
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Παρά τα όσα σας έχουν πει….χρειάζονται περισσότερα από απλώς «αγάπη και ασφάλεια».
Σεμνό καί δυναμικό τό μήνυμα τοῦ μήνα Σεπτεμβρίου, ἀναδύεται ἀπό τή φωτεινή μορφή μιᾶς γυναίκας, τῆς ἁγίας διακόνισσας Φοίβης (+3 /9). Στόν μυθικό θεό τοῦ φωτός, τόν ᾿Απόλλωνα Φοῖβο, παραπέμπει τό ὄνομά της. ῾Η ἔνταξή της ὅμως στήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἁγία ζωή της συνέδεσαν τή Φοίβη μέ τόν ζωντανό Θεό, τόν ἄδυτο ῞Ηλιο τῆς Δικαιοσύνης. Τήν ἀνέδειξαν στιλπνό κάτοπτρο τοῦ δικοῦ του ἀνεσπέρου φωτός.
Τό βιογραφικό της σημείωμα τό διασώζει ἐγκωμιαστικά ὁ ἴδιος ὁ δάσκαλός της, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέσα σέ δύο μόλις στίχους (Ρω 16,1-2): «᾿Αδελφήν ἡμῶν», δηλαδή τοῦ ἑαυτοῦ του καί ὅλων τῶν χριστιανῶν, τήν ὀνομάζει. Τή μνημονεύει μέ τό εἰδικό ἀξίωμα πού τῆς εἶχε ἐμπιστευθεῖ ἡ ᾿Εκκλησία, ὡς «διάκονον τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς». ῾Η πληροφορία ὅτι προστάτευσε καί βοήθησε πολλούς -καί αὐτόν τόν Παῦλο- ἀποκαλύπτει πόσο ἄριστα ἀξιοποίησε τό ἀξίωμά της ἡ σεμνή διακόνισσα, ἀναπτύσσοντας ἕνα πλούσιο κοινωνικό καί πνευματικό ἔργο. ᾿Αδιαμφισβήτητη καταξίωση τοῦ προσώπου καί τῆς διακονίας τῆς Φοίβης συνιστᾶ τό γεγονός ὅτι ὁ ἀπόστολος τῆς ἀνέθεσε νά μεταφέρει τήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολή ἀπό τήν Κόρινθο στή Ρώμη.
῾Η᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πνευματική μας οἰκογένεια. ῎Αν σέ μία ἁρμονική οἰκογένεια τό κάθε μέλος προσπαθεῖ νά προσφέρει ὅ,τι καλύτερο μπορεῖ -ὁ πατέρας τόν κόπο, ἡ μάνα τή στοργή, τά παιδιά τήν ὑπακοή κτλ.-, καί κανείς δέν μένει ἀδιάφορος, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή στάση μας ἔναντι τῆς πνευματικῆς μας οἰκογένειας, τῆς ᾿Εκκλησίας. Ποικίλο καί πολύπλευρο τό ἔργο της, ὅπως πολυποίκιλη εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται ὅμως τά δικά μας χέρια, τά δικά μας πόδια, τή δική μας σκέψη καί καρδιά γιά νά πραγματωθεῖ. ᾿Ανεξαρτήτως φύλου, ἡλικίας, ἐπαγγέλματος, κοινωνικοῦ καί μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, καλούμαστε ὅλοι νά συμμετέχουμε στή ζωή καί στό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο ἐργοδότης Κύριος λογαριάζει ἀκόμη κι ἕνα ποτήρι νερό πού τό δίνουμε στό ὄνομά του, καταγράφει τήν κάθε προσφορά στό βιβλίο τῆς ζωῆς!
Σήμερα, στίς περισσότερες ἐνορίες ἀλλά καί στίς χριστιανικές ἀδελφότητες, πού ἐργάζονται παράλληλα, ἐπιτελεῖται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιόλογο ἔργο, πνευματικό, κοινωνικό, φιλανθρωπικό· Λειτουργοῦν συσσίτια, περιθάλπονται ἀναξιοπαθοῦντες, τροφοδοτεῖται ἡ ἱεραποστολή (ἐσωτερική καί ἐξωτερική), ὀργανώνονται κατασκηνώσεις, ἐκδίδονται πνευματικά βιβλία καί περιοδικά. Τά ἔργα αὐτά καί πολλά παρόμοια προγραμματίζονται, βέβαια, ἀπό τούς λίγους ὑπευθύνους. ᾿Απαιτοῦν ὅμως συνεργάτες, πολλούς καί ἀφοσιωμένους, πού μέ τό ζῆλο καί τήν ταπείνωση τῆς Φοίβης θά ὑποταχθοῦν στό θέλημα τοῦ Κυρίου, θά ἐγκολπωθοῦν τό σταυρό του καί μέ πρότυπο τήν Παναγία μητέρα του θά γίνουν συνεργοί Θεοῦ.
Καταρτίζοντας τό πρόγραμμά σου στήν ἀρχή τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, σκέφθηκες, ἀγαπητέ ἀναγνώστη, τί μπορεῖς νά προσφέρεις ἐσύ στό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας; Εἶναι χρέος καί τιμή σου!
(Πηγή: «Διακόνισσα Φοίβη. Χρέος καί τιμή», Στέργιος Ν. Σάκκος, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ακτίνες)
Συνεργάτριες του Αποστόλου Παύλου. 4
Η Αγία Φοίβη
«Συνίστημι δε υμίν Φοίβην την αδελφήν... και γάρ αύτη προστάτις πολλών έγενήθη και αυτού εμού.» (Ρωμ. ιστ, 1-2)
Στον κύκλο των συνεργατριών του απ. Παύλου περίοπτη θέση κατέχει ή Διακόνισσα Φοίβη.
Ή Φοίβη ήταν εξαίρετη ψυχή. Ψυχή με πνευματικά ενδιαφέροντα. Γι' αυτό και όταν ό απ. Παύλος επισκέφτηκε τις Κεγχρεές, στην Κόρινθο, και κήρυξε τη νέα διδαχή, τη διδαχή του Χριστού, ή ευγενής Φοίβη προσκολλήθηκε στον κήρυκα του Χριστού με αφοσίωση. Με τέτοια μάλιστα αφοσίωση, όση ή Λυδία στους Φιλίππους και όση ή Πρίσκιλλα στην Κόρινθο. Και έγινε μια ακούραστη συνεργάτρια τού μεγάλου Αποστόλου στην ιεραποστολή, μέσα στον γυναικείο κόσμο.
Ή Φοίβη είναι ή πρώτη γυναίκα πού αναφέρεται σαν Διακόνισσα στην Καινή Διαθήκη. Ήταν ένα υπούργημα πού της εμπιστεύτηκε ό Απόστολος τού Χριστού. Και φάνηκε αντάξια στην σχετική αποστολή. Ανταποκρίθηκε απόλυτα στις προσδοκίες του πνευματικού της Διδασκάλου με αποτέλεσμα να πάρει εξέχουσα θέση στην καρδιά του, πού χτυπούσε αδιάκοπα για το Χριστό.
Ό απ. Παύλος περιέβαλε την πιστή και αφοσιωμένη του συνεργάτρια της Εκκλησίας των Κεγχρεών με μεγάλη εμπιστοσύνη. Μπορούσε να της εμπιστευτεί όλο του τον κόπο και μόχθο για το Ευαγγέλιο τού Χριστού. Και το απέδειξε αυτό έμπρακτα. Έτσι, όταν έγραψε στην Κόρινθο την επιστολή του «προς Ρωμαίους» και χρειάσθηκε να τη στείλει στην Εκκλησία της Ρώμης, στα χέρια της Φοίβης την εμπιστεύτηκε. Σ' αυτήν ανέθεσε να μεταφέρει τον πνευματικό αυτό θησαυρό στους χριστιανούς της Ρώμης. Και εκείνη τη μετέφερε με ασφάλεια.
Λίγες ψυχές έδειξαν μεγάλη, απεριόριστη αφοσίωση στον απ. Παύλο. Και ανάμεσα σ' αυτές τις λίγες εξαίρετη θέση κατέχει και ή καλή Άγια Φοίβη. Όταν μάλιστα ό πνευματικός της Διδάσκαλος διακινδύνευσε στις Κεγχρεές απόλυτα τούς εχθρούς τού Ευαγγελίου, αυτήν τον προστάτεψε. Τον ασφάλισε απόλυτα κάθε κίνδυνο. Και ό Απόστολος αυτός του Χριστού σημείωσε αυτήν την πράξη της συνεργάτριάς του. Τη σημείωσε στην «προς Ρωμαίους» επιστολή του. Έγραψε εκεί:
«... Και γάρ αύτη προστάτις πολλών έγενήθη και αυτού εμού.» (Ρωμ. ιστ, 2)
Σ' αυτήν την ίδια επιστολή την αποκαλεί και αδελφή του, πνευματική του αδελφή.
(Πηγή: «Συνεργάτριες του Αποστόλου Παύλου. 4: Η Αγία Φοίβη», π. Γερβάσιου Ραπτόπουλου, Ιεροκήρυκος, Άπαντα Ορθοδοξίας)
Ἀπολυτίκιον. Ήχος α'. Της έρήμον πολίτης.
Συνόμιλος του Παύλου και διάκονος ένθεος, της εν Κεγχρεαίς Εκκλησίας του Θεού έχρημάτισας, ώ Φοίβη ως θεράπαινα Χριστού, και πλήρης ουρανίων αρετών διά τούτο σε ενδιαφέροντα ύμνοις πνευματικοίς, τιμώμεν άνακράζοντες δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω χορηγούντι διά σου, ήμίν τα κρείττονα.
Κοντάκιον. Ήχος δ'. Έπεφάνης σήμερον.
Αποστόλων σύσκηνος, Φοίβη θεόφρον, και Χριστού διάκονος, γεγενημένη έπί γης, ενδιαφέροντα ούρανοίς καθικέτευε, ύπέρ των πίστει τιμώντων την μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Φώς εισδεδεγμένη το του Χριστού, Φοίβη μακαρία, έργων θείων σου τω φωτί, Κεγχρεών πυρσεύεις, σεμνή την Εκκλησίαν, και ταύτης θεοφόρος, ώφθης διάκονος.
"New York Times: Η Σμύρνη σβήστηκε από τον χάρτη" Φτάνουμε πια στο Κορδελιό. Κοιτάμε πια από αντίκρυ την Σμύρνη που καίγεται!
Καταγωγή του.
Ὁ Μάρτυρας καὶ Ἐπίσκοπος Ἄνθιμος γεννήθηκε στὴν περίφημη πόλη τῆς Νικομήδειας, ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς γονεῖς. Ἀπὸ μικρὸς διακρίθηκε γιὰ τὸν εὐσεβῆ ζῆλο του πρὸς τὰ θεία. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἡ ζωὴ τοῦ ἦταν ὑπόδειγμα σωφροσύνης καὶ ἀγάπης. Ἐπειδὴ πλούσια κατεῖχε τὸ θησαυρὸ τῶν θείων ἀληθειῶν, ἡ θερμή του διδασκαλία, ἐμπνεόμενη ἀπὸ ἀποστολικὸ ζῆλο, ἔβρισκε σχεδὸν πάντα ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀνέβασαν στὸν ὑψηλὸ βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης.
Ἡ ἐκ Θεοῦ ἐκλογή του.
Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ τότε Ἐπίσκοπος Νικομήδειας Κύριλλος, καὶ χήρεψε ἀπὸ ποιμένα ἡ Ἐκκλησία καὶ πενθοῦσε τὴν ἐρημιά της καὶ θρηνοῦσε τὴν συμφορά της, τότε οἱ πρῶτοι της Νικομήδειας μαζὶ μὲ τοὺς Κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας ἀπεφάσισαν ὁμόφωνα νὰ ἀναδείξουν Ἐπίσκοπό τους τὸν ἱερότατο Ἄνθιμο. Ἀφοῦ μπῆκαν στὴν Ἐκκλησία παρακαλοῦσαν θερμὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀποκαλύψει, ἐὰν αὐτὸ ἀρέσει καὶ σὲ Αὐτόν, καὶ ἐὰν ἔχουν σύμφωνη καὶ τὴν ἄνωθεν ψῆφο. Ἀμέσως δὲ ἄστραψε μεγάλο καὶ θαυμαστὸ φῶς, καὶ ἀκούσθηκε θεία φωνὴ ποὺ προσμαρτυροῦσε ὑπὲρ τοῦ Ἀνθίμου καὶ ἐπικύρωνε τὴν ψῆφο τους, καὶ μάλιστα τοὺς προέτρεπε, νὰ φέρουν εἰς πέρας τὸ γρηγορότερο δυνατὸν τὴν ἀπόφαση αὐτή. Ἔτσι ἀφοῦ ἐκλέχτηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ θεῖος Ἄνθιμος ἀνέλαβε τὴν διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν θρόνο κατάλαβε ἄξιος καὶ καλὸς ποιμένας ὁ ὁποῖος τὴν στόλισε. Ὁ Ἄνθιμος, ὡς ἀγαθὸς Κυβερνήτης, συγκέντρωσε ὅλη τὴν προσοχή του σὲ αὐτὸν μόνον τὸν σκοπό, νὰ καταπραΰνει δηλαδὴ τὴν δύσκολη ταραχὴ τῆς ἀσεβείας καὶ νὰ φέρει στὸ λιμάνι τοῦ Θεοῦ τὶς συμπλέουσες ψυχές.
Ὁ διωγμὸς.
Ἐνῶ ἔτσι θεάρεστα ἐπορεύετο ὁ Ἅγιος, ξαφνικὰ σηκώνεται βαρὺς χειμώνας καὶ ἐπειδὴ ἡ καταιγίδα ποὺ ξέσπασε ἦταν σφοδρὴ ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἐπηρέασε ὅλους τους χριστιανούς. Διότι ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Μαξιμιανὸς νικητὴς ἀπὸ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Αἰθιόπων τὸ ἔτος 306, διέταξε ἀμέσως ὅλους νὰ συγκεντρωθοῦν στὴν Νικομήδεια, γιὰ νὰ θυσιάσουν στοὺς θεούς του. Ἔτσι κηρύχθηκε τότε ἐκεῖνος ὁ βαρύτατος καὶ μέγιστος διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος προχωροῦσε καθημερινὰ σὲ ὅλη τὴν γῆ. Ἔτσι ἄλλοι μὲν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἔφευγαν στὰ ὅρη καὶ στὰ σπήλαια ἄλλοι δὲ μὲ διάφορους τρόπους ἐθανατώνοντο, καὶ οἱ μὲν Ἱερὲς Μονὲς ἐρημώνοντο, τὰ δὲ Ἡσυχαστήρια τῶν Παρθένων παντελῶς κατεδαφίζοντο.
Ἡ παρθένος Θεοφίλη.
Τότε οἱ δήμιοι σὰν ἄγρια θηρία ἅρπαξαν καὶ μία παρθένο, καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, ποὺ ὀνομαζόταν Θεοφίλη, τὴν ὁποίαν ὁδήγησαν βίαια στὸ ἐργαστήριο τῆς ντροπῆς. Αὐτὴ δὲ ἡ μακαρία, βλέπουσα πρὸς τὸν οὐρανό, φώναξε μὲ δάκρυα.
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ ἔρως, τὸ φῶς μου καὶ ὁ φύλαξ τῆς ζωῆς μου, ἰδὲ τὴν νυμφευθεῖσαν σοί, Νυμφίε μου ἄμωμε, καὶ λύτρωσαι μὲ ἀπὸ τῶν θηρίων τούτων, φύλαξον δὲ τὴν παρθενίαν μου ἄσπιλον εἰς δόξαν καὶ αἶνον τοῦ Παντοδυνᾶ μου σοῦ ὀνόματος».
Διάβαζε δὲ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς μπῆκε σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ πράξη τὴν ἐπιθυμία του καὶ ἀμέσως τρέμοντας ἀπέθανε. Στὴ συνέχεια μπῆκε ἄλλος καὶ εἶδε φῶς ὑπέρλαμπρο καὶ ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τοῦ φωτὸς ἔμεινε τυφλός. Αὐτὸ τὸ ἔπαθαν πολλοὶ ἄλλοι. Ὅσοι ὅμως μπῆκαν μὲ σωφροσύνη στὸ σπίτι αὐτό, εἶδαν ἕναν ὡραῖο καὶ ὑπέρλαμπρο Ἄγγελο, νὰ στέκεται στὰ δεξιά της, καὶ τρόμαξαν, βλέποντας ἕνα τέτοιο παράδοξο θαῦμα. Ὅταν δὲ βγῆκαν ἔξω φώναξαν.
«Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν».
Ὁ θεῖος ἐκεῖνος Ἄγγελος πῆρε τὴν παρθένο ἐκείνη ἀμόλυντη ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ ἐκείνη οἰκία καὶ βγῆκε μαζί της καὶ περπατώντας τὴν ὁδήγησε στὴν Ἐκκλησία τῶν πιστῶν, λέγοντάς της.
«Εἰρήνη σοί».
Τότε ἡ Θεοφίλη λάμπουσα καὶ χαίρουσα κτύπησε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε στὴν Ἐκκλησία. Τὴν νύκτα ἐκείνη ὁ Ἱεράρχης Ἄνθιμος ἑόρταζε μαζὶ μὲ ὅλους τους χριστιανοὺς τὴν Γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πιστοί, ὅταν εἶδαν χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν τὴν Θεοφίλη, θαύμασαν. Αὐτὴ δὲ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ποὺ πίστεψαν ἀπὸ αὐτήν, διηγήθηκαν ὅσα ὁ Παντοδύναμος Θεὸς ἔκανε θαυμάσια, δοξάζοντες καὶ εὐχαριστοῦντες Αὐτόν.
«Ἰδοὺ καιρὸς εὔπροσδεκτος ἰδοὺ καιρὸς σωτηρίας».
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Μαξιμιανὸς διέταξε νὰ ἀνάψουν ἀμέσως ξύλα γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ καοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἤσαν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τότε κατάλαβε ὁ θεῖος Ἱεράρχης Ἄνθιμος τί ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ καὶ πλημμυρισμένος, ἀπὸ τὴν θεία Χάρι στάθηκε στὸ θυσιαστήριο λέγοντας:
«Θυμηθεῖτε ἀδελφοί μου φιλοχρηστοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίω, πόσες φορὲς θαυμάσαμε τὴν ἀνδρεία τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων καὶ τὴν εὐσέβειά τους, οἱ ὁποῖοι στεκόμενοι στὸ μέσον της φωτιᾶς, καλοῦσαν ὅλη τὴν κτίσι νὰ ὑμνήση τὸν Κτίστη.
Ἃς γίνουμε λοιπὸν καὶ μεῖς συγκοινωνοὶ τῆς δόξας τους. Ἐκεῖνοι μὲν ἤσαν Τρεῖς καὶ δὲν εἶχαν ἄλλο προηγούμενο παράδειγμα, ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε τόσοι πολλοὶ καὶ ἔχουμε γιὰ παράδειγμα ὄχι μόνον ἐκείνους, ἀλλὰ καὶ τὸν Κύριό της δόξης, ποὺ κρεμμάστηκε ἐπὶ τοῦ ξύλου γιὰ τὴν σωτηρία μας. Πῶς καὶ μεῖς ἀπὸ αὐτὸ νὰ μὴ γίνουμε συγκοινωνοὶ στὸ Ἅγιο Πάθος Του;
Ἰδοὺ καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ καιρὸς σωτηρίας. Ἃς διώξουμε λοιπὸν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἃς ἐνδυθοῦμε τὰ ὅπλα τοῦ φωτός, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίου Βασιλείας».
Οἱ δισμύριοι Μάρτυρες.
Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε ὁ ἀείμνηστος Ἄνθιμος καὶ συναγωνιζόμενος μαζί τους, βαπτίζει τοὺς κατηχούμενους καὶ ἀφοῦ ἔκαμε τὴν θεία Λειτουργία, μετέδωσε σὲ ὅλους τα θεία καὶ Ἄχραντα Μυστήρια. Ἐν τῷ μεταξὺ ἄναψαν ἀπὸ ἔξω ὅλα τα φρύγανα, οἱ δὲ Ἅγιοι ἀπὸ μέσα ἔψαλλαν τὴν ὑμνωδία τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων, ἐπικαλούμενοι ὅλη τὴν Κτίσι πρὸς ὑμνωδία καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι κατεκάησαν ὅλοι ὅσοι βρέθηκαν στὴν Ἐκκλησία οἱ ὁποῖοι ἤσαν εἴκοσι χιλιάδες. Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὅμως δὲν κάηκε, ἀλλὰ διαφυλάχθηκε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν θείαν χάρι, γιὰ νὰ ὠφελήσει καὶ ἄλλους ἀπὸ τὴν διδασκαλία του, καὶ νὰ βαπτίσει καὶ προσφέρη αὐτοὺς σεσωσμένους στὸν Χριστό. Ἔτσι ἀνεχώρησε σὲ κάποια κωμόπολη, γιὰ νὰ φροντίσει γιὰ τὸ ὑπόλοιπο ποίμνιο σὰν καλὸς ποιμένας, σπέρνοντας τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ πολλαπλασιάζοντας τὸ τάλαντο τῆς πίστεως, ἐπιστρέφοντας πολλοὺς στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ στηρίζοντάς τους στὴν ὀρθὴ πίστη.
Ὁ Ἅγιος φιλοξενεῖ τοὺς διῶκτες του.
Καὶ πάλι καταγγέλλεται στὸν βασιλέα ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος τότε μὲν ἦταν πολὺ σπουδαῖος μεταξύ των Ἱεραρχῶν, μετὰ δὲ ἀπὸ λίγο ἦταν πολὺ μεγάλος καὶ μεταξύ των Μαρτύρων. Τότε ὁ Μαξιμιανὸς στέλνει εἴκοσι ἔφιππους στρατιῶτες γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν φέρουν ἐνώπιόν του. Οἱ ἱππεῖς οἱ ὁποῖοι στάλθηκαν στὴν Σμύρνη, αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομα τῆς κωμοπόλεως, εὑρίσκουν ἐκεῖ τὸν Ἅγιο καὶ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζουν, ρωτοῦσαν τὸν ἴδιο τὸν Ἄνθιμο περὶ τοῦ Ἀνθίμου, ποιὸς εἶναι καὶ σὲ ποιὸ μέρος τῆς κωμοπόλεως κατοικοῦσε.
Ὁ ἀγαθός, φιλόξενος καὶ φιλαλήθης πατέρας, πρῶτα μὲν τοὺς φιλοξένησε καὶ παρέθεσε σὲ αὐτοὺς δεῖπνο, ἔπειτα τοὺς λέγει, ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ὁ Ἄνθιμος. Ὅταν ἐκεῖνοι τὸ ἄκουσαν ἔμειναν ἐκστατικοί, καὶ καθόλου δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντικρύσουν τὸ λευκό του κεφάλι, σκεπτόμενοι βαθειὰ ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν τράπεζα, τὸ δεῖπνο καὶ τὴν φιλοξενία, ἀφ’ ἑτέρου δὲ γιὰ ποιὸ σκοπὸ στάλθηκαν καὶ γιὰ ποιὸ σκοπὸ πρόκειται νὰ τὸν φέρουν ἐνώπιόν του Μαξιμιανοῦ. Πάντως γιὰ κακὸ σκοπὸ καὶ γιὰ σίγουρη τιμωρία. Ὡς ἐκ τούτου περισσότερο ἐλυποῦντο ψυχικὰ καὶ ἀπὸ ἐντροπὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντικρύσουν τὸν Ἄνθιμο διότι τοὺς εἶπε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν σεβάσμιο ἄνδρα, τὸν ὁποῖον ζητοῦσαν, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἄκουσαν καὶ ἀπὸ τὴν γλώσσα τοῦ ἔμαθαν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἄνθιμος. Θαύμαζαν δὲ τὴν φιλαλήθειά του καὶ τὸν προέτρεπαν μάλιστα νὰ φύγει ἀπὸ ἐκεῖ. Διότι γνώριζαν ὅτι κανένα καλὸ δὲν θὰ ἀπολαύσει ὅταν παρουσιασθεῖ στὸν Μαξιμιανό. Ἔτσι εἶπαν:
«Σὲ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ νὰ ἀπολογηθοῦμε καὶ νὰ ποῦμε, ὅτι σὲ ὅλη τὴν Νικομήδεια τὸν ζητήσαμε, ἀλλὰ δὲν μπορέσαμε νὰ τὸν βροῦμε».
