
Σε τι διαφέρει η Ορθοδοξία από τις άλλες θρησκείες;
Η ερμηνεία ότι οι αιρετικοί είναι ψευδογιατροί-κομπογιαννίτες, που δεν μπορούν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους, αλλά και τους αρρωσταίνουν, δείχνει γιατί καταδικάσθηκαν από την Εκκλησία. Αυτό δεν γίνεται από εμπάθεια, μίσος και φανατισμό, αλλά κατά τον ίδιο τρόπο που ξεχωρίζονται οι επιστήμονες ιατροί από τους κομπογιαννίτες. Πάντως, η Εκκλησία απέβλεπε στην θεραπεία των ανθρώπων, ενώ οι ψευδογιατροί-αιρετικοί, όχι μόνον δεν θεραπεύουν τους ανθρώπους, αλλά συντελούν και στον αιώνιο θάνατό τους.
«Τι είναι η αίρεση; Στην πατερική παράδοση αίρεση είναι κομπογιαννιτισμός. Γιατί η αίρεση καταδικάζεται; επειδή δεν συμφωνούν στο δόγμα; Αυτό είναι το πρόβλημα. Καταδικάζεται, επειδή στην αίρεση δεν υπάρχει θεραπεία. Και εφ' όσον δεν υπάρχει θεραπεία, είναι επικίνδυνη για τον άνθρωπο. Οι Πατέρες έβλεπαν την αίρεση ως ένα είδος κομπογιαννιτισμού, όπου δεν υπάρχει θεραπεία».
«Νομίζω, την βασική διαφορά μπορούμε να την κατανοήσουμε, αν πάρουμε για παράδειγμα την ιατρική επιστήμη. Εκεί έχουμε τους γιατρούς που ανήκουν στον Ιατρικό Σύλλογο. Αν δεν είναι κάποιος γιατρός μέλος του Ιατρικού Συλλόγου, δεν μπορεί να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Για να είναι ένας γιατρός νόμιμος, πρέπει όχι μόνο να είναι αποφοιτος μιας ανεγνωρισμένης ιατρικής σχολής, άλλα και μέλος του Ιατρικού Συλλόγου. Τα ίδια ισχύουν και για τους δικηγόρους. Στις επιστήμες αυτές υπάρχει μία συνεχής δοκιμασία· διότι, αν παρεκτραπεί κάποιος, ως προς την ορθή εξάσκηση του επαγγέλματος του, τότε δικάζεται από το αρμόδιο όργανο του επαγγελματικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει και αποβάλλεται του επαγγελματικού Σώματος.
Το ίδιο όμως συμβαίνει και στην Εκκλησία. Η αντίστοιχη διαδικασία μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, η αποβολή, δηλαδή, ή η αποκοπή κάποιου μέλους της, ονομάζεται αφορισμός· προκειμένου δε περί εκκλησιαστικού αξιώματος, καθαίρεσις, έτσι, οι αιρετικοί αφορίζονται από το Σώμα της Εκκλησίας. Όπως στον ιατρικό χώρο σε έναν κομπογιαννίτη (ψευτογιατρό) δεν είναι δυνατόν να του επιτραπεί να θεραπεύει, έτσι και στην Εκκλησία, δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί σε έναν αιρετικό να θεραπεύει τις ψυχές των ανθρώπων. Διότι, επειδή είναι αιρετικός, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να θεραπεύει».
«Και, όταν εξετάζουμε τις διδασκαλίες των Οικουμενικών Συνόδων, θα δούμε ότι κάθε αίρεση, που έχει καταδικασθεί από την Εκκλησία, καταργούσε αυτομάτως την διδασκαλία της Εκκλησίας περί Θεώσεως και περί φωτισμού και έτσι καταστρέφεται η ευκαιρία της θεραπείας. Οπότε, η αίρεση είναι αίρεση, διότι καταστρέφει την δυνατότητα θεραπείας του ανθρώπου· γι' αυτό είναι αίρεση».
Η Εκκλησία με την καταδίκη των αιρετικών διαφύλασσε την πνευματική θεραπευτική μέθοδο που οδηγεί στην θέωση.
«Αλλά μεταξύ των άλλων μπορεί να γίνει μία αναταραχή και γι' αυτόν τον λόγο βγάζουν μια απόφαση ότι αυτό που λέει ο παπαδημήτρης είναι σαχλαμάρες. Είναι από ταύτιση φιλοσοφίας με την θεολογική μέθοδο. Γι' αυτό τον καταδικάζανε, να μην προσέχει κανείς αυτά που λέει αυτός, διότι αν ακολουθήσει κανείς αυτόν τον δρόμο, δεν θα φθάσει ποτέ από την κάθαρση στον φωτισμό και από τον φωτισμό στην θέωση. Γιατί, εκείνος που είναι στον φωτισμό, δεν μπορεί να λέει τέτοιες ανοησίες».
Έχει μεγάλη σημασία να διαφυλαχθούν τα αληθινά κριτήρια που θεραπεύουν τον άνθρωπο. Αν δεν τεθούν τα κριτήρια της ασθένειας και θεραπείας, δεν αναγνωρίζεται η διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών.
«Γι' αυτόν τον λόγο, πού να καταλάβει κανείς, εφ' όσον οι ίδιοι οι Ορθόδοξοι είναι κομπογιάννίτες, δηλαδή, γιατί να καταδιώκουμε τους αιρετικούς; Τα αποτελέσματα δεν είναι τα ίδια; Διότι είτε πάτε στην ευαγγελική Εκκλησία των Αθηνών είτε στην Παπική είτε στην Εβραϊκή Συναγωγή είτε πας στην Εκκλησία, όλοι στην ίδια κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι, δεν είναι φωτισμένος κανείς ούτε οι Ορθόδοξοι ούτε οι Εβραίοι. Οπότε, από αυτής της απόψεως, οι δικοί μας οι κομπογιαννίτες δεν διαφέρουν από τους άλλους κομπογιαννίτες. Ποιος να καταδικάσει;
Διότι, αν κάνουμε αυτήν την διαφοροποίηση σήμερα, τους πρώτους που θα διώξουμε είναι τους ίδιους τους πατέρες μας, τους Πνευματικούς. Με ποια κριτήρια θα εφαρμόσουμε τα ιστορικά κριτήρια; γι' αυτό το αφήνουμε όπως είναι και λέμε στραφείτε προς τον μοναχισμό να δείτε τι κάνουν οι καλόγεροι, και εκεί υπάρχουν κομπογιαννίτες, ακόμη μέσα στα Μοναστήρια σήμερα.
Γι' αυτό, το πρόβλημα των κριτηρίων είναι το πιο σπουδαίο. Δηλαδή, εάν έχουμε τα κριτήρια αυτά και κρίνουμε τι κάνανε στην περασμένη εποχή με τους αιρετικούς, είναι αυτό που κάνουνε σήμερα στους κομπογιαννίτες γιατρούς. Απαγορεύεται σε αυτούς να εξασκήσουν το επάγγελμα του γιατρού. Δεν μπορείς να έχεις έναν κομπογιαννίτη γιατρό ούτε να έχεις ψεύτικα φάρμακα στην αγορά».
Οι αιρετικοί καταδικάζονταν από τους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, επειδή εξέφραζαν ετεροδιδασκαλίες που καταργούσαν την μέθοδο θεραπείας. Πρώτη φορά οι Φράγκοι στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης, το 794, κατεδίκασαν ένα ολόκληρο έθνος, και αποκαλούν τους Γραικούς αιρετικούς, και όχι συγκεκριμένα πρόσωπα.
«Στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794 για πρώτη φορά στην ιστορία καταδικάσθηκε ως αιρετικό ένα ολόκληρο έθνος, ενώ προηγουμένως οι αιρετικοί ήσαν άτομα. Άρειος, Νεστόριος κλπ. Ή καταδικάζεται ο αρχηγός της αιρέσεως ή καταδικάζεται η αίρεσηόχι όμως έθνος. Για πρώτη φορά οι Φράγκοι καταδικάζουν έθνος, διότι καταδικάζουν τους Γραικούς ως αιρετικούς».
«Μετά έχουμε και το θέμα της επιδράσεως της πολιτικής μιας εποχής επάνω στο δόγμα, που όταν δούμε από ιστορικής απόψεως την εμφάνιση αιρέσεων από την Αποστολική εποχή μέχρι τον Μεσαίωνα, συνήθως οι αιρέσεις έχουν το όνομα του αιρεσιάρχου. Περιγράφονται με το όνομα του αιρεσιάρχου. Σε άλλες περιπτώσεις, με το όνομα της αιρέσεως, όπως ο μονοφυσιτισμός. Έχουμε επίσης γνωστικισμό, ο οποίος είναι και μια ξένη θρησκεία, κλπ.
Τον Μεσαίωνα, κατά τα μέσα του 8ου αι., εμφανίζονται έργα, τα οποία διασώζονται στα Λατινικά, με τους τίτλους, που συνοψίζονται στο Contra errores Graecomm (Κατά των πλανών των Γραικών). Απ’ ό,τι ξέρω, είναι η πρώτη φορά που στηλιτεύεται όχι αιρεσιάρχης, όχι αίρεση, αλλά ένα έθνος. Οπότε, κάτι δεν πάει καλά, γιατί είναι μια καινούρια παράδοση στην μάχη εναντίον των αιρέσεων.
Μετά, πάει κανείς στα Πρακτικά της Συνόδου της Φραγκφούρτης, το 794, για να δει από πού προέρχεται αυτό το Contra errores Graecorum, αυτή η παράδοση. Και εκεί μέσα βρίσκει στην απόφαση της Συνόδου ότι καταδικάζονται ως αιρετικοί οι Γραικοί. Και ως τι αιρετικοί καταδικάζονται; Διότι σε αυτήν την Σύνοδο, παραδόξως, καταδικάσθησαν και οι εικονομάχοι και οι εικονόφιλοι. Καταδικάζονται και οι δύο. Καλά, οι Φράγκοι ήσαν τόσο πολύ έξυπνοι, ώστε να μπορέσουν να διακρίνουν, ότι και οι δύο παρατάξεις, που εμάχοντο στη ρωμηοσύνη ήταν αιρετικοί; Πώς μπορεί και οι δύο να είναι αιρετικοί; Έπρεπε να είχαν λάβει θέση ή υπέρ ή κατά των εικονοφίλων. Αυτοί δεν λαμβάνουν θέση ούτε υπέρ του ενός ούτε υπέρ του άλλου. Καταδικάζουν και τους δύο.
Για να καταδικάσουν και τους δύο, κάτι κρύβεται πίσω από αυτό το πράγμα. Κάτι δεν πάει καλά, γιατί οι Φράγκοι ήσαν βάρβαροι, παραδόξως όμως στην Σύνοδο καταδικάσθηκαν οι Γραικοί. Αλλά προ της Συνόδου υπάρχουν τα Libri Carolini, που διαδίδεται στην παράδοση ότι ο ίδιος ο Κάρολος ο Μέγας τα έγραψε αυτά τα βιβλία, αλλά οι θεωρίες είναι ότι τα έγραψε η συνοδεία του η θεολογική. Εκεί μέσα, στα Libri Carolini, είναι πολύ τυπικό το μίσος για τους Ρωμαίους, όχι για τους Γραικούς. Εκεί στηλιτεύεται το έθνος των Ρωμαίων, ό,τι είναι ρωμαϊκόν. Οπότε, εκεί μέσα είναι η τυπική αφετηρία της σκέψεως των Φράγκων για τους Ρωμαίους».
Επομένως, η αίρεση είναι απόκλιση από την αποκαλυπτική αλήθεια, αλλά και από την μεθοδολογία που οδηγεί στην θέωση. Οι Σύνοδοι, στις οποίες συμμετέχουν θεούμενοι Πατέρες -τουλάχιστον οι περισσότεροι- οριοθετούσαν την αποκάλυψη για να μην αλλοιωθεί και η αποκάλυψη και ο τρόπος που οδηγεί στην θεοπτία.
Οι αιρετικοί πιστεύουν σε έναν θεό, τον οποίο δημιούργησαν με την λογική και την φαντασία τους. Ο Θεός τον οποίον πιστεύουν δεν είναι Θεός της αποκαλύψεως, αλλά της ανακαλύψεως της λογικής και της επεξεργασίας του στοχασμού. Ένας τέτοιος θεός είναι ανύπαρκτος.
«Οι Πατέρες αθέους ονομάζουν και τους αιρετικούς. Τι εννοούν με την λέξη άθεος; Εννοούν ότι αυτός ο θεός στον οποίον πιστεύουν αυτοί δεν υπάρχει. Είναι ανύπαρκτος. Αυτό εννοούν οι Πατέρες της Εκκλησίας ως ανυπαρξία του Θεού στον οποίο πιστεύει ένας αιρετικός ή ειδωλολάτρης. Αυτός ο Θεός δεν υπάρχει. Ποιος Θεός υπάρχει; Ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ. Δηλαδή, για τους Πατέρες, ο μόνος Θεός που υπάρχει είναι ο Θεός ο οποίος ώφθη "τοις Προφήταις, τοις Αποστόλοις, τοις Αγίοις της Εκκλησίας"».
Όταν οι δυτικοί Χριστιανοί πιστεύουν ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού ως ύπαρξη (filioque) και όταν οι σχολαστικοί φιλόσοφοι προσπαθούν με λογικά επιχειρήματα να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού, τότε σημαίνει ότι δεν έχουν προσωπική πείρα του Θεού και ένας τέτοιος Θεός είναι ανύπαρκτος.
«Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λέγανε, αιώνες τώρα, ότι ο Θεός του filioque ή της σχολαστικής θεολογίας δεν υπάρχει. Όταν έρχεται ο Νίτσε και λέει ότι ο θεός πέθανε, καλά έκανε, σωστά τα λέει. Διότι, όταν ο Νίτσε λέει "θεό", εννοεί τον θεό της μεταφυσικής, της σχολαστικής παραδόσεως των Φράγκων. Αυτός ο θεός δεν υπάρχει. Και σε αυτήν την γραμμή, ότι ο θεός πέθανε, υπάρχουν σήμερα πολλοί ευρωπαίοι που δέχονται ότι ο θεός δεν υπάρχει. Εντάξει, πρέπει να συμφωνήσουμε και εμείς. Βέβαια, αυτός ο θεός που πίστευαν οι ευρωπαίοι χρόνια τώρα.
Αυτός ο θεός δεν υπάρχει. Είναι ανύπαρκτος. Καλά κάνουν και τον απεκήρυξαν. Μόνο όταν κανείς πει ότι ο Θεός των Ορθοδόξων δεν υπάρχει, εκεί πρέπει να γίνει συζήτηση».

Η θρησκεία ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο στην ζωή αυτή, ώστε να αντιμετωπίζονται οι ασθένειες, οι θλίψεις, οι στενοχώριες, οι καταστροφές, οι πόλεμοι, «δηλαδή ο Θεός να τα τακτοποιεί όλα κατά τις ανάγκες ή τις επιθυμίες του ανθρώπου», αλλά ενδιαφέρεται και για την μέλλουσα ζωή, ώστε να επικρατήσει η δικαιοσύνη και να επανέλθει η ψυχή του ανθρώπου στην ευδαιμονία.
Έτσι, για τους ανθρώπους είναι απαραίτητη η θρησκεία ώστε να επικρατεί αρμονία στην φύση και στην ζωή των ανθρώπων.
«Με την ανάπτυξη της σημερινής επιστήμης βρέθηκαν στοιχεία που αποδεικνύουν πλέον ότι υπήρχαν θρησκεύματα τα οποία δεν πιστεύανε ότι μετά τον θάνατο υπάρχει ζωή για όλους τους ανθρώπους. Υπάρχουν και άλλα θρησκεύματα που απλώς δεν έδιναν πολλή σημασία στην πίστη για ζωή μετά τον θάνατο, διότι η θρησκεία τότε ήταν η επιστήμη της εποχής εκείνης, κατά την οποία γινότανε η θεοποίηση των δυνάμεων της φύσεως και πιστευόταν ότι το κύριο έργο της θρησκείας ήταν η μαγεία. Οπότε, αφού έκαναν ανάλυση των δυνάμεων της φύσεως, έβλεπαν ότι στην φύση υπάρχει μια βασική πάλη, όχι των τάξεων αλλά των θεών, και αυτή η πάλη γίνεται μεταξύ των θεών της δυσαρμονίας και των θεών της αρμονίας».
Πολλά από τα θρησκεύματα προσπαθούσαν να επιλύσουν αυτά τα προβλήματα.
«Κατάλαβαν ότι στην φύση υπάρχει αρμονία και δυσαρμονία και για να επέλθει ισορροπία, πίστευαν ότι υπάρχει ο θεός του θανάτου, ο θεός της ζωής και της γονιμότητος λατρευόταν σαν θεά συνήθως της γονιμότητος και είχαν στις θρησκευτικές τελετές τους αναπαράσταση των δυνάμεων της φύσεως όπου θριάμβευαν οι θεές της γονιμότητος και οι καλοί θεοί εξουδετέρωναν την δύναμη των θεών του θανάτου και της δυσαρμονίας και κατ' αυτόν τον τρόπο, με την μαγεία αυτή των τελετών πίστευαν ότι εξασφαλίζουν και την αρμονία στην φύση. Οπότε, η αρμονία της φύσης ακολουθούσε τις επιταγές της μαγείας των παπάδων για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Αυτή η προσπάθεια κατ’ αρχήν δεν είχε σχέσεις με την ζωή μετά τον θάνατο, αλλά αυτή η θρησκευτικότητα υπήρχε για να εξασφαλισθούν τα προς το ζην σε αυτήν την ζωή, δηλαδή».
Έπειτα, θεωρείται αναγκαία η θρησκεία για την μέλλουσα ζωή των ανθρώπων, για την ζωή μετά τον θάνατο.
«Έθιξα το θέμα εάν η θρησκεία ταυτίζεται με μια διδασκαλία περί αυτής της ζωής και με μια διδασκαλία περί υπάρξεως Θεού για την μέλλουσα ζωή, για να γίνει η επικράτηση πλήρους δικαιοσύνης. Γιατί πρέπει να υπάρχει ένας δίκαιος Θεός, ο οποίος να κάνει την τελική αξιολόγηση περί της τελικής κρίσεως του ανθρώπου, για να τιμωρηθούν οι άδικοι στην κόλαση και να βραβευθούν τα καλά παιδιά στον παράδεισο, δηλαδή. Οπότε, πρέπει να υπάρχει θρησκεία για να επικρατήσει δικαιοσύνη και για να μη μείνει ανεκπλήρωτος ο πόθος του ανθρώπου για την ευδαιμονία».
Και οι δύο αυτοί λόγοι που δείχνουν ότι είναι αναγκαία η θρησκεία, στηρίζονται σε ψυχολογικά θεμέλια. Αλλά πέρα από αυτό υπάρχουν και τα μεταφυσικά θεμέλια της θρησκείας, όπως διδάσκει ο πλατωνισμός, ο νεοπλατωνισμός και άλλες φιλοσοφικές παραδόσεις της αρχαιότητος. Όταν όμως στην Δύση καταρρίφθηκε η μεταφυσική, καταρρίφθηκε και η θρησκεία η οποία συνδεόταν μαζί της.
«Ένα από τα κύρια γνωρίσματα του Κάρλ Μάρξ και του Λένιν και του Τρότσκι και όλων αυτών, είναι ότι αυτοί απορρίπτουν την μεταφυσική, διότι ταύτισαν την θρησκεία με την μεταφυσική».
«Οι ίδιοι οι μαρξιστές λένε ότι έχει χρεοκοπήσει η θρησκεία, αφού έχει χρεοκοπήσει η μεταφυσική, επειδή έχουν την αντίληψη ότι τα θεμέλια της θρησκείας είναι η μεταφυσική. Τώρα, εάν τα θεμέλια της θρησκείας είναι η μεταφυσική, τότε γιατί οι καλόγεροι πολεμούσαν την μεταφυσική; Μήπως είχαν άλλα θεμέλια;
Λοιπόν, πολεμώντας σήμερα την μεταφυσική οι κομμουνιστές νομίζουν ότι κατεδαφίζουν την θρησκεία, ενώ πρέπει να υποψιάζεται κανείς ότι, εφ' όσον η Εκκλησία αντιτάχθηκε στον Κοραή, μήπως δεν υπάρχουν θεμέλια μεταφυσικά στην Ορθοδοξία εφ' όσον βλέπουμε τους Πατέρες ότι αντιτάσσονταν και στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα και σε όλους τους φιλοσόφους της εποχής τους; Είναι και αυτό ενδεικτικό».
Πάντως, η ειδωλολατρεία και η μεταφυσική, που είναι θρησκευτικές παραδόσεις, ταύτιζαν το άκτιστο με το κτιστό.
«Με τον όρο θρησκεία εννοούμε κάθε ταύτιση του ακτίστου με το κτιστόν και μάλιστα κάθε ταύτιση παραστάσεων του ακτίστου με νοήματα και ρήματα της ανθρωπίνης σκέψεως που είναι το θεμέλιο της λατρείας των ειδώλων».
Επίσης, η θρησκεία συγχέει και ταυτίζει την λογική με την νοερά ενέργεια του ανθρώπου. Αυτό δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα, διότι η νοερά ενέργεια, όταν λειτουργεί σωστά, κάνει τα αδιάβλητα πάθη να παραμένουν αδιάβλητα και να μη μετατρέπονται σε διαβλητά. Για παράδειγμα, μπορεί να ικανοποιείται το αδιάβλητο πάθος της πείνας, χωρίς να γίνεται διαβλητό πάθος, ήτοι γαστριμαργία. Συγχρόνως, η νοερά ενέργεια βοηθά τα διαβλητά πάθη (γαστριμαργία) να μετατραπούν σε αδιάβλητα (χρησιμοποίηση αναγκαίων για το ζην). Όταν, όμως, η νοερά ενέργεια δεν λειτουργεί φυσιολογικά, τότε ο άνθρωπος κυριαρχείται από τα πάθη και αυτό έχει συνέπειες και στην σχέση του με τον Θεό.

