Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:
Όταν λοιπόν κύριε καθηγητά ευχόμαστε στη Θεία Λειτουργία για την ενότητα της πίστης, δεν αναφερόμαστε στην ενότητα όλων των θρησκειών και στην πίστη όλων των ομολογιών, όπως μερικοί λένε, αλλά εκεί αναφερόμαστε ότι όλοι οι άνθρωποι να έρθουμε στην Μία Πίστη του Σώματος του Χριστού, της αποκαλύψεως του Χριστού. Πάντως οι οικουμενιστές ξεκινούν από κάτι πολύ λογικό και εκεί μπερδεύονται ίσως ο πολύς κόσμος. Λένε, ας ξεκινάμε, όχι από αυτά που στην πίστη μας διακρίνουν και μας χωρίζουν αλλά σε αυτά που μας ενώνουν, για παράδειγμα η αγάπη. Λένε, είναι αγάπη να δεχτώ τον άλλον. Τι λέτε πάνω σε αυτό;
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Κοιτάξτε. Ο οικουμενισμός κινείται ουσιαστικά πάνω σε κτιστά πράγματα και μάλιστα εν πολλοίς και άρρωστα. Δηλαδή μιλούν γι’ αυτά που μας ενώνουν αλλά αυτά που μας ενώνουν, το μίνιμουμ που μας ενώνει ως ανθρώπους, είναι το κατ’ εικόνα -είμαστε όλοι άνθρωποι κατ’ εικόνα του Θεού- αλλά εσκεμμένα αποκρύπτουν το γεγονός ότι αυτό το κατ’ εικόνα ήδη είναι αμαυρωμένο, μπαζωμένο κατά την προσφιλή έκφραση του νεο-αγιοκαταταχθέντος Αγίου Παϊσίου, και ότι δεν μπορεί με μπαζωμένη ύπαρξη να γίνει η προσκόλληση με το άλλο αγαπώμενο πρόσωπο. Αυτή η αγάπη όχι απλώς είναι κτιστή, έχει τόσα προβλήματα μέσα της που ούτε μέσα στον θεσμό του γάμου μπορεί να υπάρξει αυτή η ενότητα η ζητουμένη, να γίνουμε ένα.
Είναι ένα θα λέγαμε εξωπραγματικό, στην καλύτερη περίπτωση, και στην πραγματικότητα ένα πονηρό και άρρωστο σύνθημα το οποίο δεν μπορεί να γίνει ποτέ πραγματικότητα. Αν γινόταν έτσι αυτό πραγματικότητα, δεν θα υπήρχε λόγος να γίνει ο Θεός άνθρωπος.
Αυτή η αγάπη για την οποία μιλούν, την αγάπη προς το πλησίον .. δεν μας λένε πρώτα – πρώτα τα όριά της, την οντολογία της· ποιά είναι ακριβώς αυτή η αγάπη, και ήθελα να πω δυο λόγια για την σχέση της αληθινής πίστεως και της αγάπης, ότι η αληθινή αγάπη πηγάζει από την αληθινή πίστη. .. Δεν μιλούν για την προέλευσή τους, και είναι γνωστό ότι μιλάμε για διάφορες πίστεις τις οποίες θέλουν να νομιμοποιήσουν με το σλόγκαν, το σύνθημα, ότι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον Θεό. Δεν είναι όμως πραγματικότητα. .. Κοιτάξτε, εγώ δεν λέω δικά μου πράγματα, λέω αυτά που είπε ο Χριστός: ἐγὼ εἰμί ἡ ὁδὸς. Δεν είπε ο Χριστός ότι είμαι κι εγώ ένας δρόμος, δεν είπε, εγώ είμαι οδός, αλλά είπε, ή οδός, δηλαδή η μοναδικότητα δια της οποίας πηγαίνει κανείς στον Πατέρα.
Μην λέει κανείς ότι εγώ πιστεύω στον Θεό, δηλαδή στον Θεό Πατέρα ανεξάρτητα ότι δεν δέχομαι τον Υιό, είτε μέσα από το Ισλάμ είτε μέσα από τον Ιουδαϊσμό ας πούμε κτλ στη συγκεκριμένη περίπτωση που δεν αποδέχονται τη θεότητα του Χριστού. Γιατί ο ίδιος ο Χριστός μας διαβεβαίωσε ότι την προσαγωγή στον Θεό Πατέρα την κάνει ο ίδιος, και επομένως δεν μπορούμε να προωθούμε ψευδαισθήσεις που μπορεί να έχει επειδή δεν γνωρίζει ο άλλος άνθρωπος. Δεν μπορούμε να τα λέμε εμείς οι Ορθόδοξοι αυτά τα πράγματα, αφού μας διαβεβαίωσε ο Χριστός ότι Αυτός είναι η οδός.