Κατηχεῖ καὶ βαπτίζει τοὺς διῶκτες του.
Ὁ Ἱερὸς ὅμως Ἄνθιμος, ποὺ πάντα μελετοῦσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ διδάσκοντας καὶ προτρέποντας ὅλους νὰ ἔχουν τὴν ἀλήθεια στὴν καρδιά τους, οὔτε καὶ ἀνεχόταν μὲ τὰ χείλη τους νὰ ποῦνε ψέμα γὶ αὐτόν, ἄλλωστε καὶ ἐπειδὴ διψοῦσε τὸν θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, ἀνεχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ μαζί τους. Ἐνῶ δὲ βάδιζαν στὸ δρόμο τοὺς ἔδωσε πολλὲς εὐσεβεῖς συμβουλὲς καὶ τοὺς δίδαξε περὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, καὶ κάθε ἀσεβῆ λογισμὸ ἐξαφάνισε καὶ ἀφοῦ τοὺς προετοίμασε τὴν ψυχή τους γιὰ νὰ δεχθοῦν τὶς θεῖες ἐπαγγελίες τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, διαβάζει τὶς εὐχὲς καὶ ὅταν ἔφθασαν σὲ κάποιο ποτάμι τοὺς βαπτίζει, καὶ κατόπιν πάλι συνέχισαν τὴν ὁδοιπορία τους, μέχρις ὅτου ἔφθασαν στὴν πόλι.
Μπροστὰ στὸν τύραννο.
Τὸ ἔτος 288 ἔφθασε ὁ Ἅγιος στὸ τυραννικὸ βῆμα, μὲ δεμένα πίσω τα χέρια σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως, ἔχοντας ὅμως τὸν νοῦ του στὸν οὐρανό, ζητώντας δὲ καὶ τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια. Ὁ βασιλεὺς θέλοντας νὰ ἐπιδείξει στὸν μακάριο Ἄνθιμο ἀπὸ ὑψηλὴ θέα τὸ πικρό της δοκιμασίας τῶν βασάνων, στὴν ἀρχὴ μὲν τοῦ συμπεριφέρθηκε, μὲ ἤπιο τρόπο ἀφοῦ προηγουμένως ἔδειξε δημόσια τα ὄργανα τῶν βασανιστηρίων, ἔπειτα δὲ τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε:
«Σὺ εἶσαι ὁ λεγόμενος Ἄνθιμος, ὁ ὁποῖος ἔχει πλανηθεῖ στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὡς ἁπλὸς καὶ εὐκολόπιστος ἄνθρωπος ἀπατήθηκες, καὶ ἐκτοξεύεις χιλιάδες ὕβρεις ἐναντίον τῶν δικῶν μᾶς θεῶν;»
Ὁ γενναῖος του Χριστοῦ ἀθλητής, ὁ ὁποῖος καὶ γιὰ τὰ ὄργανα τῶν βασανιστηρίων καὶ γιὰ τὰ λόγια τοῦ τυράννου γέλαγε, τοῦ εἶπε:
«Γνώριζε, βασιλιά, δὲν θὰ ἤθελα νὰ σοῦ ἀπαντήσω σὲ αὐτά, ἐὰν δὲν μὲ ἔπειθε ὁ ἱερὸς διδάσκαλος Παῦλος διδάσκοντας:
«Ἕτοιμους ἠμᾶς εἶναι παντὶ τῷ αἰτούντι λόγον διδόναι. Ἐπηγγείλατο γὰρ ἠμὶν ὁ Θεὸς στόμα καὶ σοφίαν, ἡ οὐ δυνήσονται ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ἠμίν»,
διότι ἐγὼ καὶ πιὸ μπροστὰ γνώριζα καλὰ τὴν πολλή σου παχύτητα ἐξ αἰτίας τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Τώρα ἐσένα καὶ τοὺς δικούς σου, ὅπως λέγεις, θεοὺς θὰ ἀποδείξω φανερὰ ἀναίσθητους, διότι ἤλπιζες νὰ μὲ προσυλητήσεις καὶ νὰ μὲ πάρεις ἀπὸ τὸν Δημιουργό των ἁπάντων, ὁ ὁποῖος καὶ σένα τὸ ἀχάριστο πλάσμα τίμησε μὲ τὴν δική του εἰκόνα. Ἀλλὰ γιατί μὲ ἔφερες δεμένο σὲ αὐτὸ τὸ βῆμα καὶ παρέταξες τὰ ὄργανα τῶν βασάνων; Ἐλπίζεις ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μὲ πείσεις ἢ ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μὲ καταπλήξεις; Σὲ ἄλλους ἀγενεῖς πρόσφερε αὐτά, στοὺς ὁποίους ὁ παρὼν βίος εἶναι ἡδονὴ καὶ ἡ στέρησις τοὺς εἶναι μεγάλη τιμωρία. Σὲ μένα ὅμως καὶ αὐτὸ τὸ χωματένιο σῶμα εἶναι χειρότερο ἀπὸ κάθε φυλακὴ διότι ἐμποδίζει τὴν ψυχή μου νὰ διαβεῖ πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ ποθῶ. Ὥστε ἀπειλές, τιμωρίες καὶ βάσανα εἶναι πιὸ ἐπιθυμητὰ σὲ μένα ἀπὸ κάθε τρόπο ζωῆς, τὸν ὁποῖον κατόπιν ἀκολουθεῖ ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος ὅταν μὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς σάρκας θὰ μὲ ὁδηγήσει σὲ αὐτὰ ποὺ ποθῶ».
Ἀρχίζουν τὰ βασανιστήρια.
Αὐτὰ ἀφοῦ ἀπολογήθηκε ὁ μεγάλος κατὰ τὴν ἀρχιερωσύνη καὶ ἀκόμη μεγαλύτερος κατὰ τὴν ἄθληση, τοῦ εἶπε ὁ βασιλεύς:
«Αὐτὰ εἶναι μεγάλη φλυαρία, θὰ δεῖς δὲ μετὰ ἀπὸ λίγο».
Ἀμέσως τότε διατάζει νὰ τὸν κτυποῦν μὲ πέτρες. Ὁ γενναῖος Ἄνθιμος ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ποθοῦσε τὴν ἄθληση γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἤλπιζε νὰ λάβει ἀπὸ τὴν θεία πρόνοια τὸ στεφάνι τῆς ἀθλήσεως, γὶ αὐτὸ μὲ πραότητα δεχόταν καὶ τὶς παροῦσες πληγὲς γιὰ νὰ πετύχει δὲ λαμπρότερα ἔπαθλα, χλευάζει τὸν τύραννο, καὶ κατάκαιε τὴν ψυχή του μὲ τὴν φλόγα τῆς μανίας καὶ τὸν προκαλοῦσε γιὰ πιὸ βαριὲς τιμωρίες, λέγοντας:
«Θεοί, οἱ ὁποῖοι τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ δὲν ἔφτιαξαν, ἃς χαθοῦν».
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Μάρτυρα κατατρυποῦσε τὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς τοῦ Μαξιμιανοῦ καὶ ἀμέσως διατάζει, μὲ πυρωμένες περόνες νὰ τρυπήσουν τοὺς ἀστραγάλους του. Στὸν Μάρτυρα ὅμως τὸ βασανιστήριο αὐτὸ ἦταν μεγάλη εὐχαρίστηση, διότι πετύχαινε αὐτὰ ποὺ ποθοῦσε καὶ ἀπέδιδε μικρὴ χάρι στὸν Μαξιμιανὸ γιὰ τὶς τιμωρίες, διότι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διψοῦσε ὁ Ἄνθιμος, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ λέγοντας τὸ προφητικὸ ρητό:
«Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα, πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπω τοῦ Θεοῦ μου;»
Μεγάλα μαρτύρια.
Ὁ Μαξιμιανὸς ἔχοντας πνεῦμα τυραννικὸ νόμιζε, ὅτι ἐξ αἰτίας τῶν μεγάλων βασανιστηρίων θὰ νικήσει τὴν γενναία σταθερότητα τοῦ Μάρτυρα. Ἔτσι διατάζει νὰ στρωθεῖ στὸ ἔδαφος ὄστρακο, καὶ ἔπειτα νὰ τὸν ἁπλώσουν γυμνὸ ἐπάνω σε αὐτὸ καὶ νὰ δέρνουν τὸν ἀθλητὴ μὲ ράβδους ὅσο πιὸ πολὺ μποροῦσαν, ὥστε, μὲ τὶς πληγὲς ἀπὸ τὰ ραβδίσματα ἀπὸ πάνω, καὶ μὲ στρωμένα ἀπὸ κάτω ὄστρακα νὰ αἰσθανθεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ διπλάσιο πόνο. Ὁ Ἄνθιμος ὅμως οὔτε καὶ μὲ τὸ βασανιστήριο αὐτὸ ἀπελπίσθηκε γιὰ τὴν νίκη, ἀλλὰ παρακαλοῦσε τὸν Κύριο λέγοντας.
«Εὐχαριστῶ σοί, Δέσποτα Βασιλεῦ τῶν αἰώνων, ὅτι περιέζωσας μὲ δύναμιν ἐξ ὕψους, καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἔδωκας μοὶ νῶτον, καὶ τοὺς μισοῦντας μὲ ἐξωλόθρευσας, καὶ συνεπόδισας πάντας τους ἐπανισταμένους ἐπ’ ἐμὲ ὑποκάτω μου».
Τότε ὁ Μαξιμιανὸς ἐπινοεῖ καὶ ἄλλα βασανιστήρια καὶ διατάζει νὰ καύσουν χάλκινες περικνημίδες καὶ νὰ τὶς βάλουν στὸν Μάρτυρα.
Ἡ θεία Χάρις τὸν ἐνισχύει.
Ὅσο ὅμως χρόνο οἱ μακάριοι ἐκεῖνοι πόδες ὑπέφεραν τὰ σφοδρότατα καὶ ἀφόρητα βασανιστήρια τῶν πυρακτωμένων περικνημίδων, θεία Χάρις ἦλθε ἀπὸ ψηλὰ στὸν γενναῖο Μάρτυρα καὶ φωνὴ ἀκούσθηκε ποὺ τὸν ἐνίσχυε περισσότερο καὶ τοῦ ὑποσχόταν μεγάλα βραβεῖα, ἡ ὁποία ἔλεγε.
«Ἐντὸς ὀλίγου διὰ λαμπρῶς ἀκτινοβολοῦντος στεφάνου ἐξ ἀνθέων ἀθλοφορεῖ».