«Στην φυσική της κατάσταση η νοερά ενέργεια ρυθμίζει τα πάθη, δηλαδή της πείνας, της δίψας, του ύπνου, του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως, δηλαδή της αυτοσυντηρήσεως, ώστε να είναι αδιάβλητα. Στην νοσούσα κατάσταση τα πάθη γίνονται διαβλητά. Αυτά, σε συνδυασμό με την αδέσποτη πλέον φαντασία, δημιουργούν μαγικές θρησκείες για την χαλιναγώγηση των στοιχείων της φύσεως ή και την επί πλέον σωτηρία της ψυχής από την ύλη στην κατάσταση της ευδαιμονίας ή και της ευδαιμονίας με σώμα και ψυχή».
«Τα νοήματα του εγκεφάλου, που είναι όλα από το περιβάλλον, γίνονται νοήματα της νοερός ενεργείας της ριζωμένης πάντα στην καρδιά. Έτσι, ο παθών (αυτός που έχει πάθη) γίνεται δούλος του περιβάλλοντός του. Ως εκ τούτου συγχέει ορισμένα νοήματα που προέρχονται από το περιβάλλον με τον θεό ή τους θεούς του».
Από όλα αυτά φαίνεται ότι οι θρησκείες συνδέονται στενά με την μαγεία, ως εξευμένιση του Θεού, την δεισιδαιμονία, ως ταύτιση του Θεού με την κτίση, όπως πρεσβεύει και ο πανθεϊσμός, αλλά και με τον μυστικισμό, ως επαναφορά της φύσει αθανάτου ψυχής στον αγέννητο κόσμο των ιδεών από τον οποίο εξέπεσε. Και οι τρεις αυτές περιπτώσεις (μαγεία, δεισιδαιμονία, μυστικισμός) συνιστούν πνευματική ασθένεια, αφού είναι πίστη σε έναν ανύπαρκτον θεό. Σε αυτό το σημείο επικεντρώνεται όλος ο αγώνας των Προφητών, Αποστόλων και Αγίων.
«Οι Πατριάρχες και οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, οι Απόστολοι και οι Προφήτες της Καινής Διαθήκης και οι διάδοχοί τους γνωρίζουν καλώς την νόσον της θρησκείας και τον ιατρό που την θεραπεύει, δηλαδή τον Κύριο (Ιαχβέ) της δόξης. Αυτός είναι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών. Εθεράπευσε την νόσο αυτήν στους φίλους και πιστούς Του προ της ενσαρκώσεώς Του και συνεχίζει και ως Θεάνθρωπος να την θεραπεύει».
Έτσι, η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία για να πιστεύει σε έναν ανύπαρκτον Θεό και να χρησιμοποιεί την μαγεία, την δεισιδαιμονία και τον μυστικισμό, αλλά είναι το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού. Εκείνο που διακρίνει την Εκκλησία από την μαγεία, την δεισιδαιμονία και τον μυστικισμό είναι τα Μυστήρια - Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Ευχαριστία - σέ συνδυασμό με την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, που είναι μια συγκεκριμένη θεραπευτική πράξη. Με αυτήν την μεθοδολογία δεν συγχέεται η νοερά με την λογική ενέργεια, δεν επηρεάζεται ο νους από τα πάθη και το περιβάλλον, δεν ταυτίζεται το Άκτιστο με το κτιστό.
«Η μεθοδολογία που ακολουθεί ένας Ορθόδοξος Χριστιανός είναι πολύ διαφορετική από την μεθοδολογία που ακολουθεί ένας οπαδός μιας οποιασδήποτε άλλης θρησκείας. Αυτό τώρα, συναισθηματικά, μπορεί να σοκάρει, διότι έχουμε συνηθίσει να περιγράφουμε ως άθεους τους μαρξιστές και δεν περιγράφουμε ως άθεο κανέναν άλλον».
Όπως τονίσθηκε, με καθαρά θεολογικές προϋποθέσεις, οι οπαδοί των θρησκειών και οι αιρετικοί χαρακτηρίζονται από τους Πατέρες ως άθεοι, γιατί πιστεύουν και λατρεύουν έναν θεό που δεν υπάρχει, Αυτό δεν συμβαίνει με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
«Νομίζω ότι για να τοποθετήσουμε σωστά τα ερωτήματα αυτά, πρέπει να αποβάλλουμε την ιδέα ότι η Ορθοδοξία είναι θρησκεία σαν τις άλλες θρησκείες. Δεν είναι θρησκεία η Ορθοδοξία».
Βεβαίως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία παρατηρούνται μερικά εξωτερικά γνωρίσματα που υπάρχουν στις άλλες θρησκείες, αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά στην μεθοδολογία γνώσεως του Θεού.
«Η Ορθοδοξία δεν είναι μόνον θρησκεία. Βέβαια, από μιας απόψεως δεν είναι καν θρησκεία η Ορθοδοξία. Εγώ θα έλεγα δεν είναι μόνον θρησκεία. Αλλά, τουλάχιστον, δεν είναι θρησκεία ταυτιζομένη με την δεισιδαιμονία».
«Η Ορθοδοξία, πιστεύω προσωπικά, έχει άμεση σχέση με την ψυχιατρική, με την ψυχολογία, με την ιατρική, με την βιολογία και με την χημεία, δηλαδή, γενικά με όλες τις θετικές επιστήμες. Και το μεγαλύτερο κακό που έχει γίνει στην Ελληνική Ορθοδοξία, και ίσως σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, είναι αυτός ο προσανατολισμός του νεοελληνισμού και της νεοελληνικής θεολογίας, ο προσανατολισμός αυτός, ο βλακώδης προσανατολισμός στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και σε οποιαδήποτε φιλοσοφία. Έπρεπε η θεολογία να είναι προσαρμοσμένη προς τις θετικές επιστήμες και να χρησιμοποιηθεί η Ορθόδοξη πατερική αντίληψη περί ανθρώπου, που είναι, βέβαια, η βιβλική αντίληψη περί ανθρώπου».
Δυστυχώς, μετά την απελευθέρωση του Ελλαδικού χώρου και την συγκρότηση του Ελληνικού κράτους η Εκκλησία μετατράπηκε σε μια «ηθική θρησκεία», που χρησιμεύει στο Κράτος, γιατί επιβάλλει μια ισορροπία στην κοινωνία, και η ίδια χρειάζεται το Κράτος. Έτσι εξηγείται ο διωγμός εναντίον του μοναχισμού που βίωνε την θεραπευτική μέθοδο, ήτοι την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση.
«Στα χρόνια μετά την Ελληνική επανάσταση έγινε ο διωγμός εναντίον του μοναχισμού. Οι καλόγεροι ήσαν οι αίτιοι όλων των κακών του έθνους. Εξ αιτίας των μοναχών έπεσε η Κωνσταντινούπολη. Εξ αιτίας των μοναχών καταστράφηκε ο στρατός, διαλύθηκε το Κράτος, γίναμε αγράμματοι, δεν είμαστε τώρα ευρωπαίοι. Για όλα φταίνε οι καλόγεροι.
Εδώ ζήσαμε κάτω από τους Τούρκους συναγωνιζόμενοι έναν φοβερό εχθρό, που μπορούσε να μας εξοντώσει για το παραμικρό κάθε φορά, ενώ επιζήσαμε τόσους αιώνες. Κατ' αυτόν τον τρόπο, φθάσαμε σε ένα σημείο, που σχεδόν χρειαζόμαστε τα στηρίγματα του Κράτους για να στηριχθεί η Εκκλησία κ.ο.κ.
Όταν κανείς βλέπει την αρχαία Εκκλησία, βλέπει ότι ο αρχαίος Κλήρος μοιάζει περισσότερο με μια ομάδα από γιατρούς, παρά με μια ομάδα από τους σημερινούς Κληρικούς. Αν πάρει κανείς τον σημερινό Ορθόδοξο Κληρικό και τον συγκρίνει με τον αρχαίο παπά ή τον δεσπότη της αρχαίας Εκκλησίας και πάρει έναν ψυχίατρο και τον συγκρίνει με τον αρχαίο Κληρικό, θα δει περισσότερη ομοιότητα να υπάρχει μεταξύ του ψυχιάτρου του σημερινού και του Επισκόπου ή παπά της αρχαίας Εκκλησίας, παρ’ ότι υπάρχει μεταξύ του σημερινού Κληρικού και του αρχαίου Κληρικού. Όχι εξ επόψεως πίστεως, αλλ' εξ επόψεως μεθόδου».
Επομένως, η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει στον Θεό των Προφητών, των Αποστόλων και των Αγίων, είναι το Σώμα του Χριστού και αγιάζει τα μέλη της. Οι Χριστιανοί διδάσκονται και βοηθούνται από τον Χριστό να αποβάλλουν την μαγεία, την δεισιδαιμονία, τον μυστικισμό, να αρνηθούν τα είδωλα και την λατρεία τους και να μεθέξουν κατά ποικίλους βαθμούς τής Ακτίστου ενεργείας του Θεού. Έτσι, οι Χριστιανοί δεν είναι «άθεοι εν τω κόσμω» (Εφ. Β΄, 12), αλλά είναι εσταυρωμένοι, ως προς τα πάθη, και αποκτούν την γνώση του αληθινού Θεού.
("Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.)
Πηγή: Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

ΕΜΠΟΝΟΣ ΚΡΑΥΓΗ
ΚΕΛΛΙΩΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΗΜΩΝ
ΜΑΡΤΙΟΣ 2017
Ἀπὸ τὶς 27 Ἰουνίου 2016 ἔχουν εἰσέλθει εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας αἱ ἀποφάσεις τῆς συνόδου εἰς τὸ Κολυμπάριον Κρήτης. Τὰ κείμενα τῶν ἀποφάσεων ποὺ ἐδημοσιεύθησαν, κατ᾽ ἐντολὴν πρέπει νὰ ἔχουν «πανορθόδοξον κῦρος» (Κανονισμὸς ὀργανώσεως... Ἄρθρον 13, §2).
῾Όμως, κατὰ τούς παρελθόντας ἤδη ἐννέα μῆνας, αἱ ἀποφάσεις αὐταὶ ἔχουν γίνει «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» καὶ αἴτιον σφοδρᾶς διαμάχης. Ἔχουν δημοσιευθῆ πολλὰ σημαντικὰ ἐπικριτικὰ κείμενα ἀπὸ Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερὰς Συνόδους Ἐκκλησιῶν. Ἐπειδὴ τὰ κείμενα τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου ἅπτονται τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἡ ὁποία εἶναι ἡ βάσις καὶ τὸ θεμέλιον καὶ τῆς ἡμετέρας ἀσκήσεως ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καὶ τῆς ὅλης ἀφιερώσεως τῆς ζωῆς ἡμῶν εἰς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ ἐπειδὴ μᾶς ἐπιβάλλονται ὡς ἔχοντα πανορθόδοξον κῦρος, διὰ τοῦτο μετὰ προσοχῆς καὶ προσευχῆς τὰ ἐμελετήσαμεν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσπερασθοῦν μὲ ἀδιαφορίαν καὶ νὰ παραβλεφθοῦν, διότι δὲν εἶναι ἁπλαῖ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» προσωπικαὶ διακηρύξεις – ὅπως ἕως τώρα συνέβαινε – ἀλλ᾽ ἔχουν καὶ τὰς ὑπογραφὰς τῶν Προκαθημένων καὶ εὐαρίθμων Μητροπολιτῶν τῶν συνόδων δέκα αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἐκ τῶν δεκατεσσάρων εἰς τὸ σύνολον.
Πίστις, λοιπόν, τὸ προκείμενον καί «πίστις ἐστὶ τὸ πολεμούμενον καὶ κοινὸς σκοπὸς ἅπασι τοῖς ἐναντίοις καὶ ἐχθροῖς τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας, τὸ στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως κατασεῖσαι...» (Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος § 25, ΒΕΠΕΣ 52, σελ. 251). Εἰς τὴν ἰδίαν «συχνότητα» τῶν λόγων τοῦ Μ. Βασιλείου, ἔχομε νωποὺς τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου: «Σήμερα προσπαθοῦν νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστη, γι᾽ αὐτὸ ἀφαιροῦν σιγά-σιγὰ ἀπὸ καμμία πέτρα, γιὰ νὰ σωριασθῆ τὸ οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. Ὅλοι ὅμως εὐθυνόμαστε γιὰ τὸ γκρέμισμα αὐτό. Ὄχι μόνον αὐτοὶ ποὺ ἀφαιροῦν τὶς πέτρες καὶ τὸ γκρεμίζουν, ἀλλὰ καὶ ὅσοι βλέπουμε νὰ γκρεμίζεται καὶ δὲν προσπαθοῦμε νὰ τὸ ὑποστυλώσουμε» (Ἁγίου Παϊσίου, Λόγοι Β´, Ἔκδ. Ἱ. Μ. Σουρωτῆς, σ.20).
Ἀκολουθοῦντες, λοιπόν, τὰς ἐντολὰς καὶ τὴν παράδοσιν τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, ἐμελετήσαμεν μετὰ προσοχῆς καὶ προσευχῆς, ὅπως ἐλέχθη, τὰ συνοδικὰ κείμενα. Κάτωθι, ἀναφέρομεν συνοπτικῶς τὰς ἡμετέρας διαπιστώσεις.
1. Εἰσαγωγικῶς καὶ γενικῶς, θὰ πρέπῃ νὰ ἐπισημανθῇ τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὰ κείμενα ὑπάρχουν καὶ ἀρκεταὶ φράσεις, ἐπιδεχόμεναι καὶ Ὀρθόδοξον καὶ αἱρετικὴν ἑρμηνείαν, ὅπως ἐπίσης καὶ μερικαὶ σαφῶς Ὀρθοδοξόταται διατυπώσεις. Τὸ τελευταῖον αὐτό, ὅμως, – πολλῷ μᾶλλον τὸ πρῶτον – οὐδόλως εἶναι ἱκανὸν νὰ μᾶς καθησυχάσῃ καὶ ἐπαναπαύσῃ, ἐφ᾽ ὅσον – ὅπως θὰ δειχθῇ κατωτέρω – παραλλήλως συνυπάρχουν καὶ αἱ ἀντίστοιχοι κακόδοξοι τοιαῦται. Ἁπλῶς εὑρισκόμεθα πρὸ φαινομένου κλασσικῆς διγλωσσίας. Ὅπως ἐδήλωσεν χαριτολογῶν ἱεράρχης, συμμετέχων μάλιστα εἰς τὴν σύνοδον: «Ἡ σύνοδος μᾶς τὰ ἔδωσε ὅλα. Ὁ καθεὶς διαλέγει καὶ παίρνει ὅ,τι θέλει!».
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, ὅμως, ἄλλως ἔπραττον καὶ ἄλλως μᾶς ἐδίδαξαν. Ὁ λόγος των δὲν ἦτο «ναὶ καὶ οὔ», ἀλλά «ναί, ναὶ καὶ οὔ, οὔ» (Β´ Κορ. α´, 17-20 καὶ Ἰακ. ε´, 12), ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας προστάσσει (Ματθ. ε´, 37). Εἰς τὰς Ἱερὰς Συνόδους δὲν προσεπάθουν διὰ τῆς διγλωσσίας νὰ ἐπαναπαύσουν εἰς τὴν πλάνην των τοὺς αἱρετικούς, ἐπιφέροντες οὕτω καὶ σύγχυσιν εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, οὔτε ἐφεύρισκον καὶ ἐχρησιμοποίουν ἀμφισήμους διατυπώσεις, συστεγαζούσας ἀλήθειαν καὶ πλάνην, πρὸς ἐπιτυχίαν μιᾶς κακῶς νοουμένης ψευδεπιγράφου ἑνότητος. Τοὐναντίον, ἠγωνίζοντο μέχρις ἐσχάτων διὰ τὴν ἐξάλειψιν καὶ τοῦ παραμικροῦ ι (ἰῶτα), τὸ ὁποῖον θὰ συνετέλει εἰς αἱρετικὴν διατύπωσιν (Πρβλ. τοὺς ἀγῶνας των κατὰ τοῦ «ὁμοιουσίου»), καὶ ἐπέμενον ἀνυποχωρήτως καὶ διὰ τὴν συμπερίληψιν καὶ τῆς παραμικρᾶς προθέσεως, ὥστε ἡ διατύπωσις νὰ ἀποκλείῃ αἱρετικὴν παρερμηνείαν καὶ νὰ διασφαλίζῃ τὴν Ὀρθόδοξον ἑρμηνείαν. (Πρβλ. τὴν ἐπιμονήν των διὰ τὴν ἀποδοχὴν καὶ τοῦ «ἐν δύο φύσεσιν», καὶ ὄχι μόνον τοῦ «ἐκ δύο φύσεων» τῶν μετριοπαθῶν Μονοφυσιτῶν).
2. Ἐπὶ τῶν ἄρθρων τοῦ Κανονισμοῦ τῆς συνόδου, ἔχομεν ἐν πρώτοις νὰ παρατηρήσωμεν ὅτι, βάσει τοῦ ἄρθρου 8 § 2 καὶ ἄρθρ. 9 § 3, ἀπαγορεύετο ἡ ἐλευθέρα τοποθέτησις τῶν ἐπισκόπων, ἢ καὶ αὐτῶν τῶν προκαθημένων, ἐπὶ νέων μὴ ὁμοφώνως συμπεφωνημένων ζητημάτων εἰς τὰς προσυνοδικὰς διασκέψεις τῶν ἐπιτροπῶν. Ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὅμως ἱστορίας γνωρίζομεν ὅτι, εἰς τὰς οἰκουμενικὰς ἁγίας καὶ μεγάλας Συνόδους, ὑπῆρχε ἡ πλήρης ἐλευθερία οἱουδήποτε ἐπισκόπου καὶ ποιμενάρχου, νὰ θέςῃ ἕνα ζήτημα, πίστεως ἢ ποιμαντικὸν, πρὸς συζήτησιν καὶ ἐπίλυσιν. Ὡς παράδειγμα, ἀναφέρομεν τὴν πρώτη πρᾶξιν τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς καὶ δὴ τὴν συζήτησιν τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Ταρασίου μετὰ τῶν μοναχῶν.
Εἰς τὸ ἄρθρο 11 § 2, καθορίζεται ἡ «ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας» τῶν τροπολογιῶν ἐπὶ τῶν ἀρχικῶν προσυνοδικῶς συμπεφωνημένων κειμένων, πρὸς διαμόρφωσιν τῶν τελικῶν κειμένων, καθὼς καὶ ἡ ἀπόρριψις τῶν μὴ ὁμοφώνως ἀποδεκτῶν τροπολογιῶν. Κατ᾽ ἀρχάς, εἶναι ἐξόφθαλμον ὅτι καὶ μόνη ἡ διαφωνία καὶ ἡ μὴ συμμετοχὴ τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων καταργεῖ τὸ ἄρθρον καί, κατὰ συνέπειαν, τὴν νομιμότητα τῆς συνόδου.
Πέραν τούτου, εἴδαμε ἐπὶ τοῦ πρακτέου, νὰ ὑπάρχῃ διαφωνία ἐπὶ δογματικῶν ζητημάτων, καὶ εἰς τὰ προσυμπεφωνημένα, καὶ εἰς τὰ τελικὰ μὲ τὰς τροπολογίας, καὶ νὰ συνεχίζουν οἱ πλειοψηφοῦντες καὶ οἱ διαφωνοῦντες ὡς νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε. Ἐρωτῶμεν εὐθαρσῶς, ἦτο σύναξις ἁγιοπνευματική, ποιμένων ὁμονοούντων ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ;
Διότι, δημιουργήθηκε ἔτσι νέα καὶ πρωτοφανὴς ἐκκλησιαστικὴ κατάστασις, ὅπου μειοψηφοῦντες ἀρχιερεῖς νὰ διαφωνοῦν ἐπὶ δογματικῶν ζητημάτων καὶ νὰ εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν αἱρετίζουσαν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας.
Εἰς τὸ ἄρθρο 12 § 1-3 καθορίζεται ἡ ψήφισις τῶν κειμένων τῆς συνόδου μόνον ὑπὸ τῶν προκαθημένων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτό, ὑπενθυμίζομεν τὴν συνοδικὴν Ὀρθόδοξον παράδοσιν τῆς πλήρους καὶ ὁμοτίμου συμμετοχῆς τῶν ἀπανταχοῦ ἐπισκόπων, νοουμένων ὡς ποιμένων. Εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Κολυμπαρίου ἔχομε διὰ πρώτην φορὰν νὰ ἐκπροσωποῦνται οἱ παρόντες ἐπίσκοποι ἀπὸ τὸν προκαθήμενόν τους.
Ἡ ὀδυνηρὰ συνέπεια εἶναι ὅτι ἀκυρώνεται ἡ διαχρονικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ τοῦ ὁμοτίμου, ἐπισκόπου πρὸς ἐπίσκοπον. Διεχωρίσθησαν οἱ ἐπίσκοποι εἰς τοὺς κυριαρχικὰ πρώτους, τοὺς προέδρους τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ἀπὸ τοὺς περὶ αὐτοὺς ἐπισκόπους, δίκην αὐλικῶν. Ἔτσι δημιουργήθηκε εἰς αὐτὴν τὴν σύνοδον μία τετραώροφος ἀρχιερωσύνη (δηλ. ὁ πρῶτος – προκαθήμενοι – λοιποὶ παρόντες – ἀποκλεισθέντες)· καὶ ἡ διαβάθμισις αὐτὴ τῆς ἑνιαίας ἀρχιερωσύνης δὲν παρουσιάζεται ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντας τῆς συνόδου ὡς ἁπλῆ διοικητική, ἀλλὰ ὡς ἔχουσα θεολογικὰς βάσεις, κάτι τὸ ὁποῖον εἶναι ἀλλότριον τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας.
Τέλος, βάσει τοῦ ἄρθρου 14, «νομίμως» ἦσαν προσκεκλημένοι, εἰς τὴν ἔναρξιν καὶ εἰς τὴν λῆξιν τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου, ἀνίεροι ἑτερόδοξοι ψευδεπίσκοποι, πρὸς τοὺς ὁποίους μάλιστα ἐξεφράσθησαν μὲ πλῆθος ἐπαίνων, ὁ πρῶτος τῆς συνόδου, οἱ προκαθήμενοι καὶ πλειὰς ἱεραρχῶν.
Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου, τὸν ὁποῖον ὅμως δὲν ἀκολουθοῦν οἱ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, «τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ, τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ, ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;» (Β´ Κορ. στ΄, 14-15). Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἐξεφώνουν τὸ «ἀνάθεμα» κατὰ τῶν ἀμετανοήτων αἱρετικῶν· ἐμεῖς τοὺς ἐγκωμιάζομε!
Παραλείπομε νὰ σχολιάσωμεν ἀνηκούστους παραβιάσεις τοῦ Κανονισμοῦ – ὡς λ.χ. τὴν ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Σερβίας ὑπογραφὴν κειμένου, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ διαφωνοῦντες ἐπίσκοποί του ἦσαν ὑπερδιπλάσιοι τῶν συμφωνούντων(!), ἢ τὴν ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου παράνομον τοποθέτησιν τῆς ὑπογραφῆς του ἀντὶ τῆς ὑπογραφῆς τῶν μὴ ὑπογραψάντων διαφωνούντων ἐπισκόπων του(!!!) - διότι τοιαῦτα ἐξωφρενικὰ δὲν συμβαίνουν, ὄχι εἰς Ἁγίαν Σύνοδον, ἀλλ᾽ οὔτε εἰς ἀρχαιρεσίας τοῦ εὐτελεστέρου συλλόγου, παρὰ μόνον εἰς δικτατορικὰ καθεστῶτα.
Τὸ συμπέρασμα αὐτῆς τῆς ἑνότητος εἶναι ὅτι καὶ ὁ Κανονισμὸς λειτουργίας τῆς συνόδου ἦταν καινοφανὴς καὶ ἀντορθόδοξος, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ πράξει καὶ αὐτὸς ὁ ἀντορθόδοξος Κανονισμὸς πολλάκις παρεβιάσθη!
3. Εἰς τὴν «Ἐγκύκλιον» τῆς συνόδου, κεφ. 1 § 1, ἀναφέρεται ἡ Ἐκκλησία, «ὡς εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἡ ἀναφορὰ αὐτή δὲν ἔχει καμμίαν πατερικὴν παραπομπήν, οὔτε καὶ ἀναλύεται. Εἰς τὸ προσυνοδικὸν κείμενο «Ἡ Ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ», εἰς τὴν πρώτην παράγραφον τοῦ Β´ κεφαλαίου ὑπῆρχεν ἡ ἀναφορὰ διὰ τὸν ἄνθρωπον «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατὰ χάριν διὰ τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τὴν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωὴν καὶ κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων». Ἡ ἀναφορὰ αὐτή, ἡ ὁποία ἡρμήνευεν τὴν ὡς ἄνω θέσιν, ἀπηλείφθη καὶ ἔτσι ἔμεινεν μόνον ὡς τίτλος τοῦ πρώτου κεφ. τῆς Ἐγκυκλίου. Ἡ ἀμάρτυρος αὐτὴ θέσις, εἰς ὅλην τὴν ἁγιοπατερικὴν παράδοσιν, δημιουργεῖ πρόβλημα, διότι γίνεται εἴσοδος ψευδωνύμου διδασκαλίας.
Εἰς τὰς 17 Νοεμβρίου 2016, ἔγινεν εἰς τὸ Κολυμπάρι σεμινάριον μὲ θέμα «Εἰσαγωγὴ εἰς τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου». Εἰς τὸ μήνυμά του πρὸς τὸ σεμινάριον, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δίδει τὴν κεκαλυμμένην ἑρμηνείαν τῆς ὡς ἄνω θέσεως, ἀναφέρων: «Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ οὐσία τῆς συνοδικότητος τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, καθὼς ἡ πηγὴ τῆς ἀρχῆς αὐτῆς εὑρίσκεται εἰς τὴν σχέσιν τῶν τριῶν προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος, τὰ ὁποῖα καὶ ἐνεργοῦν συνοδικῶς εἰς τὸ σχέδιον τῆς σωτηρίας ἑνὸς ἐκάστου μέλους» (panorthodoxSynod.blogspot.gr/Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016).
Περισσότερον ἀναλυτικὴν ἑρμηνείαν τῆς θέσεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «εἰκόνα τῆς ῾Αγίας Τριάδος», κάνει ὁ «θεολογικός» νοῦς τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, ὁ Μητροπ. Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, ὁ ὁποῖος, ἀναφερόμενος εἰς τὸ «Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» § 63 τοῦ Μεγ. Βασιλείου, γράφει: «Ἀντὶ νὰ κάνει λόγο γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ σὲ σχέση μὲ τὴ φύση του, προτιμᾶ νὰ ὁμιλεῖ γι᾽ αὐτὴ σὲ σχέση μὲ τὴν κοινωνία τῶν προσώπων· ἡ “κοινωνία” εἶναι γιὰ τὸν Βασίλειο ὀντολογικὴ κατηγορία. Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινωνία. Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι τὰ πρόσωπα προηγοῦνται ὀντολογικὰ τῆς κοινῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅτι ἡ μία οὐσία τοῦ Θεοῦ συμπίπτει μὲ τὴν κοινωνία τῶν Τριῶν Προσώπων». (Μητρ. Περγάμου Ἰωάννου, Ἔργα Α´, ἐκδόσεις ΔΟΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2016, σελ. 260-261). Βεβαίως μὲ μίαν ἁπλῆν ἀνάγνωσιν τοῦ κειμένου τοῦ Ἁγ. Βασιλείου, γίνεται φανερὸν ὅτι κακοποιεῖται καὶ διαστρεβλώνεται ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου.
Εἰς ἄλλα κείμενά του ὁ Μητροπολ. Περγάμου γίνεται περισσότερον ἑρμηνευτικὸς αὐτῆς τῆς θέσεως. «Πρωτεῖο ὑπάρχει ἀκόμη καὶ στὴ ζωὴ τῆς Τριάδος, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ὁ Πατήρ ἡ “αἰτία” τῶν Τριαδικῶν Προσώπων... Τὸ πρωτεῖο στὴν τοπικὴ ἐκκλησία ἀναδύθηκε μέσα ἀπὸ τὴν Tριαδολογικὴ καὶ Xριστολογικὴ θεολογία, οἱ ρίζες του εἶναι βαθιὰ θεολογικές... Ὅτι τὸ πρωτεῖο αὐτὸ ἀποτυπώνεται στὴν Τριαδολογικὴ θεολογία καὶ στὴν Χριστολογία εἶναι προφανές, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ primus (ὁ ἐπίσκοπος) νοεῖται ὡς ἐπέχων στὴν Ἐκκλησία τὴν θέσι (τὸν τόπο) τοῦ Πατρός» (Conciliarity and Primacy, Metropolitan of Pergamon John Zizioulas, Θεολογία 2/2015, σελ. 29-30).
Ἐκ τῶν ἰθυνόντων, λοιπόν, τῆς συνόδου, βλέπομε σαφῶς ἀποκαλύπτεται ἡ ἑρμηνεία τῆς ὡς ἄνω θέσεως, ἡ ὁποία εἶναι: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος – Ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι μία σύνοδος Τριῶν προσώπων. Εἰς αὐτὴν τὴν σύνοδον ὁ Πατὴρ εἶναι ὁ πρῶτος, ὅστις καὶ διασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς Ἁγιοτριαδικῆς συνόδου – Ἑπομένως, καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι μία διαρκὴς σύνοδος, ἥτις διὰ «Θεολογικούς» λόγους ἔχει ἀνάγκην ἕναν πρῶτον, καὶ μάλιστα παγκόσμιον.
Εἰς αὐτὸ τὸ θεολογικὸν κατασκεύασμα, ἔχομε συνοπτικῶς τὰς ἑξῆς αἱρέσεις.
Πρῶτον , οὐδέποτε οἱ Ἅγιοι Πατέρες θέτουν εἰς μίαν ἑνιαίαν ὑπαρκτικὴν ὁμοιότητα καὶ ἀναλογίαν, τὴν Θεολογίαν (δηλ. τὴν ἐνδοτριαδικὴν ζωήν) μὲ τὴν Οἰκονομίαν (δηλ. τὴν σχέσιν τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμον καὶ τὴν ἐκκλησίαν). Μόνον ἡ παπικὴ θεολογία τὸ δέχεται ὡς ὅρον πίστεως, συμφώνως πρὸς τὴν analogia entis. Κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἀρχήν, ἡ κτιστὴ φύσις εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν ἄκτιστον φύσιν. Μέσα ἀπὸ τὴν μελέτην τῆς κτιστῆς πραγματικότητος, κατανοεῖται καὶ περιγράφεται ἡ ἄκτιστος φύσις, μὲ ἐργαλεῖον τὴν ἀνθρωπίνην νόησιν. Ἡ Ὀρθόδοξος ὅμως Θεολογία, ἡ μόνη ἀληθινὴ πίστις, ὁμολογεῖ ὅτι ὁ ἄκτιστος Τριαδικὸς τρόπος ὑπάρξεως εἶναι ἀμέθεκτος καὶ ὑπὲρ πᾶσαν νόησιν. Οὐδέποτε μποροῦμε νὰ εἰποῦμε μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια εἴτε ὅτι εἶναι σύνοδος ἡ Ἁγία Τριάς, εἴτε ὅτι εἶναι κοινωνία.
Δεύτερον , ἐὰν ὅπως ἰσχυρίζονται, ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι σύνοδος (μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια), συνεπάγεται ὅτι κάθε θεῖον Πρόσωπον ἔχει ἰδικήν του ὑποστατικὴν ἐνέργειαν, ἡ ὁποία συνέρχεται ἐν συνόδῳ μὲ τὰ ὑπόλοιπα θεῖα πρόσωπα. Εἰς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, ποὺ μαθητεύουν καθημερινῶς εἰς τὰ κείμενα τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ Ἁγία Τριὰς ἔχει μίαν ἐνέργειαν, μίαν δόξαν, μίαν θέλησιν, μίαν πρόνοιαν, διότι ἔχει μίαν οὐσίαν (= ὁμοούσιος). Ἂν δεχθῶμεν τὴν Ἁγίαν Τριάδα ὡς σύνοδον, τότε συνεπάγεται ὅτι ἔχομεν τρεῖς ἐνεργείας προσώπων τὰ ὁποῖα συνέρχονται συνοδικῶς, ὁπότε αὐτομάτως ὁδηγούμεθα εἰς τρεῖς οὐσίας, διότι ἡ κάθε οὐσία ἔχει καὶ τὴν ἰδικήν της ἐνέργειαν. Ἑπομένως, χάνομε τὸ ὁμοούσιον, διὰ τὸ ὁποῖον οἱ Ἅγιοί μας ἔδωσαν μάχας καὶ αἷμα, καὶ καταλήγομεν εἰς τριθεΐαν, εἰς τρεῖς ἱεραρχημένους Θεούς, μὲ πρῶτον τὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος διαφυλάσσει τὴν ἑνότητα αὐτῆς τῆς Τριάδος, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὴν ἀληθινὴν Ἁγίαν Τριάδα.
4. Μελετῶντες τὰ κείμενα τῆς συνόδου, πολλάκις συνηντήσαμε φράσεις περί «ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος» («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδ. Ἐκκλησίας...» §4, §19, §22, §24), περί «προωθήσεως τῆς ἑνότητος» («Σχέσεις...» §16), περί «φανερώσεως τῆς ἑνότητος» («Ὀρθόδ. Διασπορά» §2, γ), καὶ συγκρίνοντες μὲ τὸ Unitatis Redintegratio (τὸ διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β΄ Βατικανῆς), εἴδαμε ἀκριβῶς τὰς ἰδίας ἐκφράσεις καὶ ἐκεῖ, μὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα (UR § 1 § 5).
Τὴν λύπην αὐτῆς τῆς διαπιστώσεως μᾶς τὴν διεσκόρπισεν ἡ ἀπόφασις τῆς Ἱερὰς Συνόδου Πατριαρχ. Βουλγαρίας, ἡ ὁποία εἰς τὰ σημεῖα ποὺ σχολιάζει τὰς §4, §5 καὶ §12 τοῦ κειμένου «Σχέσεις», ἀναφέρει σχετικῶς: «Ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ἑνότητα ὅλων, δὲν σημαίνει τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μὲ ἄλλους χριστιανούς, λὲς καὶ ἡ ἑνότης εἶναι κάτι ποὺ ἔχει χαθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἐννοεῖ εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στοὺς κόλπους της, ὅσων ἔχουν ἐκπέσει ἐξ αὐτῆς, μέσα ἀπὸ τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα καὶ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἐπὶ πλέον, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (τοῦ Πατριαρχ. Βουλγαρίας), δηλώνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχθῆ τὶς διάφορες θεωρίες περὶ αὐτῆς τῆς ἑνότητος ποὺ ἐπικρατοῦν στοὺς ἑτεροδόξους, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὴν θεωρία τῆς “ἀοράτου Ἐκκλησίας”, τὴν “θεωρία τῶν κλάδων” καὶ τὴν θεωρία τῆς “ἰσότητος τῶν δογμάτων”, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν νοεσύστατη θεωρία τῆς “βαπτισματικῆς θεολογίας”, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὑπάρχει μία ἀρχέγονη ἑνότητα σὲ ἕνα “κοινὸ βάπτισμα”. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας ἐδήλωσε ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ θεωρίες συνδέονται μὲ τὴν διδαχὴ περί “κτιστῆς χάριτος” τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἔχει καταδικασθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία».
«Τὴν δήλωσιν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συμμετέχει σὲ οἰκουμενιστικὲς πρωτοβουλίες “μὲ στόχο τὴν ἀναζήτησιν τῆς (ἀπωλεσθείσης) ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν”, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὴν θεωρεῖ ἀπαράδεκτη καὶ ἀνεπίτρεπτη, δεδομένου ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀπολέσει οὐδέποτε τὴν ἑνότητά της. Ἀντιθέτως, αὐτὸ ποὺ συνέβη εἶναι ὅτι οἱ αἱρέσεις, ποὺ ἐμφανίσθηκαν καὶ τὰ σχίσματα, ποὺ ἔγιναν, ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν».
«Ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος περνάει ἀπὸ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου βαπτίσματος» (orthodoxethos.com/Ἀπόφασις Ἱερᾶς Συνόδου Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας). Δηλαδή, διὰ νὰ ἑνωθοῦν οἱ αἱρετικοί μὲ τὴν Ἐκκλησίαν θὰ πρέπῃ νὰ μετανοήσουν, νὰ ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ νὰ λάβουν τὸ Ὀρθόδοξον βάπτισμα.
Ἐμεῖς, ἀκολουθοῦντες τὴν διαχρονικὴν Πατερικὴν Διδασκαλίαν («ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι») καὶ συνακολουθοῦντες εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Βουλγαρίας, ὁμολογοῦμεν ὅτι, ὅπως δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάρχουν πολλὰ σώματα ἐν Χριστῷ, ἔτσι δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάρχουν καὶ πολλαὶ Ἐκκλησίαι· «... μία τὲ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἕν τὸ τοῦ Χριστοῦ μυστήριον...» (Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ε.Π.Ε, τομ. 3, σ. 150) Συνεπῶς, ὁ διχασμὸς καὶ ἡ διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πράγματα, ὀντολογικῶς καὶ οὐσιαστικῶς ἀδύνατα, διότι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός. Διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας οὔτε ὑπῆρξε, οὔτε καὶ θὰ ὑπάρξῃ. Ὑπῆρξε καὶ θὰ ὑπάρξῃ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα της (πρβλ. Ἰω. ιε΄, 1-6). Εἰς τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀπεσχίσθησαν καὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν Μίαν, μοναδικὴν καὶ ἀδιαίρετον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν διάφοροι αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι ἔπαψαν νὰ εἶναι μέλη της καὶ σύσσωμοι τοῦ θεανθρωπίνου Σώματός της.
Ἔτσι, πρῶτοι ἀπὸ ὅλους, ἐξέπεσαν οἱ Γνωστικοί, μετὰ οἱ Ἀρειανοί, οἱ Πνευματομάχοι, οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσίται, οἱ Εἰκονομάχοι, οἱ Παπικοὶ, καὶ μετ᾽ αὐτῶν οἱ Προτεστάνται καὶ οἱ Οὐνίται, καὶ ὅσοι ἄλλοι ἀνήκουν εἰς τὴν αἱρετικο-σχισματικὴ λεγεῶνα, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων, δυστυχῶς, ἦσαν ἐπίσημα προσκεκλημένοι εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Κολυμπαρίου.
Εἰς τὸ ἴδιον πνεῦμα εἶχεν ἐκφρασθῆ καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Γεωργιανῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (8 Ὀκτωβρ. 1998), εἰς μίαν σειρὰν ἀποφάσεων, ὅπου εἰς τὸ ἄρθρο 5 ἀναφέρει: «Ἡ αἱρετικὴ ἐκκλησιολογικὴ διδασκαλία, ποὺ ἀναπτύχθηκε στὰ βάθη τῆς μὴ Ὀρθοδόξου, μοντερνιστικῆς θεολογίας, ἀναφορικὰ μὲ τὴν ὕπαρξιν σωτηριώδους χάριτος πέραν τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ ἡ ἀκραία ἐκδήλωσίς της, ἡ λεγομένη “Θεωρία τῶν κλάδων”, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ποικίλοι χριστιανικοὶ κλάδοι, ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, θεωροῦνται διαφορετικοὶ καὶ ἰσότιμοι κλάδοι τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀπαράδεκτη». (orthodoxethos.com / Ἡ Συνοδικὴ ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδ. Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας τοῦ 1998).
5. Συναφὴς καὶ ἀλληλένδετος πλάνη μὲ τὴν προαναφερθεῖσαν («ἀναζήτησιν καὶ ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος»), ὑπάρχουσα εἰς ἀρκετὰ σημεῖα τῶν συνοδικῶν κειμένων, εἶναι καὶ ἡ ἐκκλησιοποίησις τῶν αἱρέσεων. Κατέστη πλέον ἐμφανὲς ὅτι αὐτὸς ἦτο καὶ ὁ κύριος στόχος αὐτῶν ποὺ ἐπρωτοστάτησαν κατὰ τὴν προετοιμασίαν καὶ τὴν διεξαγωγὴν τῆς συνόδου. Οὕτως ἑρμηνεύονται, ἄλλωστε, καὶ οἱ πανηγυρισμοὶ τοῦ Πάπα, καὶ δὴ διὰ τῆς δηλώσεώς του: «Τὸ πρῶτο βῆμα ἔγινε». (Πρωτοπρ. Θ. Ζήσης, «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης σὲ σύγκριση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης (1273)», «Θεοδρομία», ἔτος ΙΗ΄, τ. 3 – 4, σ. 547).
Ἐξ ὅλων τῶν σχετικῶν σημείων τῶν συνοδικῶν κειμένων, τὸ ἀπόσπασμα, τὸ ὁποῖον ἐδέχθη τὰς περισσοτέρας καὶ ἐντονωτέρας ἐπικρίσεις, εἶναι τὸ ἐν τῇ § 6 τοῦ κειμένου «Σχέσεις...», τὸ ὁποῖον – ὅπως τελικῶς διεμορφώθη – ἀναφέρει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν».
Δὲν θὰ ἐπαναλάβωμεν ἐδῶ τὰ ὅσα εὔστοχα ἀντέτειναν εἰς τὴν ἀνωτέρω διατύπωσιν παραδοσιακοὶ Ἱεράρχαι, οἱ ὁποῖοι, παρὰ τὰς ἐντόνους πιέσεις, ἀπειλὰς καὶ εἰρωνείας, παρέμειναν ἀνυποχώρητοι καὶ δὲν ὑπέγραψαν τὸ ἐν λόγῳ κείμενον. Ἁπλῶς, θὰ ἀπαντήσωμεν εἰς δύο δικαιολογίας, τὰς ὁποίας χρησιμοποιοῦν, εἴτε ἐξ ἀφελείας, εἴτε ἐκ πονηρίας –Κύριος οἶδεν-, ὅσοι ὑπερασπίζονται, ἔτι δὲ καὶ ἐγκωμιάζουν τὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα ὡς Ὀρθοδοξότατον!
α´ Ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» (εἰς τὸ ἀπόσπασμα) δὲν χρησιμοποιεῖται ἐν δογματικῇ ἐννοίᾳ, ἀλλ᾽ ὡς «τεχνικὸς ὅρος», λόγῳ τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν Χριστιανικῶν κοινοτήτων ὡς «Ἐκκλησίαι». Ὅμως, πέραν τοῦ ὅτι ἡ τοιαύτη χρῆσις ἀντενδείκνυται διὰ συνοδικὸν κείμενον καὶ οὐδέποτε μέχρι τοῦδε ἐπεχειρήθη, ἐρωτῶμεν: Ἄν, ὄντως, αὐτὸ ἦτο τὸ πνεῦμα τῶν ἀγνώστων ἐφευρετῶν τῆς ἀμφισήμου ταύτης διατυπώσεως, διατὶ δὲν τὸ διετύπωσαν σαφέστερον; Λ.χ.: «τὴν ὀνομασίαν “Ἐκκλησία” τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων», θέτοντές την μάλιστα ἐντὸς εἰσαγωγικῶν· ἤ «ἁπλῶς χρησιμοποιεῖ (ἡ Ὀρθ. Ἐκκλ.) κατ᾽ οἰκονομίαν καὶ καταχρηστικῶς τὸν ὅρον “Ἐκκλησία” ἐν τοῖς διαλόγοις». Διατί ἀντικατέστησαν τὸ προταθὲν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «γνωρίζει» διὰ τοῦ «ἀποδέχεται»; Διατί, τέλος, τὸ ἁπλούστατον, δὲν ἔβαλαν μίαν ὑποσημείωσιν, ἀναφέρουσαν τὴν ἐκ τῶν ὑστέρων δῆθεν ἑρμηνείαν των (τὸ ὅτι δηλαδή, ὁ ὅρος δὲν χρησιμοποιεῖται ἐν δογματικῇ - ἐκκλησιολογικῇ ἐννοίᾳ), ὥστε νὰ κατασιγάσῃ ἡ θύελλα τῶν ἀντιδράσεων, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιτύχουν τὴν πολυπόθητον ὑπ᾽ αὐτῶν ὁμόφωνον ψήφισιν τοῦ κειμένου; Σαφέστατα, διότι δὲν ἐπίστευον ὅσα προφορικῶς ἰσχυρίζονται καὶ διότι ἐπεδίωκον πάσῃ θυσίᾳ νὰ ἐπιτευχθῇ γραπτῶς καὶ συνοδικῶς ἡ Ἐκκλησιοποίησις τῶν αἱρέσεων.
β´ Ἀπαιτοῦν στέφανον ὁμολογίας (!), διότι ἐχαρακτήρισαν τάς «Ἐκκλησίας» αὐτὰς ὡς «ἑτεροδόξους». Ἐρωτῶμεν: Ἀγνοοῦν –ἤ προσποιοῦνται ἄγνοιαν– ὅτι εἰς τὴν Οἰκουμενιστικὴν γλῶσσαν (τόσον τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων ὅσον καὶ τῶν ἐκ τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν) ὁ ὅρος «ἑτερόδοξος» δὲν ἑρμηνεύεται ὡς «κακόδοξος», ἀλλ᾽ ὡς «ὀρθόδοξος πιστεύων εἰς μίαν ἑτέραν θεμιτὴν ποικιλομορφίαν καὶ ἰδιαιτερότητα»; Εἰς τὸ κείμενον, μάλιστα, τῆς Ι´ Συνελεύσεώς της, ἐν Ραβέννῃ (Ὀκτώβρ. 2007), ἡ Διεθνὴς Ἐπιτροπὴ διὰ τὸν Διάλογον Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν ἐγκωμιάζει καὶ ὑπογράφει τὴν θεωρίαν τῆς «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως τῶν κανονικῶν νομοθετημάτων ἐν ταῖς θεμιταῖς τούτων ποικιλομορφίαις», καὶ τὴν ἀπαισιωτέραν θεωρίαν τῆς «ἑνότητος τῆς καλούσης μακριὰ ἀπὸ τὴν πτῶσιν στὴν ὁμοιομορφίαν πρὸς τὴν ποικιλομορφίαν καὶ ἰδιαιτερότητα» (ἄρθρα 16 καὶ 31 τῆς συμφωνίας τῆς Ραβέννης). Κατὰ τὰ ἀνωτέρω, ἡ ἑνότης μεταξὺ ἑτεροδόξων εἶναι τὸ ἰδεατόν (!), ἐνῷ ἡ ἑνότης μεταξὺ ὁμοδόξων μόνον εἶναι ἀπευκταία «πτῶσις»!!!
Ἄλλωστε καὶ ἡ προσθήκη τῆς λέξεως «ἄλλων» πρὸ τοῦ «ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» εἰς τὸ προαναφερθὲν ἀπόσπασμα («Σχέσεις...», § 6), προδίδει ὅτι οἱ ἀποκρυπτόμενοι ἐφευρεταί του θεωροῦν καὶ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς μίαν «ἄλλην» παράλληλον ποικιλομορφίαν καὶ ἰδιαιτερότητα. Διαφορετικά, ἦτο περιττὴ ἡ χρῆσις τῆς λέξεως.
Ἐπιτευχθείσης τῆς Ἐκκλησιοποιήσεως ἐν τῇ § 6, πλειστάκις καὶ ἀλλαχοῦ κατονομάζονται ἀπεριφράστως Ἐκκλησίαι ἡ πανσπερμία τῶν αἱρετικῶν (π.χ.: «Σχέσεις...» § 16, § 17, § 19, § 21).
Περαίνοντες ἐπ᾽ αὐτοῦ τοῦ θέματος, ἐπισημαίνομεν ὅτι εἰς τὸ αὐτό κείμενον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διακρίνεται, εἰς μέν τὴν § 4, τῆς «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκησίας», τὴν δημιουργίαν τῆς ὁποίας ἐπιδιώκει δῆθεν διά τῆς ἑνώσεώς της μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν, εἰς δέ τὴν § 5, (διακρίνεται) τῆς «ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἐπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Ἐκ τῶν δύο αὐτῶν παραγράφων φανερώνεται, σύν τοῖς ἄλλοις, ὅτι ἡ σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀποδέχεται καὶ υἱοθετεῖ τὴν δομικήν θεολόγησιν τοῦ Π.Σ.Ε., δηλαδή, τὴν «θεωρίαν τῶν κλάδων».
6. Πάντως, ὡς ὀλεθριώτερον καὶ κινδυνωδέστερον ἐξ ὅλων τῶν ἀποφασισθέντων εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Κολυμπαρίου, θεωροῦμεν τὴν μακρὰν ἀναφοράν της εἰς τοὺς διμερεῖς διαλόγους καὶ εἰς τὸ Π.Σ.Ε. Ἐν αὐτῇ:
α´. Προτρέπει, πιέζει καὶ σχεδὸν ἐξαναγκάζει, ἁπάσας τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας πρὸς συμμετοχὴν εἰς τοὺς διαιωνιζομένους σχεδὸν ἄνευ ὅρων διαλόγους, μέχρις ἐπιτεύξεως τοῦ τελικοῦ σκοποῦ τῆς ἑνώσεως, περιφρονοῦσα τὴν ἀποστολικὴν ἐντολήν: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. γ´, 10).
β´. Διὰ τῆς σιωπῆς της, εἰς τὴν οὐσίαν ἐπευλογεῖ πλείστας ὅσας φρικτὰς ἀντικανονικότητας (συμπροσευχάς, καὶ μάλιστα Λειτουργικάς, Οἰκουμενιστικὰς ἀκολουθίας κ.ἄ.), αἱ ὁποῖαι πραγματοποιοῦνται κατὰ τὴν διεξαγωγήν των, τῇ παρουσίᾳ καὶ συμμετοχῇ καὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων, ἀδιαφοροῦσα, ὄχι μόνον δι᾽ ὅσα διακελεύουν οἱ σχετικοὶ Ἱεροὶ Κανόνες – τῶν ὁποίων οὐδεμίαν μνείαν ποιεῖται – ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν πρόσφατον σχετικῶς ἀπόφασιν διορθοδόξου Συνάξεως, τὴν ὁποίαν ἐπικαλεῖται καὶ ἡ κατωτέρω Συνοδικὴ ἀπόφασις τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας: «Τέλος, τόσον ἡ συμπροσευχή, ὅσον καὶ ἡ μετοχὴ στὰ μυστήρια, ἀπὸ κοινοῦ μὲ μὴ Ὀρθοδόξους, εἶναι ἀπαράδεκτες, ὅπως αὐτὸ ἐπαναβεβαιώθηκε στὸ τελικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖον ἀπεδέχθη ἡ διορθόδοξος Σύναξις ὅλων τῶν κανονικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Θεσσαλονίκη, 29 Ἀπριλίου – 2 Μαΐου 1998). Σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρον 13, § Β´ τοῦ κειμένου αὐτοῦ: «Οἱ Ὀρθόδοξες ἀντιπροσωπεῖες δὲν θὰ συμμετέχουν στὶς οἰκουμενικὲς ἀκολουθίες, τὴν κοινὴ προσευχὴ καὶ λατρεία τοῦ «Θεοῦ», οὔτε σὲ ἄλλες θρησκευτικὲς τελετὲς τῆς συνάξεως» (orthodoxethos.com, Ἡ Συνοδικὴ ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας τοῦ 1998).
Ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ ὁ δεδηλωμένος οἰκουμενιστὴς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας εἰς Ἐγκύκλιόν του πρὸς τοὺς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (31-1-52) εἶχεν ἐπισημάνη: «Δέον ἵνα οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοὶ ἀντιπρόσωποι ὦσιν ὅσῳ τὸ δυνατὸν ἐφεκτικοὶ ἐν ταῖς λατρευτικαῖς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων συνάξεσιν, ὡς ἀντικειμέναις πρὸς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας καὶ ἀμβλυνούσαις τὴν ὁμολογιακὴν εὐθιξίαν τῶν Ὀρθοδόξων...» (εἰς τό: Καρμίρη, Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα, σ.σ. 962-963). Εἶναι φοβερὸν καὶ νὰ τὸ διανοηθῶμεν. Αὐτή «ἡ ἄμβλυνσις τῆς ὁμολογιακῆς εὐθιξίας τῶν Ὀρθοδόξων», ἀπὸ κινδυνώδης καὶ ἀπευκταία ποὺ ἐθεωρεῖτο ἐπὶ Ἀθηναγόρου, σήμερον ἔχει καταστῆ ἐπιδιωκόμενος σκοπός! Δι᾽ αὐτό, οὐδέποτε εἴδομεν νὰ ἐπιβάλλωνται ἱεροκανονικαὶ ποιναὶ καὶ κυρώσεις εἰς τοὺς κατ᾽ ἐξακολούθησιν συμμετέχοντας ἀντιπροσώπους. Ἀπ᾽ ἐναντίας, παραμένουν εἰς τὰς θέσεις των, ἀλλὰ καὶ ἐπιβραβεύονται. Αὐτὸν τὸν ἐπιδιωκόμενον σκοπὸν ὑπηρέτησε, δυστυχῶς, καὶ ἡ σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου.
γ´. Τὸ χείριστον. Διὰ τῶν προτροπῶν καὶ ἐγκωμίων της διὰ τοὺς διμερεῖς διαλόγους καὶ τὸ Π.Σ.Ε., ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, νομιμοποιεῖ καὶ ἐπισφραγίζει σωρείαν αἱρετικῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ἔχουν συνυπογράψει καὶ οἱ «Ὀρθόδοξοι» ἀντιπρόσωποι. Λ.χ.:
- Μετὰ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων: Κοιναὶ συμφωνίαι (1989), (1990).
- Μετὰ τῶν Παπικῶν: Εἰς Μπάρι (1987), Μπάλαμαντ (1993), Ραβέννα (2007) κ.ἄ.
- Εἰς τὰς συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε.: Εἰς: Πόρτο-Ἀλέγκρε (2006), Πουσάν (2013) κ.ἄ.
Ἰδιαιτέρως μέσα εἰς τὸν «θεολογικόν» χῶρον τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι υἱοθετημέναι ὅλαι αἱ νέαι θεωρίαι περί «ἀοράτου Ἐκκλησίας», «θεωρία τῶν κλάδων», περί «ἰσότητος τῶν δογμάτων», «Βαπτισματικὴ Θεολογία».
Ἐπίσης, ὅλαι αἱ δραστηριότητες τοῦ Π.Σ.Ε ἔχουν ὡς στόχον τὴν ἀναζήτησιν τῆς χαμένης ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κείμενον τοῦ Π.Σ.Ε., συμπεφωνημένον καὶ ὑπὸ τῶν «Ὀρθοδόξων», κατὰ τὰς περιοδικὰς γενικὰς συνελεύσεις των, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀποδεκτὸν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Θεολογίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων μας.
Μέχρι στιγμῆς καθησυχάζαμε τὴν συνείδησίν μας – καὶ ἐν μέρει τὴν κατεπιέζαμε – καὶ ἀνεχόμεθα, χρησιμοποιοῦντες ὡς ἐπιχείρημα τὸ ὅτι τὰ ἀνωτέρω ἦσαν ἐνέργειαι ἐλαχίστων ἐκπροσώπων (ὁμιλοῦμεν ἐκ τῆς πλευρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων) ἐνεργούντων αὐθαιρέτως. Καί, ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον τὰ ὑπογραφόμενα δὲν ἐτύγχανον τῆς ἐπισφραγίσεώς των ὑπὸ τῶν τοπικῶν συνόδων τῶν Ἱεραρχιῶν – αἵτινες τὰς περισσοτέρας φορὰς οὔτε κἂν ἐνημερώνοντο ὑπευθύνως –, εἶναι ἄνευ οὐδεμιᾶς ἰσχύος, καί, συνεπῶς, θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἀδιαφορήσωμεν. Ἁπλῶς προσηυχόμεθα, καὶ ἠλπίζαμε καὶ ἀνεμέναμε νὰ ἀκυρωθοῦν καὶ καταδικασθοῦν ἀπὸ μίαν γενικωτέραν – ἢ ἔστω τοπικήν – Σύνοδον. Καὶ ἐνῷ αὐτὸ ὤφειλε νὰ εἶναι τὸ μοναδικὸν ἔργον τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, αὕτη, ἀπεναντίας, διὰ τῶν ὡς ἄνω ἐπαίνων καὶ προτροπῶν της, ἐπεσφράγισεν ἐμμέσως πάσας τὰς αἱρετικὰς ἀποφάσεις!
Καὶ ὄχι μόνον ἐμμέσως. Ἔχομεν καὶ ἄμεσον ἐπισφράγισιν! Εἰς τὴν § 19 τοῦ Κειμένου «Σχέσεις...» διακηρύσσεται ἀπεριφράστως ὅτι: «Αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης “Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν”, εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον». Καὶ ναὶ μέν, ἐν συνεχείᾳ παραθέτει μερικὰ “ἀθῶα” ἀποσπάσματα ἐξ αὐτῆς τῆς Δηλώσεως, ὅμως ἀποσιωπᾷ καὶ ἀποκρύπτει ἕτερα. Συγκεκριμένως, ἡ Δήλωσις καταλήγοντας ἀναφέρει: «Οἱ Ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελῆ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι εὐρύτερον καὶ περιεκτικώτερον (wider and more inclusive) ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελῆ μέλος τῆς ἰδίας του Ἐκκλησίας»!!! Υἱοθετεῖται, δηλαδή, ἀμέσως, σαφέστατα καὶ ἀπροκάλυπτα ἡ αἱρετικὴ Ἐκκλησιολογία τοῦ Προτεσταντισμοῦ! Πέραν τοῦ ὅτι καὶ μόνον ὁ τίτλος τῆς Δηλώσεως, ὁ ὁποῖος καὶ περιέχεται εἰς τὸ συνοδικὸν κείμενον, διὰ τῆς διακρίσεως Ἐκκλησίας καὶ Ἐκκλησιῶν διατρανώνει τὴν αἱρετικὴν Ἐκκλησιολογίαν.
Ὁμοίως ἔχομεν ἄμεσον ἐπισφράγισιν αἱρετικῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε. ὑπὸ τοῦ ἰδίου συνοδικοῦ κειμένου ἄλλας δὺο φορὰς. Ἀφ᾽ ἐνός μὲν, εἰς τὴν § 17, τῶν ἀναφερομένων εἰς τὴν εἰσήγησιν τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τὸ Π.Σ.Ε.», τῶν τελικῶς ἐπικυρωθέντων ὑπὸ τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. τὸ 2002, ἀφ᾽ ἑτὲρου δέ, εἰς τὴν § 21, τῶν θεολογικῶν κειμένων τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» [ Ἀναλυτικήν ἀναφοράν περὶ αὐτῶν βλ. εἰς τὰ κείμενα: Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου «Παρέμβασις καὶ κείμενον εἰς τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», Ὀρθ. Τύπος, ἀρ. φύλ. 2148, σελ. 5 καὶ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου «Ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης καὶ τὸ Π.Σ.Ε.», Ὀρθ. Τύπος, ἀρ. φύλ. 2136, σελ. 1 καὶ 5].
Θεωροῦμεν ὅτι καὶ μόνον δι᾽ αὐτάς τάς τρεῖς ἀμέσους ἐπισφραγίσεις της, καὶ κυρίως δι᾽ αὐτάς, διότι εἶναι τόσον ἀπροκάλυπτοι, ὥστε νὰ μὴ ἐπιδέχωνται καμμίαν ὑπεκφυγὴν ἢ συγκάλυψιν, ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης καθίσταται καταδικαστέα.
7. Τὸ ἀναφερόμενον εἰς τὴν § 22 τοῦ κειμένου «Σχέσεις...»: «Ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος» εἶναι πάντῃ καινοφανὲς καὶ ξένον πρὸς τὴν διδασκαλίαν καὶ τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἐν πρώτοις, δι᾽ αὐτοῦ ἀντιφάσκει καὶ πρὸς ἑαυτὴν ἡ σύνοδος, καθόσον, εἰς τὴν § 3 τῆς «Ἐγκυκλίου» της, ἀναγνωρίζει τὸ κῦρος τῆς Συνόδου τοῦ 1484, τῆς ἀποκηρυξάσης τὴν Σύνοδον τῆς Φλωρεντίας (1438-1439), καὶ δικαιωσάσης τὸν Ἅγιον Μᾶρκον τὸν Εὐγενικόν, τὸν μόνον κατ᾽ οὐσίαν ἀντιδράσαντα καὶ ἀνατρέψαντα αὐτήν. Ἐὰν ἤθελεν ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης νὰ εἶναι συνεπὴς πρὸς τὴν ἀνωτέρω § 22 τοῦ συνοδικοῦ κειμένου της, ὤφειλεν, ἀπεναντίας, νὰ καταδικάσῃ τὴν Σύνοδον τοῦ 1484, ὡς περιφρονήσασαν τὸ «συνοδικὸν σύστημα (δηλαδή__________, τὴν Σύνοδον τῆς Φλωρεντίας)... τὴν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπὶ θεμάτων πίστεως» καὶ δικαιώσασαν «ἄτομον» (τὸν Ἅγιον Μᾶρκον), συντελέσαν εἰς τὴν «διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ προφάσει τηρήσεως ἢ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας» (πάντα τὰ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν προέρχονται ἀπὸ τὴν § 22). Ἀλλά, φυσικά, δὲν εἶχε τὴν τόλμην νὰ προχωρήσῃ – τοὐλάχιστον πρὸς τὸ παρόν – μέχρις ἐκεῖ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔλθῃ εἰς ἀντίθεσιν πρὸς ἑαυτήν.
Ἀντιτίθεται, φυσικά, διὰ τῆς § 22, καὶ πρὸς τὴν διαχρονικὴν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν καταδικάσασαν συνόδους καὶ χαρακτηρίσασαν αὐτὰς ὡς Αἱρετικάς, Ληστρικὰς καὶ Ψευδοσυνόδους [ὡς λ.χ. τὴν ἐν Ἐφέσῳ (449), τῆς Ἱερείας (754), τῆς Λυῶνος (1274) κ. ἄ.], καὶ συγχρόνως ἁγιοκατατάξασαν τοὺς ἀντιταχθέντας πρὸς αὐτὰς καὶ διωχθέντας καὶ μαρτυρήσαντας ὑπ᾽ αὐτῶν.
Ἀντιτίθεται ἀκόμη καὶ πρὸς τὴν Ἐγκύκλιον τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν (1848), ἡ ὁποία κηρύσσει ὅτι: «τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός» εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος διασφαλίζει τὴν διατήρησιν τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως, καὶ ὄχι τὸ συνοδικὸν σύστημα, –καὶ μάλιστα «μόνον» αὐτό–, ὅπως ἰσχυρίζεται ἡ σύνοδος εἰς τὴν § 22.
Ὡς ἐπισφράγισιν, παραθέτομε τὴν ἀπάντησιν τὴν ὁποίαν δίδει ἐν προκειμένῳ πρὸς τὴν σύνοδον τῆς Κρήτης, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας: «Τελικά, ὅσον ἀφορᾶ τὴν § 22, ἡ ὁποία δηλώνει ὅτι “ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος”, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (ἐνν. τῆς Βουλγαρίας) δηλώνει, ἀντιθέτως, ὅτι τὸ τελικὸν κριτήριον γιὰ τὴν ἀποδοχὴν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων εἶναι ἡ ἐπάγρυπνη δογματικὴ συνείδησις ὅλου τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Δηλώνει ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὅτι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν χορηγεῖ μὲ αὐτόνομον ἢ μηχανιστικὸν τρόπον τὴν ὀρθὴν ἐκδοχὴν τῆς πίστεως, ἡ ὁποία ὁμολογεῖται ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανούς» (orthodoxethos.com / Ἀπόφασις Ἱ. Συνόδου Πατριαρχείου Βουλγαρίας).
Τέλος, ἡ παραπομπὴ εἰς τὸν 6ον Κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία τίθεται ἐν κατακλεῖδι τῆς § 22 – πρὸς δῆθεν κατοχύρωσιν –, εἶναι τελείως ἄσχετος, ἐφ᾽ ὅσον ὁ κανὼν δὲν ἀναφέρεται εἰς θέματα πίστεως! Δι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ συντάξας τὴν ἐν λόγῳ § 22, δεδομένου ὅτι τὸ περιεχόμενόν της ὡμιλοῦσε διὰ τὴν διασφάλισιν τῆς πίστεως, προσέθεσε «ξεκάρφωτα» εἰς τὸ τέλος τὴν φράσιν «καὶ κανονικῶν διατάξεων», προφανῶς διὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ ὡς “γέφυραν” πρὸς τὸν ἄσχετον κανόνα, τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνάγκην πρὸς κατοχύρωσιν!
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἐκπλήσσει, θλίβει, ἀλλὰ καὶ προκαλεῖ ἱερὰν ἀγανάκτησιν ἡ εἴδησις, καθ᾽ ἥν, ὑπέρμαχοι τῆς συνόδου τῆς Κρήτης ἤρχισαν νὰ ἀπειλοῦν καὶ νὰ διώκουν τοὺς μὴ ἀποδεχομένους αὐτήν, βασιζόμενοι εἰς αὐτὴν τὴν ἀνυποστάτου περιεχομένου § 22· καὶ μόνον εἰς αὐτήν! Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ ἐξαντλήσῃ τὴν ἀνοχὴν τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος, καὶ θὰ ἐπισπεύσῃ τὴν καταδίκην τῆς συνόδου καὶ ὅσων θὰ συνεχίσουν ἀμετανοήτως νὰ τὴν ὑποστηρίζουν.
8. Εἰς τὸ ἐπίσημον «Μήνυμα» τῆς συνόδου ἀνεγνώσαμεν ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐκφράζει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν καθολικότητά της ἐν Συνόδῳ» («Μήνυμα», 1). Δηλαδή, ἡ σύνοδος θέλει νὰ μᾶς εἰπῇ ὅτι ἡ ἑνότης καὶ ἡ καθολικότης «πραγματοποιεῖται» εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου, ἑπομένως τὸ πλήρωμα αὐτῶν εὑρίσκει τὴν ἔκφρασίν του ΜΟΝΟΝ ἐν Συνόδῳ καὶ ἐγγυητὴς καθίσταται ὁ πρῶτος τῆς Συνόδου. Ἀποφεύγουν νὰ μᾶς εἰποῦν εἰς τί ἔγκειται ἡ ἑνότης καὶ ἡ καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας.
Κατὰ τὴν Παράδοσιν τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, ἡ ἑνότης καὶ ἡ καθολικότης τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἀναφέρεται εἰς τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖον εἶναι αὐτὴ αὕτη ἡ πίστις ἡμῶν, - «ἡ μητέρα τῆς αἰωνίου ζωῆς» κατὰ τόν Ἁγ. Κύριλλον Ἀλεξανδρείας - καὶ ὄχι εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου. Εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν εἶναι δεδομένη ἡ ἑνότης, εἰς τὴν δευτέραν εἶναι ζητουμένη. Ἐξ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως, ἡ Σύνοδος προϋποθέτει τὴν ἑνότητα, δὲν τὴν ἀναζητεῖ. Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» καὶ εἰς τὴν ἑνότητα πάντας καλεῖ. Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα εἶναι δεδομένον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ εἰς τοὺς μετέχοντας εἰς Αὐτήν, διότι δέν εἶναι κάτι τὸ ὁποῖον εἶναι ἀπωλεσμένο καὶ ἀναζητεῖται.
Εἰς τὸ «Μήνυμα» τῆς συνόδου, βλέπομεν λοιπὸν νὰ μεταθέτουν τὴν ἑνότητα καὶ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ ἐπίπεδον τῆς πίστεως, εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου, διὰ τὴν τοπικὴν ἐκκλησίαν, καὶ εἰς τὴν σύναξιν τῶν ἐπισκόπων, διὰ τὴν ἐπαρχιακήν, ἢ οἰκουμενικὴν σύνοδον. Ἡ μετάθεσις αὐτὴ γεννᾷ μεγάλα ἐκκλησιολογικὰ προβλήματα. Θὰ περιορισθῶμεν εἰς μίαν μόνον παρατήρησιν. Κατά τὸν Μητροπολίτην Περγάμου «Ἡ μοναδικότητα τοῦ ἐπισκόπου σὲ κάθε τοπικὴ ἐκκλησία εἶναι ἕνας ὅρος “ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ” γιὰ τὴν καθολικότητα αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας» (Μητρ. Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλα, Ἔργα Α´, ὅπ.π., σελ. 586).
Δηλαδή, μὲ βάσιν τὰ ἀνωτέρω, αἱ τοπικαὶ Ἐκκλησίαι αἱ ὁποῖαι χηρεύουν λόγῳ θανάτου τοῦ ἐπισκόπου των, ἢ διὰ πολλοὺς ἄλλους λόγους, ἐπὶ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, αὐτομάτως παύουν νὰ ἔχουν τὴν καθολικότητα καὶ τὴν ἑνότητα, ἐφ᾽ ὅσον χρόνον τοὺς λείπει τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου; Αὐτὰ εἶναι πράγματα ἀπαράδεκτα διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν.
Διὰ νὰ μὴ πελαγοδρομοῦμεν εἰς ἀλλοτρίους καὶ πειρασμικὰς ἐννοίας, θὰ ἀναφέρωμεν τὸν Ὀρθόδοξον λόγον τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, τοῦ νέου ὁμολογητοῦ: «Στὴν οὐσία της ἡ καθολικότητα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν Θεανθρωπότητα, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Λόγος, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἐν Ἑαυτῷ ἑνώνει, συνάγει, καθολικοποιεῖ, οἰκουμενικοποιεῖ ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα μὲ τὸν ἑαυτό του, τὸν Δημιουργό, ἀλλὰ καὶ τὰ λογικὰ κτίσματα μεταξύ τους. Ἡ εἴσοδος καὶ ἡ ζωὴ σὲ αὐτὴν τὴν καθολικοποίηση πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐλεύθερη βούληση καὶ διὰ τῶν ἱερῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν… Στὴν πραγματικότητα, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς, εἶναι ὅλο τὸ βάθος, ὅλο τὸ ὕψος καὶ ὅλο τὸ πλάτος τῆς καθολικότητος» (Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Ἡ Ἐκκλησία, τὸ παμμυστήριον τοῦ Χριστοῦ», σελ. 259).
9. Εἰς τὸ κείμενον τοῦ «Μηνύματος», καθὼς καὶ εἰς τὴν «Ἐγκύκλιον», ὑπάρχει ἡ προβληματικὴ φράσις, «ἡ Ἐκκλησία δὲν ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτόν της». Ἀρχικῶς, ὀφείλομεν νὰ ἀποκαλύψωμεν ὅτι ἡ φράσις αὐτὴ εἶναι ἀκριβὴς ἀντιγραφὴ ἀπὸ τὸ κείμενον τοῦ διατάγματος «Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπίδα. Ἡ Ἐκκλησία μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο» (GS) τῆς Β´ Βατικανῆς συνόδου. Ἐξ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως, ὅμως, ὁ ἑαυτὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία ζεῖ ὄντως διὰ τὸν ἑαυτόν της, δηλ. τὸν Χριστὸν, καὶ εἶναι τελείως αὐτόνομος ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ κόσμου. Ἂν δεχθῶμεν τὴν φράσιν αὐτὴν τοῦ «Μηνύματος», ὁμιλοῦμεν πλέον διὰ τὴν ἐκκοσμίκευσιν τῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα εἰς τὰ κείμενα τοῦ «Μηνύματος», τῆς «Ἐγκυκλίου» καὶ τῆς «Ἀποστολῆς» διακρίνομεν εὐκρινῶς μίαν γλῶσσαν ὅπως ἐκείνη τοῦ «κοινωνικοῦ Εὐαγγελίου» τῶν Προτεσταντῶν καὶ τοῦ κειμένου «Ἡ Ἐκκλησία μέσα στὸν σύγχρονον κόσμον», τῶν Παπικῶν. Βλέπομεν μίαν παρέμβασιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὰ ἁπτὰ προβλήματα τῆς πολιτικῆς κοινωνίας καὶ εἰς τὰ ἀκανθώδη ζητήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου, μέ μίαν γλῶσσαν ἀκινδύνου ρητορικῆς, ἀπογεγυμνωμένης ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ Σταυροῦ, τὴν ὁποίαν προσφέρει ἡ Θεία Χάρις.
10. Ὑπάρχουν βεβαίως, πολλὰ ἀκόμη τὰ ὁποῖα θὰ ἠμποροῦσαν νὰ ἐπισημανθοῦν. Ὡς παράδειγμα, ἀναφέρομεν τὰ «παραθυράκια» τὰ ὁποῖα ἔχουν δημιουργηθῆ, ὅσον ἀφορᾷ τὰ κωλύματα γάμου. Διὰ μὲν τὸν γάμον Ὀρθοδόξων μεθ᾽ ἑτεροδόξων τὸ «παράθυρον ἀνοίγεται» ὑπὸ τῆς συνόδου διὰ τῆς προσφερομένης δυνατότητος ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὑπὸ τῆς Ἱ. Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (§ 5ii)· ὁπότε δίδεται συνοδικὴ ἐπισφράγισις εἰς τὸ φαινόμενον, οἱ ἑτερόδοξοι σύζυγοι νὰ ἀνήκουν, εἰς τὸ ὀρθόδοξον ἐκκλησίασμα, παραμένοντες ἀβάπτιστοι καὶ ἀχαρίτωτοι. Διὰ δὲ τὸν γάμον μετὰ τὴν χειροτονίαν τὸ «παράθυρον παραμένει μισάνοικτον», καθ᾽ ὅσον δηλοῦται μὲν ὅτι ἡ ἰσχύουσα κανονικὴ παράδοσις τὸν κωλύει, προηγουμένως ὅμως ἔχει προδηλωθῆ ὅτι «ἡ ἱερωσύνη αὐτὴ καθ᾽ ἑαυτὴν δὲν ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου» (§ 4). Τέλος, διὰ τὸν γάμον μετὰ τὴν μοναχικὴν κουρὰν καὶ διὰ τὸν γάμον Ὀρθοδόξων μετὰ μὴ Χριστιανῶν, τά «παράθυρα περιμένουν κλειστὰ μίαν ἑπομένην σύνοδον νὰ τὰ ἀνοίξῃ» –ἐντὸς τῆς ἑπομένης ἑπταετίας, κατὰ τὴν δήλωσιν τοῦ «Μηνύματος» –, καθ᾽ ὅσον κωλύονται μέν «κατ᾽ ἀκρίβειαν», χωρὶς ὅμως νὰ ἀναφέρεται ρητῶς ἡ ἔλλειψις δυνατότητος ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας (§ 3 καὶ § 5 iii).
Κατακλείοντες τὰς κυριωτέρας ἐπιλεκτικὰς καὶ συνοπτικὰς διαπιστώσεις, ἐπὶ τῆς συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, πιστεύομεν πώς ἐκ τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων, κατέστη ἐμφανὲς ὅτι τὰ κείμενα αὐτῆς δὲν ἠμποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν εἰς τὴν θεολογικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· διότι δὲν ἀποτελοῦν συνεπῆ καὶ ἀκριβῆ συνέχειαν τῆς θεολογίας τῶν Θεοφόρων Πατέρων, τῶν ὁποίων τὰς εὐχὰς ἐπικαλούμεθα εἰς τὸ τέλος κάθε Ἐκκλησιαστικῆς πράξεως. Ἐπὶ Τριαδολογικοῦ καὶ Ἐκκλησιολογικοῦ ἐπιπέδου, ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου, εἶναι ἀπαράδεκτα. Ὅλως ἰδιαιτέρως τὰ κείμενα: «Μήνυμα», «Ἐγκύκλιος», «Ἀποστολή», «Σχέσεις» καὶ «Μυστήριον τοῦ γάμου», εἶναι ἐπηρεασμένα κατὰ τὸ μεγαλύτερον ποσοστόν, ἀπὸ τὰ ἀντίστοιχα διατάγματα τῆς Β´ Βατικανῆς συνόδου.
Εἶναι, λοιπόν, «ἡλίου φαεινότερον» ὅτι ἀδυνατοῦμε νὰ δεχθῶμεν τὰς ἀποφάσεις τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, διότι ἐν αὐταῖς ὑπάρχουν κείμενα δογματικῶς μὴ ὀρθόδοξα, τὰ ὁποῖα ἡ Ὀρθόδοξος δογματικὴ συνείδησίς μας καὶ κυρίως ἡ ἱερὰ παράδοσις τῶν Ἁγίων Πατέρων μας δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀνεχθῶμεν, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ κείμενα αὐτά αὐτοτιτλοφοροῦνται ὡς ἔχοντα ἀναντίρρητον «πανορθόδοξον κῦρος».
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ σκοπός τοῦ ἡμετέρου κειμένου εἶναι, ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν νὰ ὁμολογήσωμεν διὰ λόγους συνειδήσεως τὴν ἀντίθεσίν μας πρὸς τὴν σύνοδον τῆς Κρήτης, ἀφ᾽ ἑτέρου, νὰ ἐνημερώσωμεν τούς παραπληροφορημένους ἐκ τῶν ἀδελφῶν μας κληρικούς καὶ λαϊκούς καὶ τέλος, νὰ ἀντιδράσωμεν πρὸς τὰς διαρκῶς αὐξανομένας ἐκκλησιαστικάς ἀπειλάς καὶ διώξεις κατὰ τῶν μὴ ἀποδεχομένων τὴν σύνοδον, ὡς μὴ ἐκφράζουσαν τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν. Τὸ κείμενον αὐτὸ εἶναι ἔκφρασις πόνου καὶ ἀνησυχίας καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγιορειτῶν ἀδερφῶν μας τούς ὁποίους ἐκπροσωποῦμε οἱ κάτωθι ὑπογράφοντες.
Εὐχόμεθα καὶ κραυγάζομεν ἐμπόνως, ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὅπως ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεὸς δώσῃ τὴν φωτοποιὸν Χάριν Του, καὶ μία ἄλλη μεταγενεστέρα Σύνοδος, ὡς χειρουργός, ἐκβάλῃ τὰ κείμενα αὐτὰ ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπέλθῃ ἡ ἴασις.
Μετὰ πόνου καὶ ἀγάπης Χριστοῦ
οἱ κάτωθι Ἁγιορεῖται Κελλιῶται Πατέρες
Γ. Παΐσιος Μοναχός μετά τῆς συνοδίας αὐτοῦ - Ἱερ. Κελλίον Ἁγίων Ἀρχαγγέλων «Ἀβερκαίων», Καρυαί.
Γ. Ἀρσένιος Ἱερομόναχος μετά τῆς συνοδίας αὐτοῦ - Ἱερ. Κελλίον «Παναγούδα».
Γ. Εὐφρόσυνος Μοναχός μετά τῆς συνοδίας αὐτοῦ - Ἱερ. Κελλίον Τιμίου Προδρόμου, Καρυαί.
Γ. Νικόλαος Μοναχός - Ἱερ. Κελλίον Ἁγίου Δημητρίου, Καρυαί.
Γ. Παντελεήμων Ἱερομόναχος - Ἱερ. Ἡσυχαστήριο Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Κατουνάκια.
Γ. Νικόδημος Μοναχός - Ἱερ. Κελλίον Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Καρυαί.
Το έντυπο ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή Pdf
Πηγή: Αγιότοκος Καππαδοκία, Ακτίνες

Ήταν σαν σήμερα, 31 Αυγούστου 1922 (14 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο). Η μικρασιατική τραγωδία φτάνει στο αποκορύφωμά της. Οι ορδές του Κεμάλ είχαν αποφασίσει να εξαφανίσουν καθετί ελληνικό από την πρωτεύουσα της Ιωνίας. Η Σμύρνη παραδίνεται στις φλόγες. Χιλιάδες Σμυρναίοι, κυρίως ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα καταφεύγουν στην προκυμαία της πρωτεύουσας του Μικρασιατικού Ελληνισμού, αναζητώντας σανίδα σωτηρίας και τρόπο διαφυγής.
Πίσω τους οι Τούρκοι στρατιώτες και οι απειλητικές φλόγες, μπροστά τους η θάλασσα. Καμιά βοήθεια από κανέναν, από πουθενά.
Ο ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης, τον οποίο τοποθέτησε στη Σμύρνη ο Βενιζέλος, βριστόταν ήδη μακριά. Είχε διαφύγει στη Γαλλία, με αγγλικό πολεμικό πλοίο.
Ο ρόλος του κορυφαίου της μικρασιατικής τραγωδίας είχε πέσει στους ώμους του σεβάσμιου αρχιερέα από την Τρίγλια της Βιθυνίας, ο οποίος είχε γίνει ήδη το πρώτο θύμα της τουρκικής βαρβαρότητας . Ο Χρυσόστομος Σμύρνης παρά το γεγονός ότι γνώριζε ποια θα ήταν η τύχη του αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του. Στον Καθολικό Αρχιεπίσκοπο Σμύρνης, που τον επισκέφθηκε και του εισηγήθηκε να τον φυγαδεύσει από την ιωνική πρωτεύουσα απάντησε με τούτα τα λόγια:
«Παράδοσις του ελληνικού κλήρου αλλά και υποχρέωσις του καλού ποιμένος είνε να παραμείνη μαζί με το ποίμνιόν του. Αδυνατώ να σας ακολουθήσω». Το τραγικό τέλος του, όπως και των ιεραρχών Γρηγορίου Κυδωνιών και Αμβρόσιου Μοσχονησίων άφησε ανεξίτηλο το ίχνος του στη ψυχή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Το πρωί εκείνης της αποφράδας για τον ελληνισμό μέρας ένα τμήμα 400 τσετών του Κιορ Πεχλιβάν εισήρθε από τη δυτική πλευρά της Σμύρνης και αμέσως μετά πεζικά τμήματα του τουρκικού στρατού υπό τον στρατηγό Νουρεντίν Μπέη εισέβαλαν στην πόλη και προέβησαν σε μαζικούς διωγμούς και φόνους Ελλήνων.
(Φωτ.: National Geographic)
Έβαζαν φωτιές, λεηλατούσαν, έσφαζαν, βίαζαν, και επιδίδονταν σε κάθε είδους φρικαλεότητα εις βάρος των χριστιανών Ελλήνων και Αρμενίων.
Η πρώτη φωτιά ξεκίνησε από την αρμενική συνοικία. Οι Αρμένιοι, όταν είδαν τους εξαγριωμένους τσέτες, έτρεξαν στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου για να σωθούν. Οι θύτες τους όμως, χωρίς οίκτο, ανατίναξαν το ναό κι έβαλαν φωτιές παντού.
Μετά οι επιδρομές επεκτάθηκαν στις ελληνικές γειτονιές, και οι μόνες που δεν πειράχτηκαν ήταν η εβραϊκή γειτονιά και η τουρκική. Αφού επί ένα τριήμερο λεηλάτησαν και κατέστρεψαν σπίτια και μαγαζιά, παρέδωσαν την πόλη στις φλόγες. Πολλοί κρύφτηκαν στα υπόγεια και τις καταπακτές για να σωθούν προσωρινά, αλλά η ασφυξία από τους καπνούς τούς ανάγκασαν να βγουν στους δρόμους, όταν οι φλόγες κύκλωσαν τα σπίτια τους.
Σε 1,5 εκατομμύριο ανέρχονται οι πρόσφυγες της μικρασιατικής γης που αναζήτησαν σωτηρία καταφεύγοντας στην Ελλάδα. Υποχρεώθηκαν με βάναυσο τρόπο να αποχωριστούν τη γη που την πότισαν με το αίμα και τον ιδρώτα τους. Αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν νεκρούς και ζωντανούς, σπίτια, περιουσίες και τα αποκαΐδια μιας ολόκληρης ζωής.
Πηγή: Τμήμα σύνταξης Pontos news

