβριο του 1964. Ὁ «Διάλογος τῆς Ἀγάπης ἀποσκοποῦσε στήν κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία μέ τήν δημιουργία κλίματος καλῶν σχέσεων καί φιλίας. Ἐπινοήθηκε ἀκόμη ἡ παροχή οἰκονομικῶν ἐνισχύσεων πρός τούς Ὀρθοδόξους, μέ ὑπερτονισμό τῆς ἀγάπης καί παραμερισμό τῆς σημασίας τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως… ὥστε νά ἀποδυναμωθεῖ κάθε διάθεση μαρτυρίας καί ὁμολογίας. Ἐπινοήθηκαν ἐπίσης οἱ ἀνταλλαγές ἐπισκέψεων τῶν Προκαθημένων Ρώμης καί Φαναρίου, οἱ ἐπιστροφές ἁγίων λειψάνων ἀπό τήν πλευρά τοῦ Βατικανοῦ ὡς ἔνδειξη φιλίας πρός τούς Ὀρθοδόξους, οἱ συμπροσευχές καί κοινές διακηρύξεις περί «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», γιά τήν δημιουργία ψεύτικων ἐντυπώσεων καί τετελεσμένων γεγονότων»[43].
Μεθοδεύτηκε ἡ ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ὄχι ἀπό τά διαιροῦντα, ἀλλά ἀπό τά ἑνοῦντα, κάτι ξένο πρός τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἐνῶ παράλληλα καλλιεργήθηκε τό πνεῦμα τῆς «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως» γιά τήν δημιουργία ψευδαισθήσεων ἑνότητος καί ταυτότητος πίστεως. Τό πνεῦμα αὐτό μόλις διακρίνεται στά πρῶτα κείμενα τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, γιά νά φανεῖ πλέον ξεκάθαρα καί μέ κάθε ἐπισημότητα στό κοινό κείμενο τῆς Ζ΄ Συνελεύσεως τοῦ Μπαλαμάντ (Balamand). Μέ τό κείμενο αὐτό Παπικοί καί Οἰκουμενιστές ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, κάνοντας ἕνα θεαματικό ἅλμα καί παρακάμπτοντας πλῆθος αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ, ἔφθασαν ξαφνικά στό σημεῖο νά ἀναγνωρίσουν ἀλλήλους ὡς πλήρεις καί ἀληθεῖς «ἀδελφές Ἐκκλησίες», μέ ἔγκυρα μυστήρια, μέ ταυτότητα πίστεως, μέ ἀποστολική διαδοχή καί διά τοῦτο «ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οικονομίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρός τήν ἑνότητα» (παράγρ. 13 και 14), πράγμα πού συνιστά πραγματική προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως[44].
Αὐτή ἡ τακτική τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν διατρέχει, ἀπό τό ξεκίνημα ἀκόμη, ὅλη τήν πορεία τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μέ τούς Παπικούς, πού ἀρχίζει ἐπισήμως ἀπό τό 1980.
Ἀπό τίς ἀρχές ἀκόμη τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 εἶχαν ξεκινήσει οἱ διεργασίες γιά τήν προετοιμασία καί τήν ἔναρξη αὐτοῦ τοῦ διαλόγου. Στήν φάση ἐκείνη ἐπελέγη ὡς προσφορότερος ὁ «διάλογος τῆς ἀγάπης», γιά νά προλειάνει τό ἔδαφος στήν ἐπίσημη προσέγγιση Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν. Ἡ μέθοδος, ἄλλωστε, τῆς «ψυχολογικῆς προετοιμασίας», πού προαναφέραμε, δέν ἐγκαταλείφθηκε ποτέ.
Τό 1961 ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας συνεκάλεσε στήν Ρόδο τήν Πρώτη Πανορθόδοξη Διάσκεψηκαί ἔθεσε μεταξύ τῶν θεμάτων της καί τήν ἔναρξη τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ διαλόγου μέ τούς Παπικούς. Ἡ Διάσκεψη πρότεινε τήν «καλλιέργειαν σχέσεων ἐν τῷ πνεύματι τῆς κατά Χριστόν ἀγάπης, λαμβανομένων ἰδία ὑπ' ὄψιν τῶν ὑπό τῆς πατριαρχικῆς ἐγκυκλίου τοῦ 1920 προβλεπομένων σημείων»[45]. Αὐτό, ὅμως, πού τονίζεται εἶναι ὅτι δέν θά πρέπει νά παραβλέπονται οἱ βασικές διαφορές στήν πίστη καί την διοίκηση. Ἐπίσης, μέ κατηγορηματικό τρόπο δηλωνόταν ἡ ἀνάγκη τερματισμοῦ τῆς θλιβερῆς τακτικῆς τοῦ προσηλυτισμοῦ καί τῆς Οὐνίας.
Ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία ἦταν καί ὁ λόγος πού ἡ Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἀποφάσισε νά μήν ἀποστείλει παρατηρητές στήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, πού θά ξεκινοῦσε λίγα χρόνια ἀργότερα τίς ἐργασίες της.
Η) Ἡ ἀνατροπή τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων
Οἱ πανορθόδοξες αὐτές ἀποφάσεις ἔμελλε, πολύ σύντομα, νά ἀνατραποῦν μέ πρωτοβουλία τοῦ Φαναρίου καί τοῦ Βατικανοῦ. Χωρίς τήν παραμικρή ἀλλαγή στάσεως τοῦ Βατικανοῦ στό ζήτημα τῆς Οὐνίας, πού ἦταν καί ἡ αἰτία γιά τήν ἀπόφαση νά μήν ἀποσταλοῦν Ὀρθόδοξοι παρατηρητές στήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐπεδίωξε παρά ταῦτα τήν ἀποστολή παρατηρητῶν στό Βατικανό καί τήν ἐπίσημη ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν. Συνεκάλεσε γιά τόν σκοπό αὐτό ἐσπευσμένα (στίς ἀρχές Σεπτεμβρίου 1963) τήν δεύτερη Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου καί μάλιστα σέ διάστημα λίγων μόνο ἡμερῶν, χωρίς τήν ἐλάχιστη προετοιμασία, χωρίς τήν προηγούμενη ἐπιλογή τῆς θεματολογίας καί παραβιάζοντας κάθε σχετική κανονική διαδικασία. Ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω ἀντικανονικές ἐνέργειες, ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας προέβη καί σέ ἄλλες βλάσφημες δηλώσεις, ὅπως:
- «Ὅλοι οἱ Χριστιανοί πιστεύουν στό ἴδιο βάπτισμα διά τοῦ ὁποίου ὅλοι ἔχουν γίνει μέλη τοῦ Σώματός του, τῆς Ἐκκλησίας»[46].
- «Ἀπατώμεθα καί ἁμαρτάνομεν (ἔλεγε), ἐάν νομίζωμεν, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καί ὅτι τά ἄλλα δόγματα εἶναι ἀνάξια. Τριακόσια ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἐξέλεξαν τόν Μουσουλμανισμόν διά νά φθάσουν εἰς τόν Θεόν των καί ἄλλαι ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων εἶναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας εἶναι νά βελτιώσῃ τόν ἄνθρωπον»[47].
- «Εἰς τήν κίνησιν πρός τήν ἕνωσιν, δέν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νά βαδίσῃ πρός τήν ἄλλην, ἀλλ’ ὅλαι ὁμοῦ νά ἐπανιδρύσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τήν Ἀνατολήν καί τήν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρά καί τάς τότε ὑφισταμένας Θεολογικάς διαφοράς»[48].
- «Ὁ αἰών τοῦ δόγματος παρῆλθε»[49].
- «Καλούμεθα ν’ ἀπαλλαγῶμεν τοῦ πλέγματος τῆς πολεμικῆς καί τῆς ἀντιρρήσεως ἐν τῇ Θεολογίᾳ καί νά ἐφοδιάσωμε αὐτήν διά τοῦ πνεύματος τῆς ζητήσεως καί τῆς διατυπώσεως τῆς ἀληθείας ἐν τῇ ἀγάπῃ καί τῇ ὑπομονῇ. Ὁ Χριστιανισμός ἔχει ἀνάγκη σήμερον μιᾶς Θεολογίας τῆς καταλλαγῆς»[50].
Ο μακαριστός πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης π. Μάρκος Μανώλης καταθέτει τα εξής:
«Δυστυχῶς, ὑπῆρχε πολύ τό μεμπτό καί ἀπαγορευτικό, τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος ἤδη ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς καί μάλιστα ὡς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε παραβῆ καί «ὑβρίσει» τούς Ἱ. Κανόνες, τά Ἱ. Δόγματα καί τις Ἱ. Παραδόσεις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας! Καί αὐτά, ὄχι μόνο μέ δηλώσεις του, ἀλλά καί μέ συγκεκριμένες παραβατικές ἐνέργειές του. Τά εἶχε σχεδόν ἰσοπεδώσει ὅλα, πορευόμενος «ἀγαλλομένῳ ποδί» (=χοροπηδώντας!), ὡς ἀρχιοικουμενιστής, καί μάλιστα φιλοπαπικός καί φιλενωτικός μέ τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό!
Ἐκτός ὅμως ἀπό τά οἰκουμενιστικά καί αἱρετικά του δρώμενα στην Ἀμερική, ἀλλά καί στήν Κωνσταντινούπολη (ἀπό τό 1948 ἕως τό 1965), τό 1965 μονομερῶς, μόνος του, ἐρήμην τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἔκαμε τήν λεγομένη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων» τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τοῦ Παπισμοῦ, χωρὶς ὁ Παπισμὸς νὰ ἀλλάξει καὶ διορθώσει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑσμὸ καὶ ὁρμαθὸ τῶν αἱρέσεών του. Ἐνῶ μνημονεύοντας τόν Πάπα Παῦλο Α´ ἔκαμε μαζί του καί κοινή-«ἀδελφική» συνάντηση στα Ἱεροσόλυμα, γιά πρώτη φορά μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054! Ἀλλά καί μόνο γιά τά πρίν ἀπό τήν ἀντικανονικότατη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων…» τοῦ 1965 καί τή συνάντησή του μέ τόν Πάπα, ὁ ὄντως Ὀρθόδοξος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β´ (Χατζησταύρου) εἶχε δηλώσει καί ἔγραψε στά «Πεπραγμένα» του (τόμ. Β´, Ἀθῆναι 1964, σ. 197): «Ὁ Ἀθηναγόρας Α´ οὐδέν πρεσβεύει, εἰς οὐδέν πιστεύει, εἰ μή μόνῳ ἑαυτῷ δουλεύει καί τήν ἀπαθανάτισιν τοῦ ὀνόματός του ἐπιδιώκει, ἔστω, κατά Ἡρόστρατον, διά τῆς καταστροφῆς τῆς Ἐκκλησίας»[51]!»
Ὅταν μάλιστα ὁ Ἀθηναγόρας τό 1970 ἀποδέχθηκε ἀκόμη καί τό αἱρετικότατο Φιλιόκβε (Filioque= καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ…), ἀπαγορευμένη προσθήκη τοῦ Παπισμοῦ στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὡς δῆθεν «θεολογούμενο», δήλωση γιά τήν ὁποία οἱ περισσότερες Ἱ. Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους διέκοψαν τό «μνημόσυνό» του (μάλιστα καί ὁ μακαρ. Γέροντας Παΐσιος στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα), καθώς καί τρείς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Φλωρίνης Αὐγουστίνος Καντιώτης, ὁ Παραμυθίας Παῦλος καί ὁ Ἐλευθερουπόλως Ἀμβρόσιος, ὁ μακαριστός π. Μᾶρκος Μανώλης ἔδινε μάχες διά μέσου τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου». Ἐγνώριζε, ἀποδοκίμαζε καί ἐκαυτηρίαζε τά προηγούμενα ἀθηναγορικά… «ἀπόβλητα»[52].
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἐπισημαίνει:
«Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀναγνωρίζει πρωτεῖο στόν Πάπα Παῦλο τόν Β΄, χωρίς μετάνοια καί ἀποκήρυξη τῶν πλανῶν… Τόν κατατάσσει εὐθύς μετά τόν ὁμώνυμό του Ἀπόστολο Παῦλο καί ὡς ἕνα ἀπό τους μεγαλύτερους πάπες τῆς ἱστορίας. Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque γιά τόν Ἀθηναγόρα δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά την ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀντιρρητική θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων δεν χρειάζεται στούς καιρούς μας. Ἐπί λέξει εἶπε: «Τί μελάνι χύθηκε καί τι μῖσος γιά τό Filioque! Ἦλθεν ἡ ἀγάπη καί ὅλα ὑποχωροῦν στό πέρασμά της».
Δύο ἀπό τούς πιό στενούς καί πιό ἀγαπητούς συνεργάτες του εἶπαν φοβερά πράγματα, καί ἀπορεῖ κανείς πώς οὔτε ἡ σύνοδος τοῦ Φαναρίου οὔτε καμμία ἄλλη ὀρθόδοξος σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ αὐτούς. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καί Μ. Βρεττανίας Ἀθηναγόρας (Κοκκινάκης) χαρακτήρισε τούς ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς «ἀνθρώπινα ἐντάλματα καί σχήματα ἀνοησιῶν καί μίσους». Ὁ ἴδιος εἶπε: «Ποῖον τό κριτήριον, διά τοῦ ὁποίου θά ἀποδειχθῆ ἡ διεκδικουμένη ἀποκλειστικότης τῆς ἀληθείας; Ὅ,τι καί νά λέγωμεν, τό γεγονός παραμένει ὅτι ὡς διηρημένη ἡ Ἐκκλησία δεν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὑγιής, ἀλλά πληγωμένη, καί τό μέρος οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά διεκδικήση ἐν ἀληθείᾳ τό ὅλον. Μήτε ὁ πλοῦτος μήτε ἡ ἐπαναλαμβανομένη λόγοις καί ἐπιχειρήμασι ἀκεραιότης τῆς διδασκαλίας, μήτε τά σχήματα τῆς παραδοσιακῆς συντηρητικότητος ὠφελοῦν, μήτε καί ἐνδυναμώνουν τούς ἰσχυρισμούς τούς διεκδικοῦντας τήν ἀποκλειστικότητα. Γνωρίζω τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τάς θέσεις τῶν νεωτέρων θεολόγων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ταῦτα εἶναι βουλαί καί ἐπίνοιαι ἀνθρώπων[53].»
Τέλος, αλγεινὴ ἐντύπωση μᾶς κάνει ἕνα βίντεο, πού κυκλοφορεῖ εὐρέως στὸ διαδίκτυο καὶ τὸ ὁποῖο δείχνει τὸν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νὰ κάνει ἐπανειλημμένως τὸ σταυρὸ του, ἀκολουθώντας ἀνάστροφη πορεία, δηλ. ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά, ὅμοια μὲ τὸν τρόπο ποὺ κάνουν τὸν σταυρὸ τους οἱ Παπικοί. Ἂν γινόταν μία φορὰ ἢ δύο θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ σύμπτωση, ὅμως ὅταν γίνεται κατ᾽ ἐπανάληψη καί μάλιστα ἀπό τήν κεφαλή τῆς Ὀρθοδοξίας, μόνο σύμπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ[54].
Αὐτή εἶναι ἡ πλήρης ἀλήθεια γιά τόν «Μεγάλο», κατά τούς Οἰκουμενιστές, Οἰκουμενικό Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, τόν δῆθεν «πιστό τηρητή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως», τόν δῆθεν «ἀδικημένο καί συκοφαντημένο συνειδητά». Ἄς σημειώσουμε στό σημεῖο αὐτό ὅτι, ἐπειδή εἶναι ἄρρηκτη ἡ σχέση μεταξύ Σιωνισμοῦ, Τεκτονισμοῦ-Μασονίας καί Οἰκουμενισμοῦ, σάν τήν σχέση μητέρας καί παιδιοῦ, ὅσοι Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι ἤ Ἐπίσκοποι ὀνομάζονται καί προβάλλονται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές ὡς δῆθεν «Μεγάλοι», κατά κανόνα εἶναι τέκτονες, μασόνοι, κανόνας ὁ ὁποῖος βεβαίως ἐφαρμόζεται καί στόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀλλά καί σ'αὐτούς πού τόν ἐξυμνοῦν.
Θ) Ἡ ἀντίθεση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ἀποσιωποῦν σκοπίμως στά ἄρθρα τους καί τίς ὁμιλίες τους τίς ἰσχυρές καί ἠχηρές ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στά καινοφανῆ οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα. Ἀξίζει ἐδῶ νά ἀναφέρουμε τήν κατηγορηματική καί μετά σθένους ἄρνηση τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν πρόσκληση τοῦ Βατικανοῦ γιά ἀποστολή Ὀρθοδόξων παρατηρητῶν στήν Α΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, πού πραγματοποιήθηκε τό 1870.
Στήν σπουδή αὐτή τοῦ Πατριάρχπυ κυροῦ Ἀθηναγόρα καί τήν προσπάθειά του γιά ἐπιβολή τετελεσμένων στήν Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἀντιτάχθηκε σθεναρά ἡ Ἐκκλησία της Ἑλλάδος καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπός της κυρός Χρυσόστομος Β΄ (Χατζησταύρου). Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τοές ἐπιφανέστερους Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὡς ἀρχιδιάκονος τοῦ τότε Μητροπολίτου Δράμας (Χρυσοστόμου Σμύρνης) ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο στήν ὀργάνωση τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Διετέλεσε Μητροπολίτης Τράλλεων, Φιλαδελφείας καί Ἐφέσου. Ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα μετά τήν μικρασιατική καταστροφή καί ἐξελέγη Μητροπολίτης Καβάλας καί κατόπιν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.
Στήν μακρόβια ζωή του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος «γνώρισε ἀπό κοντά τή σύμπραξη τοῦ Βατικανοῦ μέ τούς Κομιτατζῆδες στόν Μακεδονικό Ἀγώνα, τή βοήθεια πού προσέφερε τό Βατικανό στόν Κεμάλ Ἀτατούρκ καί τή δράση της Ουνίας»[55]. Ἔχοντας, λοιπόν, ἰδία ἀντίληψη γιά τίς τακτικές τοῦ Βατικανοῦ, δέν ἦταν διατεθειμένος νά ἀποδεχθεῖ καί νά συνθηκολογήσει μέ τίς νέες μεθοδείες του καί τήν «ἐπίθεση στά νῶτα». Στόν αἰφνιδιασμό τοῦ Πατριάρχου ἀπαντᾶ μέ σθένος καί ἀποφασιστικότητα. Στήν ἔκτακτη σύγκλησή της ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία:
«...ἠσχολήθη μέ τό καταθλίψαν τούς Ποιμένας αὐτῆς θέμα... κατεδίκασεν ὁμοφώνως τόν ἔξω πάσης Κανονικῆς δεοντολογίας τρόπον, δι' οὗ ἐπιδιώκεται ἡ συγκρότησις τοῦ περί οὗ πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη ἐκ τῶν Ἱ. Κανόνων νά ἀναγνωρίση μονοκρατορίαν, εἰς οἱονδήποτε τῶν Πρωτοκαθέδρων Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας[56].»
Ἡ Ἱερά Σύνοδος, λαμβάνοντας ὑπ’όψιν τήν πάγια τακτική τοῦ Βατικανοῦ κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, «διαχωρίσασα καθηκόντως τάς Ἑαυτῆς ἱστορικάς εὐθύνας», κατέληξε στήν ἀπόφαση νά μήν λάβει μέρος στήν Β΄ Πανορθόδοξη διάσκεψη τῆς Ρόδου. Τό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἦταν τό ἑξῆς:
«Ἐκτιμῶσα πρεπόντως (ἡ Ἱερά Σύνοδος), ἀφιλαδέλφους, ἀντευαγγελικάς καί κατακρίτους ἐνεργείας καί μηχανορραφίας, ἀπαραλλάκτως πάντοτε γινομένας ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ εἰς βάρος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μή ἀποβαλόντος τοῦ Παπισμοῦ τόν παλαιόν ἄνθρωπον, οὐδέ τάς ἀνεντίμους μεθόδους τοῦ μέσῳ τῆς οἰκτρᾶς Ούνίας ἐπιδιωκομένου δολίου προσηλυτισμοῦ, ἀπέληξεν εἰς τήν ἀμετάτρεπτον ἀπόφασιν, ὅπως μή μετάσχῃ τῆς ὑπό τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος καί μόνον ἀποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ἧς αἱ ἐπιπτώσεις θέλουν ἀσφαλῶς κατεργασθῆ τήν καταρράκωσιν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας ἡμῶν. Εἰς τήν ἀπόφασίν της ταύτην ἡ Ἱερά Σύνοδος σύμμαχον ἔχει καί ἅπασαν τήν Γερασμίαν χορείαν τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σπεύσασαν τηλεγραφικῶς νά καταδικάσῃ τό περί οὗ πρόκειται ἀκαίρως καί ἐν σπουδῇ ἀποφασισθέν τοῦτο Συνέδριον[57].»
Τήν ἴδια σθεναρή στάση κράτησε ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί στήν περίπτωση τῆς συναντήσεως Πάπα - Πατριάρχη στά Ἱεροσόλυμα καί τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Φαναρίου καί Βατικανοῦ, γεγονότα, πού γνώρισαν τήν κατακραυγή τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος στήν Ἑλλάδα. Ἡ ρήξη, λοιπόν, μεταξύ Φαναρίου καί Ἀθήνας ἦταν ἀναπόφευκτη, γεγονός πού ἔφερε σέ δύσκολη θέση τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο στήν σχέση του μέ τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση. Εἶναι ἡ περίοδος, πού:
«... οἱ κυβερνήσεις τῆς Εὐρώπης δέχονται συνεχεῖς πιέσεις ἀπό παράγοντες τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν καί τοῦ ΝΑΤΟ νά στηρίξουν τήν προσπάθεια γιά τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀφοῦ θεωροῦν ὅτι μόνο μέ αὐτό τόν τρόπο θά μπορέσει νά ἀντιμετωπιστεῖ ἡ Σοβιετική Ἕνωση καί τό Σύμφωνο τῆς Βαρσοβίας[58].»
Στίς 23 Ἰουνίου τοῦ 1966 σέ συνάντηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χρυσοστόμου μέ τόν τότε Ἀντιπρόεδρο τῆς Κυβερνήσεως κ. Γ. Ἀθανασιάδη-Νόβα καί τόν Ὑπουργό Παιδείας κ. Στ. Ἀλαμνῆ, ὁ Ὑπουργός δήλωσε στόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο ὅτι:
«... ἡ κυβέρνησις βαρέως φέρει τήν ἀντίθεσιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί τό Πατριαρχεῖον, διότι ἡ ἀντίθεσις αὐτή ἐνθαρρύνει τάς Σλαυικάς Ἐκκλησίας ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί δέν πρέπει νά δίδεται ἡ ἀφορμή αὕτη ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.»
Καί ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος ἀπάντησε μέ παρρησία καί ἀποφασιστικότητα:
«Ὄχι. Δέν εἴμεθα διατεθειμένοι νά ἐγκαταλείψωμεν τήν Ὀρθοδοξίαν μας, ἡ ὁποία εἶναι ἀπ' αἰώνων συνυφασμένη μέ τήν Ἱστορίαν τοῦ Ἔθνους. Εἴμεθα πρόθυμοι νά ὑποστῶμεν καί θυσίαν χάριν τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Εἰς τό Βιετνάμ θυσιάζονται εἰς τήν πυράν Βουδισταί μοναχοί χάριν τῆς πίστεώς των...[59].»
Ἡ «λύση» στό ζήτημα δόθηκε μόλις ἕνα χρόνο μετά ἀπό τό δικτατορικό καθεστώς, πού ἐκδίωξε τόν μακαριστό Χρυσόστομο Χατζησταύρου ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, γιά νά ἀναβιβάσει τόν κυρό Ἱερώνυμο Κοτσώνη, πρωθιερέα ἕως τότε τῶν Ἀνακτόρων. Θά πρέπει ἐδῶ νά ἀναφέρουμε παρενθετικά ὅτι ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν, σέ γενικές γραμμές, πάντοτε φειδωλή στίς οἰκουμενικές της ἐπαφές μέ τούς ἑτεροδόξους. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας μας στούς ἐπισήμους διαλόγους τηροῦσαν, κατά κανόνα, τήν ὀρθοδοξότερη στάση καί ἦταν αὐτοί, πού ἐπέφεραν τά μεγαλύτερα προσκόμματα καί ἐξέφραζαν τίς μεγαλύτερες ἀντιρρήσεις σέ συμφωνίες ἀπαράδεκτες ἀπό ὀρθοδόξου θεολογικῆς ἀπόψεως:
«Ἐπανειλημμένως οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στίς συναντήσεις μέ τούς Παπικούς ἐπεδείκνυαν σκληρή στάση... Πολλές φορές ὁ πρώην συμπρόεδρος τοῦ διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ. Στυλιανός συγκρούστηκε μέ τούς ἱεράρχες καί τούς θεολόγους, πού ἐκπροσωποῦσαν τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος[60].»
Κλασική περίπτωση αὐτῆς τῆς στάσεως ἦταν ἡ σύγκληση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου στό Μπάλαμαντ (Balamand) τοῦ Λιβάνου τό 1993, ὅπου ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μαζί μέ πολλές ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει, διαμαρτυρομένη γιά τήν κλιμάκωση τῆς Οὐνίας στίς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Ἄσκησε μάλιστα δριμεία κριτική στό κείμενο τοῦ Μπάλαμαντ, τό ὁποῖο δέν συνυπέγραψε καί ἡ εὐθύνη τοῦ ὁποίου βαρύνει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἡ γραμμή αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνατράπηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Χριστόδουλο, πού μέ τά οἰκουμενιστικά του ἀνοίγματα (μέ κορυφαία τήν ἐπίσκεψη τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα Ρώμης Ἰωάννου-Παύλου Β΄στήν Ἀθήνα τόν Μάιο τοῦ 2001 καί τήν σύγκληση τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» δηλ. αἱρέσεων, στήν Ἀθήνα τόν Μάιο τοῦ 2005, τό ὁποῖο ἔλαβε προδοτικές ἀποφάσεις γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, γεγονότα τά ὁποία μόλυναν πολλές συνειδήσεις ὀρθοδόξων) ἀνέτρεψε τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση, προσχωρώντας στήν τακτική τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ νέα αὐτή γραμμή, δυστυχῶς, ἀκολουθεῖται καί ἀπό τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο Β΄, ἔτσι ὅπως διατυπώνεται σέ συνέντευξή του στήν ἐφημερίδα του Βατικανοῦ Avennire (14-4-2009), ὅπου θεωρεῖ τό Κείμενο τῆς Ραβέννας «ἕνα θετικό βῆμα, τό ὁποῖο περιμένει καί τήν συνέχεια του», συμπληρώνοντας ταυτόχρονα πώς ὁ δρόμος γιά τήν ἑνότητα εἶναι «ἕνας δρόμος χωρίς ἐπιστροφή». Ἐπίσης, ὁ Μακαριώτατος δέν ἔχει ἀποφύγει τίς ἀντικανονικές συμπροσευχές, συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης Φραγκίσκο καί τόν οἰκουμενιστή Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο στήν Λέσβο τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2016 καί ἔλαβε μέρος στήν ληστρική, αἱρετική, οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τοῦ Ἰουνίου 2016, ὑπογράφοντας τά κακόδοξα κείμενά της.
