Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

O θάνατος είναι ένα βιολογικό φαινόμενο και πρέπει να έχει εφαρμογή σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, φυτικούς και ζωικούς. Τα κριτήρια του θανάτου, όμως, εί­ναι δυνατόν να είναι διαφορετικά για τους διά­φορους οργανισμούς. Το κατάλληλο κριτήριο θανάτου για τα θερμόαιμα ζώα είναι η οριστική διακοπή της κυκλοφορίας οξυγονωμένου αίμα­τος, η οποία ακολουθείται από απώλεια της ακεραιότητας των κυτταρικών μηχανισμών από τους οποίους εξαρτάται η ζωή και από την έναρξη της αποσύνθεσης.

 

Ο θάνατος των ανθρώπων είναι ένα αντι­κειμενικό βιολογικό φαινόμενο και είναι δυ­νατόν να ορισθεί ως η αμετάκλητη διακοπή της λειτουργίας του οργανισμού, θεωρουμέ­νου ως ενιαίου όλου. Το κατάλληλο κριτήριο διάγνωσης του θανάτου στον άνθρωπο είναι η μη αναστρέψιμη διακοπή της κυκλοφορίας οξυγονωμένου αίματος

 

Όπως είναι γνωστό, μέχρι το έτος 1968 το κριτήριο διάγνωσης του θανάτου του αν­θρώπου ήταν η μη αναστρέψιμη διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος και της αναπνευστι­κής λειτουργίας. Το έτος 1968 η ad hoc επιτρο­πή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Harvard των ΗΠΑ (Ad hoc Harvard Committee) εισηγήθηκε την αποδοχή ενός νέου, νευρολογι­κού, κριτηρίου θανάτου. Σύμφωνα με το κριτή­ριο αυτό, νεκροί είναι οι ασθενείς οι οποίοι ευρί­σκονται σε βαθύ, μη αντιδρών, απνοϊκό κώμα και στους οποίους δεν υπάρχει «ευδιάκριτη» δρα­στηριότητα του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος («εγκεφαλικός θάνατος», «ε.θ.»).

 

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο καθηγητής R. Adams -στον οποίο η προαναφερθείσα επι­τροπή ανέθεσε την εξεύρεση κατάλληλου νευ­ρολογικού κριτηρίου για το νέο (νευρολογικό) ο­ρισμό του θανάτου- έγραφε ότι στον «ε.θ.» υ­πάρχει πλήρης αδυναμία πρόσληψης ερεθισμά­των και απόκρισης σ'αυτά, η οποία αφορά όλες τις αποκρίσεις, δηλαδή του εγκεφάλου, του εγκεφαλικού στελέχους και του νωτιαίου μυελού. Ετσι, σύμφωνα με την επιτροπή του Harvard, οι «εγκεφαλικώς νεκροί» («ε.ν.») δεν εμφανίζουν κινήσεις ούτε οποιοδήποτε αντανακλαστικό.

 

 

" Ποιοι λόγοι επέβαλαν την αλλαγή της έννοιας του θανάτου;

 

Είναι πολύ ενδιαφέρον να γίνει γνωστό ότι οι λόγοι για τους οποίους η προαναφερθείσα επι­τροπή (Ad hoc Harvard Committee) εισήγαγε την έννοια του «ε.θ.» ήταν, πρώτον, για να ελατ­τωθεί το «φορτίο» των συγγενών και των Μο­νάδων Εντατικής θεραπείας (ΜEΘ) από τους ασθενείς αυτούς, οι οποίοι δεν είχαν προοπτική αποκατάστασης, και δεύτερον, γιατί, αν εξακο­λουθούσε να ισχύει το παλαιό κριτήριο θανά­του, θα υπήρχαν διαφωνίες για τη λήψη ζωτικών οργάνων από τους «ε.ν.» ασθενείς προς μετα­μόσχευση.

Ο πρόεδρος της ad hoc επιτροπής του Harvard, Henry Beecher, ήταν πολύ αποκαλυπτι­κός όταν έγραφε ότι η επιλογή του ορισμού του θανάτου είναι μια αυθαίρετη επιλογή και ότι ζωή είναι το να μπορείς να λειτουργείς.

Βλέπει επομένως σαφώς ο απροκατάληπτος μελετητής του θέματος ότι η έννοια του «ε.θ.», ως έννοια ταυτόσημη με το θάνατο, αναδύθηκε για καθαρά ωφελιμιστικούς λόγους. Εδώ πρέπει να λεχθεί ότι, ήδη από το 1959, Γάλλοι ιατροί εί­χαν μεν περιγράψει την κλινική εικόνα του απνοϊκού, βαθέος μη αντιδρώντος κώματος με τη μεγάλη αιμοδυναμική αστάθεια, αλλά δεν ταύτιζαν την κατάσταση αυτή με το θάνατο του ανθρώπου.

Κριτήρια για τον ορισμό του «ε.θ.»: Τα κριτήρια της επιτροπής του Harvard υπέστη­σαν τροποποιήσεις, και έτσι το 1981 ειδική ε­πιτροπή εμπειρογνωμόνων επί του θανάτου στις ΗΠΑ εισήγαγε τον «ενιαίο» ορισμό του θανάτου, σύμφωνα με τον οποίο ένας άν­θρωπος είναι νεκρός είτε με βάση το παλαιό καρδιο-αναπνευστικό κριτήριο είτε με βάση τη μη αναστρέψιμη απώλεια όλων των λει­τουργιών ολοκλήρου του εγκεφάλου, συ­μπεριλαμβανομένων και εκείνων του εγκε­φαλικού στελέχους. Το 1971 εξάλλου, δύο νευροχειρουργοί στις ΗΠΑ (Mohandas & Chou) εισηγήθηκαν ότι η απώλεια των λει­τουργιών μόνο του εγκεφαλικού στελέχους είναι αναγκαία και επαρκής συνθήκη για να χαρακτηρισθεί ο άνθρωπος «ε.ν.». Την τελευ­ταία αυτή άποψη ασπάστηκε, με δύο διαδοχικές αποφάσεις της, τη δεκαετία του 1970, και η «αγ­γλική σχολή», αλλά και η χώρα μας, τόσο πα­λαιότερα όσο και πλέον πρόσφατα με το νόμο 2737/1998.

Σύμφωνα με το θεωρητικό της «αγγλικής σχο­λής» C. Pallis, «ο θάνατος ορίζεται ως η μη ανα­στρέψιμη απώλεια της ικανότητας για αυτόμα­τη αναπνοή σε συνδυασμό με τη μη αναστρέψι­μη απώλεια της ικανότητας για συνείδηση».

Από ετών, τέλος, συζητείται η καθιέρωση της θεωρούμενης απώλειας των ανώτερων διανοη­τικών λειτουργιών και της συνείδησης του αν­θρώπου ως αναγκαίου και επαρκούς κριτηρίου θανάτου, χωρίς να εξετάζεται εάν υπάρχουν φυτικές λειτουργίες στους ασθενείς αυτούς (higher brain formulation of death). Σύμφωνα με τους εισηγητές αυτού του κριτηρίου του θανά­του, ο θάνατος θα πρέπει ν' αντανακλά το θά­νατο του ανθρώπου ως προσώπου μάλλον, πα­ρά το θάνατο του ανθρώπου ως οργανισμού.

Εάν επικρατήσει αυτό το κριτήριο για τη διά­γνωση του «ε.θ.»,τότε νεκροί θα θεωρούνται ό­χι μόνον οι «ε.ν.», αλλά και οι ασθενείς οι οποίοι ευρίσκονται σε μόνιμη φυτική κατάσταση και, ενδεχομένως, όλοι οι βαριά απνοϊκοί ασθενείς, των οποίων η προσωπικότητα έχει πλήρως απο­διοργανωθεί.

Ενστάσεις στην έννοια του «ε.θ.»: Μολο­νότι η έννοια του «ε.θ.» έχει γίνει αποδεκτή από πλείστους ερευνητές σ' όλο τον κόσμο, έχουν εκ­φρασθεί και αντίθετες απόψεις, τόσο παλαιότε­ρα όσο και πρόσφατα. Έτσι έχει υποστηριχθεί ό­τι η έννοια του «ε.θ.», τόσο αυτή που στηρίζεται στη (θεωρούμενη) μη αναστρέψιμη απώλεια μόνο των λειτουργιών του εγκεφαλικού στελέ­χους (Αγγλία, Ελλάδα) όσο και αυτή που στηρί­ζεται στη (θεωρούμενη) μη αναστρέψιμη απώ­λεια όλων των λειτουργιών ολόκληρου του ε­γκεφάλου (ΗΠΑ), είναι μια έννοια χωρίς ακριβή κλινική ή παθολογοανατομική βάση και γι' αυτόν το λόγο τα κριτήρια διαγνώσεώς του είναι αυ­θαίρετα, και ότι οι «ε.ν.» δωρητές οργάνων, με οποιοδήποτε εκ των προαναφερθέντων κριτη­ρίων, δεν είναι νεκροί.

Ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανε­πιστημίου του Harvard, Robert Truog, υποστηρί­ζει ότι η έννοια του «ε.θ.» παραμένει ασυνάρτη­τη στη θεωρία και συγκεχυμένη στην πράξη, ενώ ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι ο «ε.θ.» είναι έννοια διαφορετική απ' εκείνη του θανάτου του ανθρώπου και ότι επινοήθηκε για την απόκτηση οργάνων για μεταμοσχεύσεις. Την ίδια θέση, ότι δηλαδή η αιτία της εφεύρεσης (ή επινόησης) του «ε.θ.» ήταν η ανάγκη για εξοικονόμηση ορ­γάνων για μεταμοσχεύσεις, διατυπώνει πρό­σφατα και ο εκδότης του παγκοσμίως γνωστού ιατρικού περιοδικού «British Medical Journal».

«Εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς που υποστη­ρίζονται σε ΜΕΘ διατηρούν τη λειτουργία της κυκλοφορίας του αίματος και διάφορες υπολει­πόμενες λειτουργίες του ΚΝΣ, αφομοιώνουν τροφές, διατηρούν τις λειτουργίες της ούρησης και της αφόδευσης, επουλώνουν τραύματα, κυοφορούν (έχουν παραμείνει μέχρι 3,5 μήνες στις ΜΕΘ) και γεννούν με καισαρική τομή βιώσι­μα νεογνά.

 

 

" Υπάρχουν υπολειπόμενες λειτουργίες του εγκεφάλου σε «ε.ν.» ασθενείς;

 

Κατά τη διάρκεια των 34 ετών αφ' ότου ως νέο κριτήριο θανάτου ορίστηκε η έννοια του «ε.θ.» έχουν υπάρξει πάρα πολλές μαρτυρίες  σύμφωνα με τις οποίες έχουν παρατηρηθεί σε «ε.ν.» ασθενείς τα παρακάτω:

v     Ύπαρξη υποθαλαμικών-ενδοκρινικών λει­τουργιών, όπως π.χ. διατήρηση του ισοζυγίου του ύδατος, διατήρηση σταθερής της θερμοκρασίας του ασθενούς κ.λπ.

v     Διατήρηση σταθερής αιμοδυναμικής κα­τάστασης, συνήθως για λίγες ημέρες και σπανιότερα για εβδομάδες ή και μήνες.

v     Διατήρηση πραγματικής ηλεκτροεγκεφαλογραφικής δραστηριότητας, η οποία επέ­μενε μέχρι 168 ώρες από τη διάγνωση του «ε.θ.». Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις υ­πάρχει πραγματική ηλεκτροεγκεφαλογραφική δραστηριότητα τουλάχιστον για λίγες ημέρες, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν δυ­νατόν ν' αναδειχθεί η ύπαρξη εγκεφαλικής αιματικής ροής.

v     Ύπαρξη εγκεφαλικής αιματικής ροής, η οποία αναδεικνύεται καλύτερα με τη χορήγηση λιπόφιλων ραδιοφαρμάκων, τα οποία προσλαμβά­νονται από ζωντανά εγκεφαλικά κύτταρα (Τc99m-HMPAO) στα εγκεφαλικά ημισφαίρια, στην παρεγκεφαλίδα και το εγκεφαλικό στέλεχος ή στα βασικά γάγγλια του εγκεφάλου.

v     Μερικοί «ε.ν.» ασθενείς, κατά τη διάρκεια της χειρουργικής τομής για λήψη των οργάνων τους, εμφανίζουν σαφή αιμοδυναμική απόκρι­ση, υπό την έννοια ανάπτυξης ταχυκαρδίας και αύξησης της συστηματικής αρτηριακής πίεσης. Έχει επίσης παρατηρηθεί σε «ε.ν.» ασθενείς ά­νοιγμα των οφθαλμών με ελάχιστη ανύψωση των βλεφάρων (ώστε ν' αποκαλύπτεται η αρχή της ίριδας) σαν απάντηση σε επώδυνα ερεθί­σματα.

v     Πολλοί «ε.ν.» ασθενείς (μέχρι 75%) εμφανί­ζουν αυτόματες κινήσεις (αργή ανύψωση των βραχιόνων - ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο - ρυθμική κάμψη του ισχίου και του γόνατος, στροφή της κεφαλής προς τη μία πλευρά, σταύ­ρωμα των χειρών στο στήθος, κινήσεις των χει­ρών προς τον τράχηλο και την κάτω γνάθο, προσπάθεια να καθίσουν στο κρεβάτι τους κ.λπ.) συνήθως λίγα λεπτά μετά την προσωρινή ή οριστική αποσύνδεση από τον αναπνευστήρα, ακόμη όμως και στο νεκροτομείο.

Οι κινήσεις αυτές, που ονομάζονται «σημείο του Λαζάρου», έχουν χαρακτηρισθεί «σύνθε­τες νωτιαίες αποκρίσεις» ή «σύνθετα νωτιαία αντανακλαστικά», αλλά Αμερικανοί ερευνητές σχολιάζουν ότι δεν πρόκειται περί γνωστών α­ντανακλαστικών. Επιπροσθέτως, τόσο σύμφω­να με τα κριτήρια της επιτροπής του Ηarvard ό­σο και με τα κριτήρια της Μinnesota, δεν πα­ρατηρούνται αυτόματες κινήσεις σε «ε.ν.» α­σθενείς.

Το πλέον ενδιαφέρον είναι ότι οι κινήσεις αυ­τές χαρακτηρίστηκαν σχετικώς πρόσφατα, από τον καθηγητή Fred Plum, «συντονισμένες», «ημισκόπιμες» και «ημικατευθυνόμενες», διότι δίνουν σαφώς την εντύπωση ότι ενέχουν κάποιο σκο­πό. Επειδή μάλιστα οι κινήσεις αυτές είναι «ενο­χλητικές», όταν συμβαίνουν κατά την εγχείρηση για λήψη οργάνων από «ε.ν.» ασθενείς, συνι­στάται να χορηγούνται παραλυτικά φάρμακα, για να μην εκλύονται οι κινήσεις αυτές.

v     Έχει παρατηρηθεί σε «ε.ν.» η ύπαρξη ορισμέ­νων αντανακλαστικών του εγκεφαλικού στελέ­χους, όπως είναι το αντανακλαστικό του μασητήρος, το στοματικό αντανακλαστικό, πλέον δε πρόσφατα και άλλες κινήσεις, αλλά συχνά και δακρύρροια κατά τη διάρκεια της τομής για λή­ψη οργάνων από τους ασθενείς αυτούς. Τα ευ­ρήματα αυτά ακυρώνουν τη διάγνωση του «ε.θ.», δεδομένου ότι το εγκεφαλικό στέλεχος στους «ε.ν.» θεωρείται νεκρό, ενώ δεν είναι, α­φού παρατηρούνται αντανακλαστικά τα οποία εδράζονται στο εγκεφαλικό στέλεχος.

v     Για τη διάγνωση του θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους ελέγχονται έξι αντανακλαστικά, από τα οποία σπουδαιότερο είναι το αντανα­κλαστικό της άπνοιας, που ελέγχεται με τη δοκι­μασία της άπνοιας. Η δοκιμασία της άπνοιας στηρίζεται σε ανεπαρκή δεδομένα και είναι δυνατόν να είναι καθεαυτήν βλαπτική για έ­να ήδη τόσο βεβλαμμένο εγκέφαλο ή ακόμη είναι δυνατόν ν' αποδειχθεί θανατηφόρος. Δεδομένου μάλιστα ότι η προαναφερθείσα δοκιμασία δεν έχει δυνητικό όφελος για τον ελεγχόμενο ασθενή, θεωρείται ότι η χρησι­μοποίηση της είναι σαφώς ανήθικη.

Ο ουδός (το κατώφλι) του διοξειδίου του άνθρακος στο αρτηριακό αίμα, για να χα­ρακτηριστεί η δοκιμασία αυτή θετική (παθο­λογική), είναι τα 50mm Ηg στην Αγγλία, τα 50-55 στον Καναδά, τα 60 στις ΗΠΑ, ενώ πρόσφατα γίνεται σύσταση ο ουδός αυτός να είναι μεγαλύτερος από 100 mmHg, διότι υπήρξαν περιπτώσεις «ε.ν.» ασθενών οι οποί­οι εμφάνισαν αυτόματη αναπνοή σε τιμές διοξειδίου του άνθρακος πολύ πάνω από τα 60 mm Hg30. Και ο χρόνος όμως της απνοϊκής ο­ξυγόνωσης του ασθενούς ποικίλλει στα διάφο­ρα πρωτόκολλα από 3-20 min.

Περαιτέρω, όπως αναγράφεται πρόσφατα, στο 41 % των χωρών ανά τον κόσμο (και στην Ελλάδα) η δοκιμασία της άπνοιας δεν εκτελεί­ται επαρκώς σωστά (σύμφωνα με τις υποδείξεις της Αμερικανικής Νευρολογικής Ακαδημίας).

v     Εχει παρατηρηθεί η ύπαρξη προκλητών δυνα­μικών του εγκεφαλικού στελέχους σε μικρό α­ριθμό «ε.ν.» ασθενών, εύρημα το οποίο επίσης ακυρώνει τη διάγνωση του «θανάτου του εγκε­φαλικού στελέχους».

Τέλος, σε μικρό αριθμό «ε.ν.» παιδιατρικών α­σθενών έχει πράγματι παρατηρηθεί μερική α­νάκτηση των λειτουργιών του ΚΝΣ, η οποία δια­τηρήθηκε από λίγες ημέρες μέχρι λίγους μήνες.

 

 

" Υπάρχει συνείδηση στους «ε.ν.» ασθενείς;

 

Σύμφωνα με την κλασική Νευρολογία η συ­νείδηση του ανθρώπου διακρίνεται στην εγρήγορση («arousal») και στο περιεχόμενο της συ­νείδησης (content of consciousness). Σύμφωνα εξάλλου με τον προαναφερθέντα ορισμό του C. Pallis, ο οποίος ισχύει και στην Ελλάδα, ο θά­νατος ορίζεται ως «η οριστική απώλεια της ικα­νότητας για συνείδηση, σε συνδυασμό με την ο­ριστική απώλεια της ικανότητας για αυτόματη αναπνοή». Πρέπει να διευκρινισθεί ότι «η οριστι­κή απώλεια της ικανότητας για συνείδηση», ό­πως διευκρινίζεται από τον εισηγητή της C. Pallis, αφορά μόνο την εγρήγορση.

Το περιεχόμενο της συνείδησης δεν είναι δυ­νατόν να επισκοπηθεί και να ελεγχθεί σήμερα α­πό την Ιατρική επιστήμη με οποιαδήποτε ιατρική δοκιμασία, διότι αυτό είναι μια υποκειμενική ε­μπειρία. Ο περιορισμός αυτός ισχύει πολύ πε­ρισσότερο στις περιπτώσεις των «ε.ν.» ασθενών, όπου φαίνεται ότι η εγρήγορση είναι καταργη­μένη και επομένως δεν υπάρχει πρόσβαση στο περιεχόμενο της συνείδησης.

Aξίζει να σημειωθεί ότι, υπ' αυτές τις προϋπο­θέσεις, ο προαναφερθείς ισχύων ορισμός του θανάτου στη χώρα μας είναι δυνατόν να είναι επαρκής για ζώα, τα οποία κατά τεκμή­ριο στερούνται του περιεχομένου της συνεί­δησης (υπό την έννοια των προσωπικών αυτοσυνείδητων εμπειριών, σκέψεων, γνώσεων που έχουν αποκτηθεί, αποφάσεων, σχεδίων και μελλοντικών επιδιώξεων, αισθημάτων κ.λπ.), αλλ'; όχι για ανθρώπους, αφού δεν ε­ξετάζεται το τι συμβαίνει με το περιεχόμενο της συνείδησης.

Από τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό ότι η διάγνωση του θανάτου του ανθρώπου «στηρίζεται» σε μια αναπόδεικτη υπόθεση, ό­τι δηλαδή δεν υπάρχει περιεχόμενο της συ­νείδησης, ενώ αυτό δεν είναι δυνατόν ν' απο­δειχθεί.

Στο Β' Παγκόσμιο Συμπόσιο για τον «ε.θ.», το οποίο έγινε το 1996, τονίσθηκε από τη γερμανι­κή αντιπροσωπεία ότι «ασθενείς σε βαθιά κω­ματώδη κατάσταση με κατεστραμμένο εγκεφα­λικό στέλεχος, που πληρούσαν όλα τα κριτήρια θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους αλλά με διατηρημένα τα εγκεφαλικά ημισφαίρια, θα ή­ταν δυνατόν να σκεφθούν, αισθανθούν κ.λπ.».

Οι σημαντικές εξάλλου δυσχέρειες στην ορθή διάγνωση του «ε.θ.» καταδεικνύονται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους Goudreau και συν., λιγότερο από 15% των ιατρών εκτελούσαν επαρκώς τη βασική, για τη διάγνωση του «ε.θ.», δοκιμασία της άπνοιας στο Colorado και την California και ότι, σύμφωνα με τον καθηγητή Wijdicks, σε σύνολο 93 «ε.ν.» παιδιών, τα οποία νοσηλεύονταν σε ΜΕΘ στις ΗΠΑ, στο 22% εξ αυτών η διάγνωση του «ε.θ,» ήταν εσφαλμένη.

Απ' όλα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο «ε.θ.» δεν ταυτίζεται με το θάνατο του ανθρώπου. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στο γεγονός ότι στους «ε.ν.» ασθενείς υπάρχουν υπολειπόμενες λειτουργίες του εγκεφάλου και σχεδόν πλήρεις λειτουργίες του υπόλοιπου σώματος με την κα­τάλληλη υποστήριξη στις ΜΕΘ και ότι η διά­γνωση του «ε.θ.», τουλάχιστον στο μέρος που α­φορά τη μη ύπαρξη περιεχομένου της συνείδη­σης, στηρίζεται σε μια αναπόδεικτη υπόθεση.

 

 

«Εγκεφαλικός θάνατος» και μεταμοσχεύσεις οργάνων

 

Όπως έγινε εμφανές από το πρώτο δημοσίευ­μα της ad hoc επιτροπής του Harvard, το 1968, για το θέμα του «ε.θ.» και επιβεβαιώθηκε και στην Ελλάδα με τους σχετικούς νόμους που α­κολούθησαν, η έννοια του «ε.θ.» συνδέθηκε εξαρχής με τις μεταμοσχεύσεις. Όπως μάλιστα προαναφέρθηκε, διάφοροι ερευνητές θεωρούν ότι ο «ε.θ.» είναι έννοια διαφορετική απ' ε­κείνη του θανάτου του ανθρώπου και ότι ε­πινοήθηκε για την απόκτηση οργάνων για μεταμοσχεύσεις.

Άλλοι θεωρούν ότι αποδεκτές είναι μόνον οι μεταμοσχεύσεις που γίνονται αφιλοκερ­δώς, από υγιείς δωρητές εν ζωή, και αφο­ρούν είτε διάφορους ιστούς είτε τον ένα νεφρό, τμήμα του ήπατος ή των πνευμό­νων. Οι προαναφερθείσες μεταμοσχεύσεις προϋποθέτουν, οπωσδήποτε, την ελεύθερη συγκατάθεση του δωρητή, αφού προηγη­θεί ενημέρωση για τις πιθανές βραχυπρό­θεσμες ή μακροπρόθεσμες συνέπειες αυ­τής της δωρεάς,

Η χώρα μας είναι από τις πρώτες χώρες σ' αυτού του είδους τις μεταμοσχεύσεις, οι οποί­ες χαρακτηρίζονται από υψηλό αίσθημα φι­λαλληλίας και αγάπης για τον πάσχοντα συνάν­θρωπο. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι σε πρόσφατη έκκληση από τα Μέσα Μαζικής Ενη­μέρωσης προσφέρθηκαν τέσσερις εθελοντές να δωρίσουν τμήμα του ήπατος τους σε παιδάκι που το είχε άμεση ανάγκη. Με έκπληξη, όμως, οι υπο­ψήφιοι δωρητές πληροφορήθηκαν ότι ο ισχύων νόμος στη χώρα μας, ο 2737/1999, δεν επιτρέπει μεταμοσχεύσεις από μη συγγενείς δωρητές.

Οι μεταμοσχεύσεις, όμως, από «εγκεφαλικώς νεκρούς» προσκρούουν στο ηθικό δίλημμα ότι οι ασθενείς αυτοί, σύμφωνα με τα προανα­φερθέντα, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρι­σθούν νεκροί. Βέβαια, κάθε κοινωνία είναι δυ­νατόν να νομοθετεί και να μεταθέτει τα όρια της ζωής και του θανάτου κατά το δοκούν, με την προϋπόθεση, όμως, ότι έχει ενημερώσει ε­παρκώς τους πολίτες της και έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση τους.

Φρονούμε ότι και στην προκειμένη περίπτωση, η έλλειψη κλινών στις ΜΕΘ και η έλλειψη οργά­νων για μεταμοσχεύσεις δεν αποτελούν επαρ­κείς λόγους για αλλαγή της έννοιας του θανά­του, διότι το τίμημα αυτού του εγχειρήματος εί­ναι ανυπολόγιστο. Οι προτάσεις που έχουν γίνει για νομοθετική ρύθμιση της αγοραπωλησίας και άλλων οικονομικών συναλλαγών, που αφορούν τη διάθεση ανθρωπίνων οργάνων, ίσως δεν εί­ναι οι σοβαρότερες συνέπειες. Σε διάφορες χώ­ρες έχει ήδη νομοθετηθεί η «τεκμαιρόμενη συ­ναίνεση», ενώ υποστηρίζεται και η άποψη ότι τα όργανα των πολιτών αποτελούν «εθνικό πλού­το» και επομένως είναι στη διάθεση, με την κα­θιέρωση σχετικής νομοθεσίας, των εκάστοτε κρατούντων!!!

Η πρόσφατα εφαρμοζόμενη πρακτική των με­ταμοσχεύσεων από «δωρητές», των οποίων έ­χει σταματήσει η καρδιακή λειτουργία (non-heart beating donors) είτε αυτόματα (χωρίς να έχει γίνει προσπάθεια καρδιοπνευμονικής αναζω­ογόνησης) είτε κατόπιν άρσης της θεραπευτικής αγωγής του ασθενούς (με τη συγκατάθεση του ίδιου ή του περιβάλλοντος του) συνιστά στην πραγματικότητα μία συγκεκαλυμμένη μορφή ευθανασίας σε συνδυασμό με την «τεκμαιρόμε­νη συναίνεση», σε ορισμένες τουλάχιστον περι­πτώσεις.

Εάν, τέλος, επικρατήσει, όπως διαφαίνεται, ως κριτήριο «ε.θ.» η θεωρούμενη απώλεια των α­νώτερων διανοητικών λειτουργιών και της προ­σωπικότητας του ανθρώπου, τότε θα χαρα­κτηρίζουμε νεκρούς -και θα χρησιμοποιούνται ως «αναλώσιμα υλικά»- ακόμη και ασθενείς που έχουν δική τους αυτόματη αναπνοή. Ήδη, άλλωστε, ο όρος «υλικό» άρχισε να χρησιμο­ποιείται για τα έμβρυα, με σκοπό τη νομική κά­λυψη των πειραμάτων για δημιουργία οργά­νων με την τεχνική της (θεραπευτικής) κλωνοποίησης!

Είναι επαρκώς ενημερωμένες οι συντεταγμέ­νες εξουσίες, αλλά και οι Έλληνες πολίτες, για ό­λες αυτές τις δυνητικές συνέπειες;

 

πηγή: http://www.alopsis.gr

1. Για τον «εγκεφαλικό θάνατο» διαβάζουμε στο βιβλίο της Ι.Σ.Ε.Ε. «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις» (1) στο άρθρο 12, σ. 25: «Η Εκκλησία σέβεται και εμπιστεύεται την ιατρικήν έρευναν και κλινικήν πράξιν. Διά τον λόγον αυτόν, αν και δεν είναι αρμοδία, θα ημπορούσε να δεχθή την διεθνώς ομόφωνον άποψιν ότι ο εγκεφαλικός θάνατος ταυτίζεται με το αμετάκλητον βιολογικόν τέλος του ανθρώπου». (Σημείωσή μου: σε όλα τα άρθρα των βασικών αυτών θέσεων παραμένει αμετάβλητη η γραφή του κειμένου της Ι.Σ.Ε.Ε.).

 

Σχόλιο επ’ αυτού του άρθρου: Είναι απορίας άξιο το ποιος έδω­σε και πώς πέρασε στην Ι.Σ.Ε.Ε. αυτήν την πληροφορία, και γιατί την υιοθέτησε ως διεθνώς απο­δεκτή, όταν αυτό δεν ανταποκρί­νεται στην αλήθεια. Επειδή ακριβώς υπάρχουν πολλά στοι­χεία στην διεθνή αλλά και την ελληνική βιβλιογραφία, δια των οποίων αμφισβητείται ένας τέ­τοιος ισχυρισμός (2). Ασπάζεται, λοιπόν, η Ι.Σ.Ε.Ε. μίαν «άποψιν» απομονώνοντάς την από «άλλες υπάρχουσες απόψεις». Και γράφει γι' αυτήν ότι: «...αν και δεν είναι αρμοδία, θα ημπορούσε να δεχθεί την διεθνώς ομόφωνον άποψιν, ότι ο εγκεφαλικός θάνατος ταυ­τίζεται με το αμετάκλητον βιολογικόν τέλος του ανθρώπου».


Πρόκειται για μία πρόταση η οποία συντακτικώς συνιστά το λε­γόμενο «οξύμωρον σχήμα». Και δικαιολογημένα θα διερωτάται κανείς για πολλά: α) Εάν η Ι.Σ.Ε.Ε. «δεν είναι αρμοδία», γιατί εκφρά­ζεται, εφ' όσον «κρείττον το σιγάν του λαλείν». Για θέματα, μάλιστα, τα οποία είναι ιατρικής αρμοδιότη­τος, είναι καλύτερα να μην αναμι­γνύεται η Εκκλησία, όπως και Ιεράρχαι της Εκκλησίας μας το έ­χουν υποστηρίξει. Η, τουλάχιστον, «να μη σπεύδει», όπως άλλωστε είναι και η τακτική της σε τόσα άλλα θέματα, β) Το ότι «θα ημπο­ρούσε να δεχθεί», την εκθέτει. Διό­τι γραμματικώς το «θα ημπορούσε να δεχθεί» είναι «δυνητικόν», είναι το «ηδυνάμην αν», του 4ου είδους του «υποθετικού λόγου», με τον οποίον υπονοείται το «απραγματοποίητον». Και στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε να ακολουθεί ένα «αλλά δεν». Αλλως, θα ώφειλε η πρόταση να είναι: «θα ημπορούσε να δεχθεί την άποψιν ότι... κ.λπ., όμως υπό τις εξής προϋποθέσεις». Οι αμφισημίες και οι διγλωσσίες δεν έχουν θέση στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

 

2. Στο ίδιο αυτό άρθρο 12 ακολουθεί η φράση: «Ο εγκεφαλικός θάνατος αποτελεί γεγονός οριστικής και αναποτρέπτου καταστροφής του εγκεφάλου...». (Και ακολουθείται από το εξής στο άρθρο 13): «Κατ’ αυτόν, η αναπνευστική λειτουργία συντηρείται μόνον μηχανικώς. Αυτό που επιτυγχάνει η τεχνική υποστήριξις της αναπνοής είναι ότι προσωρινώς αναχαιτίζει την διαδικασίαν αποσυνθέσεως του σώματος, όχι όμως και την αναχώρησιν της ψυχής».

 


Σχόλιον επ’ αυτού: α) Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι, η Ι.Σ.Ε.Ε. παρουσιάζεται ωσάν να έχει εισέλθει στο «μυστήριον» της ζωής και του θανάτου, να το έχει ανατάμει, και γνωρίζει πλέ­ον το πότε και σε ποιες περιπτώ­σεις έχει συμβεί «η αναχώρησις της ψυχής». Ενώ, κατά την Ορθόδοξη πίστη, «ου φέρει το μυστή­ριον έρευναν». β) Το θέμα τής ανα­χώρησης τής ψυχής δεν είναι, βε­βαίως, αντικείμενο μελέτης της ια­τρικής επιστήμης, όμως είναι τε­ραστίας σημασίας για την ιατρι­κή, την βιοϊατρική και την εν γέ­νει ηθική, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια: γ) Το περισσότερο βαρύ πάντως για την Ι.Σ.Ε.Ε. είναι το ότι δέχθηκε αβασάνιστα τον «εγκεφαλικό θάνατο» στο θέμα της «αναχώρησης τής ψυχής», καθ' όν χρόνον ο λεγόμενος «εγκεφα­λικός θάνατος» έχει χαρακτηρι­σθεί επιστημονικώς ως «ψευδεπί­γραφος» και επινόηση «χρηστι­κής σκοπιμότητος». δ) Συνιστά λάθος για την Εκκλησία να θεωρεί ότι, «...Κατ’ αυτόν -δηλαδή, τον και ως "ψευδεπίγραφον" χαρακτηριζόμενον "έγκεφαλικόν θάνατον"- αυτό το οποίο επιτυγχάνει η υποστήριξη της αναπνοής είναι ότι, αναχαιτίζει την διαδικασίαν αποσυνθέσεως του σώματος, όχι όμως και την αναχώρησιν της ψυχής». Και το λάθος από επιστημονικής πλευράς είναι ότι, δεν είναι η τεχνητή αναπνοή εκείνη η οποία αναχαιτίζει την διαδικασίαν αποσυνθέσεως του σώματος, αλλά η παύση της κυκλοφορίας, είτε φυσιολογικής είτε τεχνητώς υποστηριζομένης.


3. Στο βιβλίο της Ι.Σ.Ε.Ε. «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις» αναφέρονται τα όργανα του «εγκεφαλικώς νεκρού» ως «πτωματικά». Είναι όμως και πράγματι πτωματικά;

 

Σχόλιό μου: Κατά τις απαιτήσεις της Ιατροδικαστικής, δεν μπορεί να υπογραφεί το «Πιστο­ποιητικό Θανάτου» για έναν άνθρωπο, προ της παρελεύσεως του θεωρουμένου ως χρόνου «ικανού», προς επιβεβαίωση του ότι έχει επέλθει αμετακλήτως ο βιολογικός θάνατος. Υπάρχουν μάλιστα για την «απαίτηση» αυτή, πολλοί και σοβαροί λόγοι. Αλλά, και στην περίπτωση ακόμη που ένας άνθρωπος διαγνωσθεί σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ. Ε. Θ.) ως «εγκεφαλικώς νεκρός», και στην περίπτωση αυτή υπάρχουν πολλά ερωτήματα για το εάν αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι και «βιολογικώς νεκρός». Η μήπως;;; (τα τέτοια δε «μήπως» είναι πολλά).


Σε ένα τέτοιο άνθρωπο, πάντως, συνεχίζεται η παρεχομένη βοή­θεια, ώστε να «διατηρούνται τα όργανά του ζωντανά» και «κατάλ­ληλα προς μεταμόσχευση» (!). Ε­πομένως, κακώς χαρακτηρίζον­ται ως «πτωματικά», εφ’ όσον ο άνθρωπος δεν έγινε ακόμη «πτώ­μα». Θα γίνει ίσως ή μάλλον, λίγο αργότερα, αλλά και αυτό όχι μετ’ απολύτου βεβαιότητος, διότι υπάρ­χουν και κάποιες «εκπλήξεις». Την χρονική πάντως περίοδο, ή την ώρα που λαμβάνονται τα όργανά του προς μεταμόσχευση, ο άνθρω­πος «δεν είναι πτώμα». Και γι' αυτό «δεν πιστοποιείται ως νε­κρός άνθρωπος».

 

4. Η Ορθόδοξη Εκκλησία ζητά από εμάς τους πιστούς της, να είναι ο λόγος μας κρυστάλλι­νος. «Εστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου, το δε περισσόν τούτων εκ τον πονηρού εστιν» (3). Ομως στις Βασικές Θέσεις της Ι.Σ.Ε.Ε. δεν συμβαίνει αυτό. Υπάρχουν «ασάφειες», και μάλιστα πολλές, οι οποίες δεν επιτρέπουν στους πιστούς να αποκτήσουν καθαρή αντίληψη επί των τόσο σοβαρών αυτών θεμάτων. Αλλά και με τα διάφορα «ΘΑ», επαναλαμβανό­μενα και αυτά.

 


5. Στο βιβλίο «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις» (Ε.κ.Μ.) της Ι.Σ.Ε.Ε., αλλά και στα βιβλία του προέδρου της Επιτροπής Βιοηθικής Αρχιμανδρίτου Νικολάου Χατζηνικολάου, τώρα δε Μητρο­πολίτου Μεσογαίας και Λαυρεω­τικής (4), συχνά αναφέρεται ότι είναι «σχολαστικισμός», και συνιστά «σχολαστικότητα» η ενασχόληση με την «στιγμή του θανάτου». Και ότι, εκείνο το οποίο ενδιαφέρει, κυρίως, είναι «η θυσιαστική προ­σφορά του δότη προς τον λήπτη». Διότι η τέτοια προσφορά «έχει με­γαλύτερη σημασία για τον δότη, αφού ο δότης είναι ο πραγματικός λήπτης», εφ' όσον «αυτός ουσια­στικά είναι που ωφελείται», και μάλιστα περισσότερο και από τον λήπτη, διότι αυτός είναι εκείνος ο οποίος και «καρπούται χυμούς πνευματικής ζωής». Και, επίσης, «αυτή η πρόσκαιρη σωτηρία του πλησίον, του εξασφαλίζει τη δική του σωτηρία». Προς επίρρωση μάλιστα των τέτοιων «θέσεων», γίνεται επίκληση στο του Κυρίου, ο οποίος είπε: «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (5). Στο του Αποστόλου Παύλου επίσης, ο οποίος έχει γράψει: «Μαρτυρώ γαρ υμίν ότι ει δυνατόν τους οφθαλμούς υμών εξορύξαντες αν εδώκατέ μοι» (6). Αμφότερα όμως, αναφέρονται σε θέματα τα οποία ουδεμία σχέση είναι δυνατόν να έχουν προς τις μεταμοσχεύσεις, οπότε και η συσχέτισή τους με αυτές είναι μάλλον αδόκιμη.


Σχόλιό μου: Ολα αυτά, βεβαίως, ανήκουν στις αρμοδιότητες άλλων, και δεν τολμώ να διαπράξω «εισπήδηση» σε αυτά. Ως γιατρός όμως σκέπτομαι: α) Αραγε, να υποστηρίζονται οι μεταμοσχεύσεις για να καρπούται ο δότης τα τόσα και τέτοια πνευματικά οφέλη, μέχρι του βαθμού να «σώζεται» και να «εξασφαλίζει», ίσως, και αυτόν ακόμη τον «Παράδεισο»!!! β) Με συνέχει επίσης η σκέψη, εάν και κατά πόσον αυτή «η πρόσκαιρη σωτηρία του πλησίον εξασφαλίζει την αιώνια δική μας σωτηρία» (σ. 181 στο «Αλλήλων Μέλη») (7). Ενώ, σύμφωνα με τα όσα έχουμε διδαχθεί, «η σωτηρία του ανθρώπου είναι ένα μυστήριο, είναι δωρεά Θεού» (κατά τα όσα διεξοδικώς ανέπτυξε) και ο Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου στην διημερίδα με θέμα: «Ελευθερία της Βούλησης» στο Ινστιτούτο Goethe Αθηνών, 4-5 Φεβρ. 2005, βλ. σ. 100-101, στα ΠΟΙΝΙΚΑ 72, εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ) (8). Είναι όμως επιτρεπτό, τα προσφερόμενα όργανα του δότη να τυγχάνουν χρηστικής σκοπιμότητας προς «εξαγορά της σωτηρίας μας», όταν η σωτηρία μας είναι «μυστήριον και δωρεά του Θεού»;

Αλλά και πόσο επιτρεπτό είναι άραγε, τις προσωπικές του αντιλήψεις ή τις απόψεις του, να τις αναγάγει κάποιος σε "θέσεις" της Εκκλησίας; Η, ακόμη, και να λέει ότι (σ. 317 στο Ε.κ.Μ.): «Ασκώντας τέτοια ποιμαντική η Εκκλη­σία ίσως μπορέσει να εξασφαλί­σει 200 μοσχεύματα ετησίως»! Υπάρχει άραγε (διερωτώμαι) μια κάποια τέτοια επίσημη "Ποιμα­ντική της Εκκλησίας"; Αλλά και με ποιά απόφαση και πότε η Ιε­ρά Σύνοδος έχει εγκρίνει τέτοιου είδους "χρηστική σκοπιμότητα" των μεταμοσχεύσεων;;;


Πάντως, αναφερόμενος ο ίδιος στο Μέλλον των Μεταμοσχεύσε­ων (σ. 321 και εξής), στη σ. 330 αναπτύσσει το θέμα των Ξενομοσχευμάτων. Στη σ. 331, λοιπόν, γράφει ότι: «η πλειοψηφία των γιατρών πιστεύει ότι τα ξενομοσχεύματα αποτελούν την πιο βιώ­σιμη λύση για το μέλλον των με­ταμοσχεύσεων». Και στη σ. 332 προσθέτει: «Χωρίς αμφιβολία, εάν επικρατήσει η ιδέα και εφαρμο­γή των ξενομοσχευμάτων, θα αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το πρόβλημα της εξευρέσεως μοσχευμάτων και η έρευνα θα έχει καταγράψει ένα ακόμη εντυπω­σιακό και ιδιοφυές επίτευγμα». Και συνεχίζει: «Παρά ταύτα, μια τέτοια εξέλιξη της μεταμοσχευτικής επιστήμης θα είχε και ορι­σμένες αρνητικές συνέπειες: α) οι μεταμοσχεύσεις δεν θα στηρίζονται ούτε και θα καλλιεργούν τις αξίες της αυτοπροσφοράς και συναλληλίας... η επιβολή των ...ξενομοσχευμάτων θα τις απογυμνώνει από τον ανθρωπιστικό τους χα­ρακτήρα...κ.λπ.» (Αυτό, βεβαίως, παρά το ότι συνιστά μία πολύ συζη­τήσιμη τοποθέτηση του προέδρου της Επιτροπής Βιοηθικής της Ι.Σ.Ε.Ε., δεν το σχολιάζω, επειδή το θεωρώ ως προσωπική του αξιολόγηση, και οπωσδήποτε όχι ως θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας).
γ) Ως γιατρός και μόνον αναλογίζομαι τις εμπλοκές για κάποιους ακόμη και με τον Ποινικό Κώδικα (Π.Κ.). Αυτό δε, από μια φράση στα βιβλία του Προέδρου της Ε.Β., η οποία και επαναλαμβάνε­ται, ακριβώς η ίδια, τρεις φορές: (Στο βιβλίο «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις», σ. 291, στο «Ελεύθεροι από το Γονιδίωμα», σ. 324, και στο «Αλλήλων Μέλη», του 2005, στη σ. 215) (9).

Η φράση αυτή είναι: «... 7) Τέ­λος, να εκχωρήσει (ο δότης) από τις στιγμές της ευδαίμονος νηφα­λιότητάς του το δικαίωμα, και συ­νεπώς την εμπιστοσύνη, στους για­τρούς και τους δικούς του, αντί να σταματήσει λίγο αργότερα από μόνη της, να του σταματήσουν αυτοί την καρδιά εκείνη τη στι­γμή που αυτοί κρίνουν, βέβαιος πως μόνο το καλό του θέλουν».


Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προ­σοχή, διότι η φαινομενικώς αθώα αυτή φράση περιέχει τα εξής επι­κίνδυνα: α) Την εκχώρηση σε τρί­τους του δικαιώματος να τερμα­τίσουν τη ζωή του δότη (ενώ η ζωή δεν μας ανήκει, είναι «δώρον Θεού» και η «ανάκλησή της» ανή­κει μόνον σε Εκείνον), β) Ο τερ­ματισμός της ζωής κάποιου «πριν να έρθει η ώρα και γι' αυτόν», συ­νιστά «Επιταχυθανασίαν», η οποία και τιμωρείται κατά το άρθρο 299 του Π.Κ. γ) Το να βοηθήσει κά­ποιος τον δότη να πεθάνει, έστω και λίγο μόνον «νωρίτερα» από την ώρα του, χαρακτηρίζεται ως πράξη «συμμετοχής σε αυτοκτο­νία», και τιμωρείται κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 300 και 301 του Π.Κ. ως «φόνος εκ προμελέτης».

 

Σημείωσή μου: Παρακαλώ τους αναγνώστες να συγχωρήσουν αυτόν τον σχολιασμό μου. Δεν είμαι «νομικός», αλλά αυτά μου προέκυψαν ως γνώσεις κατά τις αναζητήσεις έγκυρων στοιχείων, όταν συνέγραψα τα βιβλία μου, α) Για την ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ (το 1995, το οποίο προλόγισε ο καθηγητής της Νομικής Γ. Δασκαρόλης). β)  Ευθανασία και «Ευθανασία» (το 2005, το οποίο προλογίζει ο Μητροπολίτης Σπάρτης Ευστάθιος, και είναι των εκδόσεων της Μητροπόλεως Σπάρτης).
 

 

 

Η «στιγμή του θανάτου»


Η «στιγμή του θανάτου» αναφέρεται, συχνά πυκνά, ως θέμα «σχολαστικό» ως «σχολαστικισμός της φιλοσοφίας», και διάφορα άλλα (10). Ο πρόεδρος της Επιτροπής επί της Βιοηθικής των Μεταμοσχεύ­σεων, Αρχιμ. Νικόλαος Χατζηνικολάου, τότε, και τώρα Μητροπολί­της Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, σε εκτεταμένη εκπομπή του, δια τηλεφώνου, στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλά­δος, στις 18.3.2001, ομιλώντας για τις μεταμοσχεύσεις και απαντώ­ντας σε σχετική ερώτηση για τη «στιγμή του θανάτου», είπε: «Αυτή ενδιαφέρει τους ανθρώπους οι οποίοι ασχολούνται με σχολαστι­κισμό στο θέμα αυτό». Και ετόνισε: «Εγώ προσωπικά δεν παλεύω με αυτό το θέμα. Το έχω ξεκαθα­ρίσει. Ο εγκεφαλικώς νεκρός είναι νεκρός. Δεν έχω καμμία αμφιβο­λία μέσα μου», (σσ. Αυτά υπάρ­χουν και σε δημοσιεύματα κληρικών. Ουδέποτε όμως διεψεύσθησαν. Αντί για το δικό μου σχό­λιο επί των ανωτέρω για τη «στιγ­μή του θανάτου, προσφεύγω σέ «δανεισμό». Ο Μητροπολίτης λοι­πόν Ναυπάκτου Ιερόθεος (Βλάχος) έχει διατυπώσει επ’ αυτού μια εντελώς διαφορετική άποψη. Συγκεκριμένως: Στην εισήγησή του στην Ι.Σ.Ι. της Ε.Ε., επί του θέματος «Η θέσις της Εκκλησίας δια τας Μεταμοσχεύσεις», η οποία και συμπεριλαμβάνεται στον «τό­μο» Ε.κ.Μ. της Ι.Σ.Ε.Ε (11), στη σε­λίδα 360 γράφει το εξής: «Την ώρα που χωρίζεται η ψυχή από το σώμα, τότε γίνονται πολλά πράγματα, και το μυστήριο του αποχωρισμού είναι φοβερό και άγνωστο τώρα στα ανθρώπινα δεδομένα. Και τό­τε, πώς επεμβαίνουμε βίαια σε έναν άνθρωπο του οποίου δεν λει­τουργούν μερικές εγκεφαλικές λει­τουργίες αλλά, επειδή λειτουργεί η καρδιά υπάρχει ακόμη η ψυχή»! Και λίγο πιο κάτω, προσθέτει: «Μήπως στην κατάσταση εκείνη της διαδικασίας εξόδου, που γί­νονται και πολλά πνευματικά γεγονότα, στεκόμαστε ανάλγητοι, όταν λαμβάνουμε τα όργανα του σώματος, ενώ ως πρόσωπο ζει ο άνθρωπος»! (σ.σ. από αυτά συνάγεται σαφέστατα ότι η ενασχό­ληση με τη «στιγμή του θανάτου», δεν είναι γιά όλους ένας σχολα­στικισμός).


Η «στιγμή του θανάτου» έχει τεράστια σημασία για την Ιατρι­κή. Σημαντικότατη για την κοι­νωνία, και σε σχέση με τις μεταμοσχεύσεις.

 

α) Για τους γιατρούς η στιγμή του θανάτου δεν είναι «σχολαστικισμός», διότι ανακύπτουν πολλά και ποικίλα προβλήματα, και κά­ποια ιατροδικαστικής φύσεως. Υπάρχουν, επίσης, και κίνδυνοι για δυσάρεστες εμπλοκές σε δι­καστικές αντιπαραθέσεις, εξ αιτίας της «στιγμής του θανάτου». Το να λέγεται λοιπόν ότι η «στιγμή του θανάτου» είναι θέμα των φιλοσό­φων, όπως και να μη ασχολούμε­θα με αυτήν, διότι είναι «σχολα­στικισμός», είναι απολύτως εκτός πραγματικότητος.


β) Στην περίπτωση της «καρ­διακής συγκοπής ή ανακοπής» η διακοπή του νήματος της ζωής, σχεδόν κατά κανόνα, είναι «στι­γμιαία». Στην περίπτωση ενός «αιφνιδίου θανάτου», οι ιατροί βρισκόμεθα ενώπιον πολλών προ­βλημάτων, τα οποία ουδόλως είναι «σχολαστικιστικής» φύσεως, αλλά «ουσίας». Οι λόγοι δε είναι οι εξής:

 

1ος λόγος. Από τη στιγμή που θα σταματήσει η κυκλοφορία του αίματος, στην περίπτωση π.χ. ενός «καρδιοαναπνευστικού» θανάτου, υπάρχει το στάδιο του «καρδιακού κλινικού θανάτου». Και τότε «η στιγμή του θανάτου» δεν συνιστά «σχολαστικισμό», καθ’ όσον αποτελεί κρισιμότατο σημείο για τις συντονισμένες προσπάθειες οι οποίες πρέπει να καταβληθούν κατεπειγόντως λόγω του ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος να επανέλθει στη ζωή, σύμφωνα με τα όσα περιεγράφησαν στο κεφάλαιο περί του «κλινικού θανάτου». Για τον λεγόμενο «εγκεφαλικό θάνατο», βεβαίως, δεν έχει αναφερθεί μέχρι τώρα ο όρος «εγκεφαλικός κλινικός θάνατος», επειδή ο «εγκεφαλικός θάνατος» έχει ταυτισθεί (κακώς βεβαίως) με το «αμετάκλητον βιολογικόν τέλος του ανθρώπου». Ενώ ενδέχεται και να μην είναι. Μέχρι τώρα, πάντως, εφ' όσον διαπιστωθεί νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους, γίνεται «διασωλήνωση» για την τεχνητή αναπνοή. Και προσφέρεται ιατρική βοήθεια με τον άρρωστο «εν καταστολή», στην περίπτωση που αυτός είναι «υποψήφιος δότης». Με τον τρόπο αυτόν καταβάλλεται προσπάθεια ώστε τα όργανά του να διατηρούνται «ζωντανά» και κατάλληλα για την μεταμό­σχευση (άρα αυτά τα όργανα δεν είναι και δεν έχουν γίνει ακόμη «πτωματικά»). Ενώ στην περί­πτωση που κάποιος δεν πρόκει­ται να είναι «δότης», ο ν. 2737/99 επιτάσσει την διακοπή της παρεχομένης βοήθειας (12).


Η πράξη όμως αυτή, ενδεχομένως, για κάποιους, έστω πολύ ολίγους, θα ισοδυναμούσε με κα­ταδίκη σε θάνατο. Ποιός λοιπόν είναι εκείνος ο οποίος θα ήταν δικαιολογημένος για την ανάληψη μιας τέτοιας ευθύνης;

 

2ος λόγος. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων μεταξύ των τέ­τοιων «εγκεφαλικώς νεκρών», οι οποίοι επανήλθαν στη ζωή, όσο λίγοι και αν είναι αυτοί.

 

Επομένως, κανένας δεν επιτρέπεται πλέον να αγνοεί ή να αρνείται μια τέτοια πραγματικότητα. Η να ισχυρίζεται εν έτει 2005, και να γράφει σε βιβλίο του (βλ. «Αλλήλων Μέλη», σ. 47) ότι: «Ουδέποτε αναφέρθηκε περίπτωση αναζωογόνησης και ανάκαμψης τέτοιων ατόμων» (13). Διότι αυτό δεν είναι αληθές.

 

Η πραγματικότητα είναι ότι κάποιοι από τους αρρώστους, οι οποίοι διεγνώσθησαν ότι υπέστη­σαν «νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους» και χαρακτηρίσθηκαν ως «εγκεφαλικώς νεκροί», τελικώς επέζησαν. Το «γιατί» είναι ένα σο­βαρό θέμα. Το οποίο και βεβαίως πρέπει να διερευνηθεί. Επειδή: α) Μπορεί να πρόκειται για «λά­θος» στη διάγνωση. β) Για ανε­πάρκεια των «κριτηρίων» ασφα­λούς διαγνώσεώς του. γ) Υπάρ­χουν και οι περιπτώσεις «εσπευ­σμένης» διάγνωσης, δ) Ακόμη και περιπτώσεις μη τήρησης του «όρου» της επαναλήψεως των «δο­κιμασιών» μετά ένα 24/ωρο, προς επιβεβαίωση της ορθότητος της διαγνώσεως του λεγομένου «εγκε­φαλικού θανάτου». ε) Να «εικά­ζεται» απλώς η βούληση ενός «δό­τη» (σε «αλλοδαπούς» περισσότε­ρο, ή άλλους νοσηλευομένους χω­ρίς γνωστούς ή συγγενείς γύρω τους), ενώ «έξω από την πόρτα» περιμένει κάποιος «πως και πως», για να πάρει τα όργανά του, ώστε να ζήσει αυτός από τα όργανα κάποιου, ο οποίος μπορεί να μην είναι ακόμη και «τελείως νεκρός» (δυστυχώς, σε τέτοιες περιπτώ­σεις, μπορεί να ισχύει, το, «ο θά­νατός σου, η ζωή μου»). στ) Υπάρ­χουν και οι «πιέσεις» για μείωση και ελαστικοποίηση και αυτών ακόμη των "κριτηρίων" διαγνώ­σεως του θανάτου. Η, το σώμα του νεκρού να θεωρείται κτήμα της κοινωνίας προς διάθεση για τις μεταμοσχεύσεις (14). Αλλά και διάφορα άλλα «τεχνάσματα» με τα οποία επιδιώκεται η μείωση των «δυσκολιών», ώστε να «διευκολύνονται» περισσότερο οι μετα­μοσχεύσεις.


Τέτοια τεχνάσματα είναι και η «εικαζομένη συναίνεση» και η «μη εκπεφρασμένη εγγράφως άρνη­ση». Ωστε, επί «διαγνώσεως του χαρακτηριζομένου ή εκλαμβανομένου ως εγκεφαλικού θανάτου», με νομικίστικες δηλαδή επινοή­σεις, να γίνεται η «υποκλοπή» ή η «υφαρπαγή» οργάνων προς με­ταμόσχευση. Καταργουμένου, δη­λαδή, ακόμη και αυτού του αυτε­ξουσίου της προσωπικότητας του ανθρώπου. Και ορθώς η Εκκλη­σία της Ελλάδος έχει αντιταχθεί, τόσο προς την «εικαζομένη συναί­νεση» όσο και προς την «μη εκπε­φρασμένη άρνηση».

 

3ος λόγος. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι υπάρχουν και κά­ποιες αξιοθαύμαστες περιπτώσεις ανθρώπων, που ενώ χαρακτηρί­σθηκαν ως «εγκεφαλικώς νεκροί», τελικώς επέζησαν, γεγονός το οποίο λογικώς θεωρείται απίστευ­το. Και μάλιστα υστέρα από ένα πολλαπλώς βεβαιωμένον «εγκε­φαλικό θάνατο», και με όλα τα «κριτήρια» θετικά, και κατ' επα­νάληψη. Τέτοιες περιπτώσεις σε πολλούς από εμάς τους γιατρούς είναι γνωστές, ακόμη και από προ­σωπική πείρα (15).

 

 

4ος λόγος. Από κάποιες τέτοιες περιπτώσεις, όσο σπάνιες ή και απίστευτες και αν φαίνονται, εάν δεν πρόκειται περί «θαύματος» (αυτό βεβαίως μόνον ο Θεός το γνωρίζει) ένας σκεπτόμενος άνθρω­πος δικαιούται να προβληματί­ζεται. Και να διερωτάται για την ικανότητα της επιστήμης να κα­θορίζει τον βιολογικό θάνατο ενός ανθρώπου δια της διαγνώσεως του «θανάτου του στελέχους του εγκεφάλου». Είναι λογικό, επο­μένως, να διερωτάται κανείς και για το εξής: Μήπως βιάσθηκε η Επιστήμη, ίσως και να σταμάτη­σε την έρευνα γύρω από τον «νευρολογικό θάνατο», επαφιεμένη στη διάγνωση «της νέκρωσης του στελέχους του εγκεφάλου» η οποία και «θεσμοθετήθηκε» (κακώς μάλιστα) για να σημαίνει και το βιολογικόν τέλος του ανθρώπου;


Ενδέχεται όμως, με την αλμα­τωδώς αναπτυσσομένη επιστημο­νική έρευνα (κάτι το οποίο δεν δι­καιούται να το αποκλείσει κανείς) να προκύψει κάποτε και για τον «νευρολογικό θάνατο» κάτι ανά­λογο με εκείνο του «καρδιακού κλινικού θανάτου». Και να ομι­λούμε τότε πλέον για «εγκεφαλι­κό κλινικό θάνατο» και, πιθανόν, με την περαιτέρω πρόοδο της επι­στήμης, ακόμη και για μια «ιάσι­μη», ενδεχομένως, κατάσταση. Αυτό δε, επειδή ακριβώς πολλά από εκείνα τα οποία πριν από λίγα χρόνια απεκλείοντο ή εθεωρούντο ως απραγματοποίητα, σήμερα αποτελούν χειροπιαστή και πανθομολογουμένη πραγματικότητα. Παράδειγμα πολύ πρόχειρο, η αναφερθείσα και νωρίτερα καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση.


Συμπέρασμα


Από τα ανωτέρω εκτεθέντα κα­θίσταται εμφανές ότι, «Οι Βασικές Θέσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί της Ηθικής των Μεταμοσχεύσεων», παρουσιάζουν ατέλειες, ασάφειες και αρκετά λάθη. Αποδεικνύεται δε ότι η ενασχόληση με την «στιγμή του θανάτου» και τα άπειρα περί αυτήν προβλήματα ουδόλως συνιστά «σχολαστικισμόν». Επί πλέον, παραθεωρείται παντελώς ολόκληρη η επιστημονική «γραμματεία» περί του «καρδιοαναπνευστικού» θανάτου, αλλά και η εκκλησιαστική περί καρδίας «ως κέντρου ζωής». Για την τέτοια «παράλειψη», μάλιστα, έχει ασκηθεί και σφοδρή αντιπαράθεση εκ μέρους ειδημόνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η Επιτροπή Βιοηθικής της Ι.Σ.Ε.Ε., με την έκδοση του βιβλίου της «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις», διετύπωσε την ευχή «να ακολουθήσουν και άλλες μελέτες, οι οποίες θα συντελέσουν στην τε­λική διαμόρφωση της εκκλησια­στικής τοποθετήσεως της Ιεράς Συνόδου». Προς τον σκοπό αυτόν, λοιπόν, μετά το προηγούμενο βι­βλίο μου «Μεταμοσχεύσεις. Προβληματισμοί και Διλήμματα», κατατίθεται και το παρόν από το προς έκδοση βιβλίο μου με τίτλο «Μεταμοσχεύσεις και Εκκλησία», ως ελάχιστη συμβολή στην πράγματι εργώδη και συγκινητική προσπάθειά της για την προαγωγή των μεταμοσχεύσεων.

 


______________________


1)    Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις. Εκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2001.


2)    Βρεττος Μ., Γιαννουλης Ε., Γκιαλα Μ., Καρακατςανης Κ., Κουντουρας Ι., Μπαλαμουτςος Ν., Τσανάκας Ι., Γουλιανος Α., Κωνςταντινιδης Ν., Κούπας Π., «Προβλήματα και ασάφεια του ν. 2737/1999 για τις μεταμοσχεύσεις ανθρωπίνων ιστών και οργάνων», Ιατρικόν Βήμα, Νοέμβ.-Δεκ. 1999. Οι ανωτέρω και ο Ζουρνατζης Β.: «Ελλείμματα του νόμου για τις μεταμοσχεύσεις», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 12.9.1999· και: «Επιστημονικές επιφυλάξεις για τον νέο νόμο», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 10.10.1999. YOUNGER S., «Defining death. A superficial and fragile consensus», Arch Neurol 49: 570-572, 1992. TRUOG R. D., Is it time to abandon brain death?, Hastings Cent Rep (United States), 27:29-37, 1997. GRANFORD R., “Even the dead are not terminally ill anymore”, Neurology 51:1530-1531, 1998. Καρακατςανης Κ., «ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ». Ταυτίζεται με τον θάνατο του ανθρώπου; (Ιατρική και φιλοσοφική θεώρηση), Β' έκδοση, UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσσαλονίκη 2001. Παναγοπουλος Εμμ., «Ο εγκεφαλικός θάνατος. Η άλλη όψη», ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Μάιος 1994.


3)    Ματθ. ε' 37.


4)    Χατζηνικολαου Νικόλαος (Αρχιμανδρίτης, Πρόεδρος Επιτροπής Βιοηθικής Ι.Σ.Ε.Ε.): Ελεύθεροι από το Γονιδίωμα. Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεον­τολογίας (αχρονολόγητο). Χατζηνικολαου Νικόλαος (Μητροπολίτης τώρα Μεσο­γαίας και Λαυρεωτικής): «Αλλήλων Μέλη». Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2005.


5)    Ιω. ιε' 13.


6)    Γαλ. δ' 15.


7)    Χατζηνικολαου Νικόλαος (Μητροπολίτης τώρα Μεσογαίας και Λαυρεωτικής): «Αλλήλων Μέλη». Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2005.


8)    Ιερόθεος Βλάχος (Μητροπολίτης Ναυπάκτου): «Ντετερμινισμός καί Ορθόδοξη Συνέργια».


9)    Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις. Εκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2001. Χατζηνικολαου Νικόλαος (Αρχιμανδρίτης, Πρόεδρος Επι­τροπής Βιοηθικής Ι.Σ.Ε.Ε.), Ελεύθεροι από το Γονιδίωμα. Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας (αχρονολόγητο). Χατζηνικολαου Νικόλαος (Μητροπολίτης τώρα Μεσογαίας και Λαυρεωτικής): «Αλλήλων Μέλη», Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2005.


10) Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις, Εκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2001. Χατζηνικολαου Νικόλαος (Αρχιμανδρίτης, Πρόεδρος Επι­τροπής Βιοηθικής Ι.Σ.Ε.Ε.): Ελεύθεροι από το Γονιδίωμα. Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας (αχρονολόγητο). Χατζηνικολαου Νικόλαος (Μητροπολίτης τώρα Μεσογαίας και Λαυρεωτικής): «Αλλήλων Μέλη». Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2005.


11) Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις. Εκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2001. Βλάχος Ιερόθεος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, «Η θέση της Εκκλησίας για τις Μεταμοσχεύσεις», Εισήγηση στην Ιερά Σύνο­δο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος την 12.10.1999. Αναδημοσιευμένη στο ανωτέρω Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις, σσ. 337-366.


12) Νόμος 2737/27.8.1999, Φ.Ε.Κ. 174, τεύχος πρώτο: Μεταμοσχεύσεις ιστών και οργάνων και άλλες διατάξεις. Αρθρο 12 παρ. 6, και άρθρο 20, παρ. 1,7 και 8.


13) Χατζηνικολαου Νικόλαος (Μητροπολίτης τώρα Μεσογαίας και Λαυρεω­τικής): «Αλλήλων Μέλη». Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2005.


14) Παπαδημητριου Ι., «Ηθικά και δεοντολογικά προβλήματα των μεταμοσχεύ­σεων», ΙΑΤΡΙΚΟ ΒΗΜΑ, Μάϊος 1989, σ. 60.


15) SHEWMON D. A., “Recovery from “Brain Death”: A neurologist’s apologia”, Linacre Quarterly, February 1997, 31-96. Αβραμιδης Αθ. Β., «ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ. (Μέρος Β') Από την θεωρία στην πραγματικότητα», περιοδικό ΑΚΤΙΝΕΣ, Μάρτιος 1989, σ. 98, περί­πτωση 3η. "Ενας νέος ανέζησε": Από το βιβλίο του Μητροπολίτη Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου Δημήτριου, με τίτλο «Θαύματα Αγίων-Σημεία Θεού». Εκδοση Ι. Μ. Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, Γρίβα Γουμενίσσης. Και στην ιστοσελίδα της Ι. Μ. Γουμενίσσης, http://www.imgap.gr/file1/sthavmata.html#apostolosgazepis Βλέπε σχε­τικώς και Νο. 20 της παρούσης Βιβλιογραφίας.


(Πηγή: Περιοδικό «ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ», ΙΟΥΝ-ΣΕΠ 2007)


(Ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένου: www.alopsis.gr)

http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=762

Τη Λαμπροτρίτη 17-4-2001 τιμήθηκε με την επιβεβλημένη λαμπρότητα στην

Ιερά Μονή Αγίου Ραφαήλ Γρίβας η μνήμη των νεοφανών αγίων Ραφαήλ, Νικολάου

και Ειρήνης. Στη γιορτή προσήλθαν ο μαθητής Λυκείου Απόστολος Ιω. Γκαζέπης

από την Τερπνή Νιγρίτας Ν. Σερρών με τη μητέρα του Ευσταθία και άλλους

συγχωριανούς, και διηγήθηκε ενώπιον του Μητροπολίτου, των στρατιωτικών

Αρχών, του Καθηγουμένου της Μονής και προσκυνητών το συγκλονιστικό

προσωπικό θαύμα διασώσεως από δυστύχημα. Ιατρικώς ήταν αδύνατη και η

παραμικρή περίπτωση ανανήψεως λόγω του εγκεφαλικού θανάτου που επήλθε μετά

από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Συγγενείς άλλων ασθενών έκαναν

προσπάθεια να πείσουν τους γονείς για τη δωρεά οργάνων του! Όμως, η βαθειά

πίστη της μητέρας που παρακαλούσε νυχθημερόν επί οκταήμερο τους νεοφανείς

Αγίους έξω από την Εντατική συνέβαλε στην ανάνηψη και αποθεραπεία του υιού

της, ο οποίος αξιώθηκε να δει και τους Αγίους. Τη συγκλονιστική διήγηση

μαγνητοφώνησε ο διευθυντής του “Ράδιο­Επιλογές” Πολυκάστρου και τη

μετέδωσε από τον τοπικό ραδιοσταθμό.

Στην ενυπόγραφη καταγραφή του φοβερού συμβάντος η κ. Ευσταθία Γκαζέπη,

μητέρα του Αποστόλου, διηγείται τις τραγικές μέρες ως την ανάνηψη του γιου

της. Ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής και της Αγίας Ειρήνης (5-5-2000) ο

17χρονος Απόστολος συγκρούσθηκε με το μηχανάκι του με ένα αυτοκίνητο. Από

το Ε. Σ. Υ. Νιγρίτας τον διεκόμισαν επειγόντως στο Νοσοκομείο Σερρών.

Αλλόφρων η μητέρα έσπευσε στο Νοσοκομείο και τον βρίσκει πάνω στο φορείο

καθώς τον μετέφεραν για τον αξονικό τομογράφο. Δεν επέτρεψαν στη μητέρα να

παρευρίσκεται, μόνο στον κουνιάδο της, στον οποίο μάλιστα είπαν ότι όλα

ήταν κατεστραμμένα σαν να είχε πέσει βόμβα στον εγκέφαλό του (!), ήταν

εγκεφαλικά νεκρός. Στον πατέρα του παιδιού τόνισαν ότι, αν κατόρθωναν να

σταθεροποιήσουν την πίεση του εγκεφάλου χωρίς επιπλοκή, υπήρχε μια ελπίδα

ανάνηψης. Τον είχαν διασωληνωμένο, σε καταστολή. Τα πρώτα τρία

εικοσιτετράωρα πολύ κρίσιμα.

Η μητέρα ξημερώθηκε προσευχόμενη στο Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους.

Το πρωί ζήτησε και της έφεραν στο Νοσοκομείο βιβλία θαυμάτων του αγίου

Ραφαήλ κι άρχισε να διαβάζει και να παρακαλεί συνέχεια μέρα νύχτα εκ

περιτροπής μαζί με όσες συγγενείς και γειτόνισσες συμπαραστέκονταν. Στα

ελάχιστα λεπτά που εισερχόταν στην Μ. Ε. Θ. σταύρωνε το γιό της με λαδάκια

από προσκυνήματα διαφόρων Αγίων.

Τον ασθενή παρακολουθούσε ο νευροχειρουργός κ. Βόγας, τον οποίο

μετακαλούσε η οικογένεια, καθώς το Νοσοκομείο δεν είχε δικό του

νευροχειρουργό. Στο τρίτο εικοσιτετράωρο, η εγκεφαλική πίεση ανέβηκε, ο

εγκέφαλος αιμορραγούσε, το παιδί χανόταν. Στην απελπισία τους θέλησαν να

φέρουν κι άλλο γιατρό, παρ' ότι ο νευροχειρουργός τους διαβεβαίωσε ότι δεν

ήταν ζήτημα ιατρικής φροντίδος, αλλά επιδείνωσης της καταστάσεως. Κάλεσαν

τον κ. Νικόλαο Μπασκίνη από την Θεσσαλονίκη.

Και ο νέος γιατρός επιβεβαίωσε την κρίσιμη κατάσταση με τα αιματώματα,

ιδίως στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, με αμφίβολη την ανάνηψη. Υπήρχε μια

μηδαμινή ελπίδα να κάνουν χειρουργική επέμβαση. Οι γονείς συγκατατέθηκαν.

Διαπιστώθηκαν περισσότερα τραύματα από όσα έδειχνε η τομογραφία, ο

εγκέφαλος ήταν πρησμένος, άφησαν ανοιχτό το κρανίο και περίμεναν την

εξέλιξη. Το παιδί συνέχισε να βρίσκεται σε κώμα, με μηδανική πρόβλεψη

σωτηρίας για τόσο σοβαρή κατάσταση. Όταν έφυγαν οι νευροχειρουργοί, οι

άλλοι γιατροί τους κάλεσαν να τους πουν ότι το παιδί ήταν εγκεφαλικά

νεκρό.

Παρασκευή βράδυ, 7 μέρες από το δυστύχημα, τα τέστ εγκεφαλικού θανάτου

ήταν θετικά. Η εφημερεύουσα γιατρός τους είπε να πάρουν κουράγιο,

τουλάχιστον είχαν άλλο ένα παιδί, δυστυχώς ο Απόστολος έσβηνε, μόνο η

καρδιά του κτυπούσε! Η μάνα του παιδιού με αβάσταχτο πόνο παρακαλούσε τον

Κύριο να αναστήσει το παιδί της, όπως ανέστησε το Λάζαρο. Ένιωσε μέσα της

μια φωνή, μια πληροφορία εσωτερική, να μην απελπίζεται, όσο ανάπνεε ο

Απόστολος.

Όλο αυτό το διάστημα μέρα νύχτα οι γονείς, οι συγγενείς, οι συμμαθητές, οι

γνωστοί προσεύχονταν για τον Απόστολο. Επικοινώνησαν με το Μοναστήρι του

Αγίου Ραφαήλ στην Μυτιλήνη και με το Μοναστήρι μας στη Γρίβα και

παρακάλεσαν να μνημονεύεται το όνομα του παιδιού. Την Τρίτη, που είχε

μεσολαβήσει, η μητέρα πήγε στο Ναό της Παναγίτσας στις Σέρρες, όπου

ψάλλεται παράκληση στους νεοφανείς Αγίους. Ο Ιερεύς της έδωσε βιβλίο με

θαύματα της αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας, διάβασε για την ανάνηψη ενός

βαρύτερα τραυματισμένου και πήρε κουράγιο.

Το Σάββατο (13-5-2000), καθώς περίμενε για την ενημέρωση, ένιωσε νέα

εσωτερική πληροφορία να κάνει κουράγιο, και το παιδί της θα γιατρευόταν.

Πράγματι, από κείνη τη μέρα άρχισαν κάποια σχετικώς ευνοϊκά σημεία: 7 τεστ

εγκεφαλικού θανάτου θετικά, 2 αρνητικά! Το μεσημέρι βελτιώθηκε περισσότερο

η κατάσταση, τα μισά τεστ θετικά τα μισά αρνητικά!

Σημαδιακά ενύπνια στενών συγγενικών προσώπων αναπτέρωναν τις ελπίδες τους

για ουσιαστική βοήθεια της Παναγίας και των νεοφανών Αγίων. Η αδελφή της

είδε τους τρεις Αγίους να της παραστέκονται στο διάδρομο έξω από την

Εντατική και να της κάνουν ένεση με μια σύριγγα στη σπονδυλική στήλη,

λέγοντας: Πήγαμε μέσα στον Απόστολο, τώρα αυτή χρειάζεται δύναμη. Και ο

μικρός της γιος ο Ηλίας είδε τον αδελφό του να του λέει: Πάμε να ανάψουμε

τα καντηλάκια στο Εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής. Πράγματι το είπε στη

γιαγιά του, πήραν λάδι και πήγαν και τα άναψαν παρακαλώντας για τη ζωή του

Απόστολου.

Ο εγκεφαλικά νεκρός, ανέλπιστα για τα ιατρικά δεδομένα, άρχισε να

συνέρχεται! Τα τεστ εγκεφαλικού θανάτου ήταν αρνητικά πλέον. Ξημερώματα

εκείνης της μέρας μια άλλη θεία του είδε στον ύπνο της πως της τηλεφωνούσε

μια άγνωστη γυναίκα για να της πει ότι ο Απόστολος ξύπνησε. Ποια είσαι

εσύ; τη ρώτησε. "Είμαι η αγία Γλυκερία" αποκρίθηκε. Η Αγία γιορτάζει στις

13 Μαΐου!

Στο ενημερωτικό ιατρικό σημείωμα ο νευροχειρουργός κ. Ευάγγελος Βόγας

αναφέρει τα εξής:

«… Από το ιστορικό που πήρα από τους εφημερεύοντες συναδέλφους, ο ασθενής

κατά την άφιξή του στα Εξωτερικά Ιατρεία βρισκόταν σε συγχυτικοδιεγερτική

κατάσταση, αλλά είχε επαφή με το περιβάλλον, χωρίς να παρουσιάζει εστιακή

νευρολογική σημειολογία. Κατά τη διάρκεια της εξέτασής του στον αξονικό

τομογράφο, χρειάσθηκε να διασωληνωθεί, γιατί περιέπεσε σε κωματώδη

κατάσταση. Στην αξονική τομογραφία εγκεφάλου, βρέθηκαν τα εξής: κάταγμα

ινιακού οστού αριστερά με υποκείμενη θλάση στο αριστερό ημισφαίριο της

παρεγκεφαλίδας, εκτεταμένες αιμορραγικές θλάσεις στον δεξιό μετωπιαίο λοβό

και σύστοιχο λεπτό υποσκληρίδιο αιμάτωμα, παρεκτόπιση της μέσης γραμμής

προς τα αριστερά και οι δεξαμενές της βάσης του εγκεφάλου ήταν κλειστές.

» Αποφασίζεται να αντιμετωπισθεί συντηρητικά και μεταφέρεται στην Μ. Ε. Θ.

Τοποθετείται καθετήρας μέτρησης ενδοκράνιας πίεσης, και από την τρύπα που

διανοίγεται στην σκληρά μήνιγγα για να τοποθετηθεί ο καθετήρας

ενδοπαρεγχυματικά, εξέρχεται ποσότητα του υποσκληριδίου αιματώματος. Η

πρώτη μέτρηση ενδοκράνιας πίεσης είναι 42 mm Hg. Χορηγούνται υψηλές δόσεις

πεντοθάλης για πρόκληση βαρβιτουρικού κώματος και η ΕΠ κρατιέται σε

φυσιολογικά επίπεδα με ταυτόχρονη χορήγηση μαννιτόλης. Στις 7. 5. 2000

παρουσιάζει πολυουρία (24 lit/24ωρο βλάβη υποθαλάμου;), αλλά η ΕΠ

ελέγχεται και οι κόρες είναι ισομεγέθεις και αντιδρώσες στο φως.

» Τις απογευματινές ώρες της 8. 5. 2000, παρουσιάζει αύξηση της ΕΠ, η

οποία πολύ δύσκολα ελέγχεται και η δεξιά κόρη δεν αντιδρά στα φωτεινά

ερεθίσματα. Γίνεται επειγόντως νέα αξονική τομογραφία, στην οποία υπάρχουν

τα εξής ευρήματα: πολλαπλές αιμορραγικές θλάσεις στο δεξιό μετωπιαίο λοβό

και σύστοιχο υποσκληρίδιο αιμάτωμα, αιμορραγικές θλάσεις στον πόλο του

δεξιού κροταφικού λοβού και σύστοιχο υποσκληρίδιο αιμάτωμα, παρεκτόπιση

της μέσης γραμμής προς τα αριστερά και οι δεξαμενές της βάσης του

εγκεφάλου κλειστές.

» Στις 9. 5. 2000 η δεξιά κόρη ανοίγει (μυδρίαση δεξιά) και η ΕΠ ανέρχεται

στα 35 mm Hg. Μεταφέρεται στο χειρουργείο, όπου γίνεται κρανιοτομία και

μερική αφαίρεση του τεθλασμένου δεξιού μετωπιαίου λοβού. Στο τέλος της

επέμβασης ο εγκέφαλος σφύζει, η σκληρά μήνιγγα αφήνεται ανοιχτή, ενώ οι

κόρες είναι σε μυδρίαση χωρίς αντίδραση στα φωτεινά ερεθίσματα…

» Στις 12. 5. 2000 γίνονται οι δοκιμασίες εγκεφαλικού θανάτου και είναι

όλες θετικές. Στις 13. 5. 2000 η μυδρίαση των κορών υποχωρεί και

παρουσιάζουν αντίδραση στο φως. Σταδιακά μέχρι 16. 5. 2000 ο ασθενής

παρουσιάζει δικές του αναπνοές, αντιδρά στις βρογχοαναρροφήσεις,

παρουσιάζει μασητικές κινήσεις και προσπαθεί να ανοίξει τα μάτια του. 18.

5. 2000: έχει επαφή με το περιβάλλον, εκτελεί εντολές, κινεί και τα

τέσσερα άκρα».

* * *

Όταν συνήλθε τελείως, παρουσίαζε μόνο ένα πρόβλημα στο αριστερό χέρι, λόγω

του πολλαπλού τραυματισμού και των επεμβάσεων κατά τη διάρκεια θεραπείας

στη Μ. Ε. Θ. Δεν μπορούσε να ανοίξει τα δάκτυλά του και είχε υπαισθησία.

Επισκέφθηκαν αρκετούς γιατρούς. Ο νευρολόγος κ. Ηλίας Τσορλίνης

(Εργαστήριο Κλινικής Νευροφυσιολογίας) συμπέρανε: «διάχυτη εκφύλιση του

ωλενίου νεύρου ΑΡ στο αντιβράχιο, κάτω από το ύψος της έκφυσης του κλάδου

για τον ωλένιο καμπτήρα του καρπού, χωρίς να υπάρχει το εστιακό block

αγωγιμότητας».

Ένα βράδυ ο ίδιος ο Απόστολος είδε τον διάκονο άγιο Νικόλαο να λέει

απευθυνόμενος στον πατέρα του: — "Πήγατε σε τόσους γιατρούς· σε μένα γιατί

δεν ήρθατε;" — "Πως θα το κάνεις εσύ καλά;" ρώτησε ο πατέρας — "Ξέρεις

εσύ!" απάντησε ο Άγιος.  Σε δεύτερο ενύπνιό του ο Απόστολος είδε πως

βρέθηκε ο ίδιος σ' ένα εκκλησάκι και στο τέμπλο ήταν η κεφαλή του αγίου

Ραφαήλ. Ο ίδιος δίσταζε να πλησιάσει. Τότε εμφανίστηκε ολόκληρος ο Άγιος,

του είπε πόσες φορές είχε εκκλησιαστεί τον τελευταίο καιρό, έπειτα του

έπιασε το χέρι λέγοντας μια προσευχή, και με το άγγιγμα αυτό το χέρι πήρε

μια λάμψη. Σε λίγο καιρό αποκαταστάθηκε τελείως!

 

http://www.imgap.gr/file1/sthavmata.html#apostolosgazepis

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ο «Ορθόδοξος Τύπος» δημοσίευσε άρθρο των Πατέρων Λουκά Τσιούτσικα,

Στέφανου Στεφόπουλου και Δαμασκηνού Αγιορείτου και την επιστολή τού Μοναχού

Μωυσή, σχετικά με τις Μεταμοσχεύσεις. Η συνέχιση δημοσίευσης τέτοιων κειμένων σε

εκκλησιαστικό και θρησκευτικό περιοδικό δείχνει ότι το θέμα «Μεταμοσχεύσεις —

Εγκεφαλικός Θάνατος» δεν έχει βρει την οριστική του διευθέτηση στην συνείδηση

των Ορθοδόξων.

 

Αν και για το θέμα αυτό η Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν έχει εκφράσει επίσημη θέση,

υπάρχει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, πού δίνει την εντύπωση μιας απόλυτα θετικής

στάσης της Εκκλησίας μας για το θέμα αυτό. Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν είναι οι

Μεταμοσχεύσεις, οι οποίες αναμφίβολα ανακουφίζουν πολλούς ασθενείς αδελφούς μας,

χαρίζοντάς τους και ποιότητα και διάρκεια ζωής. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ο

λεγόμενος «Εγκεφαλικός Θάνατος» και ειδικότερα η ταύτισή του προς τον βιολογικό

θάνατο. Σε αυτό ακριβώς το ζήτημα εστιάζεται και η πλειονότητα των διαφορετικών

γνωμών και αντιρρήσεων.

 

Κανένας δεν αμφισβητεί ότι υπάρχει μια νοσολογική οντότητα με ορισμένα

χαρακτηριστικά, κυρίως κλινικά, την οποίαν το 1968 μιά ad hoc Επιτροπή τού

Harvard ονόμασε «Εγκεφαλικό Θάνατο», καθόρισε τα κριτήρια διάγνωσής του και την

ταύτισε με τον βιολογικό θάνατο. Το κύριο ερώτημα και η ουσιαστική διαφωνία

έγκειται στο κατά πόσον αυτή η κλινική οντότητα, η αποκαλούμενη Ε.Θ., μπορεί να

ταυτισθεί με την κατάσταση του βιολογικού θανάτου.

 

ΣΤΗΝ επιστολή του ο Μοναχός Μωυσής γράφει:

 

«Η Εκκλησία μας, όμως, ποτέ δεν καθόρισε επακριβώς την αρχή και το τέλος της

ζωής κατά δευτερόλεπτα».

Η θέση αυτή είναι ακριβής μόνο για το τέλος της ζωής, όχι, όμως και για την αρχή

της, για την οποίαν η Εκκλησία μας δέχεται ότι οριοθετείται «εξ άκρας

συλλήψεως». Δηλαδή από το επόμενο δευτερόλεπτο της γονιμοποίησης τού ωαρίου, το

προκύπτον ζυγωτόν, θεωρείται ανθρώπινη και μάλιστα έμψυχη ανθρώπινη ύπαρξη και

αυτό παρά την αντίθετη άποψη πολλών βιολόγων και ιατρών, πού δεν θεωρούν το

έμβρυο στα πρώτα στάδια ανάπτυξής του ανθρώπινη ύπαρξη και γι αυτό το

καταστρέφουν με την έκτρωση ή το δημιουργούν στον δοκιμαστικό σωλήνα, για να το

κάνουν αντικείμενο πειραμάτων.

 

Σε αντίθεση, για το τέλος της ζωής, η Εκκλησία μας αναπαύεται στην γνώμη των

ιατρών και μάλιστα χωρίς καμία κριτική θεώρηση. Το ερώτημα και η απορία είναι

γιατί για τα δύο άκρα της ζωής, την αρχή και το τέλος, η Εκκλησία μας έχει

διαφορετική θέση και στάση. Από βιολογικής άποψης ο θάνατος ορίζεται ως το

στιγμιαίο γεγονός, πού χωρίζει δύο διαδικασίες, την διαδικασία τού θανάτου από

την διαδικασία της αποσύνθεσης και το καλύτερο κριτήριο προσδιορισμού του για

τούς ανώτερους οργανισμούς και τον άνθρωπο είναι η οριστική παύση της

κυκλοφορίας τού αίματος.

Ακριβέστερα, ο θάνατος επισυμβαίνει 5-15 λεπτά μετά την παύση της κυκλοφορίας

τού αίματος, τότε, πού έχει εξαντληθεί και η τελευταία δυνατότητα επανόδου τού

οργανισμού στη ζωή. Κατά την διαδικασία τού θανάτου ο οργανισμός είναι ζωντανός

και πορεύεται προς τον θάνατο. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας επισυμβαίνει ο

θάνατος και την επόμενη στιγμή αρχίζει η διαδικασία της αποσύνθεσης.

 

Με βάση τα ανωτέρω θα πρέπει να γίνουν τρείς επισημάνσεις.

 

α) Η πρώτη επισήμανση αφορά την από πολλά επίσημα εκκλησιαστικά χείλη

διατυπωθείσα άποψη ότι ο θάνατος είναι γεγονός διαρκείας με σταδιακή αποσύνθεση

των διαφόρων

οργάνων, άποψη, πού βολεύει μεν την κατάσταση, αλλά είναι ιατρικώς μη ακριβής.

Απλώς η άποψη αυτή συγχέει την διαδικασία τού θανάτου με τον ίδιο τον θάνατο.

Άλλωστε, το στιγμιαίο τού θανάτου υποστηρίζεται και από την Ορθόδοξη Υμνολογία.

Σε ένα τροπάριο της νεκρώσιμης ακολουθίας αναφέρεται ότι «η ψυχή βιαίως

χωρίζεται εκ της αρμονίας και ο φυσικότατος δεσμός Θείω βουλήματι αποτέμνεται».

Το «βιαίως χωρίζεται» και το «αποτέμνεται» τί άλλο δηλώνουν παρά το στιγμιαίο

τού θανάτου;

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η διαδικασία τού θανάτου μπορεί να διαρκεί

άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα, ανάλογα με την υποκείμενη γενεσιουργό αιτία και το

επίπεδο της παρεχόμενης φαρμακευτικής και τεχνολογικής υποστήριξης.

 

Άλλωστε, η διάκριση μεταξύ της διαδικασίας τού θανάτου και αυτού τού ίδιου τού

θανάτου γίνεται αυτόματα από τον καθένα μας. Όταν λέμε ότι κάποιος πεθαίνει,

εννοούμε ότι είναι ζωντανός και πορεύεται προς τον θάνατον και όταν λέμε ότι

κάποιος πέθανε εννοούμε ότι η ζωή έχει τελειώσει γι αυτόν.

Στην διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν αρκετά άρθρα, πού με ιατρικά και βιολογικά

δεδομένα αποδεικνύουν ότι ο «Εγκεφαλικά νεκρός» δεν είναι νεκρός, δεν είναι

πτώμα, αλλά ένας βαρειά ασθενής, πού πορεύεται προς τον θάνατο.

Ο χώρος μιας εφημερίδος δεν επιτρέπει την παράθεση ιατρικών δεδομένων, όμως, για

την επιβεβαίωση της πιο πάνω θέσης θα αναφερθεί μόνον η γνώμη τού κ. Χρήστου

Χαρίτου, καρδιοχειρουργού και μεταμοσχευτού, ο οποίος σε άρθρο του στο βιβλίο

«Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις», πού κυκλοφορήθηκε το 2001 από την Μορφωτική

Υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος και στην σελίδα 68 γράφει:

 

«Από τα αναφερόμενα είναι προφανές πώς η ζωή ενός εγκεφαλικά νεκρού ασθενούς

κυριολεκτικά παρατείνεται, όταν ακολουθήσει το πρωτόκολλο διατηρήσεως τού δότη.

Ο καρδιοχειρουργός, πού θα αφαιρέσει την καρδιά και θα διακόψει την λειτουργία

της, ασφαλώς και επεμβαίνει δραστικά, αλλά δεν μπορεί να κατηγορηθεί πώς

ελαττώνει τη ζωή τού ασθενούς, όταν ο ασθενής αυτός, χωρίς την συγκεκριμένη

αγωγή και νοσηλεία θα είχε προ πολλού καταλήξει».

 

β) Η δεύτερη επισήμανση αφορά και ευρέως χρησιμοποιούμενους όρους «πτωματικές

μεταμοσχεύσεις», «πτωματικοί δότες», «πτωματικά όργανα», οι οποίοι με βάση τα

ανωτέρω εκτεθέντα ελέγχονται όχι μόνον ανακριβείς, αλλά και παραπλανητικοί. Ο

«εγκεφαλικά νεκρός» σαφώς δεν είναι πτώμα και αυτό μπορεί να το διαπιστώσει ο

οποιοσδήποτε απλός άνθρωπος.

 

γ) Η τρίτη επισήμανση αναφέρεται σε μία από τις 55 βασικές θέσεις επί της Ηθικής

των Μεταμοσχεύσεων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, πού βρίσκονται

καταχωρημένες στο βιβλίο «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις». Στην σελίδα 25 βρίσκεται

η 13η βασική θέση, διατυπωμένη ως εξής:

 

«Αυτό, πού στην ουσία επιτυγχάνει η τεχνική υποστήριξη της αναπνοής είναι ότι

προσωρινώς αναχαιτίζει την διαδικασία αποσυνθέσεως τού σώματος, όχι, όμως και

την αναχώρησιν της ψυχής». Η θέση αυτή είναι ιατρικώς λανθασμένη και θεολογικώς

αυθαίρετη και αναπόδεικτη. Η αποσύνθεση τού σώματος σε καμία περίπτωση δεν

αναχαιτίζεται με την υποστήριξη της αναπνοής. Αυτό, πού στην ουσία κάνει η

υποστήριξη της αναπνοής είναι να διατηρεί την καρδιακή λειτουργία και την

κυκλοφορία του αίματος με αποτέλεσμα την αναστολή επέλευσης τού θανάτου,

διατηρώντας το στην κατάσταση της διαδικασίας τού θανάτου, κατά την οποίαν,

όμως, το άτομο είναι ζωντανό. Με αυτό το δεδομένο πώς μπορεί να υποστηριχθεί

πειστικά η αναχώρηση της ψυχής από ένα βιολογικό ζωντανό σώμα; Μήπως η ψυχή

εδράζεται στον εγκέφαλο, οπότε με την καταστροφή του, αναχωρεί και η ψυχή, παρά

την ύπαρξη βιολογικής ζωής στο υπόλοιπο σώμα; Μπορεί να υπάρξει, έστω και

τεχνολογικά υποστηριζόμενη βιολογική ανθρώπινη ζωή χωρίς την ύπαρξη ψυχής στο

σώμα, αφού κατά τούς Πατέρας της Εκκλησίας μας, η ψυχή είναι η ζωοποιός τού

σώματος δύναμη;

 

ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ την διεθνή βιβλιογραφία διαπιστώνει κανείς ότι δεν είναι ολίγοι οι

ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων, Νευρολόγοι, Αναισθησιολόγοι, Εντατικολόγοι και

άλλοι, πού δεν αποδέχονται την ταύτιση τού «Εγκεφαλικού Θανάτου», με τον

βιολογικό θάνατο, βασιζόμενοι σε αξιόπιστα ιατρικά και βιολογικά δεδομένα.

Η γνώμη ενός Αναισθησιολόγου, τού Trnog, από το Harvard είναι χαρακτηριστική. Σε

άρθρο του με τίτλο «Ο ρόλος του εγκεφαλικού θανάτου και ο κανόνας τού νεκρού

δότου στην ηθική των μεταμοσχεύσεων», πού δημοσιεύθηκε το 2003 στο έγκριτο

περιοδικό CRITICAL CARE MEDICINE (31.9: 2391-96), γράφει τα ακόλουθα:

«Η ιδέα τού Ε.Θ. έχει από πολλού αναγνωρισθεί ότι μαστίζεται από σοβαρές

ασυνέπειες και αντιθέσεις. Πράγματι, η ιδέα τού Ε.Θ. δεν μπορεί να συμφωνήσει με

οποιαδήποτε συνεπή βιολογική ή φιλοσοφική κατανόηση τού θανάτου».

 

Σε άλλο σημείο γράφει:

«Ποιοί λόγοι υπάρχουν, για να πιστέψουμε ότι η πλειάδα των κλινικών σημείων, πού

συνιστούν τον Ε.Θ. παριστά τον θάνατο τού ατόμου;». Το άρθρο καταλήγει με την

ακόλουθη διατύπωση: «Υπό την ευρείαν έννοιαν, εάν τα ανοσολογικά εμπόδια στην

ξενομεταμόσχευση υπερνικηθούν, τότε η ηθική της προσφοράς οργάνων από τούς

ανθρώπους θα γίνει αμφισβητήσιμη και οι προτάσεις μας θα γίνουν άσχετες. Η ιδέα

τού Ε.Θ. τότε θα εξαφανισθεί από τα Ιατρικά Συγγράμματα και την Ιατρική

Βιβλιογραφία, φανερώνοντας ότι ο Ε.Θ. ουδέποτε υπήρξε κάτι περισσότερο από μία

κοινωνική κατασκευή, πού δημιουργήθηκε, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της

μεταμοσχευτικής επιχείρησης κατά την διάρκεια μιας σημαντικής φάσης της

ανάπτυξής της».

 

ΣΗΜΕΡΑ, όχι μόνον στην Εκκλησία, αλλά και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, υπάρχει

μειωμένη προσφορά μοσχευμάτων και εναγωνίως ζητούνται εναλλακτικές λύσεις, όπως

η διεύρυνση του όρου Ε.Θ., ώστε να περιλάβει και άλλες κατηγορίες ασθενών, η

λήψη οργάνων από άτομα με μη πάλλουσα καρδιά, πού ήδη εφαρμόζεται και η ξένο- ή

αλλομεταμόσχευση, πού είναι ένας επιδιωκόμενος στόχος. Όμως, όλες οι πιο πάνω

λύσεις παρουσιάζουν σημαντικά ηθικά προβλήματα. Οι περισσότεροι των επικριτών

τού Ε.Θ. είναι συγχρόνως και υποστηρικτές των Μεταμοσχεύσεων. Αυτοί, λοιπόν,

προτείνουν έναν άλλο δρόμο, πού αφενός θα αποκαταστήσει την σχετική με τον Ε.Θ.

αλήθεια και αφετέρου θα επιτρέψει την συνέχιση των Μεταμοσχεύσεων.

Προτείνουν λοιπόν την εγκατάλειψη της ιδέας τού Ε.Θ. και την αποδέσμευσή του από

τις Μεταμοσχεύσεις. Προτείνουν την εγκατάλειψη τού κανόνος τού νεκρού δότου, πού

θέτει ως προϋπόθεση της αφαίρεσης οργάνων τον θάνατο τού δότη. Κατ’ αυτούς τα

κριτήρια διάγνωσης τού Ε.Θ. να μη είναι πλέον κριτήρια θανάτου, αφού ο

εγκεφαλικά νεκρός δεν είναι νεκρός, αλλά οι νομικές προϋποθέσεις, πού θα

επιτρέπουν την αφαίρεση οργάνων από ένα άτομο στην κατάσταση αυτή και πού δεν θα

θεωρείται νεκρό.

Οπωσδήποτε η υιοθέτηση της πρότασης αυτής προϋποθέτει την αποδοχή εκ μέρους της

κοινωνίας της θέσης ότι η αφαίρεση οργάνων από ένα τέτοιο άτομο συντομεύει κατά

τι την ζωή του, προς χάριν κάποιων άλλων συνανθρώπων του, πού θα ζήσουν από την

Μεταμόσχευση των αφαιρεθέντων οργάνων.

Το ερώτημα είναι αν η Ορθόδοξη Εκκλησία μας μπορεί να κάνει αποδεκτή μια τέτοια

θέση, υπέρβασης τού Ε.Θ. Βεβαίως, από τα επίσημα εκκλησιαστικά κείμενα δεν

λείπουν οι θέσεις υπέρβασης τού Ε.Θ., παρόλον ότι μέχρι σήμερα η Εκκλησία μας

έχει κάνει το παν με κείμενα, με ομιλίες και με ημερίδα για τον Ε.Θ., να πείσει

τούς πιστούς της ότι ο Ε.Θ. ταυτίζεται απολύτως με τον βιολογικό θάνατο τού

ατόμου.

 

Στο βιβλίο «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις», στις σελίδες 24 και 25 καταγράφεται η

10η βασική θέση επί της Ηθικής των Μεταμοσχεύσεων, πού λέγει:

 

«Εις ήν περίπτωσιν λοιπόν θα επεθύμει τις, όπως προσφέρῃ τα όργανά του, ακόμη

και αν, ως τινές διατείνωνται, ο εγκεφαλικός θάνατος δεν εταυτίζετο με τον

οριστικόν χωρισμόν της ψυχής εκ τού σώματος, μαζί με τα όργανά του θα προσέφερε

και τη ζωή του. Η πράξις του δεν θα περιείχε μόνον το στοιχείον της προσφοράς

αλλά και αυτό της αυτοθυσίας».

 

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο καθηγητής της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο

Θεσσαλονίκης Γ. Μαντζαρίδης, ο οποίος σε άρθρο του στο ίδιο βιβλίο και στην

σελίδα 273 γράφει:

«Η αυτεξούσια διακινδύνευση ή και η θυσία της ζωής από αγάπη για τον πλησίον

έχει οπωσδήποτε θετικό χαρακτήρα και βρίσκεται στον αντίποδα της αυτοκτονίας ή

της ευθανασίας. Αν λοιπόν αυτός θελήσει να γίνει δότης όταν βρεθεί στην

κατάσταση του εγκεφαλικού θανάτου, στην χειρότερη περίπτωση θα πραγματοποιήση

κάποια έσχατη αυτοθυσία».

Αλλά και ο πρόεδρος της Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος,

Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος στα κείμενά

του, πού βρίσκονται στο ίδιο βιβλίο, την υπέρβαση τού Ε.Θ. προβάλλει.

 

Τελικώς, η Εκκλησία μας έχει ή δεν έχει κάνει υπέρβαση του Ε.Θ.; Εάν την έχει

κάνει, γιατί επιμένει τόσο στην ταύτιση του Ε.Θ. με τον βιολογικό θάνατο τού

ατόμου; Επιτρέπει ή δεν επιτρέπει την κατά τι συντόμευση της ζωής ενός

θνήσκοντος ατόμου, προκειμένου να εξυπηρετηθούν και να επιζήσουν κάποιοι

ασθενείς συνάνθρωποί μας**;

Σε κάθε περίπτωση, αν ειλικρινά θέλουμε να προχωρήσουν οι Μεταμοσχεύσεις, θα

πρέπει να ειπωθεί στον κόσμο η αλήθεια και η αλήθεια είναι ότι ο καλούμενος

εγκεφαλικά νεκρός δεν είναι νεκρός, δεν είναι πτώμα, αλλά ένας βαριά ασθενής,

πού πορεύεται προς τον θάνατο.

Από αυτόν, τον θνήσκοντα ασθενή, η κοινωνία μας ζητεί, δεν απαιτεί, την προσφορά

των οργάνων του, με στόχο την βοήθεια κάποιων άλλων συνανθρώπων μας για το

ξεπέρασμα της αρρώστιας τους και την συνέχιση της ζωής τους. Αυτή η αίτηση, όχι

απαίτηση, θα πρέπει να γίνει με απόλυτο σεβασμό προς την προσωπικότητα τού δότη

και την όποια απάντησή του, θετική ή αρνητική.

 

Αυτό σημαίνει ότι η υποστήριξη της ζωής τού υποψήφιου δότη θα πρέπει να

συνεχισθεί και στην περίπτωση απορριπτικής απάντησής του. Το δίλημμα προς την

οικογένεια τού εγκεφαλικού νεκρού, ή προσφέρετε τα όργανά του ή τον αποσυνδέουμε

από τον αναπνευστήρα, συνιστά εκβιασμό.

Δυστυχώς, προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και ο πρόσφατος ελληνικός νόμος για

τις Μεταμοσχεύσεις. Σε άρθρο του ορίζει ότι ο ιατρός, πού θα συνεχίσει την

υποστήριξη της ζωής ενός εγκεφαλικά νεκρού χωρίς την προοπτική της προσφοράς των

οργάνων του, τιμωρείται με φυλάκιση.

Φωτεινή εξαίρεση στη λογική αυτή αποτελεί η νομική διάταξη, πού ισχύει από το

1991 στη Πολιτεία των ΗΠΑ New Jersey και σύμφωνα με την οποίαν απαγορεύεται

στους ιατρούς να εξαγγείλουν έναν εγκεφαλικά νεκρό ως νεκρό αν έχουν πληροφορίες

ότι αυτός ή η οικογένειά του δεν αποδέχονται τον Ε.Θ. ως θάνατο.

 

ΣΑΡΑΝΤΑ περίπου χρόνια από την δημιουργία τού όρου «Ε.Θ.», οι συνθήκες έχουν

πλέον ωριμάσει για μια προσέγγιση τού Εγκεφαλικού Θανάτου και των Μεταμοσχεύσεων

από μια άλλη οπτική.

 

 

 

(**) Το ερώτημα αυτό, εάν δηλαδή έχει γίνει ή όχι η υπέρβασις τού Εγκεφαλικού

Θανάτου υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος, θέτει και η εξής δραματικά επίκαιρη

επιστολή τού Ιατρού κ. Φωτίου Μιχαήλ, η οποία εδημοσιεύθη με τον χαρακτηριστικό

τίτλο: «Η άλλη άποψις διά την μεταμόσχευσιν ήπατος».

«Κύριε διευθυντά, Είμαι βέβαιος ότι προβληματίζεστε πολύ σοβαρά με την εξαγγελία

της διακομιδής τού Αρχιεπισκόπου [κ. Χριστοδούλου] στο Μαϊάμι. Και μάλιστα με

την τοποθέτησή του στην κορυφή τού καταλόγου αναμονής προς μεταμόσχευση.

Κάποιοι, όμως, σαν και σάς, πρέπει να βγουν και να πουν τα πράγματα με την

ορολογία των Αγίων της Εκκλησίας μας και όχι με τη γλώσσα των κέντρων

μεταμοσχεύσεων. Γνωρίζετε ότι, για να μεταμοσχευθεί το ήπαρ απαιτείται γενική

νάρκωση τού δότη; Εφ όσον ο δότης είναι όντως νεκρός, προς τί η γενική νάρκωση;

Άρα, τί κάνουμε; Δολοφονούμε συνανθρώπους μας, για να σώσουμε κάποιους Αρίους;

και δή αφιερωμένους;

 

Με εκτίμηση

Φώτιος Μιχαήλ, Ιατρός»

Εφημερ. «Ορθόδοξος Τύπος», αριθ. 1700/3.8.2007.

 

 

 

 

 

 

 

Αντικειμενικός σκοπός (Στόχος): Να εκτιμηθεί κατά πόσον τα ισχύοντα κλινικά κριτήρια και οι επιβεβαιωτικές δοκιμασίες για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» ικανοποιούν τις απαιτήσεις (πληρούν τις προϋποθέσεις) για τη μη αναστρέψιμη διακοπή (για τη διάγνωση της μη αναστρέψιμης διακοπής) όλων των λειτουργιών ολοκλήρου του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφαλικού στελέχους.

Πηγές (προέλευση) δεδομένων: Ιατρική, φιλοσοφική και νομική βιβλιογραφία επί του θέματος του «εγκεφαλικού θανάτου».

Εξαγωγή δεδομένων/σύνθεση: Παρουσιάζουμε τέσσερα επιχειρήματα για να υποστηρίξουμε την άποψη ότι οι ασθενείς οι οποίοι πληρούν τα ισχύοντα λειτουργικά κριτήρια του «εγκεφαλικού θανάτου» δεν έχουν αναγκαίως (υποστεί) μη αναστρέψιμη απώλεια όλων των λειτουργιών του εγκεφάλου (ή του εγκεφαλικού στελέχους).

Πρώτον, πολλοί κλινικώς «εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς διατηρούν υπολειπόμενες φυτικές λειτουργίες, οι οποίες άγονται ή συντονίζονται υπό του εγκεφάλου ή του εγκεφαλικού στελέχους.

Δεύτερον, είναι αδύνατο να ελεγχθεί οποιαδήποτε εγκεφαλική λειτουργία με την παρά την κλίνη του ασθενούς κλινική εξέταση, διότι αι οδοί διόδου προς και από το φλοιό του εγκεφάλου, δια του εγκεφαλικού στελέχους, είναι κατεστραμμένες ή μη λειτουργικές. Περαιτέρω, δεδομένου ότι υπάρχουν περιορισμοί στην κλινική εκτίμηση της εσωτερικής εγρήγορσης σε ασθενείς στους οποίους λείπει η κινητική λειτουργία, ώστε (να μπορούν) να δείξουν την εγρήγορσή τους, η διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» βασίζεται σε μία αναπόδεικτη υπόθεση.

Τρίτον, πολλοί ασθενείς διατηρούν διάφορες στερεότυπες κινήσεις (τις ούτως αποκαλούμενες σύνθετες αποκρίσεις του νωτιαίου μυελού και αυτοματισμούς), οι οποίες είναι δυνατόν να προέρχονται από το εγκεφαλικό στέλεχος.

Τέταρτον, ουδεμία από τις χρησιμοποιούμενες επιβεβαιωτικές δοκιμασίες έχει την απαραίτητη θετική προγνωστική αξία για την αξιόπιστη αναγγελία (διάγνωση) του θανάτου του ανθρώπου.

Συμπέρασμα: Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα επιχειρήματα, η υπόθεση ότι έχουν σταματήσει όλες οι λειτουργίες ολοκλήρου του εγκεφάλου (ή εκείνων του εγκεφαλικού στελέχους) στους «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς είναι άκυρη. (Μετά τα ανωτέρω) είναι ίσως αναπόφευκτη η αναθεώρηση της έννοιας του «εγκεφαλικού θανάτου».

«Λέξεις κλειδιά»: εγκεφαλικός θάνατος, θάνατος εγκεφαλικού στελέχους, συνείδηση, αποκρίσεις νωτιαίου μυελού, νωτιαίοι αυτοματισμοί.

 

Εισαγωγή

Η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» εισήχθη στην ιατρική βιβλιογραφία ως ένα νέο κριτήριο θανάτου το 1968 υπό της ad hoc (επί τούτω συσταθείσης) Επιτροπής της Ιατρικής Σχολής του Harvard1. H Επιτροπή όρισε το θάνατο, με βάση νευροφυσιολογικούς και φιλοσοφικούς όρους, ως τη μη αναστρέψιμη απώλεια όλων των λειτουργιών του εγκεφάλου (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του εγκεφαλικού στελέχους) και εισηγήθηκε κριτήρια που να αντανακλούν αυτόν τον ορισμό2. Η φιλοσοφική θεώρηση του προσδιορισμού του θανάτου του ανθρώπου έχει επίσης τονισθεί υπό πολλών ερευνητών τα περασμένα και τα πρόσφατα χρόνια.

Η νευρο-παθολογο-ανατομική οντότητα του ολικού εμφράκτου του εγκεφάλου περιεγράφη για πρώτη φορά το 1902 από τον Cushing, αλλά τα κλινικά του ευρήματα περιεγράφησαν το πρώτον το 1959 (Fishgold and Mathis 1959, Jouvet 1959, Mollaret and Goulon 1959, Wertheimer et al 1959)3. Οπωσδήποτε, αξίζει να αναφερθεί ότι αυτοί οι ερευνητές δεν εξίσωναν αυτήν την κατάσταση με το θάνατο καθ’ εαυτόν.3

Ο Machado και οι συν.4 πρόσφατα υπεστήριξαν ότι η νευρο-παθολογο-ανατομική οντότητα του ολικού εμφράκτου/καταστροφής του εγκεφάλου δεν εισήχθη  προς όφελος των μεταμοσχεύσεων των ζωτικών οργάνων. Όμως, ο όρος «εγκεφαλικός θάνατος» δεν εισήχθη στην στην ιατρική ορολογία παρά μόνον κατά τη μεσότητα της δεκαετίας του 1960, ως συνέπεια (απόκριση) του ταχέως αναπτυσσόμενου πεδίου των μεταμοσχεύσεων.3

Η αναφορά της ad hoc Επιτροπής της Ιατρικής Σχολής του Harvard δεν εθεμελίωνε το νευρολογικό της κριτήριο του θανάτου σε οποιαδήποτε έννοια θανάτου, αλλά μάλλον «πρωτευόντως ενδιαφέρονταν για το μάταιο της φροντίδας και για την εξεύρεση τρόπων που θα βοηθούσαν τους ιατρούς να άρουν την υποστήριξη».2 Άλλοι, οπωσδήποτε, θεωρούν ότι η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» αναπτύχθηκε για να επιτραπεί η μεταμόσχευση ζωτικών οργάνων.3,5

Μολονότι ο «εγκεφαλικός θάνατος» έχει γίνει αποδεκτός υπό των πλείστων κλινικών ιατρών, επαγγελματιών υγείας, νομικών και εν πολλοίς από την κοινωνία, έχουν εκφρασθεί αντίθετες γνώμες τόσο στο απώτερο όσο και στο πρόσφατο παρελθόν. Έχει υποστηριχθεί ότι ο «εγκεφαλικός θάνατος» είτε αναφερόμενος σε ολόκληρο τον εγκέφαλο ή στο εγκεφαλικό στέλεχος μόνον, είναι μία έννοια χωρίς ακριβή κλινική ή παθολογο-ανατομική βάση και, γι’ αυτήν την αιτία, τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωσή του είναι αυθαίρετα.6

Το 1971 οι νευροχειρουργοί Mohandas και Chou7 εισηγήθηκαν ότι, σε ασθενείς με γνωστές αλλά μη δυνάμενες να διορθωθούν ενδοκρανιακές βλάβες, η μη αναστρέψιμη βλάβη στο εγκεφαλικό στέλεχος ήταν το «σημείο της μη επιστροφής» και η διάγνωση θα μπορούσε να βασισθεί στην κλινική κρίση. Οι εισηγήσεις αυτές έγιναν γνωστές ως κριτήρια της Minnesota και επηρέασαν σημαντικά την πρακτική στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η πρακτική στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει βασισθεί σε δύο υπομνήματα. Το πρώτο υπόμνημα διαβεβαίωνε ότι ο μόνιμος θάνατος του εγκεφαλικού στελέχους συνιστά τον εγκεφαλικό θάνατο, ενώ το δεύτερο ταυτοποιούσε τον εγκεφαλικό θάνατο με το θάνατο καθ’ εαυτόν. Επιπροσθέτως, μια νέα εισήγηση υπό του Christopher Pallis8 ήταν ότι ο θάνατος δύναται να ορισθεί ως η «μη αναστρέψιμη απώλεια της ικανότητας για συνείδηση εν συνδυασμώ προς τη μη αναστρέψιμη απώλεια της ικανότητας για  αναπνοή».

Ο καθιερωμένος ορισμός του «εγκεφαλικού θανάτου» (η πλήρης διακοπή όλων των λειτουργιών ολοκλήρου του εγκεφάλου) αναγνωρίζεται τώρα, ακόμη και υπό των υποστηρικτών της έννοιας του «εγκεφαλικού θανάτου», ότι αποτελεί μόνον μία προσέγγιση.9

 

Αντιφάσεις σχετιζόμενες με την έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου»

Σύμφωνα με τον Bernat10, η διατύπωση (της εννοίας) του θανάτου θα μπορούσε να επιτευχθεί με προσδιορισμό των προϋποθέσεων, του ορισμού, των κριτηρίων και των δοκιμασιών του θανάτου. Ο προσδιορισμός των προϋποθέσεων (για την κατανόηση της έννοιας αυτής) αποτελεί θέμα της φιλοσοφίας.

Τοιουτοτρόπως, η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» πρέπει να περιλαμβάνει

(α) έναν ορισμό του θανάτου ο οποίος, υπό τη διατύπωση (του θανάτου) ολοκλήρου του εγκεφάλου, θα μπορούσε να γίνει αντιληπτός ως «η μόνιμη διακοπή της λειτουργίας του οργανισμού ως ενιαίου όλου»

(β) ένα κριτήριο του θανάτου, το οποίο ορίζεται ως «η μόνιμη διακοπή της λειτουργίας ολοκλήρου του εγκεφάλου» και

(γ) τις δοκιμασίες του θανάτου για τις οποίες είναι διαθέσιμες δύο ομάδες δοκιμασιών – για την εκτίμηση κατά πόσον ικανοποιούνται τα κριτήρια:

(1) Το καρδιο-αναπνευστικό κριτήριο (μη αναστρέψιμη απουσία της κυκλοφορίας και της αναπνοής)

(2) Το νευρολογικό κριτήριο (παρουσία κώματος, απόδειξη της ύπαρξης άπνοιας και απουσία των αντανακλαστικών του εγκεφαλικού στελέχους – αποκλειομένων αναστρεψίμων καταστάσεων). Τοιουτοτρόπως, ο  προσδιορισμός (της εννοίας) του θανάτου αποτελεί έργο της φιλοσοφίας, ο καθορισμός του κατάλληλου κριτηρίου προκειμένου να προσδιορισθεί ότι ο ορισμός (του θανάτου, με βάση το κριτήριο αυτό) έχει πραγματοποιηθεί είναι τόσο φιλοσοφικό όσο και ιατρικό έργο, ενώ η εκλογή των δοκιμασιών και των διεργασιών που δείχνουν ότι το κριτήριο έχει ικανοποιηθεί αποτελεί αμιγώς ιατρική εργασία.

Από της εισαγωγής του το 1968, η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» έχει υποστεί κριτική από πολλούς ερευνητές3,5,11,12. Η σχετική κριτική της εννοίας του «εγκεφαλικού θανάτου» περιλαμβάνει την ύπαρξη ενδογενών αντιφάσεων που αφορούν τόσο τη σχέση ορισμού-κριτηρίων όσο και εκείνη των κριτηρίων - δοκιμασιών. Περαιτέρω, οι Truog και Robinson13 έχουν προσφάτως επισημάνει ότι η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» είναι ασυνάρτητη για το λόγο ότι δεν ανταποκρίνεται σε οποιαδήποτε βιολογική ή φιλοσοφική κατανόηση του θανάτου.

 

Αντιφάσεις ορισμού-κριτηρίων

Αντανακλαστικά νωτιαίου μυελού και αυτοματισμοί. Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του «εγκεφαλικού θανάτου», σύμφωνα με την ad hoc Επιτροπή της Ιατρικής Σχολής του Harvard, καθορίσθηκαν από τον Καθηγητή Raymon Adams14 και περιελάμβαναν «μια μόνιμη κατάσταση πλήρους έλλειψης δυνατότητας πρόσληψης ερεθισμάτων και πλήρους έλλειψης δυνατότητας απόκρισης (σε ερεθίσματα)». Η έλλειψη της δυνατότητας απόκρισης σε ερεθίσματα περιελάμβανε όλες τις αποκρίσεις τόσο τις προερχόμενες από το φλοιό του εγκεφάλου και το εγκεφαλικό στέλεχος όσο και τις προερχόμενες από το νωτιαίο μυελό. Κατά συνέπεια, όλες οι αυτόματες κινήσεις και τα εκλυόμενα (παραγόμενα) αντανακλαστικά πρέπει να είναι απόντα στην κατάσταση του «εγκεφαλικού θανάτου».

Οπωσδήποτε, σύμφωνα με τις ισχύουσες οδηγίες για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» η παραμονή των νωτιαίων αντανακλαστικών και άλλων σύνθετων (υποθετικώς) νωτιαίων αποκρίσεων ή αυτοματισμών (π.χ. το σημείο του Λαζάρου), οι οποίοι εκλύονται σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς, δεν είναι ασύμβατοι με τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου».15 Επίσης θεωρείται ότι οι αποκρίσεις, οι οποίες ακολουθούν διάφορα ερεθίσματα του περιβάλλοντος είναι συμβατές με τον «εγκεφαλικό θάνατο».16 Μερικές από αυτές τις αποκρίσεις έχουν πρόσφατα χαρακτηρισθεί ως ημισκόπιμες, ημικατευθυνόμενες και σχετικώς συντονισμένες17 και έχουν παρατηρηθεί επί απουσίας υποξίας.18 Προκαλεί, οπωσδήποτε, έκπληξη το γεγονός ότι αυτοί οι «αντανακλαστικοί αυτοματισμοί» ουδέποτε έχουν περιγραφεί σε ασθενείς με υψηλές βλάβες της αυχενικής μοίρας του νωτιαίου μυελού.19

Ισχυριζόμαστε, οπωσδήποτε, ότι τα εκλυόμενα σε μερικούς «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς σύνθετα αντανακλαστικά και οι αυτοματισμοί20-22 – οι οποίοι θεωρείται (υποθετικώς) ότι προέρχονται από το νωτιαίο μυελό - προσομοιάζουν πολύ με μερικές στερεότυπες κινήσεις, οι οποίες άγονται δια του εγκεφαλικού στελέχους. Τέτοιες κινήσεις είναι η περιστροφική κίνηση της κεφαλής (που ελέγχεται από τον πυρήνα interstitial) και οι κινήσεις έγερσης και κάμψης της κεφαλής και του σώματος, οι οποίες ελέγχονται από τους πυρήνες prestitial και precommissuralis, αντίστοιχα.23 Αυτές οι στερεότυπες κινήσεις είναι κατορθωτές μόνον όταν λειτουργούν οι ανωτέρω πυρήνες του μεσεγκεφάλου και του κατωτέρου διεγκεφάλου. Επομένως, το γεγονός ότι προσομοιάζουν αυτές οι κινήσεις με τις προαναφερθείσες στερεότυπες κινήσεις θα μπορούσε να εγείρει την υποψία ότι οι εμπλεκόμενοι (στις κινήσεις αυτές) πυρήνες του εγκεφαλικού στελέχους θα μπορούσαν να είναι βιώσιμοι σε ασθενείς, οι οποίοι κατά τα άλλα έχουν διαγνωσθεί ως «εγκεφαλικώς νεκροί».

Τα ισχύοντα κριτήρια για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» απαιτούν «την πλήρη διακοπή όλων των λειτουργιών ολοκλήρου του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφαλικού στελέχους, αλλά δεν απαιτούν διακοπή της λειτουργίας του νωτιαίου μυελού. Πολλές σύνθετες κινήσεις (όπως «η περιστροφή της κεφαλής, κινήσεις που προσομοιάζουν με αναπνοή, αυτόματες κινήσεις των άκρων – εκτός από την παθολογική κάμψη και έκταση - τονικά αντανακλαστικά του αυχένος, κοιλιακά αντανακλαστικά) έχουν περιγραφεί σε διάφορους ασθενείς που έχουν διαγνωσθεί ως «εγκεφαλικώς νεκροί».16

Οι πλείστοι νευρολόγοι ισχυρίζονται ότι αυτές οι κινήσεις προέρχονται από το νωτιαίο μυελό, και, επομένως, δεν είναι ασύμβατες με τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου». Όμως, σε ασθενείς με πλήρη υψηλή διατομή της αυχενικής μοίρας του νωτιαίου μυελού όλα τα αντανακλαστικά των σκελετικών μυών, τα οποία ολοκληρώνονται στο νωτιαίο μυελό, είναι πλήρως κατηργημένα στην πρώϊμη φάση της νωτιαίας καταπληξίας (νωτιαίο shock). Τοιουτοτρόπως, αυτοί οι ασθενείς πάσχουν γενικώς από χαλαρά παράλυση για 1-4 ημέρες μετά τη βλάβη στο νωτιαίο μυελό24, ενώ σύμφωνα με τους Guyton και Hall25 δεν αναπτύσσονται αντανακλαστικά των σκελετικών μυών στους ανθρώπους παρά μόνον όταν παρέλθουν δύο εβδομάδες έως μερικοί μήνες μετά τη διατομή του νωτιαίου μυελού.

Επιπροσθέτως, ο Shewmon26 έχει πρόσφατα επισημάνει ότι οι ασθενείς με πλήρη διακοπή της λειτουργίας του εγκεφάλου (συμπεριλαμβανομένου του εγκεφαλικού στελέχους) – δηλαδή, οι «εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς - θα πρέπει, εξεταζόμενοι από την πλευρά της φυσιολογίας, να είναι ισοδύναμοι προς τους ασθενείς με υψηλή πλήρη διατομή του νωτιαίου μυελού. Τοιουτοτρόπως, κάποιος θα ανέμενε ότι οι «εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς θα πρέπει να πάσχουν γενικώς από χαλαρά παράλυση για 1-4 ημέρες, όπως αυτό συμβαίνει σε ασθενείς με πλήρη διατομή του νωτιαίου μυελού.24

Εάν το εγκεφαλικό στέλεχος ήταν νεκρό – όπως αυτό (υποθετικώς) συμβαίνει στους «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς - οι νευρικές οδοί θα είχαν πλήρως διακοπεί. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα ήταν αδύνατο να αναδυθούν τα νωτιαία αντανακλαστικά εντός ολίγων ωρών, όπως συμβαίνει σε μερικούς «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς.27 Τοιουτοτρόπως, θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει ότι σε πολλούς «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς οι κατιούσες νευρικές οδοί δεν έχουν πλήρως διακοπεί και ακολούθως ότι το εγκεφαλικό στέλεχος δεν είναι νεκρό.

Τοιουτοτρόπως, σύμφωνα με το ανωτέρω σκεπτικό, η απόδοση αυτών των σύνθετων κινήσεων σε αμιγώς νωτιαία αντανακλαστικά και αυτοματισμούς ίσως είναι άκυρη, ακυρώνοντας ακολούθως την κλινική διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου».

Ο εγκέφαλος ως κριτικό όργανο. Οι Truog και Robinson13 έχουν επισημάνει ότι  «ο πλέον ακαταμάχητος λόγος για τη θεώρηση των «εγκεφαλικώς νεκρών» ασθενών ως νεκρών βασίζεται στην θεώρηση ότι ο θάνατος είναι η μη αναστρέψιμη απώλεια της λειτουργίας του οργανισμού (θεωρούμενου) ως ενιαίου όλου. Το σχετικό επιχείρημα είναι ότι ο εγκέφαλος είναι ο κεντρικός συντονιστής του σώματος και ότι, όταν ο εγκέφαλος δεν θα μπορεί πλέον να παρέχει την αναγκαία συντονιστική δράση, το σώμα δεν είναι πλέον ικανό να αντιστέκεται στις δυνάμεις της εντροπίας που ευνοούν την αποσύνθεση».

Το πρόβλημα με αυτήν την αιτιολογία είναι ότι, όπως ο Shewmon28 έχει με σαφήνεια καταδείξει, εάν «οι εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς υποστηριχθούν κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης της νόσου των, δεν είναι πλέον βέβαιο ότι θα συμβεί καρδιακή ανακοπή. Σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, ο Shewmon έχει προσεκτικά αποδείξει την ύπαρξη παρατεταμένης σωματικής επιβίωσης για περισσότερο από 14 χρόνια σε έναν ασθενή με αναμφισβήτητη διάγνωση «εγκεφαλικού  θανάτου». Η παθολογο-ανατομική εξέταση αυτής της περίπτωσης έδειξε ότι ο εγκέφαλος ήταν κατεστραμμένος.29 «Αυτά τα ακραία παραδείγματα δείχνουν ότι ακόμη και εάν ένα ορισμένο επίπεδο νευρολογικής λειτουργίας είναι απαραίτητο, για να διατηρεί τη λειτουργία του οργανισμού ως ενιαίου όλου, οι εγκεφαλικώς νεκροί ασθενείς δεν ευρίσκονται αναγκαίως κάτω από το επίπεδο αυτό».13 Τοιουτοτρόπως, οι πρόσφατες μαρτυρίες  δείχνουν ότι η επιβίωση είναι δυνατή στο περιβάλλον των σύγχρονων Μονάδων Εντατικής Θεραπείας – και ακόμη έξω από αυτές - παρά το γεγονός ότι ολόκληρος ο εγκέφαλος φαίνεται κατεστραμμένος, όπως συνέβη με μία σειρά ασθενών η οποία ανεκοινώθη υπό του Shewmon.3,28

Η γέννηση υγιών νεογνών υπό «εγκεφαλικώς νεκρών» εγκύων γυναικών μέχρι 107 ημέρες μετά τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» είναι ένα ισχυρό επιχείρημα για την παρουσία απαρτιωτικής λειτουργίας σε επίπεδο οργανισμού, ενώ απουσιάζει η εγκεφαλική λειτουργία3.

Ο  Shewmon3 έχει επίσης επισημάνει ότι η απαρτιωτική ενότητα του ανθρωπίνου σώματος οφείλεται στην αμοιβαία, δυναμική αλληλεπίδραση των διαφόρων μερών του και όχι και όχι στον κυρίαρχο ρόλο ενός κριτικού οργάνου επί του αθροίσματος των οργάνων και των ιστών. Ακολούθως, θεωρείται ότι ο ανθρώπινος οργανισμός είναι νεκρός μόνον όταν συμβεί μία υπερκριτική, μη αναστρέψιμη βλάβη εξ αιτίας της οποίας το σώμα χάνει την ενδογενή του ικανότητα να ανθίσταται στην εντροπία.3

Το συμπέρασμα από την ανωτέρω ανάλυση είναι ότι αυτή η σωματική επιβίωση είναι δυνατή, για διάφορες χρονικές περιόδους, ακόμη και επί παρουσία ενός ολοσχερώς κατεστραμμένου εγκεφάλου. Επομένως, η καταστροφή του εγκεφάλου δεν μπορεί να εξισωθεί με τον ανθρώπινο θάνατο.

Η (θεωρούμενη) μη αναστρέψιμη απώλεια της συνείδησης. Ένα από τα τρία πρωτεύοντα ευρήματα και κριτήρια για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου», σύμφωνα με την Επιτροπή του Προέδρου των ΗΠΑ και τις οδηγίες της Αμερικανικής Νευρολογικής Ακαδημίας είναι το «κώμα»30 (τα άλλα δύο είναι η απουσία των αντανακλαστικών του εγκεφαλικού στελέχους και η άπνοια), το οποίο είναι συνώνυμο προς την (μη αναστρέψιμη) «απουσία της συνείδησης» -περιλαμβανομένων και των δύο συστατικών της, δηλαδή της εγρήγορσης και του περιεχομένου της συνείδησης.

Το περιεχόμενο της συνείδησης περιλαμβάνει τις γνωστικές και συναισθηματικές διανοητικές λειτουργίες και ο,τιδήποτε για το οποίο κάποιος είναι ενήμερος την συγκεκριμένη στιγμή (ενεργός  εσωτερική εγρήγορση), όπως επίσης τις προσωπικές αυτοσυνείδητες εμπειρίες, αναμνήσεις και αποκτηθείσες γνώσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να παραμένουν λανθάνουσες, αλλά ανενεργείς στη μνήμη.
Οι πλείστοι ερευνητές πιστεύουν ότι στους «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς όλες οι εγκεφαλικές λειτουργίες – συμπεριλαμβανομένης της συνείδησης και με τις δύο παραμέτρους της - έχουν απωλεσθεί, διότι όλα τα μέρη του εγκεφάλου είναι κατεστραμμένα. Όμως, καμία από τις δοκιμασίες που απαιτούνται για τη θεμελίωση του «εγκεφαλικού θανάτου» δεν ελέγχει για την καταστροφή των εγκεφαλικών ημισφαιρίων. Όσον αφορά την απώλεια του περιεχομένου της συνείδησης σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς, δεν υπάρχουν κριτήρια για τη διάγνωση της απωλείας του, δεδομένου ότι η συνείδηση είναι, εκ φύσεως, μία υποκειμενική εμπειρία.31

Ένα περισσότερο ακαταμάχητο επιχείρημα εναντίον και αυτής ακόμη της απουσίας των εγκεφαλικών λειτουργιών είναι ότι στη συνάφεια του εμφράκτου/καταστροφής του εγκεφαλικού στελέχους, το οποίο αποτελεί πάντοτε τμήμα του εγκεφαλικού θανάτου, είναι αδύνατο να ελεγχθεί οποιαδήποτε εγκεφαλική λειτουργία με την παρά την κλίνη του ασθενούς εξέταση, διότι αι οδοί διόδου προς και από το φλοιό του εγκεφάλου δια του εγκεφαλικού στελέχους είναι κατεστραμμένες ή μη λειτουργικές.

Από την άλλη πλευρά, τόσον οι παλαιές όσο και οι μοντέρνες επιβεβαιωτικές δοκιμασίες ίσως δεν είναι αρκετά ευαίσθητες για να αποκλείσουν την ύπαρξη ελάχιστης ροής, ικανής όμως να διατηρεί τη βιωσιμότητα ορισμένων τμημάτων του εγκεφάλου σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς. Επομένως, η επιβεβαίωση της διάχυτης καταστροφής του εγκεφάλου είναι δυνατόν να μην είναι κατορθωτή με τη χρησιμοποίηση επιβεβαιωτικών δοκιμασιών.

Περαιτέρω, στη μελέτη του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας των ΗΠΑ που περιελάμβανε 503 περιπτώσεις ασθενών με κώμα και άπνοια (συμπεριλαμβανομένων και 146 νεκροτομικών εξετάσεων για νευρο-παθολογο-ανατομική συσχέτιση) «δεν ήταν δυνατόν να επαληθευθεί ότι η διάγνωση που γίνεται πριν από την καρδιακή ανακοπή -με οποιοδήποτε συνδυασμό κριτηρίων- μπορούσε σταθερώς να συσχετισθεί με ένα διαχύτως κατεστραμμένο εγκέφαλο».32

Σχετικά με την καταστροφή του φλοιού του εγκεφάλου – που είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό τόσον των «εγκεφαλικώς νεκρών» ασθενών όσο και των ασθενών που βρίσκονται σε μόνιμη φυτική κατάσταση - ο Shewmon3 σχολιάζοντας για τους τελευταίους ασθενείς επισημαίνει: «ασθενείς με διάχυτη φλοιϊκή καταστροφή δεν εκδηλώνουν κλινικά σημεία εγρήγορσης που αφορά στον εαυτό τους ή στο περιβάλλον. Αλλά δεν υπάρχει θετική μαρτυρία ότι τέτοιοι ασθενείς δεν είναι εσωτερικά συνειδητοί…η απλή απουσία της μαρτυρίας δεν συνιστά μαρτυρία απουσίας».

Τοιουτοτρόπως, σύμφωνα με το ανωτέρω σκεπτικό, η διάχυτη καταστροφή του εγκεφάλου και – κατά συμπερασμό - η απώλεια του περιεχομένου της συνείδησης σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς ίσως δεν είναι δυνατόν να επαληθευθεί πριν από τη μη αναστρέψιμη καρδιακή ανακοπή.

 

Αντιφάσεις κριτηρίων-δοκιμασιών

Ένα ακαταμάχητο επιχείρημα εναντίον και αυτής ακόμη της απουσίας των εγκεφαλικών λειτουργιών είναι ότι στη συνάφεια του εμφράκτου/καταστροφής του εγκεφαλικού στελέχους, το οποίο αποτελεί πάντοτε τμήμα του εγκεφαλικού θανάτου, είναι αδύνατο να ελεγχθεί οποιαδήποτε εγκεφαλική λειτουργία με την παρά την κλίνη του ασθενούς εξέταση, διότι αι οδοί διόδου προς και από το φλοιό του εγκεφάλου δια του εγκεφαλικού στελέχους είναι κατεστραμμένες ή μη λειτουργικές.
Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες από τη βιβλιογραφία για την υποστήριξη των ακολούθων σε ορισμένους, τουλάχιστον, «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς:

(α) Η παρουσία ακουστικών ή σωματο-αισθητικών προκλητών δυναμικών. Τοιουτοτρόπως, σε έναν «εγκεφαλικώς νεκρό» ασθενή υπήρχε διατήρηση των κεντρικών ακουστικών οδών για 72 ώρες33, σε ένα βρέφος υπήρχε μόνο καθυστέρηση στην αγωγή δια του εγκεφαλικού στελέχους και άθικτοι οδοί των σωματο-αισθητικών προκλητών δυναμικών του μέσου νεύρου34 και σε επτά  από έντεκα κλινικώς «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς υπήρχαν σωματο-αισθητικά προκλητά δυναμικά βραχείας λανθανούσης περιόδου σε κεντρικές υποφλοιώδεις προσαγωγούς οδούς.35

(β) Η διατήρηση πραγματικής ηλεκτρο-εγκεφαλογραφικής δραστηριότητας σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς, ακόμη και επί απουσίας δυνάμενης να μετρηθεί εγκεφαλικής αιματικής ροής. Σύμφωνα με τη Grigg και συν.36, η ηλεκτρο-εγκεφαλογραφική δραστηριότητα ήταν παρούσα σε 11 από 56 ασθενείς για μέσο χρόνο 36.6 ωρών και για μέγιστο 108 ώρες μετά τη διάγνωση (του «εγκεφαλικού θανάτου»). Εννέα από τους έντεκα ασθενείς είχαν χαμηλού δυναμικού β ή θ ηλεκτρο-εγκεφαλο-γραφική δραστηριότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου παρατήρησης. Σε δύο από τους 11 ασθενείς η ηλεκτρο-εγκεφαλογραφική δραστηριότητα ήταν παρόμοια προς εκείνη του φυσιολογικού ύπνου.

Περαιτέρω, η συνεχιζόμενη ηλεκτρο-εγκεφαλογραφική δραστηριότητα σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς για πολλές ημέρες ακόμη και επί απουσίας δυνάμενης να μετρηθεί εγκεφαλικής αιματικής ροής17 αποδεικνύει ότι υπάρχουν αντιφάσεις στις σχέσεις δοκιμασιών-κριτηρίων.

(γ) Η πρόσληψη λιπόφιλων ραδιοφαρμάκων (π.χ. Tc99m-HMPAO) υπό βιώσιμων εγκεφαλικών κυττάρων. Αυτά τα ραδιοφάρμακα προσλαμβάνονται υπό ζωντανών εγκεφαλικών κυττάρων (είτε από τους νευρώνες είτε από κύτταρα της γλοίας είτε και από τα δύο) στο φλοιό του εγκεφάλου και ή στην παρεγκεφαλίδα ή στα βασικά γάγγλια και στο εγκεφαλικό στέλεχος37.
Πρόσφατα, οι Kurtec και συν.38 εμελέτησαν 23 «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς με σπινθηρογράφημα, με το ραδιοφάρμακο Tc99m-hexamethyl-propylene amine oxime, και βρήκαν (σε ορισμένους ασθενείς) άρδευση τόσο στο φλοιό του εγκεφάλου όσο και στην παρεγκεφαλίδα, (σε άλλους ασθενείς) έλλειψη άρδευσης τόσο στο φλοιό του εγκεφάλου όσο και στην παρεγκεφαλίδα, (σε άλλους) άρδευση στο φλοιό αλλ’ όχι στην παρεγκεφαλίδα και, τέλος, άρδευση στην παρεγκεφαλίδα χωρίς άρδευση στο φλοιό. Τα κλινικά κριτήρια εξέτασης, σύμφωνα με αυτούς τους ερευνητές, προέβλεψαν σωστά τον εγκεφαλικό θάνατο μόνο στο 83% συγκριτικά με το σπινθηρογράφημα με Tc99m-HMPAO.

Τα προαναφερθέντα ευρήματα, ιδιαίτερα η απόδειξη της ύπαρξης άρδευσης στον οπίσθιο εγκεφαλικό βόθρο – (εύρημα) που θα μπορούσε να σημαίνει ότι το εγκεφαλικό στέλεχος είναι ζωντανό - σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς υπογραμμίζουν τις επιπρόσθετες αντιφάσεις (όπως αυτές αποδεικνύονται) από την ύπαρξη των (παρατηρηθέντων) σχεδίων εγκεφαλικής αιματικής ροής για την επιβεβαίωση  του «εγκεφαλικού θανάτου».

(δ) Η ύπαρξη ολοκληρωμένων υποθαλαμικών-ενδοκρινικών λειτουργιών. Μερικοί ερευνητές ισχυρίζονται ότι η υπόφυση υποστηρίζεται (όσον αφορά την άρδευσή της) μέσω της εξωκρανιακής κυκλοφορίας, έτσι η διατήρηση της υποφυσιακής ενδοκρινικής δραστηριότητας δεν είναι ασύμβατη με τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου».39

Όμως, «δεδομένου ότι ο υποθάλαμος υποστηρίζεται με αίμα από τον κύκλο του Willis και οι υποθαλαμικοί πυρήνες παρέχουν τις τροφικές ορμόνες τόσο για τον πρόσθιο όσο και για τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης, η διατήρηση της υποθαλαμικής-υποφυσιακής λειτουργίας σε ορισμένους ασθενείς που θεωρούνται ότι είναι «εγκεφαλικώς νεκροί» δεν μπορεί να εξηγηθεί από την (ύπαρξη) υποθετικής παράπλευρης αιματικής ροής προς την προσθία υπόφυση διά μέσω των κάτω υποφυσιακών αρτηριών, που προέρχονται έξω από τη σκληρή μήνιγγα, από τις έσω καρωτίδες».40 Η παραμονή της ενδοκρινικής λειτουργίας περιλαμβάνει διάφορες ολοκληρωμένες νευρο-ενδοκρινικές λειτουργίες – π.χ. του ισοζυγίου του χλωριούχου νατρίου και του ύδατος, όπως αυτό παρατηρείται σε υψηλό ποσοστό αυτών των ασθενών,11,41 έλεγχο της θερμοκρασίας, αύξηση των επιπέδων της αυξητικής ορμόνης μετά ενδοφλέβια ένεση ινσουλίνης42 στην οποία εμπλέκεται ο υποθάλαμος σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς.

(ε) Η παραμονή μερικών αντανακλαστικών του εγκεφαλικού στελέχους και μαρτυρία για απόκριση σε ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Έχει δειχθεί ότι ορισμένοι «εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς διατηρούν το αντανακλαστικό της γνάθου και το ρυγχαίο αντανακλαστικό (snout reflex)43, ενώ άλλοι εμφανίζουν τρομώδεις κινήσεις του προσώπου19 ή θέση των άνω άκρων που προσομοιάζει προς εκείνη του απεγκεφαλισμού44. Όλα αυτά τα αντανακλαστικά «συνεπάγονται την ύπαρξη μερικών ζωντανών νευρώνων στο εγκεφαλικό στέλεχος και επομένως δεν είναι συμβατά με τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου».44 Έχει επίσης παρατηρηθεί σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς «δυνάμενη να αναπαραχθεί διάνοιξη των οφθαλμών, αλλά με ελάχιστη μόνο ανύψωση του βλεφάρου, ώστε μόλις να φαίνεται η αρχή της ίριδας, ως απόκριση στη συστροφή της θηλής (του μαστού). Η οδός αυτού του αντανακλαστικού είναι άγνωστη».16

Επίσης, κατά τη διάρκεια των πρώϊμων σταδίων της αφαίρεσης των οργάνων η δακρύρροια είναι ένα σύνηθες φαινόμενο.45 Σύμφωνα με την ανατομική του Gray, “προγαγγλιακές ίνες πιθανώς προέρχονται από ένα ειδικό δακρυϊκό πυρήνα στην κατώτερη γέφυρα… Αυτές οι ίνες συνάπτονται στο πτερυγο-υπερώϊο γάγγλιο… για να φθάσουν (με έναν από τους κλάδους του) στο δακρυϊκό νεύρο. Τοιουτοτρόπως, αυτές παρέχουν ίνες διεγερτικές της εκκρίσεως στον αδένα.46

Επομένως, η δακρύρροια σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς είναι μία μαρτυρία ότι ο δακρυϊκός πυρήνας στο εγκεφαλικό στέλεχος είναι ζωντανός.

στ) Η διατήρηση σταθερής αιμοδυναμικής κατάστασης για λίγες ημέρες σε υψηλό ποσοστό των («εγκεφαλικώς νεκρών») ασθενών (30-78%),47 ανάλογα με το χρόνο της εξέτασης από τη διάγνωση. Μολονότι υποστηρίχθηκε ότι η σταθερή αιμοδυναμική κατάσταση – χωρίς φαρμακευτική υποστήριξη - είναι συμβατή με τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου»,15 (εύλογα) διερωτάται κάθε ένας πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί σταθερή αιμοδυναμική κατάσταση, όταν το εγκεφαλικό στέλεχος είναι νεκρό.

(ζ) Είναι αξιοσημείωτο ότι σε δύο από τους 25 «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς που μελετήθηκαν από τους  Mohanda και Chou7 – οι οποίοι πρώτοι εισηγήθηκαν ότι η μη αναστρέψιμη βλάβη του εγκεφαλικού στελέχους ήταν «το σημείο της μη επιστροφής» και ότι η διάγνωση θα μπορούσε να βασισθεί στην κλινική κρίση – δεν υπήρχαν παθολογο-ανατομικές μεταβολές στο εγκεφαλικό στέλεχος.

(η) Η ανεπάρκεια των κλινικών δοκιμασιών να διαγνώσουν επακριβώς τη νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους αποδεικνύεται περαιτέρω από τις περιπτώσεις «εγκεφαλικώς νεκρών» βρεφών –διαγνωσθέντων σύμφωνα με τα ισχύοντα κλινικά κριτήρια- τα οποία επεβίωσαν για εβδομάδες ή μήνες με υπολειπόμενη λειτουργία του εγκεφάλου και του εγκεφαλικού στελέχους.34,48
Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω επιχειρήματα, η υπόθεση ότι όλες οι λειτουργίες ολοκλήρου του εγκεφάλου (ή εκείνων του εγκεφαλικού στελέχους) σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς - διαγνωσθέντων σύμφωνα με όλα τα ισχύοντα κριτήρια - έχουν σταματήσει, είναι άκυρη. Τοιουτοτρόπως, θα συμφωνούσαμε με την εισήγηση49 ότι η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» θα μπορούσε να υποκατασταθεί από τον πλέον ακριβή παλαιό όρο του «μη αναστρέψιμου απνοϊκού κώματος».

 

Ο ρόλος των επιβεβαιωτικών δοκιμασιών στη διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου

Οι επιβεβαιωτικές δοκιμασίες είναι χρήσιμες στην εκτίμηση της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου (ηλεκτρο-εγκεφαλογραφία και προκλητά δυναμικά) όπως επίσης και στην εκτίμηση της αιματικής ροής (αγγειογραφία – κλασσική και ψηφιακή - ραδιονουκλιδικές μελέτες με λιπόφιλα ραδιοφάρμακα και διακρανιακό υπερηχογράφημα Doppler).

Ο ρόλος των επιβεβαιωτικών δοκιμασιών στη διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου έχει πρόσφατα ανασκοπηθεί υπό των Plum17 και Widjicks.16 Οι πλείστοι ερευνητές θεωρούν ότι η διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου είναι κλινική και ότι οι επιβεβαιωτικές δοκιμασίες είναι χρήσιμες μόνον όταν είναι αδύνατο να εκτελεσθούν οι σχετικές κλινικές δοκιμασίες, όταν κάποιος παραπλανητικός παράγων παρέμβει στην κλινική εξέταση ή σε παιδιά ηλικίας μικρότερης του ενός έτους.

Μολονότι η πρακτική εφαρμογή είναι ακόμη περιορισμένη, η «επίπεδη» ή ραδιονουκλιδική τομογραφική (SPECT) μελέτη του εγκεφάλου με το λιπόφιλο ραδιοφάρμακο TC99M-HMPAO, το οποίο διέρχεται τον άθικτο αιματο-εγκεφαλικό φραγμό, είναι ίσως η δοκιμασία με την υψηλότερη θετική προγνωστική αξία (η πιθανότητα να υπάρχει νόσος δεδομένου θετικού αποτελέσματος με κάποια δοκιμασία) στη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» και έχει διάφορα πλεονεκτήματα.37,38

Σε μία πρόσφατη μελέτη επί 20 «εγκεφαλικώς νεκρών» ασθενών, εκτελέσθηκε η κλασσική τετρα-αγγειογραφία την ίδια ημέρα με SPECT μελέτη του εγκεφάλου με Tc99m-HMPAO. Αυτή η μελέτη έδειξε την αξιοπιστία και την πλήρη συμφωνία μεταξύ της κλασσικής αγγειογραφίας και της ραδιονουκλιδικής μελέτης στην ανάδειξη της απουσίας της άρδευσης του εγκεφάλου σε 19 από τους 20 ασθενείς.50

Η αγγειογραφία, η οποία παραδοσιακώς θεωρείται ως η πλέον ακριβής δοκιμασία στη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου»,17 έχει διάφορα μειονεκτήματα6 και διάφορες μελέτες εμμέσως εισηγούνται ότι η θετική προγνωστική αξία στη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» δεν είναι 100%.11,36 Η εξειδίκευση της ηλεκτρο-εγκεφαλογραφίας στη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» είναι της τάξης του 90%.16,17 Το διακρανιακό υπερηχογράφημα Doppler έχει επίσης διάφορα μειονεκτήματα.16,17 Η ολιγότερο ειδική μέθοδος στη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» είναι τα προκλητά δυναμικά.16

Όμως, όταν ευρεθεί δραστηριότητα του εγκεφαλικού στελέχους με τα ακουστικά και σωματο-αισθητικά προκλητά δυναμικά, η διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» πρέπει να αποκλεισθεί
Επομένως, συμπεραίνεται ότι ουδεμία νευροφυσιολογική δοκιμασία απ’ όσες είναι διαθέσιμες σήμερα έχει 100% «θετική προγνωστική αξία» (η πιθανότητα να υπάρχει νόσος δεδομένου του θετικού αποτελέσματος της δοκιμασίας) στη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου», η οποία είναι απαραίτητη για την αναγγελία του θανάτου του ανθρώπου.

Οι Truog και Robinson13 έχουν πρόσφατα ορθώς παρατηρήσει ότι επί απουσίας μιας παγκόσμιας συμφωνίας για τον ορισμό του θανάτου του ανθρώπου, η όλη βιβλιογραφία για τις επιβεβαιωτικές δοκιμασίες του θανάτου του ανθρώπου είναι ασυνάρτητη. Όμως, κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι υπάρχει μόνο μία αιτία – γι’ αυτούς που αποδέχονται τον ισχύοντα ορισμό του εγκεφαλικού θανάτου- για τη χρήση των επιβεβαιωτικών δοκιμασιών σε ασθενείς που βρίσκονται σε βαθύ κώμα: την πρόληψη, δηλαδή, της εσφαλμένης διάγνωσης, όταν διατηρούνται λειτουργίες τις οποίες δεν υποψιάζεται κάποιος κλινικώς ή όταν υπάρχει δομική ακεραιότητα.

 

Συμπεράσματα

(α) Μόνη η επιστημονική γνώση είναι ανεπαρκής για τον προσδιορισμό των απαραίτητων κριτηρίων για τη διάγνωση του θανάτου του ανθρώπου, δεδομένου ότι ο ορισμός του θανάτου, στην πρωταρχική του θεώρηση, είναι θέμα φιλοσοφικό, θρησκευτικό, νομικό και θέμα πολιτικής.

(β) Οι αντιφάσεις ορισμού-κριτηρίων και κριτηρίων-δοκιμασιών σε πολλούς ασθενείς, οι οποίοι πληρούν τα ισχύοντα κλινικά κριτήρια για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» ακυρώνουν αυτή τη διάγνωση. Ιδιαίτερα (ακυρώνει τη διάγνωση) η νέα θεώρηση που παρουσιάζεται στο άρθρο αυτό, η οποία περιλαμβάνει την ερμηνεία των ούτως αποκαλούμενων νωτιαίων αντανακλαστικών και αυτοματισμών. Υποστηρίζεται ότι αυτές οι κινήσεις είναι δυνατόν να προέρχονται από το εγκεφαλικό στέλεχος, ακυρώνοντας τοιουτοτρόπως την κλινική διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» σε ένα σημαντικό αριθμό «εγκεφαλικώς νεκρών» ασθενών.

(γ) Ένα ακαταμάχητο επιχείρημα εναντίον και αυτής ακόμη της έννοιας της «απουσίας των εγκεφαλικών λειτουργιών» είναι ότι στη συνάφεια του εμφράκτου/καταστροφής του εγκεφαλικού στελέχους – (εύρημα) που αποτελεί πάντοτε τμήμα του «εγκεφαλικού θανάτου» - είναι αδύνατο να ελεγχθεί οποιαδήποτε λειτουργία του φλοιού με την παρά την κλίνη εξέταση του ασθενούς, διότι αι οδοί διόδου προς και από τον εγκεφαλικό φλοιό μέσω του εγκεφαλικού στελέχους είναι κατεστραμμένες ή μη λειτουργικές.

(δ) Ουδεμία από τις διάφορες «επιβεβαιωτικές δοκιμασίες» έχει την απαραίτητη θετική προγνωστική αξία (100%) για την αναγγελία του θανάτου του ανθρώπου. Όμως, η SPECT μελέτη του εγκεφάλου με το ραδιοφάρμακο Tc99m-HMPAO θα μπορούσε να αποδειχθεί η πλέον ακριβής και ειδική δοκιμασία για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου». Οι επιβεβαιωτικές δοκιμασίες, επί του παρόντος, δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιώσουν την καταστροφή κάθε τμήματος του εγκεφάλου ή την μη αναστρέψιμη απουσία κάθε εγκεφαλικής λειτουργίας, αλλά μόνον να προλάβουν την εσφαλμένη διάγνωση όταν ανακαλύπτεται η ύπαρξη κλινικών λειτουργιών ή δομικής ακεραιότητας τις οποίες δεν υποψιάζονταν κάποιος.

 

Επίλογος

Λαμβάνοντας  υπ’ όψιν όλα τα ανωτέρω, διερωτώμεθα κατά πόσον είναι (ο κατάλληλος) χρόνος να εγκαταλείψουμε την έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» και να επιστρέψουμε στο παραδοσιακό καρδιο-αναπνευστικό κριτήριο για τη διάγνωση του θανάτου του ανθρώπου (μη αναστρέψιμη διακοπή της καρδιακής και αναπνευστικής λειτουργίας).

Μολονότι εισηγούμεθα ότι ούτε ο «εγκεφαλικός θάνατος» ούτε το «μη αναστρέψιμο κώμα» συνιστούν το θάνατο καθ’ εαυτόν, θα συμφωνούσαμε με την εισήγηση ότι η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» θα μπορούσε να αντικατασταθεί με τον περισσότερο ακριβή, παλαιό όρο, «μη αναστρέψιμο απνοϊκό κώμα». Τα αναμενόμενα οφέλη από την αλλαγή της ορολογίας και των ισχυόντων κριτηρίων του «εγκεφαλικού θανάτου» θα ήταν η αποφυγή της εσφαλμένης πληροφόρησης και της σύγχυσης του κοινού σχετικά με την έννοια του θανάτου του ανθρώπου καθώς επίσης και η αποφυγή χρησιμοποίησης ωφελιμιστικών κριτηρίων για τον ορισμό του.

Το κύριο ερώτημα που εξετάσθηκε σ’ αυτό το άρθρο ήταν κατά πόσον η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» είναι ακόμη έγκυρη. Σύμφωνα με τα επιχειρήματα που παρουσιάσθηκαν, η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» ως συνώνυμος όρος με τον ανθρώπινο θάνατο (διαγνωσθέντος με βάση το κριτήριο της μη αναστρέψιμης παύσης της πνευμονικής και καρδιακής λειτουργίας) είναι άκυρη.

Θεωρούμε ότι το ενδιαφέρον για το πρόγραμμα μεταμόσχευσης οργάνων θα εξυπηρετείτο καλύτερα με «διαφανείς διαδικασίες και τιμιότητα». Η λήψη ζωτικών οργάνων για μεταμόσχευση από ασθενείς πάσχοντες από «μη αναστρέψιμο απνοϊκό κώμα» (κατάσταση που είναι ταυτόσημη με τον «εγκεφαλικό θάνατο») – οι οποίοι ήδη είχαν δώσει την (κατόπιν της κατάλληλης ενημέρωσης) συγκατάθεσή των γι’ αυτό το σκοπό σε ανύποπτο χρόνο- θα ήταν κοινωνικώς και ηθικώς αποδεκτή σε κοινωνίες οι οποίες θεωρούν ότι η αυτονομία του προσώπου δικαιολογεί μια τέτοια δωρεά.

Οπωσδήποτε, άλλοι θεωρούν –με φιλοσοφική θεώρηση- ότι δεν τους επιτρέπεται να αφαιρούν τη ζωή τους για οποιοδήποτε λόγο. Όμως, θα συμφωνούσαν με τη δωρεά ενός από τα δίδυμα ζωτικά όργανα ή τμήμα από ένα μονήρες όργανο από υγιείς δωρητές ή οποιοδήποτε όργανο από δωρητές οι οποίοι ήδη είναι μη αναστρέψιμα νεκροί (σύμφωνα με το καρδιο-αναπνευστικό κριτήριο του θανάτου) και έχουν δώσει την (κατόπιν κατάλληλης πληροφόρησης) συγκατάθεσή των σε ενωρίτερο χρόνο.

 

Ευχαριστίες

Ευχαριστώ εκ βαθέων τους Καθηγητές Robert Truog (Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Harvard, ηλεκτρονική Δ/νση: Robert.Truog@childrens.harvard.edu) και D Alan Shewmon (UCLA Ιατρική Σχολή, ηλεκτρονική Δ/νση: ashewmon@mednet.ucla.edu) για την ενθάρρυνσή των και για την ευγενική βοήθειά των στην ετοιμασία αυτού του χειρογράφου.

Δεν χρησιμοποιήθηκαν πιστώσεις για την υποστήριξη της εργασίας αυτής. Δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων για την εργασία αυτή.



Αναφορές

1. A definition of irreversible coma.  Report of the ad hoc committee of the Harvard Medical School to examine the definition of brain death. Journal American Medical Association 1968; 205:337-340.

2. Diringer MN, Wijdicks EFM. Brain Death in historical perspective. In: Wijdicks EFM, (ed). Brain Death. Lippincott Williams & Wilkins: Philadelphia 2001: pp 5-27.

3. Shewmon DA. Recovery from “brain death”. A neurologist’s apologia. Linacre Quarterly, February, 1997; 31-96.

4. Machado C, Korein J, Ferrer Y, Portela L  et al. The concept of brain death did not evolve to benefit organ transplants. J Med Ethics 2007:33;197-200.

5. Truog RD. Is it time to abandon brain death? Hastings Center Report (United States) 1997; 27:29-37.

6. Walker AE, Molinari GF. Criteria of cerebral death. A critique. In: The NINCDS Collaborative study of brain death. NINCDS Monography No 24, NIH Publication No 81-2286. Bethesda, Maryland: Dec 1980; pp 181-199.

7. Mohandas A, Chou SN. Brain Death. A clinical and pathological study. Journal Neurosurgery 1971; 35:211-218.

8. Pallis C. From brain death to the brain stem death. British Medical Journal 1982 ; 285:1487-1490.

9. Bernat JL. How much of the brain must die in brain death? Journal Clinical Ethics 1992; 3:21-26.

10. Bernat JL. Philosophical and ethical aspects of brain death. In: Wijdicks EFM, (ed). Brain Death. Lippincott Williams & Wilkins: Philadelphia 2001: pp 171-187.

11. Truog RD, Fackler JC. Rethinking brain death. Critical Care Medicine 1992; 20:1705-1713.

12. Wace J, Kai M. Anaesthesia for organ donation in the brainstem dead. Anaesthesia 2000; 55:590.

13. Truog RD, Robinson WM. Role of brain death and the dead-donor rule in the ethics of organ transplantation  Critical Care Medicine 2003; 31(9): 2391-2396.

14. Adams RD. Foreword.: xi. In: Wijdicks EFM, (ed). Brain Death. Lippincott Williams & Wilkins: Philadelphia 2001: p xi.

15. Wijdicks EFM. Determining brain death in adults. Neurology  1995; 45:1003-1011.

16. Wijdicks EFM. Clinical diagnosis and confirmatory testing of brain death in adults. In: Wijdicks EFM, (ed). Brain Death. Lippincott Williams & Wilkins: Philadelphia 2001: pp 61-90.

17. Plum F. Clinical standards and technological confirmatory tests in diagnosing brain death. In: Youngner SJ, Arnold RM, Schapiro R (eds). The definition of death. Contemporary controversies. The John Hopkins University: Baltimore and London 1999: pp 34-65.

18. Heytens L, Verlooy J, Gheunes J, Bossaert L. Lazarus sign and extensor posturing in brain dead patient. Journal  Neurosurgery 1989; 71:449-451.

19. Awada A. [Uncommon reflex automatisms after brain death]. [Article in French]. Rev Neurol (Paris), 1995 Oct;151(10):586-8. Abstract

20. Mandel S, Arena A, Scasta D. Spinal automatism in cerebral death. Letter to the Editor. New England Journal Medicine 1982; 307:501.

21. Ropper AH. Unusual spontaneous movements in brain dead patients. Neurology (Cleveland) 1984; 34:1089-1092.

22. Bueri JA, Saposnik G, Maurino G et al. Lazarus’ sign in brain death. Movement disorders 2000; 15(3):583-585.

23. Guyton and Hall. Textbook of Medical Physiology. 9th edn. W.B. Saunders Co: Philadelphia 1996: p 712.

24. Diamantopoulos E, Olsen PZ. Excitability of motor neurones in spinal shock in man. Journal Neurology Neurosurgery Psychiatry 1967; 30:427-431.

25. Guyton and Hall. Textbook of Medical Physiology. 9th edn. W.B. Saunders Co: Philadelphia 1996: p 696.

26. Shewmon DA. Spinal shock and “brain death”. Somatic pathophysiological equivalence and implications for the integrative unitive rationale. Spinal Cord 1999; 37:313-324.

27. Crenna P, Conci F, Boselli F. Changes in spinal reflex excitability in brain-dead humans. Electroencephalography Clinical Neurophysiology 1989; 73:206-214.

28. Shewmon DA. Chronic “brain death”. Neurology 1998; 51:1538-1545.

29. Repertinger S, Fitzgibbons WP, Omojola MF, Brumback RA. Long survival following bacterial meningitis-associated brain destruction. J Child Neurol 2006;21:591-595.

30. Plum F, Posner JB. The diagnosis of stupor and coma. 3rd edn. F.A.Davis Co: Philadelphia 1987: p 3.

31. Giacino JT. Disorders of consciousness: Differential diagnosis and neuropathologic features. Seminars Neurology 1997; 17(2):105-111.

32. Molinari GF. The NINCDS Collaborative Study of Brain Death.NINCDS Monograph No 24 (NIH Publication No 81-2286, Bethesda, Dec. 1980, pp1-32.

33. Barelli A, Della Corte F, Calamidi R et al.  Do brainstem auditory evoked potentials detect the actual cessation of cerebral functions in brain dead patients ? Critical Care Medicine 1990; 18:322-323.

34. Kohrman MH, Spivack BS.   Brain death in infants. Sensitivity and specificity of current criteria. Pediatric Neurology 1990; 6:47-50.

35. Anzisca BJ, Cracco RQ. Short latency somatosensory evoked potentials in brain dead patients. Archives Neurology 1980; 37:222-225.

36. Grigg MM, Kelly MA,  Celesia GG et al. Electroencephalographic activity after brain death. Archives Neurology 1987; 44:948-954.

37. Facco E, Zuchetta P, Munari M, Baratto F, Behr AU, Gregianin M et al. Tc99m HMPAO SPECT in the diagnosis of brain death. Intensive Care Medicine 1998; 24:911-917.

38. Kurtec RW, Lai KK, Tauxe NW et al. Tc99m Hexamethylpropylene Amine Oxime Scintigraphy in the diagnosis of brain death and its implications for the harvesting of organs used for transplantation. Clinical Nuclear Medicine 2000; 25:7-10.

39. Wijdicks EFM, Atkinson LD. In: Wijdicks EFM (ed). Pathophysiologic responses to brain death: Brain Death. Lippincott Williams & Wilkins: Philadelphia 2001: pp 29-43.

40. Coimbra CG. Implications of ishemic penumbra for the diagnosis of brain death. Brazilian Journal Medical Biological Research 1999; 32(12):1479-1487.

41. Fackler JC, Troncoso JC, Gioia FR. Age specific characteristics of brain death in children. American Journal Disease Children 1988; 142:999-1003.

42. Schrader H, Krogness K, Aakvaag A et al. Changes in pituitary hormones in brain death. Acta Neurochirurgica 1980; 52:239-248.

43. Allen N, Burkholder JD, Molinari GF, Comiscioni G. Clinical criteria of brain death. In: The NINCDS Collaborative study of brain death. NINCDS, Monography No 24, NIH Publication No 81-2286; Bethesda, Maryland: Dec 1980:  pp 77-147.

44. Marti-Fabregas J, Lopez-Navidad A, Caballero F, Otermin P. Decerebrate-like posturing with mechanical ventilation in brain death. Neurology 2000; 54:224-227.

45. Fitzgerald RD, Dechtyar I, Temple E et al. Cardiovascular and catecholamine response to surgery in brain dead patients. Anaesthesia 1995; 50:388-392.

46. Williams RL, Banner LH, Berry MM, Collins P, Dyson M, Dussek JE, Ferguson MWJ (eds). Gray’s Anatomy. 38th edn. Churchill Livingstone: New York, Edinburgh, London 1995: pp 1233-1236.

47. Widjicks EFM, Rotcester MN, Bernat JL, Lebanon NH. Letter to the Editor. Neurology 1999; 53:1369-1370.

48. Okamoto K, Sugimoto T. Return to spontaneous respiration in an infant who fulfilled criteria to determine brain death. Pediatrics 1995; 96: 518-520.

49. Zamperetti N, Bellomo R, Alberto Defanti C, Latronico N. Irreversible apnoeic coma 35 years later. Towards a more rigorous definition of brain death? Intensive Care Medicine 2004; 30(9): 1715-1722.

50. Munari M, Zucchetta P, Crollo C et al. Confirmatory tests in the diagnosis of brain death: Comparison between SPECT and contrast angiography. Critical Care Medicine 2005; 33(9):2068-2073.

 

 http://www.im-glyfadas.gr/01/05/01050010.asp

http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=806999&lngDtrID=252

 

 
Ο Γιαν επέζησε χάρη στη φροντίδα της γυναίκας του Γκερτρούντα

 

 

Ένας υπάλληλος των σιδηροδρόμων που είχε πέσει σε κώμα στην κομμουνιστική Πολωνία ανέκτησε τις αισθήσεις του έπειτα από 19 χρόνια και αντίκρυσε τον «πιο όμορφο κόσμο» της ελεύθερης οικονομίας.

Ο Γιαν Γκρζέμπσκι, σήμερα 65 ετών, τραυματίστηκε στο κεφάλι το 1988, προσπαθώντας να συνδέσει δύο βαγόνια, και έπεσε σε κώμα έναν χρόνο πριν από την ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Δηλώνει τώρα ότι χρωστάει τη ζωή του στη σύζυγό του Γκερτρούντα, 63 ετών, η οποία τον φρόντιζε όταν ήταν κατάκοιτος, ταΐζοντάς τον με το κουτάλι και γυρίζοντάς στον στο κρεβάτι ανά μία ώρα για να μην εμφανιστούν έλκη κατάκλισης.

«Όταν έπεσα σε κώμα, στα καταστήματα υπήρχε μόνο τσάι και μουστάρδα, το κρέας μοιραζόταν με κουπόνια και οι ουρές για πετρέλαιο ήταν τεράστιες», δήλωσε ο Γιαν στον τηλεοπτικό σταθμό TVN24, μιλώνας με αδύναμη αλλά καθαρή φωνή από το σπίτι του στο Ντζιάλντοβο.

«Τώρα βλεπω κόσμο στον δρόμο με κινητά τηλέφωνα και υπάρχουν τόσα προΐόντα στα καταστήματα που ζαλίζομαι», είπε ο Γιαν, που γνώρισε για πρώτη φορά τα 11 εγγόνια του.

Οι γιατροί είχαν πει στην Γκερτρούντα ότι ο σύζυγός της δεν θα ζούσε πάνω από δύο-τρία χρόνια. Εκτός από τον τραυματισμό, είχε παρουσιάσει και καρκίνο στον εγκέφαλο.

Ο Γιαν παρέμεινε σε κώμα, όμως ανά διαστήματα φαινόταν να έχει κάποια επαφή με το περιβάλλον. «Για 19 χρόνια δεν κουνιόταν ούτε είπε τίποτα. Προσπαθούσε να μιλήσει, αλλά δεν ήταν κατανοητός. Καμιά φορά υποκρινόμασταν ότι καταλαβαίναμε», αναφέρει η Γκερτρούντα.

Τον περασμένο Οκτώβριο ο Γιαν έπαθε πνευμονία και χρειάστηκε να νοσηλευτεί. Οι προσπάθειες των γιατρών οδήγησαν τότε στα πρώτα σημάδια ανάκαμψης. Οι γιατροί και οι φυσιοθεραπευτές του πιστεύουν τώρα ότι ο Γιαν θα μπορέσει σύντομα να περπατήσει.

«Αυτό που μου κάνει εντύπωση τώρα είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που περπατούν με τα κινητά τους και ποτέ δεν σταματούν να γκρινιάζουν», σχολιάζει ο Γιαν. «Εγώ δεν έχω κανένα παράπονο», συμπληρώνει χαμογελώντας.

Σελίδα 5 από 5

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...