Ἡ φωνὴ αὐτὴ χαροποιεῖ ἀμέσως τὴν ψυχή του καὶ κάνει τὸ πρόσωπό του χαρούμενο στὰ δὲ χείλη τοῦ φαίνεται χαριτωμένο μειδίαμα, ποὺ μαρτυροῦσε τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη τῆς καρδιᾶς του. Βλέποντας αὐτὰ ὁ Μαξιμιανὸς ἀποροῦσε, ὅπως ἦταν φυσικό, καὶ θαύμαζε γιὰ αὐτά. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀπιστία τοῦ ὀνόμαζε αὐτὰ μαγικὰ καὶ ρωτοῦσε νὰ μάθει τὴν αἰτία. Ὁ δὲ δίκαιος εἶπε:
«Βασιλιά, τὰ παρόντα θαυμάσια, τὰ ὁποῖα βλέπεις, εἶναι προοίμνια μόνο καλὰ καὶ ἀληθινὴ ἐπαγγελία τῶν μελλόντων, σὲ λίγο δὲ θὰ καταλάβεις, ὅτι μάταια κομπάζεις, καὶ ἐκείνους τοὺς ὁποίους ὀνομάζεις θεοὺς θὰ ἀποδείξω ὅτι εἶναι πολὺ κατώτεροί της ἀνθρωπίνης δυνάμεως, ὥστε νὰ μετανοήσεις γιὰ τὴν ἐμπειρία τῶν βασάνων, τὴν ὁποίαν ἐπιδεικνύεις σὲ μένα».
Οἱ δήμιοι παρέλυσαν.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὀργίσθηκε ὁ βασιλεὺς καὶ διατάζει νὰ δέσουν τὸν Μάρτυρα πάνω σε τροχὸ καὶ νὰ τὸν περιστρέφουν συνεχῶς, συγχρόνως δὲ μὲ λαμπάδες καὶ φωτιὰ νὰ κατακαίουν τὶς σάρκες του καὶ ἔτσι νὰ διαλύωνται. Ἡ διαταγὴ αὐτὴ τοῦ Μαξιμιανοῦ ἔγινε ἀμέσως ἔργο καὶ οἱ δήμιοι ποὺ κρατοῦσαν τὶς λαμπάδες στὰ χέρια τοὺς πλησίασαν τὴν φωτιὰ στὸν τροχό. Οἱ δὲ ψυχὲς τοὺς οἱ ὁποῖες ἤσαν θερμοτέρες ἀπὸ τὴν φωτιὰ ποὺ κρατοῦσαν στὰ χέρια τους, ἐπιθυμοῦσαν νὰ μεταβάλουν ὁλόκληρο τὸν Ἀθλητὴ σὲ φλόγα. Ἀλλὰ ὢ τοῦ θαύματος! Σταμάτησε ἀμέσως νὰ κινεῖται ὁ τροχός, οἱ δὲ δήμιοι ἔπεσαν κάτω, ἔπεσαν δὲ ἀπὸ τὰ χέρια τοὺς οἱ λαμπάδες, ἐπειδὴ τὰ χέρια τοὺς ἔμειναν σὰν νεκρὰ καὶ παράλυτα καὶ ναρκώθηκαν σὰν ἀπὸ κάποιο ὕπνο. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ του γεγονότος θύμωσε ὁ βασιλεὺς καὶ κατέκρινε τοὺς δημίους, ὡς ἀμελεῖς των διαταγῶν του καὶ ἀνίκανους στὰ χέρια τους. Ὁ δὲ τύραννος ἀγνοώντας ὅτι θεία δύναμη ἔσβησε τὴν δύναμή τους, νόμιζε ὅτι ἡ ὀκνηρία τοὺς ἦταν ἡ αἰτία. Γὶ αὐτὸ ἔλεγε:
«πῶς, ἀφοῦ μὲ τόση τόλμη ἤλθατε, τώρα σᾶς ἔχει καταβάλει ἡ ὀκνηρία; Αὐτὸν λοιπὸν προτιμήσατε ἀπὸ τὶς διαταγές μου, ὥστε αὐτὰ ποὺ ἔχουμε πετύχει νὰ τὰ ἐγκαταλείψουμε ἡμιτελῆ, στὸ ἔδαφος δὲ ξαπλώσατε γιὰ νὰ εὐχαριστηθεῖτε, καταβεβλημένοι δῆθεν ἀπὸ τὴν κούραση καὶ θέλετε δῆθεν νὰ ξεκουρασθεῖτε;».
Τότε οἱ δήμιοί του εἶπαν:
«Ὢ βασιλεῦ, οὔτε ἀμελεῖς εἴμαστε στὶς δικές σου διαταγές, οὔτε τολμήσαμε κάτι τέτοιο, οὔτε ἀπὸ ὀκνηρία καταληφθήκαμε, οὔτε ἀπὸ τὸν πολὺ κόπο ἀπέκαμαν τὰ χέρια μας, ἀλλὰ κάποια φοβερὰ ὄψι ποὺ φανερώθηκε σὲ μᾶς, παρέλυσε τὰ χέρια μας καὶ ὁλόκληροι εἴμαστε διαλελυμένοι καὶ ἔχομε ἀτονία. Διότι τρεῖς ἄνδρες, λαμπροὶ μὲν στὴν ὄψι, μὲ λευκὰ ἐνδύματα, φοβεροὶ δὲ στὴν ἐμφάνιση, φανερώθηκαν σὲ μᾶς μὲ ἄγριο βλέμμα καὶ ἔστρεψαν τὴν φωτιὰ μὲ τὶς ἀναμένες λαμπάδες ἐναντίον μας, καὶ ἀμέσως διέταξαν νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸν Ἄνθιμο, καὶ χαρούμενοι τὸν ἀποκαλοῦσαν ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀφοῦ μᾶς κατενίκησαν μᾶς ἔφεραν σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ποὺ μᾶς βλέπεις».
Ὅσο δὲ αὐτοὶ ἔλεγαν αὐτά, καὶ ὁ τροχὸς δὲν ἔρχονταν γύρω, ὁ Μάρτυρας θερμοτέρα εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ καὶ ἀπελάμβανε μεγαλύτερη χάρι. Ὁ Μαξιμιανὸς θέλοντας νὰ ἀποδείξει, ὅτι αὐτὸ συνέβη ἀπὸ ἀμέλεια τῶν δημίων καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν μαρτυρικὴ παρρησία του πρὸς τὸν Θεό, τὸν ἀπειλοῦσε νὰ τὸν θανατώσει μὲ ξίφος ἐὰν δὲν θυσιάσει στοὺς θεούς.
Ὁ θεῖος Ἄνθιμος τὴν ἀπειλὴ τὴν δεχόταν μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση, παρακαλώντας τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά του, νὰ ἀξιωθεῖ τοῦ χοροῦ τῶν Δισμυρίων Μαρτύρων συγχρόνως δὲ τὸν εὐχαριστοῦσε νὰ λέγει:
«Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἃ μοὶ ἔδωκεν ὁ Θεός».
Ὁ δὲ Μαξιμιανός, ἐπειδὴ ἔβλεπε, ὅτι τὸ τέλος τοῦ Ἀνθίμου θὰ ἀποβεῖ μᾶλλον κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ εἶπε:
«Γνωρίζω τὴν δοξομανία καὶ τὸ φιλότιμο ἐσὰς τῶν Χριστιανῶν καὶ ὅτι γιὰ τὴν ἀνταπόδοση αὐτοῦ του τολμήματος, ποὺ κάνετε καὶ γιὰ νὰ πετύχετε τὸ ὄνομα ποὺ ἐπιθυμεῖτε, προτιμᾶτε καὶ αὐτὸ τὸ ἔσχατο ὅλων των κακῶν τὸν βίαιο θάνατο. Ἀλλὰ σὺ τίποτα δὲν θὰ πετύχεις ἀλλὰ ἀφοῦ πρῶτα σὲ τιμωρήσω πολύ, ἔπειτα καὶ τοῦ παρόντος φωτὸς θὰ σὲ στερήσω, διότι δὲν σοῦ ἀξίζει νὰ ἀπολαμβάνεις τέτοια ἡδονὴ καὶ τέτοια μεγάλα ἀγαθά».
Ὁ δὲ Μάρτυρας εἶπε:
«Ἀλήθεια δὲν μοῦ εἶναι ἄξια ἡ παροῦσα ἡδονὴ οὔτε τὸ φῶς. Ἔτσι τύφλωσε τοὺς ὀφθαλμούς μου γιὰ νὰ μὴ σὲ βλέπω ἐσένα τὸ ἀχάριστο πλάσμα».
Ὁδηγεῖται στὴ φυλακὴ.
Κατόπιν πῆραν ἐκεῖνοι οἱ κακοῦργοι τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως στὴν φυλακή. Ἀλλὰ ἡ θεοφθόγγος γλώσσα τοῦ πάλι ἔψαλλε πρὸς τὸν Θεὸ ὅπως συνήθιζε καὶ ξαφνικὰ ἐλευθερώνεται ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες καὶ τὰ δεσμά. Τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν ἄφησε ἀσυγκίνητούς τους δήμιους ποὺ τὸν πήγαιναν στὴ φυλακή, ἀλλὰ πέφτοντας μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ ἔμειναν ἐκεῖ βλέποντες ἕνα τέτοιο παράδοξο φαινόμενο. Διότι ἡ θεία Χάρις ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ φῶς ἑξαστράπτουσα περιεκύκλωσε τὸν Μάρτυρα, τοὺς δὲ δημίους, ποὺ τὸν ὁδηγοῦσαν μὲ τὰ σιδερένια ἐκεῖνα δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν δεμένος ὁ Ἅγιος ρίχνει κάτω στὴν γῆ χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ποῦνε κάτι οὔτε καὶ αὐτὰ τὰ μάτια τους δὲν μπόρεσαν νὰ καλύψουν. Ὁ Μάρτυρας ἀφοῦ τοὺς σήκωσε τοὺς εἶπε νὰ ἐξακολουθήσουν τὸν δρόμο τους. Τέλος ὁ Ἄνθιμος μπῆκε στὴ φυλακὴ χαρούμενος σὰ νὰ ἔμπαινε σὲ πλούσιο τραπέζι καὶ ἀφοῦ πρόσφερε σὲ ὅσους βρισκότανε ἐκεῖ τὸν ἄρτο τῆς πίστεως, μὲ πολλὴ ἀγάπη τοὺς δίδαξε τὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς βάπτισε. Ὁ Μαξιμιανός, ὅταν ἔμαθε αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως χάσει ἐξ αἰτίας του καὶ ἄλλους πολλούς, φέρνει καὶ πάλι τὸν Ἀθλητὴ μπροστά του καὶ τὸν παροτρύνει πάλι νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς του, ὑποσχόμενος ὡς ἀνταμοιβὴ ἂν συμφωνήσει, νὰ τὸν κάνη ἱερέα τῶν εἰδώλων.
Ἱερεὺς Χριστοῦ.
Ὁ θεῖος Ἄνθιμος μὲ πολλὴ παρρησία τοῦ λέγει:
«Ἐγὼ καὶ προτοῦ μου ὑποσχεθεῖς εἶμαι Ἱερεὺς τοῦ πρώτου καλοῦ ποιμένος καὶ Ἀρχιερέως Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν μεγάλη του φιλανθρωπία καὶ τὴν ἄκρα συγκατάβαση, ἐνῶ εἶναι ἄϋλος καὶ ἀπερίληπτος, ὄχι μόνον ἔγινε ἄνθρωπος παίρνοντας τὴν δική μας σάρκα, ἀφοῦ κατέβηκε μέχρι ἐμᾶς, καὶ γιὰ ἐμᾶς πράττοντας αὐτά, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐαυτὸν τοῦ προσέφερε θυσία, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, σταυρωθεῖς καὶ ὑπομένοντας ὀδυνηρὸ θάνατο καὶ ἀφοῦ μετὰ τρεῖς μέρες ἀναστήθηκε καὶ ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς, πάλι μετέφερε ἐμᾶς ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου μὲ τὸν παρακοὴ μᾶς εἴχαμε πέσει. Αὐτοῦ εἶμαι Ἱερεὺς καὶ σὲ αὐτὸν προτιμῶ νὰ προσφέρω τὸν ἐαυτόν μου θυσίαν, τὰ δὲ δικά σου καὶ οἱ δικοί σου λεγόμενοι θεοὶ εἶναι ἄξιοι μόνον τοῦ σκότους καὶ τῶν θρήνων μᾶλλον δὲ εἶναι ἄξιοι χλευασμοῦ ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς σας ἀπώλειας καὶ συμφορᾶς».
Τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου.
Τότε πολὺ ὀγίσθηκε ὁ Μαξιμιανὸς καὶ διατάζει νὰ θανατώσουν τὸν γενναῖο Ἄνθιμο. Ὁδηγεῖται λοιπὸν ὁ Ἀθλητής, πρὸς τὸν θάνατο μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση, ἕνεκα τῆς ἐπαγγελίας τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, διότι ἐπρόκειτο νὰ περάσει μὲ τὸν θάνατο στὴν ζωή, εὐχαριστούμενος μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους καὶ τοὺς Μάρτυρες στὶς αἰώνιες σκηνές. Ἀφοῦ δὲ ζήτησε λίγο χρόνο νὰ προσευχηθεῖ, προσευχήθηκε γιὰ τελευταία φορά, καὶ ἔτσι ἐνῶ προσευχόταν στὸ Θεὸ τοῦ ἔκοψαν τὴν μακαρία του κεφαλὴ τὴν τρίτη του μηνὸς Σεπτεμβρίου, καὶ στὸν τρισήλιο Θεὸ παραδίδει τὸν ἁγία καὶ μακαρία ψυχὴ τοῦ κατὰ τὸ ἔτος 304 μ.Χ. Τὸ ἀπόγευμα ἦλθαν μερικοὶ πιστοὶ οἱ ὁποῖοι μὲ σεβασμὸ καὶ λαμπρότητα πῆραν τὸ τίμιο ἐκεῖνο σῶμα καὶ μὲ μεγάλο σεβασμὸ τὸ ἐνταφίασαν στὸν ἴδιο ἐκεῖνο τόπο, δοξάζοντας τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Στίχος.
Τμηθεῖς κεφαλὴν Μάρτυς Ἄνθιμε ξίφει, Καὶ νεκρὸς ἀνθεῖς εἰς Θεοῦ δόξαν τρίχας. Ἄνθιμον ἐν τριτάτη ἀπέκτεινε ξίφος ὀξύ.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Φωστὴρ Νικομηδείας ἀνεδείχθης πολύφωτος, καὶ πάσης Ἐκκλησίας Πάτερ Ἄνθιμε πρόβολος· ἀθλήσας γὰρ στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, πλουσίων ἠξιώθης δωρεῶν· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ἀσματικῶς, Ἱερομάρτυς κράζοντες: Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου πάσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς ποίμνης σου θεοφρον, στερρὸς προστάτης γενόμενος, ὑπὲρ αὐτῆς ἐτοίμως τὸ σὸν αἷμα ἐξέχεας, καὶ ἀπειλᾶς τῶν δυσμενῶν μὴ πτοηθεῖς, ἐν οὐρανοῖς νῦν ἀγάλλη, τῷ θρόνω τῆς τρισηλίου Θεότητος παριστάμενος. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντί σε Χριστῷ· δόξα τὴ εὐψυχία σου, δόξα τὴ μαρτυρική σου Ἄνθιμε καρτερότητι. (Ποίημα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου Δ’).
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πράξιν εὖρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τὴ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἄνθιμε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ, σωθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθισας, τὴ Ἐκκλησία Χριστοῦ, καρποῖς τοῖς τῶν λόγων σου, τῶν εὐσεβῶν τὰς ψυχᾶς, ἐκτρέφων ἐν χάριτι ὅθεν καὶ ἐναθλήσας, Πάτερ Ἄνθιμε χαίρων, ὤφθης Ἱερομάρτυς, εὐκλεής του Σωτῆρος, ὢ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Ἐν ἱερεύσιν εὐσεβῶς διαπρέψας, καὶ μαρτυρίου τὴν ὁδὸν διανύσας, τὰ τῶν εἰδώλων ἔσβεσας σεβάσματα, πρόμαχος γενόμενος, τῆς σῆς ποίμνης θεοφρον, διό σε καὶ γεραίρει νῦν, μυστικῶς ἐκβοώσα· Ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἠμᾶς, ταῖς σαῖς πρεσβείαις, Πατὴρ ἠμῶν Ἄνθιμε.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τὸ αἷμά σου σοφέ, μυστικῶς ἀνεβόα, ἐκ γῆς πρὸς τὸν Θεόν, ὡς τοῦ Ἄβελ θεοφρον· σαφῶς γὰρ ἐκήρυξας, τὴν Τριάδα τὴν ἄκτιστον· ὅθεν Ἄνθιμε, ποιμαντικῶς διαπρέψας, ἀπεδίωξας, τοὺς τῶν αἱρέσεων θήρας, ὡς φύλαξ τῆς πίστεως.
Ὁ Οἴκος.
Ἐνθεῖς μοὶ γνῶσιν θεϊκήν, τὸν ζόφον τῆς ἀγνοίας, ἐκ τῆς ἐμῆς καρδίας, ἀπέλασον εὐχαίς σου, ὅπως ὑμνήσω σου πιστῶς τὴν ἁγίαν μνήμην, ἐν ἢ Ἀγγέλων χοροί, μετὰ Μαρτύρων σήμερον εὐφραίνονται ἐνθέως· καὶ ἄνθρωποι, ὕμνοις ἐγκωμίων τὴν σὴν κάραν, ὥσπερ ἄνθη συμπλέξαντες, στέφουσιν ἀξίως, αἰτοῦντες παρά σου λαβεῖν, τῶν πταισμάτων ἀποχήν, καὶ τῶν κακῶν του βίου λύσιν, καὶ ἐχθρῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ρυσθῆναι, ταῖς σαῖς πρεσβείαις, Πατὴρ ἠμῶν Ἄνθιμε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τοῦ Σωτῆρος μυσταγωγέ, τῶν Ἀρχιερέων, ὑποτύπωσις καὶ κανών· χαίροις τῶν Μαρτύρων, συνάθλος καὶ ἀλείπτης, Ἄνθιμε Ἱεράρχα, ἠμῶν ἀντίληψις.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Φύλαττε τρισμάκαρ ταῖς σαῖς εὐχαῖς, πάντας τους τιμώντας, τὴν πανίερον μνήμην σου, καὶ τοὺς σοὺς ἀγώνας, καὶ ρύσαι αἰωνίως, παντοίας καταδίκης, Ἄνθιμε ἔνδοξε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Ἔχει δὲ τὸ πνεῦμά σου Οὐρανός, καὶ ἠμεῖς πλουτοῦμεν, τὴν εἰκόνα σου φέροντες, ἣν μετ’ εὐλαβείας καὶ πόθου ἀνεικάστου, τιμῶντες προσκυνοῦμεν, καὶ ἀσπαζόμεθα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Τὸν ἐν ἱερεύσιν ἱερουργόν, μύστην τοῦ Δεσπότου, καὶ ἐν μάρτυσι θαυμαστόν, Ἱερομαρτύρων, τὸ κλέος εὐφημοῦμεν· Ἄνθιμε Ἱεράρχα, θεομακάριστε.
Πηγή: Αγιορείτικα
Η κυβέρνηση συνεχίζει τον ανένδοτο κατά των υγειονομικών που αντιστέκονται στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού
Ήταν 4 Φεβρουαρίου 2018 όταν ο Μίκης Θεοδωράκης με μία ιστορική ομιλία τοποθετείται ενάντια στην Συμφωνία των Πρεσπών.
Στην Παφλαγονία ζούσε κάποιος άνδρας, που ονομαζόταν Θεόδοτος και καταγόταν από τη Γάγγρα, μαζί με τη γυναίκα του, τη Ρουφίνα. Και οι δύο διήγαν τον βίο τους με ευσέβεια και ευλάβεια. Ανάμεσα στους προεστώτες (άρχοντες) της περιοχής συγκαταλεγόταν και κάποιος άνδρας, από τους πιο επιφανείς, που ονομαζόταν Αλέξανδρος και ήταν εντεταλμένος από τον ηγεμόνα να υποχρεώνει τους χριστιανούς να θυσιάζουν στα είδωλα. Όσοι δεν υπάκουαν έπρεπε να υπόκεινται σε σκληρές τιμωρίες και βάσανα. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγονταν και ο πατέρας του αγίου, ο Θεόδοτος, καθώς και η σύζυγος του, η Ρουφίνα.
Αυτούς αφού συνέλαβε, τους ανέκρινε ενδελεχώς γιατί δεν υπάκουαν σε αυτόν και στις διαταγές του, αλλά αντίθετα με παρρησία τον αμφισβητούσαν και κορόιδευαν την λατρεία των ειδώλων. Τους παρακινούσε μάλιστα με κολακείες λέγοντας τους:
«Να προσφέρετε θυσία στο είδωλο του Σεραπίωνα, διαφορετικά θα καταστρέψω τα σώματα σας με ανήκουστα βασανιστήρια».
Ο μάρτυρας Θεόδοτος του απάντησε λέγοντας του:
«Δεν μπορείς να με βασανίσεις γιατί έχω πατρικούς ορισμούς να μην έχει κανείς άνθρωπος εξουσία πάνω σε μένα».
Όταν ο Αλέξανδρος άκουσε τα λόγια αυτά του Θεοδότου και κατάλαβε ότι δεν έχει εξουσία σε αυτούς, του λέει με πραότητα:
«Θεόδοτε, σε παρακαλώ, μην αντιστέκεσαι στις βασιλικές διαταγές, γιατί θα σε στείλω στο βασιλιά Φαύστο και αυτός θα σε τιμωρήσει σκληρά».
Ο Θεόδοτος του απαντά:
«Μην καθυστερήσεις πονηρότατε, αλλά γρήγορα να εκπληρώσεις την απειλή σου, γιατί εγώ δε θυσιάζω στους δαίμονες» ούτε εκτελώ τη διαταγή του βασιλιά, ούτε πείθομαι στις κολακείες σας.»
Ακούγοντας τα αυτά ο Αλέξανδρος, θύμωσε πολύ και έστειλε απεσταλμένους στο Φαύστο που βρισκόταν στην Καισαρεία. Η Ρουφίνα, η γυναίκα του Θεόδοτου ήταν έγκυος και ακολουθούσε τον άνδρα της.
Όταν πήγαν στην Καισαρεία και αφού ο Φαύστος πήρε την επιστολή του Αλέξανδρου και πληροφορήθηκε τα σχετικά με το Θεόδοτο, διέταξε να κλείσουν και τους δύο στην φυλακή. Οι υπηρέτες εκτέλεσαν τη διαταγή του ηγεμόνα και φυλάκισαν τον μακάριο Θεόδοτο μαζί με τη γυναίκα του Ρουφίνα. Βρισκόμενοι στη φυλακή αναστέναξαν και προσευχήθηκαν:
«Κύριε, ο Θεός των δυνάμεων, ο πατέρας του αγαπητού σου Υιού Ιησού Χριστού, σε ευλογώ και σε δοξάζω, γιατί δια το όνομα σου το Άγιο με καταξίωσες να φυλακιστώ. Και τώρα Κύριε ικετεύω τη χάρη σου. Εσύ που έχεις την εξουσία της ζωής και του θανάτου, παράλαβε την ψυχή μου σε αυτή τη φυλακή, μήπως τη χάσω από το φόβο των βασάνων του αιμοβόρου ηγεμόνα».