Ὁ χορός των ἀντιδράσεων στά καινοφανή οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχη κυροῦ Ἀθηναγόρα συνεχίστηκε. Τήν σκυτάλη πῆραν δύο ἁγιασμένες μορφές. Ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος καί ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Εἶναι πράγματι συγκλονιστική στήν τραγικότητά της καί στόν πόνο, πού προκαλεῖ, ἡ ἐκτίμηση καί ἡ ἔκκληση τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου σέ ἀνοικτή ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ποῦ ἔστειλε τό 1965, μετά τήν συνάντηση τοῦ Πατριάρχου μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Παῦλο Στ' στά Ἱεροσόλυμα, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964, ἡ ὁποία πολύ περισσότερο ἰσχύει καί σήμερα, ἀπευθυνομένη στόν σημερινό Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Παραθέτουμε τό σχετικό ἀπόσπασμα:
«Παναγιώτατε:
Μυριάκις προτιμότερον νά ἐκριζωθῆ ὁ ἱστορικός τῆς Κων/λεως Θρόνος καί νά μεταφυτευθῆ εἴς τινα ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῆ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῆ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων:΄Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως. Αἵ ἑπτά λυχνίαι τῆς Ἀποκαλύψεως, διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, ἐσβέσθησαν πρό πολλοῦ. Ἑπτά Ἐκκλησίαι ἀποστολικαί, Ἐκκλησίαι σχοῦσαι τήν ὑψίστην τιμήν νά λάβωσιν, εἰδικῶς αὗται, Γράμματα ἐξ Οὐρανοῦ μέσω τοῦ θεοπνεύστου τῆς Πάτμου Ὀραματιστοῦ, ἐξέλιπον ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς καί ἐκεῖ, ἔνθα ἄλλοτε ἐτελεῖτο ἡ φρικωδεστάτη Θυσία καί ὁ Τριαδικός ἀνεμέλπετο Ὕμνος, σήμερον ἴσως κρώζουσι νυκτικόρακες ἤ ὀρχοῦνται ὀνοκένταυροι. Καί ὅμως ἡ Νύμφη τοῦ Κυρίου δέν ἀπέθανεν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἐξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη καί καθημαγμένη ὡς ὁ Ἱδρυτής αὐτῆς, ἀλλ' ἀείζωος καί ἀκατάβλητος, τήν διά μέσου τῶν αἰώνων πορείαν αὐτῆς, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονοῦσα, σώζουσα.
Δέν θά ἀποθάνη, λοιπόν, αὐτή καί ἄν μετακινηθῆ ἤ καί ἀποθάνη ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος. Οὐδείς Ὀρθόδοξος εὔχεται τήν μετακίνησιν ἤ τόν θάνατον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Μή γένοιτο!
Ἀλλά καί οὐδείς θά θυσιάση χάριν αὐτοῦ ἰῶτα ἕν ἤ μίαν κεραίαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀγωνίσασθε ὑπέρ αὐτοῦ πάσῃ δυνάμει. Ὄχι ἁπλῶς ἔχετε δικαίωμα, ἄλλ' ὀφείλετε νά στηρίξητε αὐτόν, τό κάθ΄Ὑμᾶς. Θυσιάσατε χάτιν αὐτοῦ ὁ,τιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμᾶς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους ἀκόμη καί τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν! Ἕν μόνον κρατήσατε, ἕν φυλάξατε, ἑνός φείσασθε, ἕν μή θυσιάσητε: τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν!
Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἔχει ἀξίαν καί χρησιμότητα μόνον καί μόνον, ὅταν ἐκπέμπη ἁπανταχοῦ τῆς γῆς τό γλυκύ καί ἀνέσπερον τῆς Ὀρθοδοξίας Φῶς. Οἱ Φάροι εἶναι χρήσιμοι, ἐάν καί ἐφ’ὅσον φωτίζωσι τούς ναυτιλλομένους, ἵνα ἀποφεύγωσι τούς σκοπέλους. Ὅταν τό φῶς αὐτῶν σβεσθῆ, τότε δέν εἶναι μόνον ἄχρηστοι, ἀλλά καί ἐπιβλαβεῖς, διότι μεταβάλλονται καί αὐτοί εἰς σκοπέλους.
Παναγιώτατε:
Προυχωρήσατε ἤδη πολύ. Οἱ πόδες Ὑμῶν ψαύουσι πλέον τά ρεῖθρα τοῦ Ρουβίκωνος. Ἡ ὑπομονή χιλιάδων εὐσεβῶν ψυχῶν, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, συνεχῶς ἐξαντλεῖται. Διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, ὀπισθοχωρήσατε! Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειράσθε νά ἐνώσητε τά διεστῶτα καί τό μόνον, ὅπερ θά κατορθώσητε, θά εἶναι νά διασπάσητε τά ἡνωμένα καί νά δημιουργήσητε ρήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεά καί συμπαγῆ. Σύνετε καί συνέλθετε!
Ἀλλά φεῦ! Διηνύσατε πολλήν ὁδόν. Ἤδη΄πρός ἑσπέραν ἐστί καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα… Πῶς θά ἰδῆτε τάς χαινούσας ἀβύσσους, ἀφ΄ὧν θά διέλθη μετ’ὀλίγον ἡ ἀτραπός, ἥν ὁδεύετε; Εἴθε, εἴθε ὁ πάλαι ποτέ στήσας τόν ἥλιον κατά Γαβαῶν καί τήν σελήνην κατά φάραγγα Αἰλῶν, νά δευτερώση τό θαῦμα καί νά παρατείνη ἅπαξ ἔτι τό μῆκος τῆς ἡμέρας, νά ἐνισχύση ἔτι πλέον τό φῶς αὐτῆς καί νά διανοίξη τούς ὀφθαλμούς Ὑμῶν, ἴνα ἴδητε, κατανοήσητε, ἐπιστρέψητε. Ἀμήν[61].»
Ὁ ὅσιος Παΐσιος Ἁγιορείτης ἔγραψε ἐπιστολή, ὅταν μόναζε στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους στίς 23-1-1969, στήν ὁποία γράφει:
«Ἐπειδή βλέπω τόν μεγάλο σάλο εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας, ἐξ αἰτίας τῶν διαφόρων φιλενωτικῶν κινήσεων καί τῶν ἐπαφῶν τοῦ Πατριάρχου (Ἀθηναγόρα) μετά τοῦ Πάπα, ἐπόνεσα κι ἐγώ σάν τέκνον Της καί ἐθεώρησα καλόν, ἐκτός ἀπό τίς προσευχές μου, νά στείλω κι ἕνα μικρό κομματάκι κλωστή (πού ἔχω σάν φτωχός Μοναχός), διά νά χρησιμοποιηθεῖ κι αὐτό, ἔστω γιά μιά βελονιά, διά τό πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας...
Φαντάζομαι ὅτι θά μέ καταλάβουν ὅλοι, ὅτι τά γραφόμενά μου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἕνας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν καί κοσμικήν ἀγάπην δυστυχῶς τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μιάν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, πού λέγεται Παπική «Ἐκκλησία», διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δέν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή. Αὐτή ἡ ἀγάπη, πού ἀκούσθηκε ἀπό τήν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σέ πολλά παιδιά του, πού τήν ζοῦν εἰς τάς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πνεῦμα της ἐποχῆς μας: ἡ οἰκογένεια νά χάση τό ἱερό νόημά της, πού ὡς σκοπόν ἔχουν τήν διάλυσιν καί ὄχι τήν ἕνωσιν...
Μέ μιά τέτοια περίπου κοσμική ἀγάπη καί ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στή Ρώμη. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά δείξη ἀγάπη πρῶτα σέ μᾶς τά παιδιά του καί στή Μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τήν ἀγάπη του πολύ μακριά. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύσει μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού ἀγαποῦν τόν κόσμο καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν ἀγάπην, νά κατασκανδαλίση, ὅμως, ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ. Μετά λύπης μου, ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως, νά ὁμιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν, διότι δέν Τόν ἔχουν ἀγαπήσει.
Θά ἤθελα νά παρακαλέσω θερμά ὅλους τούς φιλενωτικούς ἀδελφούς μας: Ἐπειδή τό θέμα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι κάτι τό πνευματικόν καί ἀνάγκην ἔχουμε πνευματικῆς ἀγάπης, ἄς τό ἀφήσουμε σέ αὐτούς, πού ἀγαπήσανε πολύ τόν Θεόν καί εἶναι θεολόγοι, σάν τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι νομολόγοι, πού προσφέρανε καί προσφέρουν ὁλόκληρο τόν ἑαυτόν τους εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας (ἀντί μεγάλης λαμπάδας), τούς ὁποίους ἄναψε τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁ ἀναπτήρας τοῦ νεωκόρου. Ἄς γνωρίζομεν ὅτι δέν ὑπάρχουν μόνο φυσικοί νόμοι, ἀλλά καί πνευματικοί. Ἑπομένως ἡ μέλλουσα ὀργή τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθῆ μέ συνεταιρισμόν ἁμαρτωλῶν (διότι διπλήν ὀργήν θά λάβωμεν), ἀλλά μέ μετάνοιαν καί τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
Ἐπίσης ἄς γνωρίσωμεν καλά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Ἡ μόνη ἔλλειψις, πού παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί˙ ὅμως δέν εἶναι ἀνησυχητικόν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει...
Ὁ Κύριος, ὅταν θά πρέπη, θά παρουσιάση τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους Παλαμάδες, διά νά συγκεντρώσουν ὅλα τά κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διά νά ὀμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, νά στερεώσουν τήν Παράδοσιν καί νά δώσουν χαράν μεγάλην εἰς τήν Μητέρα μας.»
Πιό κάτω ὁ Ὅσιος Παΐσιος μιλᾶ γιά τόν ὀλέθριο κίνδυνο ἀποσχίσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἱδρύσεως ἰδίας Ἐκκλησίας, ἐξαιτίας τῶν φιλενωτικῶν ἀνοιγμάτων. Λέγει, λοιπόν:
«Εἰς τούς καιρούς μας βλέπομεν ὅτι πολλά πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας, Μοναχοί καί λαϊκοί, ἔχουν δυστυχῶς ἀποσχισθῆ ἀπό αὐτήν ἐξ αἰτίας τῶν φιλενωτικῶν. Ἔχω τήν γνώμην ὅτι δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φοράν πού θά πταίη ὁ Πατριάρχης˙ ἀλλά ἀπό μέσα, κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον ὁ καθένας ν' ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπον του. Τό νά διακόψη τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου, νά ἀποσχισθῆ καί νά δημιουργήση ἰδικήν του Ἐκκλησίαν καί νά ἐξακολουθῆ νά ὁμιλῆ, ὑβρίζοντας τόν Πατριάρχην, αὐτό, νομίζω, εἶναι παράλογον.
Ἐάν διά τήν α' ἤ β' λοξοδρόμησι τῶν κατά καιρούς Πατριαρχῶν χωριζώμεθα καί κάνωμε δικές μας Ἐκκλησίες - Θεός φυλάξοι! -, θά ξεπεράσωμε καί τούς Προτεστάντες ἀκόμη. Εὔκολα χωρίζει κανείς καί δύσκολα ἐπιστρέφει. Δυστυχῶς, ἔχουμε πολλές «Ἐκκλησίες» στήν ἐποχή μας. Δημιουργήθηκαν εἴτε ἀπό μεγάλες ὁμάδες ἤ καί ἀπό ἕνα ἄτομο ἀκόμη...»
Καί καταλήγει ὁ Ὅσιος αὐτή τήν δεύτερή του ἐπιστολή ὡς ἑξῆς:
«Ἄς εὐχηθοῦμε νά δώση ὁ Θεός τόν φωτισμόν Του σέ ὅλους μας καί εἰς τόν Πατριάρχην μας κ. Ἀθηναγόραν, διά νά γίνει πρῶτον ἡ ἕνωσις αὐτῶν τῶν «ἐκκλησιῶν», νά πραγματοποιηθῆ ἡ γαλήνη ἀνάμεσα στό σκανδαλισμένο Ὀρθόδοξο πλήρωμα, ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, καί κατόπιν ἄς γίνη σκέψις διά τήν ἕνωσιν μετά τῶν ἄλλων «Ὁμολογιῶν», ἐάν καί ἐφ' ὅσον εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν ν' ἀσπασθοῦν τό Ὀρθόδοξον Δόγμα[62].»
Τελικά, ὅμως, ὁ ὅσιος Παΐσιος ἀπαίτησε καί ἐπέβαλε τήν διακοπή τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου καί στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα. Αὐτή τή θέση καί στάση τήρησε ὁ Ὅσιος, μολονότι στήν ἀνωτέρω ἐπιστολή του δέν συνιστοῦσε στίς ἀρχές τοῦ 1969, τήν διακοπή μνημοσύνου, ἀλλά τόν ὀρθόδοξο ἀγώνα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μήν ἐπεκτείνονται τά ἤδη ζηλωτικά σχίσματα. Στό σημεῖο αὐτό διαπιστώνουμε ὅτι οὐδέποτε ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὑποστήριξε τήν αἱρετική καί βλάσφημη οἰκουμενιστική θεωρία ὅτι δῆθεν τά ἱερά Μυστήρια εἶναι «ἄκυρα» χωρίς τό ἐπισκοπικό μνημόσυνο, μάλιστα ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττει αἵρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Ἀντίθετα, γνώριζε καί τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ καί μάλιστα τοῦ 15ου τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί Ἁγίου καί Μεγάλου Φωτίου. Ὅπως ἀκόμη γνώριζε καί τίς θέσεις, στάσεις καί πράξεις τῶν μεγάλων ἁγίων Πατέρων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Πολύ ὀρθά ἔπραξαν τόσο ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὅσο καί ἄλλοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τήν μνημόνευση τοῦ μασώνου καί μεγάλου οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα τήν τριετία 1970-1973. Εἶχαν ἄλλωστε ὁδοδεῖκτες ὅλες τίς ἀντιπαπικές συνόδους, ἰδίως τήν Η΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί Μ. Φωτίου καί τήν Θ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, καί τόσους ἁγίους Πατέρες. Ἐκτός ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες, τό πατριαρχικό μνημόσυνο διέκοψαν τότε καί τρεῖς Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος˙ ὁ Φλωρίνης Αὐγουστίνος Καντιώτης, ὁ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος καί ὁ Παραμυθίας Παῦλος. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι κανείς, ἀπ' ὅσους διέκοψαν καί ἔπαυσαν τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, δέν ἀποκόπηκε εἴτε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἴτε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οὔτε ἐπέβαλαν τήν διακοπή μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου στούς ἄλλους ἐπισκόπους, καταδικάζοντάς τους ὡς αἱρετικούς, οὔτε διακόπηκε ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Ὁ Ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς λέγει γιά τόν κυρό Ἀθηναγόρα τά ἐξῆς:
«Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αὐτὸς μὲ τὴν νεοπαπιστικὴν συμπεριφοράν του εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς τὰς πράξεις σκανδαλίζει ἐπὶ μίαν ἤδη δεκαετίαν τὰς ὀρθοδόξους συνειδήσεις, ἀρνούμενος τὴν μοναδικὴν καὶ πανσωστικὴν Ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Πίστεως, ἀναγνωρίζων τὰς ρωμαϊκὰς καὶ ἄλλας αἱρέσεις ὡς ἰσοτίμους μὲ τὴν ἀλήθειαν, ἀναγνωρίζων τὸν Ρωμαῖον ἄκρον Ποντίφηκα μὲ ὅλην τὴν δαιμονικὴν ἀντιεκκλησιαστικὴν ὑπερηφάνειάν του. Καὶ προετοιμάζει μὲ αὐτοκτονικὴν ταχύτητα καὶ ἐπιπολαιότητα, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ, αὐτὴν τὴν ἰδικήν του λεγομένην «Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον», ὄχι ὅμως μέ τό βασικόν καί ἁγιοπαραδοσιακόν θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἀλλά μὲ καθαρῶς σχολαστικο-προτεσταντικὴν θεματολογίαν. Τήν προετοιμάζει μάλιστα εἰς τόν Πύργον τῆς Βαβέλ (εἰς τήν Γενεύην) τοῦ συγχρόνου ἀναρχικοῦ καί μηδενιστικοῦ κόσμου, ἄνευ τῆς συμμετοχῆς τῶν πραγματικῶν Ὀρθοδόξων ὁμολογητῶν, φορέων τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως καί Ἐκκλησιαστικότητος. Τὸν τελευταῖον καιρὸν αὐτὸς ἔχει γίνει πηγὴ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ εἰς τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον. Οἱ Ἁγιορεῖται δικαίως τὸν ὀνομάζουν αἱρετικὸν καὶ ἀποστάτην εἰς ἀνοικτὰς ἐπιστολάς των, τὰς ἀπευθυνομένας πρὸς αὐτόν διὰ τοῦ Τύπου»[63].
Ι) Οἱ συνεργάτες καί διάδοχοι τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα
Ἄς δοῦμε, τέλος, στό σημεῖο αὐτό ποιά εἶναι τά κυριώτερα λεχθέντα καί πραχθέντα τῶν συνεργατῶν καί διαδόχων τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, πού ἀόκνως καί ἀπερισπάστως πράττουν, γιά νά καταδειχθεῖ ὅτι ὄντως εἶναι ἄξιοι διάδοχοι τοῦ μέντορα, πάτρωνα καί προκατόχου τους.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος ἦταν ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς Παπικούς. Ἐξεστόμισε τήν παρακάτω μεγάλη βλασφημία, δηλ. νά καταργηθεῖ τό δόγμα περί Ἁγίας Τριάδος:
«Το νόημα τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀφηρημένη ἑλληνική ἰδέα, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τῆς σήμερον καί τῆς αὔριον δέν ἀποδέχεται. Εἰδικῶς δέ ἡ ἀποδοκιμασία αὕτη ἀφορᾶ εἰς τό δόγμα τῆς Τριαδικότητος. Ἑπομένως, δέον ὅπως ἀπεκδυθῆ ἡ Θεολογία τῶν ἑλληνικῶν της ἐνδυμάτων, ἕν μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος[64].»
Ὁ διάδοχος τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου, μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Δημήτριος συνέχισε κι αὐτός μέ τήν σειρά του τήν πολιτική τοῦ προκατόχου του. Ἡ Ἱ. Μ.Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους σέ ἀπαντητική ἐπιστολή τό 1972 ὅσον ἀφορᾶ τό μνημόνευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει καί τά ἑξῆς:
«… ὁ νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης (Δημήτριος), ὄχι μόνον δέν ἐφάνη συντηρητικώτερος τοῦ προκατόχου του, ἀλλά, τοὐναντίον, ὑπερθεματίζει τούτου διά τήν οἰκουμενικήν κίνησιν.»
Στή συνέχεια παραθέτει ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του[65]:
«… Καί διαδηλῶμεν τήν πρόθεσιν ἡμῶν, ὅπως ἐν πιστότητι πρός τήν ἄχρι τοῦδε γραμμήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀκολουθήσωμεν τήν ἁγίαν καί μεγάλην γραμμήν τοῦ Μεγάλου Προκατόχου ἡμῶν, τοῦ ἀοιδίμου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου τοῦ Α’, διά τήν ἐν Πανορθοδόξῳ συμπνοίᾳ διαχριστιανικήν ἑνότητα. Οὐδόλως θά παραλείψωμεν τό ἐπιβαλλόμενον χρέος ὅπως συνάψωμεν διαλόγους, πρωτίστως μετά τοῦ Ἰσλάμ, ἔπειτα δέ καί μετά τῶν ἄλλων μειζόνων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν…[66].»
Ἐπίσης, στήν κοινή διακήρυξη μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη Παῦλο τόν Β΄ στίς 7-12-1987, ὑποστήριξε:
«Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β' καί ὁ Πατριάρχης Δημήτριος διευκρίνησαν ἀπό κοινοῦ: «Ἀποκρούομε κάθε μορφή προσηλυτισμοῦ, κάθε στάση πού θά ἦταν ἤ πού θά μποροῦσε νά θεωρηθῆ ὡς ἔλλειψη σεβασμοῦ τοῦ ἄλλου[67].»
Ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἀπό τήν ἐκλογή του στόν θρόνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνέχισε τήν οἰκουμενιστική, ἰσοπεδωτική γιά τήν Ὀρθοδοξία γραμμή τῶν προκατόχων του Πατριαρχῶν κυρῶν Ἀθηναγόρου καί Δημητρίου. Ἀνεγνώρισε ἀμέσως τόν θεσμό τῶν διαθρησκειακῶν διασκέψεων τῆς Ἀσίζης (1986), τόν ὁποῖο ἵδρυσε τό Βατικανό. Τό 2012 τό ἀφιέρωσε στούς προκατόχους του κυρούς Ἰωακείμ τόν Γ΄ καί Ἀθηναγόρα ἐπειδή:
«... ἀμφότεροι οἱ προκάτοχοι ἡμῶν εἰργάσθησαν, σύν τοῖς ἄλλοις, διά τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν, ὁ μέν ἐξαπολύσας τήν γνωστήν ἐγκύκλιον τοῦ 1902, ὁ δέ συμβαλῶν εἰς τήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί εἰς τήν ἔναρξιν τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας.»
Δηλαδή ἀφιέρωσε τό καινούριο ἔτος σέ αὐτούς, ποῦ ἔκαναν τά σημαντικότερα βήματα προσέγγισης μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν[68].
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δήλωσε, με ἀφορμή τήν συμπλήρωση σαράντα ἐτῶν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυρού Ἀθηναγόρου ὅτι θὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του στὸ ζήτημα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μετά τῶν Παπικῶν καί ἄλλων αἱρετικῶν χριστιανῶν. Ὑπεγράμμισε δέ πώς οἱ διάλογοι ἐπικρίνονται, «ἐν τούτοις θά πρέπει να καταστεῖ σαφές γιά ἀκόμη μία φορά πώς οὔτε κατά διάνοιαν προδίδεται ἡ Ἀποστολική και ἀμώμητος φιλτάτη Ὀρθοδοξία μας[69]».
Τό ἐγκώμιο τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου ἔπλεξε ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος κατά τήν διάρκεια μνημοσύνου ἐπί τῇ ἐπετείῳ τεσσαράκοντα ἐτῶν ἀπό τήν ἐκδημίαν του πρός Κύριον. Τό ἐγκώμιο τό ἔπλεξε, διότι προέβη στήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων καί προσπάθησε, παραθεωρῶν τά δόγματα, τήν καταλλαγή καί τήν ψευδοένωση μετά τῶν Παπικῶν, τούς ὁποίους ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης χαρακτηρίζει «Ἐκκλησίαν», ὅταν καί ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος πιστός γνωρίζει ὅτι ὁ Παπισμός οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τήν Ἐκκλησία. Ἐν συνεχείᾳ ἀνεφέρθη ἀορίστως στίς προσπάθειες, τίς ὁποίες κατέβαλεν ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας γιά τήν ψευδοένωση καί οἱ ὁποῖες ἔχουν συναντήσει τήν δυναμική ἀντίδραση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων, Μητροπολιτῶν, Καθηγουμένων Ἱερῶν Μονῶν, ἐντίμων Κληρικῶν καί προσωπικοτήτων ἀπό τό 1965 ἕως σήμερα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀνεφέρθη καί στό ἔργο τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρου γιά τό ποίμνιό του στήν Τουρκία[70].
Μέ δεδομένη, λοιπόν, τήν συνέχιση τῆς οικουμενιστικής γραμμῆς τῶν κυρῶν Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ καί Ἀθηναγόρου, ὁ κ. Βαρθολομαίος προέβη μεταξύ πολλῶν ἄλλων καί στίς παρακάτω δηλώσεις καί ἐνέργειες, γιά τίς ὁποῖες καυχάται ὅτι ξεπέρασε, ὑπερπήδησε καί ὑπερηκόντισε κατά πολύ τούς προκατόχους του σέ οἰκουμενιστικό ζήλο καί ότι δίδει πραγματικό οἰκουμενιστικό ρεσιτάλ.
Ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἔχει πεῖ κατά καιρούς τά παρακάτω:
- «Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”, τοῦ “ὄντος πρός τόν Θεόν”, καί “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ “αὐθεντίαν” καί “ἀλήθειαν”. Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία. Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν “θεολογικῶν”, “πρακτικῶν” καί “κοινωνικῶν” αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν πολεμικήν[71].»
- «Μιά κοινή μυστηριακή κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀναδυθεῖ, διατηρηθεῖ καί μεταδοθεῖ διαχρονικῶς ἀπό τήν ἀποστολική διαδοχή [...] ἡ Μεικτή Ἐπιτροπή ἔχει δυνηθεῖ νά διακηρύξει, ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας ἀναγνωρίζουν ἡ μία τήν ἄλλη ὡς Ἀδελφές Ἐκκλησίες, ἀπό κοινοῦ ὑπεύθυνες γιά τή διαφύλαξη τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, μέ πιστότητα πρός τό θεῖο σχέδιο, καί μέ ἕναν τελείως ἰδιαίτερο τρόπο ὅσον ἀφορᾷ στήν ἑνότητα [...] Μέ αὐτήν τήν προοπτική παρακινοῦμε τούς πιστούς μας, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνισχύσουν τό πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τό ἕνα Βάπτισμα καί ἀπό τή συμμετοχή στή μυστηριακή ζωή[72].»
- «Διά τήν συνειδητοποίησιν τῶν ἐπιβλαβῶν στοιχείων τῆς παλαιᾶς ζύμης, ἥτις ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν τῆς ἀληθοῦς καί σῳζούσης μετανοίας, ὠφελιμότατος εἶναι ὁ διάλογος [...] Ἐφ’ ὅσον δηλονότι μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία εἶναι ταμιοῦχος τῆς θείας χάριτος καί ἀρχηγός τῆς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τήν παραδοχήν ταύτην, ἡ προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό τῆς μιᾶς καί προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τήν ἑτέραν. Διότι ἑκάστη τοπική Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ΄ ἕν σῶμα μετ’ αὐτῶν καί ἐπιθυμεῖ τήν βίωσιν τῆς ἑνότητος αὐτῆς ἐν Χριστῷ, τήν ἀποκατάστασιν δηλονότι αὐτῆς, διαταραχθείσης κατά τό παρελθόν, καί ὄχι τήν ἀπορρόφησιν τῆς ἄλλης[73].»
