
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Τον Σεπτέμβριο του 1916 η τραγωδία του Εθνικού διχασμού βρισκόταν στην κορύφωση του. Οι Βενιζελικοί είχαν απόσχει από τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1915 και είχε αναδειχθεί βουλή αντιβενιζελικής πλειοψηφίας,
Τα δεδομένα είναι εφιαλτικά: Η Ελλάδα και η Κύπρος μικραίνουν πληθυσμιακά. Αλλοιώνονται επικίνδυνα δημογραφικά. Και απειλούνται αδίστακτα από την Τουρκία και την εισβολή ξένων, παράνομων μεταναστών. Η πληθυσμιακή συρρίκνωση και η δημογραφική αλλοίωση των δύο χωρών του Ελληνισμού χρονολογείται εδώ και μερικές δεκαετίες.
Απίστευτο θράσος από τα τουρκικά ΜΜΕ που συνεχίζουν να μιλούν για τη «Γαλάζια πατρίδα» και να προκαλούν με κάθε τρόπο.
Ανάμεσα στη χορεία των Νεομαρτύρων της Εκκλησίας μας υπάρχουν και κάποιοι οι οποίοι χαρακτηρίζονται: «εξ Αγαρηνών». Πρόκειται για πολλούς τούρκους μουσουλμάνους, οι οποίοι, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό και αξιώθηκαν του μαρτυρίου.
Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος νεομάρτυρας Ιωάννης ο εξ Αγαρηνών, ο Βραχωρίτης, τούρκος στην καταγωγή, γιός του φημισμένου Σεΐχη της Κόνιτσας και δερβίσης, δηλαδή θρησκευτικός αρχηγός και δάσκαλος της περιοχής. Γεννήθηκε περί το 1790 στην Κόνιτσα και ονομαζόταν Χασάν. Ο πλούσιος και ευγενής πατέρας του φρόντισε να του εμπεδώσει τις αρχές του Ισλάμ και να σπουδάσει κοντά σε ξακουσμένους ιεροδιδασκάλους του Ισλάμ. Κατόπιν τον έστειλε στα Γιάννενα, όπου σε ηλικία είκοσι ετών έγινε και αυτός δερβίσης. Ο Αλή Πασάς εκτίμησε τα χαρίσματά του και τις ικανότητές του και τον έστειλε στον διοικητή της Αιτωλοακαρνανίας Γιουσούφ Αράπη, να υπηρετήσει στην αυλή του, στο Βραχώρι (σημερινό Αγρίνιο), ως δερβίσης. Εκείνος τον δέχτηκε με χαρά, διότι ήταν και φίλος του πατέρα του, αναθέτοντάς του την θρησκευτική επιστασία της περιοχής, διδάσκοντας το Κοράνιο και στηρίζοντας στους μουσουλμάνους.
Αλλά ο νεαρός δερβίσης Χασάν ήταν άνθρωπος καλής θελήσεως. Διέθετε αγαθή ψυχή και έδειχνε συμπόνια για όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως καταγωγής και θρησκείας. Μάτωνε η ψυχή του βλέποντας τα δεινά των υποδούλων Χριστιανών, ενοχλούμενος για τις θηριωδίες των ομοφύλων του. Δε μπορούσε να δικαιολογήσει τη διδασκαλία του Κορανίου για τους αλλοθρήσκους, οι οποίοι ήταν άξιοι τιμωριών και εξοντώσεως.
Μια απρόσμενη όμως συνάντηση και ένας σύντομος διάλογος με έναν σεβάσμιο ορθόδοξο ιερέα, έξω από τον ναό του Αγίου Δημητρίου Αγρινίου, άλλαξε τη ζωή του. Για πρώτη φορά άκουσε για την αγάπη του Θεού, της οποίας είναι αποδέκτες όλοι οι άνθρωποι, χωρίς διακρίσεις. Διαπίστωσε με έκπληξη ότι ο ραγιάς ιερέας δεν τον μισούσε!
Μετά από αυτό, κάτι άλλαξε μέσα του. Κάποια ανεξήγητη δύναμη οδηγούσε συχνά τα βήματά του στον περίβολο του ναού. Ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, όταν αποφάσισε κάποιο βράδυ να μπει στο φτωχικό το ιερέα για να μάθει, ό, τι του απέκρυψαν οι δάσκαλοί του, για τη χριστιανική πίστη. Ακολούθως, τα βράδια της Μ. Εβδομάδος παρακολουθούσε κρυφά από κάποιο παράθυρο τις Ιερές Ακολουθίες. Η θέα του Εσταυρωμένου, το βράδυ της Μ. Πέμπτης, τον συντάραξε, παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση να αρνηθεί το Ισλάμ και να ασπασθεί τον Χριστιανισμό.
Ζήτησε από τον ιερέα να τον βαπτίσει, αλλά εκείνος, φοβούμενος γενική σφαγή των κατοίκων, τον συμβούλεψε να πάει αλλού να βαπτισθεί. Κατέφυγε λοιπόν στην βενετοκρατούμενη Ιθάκη, όπου κατηχήθηκε, βαπτίστηκε και έλαβε το όνομα Ιωάννης. Δεν γύρισε πλέον στο Αγρίνιο, αλλά εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Ξηρομέρου, στο χωριό Φυτείες, όπου νυμφεύτηκε μια ευσεβή νέα και προσλήφτηκε, από τον κτηματία Πάνο Γαλάνη, ως αγροφύλακας. Τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στην ύπαιθρο κρυμμένος, για να μην προδοθεί στους τούρκους, δοξολογώντας ασίγαστα το Χριστό, που τον αξίωσε να αναγεννηθεί και να γίνει πιστός του. Μια απόμακρη σπηλιά την είχε μεταβάλλει σε ναό, όπου προσεύχονταν με αστείρευτα δάκρυα ευγνωμοσύνης προς το Θεό. Στο χωριό έμπαινε για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων.
Αλλά όμως τόσο οι δικοί του, όσο και οι τουρκικές αρχές του Βραχωρίου τον αναζητούσαν. Απεσταλμένοι του πατέρα του τον εντόπισαν. Προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, χωρίς αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα κάποιος τούρκος νερολόγος τον αναγνώρισε και τον κατάγγειλε στον νέο διοικητή του Βραχωρίου Σουλεϊμάν Μπέη, ως αποστάτη του Ισλάμ. Αστυνομικό απόσπασμα τον συνέλαβε και τον οδήγησε στον Μουσελίμη του Βραχωρίου Ελμάς για απολογία, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες να τον πείσει να ασπασθεί ξανά το Ισλάμ. Αλλά ο Ιωάννης με γαλήνια διάθεση, του απάντησε πως άδικα κουράζεται, διότι βρήκε την αλήθεια, που χρόνια έψαχνε και η οποία θα του χαρίσει την αιώνια ζωή. Αυτό που του ζητούσε ήταν ενάντια στην ευτυχία που βίωνε ως πιστός του Χριστού, του αληθινού και ζωντανού Θεού. Ήξερε βεβαίως πως τον περίμενε η θανατική καταδίκη, διότι αυτό προστάζει το Κοράνιο σε περίπτωση αλλαξοπιστίας μουσουλμάνου.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο φανατικός Μουσελίμης έγινε θηρίο από το θυμό του, θεωρώντας τα μεγάλη προσβολή. Διέταξε να τον κλείσουν στο μπουντρούμι, αφού τον βασανίσουν χωρίς λύπηση, ελπίζοντας ότι έτσι θα μεταπείθονταν. Τον άρπαξαν οι στρατιώτες, φορώντας του βαριά αλυσίδα στο λαιμό και δένοντάς του τα πόδια σε βαρύ ξύλο. Τον ραβδίζανε ανελέητα, τον κλωτσούσαν και τον περιγελούσαν. Ο Ιωάννης υπόμεινε με υπεράνθρωπη καρτερία το μαρτύριο για μέρες, δεν φώναζε, δεν διαμαρτύρονταν, παρά μόνο προσευχόταν: «Θεέ μου βοήθησε με»!
Ο θηριώδης Μουσελίμης αφού είδε ότι δεν έφερναν αποτέλεσμα τα βασανιστήρια, αποφάσισε να τον θανατώσει, διότι δεν ήθελε μια νέα προσβολή από τον Μάρτυρα. Διέταξε να τον μεταφέρουν στον περίβολο του ναού του Αγίου Δημητρίου. Εκεί κάτω από τον θεόρατο πλάτανο, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα, τον αποκεφάλισαν, αρνούμενοι να του επιτρέψουν να κάμει το σημείο του σταυρού. Ήταν 23 Σεπτεμβρίου του 1814. Απαγόρευσαν δε να ταφεί το λείψανό του, ρίχνοντάς το σε παρακείμενο βούρκο για να το φάνε τα σκυλιά. Κάποιοι όμως τολμηροί Χριστιανοί ζήτησαν και πήραν την άδεια ταφής του σε κοντινό χωράφι, με την προϋπόθεση να μην τελεσθεί χριστιανική κηδεία.
Λίγο καιρό μετά μετέφεραν τα τίμια λείψανά του, με κίνδυνο, στην ιστορική Ιερά Μονή Προυσού, όπου τα εντοίχισαν στο ναό. Βρέθηκαν το 1974 να ευωδιάζουν, επιτελώντας πολλά θαύματα.
Τόσο το Αγρίνιο, όσο και η γενέτειρά του η Κόνιτσα, τιμούν αρκούντως τον άγιο Ιωάννη. Μάλιστα εφέτος συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από το μαρτυρικό του θάνατο. Η ιερή μνήμη του τιμάται στις 23 Σεπτεμβρίου, την ημέρα του ενδόξου μαρτυρίου του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλάγιος α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Νεομάρτυρα πάντες σεμνὸν τιμήσωμεν, ἐξ ἀλλοπίστων Κονίτσης, τὸν γενναιόφρονα ᾿Ιωάννην βαπτισθέντα τὸν μακάριον· τὸν μετὰ ζήλου τὸν Χριστὸν ὁμολογήσαντα Θεὸν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ· ἀεὶ δὲ πᾶσι κηρύττοντα ᾿Ορθοδοξίαν, σέβας τὸ σωτήριον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Κονίτσης τόν γόνον, Βραχωρίου τό καύχημα, καί Χριστοῦ ὁπλίτην τόν νέον, Ἰωάννην τιμήσωμεν· ἐκ ῥίζης γάρ δυσώδους προελθών, ἐνήθλησε λαμπρῶς ὑπέρ Χριστοῦ, καί κινδύνων ἐξαιτεῖται ἀπαλλαγήν, τοῖς πρός αὐτόν κραυγάζουσιν· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διά σοῦ, ἡμῖν παθῶν ἐκλύτρωσιν.
Κοντάκιον
Τὴν πατρῴαν πίστιν σου, σοφέ, ἀφῆκας καὶ Χριστὸν ὡς Κύριον ὁμολογήσας καὶ Θεόν, ἐβίωσας τὰς ἐντολὰς τοῦ Εὐαγγελίου. ῎Εδωκας τῇ νέα πίστει καὶ τὴν ζωήν σου, διὰ τοῦτο καὶ κατελέχθης ἐν Νεομάρτυσιν, ᾿Ιωάννη ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον
Πίστιν ἀποπτύσας εἰδωλικὴν Χριστὸν ὡς Θεόν σου ὡμολόγησας, ἀγαθέ. ᾿Εν λόγοις καὶ ἐν βίῳ τιμῆς κατηξιώθης καὶ μαρτυρίου δόξης, ᾿Ιωάννη ἅγιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μαρτυρίου χάριν σὺ ὁ λαβὼν καὶ ἐν Νεομαρτύρων τῇ χορείᾳ καταλεχθείς, τίμια λείψανα σου Μονῇ τῆς Προυσιωτίσσης, ὄλβον μέγαν ἀφῆκας, μάρτυς θεόσοφε.