Καθώς προσευχόταν κοιμήθηκε εν ειρήνη, Η γυναίκα του βλέποντας τι έγινε και μην μπορώντας να αντέξει τη συμφορά, από την πολλή της λύπη γέννησε το γιο της. Βλέποντας το νεκρό σώμα του άνδρα της, έκλαιγε στη φυλακή και έμεινε νηστική για πολλές μέρες. Ταλαιπωρημένη καθώς ήταν λέει:
«Κύριε, ο Θεός που δημιούργησες τον άνδρα (άνθρωπο) και από την πλευρά του τη γυναίκα, όρισε τώρα να τελειώσω τη ζωή μου μαζί με τον άνδρα μου. Σου παραδίδω το παιδί μου στα χέρια σου και φρόντισε το όπως θέλεις».
Αφού πήρε το παιδί στην αγκαλιά της και αγκάλιασε το νεκρό σώμα του άνδρα της, κοιμήθηκε εν ειρήνη. Άγγελος Κυρίου διαφύλαξε το βρέφος στη ζωή.
Στην Καισαρεία ζούσε κάποια γυναίκα που ονομαζόταν Ματρώνα και που ήταν ευγενής και ευλαβής και καταγόταν από ξακουστό και πλούσιο γένος. Ο βασιλιάς σεβόταν την ευγενική καταγωγή της γυναίκας γιατί ήταν γνωστή σε όλους. Άγγελος Κυρίου με τη μορφή νέου άνδρα πήγε στη Ματρώνα και της λέει:
«Ματρώνα πήγαινε στον ηγεμόνα, ζήτησε από αυτόν τα σώματα που βρίσκονται στη φυλακή και θάψε τα με τιμή, Πάρε το παιδί και φρόντισε το σαν να ήταν γιος σου».
Φοβισμένη η Ματρώνα κάλεσε έναν από τους δούλους της και του λέει:
«Πήγαινε στον άδικο ηγεμόνα Φαύστο και πες του: Βασιλιά, η κυρία μου Ματρώνα χαιρετά την εξουσία σου και σε παρακαλεί να της δώσεις τους χριστιανούς που πέθαναν στη φυλακή για το Χρίστο, για να τους ενταφιάσει».
Όταν ο ηγεμόνας τα άκουσε αυτά διέταξε τους δούλους του να πραγματοποιήσουν την επιθυμία της Ματρώνας. Η Ματρώνα, τότε, έστειλε στη φυλακή όλους τους άνδρες και τις γυναίκες που βρίσκονταν στο σπίτι της, οι. οποίοι αφού πήραν τα σώματα των μαρτύρων, τα ενταφίασαν, όπως τους ταίριαζε, στον περίβολο του σπιτιού της. Ακολούθως, πήρε το παιδί και αφού κάλεσε κάποια γυναίκα, που λεγόταν Αμμία, της έδωσε το παιδί για να το μεγαλώσει λέγοντας της να την επισκέπτεται συχνά μαζί με το παιδί.
Όταν το παιδί έγινε ενός χρόνου η Αμμία το έδωσε πίσω στην κυρία της, τη Ματρώνα, η Ματρώνα παίρνοντας το στην αγκαλιά της, το φιλούσε συχνά και επειδή το παιδί τη φώναξε μαμά, το οποίο στα ρωμαϊκά (λατινικά) σημαίνει μητέρα και στα ελληνικά ψωμί, τον ονόμασε Μάμαντα. Όταν η Ματρώνα άκουσε το παιδί να την καλεί μητέρα, χάρηκε και για αυτό προσκάλεσε προς τιμή του παιδιού της τους άρχοντες της πόλης και όλους τους γνωστούς της για φαγητό. Στην τροφό του Αμμία έδωσε πολλά δώρα. Ένας από τους καλεσμένους της που ονομαζόταν Αττικός, βλέποντας το παιδί, λέει στη Ματρώνα:
«Κυρία, το παιδί είναι τεσσάρων χρονών;»
Αυτή του απάντησε:
«Χθες με φώναξε στα ρωμαϊκά (λατινικά) μαμά».
Τότε, όλοι μαζί τον ονόμασαν Μάμα και έφυγαν. Το όνομα αυτό του Αγίου διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Η Ματρώνα παίρνοντας το παιδί στην αγκαλιά της, χαιρόταν πολύ γιατί δεν είχε άλλο παιδί εκτός από το Μάμα, τον οποίον της έστειλε ο Θεός. Όταν το παιδί έγινε πέντε χρονών, η Ματρώνα το έστειλε να μάθει τα ιερά γράμματα. Μετά από έξι μήνες ξεπέρασε τόσο πολύ όλους του τους συμμαθητές τόσο στη μάθηση και την εξυπνάδα όσο και στις καλές πράξεις, για αυτό και ο δάσκαλός του τον θαύμαζε πολύ.
Τις μέρες εκείνες έφθασε διαταγή από τον Καίσαρα σε όλους τους ηγεμόνες κάθε πόλης και χώρας να υποχρεώνουν με σκληρές τιμωρίες και βασανιστήρια τους χριστιανούς να θυσιάζουν στα είδωλα. Μια μέρα, λοιπόν, στην Καισαρεία πήγε κάποιος που ονομαζόταν Δημόκριτος, ο οποίος αφού συγκέντρωσε όλους τους πολίτες της περιοχής, τους μετέφερε τις διαταγές του βασιλιά. Κάλεσε μάλιστα και όλους τους νεότερους και τους ανακοίνωσε τη διαταγή του τυράννου. Ο δούλος του Χριστού Μάμας βρισκόταν και εκείνος εκεί μαζί με το δάσκαλο και τους συμμαθητές του. Μαζί του ήταν και ένας δούλος της κυρίας του για να τον υπηρετεί. Όταν άκουσε ο Άγιος τις πονηρές διαταγές με τις οποίες ενεργούσαν οι υπηρέτες του διαβόλου, άρχισε να συμβουλεύει τους συμμαθητές του λέγοντας τους:
«Πέστε μου φίλοι μου τι είδους Ουσία προσφέρετε και σε ποιου την προσκύνηση γίνεστε υπήκοοι;»
Αυτοί του απάντησαν:
«Υπακούμε στη διαταγή του Καίσαρα».
Λέγει σε αυτούς ο Μάμας:
«Μη αδελφοί μου, θυμηθείτε τις γραφές τις οποίες διδασκόμαστε και σκεφτείτε καλά και αναγνωρίστε τον αληθινό Θεό, τον ποιητή του ουρανού και της γης. Αυτόν να λατρέψετε και να προσκυνήσετε, γιατί ο Θεός διά του Ιησού Χριστού έδειξε το δρόμο της σωτηρίας. Σε αυτόν να προσφέρουμε θυσία και μην απατάσθε και να θυσιάζετε στα άψυχα είδωλα, τα οποία είναι έργα ανθρώπων. Μη συμμετέχετε, λοιπόν, αδελφοί στις βδελυρές θυσίες».
Οι νεαροί τον άκουαν και απορούσαν με τις σκέψεις και τη διδασκαλία του. Πήγαν, λοιπόν, και τα ανακοίνωσαν στον ηγεμόνα Δημόκριτο και στη Ματρώνα. Ο ηγεμόνας και όσοι ήταν μαζί του δεν είπαν τίποτα στη Ματρώνα επειδή την φοβούνταν (σέβονταν) εξαιτίας του πλούτου και των πολλών αξιωμάτων που είχε. Ο Μάμας, όμως, πηγαίνοντας στην κυρία του της διηγήθηκε τα πάντα για τη διδασκαλία του. Όταν τα άκουσε αυτά η Ματρώνα χαιρόταν καθημερινά για το παιδί της, το Μάμα. Όταν αυτός έγινε 15 χρονών η μακαρία Ματρώνα κοιμήθηκε εν ειρήνη. Η ψυχή της μετέβηκε στις αιώνιες μονές, ενώ όλος ο πλούτος της έμεινε στον Άγιο.
Οι παλιοί συμμαθητές του ενθυμούμενοι τις νουθεσίες και τις διδασκαλίες του και ότι προσκυνεί την Αγια Τριάδα πήγαν στον ηγεμόνα λέγοντας του:
«Κάποιος νέος ονομαζόμενος Μάμας, ο οποίος μαθήτευσε κοντά στο δάσκαλο μας, όχι μόνο δεν υπακούει στη βασιλική διαταγή, αλλά διδάσκει και εμάς να πιστεύουμε στον Εσταυρωμένο Χριστό και να μην προσφέρουμε θυσίες στα άψυχα είδωλα».
Ακούγοντας τα όλα αυτά ο ασεβής Δημόκριτος, διέταξε να φέρουν τον Άγιο μπροστά του. Όταν παρουσιάστηκε σε αυτόν ο Άγιος του λέει ο ηγεμόνας:
«Γιατί Μάμα δεν υπακούς στη βασιλική διαταγή, αλλά διδάσκεις και άλλους να πιστεύουν στον Εσταυρωμένο Χριστό;»
Απαντώντας του ο Μάμας του λέει:
«Πιστεύω στο ζώντα Θεό και μόνο αυτόν λάτρευα και δε θυσιάζω στα κωφά και άλαλα είδωλα σου».
Ο Δημόκριτος του λέει:
«Πώς τολμάς εσύ, αν και είσαι νεαρός, να μην υπακούς σε μας και να διδάσκεις και άλλους να μη υπακούν στα βασιλικά προστάγματα;»
Ο ηγεμόνας απευθυνόμενος στους στρατιώτες του, τους λέει:
«Πάρτε τον και οδηγήστε τον στο βωμό του Σεραπίωνα για να προσφέρει θυσία και αφού τον δουν και άλλοι νέοι να θυσιάζουν και εκείνοι».
Όταν, όμως, τον άκουσε ο Άγιος Μάμος του είπε:
«Μην ματαιοπονείς, άδικε ηγεμόνα. Εγώ δεν μπαίνω σε τόπο όπου λατρεύονται οι δαίμονες, ούτε φοβούμαι τις απειλές σου, διότι από μικρή ηλικία έχω ανατραφεί από ευσεβείς γονείς».
Ακούγοντας ο Δημόκριτος τον Άγιο να του μιλά με τόση παρρησία, του είπε:
«Μάμα, υπάκουσε στα προστάγματα μου, διότι λυπούμαι τα νιάτα, την εξυπνάδα, τη σεμνότητα της ζωής σου, αλλά και την ευστροφία σου. Εάν υπακούσεις, θα απολαύσεις πολλά καλά από μένα και από τον Καίσαρα. Διαφορετικά θα σε τιμωρήσω και θα σε βασανίσω μέχρι θανάτου».
Ο Άγιος του λέει:
«Μάθε, Δημόκριτε, ότι δε δελεάζομαι από τα λόγια σου. Έχω σώφρονα λογισμό και δεν πείθομαι στις διαταγές σου. Έχω για βοηθό το Χριστό και Θεό μου και αυτός μπορεί να σου αφαιρέσει την "θεότητα"».
Αυτά ακούγοντας τα ο ηγεμόνας, θύμωσε πολύ και λέει στον Άγιο:
«Επειδή δε φοβάσαι τον βασιλιά και ούτε υπακούς στη διαταγή του, σε στέλλω σε αυτόν που μπορεί να σου αφαιρέσει τη ζωή με πολλά βασανιστήρια».
Τον παρέδωσε, λοιπόν, σιδηροδέσμιο σε δέκα στρατιώτες για να τον μεταφέρουν στο βασιλιά, μαζί με μια επιστολή που έγραφε τα εξής:
«Παντοδύναμε βασιλιά και αυτοκράτορα. Καθημερινά τιμούμε τη βασιλεία σου και υπακούμε στο θέλημα σου, όπως σου ταιριάζει, και σεβόμαστε τους θεούς που σου δίνουν τη δύναμη. Έχω γνωρίσει εδώ κάποιο νέο με το όνομα Μάμας από γένος λαμπρό και επιφανές, ο οποίος όχι μόνο δε θυσιάζει στους θεούς, αλλά καθημερινά προτρέπει και άλλους να μη θυσιάζουν σε αυτούς. Ακόμη δεν υβρίζει μόνο αυτούς, αλλά και τη βασιλεία σου. Επειδή κατάγεται από ξακουστό γένος δεν τόλμησα να τον βασανίσω εδώ, για να μην προκληθεί φασαρία εξαιτίας της ευγενικής του καταγωγής και του πλούτου του».
