Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Παραμονές Χριστουγέννων.
Ήμουν τότε οκτώμισι χρόνων. Πήγαινα τρίτη δημοτικού, στο τρίτο δημοτικό σχολείο Βουνακιού. Οι μικρομπακάληδες του Φραγκομαχαλά είχαν παραλάβει να μοιράσουν δωρεάν με κουπόνια απορίας, σκουπόσπορο για να κάνουν οι ταλαίπωροι σκλάβοι καμιά μαύρη τηγανίτα, όσοι είχαν λάδι. Δεν θυμούμαι από ποιόν οργανισμό είχε δοθεί.
Κατ` άτομο έδιναν εκατό δράμια (σημερινά 320 γραμμάρια ) αλεύρι κόκκινο, γιατί το σιτάρι και το κριθάρι ήταν δυσεύρετα. Τα είχαν κατάσχει οι Γερμανοί ή τα κατείχαν μερικοί πλούσιοι μαυραγορίτες.
Θυμούμαι και το γράφω για πρώτη φορά, τον πατέρα μου τον συχωρεμένο που μου είπε: Δες να το λες και να το διηγείσαι. Αντί να δώσουν στους ανθρώπους λίγο τυρί ή κρέας μέρες που είναι δίνουν σκουπόσπορο που έτρωγαν τα ζώα…
Κάποια άλλα Χριστούγεννα της κατοχής πριν τις διακοπές (δεν θυμάμαι αν ήταν του 41 ή του 43) το συσσίτιο του σχολείου ήταν πιο πλούσιο. Μας έδωσαν ένα σικλάκι φασολάδα στον κάθε μαθητή (δυο μερίδες ) και το σπουδαιότερο, περίπου μισή οκά (640 γραμμάρια) σύκα ζαχαρένια σαν αυτά που πουλούν τα καταστήματα ξηρών καρπών. Όμως, στη διαδρομή μου για το σπίτι μέσω της οδού Αγίων Αποστόλων λίγα μέτρα πριν την σημερινή κλινική του Αυγουστή, ένας εικοσάχρονος νέος πεινασμένος, μου τ` άρπαξε και εξαφανίστηκε στο στενό. Δεν θα ξεχάσω την πίκρα και τα κλάματά μου. Γιατί εκτός από `μένα περίμεναν κι άλλοι τρεις στο σπίτι (γονείς και μικρή αδελφή), ν` απολαύσουν αυτό το ωραίο γλύκισμα…
Εκείνες τις μέρες ευτυχώς, είχαμε πουλήσει κάποια καλή κουβέρτα για δυο οκάδες κουκιά. Δεν φαντάζεσθε τι συμβούλια επί συμβουλίων έγιναν για το πως να τα απολαύσουμε. Ένα μέλος της οικογένειας έλεγε να τα βράζουμε λίγα-λίγα για να περάσουμε μια εβδομάδα τρώγοντας όποτε πεινούμε ένα πιάτο με πολύ ζουμί. άλλο, να τα φαμε μονομερίς τα μισά τα Χριστούγεννα και τα μισά το Πάσχα. Γιατί ποιος ξέρει αν ξαναβρίσκαμε άλλο τέτοιο κελεπούρι.Τελικά επικράτησε η δεύτερη γνώμη και κάναμε Χριστούγεννα και Πάσχα με κουκιά και μπόλικο λάδι.
Διότι κάναμε το παν να μη στερηθούμε το ευλογημένο λαδάκι. Χωρίς αυτό, (όσοι το στερήθηκαν) πρηζόταν και πέθαιναν με αργό θάνατο. Ενώ έχοντας το λαδάκι με χόρτα ακόμα και με τσουκνίδες ξεγελούσαμε την πείνα μας.
Ήρθαν τα Χριστούγεννα. Με συσκοτισμένα τα σπίτια (βάζοντας στα πορτοπαράθυρα μπλε χαρτί είτε σεντόνια, διαταγή του κατακτητή) περιμέναμε τα λίγα τολμηρά παιδιά, να μας πουν τα κάλαντα. Το φιλοδώρημα που έπαιρναν μ` ευχαρίστηση απ` όσους είχαν, ήταν μια φούχτα τσίκουδα, λίγα κουντουρούδια ή το καλύτερο, λίγα ξερά σύκα.
Που να βρεθούν γλυκά; Από τι αλεύρι; Αφού κι ο καφές που σέρβιραν κάποτε (στους επισκέπτες) ήταν κριθαρίτικος και για ζάχαρη η νοικοκυρά κοπάνιζε χαρούπια και τα ζεματούσε με νερό για να βγάλουν το λίγο μελάκι που είχαν μέσα…
Αυτά τα λίγα περιστατικά, λόγω σεβασμού στο χώρο του εξαίρετου περιοδικού «Δάφνη», επέλεξα απ` τα τόσα παράδοξα που πέρασε η γενιά μας στην κατοχή αυτές τις άγιες μέρες αλλά και όλη την τετραετία της Γερμανικής σκλαβιάς, για να εκτιμούν οι νεώτεροι και προ πάντων τα παιδιά και τα εγγόνια μας τι παράδεισο αφθονίας έχουμε τώρα και να δοξάζουν το Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ και Σωτήρα Χριστό που μας χαρίζει την ελευθερία μας με τα πλούσια αγαθά της.
Να τα απολαμβάνουν με αγάπη και χαρά χωρίς να γκρινιάζουν και να εκτιμούν αυτά που έχουν, ευχόμενοι να μην ξαναέλθουν στο λαό μας αλλά και σε κανένα λαό του κόσμου τέτοιες δυσβάσταχτες εποχές δυστυχίας και στέρησης.
Πηγή: Πίσω στα παλιά
Την 14ην Δεκεμβρίου 1943 πυρπολήθηκε η εκκλησία της Αγίας Λαύρας από τους Γερμανούς.
Προηγήθηκε μία ημέρα πριν (13 Δεκεμβρίου) το μαρτύριο των καλογήρων, που βασανίστηκαν φρικτά για να μαρτυρήσουν τα κρησφύγετα των ανταρτών.
Δεν μίλησαν!
Ακόμη κι έναν κατάκοιτο και παράλυτο γέροντα τον πατέρα Ευθύμιον Χρυσανθακόπουλον, τον παιδέψανε πριν τον σκοτώσουν μαζί με τους υπόλοιπους.
Η σφαγή έγινε κάτω από τον ιστορικό πλάτανο, εκεί που είχαν κρεμάσει τα καριοφίλια τους οι ήρωες του ‘21 μαζί με τον Κολοκοτρώνη.
Προηγουμένως ”70 φορτία ιερών αμφίων, κειμηλίων, επίπλων κλπ., αξίας πολλών εκατομμυρίων αφαιρέθηκαν με τον τρόπον της κλοπής από την ιερή αυτή εστία του Ελληνισμού…” γράφει ο Χρήστος Ε. Λεβέντης , Θεολόγος-Φιλόλογος στο βιβλίο του “50 χρόνια από το Ολοκαύτωμα Καλαβρύτων 1943-1993″ που εκέρδισε το αργυρό μετάλλιο του Στασινοπούλειου βραβείου.
Την ημέρα της μεγάλης θυσίας των 1.300 αδικοσκοτωμένων Καλαβρυτινών, ο κόσμος ήδη θρηνούσε 60 άνδρες από 16 ετών και άνω που είχαν σφαγεί στις 8 Δεκεμβρίου και 16 καλογήρους μαζί με 8 επισκέπτες στο Μέγα Σπήλαιο, την ίδια μέρα.
Ανάμεσα στους επισκέπτες κι ένα 10χρονο ορφανό καλογεροπαίδι τον Ηλία Ατσάρο.
Πηγή: Λίθος Φωτός
Ημέρα μνήμης για όλο τον Ελληνισμό...
Τιμούμε και δεν ξεχνάμε τους ήρωες που θυσιάστηκαν ενάντια στη φασιστική τυραννία!
Όλοι μας κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ στους ήρωες μας, ενάντια στη λήθη, ενάντια σε κάθε τυραννία...
Ζαχλωρού 8 Δεκεμβρίου 1943
Τον Δεκέμβριο του 1943 με την "Επιχείρηση Καλάβρυτα", οι Γερμανικές δυνάμεις χωρισμένες σε τμήματα με επικεφαλής διάφορους συνταγματάρχες, εφορμούν στα Καλάβρυτα. Ένα τμήμα με επικεφαλή τον αντισυνταγματάρχη Ebersberger κατευθύνεται με πορεία από Αίγιο προς Καλάβρυτα με τρία (3) πεζοπόρα τμήματα...
Ο Ebersberger χωρίζει το στρατό σε δύο ομάδες και το πρωί της 8/12/1943 εφορούν: μία ομάδα στους Ρογούς καίγοντας ολοσχερώς το χωριό και εκτελώντας 65 άντρες και παιδιά, κι η άλλη ομάδα, την ίδια μέρα, μπαίνουν στην Κερπινή και εκτελούν 38 άντρες και παιδιά, καίγοντας το χωριό!
Στη συνέχεια έκαψαν την Άνω και Κάτω Ζαχλωρού σκοτώνοντας 19 άντρες!
Συγκεκριμένα, στη Κάτω Ζαχλωρού το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου 1943 οδήγησαν τους 9 άντρες που βρήκαν στο χωριό, στις γραμμές του Οδοντωτού και τους δολοφόνησαν πισώπλατα καθώς βάδιζαν για τα Καλάβρυτα. Στη συνέχεια έκαψαν όλα τα σπίτια της Άνω και Κάτω Ζαχλωρούς!
Μέγα Σπήλαιο 8 Δεκεμβρίου 1943
Την ίδια μέρα καταστρέφουν καίγοντας τη Μονή του Μέγα Σπηλαίου, δολοφονώντας τους μοναχούς και τους επισκέπτες της Μονής, ρίχνοντάς τους κάτω από τους βράχους. Μοναδικοί επιζώντες όσοι κάτοικοι της Ζαχλωρούς βρίσκονταν στα Ζαχλωρίτικα για τη χειμερινή τους διαμονή, οι οποίοι δεν είχαν πια τίποτε στη Ζαχλωρού.
Κερπινή 8-12-1943
Στις 8 Δεκεμβρίου, πεζοπόρες φάλαγγες του τακτικού Γερμανικού στρατού υπό τον Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), διοικητή του συντάγματος Αιγίου, ο οποίος ορίστηκε επικεφαλής της «Επιχείρησης Καλάβρυτα» στις 6/12 σε αντικατάσταση του συνταγματάρχη Wolfinger, φτάνουν στην περιοχή των χωριών Ρογοί και Κερπινή.Ο Ebersberger χώρισε το στρατό σε δύο ομάδες. Η μία κατευθύνθηκε προς τους Ρογούς και η άλλη μπήκε στην Κερπινή.