- Ἡ παράδοξη αὐτή διεύρυνση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἄφησε ἐκτός τοῦ περιβόλου της τούς αἱρετικούς Προτεστάντες· περί τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (Φεβρουάριος 2006), ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε τό ἔτος 2008:
«Ἀπηλλαγμένοι λοιπόν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος καί ἀποφασισμένοι νά παραμείνωμεν ἡνωμένοι καί νά ἐργασθῶμεν ἀπό κοινοῦ, ἐθέσαμεν, πρό δύο ἐτῶν, κατά τήν διάρκειαν τῆς Θ’ Συνελεύσεως ἐν Porto Alegre Βραζιλίας, τάς βάσεις μιᾶς νέας περιόδου εἰς τήν ζωήν τοῦ Συμβουλίου[74].» - «Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας[75].»
- «Τὸ Κοράνιο (καὶ οἱ Γραφὲς τῶν ἄλλων θρησκειῶν) εἶναι ἴσο μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὸ ὅπως αὐτή[76].»
- «Οἱ Μουσουλμάνοι μποροῦν νὰ πᾶνε στὸν παράδεισο χωρὶς νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό[77].»
- «Πολλὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωρινές[78].»
- «Εἶναι «εὐλογημένη» ἡ Συναγωγὴ τῶν Ἑβραίων[79].»
- Ἡ βασικὴ ἀρχὴ τῆς Μασονίας, δηλαδὴ ἡ ἄποψη ὅτι «ἕκαστος νὰ λατρεύῃ τὸν Ἕνα Θεὸν ὡς [=ὅπως] προτιμᾷ…». «Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τὸν λατρεύουν ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τὴν πίστιν μεταξὺ τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν», εἶναι ἀποδεκτή[80].
- Οἱ Ἱεροί Κανόνες εἶναι «Τείχη τοῦ αἴσχους»[81].
- Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὡς ἀρχιμανδρίτης ἤδη στήν μελέτη του «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἰσχυρίζεται ὅτι πολλοί ἀπό τούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων πρέπει νά καταργηθοῦν καί ἐπί λέξει συνεχίζει:
«Δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά την τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νά “ἀρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον καί ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται καί δέν πρέπει νά ζῇ ἐκτός τόπου καί χρόνου».
Ὡς πατριάρχης κατήργησε αὐτογνωμόνως αὐτούς τούς Ἱερούς Κανόνας, συμπροσευχόμενος ἀδεῶς καί ἐπανειλημμένως μέ αἱρετικούς. Παρῃτήθη ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας νά ὁδηγήσει ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, διότι ὅπως ἐπί λέξει εἶπε:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἐπιδιώκει νά πείση τούς ἄλλους περί συγκεκριμένης τινος ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἤ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νά τούς μεταστρέψει εἰς συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως[82].» - Ὁ Πάπας εἶναι κανονικὸς Ἐπίσκοπος καί «προφητικὸς ἀρχηγὸς ὄχι μόνο τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου» καὶ «πρότυπον» καὶ «ἀδαπάνητος θησαυρὸς καὶ ὁδοδείκτης»[83].
- «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μία, ἀνάμεσα στὶς 348 «ἐκκλησίες» – μέλη τοῦ Π.Σ.Ε – οἱ ὁποῖες διευθύνονται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα[84].»
- «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τήν διάσπαση προπάτορες ἡμῶν, ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, καί εὐρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπέρ αὐτῶν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλ'ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τά σφάλματα ἐκείνων...[85].»
- Ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στήν ἕδρα τῆς Coca Cola, Η.Π.Α., 29.10.2009:
«Ἀξιότιμοι Μουχτάρ καί Δάφνη Κέντ (ὁ μουσουλμάνος Πρόεδρος τῆς Coca Cola καί ἡ σύζυγός του) πολυαγαπημένοι φίλοι καί οἰκοδεσπότες... Ἀγαπητοί στόν Κύριο... Ἀγαπητέ φίλε Μουχτάρ... γνωρίζουμε πώς οἱ ἡρωικές προσπάθειες τῶν γονιῶν σου χάριν τῶν ἑβραίων κατά τήν διάρκεια τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δέν βασίζονταν σέ κάποια θρησκευτική κοσμοαντίληψη, ἀλλά στό σφαιρικό ὅραμα τῆς ἀγάπης γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τῆς ἀξίας κάθε ἀνθρώπινης ζωῆς. Εἴθε ὁ Κύριος ὅλων νά τούς χαρίσει αἰωνία ἀνάπαυση μαζί μέ τούς Δικαίους κάθε γενεᾶς πού ἔχουν φανεῖ εὐάρεστοι σέ Ἐκεῖνον. Ἔχω ἕνα μικρό ἀναμνηστικό. Μικρό καί σπουδαῖο. Ἀναμνηστικό γιά τήν Δάφνη καί τόν Μουχτάρ. Αὐτό εἶναι τό Ἅγιο Κοράνιο, τό ἱερό βιβλίο τῶν μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας[86].» - Ἀπευθυνόμενος σέ «ἱεράρχες» τῆς Ἀρμενικῆς, Αἰθιοπικῆς καί Συριακῆς Κοινότητας, στίς 26-10-2009, στή Νέα Ὑόρκη:
«Ὁ θεολογικός διάλογος μεταξύ τῶν δύο Χριστιανικῶν Οἰκογένειών μας – πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ Ἀρχαῖες Ἀνατολικές Ἐκκλησίες (=οἱ Μονοφυσίτες) – ἔβαλε καί ἐπισήμως ἕνα τέλος στίς παρεξηγήσεις τοῦ παρελθόντος. Δέν εἶναι ἡ θεολογία πού μᾶς χωρίζει. Μᾶλλον, εἴμαστε ἑνωμένοι στή δέσμευσή μας νά θέσουμε τά ποιμαντικά, λειτουργικά, ἐκκλησιαστικά ζητήματα στά ὁποία θά οἰκοδομήσουμε τήν ἑνότητά μας ὅλο καί περισσότερο[87].» - «Ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἀρχιερατείας του (τοῦ Πάπα Φραγκίσκου), ὅταν εἶχα τήν χαρά νά εἶμαι παρών στήν ἐγκαθίδρυσή του καί εἴχαμε μιά ἰδιωτική συνάντηση μισῆς ὥρας, εἴπαμε ὅτι ὀφείλουμε νά ἐργαστοῦμε καί νά προσευχηθοῦμε μαζί γιά τήν ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν μας, γιά τήν ἀνασύνθεση τῆς ἑνότητας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία[88].»
Οἱ πεποιθήσεις αὐτές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔχουν ἐμπράκτως βεβαιωθεῖ μέ διάφορες παλαιότερες ἐκδηλώσεις τοῦ οἰκουμενιστικοῦ γίγνεσθαι, ἐπί παραδείγματι:
1. Mέ τήν παρουσία ἤ καί συμπροσευχή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου σέ ἑσπερινό τῆς Θρονικῆς Ἑορτῆς τῆς Ρώμης (Ἰούνιος 1995).
2. Στήν κηδεία τοῦ «Πάπα» Ἰωάννη Παύλου Β΄ (Ἀπρίλιος 2005), σέ παπική λειτουργία στό Βατικανό (Ἰούνιος 2008).
3. Σέ συνεδρία τῆς «Συνόδου τῶν Καθολικῶν Ἐπισκόπων» (Ὀκτώβριος 2008) καί στήν πρώτη ἐπίσημη «λειτουργία» τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου (Μάρτιος 2013).
4. Μέ τήν ἀπό κοινοῦ εὐλόγηση τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν ἀπό τόν κ. Βαρθολομαῖο καί τόν Καρδινάλιο Cassidy (Φανάρι, Θρονική Ἑορτή 1992).
5. Μέ τή συμμετοχή τοῦ «Πάπα» Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ σέ Πατριαρχική Λειτουργία στό Φανάρι (Νοέμβριος 2006), ὅπου ὁ «Πάπας», φορώντας ὠμοφόριο, ἀπήγγειλε τό «Πάτερ ἡμῶν» καί τοῦ ἐψάλη Πολυχρόνιον.
6. Μέ τήν συμμετοχή τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου στήν θρονική ἑορτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Νοέμβριος 2014).
7. Μέ τήν συμπροσευχή μετά τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου στήν Ἱερουσαλήμ, ἐνώπιον τοῦ Παναγίου Τάφου (Μάιος 2014).
8. Ἀκόμη, μέ τήν ἐπίδοση ἁγίου Ποτηρίου ὡς δώρου στόν νεο-εκλεγέντα τότε οὐνίτη (ἐν Ἀθήναις) ἐπίσκοπο «Καρκαβίας», Δημήτριο Σαλάχα (Μάιος 2008).
9. Μέ τή συμμετοχή τοῦ παπικοῦ «ἐπισκόπου» Louis Pelâtre στόν ἑσπερινό τῆς ἀγάπης στό Φανάρι τό Πάσχα τοῦ 2009, ἔθος πού συνεχίσθηκε καί τά ἑπόμενα ἔτη, μέ εἴσοδο τῶν ἑτεροδόξων στό ἱερό Βῆμα διά τῆς Ὡραίας Πύλης.
10. Μέ τή συμμετοχή τοῦ κ. Βαρθολομαίου στή «Σύνοδο» τῶν Ἀγγλικανῶν στό Labeth Palace (Νοέμβριος 1993) καί την ἐπίσημη ἐπίσκεψή του στόν Ἀγγλικανό «Ἀρχιεπίσκοπο» Καντερβουρίας Justin Welbi (Νοέμβριος 2015).
11. Μέ τή συνάντηση μέ τόν «Πάπα» Φραγκῖσκο στή Ρώμη τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 2014, μέ σκοπό τήν συμπροσευχή γιά τήν εἰρήνευση τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.
12. Μέ τή συνάντηση μέ τόν Μονοφυσίτη «Πατριάρχη» τῶν Ἀρμενίων κ. Ἀράμ στό Φανάρι (Σεπτέμβριος 2014).
13. Μέ τή συνάντηση «Πάπα»-Πατριάρχη-Ἀρχιεπισκόπου στή Λέσβο (Ἀπρίλιος 2016).
14. Μέ τήν σύγκληση καί διεξαγωγή τῆς ληστρικῆς, αἱρετικῆς καί οἰκουμενιστικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016).
15. Μέ τή συμμετοχή στήν διαθρησκειακή συνάντηση τῆς Ἀσσίζης (Σεπτέμβριος 2016).
Ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα, διανθίσθηκαν μέ συμπροσευχές, προσφωνήσεις ἤ καί κοινές ἐκκλησιολογικές δηλώσεις[89].
[1] (http://aktines.blogspot.gr/2018/04/19-20-2018.html), (http://www.katanixis.gr/2018/04/blog-post_707.html).
[2] ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΣΑΦ ΜΑΚΡΗΣ, «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ο αἰῶνα», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἐκδ. Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 46-64.
[3] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, Γιατί οἱ ΗΠΑ στηρίζουν το Φανάρι, (http://www.greeknewsonline.com/modules.php?-name=News&file=print&sid=2330).
[4] Γ. ΠΡΙΝΤΖΙΠΑΣ καί Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Ἐκκλησία καί Ἑλληνισμός ἀπό τό 1821 ἕως σήμερα, ἐκδ. Προσκήνιο-Ἄγγελος Σιδεράτος, 2005, σσ. 283-284.
[5] Ματθ. 7, 16-20.
[6] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Έγώ ὁ Ἰάκωβος, ἐκδ. ΣΚΑΪ, ἐκδ. οἴκος Λιβάνη, Ἀθήνα 2002, σσ. 189-190.
[7] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι καί Οἰκουμενικαί σχέσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν Κ΄ αιώνα, σ. 204.
[8] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας˙ ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ιδεῶν, Ἀθήναι 1976, σ. 93.
[9] Ὅ. π., σ. 94.
[10] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Ἐγώ ὁ Ιάκωβος…
[11] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 95.
[12] Ὅ. π., σ. 95.
[13] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Οὐνία˙ ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002.
[14] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 117.
[15] Ό. π.
[16] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 93.
[17] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, Τά Πεπραγμένα ἀπό 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Ἀθήναι 1964, σ. 39.
[18] Ό. π., σ. 39.
[19] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 98.
[20] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Αθηναγόρου», Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπείον [Ἀνάτυπο ἐκ τοῦ περιοδικοῦ Παρακαταθήκη], σ. 4.
[21] Ο. π.
[22] Ό. π.
[23] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική Θεολογία καί πνευματικότητα, ἐκδ. Ὑπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, σ. 49.
[24] π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Γιά ἕνα ὀρθόδοξο οἰκουμενισμό, ἐκδ. Ἄθως-Σταμούλης, Πειραιεύς-Ἀθήνα 1976.
[25] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σ. 219.
[26] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, «Δήλωση», Ὀρθόδοξος Τύπος (Νοέμβριος 1965).
[27] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Ἐγώ ὁ Ἰάκωβος…, σσ. 196-197.
[28] Τόμος Ἀγάπης, Vatican - Phanar (1958-1970), Rome - Istanbul 1971, σσ. 286-287.
[29] π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Ὀρθόδοξος καί βατικάνειος συμφωνία περί Ουνίας (http://www.romanity.org/htm/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_sumfonia_peri_ounias.01.htm)
[30] ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολογικός Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν (Ἱστορία-Κείμενα-Προβλήματα), ἐκδ. οἴκος ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα 1996, σ. 40. Σχ. βλ. ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, 10-9-2014, (http://parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-217/471-2014-217-01).
[31] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Αθηναγόρου»…, σσ. 4-5.
[32] Ό. π., σ. 5.
[33] Διατάγματα Β' Συνόδου Βατικανού, τεύχος 7, έκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Ἀθήνα, σσ. 43-44.
[34] Γ. ΛΑΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καί διαθρησκειακός Διάλογος. Ἐνημερωτικό σημείωμα, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στίς σχέσεις μέ τό Ἰσλάμ, «Καθ' Ὀδόν» 1992, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος, τεύχος 3, σσ. 43-57.
[35] Ἰω. 1,5 καί 1,11.
[36]ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός, τ. ΙΙ, Ἀθήναι 1965, σ. 170.
[37] Θεοδρομία (Σεπτέμβριος 2006) 460.
[38] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖον, σ. 1.
[39] Σπίθα (Μάϊος-Ιούνιος 1980).
[40] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ - ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός. Ὁ ἀρξάμενος Θεολογικός διάλογος. Γεγονότα καί σκέψεις», Θεολογία 53 (1982) 77.
[41] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 4.
[42] Κατά τήν λατινική ἐκκλησιολογία ὑπάρχουν διάφοροι βαθμοί ἑνώσεως τῶν ἑτεροδόξων μέ τήν Παπική αἵρεση.
[43] ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ Ὀρθοδοξία μπροστά στή θύελλα τοῦ συγχρόνου Προτεσταντικοῦ καί Παπικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Πειραιάς 2011, σ. 88.
[44] Ὅ. π., σσ. 88-89.
[45] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι…, σ. 205.
[46] ATHENAGORAS KOKKINAKIS, The Thyateira Confession, London, The Faith Press 1975, σ. 62 καί ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, «Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας˙ ἡ ἰδέα τῆς «Βαπτισματικῆς Ἑνότητας» καί ἡ ἀποδοχή της ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ι.Μ.Μεγ.Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 116).
[47] Ἐκ δηλώσεών του, Ὀρθόδοξος Τύπος (φ. 94, Δεκέμβριος 1968).
[48] Ἐκ τοῦ μηνύματός του ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1967, Ἀπό τήν πορείαν τῆς ἀγάπης, σ. 87.
[49] Δήλωσίς του, Ἀκρόπολις, 29-6-1963.
[50] Ἐξ ὁμιλίας του εἰς τήν θεολογικήν Σχολήν Βελιγραδίου 12-7-1967, Ἔθνος (13-10-1967).
[51] Σχ.βλ. ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστικός Ἀγών» (τῆς Ἀδελφ. «ὁ Σταυρός»–Ζωοδ. Πηγῆς 44), φ. 48, Μάϊος 1970, σ. 3–4), μέ τίτλο: «Ὁμιλεῖ ὁ Ἀθηναγόρας. Αἱ κατά καιρούς Δηλώσεις, τά Μηνύματα καί αἱ ἐνέργειαι αὐτοῦ». (Πρόκειται για συλλογή σχετικῶν ἀναφορῶν ἀπό τά βιβλία τοῦ μακαρ. π. Σπυρ. Σ. Μπιλάλη, «Ὀρθοδοξία καί Παπισμός» τόμ. Α´ καί Β´, Ἀθῆναι 1969, Ἐκδόσεις «Ὀρθ. Τύπου». Ἔκτοτε ἔχουν πολλά γραφῆ, τά ὁποῖα «ὁ ζητῶν εὑρίσκει», Ματθ. 7, 8).
[52] «Αἱρετικός ὁ Ἀθηναγόρας ἐβροντοφώνησεν ὁ μακαριστός π. Μάρκος Μανώλης πρίν 42 χρόνια», Ὀρθόδοξος Τύπος (30-3-2012) 1, 7.
[53] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 43-44.
[54] Ὀρθόδοξος Παρατηρητής, Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 4, (http://aktines.blogspot.gr/2012/07/blog-post_7738.html).
[55] «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 12-9-1999.
[56] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Τά Πεπραγμένα…, σσ. 18-19.
[57] Ὅ. π., σσ. 19-20.
[58] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Ἀπό τόν ἀφορισμό τοῦ 1054 στήν ἐπίσκεψη τοῦ 1999», ΤΟ ΒΗΜΑ (12/9/1999).
[59] Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Ἐκκλησία καί Κράτος, ἐκδ. Τό Ποντίκι, σ. 154.
[60] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Ἡ ὑπέρβαση τοῦ κ. Χριστοδούλου», ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (10/12/2006).
[61] ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, τ. Α΄, Ἀθήναι 1981, σσ. 152-153 καί ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Φορεῖς καί ἀχθοφόροι», Ὀρθόδοξος Τύπος (6-4-2012) 1.
[62] ΟΣΙΟΣ ΠΑÏΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Ἄγνωστη ἐπιστολή πόνου κατά οἰκουμενιστῶν καί φιλενωτικῶν», Ὀρθόδοξος Τύπος (9/16-3-2007) 1,5.
[63] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, «Ἔκθεσις ἐπί τοῦ θέματος τῆς «Πανορθοδόξου Συνόδου» ὑποβληθεῖσα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἐν Σερβίᾳ Ἐκκλησίας τό 1971», ἐν Α. Δ. ΔΕΛΗΜΠΑΣΗΣ, Πανορθόδοξος Σύνοδος. Σύνοδοι, Ἀντισύνοδοι καί ἡ «Πανορθόδοξος Σύνοδος», Ἀθήναι 1976, σσ. 116-117.
[64] «Αἱ θέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους διά τό μνημόσυνον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τό ἔτος 1972», ἐν Θεοδρομία ΙΑ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2009) 79.
[65] Ἐπίσκεψις 69 (25-7-1972).
[66]«Αἱ θέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν…», σσ. 78 - 79.
[67] Κοινή διακήρυξη τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου Δημητρίου Α' καί τοῦ πάπα Ἰωάννη Παύλου Β' (7-12-1987), Σύναξη Κληρικῶν καί Μοναχῶν, ««Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι»˙ ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα», Φώτης Κόντογλου, ἔκδ. Σύναξη Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν, Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σ. 65 καί Ὀρθόδοξος Τύπος (2-12-2011) 6 καί Θεοδρομία ΙΓ΄ (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) 622-3.
[68] Ὁμιλία 1η Ἰανουαρίου 2012, Ὀρθόδοξος Παρατηρητής, Ὀρθόδοξος Τύπος (13-1-2012) 4.
[69] ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΡΒΟΣ, «Ἄς ἀπαντήση ὁ Οἰκ. Πατριάρχης», Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 1.
[70] «Ὕμνοι διά τήν φιλοπαπικήν πορείαν τοῦ ἀοιδίμου Οἰκ. Πατριάρχου Ἀθηναγόρου», Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 8.
[71] Οἰκουμενικός Πατριάρχης πρός Πατριάρχη Ἱεροσολύμων: Ἀμφότεροι φυλάσσσομεν πνευματικάς καί κυριαρχικάς Θερμοπύλας», Amen.gr (24-5-2014) (http://www.amen.gr/article18151) - (§4).
[72] «Common Declaration Signed in the Vatican by Pope John Paul II and Patriarch Bartholomew I, June 29, 1995», EWTN Global Catholic Network, (http://www.ewtn.com/library/PAPALDOC/BARTHDEC.HTM). Βλ. καί Ἐπίσκεψις 520 (31-7-1995) 20.
[73] Προσφώνησις πρός τήν παπικήν ἀντιπροσωπείαν ὑπό τόν Καρδινάλιο William Keeler, κατά τήν Θρονική Ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως (1998), ἐν Ἐπίσκεψις 563 (31-11-1998).
[74] «Ὁμιλία ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς ἑξηκοστῆς ἐπετείου ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», Καθεδρικός Ναός Ἁγίου Πέτρου Γενεύης, τήν 17ην Φεβρουαρίου 2008, ἐν (http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=876&tla=gr).
[75] Ἐπίσκεψις 603, 15 καί 523 (Γενεύη 1995) 12 καί 511 (30-11-1994) καὶ 494 (Γενεύη 1994) 23, Ὀρθόδοξος Τύπος 11-9-2009, Ἀδέσμευτος Τύπος (Μήτση) 21-9-2004.
[76] Ἀντιφώνηση πρὸς τὸν πρόεδρο τοῦ Ἰρὰν Mohamend Khatami στὶς 13-1-2002. Ἐπισκεψις 606, 2, Ὀρθόδοξος Τύπος 15-3-2002.
[77] Ἐπίσκεψις 563, 21.5. (www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3117&Itemid=2), Ἐκκλ. Πρακτορεῖο Εἰδήσεων www.amen.gr, 20/1/2013.
[78] Ἀπογευματινή 21-9-2003.
[79] Νέα Ὑόρκη 28-10-2009. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης παραλαμβάνει τὸ βραβεῖο «Μακκαβαίων», μὲ τὸ ὁποῖο τὸν «τίμησε» ἡ Ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ τῆς πόλης.
[80] Ὁμιλία στὸ Μπαχρέϊν στὶς 25−9−2000. Ἐπίσκεψις 588, 16 καὶ ἀπὸ μήνυμα, ποὺ ἔστειλε στοὺς Μουσουλμάνους ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ Ραμαζανίου. Ρεπορτὰζ τοῦ Νίκου Παπαδημητρίου στὸ “Flash” στὶς 16.12.2001.
[81] Ἐπίσκεψις 423 (15-7-1989) 6-7.
[82] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 45-46.
[83] Ἐπίσκεψις 647 (30-4-2005) 2-3. «Καθολική» 22-7/-003, ἐπίσημη ἐφημερίδα τῶν ΡΚαθολικῶν στὴν Ἑλλάδα.
[84] «Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς 60ῆς ἐπετείου ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Π.Σ.Ε.», Θεοδρομία 1 (Ἰαν.–Μάρτιος 2008) σ. 145.
[85] Ἐπίσκεψις 563 (30.11.1998) 6. Προσφώνηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, κατά τή θρονική ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου στίς 30.11.1998 πρός τήν παπική ἀντιπροσωπεία, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας ἦταν ὁ Καρδινάλιος William Η. Keeler. Τό πλῆρες κείμενο δημοσιεύεται στό περιοδικό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως «Ἐπίσκεψις» 563 (1998) 4-8.
[86] (www.patriarchate.org/multimedia/video καί www.augoustinos-kantiotis.gr)
[87] (www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=816)
[88] Ὑψηλή τιμητική διάκριση γιό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο (ΦΩΤΟ) 27-10-2015, (http://www.amen.gr/article/ypsili-timitiki-diakrisi-ston-oikoumeniko-patriarxi-vartholomaio-foto), Ὁμιλία Πατριάρχου Βαρθολομαίου κατά τήν ἀναγόρευσή του σέ ἐπίτιμο διδάκτορα ἀπὸ τὸ Πανεπιστημιακὸ Ἰνστιτοῦτο "Σοφία", τοῦ παπικοῦ κινήματος «Focolari» τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2015.
[89] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, 26-11-2014, (http://www.theodromia.gr/A9455A79.el.aspx).
Πηγή: Ακτίνες
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Ἐν Πειραιεῖ 19-4-2018
Αὐτές τίς ἡμέρες, 19 καί 20 Ἀπριλίου 2018, διεξάγεται στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ. διεθνές οἰκουμενιστικό συνέδριο μέ θέμα: «Ἀθηναγόρας καί Οἰκουμένη: 70 Χρόνια ἀπό τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί ἀπό τήν ἴδρυση τοῦ Π.Σ.Ε.»[1]. Σ’ αὐτό συμμετέχουν γνωστοί βετεράνοι καί νέοι οἰκουμενιστές κληρικοί καί λαϊκοί, ὅπως ὁ Σεβ. Μητρ. Ἀμορίου κ. Νικηφόρος, ὁ π. Γεώργιος Τσέτσης, ὁ Ἀριστείδης Πανώτης, ὁ Σεβ. Μητρ. Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος, ὁ κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, ὁ Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ὁ κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης, ὁ κ. Γεώργιος Λαιμόπουλος, ὁ Σεβ. Μητρ. Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνος, ἡ κ. Βασιλική Σταθοκώστα, ὁ κ. Στυλιανός Τσομπανίδης, ὁ κ. Διονύσιος Βαλαής, ὁ κ. Κωνσταντίνος Χρήστου, ὁ Σεβ. Μητρ. Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας, ὁ κ. Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, ὁ κ. Βασίλειος Κουκουσᾶς καί ὁ κ. Παῦλος Σεραφείμ.
Ἐπειδή θεωροῦμε ὅτι στό ἀνωτέρω οἰκουμενιστικό συνέδριο θά κυριαρχήσει ἡ παραπληροφόρηση, ἡ στρέβλωση τῆς ἀληθείας, ἡ ἀπήχηση διαχριστιανικῶν οἰκουμενιστικῶν θέσεων, σά νά ἔχει λησμονηθεῖ καί ἀπαληφθεί ἡ πραγματική ἱστορία, σά νά ἔχει γίνει ἱστορική κάθαρση καί γενοκτονία τῆς μνήμης, μέ ἀποτέλεσμα νά δίδεται μιά μεροληπτική εἰκόνα τῶν πραγμάτων καί τῶν γεγονότων περί κυροῦ Ἀθηναγόρα, γιά τόν λόγο αὐτόν προβαίνουμε στήν ἐπανέκδοση καί ἐπαναδημοσίευση παλαιοτέρου κειμένου μας μέ ὁμώνυμο τίτλο, μέ μοναδικό σκοπό τήν φανέρωση καί ἀποκάλυψη τῆς πλήρους ἀληθείας.
Τά σχετικά μέ τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα τά δανειζόμαστε ἀπό τό ἐξαίρετο, θαυμάσιο καί πολύ ἐμπεριστατωμένο κείμενο τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Ἰωάσαφ Μακρῆ «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ο αἰώνα»[2].