Πηγή: Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Εξαπάτησις.
Ο Νικόλαος, ο ένδοξος νεομάρτυρας του Χριστού, γεννήθηκε στο Καρπενήσι της Ευρυτανίας από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Οι γονείς του τον ανάθρεψαν πολύ καλά και χριστιανικά και τον έστειλαν στο σχολείο, όπου και έμαθε τα ιερά γράμματα. Όταν έγινε δέκα πέντε ετών τον πήρε ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν παντοπώλης και τον είχε στο εργαστήρι του σ’ ένα μέρος που λεγόταν Ταχτά Καλέ.
Απέναντι απ’ το εργαστήρι του είχε το κουρείο του ένας Αγαρηνός φίλος του πατέρα του και που ήξερε καλά τα τουρκικά γράμματα. Σ’ αυτόν λοιπόν έστειλε τον Νικόλαο ο πατέρας του για να μάθει και τουρκικά γράμματα. Αυτό φυσικά ήταν πολύ επικίνδυνο και μπορούσε να έχει άσχημες συνέπειες για τον νέο και να τον χωρίσει σιγά › σιγά απ' την πίστη του Χριστού.
Στον Νικόλαο όμως έγινε εντελώς το αντίθετο. Καθώς, λοιπόν, διδασκόταν τα τουρκικά γράμματα και όπως ήταν πολύ έξυπνος, τα μάθαινε τόσο γρήγορα κι εύκολα, ώστε τον θαύμαζε ο δάσκαλός του και τον φθονούσε για τη γρήγορη πρόοδό του. Έτσι, έβαλε στο μυαλό του και πήρε την απόφαση αν βρει τρόπο να τουρκέψει τον νέο, να τον κάνει δηλαδή Μωαμεθανό. Μηχανεύτηκε, λοιπόν, το εξής κακούργημα.
Μία μέρα φώναξε κι άλλους Τούρκους, αυτούς που τους έλεγαν Γενίτσαρους. και τους είπε:
› O παντοπώλης αυτός έχει ένα γιο πολύ φρόνιμο και πολύ έξυπνο στα γράμματα, τόσο, ώστε μόλις του παραδώσω το μάθημα το μαθαίνει αμέσως. Σας παρακαλώ, λοιπόν, αδελφοί, να βοηθήσετε και σεις για να τουρκέψουμε ένα τέτοιο προκομμένο παιδί.
Βρήκε ακόμη και τον τρόπο αυτός και τους τον εξήγησε κι εκείνοι του υποσχέθηκαν ότι θα τον βοηθήσουν σ’ αυτό όσο μπορούν.
Έπειτα από λίγες μέρες έγραψε ο κουρέας το σαλαβάτι, δηλαδή την ομολογία της πίστεώς τους, και το είχε έτοιμο. Όταν ήρθε για το μάθημα ο Νικόλαος, όπως συνήθιζε, αφού του παρέδωσε το μάθημα ο δάσκαλος, στο τέλος του έδωσε στα χέρια το σαλαβάτι και του είπε μπροστά στους Γενίτσαρους που είχαν έρθει εν τω μεταξύ.
› Διάβασε αυτόν τον τεσκερέν.
Πήρε το γράμμα ο Νικόλαος, χωρίς να ξέρει ότι είναι το σαλαβάτι τους, και το διάβασε. Αμέσως εκείνοι οι Τούρκοι, σύμφωνα με την εντολή του κουρέα, φώναξαν και του είπαν:
› Έγινες Τούρκος, Νικόλαε, γιατί διάβασες το σαλαβάτι.
Ξαφνιάστηκε από το τέχνασμα ο Νικόλαος και είπε:
› Είμαι Χριστιανός και όχι Μωαμεθανός, όπως λέτε εσείς. Εγώ είμαι υποχρεωμένος να διαβάσω ότι μάθημα μου δώσει ο δάσκαλός μου.
Στον κριτή.
Εκείνοι τότε άρπαξαν τον νέο και τον οδήγησαν με τη βία στον καϊμακάμη, δηλαδή στον επίτροπο του Βεζύρη. Όταν τον πήγαν, λοιπόν, στον καϊμακάμη άλλοι φώναζαν, άλλοι ψευδομαρτυρούσαν κι άλλοι κατηγορούσαν κι έλεγαν:
› Αυτός ο άνθρωπος, αφέντη, έκανε σαλαβάτι μπροστά μας κι αν θέλεις να βεβαιωθείς για την αλήθεια δες και τον τεσκερέ που το έχει γραμμένο και το διαβάζει κάθε ώρα. Τώρα τον παρακινούμε να γίνει Τούρκος κι αυτός κοροϊδεύει την πίστη μας.
› Νικόλαε, αφού έγραψες και διαβάζεις το σαλαβάτι, γιατί έπειτα δε γίνεσαι Τούρκος; του είπε ο καϊμακάμης.
Τότε χωρίς καμιά δειλία και με τόνο πολύ έντονο αποκρίθηκε στον κριτή ο Νικόλαος.
› Σήμερα, ύστερα απ' το μάθημα, ο δάσκαλός μου μου έδωσε κι αυτό το γράμμα και μου είπε να το διαβάσω, αλλά εγώ δεν ήξερα ότι είναι το σαλαβάτι σας. Εγώ, νόμιζα ότι επειδή είναι δάσκαλός μου είμαι υποχρεωμένος να διαβάσω ότι γράμμα μου δώσει.
› Επειδή, Νικόλαε, διάβασες το σαλαβάτι πρέπει να γίνεις Τούρκος, ξαναείπε ο κριτής. Εγώ έπειτα θα σού δώσω μεγάλο αξίωμα, όποιο θέλεις. Θα σε πλουτίσω, θα σε τιμήσω και θα σε δοξάσω μέσα στα βασίλεια.
› Εγώ είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου πιστεύω Θεό αληθινό, απάντησε ο Άγιος. Οι τιμές και τα αξιώματα που μου υπόσχεσαι δε μου χρειάζονται. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Στο Χριστό πιστεύω. για το όνομά Του πεθαίνω. Τούρκος δεν γίνομαι.
Περιτομή με τη βία.
Βλέποντας ο καϊμακάμης ότι δεν κατορθώνει τίποτε, κάνει το εξής: Διατάζει να δέσουν τα χέρια του πίσω και να τον κρεμάσουν σ’ ένα στύλο του μεγάρου του κι έπειτα του λέει:
› Νικόλαε, δες τι πρόκειται να σου κάνομε. Γι' αυτό γίνε με το καλό Τούρκος.
› Είσαι εξουσιαστής, γι' αυτό κάνε ότι θέλεις, απάντησε ο νέος. Εγώ είμαι Χριστιανός. Δε λέει το κιτάπι σας (το Κοράνιο) να μη κάνετε Τούρκο με τη βία κανένα;
Τότε έδωσε διαταγή ο κριτής να του κάνουν περιτομή νομίζοντας ότι θα πεισθεί έτσι και θα ομολογήσει τη θρησκεία τους σαν αληθινή. Αυτός όμως πιο έντονα ακόμη φώναζε:
› Γιατί με κόβετε; εγώ είμαι Χριστιανός. Στον Χριστό μου πιστεύω σαν Θεό αληθινό. Και το σώμα μου όλο αν το κατακόψετε σε μικρά κομματάκια τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Σ' αυτόν πιστεύω, αυτόν λατρεύω, αυτόν έχω βοηθό, που στέκεται αόρατα και με δυναμώνει.
› Συ έκανες σαλαβάτι, Νικόλαε, του είπαν πάλι οι Τούρκοι, κι εμείς σου κάναμε περιτομή, τώρα είσαι Τούρκος.
› Ψέματα λέτε. εγώ είμαι Χριστιανός και μόνο στον Χριστό μου πιστεύω, ήταν η σταθερή απάντηση του Αγίου.
Φυλάκιση και βασανιστήρια.
Βλέποντας ο καϊμακάμης ότι ούτε και με την περιτομή δεν κατόρθωσε τίποτε, έδωσε διαταγή να τον βάλουν στη φυλακή των κακούργων και των φονιάδων δίνοντας παραγγελία στους φύλακες να μη του δώσουν ούτε ψωμί, ούτε νερό. Έτσι έμεινε στη φυλακή εξηνταπέντε μέρες. Έπειτα τον αποφυλάκισαν και τον πήγαν πάλι στον καϊμακάμη, ενώ το πρόσωπό του ήταν χαρούμενο και λαμπρό σαν να ήταν σε συμπόσιο γάμου. Οι κατήγοροί του εν τω μεταξύ φώναζαν:
› Ή να γίνει Τούρκος ή να θανατωθεί.
Ο καϊμακάμης τον ρώτησε πάλι αν τυχόν μετανόησε και δέχεται την πίστη του Μωάμεθ. Αυτός όμως πήρε περισσότερο θάρρος και με μεγαλύτερη τόλμη φώναζε:
› Είμαι Χριστιανός και στον Χριστό μου πιστεύω. Δεν αρνούμαι των Χριστό μου κι αν μου κάνετε μύρια βασανιστήρια.
Τον φυλάκισαν, λοιπόν, πάλι και συχνά τον έδερναν αλύπητα. Ενώ βρισκόταν στη φυλακή και μαστιγωνόταν άσπλαχνα απ' τους αιμοβόρους δημίους, τον επισκέφθηκε ο Αγαρηνός που ήταν ιδιοκτήτης του εργαστηρίου κι επειδή ήταν πάμπλουτος του υποσχόταν να του δώσει την θυγατέρα του μαζί με πολύ μεγάλη προίκα και εργαστήρια με μεγάλη αξία, αν γινόταν Τούρκος. Αυτά όμως όλα τα θεώρησε ο Νικόλαος σαν όνειρα και σκιά και σκόνη.
› Εγώ, έλεγε, έχω πλούτο που δεν μπορούν να τον κλέψουν μέσα στην καρδιά μου, την πίστη του Χριστού μου. Αυτός μου έχει ετοιμάσει στον ουρανό δόξα αμάραντη και τιμή ανυπέρβλητη, χαρά και βασιλεία ατέλειωτη, που για το πολλοστημόριό της δεν είναι αντάξιος όλος ο κόσμος.
Όταν τ' άκουσε αυτά απ' το Μάρτυρα ο Αγαρηνός, έφυγε άπρακτος. Έπειτα πάλι με διαταγή του καϊμακάμη αποφυλάκισαν τον Άγιο και τον πήγαν στον κριτή. Ο κριτής βλέποντάς τον πολύ νέο και το πρόσωπό του φωτεινό άρχισε με πολλή ημερότητα να τον κολακεύει.
› Άκουσέ με, νέε μου, και μη θέλεις τόσο πρόωρα να χάσεις τη ζωή σου. Έλα στην πίστη μας και τότε θα καταλάβεις την ωφέλεια και το καλό της επειδή τώρα είσαι ανήλικος και δε μπορείς να καταλάβεις την αλήθεια.
› Είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω, επανέλαβε με θάρρος πάλι ο μάρτυρας. Γιατί καθυστερείτε; Αυτή τη χάρι μόνο σας ζητώ, να μου δώσετε όσο γίνεται γρηγορότερα τον θάνατο.
Μαρτύριο.
Ακούγοντας αυτά ο κριτής και βλέποντας απ' την ασάλευτη στάση του ότι δεν ήταν δυνατό να τον αλλάξει απ' την πίστη του Χριστού, για να μη ντροπιάζεται περισσότερο, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Τον παρέδωσε, λοιπόν, στον έπαρχο κι εκείνος τον έδεσε και τον έφερε στο εργαστήρι του, στον Ταχτά Καλέ. Περνώντας απ' εκεί ο Μάρτυρας ήταν όλος χαρά και το πρόσωπό του άστραφτε σαν να πήγαινε σε γάμο κι όχι στον θάνατο.