Οι Γερμανοί έμειναν στο χωριό μέχρι το απόγευμα και ζήτησαν από τους άνδρες να συγκεντρωθούν για να τους μιλήσουν. Στο μεταξύ απέναντι φαίνονταν οι πυκνοί καπνοί από το χωριό Ρογοί που καιγόταν. Αρκετοί κάτοικοι δεν υπάκουσαν στην εντολή της συγκέντρωσης και κατάφεραν να κρυφτούν ή να ξεφύγουν.
Εκτέλεσαν 9 άτομα μέσα στο χωριό σε διάφορα σημεία, στις αυλές των σπιτιών και στο δρόμο, ανάμεσά τους και τον άρρωστο από τύφο Κωνσταντίνο Καλλιά, τον οποίο έσυραν από το κρεβάτι του έξω από το σπίτι και τον σκότωσαν.Στο μεταξύ έβαλαν φωτιά στο χωριό. Τα σπίτια λαμπάδιαζαν το ένα μετά το άλλο από τη δύναμη της φωτιάς και της πυρίτιδας που έριχναν.
Οδήγησαν στη συνέχεια τους συγκεντρωμένους άνδρες στο πρανές ενός χωραφιού πιο κάτω από το χωριό, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, όπου ήταν ήδη στημένα τα πολυβόλα και τους εκτέλεσαν. Ο κρότος των πολυβόλων ακούστηκε μέχρι το χωριό.
Συνολικά στις 8-12-1943 εκτελέστηκαν 36 άνδρες ηλικίας από 17 έως 80 ετών. Από την εκτέλεση διασώθηκαν 4 άνδρες μεταξύ των οποίων ένας βαριά τραυματίας που πέθανε λίγες μέρες μετά.
Ο συνολικός αριθμός των Κερπινιωτών που εκτελέστηκαν από τα Γερμανικά στρατεύματα Κατοχής κατά την «Επιχείρηση Καλάβρυτα, 5-15 Δεκεμβρίου 1943» ήταν 39 άνδρες ενώ συνολικά την περίοδο της Κατοχής ο αριθμός των θυμάτων του χωριού Κερπινή σε μαζικές ή μεμονωμένες εκτελέσεις ήταν 44 άνδρες. Στις 8/12/1943 εκτελέστηκαν 36 άνδρες (27 στη θέση «Λιθακιά» δίπλα κοντά στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, 8 μέσα στο χωριό στις αυλές των σπιτιών και στο δρόμο και 1 στην εκτέλεση των Ρογών - Αγία Βαρβάρα Ρογών), στις 6/12/1943 στη θέση Λιθάρια εκτελέστηκε 1 άνδρας, στις 8-9-/12/1943 στη Στάση Κερπινής 1 άνδρας και στις 10/12/1943 στο χωριό Βραχνί 1 άνδρας. 4 άνδρες εκτελέστηκαν στη θέση Λιβαδάκια στις 8-9-1943. Ένας ακόμη Κερπινιώτης συνελήφθη αιχμάλωτος με την γνωστή «κλούβα» την περίοδο της Κατοχής και δεν επέστρεψε ποτέ.
Από τα 130 και πλέον σπίτια του χωριού, που πριν τον πόλεμο ήταν παραθεριστικό θέρετρο και διέθετε ταχυδρομείο, τμήμα χωροφυλακής και διτάξιο σχολείο με 100 και πλέον παιδιά, καταστράφηκαν τα 100.
Το 1991 ανηγέρθη στον χώρο της εκτέλεσης των κατοίκων της Κερπινής Μνημείο από το Σύλλογο Κερπινιωτών & Φίλων του χωριού, όπου κάθε χρόνο την ημέρα της θλιβερής επετείου πραγματοποιείται Εκδήλωση Μνήμης προς τιμήν των θυμάτων. Στην άκρη του πρανούς του χωραφιού όπου έγινε η εκτέλεση διασώζεται παλαιότερο Μνημείο που είχε στηθεί εκεί από τους κατοίκους τα πρώτα χρόνια μετά την Κατοχή.
Ρογοί, 8 Δεκεμβρίου 1943 (Το Ιστορικό της Σφαγής)
Οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό στις 8 Δεκεμβρίου 1943 το απόγευμα και κάλεσαν τον ιερέα του χωριού Παπα-Χρήστο Κανελλόπουλο να χτυπήσει δυνατά την καμπάνα για να συγκεντρωθούν όλοι οι άντρες στην πλατεία με την πρόφαση πως θα τους αποζημίωναν για τα ζώα που τους είχαν επιτάξει. Ξεχύθηκαν σε μια έρευνα των σπιτιών, των σταύλων, και των αχυρώνων για να μη διαφύγει κανείς. Δύο υπερίληκες που δεν ακολούθησαν τους άλλους στην πλατεία εκτελέστηκαν επί τόπου.
Στη συνέχεια τους έκλεισαν μέσα στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας και να βγαίνουν έξι-έξι για να πληρωθούν. Ο εκνευρισμός όμως των Γερμανών, οι αυστηρές διαταγές, το στήσιμο των πολυβόλων δεν άφηναν ουδεμία αμφιβολία για τις προθέσεις τους. Ο Παπα-Χρήστος Κανελλόπουλος διαισθανόμενος το τέλος από την Ωραία Πύλη καλεί όλους να γονατίσουν και να αλληλοσυγχωρηθούν διαβάζοντας μια συγχωρητική ευχή καλείται η πρώτη εξάδα να εξέλθει προπορεύονται έξι ηλικιωμένοι τα πολυβόλα κροτάλισαν στη συνέχεια άλλοι έξι και άλλοι έξι.
Απολογισμός 65 αθώοι νεκροί. Επέζησαν (5) πέντε. Τέσσερις τρέχοντας μέσα στις φλόγες και στη βροχή των σφαιρών πήδησαν στο γκρεμό και ένας βαριά τραυματίας. Τρεις απανθρακώθηκαν κρυμμένοι στο ταβάνι-και τέμπλο.
Το χωριό πυρπολήθηκε ολοσχερώς. Τόση ήταν η φωτιά που στα σπίτια δεν έμεινε ούτε ξινάρι να ανοίξουν τάφους για τους νεκρούς τάφηκαν ύστερα από μια εβδομάδα σε ομαδικούς τάφους στο νεκροταφείο και στον τόπο της εκτέλεσης.
Η Αγία Βαρβάρα ξανακτίστηκε με έρανο του Γυμνασίου της 7ης Τάξης και Π.Α. Εκπαιδευτικής και διασωθέντων αναφέρονται στο μνημείο μαυσωλείο που έχουν ανεγείρει οι Ρογίτες το 1972.
Πηγή: directnews.gr
Συνταγματάρχης Πεζικού, ο πρώτος Ανώτερος Αξιωματικός του Ελληνικού στρατού, που έπεσε επί του πεδίου της μάχης κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (1940-1941).
Ο Μαρδοχαίος Φριζής γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1893 στη Χαλκίδα, στους κόλπους μιας πολυμελούς οικογένειας Ρωμανιωτών Εβραίων. Ο Ιάκωβος και η Ιόπη Φριζή είχαν 13 παιδιά (12 αγόρια κι ένα κορίτσι).
Το όνειρό του από μαθητής ήταν να γίνει στρατιωτικός, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, που προτιμούσε να ασχοληθεί με τις εμπορικές επιχειρήσεις της οικογένειας. Έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων, αλλά απέτυχε. Γράφτηκε με βαριά καρδιά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, προς μεγάλη ικανοποίηση του πατέρα του, που τουλάχιστον θα τον καμάρωνε δικηγόρο.Η επιμονή του όμως να γίνει στρατιωτικός δεν τον εγκατέλειπε και το 1916 κατατάχθηκε εθελοντικά στο στρατό. Σπούδασε στη Σχολή Υπαξιωματικών και εξήλθε αυτής με τον βαθμό του λοχία. Σχεδόν αμέσως προήχθη στο βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού, λόγω της πανεπιστημιακής του μόρφωσης.
Ο Φριζής πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και διακρίθηκε στα πεδία των μαχών, με αποτέλεσμα να μονιμοποιηθεί με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Τον Ιανουάριο του 1919 συμμετείχε στο εκστρατευτικό σώμα που πολέμησε τους Μπολσεβίκους στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου. Διοικητής της μονάδας του ήταν ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας.
Τον Αύγουστο του 1919 η μονάδα του μεταφέρθηκε στη Σμύρνη και έλαβε ενεργό μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ο Φριζής προήχθη σε υπολοχαγό, προτού συλληφθεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους τον Αύγουστο του 1922. Επειδή δεν ήταν Χριστιανός, οι Τούρκοι προσφέρθηκαν να τον απελευθερώσουν αμέσως. Αυτός, όμως, αρνήθηκε να εγκαταλείψει τους συμπολεμιστές του και παρέμεινε σε αιχμαλωσία μέχρι τον Αύγουστο του 1923, οπότε αφέθηκε ελεύθερος μετά την ανταλλαγή αιχμαλώτων.
Στα τέλη της δεκαετίας του '30 προήχθη στο βαθμό του αντισυνταγματάρχη και την άνοιξη του 1940 τοποθετήθηκε στο επιτελείο της VIII Μεραρχίας στα Γιάννενα. Μόλις ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940 υπηρετούσε ως διοικητής αποσπάσματος στον τομέα Καλαμά - Νεγράδων και στη συνέχεια ως διοικητής του αποσπάσματος Αώου της VIII Μεραρχίας. Με την επάνοδό του στην Ελλάδα προήχθη σε λοχαγό και εστάλη στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε τη Σχολή Πολέμου της Γαλλίας. Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στην Ελλάδα και αφού φοίτησε και στην Ελληνική Σχολή Πολέμου, προβιβάσθηκε στο βαθμό του ταγματάρχη. Στη συνέχεια μετατέθηκε στη γενέτειρά του ως εκπαιδευτής στη Σχολή Πεζικού.
Με τους άνδρες του αντέταξε σθεναρή άμυνα στον επιτιθέμενο εχθρό, με αποτέλεσμα την ανάσχεση της ιταλικής προέλασης και στη συνέχεια την αναστροφή του μετώπου. Είναι αυτός που συνέλαβε τους πρώτους Ιταλούς αιχμαλώτους (15 αξιωματικούς και 700 οπλίτες) και επέφερε συντριπτικό πλήγμα στην περίφημη Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια».
Κατά την αντεπίθεση του Ελληνικού στρατού μέσα στο αλβανικό έδαφος ως διοικητής ανεξάρτητης μεραρχίας, ανέτρεψε τα τμήματα της ιταλικής μεραρχίας «Μόντενα» και άνοιξε τον δρόμο για την κατάληψη της Πρεμετής στις 4 Δεκεμβρίου 1940. Την επόμενη ημέρα διατάχθηκε να καταλάβει τον λόφο 1220 στα βορειοανατολικά της Πρεμετής. Στις 11:20 το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου μία βόμβα εχθρικού αεροπλάνου τον χτύπησε στο στομάχι κι ενώ ήταν έφιππος, προσπαθούσε να εμψυχώσει και να καθοδηγήσει τους στρατιώτες του, καθώς ανέμεναν ιταλική αντεπίθεση. Λίγη ώρα αργότερα, οι άνδρες του τον βρήκαν να κείτεται νεκρός.