Α) Ἡ ἐκλογή τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα
Κορυφαία ὅσο καί καθοριστική ἐκδήλωση τοῦ ἐνεργοῦ ἐνδιαφέροντος καί ἐνασχολήσεως τῆς ἀμερικανικῆς πολιτικῆς μέ τίς ὑποθέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἡ ἐπιλογή καί ἐπιβολή τό 1948 στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ μέχρι τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς κυροῦ Ἀθηναγόρα. Εἶναι ὁ μοναδικός Πατριάρχης, πού ἐκλέχθηκε στόν Οἰκουμενικό Θρόνο, χωρίς νά ἔχει τήν τουρκική ὑπηκοότητα, ὅπως προβλέπεται ἀπό τήν Συνθήκη τῆς Λωζάνης. Εἶχε προηγηθεῖ ὁ ἐξαναγκασμός σέ παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄ καί ἡ διαγραφή ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση ὅλων τῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἐνδημούσης συνόδου ἀπό τόν κατάλογο ὑποψηφίων.
Ἡ ἀναγκαστική παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄, πού ἐπισήμως ἀποδόθηκε σέ λόγους ὑγείας, ὀφειλόταν σέ ἀμερικανική ἀπόφαση γιά ἀναχαίτιση τῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας καί τῶν Σοβιετικῶν μέ τήν θεωρουμένη ἀνοχή τοῦ Πατριάρχου.
«Τό 1945 τό Πατριαρχεῖο Μόσχας συνεκάλεσε μία Πανορθόδοξη Διάσκεψη, στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας κυρός Χριστοφόρος καί Ἀντιοχείας κυρός Ἀλέξανδρος. Ἐκεῖ τέθηκαν οἱ νέες βάσεις γιά τήν Πανορθόδοξη ἑνότητα καί μαρτυρία. Ὅλα ἔγιναν ἐν ἀγνοίᾳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τοῦ Προκαθημένου της. Τό γεγονός θορύβησε τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, καθώς ὁ Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στήν ἀρχή καί πολλοί ἔβλεπαν ὅτι οἱ Σοβιετικοί τροπαιοῦχοι ἀπό τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σκόπευαν νά χρησιμοποιήσουν τό Πατριαρχεῖο στήν προσπάθεια διείσδυσης σέ νέες σφαῖρες ἐπιρροῆς. Οἱ ἀπόψεις αὐτές ἐνισχύθηκαν ἕνα χρόνο ἀργότερα, ὅταν, κατά τή διάρκεια τῆς ἐνθρόνισής του, ὁ Πατριάρχης κυρόε Μάξιμος ὁ Ε΄ τίμησε μέ ἐξαιρετικό τρόπο τόν Σοβιετικό πρέσβυ, τόν ὁποῖο ὑποδέχθηκε ὡς ἐκπρόσωπο τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας, ἐνῶ ὑπάρχουν καί πληροφορίες ὅτι κάποια στιγμή ταξίδεψε μαζί μέ τόν Ρῶσο διπλωμάτη στό αὐτοκίνητό του. Ἔτσι οἱ ΗΠΑ ἀποφάσισαν νά λάβουν μέτρα: ἡ ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, ἡ ἄφιξή του μέ το ἀεροσκάφος τοῦ Ἀμερικανοῦ Προέδρου Χάρι Τρούμαν, ἡ παραχώρηση τῆς τουρκικῆς ὑπηκοότητας μέ τό σκεπτικό ὅτι, ὅταν γεννήθηκε, τό χωριό του στήν Ἑλλάδα ἀποτελοῦσε μέρος τῆς Ὀθωμανικῆς ἐπικράτειας, ἦταν μερικές μόνον ἀπό τίς κινήσεις, πού δρομολόγησε ἡ Οὐάσιγκτον»[3].
Οἱ λεπτομέρειες τῆς ἐκλογῆς τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔχουν ὡς ἑξῆς:
«Ἐνῶ στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Μαξίμου ὁ νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δηλώσει στήν πατριαρχική ἀντιπροσωπεία, πού τόν ἐπισκέφθηκε, ὅτι οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Φαναρίου μποροῦσαν νά ἐκλέξουν ὅποιον θέλουν, στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔθεσε θέμα ἀποκλεισμοῦ ἀπ' αὐτήν ὅλων τῶν ἀρχιερέων, λέγοντας τό περίφημο «οὐδείς ἐξ ὑμῶν». Κι αὐτό, γιατί γιά τήν Τουρκική κυβέρνηση, συμφωνουσῶν καί τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς ἀμερικανικῆς, μοναδικός ὑποψήφιος ἦταν ὁ Ἀμερικῆς κυρός Ἀθηναγόρας.
Ἡ ὑποψηφιότητα τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα προκάλεσε ἀντιδράσεις τόσο στήν Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου, ὅσο καί στήν Ἱεραρχία τῶν Νέων Χωρῶν στήν Ἑλλάδα. Τότε ἐκδηλώθηκε ἀνοικτή ὑποστήριξη πρός τόν ὑποψήφιο τόσο ἀπό τήν ἑλληνική, ὅσο καί κυρίως ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα ἄρχισαν οἱ πιέσεις ἀπό τόν νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως πρός ὅσους ἀντιδροῦσαν. Ἀκόμη ἡ ὑποψηφιότητά του παραβίαζε τόν τεσκερέ τοῦ 1923, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες ἔπρεπε νά εἶναι Τοῦρκοι πολίτες. Παρά ταῦτα ὄχι μόνο ἔγινε δεκτός, ἀλλά μετά τήν ἐκλογή του, τοῦ δόθηκε ἡ τουρκική ὑπηκοότητα καί, ὅταν ἔφτασε στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ νομάρχης τοῦ παρέδωσε τήν ταυτότητα.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἄρχισε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, πού κράτησε 24 χρόνια. Μιά πατριαρχία, πού παρουσίασε ἱκανό ἔργο στόν διορθόδοξο καί διαχριστιανικό χῶρο, καί ἀνέδειξε τό Φανάρι διεθνῶς. Χαρακτηριστικά γιά τήν πληθωρική προσωπικότητα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα εἶναι τά ἀνεπίτρεπτα ἀνοίγματά του πρός τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, πού μετέτρεψαν τό ἀπομονωμένο Πατριαρχεῖο σέ κέντρο τοῦ παγκόσμιου ἐνδιαφέροντος»[4].
Β) Ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα
Ἡ πολύχρονη πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα στάθηκε κατά κοινή ὁμολογία παράτολμη καί ἀνατρεπτική. Εἴτε τήν κρίνει κανείς μέ τά ἐπιχειρήματα τῶν ἐπικριτῶν εἴτε μέ τά ἀντίστοιχα τῶν ὑμνητῶν του καταλήγει στό ἴδιο πάντα συμπέρασμα˙ ὅτι οἱ τομές, πού ἐπέφερε, καί οἱ πρωτοβουλίες, πού ἀνέλαβε, ἰδιαίτερα στό θέμα τοῦ διαλόγου μέ τούς ἑτεροδόξους, ὑπῆρξαν ἐξαιρετικά καινοτόμες καί ρηξικέλευθες.
Ἡ ἀποδοχή, λοιπόν, τῶν ἐπιχειρημάτων τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης πλευρᾶς ἐξαρτᾶται κατά κύριο λόγο ἀπό τά κριτήρια, πού θέτει κανείς, γιά νά ἀποτιμήσει τήν συνολική παρουσία του στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἄν ὡς κριτήριό μας θέσουμε τήν διεθνή ἀκτινοβολία καί ἀναγνώριση, τήν κοινωνική καί πολιτική καταξίωση, τήν διπλωματική δεινότητα καί εὐστροφία, τήν πρόσδοση κύρους καί προβολῆς στό Φανάρι καί ἄλλα ἀνάλογα κριτήρια, τά ὁποία ἀποδέχονται οἱ Οἰκουμενιστές, τότε ναί ἦταν μιά «μεγαλειώδης πατριαρχία» αὐτή τοῦ «Μεγάλου» Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα.
Ἄν, ὅμως, ὡς κριτήριο θέσουμε τήν Ὀρθόδοξη πίστη, τήν Ἱερά Παράδοση, τήν Ἁγία Γραφή, τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, τίς Ἅγιες Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τούς Ἁγίους Πατέρες, κριτήρια τά ὁποία ἀποδεχόμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι, τότε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἦταν μία καταστρεπτική, προδοτική, ἐκδυτιστική καί ἐκλατινιστική πατριαρχία. Ἦταν μία παταγώδης ἀποτυχία. Ὁ Κύριος λέει: «Ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. Μήτι συλλέγουσιν ἀπό ἀκανθῶν σταφυλήν ἤ ἀπό τριβόλων σύκα; Οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθόν, καρπούς καλούς ποιεῖ. Τό δέ σαπρόν δένδρον, καρπούς πονηρούς ποεῖ. Οὐ δύναται δένδρον σαπρόν, καρπούς καλούς ποεῖν. Πᾶν δένδρον, μή ποιοῦν καρπόν καλόν, ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται. Ἄρα γε ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς»[5]. Ποιοί οἱ καρποί καί τά ἀποτελέσματα τῆς πατριαρχίας τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα; α) Τό 300.000 ὀρθοδόξων πιστῶν ποίμνιο, αὐτός κατάφερε νά τό συρρικνώσει στίς 3.000, καί β) κατά τή διάρκεια τῆς πατριαρχίας του δέν σημειώθηκε καμμία μεταστροφή αἱρετικοῦ ἤ ἑτεροδόξου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ καθένας παρέμεινε στήν αἵρεση καί ἑτεροδοξία του.
Γιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ ἐπιλογή ἦταν δεδομένη καί τήν εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ ἀποκαλυπτικά στόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς κυρό Ἰάκωβο ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας: «Ἀπό αὐτή τήν κατάθλιψη, στήν ὁποία ζοῦμε ἐδῶ ἐπί αἰῶνες, δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς βγάλει κανείς. Πρέπει νά βγάλουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, κοιτάζοντας πρός τήν Δύση, πρός τήν Εὐρώπη γενικά καί τίς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως»[6].
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ, ὅμως, στά θέματα τῆς πίστεως, τά παραπάνω κριτήρια δέν ἔχουν καμμία θέση στήν ἀξιολόγηση τῶν ἐπιλογῶν. Τοὐναντίον μάλιστα ἀποτελοῦν τροχοπέδη γιά τήν διατήρηση τῆς ἀκριβείας καί τῆς ἀληθείας της.
Δυστυχῶς, ἡ ταύτιση τῶν συμφερόντων (τῶν καλῶς ἔστω νοουμένων) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τίς ἐπιλογές του σέ ζητήματα πίστεως στάθηκε ὀλέθρια καί δέν ἔπαψε μέχρι καί σήμερα νά μᾶς ἀποπροσανατολίζει, νά μᾶς παραπλανᾶ καί νά μᾶς παγιδεύει στό διχαστικό, ὅσο καί τεχνητό, δίλημμα: ἤ τά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα ἤ ἡ παρακμή καί ἡ ἀπώλεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἔτσι, ἡ ὑποστήριξη τῶν ἑκάστοτε πρωτοβουλιῶν τοῦ Φαναρίου ἔγινε ταυτόσημη μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀλλά καί ἀντίστροφα, κάθε κριτική πρός τίς ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκλαμβάνεται ὡς πολεμική καί ἀπαξίωση τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ. Αὐτός ὁ διχασμός ἔλαβε τήν μορφή καί τήν ἰσχύ ἀξιώματος. Ἔγινε πάγια τακτική τοῦ Φαναρίου, δόγμα τῆς ἐξωτερικῆς του πολιτικῆς, κοινός τόπος στήν ἀκαδημαϊκή θεολογία, κατευθυντήρια γραμμή στόν τύπο καί ὅλα τά ΜΜΕ, μόνιμο σύνθημα ὅλων τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Γ) Ἡ καλλιέργεια σχέσεων μέ τό Βατικανό
Ἀπό τό ξεκίνημα τῆς πατριαρχίας του «ὁ προκαθήμενος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνηγκαλίσθη μετά παροιμιώδους ζωτικότητος τό ζήτημα τῆς ἀναθερμάνσεως τῶν ἐπαφῶν μέ τήν Ρώμην, τήν ὁποίαν ἐν τῷ ἐνθρονιστηρίῳ ἤδη λόγῳ του ἀσπάζεται μετ' ἀπεράντου σεβασμοῦ ἀδελφικῶς ἐν Χριστῷ»[7].
Τό ἄνοιγμα καί οἱ στενές σχέσεις τοῦ Πατριάρχου κυρού Ἀθηναγόρα μέ τό Βατικανό ἦταν κάτι τό ἀναμενόμενο καί προγραμματισμένο, καθώς «ἀπό Μητροπολίτης Κερκύρας εἶχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις μέ τόν Παπισμό, πού ὡς ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τίς ἀξιοποίησε περισσότερο. Ὅταν μάλιστα ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης διήρχετο μέ τό προσωπικό ἀεροπλάνο τοῦ Τρούμαν ἀπό τό ἰταλικό ἔδαφος, παρακάλεσε τόν πιλότο νά πετάξη πάνω ἀπό τήν Ἁγία Ἔδρα, ἀνταποκρινόμενος κατ' αὐτόν τόν τρόπο στήν ἐπιθυμία πολλῶν φίλων του τῆς Ἀμερικῆς νά συνδεθῆ στενότερα μέ τόν Παπισμό»[8].
Ὁ πρῶτος ἐπίσημος ἀπεσταλμένος τοῦ Φαναρίου στό Βατικανό ἦταν ὁ μόλις ἐκλεγμένος τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρόε Ἰάκωβος, ὁ πρῶτος ὀρθόδοξος Ἱεράρχης, πού συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης μετά ἀπό αἰῶνες.
Στήν συνάντηση, πού εἶχε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄ κατά τό ἔτος 1959, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τοῦ μετέφερε προσωπικό μήνυμα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα: «Ἁγιώτατε. Ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης μοι ἀνέθεσε τήν ὑψίστην τιμήν νά ἐπιδώσω πρός τήν Ὑμετέραν Ἁγιότητα, ὄχι ἐν γράμμασιν ἀλλ' ἐν τῇ ζώσῃ, τό ἑξῆς μήνυμα: «ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης. Διότι πιστεύει ὅτι Ὑμεῖς εἶσθε ὁ δεύτερος Πρόδρομος, ὁ ἐπιφορτισμένος παρά τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐντολήν εὐθείας νά ποιήσητε τάς τρίβους Αὐτοῦ»[9].
Στήν ἀπάντησή του ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ἀποκάλυψε τίς προθέσεις τοῦ Βατικανοῦ ἐν ὄψει τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού ἐπρόκειτο νά ξεκινήσει τίς ἐργασίες της. «Σκοπός τῆς νέας Συνόδου εἶναι ἡ ἐπανένωσις τῆς Ἐκκλησίας» δηλώνει στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί συμφωνοῦν ἀπό κοινοῦ ὅτι «ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» πρέπει νά στηριχθεῖ στίς ἀρχές τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως»[10]. «Ἐάν δέν ἐπικρατήση τό σύνθημα τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως: ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφότης, οὔτε εἰρήνη θά ὑπάρξει μεταξύ τῶν ἐθνῶν, οὔτε ἕνωσις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν»[11].
Τέλος, ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ὅρισε τίς βασικές ἀρχές αὐτῆς τῆς «ἑνώσεως»: «Ἡ ἕνωσις θά εἶναι ἕνωσις καρδιῶν. Ἕνωσις προσευχῆς. Ἕνωσις - καρπός ἀναζητήσεως τοῦ ἑνός ὑπό τοῦ ἄλλου»[12], δήλωσε στόν Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Ἰάκωβο καί σηματοδότησε, ἔτσι, τή νέα οἰκουμενική πολιτική τοῦ Βατικανοῦ ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ νέα αὐτή πολιτική, πού ἔλαβε τήν ἐπίσημη μορφή της μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου (1963-1965) καί τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», ἐπεβλήθη στό ἑξῆς στόν διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἀφοῦ ἔγινε δεκτή καί ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Πρόκειται γιά τήν γνωστή οὐνιτικοῦ τύπου «ἑνότητα», μέ τόν «ἀμοιβαῖο ἐμπλουτισμό τῶν δύο παραδόσεων», τήν «ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ», ἡ ὁποία προπαγανδίζεται κατά κόρον καί στίς μέρες μας. Ἑνότητα δηλ., ὄχι στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά μία συγκρητιστικοῦ τύπου συγχώνευση, μία ἀπορρόφηση, οὐσιαστικά, τῆς Ὀρθοδοξίας στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, χωρίς αὐτός νά ἀποβάλει καμμία ἀπό τίς αἱρέσεις του.
Στό σημεῖο, ὅμως, αὐτό τίθενται ἀμείλικτα ἐρωτήματα πρός τούς Οἰκουμενιστές: Ποιά «πανορθόδοξη ἀπόφαση» ἀθώωσε τόν Δούρειο Ἵππο τοῦ Παπισμοῦ, τήν ἐπάρατη Οὐνία καί τῆς ἔδωσε ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση; Δέν ἔχει καταδικαστεῖ ἡ Οὐνία ἀπερίφραστα σέ «συνοδικές ἀποφάσεις πασῶν ἀνεξαιρέτως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς εἶναι ἡ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986)», ἀλλά καί στό Freising τοῦ Μονάχου τό 1990 μέ τίς ὑπογραφές μάλιστα καί παπικῶν θεολόγων[13]; Γιατί περιφρονοῦνται ἔτσι ὠμά οἱ ὁμόφωνες Πανορθόδοξες ἀποφάσεις, πού ρητά καταδικάζουν τήν Οὐνία;
Στήν ὑπηρεσία αὐτῆς τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς πολιτικῆς ξεκίνησε μία κοινή ἐκστρατεία «ψυχολογικῆς προετοιμασίας» γιά τήν ἀποδοχή τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων, πού πραγματοποιήθηκαν. Ἡ ἐκστρατεία αὐτή κινήθηκε σέ δύο κυρίως ἄξονες. Ἀπό τήν μία πλευρά ἐπεχειρισε νά ἀμβλύνει, ἀκόμη καί νά ἐκμηδενίσει, τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδοντας τό μεταξύ τους χάσμα σέ προκαταλήψεις καί κατάλοιπα τοῦ παρελθόντος, πού ἔχουν πλέον ξεπεραστεῖ καί ἐκλείψει. Ἀπό την ἄλλη δέ ἐπένδυσε συστηματικά στήν ἀδήριτη δυναμική τῆς ἐπικοινωνιακῆς τακτικῆς, τῆς προβολῆς καί της ἐπιβολῆς μέσῳ τῆς ἐπαναλήψεως, στόν νόμο δηλαδή τῆς συνήθειας.
Χαρακτηριστικός ὅσο καί ἄκρως ἀποκαλυπτικός αὐτῆς τῆς ἐπιχειριθείσης ἀνατροπῆς καί ἀντιστροφῆς τῶν παραδεδομένων ἀρχῶν καί τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μας εἶναι ὁ διάλογος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα μέ τόν Καρδινάλιο Βίλλεμπρανς (Willebrans), πρόεδρο τοῦ Παπικοῦ Συμβουλίου γιά τήν χριστιανική ἑνότητα, στό Φανάρι. Τό ἴδιο, βεβαίως, χαρακτηριστικός καί ἀποκαλυπτικός εἶναι καί ὁ σχολιασμός καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ διαλόγου αὐτοῦ ἀπό τόν καθηγητή Δ. Τσάκωνα, ἑνός ἀπό τούς κορυφαίους θαυμαστές καί ὑμνητές τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, στό βιβλίο του «Ἀθηναγόρας˙ ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν»:
« «Ἀπό τί προῆλθε τό Σχίσμα»; ρώτησε ὁ Πατριάρχης τόν Βίλλεμπρανς.
Ὁ Καρδινάλιος προσπάθησε μ' εὐγένεια ν' ἀναφέρει τίς δογματικές διαφορές τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Ὁ κυρός Ἀθηναγόρας - ὅπως ἀργότερα μου διηγήθηκε - τόλμησε νά πεῖ ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια στόν ἔκπληκτο Ὁλλανδό Καρδινάλιο.
«Ἅγιε Ἀδελφέ, τό Σχίσμα δέν ἔγινε ἀπό τά ἔνζυμα καί τά ἄζυμα. Ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα πνεῖ στά ἔνζυμα, κατά τόν ἴδιο τρόπο πνεῖ καί στά ἄζυμα. Ἡ ἀντίθεσις δέν ἦταν θεολογική, ἀλλά μόνο πολιτική. Ἦταν ἡ ἀντίθεσις τῆς Ρώμης μέ τήν Ἀθήνα. Σεῖς ἐκπροσωπούσατε τήν Ρώμη κι ἐμεῖς τότε τήν Ἀθήνα».
Ὁ καρδινάλιος κοκκίνισε ἀπό ντροπή. Ἐναντίον τοῦ κατεστημένου, ὁ κυρός Ἀθηναγόρας δέν ἐδίστασε νά διατυπώσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια, ἀντίθετα μέ τήν ἐπίσημη διδασκαλία καί τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Δέν τοῦ ἄρεσε νά ἐξαπατᾶ τά ἑκατομμύρια τῶν πιστῶν του μέ ἱστορικά ψεύδη... Θεωροῦσε πιό τίμιο νά μήν ἀλλαξοπιστεῖ κανείς, ἀλλά μέσα στό κάστρο τῆς Ἐκκλησίας του νά πολεμᾶ γιά οἰκουμενικότητα, ἀδελφοποιΐα καί διεύρυνσι»[14].
Τίς βασικές ἀρχές τῆς νέας οἰκουμενικῆς τακτικῆς διετύπωσε πολύ εὔστοχα καί συνοπτικά τό 1962 ὁ γνωστός παπικός θεολόγος Ἰωάννης Ντανιελοῦ: «Ὁ λατινικός καί ὁ βυζαντινός κόσμος, μέ τά συμφέροντά τους, ἔχουν ἀπό καιρό ἐκλείψει. Τό δόγμα εἶναι σχεδόν κοινό. Ἡ παράδοσις ἐπίσης. Τά μυστήρια κοινά. Καί κοινοί οἱ σημερινοί ἀντίπαλοι. Οἱ αἰῶνες, πού ἐπέρασαν, ἐσώρευσαν διάφορες προκαταλήψεις, πού πρέπει σιγά-σιγά νά ἐκμηδενισθοῦν. Ὡς πρῶτο στάδιο βλέπω την ψυχολογική προετοιμασία»[15].
Γι’ αὐτή τήν «ψυχολογική προετοιμασία» ξεκίνησαν καί συνεχίζονται μέχρι τίς μέρες μας μία σειρά ἀπό κινήσεις καί πρωτοβουλίες κορυφαίου συμβολικοῦ χαρακτήρα ἐκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ καί τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, μέ σκοπό τήν σταδιακή ἄμβλυνση τῆς συνειδήσεως καί τήν ἐξασθένιση τοῦ αἰσθητηρίου τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
Δ) Ἡ συνάντηση τῶν Ἱεροσολύμων
Μέ τήν ἀναρρίχησή του στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ξεκίνησε ἐπίσημες καί μυστικές ἐπαφές μέ τό Βατικανό. «Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπί συνεχῆ ἔτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακῶς μέ τό Βατικανό τήν συνάντηση του μέ τόν Πάπα. Διαμεσολαβητής εἶναι ὁ Ρουμάνος Ἀρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, καί διάφορες προσωπικότητες τοῦ παπικοῦ κόσμου»[16].
Ἡ συνάντηση αὐτή πραγματοποιήθηκε τελικά τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964 στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας Παῦλος ΣΤ΄, κατά τήν διάρκεια τῆς λήξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, προανήγγειλε τήν προσκυνηματική του ἐπίσκεψη στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἔσπευσε νά δηλώσει ὅτι θά πάει καί ὁ ἴδιος στά Ἱεροσόλυμα μέ σκοπό νά συναντήσει τόν αἱρεσιάρχη Πάπα. Ἐπιθυμοῦσε δέ στήν συνάντηση αὐτή νά συμμετάσχουν καί οἱ αἱρεσιάρχες τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ σκοπό μιά παγχριστιανική προσέγγιση, πού θά ὁδηγοῦσε στήν ἕνωση.
«Δέν ἠρκέσθη δέ μόνον εἰς τοῦτο. Ἐπρότεινε ταυτοχρόνως, ἵνα καί οἱ Πατριάρχαι καί Πρόεδροι τῶν ἐκασταχοῦ Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πορευθῶσιν ὅλοι ὁμοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, συναντηθῶσι μετά τοῦ Πάπα καί διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν»[17], σχολιάζει ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Πρόκειται γιά πρωτόγνωρες πραγματικά ἀποφάσεις, πού ἀνέτρεψαν μέσα σέ μιά στιγμή κάθε δεδομένο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἱερούς Κανόνες, Συνοδικότητα, Ἁγιοπατερική Παράδοση, δογματική καί ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόσα ἄλλα. Καί νά σκεφτεῖ κανείς πώς πρόκειται γιά ἀποφάσεις ἑνός καί μόνο ἀνδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση οὔτε κἄν ἐνημέρωση ἐπ' αὐτῶν! «Αἱ ἄνω ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου... ἐδημιούργησαν παρά τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀλγεινήν ἐντύπωσιν... Τό ἀποφασιστικόν τοῦτο καί ἀπρόοπτον βῆμα τοῦ Πατριαρχείου, ἔδει νά καταστῆ ἀντικείμενον κοινῆς συσκέψεως καί ἀποφάσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[18], παρατηρεῖ μέ ἀπογοήτευση ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἡ συνάντηση Πάπα - Πατριάρχη στάθηκε μία ὑποδειγματική ἐφαρμογή της προαποφασισμένης οἰκουμενιστικῆς τακτικῆς, πού προαναφέραμε. Ἐπένδυσε συστηματικά στήν δύναμη τῆς εἰκόνας, τοῦ συμβολισμοῦ καί τῶν ἐντυπώσεων. Ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ἄλλωστε, διέθετε ἰδιαίτερη εὐχέρεια στήν ἐπικοινωνιακή τακτική καί μέ τίς δηλώσεις του κέρδισε ἀμέσως τόν δημοσιογραφικό κόσμο. «Τέτοιες κουβέντες ἤθελαν οἱ δημοσιογράφοι κι ἔτρεξαν ποιός πρῶτος θά προλάβει νά στείλει τό τηλεγράφημά του. Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί, πού ἀκολούθησαν τόν Πάπα, πού δέν ἦταν καθόλου προσιτός καί πού δέν εἶπε οὔτε λέξη, ἄρχισαν κι αὐτοί νά τρέχουν πίσω ἀπό τόν Ἀθηναγόρα»[19].
Ἐπικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις καί μιά ἀκατάσχετη ἀγαπολογία κυριάρχησε στήν πολύκροτη συνάντηση, ἔτσι ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης: «Κι ὅταν εἶδε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, αἱ χεῖρες μας ἤνοιξαν αὐτομάτως. Ὁ ἕνας ἐρρίφθη εἰς τήν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου. Ὅταν μᾶς ἠρώτησαν πῶς ἐφιληθήκαμεν, ἀδελφοί, ὕστερα ἀπό 900 χρόνια - Ἐρωτᾶς πῶς; Ἐπήγαμε οἱ δύο μας χέρι μέ χέρι εἰς τό δωμάτιόν του, καί εἴχαμεν μίαν μυστικήν ὁμιλίαν οἱ δύο μας. Τί εἶπαμεν; Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο ψυχές, ὅταν ὁμιλοῦν! Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο καρδίαι, ὅταν ἀνταλλάσσουν αἰσθήματα»[20]!
Τό μυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, τῆς «συνομιλίας τῶν ψυχῶν» Πάπα - Πατριάρχη καί τῶν αἰσθημάτων, πού ἀντήλλαξαν, δέν ἀνακοινώθηκε ποτέ οὔτε στίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν οὔτε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Τό πληροφορούμαστε, ὅμως, σταδιακά ἀπό τότε, καθώς παρακολουθοῦμε τήν προδιαγεγραμμένη καί προαποφασισμένη ἀπό τότε οἰκουμενιστική πορεία πρός τήν «ἕνωση». «Τί εἶπαμεν; Ἐκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, μέ ἰσοτιμίαν ἀπόλυτον, ὄχι μέ διαφοράν»[21]. Αὐτό τό «κοινό πρόγραμμα», πού καταρτίστηκε σέ μία μυστική συνάντηση δύο ἀνδρῶν, ἦταν, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ἀρχικές δηλώσεις καί ἀναφορές, πολύ πιό προχωρημένο ἀπό αὐτό, πού τελικά παρουσιάστηκε.
Ἐπρόκειτο γιά σαφή συμφωνία γιά «ἕνωση στό κοινό ποτήριο», ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἦταν ἡ ἀρχική ἐπιθυμία τῶν δύο μερῶν. «Καί εἶπαμεν ὅτι ἤδη εὑρισκόμεθα εἰς τήν ὁδόν εἰς Ἐμμαούς» συνέχισε ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας «καί πηγαίνομεν νά μᾶς συναντήση ὁ Κύριος ἐν τῷ κοινῷ ἁγίῳ Ποτηρίῳ. Ὁ Πάπας ἀπαντῶν μοῦ προσέφερε Ἅγιον Ποτήριον. Δέν ἤξευρεν ὅτι ἐγώ θά μιλοῦσα δι' Ἅγιον Ποτήριον, οὔτε ἤξερα ὅτι θά μοῦ προσέφερεν Ἅγιον Ποτήριον! Τί εἶναι; Συμβολισμός τοῦ μέλλοντος»[22].
Σχετικά μέ τήν διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunion) θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἑνότητα στή Θεία Λατρεία μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν σημαίνει, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση, ἔκφραση ἑνότητας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως πρίν ἀπό τήν εὐχαριστιακή πράξη. Χωρίς αὐτή τήν ἑνότητα στήν πίστη καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, ἡ ἑνότητα μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν ἔχει μόνο ἠθικό καί κοινωνικό χαρακτήρα. Ἀντίθετα, οἱ αἱρετικές παρασυναγωγές στό σύνολό τους ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιά τήν διαμυστηριακή κοινωνία καί μάλιστα πρίν τήν ἐπίτευξη ἑνότητας στήν πίστη, πράγμα πού ἀπορρίπτει σαφῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τούς παραπάνω λόγους[23].
Ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρουμάνος θεολόγος, λέει ὅτι θά πρέπει νά ἐφαρμόσουμε ὀρθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις στούς διαλόγους, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέ τίς αἱρέσεις καί τίς θρησκεῖες. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς: Νά ἐπιτευχθεῖ
α) ἑνότητα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας˙ δηλ. νά ἀποδεχθοῦν οἱ αἱρετικοί καί ἀλλόθρησκοι τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) ἑνότητα στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ὅπως αὐτές ἐκφράζονται στήν ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν Ἁγία Γραφή, στίς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, στούς Ἱερούς Κανόνες καί στά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας, καί
γ) ἑνότητα στή θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας[24].
Παραλλήλως, ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρώσσος θεολόγος τοῦ 20ου αἰ., πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἐπισημαίνει: «Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω αὐτό γιά πολλούς λόγους: Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν καθολική (ὀρθόδοξη) παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» ὡς ἐλαττωματικές καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι'αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθηση˙ ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta, στή «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», τήν Ὀρθοδοξίαν»[25].
Ε) Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
Αὐτή ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» ἐπιχειρήθηκε μέ τήν «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου, πού πραγματοποιήθηκε στά τέλη τοῦ 1965, μέ μονομερή ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία «μέ πολλήν δυσμένειαν ἐπληροφορήθη τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρα. Οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά προβαίνη εἰς παρομοίας πράξεις. Τό δικαίωμα ἔχει μόνον ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία»[26], καθώς δήλωσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἄς μᾶς ἀπαντήσουν οἱ Οἰκουμενιστές: Ποιός ἐξουσιοδότησε τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά ἄρει τά ἀναθέματα τό 1965 στά Ἱεροσόλυμα; Ποιά Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποφάσισε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων; Δέν ἔγινε καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος, παρά μόνο τοπική στή Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦταν ἀντικανονική.
Μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων οἱ δύο πλευρές ἐννοοῦσαν τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος, ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς Παπικούς, ἀποκαλύπτει τό περιεχόμενο τῶν μηνυμάτων, πού ἀντάλλαξαν Φανάρι καί Βατικανό «μέχρι τοῦ τολμηροῦ ἐπίσης μηνύματος, πού μοῦ ἀνέθεσε ὁ Πατριάρχης νά μεταβιβάσω στόν πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς Σχέσεων Δύσης καί Ἀνατολῆς, πού ἦταν ἕνας Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, ὁ Αὐγουστίνος Μπέα».
Καί συνεχίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος: «Λίγο καιρό μετά, ἐπισκέπτομαι τόν Μπέα στή Νέα Ὑόρκη. Τόν ρώτησα: «Τί λέτε, σεβασμιώτατε, μποροῦμε νά φέρουμε τίς Ἐκκλησίες μας πιό κοντά μέ τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος»; Μοῦ λέει: «Καλή ἰδέα, δέν ξέρω πῶς θά τή δεχτοῦν στή Ρώμη, ἀλλά ἐγώ νομίζω ὅτι πρέπει νά γίνει ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ἔτσι, δέν θά ἔχουμε λόγο κανέναν νά μήν πλησιάσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο».
Ἐρώτηση Γ. Μαλούχου: «Τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος ἤ τοῦ ἀναθέματος»;
Ἀπάντηση Ἀρχιεπισκόπου: «Καί τά δύο αὐτά μαζί πηγαίνουνε, γιατί ὅταν κατέθεσαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα τό ἀνάθεμα, τρόπον τινά, μέ τό ὁποῖο ἀναθεμάτιζε ὁ Πάπας Νικόλαος τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἦταν τό ὁριστικό Σχίσμα πιά. Δέν ἔγινε ἄλλη ἐπίσημος πρᾶξις, πού νά καθιερώσει τό Σχίσμα ὡς μία διαιρετική γραμμή μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως»[27]. Ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἐντάσσεται, ἄλλωστε, καί στήν λογική τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού πραγματοποιοῦνταν ἐκεῖνο τό διάστημα, γιά ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν Ὀρθοδόξων.
Στό λατινικό μάλιστα κείμενο τῆς «ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων» ὑπάρχει ὁ ὄρος excommunicatio = ἀκοινωνησία, ὁ ὁποῖος στήν ἐπίσημη μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταφράζεται ὡς «ἀναθέματα»[28]. Τό κείμενο, δηλαδή μιλοῦσε γιά «ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας». «Οἱ New York Times μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν τοῦ excommunicatio (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας, πού εἶχε τότε δῆθεν διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον, πού ἀναγγέλει τήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων, ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικάς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[29], ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Χαρακτηριστικό, ἐπίσης, εἶναι ὅτι «ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄, πρίν ἐπισκεφθεῖ τό Φανάρι (30-11-1979)... ἐξέφρασε τή βεβαιότητά του ὅτι ἡ ἑνότητα ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)»[30], ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἀντώνιος Παπαδόπουλος.
Τό νέο οἰκουμενιστικό δόγμα, πού διαμορφώθηκε μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου στά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα, θεωρεῖ ἀμελητέες τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδει τό Σχίσμα καί τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας σέ πολιτικούς λόγους καί τήν ἔλλειψη ἀγάπης ἑκατέρωθεν. Μέ βάση αὐτή τήν λογική, λοιπόν, αὐτό, πού χρειαζόταν, γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος, ἦταν ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος καί «νά ἀγαπηθοῦμε», κατά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀφοῦ «ἕως τό 1054 εἴχαμε πολλάς διαφοράς... ἀλλά ἠγαπώμεθα. Καί ὅταν ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι, διαφοραί δέν ὑπάρχουν. Ἀλλά τό 1054, πού ἐπαύσαμεν νά ἀγαπώμεθα, ἦλθαν ὅλες οἱ διαφορές. Ἠγαπώμεθα καί εἴχομεν τό ἴδιον μυστήριον. Τό ἴδιον βάπτισμα, τά ἴδια μυστήρια καί ἰδιαιτέρως τό ἴδιον Ἅγιον Ποτήριον. Τώρα πού ξαναγυρίσαμεν εἰς τό 1054, διατί δέν ξαναγυρίζομεν καί εἰς τό Ἅγιον Ποτήριον»[31].
Ὁ στόχος, λοιπόν, εἶναι δεδομένος: ἡ πλήρης «ἕνωση», τό κοινό Ποτήριο. Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου θά πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ μία διαδικασία, μία κοινή πορεία. Γιά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα «ὑπάρχουν δύο δρόμοι: Ὁ Θεολογικός διάλογος. Καί ἔχομεν τούς θεολόγους ἑκατέρωθεν, οἱ ὁποῖοι μελετοῦν τό ζήτημα τῆς ἐπανόδου εἰς τά παλαιά. Καί ἐπειδή δέν ἔχω πολλές ἐλπίδες ἀπό τόν θεολογικόν διάλογον... δι' αὐτό ἐγώ προτιμῶ τόν διάλογο τῆς ἀγάπης. Νά ἀγαπηθοῦμε! Καί τί γίνεται σήμερα; Πνεῦμα μέγα ἀγάπης ἐξαπλώνεται ὑπέρ τούς Χριστιανούς Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἤδη ἀγαπώμεθα. Ὁ Πάπας τό εἶπε: ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφόν καί τοῦ λέγω σ' ἀγαπῶ! Τό εἶπα καί ἐγώ: Ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφό καί τοῦ εἶπα σ' ἀγαπῶ! Πότε θά ἔλθη αὐτό τό πράγμα; Ὁ Κύριος τό ξέρει. Δέν τό ξέρομε. Ἀλλά ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ξεύρω, εἶναι ὅτι θά ἔλθει. Πιστεύω ὅτι θά ἔλθη. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἔλθη, διότι ἤδη ἔρχεται. Διότι ἤδη εἰς τήν Ἀμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς ἀπό τό Ἅγιον Ποτήριον καί καλά κάνετε! Καί ἐγώ ἐδῶ, ὅταν ἔρχονται Καθολικοί ἤ Προτεστάνται καί ζητοῦν νά μεταλάβουν, τούς προσφέρω τό Ἅγιον Ποτήριον! Καί εἰς τήν Ρώμην τό ἴδιο γίνεται καί εἰς τήν Ἀγγλίαν καί εἰς τήν Γαλλίαν. Ἤδη ἔρχεται μοναχό του. Ἀλλά δέν κάνει νά ἔλθει ἀπό τούς λαϊκούς καί ἀπό τούς ἱερεῖς. Πρέπει νά εἶναι σύμφωνος καί ἡ Ἱεραρχία καί ἡ Θεολογία. Γι' αὐτό, λοιπόν, προσπαθοῦμε νά ἔχωμεν καί θεολόγους μαζί, διά νά ἔλθει αὐτό τό μεγάλο γεγονός τοῦ Παγχριστιανισμοῦ. Καί μαζί μέ αὐτό τό μεγάλο γεγονός, θά ἔλθει μίαν ἡμέραν τό ὄνειρόν μας τῆς Πανανθρωπότητος»[32].
ΣΤ) «Ἐπίθεση ἀγάπης» καί διγλωσσία τοῦ Βατικανοῦ
Αὐτή ἡ ἀκατάσχετη ἀγαπολογία θά κυριαρχήσει στόν «διάλογο» μέ τούς Παπικούς. Ἡ «ἐπίθεση τῆς ἀγάπης» εἶναι μία τακτική, πού ἐφαρμόζει συστηματικά καί τό Βατικανό. Ἀπό τά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα τό Βατικανό ἐγκατέλειψε φαινομενικά τήν παλαιά τακτική του γιά ἀπαίτηση προσχωρήσεως στόν Παπισμό τῶν «αἱρετικῶν» ὀρθοδόξων.
Οἱ νέες κοινωνικές καί πολιτικές συνθῆκες δέν προσφέρονται πλέον γιά ἐχθρικές ἀντιπαραθέσεις καί πολεμικό κλίμα καί τό Βατικανό σπεύδει νά προσαρμοστεῖ, παραλλάσσοντας τήν ἐπικοινωνιακή του πολιτική. Ξεκινᾶ, ἔτσι, τήν «ἐπίθεση στά νῶτα», κατά τόν μακαριστό π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἐπίδειξη φιλίας καί ἀγάπης, οἰκουμενικά ἀνοίγματα καί διάλογος, χωρίς καμμία οὐσιαστική ἀλλαγή στούς στόχους καί τίς μεθόδους.
Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ταυτόχρονα μέ τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», πού τόσο ἔχει προπαγανδισθεῖ καί ἀπό παπικῆς καί ἀπό οἰκουμενιστικῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἡ Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδος ἐξέδωσε, ἐπίσης, τό ἀντίστοιχο «Διάταγμα γιά τίς Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες», τίς οὐνιτικές δηλαδή, τίς ὁποῖες ἀναγνωρίζει καί προασπίζεται μέ κάθε ἐπισημότητα.
Ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία, τήν πιό ἐπαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμοῦ καί πολεμικῆς κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποκαλύπτει τόσο τό ἀληθινό του πρόσωπο ὅσο καί τόν βαθμό τῆς διγλωσσίας, μέ τήν ὁποία δέν παύει νά συμπεριφέρεται ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἀποκαλύπτει, ὅμως, καί τήν διγλωσσία τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν, πού ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν πραγματικότητα, πού ἀντιλαμβάνονται ἐπιλεκτικά τίς διαθέσεις τοῦ Βατικανοῦ, πού ἐκλαμβάνουν κατά τό δοκοῦν τίς κινήσεις καί τίς ἀποφάσεις του. Τώρα κατανοεῖ κανείς πόσο μειωτική ἕως προδοτική τῆς πίστεως ἐνέργεια ὑπῆρξε ἡ ἐπίσκεψη (10/13-10-2012) τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ καί αἱρετίζοντος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στό Βατικανό, γιά νά συμπροσευχηθεῖ, νά ἑορτάσει καί νά ὁμιλήσει γιά τά 50 χρόνια συμπληρώσεως τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου. Οὐσιαστικά καί τυπικά ἀποδέχεται πλήρως τά διατάγματα περί Οἰκουμενισμοῦ, Ουνίας καί διαθρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ.
Ἐπειδή, ὅμως, κάποιοι ἀγνοοῦν σκοπίμως ἴσως τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου καί πόσο σημαντική ὑπῆρξε αὐτή γιά τό μέλλον τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ, ἀλλά καί τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μεταφέρουμε ἐδῶ ἕνα μικρό μόνο ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Αἰδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση «Διαθρησκειακές συναντήσεις, Ἄρνησις τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων». Στό απόσπασμα αὐτό μπορεῖ κανείς νά ἀντιληφθεῖ πόσο μεγάλη ὤθηση ἔδωσε ἡ Β΄ ψευδοσύνοδος τοῦ Βατικανοῦ στή διαθρηκειακή «κατανόηση» ἤ καλύτερα στήν πανθρησκειακή ἑνότητα καί ἑπομένως ποιό βαθύτερο νόημα εἶχε ἡ συμμετοχή τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου στούς ἑορτασμούς γιά τήν ψευδοσύνοδο αὐτή. Στό κεφάλαιο «ἔχουν οἱ θρησκεῖες τόν ἴδιο Θεό καί κοινές ἠθικές ἀξίες»; σημειώνει:
«Ἄς δοῦμε τώρα μία ἀπό τίς θεμελιακές θέσεις, πού προβάλλουν ὅσοι ὀργανώνουν, συμμετέχουν, καί ὑποστηρίζουν τίς διαθρησκειακές συναντήσεις καί τούς διαθρησκειακούς διάλογους. Σύμφωνα μέ αὐτή, σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικά στοιχεῖα. Οἱ τρεῖς μάλιστα δῆθεν «μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκεῖες»», ὁ Χριστιανισμός, ὁ Ἰουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό. Αὐτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Ἄρχισε νά καλλιεργεῖται καί νά διδάσκεται ἀπό τή Β' Βατικάνειο ψευδοσύνοδο (1962-1965) (Γράφει ἡ ψευδοσύνοδος στή διακήρυξη Nostra Aetate, γιά τίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρός τίς μή χριστιανικές κοινότητες: «Μέ ἐκτίμηση ἀτενίζει ἡ Ἐκκλησία καί τούς Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τόν ἕνα καί μοναδικό Θεό, τόν ζῶντα..., τόν εὔσπλαχνο καί παντοδύναμο, τόν δημιουργό οὐρανοῦ καί γῆς, πού μίλησε στούς ἀνθρώπους. Αὐτοί προσπαθοῦν νά ὑποταχθοῦν μ' ὅλη τους τήν ψυχή ἀκόμη καί στίς κρυμμένες Του βουλές, ὅπως εἶχε ὑποταχθεῖ στό Θεό καί ὁ Ἀβραάμ, στόν ὁποῖο εὐχαρίστως ἀναφέρεται ἡ ἰσλαμική πίστη. Τόν Ἰησοῦ, μολονότι δέν τόν ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό, τόν σέβονται ὡς προφήτη, καί τιμοῦν τήν μητέρα του Παρθένο Μαρία, τήν ὁποία καί ἐπικαλοῦνται κάποτε μέ εὐλάβεια. Ἐπιπλέον περιμένουν τήν ἡμέρα τῆς κρίσης, γιά τήν ὁποία ὁ Θεός θά ἀναστήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους καί θά τούς ἀνταποδώσει. Γι' αὐτό ἀποδίδουν σημασία στήν ἠθική στάση ζωῆς καί ἐκφράζουν τόν σεβασμό τους στόν Θεό ἰδιαίτερα μέ προσευχή, ἐλεημοσύνη καί νηστεία»[33]), νά προωθεῖται δέ καί νά ἐφαρμόζεται ἀπό τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β', ὁ ὁποῖος τόλμησε πρίν ἀπό τριάντα δύο χρόνια, στήν Ἀσίζη πάλι (1986), στήν Α' ἐν Ἀσίζῃ πανθρησκειακή ψευδοσύνοδο, νά συγκαλέσει τήν πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, ὅπου συμπροσευχήθηκαν στόν ἴδιο ψεύτικο Θεό ὅλοι οἱ ἐκεῖ συμπαραστάντες ἐτερόθρησκοι καί ἑτερόδοξοι. Τό Βατικανό καί τόν Πάπα ἀκολούθησαν στή συνέχεια τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν»[34], δηλ. αἱρέσεων, καί ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες. Φθάσαμε στό σημεῖο νά ἐκδίδονται γραμματόσημα, πάνω στά ὁποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τόν τύπο τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἕνας Χριστιανός κληρικός, ἕνας Ἑβραῖος ραβίνος, καί ἕνας Μουσουλμάνος χότζας, ἡ νέα αὐτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, ὅπως ἐπίσης καί στό νά προσφέρονται ὡς δῶρο σέ κοινή καλαίσθητα ἐκτυπωμένη κασετίνα τά τρία δῆθεν «ἱερά» βιβλία, ἡ ἑβραϊκή Βίβλος, τό Εὐαγγέλιο καί τό Κοράνιο. Αὐτό ἀποτελεῖ μεῖξιν ἄμικτον, καί κοινωνία τοῦ φωτός πρός τό σκότος. Γιατί, ὄχι μόνον ὡς πρός τό Κοράνιο, ἄλλα καί ὡς πρός τήν ἑβραϊκή Βίβλο, ἄν αὐτή ἰδωθεῖ καί ἑρμηνευθεῖ χωρίς Χριστό, ὑπό τό φῶς ὄχι τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά τῆς παραδόσεως τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, πού σταύρωσαν τόν Χριστό, ἀνήκει κι αὐτή στό σκότος, ἐφαρμόζονται καί σ' αὐτήν τά αὐστηρά «οὐαί», πού εἶπε ὁ Χριστός πρός τούς Ἑβραίους νομοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ πρός αὐτούς πρῶτα ἦλθε τό φῶς, ἐν τούτοις παρέμειναν στό σκοτάδι. «Εἰς τά ἴδια ἦλθε, καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβαν... καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν»[35].
Αὐτή, λοιπόν, ἡ διγλωσσία, ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς, παρακολουθεῖ κατά ἕνα παράδοξο τρόπο, ἀλλά μέ συνέπεια, τήν ἀνάλογη τοῦ Βατικανοῦ: αὐστηρή ὀρθόδοξη στάση στό «ἐσωτερικό» καί διαδοχικές ὑποχωρήσεις ἔναντι τῶν Παπικῶν.
Θά πρέπει νά γνωρίζουν οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ὅτι γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν πολλά μοντέλα καί σχήματα ἐπανενώσεως, οὔτε ἰσχύει ἡ ἕνωση τύπου Οὐνίας (οὐνιτική ἕνωση), πού θέλει νά ἐπιβάλλει ὁ Παπισμός, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε «ὁμολογία» θά κρατήσει τά ὅποια δικά της ἐκκλησιαστικά ἤθη καί ἔθιμα, δέν θά ἀλλάξει τίποτα, μόνο πού θά πρέπει νά ἀναγνωρίσει τό παγκόσμιο καί οἰκουμενικό πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα καί νά τον μνημονεύει στά δίπτυχα καί τίς ἀκολουθίες. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑφίσταται μονάχα ἕνα καί ἀποκλειστικό μοντέλο καί σχῆμα ἐπανενώσεως τῶν αἱρετικῶν μέ τήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν μετάνοια τῶν αἱρετικῶν, τήν ἐπίσημη ἀποκήρυξη τῶν αἱρέσεων καί τῶν πλανῶν τους, τήν δημόσια ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καθ'ὁλοκληρίαν καί τήν ἐπιστροφή τους, μέσω τῆς κατηχήσεως καί τοῦ βαπτίσματος, στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ζ) Ἡ ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθόδοξων οἰκουμενιστές παρασιωποῦν τίς μυστικές συμφωνίες Ρώμης - Φαναρίου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ψευδοενώσεως, παρά τίς ὑπάρχουσες δογματικές διαφορές, ὅπως αὐτές ἀπεκαλύφθησαν ἐκ τῶν ὑστέρων. Πρός τόν σκοπό αὐτόν ἐκπονήθηκε ἕνα καλά μελετημένο σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ, τό ὁποῖο σταδιακά ἐφαρμόζεται σέ στενή συνεργασία μέ τούς οἰκουμενιστές τοῦ Φαναρίου, μέχρις ὅτου πραγματοποιηθεῖ ἡ τελεία ψευδοένωση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἡ ὁποία θά εἶναι κατά τά πρότυπα τῶν Οὐνιτικῶν Κοινοτήτων τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Τό σχέδιο αὐτό ἀπεκάλυψαν ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἔλαβαν μέρος σέ διαχριστιανικούς διαλόγους καί ἀσχολήθηκαν εἰς βάθος μέ αὐτούς. Ἕνας ἐξ αὐτῶν, ὁ μακαριστός καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης παρατήρησε: «Ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ καί οἱ περί αὐτόν Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι ἐξεπόνησαν ἕν καλῶς μελετηθέν εὐρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνον πρός τήν Λατινικήν Ἐκκλησιολογίαν»[36]. Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἐπιβεβαιώνει τήν ἴδια πραγματικότητα: Ἐκεῖνοι (οἱ Λατινόφρονες) «ἐσχεδίασαν καί ἐχάλκευσαν μέ κρυφές συμφωνίες τήν ἕνωση, χωρίς νά ἐνημερώνουν ὅλα τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας, γιά νά μήν ὑπάρχουν ἀντιδράσεις, ὅπως δέν ἐνημερώνεται σήμερα ὁ πιστός λαός καί δέν ἀντιλαμβάνεται γι' αὐτό, ὅτι ἡ ἕνωση γίνεται ἤδη σταδιακά, ἔχει προχωρήσει οὐσιαστικά μέ συμπροσευχές, συλλείτουργα καί ἀμοιβαία ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση, εἰς τρόπον ὥστε τό κοινό Ποτήριο, ὅταν ἔλθη ἐπισήμως, νά ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία ἐπισφράγιση καί ἐπικύρωση τῆς γενομένης ἤδη ἑνώσεως»[37]. Ὁ ὁμότιμος καθηγητής της Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός σέ πλήρη συμφωνία μέ τούς παραπάνω παρατηρεῖ: «Ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αὐτῆς τῆς πορείας, μέ τίς Πανορθόδοξες Διασκέψεις τῆς Ρόδου (1961 καί 1963) καί μιά σειρά προσωπικῶν του ἐνεργειῶν (ὅπως ἡ συνάντηση του μέ τόν Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ στά Ἱεροσόλυμα τό 1964) καί παρά τίς ἀντιδράσεις κυρίως τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Β΄, τό καθορισμένο σέ συνεργασία μέ τό Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε καί ἐπεβλήθη, ὁδηγώντας στήν κατάσταση τῶν ἡμερῶν μας»[38]. Ὁ ἀγωνιστής καί μαχητικός ἱεράρχης ἀείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αὐγουστίνος Καντιώτης ἐπεσήμανε: «Ἡ ἕνωσις, ἡ ψευδοένωσις, ἔχει ἀποφασισθῆ. Ἔχει ἀποφασισθῆ εἰς μυστικά διαβούλια Ἀνατολῆς καί Δύσεως, διαβούλια πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καί θρησκευτικῆς φύσεως, ὧν ἐγκέφαλος ὁ Πάπας!...Συντελεῖται εἰς βάθος καί ἔκταση προδοσία, τήν ὁποίαν δέν δυνάμεθα νά φαντασθῶμεν»[39]! Ὁ Σεβ. Μητρ. Περιστερίου κ. Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι «οἱ ἀδελφοί Ρωμαιοκαθολικοί ἐμμέσως ἤ ἀμέσως ἀφήνουσι νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δύναται νά ἑνωθεῖ μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς δι' ἑνός εἴδους ἑνώσεως ὁμοίου ἤ παραλλήλου πρός ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ὑφίσταται μεταξύ αὐτῆς καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὁμάδων τῶν Οὐνιτῶν»[40].
