
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Πολλοί γονείς ενώ έχουν στόχους για τα παιδιά τους, λειτουργούν για αυτά ως παρατηρητές ή απλά τα διευκολύνουν κατά περίσταση. Τα αφήνουν να μεγαλώνουν χωρίς να επεμβαίνουν ουσιαστικά, οπότε τα παιδιά παιδαγωγούνται με τυχαίο και ευκαιριακό τρόπο.
Η Μίνα Γκάγκα δήλωσε πως οι εμβολιασμένοι πρέπει να προσέχουν διότι κολλάνε και αρρωσταίνουν περισσότερο. Τι εννοεί;
Στις 19 του Νιόβρη, μέρα της θυσίας του, τιμούμε τον σταυραετό του Πενταδάκτυλου. Τον ιδεολόγο, τον οραματιστή, τον αγωνιστή, τον ήρωα.
Η Στέλλα Νίκα (το γένος Πάνου) από σήμερα (19 Νοεμβρίου 2015) δεν είναι πια μαζί μας. Πέθανε στο σπίτι όπου ζούσε μόνη μετά τον θάνατο του αγαπημένου της συζύγου. Στο κάστρο της Χιμάρας, στο παλαιό αρχοντικό της οικογένειας Πάνου, εκεί όπου είχε διαμείνει πριν από κάπου 230 χρόνια ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Η Στέλλα Νίκα είχε αφιερώσει την ζωή της στα παιδιά της Χιμάρας. Πριν να ξαναλειτουργήσει το ελληνικό σχολείο, μάζευε τα παιδιά της Χιμάρας σε ένα δωμάτιο, στην πίσω πλευρά της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας. Εκεί λειτουργούσε το κρυφό σχολειό της. Μάθαινε στα παιδιά της Χιμάρας τα ελληνικά γράμματα, την ιστορία, τα τραγούδια και τις παραδόσεις. Κράτησε τα παιδιά με εθνικό πατριωτικό φρόνημα υψηλό. Όταν το 2007 λειτούργησε το ελληνικό σχολείο και πάλι μετά 62 χρόνια, η Στέλλα διορίστηκε νηπιαγωγός και συνέχισε το λειτούργημά της. Το σχολείο σύντομα βρέθηκε πολύ μικρό για την τόσο μεγάλη προσέλευση των μαθητών της Χιμάρας. Το νηπιαγωγείο μεταφέρθηκε στο υπερώο του γειτονικού ναού των Αγίων Πάντων όπου μέχρι χθες η Στέλλα Νίκα συνέχιζε αυτό που θεωρούσε καθήκον προς τα παιδιά της. Προς όλα δηλαδή τα παιδιά της Χιμάρας. Και βέβαια δεν ήσαν μόνο τα παιδιά, για την Στέλλα Νίκα ότι το ελληνικό ήταν και ιερό και έπρεπε με όλη της την δύναμη να το υπηρετήσει. Ας είναι αιώνια η μνήμη της.
Δημήτρης Περδίκης
Ένα χρόνο πριν η ιστορία της δασκάλας Στέλλας έγινε γνωστή στο πανελλήνιο μέσω της τηλεοπτικής εκπομπής 360°
Πηγή:Χιμάρα
Ο μακάριος πατήρ ημών Ιλαρίων ήταν από την αρχοντική οικογένεια Δοκαούρη της ανατολικής Γεωργίας. Σε ηλικία 6 χρονών τον ανέθεσαν σε θεοφοβούμενο δάσκαλο για να μάθη γράμματα. Από την μικρή του ηλικία διακρινόταν η κλίση του στα θρησκευτικά. Βλέποντας αυτό ο πατέρας του στο χωριό, τον έκτισε μοναστήρι, στο οποίο σύντομα μαζεύτηκαν 16 Πατέρες. Εκεί μεγάλωνε ο μελλοντικός ασκητής. Όταν έγινε 14 ετών αποφάσισε να φύγει στην έρημα Γκαρέτζη για να αποφύγει την υπερβολική αγάπη και προστασία του πατέρα του. Βρήκε στην έρημο μικρό σπήλαιο και άρχισε την άσκηση. Ο μικρός ασκητής ζούσε σαν άσαρκος άγγελος και αγαπήθηκε από τους ερημίτες για την μεγάλη άσκησή του.
Για τις αρετές του μεγάλωνε η φήμη του και σε λίγο χρονικό διάστημα απέκτησε 11 υποτακτικούς. Προσευχόταν αδιάλειπτα και ήταν νηστευτής μεγάλος. Οι άνθρωποι καθημερινά τον επισκέπτονταν για να παρηγορηθούν, να λάβουν συμβουλές και την ευλογία του.
Όταν τον είδε ο επίσκοπος της πόλεως Ρουστάβα, πολύ αδύνατο και ντυμένο στα κουρέλια, τον παρακάλεσε να δεχθεί το αξίωμα της ιερωσύνης. Ο ταπεινός Ιλαρίων αρνήθηκε. Έλεγε να μη βαραίνει τον αμαρτωλό εαυτό του με τον ζυγό της ιερωσύνης, αλλά στο τέλος έκανε υπακοή. Μετά από λίγο καιρό ο μακάριος Ιλαρίων όρισε νέο ηγούμενο στην αδελφότητα και πηγε για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ στους Άγιους Τόπους.
Κατά την μετάβασή τους προσπάθησαν κάποιοι να τους ληστέψουν, αλλά μόλις βγάλαν τα σπαθιά, βρέθηκαν τα χέρια τους ξερά. Οι ληστές κατάλαβαν ότι τους τιμώρησε ο Θεός και έπεσαν στα πόδια του ασκητού για να τους συγχωρέσει. Ο Ιλαρίων τους σταύρωσε, τους γιάτρεψε και τους απόλυσε συγχωρεμένους. Ένας από τους ληστές τον συνόδευσε μέχρι το όρος Θαβώρ.
Μετά το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους ασκήτεψε μερικά χρόνια στο σπήλαιο του Προφήτη Ηλία. Ένα βράδυ είδε όραμα. Είδε την Παναγία στο όρος των Ελαιών, η οποία του είπε: «Ιλαρίων πήγαινε και ετοίμασε τον δείπνο στον Κύριον και Υιόν μου». Μόλις ξύπνησε ευχαριστούσε το Θεό και την Παναγία και πήρε τον δρόμο για την πατρίδα. Εκεί έμαθε ότι ο πατέρας και τα αδέλφια του είχαν πεθάνει. Η μητέρα του τού έδωσε όλα τα πλούτη και του είπε να τα χρησιμοποιήσει όπως θέλει.
Ο μακάριος Ιλαρίων έκτισε γυναικεία Μονή, έδωσε χωράφιααπό τα γύρω χωριά και έβαλε στη Μονή τυπικό. Μετά συγκέντρωσε 75 πατέρες και έκτισε και ανδρικό μοναστήρι. Τα Δε υπόλοιπα χρήματα τα μοίρασε στους φτωχούς.
Ο μισόκαλος διάβολος έβαλε τον θείο του ασκητή να τον σκοτώσει και να κάψει το Μοναστήρι, διότι ήθελε να τον κληρονομήσει. Η θεία Πρόνοια όμως τον επαίδευσε, εξομολογήθηκε, ζήτησε συγχώρεση από τον όσιο, έδωσε την περιουσία του στην Μονή και έγινε μοναχός.
Η φήμη για την αγιότητα του οσίου Ιλαρίωνα μαθεύτηκε σε όλα τα μέρη της Γεωργίας. Ο όσιος μισούσε πολύ την κοσμική δόξα, και όρισε ένα σοφό αδελφό ως ποιμένα για τα λογικά του πρόβατα και μαζί με δυό υποτακτικούς πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από κει στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας. Εκεί έμειναν για πέντε χρόνια σε ένα μικρό εγκαταλελυμένο εκκλησάκι... Μετά ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για να προσκυνήσει το Τίμιο Ξύλο και από κει στην Ρώμη, όπου έκανε πολλά θαύματα με την βοήθεια του Θεού.
Επιστρέφοντας, μετά δυο χρόνια, πήγε στη Θεσσαλονίκη για να προσκυνήσει τον Άγιο Δημήτριο. Στη Θεσσαλονίκη θεράπευσε το τετράχρονο παράλυτο παιδί του ηγεμόνα, ο οποίος του έκτισε εκκλησία σε ήσυχο μέρος για άσκηση. Η αγγελική ζωή του οσίου ξύπνησε σε πολλούς τον θείο ζήλο για την μοναχική ζωή και πολλοί παρέλαβαν το αγγελικό σχήμα από τα χέρια του.
Ο άγιος Ιλαρίων μέχρι την αναχώρησή του στην Άνω Ιερουσαλήμ ζούσε στην Θεσσαλονίκη. Πληροφορημένος από τον Θεό για τον θάνατό του φώναξε τον ηγεμόνα της πόλεως, τον ευχαρίστησε για όλα και τον άφησε διαθήκη να αγαπά τους φτωχούς και μοναχούς και να είναι δίκαιος και ελεήμων. Μετά την κοίμηση του αγίου Ιλαρίωνος ο ηγεμόνας παρήγγειλε λάρνακα για το άγιο λείψανό του, το οποίο έκαμνε πολλά θαύματα, θεραπεύοντας πολλούς αρρώστους. Το γεγονός αυτό πληροφορήθηκε ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Μακεδόνας από τον αρχιεπίσκοπο Θες/νίκης...
Με τρόπο κρυφό άνθρωποι του αυτοκράτορα πήρανε το άγιο λείψανο του οσίου Ιλαρίωνα από την Θες/νίκη στην Κωνσταντινούπολη, όπου με τιμές και ψαλμωδίες το υποδέχθηκαν.
Στην αρχή ο αυτοκράτορας κράτησε το λείψανο στα ανάκτορα. Την Τρίτη ημέρα όμως, ξύπνησε από ευωδία. Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί χωρίς να το κατορθώσει και είδε τον άγιο με ιερατική στολή, ο οποίος του είπε: Αυτή την ευωδία δεν την κέρδισα στις πόλεις αλλά στην έρημο και για να έχεις χάρη από τον Θεό στείλε με στην έρημο.
Ο βασιλιάς διηγήθηκε το περιστατικό στον Πατριάρχη και με μεγάλες τιμές μετέφεραν το άγιο λείψανό του στην Μονή Αγίου Ρωμανού.
Πηγή: (Περιοδικό "Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου", Ιανουάριος – Απρίλιος 2001, Τεύχος 1ο, Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη) Ιερά Μονή Παντοκράτορος
Ο μάρτυς Βαρλαάμ ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Γέροντας στην ηλικία, λόγω της ομολογίας της πίστεώς του στον Χριστό, οδηγήθηκε στον άρχοντα. Και επειδή δεν πείστηκε να θυσιάσει στα είδωλα, τον κτύπησαν με βούρδουλα και του ξερίζωσαν τα νύχια. Έπειτα τον οδήγησαν στον βωμό και του άπλωσαν με βία το χέρι, βάζοντας πάνω του φωτιά και λιβάνι. Διότι νόμισε ο άρχοντας ότι αν ρίψει τους άνθρακες μαζί με το λιβάνι στον βωμό, θα φανεί ότι προσφέρει θυσία στους θεούς. Αυτός όμως στεκόταν ανυποχώρητος και ακίνητος - δείχνοντας έτσι ότι το δεξί του χέρι έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον χαλκό και το σίδερο – έως ότου η φωτιά έφαγε τη σάρκα του και έπεσε στη γη, τρυπώντας το χέρι του. Έτσι προτίμησε να καεί το χέρι του, παρά, έστω και ελάχιστα σαλευμένο, να φανεί ότι έριξε λιβάνι στον βωμό. Μετά από αυτά η ψυχή του παρατίθεται στα χέρια του Θεού με γενναίο και στέρεο φρόνημα. Τον μάρτυρα αυτόν και ο θείος Χρυσόστομος και ο μέγας Βασίλειος τον τίμησαν με εγκώμια.
Αν οι νεώτεροι χριστιανοί δεν γνωρίζουμε ιδιαιτέρως τον άγιο μάρτυρα Βαρλαάμ, τον γνωρίζει όμως πολύ καλά η αγία χορεία των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Δεν είναι τυχαίο ότι αφιέρωσαν γι’ αυτόν λόγους και εγκώμια όχι απλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και συναξαριστές, αλλά οικουμενικοί Πατέρες και Διδάσκαλοι του διαμετρήματος του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Τι σημαίνει αυτό; Ότι εκείνοι με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος που είχαν και τη βαθύτητα της σκέψης τους, διέκριναν ότι τέτοιες προσωπικότητες σαν του αγίου Βαρλαάμ δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητες. Πρέπει να προβάλλονται, ώστε να συνιστούν παραδείγματα και καθοδηγητικά φωτεινά σημάδια στο στερέωμα της Εκκλησίας. Και δικαίως: ο άγιος Βαρλαάμ αποδείχτηκε, κατά τον άγιο υμνογράφο, «ανδριάντος στερρότερος, και χαλκούς δυνατώτερος, και σιδήρου ισχυρότερος». Κι αυτό γιατί το φρόνημα της ψυχής και της διανοίας του υπήρξε «στερρόν και εύτονον και ακατάπληκτον». Ό,τι τονίζαμε και για τον άγιο Πλάτωνα: μπορεί το σώμα να διαλύεται, αν η ψυχή όμως διατηρείται δυνατή, νικητής τότε παραμένει ο άνθρωπος. «Άπας της σαρκός ο σύνδεσμος και η αρμονία σου των μελών διελύετο∙ αλλ’ ο τόνος διετηρείτο της ψυχής σου αδιάρρηκτος».
Θα πίστευε κανείς ότι η δύναμη της ψυχής του αγίου βρισκόταν σε σώμα νεανικό. Τέτοιο ακατάβλητο φρόνημα συνήθως έχουν οι νέοι. Τι έκπληξη όμως, να βλέπει κανείς αυτό το φρόνημα σε ένα γέροντα άνθρωπο. Ο άγιος Βαρλαάμ, κατά το συναξάρι, «γέρων ων την ηλικίαν δια την εις Χριστόν ομολογίαν προσήχθη τω άρχοντι». Ό,τι υπέστη, το υπέστη σε ηλικία που άλλοι τρέμουν και να βαδίσουν. Κι αυτός στεκόταν αγέρωχος, «ανένδοτος, άτρεπτος», με φωτιά στο χέρι του που του έκαιγε τη σάρκα. Ο ηρωισμός του έτσι φαίνεται να πολλαπλασιάζεται. Πώς μας θυμίζει τον αγαπημένο άγιο, αποστολικό Πατέρα και επίσκοπο Σμύρνης, Πολύκαρπο, που σε ηλικία ογδόντα έξι χρόνων συλλαμβάνεται και αυτός και ρίχνεται στη φωτιά. Και εκείνον μεν η φωτιά τον σεβάστηκε και έκανε καμάρα γύρω του, ενώ τον Βαρλαάμ η φωτιά τον έκανε ίδιο λιβανωτό στον Κύριο. «Συν λιβανωτώ, Βαρλαάμ, το πυρ φέρων, εύοσμος ώφθης λιβανωτός Κυρίω». Πιστεύουμε ότι και οι δύο τότε γέροντες, την ώρα δηλαδή του μαρτυρίου τους, τώρα δε νέοι στη Βασιλεία του Θεού, παρίστανται μαζί δίπλα στον Κύριο, «παραστάται δεξιοί», «φορούντες πορφύραν, βεβαμμένην αίματι μαρτυρικώ».
Δύο σημεία από τους ύμνους της ακολουθίας του αγίου Βαρλαάμ αξίζουν επίσης ιδιαιτέρως να επισημανθούν: πρώτον, το απλωμένο και τρυπημένο από τη φωτιά χέρι του αγίου. Ο υμνογράφος το θεωρεί ως μέσον δυνάμεως του Θεού, με το οποίο αφενός ραπίζονται τα πρόσωπα των δαιμόνων, αφετέρου προκαλούνται οι καρδιές των πιστών και οι χορείες των αγγέλων να σκιρτήσουν από χαρά και ευφροσύνη. «Ραπιζέσθω, λέει, δεξιά πυρουμένη τα πρόσωπα των δαιμόνων, των πιστών δε καρδίαι σκιρτάτωσαν, και των Ασωμάτων αι χορείαι φαιδρώς ευφραινέσθωσαν». Δεύτερον, η προτροπή του υμνογράφου στους ζωγράφους της Εκκλησίας. Δεν αρκεί μόνον η «εικονογράφηση» του αγίου διά του λόγου και των ύμνων. Καλούνται οι καλοί ζωγράφοι να λαμπρύνουν τον άγιο με την τέχνη και της εικόνας, χαράσσοντας όμως στην εικόνα και τον αγωνοθέτη Κύριο, που προφανώς θα στεφανώνει τον μάρτυρα. «Ανάστητε οι καλοί νυν ζωγράφοι του μάρτυρος, την εικόνα ταις υμών ευτεχνίαις λαμπρύνατε, τον αγωνοθέτην εν αυτώ προφανώς εγχαράττοντες». Μακάρι η πίστη και η αγάπη προς τον Χριστό του αγίου Βαρλαάμ να χαραχτεί και στις δικές μας τις καρδιές. Θα είναι ο πιο «ευπρεπής ωραϊσμός» που θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε.
ἈπολυτίκιονἮχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Νεανικὴν ἐνδεδυμένος ἀνδρείαν μαρτυρικήν, ἐν πολιᾷ καρτερίαν, σὺ ἐνεδείξω ἔνδοξε, δοξάσας τὸν Χριστόν. Τούτῳ δὲ προσήγαγες δεξιὰν κεκαυμένην, ὡς θυσίαν ἄμωμον τὴν ἁγίαν ψυχήν σου. μεγαλομάρτυς, πρέσβευε ἀεί, πᾶσιν δοθῆναι, Βαρλαάμ, συγχώρησιν.
Ἕτερον ἈπολυτίκιονἮχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Πηγή: Ακολουθείν, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Όταν η Ιταλία επιτέθηκε αναίτια στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940, ο Ελληνικός Στρατός είχε σημειώσει μεγάλα βήματα προόδου όσον αφορά την οργάνωση, την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό του. Ωστόσο ελλείψεις υπήρχαν και μάλιστα πολλές και μεγάλες.
Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, με βάση το είδος των επιχειρήσεων που ανέλαβαν οι δύο αντίπαλοι, διαιρείται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη περίοδος, από τις 28 Οκτωβρίου έως τα μέσα Νοεμβρίου 1940 αφορά στην εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης και την απόκρουσή της από τις ελληνικές δυνάμεις, εντός του ελληνικού εδάφους.
Ο πάνδημος χαρακτήρας που πήρε η υποδοχή των πρώτων τραυματιών του πολέμου του 1940 εντυπωσίασε τους Έλληνες και τους ξένους ανταποκριτές. Ποτέ άλλοτε οι δρόμοι της Αθήνας δεν είδαν τόσο κόσμο, από τις χιλιάδες που ξεχύθηκαν για να προϋπαντήσουν, να ζητωκραυγάσουν και να ενθαρρύνουν τα πρώτα παλικάρια που έφταναν στην Ελληνική πρωτεύουσα. Ήταν 18 Νοεμβρίου 1940 όταν έφθανε στον Σταθμό Λαρίσης το πρώτο νοσοκομειακό τρένο, ειδικά διασκευασμένο για την μεταφορά τραυματιών. Συνέβη τότε το Ελληνικότατο και απρόσμενο. Δεκάδες χιλιάδες λαού στήθηκαν κατά μήκος των οδών απ’ όπου θα περνούσε η πομπή των ασθενοφόρων. Οι ανθοπώλες της Ομονοίας και του Συντάγματος, μοίραζαν δωρεάν τα λουλούδια τους στον κόσμο και σ’ όλη την διαδρομή τα αυτοκίνητα με τους τραυματίες «ερραίνοντο μια άνθινη βροχή».
«Άρατε πύλας, καταφθάνουν εις την πρωτεύουσαν νικηταί και τροπαιούχοι οι τραυματίαι της εποποιίας της Πίνδου, της Μοράβας και του Ιβάν», έγραφαν οι εφημερίδες και οι επίσημοι που προσπαθούσαν να φτάσουν στον Σταθμό, απορούσαν πώς κινητοποιήθηκε τόσος κόσμος.
Δεν το είχαν γράψει οι εφημερίδες και δεν είχε ανακοινωθεί από το ραδιόφωνο μέχρι το μεσημέρι. Η είδηση κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα και συγκλόνισε τους πάντες μετά τις τρεις το απόγευμα. Παρέμεινε δε μυστήριο πώς κυκλοφόρησε παντού η φράση «φτάνουν οι λαβωμένοι». Γέροντες, νέοι, γερόντισσες, κορίτσια και παιδιά.
Από την μια γιόρταζαν τις ευχάριστες ειδήσεις για επέλαση των Ελληνικών στρατευμάτων προς την Κορυτσά και από την άλλη έτρεχαν να συμπαρασταθούν στα πρώτα παλικάρια που έφταναν πληγωμένα από το μέτωπο. Στις τέσσερις το απόγευμα η οδός Δηλιγιάννη και τα υψώματα μπροστά από τον Σταθμό, πλημμύρισαν! Απόλυτη και ευλαβική σιγή επικράτησε για λίγα λεπτά για να ακολουθήσει ένα ασυγκράτητο παραλήρημα.
H οδός Σταδίου, στη σειρά τα ασθενοφόρα και πλήθος κόσμου.
Αλλά η ανθρωποπλημμύρα απλώθηκε στην Αγίου Κωνσταντίνου, έφτασε στην Ομόνοια, γέμισε την Σταδίου και από εκεί μέσω της πλατείας Συντάγματος έφτανε αδιάσπαστη μέχρι τα στρατιωτικά νοσοκομεία στους Αμπελοκήπους και στον Ερυθρό Σταυρό. Ήταν πρωτοφανές το θέαμα. Όσα ασθενοφόρα διέθετε η πρωτεύουσα, ο Πειραιάς, οι γύρω δήμοι και οι κοινότητες σχημάτισαν μια μεγάλη ουρά, ένα καραβάνι, προσπαθώντας να διασχίσουν την οδό Σταδίου που ήταν γεμάτη κόσμο ο οποίος ζητωκραύγαζε με πρωτοφανή ενθουσιασμό. Ξαφνικά άρχισαν να πετάγονται υπάλληλοι και καταστηματάρχες ρίχνοντας στα οχήματα και στον κόσμο γλυκίσματα, τσιγάρα και κουφέτα. Τα συγκινητικά στιγμιότυπα, με γέρους να αδειάζουν τις τσέπες τους μέσα στα αυτοκίνητα, γριές να ψάλλουν εκκλησιαστικούς ύμνους και σχεδόν όλους να επικαλούνται την βοήθεια της Παναγίας για την υγεία των τραυματιών, καταγράφηκαν στον Τύπο με κάθε λεπτομέρεια.
Η ψυχολογία του Ελληνικού λαού τέθηκε στο μικροσκόπιο. Ποιός ήταν όλος αυτός ο κόσμος, στο μέτωπο και στα μετόπισθεν, που φούντωνε από υπερηφάνεια, σκαρφάλωνε στο ύψωμα του Ιβάν όταν οι Ιταλοί έριχναν καταιγιστικά πυρά ή έψαχνε λόγο για να πεταχτεί στον δρόμο και να γκρεμίσει τα τείχη για να υποδεχτεί τους ήρωές του; Την απάντηση έδωσε τις ίδιες ημέρες ο Π. Παλαιολόγος: «Είναι αυτός που γνωρίσαμε σε ειρηνικούς καιρούς με τις μικροπονηριές, με τις αγαθότητες, με τις κακίες, με τις κομπίνες, ο καταφερτζής, ο συντηρητικός, ο μετρημένος, ο άνθρωπος του ένα κι ένα δύο, ο φιλισταίος, ο σκυφτός, ο γκρινιάρης. Αυτός είναι ο πρωταθλητής της μεγάλης εποποιίας»! Καλούσε δε με πρωτοσέλιδό του δημοσίευμα τους κρατούντες: «Βγάλτε λοιπόν το καπέλο σας κύριοι “μεγάλοι” και στρώστε τους δρόμους με κλωνάρια δάφνης για να περάσει ο μέσος Έλλην από πάνω τους».
Μετά την αποβίβαση τραυματιοφορείς υποβαστάζουν τραυματία
για να τον μεταφέρουν στο Νοσοκομείο.
Αλλά μόλις άρχιζαν οι περιπέτειες για τους τραυματίες... Σιωπούν οι πηγές για την συνέχεια μέσα στους θαλάμους των νοσοκομείων. Εκεί θα συνεχίζουν να τους συμπαραστέκονται επίσημοι και μη, ιερείς, καλλιτέχνες, σωματεία κ.ά. Περισσότερο απ’ όλους οι γιατροί και οι νοσοκόμες, επαγγελματίες και μη, που στάθηκαν στο προσκεφάλι τους. Ανεκμετάλλευτα όμως για την ιστορική έρευνα παραμένουν ακόμη τα αρχεία των νοσοκομείων –όσα σώζονται– και μπορούν να προσφέρουν πλούσιες πληροφορίες και μαρτυρίες για τους ήρωες εκείνους που έδωσαν τη ζωή ή κομμάτια από το κορμί τους στα πεδία των μαχών ή στα χειρουργεία.
Εν μέρει η απουσία τεκμηρίων είναι δικαιολογημένη για τα πολιτικά νοσοκομεία, τα οποία κλήθηκαν να απορροφήσουν μεγάλο αριθμό τραυματιών. Οι διοικητικές υπηρεσίες τους λάμβαναν την εντολή να τηρούν ιδιαίτερα μητρώα για τους τραυματίες σε πολεμικές επιχειρήσεις ασθενείς. Αυτά τα «Μητρώα Ασθενών» τηρούσαν διαβαθμισμένοι υπάλληλοι, οι οποίοι και φρόντισαν για την καταστροφή τους όταν άρχισε η είσοδος των Γερμανών στην Ελλάδα ή τα απομάκρυναν από τον χώρο των νοσοκομείων για να μην πέσουν στα χέρια των κατακτητών. Σπουδαία εθνικά τεκμήρια που μόνο στην θέα τους ανατριχιάζει ακόμη και ο πλέον ψυχρός ερευνητής.
Παρουσιάζουμε ένα από τα σωζόμενα αυτά τεκμήρια και συγκεκριμένα το «Μητρώον Ασθενών» 336 τραυματιών. Πρόκειται για σπαράγματα, τα οποία με περισσή δυσκολία ανασυγκροτήθηκαν για να μελετηθούν. Περιλαμβάνουν 67 τραυματίες από εκείνους που έφθασαν πρώτοι στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 1940 και 267 που έφθασαν στην πρωτεύουσα και σε διάφορα νοσοκομεία μέχρι και τον Ιανουάριο 1941.
Πρώτος ασθενής ήταν ο λοχίας Νικόλαος Γκιουλέκας του Γεωργίου από την Φλώρινα, της κλάσης του 1940, ο οποίος διαγνώσθηκε με βαριά εγκεφαλική διάσειση. Δεν καταγράφεται η περαιτέρω πορεία της κατάστασής του, αντίθετα με τον δεύτερο τραυματία, τον λοχία Τσουμαρόπουλο Λάμπρο του Νικολάου, από το Καλονέρι Φλωρίνης, κλάσης του 1937, ο οποίος νοσηλεύθηκε με τραύμα του τριχωτού της κεφαλής από όλμο και πήρε εξιτήριο στις 20 Δεκεμβρίου 1940.
Στις διαγνώσεις κυριαρχούν τα διαμπερή, τυφλά, επιπεπλεγμένα και επιπόλαια τραύματα. Μέχρι το δεύτερο δεκαήμερο Δεκεμβρίου 1940 μόνον ένας ασθενής καταγράφεται με κρυοπαγήματα και μάλιστα 3ου βαθμού. Πρόκειται για τον Νικόλαο Πλεξίδα του Θεοδώρου από την Μοσχονίτσα Τρικάλων, κλάσης του 1935, ο οποίος νοσηλεύθηκε περίπου τρεις μήνες και έφυγε με την σημείωση «ίασις».
Το δεύτερο περιστατικό με κρυοπαγήματα αναφέρεται ότι εμφανίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου με κρυοπαγήματα 1ου βαθμού. Πρόκειται για τον Ευάγγελο Παγώνη του Βασιλείου από την Εύβοια, κλάσης του 1938, ο οποίος νοσηλεύθηκε 33 ημέρες. Από τότε στα 122 περιστατικά που καταγράφηκαν, τα 51 είχαν κρυοπαγήματα διαφόρων βαθμών.
Από τους 336 αυτούς τραυματίες τρεις ήρωες άφησαν πρόωρα την τελευταία τους πνοή. Ο Δηβόπουλος Ιωάννης του Κυριάκου, από το Λουτρό Πέλλης, κλάσης του 1934, ο οποίος νοσηλεύτηκε 30 ημέρες και παρά τον ακρωτηριασμό του δεξιού μηρού του δεν κρατήθηκε στην ζωή. Έφυγε από σηψαιμία στις 22 Δεκεμβρίου 1940.
Ο Απόστολος Γκαρνής του Δημητρίου, κλάσης του 1932, από το Μυρόφυλλο Τρικάλων, που έχασε την ζωή του από «τυφλό τραύμα του αριστερού βρεγματικού χώρου» και ο Θεσσαλονικιός λοχίας Μιχαήλ Τσελούδης του Κυριάκου, κλάσης του 1930, ο οποίος απεβίωσε αυθημερόν με διάγνωση «οσφυοϊερά λοιμώδης μυελίτις».
Τελευταίος τραυματίας αυτού του καταλόγου είναι ο Δεκανέας Κωνσταντάκης Αργύριος του Παναγιώτου, κλάσης του 1936, από το Περπένι Σπάρτης. Νοσηλεύθηκε από τις 8 Δεκεμβρίου 1940 μέχρι τις 24 Ιανουαρίου 1941, οπότε εξήλθε αφού του ακρωτηρίασαν το μικρό δάχτυλο του αριστερού ποδιού λόγω των κρυοπαγημάτων 1ου, 2ου και 3ου βαθμού που είχε και στα δύο πόδια του.
Είθε να έρθει εκείνη η ώρα που τα ονόματα όλων των νεκρών και τραυματιών του μεγάλου εκείνου πολέμου θα είναι προσβάσιμα σε όλους. Φωτεινά παραδείγματα αυτοθυσίας και ηρωισμού. Πρότυπα αποφασιστικότητας για ένα λαό που δηλώνει σε κάθε ευκαιρία πως είναι αποφασισμένος να ζήσει και να μεγαλουργήσει κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες.
Πηγή: Μικρός Ρωμηός, Περί Πάτρης
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Από τις 18 έως τις 24 Νοεμβρίου του 1826 συντελέστηκε στην Αράχοβα ένα από τα κορυφαία γεγονότα της Ελληνικής Παλιγγενεσίας. Ο "αετός της Ρούμελης" στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης, επικεφαλής πολλών εμπειροπόλεμων καπεταναίων και ανδρειωμένων αγωνιστών της επαναστατημένης Ρούμελης κυρίως, αλλά και πολλών άλλων περιοχών της Ελλάδας και με τη συνδρομή 300 περίπου Αραχοβιτών κατανίκησε και σχεδόν εξολόθρευσε εκστρατευτικό σώμα 2.200 επίλεκτων Τουρκαλβανών, υπό την αρχηγία του περιβόητου Μουσταφάμπεη Κιαφεζέζη.
Η περίλαμπρη νίκη, που αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων μετά την πτώση του Μεσολογγίου και κράτησε αναμμένη τη δάδα της εθνεγερσίας στη Ρούμελη, αποδόθηκε στη σωτήρια επέμβαση του υπέρτατου Στρατηλάτη Αγίου Γεωργίου, που με τον άγριο Κατεβατό, την ξαφνική χιονοθύελλα και το αναπάντεχο κρύο, συνέδραμε τους Έλληνες στη φονική καταδίωξη των Τούρκων στις αφιλόξενες γι' αυτούς πλαγιές του Παρνασσού.
Τα ηρωικά γεγονότα εκείνων των ημερών έμειναν για πάντα ζωντανά στα χείλη και στις καρδιές των Αραχωβιτών και συνδέθηκαν αδιάσπαστα με την ολόθερμη πίστη στην προστασία του τόπου και των ανθρώπων από τον Τροπαιοφόρο Άγιο. Έπειτα ενσωματώθηκαν στην υπάρχουσα από παλιά στην Αράχοβα λαμπρή θρησκευτική γιορτή του Αγίου Γεωργίου, το ξακουστό Πανηγυράκι, προσδίδοντάς της από τότε και έντονο εθνικό χαρακτήρα.
Νοέμβριος 1826
Γύρω κι απέναντι απ την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου γίνεται η μεγάλη μάχη, που χαρακτηρίστηκε σαν δεύτερη Επανάσταση της Ρούμελης. Για μια φορά ακόμη πλούσια εξέχεε τη Χάρη του ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος, οδηγώντας στην κρίσιμη ώρα τούς Έλληνες.
Όντως, η σημασία της μάχης εκείνης ήταν καθοριστική για την έκβαση της Επανάστασης, που μετά την πτώση, του Μεσολογγίου «έπνεε τα λοίσθια» . Ο Σουλτάνος εκμεταλλεύτηκε την πτώση του ηθικού των Ελλήνων και εξαπέλυσε «φιρμάνι στους Ρωμηούς» να προσκυνήσουν, να παραδώσουν τα όπλα τους και να πάρουν γενική αμνηστία.
Κρίσιμη η στιγμή, στ' αλήθεια, για τους τυραννισμένους Ρωμηούς. Το μέγεθος του κινδύνου μας δείχνει η επιστολή του Γ. Καραϊσκάκη προς τον πρωθυπουργό Ανδρέα Ζαίμη: «Η Ελλάς προσκυνεί και πάσχισον δια την κοινήν σωτηρίαν».
Τα σχέδια των Τούρκων ήταν να πατάξουν τη Ρούμελη και να ολοκληρώσουν ύστερα την κατάληψη της Πελοποννήσου. Ματαιώθηκαν όμως από το Γ. Καραϊσκάκη, που διορίστηκε αρχιστράτηγος της Ρούμελης. Στην κρίσιμη ώρα συγκέντρωσε τους θορυβημένους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και κατέλαβε την Αράχωβα. Έδωσε έτσι με τα όπλα την απάντηση στο φιρμάνι του Σουλτάνου.
Στη μάχη της Αράχωβας βρέθηκαν αντιμέτωποι οι πιο έμπειροι αξιωματικοί των Τούρκων και οι Έλληνες καπεταναίοι, που τους ένωσε και τους οδήγησε στο θρίαμβο ο Γ. Καραϊσκάκης η εκπληκτική προσωπικότητα, η στρατηγική μεγαλοφυία, που άλλαξε την πορεία της Εθνεγερσίας.
Η επιστολή του Ανδ. Ζαίμη προς τον Καραϊσκάκη είναι απόδειξη της ιστορικής δικαίωσης του στρατάρχη. «Η Πατρίς εις αυτήν την περίστασιν εγνώρισεν, τι είναι ο Καραϊσκάκης και ότι χωρίς Καραϊσκάκην δεν εκατορθούτο, οτι θαυμασίως κατωρθώθη έως την σήμερον» (17-1-1827). Δίκαια στο τραγούδι τους οι Αραχωβίτες τον αποκάλεσαν:
«Καραγισκάκημ' αρχηγέ και πρώτε καπιτάνιε...» .
Για τους Τουρκαλβανούς, όμως, η ανάμνηση της μάχης της Ράχωβας και η καταδίωξη, που ακολούθησε, ήταν οδυνηρότατη για πολλά χρόνια. Παροιμιώδης έμεινε στους Αλβανούς η φράση, που έλεγαν για κάποιον, όταν έφευγε βιαστικά: ‘'Που φεύγεις μωρέ, ωσάν να σε κυνηγά ο Καραϊσκάκης;'' Αλλά και στις μεταξύ τους συμπλοκές οι Αλβανοί φώναζαν: "Στάσου, στάσου να ιδείς μια φορά τουφέκι του Καραϊσκάκη" .