Πήραν, λοιπόν, οι στρατιώτες την επιστολή του ηγεμόνα και τον Άγιο σιδηροδέσμιο, και πήγαν στην περιοχή που ονομαζόταν «Εναές» και έδωσαν την επιστολή στο βασιλιά. Όταν αυτός διάβασε την επιστολή, διέταξε να παρουσιαστεί μπροστά του ο άγιος στον οποίο μίλησε με ήπιο τρόπο;
«Πληροφορήθηκα από την επιστολή, νεαρέ, ότι ονομάζεσαι Μάμος και ότι επειδή είσαι μικρός στην ηλικία και ανώριμος και δε γνωρίζεις τη δύναμη των μεγάλων θεών, ύβρισες αυτούς και τη δύναμη της βασιλείας μου. Εξαιτίας της συμπεριφοράς σου αυτής θα έπρεπε να θανατωθείς χωρίς να σε εξετάσω, αλλά έλα μαζί μου, θυσίασε στο Σεραπίωνα και στους υπόλοιπους θεούς και θα σε έχω κοντά μου στο παλάτι δίνοντας σου πολλή δόξα».
Απαντώντας ο άγιος του είπε:
«Άκουσε, βασιλιά. Τα πρόσκαιρα κακά τα οποία πρόκειται να πάθω θα μου χαρίσουν την αιώνια ζωή. Αντίθετα, η πρόσκαιρη τιμή και δόξα την οποία μου υπόσχεσαι θα μου προκαλέσει μεγάλη ζημιά. Δε λατρεύω τα είδωλα, παρά μόνο τον Κύριο μου Ιησού Χριστό».
Αφού τα άκουσε αυτά ο βασιλιάς θύμωσε και πρόσταξε τους υπηρέτες του να τον δέσουν χωρίς να τον λυπηθούν. Καθώς τον βασάνιζαν, ο κήρυκας φώναζε:
«Θυσίασε, Μάμα στους θεούς για να λυτρωθείς από τα βάσανα».
Κοιτάζοντας ψηλά ο Άγιος λέει στον ηγεμόνα:
«Δες, κουράστηκαν οι στρατιώτες σου να με κτυπούν, αλλά η δύναμη του Χριστού με δυναμώνει για να αντέχω».
Του λέει, τότε, ο βασιλιάς:
«Δείξε μου κάποιο σημάδι ότι δέχεσαι να θυσιάσεις στους θεούς και θα λυτρωθείς από τα βάσανα».
Του απαντά ο Άγιος:
«Δε φοβούμαι τα βασανιστήρια σου. Μείνε μακριά μου γιατί εργάζεσαι για το άδικο. Ο Κύριος είναι βοηθός μου και δε με φοβίζουν οι απειλές σου».
Αυτά ακούγοντας ο τύραννος διέταξε να δέσουν ψηλά τον Άγιο και να χακί στη φωτιά αναμμένων δάδων (λαμπάδων). Αλλά ο Χριστός προστάτευε το σώμα του Αγίου από τις φλόγες, ενώ η φωτιά κατευθυνόταν στα πρόσωπα των δαδούχων.
Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε να δέσουν στο λαιμό του Αγίου μόλυβδο και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Καθώς οι στρατιώτες κατευθύνονταν προς τη θάλασσα, άγγελος Κυρίου πήρε τον Άγιο. Οι στρατιώτες φοβισμένοι έφυγαν, ενώ ο άγγελος οδήγησε τον άγιο σε ένα όρος στην Καισαρεία όπου και τον άφησε μόνο του. Αυτός βρισκόμενος εκεί προσευχόταν, ενώ οι στρατιώτες πήγαν στο βασιλιά για να του ανακοινώσουν τι έγινε. Καθώς ο Άγιος προσευχόταν στο όρος άκουσε φωνή να του λέει:
«Πάρε τη ράβδο αυτή και ό,τι ζητήσεις, μέσω αυτής θα σου το δώσω».
Καρφώνοντας τη ράβδο στη γη έλαβε ευαγγέλιο και του είπε ο Θεός:
«Οικοδόμησε θυσιαστήριο και εγώ θα σου στέλλω όσους θέλουν να ακούν τα θεία μυστήρια».
Ο Άγιος έκανε όσα του είπε ο Κύριος. Έφτιαξε βήμα όπου στεκόταν και διάβαζε το Ευαγγέλιο. Εκεί μαζεύονταν όλα τα ζώα του όρους και γονατίζοντας μπροστά στον Άγιο, τον άκουαν, Ο Άγιος τρεφόταν με γάλα από τα ελάφια.
Μια μέρα ο Άγιος κατέβηκε στην πόλη με σκοπό να επισκεφτεί τους φτωχούς. Οι άπιστοι, όμως, βλέποντας τον, τον φθόνησαν και τον κατάγγειλαν στον ηγεμόνα της Καισαρείας, Αλέξανδρο:
«Παντοδύναμε Αλέξανδρε, στο όρος της πόλης ζει κάποιος ωραίος νέος, χριστιανός στην πίστη, ο οποίος με μαγείες θεραπεύει όλους όσοι προστρέχουν σε αυτόν, τυφλούς, χωλούς, κωφούς και όσοι πάσχουν από οποιαδήποτε άλλη ασθένεια. Σε αυτόν υποτάσσονται όλα τα ζώα και κηρύττει τον Εσταυρωμένο Χριστό ως τον αληθινό Θεό».
Τότε ο ηγεμόνας έστειλε δώδεκα στρατιώτες για να οδηγήσουν μπροστά του τον Άγιο. Οι στρατιώτες έφιπποι βρήκαν τον Άγιο και τον διέταξαν να τους ακολουθήσει. Ο άγιος τότε καλεί ένα λιοντάρι το οποίο και ιππεύει. Με τη ράβδο στο χέρι παρουσιάζεται στον ηγεμόνα και προστάζει το λιοντάρι να φύγει. Ο ηγεμόνας βλέποντας τον του λέει:
«Εσύ είσαι ο μάγος Μάμας;»
Ο Μάμος του απαντά:
«Δεν είμαι μάγος, αλλά δούλος του Χριστού, του βασιλιά των πάντων».
Του λέει τότε ο βασιλιάς:
«Δε μάγεψες τα ζώα ώστε να υπακούνε στη θέληση σου;»
Του λέει ο Άγιος:
«Τα υπέταξα με το όνομα του Κυρίου μου Ιησού».
Του λέει ο ηγεμόνας:
«Θυσίασε στους θεούς, διαφορετικά θα σε βασανίσω».
Του λέει ο Άγιος:
«Κάνε ό,τι θέλεις χωρίς καθυστέρηση».
Του λέει ο ηγεμόνας:
«Λυπούμαι την ομορφιά σου, για αυτό αρνήσου το Χριστό και σώσε τον εαυτό σου».
Του λέει ο Άγιος:
«Λεν απαρνιέμαι το Θεό μου, αλλά σε λυπάμαι για την πλάνη στην οποία βρίσκεσαι».
Αφού τα άκουσε αυτά ο ηγεμόνας θύμωσε πολύ και διέταξε να κρεμάσουν τον Άγιο και να του ξεσκίσουν τις σάρκες. Ο Άγιος, όμως, τα υπέμενε όλα αυτά αγόγγυστα. Του λέει τότε ο ηγεμόνας:
«Δεν σε καταβάλλουν τα βάσανα;»
Ο Άγιος του απαντά:
«Ευχαριστώ το Θεό μου που μου δίνει υπομονή ώστε να μην αισθάνομαι, τα βασανιστήρια».
Λέει τότε ο ηγεμόνας στους δούλους του:
«Σπαράξτε τα εντόσθια του».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε:
«Μάμα, μη φοβάσαι γιατί είμαι μαζί σου. Να έχεις δύναμη και θάρρος».
Κάποιοι από τους χριστιανούς ακούγοντας τα αυτά χάρηκαν. Ο ηγεμόνας τότε διέταξε να τον κατεβάσουν από το ξύλο και να τον αφήσουν κάτω μέχρι να σκεφτεί με ποίο τρόπο θα τον βασανίσει. Ξαφνικά καταφθάνει το λιοντάρι, το οποίο είχε μεταφέρει τον άγιο από το όρος, και γεμάτο οργή βρυχούταν θέλοντας να θανατώσει το πλήθος, Ο Άγιος, όμως, το επίπληξε λέγοντας του:
«Πήγαινε εν ειρήνη από όπου ήρθες».
Το λιοντάρι πλησίασε τον άγιο, του ασπάστηκε τα χέρια και επέστρεψε στο όρος.
Ο τύραννος διέταξε να ανάψουν κάμινο και να ρίξουν σε αυτήν τον άγιο. Όταν πραγματοποιήθηκε η διαταγή του, άγγελος Κυρίου δρόσισε την κάμινο και διαφύλαξε τον άγιο αβλαβή, ενώ η φωτιά κατέκαυσε τους υπηρέτες. Βλέποντας τα αυτά ο ηγεμόνας διέταξε να φυλακίσουν τον άγιο και να τον αφήσουν στη φυλακή χωρίς τροφή. Άγγελος, όμως, Κυρίου τον έτρεφε. Μετά από πέντε μέρες ο ηγεμόνας διέταξε να παρουσιαστεί ο άγιος μπροστά του και του λέει:
«Μάμα, αρνήσου το Θεό σου και θα σε τιμήσω».
Αλλά ο Άγιος του απάντησε:
«Πιστεύω στο Θεό μου και είμαι χριστιανός, ό,τι θέλεις να κάνεις κάνε το γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση».
Ο τύραννος διέταξε να ανάψουν φωτιά μεγαλύτερη της πρώτης και να ρίξουν σε αυτήν τον άγιο για να καεί. Ο άγιος υψώνοντας τα χέρια του, λέει:
«Κύριε Θεέ μου, άκουσε με τον ταπεινό σου δούλο και δώσε μου δύναμη ώστε να αντέξω μέχρι το τέλος, για να γνωρίσουν όλοι ότι εσύ είσαι ο Θεός όλων και έχεις την εξουσία της ζωής και του θανάτου».
Κάνοντας το σημείο του σταυρού μπήκε στην κάμινο και, ω του θαύματος, τον περιέβαλε δρόσος διατηρώντας τον αβλαβή.
Μετά από τρεις μέρες ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να βρουν τα καμένα οστά του αγίου και να τα κρύψουν για να μη λάβουν οι χριστιανοί τέτοιον θησαυρό. Καθώς, όμως, οι στρατιώτες έψαχναν, τον βρήκαν ζωντανό και γεμάτοι θαυμασμό παραδέχτηκαν τη δύναμη του Θεού. Πηγαίνοντας στον ηγεμόνα του ανακοίνωσαν τι έγινε και αυτός πρόσταξε να παρουσιαστεί ο άγιος μπροστά του και του λέει:
«Τόσο ισχυρές ήταν οι μαγείες σου ώστε μπορούν να κάνουν ακόμη και τη δύναμη της φωτιάς ακίνδυνη;»
Του λέει ο άγιος:
«Η δύναμη του Αγίου Πνεύματος και του Χριστού τα κάνει όλα αυτά».
Ο ηγεμόνας τότε διέταξε να παραδοθεί ο άγιος στα θηρία για να τον κατασπαράξουν. Αν και οι στρατιώτες ελευθέρωσαν τα θηρία, εντούτοις κανένα δεν κακοποίησε τον άγιο. Τη στιγμή εκείνη, ο Κύριος έστειλε στο θέατρο το προαναφερθέν λιοντάρι βρυχούμενο για να βοηθήσει τον Άγιο αλλά και για να κατασπαράξει πολλούς απίστους. Γεμάτος τρόμο ο ηγεμόνας έφυγε από το θέατρο τρέχοντας, ενώ ο άγιος διέταξε το λιοντάρι να επιστρέψει στο όρος. Και αυτό υπάκουσε.