Ἐάν λάβουμε ὑπ' ὄψιν μας τά ὅσα ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἀπεκάλυψε τόν Αὔγουστο τοῦ 1971: «τό ’65 ἐσηκώσαμεν τό σχίσμα, εἰς τήν Ρώμην καί ἐδῶ, μέ ἀντιπροσώπους μας ἐκεῖ καί ἀντιπροσώπους ἐκεῖθεν ἐδῶ…»[41], ἀλλά καί τήν πλήρη εὐθυγράμμιση τῶν διαδόχων του, Δημητρίου καί Βαρθολομαίου, μέ τήν γραμμή, πού αὐτός χάραξε, συμπεραίνουμε ὅτι, τοὐλάχιστον γιά τό Φανάρι, σχίσμα πλέον δέν ὑφίσταται καί ἡ ψευδοένωση τῆς ὈρθοδόξουἘκκλησίας μέ τίς αἱρέσεις ἤδη ἔγινε, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη «τελεία»[42]. Τελεία ἕνωση θά γίνει, ὅταν θά φθάσουμε πλέον στό κοινό Ποτήριο. Πρῶτο βῆμα πρός τήν ψευδοένωση αὐτή ὑπῆρξε ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Ρώμης καί Φαναρίου τόν Δεκέμβριο τοῦ 1965. Ἐπακολούθησε ἡ πλήρης ἀμοιβαία ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ ὡς «Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» τό 1993 στό Balamand. Ἐκεῖνο τώρα πού ἀπομένει, εἶναι ἡ ἀποδοχή αὐτῆς τῆς συμφωνηθείσης ἑνώσεως ἀπό τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ, ἐφ' ὅσον ἐπιλυθεῖ τό ἀκανθῶδες θέμα τοῦ Πρωτείου.
Ἡ καθιέρωση τοῦ «Διαλόγου τῆς Ἀγάπης», μιᾶς μακρᾶς δηλαδή περιόδου ἀπό τό 1965 ἕως τό 1980, πού προηγήθηκε τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ἐντάσσεται μέσα στό ἄριστα μελετημένο σχέδιο, πού ἐκπονήθηκε ἀπό τούς ἀρχιτέκτονες τῆς ψευδοενώσεως Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ καί Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα κατά τήν συνάντησή τους στά Ἱεροσόλυμα, τόν Δεκέμβριο του 1964. Ὁ «Διάλογος τῆς Ἀγάπης ἀποσκοποῦσε στήν κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία μέ τήν δημιουργία κλίματος καλῶν σχέσεων καί φιλίας. Ἐπινοήθηκε ἀκόμη ἡ παροχή οἰκονομικῶν ἐνισχύσεων πρός τούς Ὀρθοδόξους, μέ ὑπερτονισμό τῆς ἀγάπης καί παραμερισμό τῆς σημασίας τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως… ὥστε νά ἀποδυναμωθεῖ κάθε διάθεση μαρτυρίας καί ὁμολογίας. Ἐπινοήθηκαν ἐπίσης οἱ ἀνταλλαγές ἐπισκέψεων τῶν Προκαθημένων Ρώμης καί Φαναρίου, οἱ ἐπιστροφές ἁγίων λειψάνων ἀπό τήν πλευρά τοῦ Βατικανοῦ ὡς ἔνδειξη φιλίας πρός τούς Ὀρθοδόξους, οἱ συμπροσευχές καί κοινές διακηρύξεις περί «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», γιά τήν δημιουργία ψεύτικων ἐντυπώσεων καί τετελεσμένων γεγονότων»[43].
Μεθοδεύτηκε ἡ ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ὄχι ἀπό τά διαιροῦντα, ἀλλά ἀπό τά ἑνοῦντα, κάτι ξένο πρός τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἐνῶ παράλληλα καλλιεργήθηκε τό πνεῦμα τῆς «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως» γιά τήν δημιουργία ψευδαισθήσεων ἑνότητος καί ταυτότητος πίστεως. Τό πνεῦμα αὐτό μόλις διακρίνεται στά πρῶτα κείμενα τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, γιά νά φανεῖ πλέον ξεκάθαρα καί μέ κάθε ἐπισημότητα στό κοινό κείμενο τῆς Ζ΄ Συνελεύσεως τοῦ Μπαλαμάντ (Balamand). Μέ τό κείμενο αὐτό Παπικοί καί Οἰκουμενιστές ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, κάνοντας ἕνα θεαματικό ἅλμα καί παρακάμπτοντας πλῆθος αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ, ἔφθασαν ξαφνικά στό σημεῖο νά ἀναγνωρίσουν ἀλλήλους ὡς πλήρεις καί ἀληθεῖς «ἀδελφές Ἐκκλησίες», μέ ἔγκυρα μυστήρια, μέ ταυτότητα πίστεως, μέ ἀποστολική διαδοχή καί διά τοῦτο «ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οικονομίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρός τήν ἑνότητα» (παράγρ. 13 και 14), πράγμα πού συνιστά πραγματική προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως[44].
Αὐτή ἡ τακτική τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν διατρέχει, ἀπό τό ξεκίνημα ἀκόμη, ὅλη τήν πορεία τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μέ τούς Παπικούς, πού ἀρχίζει ἐπισήμως ἀπό τό 1980.
Ἀπό τίς ἀρχές ἀκόμη τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 εἶχαν ξεκινήσει οἱ διεργασίες γιά τήν προετοιμασία καί τήν ἔναρξη αὐτοῦ τοῦ διαλόγου. Στήν φάση ἐκείνη ἐπελέγη ὡς προσφορότερος ὁ «διάλογος τῆς ἀγάπης», γιά νά προλειάνει τό ἔδαφος στήν ἐπίσημη προσέγγιση Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν. Ἡ μέθοδος, ἄλλωστε, τῆς «ψυχολογικῆς προετοιμασίας», πού προαναφέραμε, δέν ἐγκαταλείφθηκε ποτέ.
Τό 1961 ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας συνεκάλεσε στήν Ρόδο τήν Πρώτη Πανορθόδοξη Διάσκεψηκαί ἔθεσε μεταξύ τῶν θεμάτων της καί τήν ἔναρξη τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ διαλόγου μέ τούς Παπικούς. Ἡ Διάσκεψη πρότεινε τήν «καλλιέργειαν σχέσεων ἐν τῷ πνεύματι τῆς κατά Χριστόν ἀγάπης, λαμβανομένων ἰδία ὑπ' ὄψιν τῶν ὑπό τῆς πατριαρχικῆς ἐγκυκλίου τοῦ 1920 προβλεπομένων σημείων»[45]. Αὐτό, ὅμως, πού τονίζεται εἶναι ὅτι δέν θά πρέπει νά παραβλέπονται οἱ βασικές διαφορές στήν πίστη καί την διοίκηση. Ἐπίσης, μέ κατηγορηματικό τρόπο δηλωνόταν ἡ ἀνάγκη τερματισμοῦ τῆς θλιβερῆς τακτικῆς τοῦ προσηλυτισμοῦ καί τῆς Οὐνίας.
Ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία ἦταν καί ὁ λόγος πού ἡ Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἀποφάσισε νά μήν ἀποστείλει παρατηρητές στήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, πού θά ξεκινοῦσε λίγα χρόνια ἀργότερα τίς ἐργασίες της.
Η) Ἡ ἀνατροπή τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων
Οἱ πανορθόδοξες αὐτές ἀποφάσεις ἔμελλε, πολύ σύντομα, νά ἀνατραποῦν μέ πρωτοβουλία τοῦ Φαναρίου καί τοῦ Βατικανοῦ. Χωρίς τήν παραμικρή ἀλλαγή στάσεως τοῦ Βατικανοῦ στό ζήτημα τῆς Οὐνίας, πού ἦταν καί ἡ αἰτία γιά τήν ἀπόφαση νά μήν ἀποσταλοῦν Ὀρθόδοξοι παρατηρητές στήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐπεδίωξε παρά ταῦτα τήν ἀποστολή παρατηρητῶν στό Βατικανό καί τήν ἐπίσημη ἔναρξη τοῦ Θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν.
Συνεκάλεσε γιά τόν σκοπό αὐτό ἐσπευσμένα (στίς ἀρχές Σεπτεμβρίου 1963) τήν δεύτερη Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου καί μάλιστα σέ διάστημα λίγων μόνο ἡμερῶν, χωρίς τήν ἐλάχιστη προετοιμασία, χωρίς τήν προηγούμενη ἐπιλογή τῆς θεματολογίας καί παραβιάζοντας κάθε σχετική κανονική διαδικασία.
Ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω ἀντικανονικές ἐνέργειες, ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας προέβη καί σέ ἄλλες βλάσφημες δηλώσεις, ὅπως:
«Ὅλοι οἱ Χριστιανοί πιστεύουν στό ἴδιο βάπτισμα διά τοῦ ὁποίου ὅλοι ἔχουν γίνει μέλη τοῦ Σώματός του, τῆς Ἐκκλησίας»[46].
«Ἀπατώμεθα καί ἁμαρτάνομεν (ἔλεγε), ἐάν νομίζωμεν, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καί ὅτι τά ἄλλα δόγματα εἶναι ἀνάξια. Τριακόσια ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἐξέλεξαν τόν Μουσουλμανισμόν διά νά φθάσουν εἰς τόν Θεόν των καί ἄλλαι ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων εἶναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας εἶναι νά βελτιώσῃ τόν ἄνθρωπον»[47].
«Εἰς τήν κίνησιν πρός τήν ἕνωσιν, δέν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νά βαδίσῃ πρός τήν ἄλλην, ἀλλ’ὅλαι ὁμοῦ νά ἐπανιδρύσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τήν Ἀνατολήν καί τήν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρά καί τάς τότε ὑφισταμένας Θεολογικάς διαφοράς »[48].
«Ὁ αἰών τοῦ δόγματος παρῆλθε»[49].
«Καλούμεθα ν’ ἀπαλλαγῶμεν τοῦ πλέγματος τῆς πολεμικῆς καί τῆς ἀντιρρήσεως ἐν τῇ Θεολογίᾳ καί νά ἐφοδιάσωμε αὐτήν διά τοῦ πνεύματος τῆς ζητήσεως καί τῆς διατυπώσεως τῆς ἀληθείας ἐν τῇ ἀγάπῃ καί τῇ ὑπομονῇ. Ὁ Χριστιανισμός ἔχει ἀνάγκη σήμερον μιᾶς Θεολογίας τῆς καταλλαγῆς»[50].
Ο μακαριστός πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης π. Μάρκος Μανώλης καταθέτει τα εξής: «Δυστυχῶς, ὑπῆρχε πολύ τό μεμπτό καί ἀπαγορευτικό, τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος ἤδη ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς καί μάλιστα ὡς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε παραβῆ καί «ὑβρίσει» τούς Ἱ. Κανόνες, τά Ἱ. Δόγματα καί τις Ἱ. Παραδόσεις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας! Καί αὐτά, ὄχι μόνο μέ δηλώσεις του, ἀλλά καί μέ συγκεκριμένες παραβατικές ἐνέργειές του. Τά εἶχε σχεδόν ἰσοπεδώσει ὅλα, πορευόμενος «ἀγαλλομένῳ ποδί» (=χοροπηδώντας!), ὡς ἀρχιοικουμενιστής, καί μάλιστα φιλοπαπικός καί φιλενωτικός μέ τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό!
Ἐκτός ὅμως ἀπό τά οἰκουμενιστικά καί αἱρετικά του δρώμενα στην Ἀμερική, ἀλλά καί στήν Κωνσταντινούπολη (ἀπό τό 1948 ἕως τό 1965), τό 1965 μονομερῶς, μόνος του, ἐρήμην τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἔκαμε τήν λεγομένη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων» τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τοῦ Παπισμοῦ, χωρὶς ὁ Παπισμὸς νὰ ἀλλάξει καὶ διορθώσει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑσμὸ καὶ ὁρμαθὸ τῶν αἱρέσεών του. Ἐνῶ μνημονεύοντας τόν Πάπα Παῦλο Α´ ἔκαμε μαζί του καί κοινή-«ἀδελφική» συνάντηση στα Ἱεροσόλυμα, γιά πρώτη φορά μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054! Ἀλλά καί μόνο γιά τά πρίν ἀπό τήν ἀντικανονικότατη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων…» τοῦ 1965 καί τή συνάντησή του μέ τόν Πάπα, ὁ ὄντως Ὀρθόδοξος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β´ (Χατζησταύρου) εἶχε δηλώσει καί ἔγραψε στά «Πεπραγμένα» του (τόμ. Β´, Ἀθῆναι 1964, σ. 197): «Ὁ Ἀθηναγόρας Α´ οὐδέν πρεσβεύει, εἰς οὐδέν πιστεύει, εἰ μή μόνῳ ἑαυτῷ δουλεύει καί τήν ἀπαθανάτισιν τοῦ ὀνόματός του ἐπιδιώκει, ἔστω, κατά Ἡρόστρατον, διά τῆς καταστροφῆς τῆς Ἐκκλησίας»[51]!
Ὅταν μάλιστα ὁ Ἀθηναγόρας τό 1970 ἀποδέχθηκε ἀκόμη καί τό αἱρετικότατο Φιλιόκβε (Filioque= καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ…), ἀπαγορευμένη προσθήκη τοῦ Παπισμοῦ στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὡς δῆθεν «θεολογούμενο», δήλωση γιά τήν ὁποία οἱ περισσότερες Ἱ. Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους διέκοψαν τό «μνημόσυνό» του (μάλιστα καί ὁ μακαρ. Γέροντας Παΐσιος στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα), καθώς καί τρείς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Φλωρίνης Αὐγουστίνος Καντιώτης, ὁ Παραμυθίας Παῦλος καί ὁ Ἐλευθερουπόλως Ἀμβρόσιος, ὁ μακαριστός π. Μᾶρκος Μανώλης ἔδινε μάχες διά μέσου τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου». Ἐγνώριζε, ἀποδοκίμαζε καί ἐκαυτηρίαζε τά προηγούμενα ἀθηναγορικά… ἀπόβλητα»[52].
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἐπισημαίνει: «Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀναγνωρίζει πρωτεῖο στόν Πάπα Παῦλο τόν Β΄, χωρίς μετάνοια καί ἀποκήρυξη τῶν πλανῶν… Τόν κατατάσσει εὐθύς μετά τόν ὁμώνυμό του Ἀπόστολο Παῦλο καί ὡς ἕνα ἀπό τους μεγαλύτερους πάπες τῆς ἱστορίας. Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque γιά τόν Ἀθηναγόρα δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά την ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀντιρρητική θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων δεν χρειάζεται στούς καιρούς μας. Ἐπί λέξει εἶπε: «Τί μελάνι χύθηκε καί τι μῖσος γιά τό Filioque! Ἦλθεν ἡ ἀγάπη καί ὅλα ὑποχωροῦν στό πέρασμά της».
Δύο ἀπό τούς πιό στενούς καί πιό ἀγαπητούς συνεργάτες του εἶπαν φοβερά πράγματα, καί ἀπορεῖ κανείς πώς οὔτε ἡ σύνοδος τοῦ Φαναρίου οὔτε καμμία ἄλλη ὀρθόδοξος σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ αὐτούς. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καί Μ. Βρεττανίας Ἀθηναγόρας (Κοκκινάκης) χαρακτήρισε τούς ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς «ἀνθρώπινα ἐντάλματα καί σχήματα ἀνοησιῶν καί μίσους». Ὁ ἴδιος εἶπε: «Ποῖον τό κριτήριον, διά τοῦ ὁποίου θά ἀποδειχθῆ ἡ διεκδικουμένη ἀποκλειστικότης τῆς ἀληθείας; Ὅ,τι καί νά λέγωμεν, τό γεγονός παραμένει ὅτι ὡς διηρημένη ἡ Ἐκκλησία δεν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὑγιής, ἀλλά πληγωμένη, καί τό μέρος οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά διεκδικήση ἐν ἀληθείᾳ τό ὅλον. Μήτε ὁ πλοῦτος μήτε ἡ ἐπαναλαμβανομένη λόγοις καί ἐπιχειρήμασι ἀκεραιότης τῆς διδασκαλίας, μήτε τά σχήματα τῆς παραδοσιακῆς συντηρητικότητος ὠφελοῦν, μήτε καί ἐνδυναμώνουν τούς ἰσχυρισμούς τούς διεκδικοῦντας τήν ἀποκλειστικότητα. Γνωρίζω τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τάς θέσεις τῶν νεωτέρων θεολόγων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ταῦτα εἶναι βουλαί καί ἐπίνοιαι ἀνθρώπων»[53].
Τέλος, αλγεινὴ ἐντύπωση μᾶς κάνει ἕνα βίντεο, πού κυκλοφορεῖ εὐρέως στὸ διαδίκτυο καὶ τὸ ὁποῖο δείχνει τὸν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νὰ κάνει ἐπανειλημμένως τὸ σταυρὸ του, ἀκολουθώντας ἀνάστροφη πορεία, δηλ. ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά, ὅμοια μὲ τὸν τρόπο ποὺ κάνουν τὸν σταυρὸ τους οἱ Παπικοί. Ἂν γινόταν μία φορὰ ἢ δύο θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ σύμπτωση, ὅμως ὅταν γίνεται κατ᾽ ἐπανάληψη καί μάλιστα ἀπό τήν κεφαλή τῆς Ὀρθοδοξίας, μόνο σύμπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ[54].
Αὐτή εἶναι ἡ πλήρης ἀλήθεια γιά τόν «Μεγάλο», κατά τούς Οἰκουμενιστές, Οἰκουμενικό Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, τόν δῆθεν «πιστό τηρητή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως», τόν δῆθεν «ἀδικημένο καί συκοφαντημένο συνειδητά». Ἄς σημειώσουμε στό σημεῖο αὐτό ὅτι, ἐπειδή εἶναι ἄρρηκτη ἡ σχέση μεταξύ Σιωνισμοῦ, Τεκτονισμοῦ-Μασονίας καί Οἰκουμενισμοῦ, σάν τήν σχέση μητέρας καί παιδιοῦ, ὅσοι Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι ἤ Ἐπίσκοποι ὀνομάζονται καί προβάλλονται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές ὡς δῆθεν «Μεγάλοι», κατά κανόνα εἶναι τέκτονες, μασόνοι, κανόνας ὁ ὁποῖος βεβαίως ἐφαρμόζεται καί στόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀλλά καί σ'αὐτούς πού τόν ἐξυμνοῦν.
Θ) Ἡ ἀντίθεση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές ἀποσιωποῦν σκοπίμως στά ἄρθρα τους καί τίς ὁμιλίες τους τίς ἰσχυρές καί ἠχηρές ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στά καινοφανῆ οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα.
Ἀξίζει ἐδῶ νά ἀναφέρουμε τήν κατηγορηματική καί μετά σθένους ἄρνηση τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν πρόσκληση τοῦ Βατικανοῦ γιά ἀποστολή Ὀρθοδόξων παρατηρητῶν στήν Α΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο, πού πραγματοποιήθηκε τό 1870.
Στήν σπουδή αὐτή τοῦ Πατριάρχπυ κυροῦ Ἀθηναγόρα καί τήν προσπάθειά του γιά ἐπιβολή τετελεσμένων στήν Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἀντιτάχθηκε σθεναρά ἡ Ἐκκλησία της Ἑλλάδος καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπός της κυρός Χρυσόστομος Β΄ (Χατζησταύρου).
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τοές ἐπιφανέστερους Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὡς ἀρχιδιάκονος τοῦ τότε Μητροπολίτου Δράμας (Χρυσοστόμου Σμύρνης) ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο στήν ὀργάνωση τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Διετέλεσε Μητροπολίτης Τράλλεων, Φιλαδελφείας καί Ἐφέσου. Ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα μετά τήν μικρασιατική καταστροφή καί ἐξελέγη Μητροπολίτης Καβάλας καί κατόπιν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.
Στήν μακρόβια ζωή του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος «γνώρισε ἀπό κοντά τή σύμπραξη τοῦ Βατικανοῦ μέ τούς Κομιτατζῆδες στόν Μακεδονικό Ἀγώνα, τή βοήθεια πού προσέφερε τό Βατικανό στόν Κεμάλ Ἀτατούρκ καί τή δράση της Ουνίας»[55]. Ἔχοντας, λοιπόν, ἰδία ἀντίληψη γιά τίς τακτικές τοῦ Βατικανοῦ, δέν ἦταν διατεθειμένος νά ἀποδεχθεῖ καί νά συνθηκολογήσει μέ τίς νέες μεθοδείες του καί τήν «ἐπίθεση στά νῶτα».
Στόν αἰφνιδιασμό τοῦ Πατριάρχου ἀπαντᾶ μέ σθένος καί ἀποφασιστικότητα. Στήν ἔκτακτη σύγκλησή της ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία «...ἠσχολήθη μέ τό καταθλίψαν τούς Ποιμένας αὐτῆς θέμα... κατεδίκασεν ὁμοφώνως τόν ἔξω πάσης Κανονικῆς δεοντολογίας τρόπον, δι' οὗ ἐπιδιώκεται ἡ συγκρότησις τοῦ περί οὗ πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη ἐκ τῶν Ἱ. Κανόνων νά ἀναγνωρίση μονοκρατορίαν, εἰς οἱονδήποτε τῶν Πρωτοκαθέδρων Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας»[56].
Ἡ Ἱερά Σύνοδος, λαμβάνοντας ὑπ’όψιν τήν πάγια τακτική τοῦ Βατικανοῦ κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, «διαχωρίσασα καθηκόντως τάς Ἑαυτῆς ἱστορικάς εὐθύνας», κατέληξε στήν ἀπόφαση νά μήν λάβει μέρος στήν Β΄ Πανορθόδοξη διάσκεψη τῆς Ρόδου. Τό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἦταν τό ἑξῆς:
«Ἐκτιμῶσα πρεπόντως (ἡ Ἱερά Σύνοδος), ἀφιλαδέλφους, ἀντευαγγελικάς καί κατακρίτους ἐνεργείας καί μηχανορραφίας, ἀπαραλλάκτως πάντοτε γινομένας ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ εἰς βάρος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μή ἀποβαλόντος τοῦ Παπισμοῦ τόν παλαιόν ἄνθρωπον, οὐδέ τάς ἀνεντίμους μεθόδους τοῦ μέσῳ τῆς οἰκτρᾶς Ούνίας ἐπιδιωκομένου δολίου προσηλυτισμοῦ, ἀπέληξεν εἰς τήν ἀμετάτρεπτον ἀπόφασιν, ὅπως μή μετάσχῃ τῆς ὑπό τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος καί μόνον ἀποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ἧς αἱ ἐπιπτώσεις θέλουν ἀσφαλῶς κατεργασθῆ τήν καταρράκωσιν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας ἡμῶν. Εἰς τήν ἀπόφασίν της ταύτην ἡ Ἱερά Σύνοδος σύμμαχον ἔχει καί ἅπασαν τήν Γερασμίαν χορείαν τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σπεύσασαν τηλεγραφικῶς νά καταδικάσῃ τό περί οὗ πρόκειται ἀκαίρως καί ἐν σπουδῇ ἀποφασισθέν τοῦτο Συνέδριον»[57].
Τήν ἴδια σθεναρή στάση κράτησε ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί στήν περίπτωση τῆς συναντήσεως Πάπα - Πατριάρχη στά Ἱεροσόλυμα καί τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Φαναρίου καί Βατικανοῦ, γεγονότα, πού γνώρισαν τήν κατακραυγή τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος στήν Ἑλλάδα.
Ἡ ρήξη, λοιπόν, μεταξύ Φαναρίου καί Ἀθήνας ἦταν ἀναπόφευκτη, γεγονός πού ἔφερε σέ δύσκολη θέση τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο στήν σχέση του μέ τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση. Εἶναι ἡ περίοδος, πού «οἱ κυβερνήσεις τῆς Εὐρώπης δέχονται συνεχεῖς πιέσεις ἀπό παράγοντες τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν καί τοῦ ΝΑΤΟ νά στηρίξουν τήν προσπάθεια γιά τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀφοῦ θεωροῦν ὅτι μόνο μέ αὐτό τόν τρόπο θά μπορέσει νά ἀντιμετωπιστεῖ ἡ Σοβιετική Ἕνωση καί τό Σύμφωνο τῆς Βαρσοβίας»[58].
Στίς 23 Ἰουνίου τοῦ 1966 σέ συνάντηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χρυσοστόμου μέ τόν τότε Ἀντιπρόεδρο τῆς Κυβερνήσεως κ. Γ. Ἀθανασιάδη-Νόβα καί τόν Ὑπουργό Παιδείας κ. Στ. Ἀλαμνῆ, ὁ Ὑπουργός δήλωσε στόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο ὅτι «ἡ κυβέρνησις βαρέως φέρει τήν ἀντίθεσιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί τό Πατριαρχεῖον, διότι ἡ ἀντίθεσις αὐτή ἐνθαρρύνει τάς Σλαυικάς Ἐκκλησίας ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί δέν πρέπει νά δίδεται ἡ ἀφορμή αὕτη ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος».
Καί ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος ἀπάντησε μέ παρρησία καί ἀποφασιστικότητα: «Ὄχι. Δέν εἴμεθα διατεθειμένοι νά ἐγκαταλείψωμεν τήν Ὀρθοδοξίαν μας, ἡ ὁποία εἶναι ἀπ' αἰώνων συνυφασμένη μέ τήν Ἱστορίαν τοῦ Ἔθνους. Εἴμεθα πρόθυμοι νά ὑποστῶμεν καί θυσίαν χάριν τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Εἰς τό Βιετνάμ θυσιάζονται εἰς τήν πυράν Βουδισταί μοναχοί χάριν τῆς πίστεώς των...»[59].
Ἡ «λύση» στό ζήτημα δόθηκε μόλις ἕνα χρόνο μετά ἀπό τό δικτατορικό καθεστώς, πού ἐκδίωξε τόν μακαριστό Χρυσόστομο Χατζησταύρου ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, γιά νά ἀναβιβάσει τόν κυρό Ἱερώνυμο Κοτσώνη, πρωθιερέα ἕως τότε τῶν Ἀνακτόρων.