Ας διαγράψουμε όμως το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων του 1826.
Η Ακρόπολη των Αθηνών πολιορκείται απ' τον Κιουταχή και ο Καραϊσκάκης εκστρατεύει στη Ρούμελη για να κάμει αντιπερισπασμό, διώχνοντας τις τουρκικές φρουρές της περιοχής και καταλαμβάνοντας στρατηγικές θέσεις, ώστε να ματαιώσει κάθε προσπάθεια ανεφοδιασμού και ενίσχυσης του Κιουταχή.
Προχωρεί, λοιπόν, ο Καραϊσκάκης απ' τη Δόμβραινα προς το Δίστομο, αφού πέρασε απ' τα μοναστήρια Δομβού και Οσίου Λουκά. Ο Μουστάμπεης για να τον εμποδίσει κίνησε απ' τη Λιβαδειά, για να καταλάβει την Αράχωβα. Τον συνοδεύουν κι άλλοι μπέηδες και 2.000 Τουρκαλβανοί. Φτάνουν στην Αράχωβα και ταμπουρώνονται πάνω απ' τον Αϊ Γιώργη. Στον αυλόγυρο της εκκλησιάς και στα γύρω σπίτια ταμπουρώθηκε η εμπροσθοφυλακή του Καραϊσκάκη κι ο στρατάρχης στήνει το στρατηγείο του στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη.
Αν και Νοέμβριος, το κρύο ήταν αβάσταχτο, όπως και τα βόλια των Ελλήνων. Μην αντέχοντας λοιπόν περισσότερο σύρθηκαν ταπεινωμένοι οι Τουρκαλβανοί εκλιπαρώντας ανακωχή. Τα λόγια τους, όπως τα διέσωσε o Χρ. Περραιβός, είναι πρωτόγνωρη ταπείνωση για τους περήφανους μπέηδες και ξεκάθαρη ομολογία, πως ο Θεός προστάτευε τους Έλληνες:
«Ημείς εκινήσαμεν με σκοπόν να σας χαλάσωμεν, ο Θεός όμως δεν ήθελε. Δια τον κακόν μας, λοιπόν, σκοπόν αρκετά μας επαίδευσε και μας εντρόπιασε...»
Οι όροι όμως της παράδοσης, που πρότειναν οι Έλληνες, ήταν βαρείς. Στις 22-11-1826 ο Μουστάμπεης τραυματίζεται και την επόμενη ημέρα πεθαίνει. Ο Κατεβατός και τα βόλια δεν αφήνουν περιθώρια αναμονής και ενίσχυση δεν μπορεί να πλησιάσει. Έτσι, οι Τουρκαλβανοί επιχειρούν έξοδο προς τον Παρνασσό, αλλά ο στρατάρχης Καραϊσκάκης είχε διακόψει κάθε δυνατότητα διαφυγής.
Στο πεδίο τrς μάχης γίνεται πάλη σώμα προς σώμα και άγρια καταδίωξη στις απόκρημνες πλαγιές του Παρνασσού μέσα στο χιόνι και στο «καταργιακό».
Την επόμενη ημέρα (25 Νοεμβρίου) 300 τούρκικα κεφάλια στήθηκαν τρόπαιο της νίκης στη θέση Πλόβαρμα, στα Πλατάνεια. Η συνήθεια αυτή, που ήταν τουρκική, υιοθετήθηκε απ΄ τον Καραϊσκάκη για να αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων. Το δημοτικό μας τραγούδι σώζει τη βροντερή φωνή του πολέμαρχου Καραϊσκάκη:
«Που' στε μπρε Ρουμελώτες μου, παιδιά μ' αντρειωμένα
Γυμνώστε τ' αλαφρά σπαθιά και ρίξτε τα ντουφέκια,
βάλτε τους Τούρκους στα μπροστά και κόψτε και σκοτώστε»
Ο Υπέρτατος Στρατηλάτης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης
Στη νίκη όμως αυτή, που κατά την εκτίμηση του Γ. Καραϊσκάκη «είναι η σημαντικοτέρα της Ελλάδος», εκείνος που οδηγούσε ως υπέρτατος στρατηλάτης ήταν ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος. Οι πολεμιστές βίωσαν τη σωτηριώδη επέμβαση του Αγίου. Το θαύμα εκείνο έμεινε για πάντα ζωντανό στα χείλη και στην καρδιά των Αραχωβιτών.
«Τότε, λοιπόν, πολλοί απ' τους Έλληνες πολεμιστές είχανε να λένε πως μέσα σ' αυτή τη χιονούρα και της μάχης τη χλαπαταγή βλέπανε μέσα σ' ένα σύγνεφο από αντάρα κάποιο καβαλάρη να κυνηγάει κι αυτός τον εχθρό και να παρακινάει με νοήματα τους Έλληνες να τον ακολουθήσουν. Ήταν ένα πανώριο χρυσοφορεμένο παλικάρι μ' αργυρό κοντάρι πάνω σ' άσπρο ομορφοσελωμένο άτι μ' ασημένια χάμουρα. Όσοι τον είδανε, όλοι τους τον γνώρισαν, πως ήταν ο Αϊ Γιώργης».
Και δεν είναι οι Έλληνες, μόνο, που είδαν τον Άγιο Γεώργιο, μα και οι Τουρκαλβανοί. Στις 22 Νοεμβρίου τη νύχτα, οι Τούρκοι είδαν ένα καβαλλάρη πάνω σ' άσπρο άλογο να τρέχει μέσα στο στρατόπεδο τους κι άρχισαν τους πυροβολισμούς. Οι Έλληνες που αναρωτήθηκαν για τους πυροβολισμούς εκείνους, νόμισαν τότε, πως ήταν κάποιο στρατήγημα των Τούρκων. Όμως, ένας Τούρκος αιχμάλωτος μετά τη μάχη τους αποκάλυψε το θαύμα εκείνο.
Και ήταν τόσο βαριά η ξαφνική χιονούρα και ο Κατεβατός, ώστε όλα τα γράμματα απ' το στρατόπεδο προς τη Διοίκηση, έλεγαν, πως ήταν φανερό σημάδι του Θεού η κακοκαιρία εκείνη. Την ίδια πίστη εξέφραζε και ο Σπυρίδων Τρικούπης στον επινίκιο λόγο του.
Πραγματικά, η βοήθεια του Υψίστου ήταν φανερή προς τους αδικημένους Έλληνες, που η φωνή της απελπισίας τους έφτασε ως τον ουρανό: «Πότε ήλθαμε εις τον τόπον σας να σας βλάψωμεν; Ημείς δεν ζητούμεν άλλο τι σήμερον παρά την ελευθερία μας, την οποίαν ο Θεός χάρισε εις κάθε άνθρωπον να την χαίρεται εν όσω ζει». Έτσι μίλησαν οι Έλληνες. Για τούτο η Δικαιοσύνη του Υψίστου και η Χάρη του Αγίου ενήργησαν τόσο φανερά. Ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος αναδείχτηκε για μια ακόμη φορά υπέρμαχος και υπερασπιστής των αδικουμένων. Στο τέλος της επινίκιας δοξολογίας στις 28 Νοεμβρίου στην τότε πρωτεύουσα Αίγινα, ο Σπ.Τρικούπης προσκάλεσε το λαό και έψαλαν τρεις φορές το «Τίς Θεός μέγας».
«Οι αθλήσαντες και στεφανωθέντες εις Αράχωβαν εφάνησαν όργανα των μεγάλων του Ουρανού βουλών, ας δώσωμεν δόξαν και μεγαλωσύνην εις τον Ουράνιον Πατέρα».Είναι τα λόγια του Σπυρίδωνος Τρικούπη απ' τον επινίκιο λόγο του και είναι αληθινή ομολογία του θαύματος.
Αλλά και ο στρατάρχης Γ. Καραϊσκάκης αρχίζει την αναφορά του με την ίδια ομολογία: «Δια της δυνάμεως και βοηθείας του Υψίστου Θεού πέμπομεν τας χαροπάς αγγελίας περί της λαμπράς νίκης εις Ράχωβαν».
Ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος απάντησε εδώ στην Αράχωβα την Εθνεγερσία κι ορμήνεψε τον Καραϊσκάκη: «πως από δω να διαφεντέψει με το σπαθί τα πεπρωμένα της Φυλής»
Καθώς διηγούνται οι γέροντες της Αράχωβας, «ο καπετάν Καραϊσκάκης ανταριαζότανε, μήπως χάνανε τον αγώνα, γι' αυτό διέταξε να προσευχηθούμε όλοι στον Αϊ Γιώργη». Την άλλη μέρα μετά τη μάχη, σαν πήγε αρκετό δρόμο προς τη Μονή της Αγίας Ιερουσαλήμ και διαπίστωσε μόνος του, πόση ήταν η φθορά των Τούρκων, γύρισε στην Αράχωβα και δακρυσμένος προσευχήθηκε στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη, ευχαριστώντας το Θεό και τον Άγιο.
Πόσες, αλήθεια, προσευχές δεν θα είχε απευθύνει στον Άγιο ο στρατάρχης με το αδύνατο σώμα, το μαυριδερό πρόσωπο και τα βαθουλωμένα μάτια, που αστραποβολούσαν πάθος και ενεργητικότητα; Συνδεδεμένος με τον Άγιο Γεώργιο, καθώς έφερε το όνομά του, αξιώθηκε να κάμει στρατηγείο του την εκκλησιά του Τροπαιοφόρου σε κείνη τη σημαδιακή ώρα του Αγώνα.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας έσωσε μια αυθεντική μαρτυρία για εκείνες τις ηρωικές ημέρες, γύρω απ' την εκκλησιά του Αϊ Γιώργη. Δυο κουβέντες του Καραϊσκάκη, που έσωσε η παράδοση, φανερώνουν μια απλή ηρωική ψυχή, γεμάτη αυτοθυσία. «Οι οπλαρχηγοί, που έφτασαν εις την Αράχωβαν (δια Πορέσης, Πέντε Ορίων, Αγίας Ευθυμίας, Σαλώνων, Καστρίου), εύρον τον Καραϊσκάκην καθήμενον πλησίον μεγάλης πυράς έξω, όπισθεν του ιερού βήματος της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Όταν έφτασαν οι οπλαρχηγοί της Δωρίδος, ηγέρθη και περιπτυχθείς τους εφίλησεν αδερφικώς:
- Έ, τους έχομεν καλά, είπε, να πιάσετε τα ταμπούρια, καπεταναραίοι, και υπομονή, ντε: "όποιος αγαπάει την πατρίδα θα υποφέρει". Αξιοθαύμαστο το "μέσα πλούτος" του ήρωα με το ασθενικό κορμί!
Μια σύντομη παρένθεση για την προσωπικότητά του είναι η ουσιαστικότερη κατάθεση ευγνωμοσύνης.
Βαθιά ευλαβική η ψυχή του, έσπειρε με προσευχές την πορεία του προς την Αράχωβα. Περνώντας απ' τα Μοναστήρια των Βοιωτών Αγίων, του Οσίου Σεραφήμ του Δομβοϊτου και του Οσίου Λουκά, μαζί με την οργάνωση της άμυνάς τους αντλούσε και ο ίδιος δύναμη, επικαλούμενος με θερμή ψυχή τη βοήθειά τους.
Στις συχνές αρρώστιες του κατέφευγε στη Χάρη της Προυσιώτισσας. Σε αυτό το Μοναστήρι ακούστηκαν δυο κουβέντες του Καραϊσκάκη, που φανερώνουν την ψυχή του. Ήταν στα 1823. Ύστερα απ' τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο φέρνουν νεκρό τον ήρωα Μάρκο Μπότσαρη στο Μοναστήρι. Ο Καραϊσκάκης, που ήταν άρρωστος στο Μοναστήρι, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι του και ασπάστηκε το νεκρό με τούτα τα λόγια.:
-«Άμποτε, Μάρκο ήρωά μου, να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο». Και ύστερα συμπλήρωσε μπρος στο νεκρό ήρωα:
-«Ο Μάρκος ήτανε τρανός. Είχε μυαλό όσο κανείς άλλος. Καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκηα σαν του Χριστού. Ούτε το δάχτυλό του δε φτάνουμε εμείς».
Τα λόγια περισσεύουν για τέτοιες ψυχές. Και όντως ο θάνατος του Καραϊσκάκη ήταν όπως τον ευχήθηκε. Άνθος αυτοθυσίας για την πατρίδα η ψυχή του, άνθησε την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, 23 Απριλίου 1827 (4 η ώρα ξημερώνοντας).
Είναι να θαυμάζει κανείς, πόσο τέλεια συντέθηκαν στην άδολη ψυχή του πολέμαρχου το άγριο και το ήμερο, το τραχύ και το μαλακό. Φιλόδοξος, ηγετικός, αφιλοκερδής, οξύθυμος και παράλληλα αγαθός και μεγαλόκαρδος, αθυρόστομος, αλλά και πικρός υβριστής των ανάνδρων, ταπεινόφρων, που άκουγε προσεκτικά τη γνώμη των άλλων, αλλά και ηγέτης, που θαυμάστηκε κι από τους αντιπάλους του. Παράτολμος, στρατηγικός, ακούραστος, αν και διαρκώς άρρωστος.
Είναι ζήτημα αν τιμήθηκε τόσο πολύ ήρωας σ' άλλο τόπο, όσο ο Καραϊσκάκης στην Αράχωβα. "Γέροντα" τον αποκάλεσαν οι Αραχωβίτες εκφράζοντας έτσι τον σεβασμό τους και την αγάπη τους. Τίτλος, που είναι μονολεκτική δικαίωση της ιστορίας, η οποία κατέταξε τον Καραϊσκάκη: "στους διαλεχτούς της άρνησης και ακριβογιούς της πίστης"
Και μετά τη μάχη οι Αραχωβίτισσες έστελναν τα παιδιά τους να φιλήσουν το χέρι του Καραϊσκάκη, όπως διηγούνται οι αιωνόβιοι Αραχωβίτες. Ζωντανή κρατήθηκε στην Αραχωβίτικη ψυχή η ιστορία μαζί με τη βεβαιότητα για το θαύμα, βεβαιότητα, που αντλείται από τη ζωντανή πίστη. Αυτή η πίστη γέννησε πολλά τραγούδια, όπως το ιστορικό τραγούδι της μάχης, σκιαγραφία αληθινή της Αραχωβίτικης ψυχής. Στο τραγούδι αυτό ο Άγιος Γεώργιος, στρατηγός υπέρτατος, προστάζει και υπόσχεται:
Βγάτε να τους μποδίσετε, ίσως και το ταχιά ταχύ να πέσει και το χιόνι,τότες θα ξεπαγιάσουνε, θα ξεραθούνε όλοι.
Μ' αυτή τη βεβαιότητα για το θαύμα πορεύεται στην ιστορία της η Αράχωβα. Μόνο μέσα απ' αυτή την ξεκάθαρη θεώρηση των γεγονότων του Νοεμβρίου του 1826 εξηγείται ο τρόπος, που κάθε χρόνο γιορτάζει η Αράχωβα τον πολιούχο της Άγιο Γεώργιο. Η ανοιξιάτικη εθνικοθρησκευτική γιορτή του Αγίου Γεωργίου, το Πανηγυράκι, αποδείχνει ακλόνητη την πίστη στο θαύμα.
Το κανόνι
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, εκφράζοντας ευλαβικά τις ευχαριστίες του στον Άγιο Γεώργιο, του αφιέρωσε ένα κανόνι από τα λάφυρα της μάχης. Έτσι έμεινε και το έθιμο των κανονιοβολισμών στο τριήμερο Πανηγυράκι προς τιμήν του Τροπαιοφόρου.
Όταν αργότερα τούτο το κανόνι πάλιωσε, ο Ελληνικός στρατός δώρισε ένα άλλο κανόνι στο «στρατιώτη του Χριστού». Τούτο το κανόνι έμελλε να συνδεθεί με ένα ακόμη θαύμα του Αγίου στα χρόνια της Ιταλικής κατοχής. Το κανόνι που βλέπουμε σήμερα μπροστά στο μνημείο του Καραϊσκάκη, στην αυλή της εκκλησίας, μέχρι την κατοχή βρισκόταν στο πυροβολείο, από εκεί ψηλά, απ' το πεδίο της μάχης, το Μουστάμπεϊ και κάθε χρόνο στο Πανηγυράκι «βροντούσε» προς τιμήν του Αϊ Γιώργη.
Όμως οι Ιταλοί κατακτητές ένοιωθαν ανασφάλεια έχοντας ένα κανόνι πάνω απ' το κεφάλι τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, να το μεταφέρουν στο φρουραρχείο τους, στη δυτική πλευρά της Αράχωβας, το ζεύουν στα μουλάρια και αρχίζουν να το κατεβάζουν. Όταν όμως έφτασαν έξω απ' την εκκλησία, τα ζώα δεν έκαναν ούτε ένα βήμα και όπως «μολογάνε» οι Αραχωβίτες «τα ζά έσκασαν», έπεσαν κάτω ακίνητα και μην έχοντας τι άλλο να κάνουν αποφάσισαν να το καταστρέψουν. Έτσι κατάφεραν να σπάσουν ένα μικρό κομμάτι μπροστά στην κάνη. Πρόσφατα το θραύσμα συγκολλήθηκε να μη χαθεί. Πραγματικά, η λογική αδυνατεί να εξηγήσει το γιατί στάθηκε αδύνατο να μεταφερθεί πέρα απ' το χώρο της εκκλησίας το μικρό κανόνι, αν και μεταφέρθηκε χωρίς προβλήματα μέχρι το σημείο εκείνο.
Το μνημείο
Σήμερα, όποιος βρεθεί στον Αϊ Γιώργη, μπορεί να θυμηθεί την ένδοξη εκείνη μάχη. Στον περίβολο της εκκλησίας θα δει το μνημείο του Καραϊσκάκη και το μικρό κανόνι μπροστά του, με τη χάλκινη εικόνα του ήρωα να φέρει την επιγραφή:
Στρατηγείον Καραϊσκάκη
1826 Νοεμβρίου 24.
«Ο Στρατηγός της Ρούμελης εδώ από τη θέση αυτή τα πεπρωμένα της Φυλής διαφέντεψε με το σπαθί του».