Εν Πάρῳ τῇ 16-5-1973 ,
Τῷ ἐν Κυρίῳ αἰδεσιμωτάτῳ ἀγαπητῷ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ π. Δημητρίῳ χαίρειν.
῾Ο Χριστὸς ἀληθῶς ἀνέστη, ζωὴν αἰώνιον χαρισάμενος καὶ Βασιλείαν Οὐράνιον δωρησάμενος πᾶσι τοῖς πιστοῖς, τοῖς ὀρθῶς πιστεύσασι καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν.
῎Ελαβον τὴν ἐπιστολήν σας καὶ σᾶς ἀπαντῶ εἰς τὰ ἐρωτήματά Σας.
* * *
Τὸ Νέον ῾Ημερολόγιον εἰς τὴν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν καμμία, οὔτε Οἰκουμενικὴ οὔτε Τοπική, Σύνοδος τὸ εἰσήγαγε.
Τὸ εἰσήγαγεν ἀντικανονικῶς καὶ παρανόμως ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Μελέτιος [Μεταξάκης, 1871-1935], ἔχων τὸν 33ον ὕπατον βαθμὸν τῆς Μασσωνίας, μὲ ἕξ ᾿Αρχιερεῖς ἀντορθοδόξως φρονοῦντας, διὰ νὰ δείξῃ καταφρόνησιν εἰς τὴν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν καὶ εἰς τὰς Παραδόσεις τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων καὶ ῾Αγίων Πατέρων καὶ συμφωνίαν μὲ τοὺς καινοτόμους νεωτεριστὰς σχισματο-αιρετικοὺς Παπιστάς, καὶ Διαμαρτυρομένους Λουθηροκαλβινιστάς.
Τὸ Νέον Γρηγοριανὸν Παπικὸν ῾Ημερολόγιον, τὸ ὁποῖον εἰσήγαγεν ὁ Πάπας Γρηγόριος [ΙΓ, 1572-1585] πρῶτον εἰς τὴν Δυτικὴν ᾿Εκκλησίαν, ἐπεχείρησε δὲ νὰ τὸ εἰσαγάγῃ καὶ εἰς τὴν ᾿Ορθόδοξον ᾿Ανατολικὴν ᾿Εκκλησίαν, ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία ὄχι μόνον δὲν τὸ ἐδέχθη, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνεθεμάτισεν εἰς δύο Τοπικὰς Συνόδους, συνελθούσας ἐν Κωνσταντινουπόλει.
* * *
῾Η ἐπίσημος ᾿Εκκλησία ὤφειλε νὰ ἀπαλλάξῃ τὸν ἑαυτόν Της ἀπὸ δύο ἀναθέματα, εἰς τὰ ὁποῖα ὑπόκειται.
Τὸ ἕν ἀνάθεμα εἶναι τῆς Ζης [῾Αγίας] Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἥτις ὁρίζει: «Εἴ τις πᾶσαν Παράδοσιν ᾿Εκκλησιαστικὴν ἔγγραφόν τε ἤ ἄγραφον ἀθετεῖ, ἀνάθεμα».
῾Η Α' ῾Αγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὑπὸ 318 Θεοφόρων Πατέρων συγκροτηθεῖσα, μᾶς παρέδωκε τὸ Παλαιὸν ῾Ημερολόγιον· τὸ Νέον τὸ παρέδωκεν ὁ Πάπας Γρηγόριος καὶ ὁ μασσῶνος Μελέτιος Μεταξάκης.
Η ἐπίσημος ᾿Εκκλησία τὸ παρεδέχθη χωρὶς δυσκολίαν, κατεφρόνησε τὴν Παράδοσιν τῆς Αης ῾Αγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἠθέτησεν, ἑπομένως ἐπωμίσθη τὸ ἀνωτέρω ἀνάθεμα τῆς Ζης ῾Αγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὡς καὶ τὸ ἑξῆς ἀνάθεμα τῆς ἰδίας Συνόδου:
«῞Απαντα τὰ παρὰ τὴν ᾿Εκκλησιαστικὴν Παράδοσιν καὶ τὴν διδασκαλίαν καὶ ὑποτύπωσιν τῶν ῾Αγίων καὶ ἀοιδίμων Πατέρων καινοτομηθέντα ἤ πραχθέντα ἤ μετὰ ταῦτα πραχθησόμενα, ἀνάθεμα τρὶς» [Συνοδικὸν ᾿Ορθοδοξίας].
῾Η παράνομος καὶ ἀντικανονικὴ παρὰ τοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη εἰσαγωγὴ τοῦ Νέου Παπικοῦ ῾Ημερολογίου εἶναι καινοτομία ἐναντιουμένη εἰς τὴν Παράδοσιν τῶν ῾Αγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων.
Τὸ δεύτερον ἀνάθεμα εἶναι τὸ ὑπὸ τοῦ Θεοκήρυκος ᾿Αποστόλου Παύλου: «Εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» [Γαλάτ. α 9].
Οἱ ῞Αγιοι ᾿Απόστολοι μᾶς παρέδωκαν μετὰ τὴν ῾Εβδομάδα τῶν ῾Αγίων Πάντων, νηστείαν, τὴν ὁποίαν ἡ παράνομος εἰσαγωγὴ τοῦ Νέου ῾Εορτολογίου κατήργησεν ἐνίοτε τελείως.Νηστεία ῾Αγίων ᾿Αποστόλων: μηδέν· ἄλλοτε μίαν ἡμέραν, ἄλλοτε δύο. ᾿Εφέτος εἶναι τέσσαρες ἡμέραι.
᾿Αλλὰ μήπως καὶ οἱ λεγόμενοι Γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι Παλαιοημερολογῖται εἶναι ἀπηλλαγμένοι ἀναθεμάτων;
Εἶναι παραβάται καὶ καταφρονηταὶ τῆς πρώτης Παραδόσεως: τῆς μεγάλης ἐντολῆς τῆς ᾿Αγάπης. Τὴν ἐντολὴν τῆς ᾿Αγάπης τὴν κατεφρόνησαν, τὴν ἠθέτησαν, τὴν ἀπέβαλον, ἀλληλο-μισοῦνται, ἀλληλο-δάκνονται, ἀλληλο-δέ-ρονται.
᾿Αναβαπτίζουν καὶ ἀναμυρώνουν πολλούς, βαπτισθέντας εἰς τὸ ῎Ονομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, Νεοημερολογίτας.
῾Η ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία δέχεται ἀκόμη καὶ τοὺς αἱρετικούς, ὅσοι ἔχουν βαπτισθῆ εἰς τὸ ᾿Ορθόδοξον Βάπτισμα· ἀναμυρώνει τοὺς ἀρνηθέντας τὸν Χριστὸν ἤ τὸ Βάπτισμα, δὲν τοὺς ἀναβαπτίζει.
Τινὲς ζηλωταὶ Παλαιοημερολογῖται πιστεύουν καὶ φρονοῦν, ὅτι τὰ Μυστήρια χωρὶς τὸ ῾Ημερολόγιον εἶναι ἄκυρα καὶ ὅτι, χωρὶς ῾Ημερολόγιον, δὲν ὑπάρχει σωτηρία.
Αγαπητέ μοι π. Δημήτριε·
᾿Επὶ 40 ἔτη παρεκάλουν καὶ παρακαλῶ τὸν Θεὸν νὰ παύσῃ τὴν φοβερὰν τρικυμίαν, τὸν φοβερὸν κλύδωνα τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ εἰρηνεύσῃ Αὐτὴν καὶ ἤκουσα νύκτα τινὰ φωνὴν ἀοράτως, λέγουσαν: «Πρὸς τοὺς σκολιοὺς σκολιὰς ὁδοὺς ὁ Θεὸς ἐξαποστέλλει». [πρβλ. Παροιμ. κα 8: ῾Ο Θεὸς ἐπιτρέπει οἱ διεστραμμένοι καὶ μὴ εὐθεῖς ἄνθρωποι νὰ περιπλέκωνται εἰς ἀδιεξόδους καὶ καταστρεπτικὰς ὁδούς].
Εἶμαι τεθλιμμένος, ἀπογοητευμένος, θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι καὶ οὐδὲν ἄλλο λέγω, ὡς ὀλιγόπιστος, εἰ μὴ τὴν τοῦ Πέτρου φθέγγομαι φωνήν: «᾿Επιστάτα, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα!» [πρβλ.Λουκ. η 24]· σῶσον ἡμᾶς, Κύριε, ἐκ τῆς παρούσης γενεᾶς τῆς σκολιᾶς, τῆς διεστραμμένης, τῆς διεφθαρμένης, μιαρᾶς, τῆς αἰσχρᾶς καὶ πονηρᾶς.
῎Ας μὴ ἀπελπιζώμεθα ὅμως τελείως, ἀλλὰ ἄς ἐξακολουθῶμεν νὰ φωνάζωμεν ὡς ὁ Πέτρος: «᾿Επιστάτα, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα!», καὶ ἄς ἐλπίζωμεν, ὅτι ὡς Συμπαθής, Εὔσπλαγχνος καὶ ᾿Ελεήμων θὰ ἐκτείνῃ, ὡς τῷ Πέτρῳ, καὶ εἰς ἡμᾶς τὴν χεῖρα καὶ θὰ μᾶς εἴπῃ: «᾿Ολιγόπιστοι, εἰς τί ἐδιστάσατε;» [πρβλ. Ματθ. ιδ 31].
Εὔχου καὶ προσεύχου καὶ ὑπερεύχου νὰ φωτίσῃ ὁ Οὐράνιος Πατὴρ τοὺς ῎Αρχοντας τῆς ᾿Εκκλησίας νὰ παύσουν νὰ ἀλληλοδάκνωνται, διὰ νὰ μὴ ἀναλωθῶσιν [ὑπ᾿ ἀλλήλων], ἀλλὰ νὰ εἰρηνεύσωσιν ἑαυτοὺς καὶ τὴν ᾿Εκκλησίαν νὰ ἐπαναφέρουν εἰς τὸ Πάτριον ᾿Ορθόδοξον ῾Ημερολόγιον καὶ γίνῃ πάλιν μία ᾿Εκκλησία.
……………………………………………………………………
Μετὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφικῆς ἀγάπης
† ᾿Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβᾶκος
Πηγή: Αβέρωφ

Ο όσιος Συμεών ο στυλίτης (ο πρεσβύτερος ή «ο εν τη μάνδρα»), που τιμάται από την Εκκλησία μας την 1η Σεπτεμβρίου, είναι ο πρώτος γνωστός μοναχός που ασκήτεψε πάνω σε στύλο. Γεννήθηκε γύρω στα 389 στο χωριό Σισάν, στα όρια Συρίας και Κιλικίας. Ήταν βοσκός των πατρικών προβάτων, όταν γνώρισε κάποιους ασκητές, πόθησε εξαιτίας τους τη μοναχική ζωή και ήρθε σ’ ένα μοναστήρι, στο χωριό Τελεδάν, όπου έζησε δέκα χρόνια (403-413) με αυστηρότατη άσκηση. Ύστερα έζησε έγκλειστος τρία χρόνια σε μια σπηλιά, κοντά στην Αντιόχεια, και στη συνέχεια πήγε στο χωριό Τελάνισσο, όπου ασκήθηκε αλλά τρία χρόνια σ’ ένα σπιτάκι. Τέλος, αποσύρθηκε στην κορυφή ενός λόφου και περιορίσθηκε σ’ έναν μικρό κυκλικό περίβολο («μάνδρα»), φτιαγμένο με μιαν αλυσίδα είκοσι πήχεων.
Η απίθανη αυστηρότητα της ζωής του και το θαυματουργικό χάρισμα συγκέντρωναν γύρω του πλήθη ανθρώπων, που του προξενούσαν μεγάλη ενόχληση. Για αυτό άρχισε ν’ ανεβαίνει σε στύλους ολοένα και ψηλότεροι. Ο τελευταίος, όπου έζησε πάνω από είκοσι χρόνια, είχε ύψος 16 – 18 μ.
Ο όσιος αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος του εικοσιτετραώρου στην προσευχή. Έτρωγε ελάχιστα. Ήταν συνεχώς όρθιος, χωρίς προφύλαξη από τον ήλιο, τη βροχή, τον άνεμο ή το κρύο. Δυο φορές την ήμερα διέκοπτε τον ασκητικό του κανόνα και νουθετούσε το λαό, μεριμνούσε για τούς αρρώστους και τούς δυστυχισμένους, έκανε συμβιβασμούς διαφορών, έλυνε προβλήματα και μετέστρεφε στη χριστιανική πίστη τούς αλλόδοξους που πρόστρεχαν σ’ αυτόν μαζί με τούς χριστιανούς απ’ όλα τα σημεία τής Ανατολής και τής Δύσης. Κοιμήθηκε το 459 και κηδεύτηκε από τον πατριάρχη Αντιόχειας Μαρτύριο στη μεγάλη εκκλησία της Αντιόχειας.
Στο εκπληκτικό Ιεραποστολικό έργο, που, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, πραγματοποίησε από την κορυφή του στύλου του ο αυστηρός αυτός ασκητής, θα αναφερθούμε στις επόμενες γραμμές, σταχυολογώντας τα σχετικά αποσπάσματα από την «Φιλόθεο Ιστορία» του Θεοδώρητου Κύρου, τον ελληνικό βίο του οσίου, γραμμένο από τον μαθητή του Αντώνιο, και τον συριακό βίο του.
Η φήμη του οσίου απλώθηκε γοργά παντού. Όλοι, κι από τα κοντινά κι από τα μακρινά μέρη, έτρεχαν κοντά του. Άλλοι έφερναν παράλυτους, άλλοι ζητούσαν να γιατρέψει αρρώστους, άλλοι παρακαλούσαν να μεσιτέψει στο Θεό για ν’ αποκτήσουν παιδιά. Μετά την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, έφευγαν γεμάτοι χαρά. Και διαλαλώντας τις ευεργεσίες που δέχτηκαν, έστελναν στον όσιο πολύ περισσότερους ανθρώπους, που ζητούσαν κι εκείνοι τα ίδια. Έτσι, καθώς άρχισαν να καταφθάνουν από κάθε στράτα σαν ποτάμια οι προσκυνητές, σχηματίστηκε σ’ αυτόν τον τόπο ένα ανθρώπινο πέλαγος, που δεχόταν από παντού ποτάμια! Όχι μόνο ντόπιοι ούτε μόνο Χριστιανοί, αλλά και Ισμαηλίτες και Πέρσες και Αρμένιοι και Ίβηρες και Ομηρίτες κι εκείνοι που κατοικούν ακόμα πιο βαθιά μαζεύονταν στο ασκητήριο του οσίου. Ήρθαν και πολλοί που κατοικούσαν στα πέρατα της Δύσης, Ισπανοί και Βρετανοί και Γαλάτες. Όσο για την Ιταλία, λένε πως ο Συμεών είχε γίνει τόσο περιβόητος εκεί, ώστε κρεμούσαν μικρές εικόνες στις εισόδους όλων των εργαστηρίων, για να παίρνουν απ’ αυτές προστασία και ασφάλεια.
Ήταν αμέτρητοι, λοιπόν, όσοι έφταναν και ζητούσαν να τον αγγίξουν, ν’ ακουμπήσουν μόνο την άκρη του δερμάτινου χιτώνα του, πιστεύοντας πως έτσι θα έπαιρναν κάποια ευλογία. Ο άγιος, όμως, ένιωθε πως δεν ήταν άξιος ν’ απολαμβάνει τέτοια τιμή. Τον κούραζαν, άλλωστε, όλα αυτά. Έτσι, σοφίστηκε ν’ ανέβει σ’ έναν στύλο. Το ύψος του ήταν στην αρχή μικρό, έξι πήχες. Αργότερα ανέβηκε σε άλλον πιο ψηλό, ύστερα σε ψηλότερο και τέλος σ’ έναν που έφτανε τις τριάντα έξι πήχες. Γιατί το έκανε αυτό; Επειδή λαχταρούσε να πετάει στα ουράνια, ελεύθερος από καθετί γήινο. Και επειδή, φωτισμένος από το Θεό, στόχευε στην ωφέλεια και τη σωτηρία πολλών ψυχών. Βλέπετε, όσοι δεν πείθονται με λόγια και δεν ανέχονται τα κηρύγματα, σαγηνεύονται από τα παράδοξα θεάματα. Το παράδοξο τραβάει όλους και τους αναγκάζει να το προσέξουν, προετοιμάζοντας τους έτσι και στο να διδαχθούν. Έτσι έγινε και με τον όσιο Συμεών. Το παράδοξο θέαμα που παρουσίαζε ανεβασμένος σ’ έναν ψηλό στύλο, τραβούσε αμέτρητους περιέργους, που ήθελαν να πληροφορηθούν γιατί απομακρύνθηκε από τον κόσμο με τέτοιον τρόπο. Με την αφορμή αυτή ο όσιος τους δίδασκε και τούς κήρυσσε το λόγο του Θεού, μεταστρέφοντας πολλούς από την απιστία στην πίστη και από τα έργα της ανομίας στα έργα της ευσέβειας. Ίβηρες και Αρμένιοι και Πέρσες, όπως είπαμε, απαρνιόντουσαν κάτω απ’ το στύλο την προγονική τους πλάνη και δέχονταν την θεία αλήθεια με το άγιο βάπτισμα. Οι Ισμαηλίτες, μάλιστα, έφταναν σε ομάδες, διακόσιοι, τετρακόσιοι, κάποτε και χίλιοι. Με βοή αποκήρυσσαν την πατρική τους θρησκεία, έσπαζαν τα είδωλα που λάτρευαν πρώτα, εγκατέλειπαν μια για πάντα τα μυστηριώδη όργια τής Αφροδίτης και απολάμβαναν τα θεία μυστήρια του Χριστού, αφού άκουγαν από το αγιασμένο στόμα του στυλίτη σωτήριες διδαχές.

Ο Θεοδώρητος Κύρου, σύγχρονος και γνώριμος του οσίου, περιγράφει συνοπτικά το κοινωνικό και αποστολικό έργο του: «Νουθετώντας (το λαό) δυο φορές την ήμερα, πλημμυρίζει τ’ αυτιά των ακροατών με τα χαριτωμένα λόγια του και τους προσφέρει όσα το Άγιο Πνεύμα διδάσκει. Προτρέπει να στρέφουν το βλέμμα στον ουρανό, να πετάνε αφήνοντας τη γη και να οραματίζονται τη βασιλεία των ουρανών, να φοβούνται την κόλαση και να περιφρονούν τα γήινα, προσμένοντας τη μέλλουσα ζωή. Μπορεί να τον δεις να δικάζει, βγάζοντας σωστές και δίκαιες αποφάσεις. Όλα αυτά τα κάνει μετά την ακολουθία της ενάτης ώρας. Γιατί όλη τη νύχτα και τη μέρα, ως την ενάτη ώρα προσεύχεται. Ύστερα από την ενάτη ώρα, προσφέρει πρώτα τη θεία διδαχή σ’ όσους βρίσκονται εκεί, και στη συνέχεια ακούει το αίτημα του καθενός. Και αφού θεραπεύσει μερικούς, λύνει τις διαφορές όσων φιλονικούν. Γύρω στη δύση του ήλιου αρχίζει πάλι να προσεύχεται. Δεν παραμελεί όμως, να φροντίζει και για τις άγιες Εκκλησίες. Άλλοτε πολεμάει την πλάνη των ειδωλολατρών, άλλοτε συντρίβει τη θρασύτητα του Ιουδαίων, άλλοτε διαλύει τις ομάδες των αιρετικών. Και όλα τούτα τα κατορθώνει είτε στέλνοντας γράμματα στο βασιλιά, είτε εμπνέοντας στους άρχοντες το ζήλο για το Θεό, είτε παρακινώντας και τους επισκόπους ακόμα να φροντίζουν περισσότερο για το ποίμνιο».
Αξίζει, όμως, να διηγηθούμε, ενδεικτικά, μερικά από τα θαύματα του οσίου Συμεών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταστροφή των ευεργετημένων στην αληθινή πίστη. Κάποτε ένας Σαρακηνός φύλαρχος έφερε στο στυλίτη κάποιον παράλυτο ομόφυλό του και παρακάλεσε για τη θεραπεία του. Ο άγιος του ζήτησε ν’ απαρνηθεί την προγονική του ασέβεια. Εκείνος δέχτηκε πρόθυμα.
› Πιστεύει στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα; τον ρώτησε ο ασκητής.
› Πιστεύω, ομολόγησε ο Σαρακηνός.
› Αφοί πιστεύεις, σήκω πάνω!
Ο παράλυτος σηκώθηκε και περπάτησε.
› Τώρα πάρε το φύλαρχο στους ώμους σου! τον πρόσταξε ο όσιος.
Ο γιατρεμένος σήκωσε τον κατάπληκτο φύλαρχο, που ήταν εξαιρετικά μεγαλόσωμος, τον έβαλε στους ώμους του κι έφυγε ενθουσιασμένος, δοξάζοντας τον τρισυπόστατο αληθινό θεό.
Σε μια πόλη τής Παλαιστίνης ήταν διοικητής κάποιος ειδωλολάτρης, καμπούρης τόσο, που το κεφάλι του ακουμπούσε στο στήθος του και δεν μπορούσε να περιστραφεί. Κάποιοι φίλοι του, έχοντας ακούσει για τα θαύματα του στυλίτη, τον έφεραν κάτω από το στύλο και παρακάλεσαν για τη θεραπεία του. Μα και ο ίδιος καμπούρης άρχισε να ικετεύει τον όσιο κραυγάζοντας τόσο δυνατά, ώστε Εκείνος δεν μπορούσε να προσευχηθεί για χάρη του στον Κύριο. Ο ειδωλολάτρης, πιστεύοντας πως ο Συμεών είχε δική του θαυματουργική δύναμη, του ζητούσε ν’ ακουμπήσει το χέρι του στο κεφάλι του, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα γινόταν καλά αμέσως. Ο όσιος, όμως, του είπε:
› Είμαι ένας αμαρτωλός και τιποτένιος άνθρωπος. Το χέρι μου δεν έχει καμιά ξεχωριστή δύναμη. Μόνο αν ευδοκήσει ο Θεός, θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου, γιατί μόνο αυτός έχει τη δύναμη να θαυματουργεί. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να θεραπεύσει άλλον, αν ο Κύριος δεν το θέλει. Παραδόσου, λοιπόν, στην παντοδυναμία του αληθινού Θεού, του δημιουργού και κυβερνήτη του κόσμου, και θα ευεργετηθείς.
Τότε ο καμπούρης σταμάτησε να φωνάζει, αφήνοντας τον όσιο να προσευχηθεί απερίσπαστος. Και μόλις Εκείνος τέλειωσε την προσευχή του, το θαύμα έγινε. Ο ταλαίπωρος άνθρωπος ορθώθηκε, στάθηκε ίσια και άρχισε να χοροπηδάει χαρούμενος σαν παιδί. Άνοιξε τότε τις κασέλες, που είχε φέρει μαζί του, και πρόσφερε στον ευεργέτη του ανεκτίμητα χρυσαφικά κι ασημικά. Ο στυλίτης κοίταξε τα δώρα με περιφρόνηση και του είπε:
› Αν θέλεις να μ’ ευχαριστήσεις, να δεχτείς το φως της αλήθειας. Να βαπτιστείς, για να πάρεις την άφεση. Κι ακόμα να ελευθερώσεις όλους τούς δούλους σου, για να ελευθερωθεί και η δική σου ψυχή από το ζυγό του σατανά.
Ο γιατρεμένος πρόθυμα έκανε ότι του είπε ο άγιος. Και αργότερα, γεμάτος χαρά και χάρη Θεού, έφυγε για την πόλη του.
Ένας άρχοντας των Περσών ήταν πολύ δυστυχισμένος, γιατί ο μονάκριβος γιος του κειτόταν δεκαπέντε χρόνια παράλυτος. Έστειλε, λοιπόν, στον όσιο τον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας, με την παράκληση να προσευχηθεί στον Κύριο για τη θεραπεία του παιδιού του. Του έδωσε, μάλιστα, και δυο υφάσματα από πολύτιμο μετάξι με κεντημένους επάνω χρυσούς σταυρούς, για να τα προσφέρει στον στυλίτη. Ο επίσκοπος διηγήθηκε στο Συμεών το δράμα του παιδιού και του πατέρα του. Ο όσιος σπλαχνίστηκε και είπε στον επίσκοπο:
› Πάρε αυτά τα υφάσματα που έφερες, έτσι διπλωμένα όπως είναι, και πήγαινε στο καλό. Όταν φτάσεις κοντά στην πόλη σας, κατέβα από το ζώο σου, κράτησε τα υφάσματα στο στήθος σου και προχώρησε ως το σπίτι του άρχοντα πεζός και αμίλητος. Μπες μέσα, στάσου πάνω απ’ το παιδί σκέπασε το με τα υφάσματα και πες του: Ο αμαρτωλός Συμεών σου παραγγέλλει: Στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, σήκω!».
Ο επίσκοπος έφυγε κι έκανε όπως του υπέδειξε ο όσιος. Μόλις σκέπασε το παιδί με τα υφάσματα, αυτό πετάχτηκε όρθιο και θεραπευμένο. Ο Πέρσης άρχοντας και ολόκληρη η οικογένειά του ευχαρίστησαν και δόξασαν το Θεό. Και ο επίσκοπος, μετά από σχετικό αίτημά τους, τους κατήχησε και τους βάπτισε.
Κάποιος πλούσιοι από το Σαβά έπασχε από πονοκέφαλο συνεχή και οδυνηρό τόσο, που ένιωσε να του σουβλίζουν κάθε στιγμή το μυαλό. Ανακουφιζόταν λίγο, μόνο όταν χτυπούσε το κεφάλι του πάνω στα δοκάρια των τοίχων του σπιτιού του! Μόλις έμαθε για τον θαυματουργό στυλίτη, ετοιμάστηκε για το μακρύ ταξίδι και ξεκίνησε, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο των θηρίων και των ληστών, που παραμόνευαν εδώ κι εκεί μέσα στην απέραντη έρημο. Σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο ταξίδευε ο άρρωστος. Και όσο πλησίαζε, πράγμα παράδοξο, οι πόνοι του λιγόστευαν. Αντίθετα, όσο κι αν έτρωγε, οι προμήθειές του έμεναν απείραχτες!
Έφτασε επιτέλους στο στύλο του οσίου. Εκείνος, αφού πληροφορήθηκε το πρόβλημά του, ζήτησε να του φέρουν νερό από την κοντινή πηγή. Προσευχήθηκε, το ευλόγησε και πρόσταξε τον άρρωστο να το πιει στο όνομα του Χριστού. Ύστερα, παίρνοντας από το ίδιο νερό, του ράντισε και το κεφάλι. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Ο λίγος πόνος που είχε απομείνει, εξαφανίστηκε κι αυτός. Ο άνθρωπος ευχαρίστησε τον όσιο και δόξασε το Θεό. Ζήτησε, μάλιστα, και να βαπτιστεί. Λίγο αργότερα, φεύγοντας Χριστιανός πια, διαλαλούσε τα μεγαλεία του Κυρίου ως τη μακρινή πατρίδα του.

Ένα παρόμοιο μακρύ ταξίδι έκανε και μια ομάδα από τέσσερις λεπρούς και τρεις δαιμονισμένους, που ξεκίνησαν από τα βάθη της Ανατολής κι έκαναν δεκατρείς μήνες ώσπου να φτάσουν στον όσιο. Και εκείνοι, παρά τη μεγάλη απόσταση, ούτε μια φορά δεν έχασαν το δρόμο, μα ούτε κι οι τροφές ή το νερό τούς έλειψαν καθόλου.
Φτάνοντας κάτω απ’ τον στύλο, διηγήθηκαν στον όσιο τα παθήματα τους και ζήτησαν τη βοήθεια του.
› Ο Θεός, αποκρίθηκε Εκείνος, που σου έδειξε το δρόμο να έρθετε ως εδώ, θα σας δώσει και την υγεία σας.
Ζήτησε νερό, το ευλόγησε και τούς το έδωσε να πιουν και να ραντιστούν στο όνομα του Κυρίου. Μόλις το έκαναν, έγιναν και οι επτά καλά! Ύστερα απ’ αυτό, αρνήθηκαν τη λατρεία των ειδώλων, βαπτίστηκαν και έφυγαν δοξάζοντας το Θεό.
Κάποτε ήρθαν κάτω απ’ το στύλο αντιπρόσωποι των κατοίκων της οροσειράς του Λιβάνου και ανάστατοι είπαν στον όσιο:
› Στον τόπο μας παρουσιάστηκαν κάτι αγρία θηρία, πρωτοφανέρωτα και άγνωστα, που κατασπαράζουν ανθρώπους και ζώα. Πολλές φορές μπαίνουν στα σπίτια, αρπάζουν τα παιδιά και τα καταβροχθίζουν μπροστά στα έντρομα μάτια των μανάδων τους. Ο φόβος και ο θρήνος έχουν απλωθεί παντού.
› Μην παραξενεύεστε για τη συμφορά που σας βρήκε, είπε ο άγιος. Είναι η τιμωρία για τα έργα σας. Οι προγονοί σας εγκατέλειψαν τον αληθινό Θεό, τον πλάστη και ευεργέτη μας, και λάτρεψαν τα βουβά είδωλα. Κι εσείς επιμένετε στην πλάνη αυτή. Τα θηρία σας ταλαιπωρούν με παραχώρηση του Κυρίου, που θέλει να σας οδηγήσει στη μετάνοια και να σας φέρει κοντά Του. Αν όμως δεν έχετε σκοπό να μετανοήσετε, άδικα ήρθατε ως εδώ. Να ζητήσετε τη βοήθεια των ειδώλων που προσκυνάτε!
Εκείνοι τότε έπεσαν στα γόνατα και άρχισαν να παρακαλούν με δάκρυα το στυλίτη:
› Λυπήσου μας! Μεσίτεψε για μας στο Θεό! θα μετανοήσουμε!…
Μαζί τους ικέτευαν τον όσιο και άλλοι, που έτυχε να βρίσκονται εκεί, και τους σπλαχνίστηκαν.
› Μόλις απαρνηθείτε την πλάνη σας, αποκρίθηκε πάνω απ’ το στύλο του ο γέροντας και βαπτιστείτε στο όνομα του Χριστού, τότε θα παρακαλέσω τον Κύριο να σας δείξει τη φιλανθρωπία Του.
Μ’ ένα στόμα οι ειδωλολάτρες υποσχέθηκαν πως, όταν θα γύριζαν στην πατρίδα τους, θα κατεδάφιζαν αμέσως τα Ιερά των ειδώλων και θα έριχναν στη φωτιά τα ξόανα. Ο άγιος κατάλαβε πως η μεταστροφή τους ήταν αληθινή. Τούς έδωσε, λοιπόν, ένα κουτάκι με ευλογημένη σκόνη και τούς είπε:
› Να πάτε στο καλό! Μόλις φτάσετε στον τόπο σας, να περάσετε απ’ όλα τα χωριά. Στην εμπασιά κάθε χωριού, να χώνετε στη γη τέσσερις πέτρες. Και πάνω σε κάθε πέτρα να σχηματίζετε με τούτη τη σκόνη τρεις σταυρούς. Αν υπάρχουν εκεί Χριστιανοί ιερείς, φωνάξτε τους να σας βοηθήσουν και να τελέσουν νυχτερινές λειτουργίες. Τότε ο Θεός θα κάνει το θαύμα Του. Κανένας άνθρωπος δεν θα χαθεί πια από τα θηρία.
Επιστρέφοντας στη χώρα τους οι ειδωλολάτρες διαπίστωσαν ότι, από την ώρα που ο Συμεών είχε προσευχηθεί γι’ αυτούς, όλα τα θηρία είχαν φύγει από τα χωριά και αποτραβηχτεί στα δάση. Όταν, λοιπόν, έκαναν ότι τούς συμβούλεψε ο όσιος, είδαν τα θηρία να τρέχουν και να έρχονται γύρω από τις πέτρες, ουρλιάζοντας απαίσια. Πολλά έπεφταν και ψοφούσαν επιτόπου. Αλλά έφευγαν αλαφιασμένα και χάνονταν. Σε δέκα μέρες δεν είχε απομείνει κανένα.
Πήραν τρία τομάρια από τα ψόφια θηρία και τα έφεραν στον όσιο. Και αφού του διηγήθηκαν το θαύμα, βαπτίστηκαν όλοι κι έγιναν Χριστιανοί. Μια βδομάδα έμειναν εκεί, ακούγοντας τις σοφές διδαχές του πνευματοφόρου στυλίτη, και μετά έφυγαν χαρούμενοι για την πατρίδα τους, δοξάζοντας το Θεό.

Αλλά σταματάμε εδώ τη διήγηση, γιατί τα μεγάλα και θαυμαστά έργα του οσίου Συμεών δεν έχουν τέλος. Όπως σημειώνει ωραιότατα ο Σύρος βιογράφος του, «ποιο στόμα θ’ αποτολμούσε να διηγηθεί ή ποιο χέρι θα μπορούσε να γράψει ή ποιο σοφό μυαλό θα μπορούσε να υπολογίσει τις αναρίθμητες ευεργεσίες που έκανε ο Θεός στον κόσμο μέσω του αγίου; Πόσους ανθρώπους, που ήταν μακριά από τον Κύριο, έφερε κοντά Του; Πόσοι πλανεμένοι γύρισαν με τη διδαχή του από την άγνοια στην αληθινή γνώση; Πόσες χιλιάδες και μυριάδες «αλλότριων», χάρη στο κήρυγμά του, έγιναν μέλη τής Εκκλησίας και υποτάχθηκαν στο Χριστό; Ποιος μπορεί να λογαριάσει τις τόσες και τόσες χιλιάδες αγρίων, που, βλέποντας και ακούγοντας τον, με χαρά εγκολπώθηκαν τη χριστιανική πίστη και έγιναν υπηρέτες της αλήθειας; Γιατί η φήμη των ευεργεσιών, που έκανε ο Κύριος με τα χέρια του οσίου, ταξίδεψε απ’ τη μιαν άκρη του κόσμου ως την άλλη.
Κι έτσι εκπληρώθηκε το γραφικό: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν οι φθόγγοι αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών (Ψαλμ. 18:5)».
(Περιοδικό "Πάντα τα Έθνη", Τεύχος 91, Ιούλιος - Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2004)

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς στήλην θεόγραφον τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλειπες τὰς ἀναβάσεις ἡμῖν, Συμεὼν παμμακάριστε· σὺ γὰρ ἐπὶ τοῦ στύλου ὡς πυρσὸς διαλάμπων, ἕλκεις ἡμᾶς χαμόθεν πρὸς ζωὴν οὐρανίαν, τὸν τρόπον τῆς εὐδρομίας φαίνων τοῖς ἔργοις σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Ὑπομονῆς στύλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς προπάτορας Ὅσιε, τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν Ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι, Συμεὼν Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὰ ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καὶ ἅρμα πυρός, τὸν στύλον ἐργασάμενος, δι᾽ αὐτοῦ συνόμιλος, τῶν Ἀγγέλων γέγονας Ὅσιε, σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὑπερζέσας τῇ πίστει Πάτερ σοφέ, καὶ προσκαίρων ἁπάντων ὑπεριδών, Χριστῷ ἠκολούθησας, τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος, ἐγκρατείᾳ τήξας, τὸ σῶμά σου Ὅσιε, οὐρανῶν τὴν δόξαν, ἀεὶ προορώμενος· ὅθεν καὶ ἐφεῦρες, πρὸς ἀνάβασιν θείαν, τοῦ στύλου τὴν κλίμακα, τῷ σῷ πόθῳ κατάλληλον, Συμεὼν ἱερώτατε. Πρέσβευε Χριστῷ τῶ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθω, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τοῦ Συμεὼν τὸν ἄμεμπτον βίον, ποία γλῶσσα ἀνθρώπων ἐξαρκέσει ποτέ, πρὸς ἔπαινον ἐξηγήσασθαι; ὅμως ὑμνήσω Θεοῦ σοφία, τὰ τοῦ ἥρωος ἆθλα καὶ τοὺς ἀγῶνας, τοῦ ἐν τῇ γῇ ὡς φωστῆρος φανέντος τοῖς πᾶσι βροτοῖς, καὶ μεγάλως τῇ καρτερίᾳ τῷ χορῷ τῶν Ἀγγέλων ἐκλάμψαντος· σὺν τούτοις γὰρ ψάλλων ἀπαύστως Χριστῷ, πρεσβεύων οὐ παύει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Πηγή: Πηγή ζωής, Ορθόδοξος Συναξαριστής