Θά πρέπει ἐδῶ νά ἀναφέρουμε παρενθετικά ὅτι ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν, σέ γενικές γραμμές, πάντοτε φειδωλή στίς οἰκουμενικές της ἐπαφές μέ τούς ἑτεροδόξους. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας μας στούς ἐπισήμους διαλόγους τηροῦσαν, κατά κανόνα, τήν ὀρθοδοξότερη στάση καί ἦταν αὐτοί, πού ἐπέφεραν τά μεγαλύτερα προσκόμματα καί ἐξέφραζαν τίς μεγαλύτερες ἀντιρρήσεις σέ συμφωνίες ἀπαράδεκτες ἀπό ὀρθοδόξου θεολογικῆς ἀπόψεως. «Ἐπανειλημμένως οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στίς συναντήσεις μέ τούς Παπικούς ἐπεδείκνυαν σκληρή στάση... Πολλές φορές ὁ πρώην συμπρόεδρος τοῦ διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ. Στυλιανός συγκρούστηκε μέ τούς ἱεράρχες καί τούς θεολόγους, πού ἐκπροσωποῦσαν τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος»[60].
Κλασική περίπτωση αὐτῆς τῆς στάσεως ἦταν ἡ σύγκληση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου στό Μπάλαμαντ (Balamand) τοῦ Λιβάνου τό 1993, ὅπου ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μαζί μέ πολλές ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει, διαμαρτυρομένη γιά τήν κλιμάκωση τῆς Οὐνίας στίς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Ἄσκησε μάλιστα δριμεία κριτική στό κείμενο τοῦ Μπάλαμαντ, τό ὁποῖο δέν συνυπέγραψε καί ἡ εὐθύνη τοῦ ὁποίου βαρύνει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ἡ γραμμή αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνατράπηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Χριστόδουλο, πού μέ τά οἰκουμενιστικά του ἀνοίγματα (μέ κορυφαία τήν ἐπίσκεψη τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα Ρώμης Ἰωάννου-Παύλου Β΄στήν Ἀθήνα τόν Μάιο τοῦ 2001 καί τήν σύγκληση τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» δηλ. αἱρέσεων, στήν Ἀθήνα τόν Μάιο τοῦ 2005, τό ὁποῖο ἔλαβε προδοτικές ἀποφάσεις γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, γεγονότα τά ὁποία μόλυναν πολλές συνειδήσεις ὀρθοδόξων) ἀνέτρεψε τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση, προσχωρώντας στήν τακτική τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ νέα αὐτή γραμμή, δυστυχῶς, ἀκολουθεῖται καί ἀπό τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο Β΄, ἔτσι ὅπως διατυπώνεται σέ συνέντευξή του στήν ἐφημερίδα του Βατικανοῦ Avennire (14-4-2009), ὅπου θεωρεῖ τό Κείμενο τῆς Ραβέννας «ἕνα θετικό βῆμα, τό ὁποῖο περιμένει καί τήν συνέχεια του», συμπληρώνοντας ταυτόχρονα πώς ὁ δρόμος γιά τήν ἑνότητα εἶναι «ἕνας δρόμος χωρίς ἐπιστροφή». Ἐπίσης, ὁ Μακαριώτατος δέν ἔχει ἀποφύγει τίς ἀντικανονικές συμπροσευχές, συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης Φραγκίσκο καί τόν οἰκουμενιστή Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο στήν Λέσβο τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2016 καί ἔλαβε μέρος στήν ληστρική, αἱρετική, οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τοῦ Ἰουνίου 2016, ὑπογράφοντας τά κακόδοξα κείμενά της.
Ὁ χορός των ἀντιδράσεων στά καινοφανή οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχη κυροῦ Ἀθηναγόρα συνεχίστηκε. Τήν σκυτάλη πῆραν δύο ἁγιασμένες μορφές. Ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος καί ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Εἶναι πράγματι συγκλονιστική στήν τραγικότητά της καί στόν πόνο, πού προκαλεῖ, ἡ ἐκτίμηση καί ἡ ἔκκληση τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου σέ ἀνοικτή ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ποῦ ἔστειλε τό 1965, μετά τήν συνάντηση τοῦ Πατριάρχου μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Παῦλο Στ' στά Ἱεροσόλυμα, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964, ἡ ὁποία πολύ περισσότερο ἰσχύει καί σήμερα, ἀπευθυνομένη στόν σημερινό Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Παραθέτουμε τό σχετικό ἀπόσπασμα:
«Παναγιώτατε:
Μυριάκις προτιμότερον νά ἐκριζωθῆ ὁ ἱστορικός τῆς Κων/λεως Θρόνος καί νά μεταφυτευθῆ εἴς τινα ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῆ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῆ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων:΄Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως. Αἵ ἑπτά λυχνίαι τῆς Ἀποκαλύψεως, διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, ἐσβέσθησαν πρό πολλοῦ. Ἑπτά Ἐκκλησίαι ἀποστολικαί, Ἐκκλησίαι σχοῦσαι τήν ὑψίστην τιμήν νά λάβωσιν, εἰδικῶς αὗται, Γράμματα ἐξ Οὐρανοῦ μέσω τοῦ θεοπνεύστου τῆς Πάτμου Ὀραματιστοῦ, ἐξέλιπον ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς καί ἐκεῖ, ἔνθα ἄλλοτε ἐτελεῖτο ἡ φρικωδεστάτη Θυσία καί ὁ Τριαδικός ἀνεμέλπετο Ὕμνος, σήμερον ἴσως κρώζουσι νυκτικόρακες ἤ ὀρχοῦνται ὀνοκένταυροι. Καί ὅμως ἡ Νύμφη τοῦ Κυρίου δέν ἀπέθανεν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἐξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη καί καθημαγμένη ὡς ὁ Ἱδρυτής αὐτῆς, ἀλλ' ἀείζωος καί ἀκατάβλητος, τήν διά μέσου τῶν αἰώνων πορείαν αὐτῆς, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονοῦσα, σώζουσα. Δέν θά ἀποθάνη, λοιπόν, αὐτή καί ἄν μετακινηθῆ ἤ καί ἀποθάνη ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος. Οὐδείς Ὀρθόδοξος εὔχεται τήν μετακίνησιν ἤ τόν θάνατον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Μή γένοιτο! Ἀλλά καί οὐδείς θά θυσιάση χάριν αὐτοῦ ἰῶτα ἕν ἤ μίαν κεραίαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀγωνίσασθε ὑπέρ αὐτοῦ πάσῃ δυνάμει. Ὄχι ἁπλῶς ἔχετε δικαίωμα, ἄλλ' ὀφείλετε νά στηρίξητε αὐτόν, τό κάθ΄Ὑμᾶς. Θυσιάσατε χάτιν αὐτοῦ ὁ,τιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμᾶς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους ἀκόμη καί τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν! Ἕν μόνον κρατήσατε, ἕν φυλάξατε, ἑνός φείσασθε, ἕν μή θυσιάσητε: τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν! Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἔχει ἀξίαν καί χρησιμότητα μόνον καί μόνον, ὅταν ἐκπέμπη ἁπανταχοῦ τῆς γῆς τό γλυκύ καί ἀνέσπερον τῆς Ὀρθοδοξίας Φῶς. Οἱ Φάροι εἶναι χρήσιμοι, ἐάν καί ἐφ’ὅσον φωτίζωσι τούς ναυτιλλομένους, ἵνα ἀποφεύγωσι τούς σκοπέλους. Ὅταν τό φῶς αὐτῶν σβεσθῆ, τότε δέν εἶναι μόνον ἄχρηστοι, ἀλλά καί ἐπιβλαβεῖς, διότι μεταβάλλονται καί αὐτοί εἰς σκοπέλους.
Παναγιώτατε:
Προυχωρήσατε ἤδη πολύ. Οἱ πόδες Ὑμῶν ψαύουσι πλέον τά ρεῖθρα τοῦ Ρουβίκωνος. Ἡ ὑπομονή χιλιάδων εὐσεβῶν ψυχῶν, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, συνεχῶς ἐξαντλεῖται. Διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, ὀπισθοχωρήσατε! Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειράσθε νά ἐνώσητε τά διεστῶτα καί τό μόνον, ὅπερ θά κατορθώσητε, θά εἶναι νά διασπάσητε τά ἡνωμένα καί νά δημιουργήσητε ρήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεά καί συμπαγῆ. Σύνετε καί συνέλθετε! Ἀλλά φεῦ! Διηνύσατε πολλήν ὁδόν. Ἤδη΄πρός ἑσπέραν ἐστί καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα… Πῶς θά ἰδῆτε τάς χαινούσας ἀβύσσους, ἀφ΄ὧν θά διέλθη μετ’ὀλίγον ἡ ἀτραπός, ἥν ὁδεύετε; Εἴθε, εἴθε ὁ πάλαι ποτέ στήσας τόν ἥλιον κατά Γαβαῶν καί τήν σελήνην κατά φάραγγα Αἰλῶν, νά δευτερώση τό θαῦμα καί νά παρατείνη ἅπαξ ἔτι τό μῆκος τῆς ἡμέρας, νά ἐνισχύση ἔτι πλέον τό φῶς αὐτῆς καί νά διανοίξη τούς ὀφθαλμούς Ὑμῶν, ἴνα ἴδητε, κατανοήσητε, ἐπιστρέψητε. Ἀμήν»[61].
Ὁ ὅσιος Παΐσιος Ἁγιορείτης ἔγραψε ἐπιστολή, ὅταν μόναζε στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους στίς 23-1-1969, στήν ὁποία γράφει: «Ἐπειδή βλέπω τόν μεγάλο σάλο εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας, ἐξ αἰτίας τῶν διαφόρων φιλενωτικῶν κινήσεων καί τῶν ἐπαφῶν τοῦ Πατριάρχου (Ἀθηναγόρα) μετά τοῦ Πάπα, ἐπόνεσα κι ἐγώ σάν τέκνον Της καί ἐθεώρησα καλόν, ἐκτός ἀπό τίς προσευχές μου, νά στείλω κι ἕνα μικρό κομματάκι κλωστή (πού ἔχω σάν φτωχός Μοναχός), διά νά χρησιμοποιηθεῖ κι αὐτό, ἔστω γιά μιά βελονιά, διά τό πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας... Φαντάζομαι ὅτι θά μέ καταλάβουν ὅλοι, ὅτι τά γραφόμενά μου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἕνας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν καί κοσμικήν ἀγάπην δυστυχῶς τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μιάν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, πού λέγεται Παπική «Ἐκκλησία», διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δέν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή. Αὐτή ἡ ἀγάπη, πού ἀκούσθηκε ἀπό τήν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σέ πολλά παιδιά του, πού τήν ζοῦν εἰς τάς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πνεῦμα της ἐποχῆς μας: ἡ οἰκογένεια νά χάση τό ἱερό νόημά της, πού ὡς σκοπόν ἔχουν τήν διάλυσιν καί ὄχι τήν ἕνωσιν...
Μέ μιά τέτοια περίπου κοσμική ἀγάπη καί ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στή Ρώμη. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά δείξη ἀγάπη πρῶτα σέ μᾶς τά παιδιά του καί στή Μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τήν ἀγάπη του πολύ μακριά. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύσει μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού ἀγαποῦν τόν κόσμο καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν ἀγάπην, νά κατασκανδαλίση, ὅμως, ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ.
Μετά λύπης μου, ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως, νά ὁμιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν, διότι δέν Τόν ἔχουν ἀγαπήσει.
Θά ἤθελα νά παρακαλέσω θερμά ὅλους τούς φιλενωτικούς ἀδελφούς μας: Ἐπειδή τό θέμα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι κάτι τό πνευματικόν καί ἀνάγκην ἔχουμε πνευματικῆς ἀγάπης, ἄς τό ἀφήσουμε σέ αὐτούς, πού ἀγαπήσανε πολύ τόν Θεόν καί εἶναι θεολόγοι, σάν τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι νομολόγοι, πού προσφέρανε καί προσφέρουν ὁλόκληρο τόν ἑαυτόν τους εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας (ἀντί μεγάλης λαμπάδας), τούς ὁποίους ἄναψε τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁ ἀναπτήρας τοῦ νεωκόρου. Ἄς γνωρίζομεν ὅτι δέν ὑπάρχουν μόνο φυσικοί νόμοι, ἀλλά καί πνευματικοί. Ἑπομένως ἡ μέλλουσα ὀργή τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθῆ μέ συνεταιρισμόν ἁμαρτωλῶν (διότι διπλήν ὀργήν θά λάβωμεν), ἀλλά μέ μετάνοιαν καί τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
Ἐπίσης ἄς γνωρίσωμεν καλά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Ἡ μόνη ἔλλειψις, πού παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί˙ ὅμως δέν εἶναι ἀνησυχητικόν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει... Ὁ Κύριος, ὅταν θά πρέπη, θά παρουσιάση τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους Παλαμάδες, διά νά συγκεντρώσουν ὅλα τά κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διά νά ὀμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, νά στερεώσουν τήν Παράδοσιν καί νά δώσουν χαράν μεγάλην εἰς τήν Μητέρα μας».
Πιό κάτω ὁ Ὅσιος Παΐσιος μιλᾶ γιά τόν ὀλέθριο κίνδυνο ἀποσχίσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἱδρύσεως ἰδίας Ἐκκλησίας, ἐξαιτίας τῶν φιλενωτικῶν ἀνοιγμάτων. Λέγει, λοιπόν:
«Εἰς τούς καιρούς μας βλέπομεν ὅτι πολλά πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας, Μοναχοί καί λαϊκοί, ἔχουν δυστυχῶς ἀποσχισθῆ ἀπό αὐτήν ἐξ αἰτίας τῶν φιλενωτικῶν. Ἔχω τήν γνώμην ὅτι δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φοράν πού θά πταίη ὁ Πατριάρχης˙ ἀλλά ἀπό μέσα, κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον ὁ καθένας ν' ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπον του. Τό νά διακόψη τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου, νά ἀποσχισθῆ καί νά δημιουργήση ἰδικήν του Ἐκκλησίαν καί νά ἐξακολουθῆ νά ὁμιλῆ, ὑβρίζοντας τόν Πατριάρχην, αὐτό, νομίζω, εἶναι παράλογον.
Ἐάν διά τήν α' ἤ β' λοξοδρόμησι τῶν κατά καιρούς Πατριαρχῶν χωριζώμεθα καί κάνωμε δικές μας Ἐκκλησίες - Θεός φυλάξοι! -, θά ξεπεράσωμε καί τούς Προτεστάντες ἀκόμη. Εὔκολα χωρίζει κανείς καί δύσκολα ἐπιστρέφει. Δυστυχῶς, ἔχουμε πολλές «Ἐκκλησίες» στήν ἐποχή μας. Δημιουργήθηκαν εἴτε ἀπό μεγάλες ὁμάδες ἤ καί ἀπό ἕνα ἄτομο ἀκόμη...».
Καί καταλήγει ὁ Ὅσιος αὐτή τήν δεύτερή του ἐπιστολή ὡς ἑξῆς: «Ἄς εὐχηθοῦμε νά δώση ὁ Θεός τόν φωτισμόν Του σέ ὅλους μας καί εἰς τόν Πατριάρχην μας κ. Ἀθηναγόραν, διά νά γίνει πρῶτον ἡ ἕνωσις αὐτῶν τῶν «ἐκκλησιῶν», νά πραγματοποιηθῆ ἡ γαλήνη ἀνάμεσα στό σκανδαλισμένο Ὀρθόδοξο πλήρωμα, ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, καί κατόπιν ἄς γίνη σκέψις διά τήν ἕνωσιν μετά τῶν ἄλλων «Ὁμολογιῶν», ἐάν καί ἐφ' ὅσον εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν ν' ἀσπασθοῦν τό Ὀρθόδοξον Δόγμα»[62].
Τελικά, ὅμως, ὁ ὅσιος Παΐσιος ἀπαίτησε καί ἐπέβαλε τήν διακοπή τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου καί στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα. Αὐτή τή θέση καί στάση τήρησε ὁ Ὅσιος, μολονότι στήν ἀνωτέρω ἐπιστολή του δέν συνιστοῦσε στίς ἀρχές τοῦ 1969, τήν διακοπή μνημοσύνου, ἀλλά τόν ὀρθόδοξο ἀγώνα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μήν ἐπεκτείνονται τά ἤδη ζηλωτικά σχίσματα.
Στό σημεῖο αὐτό διαπιστώνουμε ὅτι οὐδέποτε ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὑποστήριξε τήν αἱρετική καί βλάσφημη οἰκουμενιστική θεωρία ὅτι δῆθεν τά ἱερά Μυστήρια εἶναι «ἄκυρα» χωρίς τό ἐπισκοπικό μνημόσυνο, μάλιστα ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττει αἵρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Ἀντίθετα, γνώριζε καί τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ καί μάλιστα τοῦ 15ου τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί Ἁγίου καί Μεγάλου Φωτίου. Ὅπως ἀκόμη γνώριζε καί τίς θέσεις, στάσεις καί πράξεις τῶν μεγάλων ἁγίων Πατέρων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Πολύ ὀρθά ἔπραξαν τόσο ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὅσο καί ἄλλοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τήν μνημόνευση τοῦ μασώνου καί μεγάλου οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα τήν τριετία 1970-1973. Εἶχαν ἄλλωστε ὁδοδεῖκτες ὅλες τίς ἀντιπαπικές συνόδους, ἰδίως τήν Η΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί Μ. Φωτίου καί τήν Θ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, καί τόσους ἁγίους Πατέρες. Ἐκτός ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες, τό πατριαρχικό μνημόσυνο διέκοψαν τότε καί τρεῖς Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος˙ ὁ Φλωρίνης Αὐγουστίνος Καντιώτης, ὁ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος καί ὁ Παραμυθίας Παῦλος. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι κανείς, ἀπ' ὅσους διέκοψαν καί ἔπαυσαν τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, δέν ἀποκόπηκε εἴτε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἴτε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οὔτε ἐπέβαλαν τήν διακοπή μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου στούς ἄλλους ἐπισκόπους, καταδικάζοντάς τους ὡς αἱρετικούς, οὔτε διακόπηκε ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Ὁ Ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς λέγει γιά τόν κυρό Ἀθηναγόρα τά ἐξῆς: «Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αὐτὸς μὲ τὴν νεοπαπιστικὴν συμπεριφοράν του εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς τὰς πράξεις σκανδαλίζει ἐπὶ μίαν ἤδη δεκαετίαν τὰς ὀρθοδόξους συνειδήσεις, ἀρνούμενος τὴν μοναδικὴν καὶ πανσωστικὴν Ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Πίστεως, ἀναγνωρίζων τὰς ρωμαϊκὰς καὶ ἄλλας αἱρέσεις ὡς ἰσοτίμους μὲ τὴν ἀλήθειαν, ἀναγνωρίζων τὸν Ρωμαῖον ἄκρον Ποντίφηκα μὲ ὅλην τὴν δαιμονικὴν ἀντιεκκλησιαστικὴν ὑπερηφάνειάν του. Καὶ προετοιμάζει μὲ αὐτοκτονικὴν ταχύτητα καὶ ἐπιπολαιότητα, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ, αὐτὴν τὴν ἰδικήν του λεγομένην «Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον», ὄχι ὅμως μέ τό βασικόν καί ἁγιοπαραδοσιακόν θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἀλλά μὲ καθαρῶς σχολαστικο-προτεσταντικὴν θεματολογίαν. Τήν προετοιμάζει μάλιστα εἰς τόν Πύργον τῆς Βαβέλ (εἰς τήν Γενεύην) τοῦ συγχρόνου ἀναρχικοῦ καί μηδενιστικοῦ κόσμου, ἄνευ τῆς συμμετοχῆς τῶν πραγματικῶν Ὀρθοδόξων ὁμολογητῶν, φορέων τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως καί Ἐκκλησιαστικότητος. Τὸν τελευταῖον καιρὸν αὐτὸς ἔχει γίνει πηγὴ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ εἰς τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον. Οἱ Ἁγιορεῖται δικαίως τὸν ὀνομάζουν αἱρετικὸν καὶ ἀποστάτην εἰς ἀνοικτὰς ἐπιστολάς των, τὰς ἀπευθυνομένας πρὸς αὐτόν διὰ τοῦ Τύπου»[63].
Ι) Οἱ συνεργάτες καί διάδοχοι τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα
Ἄς δοῦμε, τέλος, στό σημεῖο αὐτό ποιά εἶναι τά κυριώτερα λεχθέντα καί πραχθέντα τῶν συνεργατῶν καί διαδόχων τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, πού ἀόκνως καί ἀπερισπάστως πράττουν, γιά νά καταδειχθεῖ ὅτι ὄντως εἶναι ἄξιοι διάδοχοι τοῦ μέντορα, πάτρωνα καί προκατόχου τους.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος ἦταν ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς Παπικούς. Ἐξεστόμισε τήν παρακάτω μεγάλη βλασφημία, δηλ. νά καταργηθεῖ τό δόγμα περί Ἁγίας Τριάδος: «Το νόημα τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀφηρημένη ἑλληνική ἰδέα, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τῆς σήμερον καί τῆς αὔριον δέν ἀποδέχεται. Εἰδικῶς δέ ἡ ἀποδοκιμασία αὕτη ἀφορᾶ εἰς τό δόγμα τῆς Τριαδικότητος. Ἑπομένως, δέον ὅπως ἀπεκδυθῆ ἡ Θεολογία τῶν ἑλληνικῶν της ἐνδυμάτων, ἕν μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος»[64].
Ὁ διάδοχος τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου, μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Δημήτριος συνέχισε κι αὐτός μέ τήν σειρά του τήν πολιτική τοῦ προκατόχου του. Ἡ Ἱ. Μ.Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους σέ ἀπαντητική ἐπιστολή τό 1972 ὅσον ἀφορᾶ τό μνημόνευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει καί τά ἑξῆς: «… ὁ νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης (Δημήτριος), ὄχι μόνον δέν ἐφάνη συντηρητικώτερος τοῦ προκατόχου του, ἀλλά, τοὐναντίον, ὑπερθεματίζει τούτου διά τήν οἰκουμενικήν κίνησιν». Στή συνέχεια παραθέτει ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του[65]: «… Καί διαδηλῶμεν τήν πρόθεσιν ἡμῶν, ὅπως ἐν πιστότητι πρός τήν ἄχρι τοῦδε γραμμήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀκολουθήσωμεν τήν ἁγίαν καί μεγάλην γραμμήν τοῦ Μεγάλου Προκατόχου ἡμῶν, τοῦ ἀοιδίμου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου τοῦ Α’, διά τήν ἐν Πανορθοδόξῳ συμπνοίᾳ διαχριστιανικήν ἑνότητα. Οὐδόλως θά παραλείψωμεν τό ἐπιβαλλόμενον χρέος ὅπως συνάψωμεν διαλόγους, πρωτίστως μετά τοῦ Ἰσλάμ, ἔπειτα δέ καί μετά τῶν ἄλλων μειζόνων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν…»[66]. Ἐπίσης, στήν κοινή διακήρυξη μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη Παῦλο τόν Β΄ στίς 7-12-1987, ὑποστήριξε: «Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β' καί ὁ Πατριάρχης Δημήτριος διευκρίνησαν ἀπό κοινοῦ: «Ἀποκρούομε κάθε μορφή προσηλυτισμοῦ, κάθε στάση πού θά ἦταν ἤ πού θά μποροῦσε νά θεωρηθῆ ὡς ἔλλειψη σεβασμοῦ τοῦ ἄλλου»[67].
Ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἀπό τήν ἐκλογή του στόν θρόνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνέχισε τήν οἰκουμενιστική, ἰσοπεδωτική γιά τήν Ὀρθοδοξία γραμμή τῶν προκατόχων του Πατριαρχῶν κυρῶν Ἀθηναγόρου καί Δημητρίου. Ἀνεγνώρισε ἀμέσως τόν θεσμό τῶν διαθρησκειακῶν διασκέψεων τῆς Ἀσίζης (1986), τόν ὁποῖο ἵδρυσε τό Βατικανό.
Τό 2012 τό ἀφιέρωσε στούς προκατόχους του κυρούς Ἰωακείμ τόν Γ΄ καί Ἀθηναγόρα ἐπειδή «ἀμφότεροι οἱ προκάτοχοι ἡμῶν εἰργάσθησαν, σύν τοῖς ἄλλοις, διά τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν, ὁ μέν ἐξαπολύσας τήν γνωστήν ἐγκύκλιον τοῦ 1902, ὁ δέ συμβαλῶν εἰς τήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί εἰς τήν ἔναρξιν τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας». Δηλαδή ἀφιέρωσε τό καινούριο ἔτος σέ αὐτούς, ποῦ ἔκαναν τά σημαντικότερα βήματα προσέγγισης μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν[68].
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δήλωσε, με ἀφορμή τήν συμπλήρωση σαράντα ἐτῶν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυρού Ἀθηναγόρου ὅτι θὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του στὸ ζήτημα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μετά τῶν Παπικῶν καί ἄλλων αἱρετικῶν χριστιανῶν. Ὑπεγράμμισε δέ πώς οἱ διάλογοι ἐπικρίνονται, «ἐν τούτοις θά πρέπει να καταστεῖ σαφές γιά ἀκόμη μία φορά πώς οὔτε κατά διάνοιαν προδίδεται ἡ Ἀποστολική και ἀμώμητος φιλτάτη Ὀρθοδοξία μας»[69].
Τό ἐγκώμιο τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου ἔπλεξε ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος κατά τήν διάρκεια μνημοσύνου ἐπί τῇ ἐπετείῳ τεσσαράκοντα ἐτῶν ἀπό τήν ἐκδημίαν του πρός Κύριον. Τό ἐγκώμιο τό ἔπλεξε, διότι προέβη στήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων καί προσπάθησε, παραθεωρῶν τά δόγματα, τήν καταλλαγή καί τήν ψευδοένωση μετά τῶν Παπικῶν, τούς ὁποίους ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης χαρακτηρίζει «Ἐκκλησίαν», ὅταν καί ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος πιστός γνωρίζει ὅτι ὁ Παπισμός οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τήν Ἐκκλησία. Ἐν συνεχείᾳ ἀνεφέρθη ἀορίστως στίς προσπάθειες, τίς ὁποίες κατέβαλεν ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας γιά τήν ψευδοένωση καί οἱ ὁποῖες ἔχουν συναντήσει τήν δυναμική ἀντίδραση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων, Μητροπολιτῶν, Καθηγουμένων Ἱερῶν Μονῶν, ἐντίμων Κληρικῶν καί προσωπικοτήτων ἀπό τό 1965 ἕως σήμερα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀνεφέρθη καί στό ἔργο τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρου γιά τό ποίμνιό του στήν Τουρκία[70].
Μέ δεδομένη, λοιπόν, τήν συνέχιση τῆς οικουμενιστικής γραμμῆς τῶν κυρῶν Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ καί Ἀθηναγόρου, ὁ κ. Βαρθολομαίος προέβη μεταξύπολλῶν ἄλλων καί στίς παρακάτω δηλώσεις καί ἐνέργειες, γιά τίς ὁποῖες καυχάται ὅτι ξεπέρασε, ὑπερπήδησε καί ὑπερηκόντισε κατά πολύ τούς προκατόχους του σέ οἰκουμενιστικό ζήλο καί ότι δίδει πραγματικό οἰκουμενιστικό ρεσιτάλ.