Ο Μαρδοχαίος Φριζής διαβάστηκε από Ορθόδοξο ιερέα, ελλείψει ραβίνου και τάφηκε στην Πρεμετή. Με το άγγελμα του θανάτου, ο Ιωάννης Μεταξάς έστειλε στη χήρα και τα τρία παιδιά του συλλυπητήριο τηλεγράφημα και ανακήρυξε τον Φριζή «Ήρωα της Ελλάδας». Ο Φριζής προήχθη σε συνταγματάρχη επ’ ανδραγαθία στις 15 Απριλίου 1941, αναδρομικά από την ημέρα του θανάτου του.
Το 2002 τα οστά του αναγνωρίσθηκαν και στις 23 Οκτωβρίου μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου ενταφιάστηκαν στο Ισραηλιτικό Νεκροταφείο της πόλης. Στη θρησκευτική τελετή χοροστάτησε ο συνονόματος εγγονός του, ραβίνος της Θεσσαλονίκης τότε. Ο Φριζής έχει τιμηθεί με πολλά μετάλλια, τόσο εν ζωή, όσο και μεταθανάτια. Προτομές του έχουν τοποθετηθεί έξω από το Πολεμικό Μουσείο στο Καλπάκι, στη γενέτειρά του τη Χαλκίδα και το Πολεμικό Μουσείο Αθηνών.
(Ο Μαρδοχαίος Φριζής υπήρξε ένας από τους 12.898 Ελληνοεβραίους που υπηρέτησαν στις ένοπλες δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-1941. Οι απώλειές τους ανήλθαν σε 513 νεκρούς και 3.743 τραυματίες).
Πηγή: Περί Πάτρης
Συνήθως λησμονούμε, όμως, – κάποιοι και αγνοούν – ότι ο Ελύτης πολέμησε στο Αλβανικό Έπος 1940-41, στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Προσβλήθηκε από τύφο και τελικά διασώθηκε «από θαύμα», όπως ο ίδιος ομολογεί. Ας δούμε συνοπτικά πώς ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία του στο μέτωπο και σε ποια ποιητικά του έργα αποτυπώθηκε αυτή η συγκλονιστική για τον ποιητή εμπειρία.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ελύτης κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου του Α’ Σώματος Στρατού. Στις 26 Φεβρουαρίου 1941 μεταφέρεται με βαρύ κοιλιακό τύφο στο νοσοκομείο Ιωαννίνων κι έπειτα από περιπετειώδη πορεία καταλήγει στην Αθήνα.
Αλβανία, κακουχίες στα λασπωμένα χιόνια των βουνών, οιμωγές θανάτου, πείνα, υποχώρηση, αρρώστιες, γερμανική εισβολή, κατοχή, θυσίες, περηφάνεια, αντίσταση, προδοσία…
Από μια συνέντευξη του Οδυσέα Ελύτη στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική» με τίτλο «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας» το 1965, διαβάζουμε:
Προσωπικά εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα; τον ρωτούν.
Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στο πρόσωπο των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν’ αναδύσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από πολύ κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου.
Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε, όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια κα με ζώο σε βατόδρομο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι, ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές πρώτες μέρες της γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία.
Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως-όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο.
Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πυροβολήθηκε οχτώ φορές από τα «στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατον να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλλα, εθελοτής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε κα μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες (…) Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την Επιστήμη, θα έπρεπε με την πρώτη παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω (…) αν «έζησα το θαύμα» σώθηκα και από ένα θαύμα.
Η συμμετοχή του Ελύτη στον ελληνοϊταλικό πόλεμο το χειμώνα του 1940-41 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ποιητική και ιδεολογική του διαμόρφωση και σήμανε την αρχή μιας νέας περιόδου στην πνευματική του πορεία. Η εμπειρία του πολέμου ώθησε τον Ελύτη να στραφεί πιο άμεσα προς την ιστορία και το συλλογικό αίσθημα στο έργο του. Όπως σημειώνει ο ίδιος στην Αυτοπροσωπογραφία του:
Η Αλβανία, για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη, αλλά για την ψυχική μου όμως ιστορία, μια τομή βαθιά. (…) έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μιαν ομάδα, που έχει ορισμένα ιδανικά, και να μάχεσαι κι εσύ γι’ αυτά.
Ο Ελύτης έγραψε τρία εκτεταμένα ποιήματα με θέμα τον Αλβανικό πόλεμο, την άνοιξη του 1941 μόλις επέστρεψε από το μέτωπο: την Αλβανιάδα, τη Βαρβαρία και το Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Η «Αλβανιάδα», έργο ημιτελές σε τρία μέρη, δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1962 (μόνο ένα μέρος – τα υπόλοιπα καταστράφηκαν) στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική», με εκτενή συνέντευξη του ποιητή και σχέδια του Γιάννη Μόραλη. Ας δούμε ένα σχετικό απόσπασμα από εκείνη τη συνέντευξη:
Πώς συμβαίνει να μην έχει εκδοθεί ακόμη η «Αλβανιάδα»; Μήπως έχουν δημοσιευθεί αποσπάσματα σε κανένα περιοδικό;
- Οχι, το ποίημα αυτό δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Μεταδόθηκε όμως τον Οκτώβριο του 1956 από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, με απαγγελία Θάνου Κωτσόπουλου και Μήτσου Λυγίζου, ραδιοσκηνοθεσία Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Δεν είχε, απ’ όσο ξέρω, καμιάν απήχηση, μολονότι η ραδιοφωνική παρουσίαση βοηθούσε στην ανάδειξη της ιδιότυπης τεχνικής του. Ίσως να έφταιγα εγώ, ίσως το θέμα. Γεγονός είναι ότι μου έλειψε από κει και πέρα η διάθεση να συνεχίσω ένα έργο με τόσο μεγάλες διαστάσεις. Καλά ή κακά δεν είμαι από τους ποιητές που μπορούν να γράφουν ερήμην του κοινού. Μου χρειάζεται ο «αντίκτυπος».
Κάτι περισσότερο: μου χρειάζεται αυτό που λέμε «αόρατη παραγγελία», η συναίσθηση ότι μια ομάδα ανθρώπων, έστω και μικρή, περιμένει κάτι από μένα. Προχώρησα αρκετά στο δεύτερο μέρος, κ’ ύστερα, ξαφνικά, σταμάτησα.
Με τράβηξε το «Αξιον Εστί» που είχε αρχίσει να ωριμάζει μέσα μου και που έμελλε να ηχήσει αλλοιώς. Ωστόσο, μια που αυτό το πρώτο μέρος εξακολουθεί, προσωπικά, να με ικανοποιεί απολύτως κ’ έχει εξάλλου πάρει κατά κάποιο τρόπο το βάφτισμα της δημοσιότητας, ευχαρίστως σας το παραχωρώ.
Η Βαρβαρία, δεν δημοσιεύτηκε ποτέ και έχει καταστραφεί. Από τον Ήλιο τον Πρώτο, τρία κομμάτια έμειναν έξω από τη έκδοση των ποιημάτων της συλλογής τo 1943 και ενσωματώθηκαν στην Καλοσύνη στις Λυκοποριές, που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1947 στο περιοδικό Τετράδιο. Το πρώτο σχέδιο για το Άξιον Εστί τοποθετείται στο 1950 και το ποίημα δημοσιεύεται το 1959.
Ο Ελύτης ως στρατιώτης στο Μέτωπο
Ο Ελύτης συνέθεσε την ελεγεία του για τον ανθυπολοχαγό με σκοπό να τιμήσει τους συμπολεμιστές του στην Αλβανία. Σημειώνει στην Αυτοπροσωπογραφία του: «Λίγοι ξέρουνε ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωναν οι ανθυπολοχαγοί. Και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω ηρωοποιώντας έναν ανθυπολοχαγό, με το Άσμα που έγραψα».
Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως έγραψε το ποίημα αυτό για το φίλο του ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, ο οποίος επίσης πολέμησε στην Αλβανία και πέθανε αφού μεταφέρθηκε στην Αθήνα βαριά άρρωστος.
Σε μια επιστολή του στον Kimon Friar, ο Ελύτης αναφέρθηκε στον έλληνα ήρωα, ενσαρκωμένο στο πρόσωπο του ανθυπολοχαγού, με τα παρακάτω λόγια: «Χίλιες φορές τον είχανε σκοτώσει και χίλιες φορές είχε ξαναναστηθεί ανάμεσά μας. Αυτό ήταν χωρίς αμφιβολία το μέτρο και η αξία ενός πολιτισμού βασισμένου στην αγάπη της ζωής και όχι του θανάτου. Στην ελευθερία που ξαναγεννούσε τη ζωή μέσα απ’ τα ερείπια του θανάτου».
Στην ερώτηση δημοσιογράφου: Τι είναι εκείνο που σας συγκίνησε στο Επος του Σαράντα; ο Ελύτης απάντησε:
- Πώς να σας το πω: ήταν ό,τι διάβαζα στην πράξη, και μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά μην τύχει και δακρύσω, αυτά που με ανία και δυσφορία διάβαζα ώς τότε στα βιβλία και για την ιστορία της χώρας μου. Ηταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάποτε ηττηθεί, όχι εξ αιτίας του, στη Μικρασία, και που τώρα θα έπαιρνε την εκδίκησή του. Ετσι το έβλεπα εγώ.
Σαν άχτι μακροχρόνιο που έβγαινε και ξεθύμαινε. Δεν έπαιζε ρόλο που ο εχθρός ήταν διαφορετικός. Ο εχθρός ήτανε η Τυραννία, ήτανε η μορφή του Άδικου, που την είχαμε υποστεί κάτω από διαφορετικές μορφές επί αιώνες και είχε γίνει μοίρα μας. Αυτή η εξέγερση εναντίον της Μοίρας, χωρίς υπολογισμό, μες στα όλα, αυτή η «όμορφη αφροσύνη», όπως λέω κάπου αλλού, ήτανε που ανέβαζε το γεγονός σε μιαν άλλη σφαίρα, ποιητική. Μέσα μου έγινε μια αναπαρθένευση των τριμμένων εννοιών. Οι λέξεις ξεφουσκώνανε και ξαναγεμίζανε με καθαρή ουσία. Με τη βοήθεια της ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ώς τότε φοβόμουνα επειδή τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκαπήλων.
Το Άξιον Εστι αποτελεί τη μετουσίωση της εμπειρίας του Ελύτη στην Αλβανία, σε μια ύψιστη ποιητική, που δεν έχει σχέση με συνθήματα ή παχιά λόγια.
