
Τα Χριστούγεννα του 1022 ο Ροβέρτος Β’ ο Ευσεβής, βασιλιάς της Φραγκίας (996-1031) , ταξίδεψε μαζί με την βασίλισσά του Κωνσταντία στην Ορλεάνη, για να παραβρεθεί σε μια σύνοδο επισκόπων. Ένα σκάνδαλο είχε ανακαλυφθεί στην εκκλησία και έχριζε αντιμετώπισης. Είχε ανακαλυφθεί μια φράξια εκκλησιαστικών, της οποίας ο πυρήνας ανήκε στον ναό του Τιμίου Σταυρού. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονταν και ο Στέφανος, εξομολόγος της βασίλισσας για κάποιο διάστημα.
Ορλεάνη 1022 μ.Χ.
α. Ιστορικό πλαίσιο.
Τα Χριστούγεννα του 1022 ο Ροβέρτος Β’ ο Ευσεβής, βασιλιάς της Φραγκίας (996-1031) , ταξίδεψε μαζί με την βασίλισσά του Κωνσταντία στην Ορλεάνη, για να παραβρεθεί σε μια σύνοδο επισκόπων. Ένα σκάνδαλο είχε ανακαλυφθεί στην εκκλησία και έχριζε αντιμετώπισης. Είχε ανακαλυφθεί μια φράξια εκκλησιαστικών, της οποίας ο πυρήνας ανήκε στον ναό του Τιμίου Σταυρού. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονταν και ο Στέφανος, εξομολόγος της βασίλισσας για κάποιο διάστημα.
Η πόλη υπήρξε θέατρο ανταγωνισμού μεταξύ του βασιλιά Ροβέρτου και του Εύδου Β’, κόμη του Blois, με αφορμή την εκλογή του επισκόπου. Ο υποψήφιος του Ροβέρτου ήταν ο Τιερύ, προστατευόμενος της βασίλισσας. Συνυποψήφιος για την έδρα ήταν ο Οδάλριχος, ανιψιός του επισκόπου της Beauvais, άνθρωπος του Εύδου. Αρχικά επικράτησε ο Θευδέριχος (Thierry), αλλά για άγνωστο λόγο απομακρύνθηκε στο μοναστήρι St. Pierre-le-Vif στην Sens. Το 1022 επίσκοπος ήταν ο Οδάλριχος (1021-1035).
Τοπικός φεουδάρχης ήταν ο Άρεφαστ, που ήλκε την καταγωγή του από τους δούκες της Νορμανδίας. Ήταν υποτελής του δούκα Ριχάρδου Β’, ο οποίος ήταν με την σειρά του σύμμαχος του Εύδου Β’. Ο Άρεφαστ ήταν μπλεγμένος με τους αιρετικούς μέσω του θαλαμηπόλου του Εριβέρτου, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Ορλεάνη, εκπαιδευτικό κέντρο της εποχής. Ο Εριβέρτος είχε έρθει σ’ επαφή με την αίρεση μέσω του ιερέα Στέφανου, κι ενός ακόμη εκκλησιαστικού του Lisois, από τον Ναό του Τιμίου Σταυρού. Ο Άρεφαστ ζήτησε την συμβουλή του Φουλβέρτου (1007-1029), επισκόπου Chartres, κι έλαβε οδηγίες μέσω του νεωκόρου του επισκόπου ν’ αποκαλύψει την αίρεση.
Στην σύναξη συμμετείχαν ο βασιλιάς, η βασίλισσα και οι επίσκοποι. Οι αιρετικοί συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν. Μεταξύ τους ήταν και ο Άρεφαστ. Κατά την διάρκεια της ανάκρισης επιχειρήθηκε η συγκάλυψη των πραγματικών δοξασιών της σέκτας, αλλά ο Άρεφαστ είχε γνώση της εσωτερικής διδασκαλίας και αποκάλυψε όσα ήξερε. Όταν ο επίσκοπος Guarin της Beauvais ανέκρινε τους Στέφανο και Lisois, αυτοί βλέποντας ότι κάθε προσπάθεια να συγκαλύψουν τις πραγματικές τους πεποιθήσεις ήταν μάταια, παραδέχθηκαν τις κατηγορίες του Άρεφαστ, αλλά παρουσίασαν τις θέσεις τους ως αποτέλεσμα σκεπτικισμού.
Ο βασιλιάς καταδίκασε τους αιρετικούς σε θάνατο στην πυρά. Ήταν μια πρωτοφανής απόφαση, διότι ο συγκεκριμένος τρόπος εκτέλεσης δίδονταν ως ποινή στην κατηγορία της μαγείας. Η τελευταία εκτέλεση αιρετικού στην πυρά είχε δοθεί στον Πρισκιλλιανό της Αβίλα το 383 μ.Χ., από σύνοδο αρειανών επισκόπων. Ενδεχομένως η απόφαση να είχε πολιτική σκοπιμότητα. Ο Άρεφαστ, άνθρωπος του Ριχάρδου, άνθρωπος του κύκλου του Εύδου, αντιπάλου του Ροβέρτου, είχε δράσει ως κατάσκοπος και είχε αποκαλύψει αιρετικούς του αυλικού κύκλου. Αυτό μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ του κυρίου του και κατά του βασιλιά. Ο Ροβέρτος, λοιπόν, έπρεπε να δείξει αποφασιστικότητα, και να θεραπεύσει οποιαδήποτε υποψία εναντίον του, η οποία θα μπορούσε ν’ αποβεί εις όφελος του Εύδου.
β. Οι πηγές.
Τα γεγονότα αναφέρονται σε αρκετές πηγές. Η πιο εκτενής καταγραφή έγινε από τον Παύλο, μοναχό της Μονής του Αγίου Πέτρου της Κοιλάδας (St. Pierre-le-Vif), η οποία αναπαύονταν έξω από την Chartres. Ο Παύλος ήταν χαρτουλάριος (αρχειοφύλακας) της μονής και έλαβε εντολή από τον ηγούμενο να συντάξει το ιστορικό της με βάσει τα διαθέσιμα αρχεία. Η περιγραφή δείχνει αυτόπτη μάρτυρα, αλλά αν ληφθεί υπόψη ότι η καταγραφή έγινε πενήντα χρόνια μετά (τοποθετείται το 1078), δύο πιθανότητες υπάρχουν. Είτε βασίστηκε σε αρχεία του Άρεφαστ, τον οποίο γνώριζε προσωπικά, είτε είχε στη διάθεσή του κάποιο Λίβελλο της συνόδου.
Το αρχείο της μονής με την ιστορία έχει εκδοθεί στο Vetus Aganon VI.3, ed. Benjamin Edmé Charles Guérand, εν Cartulaire de l’ abbaye de Saint Père de Chartres, Collection des cartulaires de France, Paris 1840, t. 1 pp. 109-15. Υπάρχει επίσης στο Gesta Synodis Aurelianensis, ed. Martin Bouquet, Rerum Gallicarum et Francicarm Scriptores, t.X (Paris 1760), 536-9. Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 76-81. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 10-15.
Μια δεύτερη καταγραφή υπάρχει στο Χρονικό του Adémar της Chabannes, μοναχού στο αβαείο του St. Cybard στην Angoulême. Ο Ademar έγραψε ιστορικά έργα, τα Chronicon Aquitanicum et Francicum (Historia Francorum), Liber Historiae Francorum (συνέχεια της ιστορίας του Φρεδεγάριου) και Annales Regni Francorum. Το τρίτο ασχολείται με την ιστορία της περιόδου 814-1028 και περιέχει τα γεγονότα. Έχει εκδοθεί στο Adémar de Chabannes, Chronique III.59, ed. Jules Chavanon, εν Collection de texts pour server à l’ etude et à l’ enseignement de l’ histoire, Paris 1897, vol. XX pp. 184-5. Αγγλική μετάφραση στο W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 75-76. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), 9-10.
γ. Κείμενα.
Παύλος της Μόνης του Αγίου Πέτρου:
«Παρακάτω, θεωρώ ότι αξίζει να καταγράψω, πως ο προαναφερθείς Άρεφαστ, με θεία βοήθεια και με την οξύτητα του πνεύματός του, όχι μόνο ανακάλυψε αλλά και κατέπνιξε εντελώς στην πόλη της Ορλεάνης την αιρετική αποστασία, η οποία διαδίδονταν εκείνη την εποχή μυστικά, εκχέοντας το δηλητήριο της κακοδοξίας σε όλη τη γη της Γαλικίας.
Καταγόταν από το γενεαλογικό δέντρο των δουκών της Νορμανδίας, άνθρωπος με ραφιναρισμένο λόγο, σοφός στις συμβουλές του, ευλογημένος με καλές συνήθειες, και γι’ αυτό πολύ γνωστός για τις υπηρεσίες του σαν απεσταλμένος, όχι μόνο στον βασιλιά των Φράγκων αλλά και μεταξύ των ευγενών. Λέγεται, ότι είχε στην οικιακή υπηρεσία του κάποιον κληρικό με το όνομα Εριβέρτος, ο οποίος για λόγους σπουδών είχε αποφασίσει να πάει στην Ορλεάνη. Αλλά, στην πραγματικότητα, ενώ έψαχνε δασκάλους της αλήθειας, ξεστράτησε σε τυφλό μονοπάτι, που τον οδήγησε στον λάκκο της κατάφωρης αίρεσης. Διότι σ’ αυτή την πόλη την εποχή εκείνη, δύο κληρικοί, ο Στέφανος και ο Lisoius, ήταν κατά κοινή παραδοχή ξεχωριστοί από τους άλλους σε σοφία, διαπρεπείς στην αγιότητα και την ευσέβεια, γενναιόδωροι στην ελεημοσύνη. Ο προαναφερθείς κληρικός τούς αναζήτησε και μετά από σύντομο διάστημα έγινε υπάκουος ακόλουθος από την γλυκύτητα του αγίου λόγου, έχοντας επηρεαστεί από αυτούς και τα διαβολικά τους σχέδια. Δελεασμένος από την τρέλα και τη δαιμονική πλάνη, στερημένος από οποιαδήποτε γνώση θεολογίας, θεωρούσε ότι είχε ανέλθει στην κορυφή της σοφίας. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, προσπάθησε ύστερα από σταδιακή και λεπτή υποβολή να οδηγήσει τον κύριό του (τον οποίο περιποιούνταν με εξαιρετική στοργή) μαζί του στο μονοπάτι της πλάνης, ισχυριζόμενος ότι η πόλη της Ορλεάνης έλαμπε με περισσότερη ακτινοβολία από τις άλλες πόλεις, από το φως της σοφίας και την στιλπνότητα της αγιότητας. Ο κύριός του, τείνοντας ευήκοον ους, κατάλαβε από τα λόγια του ανθρώπου ότι είχε αποκλίνει από το δρόμο της δικαιοσύνης. Ενημέρωσε γρήγορα τον δούκα Ριχάρδο για την κατάσταση, ζήτησε από τον τελευταίο να ενημερώσει τον βασιλιά Ριχάρδο με επιστολή για την πανούκλα που απλώνονταν τότε στο βασίλειό του, πριν εξαπλωθεί, και αίτησε να μην αρνηθεί ο βασιλιάς να προσφέρει βοήθεια στον Άρεφαστ για να την εκδιώξει.
Και τότε, ο βασιλιάς, κεραυνοβολημένος από την απρόσμενη αποκάλυψη, διέταξε να προχωρήσει γρήγορα ο άνθρωπος στην Ορλεάνη μαζί με τον κληρικό, υποσχόμενος κάθε βοήθεια στην υπόθεση. Όταν ο Άρεφαστ ξεκίνησε το ταξίδι, κατά την διαταγή του βασιλιά, πέρασε από τη Chartres, για να συμβουλευθεί τον σεβαστό ιεράρχη Φουλβέρτο, σχετικά με το θέμα˙ αλλά έτυχε ο Φουλβέρτος ν’ απουσιάζει, διότι είχε πάει στη Ρώμη να προσευχηθεί. Έτσι, [ο Άρεφαστ] αποκάλυψε τον σκοπό του ταξιδιού του σε κάποιον σοφό κληρικό, τον Εβεράρδο, νεωκόρο της εκκλησίας της Chartres, και ζήτησε την εύνοια της συμβουλής του:
«Πως όφειλε να συμπεριφερθεί στη συζήτηση, με ποια όπλα μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του ενάντια στο πλήθος των μεθόδων της δαιμονικής απάτης;»
Ο Εβεράρδος ικανός να δίνει σωστές συμβουλές, του συνέστησε να πηγαίνει με ευλάβεια καθημερινά στην εκκλησία πρωί-πρωί, και να προστατεύει τον εαυτό του με την Αγία Κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Στην συνέχεια, προστατευμένος με το σημείο του Σταυρού, θα μπορούσε άφοβα να προχωρήσει στην ακρόαση της αιρετικής διδασκαλίας. Δεν θα έπρεπε ν’ αντιλέγει σε τίποτα από όσα άκουγε από αυτούς, αλλά προσποιούμενος τον μαθητή, να κρατά σιωπηλά όσα άκουγε στο στήθος του.
Όταν ήρθε ο Άρεφαστ στην Ορλεάνη, δασκαλεμένος, ενδυναμώνονταν καθημερινά με την Θεία Κοινωνία και προσευχόταν για βοήθεια, και ακολουθώντας τις οδηγίες προσποιούνταν τον μαθητή, κι έτσι του επιτράπηκε να μπει στην οικία της πλάνης. Όταν αρχικά τον δίδαξαν με ιστορίες από την Αγία Γραφή και με συγκεκριμένα παραδείγματα και όταν παρατήρησαν ότι παρακολουθούσε με υπακοή ως τέλειος μαθητής, του εξήγησαν ανάμεσα στα άλλα, και το παράδειγμα του δέντρου του δάσους:
«Εμείς πρέπει να σου φερθούμε”, είπαν, “όπως ένα δέντρο στο δάσος, το οποίο όταν μεταφυτεύεται στον κήπο, το προμηθεύουν με άφθονο νερό μέχρι να ριζώσει καλά στο έδαφος. Του κλαδεύουν τ’ αγκάθια και τα περιττά κλαδιά, ώστε αφού κοπεί κοντά στο έδαφος με την τσάπα, να μπολιαστεί με καλύτερο κλαδί, το οποίο αργότερα θα φέρει γλυκό καρπό. Έτσι κι εσύ έχοντας μεταφερθεί από τον κακό κόσμο στην δική μας άγια σύναξη, θα σου παρασχεθεί το ύδωρ της σοφίας, μέχρι να διδαχθείς και να δυναμώσεις αρκετά για να σου κοπούν τ’ αγκάθια του κακού με την μάχαιρα του λόγου του Θεού, και όταν σε απαλλάξουμε από τις γελοίες διδασκαλίας που έχεις στην καρδιά σου, θα λάβεις με καθαρό μυαλό την διδαχή μας, που φανερώθηκε από το Άγιο Πνεύμα.»
Ευχαριστούσε πάντοτε τον Θεό για κάθε λέξη που του εμπιστεύονταν, από τη στιγμή που σιγουρεύτηκαν ότι είχε μεταστραφεί στην πλάνη τους. Και τότε οι απερίσκεπτοι αποκάλυψαν τα κατακάθια της κακίας τους, που μέχρι τότε έκρυβαν κάτω από τα λόγια της Αγίας Γραφής: είπαν ότι ο Χριστός δεν είχε γεννηθεί από την Παρθένο, ούτε είχε υποφέρει για τους ανθρώπους, ούτε είχε τοποθετηθεί στον τάφο, ούτε αναστήθηκε από τους νεκρούς˙ και πρόσθεσαν ότι στο βάπτισμα δεν γινόταν άφεση αμαρτιών, ούτε υπήρχε ιερότητα στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που τελούσε ο ιερέας. Δεν είχαν σε τίποτα την επίκληση των αγίων μαρτύρων και ομολογητών. Όταν αυτοί οι καταραμένοι και εντελώς άθλιοι άνθρωποι εξέμεσαν αυτά και άλλα σιχαμερά από τα βρωμερά στήθη τους, ο Άρεφαστ λέγεται ότι τους είπε τα ακόλουθα:
«Εάν σε αυτά που εσείς απαριθμείτε, όπως λέτε, δεν μπορεί να υπάρξει ελπίδα για την σωτηρία των ανθρώπων, σας εκλιπαρώ να μου δείξετε επειγόντως σε τι μπορεί να ελπίζει κανείς, πριν η ψυχή μου, που έχει γεμίσει αμφιβολία, πέσει γρήγορα στην καταστροφή της απόγνωσης.»
«Χωρίς αμφιβολία αδελφέ», απάντησαν, «έχεις βυθισθεί στην άγνοια της Χάρυβδης της ψευδής πεποίθησης˙ τώρα πραγματικά ανυψώθηκες στην κορυφή της ολοκληρωτικής αλήθειας, άρχισες ν’ ανοίγεις τα μάτια του νου στο φως της αληθινής πίστης. Σού ανοίγουμε την πύλη της σωτηρίας, στην οποία – τουτέστιν με την τοποθέτηση των χεριών μας – αν εισέλθεις θα καθαριστείς από τον λεκέ όλων των αμαρτιών σου και θα γεμίσεις με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το οποίο θα σε διδάξει χωρίς επιφυλάξεις την εμβρίθεια και την θεία υπεροχή όλης της Γραφής. Τότε, θρεμμένος με θεία τροφή, ανανεωμένος με εσωτερική πληρότητα, θα βλέπεις συχνά μαζί μας αγγελικά οράματα, στα οποία, στηριγμένος από την παρηγοριά τους, θα μπορείς να επισκεφτείς όποιον τόπο θέλεις χωρίς καθυστέρηση ή δυσκολία. Και τίποτα δεν θα επιθυμείς, εφόσον ο Θεός των όλων, στον οποίο υπάρχουν οι θησαυροί της σοφίας και τα πλούτη, δεν θα πάψει να είναι σύντροφος σου.»
Στο μεταξύ ο βασιλιάς και η βασίλισσα Κωνσταντία ήρθαν στην Ορλεάνη, μαζί με ομάδα επισκόπων, σύμφωνα με την αίτηση του Άρεφαστ. Την επομένη της άφιξής τους, ύστερα από πρόταση του ίδιου, βασιλικοί αξιωματούχοι έσυραν την μοχθηρή ομάδα, όλους μαζί, από το σπίτι που συγκεντρώνονταν, και τους έφεραν στον εκκλησία του Τιμίου Σταυρού ενώπιον του βασιλιά και της σύναξης των επισκόπων και του κλήρου. Αλλά πριν φτάσουμε στο προκείμενο, πρέπει να αναλάβω να εξηγήσω στους απληροφόρητους κάτι για την τροφή, την οποία αποκαλούσαν ουράνια, και με ποια τέχνη παρασκευάζονταν.
Συγκεντρωνόταν καθορισμένες νύκτες σε συγκεκριμένο σπίτι, φέρνοντας ο καθένας κι από ένα φανάρι ανά χείρας, και σαν πανηγυρτζήδες επικαλούνταν τα ονόματα δαιμόνων μέχρι που ξαφνικά έβλεπαν να κατεβαίνει ανάμεσά τους κάποιος δαίμονας, με την μορφή μικρού τέρατος. Μόλις η οπτασία γινόταν ορατή σε όλους, έσβηναν τα φώτα και ο καθείς, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, άρπαζε την πρώτη τυχούσα, για να συνευρεθεί χωρίς την έγνοια της αμαρτίας. Είτε ήταν μητέρα, είτε αδελφή, είτε μοναχή αυτή που αγκάλιαζαν, το θεωρούσαν ως πράξη αγιότητας και ευσέβειας να ξαπλώσουν μαζί της. Αν γεννιόταν παιδί από την μιαρή ένωση, την όγδοη μέρα άναβαν φωτιά και το παιδί εξαγνιζόταν σ’ αυτήν κατά την παλιά ειδωλολατρική συνήθεια, και αποτεφρώνονταν. Οι στάχτες του συλλέγονταν και διατηρούνταν με μεγάλο σεβασμό, όπως οι Χριστιανοί συνηθίζουν να διατηρούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, δοσμένο στους ασθενείς ως viaticum την στιγμή της αναχώρησης από αυτό τον κόσμο. Πράγματι, τόση δύναμη δαιμονικής απάτης ενυπήρχε σ’ αυτή την στάχτη, ώστε όποιος είχε εμποτιστεί με αυτή την αίρεση και είχε μεταλάβει από αυτήν, δεν έχει σημασία πόσο, δεν μπορούσε μετά να ξεφύγει από την αίρεση και να γυρίσει στην οδό της αλήθειας. Ας είναι αρκετά όσα έχουν ειπωθεί για το θέμα, ώστε οι πιστοί του Χριστού να προφυλάσσονται ενάντια στις κακίες και να μην εμπλέκονται με τις σέκτες.
Τέλος πάντων, μια και η συζήτηση παρεκτράπηκε, ας την επαναφέρω στο σημείο που την άφησα. Η βαρβαρότητα των απίστων θα συζητηθεί με πιο σύντομο τρόπο, για να μην προκαλέσει την αηδία του σχολαστικού αναγνώστη η μακροσκελής έκθεση της αντιπαράθεσης.
Όταν, όπως αναφέρθηκε, αυτά τα άτομα οδηγήθηκαν μπροστά στο βασιλιά, λέγοντας,
«Κύριέ μας βασιλιά, είμαι ιππότης, άνθρωπος του Ριχάρδου, του πιστού σου δούκα της Νορμανδίας, και χωρίς αιτία είμαι δέσμιος ενώπιόν σου.»
Σ’ αυτόν ο βασιλιάς απάντησε έτσι:
«Δήλωσε στα γρήγορα την αιτία της παρουσίας σου εδώ, ώστε όταν αποκαλυφθεί να παραμείνεις δέσμιος ως ένοχος, ή να απαλλαγείς ως αθώος από τα δεσμά, και να αφεθείς ελεύθερος.»
Ο άνθρωπος απάντησε,
«Έχοντας ακούσει για την σοφία και την ευσέβεια αυτών των ανθρώπων που στέκονται τώρα αιχμάλωτοι μπροστά σου, επέλεξα να έρθω σ’ αυτή την πόλη έτσι ώστε όταν αργότερα επιστρέψω σπίτι, να έχω δώσει το παράδειγμα των καλών πράξεων και δογμάτων. Αυτός, πραγματικά είναι ο λόγος που επέλεξα ν’ αφήσω την πατρίδα μου και να ‘ρθω σ’ αυτή την πόλη. Τώρα, ας κρίνουν οι ιεράρχες που είναι παρόντες μαζί σου και ας αποφασίσουν αν έχω κάποια ενοχή σ’ αυτή την πράξη.»
Οι επίσκοποι πάνω σ’ αυτά είπαν,
«Αν μας εξηγήσεις την φύση της σοφίας και της ευσέβειας, την οποία έμαθες από αυτούς, θα μπορέσουμε εύκολα να φτάσουμε σε απόφαση.»
Σε αυτό ο άνθρωπος απάντησε,
«Ας διατάξει η μεγαλειότητά σας αυτούς τους ανθρώπους ν’ αποκαλύψουν όσα με δίδαξαν, με σκοπό όταν ακουστούν, να κριθούν αν είναι άξια προσοχής ή πρέπει να χαθούν στην λήθη ως ανάξια.»
Όταν ο βασιλιάς και οι επίσκοποι διέταξαν τα άτομα ν’ απαντήσουν και να ξεκαθαρίσουν το μοτίβο της πίστης τους, οι εχθροί κάθε αλήθειας, μερικοί των οποίων μίλησαν εξ’ ονόματος και των υπολοίπων, δεν είχαν πρόθεση να εξηγήσουν την βρωμιά της αίρεσής τους με κανένα τρόπο, αλλά, όπως το φίδι που ξεγλιστρά ευκολότερα, όταν η αρπάγη είναι σφιχτή, [έτσι κι αυτοί] όσο περισσότερο στριμώχνονταν από τον λόγο της αλήθειας, τόσο περισσότερο έδειχναν να ξεφεύγουν.
Τότε ο Άρεφαστ, βλέποντας ότι κέρδιζαν χρόνο και πως πίσω από την προστασία των λέξεων, επείγονταν να θολώσουν την πλάνη της πίστης τους, στράφηκε προς αυτούς και είπε:
«Πίστεψα ότι είστε διδάσκαλοι της αλήθειας και όχι της πλάνης, όταν επίμονα μου λέγατε ότι η διδασκαλία είναι όπως η απόδοση της υγείας. Είμαι μάρτυρας των συμβουλών σας, και μου υποσχεθήκατε ότι ποτέ δεν θ’ αρνηθείτε για ν’ αποφύγετε το μαρτύριο, ούτε με κίνδυνο θανάτου. Τώρα βλέπω πραγματικά, ότι από τον φόβο του θανάτου, ξεχνάτε την πίστη σας και λίγο σας ενδιαφέρει αν στέλνετε εμένα να πεθάνω. Τώρα η βασιλική απόφαση πρέπει να εκδοθεί και είναι πρέπον ν’ ακουστούν οι αυθεντίες επισκόπων όπως αυτοί, με σκοπό αν κάποιο από όσα έμαθα από σας είναι αντίθετο με την χριστιανική πίστη, εγώ, ενήμερος της κρίσης αυτών, θα ξέρω ποια πρέπει να γίνουν αποδεκτά και ποια ν’ απορριφθούν. Πραγματικά με διδάξατε ότι καμιά άφεση αμαρτιών δεν ακολουθεί το βάπτισμα, ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε από την Παρθένο, ούτε ετάφη στ’ αλήθεια, ούτε αναστήθηκε από τους νεκρούς, ούτε μπορεί ο άρτος και ο οίνος που βρίσκονται στην Αγία Τράπεζα, στα χέρια του ιερέα, να καθαγιασθούν σε Σώμα και Αίμα Χριστού.»
Όταν ο Άρεφαστ απήγγειλε αυτές τις κατηγορίες με δυνατή φωνή, ο Guarin, επίσκοπος Beauvais, ρώτησε τους Στέφανο και Lisoius, που έμοιαζαν να είναι οι αρχηγοί της πλάνης, εάν η σκέψη τους είχε κλίνει προς αυτά και αν πίστευαν όσα είχε αραδιάσει ο Άρεφαστ. Αυτοί, για τους οποίους είχε ετοιμαστεί κατοικία στην κόλαση μαζί με τον διάβολο και τους περίμενε, ανακοίνωσαν ότι όλα ήταν αλήθεια, ότι αυτά ήταν τα δόγματά τους και έτσι πίστευαν με σταθερότητα. Όταν ο επίσκοπος τους είπε ότι προτιμούσε έναν Χριστό γεννημένο από Παρθένο – όπως και ήταν – και που υπέφερε για την ανθρωπότητα για την σωτηρία μας, ώστε την τρίτη μέρα να νικηθεί ο θάνατος, ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς και να μας διδάξει ότι εμείς, καθαροί από τις αμαρτίες μας, θα αναστηθούμε, απάντησαν με τις φιδίσιες γλώσσες τους,
«Δεν ήμασταν εκεί, δεν το πιστεύουμε.»
Σ’ αυτό ο επίσκοπος τους ρώτησε ως εξής,
«Πιστεύετε ή όχι τους σαρκικούς γονείς σας;»
Όταν απάντησαν καταφατικά, τους αποκρίθηκε,
«Αν πιστεύετε ότι προτού υπάρξετε γεννηθήκατε από τους γονείς σας, γιατί αρνείστε να πιστέψετε σε Θεό εκ Θεού γεννηθέντα, χωρίς μητέρα, πριν την απαρχή του χρόνου, και γεννηθέντα τον προκαθορισμένο χρόνο από Παρθένο με την επισκίαση του Αγίου Πνεύματος;»
Αλλά απάντησαν,
«Αυτό που η φύση αρνείται είναι έξω από την αρμονία του Δημιουργού.»
Τότε ο επίσκοπος αποκρίθηκε,
«Πιστεύετε ότι πριν υπάρξει ο,τιδήποτε από την φύση, ο Θεός Πατέρας δημιούργησε τα πάντα εκ του μηδενός διά του Υιού;»
Σ’ αυτό οι αρνητές της πίστης είπαν,
«Μπορείς να λες τέτοιες ιστορίες σ’ αυτούς που έχουν γήινη σοφία και πιστεύουν τις φαντασίες των σαρκικών ανθρώπων, κακογραφίες σε δέρματα ζώων. Για μας, ωστόσο, που έχουμε τον νόμο γραμμένο στις καρδιές μας από το Άγιο Πνεύμα (και δεν αναγνωρίζουμε τίποτα άλλο εκτός από όσα μάθαμε από τον Θεό, Δημιουργό των πάντων), μάταια προσπαθείς με περιστροφές να μας παραμυθιάσεις με πράγματα ανάρμοστα της θεότητας. Γι’ αυτό τελείωνε και κάνε ό,τι επιθυμείς μαζί μας. Διότι θα δούμε τον Βασιλιά μας, που βασιλεύει στον ουρανό, που θα μας εγείρει σε ουράνιες χαρές της ατέλειωτης δόξας στα δεξιά του.»
Αφού όλοι προσπάθησαν με πολλούς τρόπους από την πρώτη έως την ενάτη ώρα της ημέρας, να τους συνεφέρουν από τις πλάνες τους και αυτοί, σκληρυμένοι σαν σίδερο, δεν έδιναν καμιά σημασία, διατάχθηκαν να ενδυθεί ο καθένας το ιερό ένδυμα της τάξης του˙ αμέσως καθαιρέθηκαν από τους επισκόπους (σσ. εννοεί όσοι από τους αιρετικούς ήταν ιερείς). Με διαταγή του βασιλιά, η βασίλισσα Κωνσταντία, που καθόταν, παρατάχθηκε μπροστά στις θύρες της εκκλησίας για να μην τους λυντσάρει ο κόσμος μέσα σ’ αυτήν. Έτσι αφορίστηκαν από την σύναξη της αγίας εκκλησίας. Και όπως οδηγούνταν έξω, η βασίλισσα με το σκήπτρο που κρατούσε σο χέρι της, χτύπησε κι έβγαλε το μάτι του Στέφανου, που πριν ήταν ο εξομολόγος της.
Στην συνέχεια, όταν οδηγήθηκαν έξω από τα τείχη της πόλεως σε μια μικρή καλύβα όπου είχε ανάψει μεγάλη φωτιά, κάηκαν εκτός από έναν κληρικό και μια καλόγρια˙ και μαζί τους κάηκαν και οι στάχτες που προαναφέρθηκαν. Ο κληρικός και η καλόγρια, με θεία βούληση ανέκτησαν τις αισθήσεις τους».
Adémar de Chabannes
«Εκείνη την εποχή (σσ. 1022), δέκα από τους κληρικούς του Ναού του Τιμίου Σταυρού στην Ορλεάνη, που εμφανιζόταν πιο ευσεβείς από τους άλλους, αποδείχθηκε ότι ήταν Μανιχαίοι. Όταν φάνηκε ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψουν στην πίστη, ο βασιλιάς Ροβέρτος διέταξε να καθαιρεθούν από τις ιερατικές τάξεις, μετά ν’ αφοριστούν και στο τέλος να εκτελεστούν στην πυρά. Διότι είχαν απατηθεί από κάποιον αγρότη από το Périgord, που ισχυριζόταν ότι έκανε θαύματα και έφερε μαζί του τις στάχτες νεκρών παιδιών, με τις οποίες σύντομα έκανε Μανιχαίο κάθε έναν στον οποίο τις έδινε. Λάτρευαν τον διάβολο, που εμφανιζόταν σ’ αυτούς πρώτα σαν Αιθίοπας, μετά σαν άγγελος φωτός, και τους έφερνε καθημερινά πολλά χρήματα. Υπακούοντας στο έργο του, κατ’ ιδίαν απέρριπταν εντελώς τον Χριστό και κρυφά έκαναν βδελυρά πράγματα και εγκλήματα για τα οποία είναι ντροπή ακόμα και να συζητιούνται, ενώ δημόσια εμφανιζόταν ως καλοί Χριστιανοί.
Δεν ήταν λιγότερο Μανιχαίοι αυτοί που ανακαλύφθηκαν κι εξοντώθηκαν στην Τουλούζη˙ και σε διάφορα μέρη στη Δύση, εμφανίστηκαν αγγελιοφόροι του Αντιχρίστου, μεταμφιεσμένοι επιμελώς, και παραπλάνησαν όσους άνδρες και γυναίκες μπορούσαν. Επίσης, κάποιος ψάλτης από τους αναγνώστες της Ορλεάνης, ονόματι Θεοδάτος, παρουσίαζε κάθε εμφάνιση ευσέβειας, όπως δήλωσαν αξιόπιστα άτομα, αλλά είχε πεθάνει τρία χρόνια νωρίτερα. Όταν αποδείχθηκε, το πτώμα του ξεθάφτηκε από το κοιμητήριο με εντολή του επισκόπου Οδάλριχου και πετάχτηκε σε απόμερο τόπο.
Τα δέκα άτομα που προαναφέρθηκαν καταδικάστηκαν να καούν, ανάμεσά τους και ο Lisouis, τον οποίο ο βασιλιάς αγαπούσε για την ιερότητα που πίστευε ότι είχε. Χωρίς να τους νοιάζει, δεν έδειξαν κανένα φόβο για την φωτιά, προβλέποντας ότι θα αναδυθούν ανέγγιχτοι από τις φλόγες, και γελούσαν καθώς δένονταν στην πυρά. Έγιναν αμέσως στάχτη, τόσο ολοκληρωτικά που δεν βρέθηκε ίχνος από τα κόκαλά τους.»

δ. Παρατηρήσεις:
i) Ξεκινώντας η μελέτη των αιρετικών σεκτών της εποχής και της περιοχής, αμέσως τίθενται ερμηνευτικά ζητήματα, τα οποία στην ουσία τους δεν έχουν να κάνουν με την φύση του αντικείμενου της μελέτης, αλλά με την ερμηνευτική τοποθέτηση του μελετητή. Και εδώ, ή μάλλον κυρίως εδώ, παρουσιάζονται οι τρεις ερμηνευτικές σχολές σε πλήρη δραστηριότητα. Από την μια οι θετικιστές, εμμένουν με ευλάβεια στις πληροφορίες των πηγών, σχεδόν άκριτα. Αλλά οι πηγές, όπως και οι θετικιστές ήταν συγκεκριμένης εκκλησιαστικής τοποθέτησης, με αποτέλεσμα οι ερμηνείες τους ν’ αναπαράγουν όσες απόψεις είχε προβάλει ο παπισμός και να συνεχίζουν μια προπαγάνδα, η οποία, όπου την έχουμε συναντήσει, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αυτό που ενδιαφέρει άμεσα στην περίπτωση των σεκτών της εποχής, είναι η ανίχνευση της διδασκαλίας τους, της προέλευσής τους και αν είναι δυνατόν η ταυτοποίησή τους. Και προτείνεται το «αν είναι δυνατόν», διότι για την εξαγωγή των συμπερασμάτων από τις πηγές πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν σωστότερη εκτίμηση από τον ερευνητή, απαλλαγμένη όσο είναι δυνατόν από τις ιδεολογικές ή άλλες προκαταλήψεις.
Η σχολή των αποδομητών απορρίπτει ή απαξιεί σε μεγάλο βαθμό την χρήση των πηγών. Θεωρεί ότι εφόσον αυτές είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους εκκλησιαστικές, δεν μπορεί να είναι ακριβείς, αλλά προκατειλημμένες. Έτσι, προσπαθεί να φτάσει σε συμπεράσματα, μέσα από μια άρνηση της καταγεγραμμένης ιστορίας. Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ότι τα συμπεράσματα αυτά είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό αυθαίρετα, στηριγμένα σε μια μεθοδολογία στοχασμού και πιθανολογίας, όχι σε απτά στοιχεία. Αποδομητές είναι σε μεγάλο ποσοστό οι Προτεστάντες. Έτσι, βλέπουν στα κινήματα της εποχής, μια λαϊκότητα και μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια, ως αντίδραση στη καθεστηκυία εκκλησιαστική τάξη, αντίδραση, η οποία σε μεταγενέστερο χρόνο οδήγησε, πάντα κατ’ αυτούς στην Μεταρρύθμιση του Λούθηρου.
Η τρίτη σχολή είναι αυτή του ιστορικού υλισμού. Κατ’ αυτήν την σχολή, οι σέκτες είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, που εκφράζει την λαϊκή αντίδραση ενάντια στον εκφεουδαρχισμό της κοινωνίας και στους φορείς εξουσίας, ένας από τους οποίους είναι και η Εκκλησία.
Ξεπερνώντας της προκαταλήψεις της κάθε σχολής, θα εφαρμόσουμε και εδώ την μέχρι τώρα προσέγγιση, την εξέταση των πηγών, έχοντας πάντα υπόψη τα γενικά προβλήματα τους και τα ειδικά κατά πηγή, παραμερίζοντας της ερμηνευτικές προκαταλήψεις των παραπάνω σχολών, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα των αιρέσεων με βάση τον θρησκευτικό του χαρακτήρα, και προσπαθώντας να κρατήσουμε αδιαμφισβήτητες σημειώσεις, για να τις χρησιμοποιήσουμε στην εξέταση του άλυτου προβλήματος της προέλευσης της δυαρχίας στη Δύση. Το πρόβλημα αυτό δεν θα εξεταστεί εδώ, αλλά στο επόμενο, ενταγμένο στην θεματολογία του Καθαρισμού, με τον οποίο έχει άμεση συνάφεια.
ii) Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εκληφθεί η παραπάνω ιστορία ως φανταστική. Τόσο η ίδια η ιστορία, όσο και ο απόηχός της, είναι καταγεγραμμένη σε αρκετές πηγές. Εδώ παρατέθηκαν μόνο δύο. Κριτήρια επιλογής ήταν αξιοπιστία τους, αλλά κυρίως η ολοκληρωμένη περιγραφή των γεγονότων. Έπειτα, ο τρόπος της καταγραφής βοήθησε στη απόφαση. Για παράδειγμα ο Baldwin[1], επίσκοπος Thérouanne, προσεγγίζει ποιμαντικά το θέμα και δεν ενδιαφέρει. Τον Raoul Glaber[2] αν και τον χρησιμοποιήσαμε παλιότερα, θεωρείται αναξιόπιστος και οι πληροφορίες του βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με όσες συλλέγουμε από τους άλλους.
Ο Adémar θεωρείται επίσης αναξιόπιστος, και μάλιστα μεγάλος πλαστογράφος, καθότι πολλά από τα γεγονότα που περιγράφει δεν συνέβησαν ποτέ. Λόγω της εκπαίδευσής του ως αντιγραφέας, ήταν σε θέση να πλαστογραφήσει και να παρουσιάσει ως αυθεντικά κείμενα και έγγραφα που δεν ήταν τίποτα παραπάνω από χαλκεύματα[3]. Αλλά η πρόθεση του Adémar ήταν να παρουσιάσει την εκκλησία της Ακουϊτανίας ως αποστολική, και τον φερόμενο ιδρυτή της άγιο Μαρτιάλη, ως ένα των εβδομήκοντα αποστόλων. Ακολουθεί δηλαδή τα πρότυπα της εκκλησίας της Ρώμης, και όπως οι παπικοί παρουσίαζαν την ψευδο-κωνσταντίνια δωρεά και τις ψευδοϊσιδώριες διατάξεις για να στηρίξουν τις αξιώσεις τους για πρωτεία και αλάθητα, έτσι και άλλες εκκλησίες της Φραγκίας, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ρώμης, εμφάνιζαν διάφορα χαλκεύματα για να στηρίξουν τις δικές τους αξιώσεις. Αλλά αυτή η πρακτική δεν επηρεάζει σε τίποτα τις αναφορές του συγγραφέα για τα γεγονότα τα σχετικά με την αίρεση. Απλώς οι αποδομητές θέλοντας να πλήξουν για άλλη μια φορά την αξιοπιστία των πηγών, απολυτοποιούν καταστάσεις εντοπισμένες και περιορισμένες σε συγκεκριμένα θέματα. Το γιατί θα γίνει κατανοητό παρακάτω. Ο Adémar μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πηγή με την δέουσα προσοχή.
Εγκυρότερη καταγραφή θεωρείται αυτή του Παύλου μοναχού. Για την ακρίβεια θεωρείται ότι ο Παύλος διέσωσε κάποιο είδος πρακτικών ή λίβελλο. Η αναφορά του προσφέρει πλήθος πληροφοριών για τις διδασκαλίες της αίρεσης, το σκεπτικό των αιρετικών, την επιχειρηματολογία τους και βέβαια, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος ξεσκεπάσματος της αίρεσης και η ανάκριση. Τέλος στο πλήθος των πηγών συγκαταλέγεται και μια επιστολή του Ιωάννη, ενός μοναχού στο αβαείο του Fleury, προς τον αββά Ολιβά[4].
iii) Δύσκολο πρόβλημα παραμένει, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, η ταυτοποίηση της αίρεσης. Ο Adémar τους ονομάζει «Μανιχαίους». Δεν είναι η πρώτη φορά, που η συγκεκριμένη πηγή αναφέρει «Μανιχαίους», ούτε βέβαια και η τελευταία. Η πρώτη καταγραφή «Μανιχαίων» στην ιστορία του Adémar χρονολογείται στα 1018:
«Λίγο αργότερα, Μανιχαίοι εμφανίστηκαν στην Ακουϊτανία, πλανώντας τον κόσμο. Αρνούνταν το βάπτισμα και τον Σταυρό και κάθε ασφαλές δόγμα. Απείχαν από τροφές και έμοιαζαν σαν μοναχοί˙ Προσποιούνταν αγνότητα, αλλά ανάμεσά τους εξασκούσαν κάθε διαφθορά. Ήταν απεσταλμένοι του Αντιχρίστου και απομάκρυναν πολλούς από την πίστη[5]».
Στην συνέχεια «Μανιχαίοι» εντοπίζονται στην Τουλούζη το 1022[6], και στην Carroux της Ακουϊτανίας[7]. Οπωσδήποτε η αναφορά σε «Μανιχαίους» δεν πρέπει να εκλαμβάνεται κυριολεκτικά. Πρόκειται για λεκτικό τόπο, κοινό στους συγγραφείς τις εποχής, όταν αναφέρονταν σε δυαρχικές αιρέσεις. Αυτό δηλαδή που μένει ως αναμφισβήτητο γεγονός από την αναγνώριση των αιρετικών ως «Μανιχαίων», είναι ότι πρόκειται για μια δυαρχική αίρεση, με ρίζες ίσως μανιχαϊκές, αλλά εξελιγμένη και προσαρμοσμένη στην συνθήκες και το περιβάλλον του Μεσαίωνα, όπως ακριβώς και στο Βυζάντιο.
Η αποδομητική σχολή, βέβαια, υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται για «Μανιχαίους», διότι αυτοί δεν μπορεί να επέζησαν τόσους αιώνες σιωπής. Οι παπικοί από την πλευρά τους λένε ότι όχι μόνο οι δυαρχικές, αλλά καμιά αίρεση δεν επέζησε τον Μεσαίωνα στην Δύση. Αυτό απαντήθηκε και αναιρέθηκε σε προηγούμενο κείμενο. Για το πρόβλημα της δυαρχίας στη Δύση, θα γίνει αναφορά σε επόμενο. Ο λόγος που αναφέρονται αυτές οι απόψεις είναι για να κατανοήσει ο αναγνώστης, το λόγο απαξίωσης του Adémar ως πηγής, αλλά στην περίπτωση των αιρετικών της Ορλεάνης, είναι το πλήθος των πηγών και όχι η προσωπικότητα του Adémar που προσδίδει κύρος. Έχουμε, λοιπόν, ένα ιστορικό κρατούμενο περί της ύπαρξης δυαρχικής αίρεσης στις αρχές του ΙΑ’ αι. στην Δύση.
iv) Ακουϊτανία, Τουλούζη, Ωβέρνη! Η αίρεση εμφανίζεται σε διάφορα σημεία στο ίδιο χρονικό διάστημα. Παρακολουθώντας την παραπάνω διήγηση γίνεται κατανοητό ότι ο χρόνος ανακάλυψης της αίρεσης στην Ορλεάνη δεν ταυτίζεται με τον χρόνο διασποράς της. Αντίθετα, η οργανωμένη δράση των αιρετικών προϋποθέτει κάποιο ανάλογο χρόνο για την εμφάνιση της αίρεσης στην περιοχή, την διάδοσή της, την ανάπτυξή της μέχρι να φτάσει ο χρόνος της αποκάλυψης αυτής. Η πολύχρονη υπόγεια δράση των αιρετικών τρόμαξε τις αρχές σχεδόν όσο και η ίδια η κακοδοξία.
v) Είναι αναγκαίο να παρατηρηθεί ότι οι αιρετικοί, όχι μόνο δρούσαν στο σκοτάδι, παρασύροντας τα θύματά τους χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, αλλά δρούσαν μέσα στην εκκλησία. Ιερείς, αναγνώστες και μία καλόγρια. Αναφέρεται ο Θεοδάτος, τον οποίο ο κόσμος τιμούσε μετά θάνατον για την ευσέβειά του, ενώ στην πραγματικότητα ήταν αιρετικός.
Ο αριθμός τους ήταν μικρός. Ο Adémar αναφέρει δέκα άτομα, ενώ ο Raoul Glaber ανεβάζει τον αριθμό σε δεκατέσσερις[8]. Δεν ήταν όμως το πλήθος που τρόμαζε τις αρχές αλλά η ικανότητά τους να περνούν απαρατήρητοι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Λίγο μετά τα γεγονότα στην Ορλεάνη, ο επίσκοπος Baldwin, ο οποίος συμμετείχε στην σύνοδο, έγραψε εγκύκλιο επιστολή στην επαρχία του και προειδοποιούσε για τον κίνδυνο της αίρεσης από τον Νότο. Φόβος του ήταν ότι ίσως η συγγένεια του κόμη της Ωβέρνης και του κόμη της Βουλώνης, μπορεί να άνοιγε τον δρόμο για τους αιρετικούς, επιτρέποντας να επεκτείνουν την δράση τους βορειότερα, εκεί που βρισκόταν η επισκοπή του. Αρωγούς στην προσπάθεια αναχαίτισης της αίρεσης βρήκε κάποιον διάκονο από το Παρίσι και τον αδερφό του κόμη Eustace, της Βουλώνης.
vi) Διαφωνίες παρουσιάζουν οι πηγές ως προς τις διδασκαλίες των αιρετικών. Ναι μεν ορισμένες πηγές μιλάν για «Μανιχαίους» και μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε την δυαρχία, αλλά αυτή δεν μαρτυρείται ξεκάθαρα. Ότι πιο κοντινό μπορεί να βρει κανείς είναι μια αναφορά στον Raoul Glaber, ότι η τριαδικότητα είναι παραλήρημα[9]. Αλλά αυτή είναι μόνο μια έμμεση αναφορά που δεν συνεπάγεται αναγκαστικά δυαρχία ειδικά όταν αμέσως παρακάτω αναφέρεται ότι θεωρούσαν τον ουρανό και την γη αδημιούργητα και αιώνια. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω ο εν λόγω ιστορικός δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για την ακρίβειά του, γι’ αυτό και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί περισσότερο[10].
Αξιόπιστες πληροφορίες θεωρούνται αυτές του Baldwin, εφόσον συμμετείχε στην σύνοδο που καταδίκασε τους αιρετικούς. Σ’ αυτόν αναφέρεται ότι απέρριπταν την λατρεία του Σταυρού, την μετάνοια, την αρμοδιότητα του επισκόπου, τον γάμο. Αναφέρεται στην ίδια πηγή ότι επιτρέπονταν η βρώση κρέατος, και σ’ αυτό το σημείο υπάρχει διαφωνία με τις άλλες πηγές.
Κατά την ανάκριση στην αφήγηση του Παύλου μοναχού, προέκυψαν στοιχεία, τα οποία μπορούν να θεωρούνται ασφαλή. Οι αιρετικοί απέρριπταν το μυστήριο του βαπτίσματος, της μετάνοιας, της Θείας Κοινωνίας. Θεωρούσαν ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε από Παρθένο, δεν ετάφη, δεν αναστήθηκε. Παρουσιάζουν, δηλαδή τα αναμενόμενα αντικληρικαλιστικά και αντιεκκλησιαστικά στοιχεία, όπως και το σύνολο των γνωστικών αιρέσεων, και επιπλέον εμφανίζουν δοκητισμό. Ταυτόχρονα, όπως προκύπτει από την διαδικασία μύησης του Άρεφαστ, είχαν εσωτερική διδασκαλία, η οποία δεν παρουσιάζονταν αμέσως στον κατηχούμενο, αλλά μόνο όταν αυτός είχε φτάσει στον απαραίτητο βαθμό, είχε αποδείξει την υποταγή του και είχε περάσει την απαραίτητη τελετή, μέσω της οποίας θα παρέδιδε την ελεύθερη βούλησή του στους πλάνους. Με λίγα λόγια, όταν είχε υποστεί πλήρη πλύση εγκεφάλου ώστε να εξασφαλιστεί ότι η αιρετική διδασκαλία δεν θ’ αποκαλύπτονταν, αλλά θα παρέμενε μυστική και οι διδάσκαλοι θα μπορούσαν να συνεχίσουν ανενόχλητα και συγκεκαλυμμένοι την διάδοση της πλάνης τους.
Ο Άρεφαστ προνόησε και ζήτησε τις συμβουλές της Εκκλησίας για την αντιμετώπιση των μεθόδων πλύσης εγκεφάλου των αιρετικών. Αυτό σημαίνει ότι αναγνώρισε την επικινδυνότητα του εγχειρήματος και δεν ενεπλάκη αμέριμνος. Η συμβουλή της Εκκλησίας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα μάγια και οι γητείες από τους Χριστιανούς. Πως μπορεί ο πιστός να θωρακίσει τον εαυτό του ενάντια στις επιθέσεις του διαβόλου και των οργάνων του. Είναι σημαντική η παρατήρηση αυτή. Πολύ συζήτηση γίνεται μεταξύ των ιστορικών για το αν η αίρεση αυτή, ή οι προηγούμενες που εξετάστηκαν είναι δαιμονολατρία. Για την εκκλησία κάθε αίρεση είναι δαιμονική διδασκαλία και οι τελετές που περιγράφηκαν στα προηγούμενα και είναι οι ίδιες ακριβώς και σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ξεκάθαρη δαιμονολατρία. Για την προφύλαξη από την αίρεση, την διαδικασία πλύσης εγκεφάλου, τις μαγείες και τις γητείες, η Εκκλησία συνιστά το ίδιο αλεξιτήριο.
Η ύπαρξη εσωτερικής αποκαλυπτικής γνώσης, η οποία φωτίζει τον μυημένο και του ανοίγει την πύλη της σωτηρίας, είναι γνωστικό χαρακτηριστικό. Επιπροσθέτως, παρατηρούνται δύο χαρακτηριστικά δυαρχικών αιρέσεων. Ο λήπτης της αποκαλυμμένης γνώσης, μέσα από μια διαδικασία χειροθεσίας, «γεμίζει» από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και καθαρίζεται από τις αμαρτίες του. Αυτά πρωτοπαρατηρήθηκαν στους Μεσσαλιανούς και θα επιβιώσουν αργότερα στον Προτεσταντισμό.
Ως προς τις τελετές των αιρετικών της Ορλεάνης, δεν υπάρχει κάτι καινούργιο. Είναι ακριβώς οι ίδιες τελετές που καταγράφηκαν στους Μανιχαίους και στους Βογομίλους. Σεξουαλικά όργια και δαιμονολατρία. Στην διάρκεια των τελετών εμφανίζονταν ο διάβολος, αρχικά ως νέγρος ή μικρό τέρας και στη συνέχεια μετασχηματίζονταν σε άγγελο φωτός. Οι περιγραφές θυμίζουν το Περί δαιμόνων του Ψελλού. Μόνο που το Περί δαιμόνων γράφηκε πολύ αργότερα.
Το viaticum, το φιαλίδιο με τις στάχτες των θυσιασμένων στον Μολώχ βρεφών, απότοκων των ανεξέλεγκτων οργιαστικών πράξεων, από το οποίο μεταλάμβανε ο νεοφώτιστος, είτε εν γνώσει του, είτε εν αγνοία του – λέγεται ότι ζυμώνονταν σε πίτες και προσφέρονταν στον υποψήφιο χωρίς να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται -, ώστε να «δεθεί» στην εξουσία του σατανά, δεν είναι επίσης καινοτομία. Πρώτη φορά απαντάται στην ιστορία του Λυκοπέτρου[11]. Το είχε ετοιμάσει ένας μάγος για τον Λυκοπέτρο λίγο πριν αναχωρήσει για την Μεγάλη Αρμενία και το χρησιμοποιούσε ο εν λόγω αιρεσιάρχης για να σαγηνεύει τα θύματά του. Η ιστορία του Λυκοπέτρου ήταν κοινή των δυαρχικών (Μεσσαλιανών-Παυλικιανών-Βογομίλων) του Μεσαίωνα στην Ανατολή. Την διέσωσε ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός στην Πνευματική Πανοπλία του, αλλά το θέμα είναι ότι το έργο αυτό γράφηκε έναν αιώνα σχεδόν μετά.
Έτσι, λοιπόν, το αρνητικό επιχείρημα των αποδομητών περί κοινού λογοτεχνικού τόπου στις περιγραφές των τελετών των αιρετικών δεν ευσταθεί. Οι περιγραφές αναμφισβήτητα περιέχουν στοιχεία που συναντήθηκαν σε προηγούμενα αντιαιρετικά έργα, όπως αυτά του αγίου Επιφανίου και του αγίου Αυγουστίνου, αλλά περιέχουν και στοιχεία που θα εμφανιστούν στην γραμματεία της Ανατολής, πολύ αργότερα, ενώ στην Δύση επαναλαμβάνονται συνέχεια στις αναφορές και στα επίσημα δικαστικά έγγραφα των ιεροεξεταστών. Είναι λοιπόν, εύλογο, ότι πρόκειται για πραγματικά στοιχεία και όσα περιγράφονται συνέβαιναν στην πράξη, κατά την διάρκεια των σατανιστικών τελετών των αιρετικών, γι’ αυτό και αναφέρονται σε πλήθος πηγών, ανεξάρτητων μεταξύ τους, και με χρονική απόσταση.
Το δεύτερο που πρέπει να μείνει ως κρατούμενο, είναι ότι αν και δεν αναφέρεται η δυαρχία, αυτή δηλώνεται από την ονομασία «Μανιχαίοι» και επιβεβαιώνεται από τα χαρακτηριστικά της διδασκαλίας τους, εκ των οποίων κάποια είναι γενικά των γνωστικών αιρέσεων και κάποια ειδικά των δυαρχικών. Επίσης, οι τελετές τους ταιριάζουν με αυτές των δυαρχικών.
vii) Σημαντικό ερώτημα, ίσως το σημαντικότερο στην πρώτη αυτή αιρετική εκδήλωση του ΙΑ’ αι., είναι η προέλευση της αίρεσης. Το ερώτημα δεν προέρχεται από την πεποίθηση ότι οι αιρέσεις είχαν εκλείψει το προηγούμενο διάστημα. Αυτό αποδείχθηκε φενάκη. Προέρχεται από την πεποίθηση ότι δεν υπήρξαν εκδηλώσεις δυαρχικής αίρεσης. Δηλαδή, μετά την εξαφάνιση του Προσκιλλιανισμού από την καταγεγραμμένη ιστορία, μία μερίδα ιστορικών πίστεψε ότι η δυαρχία εξαφανίστηκε στη Δύση. Εύλογα, λοιπόν, γεννάται το ερώτημα, πως προέκυψε, από πού προήλθε η δυαρχική αυτή αίρεση. Το ερώτημα δεν θα εξεταστεί εδώ. Θα εξεταστεί στο επόμενο.
Εδώ θα σημειωθούν οι δύο απαντήσεις που δίδονται από τις πηγές. Η πρώτη προέρχεται από τον Raoul Glaber:
«Λέγεται ότι αυτή η παράφρονη αίρεση μεταφέρθηκε στη Γαλατία από μια γυναίκα από την Ιταλία, η οποία, ούσα δαιμονισμένη, παραπλανούσε όποιον μπορούσε, όχι μόνο απλούς ανθρώπους, αλλά και τους πιο μορφωμένους ανάμεσα στον κλήρο[12]».
Η δεύτερη απάντηση προέρχεται από τον κάλαμο του Adémar de Chabannes:
«Διότι είχαν απατηθεί από κάποιον αγρότη από το Périgord, που ισχυριζόταν ότι έκανε θαύματα και έφερε μαζί του τις στάχτες νεκρών παιδιών, με τις οποίες σύντομα έκανε Μανιχαίο κάθε έναν στον οποίο τις έδινε[13]».
Οι απαντήσεις αυτές εκπροσωπούν δύο διαφορετικές σχολές σκέψεις. Η μία θεωρεί την δυαρχία ξενόφερτη στην Δύση, συγκεκριμένα από την Ανατολή και στην Γαλατία μέσω της Ιταλίας. Η δεύτερη θεωρεί ότι υπήρχαν ιθαγενή δυαρχικά στοιχεία στη Δύση. Περισσότερα στον οικείο τόπο.
viii) Εντύπωση προκαλεί η αντίδραση του πλήθους. Ο κόσμος κατόρθωσε ν’ ανοίξει τις κλειστές πύλες του ναού, όπου γινόταν η σύνοδος και να εισβάλει με διάθεση να λυντσάρει τους αιρετικούς. Η αποφασιστική και τολμηρή αντίδραση της βασίλισσας έσωσε την κατάσταση. Αν ο λαός επιζητούσε το λυντσάρισμα των αιρετικών, εξοργισμένος, διότι τόσο καιρό εμπαίζονταν από την επίφαση της ευσέβειάς τους, ενώ πίσω από αυτήν κρύβονταν αρπακτικές διαθέσεις και παραπλανητικές μεθοδείες, τότε που βρίσκεται το λαϊκό έρεισμα αυτών των αιρέσεων, που τόσο προβάλλεται και διαφημίζεται από συγκεκριμένη ιστορική σχολή; Από την πλευρά των αιρετικών έχουμε συγκάλυψη των πραγματικών δεδομένων. Από την πλευρά του κόσμου έχουμε άγνοια της πραγματικής φύσης των αιρέσεων. H σχέση αίρεσης και λαού δεν είναι γνήσια, αλλά πλασματική. Όσοι παραπλανήθηκαν δεν γνώριζαν αλλά πίστευαν ότι πίσω από την φαινομενική ευσέβεια κρύβεται έντιμος βίος. Όταν ανακάλυπταν την αλήθεια είχαν ήδη πέσει θύματα της μαγικής επενέργειας και χαλιναγώγησης, του εγκλήματος δηλαδή που επέσυρε τότε την ποινή του δια πυρός θανάτου δια νόμου. Δεν υπάρχει λαϊκή βάση σε τέτοιου είδους αιρέσεις και κακώς ή παραπλανητικώς χρησιμοποιείται ο όρος «λαϊκές αιρέσεις». Πρόκειται για γνωστικές αιρέσεις μεσαιωνικού τύπου, όπου το μυθολογικό χαρακτηριστικό παίρνει στοιχεία από τον Χριστιανισμό και τα αλλοιώνει, ενώ τον πρώην ειδωλολατρικό χαρακτήρα των τελετών επέζησε η μαγεία. Αυτά εξηγήθηκαν στην εισαγωγή του κεφαλαίου Μεσαιωνικός γνωστικισμός.
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από την οργισμένη αντίδραση του λαού, όταν αποκαλύφθηκαν οι μεθοδείες των αιρετικών. Από την άλλη, η συμμέτοχή του κόσμου στην καταδίκη της αίρεσης, όπως αυτή εκδηλώθηκε, δείχνει ότι το χριστιανικό αισθητήριο ήταν σε λειτουργία, όχι μόνο για να ξεχωρίσει το ορθό δόγμα από την αίρεση, αλλά κυρίως για να υπερασπίσει την πίστη του από την νοθεία. Πρόκειται για υγιή αντίδραση, η οποία δεν έχει αμβλυνθεί από συγκρητισμούς, οικουμενισμούς και άλλα.
ix) Ως υπερασπιστής της πίστης ήθελε να φαίνεται ο βασιλιάς Ροβέρτος. Ήδη στο προηγούμενο χρονικό διάστημα είχε προκαλέσει προβλήματα στην Εκκλησία με τον τρίτο του γάμο με την βασίλισσα Κωνσταντία. Επίσης η αίρεση είχε φτάσει μέσα στην αυλή, καθώς ο Στέφανος ήταν ο εξομολόγος της βασίλισσας. Έπρεπε, λοιπόν, ο βασιλιάς να επιδείξει ακραιφνώς εκκλησιαστικό φρόνημα και κύρος για να μετριάσει τις εντυπώσεις.
Η βασίλισσα από την πλευρά της ναι μεν, με μια εντυπωσιακή κίνηση, όρθωσε ανάστημα μπροστά στο πλήθος και ανέκοψε την εισβολή στην εκκλησία, αλλά ταυτόχρονα μπορούσε να της χρεωθεί ότι προστάτευε τους αιρετικούς. Γι’ αυτό μόλις ασφάλισε τις πύλες, χτύπησε με το σκήπτρο της και έβγαλε το μάτι του Στέφανου. Ήταν κίνηση με διπλωματική σκοπιμότητα και όχι εκδήλωση πάθους.
Ο Βασιλιάς Ροβέρτος έπρεπε να κάνει κάτι αντίστοιχο. Ο μαγικός χαρακτήρας του προσηλυτισμού και των τελετών των αιρετικών, του έδωσε την ευκαιρία να επιβάλει την θανατική ποινή και μάλιστα τον δια πυράς θάνατο. Η απόφαση του Ροβέρτου είχε πολιτικό χαρακτήρα, αλλά και στερεή νομική βάση. Εδώ, όμως, φαίνεται και η διαφορά νοοτροπίας Ανατολής και Δύσης, όπως και η διαφορά ορθόδοξης και φράγκικης εκκλησίας. Γνωρίζουμε ότι από τους ιεράρχες της Φραγκίας ήταν παρόντες οι Οδόλριχος (1021-1035) της Ορλεάννης, ο Λεοδέριχος (999-1032) αρχιεπίσκοπος Sens, o Guarin (1022-1030), επίσκοπος Beauvais. Δεν καταγράφηκε αντίδραση εκκλησιαστικού παράγοντα στην θανατική καταδίκη, όπως συνέβη σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο Βυζάντιο. Εκτός αυτού, η απόφαση του Ροβέρτου δημιούργησε το προηγούμενο για την επιβολή της ίδιας ποινής σε αντίστοιχες περιπτώσεις, ώστε τελικά καθιερώθηκε οι αιρετικοί να εκτελούνται, αρχικά από τις κοσμικές αρχές και στην συνέχεια από τις εκκλησιαστικές, όπως στην περίπτωση της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης.
x) Όλη η ιστορία της αίρεσης στην Ορλεάνη θυμίζει την αντίστοιχη με τους Βογομίλους και τον Βασίλειο στην Κωνσταντινούπολη, στις ημέρες του Αλέξιου Α’ του Κομνηνού. Υπάρχει, βέβαια, μια χρονική διαφορά, αλλά η δράση της αίρεσης, το ξεσκέπασμα, η ανάκριση, η καταδίκη, η εκτέλεση, ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο οι αιρετικοί αντιμετώπισαν την εκτέλεση της ποινής είναι πανομοιότυποι. Οι δύο διαφορές που μπορούν να εντοπιστούν είναι η επιεικέστερη στάση του Αλέξιου Κομνηνού απέναντι στους καταδικασμένους. Ο Αλέξιος εκτέλεσε μόνο τον αρχηγό της αίρεσης, Βασίλειο, ενώ ο Ροβέρτος τους εκτέλεσε όλους. Ο Αλέξιος κατέβαλε πολυήμερες και πολύμοχθες προσπάθειες με την συνδρομή των εκκλησιαστικών αρχών για την ποιμαντική αντιμετώπιση και την μεταστροφή των αιρετικών. Στην Ορλεάνη η ποινή εκτελέστηκε αμέσως και με ελάχιστα περιθώρια μετανοίας.
Αρχικά οι αιρετικοί προσήλθαν στον τόπο εκτέλεσης γελώντας, όπως και ο Βασίλειος. Πίστευαν ότι θα παραμείνουν ανέγγιχτοι από την πυρά, όπως και ο Βασίλειος, ο οποίος μάλιστα πίστευε ότι θα αναληφθεί. Λέγεται ότι όταν κατάλαβαν ότι απατήθηκαν από τον διάβολο και ότι ο Αρχιαπατεώνας δεν μπορούσε να τους προστατεύσει από τις φλόγες, έκραξαν μετανοημένοι για βοήθεια. Το πλήθος, με τετρωμένη την καρδιά από τις εκκλήσεις για βοήθεια, κινήθηκε προς απελευθέρωση των μετανοημένων, αλλά ήταν πλέον αργά. Οι φλόγες είχαν υψωθεί κι έτρωγαν τις σάρκες των δύσμοιρων πεπλανημένων, εμποδίζοντας την παροχή οποιασδήποτε βοήθειας.
xi) Μέσα από τις ομοιότητες των δυτικών με τα αντίστοιχα ανατολικά περιστατικά, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι την ίδια εποχή που ο Ευθύμιος της Μονής Περιβλέπτου ανακάλυπτε τους Βογομίλους στην Κωνσταντινούπολη, η Δύση ανακάλυπτε μια παρόμοια αίρεση ή ένα παρακλάδι του ίδιου αιρετικού κορμού, το οποίο μέχρι σήμερα αρνείται να ταυτοποιήσει για λόγους πουριτανικού στρουθοκαμηλισμού.
ε. Βιβλιογραφία.
- Ilarino da Milano, Le eresie popolari, Studi Gregoriani 2, 52-60.
- J.B. Russell, Dissent and Reform, University of California Press, pp. 27-35.
- Malcolm Lambert, Medieval Heresy, Oxford 32002, p.14-21.
- Arno Borst, Die Katharer, Stuttgart 1953, p. 74-76 κ.ε.