Ὁ μέγας οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἔχει πεῖ κατά καιρούς τά παρακάτω:
1) «Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”, τοῦ “ὄντος πρός τόν Θεόν”, καί “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ “αὐθεντίαν” καί “ἀλήθειαν”. Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία». «Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν “θεολογικῶν”, “πρακτικῶν” καί “κοινωνικῶν” αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν πολεμικήν»[71].
2) «Μιά κοινή μυστηριακή κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀναδυθεῖ, διατηρηθεῖ καί μεταδοθεῖ διαχρονικῶς ἀπό τήν ἀποστολική διαδοχή [...] ἡ Μεικτή Ἐπιτροπή ἔχει δυνηθεῖ νά διακηρύξει, ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας ἀναγνωρίζουν ἡ μία τήν ἄλλη ὡς Ἀδελφές Ἐκκλησίες, ἀπό κοινοῦ ὑπεύθυνες γιά τή διαφύλαξη τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, μέ πιστότητα πρός τό θεῖο σχέδιο, καί μέ ἕναν τελείως ἰδιαίτερο τρόπο ὅσον ἀφορᾷ στήν ἑνότητα [...] Μέ αὐτήν τήν προοπτική παρακινοῦμε τούς πιστούς μας, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνισχύσουν τό πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τό ἕνα Βάπτισμα καί ἀπό τή συμμετοχή στή μυστηριακή ζωή»[72].
3) «Διά τήν συνειδητοποίησιν τῶν ἐπιβλαβῶν στοιχείων τῆς παλαιᾶς ζύμης, ἥτις ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν τῆς ἀληθοῦς καί σῳζούσης μετανοίας, ὠφελιμότατος εἶναι ὁ διάλογος [...] Ἐφ’ ὅσον δηλονότι μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία εἶναι ταμιοῦχος τῆς θείας χάριτος καί ἀρχηγός τῆς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τήν παραδοχήν ταύτην, ἡ προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό τῆς μιᾶς καί προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τήν ἑτέραν. Διότι ἑκάστη τοπική Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ΄ ἕν σῶμα μετ’ αὐτῶν καί ἐπιθυμεῖ τήν βίωσιν τῆς ἑνότητος αὐτῆς ἐν Χριστῷ, τήν ἀποκατάστασιν δηλονότι αὐτῆς, διαταραχθείσης κατά τό παρελθόν, καί ὄχι τήν ἀπορρόφησιν τῆς ἄλλης»[73].
4) Ἡ παράδοξη αὐτή διεύρυνση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἄφησε ἐκτός τοῦ περιβόλου της τούς αἱρετικούς Προτεστάντες· περί τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (Φεβρουάριος 2006), ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε τό ἔτος 2008:
«Ἀπηλλαγμένοι λοιπόν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος καί ἀποφασισμένοι νά παραμείνωμεν ἡνωμένοι καί νά ἐργασθῶμεν ἀπό κοινοῦ, ἐθέσαμεν, πρό δύο ἐτῶν, κατά τήν διάρκειαν τῆς Θ’ Συνελεύσεως ἐν Porto Alegre Βραζιλίας, τάς βάσεις μιᾶς νέας περιόδου εἰς τήν ζωήν τοῦ Συμβουλίου»[74].
5) «Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας»[75].
6) Τὸ Κοράνιο (καὶ οἱ Γραφὲς τῶν ἄλλων θρησκειῶν) εἶναι «ἴσο μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὸ ὅπως αὐτή»[76].
7) Οἱ Μουσουλμάνοι μποροῦν νὰ πᾶνε στὸν παράδεισο χωρὶς νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό[77].
8) Πολλὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωρινές[78].
9) Εἶναι «εὐλογημένη» ἡ Συναγωγὴ τῶν Ἑβραίων[79].
10) Ἡ βασικὴ ἀρχὴ τῆς Μασονίας, δηλαδὴ ἡ ἄποψη ὅτι «ἕκαστος νὰ λατρεύῃ τὸν Ἕνα Θεὸν ὡς [=ὅπως] προτιμᾷ…». «Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τὸν λατρεύουν ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τὴν πίστιν μεταξὺ τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν», εἶναι ἀποδεκτή[80].
11) Οἱ Ἱεροί Κανόνες εἶναι «Τείχη τοῦ αἴσχους»[81].
12) Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὡς ἀρχιμανδρίτης ἤδη στήν μελέτη του «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἰσχυρίζεται ὅτι πολλοί ἀπό τούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων πρέπει νά καταργηθοῦν καί ἐπί λέξει συνεχίζει: «Δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά την τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νά “ἀρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον καί ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται καί δέν πρέπει νά ζῇ ἐκτός τόπου καί χρόνου».
Ὡς πατριάρχης κατήργησε αὐτογνωμόνως αὐτούς τούς Ἱερούς Κανόνας, συμπροσευχόμενος ἀδεῶς καί ἐπανειλημμένως μέ αἱρετικούς. Παρῃτήθη ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας νά ὁδηγήσει ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, διότι ὅπως ἐπί λέξει εἶπε: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἐπιδιώκει νά πείση τούς ἄλλους περί συγκεκριμένης τινος ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἤ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νά τούς μεταστρέψει εἰς συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως»[82].
13) Ὁ Πάπας εἶναι κανονικὸς Ἐπίσκοπος καί «προφητικὸς ἀρχηγὸς ὄχι μόνο τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου» καὶ «πρότυπον» καὶ «ἀδαπάνητος θησαυρὸς καὶ ὁδοδείκτης»[83].
14) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μία, ἀνάμεσα στὶς 348 «ἐκκλησίες» – μέλη τοῦ Π.Σ.Ε – οἱ ὁποῖες διευθύνονται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα[84].
15) «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τήν διάσπαση προπάτορες ἡμῶν, ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, καί εὐρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπέρ αὐτῶν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλ'ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τά σφάλματα ἐκείνων...»[85].
16) Ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στήν ἕδρα τῆς Coca Cola, Η.Π.Α., 29.10.2009
«Ἀξιότιμοι Μουχτάρ καί Δάφνη Κέντ (ὁ μουσουλμάνος Πρόεδρος τῆς Coca Cola καί ἡ σύζυγός του) πολυαγαπημένοι φίλοι καί οἰκοδεσπότες... Ἀγαπητοί στόν Κύριο... Ἀγαπητέ φίλε Μουχτάρ... γνωρίζουμε πώς οἱ ἡρωικές προσπάθειες τῶν γονιῶν σου χάριν τῶν ἑβραίων κατά τήν διάρκεια τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δέν βασίζονταν σέ κάποια θρησκευτική κοσμοαντίληψη, ἀλλά στό σφαιρικό ὅραμα τῆς ἀγάπης γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τῆς ἀξίας κάθε ἀνθρώπινης ζωῆς. Εἴθε ὁ Κύριος ὅλων νά τούς χαρίσει αἰωνία ἀνάπαυση μαζί μέ τούς Δικαίους κάθε γενεᾶς πού ἔχουν φανεῖ εὐάρεστοι σέ Ἐκεῖνον. Ἔχω ἕνα μικρό ἀναμνηστικό. Μικρό καί σπουδαῖο. Ἀναμνηστικό γιά τήν Δάφνη καί τόν Μουχτάρ. Αὐτό εἶναι τό Ἅγιο Κοράνιο, τό ἱερό βιβλίο τῶν μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας»[86].
17) Ἀπευθυνόμενος σέ «ἱεράρχες» τῆς Ἀρμενικῆς, Αἰθιοπικῆς καί Συριακῆς Κοινότητας, στίς 26-10-2009, στή Νέα Ὑόρκη:
«Ὁ θεολογικός διάλογος μεταξύ τῶν δύο Χριστιανικῶν Οἰκογένειών μας – πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ Ἀρχαῖες Ἀνατολικές Ἐκκλησίες (=οἱ Μονοφυσίτες) – ἔβαλε καί ἐπισήμως ἕνα τέλος στίς παρεξηγήσεις τοῦ παρελθόντος. Δέν εἶναι ἡ θεολογία πού μᾶς χωρίζει. Μᾶλλον, εἴμαστε ἑνωμένοι στή δέσμευσή μας νά θέσουμε τά ποιμαντικά, λειτουργικά, ἐκκλησιαστικά ζητήματα στά ὁποία θά οἰκοδομήσουμε τήν ἑνότητά μας ὅλο καί περισσότερο»[87].
18) «Ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἀρχιερατείας του (τοῦ Πάπα Φραγκίσκου), ὅταν εἶχα τήν χαρά νά εἶμαι παρών στήν ἐγκαθίδρυσή του καί εἴχαμε μιά ἰδιωτική συνάντηση μισῆς ὥρας, εἴπαμε ὅτι ὀφείλουμε νά ἐργαστοῦμε καί νά προσευχηθοῦμε μαζί γιά τήν ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν μας, γιά τήν ἀνασύνθεση τῆς ἑνότητας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία»[88].
Οἱ πεποιθήσεις αὐτές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔχουν ἐμπράκτως βεβαιωθεῖ μέ διάφορες παλαιότερες ἐκδηλώσεις τοῦ οἰκουμενιστικοῦ γίγνεσθαι: ἐπί παραδείγματι, μέ τήν παρουσία ἤ καί συμπροσευχή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου σέ ἑσπερινό τῆς Θρονικῆς Ἑορτῆς τῆς Ρώμης (Ἰούνιος 1995), στήν κηδεία τοῦ «Πάπα» Ἰωάννη Παύλου Β΄ (Ἀπρίλιος 2005), σέ παπική λειτουργία στό Βατικανό (Ἰούνιος 2008), σέ συνεδρία τῆς «Συνόδου τῶν Καθολικῶν Ἐπισκόπων» (Ὀκτώβριος 2008) καί στήν πρώτη ἐπίσημη «λειτουργία» τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου (Μάρτιος 2013). Μέ τήν ἀπό κοινοῦ εὐλόγηση τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν ἀπό τόν κ. Βαρθολομαῖο καί τόν Καρδινάλιο Cassidy (Φανάρι, Θρονική Ἑορτή 1992), μέ τή συμμετοχή τοῦ «Πάπα» Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ σέ Πατριαρχική Λειτουργία στό Φανάρι (Νοέμβριος 2006), ὅπου ὁ «Πάπας», φορώντας ὠμοφόριο, ἀπήγγειλε τό «Πάτερ ἡμῶν» καί τοῦ ἐψάλη Πολυχρόνιον, καθώς καί μέ τήν συμμετοχή τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου στήν θρονική ἑορτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Νοέμβριος 2014). Μέ τήν συμπροσευχή μετά τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου στήν Ἱερουσαλήμ, ἐνώπιον τοῦ Παναγίου Τάφου (Μάιος 2014). Ἀκόμη, μέ τήν ἐπίδοση ἁγίου Ποτηρίου ὡς δώρου στόν νεο-εκλεγέντα τότε οὐνίτη (ἐν Ἀθήναις) ἐπίσκοπο «Καρκαβίας», Δημήτριο Σαλάχα (Μάιος 2008). Μέ τή συμμετοχή τοῦ παπικοῦ «ἐπισκόπου» Louis Pelâtre στόν ἑσπερινό τῆς ἀγάπης στό Φανάρι τό Πάσχα τοῦ 2009, ἔθος πού συνεχίσθηκε καί τά ἑπόμενα ἔτη, μέ εἴσοδο τῶν ἑτεροδόξων στό ἱερό Βῆμα διά τῆς Ὡραίας Πύλης. Μέ τή συμμετοχή τοῦ κ. Βαρθολομαίου στή «Σύνοδο» τῶν Ἀγγλικανῶν στό Labeth Palace (Νοέμβριος 1993) καί την ἐπίσημη ἐπίσκεψή του στόν Ἀγγλικανό «Ἀρχιεπίσκοπο» Καντερβουρίας Justin Welbi (Νοέμβριος 2015). Μέ τή συνάντηση μέ τόν «Πάπα» Φραγκῖσκο στή Ρώμη τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 2014, μέ σκοπό τήν συμπροσευχή γιά τήν εἰρήνευση τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Μέ τή συνάντηση μέ τόν Μονοφυσίτη «Πατριάρχη» τῶν Ἀρμενίων κ. Ἀράμ στό Φανάρι (Σεπτέμβριος 2014). Μέ τή συνάντηση «Πάπα»-Πατριάρχη-Ἀρχιεπισκόπου στή Λέσβο (Ἀπρίλιος 2016). Μέ τήν σύγκληση καί διεξαγωγή τῆς ληστρικῆς, αἱρετικῆς καί οἰκουμενιστικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016). Μέ τή συμμετοχή στήν διαθρησκειακή συνάντηση τῆς Ἀσσίζης (Σεπτέμβριος 2016). Ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα, διανθίσθηκαν μέ συμπροσευχές, προσφωνήσεις ἤ καί κοινές ἐκκλησιολογικές δηλώσεις[89].
* * * * * *
[1] http://aktines.blogspot.gr/2018/04/19-20-2018.html, http://www.katanixis.gr/2018/04/blog-post_707.html .
[2] ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΣΑΦ ΜΑΚΡΗΣ, «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ο αἰῶνα», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἐκδ. Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 46-64.
[3] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, Γιατί οἱ ΗΠΑ στηρίζουν τί Φανάρι, http://www.greeknewsonline.com/modules.php?-name=News&file=print&sid=2330 .
[4] Γ. ΠΡΙΝΤΖΙΠΑΣ καί Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Ἐκκλησία καί Ἑλληνισμός ἀπό τό 1821 ἕως σήμερα, ἐκδ. Προσκήνιο-Ἄγγελος Σιδεράτος, 2005, σσ. 283-284.
[5] Ματθ. 7, 16-20.
[6] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Έγώ ὁ Ἰάκωβος, ἐκδ. ΣΚΑΪ, ἐκδ. οἴκος Λιβάνη, Ἀθήνα 2002, σσ. 189-190.
[7] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι καί Οἰκουμενικαί σχέσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν Κ΄ αιώνα, σ. 204.
[8] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας˙ ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ιδεῶν, Ἀθήναι 1976, σ. 93.
[9] Ὅ. π., σ. 94.
[10] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Ἐγώ ὁ Ιάκωβος…
[11] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 95.
[12] Ὅ. π., σ. 95.
[13] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Οὐνία˙ ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002.
[14] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 117.
[15] Ό. π.
[16] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 93.
[17] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, Τά Πεπραγμένα ἀπό 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Ἀθήναι 1964, σ. 39.
[18] Ό. π., σ. 39.
[19] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 98.
[20] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Αθηναγόρου», Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπείον [Ἀνάτυπο ἐκ τοῦ περιοδικοῦ Παρακαταθήκη], σ. 4.
[21] Ο. π.
[22] Ό. π.
[23] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική Θεολογία καί πνευματικότητα, ἐκδ. Ὑπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, σ. 49.
[24] π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Γιά ἕνα ὀρθόδοξο οἰκουμενισμό, ἐκδ. Ἄθως-Σταμούλης, Πειραιεύς-Ἀθήνα 1976.
[25] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σ. 219.
[26] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, «Δήλωση», Ὀρθόδοξος Τύπος (Νοέμβριος 1965).
[27] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Ἐγώ ὁ Ἰάκωβος…, σσ. 196-197.
[28] Τόμος Ἀγάπης, Vatican - Phanar (1958-1970), Rome - Istanbul 1971, σσ. 286-287.
[29] π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Ὀρθόδοξος καί βατικάνειος συμφωνία περί Ουνίας. http://www.romanity.org/htm/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_sumfonia_peri_ounias.01.htm .
[30] ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολογικός Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν (Ἱστορία-Κείμενα-Προβλήματα), ἐκδ. οἴκος ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα 1996, σ. 40. Σχ. βλ. ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, 10-9-2014, http://parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-217/471-2014-217-01 .
[31] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Αθηναγόρου»…, σσ. 4-5.
[32] Ό. π., σ. 5.
[33] Διατάγματα Β' Συνόδου Βατικανού, τεύχος 7, έκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Ἀθήνα, σσ. 43-44.
[34] Γ. ΛΑΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καί διαθρησκειακός Διάλογος. Ἐνημερωτικό σημείωμα, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στίς σχέσεις μέ τό Ἰσλάμ, «Καθ' Ὀδόν» 1992, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος, τεύχος 3, σσ. 43-57.
[35] Ἰω. 1,5 καί 1,11.
[36]ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός, τ. ΙΙ, Ἀθήναι 1965, σ. 170.
[37] Θεοδρομία (Σεπτέμβριος 2006) 460.
[38] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖον, σ. 1.
[39] Σπίθα (Μάϊος-Ιούνιος 1980).
[40] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ - ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός. Ὁ ἀρξάμενος Θεολογικός διάλογος. Γεγονότα καί σκέψεις», Θεολογία 53 (1982) 77.
[41] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 4.
[42] Κατά τήν λατινική ἐκκλησιολογία ὑπάρχουν διάφοροι βαθμοί ἑνώσεως τῶν ἑτεροδόξων μέ τήν Παπική αἵρεση.
[43] ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ Ὀρθοδοξία μπροστά στή θύελλα τοῦ συγχρόνου Προτεσταντικοῦ καί Παπικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Πειραιάς 2011, σ. 88.
[44] Ὅ. π., σσ. 88-89.
[45] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι…, σ. 205.
[46] ATHENAGORAS KOKKINAKIS, The Thyateira Confession, London, The Faith Press 1975, σ. 62 καί ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, «Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας˙ ἡ ἰδέα τῆς «Βαπτισματικῆς Ἑνότητας» καί ἡ ἀποδοχή της ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ι.Μ.Μεγ.Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 116).
[47] Ἐκ δηλώσεών του, Ὀρθόδοξος Τύπος (φ. 94, Δεκέμβριος 1968).
[48] Ἐκ τοῦ μηνύματός του ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1967, Ἀπό τήν πορείαν τῆς ἀγάπης, σ. 87.
[49] Δήλωσίς του, Ἀκρόπολις, 29-6-1963.
[50] Ἐξ ὁμιλίας του εἰς τήν θεολογικήν Σχολήν Βελιγραδίου 12-7-1967, Ἔθνος (13-10-1967).
[51] Σχ.βλ. ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστικός Ἀγών» (τῆς Ἀδελφ. «ὁ Σταυρός»–Ζωοδ. Πηγῆς 44), φ. 48, Μάϊος 1970, σ. 3–4), μέ τίτλο: «Ὁμιλεῖ ὁ Ἀθηναγόρας. Αἱ κατά καιρούς Δηλώσεις, τά Μηνύματα καί αἱ ἐνέργειαι αὐτοῦ». (Πρόκειται για συλλογή σχετικῶν ἀναφορῶν ἀπό τά βιβλία τοῦ μακαρ. π. Σπυρ. Σ. Μπιλάλη, «Ὀρθοδοξία καί Παπισμός» τόμ. Α´ καί Β´, Ἀθῆναι 1969, Ἐκδόσεις «Ὀρθ. Τύπου». Ἔκτοτε ἔχουν πολλά γραφῆ, τά ὁποῖα «ὁ ζητῶν εὑρίσκει», Ματθ. 7, 8).
[52] «Αἱρετικός ὁ Ἀθηναγόρας ἐβροντοφώνησεν ὁ μακαριστός π. Μάρκος Μανώλης πρίν 42 χρόνια», Ὀρθόδοξος Τύπος (30-3-2012) 1, 7.
[53] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 43-44.
[54] Ὀρθόδοξος Παρατηρητής, Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 4, http://aktines.blogspot.gr/2012/07/blog-post_7738.html .
[55] «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 12-9-1999.
[56] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Τά Πεπραγμένα…, σσ. 18-19.
[57] Ὅ. π., σσ. 19-20.
[58] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Ἀπό τόν ἀφορισμό τοῦ 1054 στήν ἐπίσκεψη τοῦ 1999», ΤΟ ΒΗΜΑ (12/9/1999).
[59] Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Ἐκκλησία καί Κράτος, ἐκδ. Τό Ποντίκι, σ. 154.
[60] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Ἡ ὑπέρβαση τοῦ κ. Χριστοδούλου», ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (10/12/2006).
[61] ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, τ. Α΄, Ἀθήναι 1981, σσ. 152-153 καί ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Φορεῖς καί ἀχθοφόροι», Ὀρθόδοξος Τύπος (6-4-2012) 1.
[62] ΟΣΙΟΣ ΠΑÏΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Ἄγνωστη ἐπιστολή πόνου κατά οἰκουμενιστῶν καί φιλενωτικῶν», Ὀρθόδοξος Τύπος (9/16-3-2007) 1,5.
[63] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, «Ἔκθεσις ἐπί τοῦ θέματος τῆς «Πανορθοδόξου Συνόδου» ὑποβληθεῖσα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἐν Σερβίᾳ Ἐκκλησίας τό 1971», ἐν Α. Δ. ΔΕΛΗΜΠΑΣΗΣ, Πανορθόδοξος Σύνοδος. Σύνοδοι, Ἀντισύνοδοι καί ἡ «Πανορθόδοξος Σύνοδος», Ἀθήναι 1976, σσ. 116-117.
[64] «Αἱ θέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους διά τό μνημόσυνον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τό ἔτος 1972», ἐν Θεοδρομία ΙΑ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2009) 79.
[65] Ἐπίσκεψις 69 (25-7-1972).
[66]«Αἱ θέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν…», σσ. 78 - 79.
[67] Κοινή διακήρυξη τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου Δημητρίου Α' καί τοῦ πάπα Ἰωάννη Παύλου Β' (7-12-1987), Σύναξη Κληρικῶν καί Μοναχῶν, ««Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι»˙ ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα», Φώτης Κόντογλου, ἔκδ. Σύναξη Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν, Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σ. 65 καί Ὀρθόδοξος Τύπος (2-12-2011) 6 καί Θεοδρομία ΙΓ΄ (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) 622-3.
[68] Ὁμιλία 1η Ἰανουαρίου 2012, Ὀρθόδοξος Παρατηρητής, Ὀρθόδοξος Τύπος (13-1-2012) 4.
[69] ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΡΒΟΣ, «Ἄς ἀπαντήση ὁ Οἰκ. Πατριάρχης», Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 1.
[70] «Ὕμνοι διά τήν φιλοπαπικήν πορείαν τοῦ ἀοιδίμου Οἰκ. Πατριάρχου Ἀθηναγόρου», Ὀρθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 8.
[71] Οἰκουμενικός Πατριάρχης πρός Πατριάρχη Ἱεροσολύμων: Ἀμφότεροι φυλάσσσομεν πνευματικάς καί κυριαρχικάς Θερμοπύλας», Amen.gr (24-5-2014) http://www.amen.gr/article18151 (§4).
[72] «Common Declaration Signed in the Vatican by Pope John Paul II and Patriarch Bartholomew I, June 29, 1995», EWTN Global Catholic Network, http://www.ewtn.com/library/PAPALDOC/BARTHDEC.HTM. Βλ. καί Ἐπίσκεψις 520 (31-7-1995) 20.
[73] Προσφώνησις πρός τήν παπικήν ἀντιπροσωπείαν ὑπό τόν Καρδινάλιο William Keeler, κατά τήν Θρονική Ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως (1998), ἐν Ἐπίσκεψις 563 (31-11-1998).
[74] «Ὁμιλία ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς ἑξηκοστῆς ἐπετείου ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», Καθεδρικός Ναός Ἁγίου Πέτρου Γενεύης, τήν 17ην Φεβρουαρίου 2008, ἐν http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=876&tla=gr .
[75] Ἐπίσκεψις 603, 15 καί 523 (Γενεύη 1995) 12 καί 511 (30-11-1994) καὶ 494 (Γενεύη 1994) 23, Ὀρθόδοξος Τύπος 11-9-2009, Ἀδέσμευτος Τύπος (Μήτση) 21-9-2004.
[76] Ἀντιφώνηση πρὸς τὸν πρόεδρο τοῦ Ἰρὰν Mohamend Khatami στὶς 13-1-2002. Ἐπισκεψις 606, 2, Ὀρθόδοξος Τύπος 15-3-2002.
[77] Ἐπίσκεψις 563, 21.5. www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3117&Itemid=2, Ἐκκλ. Πρακτορεῖο Εἰδήσεων www.amen.gr 20/1/2013.
[78] Ἀπογευματινή 21-9-2003.
[79] Νέα Ὑόρκη 28-10-2009. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης παραλαμβάνει τὸ βραβεῖο «Μακκαβαίων», μὲ τὸ ὁποῖο τὸν «τίμησε» ἡ Ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ τῆς πόλης.
[80] Ὁμιλία στὸ Μπαχρέϊν στὶς 25−9−2000. Ἐπίσκεψις 588, 16 καὶ ἀπὸ μήνυμα, ποὺ ἔστειλε στοὺς Μουσουλμάνους ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ Ραμαζανίου. Ρεπορτὰζ τοῦ Νίκου Παπαδημητρίου στὸ “Flash” στὶς 16.12.2001.
[81] Ἐπίσκεψις 423 (15-7-1989) 6-7.
[82] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 45-46.
[83] Ἐπίσκεψις 647 (30-4-2005) 2-3. «Καθολική» 22-7/-003, ἐπίσημη ἐφημερίδα τῶν ΡΚαθολικῶν στὴν Ἑλλάδα.
[84] «Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς 60ῆς ἐπετείου ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Π.Σ.Ε.», Θεοδρομία 1 (Ἰαν.–Μάρτιος 2008) σ. 145.
[85] Ἐπίσκεψις 563 (30.11.1998) 6. Προσφώνηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, κατά τή θρονική ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου στίς 30.11.1998 πρός τήν παπική ἀντιπροσωπεία, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας ἦταν ὁ Καρδινάλιος William Η. Keeler. Τό πλῆρες κείμενο δημοσιεύεται στό περιοδικό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως «Ἐπίσκεψις» 563 (1998) 4-8.
[86] www.patriarchate.org/multimedia/video καί www.augoustinos-kantiotis.gr .
[87] www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=816 .
[88] Ὑψηλή τιμητική διάκριση γιό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο (ΦΩΤΟ) 27-10-2015, http://www.amen.gr/article/ypsili-timitiki-diakrisi-ston-oikoumeniko-patriarxi-vartholomaio-foto Ὁμιλία Πατριάρχου Βαρθολομαίου κατά τήν ἀναγόρευσή του σέ ἐπίτιμο διδάκτορα ἀπὸ τὸ Πανεπιστημιακὸ Ἰνστιτοῦτο "Σοφία", τοῦ παπικοῦ κινήματος «Focolari» τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2015.
[89] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, 26-11-2014, http://www.theodromia.gr/A9455A79.el.aspx .
Πηγή: Ακτίνες http://aktines.blogspot.gr/2018/04/blog-post_546.html