Η Πορεία προς το μέτωπο είναι τόσο αληθινή σα μεταφυσική! Γράφει ο ποιητής:
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως…
Το Άξιον Εστι έχει θεολογική δομή (Η Γένεση – Ανάγνωσμα – Προφητικόν – Τα Πάθη – Το Δοξαστικό) μα στην ουσία του συνιστά μια ανθρωπολογική προφητεία – και τούτη η προφητεία είναι πειστική: των φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω.
Στην πρόσφατη διάλεξή της στη Γεννάδειο (19.10.2011) για τον Ελύτη η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου αποκάλυψε ότι ετοιμάζεται μια μελέτη που θα περιλαμβάνει λεπτομερειακά την πορεία του ποιητή στην Αλβανία. Την περιμένουμε με ενδιαφέρον για να δούμε αυτή την άγνωστη στους πολλούς πλευρά της ζωής του Ελύτη.
Σε τούτες τις δύσκολες μέρες που περνάμε νομίζω πως ο λόγος του ποιητή είναι επίκαιρος παρά ποτέ. Μη, παρακαλώ σας, μη, μη λησμονάτε τη χώρα μου!
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Ενδεικτικές πηγές:
- «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας»
- Άννα Ρόζενμπεργκ, Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας και Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας: Μια παράλληλη ανάγνωση
ΒΙΝΤΕΟ: Η «Πορεία προς το μέτωπο»
από το Άξιον Εστί του μεγάλου Οδυσσέα Ελύτη. Απαγγέλλει ο Μάνος Κατράκης.
Πηγή: Αέναη επΑνάσταση , Αβέρωφ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941
Ένας άνεμος καινούργιος, ανυποψίαστος, άρχιζε να φυσάει πάνω στην Αθήνα.
Ήταν η ώρα 6 όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία. Ο ουρανός είταν πεντακάθαρος, λεύκαζε ο όρθρος, μύριζε δροσιά. Στους δρόμους, τους έρημους ακόμα, κρότησαν μερικά παραθυρόφυλλα, κάποιες μπαλκονόπορτες. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω, από μακρυά, τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο. Μάτια υψώνονταν στον ουρανό, έψαχναν. Όμως σ‘ όλη αυτή την κίνηση που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές, σε ομάδες που ξεκινούσαν για τα κέντρα, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μια διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωϊνό αγέρι που κολπώνει το πανί. Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρύζονταν, έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος, ο ίσαμε χτές βουτηγμένος στην καθημερινότητα και στη βιοπάλη, να μάθαινε ξαφνικά πως έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα.
Γιατί το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικά μια αποκάλυψη : Διαφορετικό είχε πέσει να κοιμηθεί το έθνος τη νύχτα που πέρασε, διαφορετικό ξυπνούσε τώρα. Η είδηση που έτρεχε από στόμα σε στόμα «Πόλεμος! οι Ιταλοί εισβάλλουν», είτανε σα γενική πρόσκληση σε ξεφάντωμα. Περηφάνεια, φιλότιμο και λεβεντιά φούσκωναν τα στήθη.
Κι’ ο καθένας, ο πιο ταπεινός, ένιωθε να ξυπνάει μέσα του μια επίγνωση πως τρεις χιλιάδας χρόνια τον καλούν με τ’ όνομά του, το άσημο ίσαμε χτές, να τα δικαιώσει, να τα υπερασπίσει. Η Ιστορία έπαυε να είναι λόγια των σχολικών βιβλίων και των πανηγυρικών λόγων, γινόταν πράξη ζωής. Είχε φωνή βαθειά, βουερή μέσα στο αίμα, μιλούσε. Κι’ ο πιο ταπεινός, έχανε τη σκέψη άθελά του, πως σ’ αυτόν έλαχε να τιμήσει αυτή τη φάλαγγα των νεκρών που ξεκινάει από πολύ μακρυά και δίνει νόημα στο Χρόνο. Η εκλογή της Μοίρας είταν βαρειά, αλλά για τούτο και η τιμή πολύ μεγάλη.
Οι εφημερίδες, αν και Δευτέρα, κυκλοφόρησαν, έλεγαν με λίγα, χτυπητά, λόγια τα σχετικά με το τελεσίγραφο, την είδηση πως οι Ιταλοί θα εισβάλουν στις έξη — τώρα . Κάτι ορθωνόταν σύσσωμο, να τους υποδεχτεί όπως αρμόζει. Τον ενθουσιασμό τον χρωμάτιζε η αγανάκτηση, η περιφρόνηση. Δρόμοι, πλατείες, σταυροδρόμια, είχαν φουντώσει στο μεταξύ από ζεστές ανάσες, κόσμο· μακρυές θεωρίες πορεύονταν προς την Ομόνοια, το Σύνταγμα, ενώ στο ραδιόφωνο ακουγόταν το διάγγελμα του Μεταξά : «Η στιγμή επέστη που θ’ αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της… » Σε μερικά μπαλκόνια φάνηκαν σημαίες, όπως στην 25η Μαρτίου. Το διάταγμα της επιστρατεύσεως άρχιζε να τοιχοκολλείται ατά κέντρα. Μέσα του ο καθένας άκουγε τον Εθνικό Ύμνο ν’ ανακρούεται χαμηλόφωνα, τον ύμνο στην ελευθερία, σαν προσκλητήριο και σαν προσευχή.
Η ψυχολογία του λαού σε τέτοιας περιστάσεις φαίνεται στις γενικές της γραμμές απλή, το περιεχόμενο της όμως είναι σύνθετο. Η οργή για τη δολερή συμπεριφορά του αντιπάλου, την ηθική του αναξιοπρέπεια , ξέσπασε εκείνο το πρωί σ’ αυθόρμητες επιθέσεις με στόχο τις εγκαταστάσεις των Ιταλών μέσα στην ίδια την Ελληνική πρωτεύουσα. Διαδηλώσεις έσπασαν το πρακτορείο της αεροπορικής Εταιρίας Αλα Λιττόρια στο Σύνταγμα, την Κάζα ντ’ Ιτάλια της οδού Πατησίων. Είχε γίνει ξαφνικά συνειδητό πως και τα δύο αυτά κρύβανε ίσαμε χυτές κέντρα κατασκοπείας και προπαγάνδας. Η δυσαναλογία, έπειτα, ανάμεσα στον όγκο των Ιμπεριαλιστικών αξιώσεων του εχθρού και στο ηθικό του υπόβαθρο, ξυπνούσε μιαν έντονη διάθεση για ονειδισμό. Είναι αυτή που θα χρωματίσει στο εξής, σε στενή εναλλαγή με τον βαθύτερα δραματικό τόνο, όλο τον αγώνα.
Όταν στις 9,30 έγινε ο πρώτος αεροπορικός συναγερμός στην πρωτεύουσα και φάνηκαν σε λίγο, πολύ ψηλά, τα εχθρικά αεροπλάνα, ο πληθυσμός δεν σκέφτηκε να κατέβει στα καταφύγια, ίσως τον είχαν διδάξει. Στάθηκε και κοίταζε το θέαμα από τους δρόμους, τα μπαλκόνια, τις ταράτσες. Βόμβες προορισμένες, για τον Πειραιά έπεσαν στη θάλασσα, στο Τατόι δεν σημειώθηκαν ζημιές- χτυπήθηκε όμως σε τρία αλλεπάλληλα κύματα η Πάτρα, όπου τ’ αεροπλάνα κατέβηκαν πολύ χαμηλά, έρριξαν πάνω στον άμαχο πληθυσμό. Ξεθαρρεμένος εκείνος, είχε μείνει έξω από τα καταφύγια, όπως στην Αθήνα. Οι πενήντα νεκροί του και οι περισσότεροι από εκατό τραυματίες έκαναν φανερό πως ο εχθρός είταν αποφασισμένος να επιδείξει τη δύναμη του όπου το μπορούσε, βάναυσα.
Βομβαρδίστηκαν την ίδια μέρα εγκαταστάσεις κοντά στον Ισθμό, η Ναυτική βάση της Πρέβεζας, τα έργα υδρεύσεως στο Φασιδέρι της Κηφισιάς, η Κινέττα, η περιοχή Ιστιαίας. Στην Αθήνα, κατά τις 11 η ώρα, φάνηκαν μέσα σ’ ανοιχτό αυτοκίνητο να περνάνε αργά από τους κεντρικούς δρόμους ο Γεώργιος ο Β’ και ο Μεταξάς. Χαιρετούσαν χαμογελαστοί τα πλήθη, που είχαν συνεπαρθεί από ενθουσιασμό. Λησμονήθηκαν τότε διαφωνίες, αντιρρήσεις για το καθεστώς, πολιτικές αντιθέσεις, όλα. Κύματα κόσμος έζωνε το αυτοκίνητο, χυνόταν πάνω του, ζητωκραύγαζε, χειροκροτούσε. Αυτά – εκεί, είτανε τα πρόσωπα που ενσάρκωναν τη θέληση του Έθνους , το φρόνηματου, τίποτ’ άλλο. Ο ελληνικός λαός είχε αποκτήσει μπροστά στον εθνικό εχθρό την ψυχική του ενότητα.
Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου, που βγήκε σ’ έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων κοντά το μεσημέρι, έδωσε με λιτή αξιοπρέπεια τον τόνο στην όλη υπόθεση. Σαν κείμενο, επέζησε, μπήκε στην Ιστορία : «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Εκεί – πέρα, στα σύνορα, βροντούσε το κανόνι. Σε περισυλλογή βαθύτατη, με κλεισμένα μάτια, το άκουγε μέσα της κάθε ελληνική ψυχή.
[…]
Στο σπίτι του Αλέξανδρου Κορυζή το τηλέφωνο κουδούνισε χαράματα, στις πέντε και τέταρτο. Πήρε το ακουστικό η κυρία Κορυζή άκουσε να της μιλάνε γαλλικά. Της είπαν ότι ο πρεσβευτής της Γερμανίας θέλει να ιδεί επειγόντως τον πρωθυπουργό. Η συνάντηση ορίστηκε για μισή ώρα αργότερα. Δεν είταν δύσκολο να μαντέψει κανένας το λόγο ενός διπλωματικού διαβήματος σε τόσο ασυνήθιστη ώρα. Ο Κορυζής ειδοποίησε αμέσως το βασιλέα, τους υπουργούς. Ο Έρμπαχ, που ήρθε την ορισμένη ώρα, χαιρέτησε τυπικά τον πρωθυπουργό και του δήλωσε πως την ίδια αυτή στιγμή, στο Βερολίνο, γινόταν επίδοση από τη Γερμανική Κυβέρνηση στον εκεί Έλληνα πρεσβευτή ενός έγγραφου. Είταν μια διακοίνωση, που αντίγραφο της θα διάβαζε τώρα κι’ αυτός στον πρωθυπουργό.