Αρράς 1025 μ.Χ.
α. Ιστορικό πλαίσιο.
Όταν ο επίσκοπος Arras-Cambrai, Γεράρδος Α’ (1013-1048), ανακάλυψε στην επαρχία του την δράση αιρετικών, συγκάλεσε σύνοδο στην Arras το 1025 μ.Χ., η οποία περιγράφεται στο παρακάτω απόσπασμα. Η επαρχίες Arras και Cambrai είχαν ενωθεί σε μια επισκοπή το 580 μ.Χ. και χωρίστηκαν το 1093. Ο Γεράρδος έστειλε αντίγραφο των πρακτικών σε κάποιο συνάδελφό του επίσκοπο, χωρίς να τον ονοματίζει. Αναφέρει μόνο το αρχικό του ονόματός του “R”.
Οι ιστορικοί έχουν κατά καιρούς προτείνει διάφορα πρόσωπα ως παραλήπτες της επιστολή του Γεράρδου. Ο J. M. Noirroux πιστεύει ότι πρόκειται για τον Ρογήρο Α’ (1018-1042) της Châlons-sur-Marne[14]. Ο Jeffrey Russell προτείνει τον Ρεγινάλδο (1024/5-1036) της Λιέγης και θεωρεί ότι οι αιρετικοί προήλθαν από εκείνη την περιοχή[15]. Ο λόγος της επιστολής του Γεράρδου είναι ότι κάποιοι από τους αιρετικούς είχαν θεωρηθεί ύποπτοι από τον “R”, είχαν ανακριθεί, αλλά δεν είχε προκύψει κάτι επιβαρυντικό, οπότε αφέθηκαν ελεύθεροι. Με την επιστολή του ο Γεράρδος ενημερώνει ότι επρόκειτο πράγματι για αιρετικούς.
β. Πηγές.
Τα χειρόγραφα των πρακτικών και της επιστολής δεν σώζονται σήμερα. Εκδόθηκαν πρώτη φορά από τον Luc D’ Achery το 1677[16]. Έκτοτε το έργο αυτό αποτελεί και την μοναδική πηγή. Λατινικό κείμενο στο Acta synodi Atrebatensi a Gerardo Cameracensi et Atrebatensi episcopo celebrate anno 1025, ed. Paul Fredericq, Corpus documentorum inquisitionis haereticae pravitatis Neerlandicae, Ghent 1899, vol. 1 pp. 2-5 & PL 142.1271-1312. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 82-85. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 15-19. O R. I. Moore εξαιρεί από την μετάφραση τα χωρία, τα οποία ασχολούνται με την αναίρεση των λαθών των αιρετικών (στήλες 1269-72 & 1311-12 από PL).
γ. Κείμενα.
Η ΣΥΝΟΔΟΣ
«Το έτος του Κυρίου ημών 1025, της ογδόης Ινδικτιώνος, ενώ ο Γεράρδος ήταν προκαθήμενος της εκκλησίας της Cambrai και της πόλεως Arras, συνέβη μετά τον εορτασμό των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, κατά το έθιμο που ακολουθούνταν κάθε χρόνο, αυτός να παρακάθηται στην έδρα της Arras. Εκεί, ενώ τελούσε εκκλησιαστικές ακολουθίες κατά το εορτολόγιο, ενημερώθηκε ότι κάποιοι άνθρωποι είχαν φτάσει στην περιοχή από την Ιταλία. Αυτοί οι άνθρωποι εισήγαγαν καινά αιρετικά δόγματα, με τα οποία προσπαθούσαν να ανατρέψουν διδασκαλίες εδραιωμένες στην ευαγγελική και αποστολική αυθεντία˙ διετύπωναν κάποιον τρόπο δικαίωσης και ισχυρίζονταν ότι ο άνθρωπος σώζεται μόνο με αυτόν και δεν υπήρχε άλλο μυστήριο στην εκκλησία με το οποίο θα μπορούσε να σωθεί.
Ακούγοντας αυτά ο επίσκοπος διέταξε να αναζητηθούν οι άνθρωποι και να παρουσιαστούν μπροστά του, όταν βρεθούν. Αυτοί ετοιμάστηκαν στα κρυφά για αναχώρηση μόλις άκουσαν τον λόγο της έρευνας, αλλά το σχέδιό τους ματαιώθηκε από τους μάγιστρους και σύρθηκαν μπροστά στον επίσκοπο. Επειδή τότε ήταν απασχολημένος και τελείωνε άλλα θέματα, προς στιγμή έκανε μερικές ερωτήσεις σχετικά με την πίστη τους, αντιλαμβανόμενος ότι βρίσκονταν παγιδευμένοι κάποιων λαθών εσφαλμένου δόγματος, διέταξε να κρατηθούν με φύλαξη μέχρι την τρίτη ημέρα. Και για την επομένη διέταξε νηστεία στους κληρικούς και μοναχούς με την ελπίδα η Θεία Χάρις να παράσχει στους κρατούμενους μετάνοια και κατανόηση της καθολικής πίστης.
Ύστερα, την τρίτη μέρα, η οποία έπεφτε Κυριακή, ο επίσκοπος φορώντας την αρχιερατική στολή του, μαζί με τους αρχιδιακόνους που φορούσαν σταυρούς και τα Ευαγγέλια και περιτριγυρισμένος από το πλήθος κλήρου και λαού, προχώρησε στον ναό της Παναγίας, για να κάνει σύνοδο. Μετά το Αντίφωνο Αναστήτω ο Θεός, ολοκλήρωσαν τον ψαλμό[17]. Τότε ο επίσκοπος παρακάθησε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο μαζί με τους ηγουμένους, τους μοναχούς, τους αρχιδιακόνους και άλλους και από τις δυο πλευρές, ανάλογα του βαθμού τους και οι άνθρωποι μεταφερθήκαν από τον χώρο αναμονής και στάθηκαν ενώπιον του.
Για να ξεκινήσει η συζήτηση, ο επίσκοπος έκανε ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά μ’ αυτούς˙ μετά στράφηκε προς αυτούς και ρώτησε, “Ποια είναι η διδασκαλία σας, ο νόμος, ποια θρησκευτικά έθιμα τηρείται και ποιος ο εισηγητής του δόγματός σας;” Απάντησαν ότι ήταν ακόλουθοι κάποιου Gundulf, ενός Ιταλού, από τον οποίο είχαν διδαχθεί τις διδασκαλίες του Ευαγγελίου και των αποστόλων΄ δεν δέχονταν γραφή διαφορετική αλλά εμμέναν με λόγο και με πράξη.
Είχε πέσει στην προσοχή του επισκόπου ότι αποστρέφονταν εντελώς το μυστήριο του βαπτίσματος, απέρριπταν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αρνούνταν ότι η μετάνοια είχε κάποια αξία γι’ αυτούς που είχαν πέσει σε κάποιο αμάρτημα μετά το βάπτισμα, δεν λογάριαζαν την Εκκλησία, απέφευγαν τον νόμιμο γάμο, δεν αναγνώριζαν κανένα χάρισμα άφεσης αμαρτιών στους εξομολόγους, και νόμιζαν ότι μόνο οι απόστολοι και οι μάρτυρες πρέπει να τιμώνται.
Ο επίσκοπος τους ρώτησε σχετικά με τις πεποιθήσεις τους. “Πως”, ρώτησε, “είναι δυνατόν η πίστη σας στην ευαγγελική και αποστολική διδασκαλία να συμφωνεί με τις αντίθετες δικές σας; Διότι το κείμενο του Ευαγγελίου λέει ότι όταν ο Νικόδημος, προεστός των Ιουδαίων, ομολόγησε ότι μέσω σημείων και τεράτων πίστεψε ότι ο Χριστός προέρχονταν από τον Θεό, ο Κύριος αμέσως αποκρίθηκε ότι κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών από το χάρισμα της ομολογίας μόνο ‘εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος[18]’. Και πραγματικά, πρέπει είτε ν’ αποδεχθείτε πλήρως το μυστήριο της αναγεννήσεως[19], είτε ν’ αρνηθείτε τα λόγια του Ευαγγελίου εφόσον είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο Ιησούς είπε αυτά τα λόγια”.
Σε αυτές τις παρατηρήσεις απάντησαν ως ακολούθως: “Οποιοσδήποτε επιλέγει να εξετάσει με προσοχή τον νόμο και το δόγμα μας, το οποίο μάθαμε από τους διδασκάλους μας, βλέπει ότι δεν είναι αντίθετο ούτε με τις ευαγγελικές αρχές ούτε με την αποστολική αυθεντία. Διότι είναι τέτοιου είδους: να εγκαταλείπουμε τον κόσμο, να απέχει η σάρκα μας από σαρκικές επιθυμίες, να κερδίζουμε το ψωμί μας με την εργασία των χεριών μας, να μην ευχόμαστε κακό σε κανένα, να επιδεικνύουμε αγάπη και καλοσύνη σε όλους όσοι έλκονται από τον τρόπο ζωής μας. Γι’ αυτό αν αυτός ο τρόπος δικαίωσης (στο κείμενο Justitia) ακολουθείται, δεν υπάρχει ανάγκη βαπτίσματος, αν παραβιάζεται το βάπτισμα δεν ωφελεί την σωτηρία. Αυτός είναι όλος ο τρόπος της δικαίωσής μας στον οποίο η πρακτική του βαπτίσματος δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα, διότι μέσα στα όριά του (σσ. του τρόπου δικαίωσης των αιρετικών) περικλείει κάθε ευαγγελική και αποστολική διδαχή. Ακόμη περισσότερο, αν κάποιος λέει ότι κάθε μυστήριο ενυπάρχει στο βάπτισμα, αντικρούεται από τρεις λόγους, πρώτον, διότι από την ανήθικη ζωή των λειτουργών δεν μπορεί να προσφέρει σωστική κάθαρση σε αυτούς που βαπτίζονται˙ δεύτερον, όσες αμαρτίες εξαγνίζονται στην κολυμβήθρα επαναλαμβάνονται αργότερα στην ζωή˙ τρίτον, διότι η θέληση άλλου, η πίστη άλλου, η ομολογία άλλου, είναι φανερό ότι δεν επηρεάζει το παιδί που δεν έχει επιθυμία η θέληση να συνεργαστεί, που αγνοεί την πίστη, είναι απρόσεκτο ως προς την ασφάλεια και το όφελος, και μέσα στο οποίο δεν υπάρχει καμιά έκκληση για αναγέννηση, καμιά ομολογία πίστεως”.
[Στο σημείο αυτό το κείμενο δεν δίνεται από καμιά πηγή εκτός ίσως από την έκδοση του 1677. Ο εκδότης του λατινικού κειμένου Paul Fredericq, παραθέτει μόνο μια περίληψη των όσων καταγράφονται στο αυθεντικό κείμενο, οπότε και όλοι η μεταφραστές ακολουθούν αυτή την τακτική. Η περίληψη με πλάγια γραφή για να ξεχωρίζει από το κείμενο]
«Στο σημείο αυτό, το αρχείο δίνει τον διάλογο του επισκόπου για διάφορα θέματα. Ίσως οι πλάνες για τις οποίες μιλά να είχαν ανακαλυφθεί από προηγούμενη ανάκριση. Υπάρχει διάσταση μεταξύ αυτών που είχαν παραδεχθεί οι κατηγορούμενοι μέχρι τότε και της ευρύτερης γκάμας θεμάτων, τα οποία θίγει ο επίσκοπος, όπως επίσης μεταξύ του περιεχομένου της συζήτησης και της συνεπακόλουθης αποκήρυξης από την ομάδα. Ο επίσκοπος αναφέρθηκε σε: (1) άρνηση του βαπτίσματος με ύδωρ, αλλά χρήση εθίμου κατά το οποίο έπλεναν ο ένας τα πόδια του άλλου, (2) απόρριψη της Θείας Ευχαριστίας, (3) άρνηση ότι η εκκλησία είναι οίκος του Θεού, (4) απόρριψη του θυσιαστηρίου και της χρήσης θυμιάματος, (5) ένσταση για τις κωδωνοκρουσίες (signis, στο αγγλικό καμπάνες) στις εκκλησίες, (6) περιφρόνηση της ιεροσύνης, (7) κατάκριση της ταφής σε ιερό έδαφος επειδή οι ιερείς επέμεναν σ’ αυτό για δικό τους όφελος, (8) άρνηση της αποτελεσματικότητας της μετάνοιας, (9) αντίθεση στα μνημόσυνα, (10) αντίθεση στο γάμο, (11) μη εύρεση εγκυρότητας στην εξομολόγηση, (12) ένσταση για τις ψαλμωδίες στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, (13) γιουχάισμα για την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού, (14) απέχθεια για τις εικόνες του Χριστού και των αγίων ως δημιουργημάτων ανθρώπινων χειρών, (15) αντίδραση κατά της ιεραρχίας, (16) λάθος αντίληψη για την δικαίωση. Σε όλα αυτά ο επίσκοπος κατέγραψε την αναίρεσή του.
Η ημέρα έκλινε προς την δύση της και ο επίσκοπος είπε σε αυτούς που ήρθαν να παρακολουθήσουν τα τεκταινόμενα: “Υπάρχουν και άλλα, αδερφοί μου, τα οποία πρέπει να πω για να σας ενδυναμώσω στην πίστη, αλλά για να μην σας κουράσω με ατέλειωτα λόγια ας είναι αυτά αρκετά. Κρατήστε την πίστη σας ακλόνητη, και να θυμάστε τα λόγια του αποστόλου Παύλου˙ «ἐν ὑστέροις χρόνοις ἀποστήσονται τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καί διδασκαλίες δαιμονίων, ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυτηριασμένων τήν ἰδίαν συνείδησιν, κωλυώντων γαμεῖν, απέχεσθαι βρωμάτων ἅ ὁ Θεός ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετά εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καί ἐπεγνωκόσι την ἀλήθειαν[20]».
Όταν ο επίσκοπος τελείωσε τον λόγο του, αυτοί που λίγο πριν έδειχναν να είναι ανίκητοι στα επιχειρήματα και αδύνατο να εμποδιστούν από τις μεθόδους του λόγου, τώρα έστεκαν άναυδοι από την βαρύτητα της ομιλίας του επισκόπου και την εκδήλωση της δύναμης του Θεού και ωσάν να μην είχαν μάθει ποτέ κανένα επιχείρημα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αντιλογία. Σιωπηλοί, μόνη τους απόκριση σε όλα τα σημεία ήταν η ομολογία ότι η σωτηρία των Χριστιανών τώρα τους φαίνονταν να συνίσταται στην εξήγηση που τους είχε μόλις δώσει ο επίσκοπος. Τότε ο επίσκοπος έγινε ιλαρός απέναντί τους: “Αν πιστεύετε ότι αυτά έτσι είναι, παραμερίστε την κακοπιστία τόσων κακοδοξιών και μαζί μας καταδικάστε και αναθεματίστε αυτή την αίρεση, μαζί με τους αιρεσιάρχες εκτός και αν συνέλθουν”.
Τότε ο επίσκοπος και όσοι βρίσκονταν εκεί – ηγούμενοι, αρχιδιάκονοι και όλος ο κλήρος – με την συναίνεση του πλήθους ξεκίνησαν να λένε αυτά: “Αυτή οι αίρεση και όσοι την υποστηρίζουν, η οποία σήμερα ανακαλύφθηκε ότι δολοπλοκεί ενάντια στην αγία και καθολική Εκκλησία – για να γίνει γνωστό, ότι υποστηρίζει ότι το βάπτισμα δεν συνεισφέρει στον καθαρισμό του στίγματος του προπατορικού αμαρτήματος, ή των αμαρτιών που διαπράχθηκαν˙ ότι οι αμαρτίες δεν συγχωρούνται με την μετάνοια˙ ότι η αγία Εκκλησία του Θεού, το πιο ιερό θυσιαστήριο, και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας δεν είναι τίποτα παραπάνω από ό,τι τα σαρκικά μάτια αντιλαμβάνονται, και το απορρίπτει˙ που αποφεύγει τον νόμιμο γάμο – όλα αυτά εμείς τα καταδικάζουμε και τα αναθεματίζουμε μαζί με όλους όσοι τα υποστηρίζουν”.
Ομολογούμε σύμφωνα με την πίστη των Ευαγγελίων και την παράδοση των Αποστόλων ότι δεν υπάρχει σωτηρία παρά μόνο με το ύδωρ της αναγεννήσεως˙ όπως είπε ο Κύριος, ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ[21]. Ομολογούμε ότι οι αμαρτίες τις οποίες διαπράττουν οι άνθρωποι μετά το βάπτισμα με εντολή του διαβόλου και σύμφωνα με τα δικά τους θελήματα, όχι μόνο μετριάζονται με την μετάνοια, αλλά μπορεί να τους χορηγηθεί θεία χάρις, όπως βλέπουμε από στον εξαγνισμό της Μαρίας Μαγδαληνής, στην δικαίωση του Ζακχαίου, την αποκατάσταση του Πέτρου μετά την προδοσία του, και την αποδοχή του ληστή στον παράδεισο.
Πιστεύουμε ότι η αγία Εκκλησία είναι η κοινή μητέρα όλων των πιστών, και κανείς δεν μπορεί να γίνει μέλος της στον ουρανό, αν δεν ανήκει σ’ αυτήν πρώτα στη γη. Ομολογούμε ότι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι η προσφορά της λύτρωσής μας, για την οποία ο Κύριος είπε, «ἐάν μή φάγητε την σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς, και, ἡ γάρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καί τό αἷμα μου ἀληθῶς ἐστι πόσις[22]». Για την σάρκα και το αίμα του είπε επίσης, «Λάβετε φάγετε, τοῦτο ἐστί τό σῶμα μου, και, πίετε εξ αὐτοῦ πάντες΄ τοῦτο γάρ ἐστί τό αἷμα μου[23]». Αναγνωρίζουμε ανενδοίαστα ότι αυτός [ο άρτος] είναι το σώμα Του, που γεννήθηκε από Παρθένο, υπέφερε στο Σταυρό, αναστήθηκε από τον τάφο, αναλήφθηκε στους ουρανούς, και κάθεται στην Δόξα της μεγαλειότητας του Πατρός. Όποιος δεν πιστεύει αυτά, την γέννηση, το πάθος και την ταφή του Χριστού, δεν θα μοιραστεί με τον Χριστό την ευλογία της αναστάσεως. Αυτό το μυστήριο δεν τελείται παρά μόνο όπως ο Θεός διέταξε μέσω του Μωυσή, στο άγιο θυσιαστήριο. Ο Κύριος και οι μαθητές του και ο απόστολος των εθνών έδωσαν άδεια στους ανθρώπους να παντρεύονται και διέταξαν να τελείται σε όσους επιτρέπεται. Όποιος δεν εγκρίνει αυτό τον καθολικό κανόνα δεν μπορεί να έχει θέση ανάμεσα στους πιστούς.
Εφόσον αυτοί, οι οποίοι πριν λίγο ήταν πιασμένοι στα δίκτυα της αιρετικής απιστίας, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ειπώθηκε στα Λατινικά, άκουσαν μέσω ενός μεταφραστή στην καθομιλουμένη την απόφαση αφορισμού και έκαναν ομολογία της αγίας πίστης, μετά από την οποία, με παρόμοιο όρκο, ομολόγησαν ανοιχτά ότι αποκηρύσσουν ό,τι καταδικάστηκε και αποδέχονται ό,τι αποδέχονται και οι πιστοί. Ύστερα, για να επιβεβαιώσουν την ομολογία της πίστεως, καθένας από αυτούς έκανε ένα συγκεκριμένο σημάδι σε σχήμα σταυρού, σε αυτή την μορφή Ì, ώστε αν τηρούσαν την πίστη το σημάδι αυτό να παρουσιαστεί στην Τελική Κρίση για την σωτηρία τους, αλλά αν την καταπατήσουν, να προσκομιστεί για [να μαρτυρήσει] την σύγχυσή τους.
Κι έτσι, όλοι ενωμένοι, αποδίδοντας ευχαριστία στο Θεό και μετά που τους δόθηκε η ευλογία του επισκόπου, επέστρεψαν χαρούμενοι στα σπίτια τους.»

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
«Ακόμη και όταν ανακαλώ την θαυμαστή σας ευφυΐα και διορατικότητα, εξακολουθεί να με εκπλήσσει το ότι κακοί άνθρωποι, μαγεμένοι από πνεύμα πλάνης, απεργάστηκαν την διασπορά της τρέλας του δαιμονικού δόγματος, αλλά θαυμάζω ακόμη περισσότερο το γεγονός, ότι κατάφεραν να προσποιηθούν αποτελεσματικά για να σας εξαπατήσουν όταν τους εξετάσατε. Διότι, όπως γνωρίζετε, έχω αναφέρει στην αγιότητά σας ότι αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν στις επαρχίες σας, και την στήριξα [την αναφορά] με ικανοποιητικά στοιχεία. Όταν προσποιήθηκαν την ευσεβίστικη εμφάνιση επειδή φοβήθηκαν ότι θα τιμωρηθούν, τους αφήσατε να φύγουν, χωρίς να τους καταδικάσετε και χωρίς να τους τιμωρήσετε. Είναι φανερό ότι αυτό θα κάνει τα πράγματα ευκολότερα γι’ αυτούς, το να πείθουν απλούς ανθρώπους, διότι αν έχουν ερευνηθεί κανονικά και δεν βρέθηκε κανένας λόγος για να τιμωρηθούν, τότε δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος για να μην εισακούγονται. Οπωσδήποτε, οι άνθρωποι που εστάλησαν στην περιοχή σας ως ιεραπόστολοι προέβαλαν ισχυρή αντίσταση και προσποιήθηκαν με επιμονή όταν πιάστηκαν. Δεν ήταν δυνατό να αναγκαστούν να ομολογήσουν με καμιά πειθώ εκτός και αν μερικοί από αυτούς που είχαν εμποτιστεί με την κακία της αίρεσης παίρνονταν και εξηγούσαν μερικώς τις διδασκαλίες τους σε μας. Μετά από αυτό, αυτοί που ψευδώς ισχυρίζονταν ότι ακολουθούν την διδασκαλία των Αποστόλων και του Ευαγγελίου, είπαν ότι το μυστήριο του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας δεν ήταν τίποτα, κι έπρεπε ν’ αποφεύγονται, εκτός και αν μετέχονταν χάριν απάτης˙ ότι η μετάνοια δεν μας βοηθά στη σωτηρία΄ ότι οι παντρεμένοι άνθρωποι δεν θα ανέβουν στον ουρανό, και άλλα τα οποία περιέχονται στη φυλλάδα. Σας την στέλνω ώστε να μην ακούτε την κίβδηλη θρησκεία τους και τα ψεύτικα λόγια τους».
δ. Παρατηρήσεις.
i) Αν γίνει αποδεκτή η πληροφορία ότι η αίρεση έφτασε στην Arras από την Ιταλία, τότε η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι ο αποδέκτης της επιστολής του Γεράρδου ήταν ο Ρογήρος Α’ (1018-1042) της Châlons-sur-Marne. Η Châlons βρίσκεται πάνω στην διαδρομή από την Ιταλία προς την Arras, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, η Λιέγη βρίσκεται δυτικότερα. Αυτή είναι η απλούστερη υπόθεση, χωρίς ωστόσο οι ενδείξεις να είναι τέτοιες ώστε να θέτουν εκτός συζήτηση την δεύτερη επιλογή.
ii) Σύμφωνα με μια άποψη οι αιρετικοί υπέστησαν βασανιστήρια κατά την διάρκεια της κράτησής τους. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην φράση του Γεράρδου “adeo nullis suppliciis possent cogi ad confessionem[24]”, δηλ. ο Γεράρδος αναγνώριζε ότι ήταν αδύνατο οι αιρετικοί να ομολογήσουν χωρίς “πειθώ”, κατά τι μεταφράσεις. Η λέξη κλειδί είναι η supplicium. Στα νομικά λεξικά έχει την έννοια της σωματικής τιμωρίας, ακόμη και της θανατικής ποινής[25]. Αλλά η προέλευση του όρου αλλάζει την έννοια ακριβώς στο αντίθετο. Δηλαδή, την εποχή στην οποία αναφερόμαστε, ο κατάδικος μεταφέρονταν στον τόπο εκτέλεσης τη ποινής, σωματικής ή θανατικής, κι εκεί προσφέρονταν supplicia για να αμνηστευθεί, δηλ. ικεσίες. Μ’ αυτή την έννοια, της ικεσίας, έχει επιζήσει σήμερα στις λατινογενείς γλώσσες. Την έννοια της ποινής, των βασανιστηρίων, την απέκτησε εκ των υστέρων, ως νομικός όρος. Άρα είναι πιθανό στην επιστολή του Γεράρδου να μην σημαίνει τα βασανιστήρια. Το θέμα, λοιπόν, είναι ότι η άποψη περί βασανισμού των αιρετικών δεν στηρίζεται σε ακλόνητα στοιχεία αλλά σε υπόθεση.
iii) Φαινομενικά, υπάρχουν τρεις διαφορετικές εκδοχές στις πεποιθήσεις των αιρετικών. Πριν ξεκινήσει κάποιος την εξέταση της πίστης τους πρέπει να κατανοήσει τον λόγο της ασυμφωνίας. Πρώτη εκδοχή είναι αυτή, την οποία ομολογούν οι ίδιοι. Δεύτερη εκδοχή, αυτή που προκύπτει από την αναίρεση του επισκόπου. Η τρίτη προκύπτει από τα αναθέματα. Κάποια άποψη θέλει το περιστατικό να είναι φανταστικό και το όλο κείμενο ν’ αποτελεί πολεμικό έργο, βασισμένο σε παλαιότερα αντιαιρετικά κείμενα, όπως αυτά του αγ. Αυγουστίνου. Η άποψη αυτή δεν γίνεται δεκτή από την πλειοψηφία των ιστορικών. Η ύπαρξη της επιστολής επιβεβαιώνει την αυθεντικότητα του κείμενο και καθορίζει τον χαρακτήρα του. Πρόκειται για δικαστικό έγγραφο, στο οποίο καταγράφονται τα περιστατικά της δίκης των αιρετικών. Οι διάλογοι είναι αυθεντικοί, με μόνη, ίσως, επέμβαση στην ομιλία του Γεράρδου. Η ομιλία δεν περιλαμβάνεται στις μεταφράσεις, διότι καταλαμβάνει μια έκταση 20,000 περίπου λέξεων[26]. Στην ομιλία είναι πιθανό να έχει γίνει μια επεξεργασία εκ των υστέρων, αν και η αναφορά ότι τελείωσε να μιλά ο Γεράρδος κατά την δύση του ήλιου, δείχνει ότι εκφωνήθηκε επίσης, αν όχι η ίδια, πάντως μια εκτενής αγόρευση.
Με δεδομένη την ακρίβεια του κειμένου, κάποια άποψη θέλει τον επίσκοπο να σφάλει. Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι ο Γεράρδος δεν έδωσε σημασία στις ομολογίες των ίδιων των αιρετικών, αλλά τους απέδωσε πεποιθήσεις των Μανιχαίων, διότι αυτές γνώριζε και υπέθεσε αυθαίρετα ότι πρόκειται για Μανιχαίους. Η άποψη αυτή δείχνει να αγνοεί το γεγονός, ότι οι κατηγορούμενοι είχαν συλληφθεί αρκετές μέρες νωρίτερα, είχαν οδηγηθεί και προηγουμένως ενώπιον του επισκόπου, είχαν ανακριθεί από τον ίδιο, είχαν τεθεί υπό κράτηση για τρεις μέρες, είχαν ανακριθεί επίσης στο κρατητήριο, είτε με βασανιστήρια, είτε χωρίς, οπότε όταν προσήλθαν ενώπιον της συνόδου είχε ήδη σχηματισθεί η δικογραφία, για να μιλήσουμε με σημερινούς όρους. Είναι απίθανο να μην γνώριζε ο επίσκοπος τις πεποιθήσεις τους.
Το κλειδί για την κατανόηση της ασυμφωνίας βρίσκεται στην επιστολή του Γεράρδου προς τον “R”. Εκεί εμμέσως πλην σαφώς τον μέμφεται διότι, αν και οξυδερκής, άφησε τον εαυτό του να πεισθεί από τα ψέματα και τις υποκρισίες των αιρετικών, οπότε δεν ερεύνησε το θέμα σε βάθος. Οι αιρετικοί δεν ομολογούσαν εύκολα τα δόγματά τους αλλά προσπαθούσαν να συγκαλυφθούν και να εμφανίζονται ως Χριστιανοί, πιστά μέλη της Εκκλησίας. Οπότε, η ομολογία τους ενώπιον της συνόδου, δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα, επιχείρησαν να ξεγελάσουν και την σύνοδο, πράγμα που δεν επέτρεψε ο Γεράρδος, γι’ αυτό και διέκοψε την απολογία τους. Έτσι, αιτιολογείται η ασυμφωνία μεταξύ των όσων παρουσίασαν οι αιρετικοί ως πεποιθήσεις τους και των όσων αναιρούνται στην ομιλία.
Η ομολογία πίστεως, την οποία υπέγραψαν στο τέλος θα μπορούσε να είναι μια έτοιμη φόρμουλα αναθεμάτων. Παρόμοιες φόρμουλες έχουμε συναντήσει να εκδίδονται από συνόδους στην Ανατολή, όταν μελετήθηκαν τα εκεί γνωστικά κινήματα.
iv) Οι αποδομητές ιστορικοί και κυρίως οι Προτεστάντες, ενώ έχουν την απαξίωση των πηγών ως προσφιλή μεθοδολογία, εν τούτοις στην περίπτωση των αιρετικών του Arras, αφήνονται να πεισθούν από τα όσα οι ίδιοι οι αιρετικοί ομολογούν, πέφτοντας στην ίδια παγίδα με τον “R”. Έτσι, ακούγεται η άποψη ότι δεν επρόκειτο για «Μανιχαίους», για δυαρχικούς γνωστικούς, αλλά για απλούς και αγράμματους ανθρώπους, οι οποίοι έπεσαν θύματα της κακοβουλίας του επισκόπου. Πολλή αφελής άποψη, σχεδόν ρομαντική. Ας δούμε το γιατί ο Γεράρδος δεν τους άφησε να συνεχίσουν την απολογία τους.
Ο επίσκοπος για να δώσει το έναυσμα στους κατηγορούμενους, να εκθέσουν τις απόψεις τους, τούς έκανε την πολύ απλή ερώτηση:
«Πως είναι δυνατόν να λέτε ότι ακολουθείτε αποστολικές και ευαγγελικές διδασκαλίες, απορρίπτοντας την αξία του βαπτίσματος, όταν ο ίδιος ο Κύριος λέει στον Νικόδημο, ότι αν κάποιος δεν αναγεννηθεί με αυτό δεν μπορεί να μπει στην Βασιλεία των Ουρανών, μόνο με την ομολογία πίστεως».
Και οι αιρετικοί απαντάνε ότι οι αρχές τους είναι αποστολικές και ευαγγελικές, διότι αποτάσσονται τον κόσμο, απέχουν από τις σαρκικές επιθυμίες, κερδίζουν το ψωμί τους με την εργασία των χειρών τους, δεν εύχονται κακό σε κανέναν, αγαπάνε τους ομοίους τους. Και στην συνέχεια μιλάν για τον νηπιοβαπτισμό. Γενικολογίες, αοριστολογίες και προπάντων υπεκφυγές. Καμιά σχέση μεταξύ ερώτησης και απάντησης. Ούτε η απόρριψη του νηπιοβαπτισμού, η οποία έτσι κι αλλιώς είναι αίρεση, μπορεί να οδηγήσει αναγκαστικά σε γενική απόρριψη του βαπτίσματος και των μυστηρίων.
Οι αιρετικοί απέφυγαν ν’ απαντήσουν. Επειδή ήταν «απλοί και αγράμματοι» άνθρωποι, είχαν δασκαλευτεί σε μια στερεότυπη απάντηση, την οποία απήγγειλαν από στήθους, για να κατασιγάζουν τις υποψίες. Στην πραγματικότητα, δεν προχώρησαν σε ομολογία των δογμάτων τους ενώπιον της συνόδου, αλλά προσπάθησαν να ξεγελάσουν τους παρισταμένους, όπως είχαν πράξει και με τον “R”. Αλλά ο Γεράρδος ήταν υποψιασμένος και ενήμερος για τις μεθόδους τους και δεν τους άφησε να συνεχίσουν, όταν είδε ότι δεν είχαν γνήσιες και τίμιες διαθέσεις έναντι του επισκοπικού δικαστηρίου.
Το ερώτημα είναι, αν από την μικρή αυτή και συγκεκαλυμμένη απολογία μπορεί να προκύψει δυαρχική φύση πεποιθήσεων. Η απάντηση είναι καταφατική. Οι αιρετικοί δεν ήταν μοναχοί. Ήταν κοσμικοί άνθρωποι, οπότε η εμφανιζόμενη αποταγή του κόσμου δεν είναι εκκλησιαστικής φύσεως, αλλά μανιχαϊκής, διότι οι Μανιχαίοι δέχονταν τον κόσμο ως δημιούργημα του διαβόλου και κακό εκ φύσεως. Εάν δεν ήταν αιρετικοί δεν θα μιλούσαν περί αποταγής του κόσμου, αλλά του κοσμικού φρονήματος. Δεύτερον, όταν μιλούν περί αποχής των σαρκικών επιθυμιών, μέσα στην γενικόλογη αυτή έκφραση περιλαμβάνουν και την απόρριψη του νόμιμου γάμου. Και τα δύο είναι στοιχεία μανιχαϊκά. Τα υπόλοιπα, περί της εργασίας των χειρών και περί του ότι δεν εύχονται κακό σε κανέναν, είναι δηλώσεις νομιμοφροσύνης όχι στον εκκλησιαστικό αλλά τον κοσμικό νόμο. Ειδικά, η φράση για το ότι δεν εύχονται κακό σε κανέναν ήταν για να διασκεδάσουν υποψίες περί μαγείας. Μια τέτοια καταδίκη θα επέσυρε την θανατική ποινή, όπως είχε συμβεί λίγα χρόνια πριν στην Ορλεάνη. Η φράση περί αγάπης προς τους ομοίους τους είναι εκτός του χριστιανικού πνεύματος και δείχνει τον σεκταριστικό χαρακτήρα των πεποιθήσεών τους.
Οι απόψεις τους περί του νηπιοβαπτισμού μπορεί να πείθουν τους Προτεστάντες για την ορθότητα τους, αλλά εκκλησιαστικά οι κατηγορούμενοι στην Arras ήταν πράγματι αιρετικοί και μάλιστα η αίρεσή τους ήταν πράγματι μανιχαϊκή. Αν συνυπολογιστεί και το θέμα της δικαίωσης (Justitia) μέσω της ομολογίας πίστεως, βασική αρχή καθώς φαίνεται, διά της οποίας υποχρεούνταν να απορρίψουν τον νηπιοβαπτισμό, διότι το νήπιο δεν μπορούσε να κάνει ομολογία, τότε μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για προδρομική προτεσταντική αίρεση, ένα ενδιάμεσο στάδιο από τον Μανιχαϊσμό στον Προτεσταντισμό.
v) Πρόβλημα δημιουργεί στους ιστορικούς η έννοια της «δικαίωσης» (Justitia), την οποία επικαλούνται οι αιρετικοί. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι στην Δύση έχουν συνδέσει έννοια αυτή με την δικαίωση εξ έργων, που είναι παπική κακοδοξία. Αλλά οι αιρετικοί του Arras δεν την χρησιμοποιούν με αυτό τον τρόπο. Παρότι, έπεται των όσων λένε περί αποταγής του κόσμου, αποχής από τις σαρκικές επιθυμίες κτλ, οπότε θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι ομιλούν πράγματι για δικαίωση εξ έργων, ωστόσο, η φράση προηγείται των απόψεων περί νηπιοβαπτισμού και ομολογίας πίστεως και πρέπει να συνδεθεί μ’ αυτές. Οδηγεί έτσι σε δικαίωση όχι εξ έργων αλλά εκ πίστεως. Βέβαια, με όποια έννοια και αν το εξέλαβε ο επίσκοπος Γεράρδος, ήταν γι’ αυτόν κακοδοξία, διότι το περιστατικό συνέβη σε μια εποχή που ο παπισμός δεν είχε εισάγει ακόμη την σωτηριολογία της εξ έργων δικαίωσης. Ο Γεράρδος, όπως και όλη η δυτική εκκλησία δεν δέχονταν τον ΙΑ’ αιώνα την συγκεκριμένη κακοδοξία.
Η εκ πίστεως δικαίωση (justitia) των αιρετικών του Arras είναι δόγμα γνωστικής προέλευσης. Προϋποθέτει την αποκεκαλυμένη γνώση της αλήθειας και την αποδοχή της από τον πιστό. Φυσικά, η δημόσια ομολογία δεν είναι απαραίτητη, όπως φαίνεται και από την στάση τους κατά την διάρκεια της δίκης. Δηλαδή, γι’ αυτούς δεν είναι η ομολογία που σώζει, διότι τότε θα ήταν όλοι καταδικασμένοι, ως ψεύτες και υποκριτές, αλλά η αποδοχή της πίστης που προκύπτει από την γνώση, οπότε η τρίτη αιτία της άρνησης του νηπιοβαπτισμού, δεν έχει να κάνει τόσο με την αδυναμία του νηπίου να ομολογήσει, αλλά με την αδυναμία του να γνωρίσει. Βέβαια, ενώπιον της συνόδου η έκφρασή τους ήταν ρετουσαρισμένη για να μην κινήσει τις υποψίες.
Εκτός των παραπάνω υιοθετούσαν και όλες τις απαραίτητες αντικληρικαλιστικές, και αντιεκκλησιαστικές πεποιθήσεις, όπως επίσης και τις δονατιστικές για την γέννηση, τα πάθη, την σταύρωση και την ανάσταση.
ε. Βιβλιογραφία.
Συζητήσεις για το περιστατικό στα:
- Ilarino da Milano, Le eresie popolari, Studi Gregoriani 2, 60-67.
- Edouard de Moreau, Hisotire de l’ église en Belgique, vol. 2 pp. 410-414.
- Jeffrey Burton Russell, Dissent and Reform, pp. 21-27.
- Malcolm Lambert, Medieval Heresy: Popular Movements from the Gregorian Reform to Reformation, pp. 28-30.
- Erik van Mingroot, Acta Synodi Atrebatensis (1025): problems de critique de provenance, Studia Gratiana 20 (1976), 202-230, αναιρεί τα επιχειρήματα του J. B. Rusell για την ταυτοποίηση του “R” με τον Ρογήρο της Λιέγης.
- Renate Gorre, Die Ketzer im 11. Jahrhundert: Religiöse Eiferer-soziale Rebellen, Kostanz 1981, ισχυρίζεται ότι δεν ήταν αιρετικοί.
- G. Lobrichon, Arras 1025, ou le vrai process d’ une fausse accusation, Inventer l’ Heresie?, ed. M. Zerner 1998, 67-85, αναλύει την ομιλία του Γεράρδου και απορρίπτει το περιστατικό ως φανταστικό.
-R. I. Moore, Literacy and the making of Heresy, στο συλλογικό Heresy and Literacy 1000-1530, Cambridge University Press 1994, 19-37, βλέπει το περιστατικό ως αντίδραση του Γεράρδου στο κίνημα Pax Dei.
- Heinrich Fichtenau, Heretics and Scholars in the High Middle Ages, 1000-1200, (trans. Denise A. Kaiser, τίτλος πρωτοτύπου Häresie und Vernunftglaube im Hochmittelalter, München 1992), The Pennsylvania State University 1998, pp. 20-25.