Όταν έφθασε στον καθορισμένο τόπο του Μαρτυρίου γονάτισε ο Άγιος και όσο μπορούσε άπλωσε το λαιμό του, για να τον αποκεφαλίσει ο δήμιος εύκολα και γρήγορα. Του έκοψαν το κεφάλι ενώ προσευχόταν στις 23 Σεπτεμβρίου του έτους 1672 και έτσι πήρε το στεφάνι του Μαρτυρίου.
Μερικοί Χριστιανοί πήγαν στον κριτή και του έδωσαν αρκετά χρήματα, για να πάρουν το Άγιο λείψανο. Έπειτα το μετέφεραν και το έθαψαν με ευλάβεια στο Μοναστήρι της Παναγίας που ονομάζεται Χάλκη.
Πολλά θαύματα έγιναν με το αίμα το μαρτυρικό του Αγίου και θεραπεύτηκαν πολλές αρρώστιες. Κάποιος ευλαβής πήρε το μαντήλι που είχαν δεμένα τα μάτια του Μάρτυρα, όταν τον αποκεφάλισαν, όπως ήταν συνήθεια, κι αφού το έβαλε πάνω σε κάποιον άνθρωπο που είχε θέρμη χρόνια, τον γιάτρεψε αμέσως με τη χάρη και τη μεσιτεία του Αγίου.
Η Εκκλησία μας τιμά και γιορτάζει τη μνήμη του Μάρτυρα Νικολάου στις 23 Σεπτεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νίκας ἤνεγκας τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, νῖκος ἔδωκας τῇ σῇ πατρίδι τῇ καλλινίκῳ ἀθλήσει, Νικόλαε. Νεομαρτύρων ἡ δόξα ἡ ἄφθιτος, ὁδὸν Κυρίου νεότητι ἔδειξας· ταῖς πρὸς Χριστὸν θερμαῖς δεήσεσιν ὅθεν ἱκέτευε ἀεὶ νίκας χαρίζεσθαι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Καλλιδρόμης κλεινὸν ἀξιάγαστον βλάστημα καὶ Σχολῶν Εὐγενίου θεοδίδακτον καύχημα, Νικόλαον τιμήσωμεν πιστοί, νεώτατον Χριστοῦ τὸν μιμητήν, τὴν τῶν νέων ἀρετὴν ἀθλητικῶς κρατύνοντα. Δόξα τῷ δεδοκότι τὴν ἀλκήν, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι ἐν παισὶν ἀεὶ θαυμάσια.
Μεγαλυνάριον
Τὸν Καρπενησίου κλεινὸν βλαστὸν καί τῆς νεολαίας Θεοφώτιστον ὁδηγόν, τῶν Νεομαρτύρων τὸν μέγα ἀριστέα, Νικόλαον τὸν Νέον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸν ἐν παιδομάρτυσι θαυμαστόν, ἐκ Καρπενησίου Χριστομίμητον ὁδηγόν, εὐλαβῶν νέων ὑπέρμαχον προστάτην, Νικόλαον τὸν νέον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
ΠΗΓΗ: (Βίοι Αγίων, Έκδοσις Ορθοδόξου Ιδρύματος «Ο Απόστολος Βαρνάβας») Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Οι ελέφαντες εξημερώθηκαν από τους ανθρώπους και χρησιμοποιήθηκαν όπως και τα άλογα ως ζώα έλξης.
Το Μουσείο είναι αφιερωμένο στις πρώτες 12 μέρες του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Παρά τις συνεχείς παραβιάσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών η Σακελλαροπούλου θα υποδεχθεί τον Σκοπιανό Πρόεδρο στην Αθήνα
Τα Ορθόδοξα Χριστιανικά Σωματεία των Αθηνών μαζί με το Πανελλήνιο Κίνημα «Μαμά Μπαμπάς και Παιδιά», το οποίο έχει στόχο την ανάδειξη, την υπεράσπιση και την προώθηση των αξιών και των ιδανικών της Ελληνορθόδοξης Οικογένειας,
Αφού παρατίθεται η άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή όλα όσα αρνητικά απορρέουν από το εμβόλιο κατά της Covid-19, διενεργείται διαδικτυακό ψήφισμα.
Αίσθησις πνευματική εστίν η ποιωθείσα δέξασθαι την δύναμιν την θεωρητικήν, ως η κόρη των σωματικών οφθαλμών, των εχόντων εν αυτοίς το φως το αισθητόν.
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, σε μια εποχή που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια και δοκιμαζόταν από τις εσωτερικές διαμάχες της δυναστείας των Παλαιολόγων, στην οποία ανήκε.
Ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος γεννήθηκε το 1370 και υπήρξε πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Δ’ Παλαιολόγου (1348-1385) και της συζύγου του Μαρίας Κυράτζας (1348-1390), κόρης του τσάρου της Βουλγαρίας Ιβάν Αλεξάντρ. Παππούς του ήταν ο επίσης αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος (1332-1391).
Συμβασίλευσε με τον πατέρα του (1376-1379), ο οποίος με τη βοήθεια των Οθωμανών Τούρκων είχε ανατρέψει τον παππού του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Μετά την παλινόρθωσή του το 1379, ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος τύφλωσε μερικώς, τόσο τον γιο του, όσο και τον εγγονό του. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1385, ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος θεώρησε εαυτόν νόμιμο διάδοχο του θρόνου και αντιτάχθηκε στις βλέψεις του θείου του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου.
Στις 14 Απριλίου 1390 ανέτρεψε τον παππού του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, με τη βοήθεια των Γενουατών και του Οθωμανού Σουλτάνου. Ο Βαγιαζήτ Α’ (1354-1403) επιθυμούσε την ανατροπή του αυτοκράτορα, που έτρεφε αντιτουρκικά και φιλοβενετικά αισθήματα. Είχε προηγηθεί ταξίδι του Ιωάννη Ζ’ στη Γένουα το 1389 προς αναζήτηση πολιτικής υποστήριξης έναντι του θείου του, Μανουήλ. Ο Ιωάννης Ζ’ παρέμεινε στον θρόνο για λίγους μήνες έως τις 17 Σεπτεμβρίου 1390, οπότε ανατράπηκε με πρωτοβουλία του θείου το Μανουήλ Β’. Ο πατέρας του Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος ανακηρύχθηκε για τρίτη φορά αυτοκράτορας.
Αμέσως μετά την αποκατάσταση του Ιωάννη Ε’ στον θρόνο του Βυζαντίου, ο Ιωάννης Ζ’ και ο Μανουήλ Β’ κλήθηκαν από τον Βαγιαζήτ, βάσει των όρων υποτέλειας που είχε συμφωνήσει ο Ιωάννης Ε’ να συμμετάσχουν στην επόμενη στρατιωτική εκστρατεία των Τούρκων, κατά της Φιλαδέλφειας, η οποία μέχρι εκείνη την ώρα ήταν σε Βυζαντινά χέρια. Ενώ βρίσκονταν στη Μικρά Ασία τους αναγγέλθηκε η είδηση για τον θάνατο του Ιωάννη Ε’ (16 Φεβρουαρίου 1391). Οι δυο τους συμφώνησαν να στεφθεί αυτοκράτορας ο Μανουήλ Β’ και ο Ιωάννης Ζ’ να ανακηρυχθεί διάδοχός του, αφού ο Μανουήλ ήταν ακόμη ανύπαντρος.
Ο Βαγιαζήτ επιθυμούσε την αποκατάσταση του Ιωάννη Ζ’ στον θρόνο του Βυζαντίου και δεν δίστασε να αποκλείσει και να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο κλοιός γύρω από την πόλη έγινε ασφυκτικότερος μετά την αποτυχημένη Σταυροφορία του 1396, που τερματίστηκε με τη συντριπτική νίκη του σουλτάνου στη μάχη της Νικόπολης το ίδιο έτος. Το 1399 εισήλθε πανηγυρικά ο Ιωάννης Ζ’ στην Πόλη, χωρίς όμως να επιτρέψει την παράδοσή της στους Οθωμανούς. Ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής της άμυνας ως αντιβασιλιάς, ενώ ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ περιόδευσε στη Δύση, με σκοπό να συγκεντρώσει πολύτιμη βοήθεια. Όλοι περίμεναν το θαύμα, το οποίο ήρθε με τη μορφή του Ταμερλάνου. Το 1402 ο Βαγιαζήτ έλυσε την πολιορκία για να αντιμετωπίσει τη Χρυσή Ορδή του Μογγόλου ηγέτη. Υπέστη συντριβή στη μάχη της Άγκυρας (20 Ιουλίου 1402) και συνελήφθη αιχμάλωτος.
Τον επόμενο χρόνο ο Ιωάννης Ζ’, εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές διαμάχες των Οθωμανών, υπογράφει συνθήκη μαζί τους και η Θεσσαλονίκη περιέρχεται και πάλι στο Βυζάντιο (3 Ιουνίου 1403). Έχοντας αποκαταστήσει πλήρως τις σχέσεις του με τον αυτοκράτορα και θείο του Μανουήλ Κομνηνό εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη και αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιοχής ως «Δεσπότης της Θεσσαλονίκης» και «Βασιλεύς πάσης Θεσσαλίας».
Το 1399 νυμφεύτηκε τη γενουατικής καταγωγής Ευγενία Γκατιλούζιο, πρωτότοκο κόρη του Λόρδου της Λέσβου Φραντσέσκο Β’ Γκατιλούζιο, η οποία μετονομάστηκε σε Ειρήνη. Μαζί απέκτησαν τον Ανδρόνικο Ε’ Παλαιολόγο, ο οποίος συμβασίλευσε με τον πατέρα του από το 1403 έως το 1407, οπότε πέθανε σε ηλικία επτά ετών.
Ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος πέθανε στις 22 Σεπτεμβρίου 1408, σε ηλικία 38 ετών.
Πηγή: Σαν σήμερα
Ο Άγιος Φωκάς έζησε στις αρχές του 2ου αιώνα, κατά τα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού (98 - 117). Κατάγονταν από την Σινώπη του Πόντου. Ο πατέρας του Πάμφυλος (ναυπηγός στο επάγγελμα) και η μητέρα του Μαρία, μετέδωσαν από την παιδική του ηλικία τη φλόγα της θερμής και αγνής πίστης τους και την μεγάλη ευσέβειά τους. Ο Άγιος Φωκάς, από μικρό παιδί εντρυφούσε στην ανάγνωση των Ιερών Γραφών και εκείνο που ιδιαίτερα τον διέκρινε ήταν η θερμή και ειλικρινή αγάπη που είχε προς το Θεό, αλλά και προς τους συνανθρώπους του. Γιατί οδηγό στην αγάπη του αυτή είχε πάντα τα θεόπνευστα λόγια της Αγίας Γραφής, που λέει:
«Εκείνος που αγαπά τον αδελφό του, μένει μέσα στο πνευματικό και ηθικό φως. Ενώ εκείνος που μισεί τον αδελφό του, μένει μέσα στο πνευματικό και ηθικό σκοτάδι.»
Ο Άγιος Φωκάς, με την αγάπη που τον διέκρινε, διέδιδε τον λόγο του Θεού και της χριστιανικής πίστης στο πλήρωμα της εκκλησίας της Σινώπης και παρηγορούσε με τα λόγια του, όλους τους χριστιανούς που είχαν ανάγκη στήριξης. Οι ευσεβείς χριστιανοί του πρότειναν να γίνει ιερέας, πράγμα που ο Άγιος Φωκάς δέχθηκε.
Μετά από λίγο καιρό, αναδείχθηκε Επίσκοπος της Σινώπης και ευτύχησε να έχει το χάρισμα της επιτέλεσης θαυμάτων στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Κήρυττε άφοβα το Ευαγγέλιο και με τα θαύματα που έκανε, κατόρθωσε να φέρει πολλούς ειδωλολάτρες στην αληθινή πίστη. Ανέπτυξε έντονη ιεραποστολική δραστηριότητα, όχι μόνο στην περιοχή της Επισκοπής του, αλλά και πέρα από αυτή, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο σε κάποιους φανατικούς ειδωλολάτρες.
