
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Την Κύπρο και την Ελλάδα επισκέπτεται ο Πάπας Φραγκίσκος τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου.
Ζεύγος τουρκικών F-4E της 112 Filo στις 27 Δεκεμβρίου 1995, παραβιάζει τον Ελληνικό εναέριο χώρο ανατολικά της Χίου, λίγο μετά το μεσημέρι στις 2μμ, πραγματοποιώντας κατόπιν θρασύτατη υπερπτήση της νήσου, με πορεία βόρεια-βορειοδυτικά, συνεχίζοντας προς Λέσβο. Το ΕΚΑΕ είχε ήδη θέσει σε ετοιμότητα τα Ελληνικά αεροσκάφη επιφυλακής, 2 εκ των οποίων (F-16 της 330 Μοίρας) απογειώθηκαν ταχύτατα από την Λήμνο, με κατεύθυνση τους προκλητικούς ανατολίτες εισβολείς...
Ο μακαριστός πατήρ Ανανίας Κουστένης (+15-5-2021) υπήρξε ένας πυρσός της Πίστης και της Πατρίδας, που θαύμαζε και αγαπούσε όσο τίποτε άλλο τους Ήρωες του ΄21, όπως και ο Φώτης Κόντογλου, όπως και ο ζωγράφος Θεόφιλος και πολλοί άλλοι πραγματικά πνευματικοί άνθρωποι του τόπου.
Τον Οκτώβριο του 1940, οι δυνάμεις του Άξονα1 (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) είχαν καταλάβει το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Δανία και την Πολωνία. Η Ιταλία, από τις αρχές Απριλίου του 1939, είχε καταλάβει την Αλβανία, εγκαθιστώντας στα Τίρανα φιλοϊταλική κυβέρνηση υπό τον Πρωθυπουργό Σεφτσέτ ή Σεφκέτ Μπέη Βερλάτσι (Shefqet bej Vërlaci,1877-1946).
Σοβαρές παρενέργειες των εμβολίων. Η σοβαρή και μετριοπαθής στάση μου απέναντι στην πανδημία και τον εμβολιασμό.
Εμπορική εκμετάλλευση της γυναικείας μήτρας και στο τέλος… μια άδεια μητρική αγκαλιά και παιδιά ξεκομμένα από τη μάνα που τα έφερε στο κόσμο…
Ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα π.Χ., ἐπὶ βασιλέως Ἰωσίου. Εἶναι ὁ ἔνατος ἀπὸ τοὺς μικροὺς λεγόμενους προφῆτες καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Συμεὼν ἢ κατ’ ἄλλους τοῦ Λευΐ. Τὸ ὄνομά του σημαίνει «ὁ Γιάχβε κρύπτει», δηλαδὴ περιφρουρεῖ, προστατεύει.
Τὸ προφητικό του βιβλίο διαιρεῖται σὲ τρία μικρὰ κεφάλαια. Στὸ πρῶτο ἀπειλεῖ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸν Κύριο στὴν εἰδωλολατρία. Στὸ δεύτερο προλέγει τὴν καταστροφὴ τῆς Γάζας, τῆς Ἀσκαλῶνος, τῆς Ἀζώτου, τῆς Δαμασκοῦ, τῆς Αἰθιοπίας, τῆς Ἀσσυρίας καὶ ἄλλων ἀκόμα χωρῶν. Στὸ τρίτο ἐλέγχει τὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ διαφθορά της, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀνομάζει ἐπιφανή, σὰν κοιτίδα λυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Τέλος, χαιρετίζει μὲ ἀγαλλίαση τὴν μέλλουσα ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὴ Σιῶν. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς μίλησε μὲ τὸ Στόμα τοῦ προφήτη καὶ νὰ τί εἶπε γιὰ τοὺς ἄνομους ἀνθρώπους: «Ἐξάρω τοὺς ἀνόμους ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, λέγει Κύριος... Καὶ τοὺς ἐκκλίνοντας ἀπὸ τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς μὴ ζητοῦντας τὸν Κύριον καὶ τοὺς μὴ ἀντεχομένους τοῦ Κυρίου. Θὰ ξεριζώσω, λέει ὁ Κύριος, τους ἀνόμους ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Καὶ θὰ τιμωρήσω αὐτοὺς ποὺ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, αὐτοὺς ποὺ δὲν ζητοῦν μὲ τὴν προσευχή τους τὸν Κύριο καὶ δὲν κρατοῦν Αὐτὸν σὰν στήριγμά τους».
Ὁ προφήτης Σοφονίας πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του.
(Πηγή: «Προφήτης Σοφονίας», Μέγας Συναξαριστής)
«Καινιεῖ σε ἐν τῆ ἀγαπήσει αὐτοῦ»
Θὰ σὲ ξεκαινουργώσει μὲ τὴν ἀγάπη Του. Νέα θὰ σὲ καταστήσει. Ἀνακαινισμένη. Μὲ τὴν πρώτη σου ὡραιότητα. Αὐτὴν ποὺ ἔχασες ἐν τῷ μεταξύ. Τὴν ἔχασες, καθὼς σπίλοι καὶ ρυτίδες ἦρθαν νὰ χαρακώσουν τὸ πρόσωπό σου καὶ νὰ τὸ ἀμαυρώσουν. Τὸ γῆρας καὶ ἡ φθορὰ σὲ πρόφθασαν. Ὅλα ὅμως αὐτὰ θὰ τὰ ἀποσείσει ἀπὸ πάνω σου καὶ θὰ σὲ ξανακάνει νέα, ὡραία, ἀγαπητή Του.
Ποιός; Ποιά;
Ὁ Χριστός. Τὴν ψυχή.
Εἶναι προφητικὸς ὁ λόγος. Καὶ ἀναφέρεται (καὶ μὲ ἄλλους ἀκόμα στίχους) στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ στὴν Ἀνάστασή Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμπεριέχεται στὰ Ἀναγνώσματα τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων καὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
Προμηνύει ὁ προφήτης Σοφονίας τὴ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅταν θὰ ξανακατοικηθεῖ ἀπὸ τὸ ὑπόλειμμα τῶν Ἰουδαίων ποὺ θὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴ Βαβυλώνια αἰχμαλωσία. Συγχρόνως ὅμως τὸ μάτι του βυθίζεται στὰ βάθη τῶν αἰώνων (650 χρόνια ἔπειτα) καὶ βλέπει τὴν εὐφροσύνη τοῦ νέου Ἰσραὴλ τῆς Χάριτος, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ προέλθει ἀπὸ τὴν ἀπολυτρωτικὴ θυσία τοῦ Μεσσία Χριστοῦ καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του.
Εἶναι οἱ τελευταῖοι στίχοι τῆς ὅλης προφητείας του, καὶ ἐδῶ ὁ τόνος γίνεται κατεξοχὴν ἑορταστικός, πανηγυρικός, θριαμβικός:
«“Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών”», ἀνακράζει ὁ Προφήτης, «διαλάλησε παντοῦ τήν ἀπερίγραπτη χαρά σου. “Εὐφραίνου καὶ κατατέρπου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, θύγατερ Ἱερουσαλήμ”.
Σκίρτα ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, διότι ὁ Κύριος τράβηξε ἀπὸ πάνω σου τὰ ἀδικήματα, τὶς ἁμαρτίες σου, καὶ σὲ λύτρωσε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου. Τώρα ὁ Κύριος, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, κατοικεῖ ἀνάμεσά σου· γι’ αὐτὸ καὶ πλέον δὲν πρόκειται νὰ δεῖς συμφορές.
Πάρε θάρρος, Σιών. Μὴν ἀφήνεις τὰ χέρια σου νὰ πέφτουν κάτω ἀδύναμα καὶ παραλελυμένα ἀπὸ φόβο καὶ δειλία. “Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοί”, ἀνάμεσά σου εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεός σου. Αὐτὸς εἶναι δυνατὸς καὶ θὰ σὲ σώσει. “Ἐπάξει ἐπὶ σὲ εὐφροσύνην”, θὰ σὲ γεμίσει μὲ εὐφροσύνη, “καὶ καινιεῖ σε ἐν τῇ ἀγαπήσει αὐτοῦ”, θὰ σὲ κάνει νέα μὲ τὴν ἀγάπη Του, “καὶ εὐφρανθήσεται ἐπὶ σὲ ἐν τέρψει ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς”· θὰ εὐφραίνεται μαζί σου μὲ τὴν ἴδια ἀγαλλίαση καὶ τέρψη ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς μέσα στὶς εὐφρόσυνες μέρες τῶν ἑορτῶν καὶ τὰ χαρμόσυνα πανηγύρια.» (Σοφον. γ΄ 14-17)
Ὢ ἀγάπη τοῦ Λυτρωτοῦ! Αὐτὴ ποὺ Τὸν ὤθησε νὰ παραδώσει τὸν Ἑαυτό Του σὲ θάνατο «ὑπὲρ αὐτῆς... ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ᾿ ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος» (Ἐφ. ε΄ 25-27). Γι᾿ αὐτὸ θυσιάστηκε ὁ Νυμφίος μας. Γιὰ νὰ κάνει τὴ Νύμφη Του Ἐκκλησία καὶ τὴν ψυχή μας νέα, ἔνδοξη, ἀφθαρτισμένη, χωρὶς κανένα σημάδι φθορᾶς καὶ γηράνσεως, χωρὶς κανένα «μῶμον», ψεγάδι ἐπάνω της.
Τί παράδοξη ἡ ἰσχὺς τῆς θεϊκῆς αὐτῆς ἀγάπης! Ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ καθιστᾶ καινούργια τὴν ψυχὴ ποὺ περιπτύσσεται. Καμιὰ ἀνθρώπινη ἀγάπη δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν ἰδιότητα. Ὅσο καὶ ἂν ἀγαπᾶς κάποιον, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν κάνεις πιὸ νέο ἀπὸ ὅ,τι εἶναι. Οὔτε ἡ ἀγάπη σου νὰ τοῦ ἀφαιρέσει τὰ σημάδια τῆς φθορᾶς ποὺ ἄφησε ἐπάνω του ὁ χρόνος καὶ ἡ καταβολὴ ἀπὸ τὰ λυπηρὰ τῆς ζωῆς. Τὸ πολὺ νὰ ἀγαπήσεις κάποιον, ἐπειδὴ εἶναι ἀξιοσυμπάθητος ἀπὸ τὰ δεινὰ ποὺ ἔχει περάσει καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ περνᾶ.
Νὰ τὰ ἐξαλείψει ὅμως αὐτὰ ἡ ἀγάπη σου, ἀδύνατον.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔχει αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ ἰδιότητα. Διότι εἶναι ἀγάπη θεϊκή. Ἀγάπη αἰώνια, ἄφθαρτη, ποὺ μετασχηματίζει πρὸς τὸν ἑαυτό της ὅποιον περικλείει στοὺς κόλπους της. Ὁ εὐτελὴς καὶ φθαρτὸς ἄνθρωπος γίνεται «κατὰ χάριν» ἄφθαρτος, λαμπρὸς καὶ αἰώνιος, ὅπως εἶναι «κατὰ φύσιν» ὁ Θεός, γιατὶ ἀκριβῶς ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ. Καὶ ἡ δύναμη αὐτὴ ἡ ἀνακαινιστικὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἐκχύνεται ἀπὸ τὸν Σταυρό Του καὶ πιστώνεται στὴν Ἀνάστασή Του.
Ψυχή μου!
Πῶς μπορεῖς πιὰ νὰ ἀθυμεῖς; Πῶς εἶναι δυνατὸν αὐλακιὲς λύπης καὶ σκυθρωπότητας νὰ χαρακώνουν τὸ πρόσωπό σου; Τί ἀκόμα κάθεσαι καὶ θρηνεῖς χωρὶς ἐλπίδα πάνω στὰ συντρίμμια τῶν σφαλμάτων ποὺ διέπραξες στὴ μακρινὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας; Δὲν βλέπεις Αὐτὸν ποὺ στέκεται δίπλα σου, νέος, ὡραῖος, λαμπρός, μέσα στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του; Αὐτὸς δὲν ἔπαθε καὶ δὲν ἀναστήθηκε γιὰ τὸν ἑαυτό Του. Γιὰ σένα ἔπαθε καὶ γιὰ σένα ἀναστήθηκε. Γιὰ νὰ σὲ καταστήσει νέα, ὡραία, ἀγαπητή Του. Γιὰ νὰ σὲ τιμήσει στὰ δεξιά Του, σὲ μιὰ αἰώνια σύναψη γάμου πνευματικοῦ μαζί σου. Αὐτή Του ἡ ἀγάπη σὲ ἀνακαινίζει, δὲν τὸ βλέπεις;
Ὅλα μέσα σου καὶ γύρω σου τώρα πιὰ καινούργια. «Ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» (Β΄ Κορ. ε΄ 17). Μέσα ἀπὸ τὸν καινὸ Τάφο ξεπήδησε τὸ «καινὸ» φῶς τῆς Ἀναστάσεως, καὶ αὐτὸ ἀνακαινίζει ὅλο τὸν κόσμο. Τώρα καὶ ἡ τροφή σου καὶ τὸ ποτό σου εἶναι «καινό». Καὶ καλεῖσαι πιὰ νὰ κοινωνεῖς τὴν «καινὴ» βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπὸ τὸ «καινὸν τῆς ἀμπέλου γέννημα», τὴ θεία εὐφροσύνη, τὴν ἄληκτη μακαριότητα. Καὶ μπορεῖς νὰ περιπατεῖς τώρα «ἐν καινότητι ζωῆς», μὲ καινούργιες σκέψεις, καινούργια αἰσθήματα, διαθέσεις, προοπτικές.
Καὶ νὰ ἀνακαινίζεσαι συνεχῶς μπορεῖς. Τὸ μυστικὸ εἶναι νὰ μετανοεῖς κάθε στιγμή, νὰ ἀφήνεις μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν ἑαυτό σου στὰ χέρια Του, νὰ ἀνανεώνεις τὴν ἀφοσίωσή σου πρὸς Αὐτόν! Τὸν δικό σου Νυμφίο. Αὐτὸν ποὺ ἔπαθε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ σένα, καὶ μὲ αὐτή Του τὴν ἀγάπηση σὲ καθιστᾶ συνεχῶς νέα. «Καινή». Δοξασμένη στοὺς αἰῶνες..
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Συνιεὶς φερωνύμως τῶν μελλόντων τὴν πρόγνωσιν, ἐκφαντορικῶς προεκφαίνεις, τὴν αἰώνιον λύτρωσιν. Σιὼν γὰρ βασιλέα τὸν Χριστόν, κηρύττεις Σοφονία ἐμφανῶς· παρ’ αὐτοῦ γὰρ ἐλυτρώθημεν τῆς ἀρᾶς, Προφῆτα οἱ βοῶντές σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διὰ σοῦ, πᾶσι συγχώρησιν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ήχος β'.
Του Προφήτου σου Σοφονίου την μνήμην, Κύριε εορτάζοντες, δι’ αυτού σε δυσωπούμεν· Σώσον τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐπαξίως σύνεσιν, προφητικὴν γεωργήσας, τὴν τοῦ Λόγου σάρκωσιν, προανεφώνησας κράζων· τέρφθητι, Σιὼν ἡ πόλις ἡ πανολβία, ἄνακτα, Χριστὸν ἐν πώλῳ εἰσδεχομένη· Ὃν δυσώπει Σοφονία, ὑπὲρ τῶν πίστει μακαριζόντων σε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν ἐν Νόμῳ ἐκπληρωτά, καὶ τῶν ἐν τῇ Νέᾳ Διαθήκῃ προμηνυτά· χαίροις οὐρανίων, χαρίτων μυστηπόλε, Προφῆτα Σοφονία, ἀξιοθαύμαστε.
Ὁ ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε τό 1730 στήν μικρή πόλη Salistea Σιμπίου τῆς Τρανσυλβανίας. Τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ ρωμαιοκαθολικισμός μέσω τῆς Οὐνίας κυριαρχοῦσε στήν περιοχή αὐτή τῆς σημερινῆς Ρουμανίας, μέ ἀποκορύφωμα τίς διώξεις ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων ἱερῶν μονῶν τοῦ τόπου. Γι’ αὐτό καί ὁ πόθος τοῦ νεαροῦ τότε Ἁγίου νά μονάσει βρῆκε τήν ἐκπλήρωσή του στό Ἅγιον Ὄρος.
Καθ’ ὁδόν πρός τόν Ἄθωνα, πέρασε ἀπό τό Βουκουρέστι ὅπου γνωρίστηκε μέ ἕναν ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἐπίσκοπο ὀνόματι Ρόσκα, πού βρισκόταν γιά ὑποθέσεις στή ρουμανική χώρα, καί τόν ὁποῖον ἀκολούθησε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔμεινε μαζί του ὡς ὑποτακτικός του ἐπί τρία ἔτη. Ὅμως ὁ ἐπίσκοπος, ἐπιθυμοῦσε, λόγῳ τῆς προχωρημένης του ἡλικίας, νά ἀποσυρθεῖ στήν ἡσυχία. Ἔτσι, συνοδευόμενος ἀπό τό μαθητή του, ἦλθαν στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταστάθηκαν στή μονή Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ ὁ ἐπίσκοπος τόν ἔκειρε σταυροφόρο μοναχό ἐνῶ ἀργότερα τόν χειροτόνησε διάκονο.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του, ὁ ἅγιος Γεώργιος βρῆκε νέο πνευματικό καθοδηγητή στό πρόσωπο τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ (1722-1794), πού ἐκείνη τήν ἐποχή δροῦσε στή σκήτη τοῦ Προφήτη Ἠλία τῆς μονῆς Παντοκράτορος. Λόγῳ ὅμως τῶν ποικίλων δυσκολιῶν πού ἀντιμετώπιζε ἡ πολυμελής ἀδελφότητα τῆς σκήτης, ὁ ἡγούμενος Παΐσιος μαζί μέ ὅλη τή συνοδία του ἀνεχώρησαν γιά τή Μολδαβία, ὅπου τό 1763 ἐγκαταστάθηκαν στή μονή Ντραγκομίρνα, ἐνῶ τό 1769 μετακινήθηκαν πρός τή μονή τοῦ Σέκου καί κατόπιν στή μονή Νεάμτς. Ὁ ἅγιος Γεώργιος ἀκολουθοῦσε τόν ὅσιο Παΐσιο σ’ ὅλες αὐτές τίς μετακινήσεις, ὅμως δέν ἄργησε νά τόν κυριεύσει ἡ ἐπιθυμία νά ἐπιστρέψει στόν ἱερό Ἄθω.
Στό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, παρέμεινε γιά λίγο στό Βουκουρέστι, ὅπου καί γνωρίστηκε μέ τόν μητροπολίτη Οὐγγροβλαχίας Γρηγόριο Β’, ὁ ὁποῖος τοῦ πρότεινε ἐπιμόνως νά ἐγκαταβιώσει σέ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια τῆς ἐπαρχίας του. Θέτοντας τό παραπάνω ὡς αἴτημα προσευχῆς, ὁ Ἅγιος ἔτυχε τῆς ἐμφανίσεως σ’ αὐτόν τοῦ ἁγίου Νικολάου Μύρων, ὁ ὁποῖος γεμίζοντάς τον πνευματική χαρά, τόν παρότρυνε νά παραμείνει στή ρουμανική χώρα, «καθαρίζοντας τόν τόπο του ἀπό τά ἄγρια θηρία».
Ὡς ἐγκαταλελειμένος τόπος ἀφιερωμένος στόν ἅγιο Νικόλαο τοῦ ὑποδείχθηκε ἡ ἔρημη σκήτη πού βρισκόταν σέ ἕνα νησάκι μιᾶς λίμνης κοντά στό Βουκουρέστι, καί ἡ ὁποία εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τόν βόρνικο Cernica. Τό 1608 ὅμως ὁ τόπος ἐγκαταλείφθηκε καί εἶχε καταληφθεῖ ἀπό ἄγρια θηρία, φίδια, ἀγριογούρουνα καί ἄλλα ἄγρια ζῶα, ἐνῶ στήν ἐκκλησία φώλιαζαν φίδια καί σαῦρες. Φθάνοντας μέ πολλή δυσκολία ὁ ἅγιος στήν ἐρειπωμένη ἐκκλησία, καί προχωρώντας στό Ἅγιο Βῆμα, εἶδε μπροστά του ἕνα φοβερό φίδι. Τότε ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε ἤρεμα: «Ἀγαπητό μου, μέχρι τώρα κατοικοῦσες ἐσύ ἐδῶ. Τώρα φύγε ἀπό τόν τόπο αὐτό νά κατοικήσουν μοναχοί». Καί ἀμέσως τό φίδι ἔφυγε.
Μετά ἀπό αὐτά καί ἔχοντας τήν εὐλογία τοῦ μητροπολίτη, ὁ Ἅγιος, μέ δύο μαθητές του, ἐγκαταστάθηκαν τό 1781 στή Τσερνίκα, ὅπου κατ’ ἀρχάς ἐπιδόθηκαν στόν καθαρισμό τοῦ τόπου. Ἔπειτα ἀπό τρία χρόνια τό κοινόβιο ἀπαριθμοῦσε 33 ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κτίσει ἤδη τά κελλιά καί τό ἀρχονταρίκι, ἐνῶ ἀργότερα, φθάνοντας οἱ πατέρες τούς 130, τούς παραχωρήθηκε καί ἡ μονή Καλνταρουσάνι, ὅπου ὁ ἅγιος Γεώργιος ἔστειλε μέρος τῆς ἀδελφότητας.
Τό ἔτος 1785 ὁ Ἅγιος συνέταξε τό Τυπικό του, ἐνῶ στίς 3 Δεκεμβρίου τοῦ 1806, προγνωρίζοντας τό τέλος του, συγκέντρωσε τούς μοναχούς καί τῶν δύο μονῶν, ὅπου ἀφοῦ ἀλληλοσυγχωρήθηκαν, τούς ἀποχαιρέτισε μέ λόγια διδακτικά καί ἐκοιμήθη ὁσιακά ἐν Κυρίῳ.
Ὅπως ὁ γέροντάς του, ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, ἀναζωογόνησε τή μοναστική ζωή στή Μολδαβία, ἔτσι καί ὁ ἅγιος Γεώργιος, ὁ ὁποῖος διακρινόταν ἐπίσης γιά τήν ἁπλότητά του καί τόν γλυκύ του λόγο, ἐπανέφερε τήν παραμεληθεῖσα κοινοβιακή τάξη στήν περιοχή τῆς Μουντένιας κατά τήν ἀθωνική παράδοση.
Στίς 20-21 Ὀκτωβρίου τοῦ 2005, ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρουμανίας, κατέταξε τόν ἡγούμενο τῆς Τσερνίκα Γεώργιο στήν χορεία τῶν ἁγίων της, ὁρίζοντας τήν 3η Δεκεμβρίου ὡς ἡμέρα μνήμης του.
Πηγή: Αγιορείτικος Λόγος
Η αυγή της πρώτης μεγάλης ημέρας του σύγχρονου Ελληνικού Ναυτικού, της 3ης Δεκεμβρίου 1912, βρήκε την κύρια δύναμη του Στόλου να πλέει μεταξύ Ίμβρου και χερσονήσου της Καλλίπολης.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Ιωάννης Οικονόμου, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να επεκταθεί ο υποχρεωτικός εμβολιασμός και σε άλλες κατηγορίες πολιτών.
Πηγή: AlertTV
Ως «λαγός» της Κομισιόν λειτούργησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αφού η Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν δήλωσε πως η Ε.Ε. πρέπει να σκεφτεί σοβαρά το θέμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού.
Μέσα στή ζοφερή πραγματικότητα πού βιώνουμε τά τελευταῖα χρόνια, ἔρχεται νά προστεθεῖ καί ἡ ἐπίσκεψη στή χώρα μας, τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ Κράτους τοῦ Βατικανοῦ καί ἡγέτη τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Κίνησης, Πάπα Φραγκίσκου.
Το Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021 και κατά την σύζευξη των συμμετεχουσών αεροναυτικών δυνάμεων στην Διακλαδική Άσκηση Ελλάδας-Αιγύπτου «ΜΕΔΟΥΣΑ – 11»,
Την 2αν Δεκεμβρίου 1868 έν εκ των τολμηροτέρων καταδρομικών της Κρητικής Επαναστάσεως, η «Ένωσις», επανήρχετο εκ της τελευταίας εις Κρήτην εκδρομής της, δι’ ήν είχεν απάρει από της 23ης Νοεμβρίου.
Κατά τας δέκα αυτάς ημέρας η «Ένωσις» άπαξ μόνο έσβυσε τα πυρά των λεβήτων της, «τρέχουσα δε μεταξύ Σύρου και Γυθείου, Κιμώλου και Κρήτης και ολόκληρον την νήσον ταύτην περιγράφουσα δια γιγαντιαίων καμπυλών επραγματοποίησεν υπέρ τα χίλια εξακόσια μίλλια εμμανούς, φρενιτώδους, φανταστικής σχεδόν νηοδρομίας» (σ.).
Εν τω μεταξύ ο αντιναύαρχος Χόβαρτ Πασσάς, Άγγλος υπηρετών εις το Οθωμανικόν Ναυτικόν και αρχηγός της αποκλειούσης την Κρήτην Τουρκικής μοίρας απελπισθείς να συλλάβη την «Ένωσιν» αποφασίζει να ενεδρεύση αυτην εκτός της Σύρου παρά την εκ τούτου μέλλουσαν να προκύψη παραβίασιν των διεθνών νομίμων.
Την 6ην π.μ. της 2ας Δεκεμβρίου 1868 η «Ένωσις» αποπλεύσασα εκ Πάρου έπλεεν αμέριμνος προς την Σύρον, ότε μετ’ ολίγον σαφώς διέκρινε δύο εύδρομα και μίαν φρεγάταν, άτινα μετ’ εκπλήξεως ανεγνωρίσθησαν ως Τουρκικά, και άτινα επείχον εναντίον της. Το έν των ευδρόμων ήτο το «Ιτζεδίν», ο νικητής του «Αρκαδίου».
Αλλ’ η έκπληξις δεν διήρκεσε μακρόν επί της «Ενώσεως»• εσήμανε πάραυτα πολεμιή έγερσις επί του ατρομήτου καταδρομικού, ούτινος και ηυξήνθη η ταχύτης, όπως καταφύγη το ταχύτερον εις τον λιμένα της Σύρου. Εν τω μεταξύ, ολονέν εμειούτο η απόστασις από των πολεμικών πλοίων, άτινα αιφνιδίως ήνοιξαν το πυρ κατά της «Ενώσεως».
Εις το πυρ του εχθρού απαντά αμέσως η «Ένωσις» δια του πρυμνιαίου αυτής πυροβόλου. Σκοπεύει ο υποκελευστής Δρούδες και με το βλήμα του πλήττει το «Ιτζεδίν», εκεί όπου τούτο προ έτους είχε βάλει το «Αρκάδι», εις τον αριστερόν τροχόν. Το «Ιτζεδίν» χωλαίνον βραδυπορεί και, εν ώ προέπλεε της Τουρκικής φρεγάτας, πλέει ήδη παραλλήλως προς αυτήν.
Επωφελουμένη του τοιούτου, η «Ένωσις» παρενθέτει το «Ιτζεδίν» μεταξύ αυτής και της φρεγάτας, ήτοις ητοίμαζεν ολότοιχον το πυρ κατ’ αυτής και μονομαχεί μετά του «Ιτζεδίν», εντός του οποίου δεύτερον επιτυχές βλήμα εκ της «Ενώσεως» ενσπείρει την σύγχυσιν.
Η φρεγάτα τότε «Χουδαβενδικιάρ», η ναυαρχίς του Χόβαρτ, αποκαλυφθείσα μετά τον αντίπλουν τούτον στρέφεται και απειλεί δια φοβεράς ομοβροντίας να καταβυθιση την «Ένωσιν». Αλλ’ ενώ το Τουρκικόν πλοίον παρασκευάζεται εις τούτο στρέφον δεξιά, ίνα δείξη ολόκληρον την τηλεβολοστοιχίαν του, η «Ένωσις» φεύγει δεικνύουσα μόνον την πρύμναν αυτής και βάλλουσα δια του πυροβόλου της υποχωρήσεως.