Monforte 1028 μ.Χ.
α. Ιστορικά.
Το Monforte πιστεύετε ότι βρισκόταν στην επαρχία Alba της Βόρειας Ιταλίας[27]. Ήταν ένα οχυρωμένο χωριό, ικανό να αντιστέκεται στις λεηλασίες των Σαρακηνών και των Νορμανδών, οι οποίοι λυμαίνονταν τότε την περιοχή, εξ ου και η ονομασία. Ανήκε στην επισκοπή του Τορίνο γι’ αυτό και οι αιρετικοί που ανακαλύφθηκαν εκεί, οδηγήθηκαν ενώπιον του επισκόπου αυτής της πόλης.
Το περιστατικό αφηγείται ο Landulf Senior ή Landulf του Μιλάνου. Ήταν έγγαμος ιερέας, ισχυρά αντίθετος στην Γρηγοριανή μεταρρύθμιση και αντίπαλος των Παταρηνών που την υποστήριζαν. Ο Landulf σπούδασε στην Ορλεάνη, το Παρίσι και την Λαόν, αλλά το χρονικό του είναι γραμμένο σε μια πιο καθομιλουμένη γλώσσα.
Η χρονολόγηση του περιστατικού τοποθετείται μεταξύ των ετών 1028 και 1040. Το έτος 1028 προτείνεται ως πιθανότερο από τον Ilarino de Milano.
β. Πηγές.
Το λατινικό κείμενο έχει εκδοθεί στα Landulfi senioris Mediolanensis, Historiae libri quator, ed. Alessandro Cutolo, Rerum Italicarum Scriptores, (νέα έκδοση) Bologna 1900, vol. IV pt.2 pp. 67-69΄ ed. L. C. Bethmann-W. Wattenbach, MGH SS 8, Hannover 1848, pp. 65-66. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 86-9. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 19-21. Ιταλική μετάφραση A. Visconti, La Cronica Milanese di landolfo Seniore, Milano 1928.
Μια δεύτερη αναφορά βρίσκεται στο Rodolfus Glaber, Historiarum Libri Quinque, III.26, ed J. France, Rodulfus Glaber, The Five Books of the Histories [cover title: Rodulfus Glaber, Opera], Oxford 1989, pp. 176-181 (κείμενο και παράλληλη μετάφραση).
γ. Κείμενο.
«Την ίδια εποχή, όταν ο επίσκοπος Αριβέρτος[28] είχε επισκεφθεί όλους τους βοηθούς επισκόπους του Αγίου Αμβροσίου, για χάρη του οποίου είχε διασχίσει την Ιταλία, παρακινώντας τους σε όλα τα καλά έργα, ήρθε τελικά στο Τορίνο, ακολουθούμενος από πλήθος αφοσιωμένων κληρικών και καπεταναίων (capitanei). Όταν εγκαταστάθηκε εκεί για μερικές μέρες, νουθετώντας τον επίσκοπο και τον κλήρο της πόλης με προφητικές και αποστολικές νουθεσίες, όπως ήταν πρέπον για έναν τέτοιο μεγάλο άνδρα, άκουσε για μια περίεργη αίρεση, η οποία είχε ριζώσει πρόσφατα στο καστέλο πάνω από την περιοχή του Monforte.
Όταν ο Αριβέρτος το έμαθε, διέταξε ένας από τους αιρετικούς του κάστρου να έρθει μπροστά του, ώστε ν’ αποκτήσει ακριβή γνώση του θέματος. Ο άνθρωπος (Γεράρδος) ήρθε ενώπιον του και στεκόταν πρόθυμος ν’ απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις, έτοιμος να υποφέρει και χαρούμενος αν επρόκειτο να τελειώσει την ζωή του με σκληρά βασανιστήρια. Τότε ο Αριβέρτος, βλέποντας τον τύπο να είναι αποφασισμένος, άρχισε να τον ρωτά με την σειρά, για την ζωή, τα έθιμα και την πίστη αυτών των ανθρώπων. Έτσι, όταν του δόθηκε η άδεια να μιλήσει, ο Γεράρδος σηκώθηκε και είπε:
«Ευχαριστώ τον παντοδύναμο Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, που μπήκατε στον κόπο να με εξετάσετε προσεκτικά. Και είθε Αυτός, ο οποίος σας γνωρίζει από την αρχή, όταν ακόμη βρισκόσασταν στους μηρούς του Αδάμ, να επιτρέψει να ζήσετε εις Αυτόν και να πεθάνετε εις Αυτόν και να δοξασθείτε, βασιλεύοντας μαζί του εις τους αιώνας των αιώνων. Θα σας παρουσιάσω ξεκάθαρα την ζωή μου και την πίστη των αδελφών μου στο ίδιο πνεύμα που ρωτάτε γι’ αυτά. Εκτιμούμε την παρθενία πάνω από όλα, αν και έχουμε γυναίκες. Εκείνος που είναι παρθένος κρατά την παρθενία, αλλά εκείνος που την έχασε μπορεί να φυλά την αγνότητα, αφού συμβουλευθεί τη γερουσία μας. Κανείς δεν γνωρίζει την γυναίκα του σαρκικά, αλλά της συμπεριφέρεται με προσοχή, ως αδελφή ή μητέρα του. Δεν τρώμε κρέας. Νηστεύουμε συνεχώς και προσευχόμαστε ασταμάτητα˙ οι προεστοί μας προσεύχονται συνεχώς, μέρα και νύχτα, με την σειρά, ώστε δεν περνά ώρα χωρίς προσευχή. Έχουμε τα πάντα κοινά με όλους τους ανθρώπους. Κανένας μας δεν τελειώνει την ζωή του χωρίς βάσανα, ώστε ν’ αποφύγουμε τα αιώνια βασανιστήρια. Πιστεύουμε και ομολογούμε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε αληθινά ότι είμαστε δεμένοι και λελυμένοι από αυτούς που έχουν την εξουσία του δεσμείν και λύειν. Δεχόμαστε την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και τους αγίους Κανόνες, και τα διαβάζουμε καθημερινά.»
Όταν ο Γεράρδος είπε αυτά με εξαιρετική ευφυΐα, σε μερικούς φάνηκαν σωστά και σπουδαία. Ωστόσο, ο επίσκοπος Αριβέρτος, αναγνωρίζοντας την οξυδέρκειά του και την διαβολική ευφυΐα του από κάποιες φράσεις που είχε ξεστομίσει, διέταξε να ξεκαθαρίσει ακριβώς τι πίστευε αυτός και οι ομόφρονές του, και πιο συγκεκριμένα τι πίστευαν σχετικά με τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, και τον πρόσταξε να εξηγήσει κάθε σημείο ξεχωριστά.
Ακούγοντάς αυτά ο Γεράρδος ξεκίνησε ευχαρίστως:
«Αυτόν που αποκαλώ Πατέρα, είναι ο αιώνιος Θεός, που έφτιαξε τα πάντα από την αρχή και στον οποίο όλα οφείλουν την ύπαρξή τους. Αυτόν που αποκαλώ Υιό, είναι η ψυχή του ανθρώπου, του αγαπημένου του Θεού. Αυτόν που αποκαλώ Άγιο Πνεύμα, είναι η κατανόηση των θείων αληθειών, από την οποία κυβερνώνται όλα ξεχωριστά.»
Σε αυτές τις δηλώσεις ο Αριβέρτος απάντησε:
«Φίλε μου, τι λες για τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία, τον Λόγο του Πατρός;»
Απάντησε:
«Αυτός, τον οποίο αποκαλείται Ιησού Χριστό, είναι η ψυχή του ανθρώπου, γεννημένος εν σαρκί από την Παρθένο Μαρία, δηλαδή, γεννημένος από την Αγία Γραφή. Το Άγιο Πνεύμα είναι η ευσεβής κατανόηση των Ιερών Γραφών.»
Αριβέρτος:
«Γιατί παντρεύεστε, αν όχι για να κάνετε απογόνους, από όπου συντηρείται το ανθρώπινο γένος;»
Απάντησε:
«Αν όλη η ανθρωπότητα συμφωνούσε να μην λάβει πείρα της διαφθοράς, τότε όλοι οι άνθρωποι θα γεννιόνταν όπως οι μέλισσες χωρίς συνεύρεση[29].»
Αριβέρτος:
«Σε ποιον η άφεση των αμαρτιών μας, στον πάπα, στον επίσκοπο ή σε κάθε ιερέα;»
Απάντησε:
«Δεν έχουμε αυτόν τον Ρωμαίο ποντίφικα, αλλά κάποιον άλλο, ο οποίος επισκέπτεται καθημερινά τους αδελφούς, που είναι διασκορπισμένοι στον κόσμο, και όταν μας φέρνει τον Θεό, δίνεται άφεση αμαρτιών με την μεγαλύτερη ευσέβεια.»
Αριβέρτος:
«Πως τελειώνει η ζωή σας με βάσανα;»
Απάντησε:
«Αν τελειώσουμε με μαρτύρια από τους κακούς ανθρώπους χαιρόμαστε˙ αλλά αν πλησιάζει φυσικός θάνατος, τότε όποιος είναι πιο κοντά σε μας, μας σκοτώνει πριν παραδώσουμε την ψυχή μας.»
Όταν ο Αριβέρτος τα άκουσε όλα με τεντωμένα αυτιά, θαυμάζοντας σιωπηλά, ενώ οι άλλοι κουνούσαν το κεφάλι τους και αναρωτιόντουσαν, ζήτησε από τον Γεράρδο να του πει αν πίστευε στην καθολική πίστη και αν πίστευε ότι ο Χριστός είναι πράγματι ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία κατά σάρκα, και αν είναι το πραγματικό Σώμα και Αίμα αυτό που ο ιερέας, αν και αμαρτωλός, καθαγιάζει σύμφωνα με τον λόγο του Θεού. Απάντησε:
«Δεν υπάρχει άλλος ποντίφικας, εκτός από τον δικό μας Ποντίφικα, αν και είναι χωρίς χειροτονία ή κάποιο άλλο ιερό μυστήριο.»
Αυτό το άκουσμα ξεκαθάρισε ότι η φήμη γι’ αυτούς ήταν αληθινή. Ο Αριβέρτος έστειλε μεγάλο αριθμό ιπποτών στο Monforte και συνέλαβε όλους όσους μπόρεσε να βρει εκεί, ανάμεσά τους και την κόμισσα του κάστρου, η οποία είχε μολυνθεί από την αίρεση. Όταν τους έφερε στο Μιλάνο, και με την βοήθεια των κληρικών ασχολήθηκε μαζί τους πολλές μέρες, επιθυμώντας σφόδρα να τους αποκαταστήσει στην καθολική πίστη, βασανίζονταν από τον φόβο ότι ο λαός αυτής της περιοχής της Ιταλίας μπορεί να είχε μολυνθεί από την αίρεση. Αλλά αυτοί οι απαίσιοι άνθρωποι, που είχαν έρθει στην Ιταλία από άγνωστα μέρη, καθημερινά, μολονότι μυστικά, εμφανιζόμενοι ως καλοί ιερείς φύτευαν πεπλανημένες αρχές, παρερμηνεύοντας τις Γραφές στους χωρικούς που είχαν μαζευτεί στην πόλη για να τους δουν. Όταν οι προεστοί της πόλης το έμαθαν, διέταξαν ν’ ανάψει μια μεγάλη πυρά, και να τεθεί ο Σταυρός του Κυρίου κοντά.
Τότε, παρά τις διαμαρτυρίες του Αριβέρτου, έσυραν έξω όλους εκείνους και τους πρόσφεραν την εξής επιλογή˙ αν εγκατέλειπαν την απιστία και επέλεγαν να προσκυνήσουν τον Σταυρό και να ομολογήσουν την πίστη, την οποία κρατά όλος ο κόσμος, θα μπορούσαν να γλιτώσουν˙ αν όχι, θα ρίχνονταν ζωντανοί στις φλόγες και θα καίγονταν. Αυτό που συνέβη ήταν ότι μερικοί ήρθαν στον Σταυρό του Κυρίου, ομολόγησαν την αληθινή καθολική πίστη και σώθηκαν˙ πολλοί, ωστόσο, καλύπτοντας το πρόσωπο με τα χέρια τους, πήδηξαν στις φλόγες, και πεθαίνοντας αξιοθρήνητα, έγιναν ελεεινές στάχτες.»
δ. Παρατηρήσεις.
Είναι αποδεκτό ότι η αναφορά του Raoul Glaber για τους αιρετικούς του Monforte της επαρχίας Asti, αφορά την ίδια ομάδα. Η διαπιστωμένη ανακρίβεια και το έντονο μυθολογικό στοιχείο της συγκεκριμένης αφήγησης, σε συνδυασμό με τον επηρεασμένο από τις προσωπικές του προτιμήσεις χαρακτήρα, την καθιστούν άχρηστη. Δεν έχει να προσφέρει κάποιο ουσιαστικό στοιχείο στην μελέτη, γι’ αυτό κι δεν παρατίθεται, ούτε λαμβάνεται υπόψη.
i) Η αίρεση, η οποία έδρασε στο Monforte, παρουσιάζει ιδιαίτερο και ιδιωματικό χαρακτήρα. Πολλές από τις δοξασίες της είναι αδύνατο να αποδοθούν σε προηγούμενες ή επόμενες αιρετικές διδασκαλίες, παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν και τις απόψεις που διατυπώθηκαν. Θα μπορούσε να εκληφθεί ως μοναδική περίπτωση, αν δεν υπήρχαν οι δύο φράσεις στο κείμενο, η μία ότι πολλοί αδελφοί τους είναι διασκορπισμένοι στον κόσμο, και η άλλη ότι η αίρεση είχε έρθει στην Ιταλία από αλλού, εκφράσεις που δείχνουν ότι η ομάδα του Monforte, ανήκε σε ένα ευρύτερο δίκτυο. Επίσης η φράση, «αν τελειώσουμε με μαρτύρια από τους κακούς ανθρώπους», δείχνει ότι μεμονωμένα άτομα της ομάδας ή άλλες αιρετικές ομάδες είχαν ανακαλυφθεί ξανά και είχαν εκτελεστεί. Αναγκαστικά, λοιπόν, η περίπτωση των αιρετικών αυτών πρέπει να τοποθετηθεί στο πλαίσιο της εξάπλωσης των αιρέσεων αυτής της περιόδου, που συνδέεται με τις προηγούμενες περιπτώσεις, αν και από τις πεποιθήσεις τους δεν προκύπτει κάποια χειροπιαστή απόδειξη.
ii) Είναι ενδεικτικό της θεολογίας της ομάδας του Monforte, το ότι αποδέχεται την Αγία Γραφή και τους κανόνες. Μπορεί, λοιπόν, να της αποδοθεί ευαγγελικός χαρακτήρας, με την συμπλήρωση ότι ακολουθεί την αλληγορική ερμηνεία, όπως και όλες οι αιρέσεις που θέλουν να προσαρμόσουν τα ευαγγελικά χωρία στις κακοδοξίες τους. Ταυτόχρονα, παρατηρείται η γνωστή διγλωσσία, απαραίτητη στις προσηλυτιστικές επιδιώξεις και στην περίπτωση της ανακάλυψης.
Έτσι, μολονότι ο Γεράρδος ομολογεί Πατέρα, Υιό, και Άγιο Πνεύμα, δεν αναγνωρίζει τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλά στον μεν Υιό, την ανθρώπινη ψυχή, στο δε Άγιο Πνεύμα, την ανθρώπινη κατανόηση των Γραφών, κάτι που θα μπορούσε να υποδεικνύει αποδοχή της γνώσης. Μάλιστα, στην γνώση αποδίδει σωτηριολογικό χαρακτήρα, όταν ομολογεί ότι ο δικός τους Ποντίφικας, δηλ. το Άγιο Πνεύμα, τους φέρνει τον Θεό και τους δίδει άφεση αμαρτιών. Όλο η Τριαδολογία και ειδικά η άποψή τους για το Άγιο Πνεύμα, θυμίζει Μεσσαλιανισμό, γεγονός που ενισχύεται και από τον ασκητισμό τους, όπως και από την εφαρμοζόμενη αδιάλειπτη προσευχή.
Διάφορες απόψεις έχουν διατυπωθεί για τα χαρακτηριστικά της θεολογίας τους. Άλλοι μιλούν για Υιοθετισμό και άλλοι για κάποιο είδος Σαβελιανισμού. Επιρροές γίνονται δεκτές από τον νεοπλατωνισμό και την θεολογία του Ιωάννου Σκώτου Εριγένη. Αυτές, βέβαια, είναι κλισέ ερμηνείες και δεν μπορεί να ευσταθούν αν δεν περιγραφεί το πώς θα μπορούσαν ας πούμε να γνωρίζουν τον Εριγένη ή τον Πλωτίνο. Τον ΙΑ’ αι. μόλις μπορούμε να ανιχνεύσουμε ψήγματα γνώσεων επί του νεοπλατωνισμού στην Δύση, προερχόμενα κατά την διαβεβαίωση των δυτικών ιστορικών από την Ισπανία και τους Άραβες, κι αυτά σε ελάχιστους λόγιους. Είναι απίθανο οι χωρικοί (rustici κατά τις πηγές) να είχαν τέτοιου είδους μόρφωση. Η δε άποψη που θέλει επίδραση από τον Ιωάννη Σκώτο Εριγένη, εμμέσως πλην σαφώς υπονοεί επίδραση του νεοπλατωνισμού επί της μυστικής θεολογίας του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στου οποίου την θεολογία βασίστηκε ο πρώτος, άποψη που δείχνει απλώς την αδυναμία κατανόησης των έργων του Αρεοπαγίτη από τους δυτικούς. Εξαιτίας αυτής της αδυναμίας, λοιπόν, χρησιμοποιούν αυτήν την ερμηνευτική στην οποία κανείς από αυτούς δεν έχει την θεολογική μόρφωση να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι.
Το διπλό ανάλογο του Εριγένη, λοιπόν, το οποίο βλέπει μια άποψη[30] στην απάντηση του Γεράρδου για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, δεν είναι τίποτα παραπάνω από την άρνηση της ιστορικότητάς του Σωτήρα από τους αιρετικούς.
iii) Πρέπει να επισημανθεί ο προσωπικός χαρακτήρας της ερμηνευτικής του Γεράρδου. Όταν απαντά στις ερωτήσεις του επισκόπου, λέει: «Αυτόν που αποκαλώ Πατέρα, … Αυτόν που αποκαλώ Υιό,… Αυτόν που αποκαλώ Άγιο Πνεύμα…». Η σύνταξη αυτών των λόγων γίνεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο και δηλώνει προσωπική ερμηνεία στην τριαδολογία από τον Γεράρδο, κάτι που με την σειρά του ενδέχεται να σημαίνει ότι δεν εκφράζει τις απόψεις όλης της ομάδας, ότι ο Γεράρδος δεν αποκάλυψε την πίστη της αίρεσης, κάτι που δεν θα ήταν παράξενο.
Από την άλλη, θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι ο Γεράρδος ήταν διδάσκαλος της ομάδας, κάτι επίσης αναμενόμενο. Οι καπεταναίοι που εστάλησαν να συλλάβουν έναν από τους αιρετικούς, διάλεξαν κάποιον από τους «γεροντάδες» της αίρεσης. Αυτό, όμως θα σήμαινε ότι η προσωπική ερμηνεία του Γεράρδου αποτελούσε αίρεση μέσα στην αίρεση, κάτι που δεν είναι ξένο σε αυτές τις περιπτώσεις, απλώς δείχνει κάποια χαλαρότητα στην ιδεολογική συγγένεια των ομάδων μεταξύ τους. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η ιδιαιτερότητα της ομάδας του Monforte.
Ταυτόχρονα, φανερώνει ότι η αίρεση ήταν ιλλουμινιστική. Ο «ποντίφικας» τους, το Άγιο Πνεύμα, όπως αυτοί το κατανοούσαν, «φώτιζε» τους πιστούς και τους οδηγούσε στην ερμηνεία των Γραφών. Δυστυχώς δεν αποκαλύπτεται ο τρόπος καθόδου του Αγίου Πνεύματος, ο τρόπος «φωτισμού», αν δηλαδή γίνονταν με χειροθεσία ή άλλη τελετή, όπως σε άλλες σέκτες.
iv) Διαπιστώθηκε ο γνωστικός χαρακτήρας της αίρεσης, βρέθηκε μια λύση για την ένταξη στο ευρύτερο αιρετικό κίνημα του ΙΑ’ αι., εκείνο που παραμένει ανεξιχνίαστο είναι το αν υπάρχει δυαρχικός χαρακτήρας στην αίρεση αυτή. Από την υπάρχουσα μαρτυρία δεν μπορεί να προκύψει κάτι τέτοιο. Ακόμη και αν οι αιρετικοί του Monforte ήταν δυαρχικοί, η σύντομη ακροαματική διαδικασία δεν μπόρεσε να το αποκαλύψει. Υπάρχει, βέβαια, η απόρριψη του γάμου στα πλαίσια μιας αγνώστου ταυτότητος ασκητικότητας που επικεντρώνεται στην εγκράτεια και την νηστεία, αλλά χωρίς κάποια θεολογική βάση δεν μπορούν να βγουν έγκυρα συμπεράσματα, μόνο από την βάση των πρακτικών τους.
Το μόνο που μπορεί να προστεθεί είναι η δυνατότητα μερίδας των πιστών να παντρεύονται, γεγονός που αναγκαστικά οδηγεί στην ύπαρξη δύο τάξεων μέσα σ’ αυτούς, εκ των οποίων οι ανύπαντροι ήταν πιο ασκητικοί. Αυτό με την σειρά του σηματοδοτεί ελιτισμό εντός της ομάδος, κάτι που επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη γερουσίας, οι οποίοι στο λατινικό κείμενο ονομάζονται “majori”, μείζονες. Το ιδίωμα αυτό συναντάται κατά κύριο λόγο στους δυαρχικούς.
v) Ο ενθουσιασμός για το μαρτύριο είναι χαρακτηριστικό πολλών αιρέσεων. Ακόμη και αν σχετίζεται με την endura των Καθαρών είναι αντιδεοντολογικό να ταυτιστεί με τις πρακτικές μιας μόνο αίρεσης. Αυτή η πρακτική, η καταδικασμένη από την Εκκλησία, είναι τόσο παλιά, όσο και η πρώτη εκκλησία, οπότε δεν μπορεί να γίνει προσπάθεια σύνδεσης με κάποια ομάδα της εποχής. Από την άλλη, η πρακτική της δολοφονίας των ετοιμοθάνατων μελών είναι ιδιότυπη και δεν συναντήθηκε σε άλλη ομάδα. Δεν προκύπτει δυνατότητα σύγκρισης.
ε. Βιβλιογραφία.
Συζητήσεις για το περιστατικό στα:
- Ilarino da Milano, Le eresie popolari, Studi Gregoriani 2, 68-74.
- C. Violante, La società Milanese nell’ età precomunale, Bari 1953, pp. 176-186.
- Jeffrey Burton Russell, Dissent and Reform, pp. 35-38.
- Malcolm Lambert, Medieval Heresy: Popular Movements from the Gregorian Reform to Reformation, pp. 21-25.
- O. Kurth, Landulf der Aeltere von Mailand: Ein Beitrag zur Kritik italiänischer Geschichtsschreiber, Halle 1885, σύντομη βιογραφία του Landulf.
- Renate Gorre, Die Ketzer im 11. Jahrhundert: Religiöse Eiferer-soziale Rebellen, Kostanz 1981.
- Brian Stock, The Implications of Literacy: written language and models of interpretation in the 11th & 12th centuries, Princeton University Press 1983, pp. 139-144.

Châlons-sur-Marne (1043-1048)
α. Ιστορικά.
Ο Wazo ήταν επίσκοπος Λιέγης μεταξύ των ετών 1042-1048. Ήταν σε υψηλή εκτίμηση ακόμη και μεταξύ των ανταγωνιστών του και πολλές φορές ο αυτοκράτορας Ερρίκος ο Γ’ ζήτησε την συμβουλή του σε θέματα της αρμοδιότητάς του. Η αλληλογραφία του με τον Ρογήρο Β’ επίσκοπο της Châlons-sur-Marne (1043-1062) είναι αποκαλυπτική για την ύπαρξη «Μανιχαίων». Ο τελευταίος ρώτησε με επιστολή τον Wazo για το πώς θα έπρεπε να τους αντιμετωπίσει. Την απάντηση του επισκόπου της Λιέγης διέσωσε ο Άνσελμος στο Gesta Episcoporum Leodiensium.
Ο Άνσελμος ήταν αναγνώστης και στην συνέχεια διάκονος στον καθεδρικό της Λιέγης. Η ιστορία του αφηγείται την διαδοχή και τα έργα των επισκόπων της Λιέγης. Ξεκινά από τα μέσα του Ζ’ αι. και συνεχίζει την ιστορία του Heriger, ηγουμένου στην Lobbes († 1007).
β. Πηγές.
Το απόσπασμα βρίσκεται στο Herigeri et Anselmi, Gesta episcoporum Leodiensium ΙΙ.62-64, ed. Rudolph Koepke, MGH SS VII, 226-28. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 89-93. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 21-24.
Η επιστολή του Wazo υπάρχει και σε άλλα έργα, όπως Aegidii Aureaevallensis, Gesta episcoporum Leodiensium, ed. I Heller, MGH SS XXV, 73. Εκδόσεις της επιστολής στο πλαίσιο των Gesta είναι οι εξής:
- ed. Joannis Chapeaville, Gesta Pontificum Leodiensium Scripserunt auctores praecipii, Leodii 1616, I 302-3.
- ed. E. Martène-U. Durand, Veterum Scriptorum et Monumentorum …Amplissima Collectio, Paris 1729, IV 898.
- ed. M. Bouquet, Rerum Gallicarum et Francicarum Scriptores, Paris 1760, XI 11.
- ed. Rudolph Koepke, MGH SS VII, 226-28.
- Migne Patrologia Latina CXLII, 751-753.
- ed. Paul Fredericq, Corpus Documentorum Inquisitionis, Ghent & Hague 1889, I 6-7.
Η έκδοση του P. Fredericq στηρίζεται σε αυτήν του R. Koepke, οπότε η έκδοση του τελευταίου είναι η πιο σύγχρονη, χωρίς όμως να έχει λάβει υπόψη του τρία χειρόγραφα.
γ. Κείμενο.
«Αφότου ο Wazo έγινε επίσκοπος, ελάμβανε πολλές επιστολές, τις οποίες δέχονταν με σεβασμό, και απαντούσε με ταπεινότητα, ο,τιδήποτε και αν τον ρωτούσαν. Διάφοροι άνθρωποι ζητούσαν την συμβουλή τού διακεκριμένου επισκόπου σε πολλά προβλήματα, και κανένας δεν αναγκάζονταν να περιμένει ούτε του αρνούνταν την σοφή απάντηση στην ερώτηση. Ένας από αυτούς ήταν ο επίσκοπος Châlons που σε μια περίπτωση συμβουλεύθηκε την αυθεντία του σχετικά με μια απειλή των ψυχών του ποιμνίου του, που περιγράφει σε αυτή την επιστολή. Είπε ότι σε μια περιοχή της επαρχίας του μερικοί χωρικοί, οι οποίοι ακολουθούσαν την διεστραμμένη διδασκαλία των Μανιχαίων, έκαναν μυστικές συναντήσεις. Δεν γνωρίζω τι εξωφρενικές αισχρότητες επαναλάμβαναν επίσημα.
Ισχυρίζονταν λαθεμένα ότι με την χειροθεσία τούς είχε δοθεί το Άγιο Πνεύμα, το οποίο υποστήριζαν (για να δυναμώνουν την πίστη στην αίρεση) ότι είχε σταλεί από τον Θεό μέσω του αιρεσιάρχη Μάνη, ωσάν ο Μάνης να ήταν ο ίδιος το Άγιο Πνεύμα˙ εξ ου έπεσαν στην βλασφημία, η οποία, σύμφωνα με την φωνή της αλήθειας, δεν μπορεί να συγχωρεθεί ούτε σ’ αυτή την ζωή ούτε στην επόμενη. Ο επίσκοπος Ρογήρος είπε ότι κάνουν όποιον ενταχθεί στην σέκτα τους, ν’ απεχθάνεται τον γάμο, ν’ αποφεύγει την κρεοφαγία, να θεωρεί βέβηλο το να σκοτώνει ζώα, τολμώντας να ταυτίσουν τα λόγια του Κυρίου στην εντολή που απαγορεύει τον φόνο.
Ισχυρίστηκε ότι αν άξεστοι και αμόρφωτοι άνθρωποι γίνουν μέλη αυτής της αίρεσης γίνονται πιο εύγλωττοι από τον πιο μορφωμένο πιστό, ώστε ακόμη και το πιο ξεκάθαρο επιχείρημα του σοφότερου να φαίνεται ότι νικιέται από την ευχέρειά τους. Πρόσθεσε ότι ανησυχούσε περισσότερο για την καθημερινή διαφθορά των άλλων από αυτούς, παρά για την δική τους καταδίκη. Ο ανήσυχος ιεράρχης, λοιπόν, ζητούσε την συμβουλή του σοφού μας επισκόπου σχετικά με το πώς θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει αυτούς τους ανθρώπους και αν θα έπρεπε το ξίφος της κοσμικής εξουσίας να στραφεί εναντίον τους, εφόσον, εάν δεν εξολοθρεύονταν έτσι όπως κακοφόρμιζαν θα μόλυναν όλους τους ανθρώπους.
Αυτή είναι η απάντηση του επισκόπου μας:
Η αίρεση των ανθρώπων για την οποία γράφεις είναι ξεκάθαρη. Συζητήθηκε από παλιά από τους Πατέρες της Εκκλησίας, και αναιρέθηκε από τα λαμπρά τους επιχειρήματα. Ακόμη και αν αφήσουμε κατά μέρος την άφρονα βλασφημία του ισχυρισμού τους για το Άγιο Πνεύμα, η αυθεντία σου θα δει σε τι παγίδες πέφτουν με την παρερμηνεία της εντολής του Κυρίου, “Ου φονεύσεις”. Αν δεν το κατανοούν ως απαγόρευση μόνο του φόνου ανθρώπου, πως νομίζουν ότι μπορούν να φάνε νομίμως από όλα; Σύμφωνα με την ερμηνεία τους τέτοια πράγματα, όπως σιτάρι, λαχανικά και κρασί είναι απαγορευμένα: με το να είναι σπόροι που φυτεύτηκαν στο έδαφος αναλαμβάνουν την φύση της ζωής, και δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις ανθρώπινες ανάγκες εκτός και αν φονευθούν με το ν’ αποκοπούν από την δύναμη της ανάπτυξης.
Χωρίς προσφυγή στην κοσμική παιδεία, μπορούμε να βρούμε να δηλώνεται από τον Ψαλμωδό, όταν λέει “Ἀπέκτεινεν ἐν χαλάζῃ τήν ἄμπελον αὐτῶν καί τούς συκαμίνους αὐτῶν ἐν τῇ πάχνῃ” (Ψαλμ. 77:47) και από τον απόστολο “ἄφρον, σύ ὅ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται ἐάν μή ἀποθάνῃ” (Α’ Κορ. 15.36), και από τον Κύριο, “ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τήν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτός μόνος μένει” (Ιωαν. 12.24). Συνεπάγεται ότι ο,τιδήποτε μπορεί να ειπωθεί ότι έχει σκοτωθεί από τυχαίες αιτίες πρέπει να ειπωθεί ότι έχει ζήσει. Δεν μπορούν να το έχουν και με τους δυο τρόπους: είτε το “ου φονεύσεις” πρέπει να εκλαμβάνεται με τον χριστιανικό τρόπο, ότι αναφέρεται μόνο στους ανθρώπους, οπότε μπορούμε να σκοτώνουμε ζώα νόμιμα, είτε, αν το αρνούνται αυτό, είμαστε ένοχοι σύμφωνα με αυτή την δοξασία της αίρεσης, αν πάρουμε ψωμί, λαχανικά και άλλα πράγματα, διότι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανθρώπινες ανάγκες παρά μόνο αν σκοτωθούν με τον τρόπο τους.
Η χριστιανική πίστη αποστρέφεται αυτή την άποψη και βρίσκει αυτούς τους αιρετικούς ένοχους της ιεροσυλίας του Αρείου. Οπωσδήποτε πρέπει να μιμούμαστε τον Σωτήρα μας, ευγενικοί και ταπεινοί στην καρδιά, που ήρθε όχι για να ερίσει ή να κραυγάσει (Ησ. 42.2, Ματθ. 12.19), αλλά για ν’ ανεχθεί προσβολές και χτυπήματα, και στο τέλος θάνατο στο σταυρό΄ πρέπει ν’ αντισταθούμε σε ανθρώπους σαν κι αυτούς, διότι όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος, ο ΆΒελ δεν θα είχε βρει χάρη αλλά εξαιτίας της κακότητας του Κάιν, και ο χυμός των σταφυλιών δεν θα γίνουν κρασί αν δεν συνθλιβούν με τα πόδια (Moralia 75). Έτσι είναι ξεκάθαρο πως ο ελεήμον και παντοδύναμος Κύριος, που δεν κρίνει αμαρτωλούς αμέσως, αλλά μακροθυμεί και περιμένει να μετανοήσουν, θέλει να μεταχειριστούμε αυτούς τους ανθρώπους. Ακούμε στο Ευαγγέλιο, όταν αναπτύσσει την παραβολή των ζιζανίων στους μαθητές του – ή μάλλον διδάσκει εμάς μέσω αυτών – “ὁ σπείρων τό καλόν σπέρμα ἐστίν ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου΄ ὁ δέ ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος΄ τό δέ καλόν σπέρμα, οὗτοί εἰσιν οἱ υἱοί τῆς βασιλείας΄ τά δέ ζιζάνια εἰσιν οἱ υἱοί τοῦ πονηροῦ΄ ὁ δέ ἐχθρός ὁ σπείρας αὐτά ἐστίν ὁ διάβολος΄ ὁ δέ θερισμός συντελεία τοῦ αἰῶνός ἐστιν΄ οἱ δέ θερισταί ἄγγελοι εἰσιν΄”.
Τί δηλώνεται από τους υπηρέτες, οι οποίοι θέλουν να ξεριζώσουν τα ζιζάνια μόλις αναφαίνονται αν όχι η τάξη των κηρύκων; Δεν θέλουν αυτοί να ξεχωρίσουν το καλό και το κακό στην Εκκλησία ωσάν να ζητούν να ξεριζώσουν τα ζιζάνια από το στάρι στο χωράφι; Αλλά ο Κύριος χαλιναγωγεί τον ζήλο τους με την διάκριση της πατρικής εξουσίας και λέει, “οὔ μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον΄ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ, καί ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς΄συλλέξατε πρῶτον τά ζιζάνια καί δήσατε αὐτά εἰς δέσμας εἰς τό κατακαῦσαι αὐτά, τόν δέ σῖτον συναγάγετε εἰς τήν ἀποθήκην μου” (Ματθ. 1329-30). Τι άλλο σημαίνουν αυτά τα λόγια, παρά το ότι ο Θεός μακρύνει την υπομονή του προς αυτούς, τους οποίους οι κήρυκές του θέλουν να καταδικάσουν επειδή υπέπεσαν σε αίρεση, διότι αυτοί που σήμερα είναι ζιζάνια, αύριο μπορεί ν’ αλλάξουν και να γίνουν σίτος;
Η θέρμη του πνευματικού ζήλου, που καίει στο στήθος σου για τις ψυχές που πλανήθηκαν από την απάτη του διαβόλου, σε παρακινεί ότι είναι καθήκον σου, ως ένας από τους υπηρέτες Του, να προσπαθήσεις να καθαρίσεις το χωράφι από τα ζιζάνια με την σκαπάνη της δικαιοσύνης, μήπως και το καλό διαφθαρεί από το κακό. Ωστόσο δεν πρέπει να ενεργούμε πρόωρα, πριν από τον κατάλληλο καιρό. Πρέπει να υπακούμε στην εντολή του Θεού. Νομίζοντας ότι ακολουθούμε την δικαιοσύνη με το να τιμωρούμε όσους σφάλλουν, μπορεί να κρύβουμε ασέβεια ως είδος αυστηρότητας και να βιαζόμαστε να κρίνουμε πριν από Αυτόν που δεν θέλει τον θάνατο των αμαρτωλών, ούτε χαίρεται με την καταδίκη των υπόδικων, επειδή γνωρίζει πώς να τους οδηγεί σε μετάνοια με την υπομονή και την μακροθυμία. Ακούσαμε τους λόγους του δημιουργού: ας σταματήσει η κρίση στην αρένα. Δεν θα πρέπει να προσπαθούμε να τους αφαιρούμε την ζωή με την δύναμη του ξίφους, όταν γνωρίζουμε ότι ο Θεός, ο Δημιουργός και λυτρωτής, επιθυμεί να τους λυπηθούμε, ώστε ίσως μπορέσουν και γλιτώσουν από τις παγίδες του διαβόλου, στις οποίες έχουν πέσει, και επιστρέψουν στο θέλημά Του.
Έτσι, είναι πρέπον να τα αφήνουμε αυτά για τον τελικό θερισμό του νοικοκύρη του ίδιου, και ό,τι διατάζει τους θεριστές να κάνουν μ’ αυτούς, όπως πρέπει να κοιτάμε μπροστά με φόβο και τρόμο για την δική μας σωτηρία. Μερικοί από αυτούς που μοιάζουν να είναι ζιζάνια στο χωράφι αυτού του κόσμου, μπορεί ν’ αλλάξουν σε σίτο την ώρα του θερισμού, και είναι πιθανό ο Θεός να καταστήσει αυτούς που τώρα τους νομίζουμε ακολούθους στο μονοπάτι του, ανώτερους από εμάς στην ουράνια πατρίδα. Διαβάζουμε πως ο Παύλος ήταν ο πιο άγριος από αυτού που λιθοβόλησαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, και πώς, γι’ αυτόν που πριν ήταν διώκτης, ο μάρτυρας απόστολος ευδόκησε να του δώσει την πρώτη θέση.
Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι εμείς που αποκαλούμαστε επίσκοποι, δεν λαμβάνουμε το ξίφος της κοσμικής εξουσίας στην χειροτονία, και είμαστε κεχρισμένοι για να φέρνουμε ζωή, όχι θάνατο. Φυσικά και πρέπει να αναλάβεις δράση κατά των αιρετικών˙ πρέπει να τους αποκόψεις, όπως καλά γνωρίζεις, από την καθολική κοινωνία, και να διακηρύξεις δημοσίως σε όλους, την συμβουλή του προφήτη, διό ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, καί ἀκαθάρτου μή ἄπτεσθαι (Β’ Κορ. 6.17), διότι Ὁ ἀπόμενος πίσσης μολυνθήσεται (Σειράχ 13:1).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος του Θεού αγωνίζεται ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα του αγίου Μαρτίνου της Τουρ, και να συγκρατήσει την συνηθισμένη βιαστική φρενίτιδα των Φράγκων να ξεσηκώνουν κάθε είδους σκληρότητα, διότι είχε ακούσει πως οι αιρετικοί αναγνωρίζονται μόνο από την χλωμάδα του προσώπου τους, λες και όποιος ήταν χλωμός ήταν αναμφίβολα αιρετικός, και πως πολλοί πιστοί είχαν σκοτωθεί εξαιτίας αυτού τους λάθους που οφείλονταν σε υστερία.»
(σσ. στο σημείο αυτό τελειώνει η επιστολή του Wazo και συνεχίζει η αφήγηση του Άνσελμου).
«Με αυτό δεδομένο, όταν τέτοια ξεκάθαρα επιχειρήματα και βιβλικές αναφορές δεν μπορούν ν’ αντικρουστούν με λογικό και δίκαιο τρόπο, ο καθένας μπορεί να δει με πόση επίπληξη συμπεριφέρθηκαν στο Goslar, όταν μερικά μέλη αυτής της αίρεσης συνελήφθηκαν. Σωστά αφορίσθηκαν, μετά από πολύ συζήτηση για τις πεποιθήσεις τους, για την παράλογη επιμονή τους στην αίρεση, αλλά καταδικάσθηκαν να κρεμαστούν. Προσπάθησα επιμελώς να βρω τι συζητήθηκε και δεν μπόρεσα να βρω κάποιο δίκιο στην καταδικαστική απόφαση, εκτός του ότι αρνήθηκαν να υπακούσουν στην εντολή του επισκόπου, να σκοτώσουν μια κότα. Δεν μπορώ να μην τονίσω, ότι αν ο Wazo ήταν εκεί δεν θα είχε καταλήξει σε αυτήν την καταδίκη˙ θα είχε ακολουθήσει το παράδειγμα του αγίου Μαρτίνου, που μεσολάβησε για του Πρισκιλλιανούς, οι οποίοι καταδικάστηκαν με διάταγμα του αυτοκράτορα Μαξίμου, μετά που είχαν εκπροσωπηθεί με άσχημο τρόπο από ένα συμβούλιο δουλοπρεπών ιερέων, προτιμώντας με θάρρος (ο Μαρτίνος) να τιμωρηθεί ο ίδιος, παρά να σωπάσει για το ότι οι αιρετικοί έπρεπε να σωθούν. Δεν το λέω αυτό επειδή θέλω να καλύψω τα σφάλματα των αιρετικών, αλλά επειδή πρέπει να φανεί ότι μια τέτοια απόφαση πουθενά δεν εγκρίνεται από τον θείο νόμο.»
δ. Παρατηρήσεις.
Η μαρτυρία της αφήγησης είναι πολύ ξεκάθαρη, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν ιδιαίτερες συζητήσεις για το περιστατικό, τουλάχιστον σε επίπεδο διαφωνίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Wazo γνώριζε πολύ καλά και τα δύο θέματα που διαπραγματεύεται, της ποιμαντικής αντιμετώπισης των αιρετικών και της θανατικής τους τιμωρίας.
i) Οι αιρετικοί χαρακτηρίζονται ως Μανιχαίοι, δηλ. ως δυαρχικοί. Αν ήταν πραγματικά Μανιχαίοι ή κάποιο μεταγενέστερο παρακλάδι δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει λόγω της χρονικής απόστασης μεταξύ τους. Πάντως, η συγγένεια με τους Μανιχαίους φαίνεται από την πεποίθησή τους ότι ο Μάνης ήταν το Άγιο Πνεύμα. Εδώ μπορεί να παρατεθεί η αντίστοιχη αναφορά του αγίου Αυγουστίνου:
«Λένε ότι η υπόσχεση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού που αφορά τον Παράκλητο, το Άγιο Πνεύμα, πραγματοποιήθηκε στον αιρεσιάρχη Μάνη. Γι’ αυτό τον λόγο στα γραπτά του αυτοαποκαλείται απόστολος Ιησού Χριστού, στο ότι ο Χριστός υποσχέθηκε να τον πέμψει και έστειλε τον Άγιο Πνεύμα σ’ αυτόν[31].»
ii) Οι αιρετικοί ονομάζονται επίσης Αρειανοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι πίστευαν στα δόγματα του Αρείου, εφόσον κάτι τέτοιο θα έρχονταν σε αντίθεση με την ονομασία «Μανιχαίοι», που τους δόθηκε παραπάνω. Ο Αρείος εδώ χρησιμοποιείται σαν αρχέτυπο, ως ο πρώτος αιρετικός, χωρίς αυτό βέβαια να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά μάλλον στην άποψη των θεολόγων του Μεσαίωνα. Ενδέχεται, όμως, η δυαρχική θεολογία των Μανιχαίων του Μεσαίωνα, να έδινε την εντύπωση στη Δύση ότι αρνείται την θεότητα του δευτέρου προσώπου της Αγίας τριάδος μέσα από την απόρριψη της θεότητας του Ιησού Χριστού.
Έχοντας υπόψη την διάκριση μεταξύ απολύτου και μετριοπαθούς δυαρχίας, την οποία συναντήσαμε στην εξέταση των Βογομίλων, ενδέχεται ως Μανιχαϊσμός να κατονομάζεται η απόλυτη δυαρχία, ενώ ως Αρειανισμός η μετριοπαθής. Αυτό θα επιβεβαίωνε την θέση που προβάλλαμε εκεί, ότι η μετριοπαθής δυαρχία και τα γραπτά που την παρουσιάζουν πρέπει να αναχρονολογηθούν σε πρώιμη περίοδο.
iii) Όπως προκύπτει από την αναιρετική επιχειρηματολογία του Wazo, οι Μανιχαίοι είχαν εγκαταλείψει την αρχική πεποίθησή τους, κατά την οποία δεν έπρεπε να καταστρέφουν ούτε τα φυτά[32]. Έχουμε μια εξέλιξη, δηλαδή στις πεποιθήσεις τους, κατά τα πρότυπα των ανατολικών (Μεσσαλιανών, Παυλικιανών, Βογομίλων). Αυτό δείχνει ότι η γελοία θεωρία τους περί εξαγνισμού των τροφών που δικαιολογούσε την κατανάλωσή τους, είχε εγκαταλειφθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρόκειται για Μανιχαίους[33], όπως ισχυρίζεται μια άποψη. Σημαίνει ότι πρόκειται για μεσαιωνικούς Μανιχαίους. Αυτή η μεταβολή θα μπορούσε να έχει προκύψει εξ επιδράσεως των ανατολικών, στοιχείο που ενισχύει την άποψη για την βογομιλική προέλευση του Μανιχαϊσμού στην Δύση.
iv) Συζήτηση γίνεται για τον λόγο που συμβουλεύθηκε ο Ρογήρος τον Wazo. Οι δύο επισκοπές βρισκόταν σε διαφορετικές χώρες, με αρκετή απόσταση η μία από την άλλη, τα δύο πρόσωπα ήταν επίσκοποι διαφορετικής Αρχιεπισκοπής κτλ. Κατά τον εκδότη του κειμένου P. Fredericq, αυτοί οι λόγοι θα έπρεπε ν’ αποτρέψουν τον Ρογήρο ν’ απευθυνθεί στον Wazo, εκτός και αν ο τελευταίος είχε λογαριαστεί και παλιότερα με αυτό το είδος αιρετικών. Αυτή είναι μία αξιοπρόσεκτη υπόθεση, παρόλα αυτά υπόθεση. Μαρτυρείται πράγματι η ύπαρξη Μανιχαίων στην Λιέγη, δύο χρόνια μετά την συγγραφή της επιστολής. Δυστυχώς η απόδειξη δεν προεξοφλεί την παρουσία τους πριν την σύνταξή της επιστολής, αλλά δυο χρόνια νωρίτερα ή αργότερα δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία.
Ο Wazo ήταν λόγιος ιεράρχης, όπως φαίνεται και μέσα από την επιστολή, αφοσιωμένος στην ποίμανση των Χριστιανών της επισκοπής του, και η φήμη του είχε ξεπεράσει τα όρια της επαρχίας του. Ο αυτοκράτορας Ερρίκος ο Γ’ (1028-1056, αυτοκράτορας από το 1046), είχε ζητήσει την συμβουλή του σε δυο περιπτώσεις. Η πρώτη αφορούσε τον Wigger, επίσκοπο Κολονίας, τον οποίο ο Ερρίκος διόρισε αρχιεπίσκοπο Ραβέννας, αλλά ο πάπας δεν τον αναγνώρισε. Η δεύτερη αφορούσε την υποψηφιότητα για την Αγία Έδρα, την οποία διεκδικούσαν τρεις υποψήφιοι. Ο Ερρίκος συγκάλεσε σύνοδο στο Σουτρί το 1046 και αποφασίστηκε να μείνει η θέση κενή προς ώρας. Άρα, μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι ο Ρογήρος συμβουλεύθηκε τον Wazo γιατί ήταν πεπεισμένος για την ορθότητα των συμβουλών του, άσχετα αν κανένας άλλος επίσκοπος δεν ακολούθησε το παράδειγμά του. Δεν ήταν αναγκαστικό.
v) Αξίζει να προσεχθεί ότι η στάση του Wazo απέναντι στην θανατική καταδίκη των αιρετικών ήταν ίδια με την στάση που ακολουθούσε η Ανατολή. Στηρίζει, μάλιστα την άποψή του στο ίδιο ευαγγελικό χωρίο, όπως και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης. Αποδίδει την εφαρμογή της θανατικής καταδίκης στην θρησκευτική φρενίτιδα των Φράγκων, όχι σε εκκλησιαστική στάση. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό να αντέγραψε τους Φράγκους ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός, όταν καταδίκασε τον Βασίλειο σε θάνατο. Την νοοτροπία θα μπορούσε να την είχε αποκτήσει από επίδραση των Φράγκων της Α’ Σταυροφορίας.
vi) Ο διάδοχος του Wazo, επίσκοπος Thèoduin (1048-1075), κλήθηκε ν’ αντιμετωπίσει τους Μανιχαίους και στην επισκοπή της Λιέγης. Σε επιστολή του[34] προς τον βασιλιά των Φράγκων Ερρίκο Α’ (1031-1060), χρονολογημένη το 1050, τον συμβουλεύει να λάβει μέτρα κατά των αιρετικών. Κατονομάζει τον Μπρούνο της Angers και τον Βερεγγάριο της Τουρώνης, αλλά η ευχαριστιακή έριδα του Βερεγγάριου δεν είχε καμιά σχέση με Μανιχαϊσμό. Ωστόσο, υπήρχαν Μανιχαίοι στην Λιέγη, άσχετα αν ο Thèoduin τους συσχετίζει με τον Βερεγγάριο. Ο λόγος για το λάθος του επισκόπου είναι εμφανής. Ο Βερεγγάριος δεν πίστευε ότι τα Τίμια Δώρα καθαγιάζονται σε πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά απλώς ομοιάζουν. Έχουμε δηλαδή μια επιρροή του δοκητισμού στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Οι αιρετικοί της Λιέγης ήταν ακριβώς ίδιοι με αυτούς που περιέγραψε ο Ρογήρος στον Wazo. Η αίρεση έφθασε σ’ αυτή την πόλη από δύο χωρικούς του Montwimers. Αρνούνταν την ιεροσύνη και την εγκυρότητα των μυστηρίων της Εκκλησίας, έλεγαν ότι οι επίσκοποι δεν είχαν την δυνατότητα να μεταδίδουν την Θεία Χάρη με τις χειροτονίες, η Θεία Ευχαριστία δεν ωφελούσε, ο νηπιοβαπτισμός επίσης, και η Εκκλησία ήταν ένα συνηθισμένο εντευκτήριο και όχι ιερό καθίδρυμα. Χωρίζονταν σε δύο τάξεις, τους “auditores” και τους “credentes”, όπως οι Μανιχαίοι και αργότερα οι Καθαροί. Η Χριστολογία τους ήταν καθαρά δονατιστική.
vii) Ως συμπλήρωμα στα ιστορικά στοιχεία μπορεί να ειπωθεί το εξής. Η Λιέγη υπαγόταν διοικητικά στη Αρχιεπισκοπή της Rheims. Ένα χρόνο μετά, το 1049 μ.Χ., συγκλήθηκε σύνοδος στην Rheims, από τον πάπα Λέοντα Θ’, γνωστό στην Ανατολή από το Σχίσμα. Δεν είναι σίγουρο αν συμμετείχε ο ίδιος στην σύνοδο ή έστειλε λεγάτους, πάντως είναι γνωστό ότι εκείνο το χρονικό διάστημα περιόδευε στην Φραγκία. Στην σύνοδο ήταν παρόντες μεταξύ άλλων και οι Αδαλβέρτος της Metz, Θεοδώριχος της Verdun και φυσικά ο αρχιεπίσκοπος Guy της Rheims.
Η σύνοδος συγκλήθηκε για να ελέγξει τις πολλές παρανομίες (de multis illicitis) της εκκλησίας της Φραγκίας, καθώς και τις άλλες αιρέσεις που μόλυναν εκείνα τα μέρη (quibusdam haeresibus, quae in eisdem pollulaverant partibus[35]). Στις αποφάσεις της αναγράφεται και ο αφορισμός των νέων αιρετικών (novi haeretici), οι οποίοι δρουν στην Γαλατία[36]. Δεν δίνονται πληροφορίες από τα πρακτικά της συνόδου για τους αιρετικούς, αλλά η πιο πιθανή εκδοχή είναι να επρόκειτο για τους ίδιους που δρούσαν και στην Λιέγη.
viii) Από τον Άνσελμο αναφέρεται και η περίπτωση των αιρετικών του Goslar. Τα Χριστούγεννα του 1051 μ.Χ. ο γηραιός πλέον Ερρίκος ο Γ’, έφθασε στην πόλη αυτή της Κάτω Σαξονίας, η οποία είχε ιδρυθεί τον περασμένο αιώνα από τον πρόγονό του Ερρίκο τον Α’, εξαιτίας των μεταλλείων αργύρου που υπήρχαν στην περιοχή. Στο Goslar βρίσκονταν τα θερινά ανάκτορα των Γερμανών αυτοκρατόρων και έμελλε να γίνει η τελευταία του κατοικία. Συνοδεύονταν από πλήθος ιεραρχών, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Λιουτπόλδος του Mainz (1051-1059) και ο Azelin του Hildesheim (1044-1054). Σκοπός του εκτός εποχής ταξιδιού (ο Ερρίκος προτιμούσε το Goslar το καλοκαίρι) ήταν να παραβρεθούν στην δίκη κάποιων αιρετικών που είχαν ανακαλυφθεί στην πόλη.
Τους αιρετικούς παρουσίασε ο δούκας Γοδεφρείδος Β’. Η μόνη πηγή που συνδέει τον Γοδεφρείδο με τους αιρετικούς είναι ο Lampertus Hersfeld στα Annales του. Η ακριβής καταγραφή είναι η εξής:
“Ibi [Glossariae] quoque Gotefridum ducem heretici deprehensi sunt et suspensi[37]”, δηλ. «Εδώ [στο Goslar] αιρετικοί ανακαλύφθηκαν από τον Γοδεφρείδο και κρεμάστηκαν».
Συζήτηση γίνεται για το τι ακριβώς σημαίνει το πού ανακάλυψε ο Γοδεφρείδος τους αιρετικούς. Οι δύο προτάσεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Η πρώτη θεωρεί ότι οι αιρετικοί ήταν αυτόχθονες της περιοχής και Γοδεφρείδος τους συνέλαβε και τους έφερε ενώπιον του δικαστηρίου. Η δεύτερη εκδοχή θεωρεί ότι ο Γοδεφρείδος ανακάλυψε και συνέλαβε τους αιρετικούς στο φέουδό του στην Άνω Λωρραίνη και τους μετέφερε στο Goslar για να δικαστούν από τον βασιλιά. Άρα η συζήτηση ουσιαστικά αφορά την προέλευση και την εξάπλωση της αίρεσης. Από όσους έχουν ασχοληθεί με το θέμα οι Arno Borst[38], Ilarino da Milano[39] και Raffaelo Morghen[40] πιστεύουν ότι πρόκειται για τους ίδιους αιρετικούς, οι οποίοι δρούσαν στην Φραγκία. Αυτή ήταν και η άποψη των παλαιότερων ιστορικών. Νεότεροι συνάδελφοί τους, όπως ο Jeffrey Russell και ο H. Fictenau (δες βιβλιογραφία στο τέλος της ενότητας) έδειξαν ότι τελικά οι αιρετικοί δεν μεταφέρθηκαν από αλλού, ειδικά από την Άνω Λωρραίνη. Το καταλυτικό τους επιχείρημα στηρίζονταν στο γεγονός της έκπτωσης του Γοδεφρείδου Β’ από την θέση του στην αριστοκρατία, εξαιτίας της συμμετοχής του σε μια αποτυχημένη εξέγερση εναντίον του Ερρίκου Γ’ το 1047 μ.Χ. Έκτοτε παρέμενε εξόριστος από το φέουδό του, συνεπώς δεν μπορεί να είχε ανακαλύψει και μεταφέρει τους αιρετικούς στο Goslar. Επρόκειτο για τοπική εστία.
Το επόμενο ερώτημα αφορά το πώς έφθασε η αίρεση στο Goslar. Αυτό, βέβαια, αφορά το γενικότερο θέμα της μετάδοσης, για το οποίο δεν έχουμε μιλήσει, αλλά είναι ευκαιρία να δώσουμε κάποια στοιχεία σε σχέση με το περιστατικό. Το 1050 έγιναν τα θυρανοίξια του καθεδρικού ναού της πόλης. Για το κτίσιμο του πολλοί εργάτες είχαν μετακινηθεί από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι οι τέκτονες (masons), οι κάτοχοι της τέχνης της ανέγερσης των μεγάλων οικοδομημάτων, είχαν φέρει την αίρεση από την Φραγκία, γι’ αυτό και η δογματική συγγένεια των αιρετικών του Goslar, με τους αντίστοιχους που είχαν ανακαλυφθεί σε άλλες περιοχές, ξεγέλασε κάποιους ιστορικούς να πιστεύουν ότι ο Γοδεφρείδος τους είχε μεταφέρει από αλλού. Οι τέκτονες, λοιπόν, ζούσαν την ζωή του πλανόδιου. Διέσχιζαν την δυτική Ευρώπη, αναζητώντας δουλεία σε εργοτάξια μεγάλων οικοδομημάτων, όπως οι καθεδρικοί ναοί, οι βασιλικές κατοικίες, τα επισκοπικά κτίρια, τα φεουδαρχικά κάστρα, τα αριστοκρατικά οικήματα. Ήταν περιζήτητοι ως κάτοχοι μιας αναγκαίας τέχνης και όταν προσλαμβάνονταν στην ανέγερση κάποιου τέτοιου κτιρίου ημι-εγκαθίσταντο, εφόσον μέχρι την περάτωσή του μπορεί να χρειαζόταν δεκαετίες.
Η ταξιδιωτική τους εμπειρία τους έφερνε σ επαφή και συναλλαγή με πολλούς ανθρώπους, από τους οποίους μπορούσαν να γνωρίσουν τις αιρετικές ιδέες. Ταυτόχρονα η θέση τους ως επιστάτες των μεγάλων έργων, τους επέτρεπαν να τις μεταδώσουν στο εργατικό δυναμικό τους, το οποίο τους είχε ανάγκη. Έτσι, μαζί με την τέχνη τους, την οποία μετέδιδαν συντεχνιακά σε μικρό κύκλο μαθητών, κυρίως στους απογόνους τους, πολλοί τέκτονες μετέδιδαν και την αίρεση στα φτωχά και πολλές φορές εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα, κατηγορώντας την Εκκλησία, ως αιτία της εξαθλίωσής τους και προβάλλοντας την ανέχεια ως αποστολικό τρόπο ζωής. Οι τέκτονες ήταν φορείς της μανιχαϊκής αίρεσης, και την είχαν μεταφέρει στο Goslar.
Εκτός από τους τέκτονες, φορείς μετάδοσης της αίρεσης θεωρούνται και οι έμποροι, λόγω της επαγγελματικής ταξιδιωτικής δραστηριότητας. Οι έμποροι εκείνης της εποχής ήταν πραματευτάδες, και περιδιάβαιναν τους μεσαιωνικούς δρόμους για να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Μετέφεραν εκτός των εμπορευμάτων τους, ειδήσεις και άλλου είδους πληροφορίες. Φαίνεται ότι μετέφεραν και τις αιρετικές ιδέες, αν και κάποιος θα μπορούσε ν’ αντιλέξει, ότι οι έμποροι δεν έμεναν σε έναν τόπο χρόνο αρκετό για να κάνουν προσηλυτισμό, σε αντίθεση με τους τέκτονες. Έμεναν σε μια εμποροπανήγυρη όσες μέρες αυτή διαρκούσε και μετά πιέζονταν να μεταβούν στην επόμενη για να πουλήσουν.
Τρίτη επαγγελματική τάξη, η οποία συνέβαλε με τον τρόπο της στην διάδοση των αιρέσεων ήταν οι τροβαδούροι. Αυτοί μέσω των τραγουδιών τους είχαν την δυνατότητα να προβάλλουν τις αιρετικές ιδέες με τρόπο συγκεκαλυμμένο και ωραιοποιημένο, σε ένα κοινό κατάλληλα προετοιμασμένο από το πιοτό και την ερωτική λαχτάρα. Η διαδικασία δεν άλλαξε και πολύ από τότε μέχρι τώρα, μόνο τα μέσα. Δεν είναι λοιπόν, ν’ απορεί κανείς από την πυκνότητα της αντιεκκλησιαστικής και αντικληρικαλιστικής θεματολογίας της λυρικής ποίησης της εποχής. Το μόνο που θα πρέπει να διευκρινιστεί είναι η ακριβής έννοια της «Αυλής του Έρωτα», και όχι του «αυλικού έρωτα», όπως εκλαμβάνεται συνήθως, θέμα που συναντάται συχνά στα τραγούδια των Τροβαδούρων.
Οι αιρετικοί του Goslar καταδικάστηκαν, ως Μανιχαίοι και κρεμάστηκαν. Μανιχαίους τους ονομάζει ο Γερμανός του Reichenau[41]. Η αποδομητική σχολή, όπως ήταν αναμενόμενο, διαφωνεί επί τη βάση ότι η μόνη διαθέσιμη πληροφορία είναι ότι αρνήθηκαν να σκοτώσουν μια κότα. Η σύνοδος έφερε ενώπιον των αιρετικών μια κότα και ζήτησε να την πνίξουν. Αφού κανείς δεν εκτέλεσε την διαταγή κρίθηκαν όλοι αιρετικοί κι εκτελέστηκαν. Πράγματι, αν η περίπτωση ειδωθεί αποκομμένη από τον υπόλοιπο ιστορικό περίγυρο, δεν υπάρχει κάτι παραπάνω για την ταυτοποίηση της υπό εξέταση περίπτωσης. Αν όμως το περιστατικό εξεταστεί ως γεγονός μίας εξέλιξης σε δυτικοευρωπαϊκή κλίμακα, τότε αθροιστικά, προκύπτουν όλα εκείνα τα στοιχεία που καταδεικνύουν Μανιχαϊσμό, ή νέο-μανιχαϊσμό, ή Καθαρισμό ή δυαρχία, ανάλογα το πόσο θέλουν οι αποδομητές να παίζουν με τις λέξεις.
Εκτός αυτού, αν κάποιος θέλει ν’ απομονώσει την περίπτωση από τα όσα συνέβαιναν την εποχή εκείνη, θα πρέπει να μπορεί να παρουσιάσει μια πρόταση για το ποιοι ήταν τέλος πάντων αυτοί, αν δεν ήταν Μανιχαίοι. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται από τους αποδομητές, οι οποίοι με γενικολογίες μιλάν για μεταρρυθμιστές, για intellectual, για ενθουσιαστές, μια θολούρα δηλαδή που κάνει τον αναγνώστη ν’ αναρωτιέται τι σκοπιμότητα έχει. Αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με την ιστορία, αλλά και με την ανάγνωσή της, οφείλουμε να πούμε ότι, όπως και αν ονομάσουμε τους αιρετικούς που συναντάμε στα διάφορα περιστατικά του ΙΑ’ αι. αυτοί είχαν τις ίδιες ιδέες με τους Μανιχαίους.
Για την ιστορία, φαίνεται ότι μετά το Goslar, το κλίμα στην αυλή άρχισε ν’ αλλάζει υπέρ του Γοδεφρείδου. Κατάφερε ν’ αποκατασταθεί την αριστοκρατική τάξη το 1054, όταν παντρεύτηκε την χήρα του Βονιφάτιου της Κανόσσα, Margrave της Τοσκάνης.
Πηγές για το περιστατικό στο Goslar:
- Lampert Hersfeld, Annales anno 1053, MGH SS 5, 155.
- Herimanni Augiensis, Chronicοn anno 1052, MGH SS 5, 130.
- Anselm, Gesta…, MGH SS VII, 228.
- Bernoldi, Chronicon , MGH SS 5, 426.
- Annales Mellicenses, Auctarium Zwetlense, MGH SS 9, 539.
- Annalista Saxo, MGH SS 6, 689.
- Manegold Lauterbacensis, Liber ad Gebehardum, MGH Libelli de lite 1, 378.
ε. Βιβλιογραφία.
- Ilarino da Milano, Le eresie popolari, Studi Gregoriani 2, 74-76.
- Jeffrey Burton Russell, Dissent and Reform, pp. 38-42.
- Heinrich Fichtenau, Heretics and Scholars in the High Middle Ages, 1000-1200, (trans. Denise A. Kaiser, τίτλος πρωτοτύπου Häresie und Vernunftglaube im Hochmittelalter, München 1992), The Pennsylvania State University 1998, pp. 25-29.
- Brian Stock, The Implications of Literacy: written language and models of interpretation in the 11th & 12th centuries, Princeton University Press 1983, pp. 145-150.
- Rudolf Huysman, Wazo van Luik in den ideënstrijd zijner dagen, Nijmegen 1932, προσωπογραφία του Wazo.