Καταγγέλθηκε στον έπαρχο της περιοχής Αφρικανό, ο οποίος διέταξε την σύλληψή του, όπως και έγινε. Αφού παρουσιάστηκε μπροστά του, σε ερώτηση που του έγινε, ομολόγησε ότι πιστεύει στον Έναν και μόνο αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό. Ύστερα από αυτήν του την ομολογία, ο έπαρχος άρχισε να βρίζει τον Χριστό και προσπάθησε να χτυπήσει τον Άγιο Φωκά. Τότε έγινε ένας τρομερός σεισμός και ο έπαρχος έπεσε αμέσως κάτω νεκρός, όπως επίσης και οι στρατιώτες του. Τότε ο Άγιος Φωκάς, μετά από τις παράκληση της γυναίκας του έπαρχου, ανάστησε τον Αφρικανό και τους άντρες του.
Μετά από αυτό το γεγονός οι φανατικοί ειδωλολάτρες γεμάτοι μίσος για αυτή του την πράξη, τον οδήγησαν στον αυτοκράτορα, που περιόδευε εκείνη την εποχή στην επαρχία του Πόντου. Αλλά και μπροστά στον αυτοκράτορα, ο Άγιος Φωκάς ομολόγησε και πάλι την πίστη του στον Θεό. Αμέσως τότε, ο αυτοκράτορας διέταξε να τον βασανίσουν.
Πρώτα τον κρέμασαν από ένα ξύλο και του έσκισαν το σώμα με σιδερένια νύχια και μετά τον έριξαν μέσα σε ένα λάκκο με ασβέστη. Ο Άγιος Φωκάς υπέμενε καρτερικά όλα αυτά τα βασανιστήρια και ευλογούσε τους βασανιστές του. Με την δύναμη που του έδινε ο Θεός άντεξε τις δοκιμασίες αυτές και έμεινε σταθερός μέχρι τέλους. Ύστερα, τον έβαλαν σε μια δεξαμενή γεμάτη με βραστό νερό, όπου μετά από θερμή προσευχή στον Θεό, ο Άγιος Φωκάς παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Η Εκκλησία μας εορτάζει και τιμά την ιερά μνήμη του στις 22 Σεπτεμβρίου.
«Σσσσσώπα!…Είναι ο Άγιος ιερομάρτυς Φωκάς!…»
Μια νύχτα, ξημέρωνε η γιορτή του Αγίου ιερομάρτυρος Φωκά (22 Σεπτεμβρίου). Είχαν συγκεντρωθεί όλες οι αδελφές που τον διακονούσαν για τον Όρθρο. Μια από τις κατά πνεύμα θυγατέρες του, ήταν δίπλα του από τα δεξιά και όπως ήταν όρθια, την πήρε ένας ελαφρύς ύπνος. Και βλέπει πίσω από τον Άγιο Πατέρα Νικόλαο (τον Πλανά) να βρίσκεται ένας μεγαλοπρεπής Ιερέας με επανωκαλύμμαυχο και να παρακολουθεί την ακολουθία.
Συνήλθε αμέσως και λέει σιγά στον Πατέρα Νικόλαο:
«Πάτερ… ένας μεγαλοπρεπής Ιερέας πίσω σας, παρακολουθεί προσεκτικά πώς ψάλλουμε την ακολουθία…»
Ο Άγιος Νικόλαος έφερε το δάχτυλο στο στόμα του και της λέει:
«Σσσσσώπα!…Είναι ο Άγιος ιερομάρτυς Φωκάς!…»
Και σώπαινε να μη το ακούσουν αυτό και οι άλλες. Όσο μπορούσε, τέτοια συμβάντα τα έκρυβε. Είχε μεγάλη επικοινωνία με τους Αγίους και το νόμιζε πολύ φυσικό να τους βλέπει.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ βρέφους τοῦ Πνεύματος, ὀφθεὶς δοχεῖον λαμπρόν, θαυμάτων ἐπλούτησας, τὴν παρ’ αὐτοῦ δωρεάν, Φωκᾶ ἱερώτατε· ὅθεν ἱερουργήσας, τῷ Σωτῆρι ὁσίως, ἔπιες ἐν ἀθλήσει, τὸ ποτήριον τούτου· ᾧ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν πλουσιόδωρον χάριν, ὡς πηγὴν θεόβρυτον, ἐν τῇ ψυχῇ κεκτημένος, ἔσβεσας, πόνων ἱδρῶσι πλάνης τὴν φλόγα, βρύεις δὲ, θαυμάτων ῥεῖθρα τοῖς ἐκβοῶσι· χαίροις κλέος Ἱερέων, καὶ τῶν Μαρτύρων Φωκᾶ μακάριε.
Μεγαλυνάριον
Τοῦ Εὐαγγελίου μυσταγωγός, ἱερῶν θαυμάτων, θεοδόξαστος αὐτουργός, Ἐκκλησίας στῦλος, Φωκᾶ Ἱερομάρτυς, ἐδείχθης διασώζων, τοὺς προσιόντας σοι.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, από τις 27 Αυγούστου 2019 έως σήμερα, αποδέχθηκε μέσω του Μνημονίου Παπούλια – Γιλμάζ ότι η περιοχή ανατολικά της Ρόδου και το Καστελόριζο ανήκουν στη Μεσόγειο και όχι στο Αιγαίο
Διαχωρίζει τα παιδιά ΑμεΑ από τα «άλλα» και επιβάλλει υποχρεωτικό εμβολιασμό!
Η ανθρώπινη ζωή προστατεύεται από την 6η εμβρυική εβδομάδα
Τη Κ΄ (20η) του αυτού μηνός, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ (ο άλλος πολύαθλος Ιώβ) και της συνοδείας αυτού, ΘΕΟΠΙΣΤΗΣ της αυτού συζύγου, ΑΓΑΠΙΟΥ τε και ΘΕΟΠΙΣΤΟΥ των υιών αυτών.
Ευστάθιον βους παγγενή χαλκούς φλέγει,
Και παγγένη συ του Θεού σώζεις, Λόγε.
Εικάδι Ευστάθιος γενεή άμα εν βοΐ καύθη.
Ευστάθιος ο καλλίνικος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ήτο Στρατηλάτης εν Ρώμη κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Τραϊανού του εν Ρώμη βασιλεύσαντος κατά το έτος 98 μ.Χ. Ήτο δε ούτος ονομαστός και περιφανέστατος δια τας επιτυχείς νίκας του εν πολέμοις και δια τα έξοχα και μεγάλα ανδραγαθήματα του. Και πλούτον δε είχεν ουκ ολίγον και εξ ευγενών κατήγετο γονέων, και ανδρειότατος ήτο και πολύ εμβριθής εις τας σκέψεις και πράξεις του. Ωνομάζετο δε Πλακίδας πριν βαπτισθή και γίνη οπαδός του Χριστού. Αλλ’ εκτός των στρατιωτικών προτερημάτων του είχε και πολλάς άλλας αρετάς: ήτο εγκρατής εις τας ορέξεις και επιθυμίας της σαρκός, σώφρων, φιλοδίκαιος, φιλελεήμων και με έναν λόγον ενάρετος. Είχε δύο άρρενα τέκνα, τα οποία καθ’ όλα ωμοίαζον με αυτόν, και εις τα σωματικά και εις τα πνευματικά χαρίσματα και η σύζυγος του δε, ήτις ωνομάζετο Τατιανή, εις όλας τας ενάρετους πράξεις ωμοίαζε προς αυτόν. Εν καιρώ δε ειρήνης, ίνα μη μένη ο στρατός άεργος και συνηθίζη εις την ανανδρίαν και οκνηρίαν, εγύμναζε τους στρατιώτας εις το κυνήγιον διαφόρων ζώων, συναγωνιζόμενος ο ίδιος μετ’ αυτών και διαγωνιζόμενος περί την κυνηγετικήν τέχνην.
Ενώ λοιπόν ημέραν τινά κατεγίνετο εις εν δάσος περί το κυνήγιον, βλέπει μακρόθεν μίαν έλαφον μεγαλόσωμον, η οποία φεύγουσα έστρεφε και τον παρετήρει εις τους οφθαλμούς ο δε Άγιος, ιδών αυτήν, ώρμησεν έφιππος κατ’ αυτής να την φθάση, αλλά δεν ηδυνήθη να την πλησιάση. Έτρεξαν δε τότε και άλλοι τινές εις βοήθειάν του, πλην και τούτων οι ίπποι απέκαμον, αυτοί δε απελπισθέντες πλέον να την φθάσωσιν, εστάθησαν. Μόνος δε ο Άγιος, χωρίς να αγανακτήση δια τούτο, εξηκολούθει να την κυνηγά, έως ου κάθιδρως και αυτός και ο ίππος του έφθασαν εις μέγα χάσμα της γης και η μεν έλαφος, πηδήσασα το χάσμα, εστάθη αντίκρυ και τον έβλεπεν, ο δε ίππος του Αγίου ήτο των αδυνάτων να το πηδήση δια τούτο παρετήρει ο Άγιος να εύρη κανέν μέρος κατάλληλο, ίνα διέλθη το χάσμα. Αίφνης στραφείς βλέπει ότι εν τω μέσω των κεράτων της ελάφου υπήρχε σταυρός λαμπερότερος του ηλίου, φέρων τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εσταυρωμένον, άκουσε δε και φωνή εκείθεν λέγουσα: «Γιατί, ω Πλακίδα, με διώκεις; Εγώ είμαι ο Χριστός, τον οποίον δεν ξέρεις και τιμάς με τα έργα σου, και δια σε εφάνην επάνω εις τούτο το ζώον. Αι ελεημοσύναι και οι καλοσύναι, τις οποίας κάμνεις εις τους πτωχούς, πάντοτε είναι ενώπιον μου, διό ήλθον εγώ ενώπιόν σου, να σε συλλάβω με τα δίκτυα της φιλανθρωπίας μου. Δεν είναι δίκαιον, άνθρωπος ως συ καλός να μη γνωρίζει την αλήθεια και να λατρεύει τα κωφά και αναίσθητα είδωλα. Εγώ, δια να σώσω το ανθρώπινο γένος, έλαβον ανθρώπου μορφή και ήλθα εις τούτο τον κόσμο».
Ο Άγιος ακούσας τους λόγους τούτους έπεσεν από του ίππου του εις την γην εκ του φόβου και του τρόμου, αλλά μετά ικανήν ώραν ήλθεν εις εαυτόν και εσηκώθη, παρατηρών εδώ και εκεί να δη ποίος τον ωμίλει επειδή δε κανένα δεν έβλεπε, φώναξε μεγαλοφώνως. «Τίνος είναι η φωνή την οποίαν ακούω; Ποίος είσαι συ, ο οποίος μου μιλεί; Φανέρωσέ μοι ποίος είσαι, δια να πιστεύσω εις σε». Τότε λέγει ο Κύριος εις αυτόν: «Μάθε, Πλακίδα, ότι εγώ είμαι ο Χριστός, όστις έκτισα τον ουρανόν και την γην και εχώρισαν το φως από το σκότος, όστις έκαμα τον ήλιο να λάμπει την ημέραν και την σελήνην και τους αστέρας να φέγγουν την νύκτα, όστις έκαμα τας ημέρας και τις νύκτες, τους μήνας και τα έτη, όστις έπλασα τον άνθρωπον εκ του μηδενός, όστις προς σωτηρία αυτού ήλθον μετά ταύτα εις την γη ως άνθρωπος, και εσταυρώθην και ετάφη και τη τρίτη ημέρα ανέστη εκ νεκρών».