Είναι η ζωντανή απόδειξη του θαύματος του Αγίου Γεωργίου, ένα θαύμα, που ο καθένας μπορεί να ψηλαφίσει.
Προς την Αράχωβα
Η στρατιωτική ιδιοφυΐα του είχε προδιαγράψει το καλύτερο δυνατό για την περίσταση σχέδιο. Ίσως ένας άλλος στη θέση του, μόλις έπαιρνε την είδηση πως ο εχθρός θα τράβαγε την άλλη μέρα για την Αράχοβα, να ξεκινούσε αμέσως μ' όλο το στρατό του να πιάσει τα στενά για να την προστατέψει. Εκείνος, αντίθετα, έστελνε μια μικρή μονάχα δύναμη και παράγγελνε στους άλλους καπεταναίους να κυκλώσουν την Αράχοβα δυτικά κι ανατολικά. Ό ίδιος θα' παιρνε από πίσω τον τούρκικο στρατό που θα πέρναγε από το Ζεμενό.
Δε γύρευε δηλαδή να προστατέψει την Αράχοβα, παρά να κλείσει μέσα και γύρω από αυτή τους εχθρούς και να τους εξοντώσει. Και, καθώς θα δούμε, οι δυο πιο ξακουστοί στρατηγοί του Κιουταχή, ο Κεχαγιάμπεης κι ο Μουστάμπεης, οδηγώντας το πιο διαλεχτό ασκέρι της τούρκικης στρατιάς, θα πέσουν στην παγίδα που τους έστησε.
Έπειτα από τούτη τη γλήγορη πορεία ο Καραϊσκάκης λογάριαζε να ξεκουράσει κάπως το στρατό του στο Δίστομο, ώσπου να μάθει τις κινήσεις του Κεχαγιάμπεη και του Μουστάμπεη που είχαν σμίξει πια τ' ασκέρια τους και δρούσαν ενωμένα. Το ίδιο κείνο βράδυ ο Καραϊσκάκης βρισκόταν σιμά στην παραστιά ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού. του φέρανε το μερδικό του από το κοκορέτσι που είχανε ψήσει τα παλικάρια κι άρχισε να το τρώει έχοντας για ψωμί μια λειψοκουλούρα φτιαγμένη από κριθαρένιο ακοσκίνιστο αλεύρι.
Δίπλα του καθόταν ή περίφημη Τουρκοπούλα Μαριώ, που ο Καραϊσκάκης την έσωσε σαν ήταν στο Μοριά, την πήρε κοντά του, της φόρεσε αντρικά ρούχα, της έδωσε τ' όνομα Ζαφείρης κι από τότε, αρματωμένη, στεκόταν ο πιο πιστός του φύλακας. Έξω στην αυλή βρίσκονταν ξαπλωμένα ως δέκα παλικάρια κι άκουγαν ένα λεβεντονιό που έπαιζε το λιογκάρι του και σύγκαιρα τραγουδούσε. Κείνη την ώρα φτάνει κάποιος αγωνιστής και λέει στον αρχηγό πώς στα καραούλια μας παρουσιάστηκε ένας νιός καλόγερος και γύρευε να τον δει για κάτι το σπουδαίο.
Είπε να τον φέρουν. Ερχόταν από το μοναστήρι Ιερουσαλήμ που βρίσκεται στη Δαύλεια του Παρνασσού.
- Μ' έστειλε, λέει στον Καραϊσκάκη, ο ηγούμενος να σου πω πώς ο Κεχαγιάμπεης κι ο Μουστάμπεης, με δυόμισι ως τρεις χιλιάδες ασκέρι, βρίσκονται στο μοναστήρι μας και στα γύρω μέρη. Λογαριάζουν να διαβούν αύριο από την Αράχοβα και να τραβήξουν στα Σάλωνα, να χτυπήσουν τους δικούς μας που πολιορκούνε τους Τούρκους στο κάστρο.
- πως, ορέ, τα' μαθε αυτά ο ηγούμενος; ρωτάει ο Καραϊσκάκης.
- Ένας από τους υποταχτικούς μας που ξέρει τα τούρκικα, υπηρετώντας τους μπέηδες που φάγανε στο μοναστήρι, άκουσε τον Μουστάμπεη να ξηγάει το σχέδιο στον Κεχαγιάμπεη.
- Και ποίο είν' αυτό;
-Πως πεντακόσιοι Αρβανίτες θα σηκωθούν αξημέρωτα και θα τραβήξουν από τον Παρνασσό για τη Ράχοβα. Το αποδέλοιπο ασκέρι του θα περάσει από το Ζεμενό. Aν στο στενό βρουν αντίσταση, οι άλλοι που θά' χουν φτάσει πρωτύτερα στην Αράχοβα θα χτυπήσουν πισώπλατα τους Έλληνες.
- Ξέρουν πώς είμαστε εμείς εδώ;
- Oχι, θαρρούνε πώς βρισκόσαστε ακόμα στη Ντομπραίνα.
- Γύρνα δίχως να χασομερήσεις και πες στον ηγούμενο πώς του χρωστάω μεγάλη χάρη για το μαντάτο που μoύ' στειλε.
Ο Καραϊσκάκης πετιέται πάνω είχε ξυπνήσει μέσα του ο πολεμάρχης. άστραψε στο νου του ευθύς το σχέδιο, που θα οδηγούσε σε μια από τις πιο λαμπρές νίκες του Εικοσιένα. Παραγγέλνει ναρθούν δίχως την παραμικρή άργητα να τον βρουν ο Γαρδικιώτης Γρίβας, ο Γιώργης Βάγιας κι ο Χατζηπέτρος.
- Εσείς οι δύο, λέει στον Γαρδικιώτη και Βάγια, θα ξεκινήσετε αμέσως για την Αράχοβα, με πεντακόσια παλικάρια. Σα θα φτάσετε σ' αυτή θα ταμπουρωθείτε στην εκκλησία και στα πιο γερά σπίτια, για να χτυπήσετε τους Τούρκους που θα κατεβαίνουν από τον Παρνασσό να μπούνε στο χωριό. Εσύ, Χατζηπέτρο, θα φύγεις λίγο πριν ξημερώσει και θα διαβείς από τα βουνά ανάμεσα Δίστομο κι 'Αράχοβα. Φτάνοντας αντίκρυ απ' αυτή θα σταθείς για να συντρέξεις τον Γαρδικιώτη και τον Βάγια. Τ' αποδέλοιπα είναι δικά μου.
Έπειτα φώναξε όλους τους καπεταναίους και τους πρόσταξε να παραγγείλουν στα παλικάρια τους να φτιάξουν ψωμί, γιατί μόλις θα πρόβελνε ο ήλιος θα ξεκινούσαν. Σύγκαιρα κάλεσε τον γραμματικό του Αινιάνα και του υπαγόρεψε γράμματα, τόσο στους καπεταναίους που πολιορκούσαν τα Σάλωνα όσο και σ' εκείνους που βρίσκονταν στα γύρω μέρη, να τρέξουν στην Αράχοβα.
Ώσπoυ να δώσει ο Καραϊσκάκης τις διαταγές, να υπαγορέψει τα γράμματα και να τα στείλει, είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Τότε πια κουκουλώθηκε με την κάπα του και ξάπλωσε για να ξεκουράσει κάπως τ' άρρωστο κορμί του. Σε λίγο σηκώθηκε και βγήκε έξω να δει τι καιρό κάνει. άστραφταν όλα τ' αστέρια στον ουρανό. Τα πάντα προμηνούσαν πώς ή μέρα που ερχόταν θά' ταν μία από τις πιο λαμπρές εκείνου του φθινοπώρου.
- Ξυπνήστε τ' ασκέρι, πρόσταξε, για να ετοιμαστεί να ξεκινήσουμε.
Η Νίκη
Ο Γαρδικιώτης κι ο Βάγιας φτάσανε στην Αράχοβα πριν ακόμα να ξημερώσει κι έπιασαν την εκκλησιά και τα πιο γερά σπίτια. Μόλις όμως πρόβαλε η μέρα, 19 του Νοέμβρη, φάνηκαν οι Αρβανίτες του Μουστάμπεη να ροβολούν από τον Παρνασσό να μπούνε στην Αράχοβα. Σε λίγο ξεχώρισε κι ο νταϊφάς του Χατζηπέτρου να κατηφορίζει από την αντικρινή πλαγιά του Παρνασσού. Οι Αρβανίτες μόλις είδαν πώς το χωριό βρισκόταν πιασμένο από τους δικούς μας ρίχτηκαν να τους ξεπατώσουν. Οι Έλληνες τους αντιβγήκαν θαρρετά κι άρχισε πεισματικός πόλεμος κι από τα δυο τα μέρη. Ο Χατζηπέτρος πιάνει κάποιο ψήλωμα σιμά στην Αράχοβα, μα λίγη ήταν ή βοήθεια που μπόραγε να δώσει στους κλεισμένους. Και να, αρχίζει να φτάνει από το Ζεμενότο τούρκικο ασκέρι του Κεχαγιάμπεη. Καθώς έρχονταν μπουλούκια μπουλούκια, ρίχνονταν στη μάχη κι αυτοί ν' αποτελειώσουν τους ταμπουρωμένους στα σπίτια.
Στην κρίσιμη τούτη ώρα ο Καραϊσκάκης μ' οχτακόσια παλικάρια περνά το Ζεμενό, κυνηγώντας τους πιο βραδυπορεμένους Τούρκους. Όταν σίμωσε στέλνει σημαντική δύναμη αγωνιστών δεξιά από το χωριό. Έτσι, σε λίγο, οι εχθροί χτυπιόνταν από τέσσερα μέρη από κείνους που είχαν ταμπουρωθεί στο χωριό, από τον Καραϊσκάκη ανατολικά, από το σώμα που έταξε προς τα δυτικά κι από τον Χατζηπέτρο.
Τούρκοι κι Αρβανίτες τα χάνουν και γυρεύουν να σωθούν με τη φυγή, ροβολώντας κατά τους Δελφούς. Μα καθώς κάνουν να βγουν από την Αράχοβα βρίσκουν το στενό πιασμένο από τον Δυοβουνιώτη, τον Νάκο Πανουργιά και τον Γιαννάκη Πανομάρα, που μόλις πήραν το γράμμα του Καραϊσκάκη ξεκίνησαν από τα Σάλωνα και φτάνανε στην Αράχοβα. Πισωδρομάνε προς το μόνο μέρος όπου τους απόμενε ακόμα ανοιχτό στ' αλώνια πάνω από το χωριό.
Τρέχουν οι δικοί μας, τους κυκλώνουν και σηκώνουν ταμπούρια. Οι εχθροί είχαν πια μαντρωθεί.
Ο πόλεμος κράτησε πεισματικός όλη την άλλη μέρα. Οι τούρκοι βάλανε ολόγυρα τα μουλάρια και τα σαμάρια τους κι απελπισμένα πολεμούσαν προστατευμένοι πίσω απ' αυτά. Το ίδιο κείνο βράδυ δυναμώθηκαν οι Έλληνες με τον ερχομό των νταϊφάδων του Δ. Μακρή, του Γ. Δράκου, του Κ. Καλύβα, του Τρ. Αποκορίτη και του Γ. Γιολδάση,
Την τρίτη μέρα, 21 του Νοέμβρη, τούρκοι από τη Δαύλεια κι από άλλα γύρω μέρη, τρέξανε σε βοήθεια των μπλοκαρισμένων. Όταν φτάσανε - παραπάνω από οχτακόσιοι - ρίχνουν μια μπαταριά στον αέρα να ιδεάσουν τους δικούς τους. Ξεχύνονται οι κλεισμένοι εχθροί να σπάσουν τον κλοιό. Μα ο Καραϊσκάκης, με την εφεδρική δύναμη που είχε κρατήσει κοντά του, κάνει κόντρα γιουρούσι φωνάζοντας:
- που είσαι, Νικηταρά; που είσαι Βάγια; Που είσαι Πανουργιά; που είσαι, Πανομάρα; Έλληνες, προλάβετε μη μας φύγουν οι τούρκοι και ρεζιλευτούμε, ορέ!
Και οι Έλληνες και τους μπλοκαρισμένους κράτησαν στο μέρος που είχαν πρόχειρα περιχαρακωθεί και τους Τούρκους που ήρθαν σε βοήθεια τους αναγκάζουν, παρατώντας όλα τα ζώα τους και τα εφόδια, να φύγουν κατατσακισμένοι.
Έπειτα από τούτη την ήττα, οι κλεισμένοι μηνάνε την άλλη μέρα στον Καραϊσκάκη, καθώς μάλιστα ο καιρός χάλασε κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο και δεν είχαν που να προστατευθούν, πως του δίνoυν πεντακόσιες χιλιάδες γρόσια, φτάνει να τους αφήσει να περάσουν. Η απόκρισή του ήταν να του παραδώσουν όχι μονάχα τ' άρματα και τα χρήματά τους, παρά και τα Σάλωνα και τη Λεβαδιά. τους γύρεψε ακόμα, εγγύηση πως θα κρατήσουν τη συμφωνία, όμηρους τον Κεχαγιάμπεη και τον Καρεφίλμπεη, αδελφό του Μουστάμπεη,
Οι εχθροί, που λογαριάζονταν, καθώς είπαμε, το καλύτερο ασκέρι που είχε η Τουρκία στη Ρούμελη, αποφασίζουν να καρτερέψουν με την ελπίδα να τους στείλει βοήθεια ο Κιουταχής.
Τη νύχτα που ακολούθησε και την άλλη μέρα έπεφτε ασταμάτητα χιονόνερο. Κι αδιάκοπα χειροτέρευε ο καιρός. Στις 24 του Νοέμβρη άρχισε να ρίχνει χιόνι, που γινόταν όλο και πιο πυκνό. Οι μπλοκαρισμένοι απελπίστηκαν και οι μπουλουξήδες παρουσιάζονται στον Κεχαγιάμπεη και του λένε:
-Άδικα καρτεράμε μιντάτι. Μπαϊλντίσαμε πια ! Σώθηκε το ζαϊρε και δε μας απόμεινε τίποτις να φάμε. Ψοφήσανε και τα ζα από την πείνα και το κρύο. Στεκόμαστε μέρα νύχτα στο χιονόνερο με τα πόδια στα νερά και τη λάσπη ως το γόνα. Κάψαμε και τα σαμάρια και δεν έχουμε πια με τι ν' ανάψουμε φωτιά. Μια μέρα να μείνουμε ακόμα εδώ χάμω και δε θα βρούμε τη δύναμη μήτε να κινηθούμε. Τ' ασκέρι γυρεύει να πάρετε απόφαση γιατί βλέπει πως χανόμαστε.
Ο Κεχαγιάμπεης τους αποκρίνεται πως καταλαβαίνει σε ποιόν κίνδυνο πέσανε και θα πάει, στο τσαντίρι του Μουστάμπεη, να τον βρει ν' αποφασίσουν. Μα ο Μουστάμπεης, που είχε λαβωθεί την προηγούμενη μέρα, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.
Κι ο αδελφός του μηνάει στον Κεχαγιάμπεη:
- Ο Μουστάμπεης είναι του θανατά και να μην τον λογαριάζετε πια ανάμεσα στους ζωντανούς. Πάρετε μόνοι σας όποια απόφαση θέλετε.
Κι όσο γίνονταν αυτά, όλο και πιο πυκνό έπεφτε το χιόνι. Μέσα σε μια μονάχα ώρα ψήλωσε ίσαμε το γόνυ. «Όλη η ατμόσφαιρα εσκοτίσθη από πυκνότατα και μελανώτατα νέφη», γράφει ο Περραιβός που πήρε μέρος σ' εκείνη τη μάχη «μετά τούτο άρχισαν να πίπτωσι χιόνια με σφοδρότατον καί ψυχρότατον βόρειον άνεμον, ο οποίος περιστρεφόμενος εις τα πλάγια και κοιλάδας του Παρνασσού απετέλει την χιόνα ως το σαβούνα εις τήν ατμοσφαίραν, κατευθυνομένη δε εις την επιφάνειαν της γης παρά των ανέμων εσχημάτιζε τόσους σίφουνας και λαίλαπας τα φαινόμενα ταύτα ήσαν αλλεπάλληλα και τρομερά, ωστ' εβίαζον έκαστον να ζητή προσωρινόν καταφύγιον».
Ένας θεριακωμένος Γκέκας συνάζει γύρω του τους πιο εγκαρδιωμένους πατριώτες του και τους λέει πως δεν τους απόμενε άλλο παρά να κάνουν γιουρούσι κι όσοι σωθούν.
- Και πως, ορέ, ρωτάει κάποιος Αρβανίτης, θα βρούμε το δρόμο μέσα σε τούτο το κακό που γίνεται;
- Θα σας τον δείξω εγώ, είπε ο προδότης Ζελιγιανναίος, πού ήξερε όλα τα μονοπάτια του Παρνασσού.
Σε λίγο, θά' ταν ίσαμε δυο από το μεσημέρι, οι Γκέκηδες, μ' οδηγό τον προδότη, ρίχνονται στα καραούλια μας με τα γιαταγάνια στα χέρια. Κόβει τότε το κεφάλι του ζωντανού ακόμα Μουστάμπεη ο αδελφός του για να μην πέσει στα χέρια των Γκιαούρηδων, το βάζει σ' ένα σακί κι ορμά να γλιτώσει. Κι ο Κεχαγιάμπεης, περιτριγυρισμένος από τους τζοανταραίους του, κινά μέσα στ' ανεμοσούρι.
Σαν είπανε στον Καραϊσκάκη πως οι τούρκοι κάνανε γιουρούσι για να φύγουν, παρατά το γιατάκι του, όπου τον κράταγε η φθίση που έτρωγε τα πνευμόνια του, και γυρίζοντας σα δαιμονισμένος το χωριό ξεσηκώνει τους αγωνιστές, όπως οι πιότεροι απ' αυτούς είχανε φύγει από τα ταμπούρια τους και μπήκανε στα σπίτια κάπως να προστατευτούν από το χαλασμό που γινόταν.
Και σε λίγο αρχίζει μάχη βουβή καθώς ο θάνατος, όπως αχρηστεύθηκαν από το χιόνι τα ντουφέκια και οι πιστόλες. Μονάχα τα σπαθιά, τα γιαταγάνια και οι πάλες δούλευαν κι από τα δύο μέρη. Οι Έλληνες κόβουνε στη μέση την τούρκικη φάλαγγα πού είχε ξεχυθεί κι αρχίζει το μακελειό. Ξέχωρα ωσάν μανιασμένοι σκότωναν τούς Αρβανίτες όσοι από τούς δικούς μας ήταν από τη φρουρά του Μεσολογγίου, μια και είχανε τώρα μπροστά τους ίδιους εκείνους εχθρούς πού ξολόθρεψαν στην έξοδο τόσους δικούς μας στη χωσιά πού τους στήσανε όταν τράβαγαν για το μοναστήρι του Αϊ Συμιού.
Από τις δύο χιλιάδες που έφταναν οι εχθροί ίσαμε τρακόσοι μονάχα σώθηκαν, «αλλά και αυτοί κατέστησαν άχρηστοι σχεδόν εις πόλεμον, διότι έπαθον χείρας τε και πόδας από τους πάγους». Πολλοί θάφτηκαν τη νύχτα από τα χιόνια κι όταν ή άνοιξη ήρθε και λιώσανε τους βρήκανε αγκαλιασμένους, καθώς γύρευαν κάπως να ζεσταθούν, κάτω από το λευκό σάβανο που τους σκέπασε.
Η «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος», αναγγέλλοντας θριαμβευτικά τη νίκη, έγραφε: «Πληροφορούμεθα παρά των μοναχών του κατά τον Παρνασσόν μοναστηρίου Ιερουσαλήμ [...] ότι αυτοί οι ίδιοι εχθροί, εις το μοναστήριον διασωθέντες, ομολογούν εν συνειδήσει ότι το κατά την Ράχοβαν πάθος των ήτo αληθώς κατά θείαν βούλησιν, και ρητώς παραδειγματίζουν οι ίδιοι την δυστυχίαν των Γάλλων μετά την εις Μόσχαν αναχώρησιν, αν πρέπει τις να παραβάλλη τα μικρά προς τα μεγάλα». Και πρόσθετε πως από την Αράχοβα ως το μοναστήρι, τέσσερεις ώρες δρόμος, «κείτονται σωρηδόν τα εχθρικά πτώματα».
Ανάμεσα στα κεφάλια των σκοτωμένων που έφεραν οι αγωνιστές στον Καραϊσκάκη ήταν και των δύο Τούρκων αρχηγών του Κεχαγιάμπεη και του Μουστάμπεη.
Μα κουβάλησαν ακόμα τα παλικάρια κι ένα Ρωμιό που πιάσανε ανάμεσα στους Τούρκους τον Τάτση Μαγγίνα. «Αυτός απήρχετο πολιτικός άρχων», γράφει ο Σπηλιάδης, «διορισθείς εις τας επαρχίας της Δυτικής Ελλάδος υπό του Κιουταχή, συνοδευμένος, με τον Μουστάμπεη και τα ύπ' αυτόν στρατεύματα, ν' αγρυπνεί και συμβουλεύει τους υποτεταγμένους, να μένωσι πιστοί ραγιάδες του Σουλτάνου και να καταπείσει όσους τυχόν ήθελαν αποστατήσει να προσκυνήσουν». Ο "καλός" αυτός πατριώτης, όργανο του Μαυροκορδάτου, ήταν ένας απ' όσους με φανατισμό γύρεψαν και πέτυχαν να κηρυχθεί προδότης ο Καραϊσκάκης. Όταν είδε να του τον φέρνουν μπροστά του, πετάχτηκε πάνω:
- Hθελες εσύ, πουλημένο τομάρι στον Κιουτάγια, να με βγάλεις εμένα προδότη. Σε κρατώ τώρα και σε κάνω ό,τι θέλω. Μα όχι, χαμένο κορμί, δε θα λερώσω τα χέρια μου παίρνοντας τη ζωή σου.
Και δίνοντάς του μια σπρωξιά του λέει:
- Θα σε στείλω στην Κυβέρνηση κι αυτή ας σε τιμωρήσει όπως σου αξίζει.
Και πραγματικά η κυβέρνηση τον τιμώρησε, τον έστειλε πληρεξούσιο στην Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας κι αργότερα ο Όθωνας τον έκανε υπουργό.
Ο αντίχτυπος της νίκης
Η νίκη της Αράχοβας γιορτάστηκε όμοια μ' εκείνη στα Δερβενάκια, καθώς κι αυτή ήρθε ν' αναφτερώσει τις ελπίδες των Ελλήνων σε μια από τις πιο κρίσιμες ώρες της επανάστασης. «Aς πανηγυρίσει λοιπόν το έθνος την λαμπρότατη αυτήν νίκη», γράφανε στην αναφορά που στείλανε οι νικητές στην κυβέρνηση από την Αράχοβα στις 26 του Νοέμβρη. Δεν την υπόγραφε μονάχα ο Καραϊσκάκης παρά κι άλλοι ενενήντα τέσσερις μεγάλοι και μικροί καπεταναίοι, όπως ο μεγαλόψυγος αρχηγός θέλησε όλοι να συμμερισθούν τη δόξα. Ο Παπαρηγόπουλος γράφει: «Οπωσδήποτε δίκαιον είχεν ο Καραϊσκάκης ονομάζων την νίκην ταύτην λαμπροτάτην και υπέγραψαν μεν εν τι εκθέσει εκείνη, παρεκτός αυτού, 94 έτι οπλαρχηγοί, άλλ' εννοείται ότι το κατόρθωμα ωφείλετο κυρίως εις την στρατηγική περίνοιαν, εις την σύνεσιν και την δραστηριότητα ενός και μόνου ανδρός».
Πηγές:
* "Ο Αφέντης Αϊ Γιώργης της Αράχωβας και το Πανηγυράκι" -της Καλής Γ. Λούσκου και Ευάγγελου Ν. Νικολιδάκη.
* ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ '21-Δ.ΦΩΤΙΑΔΗΣ
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀναστάσιος γεννήθηκε στὴν Παραμυθιά τῆς Θεσπρωτίας περὶ τὸ ἔτος 1730. Ἦταν τὰ χρόνια τῆς σκληρῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, καὶ οἱ Ἕλληνες χριστιανοὶ ὑπέφεραν τὰ πάνδεινα. Ἐστεροῦντο τὴν προσωπική τους ἐλευθερία καὶ δὲν ὄριζαν τίποτε, οὔτε τὰ σπίτια τους, οὔτε τὴν περιουσία τους, ἀκόμη οὔτε καὶ τὰ ἀγαπημένα τους πρόσωπα, τὶς συζύγους, τὶς ἀδελφὲς καὶ τὰ παιδιά τους. Ήταν αγρότης και πιστός χριστιανός.
Ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου ἦταν γεμάτη ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν σκλαβωμένη πατρίδα. Ἔλπιζε βάσιμα ὅτι κάποτε ὁ Πανάγαθος Θεός, θὰ ἔβλεπε τὸν πόνο καὶ θὰ ἄκουγε τὶς θερμὲς προσευχὲς τῶν ραγιάδων καὶ θὰ τοὺς χάριζε τὴν πολυπόθητη ἐλευθερία. Ἀκόμη, κρατοῦσε μέσα στὴν ψυχή του, σὰν ἱερὰ εἰκονίσματα, τὶς μορφὲς τῶν γονέων του καὶ τῶν ἀδελφῶν του, ποὺ προστάτευε ἀπὸ κάθε βεβήλωση τῶν ἀπίστων.
Μια μέρα βγήκε με άλλους Χριστιανούς έξω στα χωράφια, για να θερίσουν. Ο Αναστάσιος είχε πάρει μαζί του και την αδελφή του. Εκείνη την ημέρα συνέπεσε να περάσει από εκεί, ο υιός του ηγεμόνος του τόπου, που λεγόταν Μούσας, μαζί με άλλους Αγαρηνούς για υπηρεσία. Μόλις οι άπιστοι είδαν την ωραιοτάτη αδελφή του Αναστασίου, έτρεξαν αμέσως κατά πάνω της, με ανήθικους σκοπούς. Πρόφθασε όμως ο Αναστάσιος και όρμησε εναντίον των Τούρκων. Έδωσε έτσι καιρό στην αδελφή του και έφυγε.
Οι Αγαρηνοί προσβλήθηκαν, γιατί μαζί με τον Αναστάσιο έτρεξαν και άλλοι Χριστιανοί εναντίον τους και τους έβρισαν. Όταν επέστρεψαν αυτοί από την υπηρεσία τους, στον Πασά,όλη η μανία τους στράφηκε εναντίον του Αναστασίου. Μάλιστα για να επιβαρύνουν την θέση του, είπαν στον Πασά, ότι δήθεν είχε δώσει λόγο να αλλαξοπιστήσει και δεν το έκαμε. Αυτό ήταν λόγος να τον σκοτώσουν.
Τον συλλαμβάνουν
Αμέσως ο Πασάς έστειλε στρατιώτες και συνέλαβαν τον Αναστάσιο. Όταν τον είδε τόσο ωραίο και ανδρείο, σκέφθηκε να τον καταφέρει, είτε με κολακείες και υποσχέσεις, είτε με απειλές και τιμωρίες για να αλλάξει την πίστη του. Ο Αναστάσιος όμως όταν άκουσε την τελευταία κατηγορία, διαμαρτυρήθηκε με δύναμη, ότι ποτέ δεν είχε δώσει τέτοια υπόσχεσησε κανένα. Εγώ, είπε, Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω με την βοήθεια του Χριστού μου.
Κατόπιν έβαλαν τον Αναστάσιο στην φυλακή μέχρι να σκεφτούν πως θα τον πείσουν να αλλάξει την πίστη του. Άρχισε λοιπόν, ο πασάς, να του υπόσχεται χίλια δυο αγαθά. Εν τέλει του είπε ότι θα τον θεωρεί σαν παιδί του γνήσιο, αν υπακούσει σε ότι του λέγει. Με φρίκη, αηδία και αποστροφή, άκουσε όλα αυτά ο Αναστάσιος, ο γενναίος αθλητής του Χριστού. Με αξιοθαύμαστο θάρρος τους λέγει:
› Εγώ έχω στους ουρανούς, αγαθά όχι σαν αυτά τα δικά σας, αλλά πολύ καλλίτερα, τιμιώτερα και διαρκή, που δεν τελειώνουν ποτέ. Δεν δέχομαι επ’ ουδενί λόγω τα δικά σας, τα φθαρτά και μάταια, για να μη χάσω εκείνα τα αιώνια. Γι αυτό την πίστη μου δεν την αρνούμαι με κανένα τρόπο.
Οι Αγαρηνοί έμειναν κατάπληκτοι από την απολογία αυτή του Μάρτυρος. Τον έκλεισαν τότε πάλι στη φυλακή, έως ότου σκεφθούν τι να του κάμουν.
Ο Μουσάς, ο γιος του Πασά, όταν είδε και άκουσε τα λόγια του Αναστασίου, με αγαθή διάθεση, σκέφθηκε φρόνιμα και λογικά και αναρωτήθηκε: «Ποιά είναι λοιπόν αυτή η πίστη που φυλάνε τόσο ακριβά οι Χριστιανοί;»
Θέλησε λοιπόν να φωτισθεί πάνω σ’ αυτά και να πάρει σωστές πληροφορίες. Κατόρθωσε τότε να πάει κρυφά στη φυλακή, να μιλήσει με τον Αναστάσιο. Ο Θεός είδε την αγαθή διάθεση του νέου, και έδειξε το εξής θαύμα για να θερμάνει περισσότερο το ζήλο του: Μόλις μπήκε στη φυλακή, αφού άνοιξε την πόρτα ο δεσμοφύλακας, βλέπει δύο νέους αστραπόμορφους κοντά στον Αναστάσιο. Μη υποφέροντας τη λάμψη τους, έπεσε μπρούμυτα καταφοβισμένος. Αμέσως ο Αναστάσιος έκαμε νόημα στους αστραπόμορφους νέους να φύγουν. Πλησίασε ο Μουσάς τότε και έρωτά τον Αναστάσιο ποιοι ήσαν αυτοί. Έμαθε ότι ήσαν Άγγελοι και φύλακες των Χριστιανών. Πάλιν τον έρωτά αν έχουν και οι Αγαρηνοί τέτοιους φύλακες, αλλά και γιατί οι Χριστιανοί καταφρονούν όλα του κόσμου τα αγαθά και δεν δειλιάζουν στα βάσανα, τις τιμωρίες και σ’ αυτόν τον θάνατο. Στις ερωτήσεις αυτές αποκρίθηκε ο Μάρτυς και είπε:
› Όλοι εμείς οι Χριστιανοί έχομε από ένα τέτοιον Άγγελο, που μας φυλάει όσο είμαστε σε τούτο τον κόσμο. Όταν πεθάνουμε, παίρνει την ψυχή μας και την πηγαίνει στον Παράδεισο. Τώρα, γιατί περιφρόνησα τα καλά, που μου πρότεινε ο πατέρα σου; Αυτό το έκαμα γιατί εμείς έχομε στους ουρανούς αγαθά ανεκλάλητα και αιώνια με τα οποία αν παραβάλωμε όλα του κόσμου τα αγαθά, είναι σκιά και μηδέν. Όταν άκουσε αυτά ο νέος, πλημμύρισε η ψυχή του από Θεία Χάρη και έπεσε στα πόδια του Αναστασίου και τον παρακαλούσε να τον κάνει Χριστιανό.
› Αυτό που ζητάς, του απάντησε ο Μάρτυς, δεν μπορεί να γίνει τώρα. Γιατί αν το μάθει ο πατέρας σου, θα εξοντώσει όλους τους Χριστιανούς.
Μόνο πίστευε κρυφά στον Δεσπότη Χριστό και αυτός, όταν τον παρακαλέσεις να σε αξιώσει, ασφαλώς η Χάρις Του, θα οικονομήσει το συμφέρον σου. Αυτά είπε ο Μάρτυς στον Μουσά, του έδειξε πως να κάνει το σημείο του Σταυρού και τον συνόδευσε ως την πόρτα να φύγει με ειρήνη.
Ο Πασάς, έβγαλε από τη φυλακή τον Αναστάσιο. Βλέποντας όμως ότι δεν κατάφερε να πείσει ούτε με κολακείες, ούτε με φοβέρες, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν, έξω από την πόλη, πλησίον του Μοναστηριού, που βρισκόταν εκεί κοντά. Πράγματι! Τον πήγαν εκεί και ο δήμιος τράβηξε την σπάθη και τον αποκεφάλισε. Έμεινε δε το λείψανο του καλλινίκου Μάρτυρος κάτω εκεί, που τον αποκεφάλισαν, αρκετές ημέρες. Κανείς από τους Χριστιανούς δεν τολμούσε να πλησιάσει για να το παραλάβει και το ενταφιάσει. Ο τύραννος τους είχε απειλήσει με θάνατο. Έβλεπαν όμως κάθε βράδυ οι Χριστιανοί να κατεβαίνει από τον ουρανό ένα φως επάνω στο λείψανο του Αγίου. Έτσι δόξαζε ο Θεός τον καλλίνικο αθλητή, που σε τόση νεαρά και ανθηρά ηλικία για την αγάπη Του πέθανε ανδρεία.
Μια νύκτα όμως ο Μάρτυς φάνηκε στο όνειρο του Πασά και τον διέταξε απειλώντας τον, να δώσει το λείψανό του στο Μοναστήρι. Το πρωί αμέσως ειδοποιήθηκαν οι Μοναχοί και ήλθαν με λαμπάδες και θυμιάματα. Με τιμές που του άξιζαν και με ευλάβεια έφεραν το λείψανό του στο Μοναστήρι και το ενταφίασαν. Ο Άγιος Αναστάσιος αποκεφαλίστηκε την 18ην Νοεμβρίου του έτους 1750 εις δόξαν Θεού.
Τι απέγινε ο Μουσάς
Μετά το ένδοξο μαρτύριο του Αγίου Αναστασίου ο Μουσάς ήταν περίλυπος, αποστρεφόταν όλα τα γήινα και παρακαλούσε νυχθημερόν τον Θεό να πραγματοποιηθεί ο πόθος του, δια πρεσβειών του Αγίου. Μια μέρα πηγαίνοντας σε κάποιο γάμο, βρήκε ευκαιρία και περνώντας από τον τάφο του Αγίου προσευχόταν με δάκρυα. Είδε τότε τον Άγιο μάρτυρα λαμπροφορεμένο, με συνοδεία δύο αγγέλων, να του λέει: Μη λυπάσαι, αδελφέ, και θα λάβεις το ποθούμενο.
Έφυγε περιχαρής από το μοναστήρι και πήγε, κατά την εντολή του πατέρα του στους γάμους. Τη νύχτα αστραπόμορφος άγγελος Κυρίου τον ξύπνησε, τον έβγαλε από το σπίτι, όπου εφιλοξενείτο, χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας, καθώς οι πόρτες άνοιγαν μόνες τους, και,μετά πολύ δρόμο,τον οδήγησε σε ένα ασκητή που καθόταν κοντά σε μια βρύση. Σε αυτόν παρέδωσε τον Μουσά ο άγγελος του Κυρίου λέγοντάς του: Αυτόν ν’ ακολουθήσεις και αυτός θα σε οδηγήσει σε ό,τι επιθυμείς. Και έφυγε. Ακολούθησε τον ασκητή και οδοιπορώντας έφτασαν στην Πελοπόννησο. Βρίσκοντας μια εκκλησία σε ένα έρημο τόπο προσκύνησαν εκεί. Ο Μουσάς, καταπονημένος από τους κόπους και την στέρηση, είχε αρχίσει να λυπάται αφόρητα και να πολεμείται από τον πειρασμό με την ενθύμηση των γονέων του και της απολαυστικής ζωής. Ο ασκητής βλέποντάς τον σε τέτοια ανάγκη του είπε να μπει πάλι στην εκκλησία να προσευχηθεί. Προσκυνώντας την εικόνα της Παναγίας άκουσε φωνή να του λέει:
› Μη λυπάσαι, παιδί μου, για τα πρόσκαιρα αγαθά που άφησες,γιατί ο Υιός μου και Θεός πολλά έπαθε για η σωτηρία του κόσμου. Να χαίρεσαι μάλλον διότι θα αξιωθείς πολλών αγαθών στη Βασιλεία του Θεού.
Επίσης άκουσε φωνή και από την εικόνα του Χριστού. Βγαίνοντας από την εκκλησία πλημμυρισμένος από άπειρη χαρά και έχοντας λησμονήσει κάθε κακοπάθεια ρώτησε τον ασκητή αν μιλούν πάντοτε οι άγιες εικόνες και εκείνος του απάντησε:
› Όχι πάντα, μόνο όταν υπάρχει ανάγκη.
Από το λιμάνι της Πάτρας, με συστατικά γράμματα του γέροντα και μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας,ο Μουσάς πέρασε στη Βενετία. Εκεί βαφτίστηκε Χριστιανός και ονομάστηκε Δημήτριος.
Μετά από λίγο καιρό πήγε στην Κέρκυρα να προσκυνήσει το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος. Στην Κέρκυρα έγινε μοναχός με το όνομα Δανιήλ. Από την Κέρκυρα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με σφοδρή επιθυμία να μαρτυρήσει. Εκεί είχε και θαυμαστή οπτασία, όπου του απεκαλύφθη η απελευθέρωση των Χριστιανών από τους Τούρκους, την οποία και συνέγραψε. Όμως οι Χριστιανοί τον απέτρεψαν από το μαρτύριο, για να μη προκληθεί διωγμός εναντίον τους. Τελικά επέστρεψε στην Κέρκυρα,όπου και εκοιμήθη, αφού πρώτα έχτισε ναό προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου στη Μυρτιά.
Ἀπολυτίκιον
Τήν πλάνην κατήσχυνας τῶν δυσεβῶν ἀνδρικῶς ἐκχύσει τοῦ αἵματος ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καί πόνοις ἀθλήσεως. Ὅθεν της ἀφθαρσίας δεδεγμένος τό στέφος, πρέσβευε τῷ Κυρίω, Ἀναστάσιε, Μάρτυς, λυτροῦσθαι πολυτρόπων ἠμᾶς περιστάσεων.
Κοντάκιον
Ὑπέρ Χριστοῦ μαρτυρικῶς ἐναθλήσας, τῆς τῶν Μαρτύρων ἠξιώθης εὔκλειας, ἐν τοῖς ἐσχάτοις χρόνοις, Ἀναστάσιε, ἄνθος γάρ νεότητος περιδών θεοφρόνως ἀνδρικῶς ὑπέμεινας τήν τομήν τοῦ αὐχένος. Δί’ ὁ καί αἰωνίου δόξης μετασχῶν, Χριστόν δυσώπει, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Μεγαλυνάριον
Τῆς Παραμυθίας τερπνός βλαστός, καί πάσης Ἠπείρου, νέον κλέος ὤφθης σοφέ, ὅθεν σου τήν μνήνην, τελοῦμεν τήν Ἁγίαν, χαρμονικῶς τιμῶντες, Σέ, Ἀναστάσιε.
Ο Γρηγόρης Βαλκανάς γεννήθηκε το 1916 στους Χράνους Αρκαδίας, τον Αύγουστο του 1936 κατατάχθηκε στη Σχολή Αεροπορίας (Τμήμα Υπαξιωματικών ) και αποφοίτησε τον Σεπτέμβριο του 1938 με τον βαθμό του Σμηνία και ειδικότητα Χειριστή.Ο πόλεμος τον βρήκε να υπηρετεί στην 23η Μ.Δ. με έδρα την Λάρισα.Στις 18 Νοεμβρίου 1940, κατά την εκτέλεση διατεταγμένης αποστολής περιπολίας με α/φ P.Z.L. της Μοίρας Διώξεως, ενεπλάκη σε αερομαχία με ιταλικά αεροπλάνα διώξεως στην περιοχή Ιβάν Αλβανίας, Β.Α της Κορυτσάς...
Ως γνωστόν η Πολεμική μας Αεροπορία συνολικά διέθετε τότε 78 περίπου επιχειρησιακά, ετοιμοπόλεμα να αντιμετωπίσουν περίπου 468 και πλέον α/φ της Ιταλικής Regia aeronautica.Η μεγάλη αυτή διαφορά και η υπεροχή σε μέσα σμίκρυνε και αντιστάθμιζε ο ηρωισμός, η αυταπάρνηση και η αυτοθυσία των Ελλήνων Αεροπόρων.Ο Σμηνίας Γρηγόρης Βαλκανάς συμμετείχε σε Αερομαχία στην οποία ενεπλάκησαν πέντε Ελληνικά P.Z.L. των 22 Μ.Δ. και 23 Μ.Δ. με Ιταλικά καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά αεροπλάνα, όπου όταν εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά του, εξετέλεσε επίθεση αυτοκτονίας…
Χειριστής ενός από τα Ελληνικά P.Z.L. ο Σμηνίας Βαλκανάς Γρηγόριος, ήταν ο μόνος από τους χειριστές της 23ης Μοίρας που δεν είχε ακόμα στο ενεργητικό του κατάρριψη εχθρικού αεροσκάφους.Την αερομαχία πάνω από τη Μόροβα τη θεώρησε σαν την ευκαιρία που ζητούσε και που δεν του είχε παρουσιαστεί ως τότε.
Όταν, μετά από συνεχή ανταλλαγή πυρών, εξαντλήθηκαν όλα τα πυρομαχικά του, χωρίς ακόμα να έχει πετύχει τον αντικειμενικό σκοπό του, αποφασισμένος να μην επιστρέψει άπρακτος στη βάση του, έκανε επίθεση αυτοκτονίας, πέφτοντας με το αεροσκάφος του πάνω σε ένα ιταλικό καταδιωκτικό.
Η σύγκρουση ήταν μοιραία.
Τα δύο αεροπλάνα έπεσαν φλεγόμενα στο έδαφος και τα πληρώματα τους απανθρακώθηκαν”.Η ηρωική αυτή πράξη αυτοθυσίας του Σμηνία Γρηγόρη Βαλκανά, είναι σχεδόν άγνωστη στην αεροπορική μας οικογένεια και στο ευρύτερο Ελληνικό κοινό.Ο ήρωας Σμηνίας Γρηγόρης Βαλκανάς (και όχι μόνο αυτός), ο Έλληνας πρόγονος των Καμικάζι, αυτός που φρουρώντας τις εναέριες Θερμοπύλες θυσίασε ό,τι πολυτιμότερο είχε, τη ζωή του, για να κρατήσει ελεύθερους -μαζί με τους συμπολεμιστές του -τους Ελληνικούς ουρανούς, παραμένει άγνωστος μαζί με το ανεπανάληπτο μέχρι σήμερα κατόρθωμά του.Σήμερα που τα πάντα έχουν ισοπεδωθεί, και οι ηθικές αξίες είναι είδος προς εξαφάνιση, από καιρό εις καιρό είναι αναγκαία η επίκληση “Ηρώων” όπως του Βαλκάνου, από το πάνθεο των Ηρώων της Πολεμική Αεροπορία για παραδειγματισμό των νέων μας.
Πηγή: national-pride.org
«Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον» (Ματθ. ΚΑ’ 16) λέγει ο Ψαλμωδός. Και αυτός ο αίνος δεν είναι φανταστικός, ούτε ρητορικό σχήμα, αλλά μια μεγαλειώδης και ένδοξη πραγματικότητα, με αληθινά νήπια ευλογημένα, που ομολόγησαν και εμαρτύρησαν και θυσιάστηκαν για τον Χριστό. Ναι, νήπια και μικρά παιδιά, που φωνάζουν και διαλαλούν την πίστι τους μέσα στους αιώνες και τραγουδούν αγγελικά το όνομα του Ιησού Χριστού! Πολλά είναι τα νήπια, που ανέβηκαν στον υψηλότατον βωμό του Μαρτυρίου. Από τις 14.000 νήπια, που κατέσφαξε ο αιμοσταγής Ηρώδης ο θηριόψυχος, έως τον τριετή Κήρυκο και ως τα «μειράκια» των νεομαρτύρων. Ένα από αυτά τα Άγια Νήπια γιορτάζει και η Εκκλησία μας, μαζί με τον Άγιο Ρωμανό και τον Άγιο Παιδομάρτυρα Πλάτωνα, στις 18 Μοεμβρίου. Μένει ανώνυμο στα Συναξάρια το Άγιο αυτό Νήπιο και άγνωστο το όνομά του σε μάς σήμερα. Είναι όμως γνωστό και ένδοξο στην Βασιλεία του Θεού.
Το Συναξάρι του Αγίου Νηπίου, που είναι συνδεδεμένο με το Συναξάρι του Αγίου Ρωμανού, αναφέρει τους εξής δύο στίχους:
«Κόλπους Αβραάμ νήπιον λαχόν ξίφει τοις Βηθλεέμ σύνεδρον ώφθη νηπίοις».
Και στην σημερινή γλώσσα σημαίνει ότι το «νήπιον με τον αποκεφαλισμό του δια ξίφους επέτυχε να πάη στους κόλπους του Αβραάμ (μεταφορική παρομοίωσι του Παραδείσου) και να εχη συντροφιά τα νήπια της Βηθλεέμ». Οι δύο – τρεις στίχοι, που προτάσσονται πάντοτε σε κάθε Συναξάρι των Αγίων και των Μαρτύρων της Εκκλησίας, είναι σαν ένα είδος ταυτότητος, μιας ατομικής καταγραφής της κάθε περιπτώσεως και περιέχει πολύ συνοπτικά, σχεδόν επιγραμματικά το όνομα, το μαρτύριο, τον τύπο, την ιδιότητα και την ήμερα της θυσίας του Μάρτυρος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιάζουν σαν τις επιγραφές, που βάζουν σήμερα πάνω στους επιτάφιους σταυρούς των Χριστιανών, με το όνομα, την πατρίδα, την ιδιότητα και την χρονολογία γεννήσεως και θανάτου του αποβιώσαντος. Γι’ αυτό και υπάρχουν πολλά τέτοια μεμονωμένα περιστατικά στα Συναξάρια, όπου μνημονεύονται οι Άγιοι και οι Μάρτυρες, χωρίς υπόμνημα (βιογραφία) και μόνο με τους αρχικούς στίχους, που διασώθηκαν από την θυελλώδη εκείνη περίοδο των διωγμών, κατά την οποία δεν υπήρχαν οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις να γίνωνται γνωστά όλα τα στοιχεία και να καταγράφωνται με πληρότητα. Οι Χριστιανοί ήταν συνεχώς διωκόμενοι και η Εκκλησία κρυμμένη από τα μάτια της κοσμικής εξουσίας, έτσι, που πολλές φορές μετακόμιζαν από πόλι σε πόλι και πολλά στοιχεία και βιβλία και πληροφορίες χάνονταν, καίγονταν ή καταστρέφονταν από την αναστάτωσι, τις μετακινήσεις, τους διωγμούς, τις καταστροφές και τις πυρκαγιές. Γι’ αυτό και πρέπει να ευγνωμονούμε όλους εκείνους, που βοήθησαν, κουράστηκαν και κινδύνευσαν για να διασωθούν ως τις μέρες μας, όλα τα σπουδαία στοιχεία, που έχουμε από την μεγάλη και ηρωική εκείνη εποχή, την πιο βάρβαρη σε αγριότητα, αλλά και την πιο υψηλή και ένδοξη μέσα στην παγκόσμια ιστορία. Είναι η πιο κορυφαία στιγμή του ιστορικού ανθρώπου, στην προσπάθειά του να ξαναγυρίση κοντά στον Δημιουργό του και να απάντηση στο μέγα κάλεσμα της αγάπης του Θεού.
Ας επιστρέψουμε όμως στην ιστορία του Αγίου Νηπίου και του Αγίου Ρωμανού, που ζούσαν την εποχή του βασιλέως της Ρώμης Μαξιμιανού, το 286 – 304 μ.Χ. Ο Ρωμανός ήταν διάκονος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και αργότερα πήγε στην Αντιόχεια. (Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι οι Συναξαριστές μιλούν για δύο συνωνύυμους Αγίους την ίδια μέρα, με το όνομα Ρωμανός, μέσα στην ίδια περιοχή σχεδόν και με το ίδιο μαρτύριο, που γιορτάζονται την ίδια μέρα. Η μόνη διαφορά τους είναι το επεισόδιο με το νήπιο. Πιθανόν να πρόκειται για δύο ξεχωριστούς Αγίους, αλλά εξ ίσου πιθανόν είναι να πρόκειται για ένα και το ίδιο πρόσωπο, που όμως παραδόθηκε από δύο διαφορετικές πηγές).
Μιαν ημέρα, που ο Έπαρχος Ασκληπιάδης έμπαινε στο ναό των ειδώλων, ο διάκονος Ρωμανός, που είχε αγωνιστικότατον φρόνημα, δεν δίστασε να ελέγξη τολμηρά και δημόσια τον άρχοντα και τού είπε:
› Δεν είναι θεοί τα είδωλά σας, οι δε Χριστιανοί υπερέχουν σε ευσέβεια, γιατί λατρεύουν τον αληθινό Θεό. Αυτό το μαρτυρούν ακόμα και τα μικρά παιδιά.
Και για να επιβεβαιώση τα λόγια του εζήτησε την μαρτυρία ενός μικρού παιδιού, γύρω στα πέντε του χρόνια, που το κρατούσε η μητέρα του στην αγκαλιά. Το πήρε λοιπόν ένας από τους στρατιώτες, που ακολουθούσαν τον Έπαρχο και το πλησίασαν κοντά του και ο Ασκληπιάδης ερώτησε το νήπιον:
› Ποίον δει σέβειν Θεόν; (Ποιόν Θεόν πρέπει να σεβώμεθα;).
› Τον Χριστόν, απήντησε το μικρό παιδί.
Οργισμένος και ντροπιασμένος ο Έπαρχος χτύπησε στο πρόσωπο το νήπιο και διέταξε να κόψουν την γλώσσα του Αγίου Ρωμανού. Οι δήμιοι εξετέλεσαν αμέσως την διαταγή του Επάρχου, αλλά ο Μάρτυς και με κομμένη την γλώσσα συνέχισε να μιλά θαυματουργικά με κανονική φωνή και δόξαζε τον Θεό και το άπειρο έλεός του. Το νήπιο, που το ξαναχτυπούν οι στρατιώτες και διψά, ζητά λίγο νερό. Η μητέρα του όμως, η οποία βρίσκεται κοντά του, του φωνάζει:
›Μη πιής, παιδί μου, από το νερό των ειδωλολατρών. Να κάνης υπομονή και να πιής το νερό, που θα σου δώση ο ίδιος ο Χριστός.
Το νήπιο, που τόσο θαρρετά ωμολόγησε την πίστι του στον Χριστό, θα αποκεφαλισθή από κάποιον στρατιώτη, κατά διαταγή του Επάρχου, ενώ ο Ρωμανός θα κλεισθή στην φυλακή, όπου και θα συνεχισθούν οι ξυλοδαρμοί και τα μαρτύρια. Το γεγονός της γενναίας και δημοσίας ομολογίας του θα το μάθη ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός, καθώς και το παράδοξο θαύμα, να μιλά δηλαδή ο Μάρτυρας και με κομμένη την γλώσσα, πράγμα φυσικώς αδύνατο, αντί νσ θαυμάση και νσ σκεφθή την δύναμι του Θεού του ζώντος, αγριεύει και δίνει αυστηρή διαταγή νσ θανατωθή και ο Ρωμανός στην φυλακή με απαγχονισμό. Η διαταγή του αυτοκράτορος, που φοβάται μη γνωσθή ευρύτερα το γεγονός και οι Χριστιανοί πάρουν θάρρος και αρχίζουν να ελέγχουν δημοσίως τους τυράννους των, εκτελείται αμέσως. Ο απαγχονισμός του Αγίου έγινε μέσα στην φυλακή και ο πιστός Ρωμανός έλαβε τον στέφανον της μαρτυρικής θυσίας του. Οι δύο στίχοι του Συναξαριού του αναφέρουν χαρακτηριστικά:
«Ρωμαλέος ην Ρωμανός προς βασάνουςρώμη κρατυνθείς παντοδυνάμου Λόγου».
Και σε σημερινή μετάφρασι:
«Γενναίος εστάθηκε στα βάσανα ο Ρωμανόςαφού δυναμώθηκε με την δύναμι του παντοδυνάμου Λόγου».Η θυσία της πρόσκαιρης και μάταιης ζωής αυτού του κόσμου όμως τον ανέβασε στα υψη της ουράνιας δόξας και της αιωνίας ευτυχίας στην Βασιλεία των Ουρανών, όπου βρίσκεται τώρα. Γι’ αυτό και ταιριάζει να κλείσουμε τις λίγες αυτές γραμμές, με το θαυμάσιο Κοντάκιόν του, που ψάλλεται κάθε χρόνο στην γιορτή του.
Στίχος στον Άγιο Ρωμανό
Τὸ καρτερόφρον Ῥωμανοῦ πᾶς θαυμάσει. Σὺν χαρμονῇ γὰρ πνιγμονὴν ἐκαρτέρει.
Στίχος στο Άγιο Νήπιο
Κόλπους Ἀβραὰμ νήπιον λαχὸν ξίφει, τοῖς Βηθλεὲμ σύνεδρον ὤφθη νηπίοις.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Δυὰς ἡ εὐκλεής, τῶν κλεινῶν Ἀθλοφόρων, ἐδόξασε λαμπρῶς, τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ὁ Πλάτων ὁ ἔνδοξος, Ρωμανός τε ὁ ἔνθεος, ἐναθλήσαντες, καὶ τὸν ἐχθρὸν καθελόντες· ὅθεν πάντοτε, ὑπὲρ ἡμῶν δυσωποῦσι, τὸν μόνον Φιλάνθρωπον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ὁπλῖται ἄριστοι, τῆς ἀληθείας, τὸν τοῦ ψεύδους ἄρχοντα, κατετροπώσασθε στερρῶς, σὺν Ῥωμανῷ Πλάτων ἔνδοξε, τῆς εὐσεβείας τὸν λόγον κηρύξαντες.