Cambrai 1077μ.Χ.
Η περίπτωση του Ραμίρδου της Καμπραί είναι ένα έξοχο παράδειγμα της τραγικής κατάστασης που δημιουργήθηκε στην Δύση με τις «μεταρρυθμίσεις» του Γρηγορίου Ζ’. Είναι επίσης ενδεικτικό του πώς γίνεται ένας αιρετικός πάπας, όπως ο Γρηγόριος Ζ’, να δίνει πιστοποιητικό ορθοφροσύνης σε έναν άλλο αιρετικό, όπως ο Ραμίρδος, αρκεί να συμπίπτουν τα συμφέροντα. Είναι αποτέλεσμα της παπικής πολιτικής, η οποία όρισε ως θεολογικό κριτήριο την συμφωνία με την Ρώμη.
α. Ιστορικά.
Ο επίσκοπος Γεράρδος Β’ της Καμπραί αντικατέστησε τον εκλιπόντα προκάτοχό του το 1076. Έλαβε την Περιβολή από τον αυτοκράτορα Ερρίκο Δ’ αντίθετα με την πολιτική του Γρηγορίου Ζ, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην εγκρίνει τον διορισμό του. Το ζήτημα λύθηκε τον επόμενο χρόνο, όταν ο Γεράρδος Β’ έστειλε επιστολή στον πάπα, στην οποία επικαλούνταν άγνοια της παπικής απόφασης για την Περιβολή[42].
Την ίδια χρονιά συνέβη στην πόλη αυτή μια εξέγερση, ενάντια στην εξουσία του επισκόπου, στην οποία πρωτοστατούσαν οι υφαντές. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ραμίρδος. Οι πηγές δεν συνδέουν το περιστατικό με την κοινωνική αναταραχή άμεσα, αλλά και μόνο η αναφορά της επαγγελματικής ιδιότητάς του δείχνει υπαινιγμό. Η συσχέτιση του επεισοδίου με την «γρηγοριανή μεταρρύθμιση» έγινε από τον ίδιο τον πάπα και όχι από τους συμμετέχοντες.
Μετά την καταδίκη του Ραμίρδου ο Γρηγόριος Ζ’ έστειλε επιστολή στον Γοδεφρείδο, επίσκοπο Παρισιού, για να διενεργήσει έρευνα για τα όσα είχαν συμβεί στην Καμπραί. Δεν διέφευγε της προσοχής του το γεγονός ότι η πόλη αυτή ήταν αντίθετη με την πολιτική του, όπως προκύπτει από επιστολή του κλήρου της Καμπραί προς τον κλήρο της Rheims. Στην επιστολή αυτή οι κληρικοί της Καμπραί πρότειναν στους συναδέλφους τους τον σχηματισμό κοινού μετώπου για την υπεράσπιση των μακροχρόνιων εθίμων της Εκκλησίας, που καταπατούνταν από τις καινοτομίες του Γρηγορίου Ζ’. Κύριος στόχος της επιστολής του Γρηγορίου Ζ’ ήταν ο αρχιεπίσκοπος Μανασσής του Παρισιού, αντίθετος και αυτός της παπικής πολιτικής. Η έρευνα αρχικά κατευθύνονταν προς αυτόν και ευκαιρίας δοθείσης θα ασχολούνταν και με τα γεγονότα της Καμπραί. Δυστυχώς οι πηγές αποσιωπούν τα αποτελέσματά της.
β. Πηγές.
Το επεισόδιο αναφέρεται σε ένα ανώνυμο χρονικό, γραμμένο κατά πάσα πιθανότητα το 1133 μ.Χ. Το τρίτο βιβλίο του Χρονικού είναι αφιερωμένο στον βίο του επισκόπου Γεράρδου Β’. Το λατινικό κείμενο στο Chronicon S. Andreae Casti-Cameracesii III.3, ed. L. C. Bethmann, εν Monumenta Germaniae Historica, Scriptores VII, 540. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 95-6. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 24-5.
Η επιστολή του πάπα Γρηγορίου Ζ΄ προς τον Γοδεφρείδο επίσκοπο Παρισιού στο Erich Caspar, Das Register Gregors VII, εν Monumenta Germaniae Historica, Epistolae II, 1, 328-9. Αγγλική μετάφραση Ephraim Emerton, The correspondence of Pope Gregory VII: Selected letters from the Registrum. New York: Columbia University Press. 1932, pp. 116-8. Το τμήμα της επιστολής που αφορά τον Ραμίρδο επίσης μεταφρασμένο στα αγγλικά στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 26.
Η επιστολή του κλήρου της Cambrai προς τον κλήρο της Rheims έχει εκδοθεί στο Martin Bouquet, Rerum Gallicarum et Francicarum Scriptores, Paris 1806, XIV 779-80.
γ. Κείμενα.
Chronicon S. Andreae Casti-Cameracesii III.3:
«Συνέβη μετά απ’ αυτό να σταματήσει ο επίσκοπος στο χωριό Lambres, το οποίο ήταν υπό την δικαιοδοσία του, και παρέμεινε εκεί για λίγο διάστημα. Του αναφέρθηκε από κάποιους πληροφοριοδότες, ότι κάποιος άνδρας με το όνομα Ραμίρδος, ο οποίος ζούσε στο κοντινό χωριό Schere, δίδασκε δόγματα αντίθετα με την πίστη και με την διδασκαλία του είχε συγκεντρώσει ήδη γύρω του αρκετούς μαθητές και μια ομάδα αρκετών ανθρώπων και των δύο φύλων που συμφωνούσαν μαζί του. Ο άνθρωπος κλήθηκε άμεσα για εξέταση των όσων αφορούσαν την ζωή και την διδασκαλία του. Ο επίσκοπος άκουσε την απάντησή του στις κατηγορίες, και μετά διέταξε να μεταφερθεί στο δικαστήριο της Cambrai, όπου θα μπορούσε να γίνει επιμελέστερη εξέταση του θέματος.
Και έτσι, την καθορισμένη μέρα, ο άνδρας οδηγήθηκε ενώπιον των ηγουμένων και του μορφωμένου κλήρου που είχαν κληθεί και ερωτήθηκε σχετικά με την καθολική πίστη, αλλά σε όλα παραδέχθηκε τα διδάγματα της αληθινής πίστης. Όταν, όμως, καθοδηγήθηκε από τον επίσκοπο να συμμετάσχει στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας για να το επιβεβαιώσει, αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι δεν θα το δέχονταν από κανέναν ηγούμενο ή ιερέα, ούτε από τον επίσκοπο τον ίδιο, επειδή όλοι τους ήταν βαθειά μπλεγμένοι στο έγκλημα της σιμωνίας και άλλες πρακτικές απληστίας. Όλοι εξοργίστηκαν από αυτά τα λόγια και διακήρυξαν ότι πρέπει να θεωρείται αιρεσιάρχης˙ κι εκεί έληξε το θέμα.
Ωστόσο, μερικοί από τους ακολούθους του επισκόπου και κάποια άλλα πρόσωπα τράβηξαν τον άνθρωπο και τον πέταξαν σε έναν αχυρώνα. Βάζοντας έναν πυρσό στον αχυρώνα, τον έκαψαν, χωρίς να προβάλει αντίσταση, ατρόμητο και – όπως λέγεται – γονυπετή σε στάση προσευχής. Τέτοιο ήταν το τέλος του ανθρώπου που είχε κάνει και είχε διδάξει πολλά πράγματα. Αλλά πολλοί από τους πιστούς του συνέλεξαν μερικά από τα οστά και τις στάχτες του, για τον εαυτό τους. Σε μερικές πόλεις, αρκετά μέλη αυτής της ομάδας υπάρχουν ακόμη, και ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και πολλοί από αυτούς που ασκούν την τέχνη της ύφανσης.»
Gregorius episcopus servus servorum Dei, ad Iosfredo Parisiacensi episcopo:
«Ακούσαμε επίσης ότι οι κάτοικοι της Cambrai έκαψαν κάποιον επειδή τόλμησε να πει ότι οι σιμωνιακοί και άσεμνοι ιερείς δεν πρέπει να επιτελούν την Θεία Λειτουργία, και ότι οι ακολουθίες τους πρέπει ν’ αποφεύγονται. Μας φαίνεται τρομερό, και αν είναι αλήθεια πρέπει να λάβει εκδίκηση με όλη τη δύναμη της αυστηρότητας των κανόνων, και σε διατάζουμε ως αδελφό μας να ερευνήσεις προσεκτικά την αλήθεια του θέματος. Αν βρεις ότι το έχουν διαπράξει ασεβώς θα πρέπει να τους αποκόψεις από την είσοδο στην εκκλησία και την κοινωνία, χωρίς να διακρίνεις μεταξύ των υπαιτίων του εγκλήματος και αυτών που το διέπραξαν. Φρόντισε να μας ενημερώσεις με επιστολή όσο το δυνατόν συντομότερα, για το τι κατάφερες να ανακαλύψεις σχετικά με την αλήθεια του θέματος.
Ακόμη περισσότερο, σού ζητάμε, και σε παροτρύνουμε, να ενημερώσεις με αποστολική εξουσιοδότηση όλους τους συναδέλφους και φίλους επισκόπους της Φραγκίας, ότι πρέπει να απαγορεύσουν στους ιερείς που δεν θα σταματήσουν την συνεύρεση, να τελούν τις ακολουθίες στο ιερό θυσιαστήριο, και να διδάσκεις το ίδιο κι εσύ σε κάθε τόπο ή συνάθροιση. Αν βρεις τους επισκόπους οκνηρούς σε αυτό το θέμα, ή αν αυτοί που αναξίως τολμούν να σφετερίζονται το όνομα και το αξίωμα της τάξεως του κλήρου είναι αδιάλλακτοι εξαιτίας των εγκλημάτων τους, πρέπει να απαγορεύσεις στον κόσμο να παραβρίσκεται στις ακολουθίες τους πλέον, στο όνομα του αγίου Πέτρου, και με την αποστολική μας εξουσία, έτσι ώστε να νικηθούν μ’ αυτόν τον τρόπο και ν’ αναγκαστούν να αλλάξουν τρόπο ζωής και να επιστρέψουν στην καθαρότητα της θρησκευτικής αγνότητας. Πράξε αυτά έτσι, ώστε με την βοήθεια του Θεού, η Αγία και Καθολική Μητέρα Εκκλησία να γνωρίζει ότι είσαι πιστός λειτουργός της, συνεργαζόμενος με μας στην αποστολική ευθύνη μας, και επέτρεψε μας, καθώς σφόδρα το επιθυμούμε, να αναγαλλιάσουμε στην ελευθερία και καρποφορία του ιερατικού μας αξιώματος τώρα, και να προσβλέπουμε με εμπιστοσύνη ότι το ίδιο θα γίνεται και στο μέλλον, με το έλεος του Θεού.»
δ. Παρατηρήσεις.
Σύσσωμοι οι ιστορικοί χειροκροτούν την απόφαση του πάπα να απαλλάξει των κατηγοριών τον Ραμίρδο, οι ίδιοι που σε αντίθετη περίπτωση θα τον καταδίκαζαν στο πουργατόριο της Ιστορίας. Αλλά η απόφαση του πάπα δεν μπορεί να είναι σωστή διότι δεν στηρίζεται σε προσωπική η συνοδική εξέταση του θέματος. Ο πάπας έφθασε σε αυτήν την απόφαση δίνοντας βάση στις φήμες (relatum nobis est) και κυρίως στο ότι ο Ραμίρδος χρησιμοποιούσε τα ίδια επιχειρήματα με τον Γρηγόριο Ζ’ όσον αφορά την αναξιότητα των ιερέων. Βλέπουμε, λοιπόν, μέσα από το περιστατικό, ένα άριστο παράδειγμα του τρόπου, με τον οποίο ο παπισμός οδήγησε τον κόσμο στην αίρεση, την ίδια διαδικασία που περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Ο Γρηγόριος Ζ’ παρείχε στους αιρετικούς την απαραίτητη ρητορεία για να πολεμήσουν την Εκκλησία.
i) Ήταν ο Ραμίρδος αιρετικός; Και μόνο το γεγονός ότι ασπαζόταν την πεποίθηση, ότι τα μυστήρια των ανάξιων ιερέων είναι άκυρα, καθίσταται αιρετικός. Το κριτήριο της συμφωνίας με την Ρώμη είναι παπικό εφεύρημα και δεν έχει αντίκρισμα. Αλλά και μέσα από την παπική οπτική αν ήθελε κάποιος να το εξετάσει θα παρατηρούσε ότι ενώ ο Γρηγόριος διαχωρίζει τους ιερείς σε άξιους και ανάξιους, ανάλογα με την σύνταξή τους στην πολιτική του, ο Ραμίρδος τους κατακρίνει όλους. Δεν κάνει διάκριση. Το ότι εμφανίστηκε αρχικά σύμφωνος με την καθολική πίστη δεν ξεγέλασε κανέναν τότε, ενώ τώρα ξεγελά όσους θέλουν να ξεγελαστούν. Το έχουμε συναντήσει πολλές φορές και φαίνεται ότι οι συμμετέχοντες στην σύνοδο είχαν την ανάλογη εμπειρία. Όταν του ζήτησαν να επισφραγίσει τα λεγόμενά του με την συμμετοχή στο Άγιο Ποτήριο, τότε ο Ραμίρδος έδειξε τις ίδιες αντιεκκλησιαστικές και αντικληρικαλιστικές θέσεις με τους προηγούμενους αιρετικούς. Η διαφορά είναι ότι τώρα οι αιρετικοί είχαν νέα επιχειρηματολογία με παπική σφραγίδα.
ii) Μόνο από την στάση του Ραμίρδου δεν μπορεί να βγει συμπέρασμα για το είδος της αίρεσης το οποίο ασπάζονταν. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη που να απαγορεύει να υποθέσουμε ότι ήταν διαφορετικοί από αυτούς που καταγράφηκαν στην επαρχία Arras-Cambrai πενήντα χρόνια πριν.
iii) Η πληροφορία ότι πολλοί από τους αιρετικούς ήταν υφαντές σε συνδυασμό με την εξέγερση της ίδιας συντεχνίας λίγο χρόνο πριν, έδωσε επιτέλους το έναυσμα στους οπαδούς του ιστορικού υλισμού να αρθρώσουν λόγο περί κοινωνικών αιτίων των αιρέσεων. Είδαμε στο προηγούμενο περιστατικό, πώς μπορεί να λειτουργήσει μία επαγγελματική συντεχνία στην διάδοση των αιρέσεων. Ο ρόλος της δεν έχει κοινωνικά αίτια, αλλά πρακτική ωφέλεια ως προς την απόδοση. Ειδάλλως θα έπρεπε να παραδεχθούμε ένα είδος αυτοματισμού στο φαινόμενο. Δεν είναι όμως έτσι, όπως για παράδειγμα επί του ιδίου θέματος, η αίρεση δεν εξαπλώνεται αυτόματα σε μια αναπτυσσόμενη πόλη, ως αποτέλεσμα κάποιας ακατανόητης κοινωνικής διεργασίας, όπως ισχυρίζεται η ίδια σχολή. Η αίρεση χρησιμοποιεί την μεγάλη πόλη για να κρυφθεί και να δραστηριοποιηθεί με μεγαλύτερη άνεση, ασφαλισμένη στην ανωνυμία του πλήθους, σε αντίθεση με τις μικρές κοινότητες, όπου λίγο-πολύ όλοι οι κάτοικοι γνωρίζονται μεταξύ τους και η παρουσία ενός άγνωστου προκαλεί την καχυποψία και την περιέργεια, οπωσδήποτε δεν περνά απαρατήρητη.
Επί του προκειμένου, καμιά πηγή δεν συνδέει τα δύο περιστατικά, και βέβαια, το να υποθέσουμε ότι δύο περιστατικά που συμβαίνουν είτε ταυτόχρονα είτε με μικρή χρονική διαφορά, σχετίζονται, είναι λογική πλάνη. Πέραν τούτου η εξέγερση των υφαντών στόχευε το πρόσωπο του Γεράρδου Β’ και δεν μπορεί να θεωρηθεί κοινωνική αναταραχή, εκτός ίσως και να υπολογίσει κάποιος μόνο το ότι συμμετείχαν κάτοικοι της πόλης. Η αντίδραση, όμως, προς τον Γεράρδο θα μπορούσε να εκληφθεί περισσότερο ως αντίδραση εκκλησιαστικής φύσεως και όχι κοινωνικής[43].
iv) Δεν υπάρχει λόγος ή τρόπος να γενικευτεί η σύνδεση αίρεσης-υφαντουργών. Η φύση του επαγγέλματος δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Μέχρι τον Ι’ αι. η υφαντουργία ήταν οικοτεχνία και ασκούνταν στους τόπους παραγωγής της πρώτης ύλης (μαλλί, λινάρι, βαμβάκι), δηλ. στα αγροκτήματα. Με την χρήση του οριζόντιου αργαλειού τον ΙΑ’ αι. εξελίσσεται σε βιοτεχνία, μετακομίζει στα αστικά κέντρα, όπου μπορεί να απασχολήσει εργατικό δυναμικό, αλλά πάλι παραμένει κοντά στους τόπους παραγωγής της πρώτης ύλης. Δημιουργούνται οι πρώτες συντεχνίες, όπου ο αρχιυφαντής είναι ο κάτοχος της τέχνης για την παραγωγή καλύτερου ποιοτικά υφάσματος. Με τα προνόμια που αποδίδονται στις συντεχνίες, κάποιες πόλεις αναπτύσσονται σε υφαντουργικά κέντρα, όπως η Bruges, η Duai και η Γάνδη, στις περιοχές της Καμπανίας και της Φλάνδρας.
Οι υφαντουργοί δεν ήταν ταξιδευτές. Τα προϊόντα τους έφθαναν στον καταναλωτή μέσω των εμπόρων. Συνεπώς δεν ήταν φορείς διάδοσης της αίρεσης. Γι’ αυτό και η περίπτωση των υφαντουργών της Cambrai έχει τοπικό χαρακτήρα. Δεν εντοπίζεται εξάπλωση σε αδελφές συντεχνίες άλλων πόλεων.
Αν και η φύση του επαγγέλματος δεν βοηθά στην γενικότερη σύνδεση αίρεσης-υφαντουργών, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τον συντεχνιακό χαρακτήρα, ο οποίος με την μυστικότητά του για την διαφύλαξη της τέχνης παρείχε και την κάλυψη για την επιβίωση των αιρετικών, δεδομένης της αντίδρασης των αρχών. Ταυτόχρονα, η τοποθέτηση των υφαντουργείων κατά την πολεοδομική οργάνωση του Μεσαίωνα, στα περίχωρα της πόλης, μακριά από την διέλευση του ύδατος (κανάλια, ποτάμια) – σε αντίθεση με συναφείς βιοτεχνίες, όπως των βυρσοδεψών και των βαφέων, που χρειαζόταν το νερό για να λειτουργήσουν - μακριά δηλαδή από τις υδάτινες οδούς, επέτρεπε την δράση της αίρεσης σε απόσταση από το σφρίγος της αστικής ζωής, στο ημίφως του περιθωρίου[44].
Ο συντεχνιακός τρόπος λειτουργίας και δράσης υιοθετήθηκε αργότερα από τις σέκτες όταν αυτές έγιναν underground μυστικές εταιρείες.
ε.Βιβλιογραφία.
Το θέμα συζητείται στα:
- Ilarino da Milano, Le eresie popolari, pp.80-82.
- J.B. Russell, Dissent and Reform, pp. 43-44.
- A. Evans, Soscial Aspects of Medieval Heresy, στο συλλογικό Persecution and Liberty: Essays in Humor of George Lincoln Burr, New York 1931, pp. 101-103, εξέταση της κοινωνικής διάστασης του θέματος με πολύ βιβλιογραφία.
- Alfred Cauchie, La Querelle des investitures dans les diocèses de Liège et de Cambrai, vol. 1 : Les réformes grégoriennes et les agitations réactionnaires (1075-1092), Louvain 1890, 1/2 pp. 8-9.
- Herbert Grundmann, Religiöse Bewegungen des Mittelalters, Leipzig 1933, 31-33.
- Arno Borst, Die Katharer, 247-248.

Tanchelm, αρχές ΙΒ’ αι.
Ο Tanchelm (ή Tanchelin) ήταν ένας αιρετικός διδάσκαλος και κήρυκας, ο οποίος έδρασε στις Κάτω Χώρες και κυρίως στην Antwerp, στην Φλάνδρα και στη Zeeland στα τέλη του ΙΑ’ και αρχές του ΙΒ’ αι. Δεν είναι γνωστός ο τόπος και ο χρόνος γέννησής του. Η διδασκαλία του είχε ως κεντρική γραμμή την γνωστή αντιεκκλησιαστική και αντικληρικαλιστική στάση, εμπλουτισμένη με την νέα επιχειρηματολογία που εισήγαγε ο Γρηγόριος Ζ’, με αποτέλεσμα οι ρεβιζιονιστές ιστορικοί σήμερα να προσπαθούν να τού αφαιρέσουν την κατηγορία του αιρετικού. Αλλά το σημείο που τον διαχώριζε από την εκκλησιαστική πολιτική του πάπα ήταν η προτροπή στους πιστούς του να μην πληρώνουν την δεκάτη. Κατάφερε να συγκεντρώσει ομάδες πιστών, οι οποίοι τον θεωρούσαν άγιο και προφήτη.
Ταξίδεψε στη Ρώμη το 1112-3 μ.Χ. με σκοπό να πείσει τον πάπα να μεταφέρει την δικαιοδοσία από κάποιες περιοχές που υπαγόταν στην επισκοπή της Ουτρέχτης, στον επίσκοπο της Thérouanne. Η επισκοπή της Ουτρέχτης χήρευε εκείνη την περίοδο. Η κίνηση αυτή είχε και την πολιτική της σκοπιμότητα. Η Ουτρέχτη ήταν πιστή στον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο τον Ε’ (1086-1125), αλλά την διεκδικούσε και ο Λουδοβίκος Στ’ ο Παχύς της Φραγκίας (1081-1137). Ο Λουδοβίκος ήλπιζε ότι με την φιλοπαπική πολιτική του θα κατάφερνε ν’ αποσπάσει εδάφη από τον Ερρίκο, ο οποίος είχε έντονες διαμάχες με την Ρώμη, ακολουθώντας τους προκατόχους του. Η αποστολή του Tanchelm ήταν πρόταση του κόμη της Φλάνδρας Ροβέρτου του Β’ (1093-111), γεγονός που κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι ο Tanchelm ήταν μοναχός από τον κύκλο του Ροβέρτου. Τελικά ο πάπας Πασχάλης Β’ (1099-1118) αρνήθηκε την μεταφορά της δικαιοδοσίας.
Μετά την επιστροφή του ο Tanchelm είχε ν’ αντιμετωπίσει την δικαιολογημένη εχθρότητα του κλήρου της Ουτρέχτης. Παρακάτω παρατίθεται κείμενο από επιστολή των κληρικών αυτής της πόλης προς τον Αρχιεπίσκοπο Κολονίας Φρειδερίκο ( 1100-1131), στην οποία ενημερώνουν για την αίρεση του Tanchelm. Η επιστολή έφερε αποτέλεσμα καθώς ο κατηγορούμενος συνελήφθη στη Κολονία το 1113/1114 αλλά αφέθηκε ελεύθερος. Έναν χρόνο μετά αυτοανακηρύχθηκε θεός στην Antwerp, οπότε ένας ιερέας του έσπασε το κεφάλι και πέταξε το πτώμα του στο ποτάμι.
β. Πηγές.
Η επιστολή του κλήρου τη Ουτρέχτης προς τον αρχιεπίσκοπο Φρειδερίκο Α’ της Κολονίας βρίσκεται στην συλλογή του Paul Fredericq, Corpus Documentorum Inquisitionis Haereticae Pravitatis Neerlandicae, vol. 1 (Gravehage 1889), 15-18. Επίσης υπάρχει στο Monumenta Bambergensis, ed. P. Jaffé, Bibliotheca Rerum Germanicarum V (Berlin 1869), 296-300. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 97-100. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 29-31.
Το δεύτερο κείμενο είναι σχετικό απόσπασμα από την Συνέχεια του Χρονικού του Sigebert του Gembloux, γραμμένο από τον Robert de Monte (ή Torigny). Χρονολογείται από τον Fredericq μεταξύ των ετών 1155-1157, ενώ από τον Philippen μεταξύ 1146-1155. Εφόσον ο Robert de Monte δανείζεται από την δεύτερη εκδοχή του Βίου του Νορβέρτου της Ζαντέν, η μεταγενέστερη χρονολόγηση είναι η πιθανότερη. Λατινικό κείμενο MGH SS 6, 449. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 101.
Ένα απόσπασμα από τον βίο του αγίου (για τους παπικούς) Νορβέρτου της Ζαντέν (εκδοχή Α), ο οποίος ασχολήθηκε με την ποιμαντική αντιμετώπιση των αιρέσεων και η δράση του τοποθετείται μετά τον θάνατο του Tanchelm, ασχολείται με τον εν λόγω αιρεσιάρχη. Επειδή το δεύτερο κείμενο είναι σχεδόν ίδιο με αυτό, εμπλουτισμένο μόνο ως προς την παραβατική συμπεριφορά των οπαδών του, δεν παρατίθεται. Λατινικό κείμενο Vita Norberti, MGH SS 6, 690-1 & Paul Fredericq, Corpus Documentorum Inquisitionis Haereticae Pravitatis Neerlandicae, vol. 1 (Gravehage 1889), 23-24. Αγγλική μετάφραση R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 31-32.
Πληροφορίες για τον Tanchelm υπάρχουν και στις εξής πηγές:
- Petrus Abelardus, Introduction ad Theologiam, PL 178.1056΄ Fredericq, Corpus…, I 26΄ Victor Cousin, Petri Abelardi opera omnia, Paris 1849, II 83-84΄ Γράφτηκε μετά τον θάνατο του Tanchelm μεταξύ των ετών 1115-1121.
- Ένα δίπλωμα του Hildolf, κοσμήτορα σε παρεκκλήσιο της Antwerp, ed. Fredericq, Corpus…, II 5. Χρονολογείται το 1124.
- Ένα δίπλωμα του Bouchard, επισκόπου της Cambrai, ed. Fredericq, Corpus…, II 3, χρονολογείται το 1124.
- Ένα δίπλωμα του Νικόλαου, επισκόπου Cambrai, ed. P. J. Goetschalckx, Oorkondenboek der Witheerenabdij van Sint-Michiel te Antwerpen, I 15΄ L.Z.M. Philippen, De Heilige Norbertus en de strijd tegen het Tanchelmisme te Antwerpen, εν Bijdragen tot de Geschiedenis XXV (1934), 251΄ χρονολογείται το 1148.
- Sigebertus Geblacencis, Continuatio Valcellensis, MGH SS VI, 458΄ Fredericq, Corpus…, I 26-27΄ χρονολογείται από τον Philippen μεταξύ 1114-1163.
Μεταγενέστερη δευτερεύουσα πηγή:
- Johannes Trithemius, Annales Hirsaugenses I.387-7, ed. Fredericq, Corpus…, I 27. Ο Trithemius πέθανε το 1516.
γ. Κείμενα.
Α. Traiectenses Fridericum I archiepiscopum Coloniensem hortantus, quod ceperit Tanchelmum haereticum eiusque socios, Manassen et Everwacherum, ne eos dimittat.
«Προς τον εξοχώτατο και σεβασμιότατο πατέρα Φρειδερίκο, Αρχιεπίσκοπο Κολονίας, η ταπεινή εκκλησία της Ουτρέχτης, ειλικρινέστατες ευχές με πραγματική αφοσίωση και ομολογία της δέουσας υπακοής.
Αναπέμπουμε τις ευχαριστίες μας, σεβάσμιε πατέρα, διότι λυπηθήκατε για μας με πατρική θλίψη, και ελέγξατε τις επιθέσεις του Αντιχρίστου, ο οποίος ανατάραξε και βλασφήμησε την Εκκλησία του Χριστού. Ύψωσε την φωνή του στους ουρανούς και ενάντια στα μυστήρια της Εκκλησίας και τόλμησε να αναβιώσει μια αίρεση που κάποτε είχε σιωπήσει με τις αποφάσεις των Αγίων Πατέρων. Διότι, φουσκωμένος από πνεύμα υπερηφάνειας, το οποίο είναι η ρίζα κάθε αίρεσης και κάθε αποστασίας, ότι ο πάπας είναι τίποτα, οι αρχιεπίσκοποι είναι τίποτα, οι επίσκοποι τίποτα, οι ιερείς και οι κληρικοί τίποτα. Συγκλόνισε εκ θεμελίων την Εκκλησία του Θεού˙ τόλμησε να διαιρέσει τον βράχο της πίστεως μας, δηλαδή τον Χριστό, υποστηρίζοντας ότι η εκκλησία αποτελείται μόνο από αυτόν και τους ακολούθους του˙ όπως οι Δονατιστές αιρετικοί που ισχυρίζονταν ότι η εκκλησία είναι μόνο στην Αφρική, αποζητούσε να περιορίσει την Εκκλησία – την ίδια Εκκλησία που ο Χριστός έλαβε από τον Πατέρα κατά το “Αἴτησαι παρ’ ἐμοῦ, καί δώσω σοι ἔθνη τήν κληρονομίαν σου[45]”- μόνο στους Τανχελμίτες.
Πραγματικά, Άγιε Πατέρα, κλίνε ευήκοον ους στις παρακλήσεις μας και να είσαι σε εγρήγορση για τον πρόδρομο του Αντιχρίστου, που τώρα βαδίζει το ίδιο μονοπάτι που θ’ ακολουθήσει και ο Αντίχριστος. Πρώτα στις παραθαλάσσιες επαρχίες έχυσε το δηλητήριο της κακίας του σε αμόρφωτους ανθρώπους αδύναμης πίστης. Βαθμιαία, άρχισε να διαδίδει τις πλάνες του μέσω ματρόνων και πορνών, των οποίων τις σαρκικές επαφές, τις μυστικές συζητήσεις και τις ιδιωτικές ανακλίσεις απόλαυσε πρόθυμα. Μέσω αυτών επίσης έμπλεξε και τους συζύγους τους στην παγίδα της κακίας του. Μετά, δεν κήρυττε πλέον σε κρυφά μέρη και στις κρεβατοκάμαρες αλλά στις απλωτές και παρέδιδε τις ομιλίες του στα χωράφια σε πλήθος που τον περιστοίχιζε από όλες τις πλευρές. Φορούσε την μεγαλοπρέπεια ενός μονάρχη που πάει να δημηγορήσει στο λαό, συνοδευόμενος από ακολούθους που έφεραν εμβλήματα και ξίφη μπροστά από αυτόν λες και βάδιζε ανάμεσα σε βασιλικά διάσημα. Οι άνθρωποι κρέμονταν από τα λόγια του σαν να ήταν άγγελος Κυρίου.
Αλλά αυτός, όντας στην πραγματικότητα άγγελος του Σατανά, διακήρυξε ότι οι εκκλησίες του Θεού έπρεπε να θεωρούνται οίκοι κακόφημοι, ότι η λειτουργία των ιερέων στην τράπεζα του Κυρίου ήταν ανάξια, και της ταίριαζε να ονομάζεται μόλυνση παρά μυστήριο, ότι η αποτελεσματικότητα των μυστηρίων εξαρτάται από την διαγωγή και την ιερότητα των λειτουργών. Αλλά ακούστε τα λόγια του αγ. Αυγουστίνου: “Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έστειλε τον προδότη Του, τον οποίο αποκάλεσε διάβολο – κάποιον που πριν προδώσει τον Κύριο, δεν μπορούσε να κρατήσει με πίστη το ταμείο του Κυρίου – με τους άλλους αποστόλους για να κηρύξουν την Βασιλεία των Ουρανών, με σκοπό να δείξει ότι τα δώρα του Θεού έρχονται σε αυτούς που τα λαμβάνουν με πίστη, ακόμη και αν αυτοί μέσω των οποίων τα λαμβάνουν είναι σαν τον Ιούδα[46]”. Και πάλι ο αγ. Αυγουστίνος: “Αν, λειτουργώντας τα μυστήρια, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αξία του δότη και του λήπτη, ας είναι η αξία του Θεού που δίνει και της συνείδησής μου που λαμβάνει΄ διότι αυτά τα δύο πράγματα, Η καλοσύνη Του και η πίστη μου, δεν αμφισβητούνται από μένα. Γιατί παρεμβαίνεις εσύ, για τον οποίο δεν γνωρίζω τίποτα; Επίτρεψέ μου να πω, Εμπιστεύομαι τον Θεό. Διότι αν εμπιστευτώ εσένα, πώς είμαι βέβαιος ότι δεν έκανες κάτι κακό αυτή την νύχτα[47];”
Μιλώντας με στόμφο γι’ αυτά και τα παρόμοια, αυτός ο άνθρωπος [ο Tanchelm] προειδοποίησε τον κόσμο ενάντια στην συμμετοχή του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και απαγόρεψε την πληρωμή δεκάτης στους λειτουργούς της Εκκλησίας. Σ’ αυτό έπεισε εύκολα όσους ήταν ήδη πρόθυμοι, διότι κήρυττε μόνο αυτά που γνώριζε ότι θα ευχαριστήσουν, είτε με την καινοτομία τους είτε εξαιτίας της προκατάληψης του κόσμου.
Είχε μεγάλη επιτυχία στο ανοσιούργημα και έφθασε πολύ μακριά στην κακία ώστε ο άθλιος αυτοανακηρύχθηκε Θεός˙ διότι ισχυρίστηκε ότι αν ο Χριστός είναι Θεός επειδή έλαβε το Άγιο Πνεύμα, τότε και αυτός δεν είναι λιγότερο Θεός κατά τον ίδιο τρόπο, στο μέτρο που έλαβε και αυτός την πληρότητα του Αγίου Πνεύματος. Πήγε αυτή την ανοησία τόσο μακριά στην αυθάδειά του και κάποιοι λάτρευαν την θεότητα σ’ αυτόν ώστε κυκλοφορούσε τα απόνερα από το λουτρό του σ’ αυτούς τους ανόητους, για να το πίνουν σαν ευλογία, ως μυστήριο που μπορούσε να συμβάλει στην υγεία του σώματος και την σωτηρία της ψυχής με ιερό και δραστικό τρόπο.
Την ίδια εποχή, ψάχνοντας κάποια καινούργια μέθοδο για να καινοτομήσει, διέταξε να μεταφερθεί κάποιο άγαλμα της Παρθένου (πως συγκλονίζεται ο νους και μόνο στην αναφορά!) εν μέσω του πλήθους. Τότε άπλωσε το χέρι του στο χέρι του αγάλματος και με τον συμβολισμό αυτής της κίνησης μνηστεύθηκε την Παρθένο, απαγγέλλοντας με βλάσφημο τρόπο τους όρκους και όλα εκείνα τα δεσμευτικά λόγια του αρραβώνα κατά το κοινό έθιμο. “Ιδού”, είπε, “αγαπητοί, αρραβωνιάστηκα την Παρθένο. Παραθέστε το γλέντι του αρραβώνα και τα έξοδα του γάμου”. Έφτιαξε δυο κιβώτια και τοποθέτησε το ένα στα δεξιά και το άλλο στα αριστερά του αγάλματος. “Ας τοποθετήσουν οι άνδρες τις προσφορές τους σ’ αυτό και οι γυναίκες στο άλλο. Θα δω τότε σε ποιο φύλο καίει περισσότερο η αγάπη για μένα και την μνηστή μου”. Και ιδού! οι παράφρονες όρμησαν με δώρα και προσφορές. Οι γυναίκες έδωσαν σκουλαρίκια και κολιέ κι έτσι, με ασυγκράτητη βλασφημία συγκέντρωσε ένα τεράστιο ποσό χρημάτων.
Υπάρχει κάποιος σιδεράς, Μανασσής το όνομα, που αναφέρεται ότι είχε συλληφθεί από σας πριν καιρό μαζί με αυτό τον μοχθηρό άνθρωπο. Αυτός κατ’ απομίμηση του διαβολικού αφέντη του, ίδρυσε κάποια αδελφότητα, από αυτές που κοινώς λέγονται συντεχνίες, στην οποία ενέγραψε δώδεκα τύπους να παριστάνουν τους αποστόλους και μια γυναίκα να παριστάνει την Παρθένο Μαρία. Αυτήν, όπως λένε, την πήραν και οι δώδεκα, για να επιβεβαιωθεί η αδελφότητά τους˙ προς προσβολή της Παναγίας, είχε σαρκική επαφή με καθέναν από τους δώδεκα κατά τον χειρότερο τρόπο.
Επίσης, κάποιος ιερέας, Everwacher το όνομα, αποστάτησε από την ιεροσύνη και ακολούθησε την διδασκαλία αυτού του μιαρού ανθρώπου. Τον ακολούθησε στην Ρώμη, όπου ζήτησε από τον πάπα να μεταφερθούν οι παραθαλάσσιες επαρχίες – δηλ. το ένα τέταρτο της επαρχίας μας – στην επισκοπή της Thérouanne στο βασίλειο της Φραγκίας. Αυτός ο άνδρας, επίσης, - και χαρήκαμε που το ακούσαμε - συνελήφθη από την Αγιότητά σας. Ο ίδιος ιερέας, πιστός υποστηρικτής του Tanchelm, σφετερίστηκε τις δεκάτες που ανήκαν στους αδελφούς της εκκλησίας του Απ. Πέτρου και με την δύναμη των όπλων έδιωξε τους ιερείς από το θυσιαστήριο και τον ναό.
Ατέλειωτα, κύριέ μας, είναι τα εγκλήματα αυτών των ανθρώπων. Τα περισσότερα τα παραλείψαμε για χάρη της συντομίας που αρμόζει σε μια επιστολή. Ας είναι αρκετό να ειπωθεί εν συντομία ότι τα θεία πράγματα χειρίζονται με τόση περιφρόνηση, ώστε όσο πιο άγια φήμη έχει μια εκκλησία, τόσο πιο κατάπτυστη την θέλουν να είναι.
Καθόσον, Άγιε Πατέρα, το θείο έλεος παρέδωσε αυτούς τους ανθρώπους στα χέρια σας, επειδή δεν μπορεί ν’ ανεχθεί περισσότερους κινδύνους στην Εκκλησία Του, σάς εκλιπαρούμε, σας ικετεύουμε στο όνομα του Κυρίου, μην τους αφήσετε να ξεφύγουν. Αν ξεφύγουν, σας το τονίζουμε και φέρουμε μαρτυρία χωρίς δισταγμό, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα ανεπανόρθωτη ζημιά στην Εκκλησία μας και ερείπια ψυχών αμέτρητα. Κύριέ μας, η Εκκλησία μας θα υποφέρει σίγουρα την πιο επικίνδυνη κακοτυχία αν τύχει και δραπετεύσουν, διότι ο λόγος τους εξαπλώνεται σαν καρκίνος, κατά τα λόγια του Αποστόλου[48] και με την κολακεία φέρνει την καταστροφή στην ψυχή του απλού ανθρώπου. Και τώρα, γι’ αυτό τον σκοπό ο αντίχριστός μεταμφιέστηκε σε μοναχό, ακολουθώντας το παράδειγμα του αρχηγού του, του οποίου έγινε όργανο, και μετασχηματίστηκε σε άγγελο φωτός, για να μπορεί να κοροϊδεύει με ασφάλεια, και να εκλάβει με πονηριά εμφάνιση ψεύτικης αγιότητας. Ζητάμε, Κύριέ μας, να κινηθείτε με δίκαιη αγανάκτηση ενάντια στους υπονομευτές της Εκκλησίας…
Προσευχόμαστε στον Θεό, να κάνει κάτι η Αγιότητά σας γι’ αυτά ώστε ν’ ανακουφιστεί η Εκκλησία, η οποία δοκιμάζεται τόσο καιρό.»
B. Continuatio Praemonstratensis
«Οι κάτοικοι της πόλεως [Antwerp] υπό την επήρεια κάποιου αιρετικού, του Tanchelm, είχαν ξεκόψει σταδιακά από την πίστη και την ηθική, επειδή αυτός, με αξιοσημείωτη λεπτότητα (παρά την θέση του ως λαϊκού, ήταν πιο ικανός στον λόγο από πολλούς εύγλωττους κληρικούς) δίδασκε ότι οι κατώτερες βαθμίδες της ιεροσύνης, όπως και οι επίσκοποι και οι ιερείς, δεν είχαν καμιά αξία, και αρνούνταν ότι η μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού συνεισέφερε στην σωτηρία αυτών που κοινωνούν. Κυκλοφορούσε ντυμένος πολυτελή ενδύματα και στολίδια, περιποιούνταν τους βοστρύχους με πολύχρωμες κορδέλες. Με πειστικά λόγια και επιδεικτικές γιορτές κέρδιζε την υποστήριξη των ακολούθων του, που έφθαναν στον αριθμό τους τρεις χιλιάδες οπλοφόρους, στους οποίους ανέθετε την ικανοποίηση της δολοφονικής μανίας του σε αυτούς που του αντιτίθονταν. Οι ακόλουθοί του πίστευαν σ’ αυτόν και τον λάτρευαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε έπιναν τα απόνερα του λουτρού του και τα είχαν σαν ιερά κειμήλια. Ήταν τόσο ακρατής και θηριώδης που βίαζε κορίτσια παρουσία των μητέρων τους και συζύγους υπό των βλέμμα των συζύγων τους, ισχυριζόμενος ότι ήταν ιεροπραξία.
Στο τέλος, ύστερα από τόση κακία και πολλούς φόνους, σκοτώθηκε με χτύπημα στο κεφάλι, που του έδωσε κάποιος ιερέας ενώ ήταν πάνω σε βάρκα. Αλλά ακόμη και μετά τον θάνατό του, οι διαβολικές διδασκαλίες του δεν μπορούσαν να εκριζωθούν εύκολα. Γι’ αυτό, με τις καλές ενέργειες του επισκόπου, δόθηκε ένας ναός με όλα τα σκεύη του από τον κλήρο της περιοχής για να λειτουργεί ο Νορβέρτος, με την ελπίδα ότι το σωτήριο κήρυγμά του θα έβγαζε την αίρεση από την μέση. Κι έτσι έγινε. Διότι μόνο με το κήρυγμά του, άνδρες και γυναίκες κατανύγονταν από τις τύψεις˙ έβγαλαν το Σώμα του Κυρίου, το οποίο για δέκα χρόνια κρατούσαν στα κιβώτια και στις σχισμάδες, και μέσω της διδασκαλίας του επέστρεψαν στην αγία πίστη.»
δ. Παρατηρήσεις.
Το 1927 ο Henri Pirenne[49] συνέθεσε ένα σενάριο για την περιγραφή της πολιτικής καριέρας του Tanchelm στην αυλή του Ροβέρτου της Φλάνδρας. Η υπόθεση του Pirenne δεν ενδιαφέρει άμεσα το θέμα της αιρετικής του δράσης, οπότε δεν χρειάζεται ν’ ασχοληθούμε. Δύο σημεία που θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν είναι τα εξής. Ο Pirenne θεωρεί ότι η επιδίωξη του Ροβέρτου δεν ήταν η μεταφορά αρμοδιοτήτων στην επισκοπή της Thérouanne, αλλά της Tournai και ότι έγινε λάθος μεταγραφή του ονόματος της πόλης. Η συζήτηση είναι του άμεσου ενδιαφέροντος των Βέλγων και Ολλανδών ιστορικών. Η άποψη δεν γίνεται δεκτή[50].
Το δεύτερο σημείο τείνει να ερμηνεύσει την αλλαγή της συμπεριφοράς του Tanchelm και την στροφή του στην αίρεση, ως αποτέλεσμα της αποτυχημένης αποστολής του στη Ρώμη και της δυσαρέσκειας του Ροβέρτου. Αυτό με την προϋπόθεση ότι ισχύει το όλο σενάριο.
i) Ο Walter Mohr[51] συμφωνεί με την θεωρία του Pirenne και συμπληρώνει ότι ο Tanchelm ήταν οπαδός της Γρηγοριανής «μεταρρύθμισης». Σε συνδυασμό με την αντι-αυτοκρατορική πολιτική και την υποστήριξη της πολιτικής του Λουδοβίκου, μέσω των ενεργειών του Ροβέρτου, έγινε στόχος του κλήρου της Ουτρέχτης, ο οποίος έμμενε πιστός στην παραδοσιακή θέση της Εκκλησίας. Ταυτόχρονα πιστεύει ότι όσα του αποδίδονται στην επιστολή είναι κακόβουλες συκοφαντίες των κληρικών, παρμένες από την διήγηση του Γρηγορίου της Τουρώνης.
ii) Κάποια στοιχεία είναι αναντίρρητα και κοινά αποδεκτά. Ο Tanchelm ήταν αιρετικός. Η δράση του ξεκινά μετά το ταξίδι στην Ρώμη κατά πάσα πιθανότητα, γεγονός που ορίζει τον χρόνο δράσης του στα τρία χρόνια. Είναι εξαιρετικά απίθανο ο Ροβέρτος να έστειλε κάποιον αιρετικό να συνεννοηθεί με τον πάπα, γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτή οποιαδήποτε άποψη που θέλει τον Tanchelm να εμφανίζει αιρετικές πεποιθήσεις πριν από αυτό το ταξίδι. Η επιτυχία της διδασκαλίας του και τα εντυπωσιακά αποτελέσματά της σε τόσο σύντομο χρόνο δείχνουν ότι ο Tanchelm ήταν δεινός ρήτορας με ικανότητα στην αυτοπροβολή και τον χειρισμό των άλλων. Ταυτόχρονα, ήταν μεγαλομανής με αχαλίνωτα πάθη και ελάχιστο αυτοέλεγχο. Ένας τέτοιος τύπος τείνει να εμφανίζει ακραίες συμπεριφορές, όταν αποκτά απόλυτη εξουσία στην ζωή των συνανθρώπων του. Δεν είναι περίεργο. Αν η εξουσία φθείρει, τότε η απόλυτη εξουσία φθείρει απόλυτα. Και ο Tanchelm κατείχε την απόλυτη εξουσία στην ζωή των οπαδών του. Ακόμη και αν θέλουμε να παραδεχθούμε ότι οι αναφορές του κλήρου της Ουτρέχτης είναι κακεντρεχείς και υπερβολικές, υπάρχουν τα ιστορικά παραδείγματα που δείχνουν ότι μπορεί να είναι αληθινές.
Σημείο αντιλεγόμενο είναι η αναφορά στην διάθεση των απόνερων του λουτρού του. Ωστόσο, υπάρχουν ιστορικά ανάλογα που δείχνουν ότι κάτι τέτοιο συνέβη ξανά και μάλιστα σε ποιο «φωτισμένες» εποχές, όχι μόνο στον σκοταδισμό του Μεσαίωνα. Αν ο υπηρέτης του Γαριβάλδι έβρισκε αγοραστικό κοινό για τα απόνερα του λουτρού του επαναστάτη, και παρόμοια πρακτική εφάρμοσαν αρχηγοί καταστροφικών λατρειών στον εκλογικευμένο εικοστό αιώνα, δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι καινοτόμησαν.
iii) Όντας μεγαλομανής και παράφρων είναι απίθανο ότι μπορούσε να παραμείνει πιστός σε οποιονδήποτε επικυρίαρχο κόμη ή μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Η δυσαρέσκεια του Ροβέρτου ήταν απλώς το έναυσμα για την αποστασία του Tanchelm, ο οποίος θα αυτονομούνταν έτσι κι αλλιώς. Είτε ήταν οπαδός της γρηγοριανής «μεταρρύθμισης», είτε όχι, παρέλαβε την ρητορεία του από αυτήν, αλλά δεν περιορίστηκε, εφόσον απέρριπτε τα μυστήρια όλων των ιερέων και θεωρούσε ολόκληρη την Εκκλησία κακόφημο οίκο˙ όχι μόνο κάποιο τμήμα αυτής. Έχουμε, λοιπόν, άλλο ένα παράδειγμα της γρηγοριανής επιχειρηματολογίας για την δικαίωση μιας αίρεσης.
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από το γεγονός, ότι ο Tanchelm δεν ακολούθησε κάποια άλλη αίρεση, δεν εντάχθηκε στο ευρύτερο αιρετικό σχήμα που δρούσε εκείνη την εποχή, αλλά ίδρυσε δικιά του σέκτα. Η λατρεία σε αυτήν ήταν καθαρά προσωποπαγής. Ακόμη και αν συμμεριστεί κάποιος την άποψη του Mohr, ότι το περιστατικό με το άγαλμα της Παρθένου είναι παρμένο από την διήγηση του Γρηγορίου της Τουρώνης, η λατρεία της ομάδας προς το πρόσωπο του αρχηγού μένει αδιαμφισβήτητη. Συνάγεται, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι η αίρεση του Tanchelm ήταν φτιαγμένη κατά τα πρότυπα των πρώτων γνωστικών σεκτών, και ο ίδιος από την στόφα των παλαιότερων αιρεσιαρχών, όπως ο Σίμων ο Μάγος, για παράδειγμα. Για να το θέσουμε καλύτερα, είχαν τον ίδιο δαιμονισμό. Με όλα αυτά κατά νου, είναι δύσκολο να θεωρεί αναμορφωτής, μεταρρυθμιστής ή ο,τιδήποτε παρόμοιο. Ενδιαφέρονταν μόνο για τον εαυτό του και δεν χρειάζεται να του αποδοθούν οραματισμοί για μια καλύτερη Εκκλησία. Η αντιεκκλησιαστική και αντικληρικαλιστική ιδεολογία του είχε ως κίνητρο την θεώρηση του κόσμου ως κινουμένου γύρω από τον ίδιο.
iv) Πρέπει, λοιπόν, η περίπτωση του Tanchelm να εξετάζεται μεμονωμένα και έξω από τα εκκλησιαστικά δρώμενα της εποχής. Οπωσδήποτε, όταν ξεκίνησε να κηρύττει το έπραξε χωρίς την άδεια του επισκόπου, συνεπώς η σύγκρουσή του με την Εκκλησία ήταν αναμενόμενη. Αυτή η σύγκρουση οφείλονταν σε ιδιοτελή κίνητρα και δεν πρέπει να εντάσσεται, καλή τη πίστη, στο πλαίσιο των ενδοεκκλησιαστικών διενέξεων του παπισμού. Κινήθηκε στα σύνορα των δύο εκκλησιαστικών τάσεων των παραδοσιακών και των παπικών, αλλά κατάλληλες συνθήκες για την εδραίωση της αίρεσής του βρήκε σε επαρχία της αρχιεπισκοπής της Κολονίας.
Πέρασε από την Φλάνδρα, όπου δίδαξε στην Μπρυζ (Bruges), χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Τα ίδια στην Brabant, όπου δοκίμασε την τύχη του στην Louvain[52]. Τελικά, πρόσφορο έδαφος για την αποδοχή της διδασκαλίας του βρήκε στην Antwerp. Εκεί ο τοπικός πάστορας της Εκκλησίας του Αρχ. Μιχαήλ είχε την κακή φήμη ότι κοιμόταν με την ανιψιά του. Το ποίμνιο αηδιασμένο από την ηθική του ιερέα ήταν έτοιμο να δεχθεί οποιονδήποτε πουριτανό κήρυκα θα χάιδευε τ’ αφτιά του. Και ο Tanchelm είχε εξαιρετική επίδοση σ’ αυτό. Δεδομένων, λοιπόν, των συνθηκών της πόλης, το αντικληρικαλιστικό κήρυγμα ήταν μονόδρομος επιτυχίας. Αλλά και καταδίκης. Κάποια μέρα του 1115, ταξιδεύοντας με μια βάρκα βρήκε την ευκαιρία να ξεκινήσει το γνωστό αντικληρικαλιστικό τροπάριο με κοινό τους συνταξιδιώτες του. Μεταξύ τους βρίσκονταν και κάποιος ιερέας, ο οποίος εξοργισμένος από τις γενικευμένες κατηγορίες του αιρεσιάρχη του άνοιξε το κεφάλι. Η παράσταση έλαβε τέλος.
ε. Βιβλιογραφία.
Το θέμα συζητείται στα:
- Arno Borst, Die Katharer, Stuttgart 1953, p. 84 κ.ε.
- Norman Cohn, The Pursuit of the Millenium, London 1957, p. 53 κ.ε.
- Henri Pirenne, Tanchelin et le projet de démembrement du diocese d’ Utrecht vers 1100, Académie royale de Belgique, εν Bulletin de la classe des letters et de sciences morales et politiques XIII (1927, 5th ser.), 112-119.
- Joseph-M. De Smet, De monnik Tanchelm en de Utrechtse bissopszetel in 1112-1114, Scrinium Lovaniense, Mélanges historiques Etiene van Cauwenbergh, Louvain 1961.
- Walter Mohr, Tanchelm von Antwerpen: Eine nochmalige Überprüfung der Quellenlage, εν Annales universitatis Saraviensis III (1954), 234-247.
- G. Madelaine, Histoire de Saint Norbert, Tongerlo 1928, εξετάζει την ιστορία στον Βίου του Νορβέρτου.
- P. Lefèvre, L’ Episode de la conversion de Saint Norbert et la tradition hagiographique de la Vita Norberti, RHE 56 (1961), με κριτική της συγκεκριμένης πηγής.
- H. Q. Janssen, Tanchelijn, Annales de l’ Académie royale d’ archeology de Belgique, 3 (1867, 2nd ser.), pp. 347-350.
- J.B. Russell, Dissent and Reform, pp. 60-68.