Ευθύς μόλις άκουσεν ο Άγιος τους λόγους τούτους, έπεσε πάλιν κατά πρόσωπον εις την γη και είπε: «Πιστεύω, Κύριε, ότι συ είσαι o κτίστης και δημιουργός του κόσμου, ότι συ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός, και κανείς άλλος. Ο δε Κύριος λέγει τότε προς αυτόν: «Εάν πιστεύεις εις εμέ, ύπαγε να εύρης τον Αρχιερέα της πατρίδος σου, να σε βαπτίση καθώς βαπτίζει και τους άλλους Χριστιανούς». Ο δε Άγιος είπε: «Κύριε! δύναμαι να είπω τους λόγους τούτους και εις την γυναίκα μου και τα τέκνα μου, δια να πιστεύσουν και αυτά εις σε;» Απεκρίθη εις αυτόν ο Κύριος «Μάλιστα, είπε τα όλα καταλεπτώς και αφού βαπτισθήτε και καθαρισθήτε από τας αμαρτίας σας, έλα πάλιν εδώ να σου φανερώσω τι μέλλει μετά ταύτα να σου συμβή».
Όταν ο Κύριος είπε ταύτα, η έλαφος έγινε άφαντος, ο δε Άγιος ιππεύσας επέστρεψε προς τους στρατιώτας του, το δ’ εσπέρας, αφού εδείπνησε με την γυναίκα και τα τέκνα του εις την οικίαν, λέγει προς αυτήν: «Εγώ σήμερον, ηγαπημένη μου γύναι, κυνηγών μίαν έλαφον εις το δάσος, είδον τον Χριστόν εσταυρωμένον εν τω μέσω των κεράτων της, και μου είπε λόγια, τα οποία δεν μπορεί να ειπή άνθρωπος». Εκείνη δε είπεν εις αυτόν: «Κύριέ μου, είδες τον Θεόν τον οποίον πιστεύουν οι Χριστιανοί; Αυτός είναι ο μόνος αληθινός Θεός. Αυτός θα σώση και μας και τα τέκνα μας. Αυτόν είδον και εγώ χθες την νύκτα και μου είπε ταύτα τα λόγια: «Αύριον να έλθητε εις εμέ, συ και ο σύζυγος σου και τα τέκνα σας, να γνωρίσητε ότι εγώ είμαι Θεός αληθινός». Επειδή δε εφάνη και εις σε εις σχήμα ελάφου, έλα να υπάγωμεν αυτήν την νύκτα εις τον Αρχιερέα των Χριστιανών να μας βαπτίση, διότι με το βάπτισμα τούτο σώζονται οι Χριστιανοί». Άγιος απεκρίθη: «Αυτά τα ίδια είπε και εις εμέ ο Χριστός, να βαπτισθώμεν δηλαδή».
Αφού αποφάσισαν να πράξωσι τούτο, εξηκολούθησαν να συνομιλώσιν έως του μεσονυκτίου τότε δε επήραν τα δύο τέκνα των και τινας υπηρέτας των,και επήγαν εις την Εκκλησίαν αφήσαντες δε έξω τους υπηρέτας εμβήκαν εκείνοι και εύρον τον Αρχιερέα, προς τον οποίον, αφού εφανέρωσαν το όραμα των, είπον ότι επεθύμουν να βαπτισθώσιν εκείνος δε, ευχαριστήσας τον Θεόν, τον θέλοντα την σωτηρίαν παντός ανθρώπου, τους εβάπτισεν όλους εις, το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, και τον μεν Πλακίδαν ωνόμασεν Ευστάθιον, την δε γυναίκα του Τατιανήν ωνόμασε Θεοπίστην, τα δε τέκνα των, το μεν μεγαλύτερον ωνόμασεν Αγάπιον, το δε μικρότερον ωνομασε Θεόπιστον είτα τους εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και τους ηυχήθη να είναι μετ’ αυτών ο Χριστός, και να τον αξιώση της αιωνίου του Βασιλείαc, τούτον δε γενομένου επέστρεψαν εις την oικίαν των.
Την δε πρωΐαν, παραλαβών ο Ευστάθιος στρατιώτας τινάς επήγε πάλιν εις το ίδιον μέρος και εκείνους μεν διέταξε να καταγίνωνται εις το κυνήγιον, αυτός δε, προφασιζόμενος ότι ήθελε να εύρη μεγαλύτερα ζώα, επορεύθη εις το χάσμα, όπου είχεν ίδει την οπτασίαν, και πεσών πρηνής (προύμυτα) έκλαιε λέγων «Πιστεύω εις σε, Χριστέ μου, διότι τώρα εγνώρισα ότι συ είσαι Θεός αληθινός, συ είσαι ο κτίστης πάντων των ορατών και αοράτων κτισμάτων, και σε παρακαλώ να μοι φανερώσης εκείνα τα οποία χθές μοι υπεσχέθης». Τότε ηκούσθη η φωνή του Κυρίου λέγουσα: «Ευτυχής είσαι, Ευστάθιε, δεχθείς το Βάπτισμα και κατανικήσας την δύναμιν του πονηρού διαβόλου αλλά αυτός δεν θα παύση να σε βάλλη εις πολλούς πειρασμούς, με σκοπόν να σε αναγκάση να βλασφημήσης και ν’ αρνηθής την πίστιν σου, δια να κολασθής αιωνίως. Θα πάθης όσα και ο Ιώβ τον παλαιόν καιρόν έπαθεν, αλλ’ επί τέλους θα νικήσης τον διάβολον». Ο δε Άγιος είπε δακρύων «Εάν είναι δυνατόν, Κύριε μου, εις μη δοκιμάσω αυτούς τους πειρασμούς, ή εάν τούτο δεν γίνεται, ενδυνάμωσέ με να φνλάξω τα προστάγματά σου και να είμαι στέρεος εις την πίστιν μου». Η δε φωνή του Κυρίου είπεν: «Ανδρίζου, Ευστάθιε, και σγωνίζου υπέρ των καλών έργων. Η χάρις μου θα συνοδεύη και σε και την συνοδείαν σου, και θα διαφυλάξη τας ψυχάς σας από τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού». Αφού είπε ταύτα ο Κύριος, ανελήφθη εις τους ουρανούς εκείνος δε αναχωρήσας εκείθεν επέστρεψεν εις την οικίαν του, και ανέφερεν εις την γνναίκα του όσα ήκουσεν εις το όρος παρά του Κυρίου όθεν και εδέοντο του Θεού και οι δύο των λέγοντες «Το θέλημα του Κυρίου γένοιτο».
Ολίγας ημέρας μετά την οπτασίαν και την βάπτισιν του Αγίου, αποθνήσκουσιν από λοιμικήν ασθένειαν όλοι οι άνθρωποι της οικίας του. Τότε ηννόησεν ότι η φθορά αυτή ήτο εις από τους προρηθέντας υπό του Θεού πειρασμούς, και τον ηυχαρίστησε και παρεκάλει και την γυναίκα του να μη παραπονεθή τελείως εις την χάριν του. Μετέπειτα έπεσε νόσος εις τους ίππους και τ’ άλλα ζώα του, τα οποία όλα εψόφησαν, και υπέφερε και ταύτην την καταστροφήν ο Άγιος μετά πάσης αταραξίας. Προς διασκέδασιν της λύπης του επήρε μίαν των ημερών την γυναίκα και τα τέκνα του και επήγαν εις την εξοχήν αλλ’ εν ω έλειπον εκεί, γνωρίζοντες οι κλέπται ότι η οικία ήτο έρημος από ανθρώπους, εμβαίνουσιν εις αυτήν και κλέπτουσιν όλα γενικώς τα πράγματά των, ούτως ώστε έμειναν με μόνα τα ρούχα τα οποία εφόρουν και εν ω πρότερον ήσαν οι πλέον ευκατάστατοι, κατόπιν τούτων έγιναν οι πλέον πτωχοί και αξιοδάκρυτοι.
Οι ειδωλολάτραι εν Ρώμη έτυχε τας ημέρας εκείνας να έχωσι μεγάλην πανήγυριν, από την οποίαν ούτε ο αυτοκράτωρ ούτε ο αρχιστράτηγος έπρεπε να λείψωσιν. Εζήτησαν όθεν απανταχού τον Άγιον, αλλά δεν ημπόρεσαν να τον εύρωσιν όθεν και είχον όλοι των μεγάλην θλίψιν αντί χαράς, δια τε την φοβεράν δυστυχίαν, η οποία είχεν έλθει εις τον Άγιον, αλλά και διότι δεν ήξευραν που ευρίσκετο, που έφυγε και τι έγινε. Μετά την εορτήν εκείνην λέγει η Θεοπίστη εις τον άνδρα της: «Τι καθήμεθα πλέον εδώ εις τούτον τον τόπον, και είμειθα όνειδος όλου του κόσμου; Να φύγωμεν, να υπάγωμεν εις άλλον τόπον, όπου να μη μας γνωρίζωσιν». Ο Άγιος την ηρώτησε που ενόμιζε καλόν vα υπάγωσιν. Εκείνη δε απεκρίθη «Κατάλληλον τόπον νομίζω τα lεροσόλυμα, όπου λέγουσιν οι Χριστιανοί ότι υπάρχει ο τάφος του Ιησού Χριστού». Ο Άγιος συγκατένευσεν εις τούτο και εν καιρώ νυκτός ανεχώρησαν μετά τινας ημέρας εις την Αίγυπτον. Περιπατούντες δ’ εκεί έφθασαν εις μέρος παράλιον, και εύροντες πλοίον, επεβιβάσθησαν αυτού δια να περάσωσιν απέναντι.
Ο πλοίαρχος, αφού έφθασαν εις το ωρισμένον μέρος, επειδή άρεσεν εις αυτόν η Θεοπίστη, η οποία ήτο πολύ ωραία, τους εζήτει ναύλον πολύ περισσότερον από τον συνειθισμένον και επειδή ο Άγιος δεν είχε να δώση, εζήτει να κατακρατήση την γυναίκά του αντί του ναύλου. Ο Άγιος δεν εδέχετο όθεν διέταξεν ο πλοίαρχος τους ναύτας να τον συλλάβουν και να τον ρίξουν εις την θάλασσαν. Ευρεθείς εις τοιαύτην ανάγκην ο Άγιος, αφήκεν εις το πλοίον την γυναίκα του κλαίουσαν και θρηνούσαν, και λαβών τα δύο του τέκνα εξήλθεν εις την ξηράν οδυρόμενος και μη γνωρίζων που να υπάγη. Κλαίων δε έλεγεν: «Αλλοίμονον εις εμέ και εις σας, τέκνα μου, ότι την μητέρα σας επήρε ξένος και βάρβαρος άνθρωπος». Περιπατών δε φθάνει εις τινα ποταμόν, και επειδή είχεν ούτος πολύ ύδωρ και τα παιδιά δεν ηδύναντο να περάσωσιν, άφηκε το εν εις το χείλος του ποταμού, το δε άλλο το επήρεν εις τον ώμον του και το επέρασεν εις την άλλην όχθην. Ενώ δε επέστρεφε να λάβη και το άλλο και είχε φθάσει εις το μέσον του ποταμού, βλέπει ότι το εν τέκνον του ήρπασεν εις λέων. Τότε γυρίζει ευθύς να ιδή τι γίνεται το άλλο, και βλέπει ότι και εκείνο το ήρπασεν εις λύκος. Συνεπληρώθησαν όθεν όλα τα ανυπόφορα δυστυχήματα, τα οποία το εν μετά το άλλο έμελλον να συμβώσιν εις αυτόν, κατά την πρόρρησιν του Κυρίου, και δεν ήξευρε τι να κάμη: «Να πέσω και εγώ εις τον ποταμόν (έλεγε κατά νουν) να πνιγώ ή να υποφέρω και να μη πράξω το τρομερώτατον τούτο αμάρτημα;» H Χάρις όμως του Θεού εβοήθησεν αυτόν να τα υποφέρη όλα με καρτερίαν και γενναιότητα χωρίς γογγυσμόν και βλασφημίας.