Κοντάκιον Ἦχος δ’ . Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστέρα μέγιστον, ἡ Ἐκκλησία, Ῥωμανὲ πανεύφημε, σὲ κεκτημένη ἀληθῶς, φωταγωγεῖται τοῖς ἄθλοις σου, τὴν φωτοφόρον δοξάζουσα μνὴμην σου. τὸν ἐχθρὸν καθελόντες, ὅθεν πάντοτε, ὑπὲρ ἠμῶν δυσωπούσι, τὸν μόνον Φιλάνθρωπον.
Μεγαλυνάριον.
Πλάτος εὐσεβείας διατρανοῖ, Πλάτων ὁ θεόφρων, τῇ στενώσει τῶν αἰκισμῶν, πίστεως δὲ ῥώμην, ὁ Ῥωμανὸς ἐκλάμπει, καὶ ἄμφω τὸ τοῦ Λόγου, πάθος δοξάζουσι.
Πηγή: Διακόνημα
Δρ. Χρίστος Ιακώβου: Ο έλεγχος του Ελληνισμού μέσω της πληθυσμιακής αλλοίωσης είναι στα σχέδια της Τουρκίας από την εποχή του Νιχάτ Ερίμ
Καλεσμένος στην εκπομπή "ΠΡΩΙΝΟΙ ΤΥΠΟΙ"
Απήλθον ποτέ είς κελλίον τινός των πατέρων. Ουκ ήνοιγε δε ούτος ο άγιος τινι συχνώς. Ως δε είδε με από της θυρίδος, ότι αυτός εγώ είμι, είπε μοι ‘Βούλει εισελθείν; Καγώ αντέφην ‘Ναί, τίμιε πάτερ. Μετά δε το εισελθείν με και εύξασθαι και καθίσαι και ομιλίαν πολλήν κινηθήναι,
Η Ένωση Απόστρατων Αξιωματικών Στρατού, με τη βράβευση του λοχαγού που είχε «γαζώσει» τουρκικό υποβρύχιο το 1997, έστειλε μήνυμα προς όλους τους... μπον βιβέρ των πολιτικών γραφείων που αρέσκονται στον ενδοτισμό.
Στις 16 Νοεμβρίου το υποβρύχιο Τρίτων έφτασε έξω από το ακρωτήριο Καφηρέας, αλλά λόγω θαλασσοταραχής ο κυβερνήτης του ανέβαλε την αποβίβαση για την επόμενη νύχτα πραγματοποιώντας εν τω μεταξύ σύντομη πολεμική περιπολία στην περιοχή. Κατά την επιχειρησιακή ώρα 16:00 εντόπισε εχθρικό υδροπλάνο με αποτέλεσμα να καταδυθεί σε βάθος 30 μέτρων. Στις 16:20 αναδύθηκε σε περισκοπικό βάθος και διακρίνοντας κοντά στην Άνδρο εχθρική νηοπομπή αποφάσισε να της επιτεθεί.
Ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος υπήρξε ο συγγραφέας του πρώτου ιερού Ευαγγελίου, αφού οκτώ χρόνια μετά την Ανάληψη του Κυρίου συνέγραψε στην εβραϊκή γλώσσα που την εποχή εκείνη ήταν η καθομιλουμένη στην Παλαιστίνη αραμαϊκή το πρώτο Ευαγγέλιο, το οποίο φέρει και το όνομά του. Ο εξαίσια υμνηθείς από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας ως «τῶν πεπλανημένων ὁδηγός πρός σωτηρίαν καί πρεσβευτής παντός τοῦ κόσμου θερμότατος» ονομαζόταν αρχικά Λευί και καταγόταν από την Κανά της Γαλιλαίας. Ήταν γιος του Αλφαίου και προτού κληθεί στο αποστολικό αξίωμα, εξασκούσε το επάγγελμα του τελώνη, δηλαδή του φοροεισπράκτορα. Μάλιστα οι Εβραίοι θεωρούσαν το επάγγελμα αυτό άδικο και μισητό, αφού οι τελώνες πλούτιζαν από τις αδικίες που έκαναν με την υπερβολική είσπραξη των φόρων. Γι’ αυτό και μαζί με τις πόρνες θεωρούνταν ως οι πλέον αμαρτωλοί. Κάποια ημέρα όμως που ο Λευί καθόταν στο τελωνείο, πέρασε από εκεί ο Κύριος, ο Οποίος μόλις τον είδε, του είπε: «Ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 9,9).
Με το άκουσμα αυτής της πρόσκλησης ο τελώνης Λευί άφησε όχι μόνο το επάγγελμά του, αλλά και το σπίτι και την οικογένειά του και ακολούθησε τον Ιησού Χριστό, γενόμενος πιστός μαθητής και απόστολος Του και λαμβάνοντας το όνομα Ματθαίος που σημαίνει δώρο του Θεού. Μάλιστα προτού ακολουθήσει τον Κύριο, παρέθεσε στο σπίτι του ένα πλούσιο γεύμα, στο οποίο ἐλαβαν μέρος όχι μόνο ο Ιησούς Χριστός, αλλά και συγγενείς του και πολλοί τελώνες, γεγονός που προκάλεσε τον σκανδαλισμό και την κατάκριση των Φαρισαίων. Αλλά ο Κύριος τους απάντησε: Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες˙ πορευθέντες δέ μάθετε ἐστιν ἔλεον θέλω καί οὐ θυσίαν, οὐ γάρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἀμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν (Ματθ. 9, 13-14). Ο Ματθαίος έγινε πιστός μαθητής του Ιησού Χριστού και Τον ακολούθησε σε όλη την πορεία Του στην Παλαιστίνη, γενόμενος αυτόπτης μάρτυρας και κοινωνός της σωτηριώδους διδασκαλίας Του και των πολυάριθμων θαυμάτων Του, τόσο πριν από τη Σταύρωση όσο και μετά την ένδοξο Ανάστασή Του. Κατά την ευφρόσυνο ημέρα της Πεντηκοστής, κατά την οποία κατήλθε το Άγιο Πνεύμα επί των Αγίων Αποστόλων, έλαβε την εντολή να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού στους συμπατριώτες του, τους Εβραίους, τους οποίους αγαπούσε ιδιαίτερα. Γι’ αυτό τον λόγο συνέγραψε το πρώτο Ευαγγέλιο μεταξύ των ετών 42-65μ.Χ., χρονολογία όμως που μέχρι σήμερα δεν είναι επαρκώς επιβεβαιωμένη. Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο γράφτηκε στην αραμαϊκή γλώσσα που μιλούσαν την εποχή εκείνη οι κάτοικοι της Παλαιστίνης, ενώ λίγα χρόνια αργότερα και σύμφωνα με τον Μέγα Αθανάσιο μεταφράσθηκε στην ελληνική γλώσσα από τον Άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, τον και πρώτο ιεράρχη των Ιεροσολύμων, κατόπιν δε αντιγράφηκε από τον Άγιο Απόστολο Βαρθολομαίο. Μάλιστα το κείμενο του Ευαγγελίου στην ελληνική γλώσσα αντικατέστησε το εβραϊκό πρωτότυπο κείμενο, του οποίου αντίγραφο δεν μας διασώθηκε. Γι’ αυτό και η ελληνική μετάφραση του Ευαγγελίου του Ματθαίου διαδόθηκε και έξω από την Παλαιστίνη και στα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνος είχε καταστεί ιδιαίτερα λαοφιλής και διαδεδομένη.
Ο Απόστολος Ματθαίος απευθύνεται με το Ευαγγέλιο του στους Εβραίους, θέλοντας να τους αποδείξει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας που αναμένουν ότι θα έρθει. Έτσι το συγγραφέν από τον Ματθαίο Ευαγγέλιο αποτελεί τον συνδετικό κρίκο της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη, αφού κάθε αναφορά στη ζωή, τη διδασκαλία, τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου αποσκοπεί στο να πείσει τους Εβραίους ότι όλα αποτελούν εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης. Γι’ αυτό και τονίζεται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο ερχόμενος Μεσσίας και Εκείνος που χαρίζει την αιώνια ζωή. Όσοι λοιπόν ασπασθούν τη σωτηριώδη διδασκαλία Του, θα κληρονομήσουν τη Βασιλεία των Ουρανών, ενώ δεν παραλείπει να διακηρύξει την παγκοσμιότητα του μηνύματος του Ευαγγελίου του Χριστού: Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη (Ματθ. 28, 19). Στο Ευαγγέλιο του, το οποίο γράφτηκε οκτώ χρόνια μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Απόστολος Ματθαίος αναφέρεται στην κατά σάρκα Γέννηση του Ιησού Χριστού και τα γεγονότα που επακολούθησαν (Κεφ. 1-2), στο κήρυγμα του Ιωάννου του Προδρόμου, τη Βάπτιση του Κυρίου και τους πειρασμούς στην έρημο (Κεφ. 3,1 - 4,11), στη δράση του Κυρίου στη Γαλιλαία, την επί του Όρους Ομιλία Του και την κλήση του από τον ίδιο τον Κύριο (Κεφ. 4,12 -10, 42), στη διδασκαλία και τα θαύματα του Κυρίου στη Γαλιλαία (Κεφ. 19-20), στη θριαμβευτική είσοδο του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα και τη σύγκρουσή Του με το θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής (Κεφ. 21-25), στη σύλληψη, την καταδίκη, τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του (Κεφ. 26,1 -28, 15) και τέλος στην αποστολή των μαθητών Του στον κόσμο (28, 16-20).
Μετά τη συγγραφή του Ευαγγελίου ο Απόστολος Ματθαίος συνέχισε το ιεροκηρυκτικό του έργο στη χώρα των Πάρθων και των Μήδων, όπου ίδρυσε Τοπικές Εκκλησίες, αλλά υπέστη και πολλές δοκιμασίες από τους ειδωλολάτρες. Όταν έφθασε στην ευρισκόμενη επί του Ευφράτη ποταμού Ιεράπολη της Συρίας, διέδωσε με το πύρινο κήρυγμά του το μήνυμα του Ευαγγελίου του Χριστού σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολυάριθμοι ειδωλολάτρες ασπάσθηκαν τη χριστιανική πίστη, ενώ χειροτόνησε διακόνους, ιερείς και επίσκοπους και δια της χάριτος του Θεού τέλεσε πολλά θαύματα. Εκοιμήθη εν ειρήνη σε προχωρημένη ηλικία και ενταφιάσθηκε με τις πρέπουσες τιμές, ενώ η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 16 Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με μεταγενέστερη συναξαριακή παράδοση, η οποία στηρίχθηκε στη συνταχθείσα βιογραφία του Αγίου από τον ιστορικό, αγιολόγο και λειτουργιολόγο Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, αλλά δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη, ο Απόστολος Ματθαίος υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και υπέστη τον δια πυρός θάνατο. Σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή μετά την ιεραποστολική του δράση στη χώρα των Πάρθων και των Μήδων αποφάσισε να αποσυρθεί σε απομονωμένο τόπο για να επιδοθεί με μεγαλύτερη αφοσίωση και επιμέλεια στην άσκηση και την προσευχή. Έτσι κατέφυγε σε ερημική περιοχή ενός βουνού, όπου εκεί μία ημέρα ο Κύριος του φανερώθηκε με τη μορφή ενός παιδιού. Μάλιστα του έδωσε ένα ραβδί, λέγοντάς του να πάει να το φυτεύσει πλησίον της εκκλησίας στην πόλη Μυρμήνη. Επιπλέον του είπε ότι το ραβδί αυτό θα γίνει με τη δύναμή Του πολύκαρπο δένδρο με κλαδιά που θα στάζουν γλυκύτατο μέλι, ενώ από τη ρίζα του θα ρέει νερό, με το οποίο θα λούζονται οι κακόψυχοι άνθρωποι για να αναγεννηθούν πνευματικά. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα αλλάξουν τρόπο ζωής και συμπεριφοράς. Ο Απόστολος Ματθαίος πήρε τότε το ραβδί από τον Κύριο, αλλά στην πορεία του συνάντησε τη βασίλισσα της πόλεως που ονομαζόταν Φουλβάνα, η οποία συνοδευόταν από τον γιο και τη νύφη της. Και οι δύο όμως ήταν δαιμονισμένοι. Μάλιστα απευθυνόμενοι στον Ματθαίο, τον ρώτησαν ποιος τον ανάγκασε να έρθει στον τόπο τους και προσπαθεί μ’ αυτό το ραβδί να τους καταστρέψει. Τότε ο πανεύφημος Απόστολος του Χριστού τους θεράπευσε από την επήρεια των δαιμόνων και κατόπιν τον ακολούθησαν με απόλυτη ευταξία. Μόλις πληροφορήθηκε ο επίσκοπος της πόλεως Πλάτων την παρουσία του Αποστόλου Ματθαίου, τον υποδέχθηκε μαζί με όλους τους κληρικούς. Αφού φυτεύθηκε το ραβδί, αυτό πράγματι βλάστησε και έγινε πολύκαρπο δένδρο, ενώ νερό ανέβλυσε από τη ρίζα του. Το θαυμαστό αυτό γεγονός διαδόθηκε αμέσως σε ολόκληρη την πόλη και πλήθος κόσμου άρχισε να συρρέει για να γευθούν τον γλυκό καρπό και να λουσθούν με το αναβλύζον νερό για να απελευθερωθούν από το σκότος της αμαρτίας και να αποκτήσουν πραότητα στην ψυχή τους.
Μόλις ο βασιλιάς πληροφορήθηκε τα γενόμενα, αποφάσισε να θανατώσει τον Απόστολο Ματθαίο, ρίχνοντάς τον στη φωτιά. Όμως ο Κύριος του παρουσιάσθηκε μία νύκτα και τον εμψύχωσε, λέγοντάς του ότι θα βρίσκεται δίπλα του βοηθός και συμπαραστάτης. Η προστασία του Κυρίου στον Απόστολο και μαθητή Του φάνηκε, όταν συνολικά οκτώ στρατιώτες που στάλθηκαν για να τον συλλάβουν, τυφλώθηκαν από την υπερβολική λάμψη που εξέπεμψε ο ίδιος ο Κύριος που εμφανίσθηκε με τη μορφή παιδιού. Τότε εξοργισμένος ο βασιλιάς αποφάσισε να τον θανατώσει με τα ίδια του τα χέρια, αλλά μόλις τον πλησίασε, τυφλώθηκε και ο ίδιος. Αμέσως όμως έπεσε στα πόδια του Απόστολου, παρακαλώντάς τον να τον συγχωρήσει και να του χαρίσει και πάλι την όρασή του, όπως και έγινε. Μόλις όμως επανέκτησε το φως του, διέταξε ο βασιλιάς να τον υποβάλλουν σε φρικτά βασανιστήρια. Αλλά με τη χάρη του Θεού το καμίνι που ετοιμάστηκε για να κάψουν τον Απόστολο, δεν έκαιγε καθόλου. Τότε ο βασιλιάς αποφάσισε να αποδείξει την παντοδυναμία του, υποβάλλοντας τον Απόστολο σε νέα δοκιμασία. Η προσπάθειά του όμως έπεσε στο κενό, αφού η φωτιά κατέκαψε τα αγάλματα των ειδωλολατρικών θεών, ενώ απείλησε και τον ίδιο τον βασιλιά, ο οποίος διασώθηκε με τη δύναμη της προσευχής του Αποστόλου, ο οποίος κατόπιν παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Το πάνσεπτό του λείψανο έμεινε αβλαβές από τη φωτιά και κατ’ εντολήν του βασιλιά τοποθετήθηκε μέσα σε μία σιδερένια θήκη και ρίχθηκε στη θάλασσα για να αποδειχθεί, εάν θα καταποντισθεί ή εάν θα το προστατεύσει ο Θεός. Τότε ο Απόστολος Ματθαίος παρουσιάσθηκε τη νύχτα στον Επίσκοπο Πλάτωνα και του ζήτησε να μεταβεί σε συγκεκριμένο τόπο για να βρει το ιερό του λείψανο μαζί με τη σιδερένια θήκη, όπως και έγινε. Το νέο συγκλονιστικό αυτό θαύμα έκανε τον βασιλιά να πιστέψει στον Ιησού Χριστό και να ζητήσει από τον Επίσκοπο να τον βαπτίσει. Μάλιστα του δόθηκε το όνομα Ματθαίος, ο δε Επίσκοπος Πλάτων έλαβε την εντολή από τον πανεύφημο Απόστολο που του εμφανίσθηκε σε όραμα, να χειροτονήσει τον βασιλιά πρεσβύτερο και τον γιο του διάκονο. Του είπε επίσης ότι μετά την έλευση τριών ετών, όπου ο Κύριος θα τον καλέσει κοντά Του, ο βασιλιάς Ματθαίος θα γίνει επίσκοπος, ενώ διάδοχός του θα γίνει αργότερα ο γιος του, όπως και έγινε.
Ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος είναι ο προστάτης άγιος των τελωνειακών υπαλλήλων και η ημέρα της μνήμης του καθιερώθηκε ως επίσημη εορτή των τελωνειακών με το υπ’ αριθμόν 109 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 25/Α/8-2-1979). Μάλιστα με δαπάνη των τελωνειακών της Μακεδονίας ανεγέρθηκε περίτεχνο μαρμαρόγλυπτο προσκυνητάριο με την εικόνα του Αγίου στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Θεσσαλονίκης, όπου κατ’ έτος οι τελωνειακοί της Μακεδονίας εορτάζουν τον προστάτη τους άγιο, ενώ παρεκκλήσιο επ’ ονόματί του έχει ανεγερθεί στο Τελωνείο Κήπων Έβρου. Επίσης το 1993 η Ένωση Τελωνειακών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης εξέδωσε την Ακολουθία, τον Παρακλητικό Κανόνα και τους Χαιρετιστήριους Οίκους που ποιήθηκαν προς τιμήν του Αγίου από τον αείμνηστο Μέγα Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη. Ακολουθίες προς τιμήν του Αγίου έχουν επίσης συντάξει ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας Δρ. Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας και η Μοναχή Ισιδώρα Αγιεροθεΐτισσα.