Ευστοχήσαν βλήμα αυτής διέρχεται διαγωνίως από πρώρας εις πρύμναν της «Χουδαβενδικιάρ», ανατρέπει παν το προστυχόν, φονεύει και τραυματίζει πολλούς ναύτας και αποδιώκει προς ώραν τους υπηρέτας των τηλεβόλων. Δεύτερον βλήμα αναρπάζει εις συντρίματα δύο αυτής λέμβους.
Η «Ένωσις» επωφεληθείσα στιγμιαίως προς Βορράν διευθύνσεως της τουρκικής φρεγάτας, πλέει ήδη εν πάση ταχύτητι προς τον λιμένα της Σύρου, βάλλουσα μέχρις εξαρθρώσεως των πυροβόλων της, αλλά καια βαλλομένη μανιωδώς υπό των Τουρκικών πλοίων, εντελώς όμως εις μάτην. Αι αποστάσεις ολοέν αυξάνουσι, το δε φεύγον καταδρομικόν δεν δεικνύει ή ελάχιστον μέρος της επιφανείας του.
Εντός ολίγου τέλος ασθμαίνουσα η «Ένωσις» αγκυροβολεί εις Σύρον όπισθεν της εκεί καθωρμισμένης Αυστριακής κανονιοφόρου «Βάλλ». Τραυματίσασα επωδύνως τους δύο αντιπάλους της, χάρις εις την ευστοχίαν των εις το Β. Ναυτικόν ανηκόντων πυροβολητών της, η «Ένωσις», άθικτος η ιδία ως εκ θαύματος, έμελλεν εντός ολίγου ν’ αποτελέσει το αντικείμενον δεινοτάτης έριδος και εξευτελιστικών αιτήσεων εκ μέρους του Χόβαρτ.
Σημείωση: Κ.Ν. ‘Ράδου op. cit.
.
Πηγή: (Αντιπλοιάρχου Δημητρίου Γ. Φωκά, Χρονικά του Ελληνικού Β. Ναυτικού 1833 – 1873, έκδοσις Γενικού Επιτελείου Β. Ναυτικού 1923, σελ. 256 – 258), Αβέρωφ
Η ιστορική γη της Εφέσου καυχάται δικαίως για τους φωτεινούς πνευματικούς αστέρες, που γεννήθηκαν, έλαμψαν ή τελείωσαν τον επίγειο βίο τους στην αγιασμένη αυτή μικρασιατική γη, αποτελώντας για τους χριστιανούς του 21ου αιώνα λαμπρά παραδείγματα ηρωϊκού φρονήματος και ακλόνητης πίστης και προσήλωσης στον Ιησού Χριστό.
Στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα και σε μία περίοδο, κατά την οποία η Εκκλησία του Χριστού δοκιμαζόταν από σκληρούς διωγμούς, γεννήθηκε στην Έφεσο η Αγία παρθενομάρτυς Μυρόπη. Ο πατέρας της απεβίωσε νωρίς και η χιακής καταγωγής μητέρα της, που ονομαζόταν Άφρα, την ανέθρεψε χριστιανικά. Σύμφωνα μάλιστα με την παράδοση η Μυρόπη επισκεπτόταν συχνά τον τάφο της Αγίας Ερμιόνης, της τέταρτης θυγατέρας του Αγίου Φιλίππου, ο οποίος ήταν ένας από τους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Από τον τάφο αυτό η Μυρόπη έπαιρνε το μύρο, που ανέβλυζε και το μοίραζε για ευλογία στους χριστιανούς. Το γεγονός αυτό της έδωσε μάλιστα και το όνομα Μυρόπη.
Όμως τον Σεπτέμβριο του 249μ.Χ. και μόλις ξέσπασε ο σκληρός διωγμός εναντίον των χριστιανών επί των ημερών του αυτοκράτορος Δεκίου, η Μυρόπη και η μητέρα της, η Άφρα, εγκατέλειψαν την Έφεσο και με ένα μικρό πλοίο έφτασαν στο μυροβόλο νησί της Χίου και εγκαταστάθηκαν σε κτήμα στην περιοχή του χωριού Θυμιανά. Στον τόπο, όπου αποβιβάστηκαν, ανήγειραν ένα προσκυνητάρι προς τιμήν της Αγίας Ερμιόνης, η οποία αργότερα έδωσε και την ονομασία της στην περιοχή αυτή της Χίου, που κοσμείται μέχρι τις ημέρες μας με ομώνυμο ιερό ναό.
Την περίοδο όμως αυτή, κατά την οποία βρισκόταν στη Χίο η Μυρόπη με τη μητέρα της, έφτασαν στο νησί και τα ρωμαϊκά πολεμικά πλοία, στα οποία μεταξύ άλλων υπηρετούσε ως αξιωματικός και ένα νεαρό αρχοντόπουλο από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο Ισίδωρος, ο οποίος είχε ασπασθεί τη χριστιανική πίστη. Ο νεαρός Ισίδωρος άρχισε να έρχεται σε επαφή με τη χριστιανική κοινότητα της Χίου, αλλά το γεγονός αυτό καταγγέλθηκε στον ειδωλολάτρη ναύαρχο Νουμέριο, ο οποίος άρχισε να τον παρακαλεί να αρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα των ψεύτικων θεών. Ο γενναίος Ισίδωρος έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του και μετά από πολλά βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε στις 14 Μαΐου του 250 μ.Χ.
Το λείψανο του πρωτομάρτυρος της Χίου Αγίου Ισιδώρου ρίχθηκε μέσα σε φαράγγι και ο Νουμέριος διέταξε, να το φρουρούν για να μην κλαπεί. Κατά τη διάρκεια όμως της νύχτας και την ώρα, που οι φρουροί κοιμόνταν, η Μυρόπη έκλεψε μαζί με τις υπηρέτριες της το αιμόφυρτο σώμα του νεαρού Ισιδώρου και αφού το άλειψε με μύρο, το ενταφίασε με τις πρέπουσες τιμές στο ρωμαϊκό νεκροταφείο, όπου μέχρι σήμερα σώζονται τα ερείπια του παλαιού ναού του Αγίου Ισιδώρου.
Την άλλη ημέρα μόλις έγινε γνωστό το γεγονός της αρπαγής του λειψάνου, ο ναύαρχος Νουμέριος εξαγριώθηκε τόσο πολύ, ώστε απείλησε τους φρουρούς με αποκεφαλισμό, εάν δεν έβρισκαν το λείψανο και αυτόν, ο οποίος το έκλεψε. Μάλιστα για να τους εκφοβίσει και να τους ταλαιπωρήσει, τους έδεσε με σίδερα και διέταξε, έτσι όπως ήταν σιδεροδέσμιοι, να βρουν το κλεμμένο λείψανο. Μόλις η Μυρόπη είδε τους σιδεροδέσμιους φρουρούς να ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν το λείψανο, τους λυπήθηκε και με παρρησία ομολόγησε σ’ αυτούς την πράξη της. Στη συνέχεια οδηγήθηκε από τους φρουρούς στον Νουμέριο, όπου με ηρωϊκό φρόνημα ομολόγησε την αρπαγή του ιερού λειψάνου. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με την περιφρονητική στάση της Μυρόπης απέναντι στο πρόσωπο του Νουμερίου και την ψεύτικη θρησκεία των ειδώλων εξαγρίωσαν τόσο πολύ τον σκληρόκαρδο ειδωλολάτρη ναύαρχο, ώστε διέταξε να τη χτυπήσουν αλύπητα με χονδρά ραβδιά και να τη σύρουν από τις τρίχες του κεφαλιού της σε όλη την πόλη της Χίου.
Από τα βασανιστήρια η Μυρόπη βγήκε μισοπεθαμένη και οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου μάλιστα τοποθετήθηκε και φύλακας για να τη φρουρεί. Ο φύλακας έμεινε άγρυπνος κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά έμεινε έκπληκτος από τα θαυμαστά και παράδοξα, που έλαβαν χώρα μέσα στη φυλακή και τα οποία έζησε με τα ίδια του τα μάτια. Η Μυρόπη προσευχόταν στον Πανάγαθο Θεό, όταν τα μεσάνυχτα ένα λαμπερό φως πλημμύρισε το δωμάτιο, μέσα στο οποίο ήταν φυλακισμένη. Στη συνέχεια ακολούθησε μέσα σ’ αυτό το φως χορός Αγγέλων, που έψαλλε τον Τρισάγιο Ύμνο. Στη μέση αυτών βρισκόταν ο Άγιος Ισίδωρος, ο οποίος κοίταζε επίμονα την Αγία Μυρόπη και της είπε, ότι η παράκλησή της εισακούστηκε στον Θεό και θα έρθει μαζί του στην αιώνια χαρά του Παραδείσου, αφού θα λάβει τον στέφανο της αγιότητος.
Μόλις τελείωσε τον λόγο του ο Άγιος Ισίδωρος, η Μυρόπη παρέδωσε την αγία της ψυχή στον Θεό και η φυλακή γέμισε από άρρητη ευωδία. Βλέποντας οι φύλακες τα θαυμαστά αυτά γεγονότα, τρόμαξαν τόσο πολύ, ώστε κινδύνεψαν να χάσουν και τον νου τους. Μάλιστα ο φύλακας, που έμεινε άγρυπνος και βίωσε το παράδοξο γεγονός, βαπτίσθηκε χριστιανός και μαρτύρησε αργότερα για τη χριστιανική του πίστη.
Το λείψανο της Αγίας παρθενομάρτυρος Μυρόπης τοποθετήθηκε στον τόπο, όπου η Αγία είχε πρωτύτερα ενταφιάσει το λείψανο του Αγίου Ισιδώρου. Αργότερα ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πωγωνάτος ανήγειρε περικαλλή ναό πάνω στους τάφους των δύο Αγίων πρωτομαρτύρων της Χίου Ισιδώρου και Μυρόπης, τον οποίο μάλιστα διεκόσμησε με μάρμαρα και ψηφιδωτά, που σώζονται μέχρι σήμερα.
Η μνήμη της ενδόξου πρωτομάρτυρος γυναικός της νήσου Χίου Αγίας Μυρόπης, που τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 2 Δεκεμβρίου, εορτάζεται στον ιερό ενοριακό ναό του Αγίου Ισιδώρου στον Βροντάδο της Χίου, όπου το δεξιό κλίτος είναι αφιερωμένο επ’ ονόματί της, τη δε ασματική της Ακολουθία εποίησε ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος.
Ἀπολυτίκιον Ήχος α`. Της ερήμου πολίτης.
Καλλιμάρτυς Μυρόπη, και Χριστού Νύμφη άφθορε, νυν Αυτώ παρεστώσα ως ωραία και πάγκαλος, ως λίθους φαιδρούς και διαυγείς, τα στίγματα φέρουσα σαρκός, και αιμάτων την πορφύραν ως βασιλίς περικειμένη ένδοξε, δυσώπει αυτόν υπέρ ημών, των εκ πόθου ευφημούντων σου, ύμνοις επινικίοις και ωδαίς την θείαν άθλησιν.
Κοντάκιον Ήχος γ`. Η Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως άφθονα, ω Αθληφόρε Μυρόπη, μύρα βρύεις χάριτας, τας των θαυμάτων και νέμεις, άπασι τοις δεομένοις και εκζητούσι, πίστει τε και ευλαβεία προσερχομένοις, τη σορώ σου τη πανσέπτω, ήτις κατέχει Μάρτυς την κόνιν την σην.
Κάθισμα Ήχος δ`. Επεφάνης σήμερον.
Αικισμών ταις στίγμασι, πεποικιλμένη, και βαφαίς αιμάτων σου, πεφοινιγμένη νοερώς, Χριστού εν δόξη παρίστασαι, τω θείω θρόνω, Μυρόπη αοίδιμε.
Τάττει Θεός σοι τους πόδας τεθνηκότι,
Εις συντέλειαν Αββακούμ, καθώς έφης.
Δευτέρη Αββακούμ ανεβήσατο ες Θεού άστυ.
Ούτος ήτον από την φυλήν του Πατριάρχου Συμεών, υιός Σαφάτ, προ Χριστού ων έτη χ’ [600], προείδε δε την αιχμαλωσίαν και την άλωσιν, οπού έμελλε να πάθη η Ιερουσαλήμ και ο Ναός του Θεού, και πολλά έκλαυσε. Και όταν ήλθεν ο Ναβουχοδονόσορ εις Ιερουσαλήμ, έφυγεν εις την Οστρακίνην, και ήτον ξένος και πάροικος εις την γην του Ισμαήλ. Όταν δε εγύρισαν εις την Βαβυλώνα οι Χαλδαίοι, έχοντες μαζί των τους σκλάβους Ισραηλίτας, οπού ευρέθησαν εις Ιερουσαλήμ και Αίγυπτον, τότε και ο Προφήτης ούτος εγύρισεν εις την εδικήν του γην. Και μίαν φοράν υπηρετών εις τους θεριστάς του, έλαβε φαγητόν, και είπεν εις τους οικιακούς του. Εγώ θέλω υπάγω εις μακρινόν τόπον, και ογλίγωρα πάλιν θέλω επαναστρέψω. Ανίσως δε εγώ αργοπορήσω, πηγαίνετε εσείς φαγητόν εις τους θεριστάς. Και ταύτα ειπών, αρπάχθη από Άγγελον Κυρίου, και επήγεν εις Βαβυλώνα, και έδωκε τροφήν εις τον Προφήτην Δανιήλ, ο οποίος ήτον κεκλεισμένος μέσα εις τον λάκκον των λεόντων. Και πάλιν αρπαχθείς από τον ίδιον Άγγελον, έφθασεν εις μίαν στιγμήν εις την Ιουδαίαν, και επρόσφερε το φαγητόν εις τους θεριστάς, χωρίς να ειπή εις κανένα το γενόμενον τούτο θαυμάσιον εις αυτόν. Επρογνώρισε δε, ότι ογλίγωρα θέλει γυρίσει εις Ιεροσόλυμα ο εν Βαβυλώνι σκλαβωμένος λαός των Εβραίων. Αποθανών δε δύω χρόνους προ του να γυρίση ο λαός, ενταφιάσθη εις τον εδικόν του αγρόν, ήτοι το τζεφτιλίκιον.
Ούτος έδωκε τέρας και σημείον εις την Ιουδαίαν. Δηλαδή, ότι όταν ιδούν οι άνθρωποι φως εις τον Ναόν, τότε θέλουν ιδούν την δόξαν του Θεού (1). Προείπε δε και δια την συντέλειαν του Ναού, ότι αύτη θέλει γένη από έθνος δυτικόν, ήτοι από τους εν τη δύσει Ρωμάνους. Και ότι το άπλωμα, ήτοι το καταπέτασμα του Δαβείρ, ήτοι του εσωτάτου οίκου των Αγίων των Αγίων, θέλει σχισθή εις μικρά σχίσματα (2). Και ότι τα κεφαλοκόλονα των δύω στύλων του Ναού θέλουν παρθούν, και κανείς δεν θέλει γνωρίσει, πού μέλλουν να βαλθούν. Ταύτα δε θέλουν φερθούν υπό Αγγέλου εις την έρημον του Σινά, όπου κατ’ αρχάς επήχθη η Σκηνή του Μαρτυρίου. Και επάνω εις αυτά τα κεφαλοκόλονα θέλει γνωρισθή ο Κύριος κατά το τέλος και θέλει φωτίσει εκείνους οπού διώκονται εξ αρχής από τον νοητόν όφιν Διάβολον (3).
* * * * * *
(1) Ίσως τούτο πεπλήρωται, όταν ο Κύριος εδίδασκεν εν τω Ναώ της Ιερουσαλήμ και τω φωτί της διδασκαλίας του εφώτιζε τας ψυχάς των εσκοτισμένων Ιουδαίων. Υπό τούτου γαρ οδηγούμενοι, εγνώριζον την δόξαν της αυτού Θεότητος.
(2) Ίσως τούτο έγινεν όταν ο Κύριος εσταυρώθη, διαρραγέντος του υφαντού καταπετάσματος από άνωθεν έως κάτω. Ή διέρρηξαν αυτό οι Ρωμαίοι, όταν ερήμωσαν την Ιερουσαλήμ.
(3) Ο δε Αλέξανδρος εις τα Ιουδαϊκά γράφει περί του Προφήτου τούτου, ότι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μανασσή. Και ότι ουχί εις Άγγελος έφερεν αυτόν εις την Βαβυλώνα επάνω του λάκκου, αλλά πολλοί. Εις μεν Άγγελος, βαστών αυτόν από την κόμην της κεφαλής. Οι δε άλλοι, εστήριζον αυτόν με τας πτέρυγάς των. Και μόλον οπού η θεία Γραφή εν τω «Βηλ και Δράκων», ένα Άγγελον λέγει (Ιουδαϊκών, σελ. 249). Και ότι ο τάφος του Αββακούμ ευρίσκεται εις την κόμην Εχελά (αυτόθ. 107). Αββακούμ δε θέλει να ειπή πατήρ εγέρσεως, εκ του Αββά, ο δηλοί πατήρ, και του κουμ, ο δηλοί έγερσις, συντιθέμενον. Λέγει δε ο Κλήμης ο Κανόνικος, ότι ο Προφήτης Αββακούμ με τα λόγια εκείνα οπού λέγει εις την ωδήν του· «Επήρθη ο ήλιος, και η σελήνη έστη εν τη τάξει αυτής. Εις φως βολίδες σου πορεύσονται. Εις φέγγος αστραπής όπλων σου». Με ταύτα, λέγω, φανερόνοι το θαύμα εκείνο, οπού έγινεν εις τον καιρόν Ιησού του Ναυή, όταν ο ήλιος εστάθη κατά Γαβαών, και η σελήνη κατά φάραγγα αλών [= Αιλών]. Μετεκομίσθη δε ο Αββακούμ εις την Βαβυλώνα υπό Αγγέλου, μετά έτη εξήκοντα της των Ιουδαίων εν Βαβυλώνι αιχμαλωσίας. Ήτοι προ δέκα χρόνων της αυτών επιστροφής.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ἀββακοὺμ τὴν μνὴμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ὄρος προέγραψας τὴν Θεοτόκον ἁγνήν, ἐξ ἧς ἡμῖν ἐλάμψεν ὁ τῶν ἁπάντων Θεός, σαρκὸς ὁμοιώματι. Ὅθεν σὲ ὡς προφήτην θεηγόρον τιμῶντες, χάριτος οὐρανίου μετασχεῖν δυσωποῦμεν, πρεσβείαις σου θεοδέκτοις, Ἀββακοὺμ ἔνδοξε.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἵππους ἑώρακας τοὺς ἱεροὺς Μαθητάς, θαλάσσας ταράσσοντας, τῆς ἀγνωσίας σαφῶς, καὶ πλάνην βυθίζοντας, δόγμασιν εὐσεβείας, Ἀββακοὺμ θεηγόρε· ὅθεν σε ὡς Προφήτην, ἀληθῆ εὐφημοῦμεν, αἰτούμενοι τοῦ πρεσβεύειν ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς προφητείας τὴν κιθάραν τὴν θεόφθογγον
Τὴν προηχήσασαν Χριστοῦ τὴν συγκατάβασιν
Ἀββακοὺμ ἀνευφημήσωμεν τὸν Θεόπτην.
Ἐμπνευσθεῖς γὰρ τῇ ἐλλάμψει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν
Ἐμφανῶς προδιετύπωσε τὰ μέλλοντα,
Τούτῳ λέγοντες, χαῖρε σκεῦος τοῦ Πνεύματος.
Μεγαλυνάριον
Τὸ φῶς ὡς προεῖπας τὸ Πατρικόν, ἐν ναῷ οἰκείῳ, καθωράθη σωματικῶς· ὅθεν οἱ τὴν αἴγλην, αὐτοῦ εἰσδεδεγμένοι, ἐν ὕμνοις Ἀββακούμ σε, φαιδροῖς δοξάζομεν.
Κάθισμα Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐπὶ τῆς θείας φυλακῆς ἔστης μάκαρ, καὶ κατενόησας Θεοῦ παρουσίαν, προφητικοῖς ἐν ὄμμασι θεόπνευστε· ὅθεν καὶ ἐβόησας, Ἀββακοὺμ μετὰ φόβου, Κύριε ἀκήκοα, τὴν φρικτὴν ἔλευσίν σου, καὶ ἀνυμνῶ σε σάρκα χοϊκήν, ἐκ τῆς Παρθένου, φορέσαι θελήσαντα.
Πηγή: Κοινωνία Ορθοδοξίας, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Η ελληνική γη υποδέχεται ακόμη τους νεκρούς πολεμιστές της Κύπρου…47 χρόνια μετά από την τουρκική εισβολή όλοι όσοι έπεσαν σ΄έναν πόλεμο που η ελληνική Πολιτεία αναγνώρισε 43 χρόνια μετά -επί υπουργίας Π.Καμμένου- ακόμη δεν έχουν επιστρέψει.
Κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῶν Βασιλέων ἐν ἔτει ψπ', (780), εἰς τὰ μέρη τῆς Παφλαγονίας ἦτο χώρα ὀνόματι Ἄμνεια, ἤτις ὑποτάσσεται εἰς τὴν Μητρόπολιν τῆς Γάγγρας.
Εἰς τούτην ὑπῆρχεν ἄνθρωπός τις εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, καὶ Φιλάρετος εἰς τὰς πράξεις καὶ τὸ ὄνομα, καὶ πολλὰ πλούσιος ψυχῇ τε καὶ σώματι.
Εἶχε κτήνη πολλά, πρόβατα χιλιάδας δώδεκα, βόδια ἑξακόσια, ἄλογα, χωράφια, ἀμπελῶνας, καὶ ἄλλα ὅμοια·δούλους, καὶ ὑπηρέτας.
Εἶχε δὲ καὶ γυναίκα ὀνόματι Θεοσεβὼ εὐγενικὴν καὶ φοβουμένην τὸν Κύριον, καὶ παιδίον ἀρσενικόν ὀνόματι Ἰωάννην, καὶ θυγατέρας δύο, τὴν μίαν ἔλεγαν Ὑπατίαν, καὶ τὴν ἄλλην Εὐανθίαν, αἵτινες ἦσαν πολλὰ ώραιόταται ἀπὸ ὅλας τὰς γυναίκας τοῦ τόπου ἐκείνου.
Ἦτον δὲ ὁ Φιλάρετος πολὺ ἐλεήμων, φιλόπτωχος, καὶ φιλόξενος, καὶ καθεκάστην ἔδιδεν ἀφθόνως τὸν πλούτον τοῖς πένησι.
Πεινασμένους ἐχόρταινε, γυμνούς ἐνέδυε, τὰς χήρας καὶ ὀρφανὰ ἐκύτταζε, ξένους ὑπεδέχετο, καὶ ἁπλῶς ὅλους τοὺς ἐνδεεῖς εὐσπλαγχνίζετο, καὶ τοὺς ἔδιδεν, εἴτι ἐχρειάζοντο, οὐ μόνον τοὺς πλησίον αὑτοῦ, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπον ἐφιλοδώρει πλουσιοπαρόχως, καὶ κατὰ ἀλήθειαν ἄλλος Ἁβραὰμ ἐγνωρίζετο εἰς φιλοξενίαν, καὶ τὴν πρὸς τὸν πλησίον συμπάθειαν.
Ἠκούσθη λοιπὸν ἡ χριστομίμητος φήμη του εἰς ὅλην τὴν Ἀνατολήν, καὶ ἤρχοντο ὅλοι οἱ ἐνδεεῖς καὶ πένητες καὶ ἐλάμβανον παρ' αὐτοῦ ἄλλος χρήματα, ἄλλος κτήνος, καὶ ἕτερος ἄλλο κατὰ χρείαν του.
Ἡ οἰκία τοῦ Φιλαρέτου πρὸς τοὺς κεκαυμένους ἀπὸ τὴν δίψαν τῆς πτωχείας ἦτον πηγὴ ἀνεξάντλητος, καὶ ὅσον αὐτὸς ἔδιδε μὲ ἱλαρὸν πρόσωπον καὶ γνώμην φιλάγαθον, τοσοῦτον καὶ ὁ πλουσιόδωρος Κύριος ἐπλήθυνε τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ περισσότερον.
Ὁ δὲ μισόκαλος καὶ δόλιος Δαίμων ἐφθόνησε τὴν ἀρετὴν τοῦ ἀνδρός, καὶ ἐζήτησε παρὰ θεοῦ ἐξουσίαν νὰ τὸν πειράξῃ, ὥσπερ ποτὲ καὶ Ἱώβ τὸν ἀείμνηστον, λέγων οὕτω.
› Δέν εἶναι θαυμαστόν, ἐὰν από τὰ πολλὰ ὅπου ἔχει ἐλεεῖ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ ἄς ἐμβῇ εἰς πτωχείαν, καὶ τότε νὰ γνωρίσω τὴν καλωσύνην του.
Ἔδωκε θέλημα τοῦ Δαίμονος νὰ τὸν πτωχεύση, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ του δὲν ἔχει ποσῶς ἐξουσίαν νὰ κακοποιήσῃ τινά.Ὁ γάρ Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ, κατὰ τὴν Γραφήν.
Δίδων ἐν τοσούτῳ ὁ Ἅγιος κατὰ τὸ σύνηθες έλεημοσύνην, καὶ διαμοιράζων καθεκάστην τὰ κτήνη, καὶ τὴν λοιπήν περιουσίαν αὐτοῦ, μέρος πάλιν ἀπὸ κλέπτας καὶ δυνάστας, καὶ ἑτέρας τινάς δυστυχίας, κατήντησεν εἰς τελείαν πτωχείαν, ὥστε δὲν τοῦ ἔμεινεν ἄλλο, εἰμὴ μόνον ἕνα ζευγάρι βόδια, εἷς ὄνος, μία ἀγελὰς μὲ τὸ μοσχάριόν της, καὶ τινα μελίσσια.
Τὰ ζευγολατεία τὰ ἥρπασαν δυναστικῶς οἱ γεωργοί καὶ γείτονες, διότι ὡς εἶδον ὅτι ἐπτώχευσε, καὶ δὲν δύναται νὰ τὰ καλλιεργῇ, ἄλλοι στανικῶς, καὶ ἄλλοι μὲ παρακάλεσιν, ἐπῆραν τοὺς τόπους του καὶ δὲν τοῦ ἄφησαν ἄλλο, εἰμὴ μόνον τὴν οἰκίαν ὅπου ἐκατώκει.
Εἰς αὐτὰ ὅλα ὅπου ἔπαθε δὲν ἐλυπήθη, οὔτε ποτέ ἐλάλησε λόγον ἀπρεπῆ, ἀλλὰ καθώς ὅταν πλουτήσῃ αἴφνης ὁ ἄνθρωπος, ὅλως χαίρεται, οὕτω καὶ ἐκεῖνος εὐχαριστεῖτο εἰς τὴν πτωχείαν, ἐνθυμούμενος τὸν λόγον τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν εἰσελεύσεται.
Μίαν ἡμέραν ἐπῆρεν ὁ Φιλάρετος τὸ ζευγάρι του, καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸ χωράφιον.
Ἐργαζόμενος οὖν εὐχαρίστει τὸν Κύριον, ὅπου ἐκοπίαζε μόνος του νὰ άποκτᾷ τὴν ζωοτροφίαν του μὲ τὸν ίδρῶτα τοῦ προσώπου του, κατὰ τὴν άράν τοῦ Προπάτορος, καὶ παρεκάλει αὐτὸν νὰ τοῦ δίδῃ ὑπομονήν ἕως τέλους.
Ἄλλος τις γεωργός πτωχὸς ἐδούλευε μὲ τὸ ζευγάρι του εἴς τι χωράφιον ἐκεῖ πλησίον, καὶ ἔπεσε τὸ ἕνα του βόδι, καὶ ἐψόφησεν, ὅθεν ἐλυπήθη πολύ, διότι ἦτον πολλὰ πτωχός, καὶ ἐχρεώστει.
Λοιπὸν ἀπῆλθεν εἰς τὸν Φιλάρετον νὰ τοῦ εἰπῇ τὴν συμφοράν του, νὰ τὸν παρηγορήσῃ κἄν μὲ λόγον καλόν, ἐπειδὴ νὰ τοῦ δώσῃ βοήθειαν δὲν ἠδύνατο διὰ τὴν πτωχείαν του.