Μετά τα νέα αυτά ατυχήματα, εξελθών ο Άγιος του ποταμού εκείνου εκάθισεν εις μίαν πέτραν και έκλαιε πικρότατα, μαδών τας τρίχας της κεφαλής του και λέγων «Αλλοίμονον εις εμέ! Πως ήμην και πως τώρα κατήντησα! Που ή δόξα; που αι τιμαί, τας οποίας είχον; που οι στρατιώται; που οι άπειροι άλλοι άνθρωποι, τους οποίους είχον εις τας διαταγάς μου; Αλλά, Κύριε, μη παραβλέψης τα δάκρυά μου, μη με εγκαταλείψης έως τέλους. Είπες, Κύριε, ότι θα πάθω όσα και ο Ιώβ αλλά τα παθήματα εκείνου ήσαν, ως ήκουσα, ολιγώτερα των ιδικών μου. Εκείνος, αν και έχασεν όλα του τα αγαθά, είχε καν ολίγον μέρος γης και ανεπαύετο εις την κοπρίαν, εγώ όμως δεν έχω που την κεφαλήν μου να κλίνω, είμαι ξένος εις μέρος ξένον. Τι να κάμω; που να καταφύγω; τι θα γίνω; Εκείνος είχε φίλους, οι οποίοι τον παρηγορούν. Εκείνος, αν έχασε τα τέκνα του, είχεν όμως την γνναίκα του, αλλ’ εμέ ποίος θα με παρηγορήση; Την γυναίκα μου κατεκράτησεν άλλος, τα τέκνα μου έφαγον τα θηρία. Μη με οργισθής, Κύριε, δια ταύτα μου τα παράπονα; αλλά δος μοι υπομονήν και γενναιοκαρδίαν να υποφέρω ως πιστός οπαδός σου τους πειρασμούς». Αφού έκλαυσεν αρκετά, εσηκώθη και περιπατών έφθασεν εις τινα πόλιν, Βάδησσον ονομαζομένην, όπου έμεινε και ειργάζετο με ημερομίσθιον, άλλοτε μεν σκάπτων την γην, άλλοτε δε θερίζων. Ότε δε μετά εν έτος εγνώρισε καλλίτερα τους ανθρώπους του τόπου εκείνου, παρεκάλεσεν αυτούς και τον διώρισαν αμπελοφύλακα και τούτο το επιτήδευμα εξηκολούθησε να μετέρχεται επί ολόκληρα δεκαπέντε έτη.
Ο πανάγαθος όμως Θεός δεν αφήκε τους δούλους του να χαθούν, διότι πλησίον του ποταμού εκείνου, εις τον οποίον ηρπάγησαν τα παιδία υπό των θηρίων, υπήρχον ποιμένες, οίτινες, άμα είδον τον λέοντα, έτρεξαν ευθύς όλοι με τους σκύλους των και κατώρθωσαν με του Θεού την βοήθειαν να σώσωσι το εν παιδίον από τους οδόντας του, εκ του άλλου δε μέρους γεωργοί, ως είδον και αυτοί τον λύκον, έτρεξαν οπίσω του και με τας φωνάς των επέτυχον να τον κάμουν να φοβηθή και ν’ αφήση και το άλλο παιδίον σώον και αβλαβές. Οι δε ποιμένες και οι γεωργοί εκείνοι ήσαν κάτοικοι μιας πλησιοχώρου πόλεως, και εφρόντισαν να αναθρέψωσι τα παιδία οι ίδιοι, επειδή δεν ήξευραν τίνος ήσαν, τα οποία εμεγάλωσαν κεχωρισμένα και δεν εγνωρίσθησαν μεταξύ των, ότι ήσαν αδελφοί. Η δε σύζυγος του Αγίου Θεοπίστη διεφυλάχθη αβλαβής, διότι εύθυς ως κατεκράτησε ταύτην ο βάρβαρος εκείνος πλοίαρχος ησθένησε, κατά θείαν βεβαίως οικονομίαν, και μετ’ ολίγας ημέρας ελθών εις την πατρίδα του απέθανε, χωρίς να δυνηθή να εκπληρώση την αισχράν επιθυμίαν του όθεν και έμεινεν αυτή εκεί ελευθέρα. Ακολούθως η πόλις, εις την οποίαν ή Θεοπίστη ευρίσκετο, επανεστάτησεν, οι δε επαναστατήσαντες εκυρίευσαν τότε πολλάς πόλεις και φρούρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο δε Τραϊανός, απορών πως να καταδαμάση τους αποστάτας, ενεθυμήθη τας ανδραγαθίας του Αγίου Ευσταθίου, αλλά δεν ηδύνατο να μάθη που ευρίσκετο, οι δε στρατιώται έλεγον εις αυτόν: «Χωρίς τον αρχιστράτηγον μας Πλακίδαν εις τον πόλεμον δεν πηγαίνομεν» και ότι έπρεπε να στείλη ανθρώπους επίτηδες εις όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας, δια να προσπαθήσωσι να τον εύρωσιν. Όθεν ο Τραϊανός, δεχθείς την πρότασίν των, έπεμψεν ανά δύο ανθρώπους εις όλας τας πόλεις και τα φρούρια προς αναζήτησιν και ανεύρεσίν του, εξ ων δύο στρατιωτικοί φίλοι του Αγίου, ο μεν εις Αντίοχος ονομαζόμενος, ο δε έτερος Ακάκιος, περιφερόμενοι από τόπου εις τόπον, έφθασαν και εις την πόλιν Βηρυττόν, όπου ευρίσκετο ο Άγιος. Τούτους ιδών μακρόθεν εις τον δρόμον περιπατούντας και γνωρίσας από την στολήν και τα χαρακτηριστικά του προσώπου των, ευθύς εδάκρυσε και παρεκάλει τον Θεόν, όπως είδε τους δύο εκείνους φίλους του, χωρίς να το ελπίζη, τοιουτοτρόπως να ίδη και την γυναίκα του την Θεοπίστην λέγων: «Διότι τα τέκνα μου, Κύριε, γνωρίζω καλώς ότι τα έφαγον τα θηρία, πλήν αξίωσον με να τα ίδω καν εις την ημέραν της αναστάσεως». Εν ω δε έλεγε ταύτα, ακούει φωνήν λέγουσαν: «Έχε θάρρος, Ευστάθιε, διότι και τας πρώτας τιμάς θα ξαναποκτήσης, και την γυναίκα σου θα ίδης και τα τέκνα σου, εις δε την μέλλουσαν ζωήν μεγαλύτερα αγαθά θα απολαύσης και θα υμνήσαι εις γενεάς γενεών». Ταύτα ακούσας ο Άγιος και γενόμενος έμφοβος, εκάθισεν.
Όταν δε οι απεσταλμένοι εκείνοι περιπατούντες εις την οδόν πλησίασαν, τους εγνώρισε καλλίτερα, εκείνοι όμως δεν τον εγνώρισαν διότι και άλλα ενδύματα εφόρει και εκ της μεγάλης του λύπης η όψις του είχε μεταβληθή πάρα πολύ. Όθεν ούτοι άμα επλησίασαν του είπον: «Καιρε, ω φίλε». Ο δε Άγιος τους αντεχαιρέτησε και τους είπε «Χαίρετε και σεις, αδελφοί μου». Ευθύς τότε εκείνοι τον ηρώτησαν, αν εγνώριζεν εις την πόλιν εκείνην κανένα ξένον, ο οποίος είχε σύζυγον και δύο παιδία, περιέγραφον δε και τα χαρακτηριστικά αυτών, είπον δε και τούτο: «Εάν τον ηξεύρης και μας τον δείξης, όσα χρήματα και αν μας ζητήσης θα σου δώσωμεν». Ο Άγιος τους ηρώτησε διατί τον εζήτουν, εκείνοι δε απήντησαν, ότι ήτο άκρος φίλος των και επεθυμούν να τον ίδωσι, διότι προ πολλού εστερούντο την παρουσίαν του. «Άνθρωπον τοιούτον, είπεν ο Άγιος, δεν γνωρίζω κανένα εδώ, αλλά καθίσατε, παρακαλώ, ολίγας ημέρας εις τούτον τον ξένον τόπον ν’ αναπαυθήτε και έπειτα υπάγετε εις το καλόν. Και εγώ ξένος είμαι». Οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορος εκάθισαν, ο δε Άγιος έτρεξεν εις την πόλιν και παρεκάλεσεν ένα των φίλων του και του εδάνεισεν ολίγα χρήματα, αγοράσας δε οίνον και άρτον και τινα άλλα φαγώσιμα παρέθεσεν εις τους ξένους τράπεζαν.
Και εκείνοι μεν έτρωγον αγνοούντες ότι αυτός ήτο ο στρατηγός των ο Άγιος όμως, υπηρετών αυτούς φιλοφρόνως και συλλογιζόμενος την προτέραν κατάστασίν του, δεν ηδύνατο να κρατή τα δάκρυά του, αλλά τα εσπόγγιζε μακράν και επέστρεφε και περιεποιείτο πάλιν τους ξένους. Οι δε ξένοι, παρατηρούντες αυτόν έπειτα προσεκτικώς εις το πρόσωπον, ήρχισαν να τον αναγνωρίζωσιν ολίγον κατ’ ολίγον, όθεν o Αντίοχος εψιθύρισεν εις το ωτίον του Ακακίου «Αδελφέ Ακάκιε, μοι φαίνεται ότι αυτός είναι ο στρατηγός μας, τον οποίον ζητούμεν». Ο δε Ακάκιος του απήντησεν ότι και αυτός το υπωπτεύετο. «Γνωρίζω όμως πολύ καλά», είπεν, «ότι ο Πλακίδας είχεν εις τον λαιμόν του εν σημείον από σπαθιάν. Αν έχη αυτό το σημείον, αυτός πραγματικώς είναι». Βλέποντες λοιπόν μετά προσοχής παρετήρησαν αληθώς το σημείον και πηδήσαντες πάραυτα τον ενηγκαλίσθησαν και τον κατεφίλουν λέγοντες: «Δεν είσαι συ ο αρχιστράτηγος Πλακίδας;» Ο Άγιος δεν ηδυνήθη τότε να κρατήση τα δάκρυα, απήντησεν όμως ότι δεν ήτο εκείνος, οι δε απεσταλμένοι του αυτοκράτορος είπον, ότι όσον και αν ηρνείτο, αυτοί δεν τον επίστευον, διότι ήσαν βέβαιοι ότι εκείνος ο ίδιος ήτο, και ήρχισαν να τον ερωτώσι περί της γυναικός και των τέκνων του. Τότε πλέον ο Άγιος εφανερώθη παρρησία και είπεν, ότι ή γυνή και τα τέκνα του απέθανον.
Εν ω ταύτα εγίνοντο, εγνωστοποιήθη και εις την πόλιν το γεγονός τούτο και πολύς κόσμος έτρεξαν να μάθωσι τι εζήτουν οι αξιωματικοί εκείνοι, εθαυμάζον δε λέγοντες: «Πόσον μέγας ήτο αυτός ο άνθρωπος και πως κατήντησεν εις τον τόπον μας!» Εκείνοι δε, παρομοιάσαντες εις αυτόν την αυτοκρατορικήν διαταγήν, τον ενέδυσαν με την στρατιωτικήν του βαθμού του στολήν και ακολούθως ανεχώρησαν μετ’ αυτόν εις Ρώμην, οι δε κάτοικοι της πόλεως τους συνώδευσαν μέχρι τινός, έως ου ο Άγιος Ευστάθιος τους παρήγγειλε να μη προχωρήσουν περισσότερον, αλλά να επιστρέψουν εις τας οικίας των. Καθ’ οδόν ο Άγιος εξιστόρησεν εις τους απεσταλμένους όλα τα συμβάντα εις αυτόν, ήτοι την παρουσίαν του Ιησού Χριστού, πως ωνομάσθη Ευστάθιος εις το Άγιον Βάπτισμα, την αρπαγήν της γυναικός του υπό του πλοιάρχου και των τέκνων του υπό των θηρίων, και εν γένει όλα τα ατυχήματά του. Μετά πορείαν δεκαπέντε ημερών έφθασαν εις την Ρώμην, ο δε Τραϊανός, ως ήκουσε τούτο, εξήλθεν εις προϋπάντησίν του και τον εφίλησε, τον ηρώτησε δε διατί ανεχώρησεν εκ της Ρώμης. Τότε εκείνος διηγήθη και εις αυτόν παρουσία και εις επήκοον παντός του λαού όσα του συνέβησαν, και εγένετο χαρά μεγάλη είς όλον το στράτευμα δια την διάσωσιν και εύρεσιν του Αγίου, ο δε αυτοκράτωρ τον παρεκάλεσε να περιζωσθή πάλιν την ζώνην του στρατηλάτου.
Τούτον γενομένου ο Άγιος απηρίθμησε τον υπάρχοντα στρατόν και τον εύρεν ολιγώτερον παρ’ όσον εχρειάζετο, δια τούτο έλαβε διαταγήν αυτοκρατορικήν να στρατολογήση όσους ήθελεν ακόμη από όλον το κράτος. Η διαταγή δε αυτή έφθασε και εις την πόλιν όπου ευρίσκοντο τα τέκνα του Αγίου, αι δε αρχαί αυτής κατέγραψαν ταύτα εις την στρατολογίαν, καθό ξένα και απροστάτευτα, ήσαν δε και τα δύο ωραιότατα και εις ώριμον ηλικίαν, και εκ της φυσιογνωμίας των εφαίνοντο ότι κατήγοντο από οικογένειαν αριστοκρατικήν.
Αφού συνήχθησαν όλοι οι νεοσύλλεκτοι και διηρέθησαν εις δεκαρχίας, εκατονταρχίας και τάγματα, τα δύο εκείνα παιδία, επειδή o Άγιος τα είδε πολύ ωραία, φρόνιμα και ευπαρουσίαστα, τα διέταξε να τον υπηρετώσιν εις την τράπεζαν. Η εκστρατεία εκείνη ηυδοκίμησε, διότι όλας τας πόλεις και τα φρούρια, όσα είχον περιέλθει εις την εξουσίαν των αποστατών, ο Άγιος Ευστάθιος πολεμήσας και νικήσας αυτούς, τα ανέκτησεν. Έπειτα προχωρήσας και περάσας τον ποταμόν Χρύσπιν, κατεκυρίευσε και κατελεηλάτει την εχθρικήν χώραν, έως ου κατήντησε και εις την πολιν, εις την οποίαν ευρίσκετο η Θεοπίστη, και μη γνωρίζων τούτο, κατέλυσεν ακριβώς εις την οικίαν, όπου εκείνη έμενε και έστησε την σκηνήν του εις τον κήπον αυτήc, καθό μεγάλον και ανήκοντα εις τον πλέον ευκατάστατον του τόπου πλοίαρχον, και διέτριψαν εκεί τρεις ημέρας προς ανάπαυσιν.
Εν μια των ημερών τούτων, τα τέκνα του Αγίου επήγαν εις την οικίαν της Θεοπίστης είδη τινά δια μαγείρευμα. Εν ω δε εκάθηντο έξω της οικίας περιμένοντες να ετοιμασθώσι τα φαγητά, ήρχισαν να συνομιλώσι και πρώτος ο μικροτερος είπε: «Τόσον καιρόν ευρισκόμεθα και οι δύο μας εις την ιδίαν υπηρεσίαν του στρατηγού, και ποτέ δεν ηρωτήσαμεν αλλήλους πόθεν καταγόμεθα». Λέγει ο μεγαλύτερος: «Και εγώ προ πολλού καιρού επεθύμουν τούτο, αλλ’ ό,τι έως σήμερον δεν έγινεν, ας γίνη έστω τώρα. Εγώ, επειδή ήμην μικρός, τίποτε άλλο δεν ενθυμούμαι, παρά μόνον ότι ο πατήρ μου ήτο στρατηγός εις την Ρώμην, η δε μήτηρ μου ήτο πολύ ωραία και ότι είχον και ένα αδελφόν ωραίον, μικρότερον μου, με ξανθά μαλλιά ως τα ιδικά σου. Ο πατήρ και η μήτηρ μας λάβοντες ημάς μίαν ημέραν έφυγον από την Ρώμην, αλλά που έμελλον να ταξιδεύσουν δεν γνωρίζω. Ενθυμούμαι μόνον ότι, ευρισκόμενοι και περιπατούντες εις την ξηράν, εμβήκαμεν έπειτα όλοι μας εις εν πλοίον, και ότι υστερώτερα η μήτηρ μας, δεν ηξεύρω διατί, έμεινε μέσα εις αυτό, μόνος δε ο πατήρ μας με ημάς τους δύο εξήλθεν εις την ξηράν και περιπατούντες εφθάσαμεν εις ένα μεγαλώτατον ποταμόν. Επειδή δε ημείς είμεθα μικροί και δεν ηδυνάμεθα να τον περάσωμεν, ο πατήρ μας επήρεν εις τον ώμον του τoν μικρότερον και τον επέρασεν εις το εν μέρος, εμέ δε άφησεν εις το άλλο. Και ενώ εγύρισε να λάβη και εμέ, ένας λύκος ήρπασε τον αδελφόν μου, εμέ δε από το άλλο μέρος ήρπασεν ένας λέων. Αλλά ο Θεος με ελυπήθη και έτυχον εκείνην την ώραν να ευρίσκωνται εις το δάσος ποιμένες και με ελύτρωσαν από τους οδόντας του λέοντος και με επήγαν εις την πόλιν, την οποίαν γνωρίζεις και συ, και εκεί με ανέθρεψαν και εμεγάλωσα. Τι απέγινεν όμως ο πατήρ μου και ο μικρότερος αδελφός μου δεν γνωρίζω.
Αφού ταύτα ήκουσεν ο μικρότερος αδελφός, επήδησε πάραυτα με χαράν και λέγει εις τον μεγαλύτερον «Εις την δύναμιν του Χριστού, αδελφοί είμεθα. Από όσα είπες το έβεβαιώθην. Και εις εμέ εκείνοι οι οποίοι με ανέθρεψαν έλεγον, ότι απο το στόμα ενοό λύκου με ελύτρωσαν». Τότε εσηκώθη και ο μεγαλύτερος και ενηγκαλίσθησαν και κατησπάζοντο αλλήλους με χαράν μεγάλην και αγαλλίασιν. H Θεοπίστη, ένδον ακούσασα όλην την συνομιλίαν των νέων, ήννοησεν ότι αυτή ήτο η μήτηρ των βλέπουσα δε αυτούς να γλυκοφιλώνται, ηθέλησε να φανερωθή ποία ήτο, αλλ’ εκείνοι εβιάζοντο και αρπάσαντες τα αγγεία με τα φαγητά έτρεξαν να ετοιμάσωσι την τράπεζαν του αρχιστρατήγου. Την άλλην, ημέραν επήγεν η Θεοπίστη εις την σκηνήν του αρχιστρατήγου δια να εύρη τα τέκνα της, αλλά δεν τα εύρε, διότι ελειπον εις υπηρεσίαν, εύρεν όμως μόνον τον Άγιον καθήμενον εις την σκιάν ενός δένδρου, και ιδούσα αυτον μακρόθεν, ευθύς συνησθάνθη ταραχήν μεγάλην εις την καρδίαν της, διότι της εφαίνετο ότι εκείνος ήτο ο σύζυγος της. Επειδή δε επεθύμει να του ομιλήση, επλησίασε και του είπεν «Άκουσον, παρακαλώ, κύριέ μου, τους λόγους μου. Εγώ κατάγομαι από την Ρώμην, και με έφεραν εδώ αιχμάλωτον, όθεν σε παρακαλώ να με υπάγης εκεί».
Ενώ δε έλεγε ταύτα η Θεοπίστη είς τον Άγιον, τον παρετήρει καλώς εις το πρόσωπον, και εύρισκεν ότι πάρα πολύ ωμοίαζε τον άνδρα της, αλλά δεν ετόλμα και να τον εξετάση ποίος ήτο, τέλος όμως, αφού επείσθη χωρίς δισταγμόν ότι εκείνος ήτο, έπεσεν εις τους πόδας του και του λέγει «Σε παρακαλώ, κύριέ μου, να μη θυμώσης εναντίον μου, αλλά ν’ ακούσης τους λόγους μου. Δεν μοι κάμνεις σε παρακαλώ, την χάριν να μοι είπης, ποία ήτο η προτέρα σου κατάστασις; διότι εγώ νομίζω, ότι συ είσαι ο στρατηλάτης Πλακίδας, ο οποίος επίστευσεν εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, ιδών αυτόν εσταυρωμένον εν μέσω των κεράτων της ελάφου και πολλούς ύστερα υπέφερε πειρασμούς, τελευταίον δε επήρε την γυναίκα του, η οποία είμαι εγώ, και τα τέκνα του, τα οποία ήσαν μικρά, τον Αγάπιον και τον Θεόπιστον, και εκίνησε να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, ο δε πλοίαρχος, ο οποίος ήτο κακότροπος άνθρωπος, με εκράτησεν ενέχυρον και με έφερεν εδώ εις αυτήν την πόλιν. Έχω δε μάρτυρα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και τους Αγγέλους αυτού, ότι αγνή και αμόλυντος έμεινα έως τώρα, ούτε απ’ εκείνον ούτε απο άλλον κανένα πειραχθείσα εις την τιμήν μου».
Ως ήκουσε ταύτα ο Άγιος, εβεβαιώθη δε και από τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και από τας ακριβείς πληροφορίας, τας οποίας του έδωκεν, ότι αληθώς εκείνη ήτο η σύζυγος του, έκραξε πάραυτα μετά πολλών δακρύων μεγαλοφώνωε «Δόξα σοι, ο Θεός μου, δόξα σοι». Έπειτα στραφείς προς την Θεοπίστην είπε «Εγώ είμαι εκείνος τον οποίον λέγεις». Τότε εσηκώθησαν αμφότεροι και ησπάσθησαν αλλήλους και εδόξαζον τον Θεόν. Η δε Θεοπίστη τον ηρώτησε που ήσαν τα τέκνα των. Ο δε Άγιος απεκρίθη, ότι εκείνα τα έφαγον τα θηρία. Τον ηρώτησε πάλιν η Θεοπίστη «Και πως συνέβη τούτο;». Τότε εκείνος διηγήθη λεπτομερώς το συμβεβηκός. Λέγει τότε εκείνη «Ας δοξάσωμεν τον Θεόν, τα τέκνα μας ζώσιν έως τήν σήμερον και ευρίσκονται εδώ μαζί σου, διότι εγώ χθες τα ήκουσα να διηγώνται απαράλλακτα τα ίδια όσα τώρα μοι είπες και αν δεν πιστεύης, διάταξε να έλθουν, όπως ακούσης και μόνος σου τους λόγους των». Αμέσως λοιπόν ο Άγιος καλεί τους νέους, λέγων «Παλληκάρια! Διηγηθήτε μοι πόθεν κατάγεσθε». Τότε ο μεγαλύτερος ανέφερεν όσα ενεθυμείτο και εγνώριζε, και εξ αυτών εβεβαιώθησαν και ο Άγιος και η γυνή του, ότι αληθώς εκείνα ήσαν τα τέκνα των. Ποία χαρά και αγαλλίασις έγινε την ημέραν εκείνην και εις τον Άγιον και εις όλον το στράτευμα του! Επτά ολοκλήρους ημέρας διήρκεσεν η χαρά και η πανήγυρις του στρατού, όχι μόνον διότι ενίκησαν και υπέταξαν τους επαναστάτας, αλλά και το κυριώτερον, διότι ευρέθη η αγαπητή συμβία του αρχιστρατήγου των και τα τέκνα των. Ο δε Άγιος εξ όλης ψυχής και καρδίας εδοξαζε τον Θεόν λέγων «Ευχαριστώ σοι Κύριε ο Θεός μου, ότι δεν με άφηκες τον ταπεινόν δούλον σου να πειράζωμαι παντοτεινώς, αλλά έδωκας μοι ανάπαυσιν ττων μεγάλων μου θλίψεων. Δοξάζω σε, Θεέ μου, ότι ως προείπες μοι, ούτω και έπραξας. Τώρα όπου είδον την γυναίκα και τα παιδιά μου, παράλαβε την ψυχή μου».