Πρωτίστως πρέπει να αποδεχτούμε δηλαδή την θεότητα του Χριστού και το έργο του Χριστού, δεδομένου ότι ο Χριστός είπε ότι, δεν είπα τίποτε και δεν έκανα τίποτε .. παρά μόνον αυτά που είπε ο Θεός Πατέρας σε μένα. Άλλωστε το είδαμε και στη Μεταμόρφωση, το είδαμε και στη Βάπτιση του Χριστού κατά την Θεοφάνεια όταν μίλησε ο Θεός Πατέρας για τον Υιό του: Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός .. Αὐτοῦ ἀκούετε, μας παρέπεμψε. Μας παρέπεμψε δηλαδή να ακούμε και να υπακούμε -ακούω με αυτήν την έννοια της υπακοής λέγεται, άλλωστε αυτό έκανε και ο Χριστός στον Θεό Πατέρα- να υπακούσουμε σε Αυτόν.
Αυτή είναι η διαδικασία αυτής της οδού. Είναι η αυτοκένωση η δική μας όπως κενώθηκε καίτοι Θεός γενόμενος άνθρωπος και δεν έκανε ο Χριστός το δικό Του θέλημα -το ανθρώπινο δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση λέω- το οποίο ούτως ή άλλως ήταν αναμάρτητο γιατί δεν είχε αμαρτία, αλλά και αυτό το ανθρώπινο το υπέταξε εκούσια και αγαπητικά στο θέλημα του Πατρός με το να πεθάνει ενώ δεν όφειλε να πεθάνει αφού ο θάνατος είναι συνέπεια της αμαρτίας. Και το έκανε αυτό για να μας διδάξει και πρακτικώς την έννοια της υπακοής.
Κατά συνέπεια μιλάμε για μία άλλη πραγματικότητα και για μία διάχυση μιας σύγχυσης όταν μιλούμε στο πλαίσιο του οικουμενισμού γι’ αυτά τα πράγματα και μάλιστα εν ονόματι του Χριστού.
Ακόμα και κατά την επιστημονική και θεολογική προσέγγιση του πράγματος, πρέπει να πούμε ότι ο Χριστός μας παρέχει τα κριτήρια της αγάπης προς τον Θεό και το πλησίον. Όπως είπαμε προηγουμένως τα κριτήρια αυτά της γνήσιας αγάπης είναι η τήρηση των εντολών του Θεού που μας παρέχονται με κάθε σαφήνεια μέσα από την Αγία Γραφή αλλά και ερμηνεύονται στη συνέχεια, όχι αυθαιρέτως -όπως λέει ο καθένας Προτεστάντης παραδείγματος χάριν, όπως εγώ νομίζω είναι αυτό το νόημα, και σήμερα έφτασαν να το λένε και πολλοί Ορθόδοξοι, ή ό,τι νομίζει ο πάπας είναι αυτό δόγμα-, αλλά μέσα από Οικουμενικές Συνόδους, δηλαδή από την Σύναξη της όλης Εκκλησίας με τρόπο αυθεντικό και υπό την καθοδήγηση του ιδίου του Αγίου Πνεύματος, αφού οι Πατέρες λέγουν εκεί έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν. Ότι εκεί έχουμε, μέσα από τα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, τις αποφάσεις, τους όρους δηλαδή τους δογματικούς, έχουμε την αυθεντική ερμηνεία του θελήματος του Θεού σε εκείνα τα σημεία που αμφισβητήθηκαν διαχρονικά μέσα στην ιστορία.
Αλλά έχουμε και την αγιο-πνευματική εμπειρία των Πατέρων διαχρονικά μέσα από την δογματική τους συνείδηση η οποία είναι η λεγομένη συμφωνία των Πατέρων, η οποία ερμηνεύει αυθεντικά αυτήν την Αλήθεια της Εκκλησίας.