Ὁ δὲ ἐλεήμων καὶ χριστομίμητος ἄνθρωπος, ὡς εἶδε τὸν πλησίον δακρυρροούντα, τὸν ἐσυμπόνεσε, καὶ ἐξέζευξεν εὐθύς τὸ ἕνα του βόδιον, καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισεν.
Ὁ γεωργός θαυμάσας τὴν ἀγαθήν προαίρεσιν τοῦ Ἁγίου, εἶπεν αὐτῷ.
› Κύριέ μου, ἠξεύρω ὅτι ἄλλο βόδιον δὲν ἔχεις, καὶ πώς νὰ καλλιεργήσης τὸ χωράφι σου;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο.
› Ἔχω ἄλλο καλλίτερον εἰς τὸν οἶκόν μου, καὶ λάβε το νὰ κάμῃς τὴν ὑπηρεσίαν σου, πρὶν τὸ μάθῃ ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά σου νὰ πικρανθώσι.
Λαβών οὖν αὐτὸ ὁ γεωργός ἀπῆλθε, δοξάζων τὸν Θεόν, εὐχόμενος τὸν Ἅγιον, ὅπου ἔκαμεν εἰς ἐκεῖνον τοσοῦτον ἔλεος.
Ὁ δὲ Ἅγιος ἐπῆρεν εἰς τὸν ὥμον του τὸν ζυγόν καὶ τὸ ἀλέτρι, καὶ ὑπῆγε μὲ τὸ ἕνα βόδι εἰς τὴν οἰκίαν του.
Ἐρωτηθείς ὑπὸ τῆς γυναικός του τὶ ἔγεινε τὸ ἄλλο βόδιον εἶπεν, ὅτι ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ ὁλίγον τὸ μεσημέρι, καὶ ἄφησέ το νὰ βόσκῃ, καὶ ἔφυγεν.
Ὁ δὲ υἱὸς του ἐξῆλθεν εἰς ἀναζήτησιν αὐτοῦ, καὶ εὑρίσκων τὸν γεωργόν ὅτι τὸ εἶχε ἐζευγμένον, ἐθυμώθη, καὶ τοῦ λέγει
› Πῶς ἐτόλμησες, ἄνθρωπε, νὰ ζεύξῃς κτῆνος ἀλλότριον; διατὶ ἐπτωχύναμεν οἱ ταλαίπωροι, μᾶς καταφρονεῖτε τοσοῦτον καὶ ἁρπάζετε βιαίως τὸ πρᾶγμα μας;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο·
› Τέκνον μου, παρακαλῶ σε, μὴ ὁργίζου κατ' ἐμοῦ ἀναιτίως, διότι ὁ πατήρ σου μοῦ τὰ ἐχάρισεν.
Ὁ δὲ νέος τοῦτο ἀκούσας, ἀπῆλθε περίλυπος, καὶ τὸ ἀνήγγειλε τῆς μητρός του, ἡ ὁποῖα ἔῤῥιψε τὸ μανδήλιον ἀπὸ τὸ κεφάλι της, καὶ κλαίουσα ἔλεγε κατὰ τοῦ ἀνδρός της ταῦτα.
›ᾯ ἄσπλαγχνε ἀκάματε, ἄν καὶ ἐμὲ δὲν λυπεῖσαι ὅπου νὰ μὴ σὲ ἤθελα γνωρίσῃ, ἀλλὰ κἄν τὰ παιδία σου σπλαγχνίσου πῶς νὰ ζήσωσι; πέτρινος εἶσαι καὶ ἀγροῖκος, καὶ ἐβαρέθης νὰ κοπιάζῃς· ὅθεν διὰ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνος ἔδωσες τὸ ζυγόν σου, καὶ ὄχι διὰ τὸν Κύριον.
Ἐκεῖνος δὲ ὑπέμεινε τοὺς ὁνειδισμούς μὲ πραότητα, καὶ δὲν τῆς ἀντιλογήθῃ ποσῶς, διὰ νὰ μὴ χάσῃ τὸν μισθό τῆς ἐλεημοσύνης μόνον τῆς εἶπε.
› Μὴ λυπᾶσαι ἀδελφή μου, ὅτι ὁ Θεός εἶναι πλούσιος, καὶ δύναται νὰ μᾶς δώσῃ ἑκατόν εἰς τὸ ἕνα. Ἐκεῖνος τρέφει τὰ πετεινά τοῦ Οὐρανοῦ, καὶ ἡμᾶς θέλει ἀφήσει νὰ πεινάσωμεν; μὴ μεριμνᾶς περί τῆς αὔριον, ἀλλ' ἔλπισον εἰς αὐτόν, νὰ σοῦ δώση ὅσα χρειάζεσαι, καὶ ζωήν τὴν αἰώνιον.
Μετὰ πέντε ἡμέρας πάλιν, ἐκεῖ ὅπου ἔβοσκε τὸ ἄλλο βόδι τοῦ γεωργοῦ, ἔφαγε βοτάνι φαρμακερόν, καὶ ἐψόφησεν.
Ὅθεν ἔλαβε ἐκεῖνο ὅπου τοῦ ἐχάρισεν ὁ Φιλάρετος, καὶ τοῦ τὸ ἔστρεψε εἰς τὸν οἶκov του, λέγων·
› Διά τὴν ἁμαρτίαν, ὅπου ἔκαμα, καὶ ἡδίκησα τὰ παιδία σου, καὶ ἐπῆρα τὸ βόδι σου, δὲν ἐβάσταξεν ὁ Θεός τὴν ἀδιακρισίαν μου, καὶ μοῦ ἐσκότωσε καὶ τὸ ἕτερον.
Ὁ δὲ Φιλάρετος τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ ἄλλο, εἰπῶν·
› Λάβε καὶ τοῦτο, ἐργάζου, διότι ἐγὼ ἔχω εἰς τὸν νοῦν μου νὰ ὑπάγω εἰς τόπον μακρυνόν, καὶ δὲν το χρειάζομαι.
Λαβών οὖν αὐτὸ ὁ γεωργός, ἀπῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν του ἀγαλλόμενος, καὶ θαυμάζων εἰς τὴν ἐλευθερίαν καὶ ἁπλότητα τοῦ Ἁγίου, ὅτι εἰς τοσαύτην πτωχείαν κατήντησε, καί πάλιν τὴν ἐλεημοσύνην δὲν ἔπαυεν.
Ἤρχισαν οὖν νὰ κλαίουν τὰ παιδία μὲ τὴν μητέρα των, καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους.
› Κακῶς ἐγνωρίσαμεν τὸν ἄνθρωπον τοῦτον τὸν σαλογέροντα, ὅτι ἐὰν ἐπτωχεύσαμεν, ἀλλὰ εἴχαμεν κἄν τὸ ζευγάρι παρηγορίαν, νὰ μὴ χαθοῦμεν ἀπὸ τὴν πείναν οἱ τάλανες.
Ὁ δὲ ἅγιος Γέρων τοὺς ἐπαρηγόρει, λέγων
› Μὴ λυπεῖσθε, ἔχω χρήματα κεκρυμμένα εἰς τόπον τινά, τόσον πολλά, ὅπου ἐὰν ζήσετε ἑκατόν χρόνους χωρίς νὰ δουλεύσετε, σᾶς φθάνουσι νὰ τρέφεσθε, καὶ νὰ ἐνδύεσθε, ὅτι ἐγὼ ἐπρογνώρισα τὴν πτωχείαν ταύτην, ὅπου ἔμελλε νὰ μᾶς ἔλθῃ, καὶ ἐπώλουν ἀπό τὰ κτήνη, καὶ ἐφύλαττον τὰ ἀργύρια.
Ταῦτα τοὺς ἔλεγε μεθ' ὅρκου, διότι ἐπρόβλεπεν, ὡς προορατικὸς μὲ τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἐκεῖνο ὅπου ἔμελλε νὰ τοῦ ἔλθῃ ὕστερον, ὅπερ καὶ ἐγένετο.
Ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἦλθεν διαταγὴ βασιλική, νὰ ὑπάγουν οἱ στρατιῶται εἰς πόλεμον κατὰ τῶν Ἀγαρηνῶν.
Εἷς δὲ στρατιώτης, Μουσούλιος ὀνόματι, ἦτον πολλὰ πτωχὸς καὶ δὲν εἶχεν ἄλλο πράγμα, μόνον τὸ ἄλογόν του καὶ ἕνα κοντάρι, καὶ καθὼς ἔτρεχαν ὅλοι, ἐκεῖ ὅπου ἔκαμναν τὴν δοκιμήν τοῦ πολέμου βιαστικά, ἔτυχε καὶ ἐσκόνταψε τοῦ πτωχοῦ τὸ ἄλογον, καὶ ἐψόφησεν.
Ἦλθεν εἰς ἀπορίαν πολλήν, μὴ ἔχων νὰ ἀγοράσῃ ἕτερον, καὶ ἀπελθὼν εἰς τὸν ἅγιον Φιλάρετον, τὸν κάλεσε νὰ τοῦ δανείσῃ τὸ ἄλογόν του, ἕως νὰ περάσῃ ἡ δοκιμή, νὰ μὴ τὸν κακοποιήσῃ ὁ Χιλίαρχος.
Ὁ δὲ Ἅγιος ἀκούσας τὴν συμφοράν αὐτοῦ, τοῦ τὸ ἐχάρισε τελείως λέγων αὐτοῦ·
› Λάβε τοῦτο ἀντὶ τοῦ ἰδικοῦ σου, ἔχε το ἔως νὰ ζῇ, καὶ ὁ Θεός νὰ σὲ φυλάξῃ ἀκίνδυνον.
Τὸ ἔλαβε ὁ Μουσούλιος, καὶ ἀπῆλθε δοξάζων τὸν Κύριον.
Ἦλθε δὲ καὶ ἄλλος τις πτωχὸς εἰς τὸν Ἅγιον, καὶ τοῦ ἐζήτησε νὰ τοῦ δώσῃ ἕνα μοσχάριον νὰ κάμῃ ἀρχήν, διατί ἡ δόσις του ἦτον καλή, καὶ εἴ τινος ἤθελε δώσει ἐλεημοσύνην, ἐπλήθυνεν ἡ εὐλογία του, καὶ ἐπλούταινεν.
Ὁ δὲ Φιλάρετος ἐχώρισε εὐθύς ἀπ' τὴν ἀγελάδα τὸ μοσχάριον, καὶ τὸ ἔδωσεν, ἡ δὲ άγελάδα ἐζήτει τὸ τέκνον της, καὶ ἐφώναζε.
Τότε τοῦ λέγει ἡ γυνή του·
› Ημᾶς δὲν λυπεῖσαι ἄσπλαγχνε, ἀλλὰ κἄν τὴν ἀγελάδα δὲν συμπονεῖς, καὶ τὴν ἐχώρισες ἀπ` τὸ παιδίον της ;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο·
› Νά ἦσαι εὐλογημένη από τὸν Θεόν, ὅτι δικαίως ἐλάλησας, καὶ δὲν ἦτο πρέπον νὰ τὰ χωρίσω.
Ταῦτα εἰπών, ἐπροσκάλεσε τὸν πτωχόν ἐκεῖνον, ὅπου τοῦ ἔδωσε τὸ μοσχάριον, καὶ τοῦ λέγει.
› Ἡ γυναῖκά μου λέγει, πῶς ἔκαμε ἁμαρτίαν νὰ τὰ χωρίσω.Λοιπόν λάβε καὶ τὴν μάνα του, καὶ ὁ Θεός νὰ τὰ εὐλογήση εἰς τὸν οἶκον σου, νὰ σοῦ τὰ πληθύνῃ, καθὼς ποτὲ καὶ τὴν ἰδικὴν μου ἀγέλην.
Καὶ οὕτως ἔγεινε, καὶ ἀπέκτησε τόσα βόδια ἀπ' ἐκείνην τὴν εὐλογίαν, ὥστε ἐπλούτησεν.
Ἡ δὲ γυνή του ἐμέμφετο τὸν ἑαυτόν της λέγουσα·
› Καλὰ ἔπαθα, διότι ἐὰν δὲν ἤθελον ὁμιλήση, ἔμενε ἡ ἀγελάδα εἰς τὴν οἰκίαν μου.
Κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἔγεινε λιμός εἰς ἐκείνην τὴν χώραν, καὶ μὴ ἔχων νὰ θρέψῃ τὴν γυναίκα καὶ τὰ παιδία του, ἐπῆρε τὸ κτῆνος, καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἄλλον τόπον εἰς ἕνα του γνώριμον, καὶ ἐδανείσθη ἕξ κοιλὰ σίτου.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασεν εἰς τὸν οἶκόν του, ὅταν τὸ ἐξεφόρτωσεν, ἦλθεν πτωχὸς τις καὶ τοῦ ἐζήτησεν λίγον.
Ὁ δὲ εἶπε τῆς γυναικός του, νὰ τοῦ δώσῃ τὸ ἕνα κοιλόν.
Αὐτὴ τοῦ εἶπε.
› Δός μας πρῶτον μερίδιον ἀπὸ ἕνα κοιλόν καθ' ἑνός, καὶ τὸ ἐπίλοιπον δός το εί τινος θέλεις.
Ὁ δὲ εἶπεν
› Αλλ' ἐγὼ δὲν ἔχω μερίδα;
Λέγει του ἐκείνη·
› Σύ εἶσαι Ἄγγελος, καὶ δὲν τρώγεις, διότι ἐὰν εἶχες χρείαν ἀπὸ ἄρτον, δὲν ἐχάριζες τὸν σῖτον, ὅπου ἐδανείσθης, καὶ τὸν ἔφερες ἀπὸ τόσα μίλια.
Τότε έλάλησε πρὸς αύτήν, καὶ τῆς εἶπε·
› Ο Θεὸς νὰ σοῦ συγχωρήσῃ.
Ἔπειτα ἐμέτρησε δύο κοιλά, καὶ τὰ ἔδωσε τοῦ πτωχοῦ.
Ἡ δὲ εἶπεν αὐτῷ
› Δός του τὸ ἥμισυ φορτίον, νὰ τὸ μοιρασθῆτε.
Λοιπὸν ἐμέτρησε καὶ τὸ τρίτον κοιλόν, καὶ τοῦ τὸ ἔδιδε.