Σχόλιο Τ.Ι.: Η Κρίση ανήκει στον Πανάγαθο Κύριό μας Ιησού Χριστό, εμείς ας Τον ικετεύσουμε να δώσει μια ακόμη ευκαιρία στην ανθρωπότητα, πριν να είναι πολύ αργά.
Ὁ Νὶκ καὶ ἡ Τρὶς Ἐλντερχορστ, 91 ἐτῶν καὶ οἱ δυό τους, πέθαναν μαζὶ στὴν πατρίδα τους -στὸ Ντίνταμ τῆς Ὀλλανδίας- ἔπειτα ἀπὸ 65 χρόνια γάμου. Τὸ ζευγάρι ἀντιμετώπιζε τὴν ἐπιδείνωση τῆς σωματικῆς ὑγείας τοῦ τὰ τελευταῖα πέντε χρόνια: ὁ σύζυγος εἶχε μειωμένη κινητικότητα ἔπειτα ἀπὸ ἕνα ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο ποὺ ὑπέστη τὸ 2012, ἐνῶ τὸ περπάτημα εἶχε γίνει ὅλο καὶ πιὸ δύσκολο καὶ γιὰ τὴ σύζυγό του – εἶχε ἀπώλεια μνήμης.
«Σύντομα ἔγινε σαφὲς ὅτι δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ζήσουν πολὺ περισσότερο ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες», δήλωσε ἡ κόρη τοῦ ζευγαριοῦ.
«Ὁ γιατρὸς τοὺς ἀπεφάνθη ὅτι ἡ μητέρα μας ἦταν ἀκόμα διανοητικὰ ἱκανή. Ὡστόσο, ἐὰν ὁ πατέρας μας πέθαινε, θὰ ἔχανε τὴ γῆ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια της καὶ θὰ κατέληγε μὲ κατάθλιψη σὲ κάποιο γηροκομεῖο. Ἦταν κάτι τὸ ὁποῖο δὲν τὸ ἤθελε. Πεθαίνοντας μαζὶ ἦταν ἡ βαθύτερη ἐπιθυμία τους», προσέθεσε ἡ ἴδια.
Μιὰ ἄλλη κόρη τους, συμπλήρωσε: «Ἔδωσαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ἕνα μεγάλο φιλὶ καὶ πέθαναν σίγουροι γιὰ αὐτὸ ποὺ ἔκαναν, κρατώντας σφιχτά το χέρι ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Αὐτὴ ἦταν ἡ δική τους ἐπιθυμία».
Ἡ εὐθανασία στὴν Ὀλλανδία νομιμοποιήθηκε τὸ 2002. Πρόκειται γιὰ τὴν πρώτη εὐρωπαϊκὴ χώρα ποὺ προέβη σὲ αὐτό, καταγράφοντας καὶ τὰ κριτήρια ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἰσχύουν ὥστε ὁ γιατρὸς νὰ βοηθήσει τὸν ἀσθενῆ νὰ πεθάνει. Συγκεκριμένα, ἀναφέρεται ὅτι ὁ ἀσθενὴς θὰ πρέπει νὰ πάσχει ἀπὸ ἀνίατη ἀρρώστια, νὰ εἶναι ἐνήλικος, νὰ βιώνει φριχτοὺς πόνους καὶ νὰ ἔχει πλήρη γνώση τῆς κατάστασής του καὶ τῆς ἐπιθυμίας του νὰ πεθάνει. Στὴν ἴδια χώρα, ὁ γιατρὸς ποὺ θὰ ἀναλάβει νὰ κάνει εὐθανασία εἶναι ὁ ἄμεσα ὑπεύθυνος γιὰ τὴ σωστὴ ἔκβαση τῆς διαδικασίας. Στὴν Ὀλλανδία μποροῦν νὰ καταφύγουν ἄτομα ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο τὰ ὁποῖα θέλουν νὰ πεθάνουν «μὲ ἀξιοπρέπεια» καὶ ποὺ στὴ χώρα τους ἡ νομοθεσία δὲν ἐπιτρέπει τὴν εὐθανασία.
Πηγή: Protagon, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

… Δὲ μποροῦμε νὰ ἀπαντήσουμε σὲ ὅλα τὰ ἐρωτήματα βέβαια, ἀλλὰ θὰ σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα, πνευματικὸ παράδειγμα. Ἦρθε στὸ μοναστήρι, στὸν Ἅγιο Παῦλο, ἕνας νέος, ἦταν 28 ἐτῶν, ὁ ὁποῖος ἦταν τελειόφοιτος θεολογίας καὶ μοῦ λέει: «Γέροντα, μπορῶ νὰ ἐξομολογηθῶ;»
Λέω, εὐλογημένο, νὰ ἐξομολογηθεῖς.
Μοῦ εἶπε τοὺς λογισμοὺς του, μοῦ εἶπε ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε ὁ ἄνθρωπος.
Τὰ εἴπαμε τέλος πάντων εἰρηνικά, ὄμορφα. Ἀλλὰ προσέχω νὰ μάθουν τὰ παιδιὰ νὰ ἀρχίσουν νὰ προσεύχονται, νὰ κάνουν προσευχή.
Διότι ἀπὸ ἐκεῖ θὰ καταλάβουν κάτι τὰ παιδιά, ὅτι ὑπάρχει κάτι τὸ ὁποῖο δὲν τὸ γνωρίζουν, ἀπὸ τὴν προσευχή.
Ἄκουσε, τοῦ λέω, πολὺ ὡραῖα, καὶ ξέρεις καὶ γράμματα, ἀλλὰ νὰ προσπαθήσεις νὰ κάνεις λίγο προσευχή.
-Νὰ κάνω, μοῦ λέει, Γέροντα.
Βγάζω τὸ κομποσχοινάκι νὰ τοῦ δείξω πῶς νὰ κάνει προσευχή.
Τοῦ λέω λοιπὸν, ἔτσι θὰ κάνεις προσευχή, ἀγόρι μου.
Αὐτὸ εἶναι κατοστάρι κομποσχοινάκι.
Μ΄ αὐτὸ προσευχόμαστε.
Κρατᾶμε ἕναν κόμπο καὶ λέμε τὴν εὐχὴ
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με…».
Μοῦ λέει, Γέροντα σ΄ εὐχαριστῶ, θὰ κάνω προσευχή.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσω, τοῦ λέω, πάρε τὸ κομποσχοινάκι καὶ κάνε αὐτὸ ποὺ ἔκανα ἐγώ.
Παίρνει λοιπὸν τὸ κομποσχοινάκι, ἀλλὰ δὲν ἤξερε πῶς νὰ κάνει τὸν σταυρό του.
Κάνει μία ἔτσι, δὲν ἤξερε ποὺ νὰ βάλει τὸ χέρι του.
Τοῦ λέω, παιδί μου, πρῶτα κάνουμε τὸν σταυρό μας, τὸν τύπο αὐτόν, τὰ τρία δάκτυλα ποὺ τυπώνουμε στὸ χέρι μας εἶναι τὸ σύμβολο τῆς Ἁγίας Τριάδος, Πατὴρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιος καὶ ἀχώριστος.
Καὶ τὰ δύο δάκτυλα ποὺ κλείνουμε εἶναι οἱ δύο φύσεις τοῦ Θεοῦ, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.
Καὶ φέρνουμε τὸ χέρι μας στὸν σταυρὸ ἐδῶ, στὸ μέτωπο, στὸν ἀφαλό, δεξιὰ καὶ ἀριστερά.
Καὶ μία σύντομη ἐξήγηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, σύντομη γιατί εἶναι πολλὲς οἱ ἐξηγήσεις.
Ἦτο ὁ Κύριος στοὺς οὐρανοὺς (τὰ δάκτυλα στὸ μέτωπο) , ἐκατέβηκε στὴ γῆ (τὰ δάκτυλα στὸν ἀφαλό), καὶ ἀνέβηκε πάνω στὸν σταυρὸ (τὰ δάκτυλα δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ) καὶ σήκωσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου.
Πολεμάει νὰ κάνει τὸν σταυρό του καὶ δὲν μποροῦσε.
Τοῦ ἔπιασα τὸ χέρι. Πρῶτα στὸ μέτωπο, τοῦ λέω, παιδί μου, μετὰ στὸν ἀφαλό, μετὰ δεξιά, μετὰ ἀριστερά, δὲν μποροῦσε.
Τοῦ λέω, μὲ συνέχει μία ἀπορία μεγάλη.
Ἔχω μαρτυρία ἀπὸ θεολόγους καὶ ἀνθρώπους μορφωμένους, ὅπου ἔρχονται καὶ μοῦ λένε στὸ μοναστήρι: «Ἐφύγαμε ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας, ὅπου ἤμασταν καλὰ παιδιὰ καὶ σωστὰ, καὶ ὅταν βγάλαμε τὸ πανεπιστήμιο ἤμασταν τέλειοι ἄθεοι, δὲν πιστεύαμε σὲ τίποτα».
Οἱ γονεῖς σου, παιδί μου, δὲ σοῦ ἔμαθαν νὰ κάνεις τὸν σταυρό σου;
Ἐπέρασες τὸ δημοτικὸ σχολεῖο, ἐπῆγες στὸ Γυμνάσιο, τότε δὲν ὑπῆρχε Λύκειο, ἔβγαλες τὸ Πανεπιστήμιο, ἔγινες θεολόγος, δὲν ξέρεις νὰ κάνεις τὸν σταυρό σου, τί θὰ διδάξεις σ΄ αὐτὰ τὰ παιδιὰ, τί θὰ τὰ διδάξεις;
Ἡ ἀπάντηση ποιὰ ἦταν πού μοῦ ΄δωσε; Μοῦ λέει, Γέροντα, ντρέπομαι ποὺ σὲ βλέπω μπροστά μου, διότι, ἀπὸ ὅταν γεννήθηκα μέχρι ποὺ ἔβγαλα τὸ σχολεῖο, ἡ μάνα μου καὶ ὁ πατέρας μου δὲ μοῦ εἶπαν ποτὲ νὰ κάνω ἕναν σταυρὸ.
Γὶ΄ αὐτὸ λένε πὼς πίσω ἀπὸ κάτι καλὰ παιδιὰ κρύβονται κάποιοι καλοὶ γονεῖς.
Ἐὰν λοιπὸν ἔχουμε καλοὺς γονεῖς, ἐὰν ἔχουμε καλοὺς πνευματικοὺς καὶ ἐὰν ἔχουμε καὶ καλοὺς δασκάλους, τότε θὰ βγεῖ μία γενιὰ ἀγγελική.
Μπορεῖ νὰ ἔχουμε πολλὰ πανεπιστήμια καὶ πολλὰ σχολεῖα.
Ἀλλὰ ὅλα τὰ σχολεῖα αὐτὰ διδάσκουν τὴν ἔξω σοφία, ὄχι τὴν ἔσω, τὴ θεϊκὴ σοφία.
Ρωτάω ἐσᾶς νὰ μοῦ πεῖτε, ἐσᾶς ποὺ εἶστε δημοσιογράφοι, ποιὸ σχολεῖο διδάσκει τοὺς ἀνθρώπους νὰ προσεύχονται;
Ἐνῷ ὑπάρχουν πολὺ καλοὶ πνευματικοὶ ποὺ μποροῦν νὰ διδάξουν, καὶ διδάσκουν, ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς τὰ σχολεῖα εἶναι κλειστά.
Μὴν τὸ παρεξηγήσετε αὐτὸ, ὅτι ἐγὼ κατηγορῶ ὅλα τὰ σχολεῖα τοῦ κόσμου, μιλάω γιὰ τὴν Ἑλλάδα.
Διότι στὴν Ἑλλάδα σήμερα ἀπὸ τὰ σχολεῖα ἔβγαλαν τοὺς πνευματικοὺς καὶ ἀντὶ νὰ διδάσκουν θρησκεία, διδάσκουν θρησκειολογία, δηλαδὴ μύθους, παραμύθους.
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη συνέντευξη σὲ Ρώσους δημοσιογράφους τοῦ Γέροντος Παρθενίου), Ενωμένη Ρωμηοσύνη

Αύγουστος 30, 2017. 20:29
«Μέσα σε μια συνεδρίαση που θύμιζε κατάσταση πολιορκίας, τελικά το δημοτικό συμβούλιο της Χιμάρας ενέκρινε το ρυθμιστικό σχέδιο της πόλης, ενώ αστυνομικές μονάδες ταχείας επέμβασης περιφρουρούσαν τη συνεδρίαση προκειμένου να επιβάλλουν την τάξη», σημειώνει αλβανικό δημοσίευμα και προσθέτει:
«Εδώ και δύο εβδομάδες ο δήμος Χιμάρας δεν μπορούσε να συνεδριάσει για να συζητήσει και να εγκρίνει ορισμένα θέματα της ημερήσιας διάταξης, όπως το νέο πολεοδομικό σχέδιο της περιοχής.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μια ομάδα καμιά 30αριά πολιτών με χέρια και με πόδια δεν επέτρεψαν τους συμβούλους να συζητήσουν και να εγκρίνουν το νέο σχέδιο».
Το δημοσίευμα αποφεύγει να αναφέρει τους λόγους της αντίδρασης αυτών των πολιτών, της ελληνικής εθνικής μειονότητας στη Χιμάρα, ούτε φυσικά για αναγκαστική απαλλοτρίωση (αρπαγή) των περιουσιών τους, προκειμένου να μεταφερθούν σε άλλους ιδιοκτήτες (Αλβανούς μουσουλμάνους).
Η ομάδα των αντιδρούντων με επικεφαλής τον Νικόλα Νεράντζη και τον Φρέντι Μπερμπέρη, εξέφρασαν την αντίθεσή τους στο σχέδιο της πόλης, συνδέοντας το με διακρίσεις σε βάρος των Ελλήνων της Χιμάρας, σημειώνεται.
"Επισημαίνεται ότι ορισμένες ιδιωτικές περιοχές θα περάσουν στο δημόσιο συμφέρον και μετά την έγκριση του σχεδίου αρχίζει η διαδικασία αξιολόγησης, προκειμένου να αποζημιωθούν οι (Έλληνες) ιδιοκτήτες για την αξία της γης τους".
Συνεχίζει το δημοσίευμα τονίζοντας ότι εάν ένας πολίτης δεν συμφωνεί με την αξία της περιουσίας του, που δίδεται εξαιτίας της απαλλοτρίωσης μπορεί να καταφεύγει στα αλβανικά δικαστήρια ή κατόπιν στο Συνταγματικό Δικαστήριο, ή, εάν δεν συμφωνήσει με την αξία της γης του και σε αυτό, να καταφύγει στο …Δικαστήριο του Στρασβούργου…
(pamfleti.com)
Πηγή: The Hellenic Information Team

Εικόνες Ελλήνων αιχμαλώτων στην Νικόπολη της δυτικής Μικράς Ασίας (Αφιόν Καραχισάρ) στην Τουρκία, το 1922, δημοσιεύονται για πρώτη φορά έπειτα από έρευνα του συγγραφέα Χασάν Οζπουνάρ.
Στο 27 δευτερολέπτων βίντεο φαίνονται οι Έλληνες στρατιώτες να περπατούν κατά ομάδες υπό την επίβλεψη των Τούρκων στρατιωτών.
Οι αιχμάλωτοι είναι τυλιγμένοι με κουβέρτες, κάτι που –όπως σχολιάζουν τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης– δείχνει ότι ο τουρκικός στρατός τους συμπεριφέρθηκε καλά.
Οι εικόνες αποκαλύφθηκαν ενώ ο Χασάν Οζπουνάρ έκανε έρευνα για τον τουρκικό κινηματογράφο στη Νικόπολη. «Με αυτή την έρευνα κατάφερα να φτάσω σε ξένες συλλογές και αρχεία και να βρω εικόνες που δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ. Μετά την απελευθέρωση της Νικόπολης από την κατοχή στις 27 Αυγούστου του 1922 ο τουρκικός στρατός πήρε αιχμάλωτους γύρω στους 21.000 Έλληνες στρατιώτες, όπως είναι γνωστό. Τους κράτησαν σε διάφορες περιοχές στην Άγκυρα και την Καισαρεία και μετά τη συμφωνία ανταλλαγής αιχμαλώτων το 1923 επέστρεψαν στην Ελλάδα. Στις εικόνες βλέπουμε Έλληνες αιχμαλώτους να περπατούν κατά ομάδες στο κέντρο της πόλης και στο πίσω μέρος φαίνεται καθαρά το Κάστρο της Αφιόν», ανέφερε ο Χασάν Οζπουνάρ.
Πηγή: Pontos-News

Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με δάκρυα Τον ζητώ. Πως να μη Σε ζητώ; Συ με ζήτησες πρώτος και μου έδωσες να γευθώ την γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος, και η ψυχή μου Σε αγάπησε έως τέλους.
Βλέπεις, Κύριε, τη λύπη και τα δάκρυά μου... Αν δεν με προσείλκυες με την αγάπη Σου, δεν θα Σε ζητούσα όπως Σε ζητώ. Αλλά το Πνεύμα Σου το Άγιο μου έδωσε το χάρισμα να Σε γνωρίσω και χαίρεται η ψυχή μου, γιατί Συ είσαι ο Θεός μου και ο Κύριος μου και Σε διψώ μέχρι δακρύων.
Ποθεί η ψυχή μου τον Θεό και Τον ζητώ, με δάκρυα. Εύσπλαχνε Κύριε, Συ βλέπεις την πτώση μου και τη θλίψη μου. Ταπεινά όμως παρακαλώ το έλεός Σου: Χορήγησέ μου, του αμαρτωλού, την χάρη του Αγίου Σου Πνεύματος. Η θύμησή της οδηγεί το νου μου να ξαναβρή την ευσπλαχνία Σου.
Κύριε, δώσε μου πνεύμα ταπεινώσεως, για να μη ξαναχάσω τη χάρη Σου και ξαναρχίσω να την θρηνώ, όπως θρηνούσε ο Αδάμ για τον παράδεισο και τον Θεό.
Τον πρώτο χρόνο της ζωής μου στο Μοναστήρι, η ψυχή μου γνώρισε τον Κύριο εν Πνεύματι Αγίω.
Πολύ μας αγαπά ο Κύριος· αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα που μου έδωσε ο Κύριος κατά το μέγα έλεος Του.
Εγέρασα και ετοιμάζομαι για το θάνατο και γράφω την αλήθεια από αγάπη για τον λαό.
Το Πνεύμα του Χριστού, που μου έδωσε ο Κύριος, θέλει να σωθούν όλοι, να γνωρίσουν όλοι τον Θεό.
Ο Κύριος έδωσε στον ληστή τον παράδεισο· έτσι θα δώσει τον παράδεισο και σε κάθε αμαρτωλό. Εγώ ήμουν χειρότερος κι από ένα βρωμερό σκύλο, εξαιτίας των αμαρτιών μου· σαν άρχισα όμως να ζητώ συγχώρεση από τον Θεό, Αυτός μου έδωσε όχι μόνο τη συγχώρεση, αλλά και το Άγιο Πνεύμα, και έτσι, εν Πνεύματι Αγίω εγνώρισα τον Θεό.
Βλέπεις αγάπη που έχει ο Θεός για μας; Ποιος, στ' αλήθεια, θα μπορούσε να περιγράψει αυτή την ευσπλαχνία Του;
Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα και σας παρακαλώ, πιστεύετε στο Θεό, πιστεύετε πώς υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, που μαρτυρεί για το Θεό σ' όλες τις εκκλησίες μας και στην ψυχή μου.
Το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη. Κι αυτή η αγάπη πλημμυρίζει όλες τις ψυχές των ουρανοπολιτών αγίων. Και το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι στη γη, στις ψυχές όσων αγαπούν τον Θεό.
Εν Πνεύματι Αγίω όλοι οι ουρανοί βλέπουν τη γη, ακούγουν τις προσευχές μας και τις προσκομίζουν στον Θεό.
Ο Κύριος είναι ελεήμων, αυτό το ξέρει η ψυχή μου, μα δεν μπορώ να το περιγράψω. Είναι στο έπακρον πράος και ταπεινός και όταν Τον δη η ψυχή, τότε αλλάζει και γεμίζει από αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον και γίνεται κι η ίδια πράη και ταπεινή. Μα αν χάση ο άνθρωπος αυτή τη χάρη, τότε θα κλαίει σαν τον Αδάμ μετά την έξωση του από τον παράδεισο. Οδυρόταν ο Αδάμ και όλη η έρημος άκουγε τους στεναγμούς του, τα δάκρυά του ήταν πικρά από την θλίψη και έκλαιγε για πολλά χρόνια.
Έτσι και η ψυχή που γνώρισε τη χάρη του Θεού και μετά την έχασε, πονά για τον Θεό και λέγει:
«Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με δάκρυα Τον αναζητώ».
Είμαι μεγάλος αμαρτωλός, και όμως είδα την άμετρη αγάπη και το έλεος του Θεού για μένα.
Από τα παιδικά μου χρόνια προσευχόμουν για όσους με πρόσβαλλαν και έλεγα: «Κύριε, μη τους καταλογίζεις αμαρτίες για όσα μου κάνουν». Όμως, παρότι μου άρεσε να προσεύχομαι, δεν απόφυγα τις αμαρτίες. Ο Κύριος όμως δεν θυμήθηκε τις αμαρτίες μου και μου έδωσε αγάπη για τους ανθρώπους. Η ψυχή μου επιθυμεί να σωθεί όλη η οικουμένη, να εισέλθουν όλοι στη Βασιλεία των Ουρανών, να δουν την δόξα του Κυρίου και να απολαύσουν την αγάπη του Θεού.
Κρίνω από την δική μου εμπειρία: Αν ο Κύριος αγάπησε εμέ τόσο πολύ, αυτό σημαίνει πως αγαπά όλους τους αμαρτωλούς, όπως αγάπησε κι εμένα.
Ω, η αγάπη του Κυρίου! Δεν έχω δυνάμεις να την περιγράψω, γιατί είναι άπειρα μεγάλη και θαυμαστή.
Η χάρη του Θεού δίνει δύναμη για ν' αγαπάς τον Αγαπημένο. Τότε η ψυχή έλκεται αδιάκοπα προς την προσευχή και δεν μπορεί να λησμονήσει τον Κύριο ούτε δευτερόλεπτο.
Φιλάνθρωπε Κύριε, πώς δεν ελησμόνησες τον αμαρτωλό δούλο Σου, αλλά γεμάτος έλεος με είδες από τη δόξα Σου και μου εμφανίστηκες με ακατάληπτο τρόπο.
Εγώ πάντα Σε πρόσβαλλα και Σε λυπούσα. Συ όμως, Κύριε, για τη μικρή μου μετάνοια μου έδωσες να γνωρίσω τη μεγάλη Σου αγάπη και την άμετρη αγαθότητά Σου.
Το ιλαρό και πράο βλέμμα Σου έθελξε την ψυχή μου.
Τι να σου ανταποδώσω, Κύριε, ή ποιόν αίνο να Σου προσφέρω;
Συ δίνεις την χάρη Σου, για να καίγεται αδιάλειπτα η καρδιά από αγάπη - και δεν βρίσκει πια ανάπαυση ούτε νύχτα ούτε μέρα από την θεϊκή αγάπη.
Η θύμησή Σου θερμαίνει την ψυχή μου, που τίποτε στη γη δεν την αναπαύει εκτός από Σένα. Γι' αυτό με δάκρυα Σε ζητώ, και πάλι Σε χάνω, και πάλι ποθεί ο νους μου την γλυκύτητά Σου, αλλά Συ δεν εμφανίζεις το Πρόσωπό Σου, που επιθυμεί νύχτα και μέρα η ψυχή μου.
Κύριε, δώσε μου να αγαπώ μόνον Εσένα.
Συ με έκτισες, Συ με φώτισες με το άγιο βάπτισμα, Συ συγχωρείς τα αμαρτήματά μου και μου δίνεις τη χάρη να κοινωνώ το τίμιο Σώμα και Αίμα Σου. Δώσε μου τη δύναμη να μένω πάντα κοντά Σου.
Κύριε, δώσε μου τη μετάνοια του Αδάμ και την άγια ταπείνωσή Σου.
Η ψυχή μου πλήττει στη γη και ποθεί τα ουράνια.
Ο Κύριος ήρθε στη γη για να μας πάρει εκεί που μένει Αυτός, η Πανάχραντη Μητέρα Του, η Οποία Τον υπηρέτησε στη γη για τη δική μας σωτηρία, και οι μαθητές και ακόλουθοι του Κυρίου.
Εκεί μας καλεί ο Κύριος, παρ' όλες τις αμαρτίες μας.
Εκεί θα δούμε τους αγίους Αποστόλους, που δοξάζονται ως κήρυκες του Ευαγγελίου. Εκεί θα δούμε τους αγίους προφήτες και ιεράρχες, τους διδασκάλους της Εκκλησίας. Εκεί θα δούμε τους οσίους, που αγωνίστηκαν να ταπεινώσουν με τη νηστεία τη ψυχή τους. Εκεί δοξάζονται οι δια Χριστόν σαλοί, που νίκησαν τον κόσμο.
Εκεί θα δοξάζονται όλοι, όσοι νίκησαν τον εαυτό τους, όσοι προσεύχονταν για όλο τον κόσμο και σήκωσαν πάνω τους τη θλίψη όλου του κόσμου, γιατί είχαν την αγάπη του Χριστού - κι η αγάπη δεν μπορεί να υποφέρει την απώλεια έστω και μιας ψυχής.
Εκεί θέλει να κατασκηνώσει η ψυχή μου. Εκεί όμως δεν θα μπει τίποτε ακάθαρτο, γιατί μπαίνουν με μεγάλες θλίψεις, με πολλά δάκρυα, με συντριβή πνεύματος. Μονάχα τα παιδιά, που φύλαξαν τη χάρη του αγίου βαπτίσματος, περνούν εκεί χωρίς θλίψεις και γνωρίζουν εν Πνεύματι Αγίω τον Κύριο.
Νοσταλγεί η ψυχή μου τον Θεό και προσεύχεται μέρα και νύχτα, γιατί το όνομα του Κυρίου είναι γλυκό και πολυπόθητο για την προσευχόμενη ψυχή και την ελκύει στην αγάπη του Θεού.
Έζησα πολύ καιρό στη γη και άκουσα και είδα πολλά. Άκουσα πολλή μουσική που εγλύκαινε την ψυχή μου. Και σκεφτόμουν πώς, αν αυτή η μουσική είναι τόσο γλυκιά, τότε πολύ περισσότερο πρέπει να ευχαριστεί την ψυχή η ουράνια μελωδία, εκεί που δοξάζουν εν Πνεύματι Αγίω τον Κύριο για τα πάθη Του.
Η ψυχή ζει πολύ στη γη και αγαπά τα γήινα κάλλη. Αγαπά τον ουρανό και τον ήλιο, αγαπά τους όμορφους κήπους, τη θάλασσα και τα ποτάμια, τα δάση και τα λειβάδια. Αγαπά, ακόμη, και τη μουσική η ψυχή, κι όλα αυτά τα επίγεια την ευφραίνουν. Όταν όμως γνωρίσει τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τότε δεν θέλει πια να βλέπει τα επίγεια.
... Κύριε πόσο πολύ αγαπάς τον άνθρωπο!...
... Ω Κύριε, κάνε μας άξιους για τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, για να κατανοήσομε τη δόξα Σου και να ζήσομε στη γη με ειρήνη και αγάπη. Ας μην υπάρχουν πόλεμοι, κακία κι εχθροί κι ας βασιλεύσει μονάχα η αγάπη - έτσι δεν θα χρειάζονται πια στρατός και φυλακές και η ζωή θα είναι εύκολη σ' όλη τη γη....
... Γνωρίζω, Κύριε, πως αγαπάς τον λαό Σου, αλλά οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν την αγάπη Σου και θορυβούνται όλοι οι λαοί της γης και οι σκέψεις τους είναι σαν τα σύννεφα που τα παρασύρει ο άνεμος σ' όλα τα μέρη....
... Πόσο απέραντο είναι το έλεος του Θεού για μας!...
... Πολλοί πλούσιοι και ισχυροί θα πλήρωναν πολλά για να δουν τον Κύριο ή την Πανάχραντη Μητέρα Του, αλλά ο Θεός εμφανίζεται στην ταπεινή ψυχή και όχι στον πλούτο....
... Υπάρχουν άνθρωποι που εύχονται για τους εχθρούς τους ή για τους εχθρούς της Εκκλησίας την απώλεια και τα βάσανα στη φωτιά της κολάσεως. Σκέφτονται έτσι, γιατί δεν εδιδάχθηκαν από το Άγιο Πνεύμα την αγάπη του Θεού. Όποιος την εδιδάχθηκε πραγματικά, αυτός χύνει δάκρυα για όλο τον κόσμο.
Λέγεις ότι είναι κακούργος κι ας καεί στη φωτιά του Άδη. Σ' ερωτώ όμως: αν ο Θεός δώσει σ' εσένα μια καλή θέση στον παράδεισο και δεις πεταμένο στις φλόγες εκείνον για τον οποίο τα ευχόσουν αυτά, άραγε δεν θα λυπηθείς τότε γι' αυτόν, όποιος κι αν ήταν, έστω και εχθρός της Εκκλησίας;...
... Κύριε, όλοι οι λαοί είναι έργο των χειρών Σου. Απομάκρυνε τους από την έχθρα και το μίσος και δώσε τους μετάνοια, για να γνωρίσουν όλοι την αγάπη Σου....
... Κύριε, σκόρπισε τη χάρη Σου στη γη. Δώσε σ' όλους τους λαούς της γης να γευθούν την αγάπη Σου, να μάθουν πως Συ μας αγαπάς σαν μητέρα κι ακόμη περισσότερο. Γιατί μπορεί κι η μητέρα να ξεχάσει το παιδί της, αλλά Συ ποτέ, γιατί αγαπάς απείρως το πλάσμα Σου και η αγάπη δεν μπορεί να λησμονήσει....
... Αν γνώριζε ο κόσμος τη δύναμη των λόγων του Χριστού:
«Μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία», τότε όλος ο κόσμος, όλη η οικουμένη, θα εγκατέλειπαν όλες τις επιστήμες και θα μάθαιναν μόνον αυτή την ουράνια επιστήμη....
... Κι αν κανείς δεν μάθει την ταπείνωση, την αγάπη και την ακακία, τότε ο Κύριος δεν θα του δώσει τη γνώση του Εαυτού Του. Ψυχή όμως που γνώρισε αληθινά εν Πνεύματι Αγίω τον Κύριο και πληγώθηκε από την αγάπη Του, δεν μπορεί πια να Τον λησμονήσει, αλλά όπως ο άρρωστος θυμάται διαρκώς την ασθένειά του, έτσι και η ψυχή που αγαπά τον Κύριο πάντα θυμάται τον Κύριο και την αγάπη Του για όλο το ανθρώπινο γένος....
«Τώρα δεν αντιλαμβάνεστε την αγάπη μου για σας, αλλά θ' αρθεί η ώρα, οπότε το Άγιο Πνεύμα θα σας δώσει να την καταλάβετε».
«Μην αργείτε, ελάτε κοντά μου. Σας περιμένω με πόθο σαν παιδιά αγαπημένα και θα σας δώσω την ειρήνη μου και θα έχετε χαρά και η χαρά σας θα είναι αιώνια»....
... Γι' αυτό, αδελφοί, με όλες τις δυνάμεις σας φυλάγετέ την ειρήνη του Θεού, που σας δόθηκε δωρεάν. Κι αν κάποιος μας κακοποιεί, ας τον αγαπούμε, έστω και με κόπο, και ο Κύριος βλέποντας τον κόπο μας θα μας βοηθήσει με τη χάρη Του....
... Πόση χαρά είναι για μας ότι ο Κύριος όχι μόνο συγχωρεί τα αμαρτήματά μας, αλλά και δίνει στην ψυχή την γνώση Του, αρκεί μόνο να ταπεινωθεί. Κι ο τελευταίος φτωχός μπορεί να ταπεινωθεί και να γνωρίσει τον Θεό με το Άγιο Πνεύμα. Δεν χρειάζονται ούτε χρήματα, ούτε τίτλοι για να γνωρίσει κανείς τον Θεό, αλλά μονάχα η ταπείνωση. Ο Κύριος δίνεται δωρεάν, μόνο χάρη στο έλεος Του. Πριν δεν το ήξερα, αλλά τώρα βλέπω καθημερινά κάθε ώρα, κάθε λεπτό ολοφάνερα το έλεος του Θεού. Ο Θεός χαρίζει ειρήνη ακόμη και την ώρα του ύπνου και χωρίς τον Θεό δεν υπάρχει ειρήνη στην ψυχή....
... Συ εστόλισες τον ουρανό με τα άστρα, τον αιθέρα με τα σύννεφα, τη γη με τις θάλασσες, τα ποτάμια και τους πράσινους κήπους όπου κελαηδούν τα πουλιά, αλλά η ψυχή μου αγάπησε μονάχα Εσένα και δεν ποθεί τον κόσμο αυτό, έστω κι αν είναι ωραίος....
... Πού κατοικείς, Φως μου; Βλέπεις πως Σε αναζητώ με δάκρυα. Αν δεν εμφάνιζες Συ τον Εαυτό Σου σε μένα, δεν θα μπορούσα να Σε ζητώ τώρα όπως Σε ζητώ. Αλλά Συ ο ίδιος με αναζήτησες, εμέ τον αμαρτωλό και μου έδωσες να γνωρίσω την αγάπη Σου. Μ' άφησες να δω πως η αγάπη Σου για μας Σε οδήγησε στο Σταυρό και πέθανες μέσα σε πόνους για χάρη μας. Συ μου έδωσες να γνωρίσω πως η αγάπη Σου Σε κατέβασε από τους ουρανούς στη γη, ακόμη και στον Άδη, για να δούμε την δόξα Σου....
... Η αμαρτωλή ζωή είναι ο θάνατος της ψυχής, ενώ η αγάπη του Θεού είναι ο παράδεισος εκείνος της τρυφής, στον οποίο ζούσε πριν από την πτώση ο πατέρας μας Αδάμ....
Η ΕΙΡΗΝΗ
Όλοι επιθυμούν την ειρήνη, μα δεν ξέρουν πώς να την αποκτήσουν. Ο Μέγας Παΐσιος κυριεύθηκε από θυμό και παρακάλεσε τον Κύριο να τον ελευθερώσει από αυτό το πάθος. Ο Κύριος εμφανίστηκε σ' αυτόν και του είπε: «Παΐσιε, αν θέλεις να μην οργίζεσαι, μην επιθυμείς τίποτε, μη κρίνεις και μη μισήσεις κανένα και θα έχεις την ειρήνη». Έτσι κάθε άνθρωπος που κάνει το θέλημα του να υποχωρεί έναντι του Θεού και των ανθρώπων, θα είναι πάντα ειρηνικός στην ψυχή. Όποιος όμως αγαπά να κάνει το θέλημά του, αυτός δεν θάχει ειρήνη.
Ψυχή που παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού υποφέρει εύκολα κάθε θλίψη και κάθε ασθένεια· γιατί τον καιρό της ασθένειας παραμένει στη θέα του Θεού και προσεύχεται: «Κύριε, Συ βλέπεις την ασθένειά μου. Εσύ ξέρεις πόσο αμαρτωλός και αδύνατος είμαι· βοήθησέ με να υπομένω και να ευχαριστώ την αγαθότητά Σου». Και ο Κύριος ανακουφίζει τον πόνο και η ψυχή αισθάνεται την εγγύτητα του Θεού και μένει κοντά στον Θεό γεμάτη χαρά και ευγνωμοσύνη.
Αν υποστείς καμιάν αποτυχία, σκέψου: «Ο Κύριος βλέπει την καρδιά μου και αν είναι θέλημά Του, όλα θα είναι για το καλό το δικό μου και των άλλων». Έτσι η ψυχή σου θα έχει πάντα ειρήνη. Αλλ' αν αρχίζει κανείς να παραπονείται: αυτό δεν είναι καλό, εκείνο δεν είναι όπως πρέπει, τότε ποτέ στην ψυχή του δεν θα υπάρχει ειρήνη, έστω κι αν νηστεύει και προσεύχεται πολύ....
... Ο Κύριος μας αγαπά κι έτσι μπορούμε να μη φοβόμαστε τίποτε, εκτός από την αμαρτία· γιατί εξαιτίας της αμαρτίας χάνεται η χάρη και χωρίς την χάρη του Θεού ο εχθρός παρασύρει την ψυχή, όπως παρασύρει ο άνεμος τα ξερά φύλλα ή τον καπνό....
... Το κατόρθωνε γιατί αγαπούσε τον λαό και δεν έπαυε να προσεύχεται γι' αυτόν:
«Κύριε, δώσε την ειρήνη Σου στον λαό Σου».
«Κύριε, δώσε στους δούλους Σου το Πνεύμα Σου το Άγιο, για να θάλπει τις ψυχές τους με την αγάπη Σου και να τους οδηγεί σ' όλη την αλήθεια και σε κάθε αγαθό»....
... Έτσι, προσευχόμενος συνεχώς για τον λαό, διαφύλασσε την ειρήνη της ψυχής, ενώ εμείς την στερούμαστε, γιατί δεν υπάρχει μέσα μας αγάπη για τον λαό. Οι Άγιοι Απόστολοι και όλοι οι Άγιοι ποθούσαν την σωτηρία του λαού και, όταν βρίσκονταν ανάμεσα σ' ανθρώπους, προσεύχονταν διακαώς γι' αυτούς. Το Άγιο Πνεύμα τους έδινε τη δύναμη ν' αγαπούν τον λαό. Κι εμείς, αν δεν αγαπούμε τον αδελφό, δεν θα έχουμε ειρήνη....
... Ο Όσιος Παΐσιος ο Μέγας προσευχόταν για ένα μαθητή του που αρνήθηκε τον Χριστό. Ενώ λοιπόν προσευχόταν, του εμφανίστηκε ο Κύριος και του είπε: «Παΐσιε, για ποιόν παρακαλείς; Δεν ξέρεις πώς μ' έχει αρνηθεί;» Ο Παΐσιος όμως εσυνέχιζε να λυπάται τον μαθητή του και τότε του είπε ο Κύριος: «Παΐσιε, έγινες όμοιος με μένα στην αγάπη».
Έτσι αποκτάται η ειρήνη και εκτός απ' αυτόν δεν υπάρχει άλλος δρόμος....
... Ψυχή αμαρτωλή, αιχμάλωτη στα πάθη, δεν μπορεί να έχει ειρήνη και χαρά εν Κύριω, έστω κι αν έχει όλα τα πλούτη της γης, έστω κι αν βασιλεύει σ' όλο τον κόσμο. Αν σ' ένα τέτοιο βασιλιά, την ώρα που διασκεδάζει σε συμπόσιο με τους πρίγκιπες του καθισμένος στο θρόνο του δοξασμένος, αν του πούμε ξαφνικά: «Βασιλιά, πεθαίνεις σε λίγο», τότε η ψυχή του θα ταραζόταν, θα έτρεμε από το φόβο και θα έβλεπε την αδυναμία του.
Πόσοι όμως υπάρχουν φτωχοί, αλλά πλούσιοι σε αγάπη για τον Θεό, που αν τους έλεγαν: «Τώρα πεθαίνεις», θα απαντούσαν ειρηνικά: «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος, γιατί με θυμήθηκε και θέλει να με πάρει εκεί, όπου πρώτος μπήκε ο ληστής»....
... Δόξα Σοι, Κύριε, γιατί τώρα έρχομαι σε Σένα και θα βλέπω αιώνια με ειρήνη και αγάπη το Πρόσωπό Σου. Το ιλαρό, πράο βλέμμα Σου αιχμαλώτισε την ψυχή μου και αυτή λιώνει για Σένα»....
... Αν όμως συνηθίσουμε να προσευχόμαστε θερμά για τους εχθρούς μας και να τους αγαπούμε, θα παραμείνει για πάντα η ειρήνη στις καρδιές μας.
Δεν μπορεί να έχει ειρήνη η ψυχή, αν δεν μελετά μέρα και νύχτα τον νόμο του Θεού. Γιατί αυτός ο νόμος γράφτηκε από το Πνεύμα του Θεού και το Πνεύμα του Θεού πηγαίνει από τη Γραφή στην ψυχή. Κι η ψυχή αισθάνεται γλυκύτητα και ευχαρίστηση γι' αυτό και δεν θέλει πια ν' αγαπά τα επίγεια, γιατί η αγάπη για τα επίγεια ερημώνει τον νου. Η ψυχή τότε καταλαμβάνεται από αθυμία, αγριεύει και παύει να προσεύχεται. Κι ο εχθρός, βλέποντας πώς η ψυχή απομακρύνθηκε από τον Θεό, την σαλεύει και εύκολα συγχύζει τον νου με διάφορους άτακτους λογισμούς κι έτσι περνά ολόκληρη τη μέρα και δεν μπορεί να βλέπει καθαρά τον Κύριο.
Όποιος έχει μέσα του την ειρήνη του Αγίου Πνεύματος, σκορπίζει ειρήνη και στους άλλους. Όποιος όμως έχει μέσα του πνεύμα κακό, σκορπά και στους άλλους το κακό....
... Ο θυμώδης άνθρωπος υποφέρει ο ίδιος μεγάλο μαρτύριο από πονηρό πνεύμα, εξαιτίας της υπερηφάνειας του. Ο υφιστάμενος, όποιος κι αν είναι, πρέπει να το καταλαβαίνει και να προσεύχεται για τον ψυχικά άρρωστο προϊστάμενό του και τότε ο Κύριος, βλέποντας την υπομονή του, θα του δώσει άφεση αμαρτιών και αδιάλειπτη προσευχή. Είναι μέγα έργον ενώπιον του Θεού, το να προσεύχεται κανείς γι' αυτούς που τον αδικούν και τον προσβάλλουν. Εξαιτίας αυτού θα του δώσει ο Κύριος τη χάρη και θα γνωρίσει με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο. Κι έτσι θα υπομείνει τότε, χάριν του Κυρίου, με χαρά όλες τις θλίψεις και θα του δώσει ο Κύριος αγάπη για όλο τον κόσμο και θα επιθυμεί ολόψυχα το καλό για όλους και θα προσεύχεται για όλους όπως για την ψυχή του.
Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή ν' αγαπούμε τους εχθρούς και όποιος αγαπά τους εχθρούς εξομοιώνεται με τον Κύριο. Η αγάπη για τους εχθρούς δεν είναι δυνατή παρά μόνο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Γι' αυτό, μόλις σε προσβάλει κανείς, προσευχήσου γι' αυτόν στον Θεό κι έτσι θα διατηρήσεις την ειρήνη του Θεού στην ψυχή σου....
... Αν κάποιος ως προϊστάμενος αναγκαστεί να δικάσει έναν άλλο για κάποιο παράπτωμα, πρέπει να παρακαλεί τον Κύριο να του δώσει συμπάσχουσα καρδιά, την οποία αγαπά ο Κύριος, και τότε θα κρίνει σωστά. Αν κρίνει όμως λαμβάνοντας υπόψη μόνο τα έργα του υποδίκου, τότε θα πέσει σε λάθη και δεν θ' αρέσει στον Κύριο.
Πρέπει να κρίνει κανείς με σκοπό τη διόρθωση του ανθρώπου και συνεπώς είναι ανάγκη να συμπονή ο δικαστής κάθε ψυχή, κάθε πλάσμα και κτίσμα του Θεού και να έχει καθαρή συνείδηση σ' όλες τις πτυχές της ζωής του και τότε θα βρει βαθιά ειρήνη στην ψυχή και τον νου....
... Αν εγνώριζαν οι βασιλιάδες και οι κυβερνήτες των λαών την αγάπη του Θεού, δεν θα έκαναν ποτέ πόλεμο. Ο πόλεμος προέρχεται από τις αμαρτίες και όχι από την αγάπη. Ο Κύριος μας εδημιούργησε κατά την αγάπη Του και μας παρήγγειλε να ζούμε με αγάπη.
Αν οι άρχοντες τηρούσαν τις εντολές του Κυρίου και ο λαός και οι υπήκοοι υπάκουαν με ταπείνωση, θα υπήρχε μεγάλη ειρήνη και αγαλλίαση πάνω στη γη. Εξαιτίας όμως της φιλαρχίας και της ανυπακοής των υπερήφανων υποφέρει όλη η οικουμένη....
Η ΧΑΡΗ
... Καλότυχοι εμείς, οι ορθόδοξοι χριστιανοί, γιατί μας αγαπά πολύ ο Κύριος και μας δίνει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και με το Άγιο Πνεύμα βλέπομε την δόξα του Κυρίου. Για να φυλάμε όμως τη χάρη, οφείλομε ν' αγαπούμε τους εχθρούς και σ' όλες τις στενοχώριες μας να ευχαριστούμε τον Θεό....
... Για να έχει την χάρη, πρέπει να είναι εγκρατής σε όλα ο άνθρωπος: στις κινήσεις, στην ομιλία, στην όραση, στους λογισμούς, στην τροφή. Για κάθε είδους εγκράτεια βοηθάει η μελέτη του λόγου του Θεού, όπως λέγει η Γραφή: «ουκ επ' άρτο μόνο ζήσετε ο άνθρωπος, αλλ' επί ρήματι εκπορευομένο δια στόματος Θεού».
Η Οσία Μαρία η Αιγύπτια επήρε με τα δάκτυλά της λίγους κόκκους σιτάρι από τον Άγιο Ζωσιμά και είπε: «Αρκετό με τη χάρη του Θεού». Πρέπει να μάθομε να τρώμε όσο γίνεται λιγότερο - αλλά με διάκριση κι αυτό, ανάλογα με την εργασία μας....
... Ω, πώς είναι ασθενική η ψυχή μου και δεν έχει δυνάμεις, για ν' ανεβώ στον Κύριο και να σταθώ μπροστά Του με ταπείνωση, να κλαίω μέρα και νύχτα! Ψυχή που γνώρισε τον Θεό, τον Δημιουργό και Ουράνιο Πατέρα της, δεν βρίσκει ανάπαυση στη γη. Και συλλογίζεται η ψυχή: «Όταν θα εμφανισθώ στον Κύριο, θα ικετεύσω το έλεός Του για όλο το γένος των χριστιανών». Και ταυτοχρόνως σκέφτεται: «Όταν δω το αγαθό Του Πρόσωπο, τότε δεν θα μπορέσω από τη χαρά μου ν' αρθρώσω λέξη. Γιατί ο άνθρωπος από την πολλή αγάπη δεν μπορεί να μιλήσει». Αλλά και πάλι σκέφτεται: «Θα προσεύχομαι για όλο το ανθρώπινο γένος, για να επιστρέψουν όλοι οι άνθρωποι στον Κύριο και ν' αναπαυθούν κοντά Του, γιατί η αγάπη του Θεού «πάντας θέλει σωθήναι»....
... Όποιος τηρεί όλες τις εντολές, η καρδιά του θα αισθάνεται πάντα τη χάρη, έστω και λίγο. Η χάρη όμως αφαιρείται εξαιτίας της ματαιοδοξίας, ακόμη κι εξαιτίας ενός μόνον υπερήφανου λογισμού. Μπορεί να νηστεύει κανείς πολύ, να προσεύχεται πολύ, να κάνει πολλά καλά· αν όμως υπερηφανεύεται γι' αυτά, θα γίνει όμοιος με κύμβαλο που αλαλάζει, αλλά μέσα είναι αδειανό. Η κενοδοξία ερημώνει από τη χάρη την ψυχή και χρειάζεται πολλή πείρα και μεγάλος αγώνας για να νικήσεις αυτό το πάθος....
... Πώς να λησμονήσομε τον Κύριο, εφόσον Αυτός είναι μέσα μας; Και οι Απόστολοι εκήρυτταν στους λαούς: «Μορφωθήτω ο Χριστός εν υμίν»....
... Ο Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ ήταν είκοσι επτά ετών όταν είδε τον Κύριο και Τον αγάπησε τόσο η ψυχή του, ώστε από τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος άλλαξε ολόκληρος. Μετά όμως, καταλαβαίνοντας ότι δεν είχε πια εκείνη τη χάρη, βγήκε στην έρημο και καθόταν επί τρία έτη σε μια πέτρα προσευχόμενος: «Ο Θεός ίλεως γενού μοι τω αμαρτωλώ»....
... Οι άνθρωποι εκτιμούν υπερβολικά τις γήινες επιστήμες ή τη γνωριμία με κάποιον επίγειο βασιλιά και χαίρονται όταν κάνουν παρέα μαζί του - αλλά αληθινά μεγάλο είναι μόνο το να γνωρίζομε με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο και το θέλημά Του....
...Πόσο μεγάλο έλεος! Ο Κύριος θέλει να βρισκόμαστε κοντά σ' Αυτόν και στον Πατέρα και η ψυχή μας αισθάνεται πώς ο Κύριος είναι κοντά μας.
Αλλά τι έχομε κάνει, Κύριε, για Σένα ή σε τι Σε ευχαριστήσαμε, ώστε να θέλεις, να είσαι μέσα μας και εμείς κοντά Σου; Εμείς Σε σταυρώσαμε με τις αμαρτίες μας και Συ θέλεις να είμαστε μαζί Σου; Ω, πόσο μεγάλο έλεος έδειξες σ' εμένα! σ' εμένα, που μου αξίζει ο Άδης και τα βάσανά του, Εσύ δίνεις τη χάρη του Αγίου Πνεύματος....
Πηγή: (Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ, Ι.Μ. ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΕΣΣΕΞ ΑΓΓΛΙΑΣ), Ορθόδοξοι Πατέρες