Το όνομα του Αγίου Ματθαίου φέρει ένα από τα μεγαλύτερα και ωραιότερα χωριά της Κέρκυρας, γνωστό στην κερκυραϊκή ντοπιολαλιά ως «Αη Μαθιάς», όπου υπάρχει και ομώνυμος ενοριακός ναός με επιβλητικό κωδωνοστάσιο, ο οποίος αποτέλεσε το λατρευτικό κέντρο των πρώτων κατοίκων του χωριού. Σύμφωνα με την επιχώρια προφορική παράδοση το χωριό ονομαζόταν αρχικά Άγιος Νικόλαος (Αη Νικόλας) χάρη σ’ έναν ομώνυμο μικρό ναό. Αργότερα όμως μετονομάσθηκε σε Άγιος Ματθαίος (Αη Μαθιάς) και ανεγέρθηκε μεγάλος ναός προς τιμήν του, αφού σύμφωνα με την τοπική παράδοση ένας γέροντας εμφανίσθηκε ξαφνικά ενώπιον κάποιων εμπόρων κρασιού που πήγαιναν στο χωριό, αλλά έχασαν τον προσανατολισμό τους εξαιτίας μιας σφοδρότατης κακοκαιρίας. Μάλιστα ο γέροντας αυτός τους υπέδειξε και τον σωστό δρόμο για να μεταβούν στο χωριό. Όταν έφτασαν εκεί, αναζήτησαν την εκκλησία για να ευχαριστήσουν τον Θεό που τους έσωσε, αλλά και που έφτασαν με ασφάλεια στον σωστό προορισμό. Όταν όμως μπήκαν στον ναό, είδαν σε μία εικόνα τη μορφή του γέροντα που είχε παρουσιασθεί ξαφνικά μπροστά τους και τους είχε βοηθήσει να σωθούν. Η μορφή αυτή δεν ήταν άλλη από τον Άγιο Απόστολο και Ευαγγελιστή Ματθαίο. Το υπερφυές αυτό γεγονός θεωρήθηκε από τους κατοίκους ως θαύμα και έτσι το χωριό μετονομάσθηκε σε Άγιος Ματθαίος.
Επ’ ονόματι του Αγίου είναι αφιερωμένοι επίσης οι ενοριακοί ναοί στα χωριά Άνω Γαρέφι Αλμωπίας του νομού Πέλλης και Πτελεώνας Εορδαίας του νομού Κοζάνης, αλλά και ο σταυροειδής μετά τρούλου περικαλλής ενοριακός ναός του Αγίου στη συνοικία Κοφινάς της πόλεως Χίου, ο οποίος ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων από το Σωματείο των «Κουντουράδων», ενώ στο χωριό Βασιλεώνοικο της Χίου υπάρχει και εξωκκλήσιο επ’ ονόματί του. Διάσπαρτα είναι τα εξωκκλήσια του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου και σε διάφορα νησιά των Κυκλάδων και συγκεκριμένα στην Άνδρο, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Νάξο και τη Σαντορίνη. Αξιομνημόνευτο είναι το εξωκκλήσιο του Αγίου στην περιοχή του χωριού Βίβλος (Τρίποδες) Νάξου, αφού είναι κτισμένο πάνω σε παλαιοχριστιανική βασιλική, ενώ έξω από τον ναό σώζεται μία μεγάλη μαρμάρινη κολυμβήθρα με ανάγλυφους σταυρούς. Ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το χρονολογούμενο από το 1638 εξωκκλήσιο του Αγίου στο Παλιό Χωριό (Μέσα ή Επισκοπή Γωνιά) Σαντορίνης, όπου κάθε χρόνο στις 16 Νοεμβρίου τελείται ο εορτασμός, της μνήμης του. Επίσης στην παλαίφατη Ιερά Μονή Μεγάλης Παναγίας της νήσου Σάμου υπάρχει εντός των κελλίων παρεκκλήσιο επ’ ονόματι του Αγίου Ματθαίου του Ευαγγελιστού και της Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας.
Στο όνομα του Αγίου Ματθαίου είναι αφιερωμένος και ο ευρισκόμενος ναός επί της οδού Ταξιάρχου Μαρκοπούλου στο Ηράκλειο Κρήτης, ο οποίος στην πρώτη του μορφή χρονολογείται από τη Β΄ βυζαντινή περίοδο, ενώ το σημερινό κτίσμα ανεγέρθηκε μετά το σεισμό του 1508. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας παραχωρήθηκε σε μοναχούς της Μονής Σινά, αφού οι Οθωμανοί είχαν μετατρέψει σε τζαμί το Σιναΐτικο μετόχιο της Αγίας Αικατερίνης στο Ηράκλειο. Σ’ αυτόν τον ναό, ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη ζωή του Ηρακλείου και είναι γνωστός ως «Άγιος Ματθαίος των Σιναϊτών» εκκλησιάζονταν όλοι οι χριστιανοί μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς. Σήμερα φιλοξενεί μία σπάνια συλλογή εξαίρετων φορητών εικόνων της Κρητικής Σχολής. Στον Άγιο Ματθαίο είναι επίσης αφιερωμένος και ναός στο Ακρωτήρι Χανίων, όπου κατ’ έτος εορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα η μνήμη του. Πρόκειται για παρεκκλήσιο της ενορίας Αγίου Νικολάου Χαλέπας στην περιοχή «Φρούδια», το οποίο κτίσθηκε στη δεκαετία του 1960 πάνω σε ερείπια ομώνυμου παλαιού ναού που αποτελούσε καθολικό γυναικείας μονής, η οποία καταστράφηκε από τους Τούρκους κατά την κατάληψη της Κρήτης. Στον χώρο που βρίσκεται σήμερα ο ναός, λειτούργησε το 1974 Εκκλησιαστική Σχολή, η οποία το 2005 μετονομάσθηκε σε Γενικό Εκκλησιαστικό Λύκειο και Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο Κρήτης. Ενδεικτικό είναι ότι η τιμή που απολαμβάνει ο Άγιος Ματθαίος στην Κρήτη, οδήγησε τον αοίδιμο λόγιο και φιλάγιο Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Ιλαρίωνα να συμπεριλάβει την Ακολουθία του Αγίου στο βιβλίο των Κρητών Αγίων, το οποίο εκδόθηκε το 1877 με δική του δαπάνη και επιμέλεια.
Η καλύτερη τιμή όμως στον Άγιο Απόστολο και Ευαγγελιστή Ματθαίο είναι να παραδειγματιστούμε από τη μετάνοια και τη μεταστροφή του, αφού από αμαρτωλός αρχιτελώνης κατέστη πιστός μαθητής και ακόλουθος του Ιησού Χριστού, αφήνοντας πίσω το αμαρτωλό παρελθόν του και μαζί μ’ αυτό ακόμη και φίλους, συγγενείς και περιουσίες, προκειμένου να κερδίσει κοντά στον Κύριο τη Βασιλεία των Ουρανών. Άλλωστε η κατάκτηση της αιώνιας ζωής κοντά στον Ιησού Χριστό είναι η κυρίαρχη έννοια και διδασκαλία του Ευαγγελίου του, αφού όπως τονίζει, αυτή τη Βασιλεία ήρθε και αποκάλυψε ο προαναγγελθείς από τους προφήτες Μεσσίας. Γι’ αυτό και καλεί τους χριστιανούς να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση, να επιδίδονται σε αγαθοεργίες και να αγωνίζονται πνευματικά, ώστε να κερδίσουν την αιωνιότητα.
Βιβλιογραφία
· Βίος και Ακολουθία του Ευαγγελιστού Ματθαίου Προστάτου Τελωνειακών, Έκδοση Ενώσεως Τελωνειακών Υπαλλήλων Β΄ Περιφέρειας, Θεσσαλονίκη 1993.
· Λέκκου Ευαγγέλου Π., Οι 4 Ευαγγελιστές, Εκδόσεις Σαΐτης, χ.χ.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας ἤκουσας, φωνῆς τοῦ Λόγου, καὶ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καταλείψας τελωνείου τὸν σύνδεσμον ὅθεν Χριστοῦ τὴν ἀπόρρητον κένωσιν,εὐηγγελίσω Ματθαῖε Ἀπόστολε. Καὶ νῦν πρέσβευε, δοθήναι τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε, καὶ Εὐαγγελιστὰ Ματθαῖε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.ἈπολυτίκιονΤήν ἔνσαρκον πάνσοφε οἰκονομίαν Χριστοῦ, τά Πάθη καί Ἔγερσιν, εὐηγγελίσω ἠμίν, Ματθαῖε Ἀπόστολε•ὅθεν χρεωστικῶς σέ, ἀνυμνοῦμεν βοῶντες,φάνηθι ἐν τή κρίσει, βοηθῶν ἠμίν πάσιν, ἤς καί τήν ὥραν Εὐαγγελιστῶ, τρανῶς, καθυπέγραψας.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Τοῦ τελωνείου τὸν ζυγὸν ἀποῤῥίψας, δικαιοσύνης τῷ ζυγῷ προσηρμόσθης, καὶ ἀνεδείχθης ἔμπορος πανάριστος, πλοῦτον κομισάμενος, τὴν ἐξὕψους σοφίαν• ὅθεν ἀνεκήρυξας, ἀληθείας τὸν λόγον, καὶ τῶν ῥᾳθύμων ἤγειρας ψυχάς, καθυπογράψας, τὴν ὥραν τῆς κρίσεως.
Πηγή: Σύνδεσμος Κληρικών Χίου, Λάβαρον
Ο WHO στις επικαιροποιημένες "οδηγίες αυτοφροντίδας υγείας" του θέλει να αποσυνδέσει την άμβλωση από την ιατρική πρακτική. Προσπαθεί να πείσει τις γυναίκες πως είναι δυνατές όταν μπορούν μόνες τους να πραγματοποιούν την άμβλωσή τους. Για αυτό το σκοπό τις εκπαιδεύει διαδικτυακά ώστε η αυτοδιαχείριση στην έκτρωση να φτάσει και στο πιο απόμερο άκρο του πλανήτη, ενώ έχει ήδη συμπεριλάβει τα εκτρωτικά χάπια στη λίστα με τα απαραίτητα φάρμακα, δίπλα στα αντιβιοτικά, τα αντιδιαρροϊκά , τα παιδικά εμβόλια και τα άλλα φάρμακα που σώζουν ζωές !
Ο Γουρίας και ο Σαμωνάς ήταν επιφανείς πολίτες της Εδέσσης. Κατά τη διάρκεια ενός από τους πολλούς διωγμούς ( σ.τ. μ. επί βασιλείας του Διοκλητιανού , κυρίως το έτος 303 ) , κάποιοι χριστιανοί διέφυγαν εκτός της πόλεως και ζούσαν θεαρέστως εν προσευχή και νηστεία, ενισχύοντας πνευματικά και τους άλλους πιστούς. Καταγγέλθηκαν ως Χριστιανοί στον ηγεμόνα και συνελήφθησαν. Όταν παρέστησαν ενώπιον του δικαστή, τους απείλησε με θάνατο, εάν δεν υποτάσσονταν στο αυτοκρατορικό διάταγμα που επέβαλλε την προσκύνηση των ειδώλων. Οι άγιοι μάρτυρες απάντησαν με παρρησία:
› Εάν υπακούσουμε στο αυτοκρατορικό διάταγμα θα χαθούμε, ακόμη και αν δεν μας σκοτώσετε!
Ακολούθησαν βασανιστήρια και κατόπιν τους άφησαν έγκλειστους στη φυλακή, από 1ης Αυγούστου έως 10ης Νοεμβρίου , μέσα στην πείνα, το σκότος και τους πόνους. Ύστερα τους έβγαλαν έξω για δεύτερη σειρά βασανιστηρίων, διότι παρέμεναν αταλάντευτα προσηλωμένοι στη χριστιανική Πίστη. Τους καταδίκασαν σε θάνατο και πράγματι το ξίφος του δημίου τους αποκεφάλισε το έτος 322, επί βασιλέως του στυγερού Λικινίου.
Αργότερα , και ο ιεροδιάκονος της Εδέσσης, Άβιβος, υπέμεινε μαρτύρια για τον Χριστό του: εδάρη, εκρεμάσθη και, καταμεσής στις φλόγες όπου τον έριξαν, παρέδωσε το πνεύμα του σ’ Αυτόν. Η μητέρα του πήρε το άψυχο σώμα του γιού της ανέπαφο από τις φλόγες, κατά θαυματουργικό τρόπο, και το ενταφίασε στον ίδιο τάφο με τα τίμια λείψανα των αγίων Γουρά και Σαμωνά. Όταν ο διωγμός κατέπαυσε, οι χριστιανοί έκτισαν εκκλησία προς τιμήν των αγίων μαρτύρων Γουρία, Σαμωνά και Αβίβου και τοποθέτησαν τα θαυματουργά λείψανά τους σε κοινή λάρνακα.
Το μαρτύριο των τριών αυτών ιστορεί και ο Συναξαριστής του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ως έχει:
«Από τους Αγίους τούτους μάρτυρας ο μεν Σαμωνάς και Γουρίας εμαρτύρησαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και του δουκός Αντωνίνου εν έτει 288, διαβληθέντες δηλαδή ότι πείθουσι τους ανθρώπους να μη θυσιάζωσιν εις τα είδωλα, ευθύς εκρεμάσθησαν και οι δύο από την μίαν χείρα, κάτωθεν δε ετραβώντο οι πόδες των από βάρη τινών σωμάτων και ούτως έμειναν κρεμάμενοι από την τρίτην ώραν έως την έκτην. Επειτα καταβιβασθέντες ερρίφθησαν δεδεμένοι εις μίαν σκοτεινήν φυλακήν και οι πόδες αυτών εσφίγχθησαν. Εις το τιμωρητικόν ξύλον, εκεί δε διέμειναν στεναχωρημένοι και κακοπαθούντες από την πείναν, τέσσαρας ολοκλήρους μήνας.
Mετά ταύτα, ο μεν Άγιος Σαμωνάς, εκρεμάσθη κατακέφαλα από τον ένα πόδα, από την δευτέραν ώραν έως την πέμπτην όθεν εκβήκε το γόνατόν του από τον τόπον του, ο δε Αγιος Γουρίας έμεινεν εις την φυλακήν ως αν ημιθανής. Tην δε ερχομένην ημέραν απεκεφαλίσθησαν και οι δύο. Άβιβος δε ο διάκονος διαβληθείς κατά τους χρόνους Λικινίου του τυράννου εν έτει 316, ότι εδίδασκε τους Ελληνας την εις Xριστόν πίστιν, πρώτον μεν εκρεμάσθη, έπειτα δε εδάρη, απολυθείς δε ύστερον, ερωτάται, εάν αρνήται τον Xριστόν, και μη πεισθείς εις την προσταγήν του τυράννου, παρεδόθη εις το πυρ έχων εις το στόμα του εν λωρίον ως αν χαλινόν, και ούτως ετελείωσε το μαρτύριόν του. Όθεν έλαβον και οι τρεις παρά Kυρίου τους στεφάνους της νίκης».
Από τα πάμπολλα θαύματα που επιτέλεσε η εξαίσια αυτή τριάδα μαρτύρων, πιο αξιοσημείωτο είναι το ακόλουθο:
Η νεαρή θυγατέρα μιας χήρας από την Έδεσσα επρόκειτο να παντρευτεί κάποιον Γότθο στρατιώτη που υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό. Επειδή η μητέρα φοβόταν για την ακεραιότητα της θυγατέρας της λόγω μετοικεσίας της πολύ μακριά της, ο Γότθος ορκίστηκε πάνω από τον τάφο των τριών αγίων μαρτύρων ότι δεν θα έκανε κανένα κακό στην κοπέλα, αλλά θα την έπαιρνε ως νόμιμη σύζυγό του, καθώς τους είχε διαβεβαιώσει ότι δεν ήταν νυμφευμένος. Αλλά στην πραγματικότητα ήταν ήδη νυμφευμένος και όταν πήρε την νεαρή κοπέλα στη χώρα του, την κράτησε όχι ως σύζυγο αλλά ως σκλάβα του, μέχρι που πέθανε η νόμιμη γυναίκα του. Τότε συμφώνησε με τους συγγενείς του να θάψει τη ζωντανή σκλάβα με την πεθαμένη σύζυγο!
Η κοπέλα με δάκρυα παρακαλούσε τους τρεις αγίους μάρτυρες να τη σώσουν και πράγματι αυτοί της φανερώθηκαν μέσα στον τάφο τους και αστραπιαία τη μετέφεραν από τη χώρα των Γότθων στην Έδεσσα στην εκκλησία τους. Την επαύριο, όταν άνοιξε η εκκλησία, οι άνθρωποι βρήκαν την νεαρή κοπέλα επάνω στον τάφο των αγίων του Θεού και τους αφηγήθηκε την θαυματουργική διάσωσή της.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Tριάδος ἰσάριθμοι τῆς Ὑπερθέου, σαφῶς Γουρίας καὶ Ἄβιβος καὶ Σαμωνᾶς ὁ κλεινός, ἔνθεοι ὑπάρχοντες ταύτην τοῖς ἀσεβέσιν ὡμολόγησαν ἅμα ἄθλων τὴν τρικυμίαν ἀβλαβῶς διελθόντες· καὶ νῦν ἡμᾶς κυβερνῶσιν ὅρμον πρὸς ἄκλυστον.
ΚοντάκιονἮχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους σοφοί, τὴν χάριν κομισάμενοι, τῶν ἐν πειρασμοῖς, προΐστασθε πανεύφημοι· διὸ κόρην Ἅγιοι, ἐκ θανάτου πικροῦ ἐῤῥύσασθε· ὑμεῖς γὰρ ὄντως ὑπάρχετε, Ἐδέσσης ἡ δόξα, καὶ τοῦ κόσμου χαρά.
ΚάθισμαἮχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τριάδος τῆς σεπτῆς, καταγγέλλοντες πίστιν, πολύθεον Σοφοί, τῶν εἰδώλων ἀπάτην, ἀνδρείως καθείλετε, ὡς τῆς πίστεως πρόμαχοι, κόρην ζῶσαν δέ, κατακλεισθεῖσαν ἐν τάφῳ, διεσώσατε, θανατηφόρου κινδύνου, ὑμᾶς μακαρίζουσαν.
Πηγή: (Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Πνευματικό ημερολόγιο - Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Βίοι Αγίων, Ύμνοι, Στοχασμοί και Ομιλίες για κάθε ημέρα του χρόνου (Νοέμβριος)", Εκδόσεις Άθως) Forum "Ορθοδοξία", Χανιώτικα Νέα, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...