Μὴ ἔχων δὲ ὁ πτωχὸς σακκί νὰ τὸ βάλλῃ, εἶπεν ἡ Θεοσεβὼ περιπαικτικῶς πρὸς τὸν ἄνδρα της·
› Δὲν τοῦ δίδῃς καὶ τὸ σακκὶ νὰ λάβῃ;
Καὶ αὐτὸς τοῦ τὸ ἔδωσεν.
Ἡ δὲ πάλιν εἶπεν αὐτῷ·
› Διὰ τὸ πεῖσμά μου δός του ὅλον τὸ σιτάρι.
Καὶ αὐτὸς τοῦ τὸ ἔδωσε.
Πλὴν ὁ πτωχὸς μὴ δυνάμενος νὰ σηκώσῃ ἕξ κοιλὰ σῖτον διὰ μιᾶς, εἶπε πρὸς τὸν νέον Ἱώβ·
› Ας μένῃ Κύριέ μου, νὰ τὸ μεταφέρω εἰς τὸν οἶκον μου.
Ἡ δὲ Θεοσεβὼ εἶπε πρὸς τὸν ἄνδρα της·
› Δός του καὶ τὸν ὄνον, νὰ μὴ κάμνῃ τόσον κόπον ὁ ἄνθρωπος.
Αὐτὸς τὴν εὐχήθη, καὶ φορτώσας ὅλον τὸν σῖτον, τὸν ἔδωσε τοῦ πτωχοῦ μὲ τὸ κτῆνος, καὶ ἀπῆλθεν ἀγαλλόμενος.
Ὁ δὲ Φιλάρετος ἔλεγεν·
› Ο πτωχὸς δὲν ἔχει μέριμναν. Γυμνός ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός καὶ ἀπελεύσομαι.
Ἡ δὲ συμβία αὐτοῦ ἔκλαιε μὲ τὰ παιδία της πεινασμένοι, καὶ μὴ ἔχοντες τὶ νὰ φάγουν, ἐδανείσθῃ ἕνα ψωμὶ ἀπὸ τὸν γείτονά της καὶ ἔβρασεν ἀγριολάχανα καὶ ἔφαγαν.
Ὁ δὲ Φιλάρετος ὑπῆγεν εἰς ἄλλον γείτονα, καὶ ἐδείπνησεν, εὐχαριστῶν τὸν Κύριον.
Εἷς δὲ ἄρχων, φίλος μέγας τοῦ Φιλαρέτου, ὅστις ἦτον κυβερνήτης τῆς πόλεως, ἀκούσας ταύτην τὴν ἐσχάτην πτωχείαν τοῦ πρῴην ἐκλαμπροτάτου φίλου του, τοῦ ἔστειλε τεσσαράκοντα κοιλὰ σίτου, τὸν ὁποῖον βλέπων ὁ Ἅγιος εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, ὅπου φροντίζει διὰ τοὺς δούλους του.
Πλὴν ἡ γυναῖκα του τὸ ἐμοίρασε, καὶ ἔλαβε ἕκαστος πέντε κοιλά.
Ἔλαβε τὸ μερίδιόν του καὶ ὁ Ἅγιος, καὶ ἔδιδε τοῖς πτωχοῖς ἀπ' ἐκεῖνο, καὶ ἕως τὴν τρίτην ἡμέραν δὲ εἶχε πλέον·ἄλλ' ὅταν ἔτρωγεν ἡ γυνή του μὲ τοὺς ἄλλους, ὑπήγαινε καὶ αὐτὸς, καὶ τοῦ ἔδιδαν γογγύζοντες, καὶ λέγοντες αὐτῷ·
› Εως πότε δὲν εὐγάνεις τὸν κεκρυμμένον βίον, νὰ ἀγοράζῃς νὰ τρώγῃς, ἀλλὰ ἔρχεσαι καὶ πέρνεις πάλιν ἀπ' ἐκεῖνο, ὅπου μᾶς ἔδωκες;
Δὲν τοῦ ἔμεινεν ἄλλο τι, παρὰ τὰ μελίσσια μόνον, καὶ ὅταν ἤρχετο πτωχός τις μὴ ἔχων τὶ νὰ τοῦ δώσῃ, τὸν ἔπερνεν εἰς τὸν μελισσῶνα, καὶ τὸν ἐχόρταινε μέλι, καὶ οὕτως ἔκαμνε καθ' ἑκάστην, ἕως οὗ ἔμεινε μόνον ἕνα κοφίνι, τὸ ὁποῖον ὑπῆγον κρυφίως τὰ παιδία του, καὶ τὸ ἐτρύγησαν.
Πάλιν ἐλθὼν ἄλλος πτωχός, τὸν ὑπῆγεν εἰς τὸν μελισσῶνα, καὶ μὴ εὑρίσκων μέλι ποσῶς, εὔγαλε τὸ φόρεμά του, καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε, διὰ νὰ μὴ τὸν ἐκβάλῃ καινόν.
Ἐρωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν παίδων, εἶπεν, ὅτι τὸ ἔχασε, καὶ μὴ δυνάμενοι νὰ τὸν βλέπουν οὕτως, ἔκοψεν ἡ γυνή του ἕνα της ροῦχον, καὶ τὸ ἔκαμεν ἀνδρίκειον, καὶ τὸ ἐφόρει.
Τόν καιρόν ἐκεῖνον ἐβασίλευσεν ἡ φιλόχριστος Εἰρήνη, καὶ Κωνσταντῖνος ὁ υἱός της, οἵτινες ἔστειλαν στρατιώτας εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν νὰ γυρεύσουν κόρην εὔμορφον καὶ ἐνάρετον διὰ τὸν βασιλέα.
Ἀπελθόντες οὖν εἰς ὅλας τὰς πόλεις καὶ χώρας, ἦλθον καὶ εἰς τὴν Ἄμνειαν, καὶ ἰδόντες οἱ βασιλικοί ἄνθρωποι τὴν οἰκίαν τοῦ Φιλαρέτου μεγάλην καὶ εὔμορφον, ἐνόμισαν ὅτι ἦτο ἄρχων τις μέγας, καὶ προσέταξαν τοὺς ὑπηρέτας νὰ καταλύσωσιν.
Οἱ δὲ ἄνθρωποι τῆς χώρας ἔλεγον·
› Μήν ὑπάγετε αὐτοῦ αὐθένται νὰ πεζεύσετε, ὅτι πτωχὸς τις γέρων κατοικεῖ εἰς αὐτά, ὅπου δὲν ἔχει τίποτε.
Οἱ δὲ ἀπεσταλμένοι νομίζοντες ὅτι ἦτο πλούσιός τις, καὶ τὸν ἐφοβοῦντο οἱ ἄνθρωποι τῆς χώρας, καὶ δι' αὐτὸ τοὺς ἐμπόδιζαν, εἶπαν μετ' ὀργῆς πρὸς τοὺς ὑπηρέτας.
› Υπάγετε ἐκεῖ, ὅπου σᾶς λέγομεν, καὶ τινὸς μὴν ἀκούετε.
Ὁ δὲ φιλόθεος Φιλάρετος, ἔλαβε τὴν ράβδον του, καί προϋπήντησεν αὐτοὺς μὲ πολλήν χαράν, καὶ τοὺς εὐχήθη, καὶ ηὐχαρίστησε, διότι ἐκαταδέχθησαν νὰ καταλύσουν εἰς τὴν πενιχράν καὶ ταπεινήν του οἰκίαν·
ἔπειτα ἐπρόσταξε τὴν γυναῖκά του νὰ ἐτοιμάση φαγητόν ἐπιμελῶς, νὰ τοὺς φιλεύσουν.
Ἡ δὲ εἶπε·
› Μίαν ὄρνιθα δὲν ἄφηκες ταλαίπωρε, εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ τὶ νὰ τοὺς φιλεύσωμεν; ἤ νὰ μαγειρεύσω ἄγρια λάχανα;
Λέγει της ὁ Ἅγιος.
› Άναψε ἐστίαν, στόλισε τὸ μέγα τρίκλινον, καὶ σπόγγισε τὴν ἐλεφάντινον τράπεζαν, καὶ ὁ Θεός μᾶς στέλλει τώρα καὶ φαγητά ὅσα θέλομεν.
Οὕτω λοιπὸν ηὐτρέπισεν ἡ γυνή, καὶ ἰδοὺ οἱ πρῶτοι τῆς χώρας ἔφεραν ἀπὸ τὴν ἰδιαιτέραν θύραν κριούς, ἀρνία, ὄρνιθας, περιστέρια, κρασὶ παλαιόν, καὶ ὅσα ἄλλα ἔκαμναν χρεία, καὶ τὰ ἐμαγείρευσεν ἡ Θεοσεβὼ ἐπιτήδεια μὲ μυρωδικά, καὶ ηὐτρέπιζαν τὴν τράπεζαν ἐπάνω εἰς τὸ μέγα τρίκλινον, τὸ ὁποῖον ἦτο πολλὰ ὡραιότατόν πρᾶγμα, στρογγυλλοειδές, καὶ τόσον μεγάλον, ὥστε ἐχώρει νὰ καθίσουν ἄνδρες τριάκοντα ἕξ.
Ἰδόντες οὖν οἱ βασιλικοί ἄνθρωποι τοιαύτην εὐπρέπειαν, καὶ τὰ φαγητά ὅπου ἔφεραν, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἄξια διὰ μεγάλους ἄρχοντας, καὶ τὸν γέροντα ἱεροπρεπῆ καὶ σεβάσμιον, διότι ἦτο καθ' ὅλα ὅμοιος τῷ Ἁβραᾲμ οὐ μόνον εἰς τὴν φιλοξενίαν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν θεωρίαν, ἔμειναν καταπολλά εὐχαριστημένοι, καὶ καθὼς ἔτρωγαν, ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ γέροντος ὁ Ἰωάννης, εἰς τὴν ὅψιν καὶ εἰς τὸ σῶμα ὅμοιος τῷ πατρί αὐτοῦ, ἀνδρεῖος ὡς τὸν Σαμψών, καὶ ὡραῖος ὑπέρ τὸν Ἰωσήφ.
Εἰσῆλθον δὲ καὶ τὰ ἐπίλοιπα ἐγγόνιά του, ὅπου ἔφερναν τὰ φαγητά εἰς τὴν τράπεζαν, τῶν ὁποίων τὸ κάλλος, τὴν εὐταξίαν, καὶ παίδευσιν θαυμάσαντες οἱ στρατιῶται, εἶπον τῷ γέροντι
› Έχεις γυναῖκα;
Ὁ δὲ εἶπε·
› Ναὶ κύριοί μου, καὶ αὐτὰ τὰ παιδία εἶναι ἐγγόνια καὶ τέκνα μου.
Οἱ δὲ εἶπον αύτῷ·
› Ας ἔλθῃ λοιπὸν ἡ γυνή σου νὰ μᾶς εὐχηθῇ.
Ἀφοῦ ἦλθεν, ἰδόντες αὐτὴν τοσούτον ὡραίαν, μὲ ὅλον ὅπου ἦτον γηραιά, έθαύμασαν τὸ κάλλος της καὶ τὴν εὐπρέπειαν, καὶ ἠρώτησαν ἐὰν εἶχε καὶ θυγατέρας;
Ἡ δὲ εἶπεν·
› Η πρώτη μου θυγατέρα ἔχει τρία κοράσια.
Καί λέγουσιν·
› Ας έλθουν νὰ τὰ ἰδοῦμεν κατὰ τὴν πρόσταξιν τῶν θειοτάτων βασιλέων.
Ὁ δὲ Γέρων εἶπεν·
› Ας φάγωμεν εἴτι ἔδωσεν ὁ Θεός νὰ χαροῦμεν, ὅτι ἡ ἐντιμότης σας εἶσθε κοπιασμένοι ἀπὸ τὸν δρόμον, νὰ ἀναπαυθῆτε, καὶ αὔριον, νὰ γένη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Οὕτω διῆλθον κατ' ἐκείνην τὴν ἡμέραν.
Τῇ ἐπαύριον ἐστολίσθησαν τὰ κοράσια, καὶ ἐξῆλθον εὐτάκτως, καὶ προσεκύνησαν τοὺς στρατιώτας μὲ σχῆμα θαυμάσιον.
Οἱ δὲ ἰδόντες τὸ κάλλος αὐτῶν, τὴν στολήν, τὴν κατάστασιν, καὶ εὐταξίαν, καὶ τὰ ἐπίλοιπα ἄξια θαύματος, ἐξέστησαν καὶ ἔλαβον πολλήν ἀγαλλίασιν, καὶ μετρήσαντες αὐτάς, εὗρον τὴν πρώτην ἡλικίαν, καθώς ἤθελαν, καὶ εἰς τὸ μέτρον τοῦ ποδός ἴσια, κατὰ τὴν παραγγελίαν τοῦ βασιλέως, καὶ ὡμοίαζε μὲ τὴν ζωγραφίαν, ὅπου ἐβάσταζον.Τότε τὰς ἐπῆραν ὅλας μὲ πολλήν χαράν, τὸν γέροντα, τὴν γυναῖκα, καὶ ὅλους τοὺς συγγενεῖς του, ψυχάς τριάκοντα, καὶ ἀπῆλθον εἰς τὰ βασίλεια.
Τά δὲ ὀνόματα τῶν παίδων αὐτοῦ εἰσί ταύτα, Ἰωάννης ὁ πρώτος υἱός.
Ἡ πρώτη του θυγατέρα Ὑπατία, χήρα μὲ δύο θυγατέρας Μαρίαν καὶ Μαρανθίαν.
Ἔκλεξαν δὲ καὶ ἄλλα δέκα κοράσια ἀπὸ ἄλλους τόπους, εἰς τὰς ὁποίας ἦτον καὶ τινός πλουσίου Γεροντιανοῦ θυγατέρα, καλὴ εἰς τὴν θεωρίαν, καὶ ὑψηλὸν τὸ φρόνημα έχουσα.Ἡ δὲ τοῦ Ἐλεήμονος ἐγγόνη Μαρία εἶπε πρὸς τὰς ἄλλας·
› Ας κάμωμεν ἀδελφαὶ συμφωνίαν πρὸς ἀλλήλας, ὁποία θελήσει ὁ Θεός καὶ βασιλεύσει νὰ εὐεργετήσῃ τὰς ἄλλας.