Έτσι λοιπόν, μέσα στο πλαίσιο του οικουμενισμού αυτά έχουν σχετικοποιηθεί, έχουν αγνοηθεί σκοπίμως, το χειρότερο είναι ότι γίνονται και από Ορθοδόξους. Και γίνεται μία διάψευση αυτής της πραγματικότητας μέσα από συγκεκριμένες μεθόδους στις οποίες μπορούμε να αναφερθούμε αν θέλετε, όπως είναι παραδείγματος χάριν οι συμπροσευχές, η μεταπατερική θεολογία, η σχετικοποίηση του απόλυτου χαρακτήρα των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, όπως εκφράζονται και επί πρακτικού πεδίου μέσα από Κανόνες Οικουμενικών Συνόδων οι οποίες δεν μπορούν να σχετικοποιηθούν.
Κι όμως σήμερα λέγονται από υπεύθυνα εκκλησιαστικά πρόσωπα στον χώρο, μιλάω της Ορθοδόξου Θεολογίας, αλλά επειδή υπάρχει μία παχυλότατη άγνοια και αυτή η άγνοια φυσικά οφείλεται στον προσανατολισμό τον κοσμικό των πιστών, των Ορθοδόξων. Δεν είναι θέμα να πας στην Θεολογική Σχολή, δεν είναι θέμα να ξέρεις πολλά γράμματα για να τα καταλάβεις αυτά, αφού αυτά είναι καταγραμμένα εν Αγίω Πνεύματι μέσα στην καρδιά μας δια του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της προσωπικής μας Πεντηκοστής, όπως είπα, δια του Αγίου Χρίσματος.
Αυτά τα πράγματα εγώ τα διαπίστωσα, καθαρά εμπειρικά, μέσα από χαρισματικές προσωπικότητες οι οποίες ήταν του Δημοτικού σχολείου ή και δεν είχανε πάει καθόλου στο σχολείο, με τέτοια ακρίβεια μάλιστα η οποία διαπιστώνεται πως ταυτίζεται με την ακρίβεια της έκφρασης των Πατέρων σε Οικουμενικές Συνόδους μέσω των δογμάτων. Θέλω να πω δηλαδή ότι έχουμε την διασφάλιση, την απόλυτη διασφάλιση, ότι τα πράγματα έτσι έχουν. Αυτό το πράγμα δεν έχει καμία σχέση με την εμπειρία την γνωστική, την λόγια, την σπουδασμένη.
Μέσα στην Εκκλησία έχουμε αυτήν την προσφορά, αυτήν την γνώση, με τρόπο εμπειρικό δηλαδή αγιοπνευματικό. Άρα, μην μας περνά αυτή η σκέψη ότι δεν μας διαφώτισαν. Βεβαίως, έργο της ηγεσίας της Εκκλησίας, των Θεολόγων κτλ είναι να κάνουν αυτό, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι έχουμε άλλοθι για την παχυλή άγνοια την οποία εκμεταλλεύονται βεβαίως κάποιοι για να διαχέουν αυτήν την σύγχυση. Οφείλεται στο γεγονός ότι η καρδιά μας έχει γεμίσει το λιγότερο από μπάζα, που σημαίνει νοητά απόβλητα τα οποία κατέλαβαν τον χώρο. Πολλές φορές όμως αυτό δεν είναι, έτσι ουδέτερα μονωτικά, της σχέσης μας με τον Θεό, αλλά είναι βρωμερά πάθη κτλ. Εφόσον όμως καθαριστούν, από εκεί και πέρα ο ίδιος ο Θεός μας δείχνει αυτήν την οδό και το θέλημά Του στην πράξη και αυτό πρέπει να το πάρουμε πολύ σοβαρά ως προσωπική μας υπόθεση.
Δεν είναι θέμα να μαθητεύσουμε δηλαδή εμείς σε αυτά τα πράγματα επιστημονικά θα λέγαμε, αλλά χρειάζεται αυτή η σχέση η ζωντανή με την Εκκλησία ώστε να έχουμε αυτήν την πληροφόρηση την εσωτερική, η οποία είναι και αδιάψευστος, από το Άγιο Πνεύμα.
(συνεχίζεται)
Απομαγνητοφώνηση (από 23:59 έως 34:05)
Πηγή: Αβέρωφ