Soissons, 1114 μ.Χ.
α. Ιστορικά.
Η διήγηση προέρχεται από την πένα του Guibert de Nogent (1055-1124), Βενεδικτίνου μοναχού, ιστορικού και θεολόγου. Καταγόταν από την Clairmont-en-Beauvisis και ήταν γόνος της κατώτερης αριστοκρατίας. Το 1104 έγινε ηγούμενος στο αβαείο του Nogent-sous-Coucy, ένα μικρό και άσημο μοναστήρι.
Έγραψε την Αυτοβιογραφία του (De vita sua sive monodiarum suarum libri tres), γνωστό και ως Monodiae[53] το 1115 μ.Χ. Είναι αξιόλογο ανάγνωσμα διότι αντικατοπτρίζει τον μεσαιωνικό κόσμο της εποχής του, αν μπορεί κάποιος να ξεπεράσει το πρόσκομμα της στριφνής γλώσσας του και να συνηθίσει την διήθηση της διήγησης μέσα από τα προσωπικά του συμπλέγματα.
β. Πηγές.
Λατινικό κείμενο, Guibert de Nogent: Histoire de sa vie (1053-1124) III.17, ed. Georges Bourguin, Collection de texts pour server à l’ etude et à l’ enseignement de l’ histoire 40, Paris 1907, XI 212-215. Επίσης Guibert de Nogent: Autobiographie III.17, ed. E.- R. Labande, Les Classiques de l’ Histoire de France au Moyen Age 34, Les Belles Lettres, Paris 1981, 428-432. Παλαιότερες εκδόσεις, Luc d’ Achery, Venerabilis Cuiberti abbatis B. Mariae de Novigento Opera Omnia, Paris 1651, 456-525. Ανατυπώθηκε στο PL 156.837-962.
Η Αυτοβιογραφία έχει μεταφραστεί στα αγγλικά από τον Swinton Bland, The Autobiography of Guibert, Abbot of Nogent-sous-Coucy, London 1925. Το απόσπασμα υπάρχει στα W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 102-104.
γ. Κείμενο.
«Μια και μιλάμε για αιρετικούς, με τους οποίους αυτός ο σιχαμερός[54] ξεμωράθηκε, υπήρχε κάποιος τύπος, Κλήμης το όνομα, που ζούσε στην εξοχή μαζί με τον αδερφό του Evrard στο Bucy, ένα αγρόκτημα κοντά στην Soissons. Ο Κλήμης αναγνωρίζονταν ως αρχηγός αυτής της αίρεσης. Αυτός ο μοχθηρός κόμης συνήθιζε να λέει γι’ αυτόν ότι δεν είχε γνωρίσει σοφότερο άνθρωπο. Η αίρεση, ωστόσο, δεν είναι από αυτές που υπερασπίζεται την διδασκαλία της με ειλικρίνεια, αλλά μετά την καταδίκη της εξαπλώνεται μυστικά και προφορικά.
Η ουσία της αναφέρεται ότι είναι η εξής: υποστηρίζουν ότι η γέννηση του Υιού από την Παρθένο είναι φαινομενική. Θεωρούν ότι τα βάπτισμα των παιδιών πριν φτάσουν σε ηλικία να καταλαβαίνουν δεν έχει αξία, άσχετα από τους αναδόχους˙ αποκαλούν το δικό τους [βάπτισμα] που γίνεται, κι εγώ δεν ξέρω με τι σχοινοτενείς περιφράσεις, Λόγο του Θεού. Τόσο πολύ αποστρέφονται το μυστήριο που γίνεται στο θυσιαστήριο, που αποκαλούν τα στόματα των ιερέων, στόμα της κολάσεως. Και αν κάπου-κάπου συμμετέχουν με άλλους στο μυστήριό μας, ως κάλυψη της αιρέσεώς τους, το θεωρούν απλό γεύμα και δεν τρων τίποτα άλλο όλη μέρα. Δεν κάνουν καμιά διάκριση μεταξύ αγιασμένων κοιμητηρίων και άλλων τόπων. Καταδικάζουν τον γάμο και την γέννηση απογόνων μέσω συνεύρεσης. Και σίγουρα, όπου είναι διασκορπισμένοι στον λατινικό κόσμο, μπορείς να δεις άνδρες να συμβιώνουν με γυναίκες χωρίς να φέρουν την ονομασία των συζύγων, και με τέτοιο τρόπο που άνδρας δεν κατοικεί με γυναίκα, αρσενικό με θηλυκό, αλλά είναι γνωστό ότι άνδρες ξαπλώνουν με άνδρες και γυναίκες με γυναικες˙ διότι μεταξύ τους είναι παράνομο οι άνδρες να πλησιάζουν τις γυναίκες. Απορρίπτουν τις τροφές και όλα τα είδη που είναι προϊόντα συνουσίας.
Κάνουν συγκεντρώσεις σε κελάρια και μυστικούς τόπους, κι εκεί τα φύλα συνευρίσκονται ελεύθερα. Όταν οι κανδήλες ανάβουν, υπό το βλέμμα όλων, γυναίκες ελαφρών ηθών προσφέρουν τον εαυτό τους σε όποιον βρίσκεται πίσω τους. Αμέσως οι κανδήλες σβήνουν, όλοι μαζί φωνάζουν ΧΑΟΣ και ο καθένας ξαπλώνει με όποια βρίσκεται δίπλα του.
Αν συμβεί κάποια γυναίκα να μείνει έγκυος, μόλις γεννηθεί το βρέφος, το πάνε στο ίδιο μέρος. Ανάβουν μια μεγάλη φωτιά και πετάνε το βρέφος ο ένας στον άλλο πάνω από τις φλόγες, καθώς κάθονται γύρω από την φωτιά, μέχρι να πεθάνει. Μετά το κάνουν στάχτη˙ από τις στάχτες φτιάχνουν ψωμί, από το οποίο παίρνει ο καθένας μια μπουκιά σαν μετάληψη. Μόλις το φάνε, είναι αμφίβολο ότι μπορεί κάποιος να ξαναβρεί τα λογικά του από την αίρεση.
Αν ξαναδιαβάσεις τις διάφορες αναφορές στις αιρέσεις του Αυγουστίνου, θα δεις ότι αυτή ομοιάζει σε όλα με εκείνη των Μανιχαίων. Αν και αυτή η αίρεση ανάγει την καταγωγή της σε παλιότερες εποχές μεταξύ των μορφωμένων, τα απομεινάρια της κατάντησαν μεταξύ των αγροίκων, οι οποίοι καυχώνται ότι κρατούν τον τρόπο ζωής των αποστόλων και επιλέγουν να διαβάζουν μόνο τις πράξεις.
Οι δύο άνδρες που κατονομάστηκαν παραπάνω, οδηγήθηκαν σε ανάκριση από τον εξοχότατο επίσκοπο της Soissons, Lisiard[55]. Όταν ο επίσκοπος τους κατηγόρησε ότι κάνουν συγκεντρώσεις εκτός εκκλησίας και ότι υπάρχουν αναφορές από τους γείτονες ότι είναι αιρετικοί, ο Κλήμης απάντησε: “Δεν διαβάσατε το Ευαγγέλιο, κύριέ μου, που γράφει Ευλογημένοι οι αιρετικοί (beati eritis, στο κείμενο)[56];” - επειδή ήταν αμόρφωτος νόμιζε ότι eritis σημαίνει αιρετικοί. Επίσης νόμιζε ότι οι αιρετικοί ονομάζονται έτσι επειδή ήταν κληρονόμοι (hereditarii) του Θεού. Αλλά όταν ερωτήθηκαν τι πίστευαν, απάντησαν με εντελώς χριστιανικό τρόπο˙ ωστόσο δεν αρνήθηκαν τις συναθροίσεις. Επειδή είναι στη φύση αυτών των ανθρώπων η άρνηση, ενώ μυστικά πλανούν τις καρδιές των κουτεντέδων, καταδικάστηκαν στην δοκιμασία του εξορκισμένου ύδατος.
Καθώς αυτό ετοιμάζονταν, ο επίσκοπος μου ζήτησε να μάθω τις πεποιθήσεις τους κατ’ ιδίαν˙ και όταν τους ρώτησα για τον νηπιοβαπτισμό, είπαν: “Ο πιστεύων και βαπτισθείς σωθήσεται[57]”. Αφού είδα πόση ανομία κρύβεται πίσω από λόγους δικαιοσύνης, ρώτησα την άποψή τους γι’ αυτούς που βαπτίζονται στην πίστη άλλων. Η απάντησή τους ήταν: “Για όνομα του θεού, παρακαλούμε, μην μας ζητάς τόσο βαθιά εξέταση”, και με παρόμοιο τρόπο [απάντησαν] σε κάθε θέμα ξεχωριστά, “πιστεύουμε ότι λες”. Έπειτα μου ήρθε στο μυαλό αυτό στο οποίο συμφωνούσαν κάποτε οι Πρισκιλλιανοί: “Να ορκίζεστε, αληθινά ή ψεύτικα, αλλά μην προδίδετε το μυστικό[58]”. Είπα στον επίσκοπο: “Ας οδηγηθούν στην δοκιμασία, διότι οι μάρτυρες που τους άκουσαν να διδάσκουν αυτά δεν είναι παρόντες”. Διότι υπήρχε κάποια οικοδέσποινα, την οποία ο Κλήμης είχε ξεγελάσει μέσα στην χρονιά, και κάποιος διάκονος που είχε ακούσει αυτά τα διαβολικά πράγματα από την γλώσσα του συγκεκριμένου ατόμου.
Κι έτσι ο επίσκοπος έκανε την Θεία Λειτουργία εκείνη την ημέρα και από τα χέρια του έλαβαν τα καθαγιασμένα Δώρα με αυτά τα λόγια: “Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, είθε να σας δοκιμάσουν σήμερα”. Όταν έγινε αυτό, ο αφοσιωμένος επίσκοπος και ο διάκονος Πέτρος, άνδρας στέρεης πίστης, ο οποίος είχε αδιαφορήσει στις υποσχέσεις που έδωσαν για να μην περάσουν την δοκιμασία, ετοιμάστηκαν για τον αγιασμό του ύδατος. Με πολλά δάκρυα ο επίσκοπος έψαλε την ακολουθία και μετά έκανε τον εξορκισμό. Μετά οι άνθρωποι ορκίστηκαν ότι ποτέ δεν πίστεψαν ή δίδαξαν κάτι αντίθετο με την πίστη. Ο Κλήμης όταν έπεσε στην δεξαμενή επέπλευσε σαν κούτσουρο. Στο θέαμα όλο το εκκλησίασμα αναγάλλιασε με χαρά. Η αναγγελία του γεγονότος είχε συγκεντρώσει πλήθος ανθρώπων και των δύο φύλων, τόσο που κανένας από τους παρισταμένους δεν θυμόταν να έχει ξαναδεί. Ο άλλος, ομολογώντας την πλάνη του, αλλά ακόμη αμετανόητος, κρατήθηκε δέσμιος με τον καταδικασμένο αδελφό του. Δύο ακόμη, οι οποίοι ήταν φανερά αιρετικοί, ήρθαν στην συγκέντρωση από την Dormans και συνελήφθησαν επίσης.
Στο μεταξύ προχωρήσαμε σε σύνοδο στην Beauvais, για να συμβουλευθούμε τους επισκόπους, τι να κάνουμε σ’ αυτή την περίπτωση. Αλλά κατά την διάρκειά της, οι πιστοί, επειδή φοβούνταν την επιείκεια των ιερέων, όρμησαν στη φυλακή, άρπαξαν τους αιρετικούς, και ανάβοντας φωτιά τους έκαψαν όλους έξω από την πόλη. Ο λαός του Θεού ήταν δίκαια οργισμένος εναντίον τους, μήπως και εξαπλωθεί ο καρκίνος.»
δ. Παρατηρήσεις.
Οι κάτοικοι της Soissons έδειχναν ανέκαθεν μια ιδιαίτερη ευαισθησία στα εκκλησιαστικά θέματα. Τον Θ’ αι. δεν δίστασαν να τα βάλουν με τον βασιλικό εγκάθετο επίσκοπο και να διορίσουν κάποιον δικό τους. Κατά την διάρκεια του ΙΑ’ & ΙΒ’ αι. η πόλη αυτή του Βορρά είχε το δικό της μερίδιο στις κοινωνικο-οικονομικές μεταλλάξεις, οι οποίες συνέβαιναν εκείνη την εποχή στην Δύση. Οι αλλαγές αυτές δεν αναγνωρίστηκαν αμέσως από την διοικούσα άρχουσα τάξη με αποτέλεσμα τις κοινωνικές ανησυχίες. Δίνοντας τον δικό τους αγώνα, οι κάτοικοι της Soissons κατάφεραν να λάβουν από τον επίσκοπο την δική του Χάρτα για της ελευθερίες της πόλης τους το 1115 μ.Χ. την εποχή δηλαδή που συνέβη το περιστατικό με τους αιρετικούς.
Η ίδρυση της κομμούνας της Soissons συνέπεσε με την δίκη των Κλήμη και του Εβράρδου και η αντίδραση της κοινότητας (όχι του όχλου, όπως υποτιμητικά θέλουν να τους αποκαλούν οι αποδομητές) δείχνει πόσο μακριά από την βούληση του κόσμου βρίσκονταν αιρέσεις, στερημένες οποιασδήποτε λαϊκής βάσης. Οι κάτοικοι της Soissons εκτίμησαν ότι η δράση των Κλήμη και Εβράρδου ήταν ενάντια στα συμφέροντα της κοινωνίας, όπως ακριβώς και η δράση των μάγων. Στο περιστατικό του λυντσαρίσματος των δύο αιρεσιαρχών αντικατοπτρίζεται η αντίδραση της πόλης, η οποία έχει βγει μόλις από μια αναταραχή μόνο και μόνο για ν’ ανακαλύψει ότι στα σκοτεινά υπόγειά της διαπράττονται ανείπωτες ανομίες. Η Soissons την περίοδο αυτή αποζητούσε την ειρήνη και δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει στα περιθωριακά στοιχεία της να την διαταράξουν πάλι. Οι ενέργειες του πλήθους φαντάζουν φρικιαστικές στα μάτια του ιστορικού του εικοστού πρώτου αιώνα, ο οποίος έχει τόσο αμβλυμμένο έως ανύπαρκτο το θρησκευτικό αισθητήριο, ώστε να νομίζει ότι οι αναφερόμενοι δεν ήταν αιρετικοί αλλά αναμορφωτές, ότι οι πηγές κάνουν λάθος από φανατισμό. Αλλά η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στην τιμωρία, ενάντια στην επιεική στάση της εκκλησίας, αποδεικνύει ότι σφάλλει και του υπενθυμίζει ότι πρέπει να κρίνει τα ιστορικά γεγονότα μέσα στο κλίμα και το πλαίσιο στο οποίο συμβαίνουν.
Οι αιρετικοί ήταν Μανιχαίοι. Ο Guibert de Nogent, γνώστης του έργου του Αγ. Αυγουστίνου, δεν έσφαλε. Ακόμη και αν θέλει κάποιος να θεωρήσει τις αναφορές του υπερβολικές, ο πυρήνας των δογμάτων τους είναι ξεκάθαρος. O J. B. Russell θεωρεί ότι η αποστροφή τους προς τα γεννήματα της σεξουαλικής επαφής έχει θεολογικά ερείσματα. Προς επίρρωση της γνώμης του φέρει την ερμηνεία του Συμβόλου της Πίστεως από τον επίσκοπο της Soissons, Joscelin το 1130[59]. Συγκεκριμένα επικαλείται την φράση: «ότι έχει συλληφθεί ως αποτέλεσμα της επαφής αρσενικού και θηλυκού, έχει συλληφθεί εν αμαρτία». Εκείνο που δεν καταλαβαίνει ο J. B. Russell στην ερμηνεία του επισκόπου είναι ότι ο τρόπος σύλληψης ως αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος είναι και φορέας του προπατορικού αμαρτήματος[60] σε αντιδιαστολή με την ίδια την γενετήσια πράξη, η οποία είναι αμαρτία εκτός του γάμου. Άρα σε καμιά περίπτωση ο επίσκοπος Joscelin, όπως και η Εκκλησία δεν δέχεται τον ευλογημένο από αυτήν γάμο, ως αμαρτία, όπως υποστήριζαν οι Μανιχαίοι. Πρόκειται για ερμηνεία του Joscelin στο «και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα», όπου αναφέρει ότι η σύλληψη του Κυρίου δεν έγινε όπως γίνεται η σύλληψη των άλλων ανθρώπων, οι οποίοι φέρουν την προπατορική αμαρτία και καθαρίζονται από αυτήν με το βάπτισμα. Ο Κύριος ήταν απαλλαγμένος από το προπατορικό αμάρτημα.
Σε αντίθεση οι Μανιχαίοι ήταν κατά του γάμου και κατά της σύλληψης και της γέννησης, διότι πίστευαν ότι κάθε άνθρωπος που γεννιέται φέρει εγκλωβισμένο στο υλικό σώμα του κάποιον θεϊκό σπινθήρα, εν είδει φυλακής. Για να μην φυλακίζεται ο θεϊκός σπινθήρας στο δημιουργημένο από τον κακό θεό σώμα, δεν έπρεπε κατ’ αυτούς να γεννιούνται άνθρωποι. Δεν ήταν, λοιπόν, αντίθετοι με την σαρκική ένωση αλλά με το αποτέλεσμα αυτής. Δεν ήταν αντίθετοι με την ηδονή, αλλά με την γέννηση. Αυτό καμιά σχέση δεν έχει με την χριστιανική θεολογία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ερμηνεία του Joscelin αντικατοπτρίζεται η άποψη του αγ. Αυγουστίνου[61] περί της επιθυμίας της σαρκός (concupiscentia). Ο αγ. Αυγουστίνος καθόρισε την επιθυμία αυτή κατά την εκπλήρωσή της μέσα στην γενετήσια λειτουργία, ως το μέσο δια του οποίου μεταβιβάζεται το προπατορικό αμάρτημα από τον Αδάμ στα γεννημένα νήπια[62]. Επειδή, λοιπόν, κατ’ αυτή την άποψη ο Κύριος δεν γεννήθηκε από την γενετήσια πράξη ανδρός και γυναικός, αλλά εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, δεν ήταν φορέας του προπατορικού αμαρτήματος. Αργότερα ο Θωμάς Ακινάτης[63] απέρριψε την θέση του αγ. Αυγουστίνου, και στην εν Τριδέντω Σύνοδο διατυπώθηκε ότι η επιθυμία την οποία ο Απόστολος καλεί αμαρτία, η Εκκλησία ουδέποτε γνώρισε να καλείται αμαρτία, ως αληθινή αμαρτία, αλλά ως εξ αμαρτίας προελθούσα και προς αμαρτία κλίνουσα[64].

Βρετάνη, 1145 μ.Χ.
α. Ιστορικά.
Στην χορεία των τρελλών γνωστικών διδασκάλων του ΙΒ’ αι. συγκαταλέγεται και ο Εύδος (Eon de Stella)[65]. Ήταν αυτόχθων της Βρετάνης και η δράση του περιορίστηκε σ’ αυτή την περιοχή. Η καριέρα του κράτησε τρία χρόνια. Συγκέντρωσε γύρω του τον απαραίτητο αριθμό οπαδών, οι οποίοι τον λάτρευαν κι επιδίδονταν σε επιθέσεις σε εκκλησίες και μοναστήρια[66]. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να τον συνδέουν με τα αιρετικά κινήματα της εποχής, ούτε μπορεί να βγει κάτι από την διδασκαλία του. Η δράση του ήταν αυτόνομη με καθαρή γνωστική αντιστοίχηση.
β. Πηγές.
Παρατίθενται δύο κείμενα. Το πρώτο είναι απόσπασμα από την Συνέχεια του Χρονικού του Sigebert του Gembloux, γραμμένο από τον Robert de Monte[67]. Λατινικό κείμενο MGH SS 6, 389-90. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 142-143˙ R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 62-63.
Το δεύτερο κείμενο είναι απόσπασμα από την Ιστορία των βασιλέων της Αγγλίας ( Historia rerum anglicarum I.19) του William του Newburgh (ή William Parvus). Το έργο γράφτηκε μεταξύ των ετών 1199 και 1201. Αν και αποστασιοποιείται χρονικά από τα γεγονότα o Wiiliam γνώρισε προσωπικά οπαδούς του Εύδου κι έλαβε πληροφορίες από πρώτο χέρι. O William ήταν εκκλησιαστικός στο Bridlington του Yorkshire. Λατινικό κείμενο, Willelmi Parvi canonici de Novoburgo, Historia rerum anglicarum, ed. Richard Howlett στην σειρά Chronicles of the Reigns of Stephen, Henry II, and Richard I, (4 vols) London 1884, vol.1. Αγγλική μετάφραση Joseph Stevenson, στην σειρά The Church Historians of England vol. IV pt.2, London 1861. Αγγλική μετάφραση αποσπάσματος W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 143-146˙ R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 63-66.
Η επίδοση των Εονιστών στην λεηλασία ναών και μοναστηριών προκάλεσε το ενδιαφέρον των ιστορικών και χρονογράφων, οπότε έχουμε μια μακρά λίστα δευτερευουσών πηγών.
- Continuatio Praemostratensis, MGH SS 4,454.
- Annales Parchenses anno 1149, MGH SS 16,605.
- Annales Cameracenses, MGH SS 16,517.
- Annales Magdeburgenses, MGH SS 16,190.
- Annales Casinenses, MGH SS 19,310.
- Concilium Remenense (a. 1148), Mansi 21,720.
- Otto Frisigensis, Gesta Friderici, MGH SS rerum Germanicarum 45.1,54-56.
- Chronicon Brittanicum, ed. Martin Bouquet, Recueil…, XII 558.
- Balduini Ninovensis, Chronicon, ed. J.-J. de Smet, Recueil de chroniques des Flendres, Brussels 1847, II 706˙ MGH SS 25.532.
- Hugo Rothomagensis, Contra Haereticos sui temporis, PL 192.1255-1298.
γ. Κείμενο.
A.
«1146. Η αίρεση των Εονιτών διαδόθηκε ανάμεσα στους Βρετόνους. Ο αρχηγός τους ήταν κάποιος άνθρωπος με διαβολικό χαρακτήρα, με το όνομα Εόν. Παρόλο που ήταν αμόρφωτος και μόλις ήξερε ακόμη και τα γράμματα του αλφαβήτου, συζητούσε και κήρυττε για το Άγιο Πνεύμα με βρώμικο στόμα. Αν και δεν ανήκε σε κάποια ιερατική τάξη, λειτουργούσε με ασεβή τόλμη, προς παραπλάνηση και καταστροφή των διεφθαρμένων ανθρώπων˙ διόριζε ακόμη και επισκόπους και αρχιεπισκόπους από τους οπαδούς του˙ κι έπραττε πολλές περισσότερες παραβάσεις του θείου νόμου. Στο τέλος, γεμάτος διαβολική έμπνευση, σε μια έκρηξη μεγάλης τρέλας, ανακοίνωσε – και απαίτησε να το πιστέψουν – ότι είναι ο Υιός του Θεού και ότι στο δικό του όνομα οι ιερείς κάνουν κατά το τυπικό απόλυσή του, όταν λένε “Δι’ Αυτού του Κυρίου ημών”. Είναι καλό να αποκαλύπτουμε αυτά τα βλάσφημα και μιαρά πράγματα, όπως αυτά που οι αιρετικοί που λέγονται Εονίτες – δηλαδή, οπαδοί του Εόν – κάνουν στα κρυφά, μήπως και προκαλέσουν τρόμο ή ίσως προξενήσουν βλάβη στους ελαφρόμυαλους.
1148. Ο πάπας Ευγένιος συγκάλεσε σύνοδο στην Rheims…[68] . Σε αυτή την σύνοδο ο αιρετικός Εόν μεταφέρθηκε από έναν καθολικό επίσκοπο της Βρετάνης, για να εμφανιστεί ενώπιον του πάπα. Σε μια δημόσια ακρόαση εξετάστηκε αμέσως για την κακή του αίρεση και βρέθηκε ένοχος. Γλίτωσε, αλήθεια, τον θάνατο και τον ακρωτηριασμό, αλλά με παπική εντολή και παρά τις διαμαρτυρίες του επισκόπου που τον προσήγαγε, τέθηκε υπό κράτηση, όπου και πέθανε σε σύντομο χρονικό διάστημα.»
Β. Historia rerum anglicarum I.13
«Την ίδια εποχή ο πάπας Ρώμης, Ευγένιος, αναδείχθηκε κεφαλή της Αποστολικής Έδρας εξαιτίας της ακρίβειας του μοναχικού του βίου και ήρθε στην Φραγκία για να προωθήσει την εκκλησιαστική πειθαρχία και να συγκαλέσει σύνοδο στην Rheims. Όσο καιρό ήταν εκεί με πλήρη συνοδεία επισκόπων και αριστοκρατών, προσήχθη ενώπιον του κάποιος ολέθριος τύπος, ο οποίος, πλήρης διαβολικού πνεύματος, είχε παραπλανήσει πολλούς με την πονηριά και τα τεχνάσματά του, ώστε, στηριζόμενος στον αριθμό των οπαδών του, περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη, προκαλώντας τρόμο και καταστρέφοντας εκκλησίες και μοναστήρια, συγκεκριμένα. Τελικά, αφού λυσσομάνησε επί μακρόν και παντού, η σοφία υπέταξε το κακό˙ συνελήφθη από τον Αρχιεπίσκοπο της Rheims και σύρθηκε στη αγία σύνοδο. Ονομαζόταν Εύδος, με επίθετο de Stella˙ γεννημένος στην Βρετάνη, αμόρφωτος και αδαής, τόσο λυσσασμένος από τις απάτες του δαίμονα, ώστε, επειδή το όνομά του προφέρεται Εόν στα γαλλικά, πίστευε ότι η φράση που βρίσκεται σε εκκλησιαστικό εξορκισμό, “Δι’ αυτού (eum) που θα έρθει να κρίνει ζώντας και νεκρούς, και τον κόσμο με φωτιά”, αναφέρεται στον ίδιο. Ήταν τόσο βλάκας που δεν ήξερε την διαφορά του Εum και του Eon˙ και ακόμη περισσότερο, με απίστευτη τυφλότητα, πίστευε ότι ήταν αρχηγός και κριτής ζώντων και νεκρών. Ήταν τόσο επιδέξιος σε διαβολικά τεχνάσματα για να παγιδεύει τις ψυχές των απλών ανθρώπων, ώστε συγκέντρωσε γύρω του ένα εξαπατημένο πλήθος σαν μύγες πιασμένες στον ιστό της αράχνης˙ όλοι τους τον δέχονταν ως τον κύριο των κυρίων. Μερικές φορές, πράγματι, περιόδευε σε διάφορες περιοχές με καταπληκτική ταχύτητα˙ άλλες φορές παρέμενε για λίγο στις ερημιές και τα απρόσιτα μέρη, και από κει, με παρότρυνση διαβολική, εμφανίζονταν απρόσμενα, καταστρέφοντας εκκλησίες και μοναστήρια ιδιαίτερα.
Μαζεύτηκαν γύρω του πολλοί από τους φίλους και τους συγγενείς του (διότι δεν ήταν από λαϊκή καταγωγή), είτε γιατί ήθελαν να τον συνετίσουν σε μια οικογενειακή προσπάθεια ή για να επιβεβαιώσουν περιστασιακά πως είχαν τα πράγματα. Φαίνεται ότι είχε αξιοσημείωτη ακτινοβολία, βασιλική πολυτέλεια και αλαζονεία˙ αυτοί που τον περιποιούνταν, ελεύθεροι από φροντίδα και μόχθο, ακριβά στολισμένοι, επιδεικτικά τρεφόμενοι, έμοιαζαν να ζουν σε μεγάλη τρυφηλότητα, ώστε πολλοί που ήρθαν να του επιτεθούν άλλαξαν γνώμη, όχι εξαιτίας της άποψης, αλλά της ψευδαίσθησης μεγαλείου. Αυτές οι απατηλές εμφανίσεις οφείλονταν στους δαίμονες, από όπου αυτό το άθλιο πλήθος τρέφονταν στις ερημιές, όχι με πραγματική υλική τροφή, αλλά μάλλον με αιθέρια – παρεχόμενη με αόρατο τρόπο από πνεύματα του αέρα για να δελεάσουν και όχι να θρέψουν ψυχές – και αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός, ότι στο τελευταίο ρέψιμο αδυναμία αντικαθιστούσε τον κορεσμό αυτών των τροφών και συνεπώς η πείνα θα εξασφάλιζε ότι θα αναζητούσαν ξανά την ίδια τροφή. Όποιος τύχαινε να είναι μαζί τους και δοκίμαζε την τροφή τους προσβάλλονταν πνευματικά καθώς είχε μοιραστεί το διαβολικό γεύμα κι έκτοτε συμμετείχε στο ίδιο βρωμερό πλήθος˙ και όποιος λάμβανε ο,τιδήποτε απ’ αυτούς διέτρεχε κίνδυνο. Αναφέρεται ότι κάποιος ιππότης, συγγενής αυτού του κακού ανθρώπου, ήρθε και τον προειδοποίησε ανοικτά να παρατήσει αυτή την σέκτα και να επιστρέψει στους δικούς του και την κοινωνία της χριστιανικής χάρης. Κρατώντας τον άνθρωπο σε αναμονή με πονηράδα, ο Εόν του έκανε μια πολυτελή επίδειξη θαυμάτων διαφόρων ειδών, ώστε να τον παγιδεύσει με την παραπλανητική γητεία αυτών που είδε. “Είσαι συγγενής μας”, είπε. “Πάρε ότι θέλεις και όσα θέλεις από τα δικά μας”. Αλλά αυτός ο συνετός άνθρωπος σηκώθηκε κι έφυγε, επειδή είχε πει την προειδοποίησή του στον αέρα. Ωστόσο, ο ακόλουθός του, βλέποντας ένα γεράκι εξαιρετικής ομορφιάς, το επιθύμησε προς καταστροφή του. Ζήτησε και το έλαβε και χαρούμενος ακολούθησε τον κύριό του που αναχωρούσε. Ο τελευταίος του είπε, “Διώξε αμέσως αυτό που κουβαλάς, διότι δεν είναι το πουλί που φαίνεται, αλλά δαίμονας μεταμφιεσμένος”. Γρήγορα αποδείχτηκε η αλήθεια των λόγων του. Διότι αμέσως μόλις ο άφρων τύπος αρνήθηκε ν’ ακολουθήσει την συμβουλή, πρώτα παραπονέθηκε ότι το γεράκι του νύχιασε την παλάμη πολύ σφιχτά με τα γαμψά του νύχια˙ μετά τον σήκωσε στον αέρα από το χέρι και δεν τον ξαναείδαν από τότε.
Αυτός ο κακοπραγής, σεληνιασμένος από την δαιμονική επιρροή, αναφέρεται ότι στέλνονταν συχνά οπλισμένες δυνάμεις από τις αρχές για να τον κυνηγήσουν, όμως εις μάτην˙ τον αναζητούσαν αλλά δεν τον εύρισκαν. Τελικά, έχασε την βοήθεια των δαιμόνων, όταν δεν μπορούσαν άλλο να δρουν μέσω αυτού, διότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι περισσότερο από αυτό που τους είναι επιτρεπτό από τις άνω δυνάμεις κατά την δίκαιη κρίση του Θεού. Συνελήφθη από τον αρχιεπίσκοπο της Rheims εύκολα. Το πλήθος της ακολουθίας του διαλύθηκε αλλά οι οπαδοί που ήταν προσκολλημένοι σ’ αυτόν και συνεργάτες του πιάστηκαν επίσης.
Όταν στάθηκε μπροστά στο συμβούλιο και ρωτήθηκε από τον ποντίφικα ποιος ήταν, απάντησε: “Είμαι ο Αιών που θα έρθω να κρίνω ζώντας και νεκρούς και τον κόσμο με φωτιά”. Επίσης, είχε ένα ραβδί με κάποιο παράξενο σχέδιο, ήταν διχαλωτό στο επάνω άκρο. Ρωτήθηκε τι σήμαινε το ραβδί γι’ αυτόν. Είπε, “Πρόκειται για άλυτο μυστήριο, διότι όπως κοιτά τον ουρανό με το δικράνι του, όπως το παρατηρείτε, ο Θεός έχει τα δύο τρίτα του κόσμου και το ένα τρίτο το έδωσε σε μένα. Από την άλλη, αν γυρίσω τις δύο κορυφές του ραβδιού προς τη γη και υψώσω το κάτω άκρο, που είναι μονό, προς τον ουρανό, κρατώντας τα δύο τρίτα του κόσμου για τον εαυτό μου, αφήνω μόνο το ένα τρίτο στον Θεό”. Σ’ αυτά η σύνοδος γέλασε και τον ειρωνεύτηκε γιατί ήταν αξιοκατάκριτος.
Εν τέλει, έζησε για λίγο χρονικό διάστημα, μετά την καταδικαστική απόφαση της συνόδου να τεθεί υπό περιορισμό, ώστε να μην διαδοθεί η αρρώστια του. Οι οπαδοί του – στους οποίους είχε δώσει βαρύγδουπα ονόματα, ονομάζοντας τον ένα Σοφία, τον άλλο Γνώση, κάποιον άλλο Κρίση και τους υπόλοιπους με τον ίδιο τρόπο – οδηγήθηκαν πρώτα στο δικαστήριο και μετά στην πυρά, προτίμησαν να πεθάνουν παρά ν’ αλλάξουν τις ζωές τους, διότι δεν δέχονταν με κανένα τρόπο τα ορθά δόγματα, αλλά πεισματικά επαίρονταν στα ψευδώνυμα, τόσο πολύ ώστε αυτός που λεγόταν Κρίση, με κακώς νοούμενη πίστη απείλησε με εκδικητική τιμωρία τους φύλακές του. Έμαθα από κάποιο σεβάσμιο πρόσωπο που ήταν παρόν όταν συνέβησαν αυτά κι έτυχε ν’ ακούσει αυτόν, που λεγόταν Κρίση, να επαναλαμβάνει, όπως οδηγούνταν στην τιμωρία, “Γη, άνοιξε!”, λες και η γη όφειλε να υπακούσει την εντολή του και να καταπιεί τους εχθρούς του, όπως τον Δαθάν και τον Αβειρών. Πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της πλάνης, όταν βρει τόπο στην καρδιά!»
δ. Παρατηρήσεις.
Αν κάποιος ανατρέξει τα πρακτικά της συνόδου της Rheims του 1148 (Mansi 21.711-735), δεν βρίσκει καμιά αναφορά στον Εύδο. Στην σύνοδο ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ κατηγόρησε τον Gilbert de la Porée, επίσκοπο Poitiers (1142-1154) για τριαδολογικές κακοδοξίες, αλλά δεν πέτυχε καταδίκη του. Επίσης στον 18ο κανόνα απαγορεύεται να προσφέρεται υποστήριξη ή καταφύγιο στους αιρεσιάρχες της Γασκώνης, της Προβηγκίας ή αλλού επί ποινή αφορισμού. Η περίπτωση του Εύδου δεν αναφέρεται. Ωστόσο, οι πηγές συμφωνούν ότι καταδικάστηκε από αυτή την σύνοδο, οπότε πληροφορία δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Είναι πιθανόν η δίκη του να έγινε στο περιθώριο της συνόδου επειδή ήταν κατανοητό ότι ο τύπος ήταν παρανοϊκός. Έτσι δεν χρειαζόταν να γίνει μνεία στα πρακτικά.
i) Ο Otto του Freising[69] αναφέρει ότι ο Εύδος συνελήφθη από τον Suger (1081-1151, ηγούμενος από το 1127) ηγούμενο της μονής του αγίου Διονυσίου και αντιβασιλέα του Λουδοβίκου Ζ’ (1137-1180). Όλες οι άλλες πηγές συμφωνούν ότι τον συνέλαβε ο Αρχιεπίσκοπος της Rheims Σαμψών (1140-1161). Στα Annales Parchenses αναφέρεται ότι φυλακίστηκε στην porta Martis, μια από τις τέσσερις κύριες πύλες της πόλης[70].
ii) Όλες οι πηγές αναφέρουν ότι ο Εόν ήταν αμόρφωτος, ωστόσο ήξερε γράμματα. Το περίεργο θα ήταν να μην ξέρει, δεδομένης της αριστοκρατικής καταγωγής του. Όσο αμόρφωτος και να ήταν, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αδυνατούσε ν’ αντιληφθεί την σημασία της αντωνυμίας «eum», που βρίσκεται στην φράση “per Eum qui venturus est judicare vivos et mortuos, et speculum per ignem”. Τα λατινικά δεν ήταν νεκρή γλώσσα τον ΙΒ’ αι. και ο Εόν δεν ήταν κάποιος αμόρφωτος χωριάτης. Επίσης είναι αδύνατο να πιστέψουμε ότι δεν γνώρισε την προφορά του ονόματός του στα γαλλικά, όπως ισχυρίζεται ο William. Μάλλον πρέπει ν’ αναζητηθεί αλλού η προέλευση του ονόματος Εόν. Αν προσέξει κάποιος τα ονόματα που έδωσε στους συνεργάτες του, Σοφία, Γνώση, Κρίση, (Sapientam, Scientiam, Judicium) διαπιστώνει ότι είναι τρεις από τους Αιώνες του γνωστικού Πληρώματος. Αμέσως, γίνεται κατανοητό ότι το όνομά του δεν ήταν Εόν, αλλά Αιών, και αυτό συμφωνεί με την ψευδαίσθηση της ανωτερότητάς του.
Οι λατινόφωνοι ιστορικοί και χρονογράφοι του Μεσαίωνα μπορεί να γνώριζαν καλά το έργο του Αυγουστίνου, αλλά είναι απίθανο να μπορούσαν να διαβάσουν τον άγιο Επιφάνιο. Έτσι στάθηκε αδύνατο ν’ αντιληφθούν τι σήμαινε η λέξη Αιών, οπότε το σύνδεσαν με το πραγματικό του όνομα, Εύδος. Οπωσδήποτε, ούτε ο Εύδος θα μπορούσε να διαβάσει τον άγιο Επιφάνιο. Από πού, λοιπόν, γνώρισε την γνωστική μυθολογία; Μία λύση υπάρχει. Φαίνεται ότι στον Μεσαίωνα είχε διατηρηθεί κάποιο είδος αφανούς προφορικής γνωστικής παράδοσης. Και αυτό το συμπέρασμα κάνει την περίπτωση του Εύδου σημαντικό αντικείμενο μελέτης, διότι δείχνει ότι οι Γνωστικοί είχαν επιβιώσει στην Δύση κατά την περίοδο των Σκοτεινών Χρόνων, κρυμμένοι φυσικά, ύστερα από τις θανατικές καταδίκες των Πρισκιλλιανών τον Στ’ αι[71].
Από πού έλαβε ο Εύδος την γνωστική προφορική παράδοση; Ποιος ήταν ο φορέας της; Αυτή η ερώτηση είναι δύσκολο ν’ απαντηθεί με συγκεκριμένο τρόπο. Σε μια ιστορική αναδρομή εντοπίζουμε την Θεούδα, τον Αδελβέρτο παλιότερα, τον Tnachelm και τον Εύδο τώρα, όλοι τους παρανοϊκοί ρήτορες που δημιούργησαν προσωποπαγείς σέκτες, χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον. Έτσι, δεν μπορεί να εντοπιστεί η συνέχεια κάποιας γνωστικής σέκτας, πέρα από τα παραδείγματα. Αλλά τα παραδείγματα δείχνουν την επιβίωση του γνωστικισμού και την μετάδοσή του χρονικά, όχι μέσα από μια οργανωμένη αίρεση, αλλά δια μέσου ονομαστών αιρεσιαρχών, οι οποίοι με την δράση τους τράβηξαν την προσοχή των αρχών, πολιτικών και εκκλησιαστικών. Ίσως και αυτοί, αν ήταν λιγότερο μεγαλομανείς και παρανοϊκοί, αν απέφευγαν να συγκρουστούν με την εκκλησία, να διέλαθαν της προσοχής. Είναι, λοιπόν, πιθανό, αναγνωρίζοντας από τα ίχνη τον λέοντα, πολλοί ακόμη αιρεσιάρχες, με λιγότερο επιδεικτική δράση, να δίδαξαν κατά την διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων, χωρίς ν’ αφήσουν το στίγμα τους, μεταδίδοντας, όμως, την γνωστική διδασκαλία, διατηρώντας αυτόχθον υλικό, ώστε φθάνοντας οι απεσταλμένοι της Ανατολής, βρήκαν έτοιμο φύραμα.
iii) Η σύγχυση των χρονογράφων για την ετυμολογία του ονόματος προκύπτει από την αυτο-ανακήρυξη του Εύδου σε Ιησού Χριστού. Έτσι οι φράσεις «per eudem» και «per eum», «δι’ αυτού», χρησιμοποιήθηκαν από τους οπαδούς του με την μορφή «per Eudum», «διά του Εύδου», και αυτές οι φράσεις με την σειρά τους χρησιμοποιήθηκαν για την προβολή του Εύδου ως Μεσσία.
ε. Βιβλιογραφία.
- Norman Cohn, The Pursuit of the Millenium, London 1957, pp. 38-40 κ.ε.
- J.B. Russell, Dissent and Reform, University of California Press, pp. 118-124.
- Malcolm Lambert, Medieval Heresy, Oxford 32002, p.61.
- Steven Runciman, The Medieval Manichee, Cambridge University Press 1947, pp.120-121.
- Arno Borst, Die Katharer, Stuttgart 1953, p. 87 κ.ε.
- H. C. Lea, History of the Inquisition, New York 1887, vol. I p. 66.

Κολονία, 1144 μ.Χ.
α. Ιστορικά.
Ο Eberwin ήταν ηγούμενος στο πραιμονστρατενσιανό αβαείο του Steinfeld το 1143-4. Σε επιστολή του απευθύνεται στον Βερνάρδο, του αναφέρει την ύπαρξη δύο αιρετικών ομάδων στην Κολονία και ζητά την βοήθειά του στην θεολογική αντιμετώπιση των κακοδοξιών τους.
Από τις δύο ομάδες, η πρώτη είναι ολοφάνερα Καθαροί. Αναφέρονται όλες οι διδασκαλίες του Καθαρισμού εκτός από την δυαρχία. Αυτή φαίνεται παρέμενε εσωτερική γνώση και δεν κηρύττονταν δημόσια. Η δεύτερη ομάδα έχει σχέση με την αίρεση την οποία διέδιδε ο Ερρίκος της Le Mans. Η αίρεση αυτή μαζί με την αντίστοιχη του Πέτρου της Bruys θα αποτελέσουν αντικείμενο επόμενης μελέτης, γι’ αυτό και το απόσπασμα θα περιοριστεί σε όσα γράφει ο Eberwin για τους πρώτους.
Ο Βερνάρδος δεν απάντησε άμεσα στον Eberwin αλλά έλαβε υπόψη του τις πληροφορίες που του παρέθεσε στην σύνθεση των αντιαιρετικών ομιλιών του. τις οποίες ενέταξε στα σχόλια στο Άσμα Ασμάτων. Οι ομιλίες αυτές (Sermones) χρονολογούνται στο 1144, λίγο πριν το ταξίδι του στην Languedoc[72]. Από το απόσπασμα που θα παρατεθεί φαίνεται ότι ο Βερνάρδος αντιμετωπίζει μανιχαϊκές διδασκαλίες.
β. Πηγές.
Η επιστολή βρίσκεται στο Sancti Bernardi Epistolae (no 472, Everwini Steinfeldensis praepositi ad S. Bernardum) PL 182.676-680 (λατινικό κείμενο). Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 127-32˙ R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 74-78.
Η Ομιλία του Βερνάρδου (Sermon 65) που αποτελεί αντιμετώπιση της αναφερόμενης στην επιστολή αίρεσης, βρίσκεται στο Sancti Bernardi Sermones super Cantica canticorum, ed. J. Leclercq, C.H. Talbot, H. M. Rochais, στη σειρά Sancti Bernardi Opera I-II, Rome 1957-1957, vol. II 172-77.
γ. Κείμενα.
Α.
«Προς τον σεβαστό Κύριο και Πατέρα, Βερνάρδο, ηγούμενο του Κλαιρβώ,
Εβεργίνος, ταπεινός υπηρέτης του αβαείου του Steinfeld, στέλνει ευχές υπέρ υγείας εν Κυρίω, ώστε να ενδυναμώνει την Εκκλησία του Χριστού.
1. Ἀγαλλιάσομαι ἐγώ ἐπί τά λόγιά σου ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά[73]. Είναι συνήθειά σου σε όσα λες και γράφεις για να μας στείλεις να κάνεις Μνήμη τοῦ πλήθους τῆς χρησότητός Του[74], ειδικά στο Άσμα της αγάπης του Νυμφίου και της Νύμφης, το οποίο είναι του Χριστού και της Εκκλησίας, ώστε να μπορέσουμε αληθινά να πούμε στον Νυμφίο, Σύ τετήρηκας τόν καλόν οἶνον ἕως ἄρτι[75]. Σε ανέδειξε σε αρχιτρίκλινό μας σε αυτό, το κρασί πολύτιμο: είθε να μην παύσης ποτέ να μας το προσφέρεις και ούτε να διστάσεις. [Διότι] δεν θ’ αδειάσουν ποτέ οι λίθινες υδρίες. Ούτε η αναπηρία θα σε δικαιολογήσει, διότι στην εκπλήρωση του καθήκοντος, η ευσέβεια προσφέρει περισσότερα από την άσκηση φυσικής δύναμης. Ούτε μπορείς να επικαλεστείς ότι είσαι απασχολημένος. Δεν γνωρίζω κάτι που θα μπορούσε να έχει προτεραιότητα από αυτόν τον σκοπό, τόσο ζωτικό για το κοινό καλό.
Από τις λίθινες υδρίες, Αγιότατε Πατέρα, πόσο πολύ μας έχεις δώσει να γευθούμε ήδη! Αρκετό έχει ξεχειλίσει από την πρώτη για να δώσει σοφία και δύναμη ενάντια στις επιθέσεις των Γραμματέων και των Φαρισαίων˙ από την δεύτερη, ενάντια στα επιχειρήματα και τις λοιδορίες των ειδωλολατρών˙ από την τρίτη, ενάντια στις λεπτές απάτες των αιρετικών˙ από την τέταρτη, ενάντια στους ψευδο-Χριστιανούς˙ από την πέμπτη, ενάντια στους αιρετικούς που θα εμφανιστούν προς το τέλος του κόσμου, για τους οποίους μιλώντας ο Απόστολος, Τό Πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καί διδασκαλίαις δαιμονίων, ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυστηριασμένων τήν ἰδίαν συνείδησιν, κωλυόντων γαμεῖν, ἀπέχεσθαι βρωμάτων ἅ ὁ Θεός ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετά εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καί ἐπεγνωκόσι τήν ἀλήθειαν[76]. Από την έκτη λίθινη υδρία θα πιουν οι πιστοί μέχρι κορεσμού, ενδυναμούμενοι ενάντια σ’ αυτόν, ο οποίος θα ξεπροβάλει αδιαμφισβήτητα μέσα από την τοιαύτη αποστασία από την πίστη, για να εξαπατήσει, αυτός ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απωλείας[77], ὁ ἀντικείμενος καί ὑπεραιρόμενος ἐπί πάντα λεγόμενον Θεόν ἤ σέβασμα… οὗ ἐστιν ἡ παρουσία κατ’ ἐνέργειαν τοῦ σατανᾶ ἐν πάσει δυνάμει καί σημείοις καί τέρασι ψεύδους καί ἐν πάσῃ ἀπάτῃ τῆς ἀδικίας ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις[78]. Μετά απ’ αυτήν, μια έβδομη υδρία θα είναι αχρείαστη, όταν οἱ υἱοί τῶν ἀνθρώπων μεθυσθήσονται από πιότητος τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ, καί τοῦ χειμάρρου τῆς τρυφῆς Του[79].
Ω καλέ πατέρα, έδωσες ήδη άφθονο ποτό από την τέταρτη υδρία για να μας διορθώσεις, να μας οικοδομήσεις, να μας τελειοποιήσεις κατά μέτρο καθώς ξεκινάμε προς, προοδεύομε εις, ή ερχόμαστε κοντά στην τελειότητα. Στο τέλος του χρόνου η διδασκαλία σου θα προμηθεύσει ισχυρή άμυνα ενάντια στην αδιαφορία και την διαστροφή των ψευδο-αδελφών.
Είναι καιρός τώρα να αντλήσεις από την πέμπτη υδρία και ν’ αντιμετωπίσεις δημόσια τους νέους αιρετικούς, οι οποίοι παντού σε όλες τις εκκλησίες αναθυμιάζουνε από τον λάκκο της κολάσεως, ωσάν ο πρίγκιπας τους να πρόκειται κιόλας να ξαμολυθεί, και η μέρα του Κυρίου να βρίσκεται προ των πυλών[80]. Και αυτό το εδάφιο στο Άσμα Ασμάτων, για το οποίο μου μίλησες, Πατέρα, ότι πρόκειται να σχολιάσεις, δηλ. Πιάσατε ἡμῖν ἀλώπεκας μικρούς ἀφανίζοντας ἀμπελώνας[81], εφαρμόζεται σ’ αυτό το μυστήριο και σ’ έφερε με φυσικότητα στην πέμπτη υδρία. Γι’ αυτό, Πατέρα, σε ικετεύω να αναλύσεις όλα τα άρθρα της αίρεσης αυτών των ανθρώπων, που έπεσαν στην αντίληψή μας, θέσε εναντίον τους τα επιχειρήματα και τα αρμόδια κείμενα της πίστεώς μας, κι έτσι εξαφάνισέ τους.
2. Εδώ, στην γειτονιά της Κολονίας, ανακαλύφθηκαν πρόσφατα κάποιοι αιρετικοί, από τους οποίους μερικοί επέστρεψαν στην Εκκλησία μετά την απαιτούμενη μετάνοια. Δύο, ωστόσο – ένας άνδρας που τον είχαν για επίσκοπο και ο βοηθός του – κρατάνε την θέση τους εναντίον μας σε μια συνάθροιση κληρικών και λαϊκών, παρουσία του ιδίου του Αρχιεπισκόπου και μερικών αριστοκρατών, υπερασπιζόμενοι την αίρεσή τους με τα λόγια του Χριστού και του Αποστόλου. Αλλά όταν αντιλήφθηκαν ότι δεν μπορούν ν’ αποδείξουν τις θέσεις τους, ζήτησαν μια μέρα να ετοιμαστούν και να μπορέσουν να παρουσιάσουν μερικούς από τους βοηθούς τους, άνδρες μορφωμένους στην πίστη τους, υποσχόμενοι ότι θα εξιλεώνονταν στην Εκκλησία αν βρίσκονταν οι διδάσκαλοί τους ανήμποροι να προσφέρουν ικανοποιητική απόκριση˙ αλλιώς προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ταλαντεύονται στην πίστη τους. Αφού συμφωνήθηκε αυτό έγινε προσπάθεια να λογικευθούν που κράτησε τρεις μέρες αλλά δεν ήταν δυνατόν να μετανοήσουν. Αποτέλεσμα, παρά την θέλησή μας, να τους αρπάξει το πλήθος, που υποκινούνταν από υπερβολικό ζήλο, και να τους πετάξει στην φωτιά όπου κάηκαν. Είναι θαυμαστό το ότι υπέμειναν την πυρά όχι μόνο με υπομονή, αλλά και με χαρά. Σ’ αυτό το σημείο, Άγιε Πατέρα, θα ήθελα από σένα, να εξηγήσεις από πού προέρχεται σ’ αυτά τα μέλη του σατανά, σταθερότητα τέτοια, που δεν συναντιέται παρά σπάνια ακόμη και σε αφοσιωμένους στην πίστη του Χριστού.
3. Αυτή είναι η αίρεση αυτών των ανθρώπων. Λένε ότι μόνο η δικιά τους είναι η Εκκλησία, στο σημείο που αυτοί μόνοι ακολουθούν τα βήματα του Χριστού. Συνεχίζουν να είναι οι πραγματικοί μιμητές της αποστολικής ζωής, ζητώντας όχι αυτά τα του κόσμου, χωρίς να κατέχουν σπίτια, ή γαίες, ή ο,τιδήποτε δικό τους, όπως και ο Χριστός δεν είχε κάτι δικό του ούτε επέτρεψε στους ακολούθους του το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
“Εσείς, όμως”, λένε, “προσθέτετε σπίτια στα σπίτια, χωράφια στα χωράφια, και ζητάτε όσα είναι του κόσμου. Το κάνετε σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτοί που θεωρούνται τέλειοι ανάμεσά σας, όπως οι μοναχοί και οι απλοί εκκλησιαστικοί, αν και δεν έχουν τίποτα δικό τους και τα έχουν όλα κοινά, παρόλα αυτά κατέχουν όλα αυτά τα πράγματα”.
Για τον εαυτό τους λένε: “Εμείς, οι φτωχούληδες του Θεού, που δεν έχουμε μόνιμη κατοικία και ταξιδεύουμε από πόλη σε πόλη σαν πρόβατα εν μέσω λύκων, διωκόμαστε όπως οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες, παρά το γεγονός ότι ζούμε αυστηρή και αγία ζωή, επιμένοντας μέρα και νύχτα στην νηστεία και στην εγκράτεια, στις προσευχές, και στην εργασία, από την οποία ζητάμε μόνο τα απαραίτητα για την επιβίωση. Τα υποφέρουμε διότι δεν είμαστε εκ του κόσμου τούτου. Αλλά εσείς εραστές του κόσμου, έχετε ειρήνη με αυτά διότι είστε εκ του κόσμου τούτου. Ψευδαπόστολοι που μολύνουν τον λόγο του Χριστού, που ενδιαφέρονται για το συμφέρον τους, οδήγησαν εσάς και τους πατέρες σας μακριά από την αληθινή οδό. Εμείς και οι πατέρες μας, που είμαστε της αποστολικής διαδοχής, συνεχίζουμε με την χάρη του Χριστού και θα παραμείνουμε έτσι μέχρι το τέλος του κόσμου. Για να διαχωρίσει εμάς από σας ο Χριστός είπε, Ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθαι αὐτούς[82]. Οι καρποί μας συνίστανται στο ότι ακολουθούμε τα βήματα του Χριστού”.
Στην διατροφή τους απαγορεύουν κάθε είδους γάλα και ότι φτιάχνεται από αυτό και ότι προκύπτει από συνουσία. Σε αυτό το θέμα διαφέρουν από μας στον τρόπο της ζωής τους. Σχετικά με τις ιερουργίες τους κρατάν μυστικότητα. Ωστόσο, έχουν ομολογήσει δημοσίως σε μας ότι στα καθημερινά τους γεύματα, κατά τον τρόπο του Χριστού και των Αποστόλων, με την προσευχή του Κυρίου καθαγιάζουν την τροφή και το νερό τους, κι έτσι το μεταβάλλουν σε σώμα και αίμα Χριστού, κι έτσι θρέφουν τον εαυτό τους ως μέλη του σώματος του Χριστού. Εμείς, λένε, δεν κρατάμε την αλήθεια με τα μυστήρια, αλλά κάποιο είδος σκιάς, ανθρώπινη παράδοση.
Επίσης, έχουν ομολογήσει δημοσίως, ότι εκτός από [το βάπτισμα εις] το νερό, βαπτίζουν και έχουν βαπτισθεί με φωτιά και Πνεύμα, προβάλλοντας την μαρτυρία του Ιωάννου του Βαπτιστού, ο οποίος, ενώ βάπτιζε με νερό, είπε για τον Χριστό, Αὐτός ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ και πυρί[83]˙ και αλλού, Ἐγώ μέν βαπτίζω ἐν ὕδατι˙ μέσος δέ ὑμῶν ἕστηκεν ὅν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε[84], ωσάν να επρόκειτο να προσθέσει: “Αυτός θα σας βαπτίσει με άλλο βάπτισμα εκτός αυτό του ύδατος”. Ότι αυτό το βάπτισμα γίνεται με την επίθεση των χειρών, ζήτησαν να το αποδείξουν με την μαρτυρία του Λουκά στις Πράξεις των Αποστόλων, ο οποίος περιγράφοντας το βάπτισμα που έλαβε ο Παύλος από τον Ανανία κατ’ εντολή του Χριστού, δεν κάνει αναφορά σε ύδωρ αλλά μόνο στην επίθεση των χειρών[85]. Ό,τι άλλο βρουν για την επίθεση των χειρών, είτε στις Πράξεις είτε στις Επιστολές του Παύλου, το ερμηνεύουν ότι αναφέρεται στο βάπτισμα. Όποιον βαπτίζεται έτσι από αυτούς, τον ονομάζουν “Εκλεκτό”, και λένε ότι έχει την δύναμη να βαπτίζει άλλους, όσους βρίσκονται άξιοι, και να λειτουργεί το σώμα και το αίμα του Χριστού στο τραπέζι. Με την επίθεση των χειρών, κάποιος που βρίσκεται στις τάξεις αυτών που ονομάζουν “Ακροατές” συγκαταριθμείτε με τους “πιστούς”˙ έτσι κερδίζει την άδεια να παρίσταται στις προσευχές τους, μέχρι την στιγμή που τον εκτιμούν αρκετά δοκιμασμένο να γίνει “Εκλεκτός”. Δεν δίνουν αξία στο δικό μας βάπτισμα. Καταδικάζουν τον γάμο, αλλά δεν μπόρεσα να μάθω απ’ αυτούς τον λόγο, είτε επειδή δεν τόλμησαν να τον αποκαλύψουν ή, περισσότερο πιθανό, επειδή δεν γνωρίζουν.
(Οι παράγραφοι 4 & 5 αναφέρονται σε μια δεύτερη ομάδα αιρετικών και θα εξεταστεί αργότερα)
«6. Άγιε Πατέρα, αιτούμεθα το άγρυπνο ενδιαφέρον σου γι’ αυτό το πολύμορφο κακό, και παροτρύνουμε να κατευθύνεις την μύτη από το ακόντιό σου κατά των άγριων θηρίων. Μην μας απαντήσεις ότι “ὁ πύργος τοῦ Δαυίδ”, στον οποίο καταφεύγουμε ζητώντας καταφύγιο είναι επαρκώς ᾠκοδομημένος εἰς θαλπιώθ˙ χίλιοι θυρεοί κρέμανται ἐπ’ αὐτόν, πᾶσαι βολίδες τῶν δυνατῶν[86]. Διότι είμαστε άπειροι και ασύνετοι˙ θα θέλαμε, λοιπόν, Πατέρα, από τον ζήλο σου ν’ αρματωθεί ο οπλισμός σε ένα μέρος, απ’ όπου θα είναι άμεσα διαθέσιμος, να τον χρησιμοποιήσουμε ενάντια στα αμέτρητα τέρατα, και να είναι πιο αποτελεσματικός στο να αντισταθεί σ’ αυτά.
Θα πρέπει επίσης να γνωρίζετε, Κύριέ μου, ότι όσοι έχουν επιστρέψει στην Εκκλησία μας έχουν πει, ότι αυτοί οι αιρετικοί έχουν πλήθος ακολούθων σκορπισμένους σε όλο τον κόσμο, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται πολλοί από τους κληρικούς μας και τους μοναχούς. Πράγματι, αυτοί που κάηκαν μας είπαν κατά την διάρκεια της ανάκρισης, ότι αυτή η αίρεση παραμένει κρυμμένη από τον καιρό των μαρτύρων μέχρι τις μέρες μας, κι έχει επιζήσει έτσι στο Βυζάντιο και κάποιες άλλες χώρες. Είναι αυτοί οι αιρετικοί που αποκαλούνται απόστολοι κι έχουν τον δικό τους πάπα. Είναι άλλοι που δεν δέχονται τον δικό μας πάπα, ούτε αναγνωρίζουν άλλον στην θέση του. Αυτοί οι απόστολοι του σατανά έχουν ανάμεσά τους γυναίκες ορκισμένες στην εγκράτεια (έτσι λένε): χήρες, παρθένες και τις συζύγους τους, μερικές ανάμεσα στους Εκλεκτούς, μερικές ανάμεσα στους πιστούς. Ισχυρίζονται ότι σ’ αυτό ακολουθούν το παράδειγμα των αποστόλων, στους οποίους επιτρέπονταν το δικαίωμα να έχουν γυναίκες γύρω τους.
Χαίρε εν Κυρίω.»
Β. Ομιλία Βερνάρδου του Κλαιρβώ.
«Σας κήρυξα ήδη δύο ομιλίες[87] σε έναν στίχο˙ είμαι έτοιμος να σας παραδώσω και μια τρίτη, αν πραγματικά δεν σας κουράζει να την ακούσετε. Και πιστεύω ότι είναι αναγκαίο. Διότι, αλήθεια, ό,τι ενδιαφέρει τον οικιακό μας αμπελώνα – και μ’ αυτό αναφέρομαι σε σας – έχει, νομίζω, καλυφθεί αρκετά καλά στις δύο προηγούμενες ομιλίες, ώστε να μπορεί να προστατεύει τον αμπελώνα από τις κακίες των τριών ειδών αλεπούδων: κόλακες, συκοφάντες, και κάποια πνεύματα πλάνης, ικανά και εκπαιδευμένα να παρουσιάζουν το κακό κάτω από το κάλυμμα του καλού.
Αλλά δεν έχω χειριστεί επαρκώς τον αμπελώνα του Κυρίου, από τον οποίο εννοώ έχει καλυφθεί η γη και του οποίου κι εμείς είμαστε κομμάτι – έναν εκτεταμένο αμπελώνα, φυτεμένο από το χέρι του Κυρίου, εξαγορασμένο με το αίμα Του, ποτισμένο με τον λόγο του, πολλαπλασιασμένο με την χάρη Του, καρποφορούμενο από το πνεύμα Του. Το αποτέλεσμα της πιότερης φροντίδας για τον δικό μας αμπελώνα είναι ότι ήμουν λιγότερο χρήσιμος για το κοινό καλό. Τώρα, ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός αυτών που τον γκρεμίζουν, ο μικρός αριθμός αυτών που τον υπερασπίζονται, και η δυσκολία της άμυνας με κάνουν να δραστηριοποιηθώ για χάρη του.
Η κάλυψη προκαλεί την δυσκολία. Αν και η Εκκλησία από την αρχή είχε πάντα τις αλεπούδες της, όλες ανακαλύφθηκαν γρήγορα και απομακρύνθηκαν˙ ο αιρετικός πολεμούσε ανοικτά (εξαιτίας του ότι ήταν αιρετικός κυρίως για τον λόγο ότι επιθυμούσε να κατακτήσει φανερά) και κατατροπώνονταν. Κι έτσι, αυτές οι αλεπούδες πιάστηκαν εύκολα. Διότι, τί σημασία είχε, αν ένας αιρετικός παρέμενε στο σκοτάδι της ισχυρογνωμοσύνης του αφότου η αλήθεια είχε ξεκαθαριστεί και διακηρυχθεί, και σαν εξόριστος στα δεσμά θα μαραίνονταν μόνος του; Η αλεπού ήταν γνωστό ότι πιάστηκε, η ασέβειά της καταδικάστηκε, και ο ασεβής είχε έρθει στο προσκήνιο, για ν’ αποτελέσει, βεβαίως, ένα επίφοβο παράδειγμα, χωρίς καρπούς, άγονος. Έκτοτε, κατά τα λόγια του προφήτη ο τοιούτος θα είχε μήτραν ἀτεκνοῦσαν καί μαστούς ξηρούς[88], διότι πλάνες που έχουν αντιμετωπιστεί ανοικτά δεν αναβλαστάνουν, και το εκδηλωμένο ψεύδος δεν αναφύεται.
2. Τι θα πρέπει να κάνουμε για να πιάσουμε αυτές τις πανούργες αλεπούδες, αυτές που προτιμούν να κάνουν ζημιά παρά να επικρατούν και που δεν προτιμούν να αποκαλυφθούν, αλλά να ξεγλιστρούν στο σκοτάδι; Για όλους τους προηγούμενους αιρετικούς η μόνιμη επιθυμία ήταν να κερδίσουν φήμη μέσω της επίδειξης ασυνήθους γνώσης. Μόνο αυτή η αίρεση, πιο μοχθηρή και επιδέξια από τις άλλες, τρέφεται από τις πληγές των άλλων, αδιάφορη για την δική της φήμη. Προειδοποιημένη, πιστεύω, από τα παραδείγματα των προηγούμενων αιρέσεων (οι οποίες, όταν αποκαλύφθηκαν, δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν, αλλά καθυποτάχθηκαν γρήγορα), με νέο είδος πανουργίας, εργάσθηκε προσεκτικά το μυστήριο της ανομίας[89], πράττοντας αυτό πιο ελεύθερα, καθώς είναι πιο φευγαλέα. Τελικά, τα μέλη της, έχει αναφερθεί, ότι έχουν τακτοποιηθεί σε κρυφά μέρη˙ ἐκραταίωσαν ἑαυτοῖς λόγον πονηρόν[90], “ορκιστείτε αλήθεια ή ψέμματα, μόνο μην προδίδετε το μυστικό[91]”. Λένε, για να είναι σίγουροι, ότι δεν συγκατατίθενται αλλιώς, υπό καμία συνθήκη, να ορκιστούν, εξαιτίας του ευαγγελικού χωρίου, Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν, μή ὀμόσαι ὅλως[92]. Ὦ ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ[93], γεμάτοι φανερά με το πνεύμα των Φαρισαίων, οἱ διυλίζοντες τόν κώνωπα, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες[94]! Είναι παράνομο να ορκίζεστε, αλλά νόμιμο να ορκίζεστε ψέματα; Επιτρέπεται μόνο στην μια περίπτωση και όχι στην άλλη; Από πιο εδάφιο του Ευαγγελίου, παρακαλώ, αντλείτε αυτή την εξαίρεση, εσείς, οι οποίοι δεν παραλείπετε ούτε ένα γιώτα με τις καυχησιολογίες σας; Είναι αποδεδειγμένο ότι είστε προληπτικά προσεκτικοί σχετικά με τον όρκο και αδιάντροπα έτοιμοι για ψευδορκία. Ω τι διαστροφή! Αυτό που δόθηκε ως προσεκτική συμβουλή, δηλαδή, να μην ορκίζονται ψευδώς, το παρατρέχουν με δική τους επιλογή, ως θέμα σπουδαιότητας. Λένε: “Όχι, αλλά δεν μας επιτρέπεται ν’ αποκαλύψουμε το μυστήριό μας”, λες και δεν ισχύει Δόξα Θεοῦ αποκαλύπτει λόγον[95]. Ζηλεύουν την δόξα του Θεού; Πιστεύω περισσότερο, ότι επειδή έχουν επίγνωση του γεμάτου ντροπή μυστηρίου τους, κοκκινίζουν να το γνωστοποιήσουν. Διότι υπάρχουν αναφορές ότι εμπλέκονται μυστικά σε μιαρές και ασεμνες πρακτικές, όπως τα απόκρυφα των αλεπούδων έχουν μια δυσοσμία.
3. Αλλά προσπερνώ ό,τι θα αρνούνταν. Ας απαντήσουν σε αποδεδειγμένα γεγονότα. Είναι αλήθεια, ότι σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, θα απέφευγαν να δώσουν το άγιο στα σκυλιά, τους μαργαρίτες στους χοίρους[96]; Αλλά αυτό είναι σαν να ομολογούν δημόσια, ότι αυτοί που θεωρούν όσους είναι μέλη της Εκκλησίας, ως σκυλιά και χοίρους, δεν είναι μέλη της Εκκλησίας. Νομίζουν ότι το μυστικό τους, όποιο κι αν είναι, πρέπει να κρατιέται κρυφό από όλους ανεξαιρέτως, όσους δεν ανήκουν στην σέκτα τους. Σε συνδυασμό με αυτήν την καταδίκη, δεν θα απαντήσουν σε ερωτήσεις, από φόβο της έκθεσης, κάτι το οποίο επιζητούν να αποφύγουν με κάθε τρόπο. Αλλά δεν θα το αποφύγουν! Δώστε μου ξεκάθαρη απάντηση, καλοί μου, εσείς που είστε πιο σοφοί απ’ όσο επιβάλλεται και ανόητοι πέρα από κάθε έκφραση: αυτό το μυστήριο που κρύβεται, είναι από τον Θεό ή όχι; Αν ναι, τότε γιατί δεν το κάνετε γνωστό προς δόξαν Αυτού; Διότι, η δόξα του Θεού αποκαλύπτει λόγο. Εάν όχι, τότε γιατί πιστεύετε αυτό που δεν είναι από τον Θεό, εκτός κι αν είστε αιρετικοί; Γι’ αυτό, ας αποκαλύψουν είτε το μυστικό του Θεού, προς δόξαν Αυτού, είτε ας αρνηθούν ότι το μυστικό είναι από τον Θεό και να παραδεχθούν ότι είναι αιρετικοί. Ή τουλάχιστον, ας ομολογήσουν ανοικτά ότι είναι εχθροί της δόξας του Θεού, εφόσον είναι απρόθυμοι ν’ αποκαλύψουν αυτό το οποίο ξέρουν ότι είναι προς δόξαν Αυτού. Η αλήθεια της Γραφής μιλά χωρίς αμφιβολία, Δόξα βασιλέως κρύπτει λόγον, δόξα δέ Θεού τιμᾷ πράγματα[97]. Είστε απρόθυμοι να το αποκαλύψετε; Τότε είστε απρόθυμοι να δοξάσετε τον Θεό.
Αλλά ίσως να μην δέχεστε αυτό το βιβλίο. Ας είναι. Ωστόσο, μόνο από το Ευαγγέλιο πρεσβεύουν ότι είναι μοναδικοί αυτοί ζηλωτές ακόλουθοι. Ας απαντήσουν, τότε, σε αυτό το εδάφιο από το Ευαγγέλιο, που λέει, ὅ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ, εἴπατε ἐν τῷ φωτί, καί ὅ εἰς τό οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπί τῶν δωμάτων[98]. Η σιωπή δεν επιτρέπεται πλέον. Είναι για να κρατιέται μυστικό αυτό που ο Θεός διέταξε να γίνει γνωστό; Πρέπει το ευαγγέλιό σας να παραμένει πάντα κρυφό; Υποψιάζομαι ότι το δικό σας δεν είναι ίδιο με του Παύλου, διότι αυτός επιβεβαιώνει ότι δεν είναι κρυφό˙ λέει εἰ δέ καί ἔστι κεκαλυμμένον τό εὐαγγέλιον ἡμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστί κεκαλυμμένον[99]. Σκεφτείτε μήπως μιλάει για σας, ανάμεσα στους οποίους το Ευαγγέλιο βρίσκεται κεκαλυμμένο. Τι φανερότερο από το ότι θα χαθείτε; Ή μήπως δεν δέχεστε ούτε τον Παύλο; Το άκουσα κι αυτό για κάποια άτομα[100]. Διότι, όλοι εσείς δεν συμφωνείτε μεταξύ σας σε όλα, εκτός στο ότι διαφωνείτε μαζί μας.
4. Αλλά σε κάθε περίπτωση, Αν δεν κάνω λάθος, όλοι δέχεστε αδιακρίτως, σαν να έχουν την ίδια αυθεντία με το Ευαγγέλιο, όλα τα λόγια, τα γραπτά και τις παραδόσεις αυτών που ήταν σωματικά παρόντες με τον Σωτήρα. Κράτησαν το Ευαγγέλιό τους κρυφό; Παρέμειναν σιωπηλοί σχετικά με την αδυναμία της σάρκας στον Χριστό[101], τα φοβερά γεγονότα του θανάτου Του, την ατίμωση του Σταυρού; Που είναι το αποστολικό μοντέλο ζωής για το οποία καυχάστε; Αυτοί κηρύττουν δυνατά, εσείς ψιθυρίζετε. Αυτοί κηρύττουν δημόσια, εσείς στις γωνίες. Αυτοί ὡς νεφέλαι πέτανται[102] εσείς ενεδρεύετε στα σπίτια σας, στα σκοτεινά και στα κελάρια. Τι όμοιο έχετε εσείς μ’ αυτούς; Το ότι δεν παίρνετε μαζί γυναίκες στα ταξίδια σας, αλλά ζείτε μαζί τους στο σπίτι; Το να πηγαίνετε μαζί τους στα φανερά δεν είναι τόσο ύποπτο, όσο το να ζείτε μαζί. Αλλά ποιος θα υποψιάζονταν αυτούς που ανασταίνουν νεκρούς; Κάντε το, και θα πιστέψω στην συνεύρεση ανδρός και γυναικός! Αλλιώς, τολμάτε να σφετερίζεστε το προνόμιο αυτών, των οποίων την αγιότητα δεν έχετε. Το να είναι κανείς πάντα με μια γυναίκα και να μην την γνωρίζει σαρκικά, δεν είναι μεγαλύτερο από το ν’ ανασταίνει νεκρούς; Το έλαττον δεν μπορείτε να πράξετε, πώς να πιστέψω ότι πράττετε το μείζον; Κάθεστε καθημερινά με μια παρθένο στο τραπέζι, η κλίνη σας είναι δίπλα στην δική της στο δωμάτιο, τα μάτια σας συναντούνται σε συζητήσεις, τα χέρια σας αγγίζουν τα δικά της στις εργασίες – και θέλετε να θεωρείστε εγκρατείς; Ίσως να είστε, αλλά αμφιβάλλω. Για μένα είστε σκάνδαλο. Αφαιρέστε το αίτιο του σκανδάλου˙ Ίσως έτσι αποδείξετε ότι είστε πραγματικά ακόλουθοι του Ευαγγελίου, όπως καυχάστε. Δεν ρίχνει το φταίξιμο στο Ευαγγέλιο αυτός που υπήρξε αίτιος σκανδάλου σε μέλος της Εκκλησίας; Είστε αίτιο σκανδάλου για όλη την Εκκλησία. Είστε αλεπούδες που καταστρέφουν τον αμπελώνα. Βοηθείστε με, σύντροφοι, να τις πιάσω! Ή καλύτερα πιάστε τες για μας, ω άγιοι άγγελοι! Είναι εξαιρετικά πανούργες, περιεβάλοντο ἀδικίαν καί ἀσέβειαν ἑαυτῶν[103]. Βέβαια, κάτι τόσο μικρό και πανούργο μπορεί εύκολα να εξαπατήσει τα ανθρώπινα μάτια. Είναι άραγε αυτό αλήθεια και για σας; Σε σας [άγιοι άγγελοι], λοιπόν, ως συντρόφους του Νυμφίου, απευθύνονται τα λόγια, πιάσατε ἡμῖν ἀλώπεκας μικρούς[104]. Γι’ αυτό εκτελέστε την εντολή˙ πιάστε μας αυτές τις μικρές και πονηρές αλεπούδες, τις οποίες μέχρι τώρα καταδιώξαμε, αλλά, δυστυχώς, μάταια! Καθοδηγείστε και συμβουλεύστε μας πώς να εντοπίσουμε την απάτη. Διότι αν το κάνουμε είναι σαν να πιάσαμε την αλεπού, επειδή κάνει περισσότερη ζημιά υποκρινόμενη τον πιστό παρά ως αληθινός αιρετικός. Αλλά κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει, τι βρίσκεται στο μυαλό κάποιου άλλου, εκτός εάν συμβεί να φωτιστεί από το Πνεύμα του Θεού ή να εμπνευσθεί από την φροντίδα των αγγέλων. Τι σημάδι θα μας παραχωρήσετε, ώστε αυτή κάκιστη η αίρεση, τόσο επιτήδεια στην υποκρισία όχι μόνο του λόγου αλλά και της ζωής, να μπορέσει να εκτεθεί;
5. Πρόσφατη ζημιά στον αμπελώνα, αλήθεια, δείχνει ότι η αλεπού εργάζεται, αλλά δεν ξέρω με ποιο απατηλό κόλπο το πανούργο ζώο καλύπτει τα ίχνη του και δεν είναι εύκολο, με κανέναν τρόπο, για κάποιον ν’ ανακαλύψει τα σημεία εισόδου και αναχώρησης. Αν και το κακό είναι ξεκάθαρο, ο δράστης παραμένει άφαντος, τόσο περίτεχνα καλύπτει κάθε ίχνος του, σε αυτά που παραμένουν στη θέα.
Τελικά, αν ρωτήσεις τον αιρετικό για την πίστη του, δεν θα βρεις καλύτερο Χριστιανό˙ εάν [ρωτήσεις] για την καθημερινή του φροντίδα, τίποτα πιο άπταιστο˙ και ό,τι λέει το αποδεικνύει με πράξεις. Ως μάρτυρας της πίστης του, θα τον δεις να πηγαίνει συχνά στην εκκλησία, να δείχνει σεβασμό στους ιερείς, να προσφέρει δώρα, να εξομολογείται, να συμμετέχει στα μυστήρια. Τι θα μπορούσε να είναι περισσότερο ορθόδοξο; Σχετικά με την ζωή και τα πάρε-δώσε του, δεν κλέβει κανέναν, δεν προωθείτε μπροστά από κανέναν, δεν ασκεί βία σε κανέναν. Ακόμη περισσότερο, τα μάγουλά του είναι χλωμά από την νηστεία˙ δεν τρώει τον άρτο της απραξίας˙ εργάζεται χειρωνακτικά και βγάζει τα προς το ζειν.
Που είναι, λοιπόν, η αλεπού; Την είχαμε˙ πως ξεγλίστρησε από τα χέρια μας; Πως εξαφανίστηκε έτσι ξαφνικά; Ας την καταδιώξουμε. Ας την αναζητήσουμε˙ από τους καρπούς θα την αναγνωρίσουμε. Και σίγουρα η καταστροφή του αμπελώνα είναι απόδειξη αλεπούς. Γυναίκες που εγκαταλείπουν τους άνδρες τους, άνδρες που παραμερίζουν τις γυναίκες τους, και όλοι αυτοί ποίμνιο αυτών των αιρετικών! Κληρικοί και ιερείς, νέοι και ενήλικες ανάμεσά τους, που αφήνουν τις συνάξεις και τις εκκλησίες τους και που βρίσκονται συχνά στην παρέα των υφαντήδων και των δύο φύλων. Δεν είναι αυτό σοβαρή ζημιά; Δεν είναι αυτό έργο αλεπούδων;
6. Αλλά ίσως αυτές οι εκτροπές να μην εμφανίζονται τόσο καθαρά από όλους αυτούς˙ και αν εμφανίζονταν, δεν υπάρχει τρόπος ν’ αποδειχθεί το γεγονός. Πως μπορούμε να τους συλλάβουμε; Ας ξανασκεφτούμε τον συσχετισμό και την συμβίωσή τους με γυναίκες, διότι δεν υπάρχει κανείς ανάμεσά τους που να μην διάγει τέτοιο τρόπο ζωής. Ρωτώ τον οποιονδήποτε απ’ αυτούς τυχαία:
“Καλέ μου άνθρωπε! Ποια είναι αυτή η γυναίκα και ποια η σχέση της μαζί σου; Είναι σύζυγός σου;”
“Όχι,” απαντά, “διότι αυτό δεν είναι συνεπές με τον όρκο μου”.
“Η κόρη σου, τότε;”
“Όχι”.
“Τι, λοιπόν; Είναι αδερφή ή ανιψιά σου, ή τουλάχιστον συνδέεται μαζί σου με κάποια συγγένεια εξ αίματος ή αγχιστείας;”
“Απολύτως καμία.”
“Πως, λοιπόν, καταφέρνεις και τηρείς την εγκράτεια; Σίγουρα αυτό δεν σου επιτρέπεται. Αν τυχαίνει να μην το ξέρεις, η Εκκλησία απαγορεύει σε άνδρες και γυναίκες που έχουν πάρει όρκο αγνείας να ζουν μαζί. Αν δεν επιθυμείς να προσβάλεις την Εκκλησία, δίωξε αυτή την γυναίκα. Αλλιώς, από αυτήν την αμαρτία θα θεωρηθούν αναμφίβολα πιθανές άλλες, αν και όχι στην παρούσα εκδήλωση”.
7. “Αλλά”, λέει, “μπορείς να μου δείξεις σε ποιο κείμενο του Ευαγγελίου είναι αυτό απαγορευμένο;”
“Αναφέρθηκες στο Ευαγγέλιο; Στο Ευαγγέλιο θα πρέπει να πας! Αν υπακούς το Ευαγγέλιο δεν θα προκαλέσεις σκάνδαλο, διότι το Ευαγγέλιο απαγορεύει σαφώς την πρόκληση σκανδάλου. Κι όμως εσύ προκαλείς με το να μην διώχνεις αυτή την γυναίκα, σύμφωνα με τον νόμο της Εκκλησίας. Έχεις προκαλέσει υποψία και τώρα έχεις επιδικαστεί ως περιφρονητής του Ευαγγελίου και εχθρός της Εκκλησίας”.
Ποια είναι η κρίση σας, αδερφοί; Αν υπήρξε ισχυρογνώμων στο να μην υπακούει στο Ευαγγέλιο ή να μην υποτάσσεται στην Εκκλησία, πως μπορεί να υπάρξει αβεβαιότητα; Δεν σας φαίνεται ξεκάθαρο ότι έχει αποκαλυφθεί η πονηριά και πιάστηκε η αλεπού; Αν δεν διώχνει την γυναίκα, δεν αποσείει το σκάνδαλο˙ και αν δεν αποσείει το σκάνδαλο όταν μπορεί, τότε πρέπει να θεωρηθεί καταπατητής του Ευαγγελίου. Τι άλλο μπορεί να κάνει η Εκκλησία, παρά να αποκόψει τον απρόθυμο να αφαιρέσει το σκάνδαλο, αν δεν θέλει να φανεί και η ίδια [η Εκκλησία] ανυπάκουη; Διότι εντέλλεται το ίδιο ευαγγελικό εδάφιο, να μην λυπάται κανείς έναν οφθαλμό, ένα χέρι, ένα πόδι, σε περίπτωση σκανδάλου, αλλά να το βγάζει, να το αποκόπτει, να το απομακρύνει[105]. Ἐάν δέ καί τῆς Ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικός καί ο τελώνης[106].
Καταφέραμε κάτι; Νομίζω ναι. Πιάσαμε την αλεπού, αφού ανακαλύψαμε την απάτη. Οι ψευδο-πιστοί που κρύβονται ξεσκεπάστηκαν ως πραγματικοί λεηλατείς του αμπελώνα της γης. Για λίγο εσείς [οι ψευδο-πιστοί] ὅς ἐπί τό αὐτό ἐγλυκάνθητέ μοι ἐδέσματα (μιλώ για το Σώμα και το Αίμα του Χριστού), όσο καιρό ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ ἐπορεύθημεν ἐν ὁμονοίᾳ[107], υπήρχε χώρος για πειθώ, ή καλύτερα, ευκαιρία για αποπλάνηση, σύμφωνα με το εδάφιο του Βιβλίου της Σοφίας, ἐν στόματι ἀσεβῶν παγίς πολίταις[108]. Αλλά τώρα μπορώ εύκολα ν’ αποφύγω ἄνθρωπο αἰρετικό, μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος[109], όπως παρατηρεί με σοφία ο Παύλος. Και θα φροντίσω να είμαι σε εγρήγορση για να μην με υποτάξει.
Ως εκ τούτου, δεν είναι μικρό πράγμα αυτό, για να παραθέσω από το Βιβλίο της Σοφίας, τῇ δέ ἀπωλείᾳ αὐτῶν ἁλίσκονται παράνομοι[110], ειδικά αυτοί οι κακοί που επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν παγίδες αντί για όπλα. Έτσι έχασαν εντελώς τα μέσα της επίθεσης και της άμυνας. Στην πραγματικότητα είναι απλοί αγρότες, αμόρφωτοι και εντελώς στερημένοι πολεμικών ικανοτήτων˙ πραγματικές αλεπούδες και μάλιστα μικροκαμωμένες. Και ούτε σ’ αυτά τα θέματα που τους αποδίδονται ότι κρατάν εσφαλμένες πεποιθήσεις, μπορούν να προβάλουν άμυνα˙ δεν είναι ούτε καν διεισδυτικοί ή πειστικοί, εκτός ίσως στο μυαλό των γυναικών της εξοχής και στους αμαθείς, και τέτοιοι, σίγουρα, είναι όλοι όσοι βρέθηκαν μπλεγμένοι σ’ αυτήν την αίρεση.
Διότι δεν θυμάμαι ν’ άκουσα κάτι καινούργιο ή παράξενο σε όσα εκστομίζουν, πολλά καθώς είναι, αλλά όσα είναι τετριμμένα από την χρήση και αναμενόμενα από τους αιρετικούς από παλιά, και τα οποία τα έχουν αλωνίσει και ανεμίσει οι θεολόγοι μας. Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί, τι είναι αυτές οι εξωφρενικότητες κι εγώ θα πρέπει να τις απαριθμήσω πάλι: κάποιες από αυτές τις ομολόγησαν απρόσεκτα στους πιστούς που τοaυς ανέκριναν˙ κάποια άλλα τα πρόδωσαν από καιρού εις καιρόν, όταν μάχονταν μεταξύ τους˙ και κάποια έχουν αποκαλυφθεί από αυτούς που επέστρεψαν στην Εκκλησία. Όχι ότι θα απαντήσω σε όλα, διότι δεν είναι αναγκαίο, αλλά έτσι για να γίνουν γνωστά. Γι’ αυτό τον σκοπό θα χρειαστεί μια άλλη ομιλία.
Προς δόξα του ονόματος του Νυμφίου της Εκκλησίας, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Θεού των πάντων, του ευλογημένου εις τους αιώνας. Αμήν.»
Με την πρώτη αυτή εμφάνιση των Καθαρών κλείνει το μέρος της ενότητας. Όσα τους αφορούν θα εκτεθούν σε άλλη εργασία. Στο επόμενο μέρος θα εξεταστούν κάποιες ακόμη περιπτώσεις αιρετικών διδασκάλων με ξεχωριστό ενδιαφέρον.

[1] Έγραψε επιστολή και αναφέρει μερικά από τα γεγονότα, αλλά κυρίως εκφράζει την ανησυχία του για την δράση της αίρεσης. Περιέχεται στο Chronicon Morinense, ed. O. Bled, Régestes des évêques de Thérouanne, Saint-Omer 1904, no 190.
[2] Rodolfus Glaber, Historiarum Libri Quinque, III.26, ed J. France, Rodulfus Glaber, The Five Books of the Histories [cover title: Rodulfus Glaber, Opera], Oxford 1989, pp. 138-141 (κείμενο και παράλληλη μετάφραση). Μόνο λατινικό κείμενο στο Raoul Glaber, Les Cinq Livres de ses Histoires, ed. Maurice Prou, Collection de texts pour server a l’ etude et a l’ escrignement de l’ Histoire, Paris 1886, 74-75.
[3] Βλ. σχ. Anna Trumbore Jones, Discovering the Aquitanian Church in the Corpus of Ademar of Chabannes, Studies in Medieval History 19 (2007), pp. 82-98.
[4] Johannis Monachi Floriacensis, Ad Olibam Abbatem, sanctae Ausonensis Ecclesiae Episcopum, De Haereticis Aurelianensis, et eorum erroribus. ed. Martin-Boquet, Recueil X 498.
[5] Adémar de Chabannes, Chronique, ed. Jules Chavanon, εν Collection de texts pour server à l’ etude et à l’ enseignement de l’ histoire, Paris 1897, vol. XX p 173. Αγγλική μετάφραση στο W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 74. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), 9.
[6] Adémar de Chabannes, Chronicon III.59, p. 184.
[7] Adémar de Chabannes, Chronicon III.69, p. 194.
[8] Rodolfus Glaber, Historiarum Libri Quinque, III.26, ed J. France…, p. 126.
[9] Rodolfus Glaber, Historiarum Libri Quinque, III.27, ed J. France…, p. 143.
[10] Jeffrey Burton Russel, Dissent and Reform, p. 32.
[11] Βλ. παράρτημα Ε’ μέρους.
[12] Rodolfus Glaber, Historiarum Libri Quinque, III.26, ed J. France…, p. 139. “Fertur namque a muliere quadam ex Italia procedente haec insanissima heresies in Galliis abuisse exordium, quae, ut erat diabolo plena, seducebat quoscumque valebat, non solum idiotas ac simplices verum etiam plerosque qui videbantur doctiores in clericcorum ordine”.
[13] Ademari Cabanensis, Chronicon III.59: “Nam ipsi decepti a quodam rustic, qui se dicebat facere virtutes, et pulverem ex mortuis pueris secum ferebat, de quo si quem posset communicare, mox manicheum faciebat”, p. 184.
[14] J. M. Noiroux, Les Deux Premiers Documents, εν RHE 49 (1954), 842-855.
[15] J. B. Russel, A propos du synode d’ Arras, εν RHE 57 (1962), 66-87.
[16] Veterum aliquot scriptorium qui in Galliae bibliothecis maxime Benedictorum delituerant Spicilegium, Paris 1677, t. XIII 1-63. Νέα έκδοση από L. F. J. de la Barre, Paris 1723, t.I 607-624.
[17] Ψαλμ. 67.
[18] Ιωάν. 3.5.
[19] Στο κείμενο “regenerationis nupterium” και αλλού “regenerationis mysterium”.
[20] Α’ Τιμ. 4.1.
[21] Ιωάν. 3.3.
[22] Ιωαν. 6.53 &55.
[23] Ματθ. 26. 26-27.
[24] Luc d’ Achery, Veterum aliquot scriptorium…, t. XIII 2.
[25] J. J. S. Wharton, Law Lexicon or Dictionary of Jurisprudence, explanatory as well as literal Translatio of the Latin Maxims, Philadelphia 1860, λήμμα supplicium, p. 720.
[26] Εκτίμηση R. I. Moore, Birth of …, p. 15.
[27] Ilarino da Milano, Le eresie popolari, Studi Gregoriani 2, p.68 n.35. Ίσως να υπήρξε και άλλο Monforte στην επαρχία Asti, όπως φαίνεται από την διήγηση του Raoul Glaber, Histoires IV.2, ed. J. France, p.176-7.
[28] Αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου, 1018-1045.
[29] Για την μεσαιωνική δοξασία περί παρθενογένεσης των μελισσών, Isidorus Hispalensis, Etymologiarum libri XX XII8.2, PL 82.469-70.
[30] Η άποψη στο Renate Gorre, Die Ketzer im 11. Jahrhundert…, pp. 198-199. Κριτική της άποψης στο H. Taviani, Naissance d’ une hérésie en Italie du nord au xie siècle, Annales 29 (1974), pp. 124-152.
[31] De Haeresibus XLVII.16: “Promissionem Domini Iesu Christi de Paracleto Spiritu Sancto 7 in suo haeresiarcha Manichaeo dicunt esse completam. Unde seipse in suis litteris Iesu Christi apostolum dicit, eo quod Iesus Christus se missurum esse promiserit, atque in illo miserit Spiritum Sanctum”.
[32] Αγ. Αυγουστίνου, De Civitate Dei XX, ed. E. Hofmann, CSEL 40/1 , Vienna 1899, 38.
[33] H. Fichtenau, Heretics and Scholars…, p. 26.
[34] Deoduini Leodiensis, Ad enricum Regem Contra Brunonem et Berengarium Epistola, PL 146.1439-42.
[35] Concilium Remense a. 1049, Mansi 19.737.
[36] Concilium Remense a. 1049, Mansi 19.742: “ Et quia novi haeretici in Gallicanis partibus emerserant, eos excommunicavit, illis additis qui ab eis aliquod munus vel fervitium acciperent, aut quodlibet defencionis patrocinium illis impenterent”.
[37] Lamperti Hersfeld, Annales anno 1053, MGH SS 5, 155.
[38] Arno Borst, Die Katharer, Stuttgart 1953, p.84.
[39] Ilarino da Milano, Le eresie popolari, Studi Gregoriani 2, p.76.
[40] Raffaelo Morghen, Medioveo cristiano, Bari 1951, p.238.
[41] Herimanni Augiensis, Chronicon anno 1052: “Imperator natalem Domini Goslare egit, ibique quosdam hereticos, inter alia pravi erroris dogmata Manichea secta omnis esum animalis execrantes, consensus cunctorum, ne heretca scabies latius serpens plures inficeret, in patibulo suspendi iussit”.
[42] Alfred Cauchie, La Querelle des investitures dans les diocèses de Liège et de Cambrai, vol. 1 : Les réformes grégoriennes et les agitations réactionnaires (1075-1092), Louvain 1890, 1/2 pp. 8-9.
[43] Συζήτηση για την αναταραχή στην Cambrai στο W. Reincke, Geschichte der Stadt Cambrai, Marburg 1896, 106-110. Πηγές:
- Gesta Pontificum Cameracensium, MGH SS 7, 498
- Balderic, Chronicon, ed. A. J. G. Le Glay, Chronique d’ Arras et de Cambrai par Balderic, Chartre de Térouanne au XIe siècle, Paris 1834
[44] Για την εξέλιξη της υφαντουργίας τον ΙΑ’ αι. David Nicolas, Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, ΜΙΕΤ 2007 (δ’ ανατ), 437-439.
[45] Ψαλμ. 2.8
[46] Ennarationes in Psalmos X.6: “Christus quid vobis fecit, qui traditorem suum tanta patientia pertulit, ut ei prim Eucharistiam confectam minibus suis et ore suo commendatam, sicut caeteris Apostolis traderet (Λουκ. 22.19-21)? Quid vobis fecit Christus, qui eumdem traditorem suum, quem diabolum nominavit (Ιωάν. 6.71), qui ante tradtionem Domini nec loculis dominicis fidem potuit exhibere (Ιωάν. 12.6), cum caeteris discipulis ad praedicandum regnum coelorum misit (Ματθ. 10.5); ut demonstraret dona Dei pervenire ad eos qui cum fide accipiunt, etiamsi talis sit per quem accipiunt, quails Judas fuit?” (PL 36.135)
[47] Ennarationes in Psalmos X.5: “Nam si et dantis et accipientis est meritum, sit dantis Dei, et accipientis consientiae meae: Haec enim duo non mihi incerta sunt, bonitos illius, et fides mea. Quid te interponis, de quo certum scire nihil possum? Sine me dicere, In Domino confide. Nam si in te confide, unde confide si nihil mali ista nocte fecisti?”. (PL 36.134)
[48] Β’ Τιμ. 2.17
[49] Henri Pirenne, Tanchelin et le projet de démembrement du diocese d’ Utrecht vers 1100, Académie royale de Belgique, εν Bulletin de la classe des letters et de sciences morales et politiques XIII (1927, 5th ser.), 112-119.
[50] Jeffrey B. Russell, Dissent andReform, p. 58.
[51] Walter Mohr, Tanchelm von Antwerpen: Eine nochmalige Überprüfung der Quellenlage, εν Annales universitatis Saraviensis III (1954), 234-247.
[52] Η δράση του Tanchelm σε αυτές τις περιοχές αναφέρεται σε πηγή του ΙΣΤ’ αι. και όχι στις σύγχρονες, οπότε πρέπει να εξετάζεται με σκεπτικισμό.
[53] O Guibert de Nogent θεωρεί ότι ο καλύτερος τίτλος για το έργο του είναι Monodiae, όπως αναφέρει στο De pignoribus sanctorum I.3: “Reliquae Manichaeorum pridem Suessionis zelo dei plebis arserunt, sed extores a iusta causa, solummodo addematis corporibus sibi damno fuerunt, super quibus in libris Monodiarum mearum laciniosus dixi”, PL 156.622B.
[54] Μιλά για τον Ιωάννη, δούκα της Soissons και αναφέρει κάποια περιστατικά ,στα οποία ενήργησε προς χάρη των αιρετικών και των Εβραίων.
[55] Επίσκοπος της Soissons, 1108-1126.
[56] Λουκ. 6.22
[57] Μαρκ. 16.16
[58] St. Augustine, De Haeresibus LXXI.1: “iura, periura, secretum prodere noli”, ed. Vander Plaetse-C. Beukers, Aurelii Augustini Opera, Pars XIII.2, CCSL 46, Turnhout 1969, p.333. Για την χρήση του αγ. Αυγουστίνου από τον Guibert, R. I. Moore, Guibert de Nogent and his World, εν Studies in Medieval History presented to R.H.C. Davis, London 1985, pp. 107-118. Εξέταση της ανάκρισης από Constant J. Mews, Guibert of Nogent ‘s Monodiae (III,17) in an appendage to the De haeresibus of Augustine, εν Revue des Études Augustinienses 33 (1987), 113-127. Η φράση υπάρχει και στην Επιστολή 237 του Αυγουστίνου προς τον Ceretius, που αφορά τους Πρισκιλλιανούς (PL 33.1035).
[59] Incipit expositio D. Josleni Suessionensis episcope, in Symbolo, ed. Theodore Gousset, Les actes de la province ecclésiastique de Reims, Reims 1843, 239-247.
[60] “Ipsa enim volputas quae in coitu sentitur, nec in primis parentibus, nec in eorum sobole umquam esset, si illi priores non peccasent: quia ubi peccaverunt, in poenam peccati volputas ista propagate est, unde fit ut qui ea concipiuntur, ita inficiantur originali peccato, cujus ipsa voluptas poena est, ut perpetuo damnentur, nisi prius sacramento baptimatis eis subveniatur…” ο.π. 243.
[61] De nuptiis et concupiscentia libri II I.18-19: “Propter hanc [concupiscentiam] ergo fit ut etiam de justis et legitimis nuptiis filiorum Dei, non Dei sed filii saecyli generator… Ex hac igitur concupiscentia carnis quod nascitur, utique mundo non Deo nascitur “.
[62] Π. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 21978, τομ. Α’ σελ. 551.
[63] Summa Theologica I.2.82 3-4.
[64] "Hanc concupiscentiam, quam aliquando Apostolus peccatum appellat, sancta Synodus declarat, Ecclesiam catholicam numquam intellexisse peccatum appellari, quod vere et proprie in renatis peccatum sit, sed quia ex peccato est et ad peccatum inclinat (Sessio V, Decretum d peccato originali).
[65] Στις πηγές είναι γνωστός με διάφορα ονόματα, Eudes, Eudo, Eus. Η Continuatio Geblacensis και τα Annales Parchenses τον αναφέρουν ως Eunus, Eons. Στα σύγχρονα έργα έχει επικρατήσει η άποψη του H. C. Lea και αποκαλείται Eon. Υπάρχει βέβαια η άποψη ότι το Eon είναι ψευδώνυμο, διότι ο ίδιος, κατά την αναφορά του William του Newburgh προβάλλονταν ως ο Υιός του Θεού, οπότε και την γνωστική παράδοση ήταν Αιών. Βλ. σχετ. J. B. Russell, Dissent…, p.289 n. 24.
[66] Chronicon Britannicum, ed. Bouquet, Recueil, XIII 558.
[67] Το έργο χρησιμοποιήθηκε και στο 6.2.12, οπότε ο αναγνώστης παραπέμπεται εκεί για τις σχετικές πληροφορίες.
[68] Πρόκειται για τον πάπα Ευγένιο τον Γ’ (1145-1153).
[69] Otto of Freising, The Deeds of Frederick Barbarossa, trans. Charles Cristopher Mierow, στη σειρά Transactions and Proceedings of the American Philological Association 80 (1st ed. 1949), Columbia University Press, p.94.
[70] MGH SS 16, 605.
[71] Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Paul Alphandéry, Le Gnosticisme, Revue d’ histoire et philosophie religiieuse 7 (1927), 394-411, ειδικά οι σελίδες 398-401. Ο Norman Zacour , History of the Crusades, II The Later Crusades, pp 328-9, αρνείται οποιαδήποτε γνωστική επίδραση και θεωρεί τον Εύδο απλά τρελό. Ο J.B. Russell, Dissent .., p. 121, διαφωνεί επί τη βάσει ότι αν ο Εύδος άλλαζε το όνομά του θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει κάποιο προερχόμενο από την διάλεκτο των Βρεττόνων. Αυτή η υπόθεση δεν είναι αναγκαστική το αντίθετο μάλιστα. Εφόσον η παραφθορά έγινε σε λατινικές φράσεις τότε ήταν απαραίτητο να χρησιμοποιήσει λατινική λέξη για να τις συμπληρώσει. Χρησιμοποίησε λοιπόν, την λέξη Eon, για το Αιών.
[72] Vancard, Les Origines de l’ héresie, RQH 55 (1894), 51 n.1˙ Jean Leclerq, Reserches sur les Sermons sur les Cantiques de Saint Bernard, IV: Les Etapes de la redaction, Revue bénédictine 65 (1955), 246.
[73] Ψαλμ. 118.162.
[74] Ψαλμ. 14.7
[75] Ιωαν. 2.10
[76] Α’ Τιμ. 4.1-3.
[77] Β’ Θεσ. 2.3
[78] Β’Θεσ. 2.4 & 2.9-10.
[79] Διασκευή του Ψαλμ. 35.8-9.
[80] Αποκ. 20.7.
[81] Άσμα Ασμάτων 2.15.
[82] Ματθ. 7.16.
[83] Ματθ. 3.11.
[84] Ιωαν. 1.26.
[85] Πραξ. 9.17.
[86] Άσμα 4.4.
[87] Πρόκειται για τις ομιλίες υπ. αριθμ. 63 & 64, οι οποίες αναφέρονται στον στίχο 2.15 από το Άσμα Ασμάτων: «Πιάσατε ἡμῖν ἀλώπεκας μικρούς ἀφανίζοντας ἀμπελώνας». Σ’ αυτές ο Βερνάρδος ερμηνεύει την συμβολική ερμηνεία των αλεπούδων και των αμπελώνων, σε παραλληλισμό με την μοναχική ζωή.
[88] Ωσηέ 9.14.
[89] Β’ Θεσ. 2.7
[90] Ψαλμ. 63.6: «ἐκραταίωσαν ἑαυτοῖς λόγον πονηρόν, διηγήσαντο τοῦ κρύψαι παγίδας, εἶπαν τίς ὄψεται αὐτούς;»
[91] Βλ. σημ. 58.
[92] Ματθ. 5.34.
[93] Λουκ. 24.25.
[94] Ματθ. 23.24.
[95] Παροιμ. 25.2. Ο κανονικός στίχος είναι «Δόξα Θεοῦ ἀποκαλύπτει λόγον». Ο Βερνάρδος παραλλάσσει τον στίχο αντικαθιστώντας το celare με το revelare.
[96] Ματθ. 7.6.
[97] Για άλλη μια φορά ο Βερνάρδος παραφράζει τον στίχο «Δόξα θεοῦ κρύπτει λόγον, δόξα δέ βασιλέως τιμᾷ πράγματα» (Παρ. 25.2).
[98] Ματθ. 10.27.
[99] Β’ Κορ. 4.3.
[100] Αναφέρεται στο Πέτρο de Bruys (PL 189.730) και τουw πετροβουσιανούς, τους οποίους θα εξετάσουμε στο τρίτο μέρος της ενότητας.
[101] Εδώ ο Βερνάρδος χρησιμοποιεί δοτική (Deum) και όχι γενική κτητική όπως θα ήταν αναμενόμενο. Η μετάφραση ακολουθεί το κείμενο.
[102] Ησ. 60.8
[103] Ψαλμ. 72.6. Στο κείμενο χρησιμοποιεί ενικό για την αλεπού και αναγκαστικά αλλάζει και σε ενικό τον ψαλμό. Στην μετάφραση προτιμήθηκε να τροποποιηθεί ελαφρά η ομιλία και να παραμείνει ο ψαλμός ως έχει.
[104] Άσμα 2.15.
[105] Ματθ. 18.8-9, Μαρκ. 9.44-46.
[106] Ματθ. 18.17.
[107] Ψαλμ. 54.15 ελαφρώς παραφρασμένος από τον Βερνάρδο για να ταιριάζει η σύνταξη.
[108] Παρ. 11.9.
[109] Τιτ. 3.10-11.
[110] Παρ. 11.6.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Με την είσοδο στον ΙΑ’ αι. παρατηρείται κατακόρυφη αύξηση των αιρέσεων στη Δύση. Εμφανίζονται πλήθος αιρετικών κινημάτων και συνακολούθως πληθαίνουν οι μαρτυρίες των πηγών. Στην πλειοψηφία τους χαρακτηρίζονται από αντιεκκλησιαστικές και αντικληρικαλιστικές πεποιθήσεις, διαδεδομένες τόσο ανάμεσα στον απλό λαό, όσο και σε μορφωμένους λόγιους. Σε συνάρτηση με τα αιτήματά τους, εμφανίζουν ευαγγελικά χαρακτηριστικά και προτείνουν την επιστροφή στην Εκκλησία των αποστολικών χρόνων. Θεωρούν ότι η δυτική Εκκλησία, όντας τώρα πια Παπική, απομακρύνθηκε από το αποστολικό ιδεώδες.
Α’ Μέρος – Η επιβολή του Παπισμού ως αιτία αύξησης των αιρέσεων
6.2.1 Εισαγωγή
Με την είσοδο στον ΙΑ’ αι. παρατηρείται κατακόρυφη αύξηση των αιρέσεων στη Δύση. Εμφανίζονται πλήθος αιρετικών κινημάτων και συνακολούθως πληθαίνουν οι μαρτυρίες των πηγών. Στην πλειοψηφία τους χαρακτηρίζονται από αντιεκκλησιαστικές και αντικληρικαλιστικές πεποιθήσεις, διαδεδομένες τόσο ανάμεσα στον απλό λαό, όσο και σε μορφωμένους λόγιους. Σε συνάρτηση με τα αιτήματά τους, εμφανίζουν ευαγγελικά χαρακτηριστικά και προτείνουν την επιστροφή στην Εκκλησία των αποστολικών χρόνων. Θεωρούν ότι η δυτική Εκκλησία, όντας τώρα πια Παπική, απομακρύνθηκε από το αποστολικό ιδεώδες. Ως προς την ζωή των πιστών ευαγγελίζονται την μίμηση του Χριστού, και αγιοποιούν την επαιτεία. Ταυτόχρονα, καλούν στην αποφυγή της δεκάτης.
Έχοντας αυτή την επαγγελία δίνουν την εντύπωση των μεταρρυθμιστικών κινημάτων. Και αν, αφενός, πράγματι είχαν καταφέρει να ερμηνεύσουν σωστά την έννοια της εκκλησιαστικής ζωής των αποστολικών χρόνων, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, και αφετέρου, είχαν πετύχει να την εφαρμόσουν, ακολουθώντας την πλούσια κληρονομία της Ιεράς Παράδοσης, τότε επάξια θα έφεραν τον τίτλο των «καλών ανθρώπων», όνομα που ίδιοι έδιναν στον εαυτό τους. Αν αυτό το κατάφερναν, εντός των ορίων της Εκκλησίας, τότε θα είχαν πετύχει την μεταρρύθμιση, την οποία υπόσχονταν, ή καλύτερα την αντιμεταρρύθμιση, διότι ως «μεταρρύθμιση» εμφανίζονταν η μεταμόρφωση της Ορθόδοξης δυτικής Εκκλησίας σε Παπική. Και αυτή θα ήταν μια μεγάλη επανάσταση, ικανή να σώσει όχι μόνο την λατινική Εκκλησία από την Μεγάλη Πτώση, αλλά και ολόκληρο τον μεσαιωνικό κόσμο από τα νύχια της φεουδαρχίας.
Αν και τα αιτήματα ήταν ορθά, με την προϋπόθεση ότι οι διαθέσεις των αιρετικών ήταν γνήσιες, δεν ακολουθήθηκε ο σωστός δρόμος για την επίτευξή τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθεί άνετα η εκμετάλλευση των ελπίδων των πιστών από επιτήδειους. Αυτό συνέβη επειδή οι Χριστιανοί της δυτικής Ευρώπης, από την στιγμή που αντιλήφθηκαν ότι ο Παπισμός απομάκρυνε την Εκκλησία από το αποστολικό ιδεώδες, δηλαδή από την Ιερά Παράδοση, δεν στράφηκαν στην Ανατολή για πνευματική βοήθεια και καθοδήγηση, αλλά στους περιπλανώμενους ψευτο-διδάσκαλους. Μπορεί να υποστηριχθεί, ότι η Ανατολική Εκκλησία διατήρησε κάποια αίγλη στις περιοχές όπου υπήρχαν ρωμαϊκοί πληθυσμοί και το βαρβαρικό στοιχείο εκπροσωπούνταν μόνο από την αριστοκρατία. Τέτοιες περιοχές βρίσκονταν στην Ιταλία, όπου αυξήθηκαν μετά την κατάκτηση της Καλαβρίας και της Σικελίας από τους Νορμανδούς, στην Νότια Γαλλία, στις περιοχές της γλώσσας του oc (Langedoc), στην Γαλικία κ.α.
Γι’ αυτούς τους πληθυσμούς, η πτώση του εθναρχικού κέντρου της Ρώμης στα χέρια των Γερμανών, σήμανε την μετατόπιση της εθναρχίας στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά δυστυχώς ήταν απρόσιτη και η επικοινωνία για το συντριπτικό τμήμα του πληθυσμού αδύνατη. Αυτό φανερώνει και ο επιθετικός προσδιορισμός «εκκλησία πέρα από την θάλασσα», “ultra mare”, σε αντιδιαστολή με τον Πάπα, τον «άνθρωπο πέρα από τα βουνά», τις Άλπεις, “ultra montanes”. Όσες φορές εμφανίστηκαν αιρετικοί διδάσκαλοι, υποστηρίζοντας ψευδώς ότι εκπροσωπούν την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, όπως στην περίπτωση του παπα-Νικήτα, έγιναν δεκτοί και πιστευτοί. Αλλά δεν σκόπευαν να επαναφέρουν τους δυτικούς πληθυσμούς στην αποστολική Εκκλησία, αντίθετα πέτυχαν να τους απομακρύνουν ακόμη περισσότερο. Μέσα από αυτή την ερμηνευτική μπορεί να γίνει κατανοητή η επίδραση των Βαλκάνιων αιρετικών στις σέκτες της Δύσης, όπως και η εν μέρει εισαγωγή της δυαρχίας.
Δεν λείπουν, όμως και τα παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι έκαναν την σωστή επιλογή κι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για να έρθουν στην Ανατολή, αναζητώντας την ορθή πίστη και ζωή. Για παράδειγμα, ο άγιος Νικηφόρος ο Ησυχαστής, γνωρίζοντας ότι η ευσέβεια είχε σβήσει στην Παπική Εκκλησία, ήρθε στο Άγιο Όρος και έγινες πατέρας του ησυχασμού και διδάσκαλος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Ο άγιος Νικηφόρος, όντας λατινικού δόγματος προσήλθε από την Νότιο Ιταλία στην Ορθοδοξία, επί Μιχαήλ Παλαιολόγου. Συντάχθηκε με τους ανθενωτικούς και αντιτάχθηκε στην ενωτική σύνοδο της Λυών, με αποτέλεσμα να εξορισθεί[1]. Προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά με λάθος διαθέσεις κινήθηκε και η περίπτωση του Βαρλαάμ του Καλαβρού. Γι’ αυτό και αρχικά επαινέθηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Πάλαμά, ο οποίος τον αποκαλεί «ἄνδρα ἀκριβοῦς εὐσεβείας πόθῳ τήν ἐνεγκοῦσαν ἀπολιπόντος[2]», άνθρωπο που εγκατέλειψε την γενέτειρά του χάριν της ακριβής ευσέβειας. Αργότερα, εξαιτίας της διδασκαλίας και των ενεργειών του, επέσυρε την κατηγορία του πράκτορα των Λατίνων.
Μέσα από αυτά τα δύο παραδείγματα, μπορεί κάποιος να εννοήσει την δήλωση του W. Wakefield, ότι «η ευσέβεια παρήγαγε αιρετικούς, όπως και αγίους», κάνοντας τις απαραίτητες διευκρινήσεις. Η παραστρατημένη ανικανοποίητη και αποπνευματικοποιημένη ευσέβεια παρήγαγε αιρετικούς, την ίδια στιγμή που η ευσέβεια, ως κινητήριος δύναμη της εν Χριστώ ζωής εντός της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, παρήγαγε αγίους.
Από όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα, και από όσα θα εκτεθούν στην επιμέρους εξέταση των κινημάτων, μπορεί κάποιος να υποψιαστεί τα αίτια της αύξησης των αιρετικών εκδηλώσεων τον ΙΑ’ αι. και εξής. Για να γίνουν τα αίτια αυτά ακόμη περισσότερο κατανοητά είναι απαραίτητη η εξέταση του περιβάλλοντος της δυτικής Ευρώπης, και των αλλαγών που πραγματοποιήθηκαν την εποχή αυτή. Η νεώτερη ιστορική έρευνα στρέφεται στην εξέταση των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών, για να καταλήξει εν τέλει στην αιτία της αύξησης. Αλλά βάσει της θεολογικής θεώρησης, οι αιρέσεις είναι θρησκευτικό φαινόμενο και τα πρώτα και κύρια αίτιά τους είναι θρησκευτικής φύσης. Οποιαδήποτε πολιτικά ή οικονομικά αίτια μπορεί να υπάρχουν, και στον βαθμό που ενδέχεται να επηρέασαν στην εξέλιξη του φαινομένου, είναι απαραίτητο να εξεταστούν μέσα από μια ιστορικο-εκκλησιαστική προσέγγιση, έχοντας πάντα υπόψη ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση παρατηρείται η εμφάνιση του Παποκαισαρισμού στην λατινική Εκκλησία, και η Αγία Έδρα μετατρέπεται σε φορέα άσκησης πολιτικής, με κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις παράλληλα με τις εκκλησιαστικές. Άρα σε πρώτη φάση είναι απαραίτητο να εξεταστούν οι αλλαγές στην διοίκηση της δυτικής εκκλησίας και στην συνέχεια οι επιπτώσεις τους στην Εκκλησία και την κοινωνία.
Εδώ θα παρατηρηθεί το εξής αντιφατικό φαινόμενο, ως προς την επίτευξη των στόχων των αιρετικών κινημάτων. Ενώ επιδιώκουν την επαναφορά της Εκκλησίας στις αποστολικές της βάσεις, αφαιρώντας από αυτή, το υγιές στοιχείο, το τμήμα των πιστών το ικανό ν’ αντιληφθεί ότι οι επιλογές του Παπισμού τον απομακρύνουν από την αποστολική Παράδοση, την διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Πατέρων, το τμήμα των πιστών, οι οποίοι με μια δυναμική επιλογή και στροφή προς την Ανατολή μπορεί να επαναφέρει την Δύση στις Ορθόδοξες ρίζες της Καθολικής αλήθειας, και οδηγώντας το σε αδιέξοδες κατευθύνσεις, αφήνουν τον Πάπα μοναδική κατευθυντήρια δύναμη, να χαράξει την πορεία της δυτικής Εκκλησίας. Με αυτήν την έννοια, οι αιρέσεις της Δύσης πρόσφεραν την δική τους έμμεση συμβολή στην επιβολή του αλάθητου και του πρωτείου του Πάπα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αιρέσεις δεν ήταν φορείς ανατρεπτικού κινδύνου. Το αντίθετο μάλιστα. Αλλά ο κίνδυνος αυτός ήταν περισσότερο επίφοβος για την πολιτική εξουσία και το πολιτικό-οικονομικό σκέλος της Παπικής εξουσίας, παρά για την θεολογία της Δύσης. Γι’ αυτό και οι Φραγκολατίνοι φεουδάρχες συντάχθηκαν με τον Παπισμό στην καταπολέμησή τους. Η νομική βάση για την δημιουργία της Ιεράς Εξέτασης ήταν οι πολιτικές δυνατότητες του Παπισμού, γι’ αυτό και η Ιερά Εξέταση είναι το δικαστικό και εκτελεστικό όργανο της εξουσίας του. Εάν το κάλεσμα του Πάπα σε σταυροφορία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της παπικής πολιτικής επιρροής μέσω συμμαχιών με την κοσμική εξουσία, η Ιερά Εξέταση είναι η εκδήλωση της ίδιας της κοσμικής εξουσίας του Πάπα, το αποτέλεσμα του Παποκαισαρισμού.
Ο Παπισμός δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις αιρέσεις παρά τις τρομακτικές πυρές και τις αιματηρές εκστρατείες. Από αυτό φαίνεται ότι η αντίδραση του κόσμου στις λάθος επιλογές του πάπα ήταν ισχυρή και δυναμική μέχρι το μαρτύριο. Οι πάσσαλοι που ορθώθηκαν στις πλατείες πληρώθηκαν με αιρετικούς, αλλά δεν ήταν αρκετοί, ούτε ικανοί για να τους εξαλείψουν. Όπως παρατήρησε ο H. C. Lea, οι πραγματικά επικίνδυνες αιρέσεις ήταν αυτές που διέγειραν τα συναισθήματα[3].
Δυστυχώς, αυτή την δίψα για την θεολογική αλήθεια και την εφαρμογή της ακριβούς εκκλησιαστικής ζωής, την οποία άναψε ο Χριστιανισμός στη Δύση την εκμεταλλεύτηκαν και εξακολουθούν να το κάνουν επιτήδειοι ψευτο-διδάσκαλοι και εκπαιδευμένοι θαυματοποιοί.

6.2.2 Το χρονικό της κατάληψης του πατριαρχείου της Ρώμης από τους Γερμανούς
Στις 3 Μαΐου του 996 μ.Χ. ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθωνας ο Γ’ επέβαλε ως πάπα Ρώμης τον εξάδερφό του Μπρούνο της Καρίνθια, ως Γρηγόριο Ε’ (996-999). Ο λαός και η σύγκλητος της πόλεως της Ρώμης αντέδρασαν ένοπλα και εξέλεξαν ως δικό του πάπα τον Ιωάννη Ιστ’ (997-998). Ο Όθωνας εισέβαλε με τα στρατεύματά του στην Αιώνια Πόλη, πολιόρκησε και κατέλαβε το καστέλο του Σαν Άντζελο, ορμητήριο της ρωμαϊκής αντίστασης, συνέλαβε τον αρχηγό της ρωμαϊκής συγκλήτου, Κρησκέντιο τον Β’ και τον εκτέλεσε, κρεμώντας τον από τα τείχη του κάστρου. Στην συνέχεια συνέλαβε και ακρωτηρίασε τον Ρωμαίο πάπα Ιωάννη τον Ιστ’ και τον έστειλε στο αβαείο της Φούλντα, όπου πέθανε το 1013.
Ο πάπας Γρηγόριος Ε’ πέθανε το 999 μ.Χ. Ο Όθωνας τον αντικατέστησε με τον διδάσκαλό του Σιλβέστρο τον Β’ (999-1003), κατά κόσμο Γερβέρτο του Ωριλάκ. Το 1001 μ.Χ. ο λαός της Ρώμης επαναστάτησε για άλλη μια φορά κατά του Γερμανού αυτοκράτορα και εξεδίωξε τον Γερμανό πάπα, με την κατηγορία της μαγείας. Ο Σιλβέστρος κατέφυγε στην προηγούμενη αρχιεπισκοπή του στην Ραβέννα. Ο Όθωνας διενέργησε δύο ανεπιτυχείς εκστρατείες κατά της Ρώμης και σκοτώθηκε στην τρίτη. Η Βυζαντινή παρουσία στην Ιταλία την εποχή αυτή, που αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, ήταν ακόμη ισχυρή, στρατιωτικά και διπλωματικά.
Τον Σιλβέστρο Β’ διαδέχθηκε Ρωμαίος πάπας, ο Ιωάννης ΙΖ’, κατά κόσμο Ιωάννης Σίκκο, εκλεγμένος από την ρωμαϊκή σύγκλητο, η οποία εκπροσωπούνταν από τον πατρίκιο Ιωάννη Κρησκέντιο Γ’. Πέθανε έξι μήνες αργότερα.
Τον διαδέχθηκε ο Ιωάννης ΙΗ’ (1004-1009), κατά κόσμο Ιωάννης Φασιανός, γιος του Ρωμαίου ιερέα Λέοντα, επίσης εκλεγμένος από την ρωμαϊκή σύγκλητο και τον λαό. Αποσύρθηκε το 1009 και κλείστηκε στο μοναστήρι του αγίου αποστόλου Παύλου, όπου και κοιμήθηκε. Είναι σημαντικό ότι την εποχή που ανέβηκε ο πάπας Γρηγόριος Ε’ στον θρόνο της Ρώμης, διαγράφηκε από τα δίπτυχα της Κωνσταντινουπόλεως η μνημόνευσή του, επί πατριάρχη Σισίνιου Β’ (996-999). Με την εκλογή του Ιωάννη ΙΗ’ ως πάπα, αποκαταστάθηκε προσωρινά η μνημόνευση του πάπα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιωάννης ΙΗ’ ήταν και ο τελευταίος γραμμένος στα δίπτυχα της Κωνσταντινουπόλεως, πάπας Ρώμης.
Τον Ιωάννη ΙΗ’ διαδέχθηκε ο Σέργιος Δ’, κατά κόσμο Πέτρος Μαρτίνος Buccaporci (γουρουνομύτης). Μάλλον επρόκειτο για ψευδώνυμο και το οικογενειακό του όνομα πρέπει να ήταν Boccapecora. Δυσαρέστησε τον ρωμαϊκό λαό, διότι αν και Ρωμαίος ήταν γερμανόφιλος και προσπάθησε να περιορίσει την εξουσία των Ρωμαίων πατρίκιων.
Τον διαδέχθηκε ο Βενέδικτος Η’, κατά κόσμο Θεοφύλακτος, καταγόμενος από τον αριστοκρατικό οίκο των κόμηδων της Τοσκάνης. Ο ρωμαϊκός λαός αντέδρασε για άλλη μια φορά στον ανεπιθύμητο πάπα, τον έδιωξε από την πόλη κι εξέλεξε τον Γρηγόριο Στ’ (1012). Ακολούθησε ακόμη μια εισβολή του Γερμανού Ερρίκου του Β’, ο οποίος κατάφερε να επαναφέρει τον Βενέδικτο. Σε αντάλλαγμα ο γερμανόφιλος πάπας τον έστεψε αυτοκράτορα στις 14 Φεβρουαρίου του 1014. Η ημερομηνία ήταν σημαδιακή, διότι τότε αναγνώσθηκε για πρώτη φορά στην Ρώμη το Σύμβολο της Πίστης με την προσθήκη του Filioque.
Το 1020 μ.Χ. ο Βενέδικτος ο Η’ ταξίδεψε στην Γερμανία για να συζητήσει με τον Γερμανό αυτοκράτορα την εκδίωξη των Βυζαντινών από την Ιταλία. Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν οι Νορμανδοί γι’ αυτό τον σκοπό. Η συμμαχία του Βενέδικτου με τους Νορμανδούς ήταν αποδοτική. Τον βοήθησαν ν’ αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Σαρακηνών και να υποτάξει την οικογένεια πατρικίων των Κρησκέντιων και την ρωμαϊκή σύγκλητο. Μέχρι την εκδίωξη των Βυζαντινών θα παρεμβάλλονταν πολλά ιστορικά γεγονότα.
Τον Βενέδικτο διαδέχθηκε ο αδερφός του Ιωάννης ΙΘ’ (1024-1032), κατά κόσμο Ρωμανός. Ανεδείχθη στον παπικό θρόνο από λαϊκός. Στην περίοδο της αρχιερατείας του οι σχέσεις με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως εισήλθαν σε νέα περίοδο έντασης. Εις μάτην ο Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος προσπάθησε να εξευμενίσει τον πάπα με πλούσια δώρα. Οι απεσταλμένοι του έφυγαν άπρακτοι την ώρα που ο Ιωάννης ΙΘ’ έστεφε τον Κορράδο Β’ (1024-1039) αυτοκράτορα.
Επόμενος πάπας ορίσθηκε ο Βενέδικτος Θ’, ανιψιός των δύο προηγούμενων, ο πρώτος γνωστός ομοφυλόφιλος πάπας. Αυτός εκδιώχθηκε πολλές φορές από τον λαό της πόλης λόγω της ανηθικότητας και των εγκλημάτων του και πάντα τον επανέφερε ο Γερμανός αυτοκράτορας Κορράδος Β’. Το 1045 πούλησε το αξίωμά του στον νονό του Ιωάννη Γρατιανό, ο οποίος έγινε πάπας με το όνομα Γρηγόριος Στ’. Σύντομα μετάνιωσε για την πράξη του κι επέστρεψε να διεκδικήσει την Αγία Έδρα. Την εποχή αυτή τον θρόνο διεκδικούσαν τρεις πάπες, ο Βενέδικτος Θ’, ο Γρηγόριος Στ’ και ο Σιλβέστρος Γ’, ο οποίος τον είχε αντικαταστήσει ως εκλεκτός του ρωμαϊκού λαού, την περίοδο της εξορίας του. Τελικά επενέβη ο Γερμανός αυτοκράτορας Ερρίκος Γ’ (1039-1056) για άλλη μια φορά και όρισε ως πάπα τον Κλήμη Β’, κατά κόσμο Suidger από το Hornburg της Κάτω Σαξονίας.
Ο Κλήμης Β’ πέθανε τον Οκτώβριο του 1047, οπότε και επανήλθε ο Βενέδικτος, μέχρι που συνελήφθη από τα γερμανικά στρατεύματα το 1048, και αντικαταστάθηκε από τον Δάμασο Β’, πριν Poppo επίσκοπο Brixen. Και αυτός δεν επέζησε για πολύ. Πέθανε το 1049 με τις φήμες να οργιάζουν ότι δηλητηριάστηκε από άνθρωπο του Χίλντεμπραντ, μετέπειτα πάπα Γρηγορίου του Ζ’.
Τον Κλήμη διαδέχθηκε ο Λέοντας Θ’ (1048-1054), γνωστός ως Μπρούνο του Eguisheim-Dagsburg, Γερμανός αριστοκράτης. Πρόκειται για τον άνθρωπο που κατάφερε το μοιραίο πλήγμα στις σχέσεις της Ρώμης-Κωνσταντινούπολης, το Σχίσμα του 1054. Το 1053 οι Νορμανδοί νίκησαν τις δυνάμεις του πάπα στην μάχη του Σιβιτάτε (15 Ιουνίου). Συνέλαβαν τον ίδιο σε μια υποτιθέμενη αιχμαλωσία και τον απελευθέρωσαν το 1054, μετά από διαπραγματεύσεις. Δεν είναι γνωστό τι συζητήθηκε κατά τις διαπραγματεύσεις αυτές, αλλά αμέσως μετά την απελευθέρωσή του οι Νορμανδοί κατέλαβαν τις βυζαντινές επαρχίες της Απουλίας και Καλαβρίας, ενώ ο πάπας προχώρησε στο Σχίσμα.
Ο διάδοχος του Λέοντα, Βίκτωρ ο Β’ (1055-1057), καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Σουαβίας. Ήταν προσωπική επιλογή του Χίλντεμπραντ και ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης με την συναίνεση του Ερρίκου Γ’. Πριν διετέλεσε επίσκοπος Άϊχστατ. Αυτόν διαδέχθηκε ο Στέφανος Θ’, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Λωρραίνης με το όνομα Φρειδερίκος. Ο Στέφανος πέθανε το 1058 και ξεκίνησε πάλι διαμάχη για την διαδοχή, καθώς ο Χίλντεμπραντ πρότεινε τον Νικόλαο Β’, ενώ ο ρωμαϊκός λαός προτιμούσε τον Βενέδικτο Ι’ (Ιωάννης Μίνκιος). Τελικά ο Χίλντεμπραντ επικαλέστηκε την συναίνεση της βασιλομήτορος Αγνής, επιτρόπου του ανήλικου Γερμανού αυτοκράτορα Ερρίκου Δ’ (1056-1105) κι επέβαλε ως πάπα τον Νικόλαο Β’ (1059-1061).
Ο Ρωμαίος πάπας Βενέδικτος αναγκάστηκε να καταφύγει στο καστέλο του Γεράρδου της Γαλέρια. Ο Νικόλαος κάλεσε τους Νορμανδούς κι εκστράτευσε εναντίον του. Οι Νορμανδοί νίκησαν τους Ρωμαίους και ανάγκασαν τον Βενέδικτο να παραιτηθεί και ν’ αποσυρθεί στα οικογενειακά του κτήματα. Αργότερα, τον συνέλαβε ο Χίλντεμπραντ και τον φυλάκισε. Για να επιτύχει την βοήθεια των Νορμανδών, ο Νικόλαος παραχώρησε στον Ροβέρτο Γυισκάρδο τα δουκάτα της Απουλίας, Καλαβρίας και Σικελίας, και στον Ριχάρδο της Αβέρσα το πριγκιπάτο της Καπύης. Έτσι, έμμεσα αναγνωρίζονταν και χρησιμοποιούνταν η «ψευδο-κωνστανίνια δωρεά», ως πηγή γαιοκτητικού δικαιώματος, καθότι διαφορετικά δεν θα μπορούσε να παραχωρήσει ο πάπας κάτι που δεν του άνηκε. Οι Νορμανδοί έπρεπε να καταλάβουν τις εναπομείνασες ελεύθερες βυζαντινές επαρχίες για να επικυρώσουν τον τίτλο τους. Από την άλλη ο Χίλντεμπραντ προετοίμαζε την ισχυρή νορμανδική συμμαχία, που θα του επέτρεπε αργότερα να διαρρήξει τις σχέσεις του με τους Γερμανούς και να προχωρήσει στην εκπλήρωση των παποκαισαρικών του βλέψεων.
Η νίκη επί των Ρωμαίων, με αφορμή την διαμάχη για την κατάληψη της Αγίας Έδρας, έδωσε το έναυσμα για την αλλαγή της διαδικασίας εκλογής του πάπα. Ενώ μέχρι τότε το κολλέγιο των καρδιναλίων της Ρώμης ήταν το εκλεκτορικό σώμα, το οποίο εξασφάλιζε ότι στον θρόνο θ’ ανέλθει Ρωμαίος ποντίφικας, οπότε αναγκάζονταν οι Γερμανοί να επέμβουν για να επιβάλουν τους δικούς τους, ύστερα από μακρά θητεία Γερμανών ή γερμανόφιλων παπών, οι Ρωμαίοι καρδινάλιοι αντικαταστάθηκαν από Φράγκους. Έτσι, σε σύνοδο που συγκάλεσε ο πάπας Νικόλαος Β’ στην βασιλική του Λατεράνου, αποφασίστηκε οι πάπες να εκλέγονται μέσα από το κολλέγιο των καρδιναλίων, οπότε εξασφαλίστηκε μια και καλή, ότι δεν επρόκειτο να ξαναεκλεγεί πάπας, προερχόμενος από τον ρωμαϊκό λαό.
Με τον νέο εκλογικό νόμο ο Χιλντεμπραντ μπόρεσε να ορίσει νέο πάπα το 1061, τον Αλέξανδρο Β’ (1061-1073, Anselmo da Baggio), πρώην επίσκοπου της Lucca, χωρίς την συναίνεση του Γερμανού αυτοκράτορα. Αλλά οι Γερμανο-Λομβαρδοί επίσκοποι, όσοι παρέμεναν ακόμη πιστοί στον γερμανικό καισαροπαπισμό, εξέλεξαν δικό του πάπα, τον Ονώριο Β’ (1061-1072). Με την βοήθεια των γερμανικών στρατευμάτων εκδιώχθηκε ο Αλέξανδρος και ο Ονώριος έλαβε την Έδρα. Στην συνέχεια, ο Αρχιεπίσκοπος Κολωνίας, Anno, εκδίωξε την βασιλομήτορα Αγνή, ανέλαβε την αντιβασιλεία και επανέφερε τον Αλέξανδρο, ωστόσο ο Ονώριος διατήρησε τον τίτλο μέχρι τον θάνατό του. Επί Αλεξάνδρου Β’ αφαιρέθηκε το Αλληλούια από το λατινικό τυπικό των ακολουθιών της Μ. Σαρακοστής.
Τον Αλέξανδρο διαδέχθηκε ο Χίλντεμπραντ της Σοβάνα, ο γνωστός Γρηγόριος Ζ’ (1073-1085), ο άνθρωπος που έθεσε τα θεμέλια της παπικής παντοδυναμίας με το πρόσχημα της μεταρρύθμισης.
Τα γεγονότα που περιγράφονται στο παραπάνω κεφάλαιο είναι ευρύτερα γνωστά και δεν χρειάζονται ιδιαίτερες παραπομπές. Προτείνεται ενδεικτικά ως βιβλιογραφία, το πολύτομο έργο του Φερδινάνδου Γρηγορόβιου, Geschichte der Stadt Rom im Mittelalter, Στουτγάρδη 1859-1872, παλαιό μεν αναντικατάστατο δε, και εύκολα προσβάσιμο στο διαδίκτυο. Έχει κυκλοφορήσει και σε αγγλική μετάφραση από την Annie Hamilton και πρόσφατα επανεκδόθηκε από το πανεπιστήμιο του Cambridge (2010). Η περίοδος στους τόμους 3 & 4.

6.2.3. Γρηγοριανή μεταρρύθμιση ή δικτατορία του πάπα;
Το 1075 μ.Χ. ξεκινά τυπικά η προσπάθεια του Γρηγορίου Ζ’ για την επιβολή του παποκαισαρισμού στην Δύση, με την έκδοση της Dictatus Papae. πρόκειται, ουσιαστικά, για την εξαγγελία της παπικής κοσμικής εξουσίας, όχι μόνο ως αντίβαρο στον καισαροπαπισμό των Φράγκων, αλλά και ως αυτόνομη ενέργεια, με σκοπό την επιβολή του πάπα ως πολιτικού ηγέτη και μάλιστα με εξουσία ανώτερη των κοσμικών αρχόντων. Παρατίθεται το κείμενο της Dictatus σε μετάφραση για να σχηματίσει ο αναγνώστης προσωπική άποψη και ν’ αποφευχθούν μακροσκελείς αναλύσεις.
Dictatus Papae
1. Ότι η Ρωμαϊκή Εκκλησία ιδρύθηκε μόνο από τον Θεό.
2. Ότι μόνο ο Ρωμαίος ποντίφικας μπορεί να ονομάζεται οικουμενικός.
3. Ότι μόνο αυτός μπορεί να καθαιρεί και να επαναφέρει επισκόπους.
4. Ότι σε μια σύνοδο ο λεγάτος του, ακόμη και αν είναι μικρότερου βαθμού, είναι υπεράνω των επισκόπων, και μπορεί να περάσει απόφαση καθαίρεσης αυτών.
5. Ότι ο πάπας μπορεί να καθαιρέσει απόντες.
6. Ότι μεταξύ άλλων δεν πρέπει να μένουμε στην ίδια οικία με τους αφορισμένους από αυτόν.
7. Ότι μόνο σε αυτόν είναι επιτρεπτό, σύμφωνα με τις ανάγκες των καιρών, να εκδίδει καινούργιους νόμους, να ορίζει νέες συνάξεις (σ.σ. εδώ εννοεί ότι μπορεί να καθορίζει νέες επισκοπές κατά το δοκούν), να μετατρέπει ένα ηγουμενείο σε αβαείο˙ από την άλλη να διαιρεί μια πλούσια επισκοπή και να ενώνει φτωχές.
8. Ότι μόνο αυτός μπορεί να φέρει τα αυτοκρατορικά διάσημα.
9. Ότι όλοι οι πρίγκιπες οφείλουν να φιλούν το πόδι του πάπα.
10. Ότι μόνο το όνομά του μπορεί να μνημονεύεται στις εκκλησίες.
11. Ότι αυτό είναι το μοναδικό όνομα στον κόσμο.
12. Ότι πρέπει να του επιτραπεί να καθαιρεί αυτοκράτορες.
13. Ότι πρέπει να του επιτραπεί να μεταθέτει επισκόπους αν είναι ανάγκη.
14. Ότι έχει την εξουσία να διορίζει νοτάριους σε όποια εκκλησία επιθυμεί.
15. Ότι αυτός που διορίζεται από αυτόν μπορεί να προεδρεύει σε άλλη εκκλησία, αλλά δεν μπορεί να κατέχει υποδεέστερη θέση˙ και ότι ο τοιούτος δεν μπορεί να λάβει ανώτερο βαθμό από κανέναν επίσκοπο.
16. Ότι καμιά σύνοδος δεν μπορεί να ονομαστεί οικουμενική χωρίς την άδειά του.
17. Ότι κανένα κεφάλαιο και κανένα βιβλίο δεν μπορεί να θεωρηθεί κανονικό χωρίς την έγκρισή του.
18. Ότι μια απόφαση που εκδόθηκε από αυτόν δεν μπορεί ν’ ανακληθεί από κανέναν˙ και ότι μόνο αυτός μπορεί να την ανακαλέσει.
19. Ότι αυτός ο ίδιος δεν μπορεί να κριθεί από κανέναν.
20. Ότι κανείς δεν μπορεί να καταδικάσει κάποιον που εγκαλείται την αποστολική έδρα.
21. Ότι σ’ αυτήν πρέπει να αναφέρονται οι πιο σημαντικές υποθέσεις κάθε εκκλησίας.
22. Ότι η εκκλησία της Ρώμης δεν έσφαλε ποτέ˙ ούτε θα σφάλει στον αιώνα, φέροντας την μαρτυρία της Αγίας Γραφής.
23. Ότι ο Ρωμαίος ποντίφικας, αν είναι κανονικά διορισμένος, έχει γίνει αναμφίβολα άγιος από τα δικαιώματα του αγίου Πέτρου˙ φέρεται ως μάρτυρας ο άγιος Εννόδιος, επίσκοπος Παβίας, και πολλοί άγιοι πατέρες που συμφωνούν μαζί του. Όπως περιέχεται στις διατάξεις του αγίου πάπα Σύμμαχου.
24. Ότι με εντολή και συμφωνία του, μπορεί να είναι νόμιμο για τους υφισταμένους του να φέρνουν τις κατηγορίες.
25. Ότι μπορεί να εκθρονίζει και να επανατοποθετεί επισκόπους χωρίς σύνοδο.
26. Ότι, όποιος δεν συμφωνεί με την εκκλησία της Ρώμης, δεν πρέπει να θεωρείται καθολικός.
27. Ότι μπορεί ν’ απαλλάσσει υπηκόους από τον όρκο πίστης τους σε μοχθηρούς ανθρώπους[4].
Με την Dictatus papae τίθενται τα θεμέλια της κοσμικής εξουσίας του πάπα. Το παπικό κράτος ιδρύθηκε τον ΙΑ’ αι. με συγκεκριμένες και ξεκάθαρες διακηρύξεις και ενέργειες του παπισμού, όχι στο ομιχλώδες τοπίο του Η’ αι., όπως θέλουν να προπαγανδίζουν οι δυτικοί. Ταυτόχρονα, κατοχυρώνονται το παπικό πρωτείο, το αλάθητο, και το έκκλητο.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να καθορίζεται η διοικητική αρμοδιότητα του πάπα εντός της δυτικής Εκκλησίας, να ξεκαθαρίζουν οι σχέσεις του παπισμού με τον εαυτό του. Για τις σχέσεις με την Ανατολή, αρχικά δεν γίνεται συζήτηση, διότι αυτές είχαν διακοπεί ήδη από το 1054. Στην συνέχεια, μέσω των ενωτικών ψευτοσυνόδων, και σήμερα μέσω του Οικουμενισμού, οι πάπες προσπαθούν να πετύχουν την αναγνώριση των αξιώσεών τους και από την Ανατολή.
Αλλά αυτή είναι μόνο η μια πλευρά του νομίσματος. Ο πάπας αξιώνει την αρμοδιότητα εκτός από επισκόπους να ανεβοκατεβάζει και βασιλιάδες. Οι αξιώσεις αυτές οδήγησαν βραχυπρόθεσμα στην Έριδα της Περιβολής, μεσοπρόθεσμα στον χωρισμό της Αγγλικανικής Εκκλησίας – οι παπικοί, βέβαια, ρίχνουν την ευθύνη για τον χωρισμό της Αγγλικανικής Εκκλησίας στην πολυγαμία του Ερρικού Η’ Τυδώρ, αλλά αυτή έδωσε το έναυσμα των εξελίξεων - και την υποστήριξη του Λουθηρανισμού από τους Γερμανούς βασιλείς, μακροπρόθεσμα στο αίτημα για την εκκοσμίκευση του Κράτους και στις διαταραγμένες σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας με την σημερινή μορφή, όπως εξηγεί ο Πρωτοπρσβυτέρου Θεόδωρος Ζήσης στην εργασία του: Εκκλησία και Πολιτεία.
Είναι ουτοπικό να πιστεύει κανείς ότι η εξουσία του πάπα επιβλήθηκε με την έκδοση ενός διατάγματος. Χρειάστηκαν μακροχρόνιοι, μακραίωνοι αγώνες από όλους τους πάπες και πολλά συμπληρωματικά διατάγματα και αποφάσεις δυτικών συνόδων προς αυτή την κατεύθυνση. Στο θέμα του Παποκαισαρσιμού πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
Για όσο χρονικό διάστημα η εκκλησία της Ρώμης διατηρούσε την αποστολικότητά της, οι σχέσεις του Sacerdotium και του Regnum, παρέμεναν σε επίπεδο ιδεολογίας, όπως είχαν καθοριστεί από την επιστολή του πάπα Γελάσιου στον αυτοκράτορα Αναστάσιο:
«Υπάρχουν δύο πράγματα, σεβαστέ αυτοκράτορα, από τα οποία κυβερνάται αυτός ο κόσμος: η αγιασμένη εξουσία των ποντίφικων και η βασιλική δύναμη. Όσο αφορά την μεταξύ τους σχέση, η βαρύτητα των ιερέων είναι μεγαλύτερη τόσο, όσο, κατά την θεία κρίση, θα λογοδοτήσουν ακόμη και για τις ψυχές των ίδιων των βασιλέων. Και πραγματικά, εξοχότατε υιέ, γνωρίζεις ότι, αν και μέσω του αξιώματός σου κυβερνάς την ανθρωπότητα, παρ’ όλα αυτά κλίνεις τον αυχένα με σεβασμό σ’ αυτούς που διαχειρίζονται τα θεία. Ζητάς απ’ αυτούς τα μέσα της σωτηρίας σου, και αναγνωρίζεις ότι ως εκ τούτου, λαμβάνοντας και διαθέτοντας τα θεία μυστήρια όπως πρέπει, οφείλεις να υποτάσσεσαι στην εκκλησιαστική τάξη και όχι να διατάζεις. Σ’ αυτά τα θέματα πρέπει να βασίζεσαι στην κρίση τους και όχι να προσπαθείς να επιβάλεις την άποψή σου[5].»
Αυτή ήταν η λεγόμενη θεωρία των δύο ξιφών κι έθετε την προτεραιότητα της αρμοδιότητας του sacerdotium σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Με την Dictatus Papae και άλλα διατάγματα του πνεύματος της «γρηγοριανής μεταρρύθμισης», ο παπισμός προσπάθησε να επιβάλει την ανωτερότητα της αρμοδιότητάς του και σε κοσμικά ζητήματα, πέρα των εκκλησιαστικών.
Από τον Γρηγόριο Ζ’ και μετά ξεκινά μια νέα παπική οπτική επί του θέματος, όπως φαίνεται και μέσα από την αλληλογραφία του με τον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο Δ’. Για τον Γρηγόριο, οι δύο εξουσίες, κοσμική και εκκλησιαστική, είναι όπως δύο μάτια ενωμένα σε ένα σώμα, μόνο που το σώμα αυτό είναι η Εκκλησία[6]. Η εξουσία του πάπα έχοντας ως πηγή την εξουσία του Πέτρου, είναι ανώτερη της εξουσίας οποιουδήποτε βασιλιά, οπότε κάθε κοσμικός ηγέτης οφείλει να υποτάσσεται στην εξουσία του πάπα. Στην τελευταία επιστολή με αποδέκτη τον Ερρίκο Δ’ πριν την έναρξη της «Έριδας της Περιβολής», ο Γρηγόριος καλεί τον αυτοκράτορα να τον υπακούσει, όπως θα υπάκουε στον ίδιο τον απόστολο Πέτρο[7].
Η Περιβολή ήταν ένα παραπροϊόν του θεσμού της χωροδεσποτείας που ανάγονταν στην εποχή της κατάκτησης των δυτικών επαρχιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους Μεροβίγγειους και της προσπάθειάς τους να ελέγξουν την Εκκλησία. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε επίσης από τους Καρολίγγειους και όλους τους διαδόχους τους. Περιβολή ήταν το δικαίωμα του φεουδάρχη να επικυρώνει την εκλογή των επιχώριων επισκόπων και ηγουμένων. Οι ηγούμενοι των μοναστηριών που δεν ελέγχονταν από τοπικούς κτήτορες εκλέγονταν από την σύναξη των μοναχών της μονής, ενώ οι επίσκοποι από τον τοπικό κλήρο. Και οι δύο, ηγούμενοι και επίσκοποι, για να ασκήσουν την εξουσία τους, έπρεπε να εγκριθούν από τον λαό, αλλά ως «λαός» λογίζονταν ο τοπικός φεουδάρχης ή ο βασιλιάς κατά περίπτωση.
Όπως οι φεουδάρχες, για ν’ αναλάβουν τ’ αξιώματα και τα φέουδά τους περιβάλλονταν το αξίωμα και τις γαίες μέσα από μια τελετή, κατά την διάρκεια της οποίας παραλάμβαναν από τον επικυρίαρχο ένα κλαδί ή ένα σβώλο χώματος κι έδιναν όρκο πίστης, έτσι και οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι αναλάμβαναν την επισκοπή ή το μοναστήρι, μετά από την τελετή της περιβολής (investitura), κατά την οποία παραλάμβαναν τα σύμβολα του αξιώματός τους. Αυτά ήταν το δακτυλίδι, σύμβολο του αρραβώνα με τον Χριστό, και η ποιμαντορική ράβδος.
Οι Γερμανοί βασιλείς θεωρούσαν εαυτούς χειροτονημένους βασιλείς και παρέδιδαν οι ίδιοι την ράβδο στους επισκόπους. Σ’ αυτό ο Ερρίκος ο Γ’ (1039-1056) πρόσθεσε και το χρίσμα. Στην συνέχεια οι επίσκοποι χειροτονούνταν από τον Αρχιεπίσκοπο. Με την πάροδο του χρόνου η εκλογή από τον κλήρο ή την αδελφότητα της μονής παραμερίσθηκε και οι επίσκοποι και ηγούμενοι εκλέγονταν και περιβάλλονταν από τον τοπικό φεουδάρχη. Αν πάλι κάποιος υποψήφιος εκλέγονταν αλλά δεν περιβάλλονταν θεωρούνταν μεν «εψηφισμένος», χωρίς όμως να μπορεί ν’ αναλάβει καθήκοντα[8].
Η «περιβολή» ήταν θεσμός ζωτικής σημασίας για την ομαλή λειτουργία του φεουδαρχικού συστήματος. Αρχικά επέτρεψε την κατάληψη της διοίκησης της εκκλησίας από τους Φράγκους στις επικράτειές τους. Οι Φράγκοι ηγεμόνες έβλεπαν το θέμα καθαρά εθνοφυλετικά. Στις περιοχές τους μόνο Φράγκοι επίσκοποι και ηγούμενοι επιτρέπονταν, όχι Ρωμαίοι. Στα ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα έβρισκαν διέξοδο ικανοποίησης των φιλοδοξιών τους οι άκληροι απόγονοι της αριστοκρατίας. Μέσω της περιβολής οι γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών μπορούσαν να διοριστούν επίσκοποι και ηγούμενοι και ν’ αναλάβουν της εκκλησιαστικές γαίες, την στιγμή που οι πρωτότοκοι αναλάμβαναν την οικογενειακή περιουσία. Μέσω των εκκλησιαστικών αξιωμάτων εξασφαλίζονταν η διπλή άσκηση εξουσίας, κοσμικής και εκκλησιαστικής, επί των κατακτημένων Ρωμαίων.
Όταν πια και η εθναρχία της Ρώμης πέρασε στα χέρια των Φράγκων, οι Γερμανοί πάπες θεώρησαν ότι είχε έρθει η στιγμή ν’ αντικαταστήσουν του κοσμικούς άρχοντες στην άσκηση της εκκλησιαστικής εξουσίας. Αν ο Γρηγόριος Ζ’ κατάφερνε να οικειοποιηθεί την περιβολή, τότε αφενός απάλλασσε την εκκλησία από την κοσμική εξάρτηση (Καισαροπαπισμός) και δια της προωθήσεως στις ανώτερες εκκλησιαστικές θέσεις ανθρώπων άμεσα εξαρτημένων από τον πάπα, μπορούσε να εφαρμόσει τα σχέδιά του για την άσκηση κοσμικής εξουσίας από τον επίσκοπο Ρώμης (Παποκαισαρισμός). Ταυτόχρονα περιχαρακώνονταν η εκκλησιαστική περιουσία, ώστε σταδιακά να περάσει στον έλεγχο της Ρώμης.
Όπως το έβλεπε ο πάπας, όλη η γη ήταν φέουδο, το οποίο παραχωρήθηκε από τον Θεό, μέσω του αποστόλου Πέτρου, σ’ αυτόν. Όντας, λοιπόν, ο απόλυτος επικυρίαρχος μπορούσε κατά την παπική πολιτική ιδεολογία, να χρίει ή να εκθρονίζει βασιλιάδες, παραχωρώντας τις κρατικές γαίες σ’ αυτούς. Αυτή η πολιτική ιδεολογία αν εφαρμόζονταν στεγνά, θα καταργούσε τα Κράτη. Στους αιώνες που ακολούθησαν, οι συζητήσεις και οι συγκρούσεις Εκκλησίας και Πολιτείας επί του θέματος αποσκοπούσαν στο να βρεθεί η φόρμουλα εφαρμογής του Παποκαισαρισμού χωρίς να κινδυνεύει η κρατική υπόσταση της δυτικής Ευρώπης. Άρα οι μεταρρυθμιστικές προθέσεις του Γρηγορίου Ζ’ και των διαδόχων του δεν ήταν τόσο αγνές, όπως θέλουν να προπαγανδίζουν οι παπικοί. Με την γρηγοριανή μεταρρύθμιση ξεκίνησε η δικτατορία του πάπα. Η συγκέντρωση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο, όπως ο πάπας, συνιστά θεοκρατία. Για τον λόγο αυτό ο παπισμός είναι ένα θεοκρατικό καθεστώς.

6.2.4 Σιμωνία
Άμεση απόρροια της Περιβολής ήταν η σιμωνία. Τα εκκλησιαστικά αξιώματα πουλιούνταν και αγοράζονταν με τους φεουδάρχες και τους βασιλείς να είναι οι άμεσοι αποδέκτες μιας διόλου ευκαταφρόνητης ωφέλειας.
Η Σύνοδος της Rouen το 1050 διαμαρτυρήθηκε για την συνήθεια των φιλόδοξων ανθρώπων να εξαγοράζουν τις επισκοπές, προσφέροντας πλούσια δώρα στους πρίγκιπες. Ωστόσο, δεν μπορούσε να προτείνει θεραπεία[9].
Ο βασιλιάς της Γαλλίας Ερρίκος Α’ (1027-1060) ήταν διάσημος για την πώληση των επισκοπών. Αναφέρεται στην Αυτοβιογραφία του Guibert de Nogent (1055-1124), Βενεδικτίνου μοναχού, ιστορικού και θεολόγου:
«Ο Ελινάνδος, άνθρωπος από πολύ φτωχή οικογένεια, χωρίς γραμματικές γνώσεις, μοχθηρή προσωπικότητα, μέσω της συντυχίας του με τον Βάλτερ, τέως κόμη Pontoise, από του οποίου την επαρχία προέρχονταν, κέρδισε την ευμένεια του Εδουάρδου[10], βασιλιά της Αγγλίας, του οποίου η γυναίκα είχε κάποιου είδους συγγένειας με αυτόν τον κόμη, κι έγινε ο θαλαμηπόλος του βασιλιά, εν μέρει διότι είχε κάποια φράγκικη καλλιέργεια. Ο Άγγλος βασιλιάς τον έστελνε συχνά ως αντιπρόσωπο στον Ερρίκο, βασιλιά της Φραγκίας. Από αυτόν τον βασιλιά, ο οποίος ήταν φιλάργυρος και ενέδιδε στην πώληση των επισκοπών, με πλούσιες δωροδοκίες και δώρα, απέσπασε υπόσχεση ότι με τον θάνατο οποιουδήποτε Φράγκου επισκόπου θα έπαιρνε την επισκοπή. Διότι από την θέση του ως θαλαμηπόλου του βασιλιά και της βασίλισσας, αφθονούσε σε πλούτο, όπως η Αγγλία εκείνο τον καιρό και είχε συγκεντρώσει βουνά από χρήμα, οπότε η ευκαιρία της δωροδοκίας τον ευνοούσε, ώστε να κερδίσει την προσοχή του βασιλιά Ερρίκου[11].»
Τελικά πέτυχε ν’ αγοράσει την θέση επισκόπου στην Laon. Τα παραδείγματα είναι δειγματοληπτικά. Σε καμιά περίπτωση δεν φθάνουν να καλύψουν την έκταση της διαφθοράς και της σιμωνίας στις επαρχίες των Φράγκων.
Ο τρόπος της κάλυψης των εκκλησιαστικών θέσεων ήταν καθαρά ωφελιμιστικός και βέβαια, άρρηκτα συνδεδεμένος με τον θεσμό της φεουδαρχίας. Στις ανώτερες εκκλησιαστικές θέσεις προωθούνταν μέλη της αριστοκρατίας ήδη από την εποχή του στρατοκρατικού καθεστώτος των Μεροβίγγιων, όταν οι βάρβαροι κατακτητές αντιλήφθηκαν ότι έτσι μπορούν να οικειοποιηθούν την εκκλησιαστική περιουσία. Ακόμη πιο σκληρή στάση έναντι της εκκλησιαστικής περιουσίας έδειξαν οι Καρολίδες με πρώτο τον Κάρολο Μαρτέλο. Στις επισκοπικές θέσεις προωθούνταν άκληροι γόνοι αριστοκρατών, ώστε ν’ αποφεύγονται κληρονομικές αντιδικίες. Η οικογενειοκρατία είχε λάβει τέτοιες διαστάσεις τον ΙΒ’ αι. ώστε ο Petrus Cantor έγραψε ότι αν αυτοί που είχαν προαχθεί λόγω συγγένειας αναγκάζονταν να παραιτηθούν, τότε θα καταστρέφονταν η εκκλησία[12]. Για το θέμα ο H.C. Lea παρατηρεί:
«Τα πλούσια αβαεία και οι πανίσχυρες επισκοπές ήταν σε ζήτηση ως κατάλληλα για την προώθηση των νεώτερων γιων των αριστοκρατικών οικογενειών, ή για την αύξηση της επιρροής των μεγάλων Οίκων. Με τέτοιες μεθόδους, όπως είδαμε, περνούσαν στα χέρια αυτών, των οποίων η μόρφωση ήταν στρατιωτική παρά θεολογική[13].»
Τα εκκλησιαστικά αξιώματα ήταν μια πολύ προσοδοφόρα επένδυση. Ο επίσκοπος, ο οποίος είχε καταβάλει ένα πολύ σημαντικό ποσό για την απόκτηση της θέσης του, περίμενε να ωφεληθεί ανταποδοτικά από αυτήν. Έτσι κι αυτός με την σειρά του πωλούσε τα κατώτερα ιερατικά αξιώματα, χωρίς να εξετάζει τα προσόντα του αγοραστή, ή προωθούσε συνακόλουθα δικούς του συγγενείς. Συνήθως από τους κατώτερους εκκλησιαστικούς βαθμούς ξεκινούσαν την καριέρα τους οι γόνοι των ευγενών σε τρυφερή ηλικία. Ακόμη και ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, άγιος κατά τους παπικούς, αν και μεταρρυθμιστής, δεν αρνήθηκε να προωθήσει τον ανιψιό του φίλου του επισκόπου της Auxere, στον οποίο ο επίσκοπος πεθαίνοντας άφησε ως κληρονομιά επτά εκκλησίες[14]. Αργότερα μετανόησε και αναγνώρισε το σκάνδαλο.
Μεγαλύτερο κέρδος αποκόμιζε το παπικό ιερατείο από την πώληση των μυστηρίων και βέβαια, από την εκμετάλλευση της μετάνοιας και της άφεσης αμαρτιών. Αναφέρεται από τον Καισάριο (1180-1240), κιστερκιανό μοναχό του αβαείου στο Heisterbach, το εξής περιστατικό:
«Κοντά στην Soest, πόλη της αρχιεπισκοπής της Κολονίας, κάποιος ιερέας, με το όνομα Εϊνάρδος, ήταν προϊστάμενος της ενορίας˙ μορφωμένος άνθρωπος, αλλά χωρίς φόβο Θεού. Καθώς πλησίαζε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ήρθε σ’ αυτόν κάποιος ενορίτης κι εξομολογήθηκε ότι δεν κρατήθηκε μακριά από την γυναίκα του την περίοδο της νηστείας. Ο ιερέας τον επέπληξε αυστηρά, λέγοντας ότι η ιερή αυτή περίοδος ήταν αφιερωμένη στην προσευχή, την νηστεία, την εγκράτεια και στα άλλα καλά έργα, και πρόσθεσε: “Για την ικανοποίηση αυτής της αμαρτίας σε κανονίζω να μου φέρεις δεκαοχτώ δηνάρια, ώστε να κάνω δεκαοχτώ Θείες Λειτουργίες για την εξιλέωση της ενοχής σου”. Ο μετανοών υποσχέθηκε να τα φέρει. Όπως έφευγε, άλλος ενορίτης ήρθε για εξομολόγηση, και όταν ρωτήθηκε, απάντησε ότι είχε φυλάξει την εγκράτεια σε όλη την διάρκεια της νηστείας˙ οπότε ο ιερέας είπε: “Έκανες μεγάλο σφάλμα που κρατήθηκες μακριά από την γυναίκα σου τόσο πολύ˙ θα μπορούσε να έχει συλλάβει, και η αποχή το κάνει αδύνατο”. Ο άνθρωπος τρομοκρατήθηκε, πράγμα επόμενο διότι ήταν απλός τύπος, και ρώτησε τι πρέπει να κάνει, για να εξιλεωθεί. Ο εξομολόγος απάντησε: “Πρέπει να μου φέρεις δεκαοκτώ δηνάρια, και θα εξευμενίσω τον Θεό με ισάριθμες Θείες Λειτουργίες»˙ ο άλλος υποσχέθηκε ότι την συγκεκριμένη μέρα θα φέρει τα χρήματα. Λίγες μέρες αργότερα συνέβη με την Πρόνοια του Θεού, οι δύο άνδρες να πάνε την ίδια ώρα στο παζάρι, καθένας με ένα σακί από την παραγωγή, και ένας από τους σάκους έπεσε από το άλογο σε μια στροφή του δρόμου, μέσα στη λάσπη. Όταν ο άλλος πήγε να βοηθήσει τον συνοδοιπόρο του, ο τελευταίος φώναξε θυμωμένα: “Είθε ο διάβολος να ξεπληρώσει τον ιερέα μας, διότι αυτός μου προκάλεσε όλα τα προβλήματα”. Ο σύντροφος ρώτησε τί εννοούσε, και αυτός απάντησε: “Του εξομολογήθηκα ότι υπήρξα ακρατής και μου έβαλε κανόνα που με αναγκάζει να πουλήσω την σοδειά μου πρόωρα για να του πάω τα χρήματα που απαιτεί”. Ο άλλος του αποκρίθηκε: “Τι ακούω; Εγώ του εξομολογήθηκα το αντίθετο, κι όμως με τιμώρησε με τον ίδιο κανόνα˙ εξαιτίας αυτού πάω τώρα στο παζάρι˙ σίγουρα ο ιερέας μας είναι παλιάνθρωπος”. Όταν έφθασαν στην πόλη πήγαν και διαμαρτυρήθηκαν στον κοσμήτορα της εκκλησίας του αγίου Πάτροκλου και τον ντρόπιασαν. Βλέπεις, πως αν υπήρχε φόβος Θεού σε αυτόν τον ιερέα, δεν θα βρίσκονταν ένοχος αυτής της αισχρής κατηγορίας, να μετατρέπει τις εξομολογήσεις σε κέρδος προς όφελός του[15];»
Ο Petrus Cantor παρομοίαζε τους ιερείς της εποχής του, αυτούς που πωλούσαν την Θεία Λειτουργία, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, με τον Ιούδα που πώλησε τον Ατίμητο έναντι τριάκοντα αργυρίων[16].
Εξαιρετικά ωφέλιμος ήταν ο φόβος του πουργατόριου. Η εκκλησία της ενορίας του θανόντος είχε θεσμοθετημένα δικαιώματα επί της περιουσίας του. Το 1170 μ.Χ. ο πάπας Αλέξανδρος Γ’ (1159-1181) αποφάσισε ότι κανένας δεν μπορούσε να συντάξει έγκυρη διαθήκη χωρίς την παρουσία του ιερέα της ενορίας του[17]. Σε κάποιες περιοχές γραμματικοί, οι οποίοι συνέτασσαν διαθήκες παρουσία του ιερέως, αφορίζονταν και στον νεκρό αρνούνταν την εξόδιο ακολουθία.
Μόνιμη πηγή εσόδων στα εκκλησιαστικά ταμεία του παπισμού ήταν η δεκάτη. Όταν ο Γρηγόριος ο Α’ αποφάσισε τα έσοδα να μοιράζονται σε τέσσερα μέρη – στον επίσκοπο, στο ενοριακό ιερατείο, στους φτωχούς, στη συντήρηση των εκκλησιών – μιλούσε για την διαχείριση των δωρεών[18]. Η δεκάτη έγινε φόρος επί Καρλομάγνου με καπιτουλάριο του 799 μ.Χ.[19]. Έκτοτε εκδόθηκαν πολλά διατάγματα σχετικά με το θέμα, διαφοροποιώντας τον φόρο ανά περιοχή και εποχή, ώστε η δεκάτη είναι αντικείμενο πολύπλευρης έρευνας της οικονομικής ιστορίας του Μεσαίωνα και δεν μπορεί να περιγραφεί σε λίγες γραμμές. Ενδιαφέρον για την ιστορία παρουσιάζει η Δεκάτη του Σαλαντίν, που σκοπό είχε να ενισχύσει τα οικονομικά της Γ’ Σταυροφορίας. Έκτοτε (1188) την δεκάτη εισέπραττε το κράτος:
«1. Κάθε άτομο θα δώσει σε δωρεά ένα δέκατο των προσόδων του και της κινητής περιουσίας του για την κατάκτηση της γης της Ιερουσαλήμ˙ εκτός από τον οπλισμό, τα άλογα, και την ενδυμασία των ιπποτών και ομοίως για τα άλογα, τα βιβλία, την ενδυμασία, τις στολές και τα εκκλησιαστικά σκεύη του ιερατείου και εκτός από τους πολίτιμους λίθους που ανήκουν στον κλήρο ή τον λαό.
2. Τα χρήματα ας συγκεντρωθούν σε κάθε ενορία, παρουσία του ιερατικού προϊστάμενου και του πρωτοπρεσβύτερου της επισκοπής και ενός Ναΐτη και ενός Οσπιτάλιου και ενός υπαλλήλου του βασιλιά και ενός βασιλικού γραμματέα και ενός υπαλλήλου και γραμματέα του βαρώνου, και ενός γραμματέα του επισκόπου˙ και ας αφορίσουν οι αρχιεπίσκοποι και οι επίσκοποι και οι πρωτοπρεσβύτεροι κάθε ενορίας όποιον δεν πληρώσει την νόμιμη δεκάτη, παρουσία και εν γνώσει αυτών που αναφέρθηκαν παραπάνω και οφείλουν να είναι παρόντες. Και αν κάποιος δώσει λιγότερα από τα ορισμένα, εν γνώσει αυτών, ας επιλεγούν από την ενορία 4 ή 6 νομιμόφρονες, οι οποίοι θα βεβαιώσουν ενόρκως ποια ποσότητα θα έπρεπε να δοθεί˙ και τότε θα είναι λογικό να προστεθεί το υπόλοιπο στον λογαριασμό του.
3. Αλλά οι ιερείς και οι ιππότες που ανέλαβαν τον σταυρό, δεν πρέπει να πληρώσουν την δεκάτη, εκτός από τα αγαθά τους και του κυρίου τους˙ και ότι οφείλουν οι άνδρες τους θα πρέπει να συλλεγεί για δική τους χρήση από τους ανωτέρω και να τους παραδοθεί ακέραιο.
4. Έτι περισσότερο, οι επίσκοποι σε κάθε ενορία της έδρας τους θα πρέπει ν’ ανακοινώσουν με επιστολές τα Χριστούγεννα και την εορτή του Αγ. Στεφάνου, και του Αγ. Ιωάννου, ότι όλοι πρέπει να συλλέξουν την αναφερθείσα δεκάτη πριν την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου˙ και την επόμενη μέρα και μετά καθένας θα πληρώνει παρουσία των ανθρώπων που αναφέρθηκαν, στον τόπου, στον οποίο κλήθηκε[20].»
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μη πληρωμή της δεκάτης θεωρούνταν αίρεση και επέσυρε την ποινή του αφορισμού[21].
Για τον Γρηγόριο τον Ζ’ η σιμωνία ήταν ένα από τα σοβαρά προβλήματα της παπικής εκκλησίας κι έπρεπε να λυθεί. Ακολουθούσε τον άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο και αναγνώριζε την σιμωνία σαν αίρεση με τρεις πτυχές: την σιμωνία των χεριών (a manu), όταν χρήματα άλλαζαν χέρια, την σιμωνία της εξυπηρέτησης (ab obsequio), όταν η ανάληψη μιας υποχρέωσης εξασφάλιζε την τοποθέτηση σε μια θέση ή την προαγωγή, και την σιμωνία του λόγου (a lingua), όταν προσφέρονταν η υποστήριξη, η υπόσχεση, η χάρη ως αντάλλαγμα[22]. Στις διακηρύξεις του έθεσε εαυτόν υπέρ της απαλλαγής της εκκλησίας από την σιμωνία:
«Αυτή η αγία Εκκλησία, η νύμφη του Χριστού, η κυρία και μητέρα μας, πρέπει να επιστρέψει στην πραγματική της δόξα, ελεύθερη, αγνή, και καθολική[23].»
Στην πραγματικότητα, σιμωνιακοί επίσκοποι για τον Γρηγόριο ήταν οι αντίπαλοί του. Ο Αρχιεπίσκοπος Γοδεφρείδος του Μιλάνου, που τόλμησε να λάβει ως σκλάβα την εκκλησία της πόλης και να την εκπορνεύσει[24]. Οι Γερμανοί επίσκοποι, όσοι τόλμησαν να του εναντιωθούν κατά την Έριδα της Περιβολής, έγιναν “symoniaca labe fedati[25]”. Ο Στέφανος, επίσκοπος Le Puy, ο οποίος αντικαταστάθηκε[26]. Η σιμωνία δεν πολεμήθηκε ποτέ ειλικρινά από τους πάπες, γι’ αυτό και δεν εξέλιπε από την παπική εκκλησία, όπως μαρτυρούν τα παραπάνω παραδείγματα, τα οποία είναι μεταγενέστερα της «μεταρρύθμισης». Ενώ δηλαδή οι άλλες «μεταρρυθμίσεις» εφαρμόστηκαν, όπως για παράδειγμα η αγαμία του κλήρου, η σιμωνία παρέμεινε, με την διαφορά ότι ωφελούνταν οι πάπες από αυτήν. Αυτό συνέβαινε όχι μόνο διότι η σιμωνία αποτελούσε βαριά κατηγορία εναντίον των αντιπάλων τους, αλλά και διότι με τις διάφορες μορφές της ενίσχυε τα παπικά ταμεία.
Τον ΙΒ’ αιώνα η Hildegard von Bingen, αγία κατά τους παπικούς, μυστικίστρια, θεραπεύτρια, οραματίστρια, έγραψε:
«[Οι ιεράρχες] είναι βιαστές της εκκλησίας˙ η φιλαργυρία τους καταναλώνει ότι μπορεί ν’ αποκτήσει. Με τα αξιώματά τους μας κάνουν φτωχούς και μολύνουν εμάς και τον εαυτό τους[27].»
Η «μεταρρύθμιση» που οδήγησε πολύ κόσμο στην αγκαλιά της αίρεσης, ήταν η απόφαση του Γρηγόριου Ζ’ ότι τα μυστήρια των σιμωνιακών επισκόπων είναι άκυρα[28].