Είταν μακρυά η διακοίνωση. Αράδιαζε όλες τις αιτιάσεις που η γερμανική διπλωματία είχε κατορθώσει να συναρμολογήσει για δικαιολογία της ανανδρίας να χτυπηθεί στο πλευρό του ένας μικρός, μαχόμενος λαός . Είταν οι αιώνιες κατηγορίες: Πως είχε γίνει δεκτή από την Ελλάδα η αγγλική εγγύηση, πως είχαν αναληφθεί από την ελληνική κυβέρνηση μεγάλες υποχρεώσεις απέναντι της Αγγλίας κι’ ότι, παρ’ όλα αυτά και παρά τις άλλες, συγκεκριμένες ελληνικές ενέργειες που παρεβίαζαν την ουδετερότητα, η κυβέρνηση του Ράιχ είχε επιδείξει «υπέρμετρη υπομονή και μακροθυμία». Πως η Ιταλία «εξαναγκάστηκε» να δράσει στρατιωτικώς στην Ελλάδα, γιατί είχαν παραχωρηθεί ελληνικές βάσεις στο αγγλικό ναυτικό. Πως η Αγγλία καταγίνεται να δημιουργήσει στην Ελλάδα νέο κατά της Γερμανίας μέτωπο, όπως στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πως 200.000 αγγλικός στρατός είναι έτοιμος ν’ αναλάβει δράση στην Ελλάδα.
Και κατέληγε η διακοίνωση: «Δια τον λόγον τούτον η κυβέρνησις του Ράιχ έδωσεν ήδη διαταγάς εις τα στρατεύματα της όπως εκδιώξουν τας βρεταννικάς δυνάμεις εκ του ελληνικού εδάφους. Πάσα αντίστασις προβαλλόμενη εις τον γερμανικόν στρατόν θα συντριβή αμειλίκτως.
«Η κυβέρνησις του Ράιχ καθιστώσα τούτο γνωστόν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν, τονίζει ότι τα γερμανικά στρατεύματα δεν έρχονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και ότι είναι μακράν του γερμανικού λαού η πρόθεσις όπως πολεμήση και καταστρέψη καθ’ εαυτόν τον ελληνικόν λαόν. Το κτύπημα όπερ η Γερμανία είναι ηναγχασμένη να καταφέρη επί του ελληνικού εδάφους, προορίζεται δια την Αγγλίαν. Η κυβέρνησις του Ράιχ είναι πεπεισμένη ότι εκδιώκουσα ταχέως τους παρείσακτους Άγγλους εξ Ελλάδος, προσφέρει αποφασιστικήν υπηρεσίαν πρωτίστως εις τον ελληνικόν λαόν και την ευρωπαϊκήν κοινότητα».
Και έτσι είναι που, ξαφνικά, ένα πρωί του Απρίλη 1941, το μικρό ελληνικό έθνος βρέθηκε να πολεμάει με τις δυο μαζί μεγαλύτερες στην ξηρά Δυνάμεις του κόσμου. Η στιγμή είταν πολύ μεγάλη, όλοι το ένιωσαν.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αθήνας είχε διακόψει την ταχτική μετάδοση της κυριακάτικης Λειτουργίας για ν’ αναγγείλει σημαντικά γεγονότα. Μεσολάβησε μια λιγόστιγμη σιωπή, εκατομμύρια κρατημένες ανάσες. Η είδηση είτανε πως στις πεντέμιση το πρωί, ο πρεσβευτής της Γερμανίας , κλπ. Ο πρωθυπουργός είχε απαντήσει πως η Ελλάς θ’ αντισταθεί.
Το αντίθετο, θα είταν αυταδιάψευση. Δεν είχαμε απαντήσει «όχι» στους Ιταλούς επειδή πιστεύαμε πως θα τους νικούσαμε. Είχαμε απαντήσει έτσι γιατί αυτή είταν η επιταγή της ελληνικής ψυχής και της ελληνικής Ιστορίας. Πίστεψε άραγε κανένας, εκείνες τις στιγμές, στο ενδεχόμενο μιας νίκης ; Λογικά, όχι βέβαια. Στιγμές τέτοιες δεν μοιάζουν με τίποτα. Όταν η Ιταλία, τον περασμένο Οκτώβριο, είχε επιτεθεί, όλοι βαρούσαν πως ο αγώνας θα γίνει για την τιμή των όπλων και μόνο. Η ομορφιά εκείνης της ώρας δεν είταν η προσδοκία της νίκης, είταν η απόφαση για τέλος ταιριαστό. Η νίκη είχε έρθει από τον αποχαιρετισμό ακριβώς στη ζωή, από την απόφαση να κοπούν όλες οι γέφυρες που φέρνουν πίσω. Τώρα που η Γερμανία βροντούσε με ατσαλόφραχτη γροθιά την πόρτα της χώρας, κανένας δεν γελιόταν, η ώρα είταν πολύ δραματική για κομπασμούς. Κι’ όμως, ένας άνεμος τρελλής ελπίδας φύσηξε για μια στιγμή: —Που ξέρεις! Οι νίκες της Αλβανίας είταν ολοζώντανες, το Έθνος είχε αποκτήσει μια καινούργια επίγνωση γι’ αφανέρωτες δυνατότητές του, το θαύμα έμοιαζε χώρος οικείος… Ο επιπόλαιος παρατηρητής θα υποθέσει εδώ πως είταν υπερτίμηση φαντασμένη κι’ άκριτη. Λάθος. Είταν χαμογέλασμα φρεναπάτης. Η τραγική περηφάνεια έχει αντιδράσεις που μπορούν να ξεγελάσουν τον απρόσεκτο. Η λαϊκή συνείδηση, τον Απρίλη του 1941, αντιμετώπισε με περίσκεψη την ώρα που είχε σημάνει. Αναρωτιόνταν όλοι τι θα γίνει τώρα, πως αυτό θα τελειώσει, μήπως μαζί τελειώνει και η Ελληνική Ιστορία. Κανένας δεν ήξερε ό,τι ξέρουμε σήμερα: την έκβαση του πολέμου. Μια Γερμανία νικήτρια, με τη Βουλγαρία στο πλευρό της, είταν αυτόχρημα το τέλος και της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής φυλής.
Τέτοιες στιγμές, έχουν βάρος αιώνων.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Σβησμένα βογγητά ἔκαναν τόν Κυριάκο νά κόψει τό γρήγορο περπάτημά του. Κατέβασε ἀπότομα τό ὅπλο του ἀπ᾽ τόν ὦμο καί πῆρε θέση μάχης. Προχωροῦσε σάν τό λαγωνικό. Κάτω ἀπό τίς βαριές ἀρβύλες του σακατεύονταν πουρναρόκλαδα καί τσαλιά.1 Κατέβαινε προσεκτικά τήν ἀπότομη πλαγιά ἀνοίγοντας δρόμο μέ τήν ξιφολόγχη του.
Τά βογγητά δυνάμωναν˙ σημάδι πώς πλησίαζε σ᾽ ἄνθρωπο. Ἔριξε ἕνα γύρω τή ματιά ἐρευνητικά κι ἄγρια. Τούτη τήν ὥρα τοῦ δειλινοῦ δύσκολα ξεχώριζε τίς σκιές ἀπό τά πράγματα. Προχωροῦσε περισσότερο μέ τήν ἀκοή παρά μέ τήν ὅραση.
- Aqua! Aqua!2 ἰταλικό ἀναφιλητό κι ἔκκληση γιά νερό τόν ἔκανε νά σκύψει στή ρίζα ἑνός θάμνου. Ἀνάσκελα πεσμένος στίς λάσπες σάλευε –μ᾽ ὅσες δυνάμεις τοῦ εἶχαν ἀπομείνει– ἕνας Ἰταλός τῆς μεραρχίας τῶν Κενταύρων.
Οἱ δύο ἄντρες κοιτάχτηκαν στά μάτια. Δέν γνώριζε ὁ ἕνας τή γλώσσα τοῦ ἄλλου. Δέν γνώριζε ὁ ἕνας τίς προθέσεις τοῦ ἄλλου. Δέν γνώριζε ὁ ἕνας τίποτε γιά τόν ἄλλο, ἐκτός ἀπό τό ὅτι ἦταν ἐχθροί.
Ὥρα δειλινοῦ, ὁ βασιλιάς ἥλιος εἶχε στεφανώσει μέ πορφυρόχρυσα παχιά σύννεφα τίς κορυφές τῆς Πίνδου κι εἶχε ἀπό ὥρα χαθεῖ πέρα μακριά, μακριά, δυτικά, πρός τήν πατρίδα τοῦ πληγωμένου στρατιώτη.
Ὁ Κυριάκος στάθηκε ἀμήχανος μπροστά στόν Ἰταλό μέ τό διαπεραστικό γαλανό βλέμμα καί τή μεγάλη σχισμή στόν κρόταφο.
Ὕστερα ἔσκυψε ἀμίλητος κι ἔβγαλε ἀπ᾽ τό γυλιό του ἕναν πρόχειρο ἐπίδεσμο καί λίγο ἰώδιο. Καθάρισε τήν πληγή κι ἔδεσε τό κεφάλι τοῦ «ἐχθροῦ». Ξέσφιξε ἀπό τή ζώνη του μιά μικρή μποτίλια κι ἔσταξε λίγο νερό στά φλογισμένα χείλη τοῦ Ἰταλοῦ.
Ὅση ὥρα τόν περιποιόταν, κανένας ἀπό τούς δυό δέν μιλοῦσε. Ὁ Κυριάκος ἔμοιαζε νά ἱερουργεῖ κάποιο μυστήριο κι ὁ Ἰταλός προσπαθοῦσε νά ἁρπάξει δυό τρεῖς μπουκιές ζωῆς.
Ὑποβαστάζοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον κατηφόριζαν μέ δυσκολία στή γυμνή, γλιστερή, σκοτεινή βουνοπλαγιά. Κάπου μακριά κρότοι πολέμου τούς ἔκαναν νά γυρίζουν τά κεφάλια τους πότε πότε καί νά ἀγναντεύουν τόν σκοτεινό ὁρίζοντα.
Κατέβαιναν, κατέβαιναν... καί, κάθε φορά πού τούς φώτιζε τό φεγγάρι ἀνάμεσα ἀπό τά σύννεφα, ἔμοιαζαν γι᾽ ἀδελφικό σύμπλεγμα.
Κατέβαιναν καί ἦταν δυό σκέτοι ἄνθρωποι.
Ἔφτασαν στόν πρῶτο σταθμό «Πρώτων Βοηθειῶν. Ἱδρωμένος ὁ Κυριάκος καί ματωμένος ὥς τή φανέλα ἀπ᾽ τό γερμένο πάνω του κεφάλι τοῦ Ἰταλοῦ, εἰδοποίησε φωνάζοντας μιά νοσοκόμα.