Ο Άγιος μεταφέρθηκε και πάλι μπροστά στον τύραννο, ο οποίος με παρακάλια προσπαθούσε να τον μεταπείσει, χωρίς όμως επιτυχία. Στο τέλος του λέει:
«Έχω ένα πολύ άγριο λιοντάρι και αυτό θα σε σκοτώσει».
Ελευθέρωσαν το λιοντάρι εναντίον του αγίου, αλλά ακόμα και αυτό κυλιόταν μπροστά στα πόδια του και ασπαζόταν τα χέρια του. Τότε οι άπιστοι πήραν πέτρες για να τον λιθοβολήσουν, αλλά σκοτείνιασαν τα μάτια τους με αποτέλεσμα να κτυπά ο ένας τον άλλο.
Τότε ο ηγεμόνας πρόσταξε να παρουσιαστεί μπροστά του ένας στρατιώτης δυνατός και περήφανος, ο οποίος έπληξε την κοιλιά του αγίου με τρίαινα και γυρίζοντας την τήν έβγαλε μαζί με τα εντόσθια του αγίου. Ο Άγιος τα πήρε στα χέρια του και περπατώντας έφτασε έξω από την πόλη. Αφού κάθισε σε μια πέτρα που βρήκε εκεί υμνούσε το Θεό που τον είχε αξιώσει τέτοιου μαρτυρίου. Τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό να λέει:
«Χαίρε Μάμα αθλητή γιατί σε σένα βρίσκεται το πνεύμα μου. Οι άγγελοι θαύμασαν τους αγώνες σου. Ζήτησε μου όποια χάρη θες και θα στην εκπληρώσει, γιατί σε αγάπησα όπως τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ».
Λέγει ο άγιος:
«Συγχώρεσε, Κύριε, την αμαρτία αυτή των βασανιστών μου και βοήθα αυτούς που γιορτάζουν τη μνήμη του δούλου σου να έχουν κάθε αγαθό στα ζώα και στα δέντρα τους και στους ίδιους δώσε υγεία και ευλογία Μην επιτρέψεις επιδημία θανάτου να καταβάλει όσους τιμούν τον μαρτυρά σου, ούτε καμιά άλλη δυστυχία. Δέξου την ψυχή μου στα άγια σου χέρια, και επέτρεψε στο σώμα μου να κάνη θαύματα στους πιστούς που σε προσκυνούν για να δοξάζεται το όνομα σου».
Ο άγιος άκουσε τότε φωνή να λέει:
«Ας γεννηθεί το θέλημα σου, δούλε μου, και έλα στις σκηνές των αγίων, όπου σε περιμένει ο θείος χορός των συναθλητών σου».
Και ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα στο Δημιουργό.
Οι χριστιανοί αφού πήραν το σώμα του, το κήδευσαν με τιμές σε πέτρινο μνημείο. Ο Άγιος μαρτύρησε τον καιρό που βασιλιάς ήταν ο Αυρηλιανός Καίσαρας και ηγεμόνας ο Αλέξανδρος Καισαρείας - Καππαδοκίας, στις 2 Σεπτεμβρίου το 275 μ.Χ.
Μετά από κάποια χρόνια βασιλιάς ήταν κάποιος ασεβής, ο οποίος παρακινημένος από το φθόνο που ένιωθε για τα θαύματα που έκανε ο Άγιος, έριξε το σώμα του Αγίου στη θάλασσα. Αυτό μαζί με το μνημείο μεταφέρθηκε από τη θάλασσα έχοντας βάρος φύλλου, έφτασε σε ένα λιμάνι στην Κύπρο κοντά στη Μόρφου. Όταν το σώμα του Αγίου έφτασε εκεί, ο Άγιος φανερώθηκε στον ύπνο κάποιου γεωργού, τον οποίο πρόσταξε να ζεύξει το ζεύγος των βοδιών του και να πάει προς την παραλία και να μεταφέρει το σώμα με τη λάρνακα.
Αφού ο γεωργός πραγματοποίησε την εντολή αυτή, με τη βοήθεια πολλών από τους ντόπιους ίδρυσαν ναό στην τιμή του αγίου και κατέθεσαν το τίμιο του σώμα σε αυτό, το οποίο ευωδιάζει και θεραπεύει κάθε ασθένεια για τη δόξα του Θεού.
Δια μέσω των πρεσβειών του Αγίου ας μας ελεεί ο Θεός, Αμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείον βλάστημα, Μαρτύρων πέλων, ηκολούθησας, ασχέτω πόθω, τοις ενθέοις αληθώς τούτων ίχνεσι και του Σωτήρος κηρύξας το όνομα, εθαυμαστώθης σοφέ δι' αθλήσεως. Μάμα ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῆς Παφλαγόνου τὸ κλέος, καὶ Γαγγραίων τὸ στήριγμα, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Κυπρίων, ἀνεδείχθης, Μαμὰ ἔνδοξε. Τὴν Θάλασσαν διῆλθες ὥσπερ ζῶν, καὶ ταύτης τρικυμίας χαλινῶν, θαυμασίως λάρνακά σου, Μόρφου τὴ πάλει, Μάρτυς κατεστήριξας- διὸ ἐν τὴ μνήμη σου, σοφέ, εὐῶδες μύρον βρύει ἐξ αὐτῆς. Δόξα Θεῶ τῷ ἐνεργούντι, διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Παφλαγονίας ὁ κλάδος καὶ μαρτύρων ἀγλάϊσμα, πόλεως Μόρφου τὸ κλέος καὶ Κυπρίων τὸ καύχημα, Λεόντων χάσματα ἔφραξας, Μάμα σοφέ, καὶ μαρτυρίου τὸν στέφανον κομισάμενος. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι καὶ θαυμαστῶς ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν τῇ ράβδῳ Ἅγιε, τῇ ἐκ Θεοῦ σοι δοθείσῃ, τὸν λαόν σου ποίμανον, ἐπὶ νομὰς ζωηφόρους· θήρας δέ, τοὺς ἀοράτους καὶ ἀνημέρους, σύντριψον, ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν σὲ ὑμνούντων, ὅτι πάντες οἱ ἐν κινδύνοις, προστάτην Μάμα, θερμόν σε κεκτήμεθα.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Εὐσεβείας ὑπάρχων γόνος σεπτός, ἀσεβείας ἐδείχθης ἐκμειωτής, ὦ Μάμα πανεύφημε, τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος· ἐν γὰρ σταδίῳ πλάνην, εἰδώλων διήλεγξας, καὶ εὐθαρσῶς Τριάδα, ὑμνεῖσθαι ἐκήρυξας· ὅθεν καὶ θηρίοις, ἐκδοθεὶς ἀθλοφόρε, τὸν θῆρα ἐνέκρωσας, καὶ ἀρχέκακον δράκοντα· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος.
Τὸν ἐν πάσῃ τῇ γῇ περιβόητον Μάρτυρα, καὶ ἐν τοῖς οὐρανοῖς σὺν Ἀγγέλοις χορεύοντα, ὑμνήσωμεν Μάμαντα, τὸν πρὶν τὰς ἐλάφους ἐν ταῖς ἐρήμοις καινῶς ἀμέλγοντα, καὶ νῦν περιούσιον λαὸν Κυρίου, ῥάβδῳ δυνάμεως, ὡς ποιμένα καλῶς περιέποντα, καὶ ὁδηγοῦντα εἰς τόπον χλόης, ἔνθα ὑπάρχει ἀληθῶς τοῦ Παραδείσου ἡ τρυφή. Ὅθεν πάντες οἱ ἐν κινδύνοις, προστάτην Μάμα, θερμὸν σε κεκτήμεθα.
Οι ανθελληνικοί σχεδιασμοί Αλβανίας και Τουρκίας και η αφωνία της ελληνικής κυβέρνησης
Η γνώσις αναστρεφομένη εν τοις ορατοίς, η εν ταίς αισθήσεσι δεχόμενη την διδαχήν αυτών, φυσική ονομάζεται, η δε εν τη δυνάμει των νοητών και έσωθεν εαυτής εν ταίς φύσεσι των ασωμάτων, πνευματική ονομάζεται, διότι την αίσθησιν εν τω πνεύματι δέχεται και ουκ εν ταίς αισθήσεσι. Και ταύταις ταίς δυσί γνώσεσιν έξωθεν γίνονται τη ψυχή είς κατανόησιν αυτών.
«Χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας» (Άγγελος Βλάχος) (=Η χώρα που δεν μπορεί να την πάρει κανείς στα σοβαρά).
Η κυβέρνηση Μπάιντεν βρίσκεται μπροστά στην πρώτη μεγάλη εσωτερική κρίση της, προτού καν συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο θητεία της, με τη δημοτικότητα του Αμερικανού Προέδρου να βρίσκεται χαμηλά τόσο μέσα στο Δημοκρατικό κόμμα , όσο και στην αμερικανική κοινή γνώμη.
Σκλαβωμένοι πολίτες της υγειονομικής τυραννίας,
Χιλιάδες πολίτες, φωνάζοντας συνθήματα και κρατώντας πανό και ελληνικές σημαίες, συγκεντρώθηκαν χθες το απόγευμα στο Σύνταγμα στην Αθήνα και στον Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη, αντιδρώντας στον υποχρεωτικό εμβολιασμό και στα μέτρα που ανακοίνωσε πρόσφατα η κυβέρνηση.
Στο προηγούμενο άρθρο μας, αναφέραμε ότι θα παραθέσουμε στοιχεία, που θα αποδεικνύουν ότι ο Διαφωτισμός, σε θέματα ελευθερίας του ανθρώπου, έκανε φοβερές ανατροπές, που εκτός των άλλων, λειτούργησαν και εναντίον της χριστιανικής ελευθερίας, πίστεως και ζωής και άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει, γενικά, το πρότυπο ζωής τόσο του ευρωπαϊκού όσο και του παγκόσμιου πολιτισμού.
Ιαπωνία – Δύο νέοι πέθαναν μετά τον εμβολιασμό τους με Moderna – Οι δόσεις που έλαβαν ήταν σε προβληματικές παρτίδες. Η αιτία των θανάτων διερευνάται.
Το βλέπω μπροστά μου...
«Για να πιάσει ο ορός του καινούργιου επάνω στο σώμα του δύστροπου και δύσπιστου Νεοέλληνα ένας τρόπος υπάρχει μονάχα: να γίνεται σιγά-σιγά και με δόσεις»
«Ὁ Γέροντας (ὁ πατήρ Γεώργιος Καρσλίδης, στὴ Σίψα τῆς Δράμας, ὁ ἀγιοκαταταχθεῖς ἐσχάτως) πῆγε κάποτε στὴ Μητρόπολη τῆς Δράμας νὰ ἐκκλησιαστῇ. Ὅταν μπῆκε μέσα στὸ ἱερὸ, εἶδε τὸ Σατανὰ ξαπλωμένο πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Εἶχε πιάσει ὅλη τὴν Ἁγία Τράπεζα. Μόλις τὸν εἶδε, ἔπεσε κάτω καὶ λιποθύμησε.
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ κρίνει τον John Rockefeller και το Trust του ένοχους για διαφθορά, παράνομες επιχειρηματικές πρακτικές και εκβιασμό. Ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης, ολόκληρο το Rockefeller Standard Oil-Trust, η μεγαλύτερη εταιρεία στον κόσμο της εποχής της, καταδικάζεται σε διάλυση. Όμως ο Rockefeller ήταν ήδη πάνω από το Ανώτατο Δικαστήριο και δεν τον ενδιέφερε η απόφαση αυτή.
Κυρίες και κύριοι! Φίλες και φίλοι συναγωνιστές!
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...