Ἡ δὲ τοῦ Γεροντιανοῦ θυγατέρα ἀπεκρίθη·
› Εγὼ βέβαια τὸ γνωρίζω, ὅτι ὡς πλουσιωτέραν, καὶ εὐγενεστέραν εἰς τὴν όψιν καὶ ὡραιότητα, ἐμὲ θέλει ὁ βασιλεύς, ἀλλὰ σεῖς, ὅπου εἶσθε πτωχαὶ καὶ ἀπροστάτευται, ματαίως ἐλπίζετε.
Ἡ δὲ Μαρία ἀκούσασα ἐντράπη καὶ ἐσιώπησε, πλὴν μὲ τὸν νούν της ἐπεκαλεῖτο τὰς εὐχὰς τοῦ Γέροντος νὰ τῆς βοηθήσουν.
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἔφεραν πρώτον τοῦ Γεροντιανοῦ τὴν θυγατέρα εἰς τὸν Σταυράκιον τὸν παιδαγωγόν τοῦ βασιλέως καὶ διοικητήν τοῦ παλατίου καὶ ἰδὼν αὐτήν εἶπε·
› Καλὴ καὶ εὔμορφη εἶναι, ἀλλὰ μὲ τὸν βασιλέα δὲν ταιριάζει...
Ἔδωκε πολλὰ χαρίσματα, καὶ τὴν ἀπέστειλεν εἰς τὸν τόπον της.
Ἀφοῦ ἔφεραν καὶ τὰς ἄλλας, ἰδὼν ὁ βασιλεύς, ἡ μητέρα του, καὶ ὁ Σταυράκιος τὸ κάλλος ὑπέρλαμπρον τῶν ἐγγόνων τοῦ Φιλαρέτου, ἐθαύμασαν τὴν εὐταξίαν αὐτῶν καὶ εὐγένειαν.
Παρευθὺς τὴν μέν πρώτην Μαρίαν ἐστεφανώθη ὁ Βασιλεύς, τὴν δευτέραν ἕνας μέγας Ἄρχοντας Πατρίκιος τὸ ἀξίωμα, καὶ τὴν ἄλλην τῆς ἄλλης θυγατρός τοῦ Ἁγίου ἔστειλαν εἰς τὸν Λαγγούβαρδον βασιλέα τὸν Ἀργούσην, ὅστις εἶχε ζητήσῃ τὸν καιρόν ἐκεῖνον νὰ τοῦ στείλουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν μίαν κόρην, νὰ τὴν στεφανωθῇ εἰς γυναῖκά του.
Ἔγιναν οὖν οἱ γάμοι χαρμονικῶς, καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεύς τὴν συγγένειαν ὅλην τοῦ Φιλαρέτου, καὶ ἔδωκεν ὅλων, ἀπὸ τὸν μέγαν ἕως τὸν μικρότερον, τόπους πολλούς νὰ ὁρίζουσι, βίον πολύν, κτήματα, φορεσίας, χρυσίον, λίθους τιμίους, μαργαριτάρια, καὶ οἰκίας μεγάλας, νὰ κατοικοῦν πλησίον εἰς τὸ παλάτιον.
Τότε ἐνθυμήθησαν τὴν πρόγνωσιν τοῦ Γέροντος, ὁποῦ τοὺς ἔλεγε, ὅτι ἔχει βίον πολύν κεκρυμμένον, καὶ τὸν ἐμακάριζαν, καὶ ηὔχοντο, ὅτι ἡ καλή του γνώμη τοὺς ἐπροξένησε τοσαύτην μακαριότητα, ὁ δὲ τίμιος καὶ ἅγιος Γέρων ἀπολαύσας ἀπὸ τὸν βασιλέα τοσαύτα δωρήματα δὲν ἐλησμόνησε τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, οὕτε ἀφῆκε τὴν προτέραν συνήθειαν·
ἀλλὰ εὐχαρίστει λόγοις τε καὶ ἔργοις, ἀεὶ καὶ πάντοτε.
Ἡμέραν τινά εἶπε τῆς γυναικὸς καὶ τῶν συγγενῶν του:
› Ας κάμωμεν καὶ ἡμεῖς πλουσίαν τράπεζαν, νὰ ὑποδεχθῶμεν τὸν βασιλέα μὲ ὅλους τοὺς ἄρχοντας.
Ἁφοῦ ηὐτρέπισαν, καὶ ἡτοίμασαν ὅσα τοὺς ἐπρόσταξε, καὶ εὐωδίασαν τὸν τόπον νὰ ὑποδεχθῶσι τὸν βασιλέα, ἐξῆλθε τὸ πρωὶ ὁ μακάριος εἰς τοὺς δρόμους καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ ὅσους εὗρε λωβούς, κουλούς, καὶ γέροντας, συμποσουμένους διακοσίους τὸν ἀριθμόν, προλαβών εἰς τὸν οίκόν του, εἶπε τοὺς συγγενείς του.
› Τώρα έρχεται ὁ βασιλεύς μὲ ὅλους τοὺς φίλους του..
Οἱ δὲ ἔκαμον θόρυβον πολὺν καὶ οἰκονομίαν, διὰ νὰ ὑποδεχθώσι τοιαύτα πρόσωπα.
Οὕτω βλέπουσι τοὺς πτωχούς, καὶ εἰσῆλθον, καὶ ὅσοι εἶχον τοὺς πόδας των σώους ἐκάθησαν εἰς τὴν τράπεζαν, καὶ οἱ ἐπίλοιποι χαμηλά; ἔπειτα ἐκάθησε καὶ ὁ καλεστής μαζή των.
Οἱ δὲ συγγενείς του ἔλεγον κρυφίως πρὸς ἀλλήλους των
› Αληθῶς ὁ Γέρων τὴν πρώτην τάξιν δὲν τὴν ἀμέλησεν, ἀλλὰ κἄν τώρα δὲν φοβούμεθα νὰ πτωχεύσωμεν.
Ἐπρόσταξεν οὖν τὸν υἱὸν του Ἰωάννην, τὸν ὁποῖον ἔκαμεν ὁ βασιλεύς πρωτοσπαθάριον, νὰ ὑπηρετήση τὴν τράπεζαν·ὁμοίως καὶ τὰ ἐγκόνιά του νὰ παραστέκωσιν ἐπιμελῶς, καὶ ὅταν ἐσήκωσε τὴν τράπεζαν, εἶπε ταύτα πρὸς τοὺς συγγενείς του·
› Ιδοὺ τὸ πρᾶγμα, ὅπου σᾶς ἔταξα, σᾶς τὸ ἔδωσεν ὁ ἐλεήμων Θεός· τάχα χρεωστῶ σας πλέον τίποτε;
Τότε αὐτοὶ ἐνθυμήθησαν τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Γέροντος, καὶ ἐδάκρυσαν, λέγοντες·
› Αληθῶς Κύριε ἐπρογνώριζες αὐτὰ ὅλα ὡς δίκαιος, καὶ φρόνιμα ἔκαμνες τὴν ἐλεημοσύνην σου·ἡμεῖς δὲ ὡς ἄγνωστοι ἐλυπήσαμεν τὴν ἁγιωσύνην σου ἀλλὰ συγχώρησον ἡμῖν, ὅτι ἐσφάλαμεν εἰς τὸν Θεόν καὶ ἑνώπιόν σου.
Ταῦτα εἰπόντες, ἔπεσον εἰς τοὺς πόδας του·ἤγειρεν αὐτούς, λέγων·
› Ιδοὺ ὁ Κύριός μου ἐκεῖνο ὅπου ἔταξε μὲ τὸ ἅγιόν του στόμα εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, νὰ δίδῃ ἐκατονταπλασίονα εἰς ἐκείνους ὅπου τὸν ἀγαπῶσι, καὶ ἐλεημονοῦν τοὺς πτωχούς μᾶς τὸ ἔδωκεν·εἰδὲ θέλετε νὰ κληρονομήσετε καὶ ζωὴν αἰώνιον, ἄς χαρίσῃ ἕκαστος δέκα νομίσματα, νὰ τὰ δώσωμεν εἰς τοὺς καλεσμένους ἀδελφούς μας.
Ἐκεῖνοι δὲ μετὰ πάσης προθυμίας ἔκαμαν τὸ πρόσταγμά του, καὶ λαβόντες οἱ πένητες τὴν εὐλογίαν τοῦ Δικαίου, ἀνεχώρησαν, εὐχαριστούντες τὸν Κύριον, καὶ εὐχόμενοι δια τοὺς εὐεργέτας αὐτῶν.
Μετὰ ταύτα εἶπε πάλιν ἡμέραν τινά εἰς τοὺς ἰδικούς του,
› Εὰν θέλετε νὰ ἐξαγοράσετε τὸ μερίδιόν μου, αὐτὰ ὅπου μοῦ ἐχάρισεν ὁ Βασιλεύς, ἄς μοῦ δώσῃ ἕκαστος τὴν τιμήν ἐκείνου τοῦ πράγματος, ὅπου θέλει νὰ λάβῃ, εἰδὲ καὶ δὲν θέλετε, τὰ χαρίζω εἰς τοὺς πτωχούς ἀδελφούς μου·ἐμὲ δὲ σώζει μόνον, ὅτι μὲ λέγουν τοῦ βασιλέως πατέρα.
Ἐκεῖνοι δὲ ἔδωσαν, τὴν τιμήν τῶν πραγμάτων ἑνός ἑκάστου, καὶ ἔγιναν ἑξήκοντα λίτραι ἀργύριον καὶ χρυσίον.Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεύς καὶ οἱ ἄρχοντες, ἐπήνεσαν τὴν πλουσίαν γνώμην αὐτοῦ, καὶ συμπάθειαν πρὸς τοὺς πένητας.
Εἶχε δὲ αὐτὴν τὴν συνήθειαν ὁ μακάριος Φιλάρετος, καὶ δὲν ἔδιδε ποτὲ ἕνα νόμισμα, ἤ μίαν φόλαν, ἀλλὰ ἐγέμιζε τρία πουγγία ὅμοια καὶ ἴσια ὅλα ἀπ' ἔξω·εἰς τὸ ἕνα ἔβαλλε φλωρία, εἰς τὸ ἄλλο ἀργύρια, καὶ εἰς ἕτερον χαλκοῦν, καὶ τα ἐκράτει ὁ δοῦλος του, ὅπου τὸν εἶχε διατεταγμένον διὰ τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην.
Ὅταν ἤρχετο πτωχὸς νὰ ζητήσῃ, ἔλεγε τοῦ δούλου καὶ ἔφερε τὸ ἕνα πουγγί, ὅποιον ἤθελε τὸν φωτίση ὁ Κύριος, ὅπου ἐγνώριζε τὴν χρείαν τῶν προσερχομένων·
ἐπειδὴ εἶναι πτωχοί τινες εἰς τὸ φαινόμενον, ὅπου ἔχουσιν χρήματα, ἀλλὰ διὰ τὴν παλαιάν συνήθειαν δὲν αφήνουν τὴν πλεονεξίαν, ἀλλὰ ζητοῦσι χωρίς νὰ ἔχωσι χρείαν.
Πάλιν εἶναι ἄλλοι πολλοί, ὅπου ἦσαν πλούσιοι, καὶ ἐπτώχευσαν, καὶ τὸ μέν ἀρχοντικὸν φόρεμα βαστάζουσι διὰ τὴν εὐγένειάν των, ἀλλὰ μὴ ἔχοντες τὰ πρὸς τὴν χρείαν, εἶναι ἀνάγκη νὰ δέωνται.Ταῦτα μελετῶν ὁ Ἅγιος, ἐδέετο τοῦ Θεοῦ νοερώς, νὰ τὸν φωτίζη νὰ δίδη καθ' ἑνός κατὰ τὴν χρείαν αὐτοῦ, καὶ οὕτως ἔβαλλε τὴν χεῖρα του εἰς ὅποιον πογγίον ἤθελε τύχη, καὶ ἔδιδεν ὅσα ἦσαν Θεοῦ θέλημα.
Ἔλεγε δὲ καὶ τούτο μεθ' όρκου, ὅτι
› Πολλάκις ἔβλεπα τινά, ὅπου ἐφόρει καλόν ίμάτιον, καὶ ἔβαλα τὴν χεῖρα μου νὰ τοῦ δώσω ὁλίγα χρήματα, καὶ μὴ θέλων ἐγώ, ἥπλωνεν ἡ χείρ μου, καὶ ἐλάμβανε πολλὰ καὶ πάλιν ἄλλον ἐθεώρουν μὲ παλαιά φορέματα, καὶ ἔβαλα τὴν χεῖρά μου νὰ λάβω πολλὰ καὶ ἐξέβαλεν λίγα.
Οὕτως οὖν ἔδιδε τὴν ἐλεημοσύνην καθώς ἤθελεν οἰκονομήσῃ ὁ Κύριος.
Ἔζησεν εἰς τὸ παλάτιον ὁ δίκαιος Φιλάρετος ἔτη τριάκοντα, καὶ δὲν ἠθέλησε ποτέ νὰ φορέσῃ μεταξωτόν ἱμάτιον, ἤ χρυσόν ζωνάρι, οὔτε ἀξίωμα ἠθέλησε ποτέ νὰ λάβῃ βασιλικόν·
μόνον ἀπὸ πολλήν παράκλησιν τοῦ βασιλέως καὶ τῆς βασιλίσσης, ἐδέχθη μὲ βίαν μεγάλη τὴν ἀξίαν τοῦ Ὑπάτου, καὶ ἔλεγε·
› Σώζει ὅπου μὲ λέγουν πάππον τῆς βασιλίσσης, ὅπου ἤμην πτωχὸς τῆς γῆς, καὶ κοπρίας πένης.
Τόσον ἦτον ταπεινός, που δὲν ἤθελε νὰ τοῦ λέγουν ἄλλο ὄνομα, μόνον τὸ πρῶτον, ὁ Ἀμνειάτης Φιλάρετος, ἤτοι τῆς πενιχρᾶς του χώρας τὸ ὄνομα.
Άλλ' ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔλαβε τὸν ὑπηρέτην ἐκεῖνον, ὅπου ἐκράτει τὰ βαλάντια τῆς ἐλεημοσύνης, καὶ ἀπελθόντες μυστικῶς εἰς ἕνα Μοναστήριον τῆς πόλεως, ὅπου τὸ ἔλεγαν Κτίσις, καὶ ἐκατοικοῦσαν Παρθένοι Μονάστριαι, ἐζήτησεν ἀπὸ τὴν Ἡγουμένην μνῆμα καὶ τῆς ἔδωσεν ἱκανὰ ἀργύρια.
Ἐκείνη τοῦ ἐπρόσφερεν ἕνα μνήμα πελεκητόν καινουργῆ·ὁ δὲ Ἅγιος τῆς εἶπε·
› Μετὰ δέκα ἡμέρας ἐξέρχομαι ἀπὸ τὴν ζωήν ταύτην, καὶ ὑπάγω εἰς ἑτέραν βασιλείαν, καὶ θέλω νὰ ἐνταφιασθῶ εἰς αὐτὸ τὸ μνῆμα τὸ ἄθλιον σῶμά μου·
τὸν δὲ ὑπηρέτην ἐπαρήγγειλε νὰ μὴ τὸ ὁμολογῇ τινός. Ἀπελθών δὲ εἰς τὴν οἰκίαν του ἔπεσεν εἰς τὴν κλίνην ἀσθενησμένος, καὶ τὴν ἐννάτην ἡμέραν προσκαλεσάμενος πάντας τοὺς συγγενεῖς του, εἶπεν αὐτοῖς·
› Τέκνα μου, ὁ Βασιλεύς μὲ ἐκάλεσε, καὶ ὑπάγω πρὸς αὐτὸν σήμερον.
Οἱ δὲ νομίζοντες ὅτι διὰ τὸν γαμβρόν του λέγει, εἶπον αὐτῷ·
› Πῶς δύνασαι νὰ ὑπάγης πάτερ, ὅπου εἶσαι ἐξησθενημένος ἐκ τῆς ἀσθενείας ;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο.
› Ἐκεῖνοι που θέλουν νὰ μὲ σηκώσωσιν μὲ θρόνον χρυσόν, ἵστανται ἐδῶ δεξιά μου μὲ δόξαν πολλήν, ἀλλὰ σεῖς δὲν τοὺς βλέπετε.
Τότε ἐγνώρισαν τοὺς λόγους του, καὶ ἔκαμαν μεγάλον κλαυθμόν, ὡς ποτὲ ἐπὶ τὸν Ἰακώβ τὰ παιδία του.
Ὁ δὲ Ἅγιος ἔνευσε μὲ τὴν χεῖρα του νὰ σιωπήσουν καὶ νουθετῶν, ἔλεγεν αὐτοῖς·
› Ηξεύρετε καλά τὴν ζωήν μου τέκνα μου φίλτατα, πῶς ἔκαμνα τὴν ἐλεημοσύνην ἀπὸ τὸν κόπον μου, καὶ ὄχι μὲ ἀδικίας καὶ ἁρπαγάς· ἐνθυμεῖσθε τὸν πλοῦτον ὅπου εἶχον πρῶτον, καὶ τὴν πτωχείαν ὅπου μοῦ ἦλθον ἐκ Θεοῦ, καὶ πάλιν βλέπετε τοῦτον τὸν ἔσχατον πλοῦτον, ὅπου ὁ Κύριος μὲ ἐξαπέστειλε. Μὴ νὰ μὲ εἴδετε ποτέ νὰ ὑπερηφανευθῶ εἰς τὰς εὐτυχίας; ἤ νὰ γογγύσω εἰς τὴν πτωχείαν μου;ἤ νὰ ἀδικήσω κανέν ἄνθρωπον; Λοιπόν οὕτω κάμετε καὶ σεῖς, ἐὰν ποθῆτε τὴν σωτηρίαν σας· μὴ λυπηθῆτε τὸν φθειρόμενον πλοῦτον, ἀλλὰ νὰ τὸν δίδετε εἰς τοὺς πτωχούς. Στείλετέ μου τὸν εἰς ἐκεῖνον τόν Κόσμον, ὅπου ὑπάγω ἐγώ, καὶ θέλω σᾶς τὸν φυλάξει ἄσηπον, νὰ τὸν εὕρητε ὅταν ἔλθητε· μὴ τὸν αφήσετε ἐδῶ διὰ νὰ μὴ τὸν χαρούσιν ἄλλοι, καὶ σεῖς νὰ ὁδυνᾶσθε αἰώνια·ἀλλὰ διαμοιράσετε αὐτὸν εἰς χήρας καὶ όρφανά, εἰς φυλακισμένους καὶ πένητας, καθώς εἴδετε καὶ ἔκαμα ἐγώ, διὰ νὰ σᾶς τὸν ἀνταποδώση ὁ πλουσιόδωρος Βασιλεύς νὰ ἀγάλλεσθε εἰς τὴν οὐράνιον Βασιλείαν αὐτοῦ ἀτελευτήτως.
Ταύτα καὶ ἄλλα πλείονα εἶπεν αὐτοῖς, ἔπειτα ὡς προορατικός καὶ Ἅγιος ἐπροφήτευσε ὅσα μέλλουν νὰ πάθουν, λέγων πρὸς τὸν Ίωάννην, ὅτι θέλει γεννήσει ἑπτά παιδία, καὶ τότε θά ἀποθάνῃ, καθώς καὶ ἔγεινεν·καὶ τὸν δεύτερον εἶπεν, ὅτι ὁλίγον καιρόν θέλει ζήσει εἰς τὴν νεότητα, καὶ ὅταν φθάση εἰς τὰ εἰκοσιτέσσαρα ἔτη, ἀποθνήσκει·
ὁ ὁποῖος ἔγεινε Μοναχός, διαμοιράσας τὸ πρᾶγμά του τοῖς πτωχοῖς·
καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ εἰκοστὸν τέταρτον ἔτος τῆς ἡλικίας του, κατὰ τὴν πρόρρησιν τοῦ Ἁγίου, ἐτελείωσε μὲ καλήν μετάνοιαν.
Ὁμοίως καὶ τοῦ τρίτου υἱοῦ προεῖπεν ὅσα ἔχει νὰ πάθῃ, καὶ πότε μέλλει νὰ ἀποθάνῃ.
Αἱ δὲ θυγατέρες καὶ ἐγγόναι εἶπον αὐτῷ·
› Εὐλόγησον καὶ ἡμᾶς πάτερ Ἅγιε.
Ὁ δὲ εἶπεν·
› Εὐλογημέναι νὰ εἶσθε παρὰ Θεοῦ, καὶ θέλετε μείνει ἀμίαντοι ἀπὸ τοῦ φιλαμαρτήμονος Κόσμου τούτου, καὶ εἰς ὁλίγον καιρόν ὑπάγετε εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν.
Τό ὁποῖον ἔγεινεν, ὅτι ἄφησαν ὅλα, καὶ ἔγειναν Καλογραίαι εἰς ἕνα Mοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ ἀγωνισάμεναι καλὰ καὶ θεάρεστα, μὲ νηστείας καὶ ἀγρυπνίας, ἔκαμαν δώδεκα ἔτη εἰς τὴν μοναδικὴν πολιτείαν, καὶ οὔτως ἐκοιμήθησαν καὶ αἱ δύο μίαν ἡμέραν. Ἁφοῦ εὐχήθη ὁ μακάριος τὴν γυναῖκά του, καὶ ὅλην του τὴν συγγένειαν, ἔλαμψε τὸ πρόσωπόν του ὥσπερ τὸν ἥλιον, καὶ ἔψαλλε μετ' εὐφροσύνης.
› Έλεον καὶ κρίσιν ᾄσομαί σου Κύριε.
Καί τελειώνων ὅλον τὸν Ψαλμόν, ἐξῆλθε τόση εὐωδία εἰς ὅλον τὸν οἶκον, ὥσπερ νὰ ἤθελαν χύση μύρον πολύτιμον καὶ νὰ θυμιάζουν πολλὰ ἀρώματα.
Τότε πάλιν εἶπε τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ήτοι τό, «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν» καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ ὅταν ἔλεγε·
› Γεννηθήτω τὸ θέλημά σου
παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχήν εἰς χείρας Θεοῦ, γέρων ἤδη καὶ πλήρης ἡμερῶν, καὶ οὔτε οἱ ὀδόντες αὐτοῦ, οὔτε τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου του μετεβλήθη ἐκ τοῦ γήρατος· ἀλλ' ἀνθηρὸς καὶ εὔμορφος εἰς τὴν ὅψιν, ὥσπερ μῆλον ἤ ρόδον ἡ θεωρία του. Τότε ἦλθεν ὁ βασιλεύς καὶ πᾶσα ἡ Σύγκλητος, καὶ ὅλη του ἡ συγγένεια, καὶ ἔθαψαν εἰς τὸν τάφον, ὅπου ηύτρέπισεν ὁ ἴδιος, τὸ τίμιον αὐτοῦ Λείψανον, καὶ ἔδωκαν τὴν ἡμέραν ἐκείνην πολλήν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθούντες ὅλοι εἰς τὸ ἅγιον Λείψανον, ἐβόων μετὰ δακρύων πρὸς τὸν Θεόν, λέγοντες·
› Διατί Κύριε μᾶς ὑστέρησες τὸν τροφέα καὶ εὐεργέτην μας; τὶς νὰ ἐνδύσῃ τὰ γυμνά μας σώματα; τίς νὰ πληρώσῃ τὰ χρέη μας; τίς ἄλλος νὰ εὑρεθῇ ποτέ, νὰ ἔχῃ πρὸς ἡμᾶς τοὺς εὐτελεῖς τοσαύτην συμπάθειαν;
Οὕτως οἱ πάντες ὡδύροντο, καὶ ἕνας ἀπ' ἐκείνους εἶχεν ἀπὸ τῆς γεννήσεώς του δαιμόνιον, ὅστις ἐπήγαινε συχνάκις ζῶντος τοῦ Ἁγίου καὶ ἐλάμβανε ἀπ' αὐτοῦ ἐλεημοσύνην· τότε δὲ ἀκολουθῶν καὶ αὐτὸς εἰς τὸ Λείψανον, ἐφώναζεν ἀτάκτως, καὶ ἔδραξε τὴν κλίνην νὰ τὴν ρίψῃ. Ἁφοῦ δὲ ἔφθασαν εἰς τὸν τάφον, ἔῤῥιψε τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν γήν, καὶ τὸν ἐτάραξε, καὶ τότε ἔφυγε τὸ δαιμόνιον, καὶ ἔμεινεν ὁ ἄνθρωπος ὑγιής διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Φιλαρέτου. Οἱ δὲ παρεστώτες ἐδόξασαν τὸν Θεόν, που ἔδωκε τοσαύτην χάριν τοῦ δούλου του.
Τότε τὸν ἐνταφίασαν εἰς τὴν Λάρνακα,τήν ὁποίαν ἡγόρασεν εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Κρίσεως, ὑμνούντες τὸν Κύριον.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πολιτεία τοῦ χριστομιμήτου καὶ φιλοικτίρμονος Φιλαρέτου, ὅστις εὐηρέστησε τῷ Θεῷ, καὶ ἐδοξάσθη παρ' αὐτοῦ εἰς τοῦτον τὸν Κόσμον, καὶ εἰς τὸν μέλλοντα κατηξιώθη τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
Ἄς σπουδάσωμεν οὖν καὶ ἡμεῖς ἀδελφοὶ νὰ τὸν μιμηθῶμεν, ἕκαστος κατὰ τὴν δύναμιν αὐτοῦ. Τοὺς πτωχούς καὶ ξένους ἄς ἐπιτηρήσωμεν, τοὺς φυλακισμένους ἄς κυττάξωμεν, τοὺς ἀσθενεῖς ἄς κυβερνήσωμεν, τὰς Ἐκκλησίας ἄς ἐπιμεληθῶμεν, καὶ ἁπλῶς ὅσα ἔκαμεν οὗτος ὁ Ἅγιος, ἄς τελέσωμεν, ἴνα καὶ ἐνταῦθα ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμονοίᾳ καὶ πάσι τοῖς ἀγαθοῖς διαπεράσωμεν.
Εἱ δὲ πάλιν καὶ ἔλθῃ μας πειρασμός ἐξ ἀνθρώπων, ἤ ἀπὸ φθόνον δαίμονος καὶ πτωχεύσωμεν, ἄς ἐλπίζωμεν ἐπὶ τὸν Κύριον ἀναμφιβόλως, καὶ πάντως, θέλει μᾶς δώσει ἑκατονταπλάσια, καὶ ζωήν τὴν αἰώνιον κληρονομήσομεν,ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν,ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν.
ἈπολυτίκιονἮχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως περιουσίᾳ, διεσκόρπισας τοῖς δεομένοις τὸν προσιόντα σοι πλοῦτον, Φιλάρετε· καὶ εὐσπλαχνίᾳ κοσμήσας τὸν βίον σου, τὸν χορηγὸν τοῦ ἐλέους ἐδόξασας· Ὃν ἱκέτευε δοθῆναι τοῖς εὐφημοῦσι σε ῥανίδα οἰκτιρμῶν καὶ θεῖον ἔλεος.
ΚοντάκιονἮχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἰὼβ κτησάμενος, ἐν πειρασμοῖς τὴν ἀνδρείαν, τοῖς πτωχοῖς διένειμας, ὡς συμπαθὴς τὸν σὸν πλοῦτον· ὤφθης γὰρ, τῆς εὐσπλαγχνίας ἔμψυχος βρύσις, νάμασι, τῶν θείων τρόπων σου ἱλαρύνων, τοὺς ἐκ πόθου σοι βοῶντας· χαίροις θεράπον Χριστοῦ Φιλάρετε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν πενήτων ὁ προμηθεύς, καὶ τῶν δυστυχούντων, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· χαίροις ὁ ἐν οἴκτῳ, τὸν Λόγον θεραπεύσας, Φιλάρετε τρισμάκαρ, Δικαίων σύσκηνε.
Πηγή: Orthodox Fathers, Σύλλογος Ὀρθοδόξων Γυναικῶν «Ἅγιος Φιλάρετος ὁ Ἐλεήμων»
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος κατέρχονται στα Χανιά και υψώνουν την Ελληνική σημαία στο φρούριο Φιρκά, στο λιμάνι των Χανίων.
Με την συμβολική αυτή πράξη επισημοποιείται η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Η Κρήτη πανηγυρίζει την Ένωσή της με την Ελλάδα!
Πηγή: Περί Πάτρης
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...