Λίγο πρίν ἀφήσει τόν Ἰταλό στό φορεῖο, ἔνιωσε ἀτσάλινο χέρι νά σφίγγει τό δικό του. Ἀπόρησε μέ τή δύναμη τοῦ ἐξαντλημένου κορμιοῦ. Ἀπόρησε περισσότερο, ὅταν ὁ Ἰταλός ψαχουλεύοντας στό μέρος τῆς καρδιᾶς τράβηξε κι ἔβγαλε ἀπό τό λαιμό ἕνα μενταγιόν κρεμασμένο ἀπό χρυσή καδένα. Τό χούφτωσε μέ τά δυό του χέρια, τό φίλησε καί μέ δάκρυα τό ἀπόθεσε στίς χοῦφτες τοῦ Κυριάκου. Οἱ κινήσεις του, ὅπως καί τό γεμάτο εὐγνωμοσύνη γαλανό βλέμμα του, δέν σήκωναν ἀντιρρήσεις.
- Μπαμπά, νά τό πουλήσουμε, γιά νά ἀγοράσουμε ψωμί.
- Ναί, μπαμπά, σέ παρακαλοῦμε.
Ἀμέτρητες φορές εἶχε ξεκρεμάσει ἀπ᾽ τό λαιμό του ὁ Κυριάκος τό παράξενο ἰταλικό μενταγιόν κι ἄλλες τόσες τό ξαναφόραγε. Δέν ἀποφάσιζε νά τό πουλήσει. Τό ἔ βγαζε πάνω στό ἀδειανό τραπέζι τους καί τό κοίταζαν ὅλοι στό φῶς τῆς γκαζόλαμπας. Μικρό ὀβάλ ἀπό ἀκριβή πορσελάνη μέ χρυσό στεφάνωμα καί δυό ἀκριβά πετράδια πάνω καί κάτω. Ἔμπηκτα στό κέντρο τῆς πορσελάνης δυό γράμματα σέ σύμπλεγμα ἀπό λευκή πλατίνα.
Πόσες ἱστορίες δέν εἶχαν πλέξει μαζί μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του γιά τά μυστικά πού ἴσως θά κρύβονταν ἀπό πίσω...
- Νά τό πουλήσουμε, Κυριάκο, μίλησε τρυφερά κι ἡ γυναίκα του. Ἕξι μῆνες τώρα, μέσα στή μαύρη κατοχή, λειώνουμε ἀπό τήν πείνα μέρα τή μέρα.
- Ἔχει ὁ Θεός, ψιθύρισε καί τό ξανάβαλε στό λαιμό του. Ἔχει ὁ Θεός, εἶπε ξανά. Καί τρίτωσε τό λόγο φωναχτά, χορταστικά: «Ἔχει ὁ Θεός».
Βγῆκε στό δρόμο, ἀνηφόρισε τήν ὁδό Κυδαθηναίων καί ἔστριψε ἀριστερά στή Φιλελλήνων. Ἀπέναντί του, σταματημένο μπροστά στή ρώσικη ἐκκλησία ἕνα καμιόνι ἰταλικό. Σάν ἀπό κάποια ξελογιάστρα δύναμη διέσχισε τό δρόμο καί βρέθηκε πίσω ἀπό τήν κλειστή καρότσα. Περπατοῦσε σάν ὑπνωτισμένος. Ἔβαλε τό χέρι του στό μουσαμά πού ἔφραξε τό ἄνοιγμα. Μόνο σάν ξεπρόβαλαν τά ζεστά ἀχνιστά καρβέλια ψωμί, κατάλαβε τήν ξελογιάστρα δύναμη πού τόν ὁδήγησε σέ τέτοια ἀποκοτιά. Πόσον καιρό εἶχαν νά μυρίσουν ζε στό ψωμί! Ὤ, νά μποροῦσε νά φωνάξει τά παιδιά του, νά φωνάξει ὅλα τά παιδιά τῆς Κατοχῆς νά μυρίσουν λιγάκι...
Δυό γεροδεμένοι Ἰταλοί τόν τσάκισαν τήν ὥρα πού μέ κλειστά τά μάτια ὀσφραινόταν καί ὀνειρευόταν. Τόν ἔσπρωξαν μέ βία τόν «κλέφτη», τόν ἔριξαν κάτω καί πρότειναν τά ὅπλα τους. Πίσω ἀπό τά κεφάλια τους πρόβαλε ὁ ἀξιωματικός τους. Ὁ Κυριάκος μέ συγκλονισμό ἀτένισε τά γαλανά μάτια. Ἔβαλε ἀργά τό χέρι στήν καρδιά καί τράβηξε ἔξω τό μενταγιόν.
Στό νεῦμα τοῦ ἀξιωματικοῦ οἱ δύο στρατιῶτες ἄνοιξαν δρόμο, καί ὁ Κυριάκος διατάχθηκε νά ἀ κολουθήσει τόν βλοσυρό βαθμοφόρο.
Χίλιες ἀπελπιστικές σκέψεις τόν ἔζωσαν. «Λές νά λάθεψε; Λές νά τοῦ στήσαν καμιά δουλειά; Λές νά τόν θεώρησαν δυό φορές κλέφτη; Λές...».
Τριακόσια μέτρα ἦταν ὅλα κι ὅλα ὥς νά στρίψουν παρακάτω στήν Ὄθωνος κι ὁ Κυριάκος νόμισε πώς ξαναπερπάτησε ὅλη τήν Πίνδο. Ἡ καρδιά του χτυποῦσε νά σπάσει καί ἡ χρυσή καδένα μέ τό μενταγιόν χοροπηδοῦσε πάνω στό στῆθος του.
Μεῖναν μόνοι στήν πρώτη στοά τῆς Ὄθωνος. Ὁ Ἰταλός κοίταζε στό σημεῖο τῆς καρδιᾶς τοῦ Κυριάκου. Ἄνοιξε ὁ Ἕλληνας τό σακάκι κι ἔπιασε τό κόσμημα.
Σύγκορμος τραντάχτηκε ἀπό τούς λυγμούς ὁ Ἰταλός κι ἔκλεισε στίς χοῦφτες του τά σκελετωμένα χέρια τοῦ Κυριάκου, τοῦ σωτήρα του.
Ἔβγαλε μέ ἀργές κινήσεις ὁ Κυριάκος τό ἀκριβό κόσμημα καί τό πέρασε στό λαιμό τοῦ ἀξιωματικοῦ. Χάιδεψε ὕστερα τόν χρυσό σταυρό του κι εἶπε «Ἔχει ὁ Θεός».
Ἔκανε νά φύγει, μά τά χέρια τοῦ Ἰταλοῦ δέν τόν ἄφηναν... τά χέρια τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἄφηναν.
- Πόσο κόστιζε τό μενταγιόν, παππού;
- Ὅσο ἡ ἀγάπη κι ἡ εὐγνωμοσύνη, παιδιά μου.
- Μά, ἦταν τόσο ἀκριβό, ὅσο λέει ἡ γιαγιά;
- Ναί, καί περισσότερο ἀκόμη. Ἔφτασε νά μᾶς θρέψει σ᾽ ὅλη τή διάρκεια τῆς Κατοχῆς. Ἄς τόν ἔχει καλά ὁ Θεός, ψιθύρισε ὁ παππούς Κυριάκος τελειώνοντας τούτη τήν ἀληθινή ἱστορία κι ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Η. Ν.
________
1. τσαλί = ἱερό χόρτο πού χρησιμεύει γιά προσάναμμα / φρύγανο
2. ἰταλική λέξη πού σημαίνει νερό
Πηγή:Ο Σωτήρ
Ἀναμφισβήτητα τό ἔπος τοῦ 1940 ἀνήκει σέ ὅλους τους Ἕλληνες. Ὅλος ὁ λαός μας τότε ἑνωμένος μέ μία ψυχή, χωρίς κανένα δισταγμό, ὄρθωσε τό ἀνάστημά του στόν ὁρμητικό χείμαρρο τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ ναζισμοῦ. Ἔτσι, ἀπό αὐτήν τήν τιτάνια μάχη, πού ξεκίνησε τή Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940, δέν θά ἦταν δυνατό νά ἀπουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ ρόλος τῆς ὁποίας σήμερα μονίμως ἀγνοεῖται ἤ συστηματικά ἀποσιωπᾶται. Καί, ὅπως πάντοτε, ἔτσι καί τό 1940 ἔσπευσε νά καταγράψει μέ πράξεις ἡρωισμοῦ καί ἀντίστασης τήν ἀπροσκύνητη θέλησή της καί νά φανεῖ ἄλλη μία φορά ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ πονεμένου λαοῦ καί ὁ θύλακας τῆς σωτηρίας του.
Μέ τήν κήρυξη τοῦ πολέμου ἡ ἱερά Σύνοδος ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσάνθου ἐξέδωσε διάγγελμα πρός τόν λαό: «Ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τά ὅπλα τά ἱερά καί πέποιθεν ὅτι τά τέκνα τῆς Πατρίδος εὐπειθῆ εἰς τό κέλευσμα Αὐτῆς καί τοῦ Θεοῦ, θά σπεύσωσιν ἐν μιᾷ ψυχῇ καί καρδίᾳ νά ἀγωνισθῶσιν ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν καί τῆς ἐλευθερίας καί τιμῆς, καί... θά προτιμήσωσι τόν ὡραῖον θάνατον ἀπό τήν ἄσχημον ζωήν τῆς δουλείας... Ἐπιρρίψωμεν ἐπί Κύριον τήν μέριμναν ἡμῶν...».
Τότε, χωρίς χρονοτριβή, ὀγδόντα τέσσερις κληρικοί ὅλων τῶν βαθμίδων ἐγκαταλείποντας τίς ἄλλες ἐπείγουσες ὑποχρεώσεις καί διακονίες τους σκαρφάλωσαν χωρίς ποτέ κάποιοι νά ἐπιστρέψουν στά βουνά τῆς Βορείου Ἠ πείρου, γιά νά ἐνισχύσουν τόν ἕλληνα στρατιώτη μέ τά πύρινα κηρύγματά τους, τήν ἐξομολόγηση, τή θεία Λειτουργία. Συμπορεύθηκαν μαζί του στή δόξα, μά καί στήν ὀδύνη καί στή θανή. Πόσες φορές δέν δρόσισαν τά φρυγμένα χείλη τῶν στρατιωτῶν, δέν σκούπισαν τά δάκρυα καί τόν ἱδρώτα τους, περιθάλποντας τούς ἥρωες, σάν νά ’ταν δικοί τους! Κι ἄλλοτε πάλι νεκροστόλισαν καί κήδευσαν τούς λιονταρόψυχους πού θυσιάστηκαν στό πεδίο τῆς μάχης.
Κι ὅταν τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1941 οἱ Γερμανοί μπῆκαν νικητές στήν Ἑλλάδα, πάλι ἡ Ἐκκλησία ἐπωμίσθηκε τό μεγάλο βάρος γιά τή διάσωση τοῦ λαοῦ. Πρῶτος σήκωσε τή σημαία τῆς Ἀντίστασης ὁ «ὑπέρτατος πνευματικός ἡγέτης» ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος. Ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει στήν ἐπιτροπή παράδοσης τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά τελέσει Δοξολογία στόν μητροπολιτικό ναό τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά ὁρκίσει τήν κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου, μέ τίμημα τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν θρόνο του.
Διάδοχός του ὁ «φιλόστοργος καί ἄκαμπτος πατριώτης» Δαμασκηνός ἀποδείχτηκε μεγάλη καί ἡγετική προσωπικότητα. Ἵδρυσε τόν Ἑλληνικό Ὀργανισμό Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) καί ἀπηύθυνε ἀγωνιώδεις ἐκκλήσεις στόν ἀνά τόν κόσμο Ἐρυθρό Σταυρό γιά ἀποστολή βοήθειας πρός τόν κακουχούμενο ἑλληνικό λαό.
Περιδιαβαίνοντας τά μονοπάτια τῆς ἱστορίας κλίνουμε εὐλαβικά τό γόνυ μπροστά στή μεγαλοσύνη τῶν Πατέρων μας: Ὁ θαρραλέος μητροπολίτης Ἰωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος ἀπό τήν πρώτη στιγμή βρέθηκε στό Μέτωπο καί μπῆκε πρῶτος μαζί μέ τούς στρατιῶτες στό ἐλεύθερο Ἀργυροκάστρο. Ὁ μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος ὁ Α΄, ὅταν οἱ Γερμανοί εἰσῆλθαν στήν πόλη τῆς Μυτιλήνης, ἐνώπιον τοῦ ἀνώτατου γερμανοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ δήλωσε τεταγμένος ἀπό τόν Θεό νά προστατεύει τό ποίμνιό του.
Ὁ μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰωακείμ, μετά τούς βομβαρδισμούς πού ὑπέστη ὁ Βόλος μένει ἐκεῖ, συγκακουχούμενος μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ προσπαθώντας νά τόν ἐμπνεύσει. Ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος στήν ἀπαίτηση τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ νά τοῦ ὑποδείξει ὁμήρους προσῆλθε στή γερμανική Κομμαντατούρ μέ κάποιους ἱερεῖς καί δήλωσε: «Ἐμεῖς εἴμεθα οἱ ζητηθέντες ὅμηροι».
Πόσα ἐπίσης χρωστᾶ τό Αἴγιο στόν ἀρχιμανδρίτη Κωνστάντιο Χρόνη (μετέπειτα Ἀλεξανδρουπόλεως), ὁ ὁποῖος τό ἔσωσε ἀπό ὁλοκληρωτική καταστροφή, ὅταν ὁ γερμανός στρατιωτικός διοικητής τό ἀπειλοῦσε μετά τίς σφαγές στά Καλάβρυτα. Ὁ μετέπειτα μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγών Διονύσιος Χαραλάμπους, ἐνῶ βρισκόταν ἔγκλειστος στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῶν Γερμανῶν «Π. Μελᾶ» στή Θεσσαλονίκη, τοῦ ἐξασφαλίσθηκε ἡ δυνατότητα νά ἐλευθερωθεῖ. Δέν τή δέχθηκε. Ἔμεινε μέ τούς συγκρατούμενούς του, γιά νά τούς ἐνισχύει. Ὁδηγήθηκε στό Ἄουσβιτς καί ἔφθασε «παραπλήσιον θανάτου». Ὁ ἀρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος, μετέπειτα μητροπολίτης Ἐδέσσης καί Πέλλης τή Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1941 μέ τά φλογερά του λόγια κατάφερε νά σώσει ἀπό τούς βομβαρδισμούς καί τόν ἐξευτελισμό τό ἱστορικό θωρηκτό «Ἀβέρωφ».
Ἀλλά καί «ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης», γράφει ὁ Στέφανος Μυλωνάκης «οὐδέποτε οὐδαμῶς ὑστέρησεν εἰς ἐκδηλώσεις πατριωτισμοῦ, θυσίας καί ὁλοκαυτωμάτων... Ἅπαντες... εὑρέθησαν ἀμέσως εἰς τάς ἐπάλξεις καί προμαχώνας τῆς προσφιλοῦς πατρίδος... Βλέπομεν καί πάλιν ἐπισκόπους τραυματιζομένους... φυλακιζομένους... τυφεκιζομένους πλήν οὐδέποτε ἐνδίδοντας ἤ ὑποχωροῦντας».
Στόν ἀγώνα ἀκόμη συμμετεῖχαν δυναμικά καί τά μοναστήρια μας, πού πάντοτε στάθηκαν οἱ κυματοθραῦστες τῶν βαρβαρικῶν ἐπιθέσεων. Κάποια καταστράφηκαν ἀπό τούς κατακτητές, ἄλλα λεηλατήθηκαν, πυρπολήθηκαν, ἀνατινάχθηκαν, πλήρωσαν βαρύ τόν φόρο τοῦ αἵματος. Ἰδιαιτέρως ἀναφέρουμε τά μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Ὕδρας, τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στή Σπάρτη, τῆς Δαμάστας στή Λαμία, τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καί τῆς Ἁγίας Λαύρας, τῆς Βελλᾶς στά Ἰωάννινα πού μετατράπηκε σέ Νοσοκομεῖο.
Ἀτελείωτο τό συναξάρι τῶν ἐθνομαρτύρων κληρικῶν μας, πού προμάχησαν γιά νά ἀναπνέουμε ἐμεῖς τόν ζείδωρο ἄνεμο τῆς ἐλευθερίας!
Γιά τίς τόσες ὅμως θυσίες καί τήν «κένωση» τήν ὁποία ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία μας, χάριν τοῦ Γένους μας, δέχεται διαρκῶς ταπεινώσεις καί ἀμφισβητήσεις ἀπό ἐκείνους πού κατά λόγον δικαιοσύνης τῆς χρωστοῦν εὐγνωμοσύνη. Ἄς μᾶς συγχωρέσει ὁ Θεός γιά τήν ἀφροσύνη μας καί τά ὀλέθριά μας λάθη.
Περιοδικό “Απολύτρωσις”
Πηγή: Ακτίνες
Η Κατοχή αποτελεί μια οπό τις πιο συγκλονιστικές περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο λαός μας, εξαντλημένος από την πολεμική εποποιία του 1940, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει
πολλαπλές περιπέτειες και κακουχίες. Την εισβολή των κατακτητών, το πρόβλημα της επιβίωσης, την οδυνηρή περιπέτεια της πείνας, εκτελέσεις, βασανιστήρια και καταστροφές.
17 Οκτώβρη 1941 : οι Γερμανοί κύκλωσαν τα χωριά Ανω και Κάτω Κερδύλλια της επαρχίας Νιγρίτας του Νομού Σερρών και εκτέλεσαν 222 άρρενες κατοίκους από 15 έως 60 χρόνων.
23 Οκτώβρη 1941 : το Μεσόβουνο του Νομού Κοζάνης περικυκλώνεται από 40 αυτοκίνητα με άνδρες της Βέρμαχτ (Γερμανικός Στρατός). Οι Γερμανοί στρατιώτες συγκεντρώνουν όλους τους κατοίκους, διαχωρίζουν τους άντρες ηλικίας 16-69 χρόνων και δίνουν στα γυναικόπαιδα 2ωρη διορία να συγκεντρώσουν «όσα κινητά πράγματα δυνηθώσι».
Ακολουθεί η εκτέλεση, «ομαδικώς και δι' αυτομάτων όπλων», όλων των συλληφθέντων αντρών του χωριού. Η αναφορά του νομάρχη κάνει λόγο για 135 εκτελεσθέντες, ενώ αυτή της γερμανικής διοίκησης για 142.
28-29 Σεπτεμβρίου 1941 : Στο διάστημα αυτό, οι Βούλγαροι στρατιώτες με την ανοχή των Γερμανών συμμάχων τους εκτελούν στη Δράμα τουλάχιστον 1500 κατοίκους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μόνο στο Δοξάτο, στις 29 Σεπτεμβρίου, οι Βούλγαροι εκτέλεσαν τουλάχιστον 200 άνδρες ηλικίας 17-50 ετών.
22-25 Απριλίου 1944 : Γερμανοί περικυκλώνουν το χωριό Μεσόβουνο του Νομού Κοζάνης. Εκτελούν 150 κατοίκους και πυρπολούν όλα τα σπίτια τους.
16 Φεβρουαρίου 1943 :Οι Ιταλικές δυνάμεις μπαίνουν στο χωριό Δομένικο (που είναι κοντά στην Ελασσόνα), συλλαμβάνουν τους 117 άνδρες του χωριού και τους εκτελούν.
1 Μαρτίου 1943 :Οι κατακτητές εκτελούν 26 άτομα στη Θεσσαλονίκη στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά.
29 Μαρτίου 1943 : Οι Ιταλοί πυρπολούν πάνω από 200 σπίτια στα Φάρσαλα και εκτελούν 27 άτομα.
6 Ιουνίου 1943 : Οι Ιταλοί εκτέλεσαν 106 Έλληνες κρατουμένους του στρατοπέδου της Λάρισας.
25 Ιουλίου 1943 : Οι κατακτητές εκτελούν 154 άτομα στην Μουσιώτισα της Ηπείρου.
Αύγουστος 1943 : Οι Γερμανοί εκτελούν στο Κομμένο της Άρτας 317 κατοίκους και καίνε το χωριό. Μεταξύ των θυμάτων ήταν 74 παιδιά κάτω των 10 ετών.
4 Σεπτέμβρη 1943 : Οι Γερμανοί πολιόρκησαν το χωριό Λιγγάδες της Ηπείρου, έβαλαν φωτιά και έκαψαν ζωντανούς 84 κατοίκους, απ' τους οποίους οι 40 ήταν παιδιά κάτω των 10 ετών.
21 Σεπτεμβρίου 1943 : Οι Γερμανοί σκότωσαν 44 κατοίκους του χωριού Ελευθέριον.
Δεκέμβριος 1943 : Οι Γερμανοί εκτελούν στα Καλάβρυτα Αχαΐας συνολικά 1104 άνδρες (από 14 χρονών και πάνω). Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου είχαν καταστρέψει 1000 σπίτια. Η συγκεκριμένη ναζιστική κτηνωδία έχει μείνει στην ιστορία.
16 Σεπτεμβρίου 1943 : Πραγματοποιούνται τα ολοκαυτώματα Βιάννου και Ιεράπετρας. Τα ναζιστικά στρατεύματα εκτελούν 451 άτομα στην επαρχία Βιάννου του Νομού Λασιθίου.
Νοέμβριος 1943 : Τα ναζιστικά στρατεύματα σκότωσαν 50 άτομα στο Άργος.
Νοέμβριος 1943 : Οι Γερμανοί σκοτώνουν 118 άτομα στο Μονοδέντρι Λακωνίας Από τους 118 εκτελεσθέντες οι 89 ήταν Σπαρτιάτες. Μέσα στα θύματα υπήρχαν και ανήλικα παιδιά και μια γυναίκα.
3 Δεκεμβρίου 1943 : Τα κατοχικά στρατεύματα εκτέλεσαν 50 πολίτες στην Πάτρα.
5 Δεκεμβρίου 1943 : Τα κατοχικά στρατεύματα απαγχόνισαν 50 κρατουμένους από το στρατόπεδο της Τρίπολης (που ήδη λειτουργούσε ως κέντρο ομηρείας και προμηθείας θυμάτων «προς παραδειγματισμό») στο σιδηροδρομικό σταθμό Ανδρίτσας Άργους.
7 Δεκεμβρίου 1943 : Τα κατοχικά στρατεύματα εκτέλεσαν 40 ομήρους στις φυλακές του Γυθείου Λακωνίας.
Δεκέμβριος 1943 : Στο Νομό Λακωνίας οι Γερμανοί εκτελούν συνολικά 119 άτομα (στην Ανδρίτσα, στον Πασσαβά κ.α.).
3 Ιανουαρίου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν 30 άτομα στην Πάτρα.
8 Ιανουαρίου 1944 : Εκτελούνται 12 άτομα στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη.
22 Ιανουαρίου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν στην Πάτρα 30 άτομα.
Ιανουάριος 1944 : Εκτελέστηκαν 456 όμηροι από τις φυλακές της Τρίπολης.
23 Φεβρουαρίου 1944 : Οι κατακτητές εκτελούν στην Κατερίνη Πιερίας 40 άτομα.
24 Φεβρουαρίου 1944 : Εκτελέστηκαν στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας από τους Γερμανούς 204 ατομα από τις φυλακές της Τρίπολης.
31 Μαρτίου 1944 : Οι Γερμανοί σκότωσαν στην Κρανώνα 65 ομήρους.
Μάρτιος-καλοκαίρι 1944 : Εκτελούνται στο Μονοδέντρι Λακωνίας 50 άτομα το Μάρτιο, στη Σπάρτη 244 άτομα τον Απρίλιο-Μάρτιο,
στις περιοχές Α. Δημήτριος, Ζούπαινα, Σουστιάνοι (της Λακωνίας) 40 άτομα τον Ιούνιο, στις περιοχές Πάνιτσα -Σκαμνάκι-Γύθειο 77 άτομα το καλοκαίρι.
1942-1944 : Συνολικά περίπου 60,000 Εβραίοι της Ελλάδας εξοντώθηκαν από τους Γερμανούς με δόλιο και βίαιο τρόπο στην περίοδο της κατοχής. Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ εκτιμά ότι ο συνολικός αριθμός των θυμάτων είναι 56.385. (Πηγή : Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα. ’)
5 Απριλίου 1944 : Μονάδες των (γερμανικών) SS πυρπολούν το χωριό Κλεισούρα του Νομού Καστοριάς και σκοτώνουν 280 κατοίκους του που στη συντριπτική πλειονότητά τους ήταν γυναίκες και παιδιά. Τα SS και οι Βούλγαροι κομιτατζήδες υπό την αρχηγία των Γερμανών διοικητών της Καστοριάς Ράισελ και Χίλντεμπραντ και την καθοδήγηση του Βούλγαρου Κάλτσεφ, άρχισαν να φονεύουν τους κατοίκους με αυτόματα, αμφίστομους πελέκεις και ξιφολόγχες και να πυρπολούν τα σπίτια. Ο σφαγέας της Κλεισούρας ήταν ο συνταγματάρχης Karl Schumers (Καρλ Σύμερς), διοικητής του 7ου Συντάγματος της 4ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας των SS.
24 Απριλίου 1944 : Στο χωριό Κατράνιτσα (Πύργοι) που είναι κοντά στην Πτολεμαΐδα, οι Γερμανοί σκότωσαν 318 κατοίκους. Η ιστορική κωμόπολη στους πρόποδες του Βερμίου, καταστράφηκε ολοσχερώς από τη ναζιστική βαρβαρότητα.
Απρίλιος 1944 : Εκτελούνται στη Λαμία περίπου 150 άτομα και στη Λάρισα 64.
6 Απριλίου 1944 : Εκτελούνται 50 άτομα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
6 Απριλίου 1944 : Οι Ναζί εκτελούν 50 άτομα στη Βέροια.
9 Απριλίου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν 50 άτομα στην Κόρινθο.
10 Απριλίου 1944 : Εκτελούνται 6 πολίτες στη Λαμία.
14 Απριλίου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν στο Αγρίνιο 120 άτομα.
24 Απριλίου 1944 : Οι κατακτητές πυρπολούν το Μέτσοβο και σκοτώνουν 150 άτομα.
25 Απριλίου 1944 : Εκτελούνται στον Καρακόλιθο 134 κρατούμενοι των φυλακών Λιβαδειάς.
Απρίλιος-Ιούνιος 1944 : Γερμανοί καίνε σπίτια και εκτελούν χωρικούς στο Λεβίδι, τον Άγιο Πέτρο και τα Βούρβουρα της Αρκαδίας.
1 Μαΐου 1944 : Στο σκοπευτήριο της Καισαριανής οι Γερμανοί εκτελούν 200 κρατούμενους του στρατοπέδου Χαϊδαρίου. Αυτές οι εκτελέσεις έγιναν ως αντίποινα για την επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον Γερμανών στην Πελοπόννησο, στις 27-4-1944, που προκάλεσε τον τραυματισμό 5 Γερμανών και το θάνατο 4, ανάμεσά τους και ο διοικητής της 41ης Γερμανικής Μεραρχίας υποστράτηγος Krech.
3 Μαΐου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν 57 κρατούμενους από τις φυλακές Χατζηκώστα και 18 γυναίκες από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
4 Μαΐου 1944 : Εκτελούνται 16 δημόσιοι υπάλληλοι.
5 Μαΐου 1944 : Εκτελούνται στη Χαλκίδα 46 άτομα.
10 Μαΐου 1944 : Εκτελούνται στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 92 άτομα Ανάμεσά τους ήταν 10 γυναίκες.
11 Μαΐου 1944 : Εκτελούνται 100 άτομα στη Βοιωτία.
12 Μαΐου 1944 : Απαγχονισμός 24 κρατουμένων από το στρατόπεδο της Λάρισας στον Δοξαρά.
16 Μαΐου 1944 : Εκτέλεση 120 ατόμων από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
23 Μαΐου 1944 : Πυρπόληση του χωριού Λίμνη Αργολίδας και εκτέλεση 86 κατοίκων .
28 Μαΐου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν 15 άτομα στο Βαθυτόπι Κορινθίας.
31 Μαΐου 1944 : Οι Γερμανοί σκοτώνουν 40 άτομα στο Δασολοφο των Φαρσάλων.
2 Ιουνίου 1944 : Εκτέλεση 22 χωρικών στο Κοντομάρι Κυδωνίας, στην Κρήτη.
6 Ιουνίου 1944 : Εκτέλεση 101 ατόμων από το στρατόπεδο Παύλου Μελά στο δρόμο Θεσσαλονίκης – Κιλκίς.
9 Ιουνίου 1944 : Σύλληψη των 1795 Ελληνοεβραίων της Κέρκυρας. Μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα και εξοντώθηκαν σχεδόν όλοι.
10 Ιουνίου 1944 : Οι άντρες των SS σκοτώνουν 229 άτομα στο χωριό Δίστομο που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του Νομού Βοιωτίας. Επίσης σκοτώνουν 67 πολίτες στα γύρω χωριά, στα χωράφια και τους δρόμους. Η ναζιστική βαρβαρότητα σημείωσε νέο ρεκόρ. Οι δολοφόνοι των SS κατασφάξανε ακόμα και έγκυες γυναίκες, γέροντες, μικρά παιδιά και μωρά. Για αυτό το απάνθρωπο έγκλημα, ο Γερμανός Στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι που ήταν ο υπεύθυνος τιμωρήθηκε μόνο με 15 χρόνια φυλάκιση, από τα οποία εξέτισε μόνο τα 3.
26 Ιουνίου – 2 Ιουλίου 1944 : Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Γερμανών στην Κυνουρία Αρκαδίας και στο όρος Πάρνωνας . Εκτελούν 202 πολίτες και συλλαμβάνουν άλλους 500.
1 Ιουλίου 1944 : Οι Γερμανοί απαγχονίζουν 50 κρατουμένους του στρατοπέδου Χαϊδαρίου στο Χαρβάτι Αττικής.
2 Ιουλίου 1944 : Εκτέλεση 50 ατόμων στα Σφαγεία της Θεσσαλονίκης.
6 Ιουλίου 1944 : Γερμανοί εκτελούν 200 άτομα στα Λιόσια Αττικής.
21 Ιουλίου 1944 : Εκτέλεση 50 ομήρων από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
24 Ιουλίου 1944 : Σύλληψη περίπου 1700 Εβραίων των Δωδεκανήσων. Στη συνέχεια στάλθηκαν σε στρατόπεδα όπου εξοντώθηκαν σχεδόν όλοι.
3-22 Ιουλίου 1944 : Οι Γερμανοί κάνουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Πίνδο. Εκτέλεση 161 πολιτών, καταστροφή 4450 οικιών, 5500 καλυβιών, μαντριών και αχυρώνων. Απερίγραπτη λεηλασία και συλλήψεις 427 ομήρων.
31 Ιουλίου 1944 : Οι κατακτητές εκτελούν 59 άτομα στα Καλύβια Αγρινίου.
9 Αυγούστου 1944 : Οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ότι εκτέλεσαν 50 άτομα στα βόρεια της Μάνδρας.
13 Αυγούστου 1944 : Οι Γερμανοί πραγματοποιούν το μπλόκο της Καλαμαριάς. Εκτελούν 15 κατοίκους.
Δαμάστα, 21 Αυγούστου 1944 : Οι Γερμανοί εκτέλεσαν στις 21 Αυγούστου 1944 τους 30 πιο μάχιμους άνδρες του χωριού στη θέση «Κερατίδι». Στη συνέχεια εκκένωσαν και ισοπέδωσαν το χωριό.
8 Σεπτεμβρίου 1944 : Εκτελούνται στη Θεσσαλονίκη 8 Εβραίοι.
30 Σεπτεμβρίου 1944 : Οι Ιταλοί εκτελούν 49 άτομα στην Παραμυθιά της Ηπείρου.
Σεπτέμβριος 1944 : Γερμανικές μονάδες εισέβαλαν στο χωριό Χορτιάτης. Το Τάγμα του Σούμπερτ σκόρπισε τον τρόμο. Συνολικά έκαψαν πυροβόλησαν ή έσφαξαν 146 άτομα, εκ των οποίων οι 109 ήταν γυναίκες. Οι περισσότεροι από τους δολοφονηθέντες κάηκαν ζωντανοί στο φούρνο του χωριού.
Πηγή: Η Ιστορία της Ελλάδας
ΕΟΡΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ!
Βρείτε πλήθος από σπάνια ΚΕΙΜΕΝΑ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ, ΗΧΗΤΙΚΑ, VIDEO
ΚΑΙ ΕΞΩΦΥΛΛΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ 1940, κατάλληλα για σχολικές γιορτές και
άλλες εκδηλώσεις.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...