Καταπαύσας ο Άγιος Ευστάθιος εντελώς την αποστασίαν, επέστρεψεν εις την Ρώμην, αλλ’ εν τω καιρώ της επιστροφής τoυ απέθανεν ο Τραϊανός και τον διεδέχθη ο ανεψιός του Αδριανός, όστις έκτισε μετά ταύτα την Αδριανούπολιν, ήτο δε και αυτός είδωλολάτρης και μέγας διώκτης των Χριστιανών. Ούτος μαθώς ότι ήρχετο ο Στρατηλάτης Ευστάθιος εις την Ρώμην νικητής των αποστατών και τροπαιούχος, εξήλθε να τον προϋπαντήση, κατά την τότε συνήθειαν των αυτοκρατόρων της Ρώμης. Επειδή δε έμαθεν, ότι ο Άγιος εύρε την γυναίκα και τέκνα του, ηθέλησε να προσφέρη εις τα είδωλα μεγάλην θυσίαν, πρώτον μεν διότι ενικήθησαν οι αποστάται, δεύτερον δε διότι ο μακάριος Ευστάθιος απήλαυσε και τα φίλτατά του πρόσωπα επί της γης ζώντα, τα οποία προ πολλού καιρού είχεν ως απολεσθέντα. Εν ω δε o Αδριανός μετέβη εις τον ναον του Απόλλωνος και προσέφερε θυσίαν, ο Άγιος δεν ηθέλησε να υπάγη και αυτός να πράξη το ίδιον. Ότε δε ο Αδριανός ύστερον τον ηρώτησε διατί δεν επήγε και αυτός εις τον ναόν του Απόλλωνος να προσφέρη θυσίαν ευχαριστήριον εις τους θεούς, δυνάμει των οποίων και τους εχθρούς ενίκησε και την γυναίκα και τα τέκνα του εύρεν, ο Άγιος απεκρίθη: «Βασιλεύ, εγώ εις τον Χριστόν μου θυσιάζω, Αυτόν δοξάζω και Αυτόν θα ευχαριστήσω διότι εις αυτόν χρεωστώ την ζωήν μου και την ψυχήν μου, διότι Αυτός μοι έδωκε δύναμιν και ενίκησα τους εχθρούς του αυτοκράτορος, Αυτός ηυδόκησε και είδον και την γυναίκα και τα τέκνα μου. Άλλον Θεοό ούτε γνωρίζω ούτε πιστεύω, ειμή Αυτόν μόνον, όστις έκαμε τον ούρανον και την γην και πάντα τα εν αυτοίς».
Τότε ο Αδριανός διέταξεν αυτόν να ξεζωσθή ευθύς την στρατηγικήν ζώνην και να ίσταται εμπρός του ως κατάδικος αυτός, η γυνή του και τα τέκνα των και τοιουτοτρόπως ήρχισε να τους κάμνη διαφόρους εξετάσεις και παρατηρήσειc, προσπαθών όπως τους καταπείση να αλλάξωσι γνώμην, αλλ’ επειδή με κανένα τρόπον δεν το κατώρθωσε, διέταξε να τους εκθέσωσιν εις τινα πεδιάδα, και ν’ απολύσωσιν εναντίον των ένα μέγαν λέοντα πεινώντα. Αλλ’ ο λέων, άμα επλησίασε τρέχων ορμητικώς προς αυτούς, έκυψε την κεφαλήν ως προσκυνών αυτούς και ανεχώρησεν οπίσω. Επειδή λοιπόν ούτως ο σκοπός του αυτοκράτορος εματαιώθη, επρόσταξε τους στρατιώτας να πυρώσωσι καλά εν χάλκινον βασανιστήριον κατεσκευασμένον εις είδος βοός, και να τους κλείσωσιν εις αυτό. Τούτο μαθόντες άπειρον πλήθος κρυφών Χριστιανών και ειδωλολατρών, επήγαν την ημέραν κατά την οποίαν έμελλε να εκτελεσθή η ρηθείσα ποινή, δια να ίδωσι πως θα τους βάλωσι και πως θα τους καύσωσιν εντός του χαλκίνου εκείνου βοός.
Αφού λοιπόν ήναψαν μεγάλην πυράν κάτω από το χάλκωμα και επυρώθη αυτό αρκετά, οι δε στρατιώται ητοιμάσθησαν να τους βάλωσιν εντός, οι Άγιοι τους παρεκάλεσαν να μείνωσιν ολίγον να προσευχηθώσι πρώτον, λαβόντες δε την άδειαν και υψώσαντες τας χείρας, εδέοντο του Θεού ούτω λέγοντες: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός των Δυνάμεων, τον οποίον κανείς δεν είδε και ημείς ηξιώθημεν να σε ίδωμεν, επάκουσον της δεήσεώς μας τώρα, αφού ηυδόκησας να συνενωθώμεν και καθώς εφύλαξας από την κάμινον του πυρός τα σώματα των Αγίων Τριών Παίδων, τοιουτοτρόπως φύλαξον και τα ιδικά μας σώματα και ευδόκησον να ενταφιασθώσιν ομού εις ένα τάφον και παράλαβε την ψυχήν μας. Δος δε, Κύριε, την Χάριν Σου εις τα λείψανα μας, και όστις μας επικαλείται να έχη μέρος εις την Βασιλείαν των ουρανών και ή εις ποταμόν ή εις την θάλασσαν μας επικαλεσθή, όταν κινδυνεύη, παρακαλούμεν να προφθάνης εις την βοήθειάν του». Τότε ήκουσαν οι Άγιοι φωνήν εκ του ουρανού ερχομένην και λέγουσαν «Θα γίνη ό,τι ζητείτε και έτι πολλά πλειότερα, διότι δια το όνομά μου υπεφέρατε μεγάλους πειρασμούς μετά μοναδικής υπομονής και γενναιότητος. Δια τα κακοπαθήματά σας εις την πρόσκαιρον ζωήν θα απολαύσητε εις την ουράνιον πατρίδα την αιωνίαν χαράν και τους πρέποντας εις τους αγώνας σας αμαράντους στεφάνους». Τότε οι Άγιοι αγαλλόμενοι παρεδόθησαν εις τους στρατιώτας προθυμότατα και κλεισθέντες εντός του χαλκίνου εκείνου βοός, παρέδωκαν μετ’ ολίγον την αγίαν των ψυχών εις τον Κύριον εν έτει ρκς΄ (126) μ.Χ.
Μετά τρεις ημέρας επρόσταξεν ο Αδριανός να ανοίξωσιν εκείνο το χάλκωμα αφού δε το ήνοιξαν και είδον ότι ουδέ μία καν θριξ της κεφαλής των ήτο βεβλαμμένη από την πυράν, ενόμισεν ότι ήσαν ακόμη ζώντες, και διέταξε να τους εκβάλωσιν έξω. Ο δε εκεί κόσμος, ιδών τα σώματά των σώα και αβλαβή, ήρχισε να φωνάζη μεγαλοφώνως, ενί στόματι και μια καρδία, όλος «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, αυτός μόνος είναι Θεός αληθινός και κανείς άλλος». Ο δε Αδριανός φοβηθείς ανεχώρησε. Τοιουτοτρόπως λοιπόν επάνω εις εκείνον τον θόρυβον τινές Χριστιανοί επήραν κρυφίως των Αγίων τα λείψανα και ενεταφίασαν αυτά εις τόπον κατάλληλον. Επί δε του προστάτου των Χριστιανών Μεγάλου Κωνσταντίνου οι Χριστιανοί ανήγειραν Ναόν εις τους Αγίους, και κατ’ έτος εώρταζον και εορτάζουσι και μέχρι της σήμερον την μνήμην αυτών την εικοστήν του μηνός Σεπτεμβρίου. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρὸς εὐσέβειαν ἔνδοξε, τὴ τοῦ σοὶ ὀφθέντος δυνάμει, δι’ ἐλάφου Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καὶ ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροίς, σὺν τὴ θεία σου συμβίω καὶ τοὶς υἱοίς, φαιδρύνων τοὺς βοώντας σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δείξαντι σὲ ἐν παντί, Ἰὼβ παμμάκαρ δεύτερον.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ πάθη Χριστοῦ, σαφῶς μιμησάμενος, καὶ τούτου πιών, πιστῶς τὸ ποτήριον, κοινωνὸς Εὐστάθιε, καὶ τῆς δόξης σύγκληρος γέγονας, παρ' αὐτοῦ τοῦ πάντων Θεοῦ, λαμβάνων ἐξ ὕψους θείαν ἄφεσιν.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις ἀνδραγαθῶν, καρτερίας τοῖς πόνοις ὑπεραθλῶν, νέος ἀνηγόρευσαι, Ἰὼβ Μάρτυς πανένδοξε· τῶν γὰρ τερπνῶν τοῦ βίου, παθῶν τὴν ἀφαίρεσιν, σὺν γυναικὶ καὶ τέκνοις, Θεῷ ηὐχαρίστησας· ὅθεν ἐπὶ τέλει, τῶν ἀγώνων ὡς νίκης, βραβεῖον παρέσχε σοι, τὴν τοῦ αἵματος πρόσχυσιν, Ἀθλοφόρε Εὐστάθιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων, ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Ὕμνον μοι δώρησαι ὁ Θεός μου, ἀνυμνῆσαι καὶ λέγειν νυνὶ τοὺς ἀγῶνας τοῦ Ἀθλοφόρου σου Κύριε, ὅπως εὐρύθμως ἐγκωμιάσω τὸν γενναῖον ἐν τοῖς ἄθλοις Εὐστάθιον, τὸν νικητὴν ἐν πολέμοις ἐχθρῶν γεγονότα ἀεί, τὸν μέγαν ἐν εὐσεβείᾳ, καὶ χορῷ τῶν Μαρτύρων ἐκλάμψαντα· σὺν τούτοις γὰρ ψάλλει ἀπαύστως σοι, μετ' Ἀγγέλων ὁ πάνσοφος, λαμβάνων ἐξ ὕψους θείαν ἄφεσιν.
Πηγή: (Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αρχιμανδρίτου Ματθαίου Λαγγή, Αθήναι, 1974, τ. Η΄) Ορθόδοξες Απαντήσεις
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη που μεταδίδεται από τα κανάλια Altas TV και Αχελώος TV (Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2021)
Σύμφωνα με το Σενάριο Εξέλιξης του Συστήματος Ηλεκτροπαραγωγής (ΕΣΕΚ) της Μελέτης Επάρκειας Ισχύος 2020-2030 του ΑΔΜΗΕ (Πίνακες 1 & 2), θα ενταχθούν στο Σύστημα το χρονικό διάστημα 2020 έως 2028: 1 μονάδα λιγνίτη 660 MW
Το κατωτέρω, άκρως διαφωτιστικό -και κατεδαφιστικό της οικολογικής μυθολογίας- άρθρο του, είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την πυρποληθείσα Ελλάδα
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...