6.2.5. Η αγαμία του κλήρου
Μεγαλύτερη αποφασιστικότητα επέδειξε ο Γρηγόριος Ζ’ στο θέμα της αγαμίας του κλήρου. Ήδη οι προκάτοχοί του είχαν κάνει κάποιες κινήσεις στο θέμα, αλλά η συμβολή του Γρηγορίου αναγνωρίζεται από το σύνολο των χρονογράφων της εποχής, όπως ο Βερνάρδος της Κωνστάντσας[29], ένθερμος υποστηρικτής του Γρηγορίου[30], ο Όθωνας, επίσκοπος Freising[31], ο Γοδεφρείδος του Viterbo[32] κ.α.
Η πρώτη κίνηση του Γρηγόριου ήταν να στείλει μια επιστολή στον Gebhardt, Αρχιεπίσκοπο Salzburg, στην οποία τον καλεί να εφαρμόσει τους κανόνες που είχαν αποφασιστεί πριν λίγο καιρό στη Ρώμη και να τους επιβάλλει στον κλήρο του[33]. Η επιστολή θεωρείται εγκύκλιος, αν και έχει συγκεκριμένο αποδέκτη. Εστάλη τον Νοέμβριο του 1073. Το 1074 συγκάλεσε σύνοδο στη Ρώμη κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ένας κανόνας της συνόδου απαγόρευε τον γάμο στους κληρικούς και όριζε ότι κανένας δεν θα χειροτονούνταν στο μέλλον αν δεν ορκίζονταν αγαμία[34].
Παπικοί λεγάτοι εστάλησαν σε όλη την έκταση της δυτικής εκκλησίας για να μεταφέρουν τους κανόνες και το προσωπικό ενδιαφέρον του πάπα. Ισχυρές αντιδράσεις εκδηλώθηκαν παντού. Οι αντίπαλοί του τον αποκαλούσαν τρελό. Ακόμη κι αυτοί που τον υποστήριζαν, συμφωνούσαν κι έλεγαν ότι τα μέτρα είναι ασύνετα, ενάντια στους κανόνες των Πατέρων, θα ξεσηκώσουν σκάνδαλα στην εκκλησία και θα κάνουν περισσότερη ζημιά από τις αιρέσεις[35]. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για την εξέταση του ζητήματος. Τρία ερωτήματα ενδιαφέρουν. Πρώτον ποιος ο λόγος για την επιβολή της αγαμίας, δεύτερον που οδήγησε η εφαρμογή της και τρίτον πως σχετίζεται με την κατακόρυφη αύξηση των αιρέσεων.
Έχει παρατηρηθεί ότι πρόθεση του Γρηγορίου ήταν να εμποδίσει την οικογενειοκρατία να εισβάλει στην εκκλησία και να μετατρέψει τον κλήρο σε κάστα ιερατική, ανάλογη της ινδικής. Αυτό είναι ελάχιστα πιθανό, διότι στα ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα, στις θέσεις με την μεγαλύτερη εξουσία, ίσχυε ήδη η αγαμία. Μόνο στον κατώτερο κλήρο επιτρέπονταν ο γάμος στους ιερείς. Εξάλλου, όλους αυτούς τους αιώνες που δεν είχε επιβληθεί η αγαμία στον δυτικό κλήρο, δεν είχαν εμφανιστεί τα φαινόμενα, που υποτίθεται ότι ήθελε να παρεμποδίσει ο Γρηγόριος με το μέτρο αυτό.
Η αιτία πρέπει ν’ αναζητηθεί στη διακοπή των σχέσεων της παπικής εκκλησίας με τις υπόλοιπες αποστολικές εκκλησίες της Ανατολής, η οποία είχε οριστικοποιηθεί μόλις πρόσφατα, με το σχίσμα του 1054, και στην προσπάθεια διαφοροποίησής της. Μόλις πρόσφατα η Ρώμη και οι βυζαντινές επαρχίες της Νότιας Ιταλίας είχαν προσαρτηθεί στην φράγκικη σφαίρα επιρροής, με τις κατακτήσεις των Νορμανδών. Στις επαρχίες αυτές ο πληθυσμός ήταν ορθόδοξος, και όσο ο κλήρος ήταν εμποτισμένος με την ορθόδοξη πνευματικότητα ο λαός δεν επρόκειτο να φραγκέψει. Το νέο μέτρο δηλαδή τη αγαμίας του κλήρου στρέφονταν ενάντια στον ορθόδοξο κλήρο. Αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς και από την απόφαση της συνόδου του 1074, όπου αποφασίστηκε ότι τα μυστήρια των έγγαμων ιερέων είναι άκυρα και παρακινούσε τον κόσμο ν’ απέχει από τους ναούς τους και τα μυστήριά τους, ήρε την ιερατική ασυλία και διέταξε τους κατά τόπους άρχοντες ν’ απομακρύνουν τους έγγαμους ιερείς από τους ναούς. Βέβαια, τα μέτρα άγγιζαν τους ιερείς σε όλη τη Δύση και προκάλεσαν την αντίδραση όλων, αλλά ο σκοπός του παπισμού ήταν να διαφοροποιήσει την θέση του από την Ανατολή και να υποταγεί άμεσα ο νεοκατακτηθείς βυζαντινός πληθυσμός.
Προειδοποιήσεις όπως αυτή του Θεοδώριχου της Ουτρέχτης, ότι τα νέα μέτρα θα έχουν καταστροφικές συνέπειες για την ειρήνη της εκκλησίας, την ασφάλεια του κλήρου ακόμη και για την χριστιανική πίστη[36], δεν εισακούστηκαν. Οι φεουδάρχες περίμεναν καιρό αυτή την ευκαιρία της άρσης της εκκλησιαστικής ασυλίας, και κατάσχεσαν την εκκλησιαστική περιουσία διώχνοντας τους ιερείς. Ο Θεοδώριχος είχε δίκιο. Οι έγγαμοι ιερείς υπέστησαν διωγμούς, υπέστησαν εξορία, φτώχια, δημόσιους εξευτελισμούς, ακρωτηριάσεις από τους πουριτανούς λεγάτους του πάπα. Οι λιγότερο θαρραλέοι έδιωξαν φανερά τις γυναίκες τους και συνέχισαν να έχουν σχέσεις μαζί τους στα κρυφά. Η κατάσταση αυτή περιγράφεται από ανώνυμο χρονογράφο, ο οποίος κατά τον εκδότη του έργου Edmund Martene πρέπει να ήταν ιερέας στην Treves[37].
Η πολιτική διάσταση των «μεταρρυθμιστικών μέτρων φαίνεται από το εξής περιστατικό. Στη Γερμανία ο σφετεριστής πρίγκιπας Ροδόλφος της Σουαβίας, υποστηριζόμενος από τον Γρηγόριο, δήλωσε ότι θα εκδιώξει τους έγγαμους ιερείς από το Mainz, όπου τα μέτρα του Γρηγορίου δεν είχαν καταφέρει να επιβληθούν. Κάποια στιγμή, όταν ο Ροδόλφος άφησε το παλάτι του για να παραβρεθεί στον εσπερινό σε κάποια εκκλησία, το πλήθος ξεσηκώθηκε εναντίον του και μόλις μετά βίας κατάφερε να επιστρέψει στο παλάτι, ενώ στην σφαγή που ακολούθησε ο Ροδόλφος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη[38]. Ο Ερρίκος Δ’ προστάτευσε τους έγγαμους ιερείς, αλλά στην Ρώμη, ο σύμμαχος του Γρηγόριου Ζ, Ροβέρτος Γυισκάρδος και οι Νορμανδοί εξεδίωξαν τον έγγαμο κλήρο από την πόλη το 1084. Τελικά στην Γερμανία ο Ερρίκος συμφώνησε και το 1085 απαγορεύτηκε ο γάμος στους ιερείς από την σύνοδο του Mainz το 1085.
Η υπόλοιπη Ευρώπη συνέχισε τον αγώνα κατά του μέτρου αυτού για πολλές δεκαετίες. Σταθμός στην επιβολή του είναι η πρώτη σύνοδος του Λατεράνου, όπου η αγαμία καθορίζεται από τους κανόνες 3 & 21[39]. Οι διατάξεις επαναλήφθηκαν και στους 6ο & 7ο κανόνες της δεύτερης συνόδου του Λατεράνου το 1139[40].
Λίγο πριν την Β’ σύνοδο του Λατεράνου ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ προέβλεψε:
«Στέρησε την Εκκλησία από τον τιμημένο γάμο και την αμόλυντη κλίνη (Εβρ. 13.4)˙ δεν θα την γεμίσεις με παλλακίδες, αιμομιξία, αχρειότητα και ακαθαρσία, ομοφυλοφιλία και κάθε τέτοιου είδους απρέπεια;[41].»
Και είχε δίκιο, διότι η παπική εκκλησία γέμισε ανηθικότητα και παλλακίδες. Το 1212 σε μια σύνοδο που συγκροτήθηκε στο Παρίσι, παρουσία του παπικού λεγάτου, καρδινάλιου Robert de Gourzon, ένας κανόνας συνιστούσε στους ιερείς να μην συζούν με τις παλλακίδες τους στα φανερά, διότι προκαλούνταν σκάνδαλο[42]. Αν εξακολουθούσαν να επιμένουν σαράντα μέρες μετά την λήψη προειδοποίησης, απειλούνταν με αφορισμό. Η παπική εκκλησία έπρεπε να φαίνεται τίμια.
Το 1259 ο πάπας Αλέξανδρος Δ’ (1254-1261) διακήρυξε στον κόσμο ότι οι έκφυλοι εκκλησιαστικοί ήταν η αιτία για όλες τις κατηγορίες που δέχονταν η εκκλησία, διότι εξαιτίας τους βλασφημούνταν το όνομα του Θεού, μολύνονταν τα μυστήρια, η καθολική πίστη έχασε τον σεβασμό των πιστών, ο κόσμος στερήθηκε τα οφέλη της μετοχής των μυστηρίων, η εκκλησία διαλύθηκε, ο λόγος του Θεού μολύνονταν από τα ακάθαρτα χείλη, οι αιρετικοί ενθαρρύνονταν ν’ αντιμάχονται, οι καταπιεστές αποθρασύνονταν και οι ανίεροι εξέθεταν την εκκλησία στα μάτια του κόσμου[43].
Ο εκφυλισμός και η εκκλησιαστική ασυλία δημιουργούσαν ένα μίγμα ασυδοσίας. Έτσι παρατηρήθηκαν φαινόμενα αυτοδικίας, εκεί όπου η ατιμωρησία άφηνε ανικανοποίητο το αίσθημα του δικαίου. Το 1299 ο επίσκοπος Ορλεάνης Ferry, δολοφονήθηκε από έναν ιππότη, του οποίου την κόρη είχε διαφθείρει[44].
Το 1231 μ.Χ. ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β’ (1212-1250) αποφάσισε να δώσει την λύση σε ένα κοινωνικό πρόβλημα της εποχής. Ημινομιμοποίησε τα νόθα τέκνα των ιερέων, διατάζοντας ότι μπορούσαν να έχουν νόμιμη μοίρα στην κληρονομιά των γονέων τους. Η οδηγία προς τους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους προέβλεπε την απόδοση του κληρονομικού δικαιώματος στα τέκνα αυτά με την καταβολή του νόμιμου φόρου[45].
Τέλος, δεν μπορεί να μην αναφερθεί η περίπτωση που έχει καταγραφεί στο Chronicon του Κορνήλιου Zantfliet, κιστερκιανού μοναχού στην Λιέγη. Αυτός, λοιπόν, αναφέρει την περίπτωση του Ερρίκου, επισκόπου της Λιέγης, ο οποίος είχε 65 εξώγαμα παιδιά. Αυτόν ο πάπας Γρηγόριος ο Ι’ αναγκάστηκε να τον καθαιρέσει, διότι ήταν σκάνδαλο για την εκκλησία, όχι μόνο για την ακράτειά του, αλλά εξαιτίας και άλλων κατηγοριών, όπως για παράδειγμα της σιμωνίας[46]. Η καθαίρεσή του αποφασίστηκε από την σύνοδο της Λυών του 1274, ύστερα από 27 έτη στην έδρα του επισκόπου. Ο Γρηγόριος διετέλεσε αρχιδιάκονος στην Λιέγη, οπότε ήταν γνώστης της κατάστασης, την οποία περιγράφει σε προσωπική επιστολή του προς τον Ερρίκο[47].
Η παλαιογερμανική λέξη “pfaffenkind”, δηλ. γιος ιερέα, απέκτησε συν τω χρόνω υβριστικό περιεχόμενο και έγινε συνώνυμη του νόθου. Έτσι, αναφέρεται το εξής περιστατικό από τον Henri Estenne:
«Γερμανός πρέσβης, απεσταλμένος του πρίγκιπα, έφθασε στην αυλή του πάπα. Με το πέρας της αποστολή και κατά την διάρκεια του εθιμοτυπικού αποχαιρετισμού, ο πάπας απευθύνθηκε στο πρέσβη και του έδωσε μήνυμα για τον πρίγκιπα λέγοντας «πες στον αγαπητό υιό μου.»...
Ο πρέσβης τότε χολωμένος απάντησε:
«ο κύριός μου δεν είναι γιος ιερέα[48].»
Η διπλωματική αποστολή απέτυχε.
Με προκλητικά κυνική διάθεση, ο καρδινάλιος Ούγο, κατά την τελετή αναχώρησης του πάπα Ιννοκέντιου του Δ’ από την πόλη της Λυών το 1251, ύστερα από οκταετή διαμονή, εκφώνησε τα ακόλουθα ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους:
«Φίλοι, από την άφιξή μας εδώ, έχουμε κάνει πολλά καλά και ελεημοσύνες για την πόλη σας. Όταν ήρθαμε βρήκαμε τρεις ή τέσσερις οίκους ανοχής. Αφήνουμε πίσω μας μόνο έναν. Πρέπει ωστόσο να παραδεχθούμε, ότι εκτείνεται χωρίς διακοπή από την ανατολική πύλη μέχρι την δυτική[49].»
Το περιστατικό διασώθηκε σε χρονικό του Ματθαίου Παρίση (1200-1259), Άγγλου Βενεδικτίνου μοναχού στο αβαείο του αγίου Αλβανού στο Hertfordshire.
Τα περιστατικά που αναφέρθηκαν είναι μερικά από το πλήθος των όσων στοιχείων μπορεί να συλλέξει κανείς από τις πηγές της εποχής. Το συμπέρασμα είναι ότι αυτό που τελικά συνέβη στην παπική εκκλησία σχετικά με την αγαμία του κλήρου, ήταν η επικράτηση μίας μανιχαϊκού τύπου αγαμίας. Όπως οι Μανιχαίοι έπρεπε να διώξουν τις γυναίκες τους, προκειμένου να εισέλθουν στην τάξη των “εκλεκτών”, ακολουθώντας ένα εξωτερικό σχήμα αγαμίας, την στιγμή που τους καταμαρτυρούνταν πλήθος από παρανομίες, έτσι και ο παπικός κλήρος, σαν μια ιδιαίτερη τάξη “εκλεκτών” εντός της κοινωνίας, υποχρεώθηκε από τους πάπες να συναινέσει σε τυπική αγαμία παρά την θέλησή του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να φυλάξει την παρθενία και την εγκράτεια. Και αυτό ήταν φανερό στην κοινωνία, η οποία οίκτιρε τους κληρικούς της.

6.2.6 Η απαξιωμένη εικόνα του παπισμού και η στροφή προς την αίρεση
Μέχρι τώρα περιγράφηκε το χρονικό της κατάληψης του πατριαρχείου της Ρώμης από τους Φραγκολατίνους, και η επιβολή του παπισμού. Αποτέλεσμα των αλλαγών που συνέβησαν, με κυρίαρχη την εισαγωγή αιρετικών δογμάτων στην εκκλησία της Ρώμης, ήταν η αποπνευματικοποίησή της και η απομάκρυνση από την αποστολικότητα της Ιεράς Παράδοσης. Βέβαια, όταν ο Γρηγόριος Ζ’ ξεκίνησε την καταστροφή της δυτικής εκκλησίας και την επιβολή της προσωπικής εξουσίας του ποντίφικα, ισχυρίζονταν ότι ακολουθούσε τους πατέρες:
«Οι άγιοι πατέρες παρέλαβαν και διατήρησαν με μεγάλο σεβασμό αυτό το καθίδρυμα της θείας θελήσεως, το θεμέλιο της επιστασίας της εκκλησίας, το προνόμιο, το οποίο αρχικά παραδόθηκε και επικυρώθηκε στον άγιο Πέτρο ως πρίγκιπα των αποστόλων, με ουράνια διαταγή. Αποκάλεσαν [οι πατέρες] την αγία Ρωμαϊκή εκκλησία καθολική μητέρα, στις οικουμενικές συνόδους και στις άλλες διαταγές και αποφάσεις τους[50].»
Επίσης, όταν έγραφε στον Bruchard, επίσκοπο Halberstadt, ισχυρίζονταν ότι τα μέτρα που προωθούσε είχαν την προέλευσή τους από τους πατέρες. Προσέθετε ότι πρέπει να εφαρμοστούν με ακρίβεια και σεβασμό, διότι δεν ήταν προϊόντα της δικής τους βούλησης, αλλά οδηγίες του Αγίου Πνεύματος[51]. Όπως, όμως, προκύπτει από την ίδια επιστολή, ως «πατέρες» ο Γρηγόριος Ζ’ θεωρούσε τους προκατόχους του πάπες[52]. Για τον Γρηγόριο και όλους τους παπικούς, η εκκλησία της Ρώμης δεν είχε πέσει ποτέ σε αίρεση, διότι στηρίζονταν στην υπόσχεση του Χριστού στον απ. Πέτρο[53], οπότε και οι διάδοχοι του Πέτρου ήταν αδύνατον να σφάλλουν[54], όπως διακηρύχθηκε και στην Dictatus Papae XXII. Συνεπώς, όποιος δεν συμφωνούσε με τον πάπα ήταν αυτομάτως αιρετικός. Η στάση του έναντι των πατέρων ξεκαθαρίζει μέσα από τις επιστολές του. Σ’ αυτές υπάρχουν άφθονα αποσπάσματα από έργα προκατόχων του, αλλά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ακόμη και ο άγιος Αυγουστίνος, αναφέρονται μόνο μια φορά. Γίνεται ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι ο παπισμός μετά τον Γρηγόριο παραδέχεται ως αυθεντία μόνο τον παπισμό.
Η αποπνευματικοποίηση της παπικής εκκλησίας είχε το αντίκτυπό της στην πνευματική κατάσταση του εκκλησιάσματος και οδήγησε πολλούς στην αγκαλιά των αιρέσεων. Έτσι εξηγείται η κατακόρυφη αύξηση αιρετικών κρουσμάτων από τον ΙΑ’ και μετά. Αυτό συνέβη με άμεσους και έμμεσους τρόπους. Στους άμεσους τρόπους μπορούμε να εντοπίσουμε δύο σημεία, πρώτον την απουσία του κηρύγματος και δεύτερον την λανθασμένη αντίληψη των παπικών, ότι τα μυστήρια ανάξιων ιερέων είναι άκυρα, αντίληψη βάσει της οποίας οι πάπες παρότρυναν τους πιστούς να μην μετέχουν στα μυστήριά τους. Στους έμμεσους τρόπους εντοπίζεται η κατανόηση από τους πιστούς, ότι ο παπικός κλήρος του οποίου τον ανήθικο βίο γνώριζαν από προσωπική πείρα, δεν μπορεί να ήταν λειτουργός της πραγματικής εκκλησίας του Χριστού. Έτσι, προχωρούσαν σε αναζήτηση αυτής.
Σε μια εποχή γενικής αγραμματοσύνης, το κήρυγμα ήταν απαραίτητο για την στήριξη της πίστης των Χριστιανών και την καταγγελία των αιρέσεων. Αλλά αυτό εξέλιπε από τους άμβωνες της Δύσης. Στην σύνοδο της Limoges του 1031 εκφράστηκε η επιθυμία, το κήρυγμα να πάψει να είναι προνόμιο μόνο της επισκοπικής έδρας και ν’ ακουστεί στους ενοριακούς ναούς[55]. Ακόμη και όταν παρουσιάστηκαν οι πρώτοι πλανόδιοι αιρετικοί διδάσκαλοι, οι οποίοι με το κήρυγμά τους κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τις καρδιές πολλών, η παπική εκκλησία έδειχνε πολλή απασχολημένη με τις «μεταρρυθμίσεις» για να πάρει άμεσα μέτρα. Μόλις το 1209 μ.Χ. δείχνει να προσπαθεί να προλάβει τις εξελίξεις, οπότε η σύνοδος της Avignon διέταξε τους επισκόπους να κηρύττουν συχνότερα και επιμελέστερα. Επίσης να ορίσουν έντιμα, μορφωμένα και διακριτικά πρόσωπα για το σκοπό αυτό[56]. Λίγο πριν το 1292 ο τροβαδούρος ιεροεξεταστής Isarn έγραψε ένα μακροσκελές ποίημα (700 στίχοι) στην γλώσσα της Οξιτανίας, με τίτλο Novas del eretge (Καινοτομίες των αιρετικών). Πρόκειται για φανταστικό διάλογο μεταξύ του ιδίου και ενός επισκόπου των Καθαρών. Εκεί διαπίστωσε ότι «Ja no fara crezens heretje ni baudes / Si agues bon pastor que lur contradisses», δηλαδή «κανένας δεν θα πίστευε τους αιρετικούς/ αν υπήρχε ποιμένας να τους αντικρούσει[57].»
Είδαμε παραπάνω κάποιες αποφάσεις, βάσει των οποίων η παπική εκκλησία υιοθέτησε το δόγμα των δονατιστών, ότι μυστήρια προερχόμενα από τα μολυσμένα χέρια μυσταγωγών είναι επίσης μολυσμένα. Εδώ μπορεί να προστεθεί η απόφαση της συνόδου της Ρώμης του 1059, υπό τον πάπα Νικόλαο Β’. Ο τρίτος κανόνας της συνόδου απαγόρευε στον λαό να παραβρίσκεται σε μυστήρια έγγαμων ή ιερέων που είχαν συνείσακτες[58], μέτρο που στρέφονταν αρχικά κατά του ορθόδοξου κλήρου. Από αυτήν την άποψη προέκυψε ότι ιερέας που ζει στην αμαρτία δεν λειτουργεί έγκυρα μυστήρια. Αυτό ήταν και το λάβαρο των αιρετικών, δηλ. η ίδια η παπική εκκλησία πρόσφερε στους αιρετικούς διδάσκαλους τα μέσα για να την πολεμήσουν. Όταν αυτό έγινε κατανοητό ο πάπας Ουρβάνος Β’ (1088-1099) προσπάθησε να κατευνάσει το κύμα φυγής από την παπική εκκλησία, δηλώνοντας ότι ήταν περισσότερο θέμα πειθαρχίας και όχι θέμα εγκυρότητας των μυστηρίων[59].
Εν τέλει το 1230 ο Γρηγόριος Θ’ εγκατέλειψε την θέση των προκατόχων του και αποφάσισε ότι ένας ιερέας, ο οποίος έχει πέσει σε θανάσιμο αμάρτημα, είναι σε αργία όσον αφορά τον εαυτό του, μέχρι να μετανοήσει και ν’ αποκατασταθεί, αλλά οι ακολουθίες και τα μυστήρια που τελεί δεν πρέπει ν’ αποφεύγονται, διότι η αργία δεν ισχύει όσον αφορά τους άλλους, εκτός κι αν έχει καταδικαστεί επίσημα[60].
Η εικόνα που παρουσίαζε ο παπικός κλήρος και ειδικά οι επίσκοποι είχε αρνητική επίδραση στο εκκλησίασμα. Επικρατούσε γενικά η εντύπωση ότι οι επίσκοποι δεν σώζονται. Αναφέρεται από τον Πέτρο του Blois κι επαναλαμβάνεται από τον Πέτρο Cantor, η ιστορία του Geoffroi de Péronne, ηγούμενο στο αβαείο του Κλαιρβώ, ο οποίος εξελέγη επίσκοπος Τουρναί. Αρνήθηκε την έδρα απειλώντας ότι αν επιμείνουν οι εκλέκτορές του, ο πάπας Ευγένιος και ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, ν’ αναλάβει την έδρα, προτιμά να μείνει απλώς μοναχός, παρά να γίνει επίσκοπος. Την ώρα του θανάτου του, υποσχέθηκε σε κάποιον αγαπητό του μοναχό, να επιστρέψει και να του πει σε τι κατάσταση θα βρίσκεται στον άλλο κόσμο. Πραγματικά, κάποια στιγμή που ο φίλος του προσεύχονταν, εμφανίστηκε ο Geoffroi μπροστά του και του ανήγγειλε ότι είχε σωθεί, αλλά του αποκαλύφθηκε ότι αν είχε δεχθεί την επισκοπή θα καταδικάζονταν[61].
Στους Διαλόγους των Θαυμάτων του Καισάριου του Heistenbach, συζητούν ένας μοναχός με έναν δόκιμο. Κάποιος κληρικός από το Παρίσι δηλώνει ότι μπορεί να πιστέψει τα πάντα εκτός από το ότι μπορούν να σωθούν οι Γερμανοί επίσκοποι. Ο δόκιμος, απορημένος, ρωτά να μάθει την αιτία, και ο μοναχός απαντά:
«Διότι όλοι οι Γερμανοί επίσκοποι φέρουν και τα δυο σπαθιά μαζί τους˙ Εννοώ της κοσμικής εξουσίας, όπως και της πνευματικής˙ και εφόσον έχουν την εξουσία της ζωής και του θανάτου, και κάνουν πολέμους, είναι αναγκασμένοι να ενδιαφέρονται περισσότερο για τους μισθούς των στρατιωτών τους, παρά για τις ψυχές που τους έχουν ανατεθεί. Οπωσδήποτε βρίσκουμε ανάμεσα στους επισκόπους της Κολονίας, που ήταν ποντίφικες και κοσμικοί πρίγκιπες ταυτόχρονα, και μερικούς αγίους˙ για παράδειγμα τον ευλογημένο Bruno, S. Heribert και S. Hanno. Τα λόγια του μου θυμίζουν ακόμη χειρότερες κουβέντες που ειπώθηκαν κατά των επισκόπων από κάποιον που τώρα είναι νεκρός[62].»
Η τελευταία αναφορά επαναλαμβάνει την ιστορία του Geoffroi του Κλαιρβώ.
Η λαϊκή πεποίθηση για την ηθική ποιότητα των εκκλησιαστικών ανδρών έχει καταγραφεί με σκωπτικό τρόπο στα δημοτικά τραγούδια της εποχής. Στα Carmina Burana περιλαμβάνεται ένα τραγούδι που αναφέρεται στους επισκόπους:
«Επίσκοποι σε οίστρο Episcopi cornuti
ζητούντες την συνάφεια. conticuere muti
Έτοιμοι για λεηλασία ad predam sunt parati
στεφανωμένοι την προστυχιά. et intecenter coronati;
Αντί ράβδου φέρουν ακόντιο, pro virga ferunt lanceam
αντί τιάρας το κράνος pro infula galeam
Αντί στολής τον θώρακα clipeum pro stola
- του θανάτου θα γίνει ανάχωμα - - hec mortis erit mola -
δέρμα αντί για άμφιο loricam pro alba
-και μάλιστα σπανό - - hec occasion calva - ,
την διαφθορά αντί της ταπείνωσης, pellem pro humerali
αντί τελετής την εξουσία. pro ritu seculari[63].»
Στο συγκεκριμένο τραγούδι περιγράφεται η παρακμή της κοινωνίας με τα μελανότερα χρώματα. Η κατάσταση δείχνει ζοφερή και η μιζέρια του κόσμου αθεράπευτη. Η ανηθικότητα των επισκόπων υπήρξε συνηθισμένη θεματολογία στα πλαίσια της γολιαρδικής ποίησης, ιδιαίτερα αγαπητής στους φοιτητές. Η παρακμή διακωμωδείται με σκαμπρόζικο ύφος. Ήταν φυσικό στους κύκλους των φοιτητών να συζητιέται και να τραγουδιέται η παράνοια της παπικής αυλής. Από τον ΙΓ’ αιώνα το μορφωτικό επίπεδο ανεβαίνει. Οι μορφωμένοι έχουν την δυνατότητα να μελετούν την Βίβλο και να δυσπιστούν στην εξέλιξη των δογμάτων, όπως επιχειρείται από τους σχολαστικούς. Η προσπάθεια του πάπα να ελέγξει την λειτουργία των πανεπιστημίων έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα και οδήγησε στην καθιέρωση του πανεπιστημιακού ασύλου. Παράλληλα, μια απλή εξέταση της ζωής των εκκλησιαστικών ανδρών δείχνει ότι αυτή δεν αντέχει στην σύγκριση με την ζωή του Χριστού και των αποστόλων, και η ζωή της παπικής εκκλησίας με την ζωή της αρχαίας εκκλησίας. Έτσι, γεννάται το αίτημα της «μίμησης του Χριστού», το οποίο όμως κακοποιείται από τους αιρεσιάρχες, οι οποίοι νομίζουν ότι «μίμηση Χριστού» σημαίνει επαιτεία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι απόστολοι ήταν ζητιάνοι. Εντός της παπικής εκκλησίας δημιουργείται εξαιτίας του ίδιου γεγονότος η «διανοητική» ή «ακαδημαϊκή» αίρεση. Οι μορφωμένοι άνδρες αναγνωρίζουν μεν ότι η παπική εκκλησία σφάλλει, αλλά προσπαθούν να θεολογήσουν χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις, οπότε προσπαθώντας να ξεφύγουν από την μια αίρεση πέφτουν σε άλλη.
Ο Walther von der Vogelweide (1170-1230), από τους σημαντικότερους λυρικούς του Μεσαίωνα αποδίδει με την πένα του μια παρόμοια κατάσταση:
«Ο έδρα του αγ. Πέτρου είναι κατειλημμένος σήμερα, όπως
ήταν κάποτε από την γητεία του Γερβέρτου˙
διότι εκείνος συνυπέγραψε μόνος την καταδίκη του στην κόλαση,
ενώ αυτός παίρνει μαζί του την Χριστιανοσύνη.
Γιατί αργούν οι τιμωρίες του Ουρανού;
Έως τίνος κατάκεισαι (Παρ. 6.9), Κύριε;
Το έργο σου εμποδίζεται και ο λόγος σου διαψεύδεται,
Ο θησαυροφύλακάς σου κλέβει τον πλούτο που συγκέντρωσες.
Οι λειτουργοί σου κλέβουν εδώ και σκοτώνουν εκεί,
και πάνω από το πρόβατό σου ο λύκος έχει το ρόλο του ποιμένα[64].»
Κλείνοντας να παραθέσουμε την άποψη που σχημάτισε ο ιεροεξεταστής[65], ύστερα από πλήθος ανακρίσεων, για τις αιτίες που οδήγησαν τον κόσμο στην αίρεση. Αναφέρει λοιπόν ως τέτοιες, την άσωτη ζωή του κλήρου[66], την άγνοια που τους οδηγεί στην διδασκαλία εσφαλμένων δογμάτων[67], την ασέβειά τους προς τα μυστήρια[68], και το μίσος του κόσμου προς τέτοιου είδους ποιμένες[69].
Η ένταση στα όρια της παπικής εκκλησίας αυξάνονταν συν τω χρόνω. Τα μέτρα που αναγκάστηκαν να λάβουν κάποια στιγμή οι πάπες, δείχνουν με την σπασμωδικότητά και το προσωρινό του χαρακτήρα τους τον πανικό της εκκλησίας στο μεγάλο κύμα φυγής. Για παράδειγμα, η δημιουργία των επαιτικών ταγμάτων, όπως οι Φραγκισκανοί, στο τέλος της υπό εξέταση περιόδου, δείχνει, διά της αποδοχής των αιρετικών πρακτικών και κυρίως των μανιχαϊκών, όπως η επαιτεία, την διάθεση του πάπα να υποχωρήσει και να δεχθεί θεολογικά σφάλματα, αρκεί η οργανωτική δομή να παραμείνει στην δικαιοδοσία της Ρώμης. Μια απλή σύγκριση του Φραγκίσκου της Ασίζης με τον Βάλδο πείθει. Αργότερα, βέβαια, τα επαιτικά τάγματα έχασαν τον αρχικό σκοπό τους και προσαρμόστηκαν στις εκκλησιαστικές πρακτικές και εντολές της Ρώμης. Απέκτησαν πιο κοσμικό χαρακτήρα και σταμάτησαν να πείθουν. Η ροή του κόσμου προς τις αιρέσεις συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα την λήψη πιο δραστικών μέτρων, όπως η δημιουργία της Ιεράς Εξέτασης και η μαζική φυσική εξόντωση των αιρετικών, με τις ευλογίες της Ρώμης.

[1] Βλ. σχετ. Βασίλειου Ψευτογκά, Νικηφόρου Ιταλού, Περί της Αγίας Τριάδος και Οικονομίας του Θεού Λόγου (Εισαγωγή-Κείμενο-Σχόλια, εν Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης 23 (1978), σ. 207 κ.ε.
[2] Γρηγορίου Παλαμά, Α’ Προς Βαρλαάμ, Περί δύο αρχών ή κατά ελληνικής παιδείας, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.1 σελ. 443.
[3] Henry Charles Lea, History of the Inquisition, vol. 1 pp. 60-61, vol.3 p.550.
[4] Λατινικό κείμενο ed. Erich Caspar, Das Register Gregors VII, στη σειρά MGH, Epistolae Selectae, Band 1 s. 201-8.
I. Quod Romana ecclesia a solo Domino sit fundata.
II. Quod solus Romanus pontifex iure dicatur universalis.
III. Quod ille solus posit deponere episcopos vel reconciliare.
IV. Quod legatus eius omnibus episcopis presit in concilio etiam inferioris gradus et adversus eos sententiam depositionis posit dare.
V. Quod absentes papa posit deponere.
VI. Quod cum excommunicatis ab illo inter cętera nec in eadem domo debemus manere.
VII. Quod illi soli licet pro temporis necessitate novas leges condere, novas plebes congregare, de canonica abbatiam facere et e contra, divitem episcopatum divider et inopes unire.
VIII. Quod solus posit uti imperialibus insigniis.
IX. Quod solius papę pedes omnes principles deosculentur.
X. Quod illius solius nomen in ecclesiis recitetur.
XI. Quod hoc unicum est nomen in mundo.
XII. Quod illi liceat imperatores deponere.
XIII. Quod illi liceat de sede ad sedem necessitate cogente episcopos transmutare.
XIV. Quod de omni ecclesia quonque voluerit clericum valeat ordinare.
XV. Quod ab illo ordinates alii ecclesię preesse potest, sed non militare; et quod ab aliquot episcopo non debet superiorem gradum accipere.
XVI. Quod nulla synodus absque precepto eius debet generalis vocari.
XVII. Quod nullum capitulum nullusque liber canonicus habeatur absque illus auctoritate.
XVIII. Quod sentential illius a nullo debeat retractari et ipse omnium solus retractare posit.
XIX. Quod a nemine ipse iudicari debeat.
XX. Quod nullus audeat condemnare apostolicam sedem apellantem.
XXI. Quod maiores causę cuiuscunque ecclesię ad eam referri debeant.
XXII Quod Romana ecclesia nunquam erravit nec imperpetuum scriptura testante errabit.
XXIII. Quod Romanus pontifex, si canonicę fuerit ordinates, meritis beati Petri indubitanter efficitur sanctus testante sancto Ennodio Papiensi episcopo ei multis sanctis patribus faventibus, sicut in decretis beati Symachi pape continetur.
XXIV. Quod illius precepto et licentia subiectis liceat accusare.
XXV. Quod absque synodali convent posit episcopow deponere et reconciliare.
XXVI. Quod catholicus non habeatur, qui non concordat Romanę ecclesię.
XXVII. Quod a fidelitate inquorum subiectos potest absolvere.
Αγγλική μετάφραση Ernst Henderson, Select Historical Documents of the Middle Ages, London 1903, pp. 366-7.
[5] Ad Anastasium imperatorem II, PL 56.633. Αγγλική μετάφραση J. Robinson, Readings in European History, London-Boston-New York 1904, vol. 1 p. 72.
[6] Herbert Edward John Crowdey, Pope Gregory VII, 1073-1085, p.609.
[7] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, B.1 s. 264-5.
[8] David Nicolas, Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, 312-1500, ΜΙΕΤ 2007 (δ’ ανατύπ.) σελ. 276.
[9] Concilium Rotomagense anno 1049. c.2: “Ut illa perniciola consuctudo et inexplebilis avaritiae corruptela funditus eradicetur, qua multos perniciosa munera undemque collegiste audivimus, quibus principem regni et familiars ejus corrumpete valeant, ut ad episcopates honorem valeant pervenire. Quod nulla quidem humilitate, sed ambitiosa domination fiery non dubium est. Unde hanc pestem a finibus ecclesiae repellendam judicamus: ne gratiam sancti Spiritus, villis mercaturae compediis appretiabilem facere videamur” Mansi 19.752B.
[10] Εδουάρδος ο Ομολογητής, τελευταίος του Οίκου του Εσσεξ πριν την νορμανδική κατάκτηση, 1042-1066.
[11] Guibert de Nogent, De Vita sua III.2. Αγγλική μετάφραση Swinton Bland, The Autobiography of Guibert abbot of Nogent-Sous-Coucy, London-New York 1925, p.131.
[12] Petrus Cantor, Verbum Abbreviatum XXXVI, PL 205.122.
[13] Henry Charles Lea, History of the Inquisition, vol. 1 pp. 9-10.
[14] Bernard, Epistola CCLXXVI, Ad eudem, post obitum episcope antissiodorensis. De irreligioso episcope Antissiodorensis testament, non sine fraude Stephani diaconi facto, monet Pontificem: illudque scandali causa irritari debere. PL 182.481.
[15] Caesarius Heisterbacensis, Dialogus Miraculorum III.40:
«Juxta Susaciam, quae est civitas Diocesis Coloniensis, sacerdos quidam parochiam regit, Hegennairdus nomine, satis quidem in literature exercitatus, sed modicum timoratus. Ad hunc quidam ex parochianis suis venit tempore Quadragesimae, inter cetera confitens quod per illos sacros dies frena laxasset incontinentiae. Quem cum dure satis corripuisset sacerdos, dicens, sacrum illud tempus deputatum esse orationibus, ieiuniis, continentiae ceterisque operibus misericordiae, adiecit: Iniungo tibi pro satisfaction huius peccati, ut des mihi decem et octo denarius ad totidem missas decantandas ad diluendum culpam incontinentiae tuae. Ille vero dare spopondit. Quo recedente, et alio ad confessionem accedente, dum eum de statu suo interrogasset, et quia per totam Quadragesimam continens esset intellexisset, ait: Valde male fecisti, tempore tanto ab uxore tua te cohibendo. Prolem illa poterat de te concepisse, quam per tuam continentiam exclusisti. Territus homo, sicut mos est simplicibus, cum ab eo consilium quaereret pro tali delicto, respondit confessor: Tu mihi dabis decem et octo denarius, et ego totidem missis Deum pro te placebo. Et ipse promisit, quod certo tempore daret ei pecuniam. Post paucos dies nutu Dei contigit, ut illi duo hominess simul cum saccis singulis pergerent ad forum, et saccus equi unius ob dispendium viae caderet in lutum. Accurente alter out socium iuvaret, iratus ille clamavit: Diabolus remuneret nostrum sacerdotem, quia propter ipsum hunc tolero laborem. Sciscitante illo causam, rspondit: Egoei confessus sum meam incontinentiam, et ipse mihi huiusmodi iniunxit poenitentiam, unde nunc ante tempus compellor annonam meam vendere, et pecuniam postulatam deferre. Ad quod alter respondit: Quid est quod audio? Ego illi contrarium sum confessus, et tamen similli poena mulcatus. Scias me ob eandem necessitate modo ad forum venire. Certe male sacerdotati sumus. Intrantesque civitatem, accusaverunt illum apud Decanum et canonicos sancti Patrocli, magnam ei facientes confusionem. Ecce si aliquid timoris Dei esset in hoc sacerdote, nequaquam avaritatae suae consulens tam horrenda praesumsisset, maxime in confessione.»
Λατινικό κείμενο ed. Josephus Strange, Bonnae-Coloniae-Bruxellis 1851, vol. 1 pp. 160-1.
Αγγλική μετάφραση H. von E. Scott & Swinton Bland, London 1929, pp. 179-180.
[16] Petrus Cantor, Verbum Abbreviatum XXVII, PL 205.100D-101A.
[17] Liber Extravagantium decretalium III titulus XVI capital VII: “Ad haec praesentibus literis tibi innotescat, quod clerici de mobilibus, quae per ecclesiam sunt adepti, de iure testari non possunt; viventes tamen et sui compotes moderate valent aliqua de bonis ipsis non ratione testament, sed eleemosynae intuit erogare in aegritudine etiam constitute”, ed. Emil Friedberg, Corpus Juri Canonici vol. 2 Leipzig 1881 (ανατυπ. Akademische Druck- u. Verlagsanstalt 1959), 540.
[18] Mansi 10.628.
[19] PL 97.205.
[20] William Stubbs, Select Charters of English Constitutional Hisory, Clarendon Press, Oxford 1913, p. 189.
[21] -Liber Extravagantium decretalium III titulus XΧΧ capital V, ο. π. 557-8.
- Concilium domini Walteri Rotomagensis Archiepiscopi (1189) c.XXIII, Mansi 22.585.
- Concilium Wigorniensis (1240) c.XLV, Mansi 23.540
- Concilium Mertonense (1300), Mansi 25.6.
- Concilium apud Pennam Fidelem (1302) c. 7: “excommunicationis vinculo innodentur, et nisi satisfecerint,
ecclesiastica sepulture careant,et si excommunicati non fuerint nominatim”, Mansi 25.100, δηλαδή δεν
επιτρέπονταν να ταφούν σε εκκλησία.
[22] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola 6,34 Ad Gebuino Lugdunensi Archiepiscopo, B. 1 S. 448-9. Gregorii I, Homilia in evangelium I.4.4, PL 76.1092.
[23] Epist. 54 (1084) s. 132.
[24] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola Ι.15, Ad Petri Damiani : “Nam sicut scitis Gotefredus vivente Guidone dicto arciepiscopo Mediolanensi eandem ecclesiam, …, nunc quasi vilem ancillam presumpsit emere, sponsam videlicet Christi diabolo prostituere et a catholica fide temptans eam separare nisus est symoniacae heresies scelere maculare”. B.1 S.24.
[25] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola Ι.75 Ad duci Beatrici et eius filiae Mathildi, B.1 S.109.
[26] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola Ι.80, Ad Annitiensi clero et Populo, B.1 S.114.
[27] Scivias III.10.16: “Raptores etiam ecclesiarum sunt, et per avaritiam quaecunque possunt deglutiunt, atque cum officiis suis nos paupers et egenos facunt, ac se ipsos et nos contaminant” PL 197.1018.
[28] Arnulfus Mediolanensis, Liber Gestorum Recentium III.9: «A quibus, si salute a salvatore speratis, deinceps omnino cavete, nulla eorum venerantes official, quorum sacrificial idem est, ac si canina sint stercora eorumque Basylice iumentorum presepia», ed. Claudia Zey, MGH rerum Germanicarum 67, S.177. Παρομοιάζει τα μυστήρια των σιμωνιακών με τα κόπρανα του σκύλου.
- Concilium Gerundensis (1078) c. 11, Mansi 20.518-9: «Item statuerunt, ut si quae Ecclesiae per pecuniam essent consecratae, vel a simoniaco, a legitimo canonice consecrentur episcopo. Si qui etiam clerici pecuniam praebendo, vel a simoniaco sunt ordinate, eodem modo a catholico ordinentur episcopo. Non enim in his sit reiterario, sed ipsa consecration; quoniam nihil praecesserat, quod ratum haberi queat». Όσοι κληρικοί χειροτονήθηκαν από σιμωνιακό επίσκοπο έπρεπε να ξαναχειροτονηθούν από καθολικό.
[29] Bernoldi, Chronicon a.1073: “Cuius prudential, non solum in Italia set etiam in Teutonicis partibus, refrenata est sacerdotum incontinentia. Scilicet quod praedecessor eius in Italia prohibuit, hoc ipse in tota catholica aeclesia prohibere studuit”, MGH SS 5 s.430.
[30] Οι 17 σωζόμενες πραγματείες του είναι απολογητικά έργα υπέρ της παπικής πολιτικής. Τα De prohibendae sacerdotum incontinentiae και De damnation schismaticorum στρέφονται κατά του έγγαμου κλήρου και δικαιώνουν την συνοδική καταδίκη του, αντίστοιχα.
[31] Ottoni episcopi Frisingensis, Chronica Liber VI cap. XXXIV: “Denique non solum regem pro eiusmodi ad synodalis response crebro vocavit, sed et datis decretis clericorum a subdiaconatum et supra conubia in toto orbe Romano cohibuit…”, MGH rerum Germanicarum in usum scholarum 45 s. 303. Αγγλική μετάφραση Charles Mearow, The Two Cities, New York 2002.
[32] Gotifredi Viterbiensis, Pantheon XXXIX: “ Ipse itaque Gregorius papa ad simoniam extirpandam et clericum incontinentiam reprimendam intendens, imperatorem ipsum ad sinodalia pro huiusmodi frequenter vocavit” MGH SS 22 s.250.
[33] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola I.30, Ad Geboardo Salzburgensi episcopo, B.1 S.50.
[34] Concilium Romanorum (1074) c. V, Mansi 20.408.
[35] Chronicon Turonense : «Novo exemplo et inconsiderate prejudicio, necnon et contra sanctorum partum sententiam, qui scripserunt quod sacramentum altaris, baprismus, et crisma, nec bonorum dispensatorum meritis amplisicantur, nec malorum peccatis attenuantur; ex qua re tam grave scandalum in ecclesia oritur, quod antea sancta ecclesia nullius haeresis schismatic tam graviter est attrita», ed. E. Martene-U. Durand, Veterum Scriptorum Monumentorum Amplissima Collectio V ( Paris 1729) 1007.
[36] E. Martene-U. Durand, Thesaurus Novus Anecdotorum, Paris 1717, I col.218. Ο Θεοδώριχος αναγκάστηκε να στραφεί εναντίον του πάπα Γρηγόριου. Epistola ad Goldastus, E. Martene-U. Durand, Thesaurus I col. 236.
[37] Epistola cujusdam adversus laicorum in presbyteros conjugates calumniam, E. Martene-U. Durand Thesaurus I col.230-1.
[38] Pauli, Vita Gregorii VII c. 96, ed. J. M. Watterich, Pontificum Romanorum Vitae, Leipzig 1862-2, B.1 S.530-1.
[39] c.3: «Presbyteris, diaconibus, vel subdiaconibus, concubinarum et uxorum contubernia penitus interdicimus, et aliarum mulierum cohabitationem, praeter quas synodus Nicaena per solas necessitudinum causas habitare permisit, videlicet mattrem, sororem, amitam, vel materteram, aut alias hujusmundi, de quibus nulla valeat juste suspicio oriri», Mansi 21.282.
c.21: «Presbyteris, diaconibus, subdiaconibus et monachis, concubinas habere, seu mattrimonia contrahere, penitus interdicimus; contrecta quonque mattimonia ab hujusmodi personis disjungi, et personas ad poenitentiam debere redigi, juxte sacrorum canonum dissinitionem, judicamus”, Mansi 21.286.
[40] c.VI: «Decernimus etiam ut ii, qui in ordine subdiaconus, et supra, uxores duxerint, aut concubinas habuerint, officio atque ecclesiastico beneficio careant. Cum enim ipsi templum Dei, vasa Domini, sacrarium Spiritus sancti debeant esse et dici: indignum est cos cubulibus et immunditiis deservire», Mansi 21.527.
cVII: «Ad haec praedecesiorum nostrorum Gregorii VII, Urbani et Paschalis Romanorum Pontificum vestigiis inhaerentes, praecipimus ut nulus Missas eorum audiat quos uxores vel concubinas habere cognoverit. Ut autem lex continentiae, et Deo placens munditia in ecclesiasticis personis et sacris ordinibus dilatetur statuimus quatenus episcope, presbyteri, diaconi subdiaconi, regulars canonici, et monachi atque converse professi, qui sanctum transgredientes propositum, uxores sibi copulare praesumeserint, separentur. Hujusmodi namque copulationem, quam contra ecclesiasticam regulam constat esse contractam, matrimonium non esse censemus. Qui etiam abinvicem separate pro tantis excessibus condignam poenitentiam agant», Mansi 21.527-8.
[41] Bernardi abbatis Clarae-Vallensis, Sermones in Cantica Canticorum LXVI.3: “Tolle de Ecclesia honorabile connubium et torum immaculatum (Hebr. XIII, 4); nonne reples cam concubinariis, incestuosis, seminifluis, mollibus, masculorum concubitoribus, et omni denique genere immundorum?” PL.183.1095A-B.
[42] Concilium Parisiense (1212) c.IV: “Inhibemus etiam districtius, ne clerici in sacris ordinibus constituri, etiami beneficiate non fuerint, in propiis domibus, vel in alienis, publice socarias habeant, unde scandalum oriatur” Mansi 22.820.
[43] Ex Chronica Augustensi Antiqua Excerptum: “Malitiam namque dierum labentium, quae cum tempore corrupit et mores, dante quam plurimis ex impuniate audacia simper in deteriora proclinem infrenis licentia libertatem, nonnulli clerici praecipiti lubricate voluptatis arbitio laxas comittentes habenas, post carnis suae concupiscentias abierunt et relegate poene penitus a conversatione vita sua clericalis mundicie, honestate, tenent etiam in conspectus populi concubinas, cum quibus impudice frontis irreverentiam iindvens foedas manus et foeditas, quas fordidis libidinosae coinquinationis foetibus immiserunt, non erubescunt in suum periculum et ruinam populi sacris ministeriis immisceri, a quibus ob publici concubinatus insaniam que nulla tergiversatine sceleris, vel secundum scita canonum, tam quoad se quam ad alios sunt suspendi, et ne quis talium Massam audire praesumat, arctius in eorum contemptum Canonicae actoritatis constitution interdicit. Per tales maxime nomen Dei Domini blasphematur in terries; per tales derogatur Sacramentis fidei orthodoxae cum vasa Domini pollutis eorum minibus prophantur; per tales ergo perdit religionem cathol. devotion reverentiae Christianae; per tales decipitur populous in divinis, et Ecclesiastica substantia dissipater. Hinc detrabitur verbo Dei, dum immundis labiis talium nunciatur; hinc haeretici mussitant et insultant; hinc Tyranni faciunt; hinc perfidy persequuntur; hinc grassantur audacious in Christi Patrimonio sacrilege exactores, a quibus, prob pudor, ob huiusmodi carnes putridas, quas disciplinalis mucro non resecat, sicut decet sincerum CAtholicae matris corpus in ostentum ducitur et contemptum”, ed. M. Freher, Rerum Germanicarum Scriptores (1717) T.1 546-7.
[44] Guillaume de Nagis, Chronicon 1299: “Ferricus Aurelianensis episcopus a quodam milite, cujus filiam virginem corruperat, ut dicitur, occisus est”, ed. H. Geraud, Paris 1843, t.1 p.309.
[45] H. C. Lea, History of sacerdotal crlibacy, London 1907, vol. 1 p. 416.
[46] Cornelii Zantfliet, Chronicon a.1272: “Hic Gregorius execrates mores et conversationem domini Henrici Leodiensis episcope, mellifluam ad eum direxit epistolam fatis prolixam, in quia ipsum acerbe reprehendit de gravibus excessibus, praesertim de deflorationibus virginum, stupris matronarum et incestibus monialium, exactionibus subditorum, spoliis ecclesiarum, locupleratione suorum filiorum naturalium, de simonia et aliis plurimis, quae sic incipit: Debet unusquique, cui dominicus grex committitur et cura imminent animarum, super gregem ipsum vigilias adversus neqitas spirituals observare; quam ob sui prolixitarem hin inserere ex proposito dimisi”, ed. E. Martene-U. Durand, Veterum Scriptorum Amplissima Collectio, Paris 1729, t.V col.113C.
[47] Epistola Gregorii Papae X ad Henricum Leodiensem Episcopum, ed. Jean Hardouin, Acta Conciliorum et Epistolae Decretales, Paris 1714 ,t.VII cols. 665-670.
[48] Henri Estienne, L’ Introduction au traite de la conformite des Merveilles anciennes avec les moderns ou, Traite Preparatif a l’ Apologie pour Herodote, Paris 1607, 13.
[49] Matthaei Parisiensis, Chronica Majora a.1251: “Amici, magnam fecimus, postquam in hanc urbem venimus, utilitatem et elemosinam. Quando enim primo huc venimus, tria vel quator prostibula invenimus; sed nunc recentes solum relinquimus. Verum ipsum durat continuatum ab Orientali porta civitatis usque ad Occidentalem”, ed. H. R. Luard, The Chronicles and memorials of Great Britain and Ireland during the middle ages, London 1880, vol. V p. 237.
[50] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola VIII.21 Ad Herimanno Metensi episcopo: “Haec itaque divinae voluntatis institutionem, hoc firmamentum dispensationis ecclesiae, hoc privilegium beato Petro apostolorum principi caelest decreto principaliter traditum atque firmatum sancti patres cum magna veneration suscipientes atque servants sanctam Romanam ecclesiam tam in generalibus conciliis quam etiam in ceteris scriptis et gestis suis universalem matrem appellaverunt”, B.2 S.548-9.
[51] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola ΙΙ.66, Ad Burchardo Halvestetensi episcopo, B.1 S.221-2.
[52] Herbert Edward John Crowdey, Pope Gregory VII, 1073-1085, p.516.
[53] Λουκ. 22.32.
[54] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola ΙΙ.31, Ad Heinrico glorioso regi, B.1. S. 167.5-15, Epistola III.18, Ad Symeoni Hyspanorum episcopo, B.1 S. 284.2-11, Epistola VIII.1, Ad Gregorio Tsamandos archiepiscopo, B.2 S. 513.7-14.
[55] Concilium Lemovicense II, Mansi 19.529.
[56] Concilium Avenionense ab Hugone Regiensi Archiepiscopo, c.1: Quia igitur propter ormidandam et puniendam negligentiam praelatorum, qui existents mercenarii potius quam pastores, se murum pro domo Israel non opponent, nec populis suae gubernationi commissis evagelizant evagelicam disciplinam, in his partibus diversae ac damnatissimae haereses pollularunt: praesentis comprobatione concilii duximus statuendum, ut in sua diocese quilibet episcopus frequentius et diligentius solito fidem praedicet orthodoxam; et cum expedierit, per alias honestas et discretas personas faciat praedicari”, Mansi 22.785.
[57] Xavier Millot, Histoire Littéraire des Troubadours, Paris 1802, t.II p.61.
[58] Concilium Romanense (1059) c.III: “Ut nullus missam adiat presbyteri, quem scit concubiam indubintarem habere, aut subintroductam mulierem”, Mansi 19.897D.
[59] Decretum I xxxii c.15 & Decretum I lxxxi.
[60] Liber Extravagantium decretalium III titulus ΙΙ capital Χ: “Clericus concubinarius in officiis vitandus non est, nisi sit notorious. – Quaesitum est de clericis in fornicationem prolepsis, si eorum sit officium, priusquam poenituerint, audiendum. Verum etsi quemlibet pro mortali peccato quoad se ipsum constet esse suspensum, non debet tamen in oficiis evitari, quia, quantum ad alios, etiam in casu proposito suspensus non est, nisi peccatum huiusmodi sit notorium per sententiam seu per confessionem factam in iure, aut per evidentiam rei, quae tergiversatione aliqua celari non possit”, ed. Emil Friedberg, Corpus Juri Canonici vol. 2 Leipzig 1881 (ανατυπ. Akademische Druck- u. Verlagsanstalt 1959), 457.
[61] Petrus Cantor, Verbum Abbreviatum LIV: “Galfridus Peronensis prior Clarevalensis, electus in Tornacensem episcopum, cum a papa Eugenio, et abate suo sancto cogeretur onus episcopates subire, prostates iiin modum crucis ad pedes abbatis, et clericorum eum eligentium, ait: Monachus fugitives, si me ejicitis, esse potero, episcopus vero nunquam ero. Cui laboranti in extremis assidens qidam monachus, ejus amicissimus, factus custos aegrotanti, ait: Chare mi frater, quia nunc corpora separabirum, oro te ut in pace et salva voluntate Dei, si esse poterit, statum tuum post mortem mih reveles. Cui oranti post mortem ejus in oraculo secreto coram altari, apparuit ei in vision anima Galfridi dicens: Ecce, inquit, adsum Galfridus frater tuus. Cui ille: Mi chare, quomodo est tibi? Qui ait: Bene. Sed revelatum est mih a sancta Trinitate, quod si promotes fuissem in episcopum, procol dubio fuissem de numero reproborum” PL 205.168.
Petrus Blesensis, Epistola CCXL, PL 207.546.
[62] Caesarius Heisterbacensis, Dialogus Miraculorum II.27: “Clericus quidam Parisiis ante paucos annos verbum terrible contra Episcopos locutus est, dicens: Omnia credere possum, sed non possum credere, quod unquam aliquis Episcopus Alemanniae posit salvari. NOVICIUS: Quare magis iudicavit Episcopos Alemanniae, quam Episcopos Gallisae, Angliae, Lombardiae vel Tusciae? MONACHUS: Quia pene omnes Episcopi Alemaniae utrumque habent gladium, spiritualem videlicet et materialem; et quia de sanguine iudicat et bella exercent, magis eos sollicitos esse oportet de stipendiis militum, quam de salute animarum sibi commissarum. Invenimus tamen ex Episcopis Coloniensibus, qui Pontifices simul fuerunt et Duces, aliquos fuisse sanctos, beatum videlicet Brunonem, sanctum Heribertum et sanctum Annonem. Occasione verbi iam dicti clerici, recordor et alterius cuiusdam verbi adhuc terribilius a quodam defunct contra Episcopos prolati”.
Λατινικό κείμενο ed. Josephus Strange, Bonnae-Coloniae-Bruxellis 1851, vol. 1 pp. 99.
Αγγλική μετάφραση H. von E. Scott & Swinton Bland, London 1929, pp. 110-1.
[63] J. A. Smeller, Carmina Burana, Lateinischer und Deutsche Lieder und Gedichte, Breslau 1883, S.15.
[64] Walthers von der Vogelwide, Sämmtliche Gedichte, ed. Karl Gustav Pannier, Berlin 1876, s.118.
[65] Πρόκειται για Γερμανό ιεροεξεταστή, γνωστό ως «ιεροεξεταστή του Passau. Πρόσθεσε υλικό στο έργο του Rainerius Sacconi, που αφορά τους Βάλδιους, γι’ αυτό και το συμπλήρωμα καλείται Contra Waldenses.
[66] Reineri (pseudo-) Ordinis Praedicatorum, Contra Wldenses Haereticos c. III: “Quarta causa haeresum est scandalum de malo exemplo quorundam. Unde, cum quodam vident male vivere, dicunt: Sic Apostoli non vixerunt, nec nos, qui summimitatores Apostolorum”. ed. Maxima Bibliotheca Veterum Patrum XXV (Lugdunum 1677), 263.
[67] “Quinta causa est insufficentia doctrinae quorundam, qui praedicant quandoque frivola, quandoque falsa. Unde quidquid Ecclesiae Doctor docet, quod per textum novi Testamenti non probat, hoc totum pro fabulis habent contra Ecclesiam” ο.π.
[68] “Sexta causa est irreverentia, quam quidam ministry Ecclesiaee perhibent Sacramentorum” o.p.
[69] “Septima causa est odium, quod habent contra Ecclesiam”, ο.π.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου