Έπαψε ναι είναι Εκκλησία όταν έγινε αίρεση
Κάτι δεν πάει καλά κι «η βάρκα μας μπάζει νερά». Αυτή η διαπίστωση ενισχύεται από τα δύο γεγονότα, που συνέβησαν στα τέλη του 2006. Τόσο η επίσκεψη του Πάπα στο Φανάρι και οι παρεπόμενες θριαμβολογίες των δημοσιογράφων ότι «ο πάπας θωρακίζει το Πατριαρχείο», όσο και η μετάβαση του Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου στο Βατικανό και η ενθουσιώδης επιθυμία του «να βιώσωμεν την πλήρη ενότητα και να μεταλάβωμεν του σώματος και του αίματος του Κυρίου από του αυτού Ποτηριού της Ζωής», επισημαίνουν ένα σοβαρό, καυτό για τις μέρες μας Εκκλησιολογικό ερώτημα: Είναι Εκκλησία ο παπισμός;
Παρακολουθώντας τα δρώμενα με πόνο διαπιστώνει κανείς ότι ο οικουμενισμός έχει κάνει καλά τη δουλειά του. Τονίζει τα θετικά στοιχεία, που όντως έχει ο παπισμός και, μέσα στην πανσπερμία των αιρέσεων και στο αλαλούμ των θρησκειών, τον παρουσιάζει πολύ συγγενή προς την Ορθοδοξία. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει π. χ. την αξιόλογη κοινωνική δραστηριότητα των παπικών τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ιεραποστολές της Αμερικής, Ασίας και Αφρικής, όπου ηρωικά αναστήματα ιεραποστόλων μαρτύρησαν για την πίστη τους; Ποιος αμφισβητεί ότι χάρη σ' αυτούς εκατομμύρια ανθρώπων σ’ όλο τον κόσμο καλλιεργούνται στη σχέση τους με τον Θεό, ζουν με ευλάβεια και πίστη; Ποιος δεν αναγνωρίζει τις θαυμαστές επιδόσεις τους στις επιστήμες και τις τέχνες, τη δυναμική απολογία έναντι του υλισμού, της αθεΐας και της απιστίας: Μήπως, όμως, παρόμοια επιτεύγματα δεν έχουν επιδείξει και οι προτεσταντικές παραφυάδες, ακόμη κι αυτοί οι «μάρτυρες του Ιεχωβά»;
Ποιος αγνοεί, επίσης, τις εξυπηρετήσεις και εκδουλεύσεις, που προσφέρει η παπική «Εκκλησία» στους ορθοδόξους της διασποράς, τις τόσες υποτροφίες, που διαθέτει για ορθοδόξους σπουδαστές και επιστήμονες; Αλλά αρκεί η προσωπική εκτίμηση και ο θαυμασμός κάποιων ευεργετημένων, για να βαφτίσουμε «αδελφή Εκκλησία» το κοσμικό κράτος του Βατικανού και να ανταλλάσσουμε τον λειτουργικό χαιρετισμό της αγάπης με τον αιρεσιάρχη πάπα;
Όσο για το γεγονός ότι αριθμούνται χιλιάδες άγιοι της Παπικής «Εκκλησίας» εντελώς άσχετοι προς την Ορθόδοξη, όπως και της Ορθοδοξίας οι άγιοι δεν αναγνωρίζονται από τους δυτικούς, αυτό και μόνο υπογραμμίζει και τονίζει το χάσμα, που μας χωρίζει. Ενώ, δηλαδή, οι άγιοι τών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως π. χ. Της Ρωσίας, της Σερβίας κ. τ. λ., είναι κοινοί για όλους τους Ορθοδόξους, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους αγίους των δυτικών, διότι απλούστατα αυτοί δεν ανήκουν στη μία Εκκλησία.
Έπειτα, κι αν εκατομμύρια παπικοί δίδουν καλή μαρτυρία στον κόσμο, αυτό δεν αμνηστεύει την άσχημη συμπεριφορά άλλων παπικών και μάλιστα κληρικών, ούτε συνιστά τιμή για τον παπισμό. Μάλλον τον ενοχοποιεί, διότι κρατά στο σκοτάδι της αιρέσεως ψυχές καλοπροαίρετες. Γι’ αυτές τις ψυχές εύχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία δεόμενη στον θείο Δομήτορά της· «τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη άγια σου καθολική και αποστολική Εκκλησία». Προσεύχεται δε υπέρ «της των πάντων ενώσεως» και όχι «υπέρ πασών των Εκκλησιών», για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν πολλές Εκκλησίες, αλλά μία, στην οποία δεόμεθα να επιστρέψουν όλοι οι πλανεμένοι.
Συνεπώς, σφάλλουν εκείνοι οι ορθόδοξοι θεολόγοι και ιεράρχες —καλοί και σεβαστοί κατά τα άλλα—, που με πολλή φυσικότητα και άνεση αποκαλούν τον παπισμό «αδελφή Εκκλησία» της Ορθοδοξίας. Με τον τρόπο αυτό ομολογούν ότι Ορθοδοξία και παπισμός συναποτελούν τη μία Εκκλησία και ότι η μόνη διαφορά, που μας χωρίζει από την παπική είναι η τοπική· εμείς είμαστε στην Ανατολή κι αυτοί στη Δύση!
Στη σκέψη μου έρχεται ένας ήδη μακαριστός ιεράρχης, που δεν διακρινόταν για τη θεολογική κατάρτιση ούτε για την αβροφροσύνη, είχε, όμως, έντονο το αίσθημα της ευθύνης ως ορθόδοξος ιεράρχης. Κάθε φορά, λοιπόν, που βρισκόταν σε συντροφιά θεολόγων, ρωτούσε: «δεν μου λέτε, ρε σεις οι θεολόγοι, είναι Εκκλησία ο παπισμός;». Κι όταν εισέπραττε την αρνητική απάντηση, ικανοποιημένος επένευε: «Είπα κι εγώ»!
Εξ αφορμής ενός συγχρόνου δημοσιεύματος θυμήθηκα με νοσταλγία εκείνη την ντόμπρα και σταράτη τοποθέτηση, που μέσα στην αγροικιά της διέσωζε την αλήθεια. Συγκεκριμένα, διάβασα σε βιβλίο πολιού Επισκόπου, τον οποίο παιδιόθεν σέβομαι και αγαπώ για τη μόρφωση και την αρετή, τα εξής «Η Δυτική Εκκλησία τελεί κανονικώς τα ιερά Μυστήρια και οι Ρωμαιοκαθολικοί πιστοί, που μετέχουν στη μυστηριακή ζωή οδηγούνται στη σωτηρία. Για λόγους, όμως, ακριβείας περί τα θέματα της πίστεως, όπως τούτο προέκυψε εξ αιτίας του Σχίσματος, διεκόπη η μυστηριακή κοινωνία (Intercommunio) μεταξύ της Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η διακοπή, βέβαια, αυτή αποτελεί το μέγα σκάνδαλο της χριστιανικής Εκκλησίας, το οποίο βαρύνει κυρίως τους θεολόγους και τους ηγέτες των δύο Εκκλησιών».
Ούτε λίγο ούτε πολύ ο σεβαστός συγγραφέας επιρρίπτει ευθύνη και στην αγία μας Εκκλησία για την απόσχιση και αποσκίρτηση των παπικών. Πρόκειται, όντως, για «μέγα σκάνδαλο», όπως το χαρακτηρίζει, το οποίο, όμως, δεν βαρύνει την Εκκλησία, αλλά αυτούς, που το δημιούργησαν διαρρηγνύοντας τον άρραφο χιτώνα του Χριστού και πληγώνοντας την ενότητα της Εκκλησίας του.
Ως υπευθύνους, μάλιστα, για την απόσχιση των παπικών από τη μία Εκκλησία, θεωρεί το εν λόγω κείμενο «τους θεολόγους και τους ηγέτες των δύο Εκκλησιών». Και όσον αφορά στους θεολόγους και ηγέτες της Δύσεως, δεν συζητώ το θέμα. Επιρρίπτεται, όμως, εξ ίσου ευθύνη και στους θεολόγους και ηγέτες της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ποιοι είναι αυτοί; Είναι προφανώς ο Μ. Φώτιος, που ασφάλισε την Εκκλησία από τη δικτατορία του πάπα και έμεινε σύμβολο Ορθοδοξίας για τον ευσεβή λαό. «Το έλεος του Θεού και η έμπνευσις αυτού τοιούτον φως διέδωκεν εις την καθαράν ψυχήν του αγιωτάτου πατριάρχου, ότι λαμπρύνει και φωτίζει πάσαν την κτίσιν» (J. D. Mansi, Sacrorum Consilliorum nova et amplissima collectio, 17A, 484 - 485) ομολογούσαν και αυτοί ακόμη οι παπικοί τοποτηρητές της Ρώμης.
Είναι ο Ιωσήφ Βρυέννιος*, που, ενώ στους δύσκολους καιρούς του θεωρεί την ένωση με τους παπικούς ως γεγονός πολύ σπουδαίο και σωτήριο για την ταλανιζόμενη βυζαντινή αυτοκρατορία, ως «δευτέραν οικονομίαν Θεού μετά την ένσαρκον», τονίζει, όμως, ότι, αν δεν διευθετηθούν οι διαφορές, που απομάκρυναν από την Εκκλησία τους παπικούς, οποιαδήποτε ένωση είναι «του προτέρου σχίσματος σχίσμα χείρον και διαίρεσις και κατατομή και απάτη».
Είναι ο μαθητής του Βρυεννίου Μάρκος Ευγενικός, που τοποθετώντας την ελευθερία της πίστεως πάνω από της πατρίδος την ελευθερία, διακήρυξε· «Ου μόνον εισίν οι Λατίνοι σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί και τούτο παρεσιώπησέν το η Εκκλησία ημών, δια το, το γένος είναι εκείνων πολύ και ισχυρότερον ημών, ημείς δε ου δι' άλλο τι εσχίσθημεν αυτών, ει μη ότι εισίν αιρετικοί, δι ό ουδέ πρέπει όλως ενωθήναι αυτοίς, ει μη εκβάλλωσι την προσθήκην από του συμβόλου και ομολογήσωσι το Σύμβολον καθώς και ημείς» (J. D. Mansi, Sacrorum Consilliorum nova et amplissima coilectio, 31A,885DE).
Είναι ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, κατά τον οποίο οι Λατίνοι «είναι παμπάλαιοι αιρετικοί», όπως δείχνουν «τα βιβλία του ανωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων κυρίου Δοσιθέου του παπομάστιγος» (Πηδάλιον, σ. 55), στα οποία παραπέμπει.
Είναι ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, που με την απλοϊκή διδαχή του επεσήμαινε στους Χριστιανούς να φοβούνται τον πάπα, διότι αυτός ενσαρκώνει την ύπουλη μορφή του αντίχριστου (Βλ. Σ. Ν. Σάκκου, Ο απόστολος του σκλαβωμένου γένους, Θεσ/νίκη 1996, σελ. 205).
Είναι ο άγιος Νεκτάριος, που μελετώντας την ιστορία του παπικού σχίσματος σημειώνει· «Η ενότης της Εκκλησίας ουχί εν ενιαίω προσώπω ενός των Αποστόλων θεμελιούται και εδράζεται, αλλ' εν τω προσώπω του Σωτήρος ημών Ιησου Χριστού… Εκ της Οικουμενικής Εκκλησίας μόνη η Ρωμαϊκή Εκκλησία άλλως αντελάβετο το πνεύμα της ενότητος και δι' άλλων επεζήτησε και επεδίωξε ταύτην μέσων. Η διάφορος αυτή αντίληψις του τρόπου της ενότητος προεκάλεσε το σχίσμα, όπερ λαβόν την αρχήν από των πρώτων αιώνων ηυξάνετο συν τω χρόνω και προέβαινε κατά το μέτρον της εφαρμογής των αρχών της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, μέχρις ου αφίκετο εις την τελείαν απόσχισιν, ένεκα της απαιτήσεως των παπών… Εν τούτω δε κείται ο λόγος του σχίσματος, όστις αληθώς είναι μέγιστος, διότι ανατρέπει το πνεύμα του Ευαγγελίου, και ο σπουδαιότατος δογματικός λόγος, διότι είναι άρνησις των αρχών του Ευαγγελίου. Οι λοιποί δογματικοί λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται να θεωρηθώσιν ως δευτερεύοντες και απόρροια του πρώτου τούτου λόγου» (Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του σχίσματος, τόμ. 1ος, Αθήναι 1911, σελ. 69).
Είναι ο Μιχαήλ Κηρουλάριος, ο Γεννάδιος Σχολάριος… Θα μάκραινε πολύ ο κατάλογος, για να αναφέρουμε όλους τους αγίους πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας, οι οποίοι μέσα στους δώδεκα αιώνες, που διέρρευσαν από την απόσχιση των παπικών μέχρι σήμερα, χωρίς εμπάθεια και κακία αλλά με σεμνότητα και παρρησία καταδικάζουν την παπική αίρεση. Θα σταθώ μόνο στο όνομα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος με σθένος ξεσκέπασε τον φιλοπαπικό εκπρόσωπο των Ορθοδόξων Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ένα είδος ουνίτη εκείνης της εποχής. Ασυμβίβαστος και ακαταγώνιστος ο άγιος Γρηγόριος καταδικάζει έντονα την «έκφυλον προσθήκην» της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος και από του Υιού κι όλες τις παπικές κακοδοξίες και καλεί όλους τους πιστούς να επαγρυπνούν στα θέματα της πίστεως. Η σιγή, λέγει, σε θέματα πίστεως είναι τρίτο είδος αθεΐας μετά από την άρνηση του Θεού και την απόρριψη του Ιησού Χριστού.
Ποια απήχηση είχε στη ζωή και παράδοση της Εκκλησίας ο αγώνας του αγίου Γρηγορίου φαίνεται από το γεγονός ότι η Εκκλησία θέσπισε να τιμάται η μνήμη του κατά τη δεύτερη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής, μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Δεν τιμάται τότε κάποιος από τους αρχαίους μεγάλους πατέρες και θεολόγους της Εκκλησίας, όπως Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος κ. α, διότι στη δική τους εποχή δεν είχε αποσκιρτήσει ακόμη η Δύση, ανήκε στη μία Εκκλησία του Χριστού. Αργότερα στο θεμελιώδες και κυρίαρχο δόγμα περί πρωτείου του πάπα, που υψώθηκε σαν αθεμελίωτος ετοιμόρροπος μιναρές, προσκόλλησαν οι παπικοί σαν αντερείσματα έναν ολόκληρο αστερισμό αιρετικών δογμάτων. Έτσι αποστασιοποιήθηκαν και αποκόπηκαν από την Ορθοδοξία. Τιμάται, λοιπόν, ο Γρηγόριος Παλαμάς ως εκφραστής και ενσαρκωτής της Ορθοδοξίας, διότι κατατρόπωσε τον παπισμό, που εκείνη την εποχή είχε ήδη αποκρυσταλλώσει τις αιρετικές του πλάνες.
Αυτούς, τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας, που ξεκάθαρα στιγματίζουν ως αίρεση τον παπισμό, ερχόμαστε εμείς να τους αμφισβητήσουμε και να τους επιρρίψουμε ευθύνες. Ο Θεός να μας ελεήσει και να φυλάξει την Εκκλησία του από τη… θεολογία μας!
__________
* Ο Ιωσήφ Βρυέννιος ήταν λόγιος μοναχός του 15ου αιώνα. Μόνασε στην Μονή Στουδίου. Υπήρξε διδάσκαλος της εκκλησίας. Διέπρεψε στον βίο και στον λόγο του. Έγραψε πολλά σημαντικά συγγράμματα και αγωνίστηκε για την ορθοδοξία. To 1405 ως αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κύπρο, αρνήθηκε την αποκατάσταση της επικοινωνίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της κυπριακής Εκκλησίας. Πέθανε μεταξύ του έτους 1431 και 1438. (https://el.wikipedia.org/wiki/Ιωσήφ_Βρυέννιος)
Πηγή: (Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» Να 1676, 9/2/2007), Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας