Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Το «Όχι» στο ιταλικό τελεσίγραφο ειπώθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1940. Ωστόσο, η σημασία του έγινε πλήρως αντιληπτή λίγες ημέρες μετά: στη Μάχη της Ελαίας Καλαμά, όταν ο ελληνικός στρατός ανέκοψε την ιταλική επίθεση, προκαλώντας βίαιο σοκ στην ιταλική ηγεσία, και δίνοντάς της την πρώτη «γεύση» όσον αφορά στο τι έμελλε να ακολουθήσει, ονομαζόμενο αργότερα «το Έπος του '40».
Η Μάχη της Ελαίας Καλαμά
Η Μάχη της Ελαίας – Καλαμά και η Μάχη της Πίνδου είναι οι δύο μάχες που ανέκοψαν την ιταλική επίθεση που εκδηλώθηκε τις πρώτες ημέρες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Η γραμμή του μετώπου της μάχης ξεκινούσε δυτικά από το Ιόνιο Πέλαγος, στις εκβολές του ποταμού Καλαμά, κατά μήκος του ποταμού και κατέληγε στην στρατηγική τοποθεσία Ελαία, κοντά στο Καλπάκι.
Την άμυνα της περιοχής είχε αναλάβει η 8η Μεραρχία, υπό τον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο. Στην άλλη πλευρά βρίσκονταν τμήματα της Μεραρχίας «Φεράρα», ενισχυμένα με άρματα της Μεραρχίας «Κενταύρων» και μονάδες του 25ου Ιταλικού Σώματος Στρατού. Ακόμη, στον Τομέα Καλαμά βρίσκονταν η Μεραρχία Σιένα και στον Τομέα Θεσπρωτίας ιταλική μεραρχία Ιππικού.
Η εξέλιξη της μάχης παρουσιάζεται με λεπτομέρεια στην «Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-41» (ΓΕΣ / ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ). Στις 2 Νοεμβρίου το πρωί οι Ιταλοί είχαν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες τους για την επίθεση και από τις 09:00 σμήνη ιταλικών αεροσκαφών σε διαδοχικά κύματα άρχισαν να βομβαρδίζουν τον Τομέα Νεγράδων και ιδιαίτερα τη Γκραμπάλα, το Καλπάκι, τη Μονή Βελάς, το αεροδρόμιο Ιωαννίνων και τη γέφυρα Μαζαράκη, χωρίς όμως σοβαρά αποτελέσματα. Βομβάρδισαν επίσης τα Ιωάννινα με αρκετές ζημιές και θύματα μεταξύ του άμαχου πληθυσμού.
Τις μεσημβρινές ώρες αποχώρησε η αεροπορία και άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός της τοποθεσίας από το ιταλικό πυροβολικό, με μεγαλύτερη πυκνότητα κατά της τοποθεσίας Ελαίας—Γκραμπάλας, με ασήμαντα όμως και πάλι αποτελέσματα. Στο μεταξύ τμήματα της Μεραρχίας «Φερράρα», η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε ενισχυθεί και με άρματα από τη Μεραρχία «Κενταύρων», άρχισαν να κινούνται κατά του Τομέα Νεγράδων και στις 15:00 εκτόξευσαν την πρώτη τους επίθεση από πολλές συγχρόνως κατευθύνσεις, με ιδιαίτερη βαρύτητα κατά των υψωμάτων Γκραμπάλα και Ψηλορράχη.
Η επίθεση, παρά την προετοιμασία της και τους σφοδρούς βομβαρδισμούς που είχαν προηγηθεί, αποκρούστηκε με σοβαρές απώλειες για τους Ιταλούς. Έτσι η ημέρα της 2ας Νοεμβρίου πέρασε χωρίς οι Ιταλοί να μπορέσουν να διαρρήξουν την τοποθεσία Ελαίας. Στην απόκρουση της ιταλικής επιθέσεως συνέβαλε αποφασιστικά και το ελληνικό πυροβολικό, το οποίο, βάλλοντας με καταιγιστικά και εύστοχα πυρά κατά των επιτιθεμένων, τους αποδιοργάνωσε και τους ανάγκασε να κινούνται με αργό ρυθμό ή να ανακόπτουν την κίνηση τους, εξαιτίας των απωλειών.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, επίλεκτα τμήματα ιταλικού πεζικού, ενισχυμένα και με Αλβανούς, κατόρθωσαν να αιφνιδιάσουν ελληνικό τμήμα, δυνάμεως λόχου περίπου, που κατείχε το ύψωμα Γκραμπάλα, να το ανατρέψουν και να καταλάβουν το ύψωμα.
3η Νοεμβρίου
Η κατάληψη όμως αυτή δε διάρκεσε για πολύ, γιατί τις πρωινές ώρες της 3ης Νοεμβρίου τα ελληνικά τμήματα ενήργησαν αντεπίθεση και με αγώνα με τη λόγχη ανακατέλαβαν τη Γκραμπάλα. Ο εχθρός εγκατέλειψε σ' αυτή 20 νεκρούς, 6 αιχμαλώτους και πολλά όπλα και πυρομαχικά.
Το 47ο ιταλικό Σύνταγμα Πεζικού που ήταν συγκεντρωμένο κοντά στη Γκραμπάλα—με αποστολή να ανέβει σ' αυτή μετά την κατάληψη της για να συνεχίσει προς τα υψώματα Ψηλορράχη και Ασσόνισα—έγινε έγκαιρα αντιληπτό και με τα πυρά τεσσάρων ελληνικών πυροβολαρχιών διαλύθηκε πριν καν εκδηλώσει την ενέργεια του.
Το πρωινό της 3ης Νοεμβρίου πέρασε με την ανταλλαγή πυρών πυροβολικού και από τις δύο πλευρές στους Τομείς Νεγράδων και Καλαμά. Από τις 10: 00 εισήλθε στον αγώνα και η Ιταλική Αεροπορία, η οποία βομβάρδισε κυρίως τον Τομέα Νεγράδων. Στις 16:00 ο εχθρός εκτόξευσε νέα επίθεση κατά του λόφου Καλπακίου με 50-60 άρματα, πλαισιωμένα με 80 περίπου μοτοσικλετιστές. Και αυτή όμως αναχαιτίστηκε από τα αντιαρματικά κωλύματα και τα εύστοχα πυρά του πυροβολικού. Τα περισσότερα από τα άρματα και τις μοτοσικλέτες καταστράφηκαν, ενώ τα υπόλοιπα υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν με σοβαρές ζημιές. Επίσης πολλές απώλειες είχε και το ιταλικό πεζικό, το οποίο δέχτηκε τα ελληνικά πυρά στους χώρους συγκεντρώσεως του, με αποτέλεσμα να μην εκδηλώσει την επίθεση του.
Η αποτυχία αυτή του εχθρού τόνωσε ιδιαίτερα το φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι για πρώτη φορά αντίκριζαν άρματα- ωστόσο, η αντιαρματική άμυνα είχε αποδειχθεί αποτελεσματική.
4η Νοεμβρίου
Για τις 4 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί προέβλεπαν να ενεργήσουν γενική επίθεση σε ολόκληρο το μέτωπο, πλην όμως την ανέβαλαν για την επόμενη ημέρα προφανώς για την πληρέστερη προπαρασκευή της. Έτσι η 4η Νοεμβρίου πέρασε ε μόνο με την προσβολή ολόκληρης της τοποθεσίας με πυρά πυροβολικού και σε ορισμένες περιπτώσεις και με την αεροπορία. Στο μεταξύ η 8η Μεραρχία για να ενισχύσει τις θέσεις της στην τοποθεσία Ελαίας, απέσυρε τη νύχτα της 3/4 Νοεμβρίου τα τμήματα της, που βρίσκονταν στις θέσεις Σιάστη, Μονή Σωσσίνου και Ρεπετίστη δυτικά του Καλαμά, σε νέα τοποθεσία, στα ανατολικά του ποταμού, η οποία θεωρούνταν λιγότερο ευπρόσβλητη στα εχθρικά άρματα.
Η σύμπτυξη πραγματοποιήθηκε αθόρυβα, στη διάρκεια της νύχτας, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους Ιταλούς.
5η Νοεμβρίου
Από το πρωί της 5ης Νοεμβρίου οι Ιταλοί βομβάρδισαν τις περιοχές Γκραμπάλας και Βροντισμένης στον Τομέα Νεγράδων, τις θέσεις δυτικά του Καλαμά ποταμού που είχαν ήδη εγκαταλειφθεί από τα ελληνικά τμήματα και την περιοχή Παραποτάμου (Βάρφανης) στον Τομέα Θεσπρωτίας. Στον Τομέα Νεγράδων, οι Ιταλοί ύστερα από την προπαρασκευή του πυροβολικού και της αεροπορίας, ενήργησαν στις 14: 30 νέα γενική επίθεση σε ολόκληρο το μέτωπο του, με μεγάλες δυνάμεις πεζικού και αρμάτων μάχης.
Όμως και αυτή η επίθεση, παρά την ισχυρή υποστήριξη της από την αεροπορία και το πυροβολικό, απέτυχε και οι δυνάμεις των Ιταλών καθηλώθηκαν από τα ελληνικά πυρά, προ της αμυντικής τοποθεσίας με πολύ σοβαρές απώλειες. Τα άρματα μάχης, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κυρίως στην περιοχή Παρακάλαμου, δέχτηκαν τα συγκεντρωτικά και εύστοχα πυρά του ελληνικού πυροβολικού με αποτέλεσμα να διασκορπιστούν και να καθηλωθούν στις ελώδεις εκτάσεις του Καλαμά ποταμού.
Οι τελευταίες προσπάθειες
Η ιταλική επίθεση στον Τομέα αυτό συνεχίστηκε και κατά τις δύο επόμενες ημέρες, κυρίως κατά της τοποθεσίας Ελαίας, χωρίς κανένα και πάλι αποτέλεσμα. Επίλεκτα ιταλικά τμήματα, που κατόρθωσαν το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου να καταλάβουν το ύψωμα Ψηλορράχη, νότια κορυφή της Γκραμπάλας, δέχτηκαν άμεση ελληνική αντεπίθεση και ύστερα από μάχη σώμα με σώμα υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν αφού εγκατέλειψαν επί τόπου 45 νεκρούς, 7 αιχμαλώτους, 5 όλμους, 3 πολυβόλα και 4 οπλοπολυβόλα. Οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε έναν αξιωματικό και 11 οπλίτες νεκρούς και έναν αξιωματικό και 33 οπλίτες τραυματίες.
Αυτή ήταν και η τελευταία ιταλική προσπάθεια κατά της τοποθεσίας Ελαίας. Η Γκραμπάλα, το κλειδί της τοποθεσίας αυτής και του υψιπέδου των Ιωαννίνων γενικότερα, παρέμεινε στην κατοχή της 8ης Μεραρχίας. Στον τομέα Καλαμά, καμιά σοβαρή ιταλική ενέργεια δε σημειώθηκε κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, εκτός από την κατάληψη των εγκαταλειμμένων, από τα ελληνικά τμήματα, προωθημένων θέσεων στα δυτικά του Καλαμά ποταμού.
Στον Τομέα Θεσπρωτίας, οι Ιταλοί με την κάλυψη της αεροπορίας και του πυροβολικού, κατόρθωσαν στις 10:15 της 5ης Νοεμβρίου να ζεύξουν τον Καλαμά ποταμό στην περιοχή Τσιφλίκι, να διαπεραιωθούν νότια από αυτόν και να δημιουργήσουν μικρό προγεφύρωμα. Την επομένη τα ιταλικά τμήματα—αφού διεύρυναν το προγεφύρωμα—κινήθηκαν προς τα νότια, κατέλαβαν την Ηγουμενίτσα και εξανάγκασαν τις εκεί υπάρχουσες περιορισμένες ελληνικές δυνάμεις να συμπτυχθούν νοτιότερα.
Η 8η Μεραρχία, εξαιτίας της ελλείψεως επαρκών εφεδρειών για τη διεξαγωγή επιβραδυντικού αγώνα στην περιοχή αυτή, διέταξε τα τμήματα της να διακόψουν την επαφή με τον εχθρό και να αποσυρθούν σε νέες θέσεις επί της τοποθεσίας όρη Σουλίου—Αχέροντας ποταμός, με αποστολή να απαγορεύσουν τις διαβάσεις προς την Πρέβεζα και τα Ιωάννινα.
Για την ενίσχυση της παραπάνω νέας τοποθεσίας προωθήθηκε στη Φιλιππιάδα το 39ο Σύνταγμα Ευζώνων (μείον) της III Μεραρχίας. Ωστόσο οι ιταλικές δυνάμεις δεν παρενόχλησαν τις συμπτυσσόμενες ελληνικές δυνάμεις και δεν επιδίωξαν να εκμεταλλευτούν την επιτυχία τους. Αρκέστηκαν μόνο στην προώθηση ενός τμήματος Ιππικού μέχρι το χωριό Μαργαρίτι. Η στάση αυτή των Ιταλών δικαιολογείται μόνο από το φόβο τους να μην αποκοπούν από τις βάσεις τους, συνεχίζοντας την προέλαση τους στον Τομέα Θεσπρωτίας, ενώ δεν είχε ακόμη διασπαστεί η τοποθεσία Ελαίας.
Από τις 8 Νοεμβρίου, η επιθετική δραστηριότητα των Ιταλών διακόπηκε. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, κατά την ημέρα αυτή, ο Ανώτατος Διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία Στρατηγός Βισκόντι Πράσκα διατάχθηκε να αναστείλει τις επιθετικές του ενέργειες, ενώ ταυτόχρονα γινόταν αντικατάσταση του με το Στρατηγό Σοντού. Από τις 9 Νοεμβρίου, στο μέτωπο Ηπείρου, οι όροι των αντιπάλων αντιστράφηκαν. Οι Ιταλοί στον Τομέα Νεγράδων μετέπεσαν σε κατάσταση άμυνας, «ενώ στον Τομέα Θεσπρωτίας άρχισαν να συμπτύσσονται, διατηρώντας μόνο ένα περιορισμένο προγεφύρωμα νότια του Καλαμά ποταμού, που αποτέλεσε και το μοναδικό επίτευγμα της αιφνιδιαστικής επιθέσεως τους στο μέτωπο Ηπείρου. Έτσι, ύστερα από αμυντικό αγώνα δώδεκα ημερών κατορθώθηκε να συγκρατηθούν προ της τοποθεσίας Ελαίας οι ιταλικές δυνάμεις, που ανέρχονταν σε δύο μεραρχίες και να υποστούν φθορά ηθική και υλική τέτοια, ώστε η Ανώτατη Διοίκηση τους να αποφασίσει την αναστολή των επιθετικών επιχειρήσεων μέχρι την άφιξη νέων ενισχύσεων.
Στις 10 Νοεμβρίου το Στρατηγείο της VIII Μεραρχίας που βρισκόταν μέχρι τότε στο Φρούριο Ιωαννίνων, μετακινήθηκε στο χωριό Βελτίστα (Κληματιά). Κατά τις τρεις επόμενες ημέρες η Μεραρχία ασχολήθηκε με διάφορες επιθετικές αναγνωρίσεις, η σημαντικότερη των οποίων υπήρξε αυτή που έγινε από τον Τομέα Θεσπρωτίας προς την κατεύθυνση της Ηγουμενίτσας και είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη, μέχρι τις 13 Νοεμβρίου, των υψωμάτων Αγίας Μαρίνας—Νεοχωρίου στα νότια του Καλαμά ποταμού και την εξάλειψη σχεδόν του ιταλικού προγεφυρώματος στην περιοχή αυτή.
Προς την 8η Μεραρχία διαβιβάστηκε η παρακάτω διαταγή του Αρχιστράτηγου με την οποία εκφραζόταν η ευαρέσκεια του για τις μέχρι τότε επιτυχίες της:
«Εκφράζομεν πλήρη Ικανοποίησιν δι' επιτυχή αντιμετώπισιν καταστάσεως επί λήξει περιόδου ενεργείας σας ως ανεξαρτήτου Μεραρχίας. Τούτο αφορά διοικητήν μεραρχίας πρωτίστως και εv αναλόγω βαθμώ συνεργάτας του».
Οι απώλειες της VIII Μεραρχίας κατά τον αμυντικό της αγώνα, από 1 μέχρι 5 Νοεμβρίου, ανήλθαν σε 3 αξιωματικούς και 57 οπλίτες νεκρούς και σε 5 αξιωματικούς και 203 οπλίτες τραυματίες. Οι περισσότερες από τις απώλειες αυτές οφείλονταν στους βομβαρδισμούς της Ιταλικής Αεροπορίας κατά των θέσεων του πυροβολικού, καθώς και στις τοπικές αντεπιθέσεις, οι οποίες έγιναν για την ανάκτηση εδαφών που είχαν καταληφθεί από τον εχθρό. Οι απώλειες των ιταλικών δυνάμεων, σύμφωνα με τις απόψεις του Στρατηγού Πράσκα, ανήλθαν από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων μέχρι τις 5 Νοεμβρίου σε 17 αξιωματικούς και 354 οπλίτες νεκρούς και σε 65 αξιωματικούς και 1.134 οπλίτες τραυματίες. Ως αγνοούμενοι φέρονται 10 αξιωματικοί και 648 οπλίτες.
Πηγή: Δημοκρατία
Ο Συνταγματάρχης Δαβάκης (δεξιά)
με τον Ταγματάρχη Ιωάννη Καραβία
στις 30 Οκτωβρίου 1940 στο Επταχώρι Πίνδου
|
Πηγή: Περί Πάτρης
Περίπου 650 ήταν οι Έλληνες αξιωματικοί που έπεσαν στο πεδίο της μάχης το 1940/41 κατά τον ελληνοϊταλικό και τον σύντομο ελληνογερμανικό πόλεμο. Ανάμεσά τους και 45 αξιωματικοί ποντιακής καταγωγής.
Ο μικρός αριθμός των Πόντιων αξιωματικών οφείλεται στο γεγονός ότι μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, ο χρόνος που μεσολάβησε για να εισαχθούν στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων ή να αναδειχθούν στο στράτευμα ως έφεδροι αξιωματικοί, ήταν πολύ μικρός. ΄Ετσι, σε αντίθεση μ’ αυτόν τον μικρό αριθμό των ποντιακής καταγωγής νεκρών αξιωματικών, ο αριθμός των υπαξιωματικών και των οπλιτών Ποντίων ήταν πολύ μεγάλος.
Γεννήθηκε το 1895 στην Σαμψούντα και το 1914 έφυγε από τον Πόντο για τη Γαλλία όπου σπούδασε, και το 1917 μετέβη στη Θεσσαλονίκη μετά την έκρηξη του Κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» και ονομάστηκε έφεδρος ανθυπολοχαγός. Πήρε μέρος με το 17ο Σ.Π. της 11ης Μεραρχίας στη Μικρασιατική Εκστρατεία και ειδικότερα στη φονική μάχη του Αλή Βεράν, και αργότερα στο έπος του ’40, υπηρέτησε στο 50ό Σ.Π. κι έπεσε ηρωικά μαχόμενος στη βουνοκορφή του Μόροβα στις 17/11/1940.
Στο μέτωπο, σ' όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου μέχρι ψηλά τις παγωμένες Πρέσπες, ο Ελληνικός στρατός άρχιζε να βλέπει παντού το ίδιο όραμα: Έβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή να προβαδίζει ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από παλιά, του την είχαν τραγουδήσει όταν ήταν μωρό κι ονειρευόταν στην κούνια. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπέρμαχος Στρατηγός.
Γράμμα από τη Μόροβα
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, στρατευμένος στην Αλβανία το 1940, έστειλε από το μέτωπο το παρακάτω γράμμα στον αδελφό του.
«Αδελφέ μου Νίκο.
Σου γράφω από μια αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου όμως δεν είναι να σου περιγράψω τα θέλγητρα μιας χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγριο μεγαλείο της. Σκοπός μου είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, που το είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντάς το από άλλους, δεν το πιστέψεις.
Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, σε απόσταση καμμιά δεκαριά μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη.
- Τις ει; Μιλιά...
Ο σκοπός θυμωμένος ξαναφώναξε:
- Τις ει;
Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!
Εκείνη όρμησε εμπρός σαν να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς την αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολόκληρη εβδομάδα παλαίψαμε σκληρά, για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν-Μόροβας.
Υπογραμμίζω πως η επίθεσή μας πέτυχε τους Ιταλούς στην αλλαγή των μονάδων τους. Τα παλιά τμήματα είχαν τραβηχθεί πίσω και τα καινούργια... κοιμόνταν! Το τι έπαθαν δεν περιγράφεται. Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Κι όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπέρμαχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και χάθηκε».
Θαύμα στο Μπούμπεση
Ένα ζωντανό θαύμα της Παναγίας έζησαν στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο οι στρατιώτες του 51ου ανεξαρτήτου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχη Πετράκη, στην κορυφογραμμή του Ροντένη, δεξιά της θρυλικής Κλεισούρας.
Κάθε βράδυ, από τις 22-1-41 και έπειτα, στις 9.20 ακριβώς, το Βαρύ Ιταλικό πυροβολικό άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος Πετράκη και του δρόμου, άπ' όπου περνούσαν τα μεταγωγικά. Πέρασαν ημέρες και το κακό συνεχιζόταν, δημιουργώντας εκνευρισμό και απώλειες. Τολμηροί ανιχνευτές των εμπροσθοφυλακών και αεροπόροι εξαπολύθηκαν μέχρι βαθιά στις Ιταλικές γραμμές, αλλά επέστρεψαν άπρακτοι. Δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα Ιταλικά πυροβόλα, ίσως γιατί οι Ιταλοί κάθε βράδυ τα μετακινούσαν.
Ήταν όμως απόλυτη ανάγκη να εντοπισθούν οι εχθρικές θέσεις. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακούστηκαν πάλι οι ομοβροντίες των Ιταλικών κανονιών.
— Παναγία μου, φώναξε τότε ο ταγματάρχης εντελώς αυθόρμητα, βοήθησε μας! Σώσε μας άπ' αυτούς τους δαίμονες.
Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο.
Σιγά-σιγά σχημάτισε κάτι σαν φωτοστέφανο. Και κάτω άπ' αυτό μερικά ασημένια συννεφάκια σχημάτισαν τη μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σ' ένα φαράγγι, ανάμεσα σε δύο υψώματα του Μπούμπεση. Το όραμα το είδαν όλοι στο τάγμα και ρίγησαν.
— Θαύμα! βροντοφώναξε ο ταγματάρχης.
— Θαύμα! Θαύμα! επανέλαβαν ον στρατιώτες και σταυροκοπήθηκαν.
Αμέσως έφυγε ένας σύνδεσμος με σημείωμα του Πετράκη για την πυροβολαρχία τού Τζήμα. Σε δέκα λεπτά βρόντησαν τα ελληνικά κανόνια και σε είκοσι εσίγησαν τα ιταλικά. Οι οβίδες μας είχαν πετύχει απόλυτα τον στόχο.
Ο βλάσφημος ανθυπασπιστής
Ο Χρήστος Βέργος, επιστρατευμένος στον πόλεμο της Κορέας, διηγείται:
«Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των βαρέων όπλων που κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος. Όλες οι βλασφημίες μου συγκεντρώνονταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν τον σταυρό τους, για να μην τους βρει κακό. Oι ανώτεροί μου διαρκώς με παρατηρούσαν και με τιμωρούσαν. Ώσπου μια νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο θαύμα.
Ξημέρωνε η 7η Απριλίου 1951. Με τη διμοιρία μου είχα καταλάβει μια πλαγιά σε ύψωμα κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμα μου μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Αδαμάκο. Όταν ρόδιζε η αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο που με συνετάραξε:
Μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, με αγνή ομορφιά και γλυκύτατη φωνή, με πλησιάζει και με ρωτά ακουμπώντας το χέρι στον ώμο μου:
- Θέλεις να βρίσκομαι κοντά σου Χρήστο; Ένοιωσα τότε μια βαθειά αγαλλίαση.
- Και ποια είσαι συ; τη ρώτησα.
Τότε εκείνη άλλαξε έκφραση και με παρατήρησε αυστηρά:
- Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;
- Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πως είναι δυνατό να βρίζω μια άγνωστή μου;
- Ναι, Χρήστο, επέμεινε εκείνη πιο αυστηρά. Με βρίζεις. Εγώ όμως είμαι πάντα κοντά σε σένα και σ' όλους τους στρατιώτες τού τάγματος. Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, ν' ανάψετε κεριά στ' αδέλφια σας που έχουν ταφεί εκεί;
Μ' αυτή τη φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ο Σταύρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος.
- Κύριε ανθυπασπιστά, κάτι έχεις, μου είπε. Βογγούσες και παραμιλούσες στον ύπνο σου.
Τού διηγήθηκα το όνειρο μου και καταλήξαμε πως ήταν αποτέλεσμα κοπώσεως και συζητήσεων γύρω από τους νεκρούς τού Πουσάν.
Ενώ όμως λέγαμε αυτά. ξαναβλέπω τη γυναίκα τού ονείρου μου μπροστά μου.
— Αδαμάκο! βάζω μια φωνή. Η γυναίκα... Αυτή... Να... τη βλέπεις;
Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, αλλά που εγώ! Η μαυροφορεμένη γυναίκα με την αγνή ομορφιά και τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου και μου είπε:
- Μη φοβάσαι... Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι η Παναγία. Σας προστατεύω όλους παντού και πάντοτε. Αλλά θέλω από σένα να μη με βρίσεις ούτε στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής σου.
Πέφτω αμέσως ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Εκείνη όμως είχε γίνει άφαντη. Έκλαψα τότε άπ' τα βάθη της καρδιάς μου ένα κλάμα ανακουφίσεως και χαράς, εγώ που δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου».
Ο Ν. Ντραμουντανός διηγείταιμία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του '40:
«Ο λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προχωρημένο ύψωμα για προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερόνυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Αποκλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακκίδιό του για μία ημέρα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «δια την αύριον» και τις καταβροχθίσαμε.
Από κεϊ και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Το ηθικό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όριά της. Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέναμε όλοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Τότε μία έμπνευση τού λοχαγού μας έκανε το θαύμα! Έβγαλε άπ' τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μας κάλεσε γύρω του:
— Παλληκάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περίσταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μας σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεανθρώπου, να μας βοηθήσει!
Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».
Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ' ένα μέτρο χιόνι — το λιγώτερο — ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλάβαμε: Το οδηγούσε η Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαριστήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη υπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.
Πολλές κι απίστευτες κακουχίες πέρασα στον πόλεμο. Αλλ' αυτή μου μένει αξέχαστη, γιατί δεν είχε διέξοδο. Την έδωσε όμως η Παναγία».
Γιὰ νὰ μὴ γινόμαστε περαιτέρω κουραστικοί, παραπέμπουμε στὰ παλαιότερα ἄρθρα μας γιὰ τὸ ἔπος τοῦ 1940 ποὺ ἀναφέρονται λεπτομερῶς παραπάνω.
Πηγή: Φωτεινή Γραμμή
Το υποβρύχιο Λάμπρος Κατσώνης ήταν ένα από τα 6 υποβρύχια τα οποία παραγγέλθηκαν στην Γαλλία το 1925 κι ήταν 2 τύπων: το Κατσώνης και Παπανικολής τα μικρότερα 300- 460 τόνων και τα Γλαύκος, Πρωτεύς, Νηρεύς και Τρίτων τα μεγαλύτερα 410-550 τόνων. Τα Υ/Β αυτά με την έναρξη του πολέμου ήταν ήδη γερασμένα!
Ο Βασίλης Λάσκος ήταν τότε απότακτος, αλλά όπως θα δούμε στην συνέχεια έζησε κι αυτός την δική του πολεμική περιπέτεια...
Ο Βασίλης Λάσκος γεννήθηκε στην Ελευσίνα στις 17 Αυγούστου του 1899. Το 1922 τον βρίσκει Ανθυποπλοίαρχο στο ΑΣΠΙΣ, κατά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του '22 και το κίνημα του Πλαστήρα, ο Λάσκος προσχωρεί στο κίνημα ευρισκόμενος στον Πειραιά και αποπλέει αφήνοντας τον Κυβερνήτη του στην ξηρά, προκειμένου να συναντήσει τον επαναστατημένο στόλο στον Κάβο Ντόρο.
Όταν ο Πάγκαλος καταλαμβάνει την Αρχή με στρατιωτικό κίνημα, ο Λάσκος βρίσκεται Υπασπιστής του και μένει μαζί του μέχρι το άλλο κίνημα του Κονδύλη, που τον έριξε ένα χρόνο αργότερα και τον συνέλαβε! Ο Πάγκαλος φυλακίζεται στο Τσεδίν και ο Λάσκος πέφτει σε δυσμένεια και τοποθετείται προϊστάμενος αποθήκης 50 αχρήστων τορπιλών οι οποίες από χρόνια δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν λόγω τεχνικού προβλήματος. Εδώ φάνηκε το Αρβανίτικο πείσμα του Λάσκου! Έβαλε σκοπό να διορθώσει τις τορπίλες αυτές και τελικά τα κατάφερε.
Για το θέμα αυτό δέχτηκε τα συγχαρητήρια του Υπουργού Ναυτικών και σαν ανταμοιβή στάλθηκε στην Αγγλία για να εποπτεύσει στην κατασκευή 50 νέων τορπιλών που είχαν παραγγελθεί.
Γυρίζοντας στην Ελλάδα αποφάσισε να πάει στα Υποβρύχια. Το 1930 ήταν στην ηλικία των 32 ετών, αλλά σαν ημέτερος, το εμπόδιο αυτό το ξεπέρασαν και τοποθετήθηκε στον ΚΑΤΣΩΝΗ σαν τρίτος Αξιωματικός με όμοιο βαθμό του κυβερνήτη.
Μετά τις αποτυχημένες εκλογές του 33 οι Βενιζελικοί άρχιζαν να σχεδιάζουν πως θα πάρουν την εξουσία, με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Λάσκος δεν πίστεψε ποτέ στην αναγκαιότητα αυτού του κινήματος και δεν θέλησε να προσχωρήσει παρά τις πιέσεις που του έγιναν. Δέχτηκε μόνο όταν του είπανε ότι φοβόταν.
Τα αποτελέσματα του κινήματος της 1-3-1935 είναι γνωστά, ο Βασίλης Λάσκος κατάφερε να καταλάβει την βάση Υ/Β και τον Ναύσταθμο και βοήθησε τα πλοία να παραλάβουν τα πυρομαχικά τους και να φύγουν όχι και τόσο ανενόχλητα, διότι τους βομβάρδιζε από το Κερατσίνι μια κυβερνητική πυροβολαρχία.
Ο υπόλοιπος στόλος, όταν απέτυχε το κίνημα στην ξηρά αναγκάστηκε να επιστρέψει αφού οι πρωταγωνιστές αποβιβάστηκαν στα Ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα και προωθήθηκαν ως εξόριστοι στην Ιταλία. Ο Λάσκος αναγκαστικά τους ακολούθησε και το Ναυτοδικείο τον καταδίκασε δυο φορές σε θάνατο και καθαίρεση!
Στην Ιταλία ήταν η πιο οδυνηρή και δύσκολη περίοδος της ζωής του. Στους κινηματίες δόθηκε χάρη τον επόμενο χρόνο και έτσι μπόρεσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Μετά από μια περίοδο ανεργίας του εμπιστεύθηκαν την δημιουργία και την οργάνωση ενός εργοστασίου στην Ελευσίνα και τα κατάφερε περίφημα.
Η 28η Οκτωβρίου 1940, βρίσκει τον Λάσκο έτοιμο να μπαρκάρει. Αμέσως επιστρατεύεται και τον τοποθετούν αρχηγό ομάδος Μεταγωγικών. Η είσοδος των Γερμανών τον βρίσκει πάλι εκτός Ναυτικού. Μια απόπειρα να φύγει με τα πλοία επιφανείας δεν έγινε δεκτή. Ο Λάσκος ζει με ένα και μόνο όνειρο να φύγει για την Μέση Ανατολή, να του δοθεί η ευκαιρία να πολεμήσει κι αυτός όπως οι άλλοι συνάδελφοί του. Η πρώτη απόπειρα απέτυχε, οι Τούρκοι τον γύρισαν πίσω στην Χίο όπου κρύφτηκε σε μια κλινική για αρκετό καιρό μασκαρεμένος σε νοσοκόμο! Η δεύτερη απόπειρα πέτυχε κι έφτασε στην Μέση Ανατολή την άνοιξη του 1942.
Επιθυμία του Λάσκου ήταν να γυρίσει πίσω στα Υ/Β, είχε όμως δύο μεγάλα μειονεκτήματα: πρώτον ήταν μεγάλος στην ηλικία 43 ετών και Αντιπλοίαρχος και δεύτερον η οκτάχρονη απομάκρυνση του από το Ναυτικό, του στέρησε πολύτιμη εμπειρία η οποία δεν μπορούσε εύκολα να αντικατασταθεί. Είχε όμως από την άλλη πλευρά δυο σοβαρούς υποστηρικτές, δυο πατριώτες Αρβανίτες, τον Ναύαρχο Αλέξανδρο Σακελλαρίου και τον Πλοίαρχο Παναγιώτη Κώνστα, οι οποίοι του έδωσαν την κυβέρνηση του ΚΑΤΣΩΝΗΣ. Ήταν το Υ/Β με τα μεγαλύτερα τεχνικά προβλήματα! Η επισκευή του ΚΑΤΣΩΝΗΣ στο Πόρτ-Σουδάν κράτησε πάνω από 7 μήνες και όταν τελείωσε ήρθε το Υ/Β στο Πόρτ-Σαΐντ για δεξαμηνισμό. Εκεί το ΚΑΤΣΩΝΗΣ δεμένο στο μώλο, άρχισε να βουλιάζει από κάποιο ανθρώπινο λάθος και σε λίγο εξαφανίστηκε στο βυθό του λιμανιού! Ο Λάσκος για μια στιγμή λύγισε, γρήγορα όμως συνήλθε και με προσπάθεια έπεισε τους Άγγλους να το ανελκύσουν. Σε μερικούς μήνες το Υ/Β ήταν έτοιμο!
Αναχώρησε για την πρώτη του πολεμική περιπολία στις 24 Μαρτίου 1943. Αποστολή του ήταν η περιπολία στο Ν. Αιγαίο και η αποβίβαση κομάντος στην Λακωνία. Μετά συναντά 3 καΐκια όπου κανονικά θα έπρεπε να τα βυθίσει, αυτές ήταν οι εντολές, ο Λάσκος όμως τους άφησε! Δεν μπορούσε να βουλιάξει τα ιστιοφόρα αυτά που μετέφεραν τρόφιμα στην πεινασμένη πρωτεύουσα.
Την ίδια μέρα συναντά κι άλλο ένα ιστιοφόρο. Ο ένας ναύτης του πληρώματος προθυμοποιήθηκε να του δώσει πληροφορίες για τις κινήσεις του Γερμανικού περιπολικού στο Γύθειο και ζήτησε να επιβιβαστεί στο Υ/Β. Ο Λάσκος τον δέχτηκε. Του έδωσαν το παρατσούκλι το λάφυρο. Με τις πληροφορίες του νεαρού αυτού ναυτικού φτάνουν στο λιμάνι του Γυθείου. Το ΚΑΤΣΩΝΗΣ προχωρεί παράτολμα και ρίχνει τις τορπίλες του σχεδόν έξω από το λιμάνι και το αποτέλεσμα ήταν -σύμφωνα με το Βρετανικό ανακοινωθέν-, ότι: «συμμαχικόν Υ/Β την 2α Απριλίου έβαλε τορπίλας εναντίον πλοίου του άξονος εις Γύθειον, το οποίον έφερε τορπίλας και βόμβας βυθού. Αι τορπίλαι εξερράγησαν στο κρηπίδωμα και ανατίναξαν δύο πλοιάρια με πυρομαχικά. Η δυναμις της εκρήξεως προκάλεσε την βύθιση του εχθρικού πλοίου και επί του κρηπιδώματος φόνον 20 Ιταλών Αξιωματικών και στρατιωτών».
Η επόμενη περιπολία του ΚΑΤΣΩΝΗΣ άρχισε την 1η Ιουλίου στην περιοχή του Νοτιοανατολικού Αιγαίου. Σ’ αυτήν ο Λάσκος προσπάθησε να βυθίσει με ανάλογο τρόπο Ιταλικό φορτηγό που ήταν αγκυροβολημένο μέσα στο λιμάνι του Καρλοβασίου της Σάμου.
Η επιχείρηση ήταν τολμηρή και παρά το άτυχο αποτέλεσμα, ο Λάσκος δέχτηκε τα συγχαρητήρια του Υπουργού Ναυτικών.
Η τελευταία περιπολία του ΚΑΤΣΩΝΗΣ αρχίζει την 5η Σεπτεμβρίου 1943. Αποστολή ήταν περιπολία στο Β. Αιγαίο και αποβίβασις ομάδος κομάντος.
Τα τεχνικά προβλήματα άρχισαν σχεδόν αμέσως! Ο Γέρο ΚΑΤΣΩΝΗΣ είχε πια αρχίσει να δείχνει την "ηλικία" του... Το σπουδαιότερο ήταν η αχρήστευση του ενός κινητήρα και έτσι η περιπολία με το πείσμα του Λάσκου συνεχίστηκε με ένα μόνο κινητήρα! Το μόνο χαρούμενο γεγονός ήταν το κρυπτογραφικό σήμα που έλαβαν στις 8 Σεπτεμβρίου που τους ανάγγελλε την συνθηκολόγηση της Ιταλίας!
Στις 11 Σεπτεμβρίου αποβιβάζει τους Έλληνες κομάντος στην Εύβοια χωρίς πρόβλημα.
Στις 12 Σεπτεμβρίου εντοπίζουν δυο καΐκια και απ’ αυτούς μαθαίνουν ότι εκείνες τις μέρες θα έφευγε από την Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά ένα επιταγμένο Γαλλικό επιβατηγό το ΣΙΜΦΡΑ, με Γερμανούς στρατιώτες αδειούχους.
Υ/Β ΚΑΤΣΩΝΗΣ Υ1 - ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ - 13 Σεπτεμβρίου 1943
Ελαιογραφία (40Χ60cm) του Αγγελή Κορρού
Την νύχτα 13 προς 14 Σεπτεμβρίου το ΚΑΤΣΩΝΗΣ αφού φόρτωσε τις μπαταρίες του, καταδύθηκε και άρχισε να περιπολεί ανάμεσα σε Πήλιο και Σκιάθο περιμένοντας το ΣΙΜΦΡΑ. Ενώ σκοτείνιαζε εντοπίζει ακόμα ένα καΐκι και ο Λάσκος αποφασίζει να πάρει και πάλι πληροφορίες... Ενώ μιλούσαν, φάνηκε καπνός από τον βορρά και δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία σε όλους ότι ήταν το ΣΙΜΦΡΑ. Μόλις νύχτωσε το Υ/ Β αναδύθηκε, γέμισε το πυροβόλο του και κατευθύνθηκε προς το υποτιθέμενο ΣΙΜΦΡΑ. Σε λίγο παίρνουν από το Γερμανικό πλοίο οπτικά σήματα αναγνώρισης και ο Λάσκος διατάζει ταχεία κατάδυση.
Το πλοίο δεν ήταν το ΣΙΜΦΡΑ αλλά ένα εξοπλισμένο Γερμανικό ανθυποβρυχιακό! Πριν προλάβουν να εκτιμήσουν την κατάσταση, δέχονται την πρώτη δέσμη βομβών βάθους! Τα φώτα σβήνουν, ανάβει ο βοηθητικός φωτισμός και αμέσως ακολουθεί η δεύτερη και τρίτη δέσμη βομβών! Το Υ/Β υφίσταται σοβαρές βλάβες, η πρυμναία καθόδου του πυργίσκου υποχωρεί και η θάλασσα άρχισε να μπαίνει με ορμή από τα ανοίγματα!
Τα μηχανήματα του Υ/Β έπαψαν να λειτουργούν και το πλοίο άρχισε να βυθίζεται! Τότε ο κυβερνήτης διατάζει ανάδυση και εξοπλισμό πυροβόλων. Ο Λάσκος θεώρησε ότι ο αγώνας του δεν μπορούσε να τελειώσει έτσι, χωρίς να κάνει ακόμα μία έστω και απελπισμένη προσπάθεια...
Στην πρώτη βολή του ΚΑΤΣΩΝΗΣ οι Γερμανοί ξαφνιάζονται, αλλά συνέρχονται και αρχίζουν να χρησιμοποιούν κι εκείνοι τα πυροβόλα τους! Η ομοχειρία του πυροβόλου αφανίστηκε, οι γεμιστές σκοτώθηκαν, ποιός θα γεμίσει; Μόλις το βλέπει ο Λάσκος δίνει ένα σάλτο από την γέφυρα και γεμίζει ο ίδιος! Το πυροβόλο ρίχνει και ξαναρίχνει κι εκεί όπως ήταν σωματώδης και χωρίς προφύλαξη, τον βρίσκει ένα βλήμα και τον ρίχνει νεκρό πάνω στο αγαπημένο του Υ/Β κοντά στο πυροβόλο του...
Ο Λάσκος πέθανε πολεμώντας όπως ακριβώς το επιθυμούσε! Δεν ήταν ο τύπος που θα μπορούσε ποτέ να πεθάνει στο κρεβάτι...
Σε λίγο το Υ/Β, ανήμερα του Σταυρού, σημαδιακή μέρα για τον Λάσκο, βυθίζεται μετά από εμβολισμό του Γερμανικού Υ/Β, με απώλειες εκτός από τον κυβερνήτη τους Υποπλοίαρχο Μυκώνιο, Ανθυποπλοίαρχο Τρουπάκη και τους Σημαιοφόρους Λαμπρινούδη και Ξένο. Aπό το πλήρωμα απωλέσθηκαν 27 υπαξιωματικοί και ναύτες, μεταξύ των οποίων και το λάφυρο! 17 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι μεταξύ των οποίων και οι Άγγλοι σύνδεσμοι, ενώ τρεις, ο Πλωτάρχης Τσουκαλάς, οι υπαξιωματικοί Τσίγκρος και Αντωνίου μετά από προσπάθεια, κολυμπώντας επί 8 με 9 ώρες, κατόρθωσαν να φτάσουν στην πλησιέστερη ακτή! Τσουκαλάς και Τσίγκρος στην Σκιάθο και ο Αντωνίου στο Πήλιο.
Αυτό ήταν το τέλος του ΚΑΤΣΩΝΗΣ...
(του ΝΑΥΑΡΧΟΥ ε.α. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΪΖΗ)
Πηγή: Περί Πάτρης
O αγωνιστής Ν. Μαριακάκης, γεωπόνος από τα Χανιά της Κρήτης, και το ιδιόχειρο σημείωμα που άφησε λίγο πριν από την εκτέλεσή του την Πρωτομαγιά του 1944.
Στις 30 Απριλίου 1944 κυκλοφόρησε στο Χαϊδάρι η φήμη ότι οι S.S. σκόπευαν να εκτελέσουν διακόσιους κρατουμένους ως αντίποινα για τη δολοφονία Γερμανού στρατηγού και τριών αξιωματικών του κοντά στη Σπάρτη από «κομμουνιστικάς συμμορίας». Ο διοικητής κάλεσε κάποιους από τους προϊσταμένους στα συνεργεία, όλους Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές. Ο Fischer τούς ζήτησε να υποδείξουν ποιοι μη Μεταξοκρατούμενοι κρατούμενοι θα μπορούσαν να τους αντικαταστήσουν, καθώς οι ίδιοι θα μεταφέρονταν την επομένη σε άλλο στρατόπεδο. Επίσης, διέταξε τους Χαλκιδέους να πάρουν πίσω τα προσωπικά τους είδη και να βρίσκονται μπροστά στα μαγειρεία την επομένη το πρωί, προκειμένου να μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο. Με δεδομένη τη φήμη για μαζική εκτέλεση, που αναφέραμε παραπάνω, όλοι όσοι μίλησαν με τον Fischer πίστεψαν ότι επρόκειτο να εκτελεστούν. Έτσι, οι Ακροναυπλιώτες προσπάθησαν να αποχαιρετήσουν όσους περισσότερους από τους φίλους τους ήταν δυνατόν. Ακολούθως μαζεύτηκαν στον θάλαμο 1 του Μπλοκ 3, όπου με μουσική από δύο κιθάρες κι ένα βιολί έγινε αποχαιρετιστήριο γλέντι. To επόμενο πρωί, πριν από το προσκλητήριο, συγκέντρωσαν τους Χαλκιδαίους και τους επιβίβασαν σε φορτηγά που τους απομάκρυναν από το στρατόπεδο. Μετά το πρωινό συσσίτιο, ο Fischer κάλεσε γενικό προσκλητήριο, στο οποίο διάβασε μια λίστα διακοσίων ονομάτων. Αυτοί ήταν οι διακόσιοι που θα εκτελούνταν, ως αντίποινα για τη δολοφονία του Γερμανού στρατηγού. Η ομάδα των μελλοθανάτων περιλάμβανε όλους τους Ακροναυπλιώτες, πλην δεκαέξι ατόμων, τους Αναφιώτες και μερικούς γερμανοκρατούμενους.
Συγκεντρώθηκαν μπροστά στα μαγειρεία, όπου πριν επιβιβαστούν στα αυτοκίνητα, άρχισαν να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο, το τραγούδι της Ακροναυπλίας και τον Ζάλογγο μπροστά στα μάτια των έκπληκτων Ναζί που δεν τολμούσαν να αντιδράσουν. Ο Ζήσης Ζωγράφος υπήρξε μάρτυρας αυτής της συγκλονιστικής σκηνής:
«Τώρα τους παρακολουθούμε από μακριά Γελούν και τραγουδούν. Έχουν στήσει εδώ στη μέση του στρατόπεδου των Ες-Ες χορό. Χωριστά οι γέροι. Μπροστά ο Μακέδος, τιμημένος καπνεργάτης της Καβάλας. Χωριστά οι νέοι. Μπροστά ο Μανασής (Παπαδόπουλος). Κι έπειτα ενώνονται πάλι όλοι μαζίγια να βγει απ' τ' αντριωμένα τους στήθια μ' όλη τους τη δύναμη το αθάνατο τραγούδΐ: Ακροναυπλία, Ακροναυπλία, Πίστη, Ελπίδα, Πειθαρχία [...] »Δενμπορούμε να τους αντικρύσουμε. Η καρδιά μας ματώνει. Τα μάτια βουρκώνουν. Οι λυγμοί πάνε να πνίξουν τη φωνή όλων εμάς που μείναμε. Μα όχι. Κάνουμε ύστατη προσπάθεια. Ούτε ένα δάκρυ να μην αφήσουμε να κυλήσει. Ξεθυμαίνει έτσι το μίσος και η δίψα για εκδίκηση σβήνει. Ας στεγνώσουν στα μάτια τα δάκρυα. Ας γίνουν φλόγα που μας καίει τα σωθικά και μέρα και νύχτα. Να μην ξεχάσουμε ποτέ την ώρα τούτη, ποτέ όσο ζούμε.
»Τα αυτοκίνητα που θα τους πάρουν φάνηκαν στη στροφή του δρόμου. Βαριά οπλισμένοι στρατιώτες παρατάχθηκαν στην πόρτα. Άρχισαν να μπαίνουν μέσα.
Ύστατη στιγμή! Ο Ανέστης (Λαζαρίδης) ανεβαίνει σ' ένα πεζούλι. Με τη δυνατή φωνή του δίνει το παράγγελμα Προσοχή! Οι Γερμανοί δεν τολμούν να εμποδίσουν. Βγάζουν όλοι τα καπέλα τους. Σιγή νεκροταφείου. Καμιά ιεροτελεστία δεν έγινε με τόση κατάνυξη. Τραγουδούν-. Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή... »Ποτέ ο χαιρετισμός της Λευτεριάς δεν αντιλάλησε στις πολιτείες και τα χωριά, τα βουνά και τα φαράγγια της Ελλάδας πιο συγκινητικά, πιο ειλικρινά, πιο αντρειωμένα... »Τώρα είναι έτοιμοι. Είκοσι-είκοσι προχωρούν. [...]
Πετάν τα καπέλα τους στον αέρα. Βαδίζουνε με σταθερό βήμα. Φωνάζουν "Ζήτω η Λευτεριά" και χάνονται μεσ' το κλειστό αυτοκίνητο. Έφυγαν!».
Οι διακόσιοι του Χαϊδαρίου μεταφέρθηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου τους εκτέλεσαν με οπλοπολυβόλα. Οι σοροί μεταφέρθηκαν στο Γ Νεκροταφείο, όπου τάφηκαν σε ατομικούς τάφους.
Πηγή: Δήμος Χαϊδαρίου
Στις αρχές Μαρτίου 1941, ο ίδιος ο Μπενίτο Μουσολίνι έφτασε στην Αλβανία για να παρακολουθήσει από κοντά τις επιχειρήσεις. Κύριος στόχος, η διάσπαση του μετώπου σε μια γραμμή έξι χιλιομέτρων, από την Γκλάβα στο Μπούμπεσι. Την επιχείρηση είχε αναλάβει το όγδοο ιταλικό σώμα στρατού, που έριξε στην μάχη τέσσερις μεραρχίες και δυο τάγματα μελανοχιτώνων, κρατώντας άλλες δύο σε εφεδρεία.
Απέναντί τους, η πρώτη Ελληνική μεραρχία που πολεμούσε συνεχώς από την αρχή της εκστρατείας. Η πολυδιαφημισμένη «Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών ξέσπασε στις 9 Μαρτίου 1941 σε όλη την γραμμή του μετώπου. Στις 26 Μαρτίου ο απολογισμός ήταν τραγικός. Δώδεκα ιταλικές μεραρχίες με άφθονα εφόδια είχαν ριχτεί σε έξι καταπονημένες Ελληνικές και δεν πήραν ούτε σπιθαμή εδάφους!
Μεγάλη συμβολή στον Β' ΠΠ είχε η χώρα μας. Πιο γνωστή στο ευρύ κοινό η Ελληνο-ιταλική σύγκρουση στην Πίνδο, η Μάχη των Οχυρών της Γραμμής Μεταξά και η Μάχη της Κρήτης. Ένα περιστατικό ηρωικό από το Ελληνο-αλβανικό μέτωπο που δεν είναι τόσο πολύ γνωστό, διαδραματίστηκε κατά την διάρκεια της «Εαρινής Επίθεσης» των Ιταλών στο Ύψωμα 731!
Το εν λόγω ύψωμα (υψόμετρο 731 μ.) βρίσκεται περί τα 20 χλμ. βόρεια της Κλεισούρας. Ήταν ένα από τα ισχυρότερα ερείσματα που κατέλαβε ο Ελληνικός Στρατός κατά τους χειμερινούς αγώνες, που προηγήθηκαν, κλειδί της όλης τοποθεσίας, στον κεντρικό τομέα της Αλβανίας. Η παραμονή σε Ελληνικά χέρια του υψώματος αυτού, καταδίκαζε κάθε προσπάθεια των Ιταλών. Η αρχή της ιταλικής επίθεσης έγινε νωρίς το πρωί της 9ης Μαρτίου, με σφοδρή δράση του πυροβολικού με όλμους και αεροπορικό βομβαρδισμό των Ελληνικών θέσεων.
Ένας τιτάνιος αγώνας διεξήχθη. Στο ύψωμα 731, καθώς και στα γειτονικά υψώματα, πολέμησαν οι άνδρες του 5ου Συντάγματος της I Μεραρχίας που κατάγονταν κυρίως από την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα. Στο διάστημα από 9 έως 11 Μαρτίου 1941, πενήντα Τρικαλινοί θυσιάστηκαν ηρωικά, υπερασπιζόμενοι το ύψωμα. Η τρίτη μέρα βρίσκει το 5° σύνταγμα Τρικάλων να έχει περίπου την μισή του δύναμη. (Απολογισμός της μάχης για τους Ιταλούς 1.000 νεκροί και 3.000 τραυματίες και για τους Έλληνες 145 νεκροί και 400 τραυματίες).
Η τιτανομαχία του Υψώματος 731
Γράφει ο Δημήτρης Κωνσταντάρας- Σταθαράς: «Ελέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε: ακόμα ένα Εικοσιένα! Και ήρτες τέλος Συ Μητέρα-Μέρα…».
Το ηρωικό έπος του 1940-41 τα έχει όλα, όσα διασαλπίζει με την στεντόρεια φωνή του ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός. Από τα βαθιά χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 μέχρι τον Απρίλιο του 1941 διαδραματίστηκαν επικά γεγονότα, που προκαλούν την συγκίνηση και το θαυμασμό μας. Εμείς οι νεότεροι τα διαβάζουμε στην Ιστορία. Η προηγούμενη όμως γενιά τα έζησε ενεργά και τα έγραψε με ιδρώτα και αίμα πάνω στα βουνά της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας. Το 731 αναδείχθηκε και Μαραθώνας και Σαλαμίνα και Εικοσιένα!»
(ΑΡΧΕΙΟ Δ.Γ. ΚΑΣΛΑΣ, «ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940-41 – Ο τιτάνιος αγώνας στο ύψωμα 731 μέσα από το ημερολόγιο του Ταξίαρχου Δημήτρη Κασλά», 15-2-2008.)
Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών γράφει: «Επί 7 ημέρες, ως τις 15 Μαρτίου η μεραρχία δοκιμάστηκε σκληρά, αλλά απέκρουσε τα κύματα των επιτιθέμενων αντιπάλων. Οι επιθέσεις και αντεπιθέσεις άρχιζαν με πυκνό κανονιοβολισμό που κατέσκαβε τα υψώματα, για να καταλήξουν σε συμπλοκές, όπου τον λόγο είχαν η χειροβομβίδα και η λόγχη. Το ύψωμα 731, μεταξύ Αώου και Άψου, έμεινε θρυλικό. Ως τις 19 Μαρτίου, μετά από σχετική τριήμερη ανάπαυλα, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν κατά του υψώματος 731 όχι λιγότερες από 18 επιθέσεις. Το «731», όπως έμεινε γνωστό στην πολεμική ιστορία και των δύο αντιπάλων, υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα υψώματα ολόκληρου του παγκοσμίου πολέμου». (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. 1978, τόμος ΙΕ, σελ.441-442).
Ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Άγγελος Τερζάκης, πολεμιστής του 1940, γράφει: «Ξημερώνει η 10 Μαρτίου 1941, ημέρα Δευτέρα και το πυροβολικό του Καβαλλέρο ξαναρχίζει. Ξαναρχίζει από την Τρεμπεσίνα, με πείσμα διπλό, γιατί η πρώτη μέρα χάθηκε κι αυτό είναι άσχημο για μιαν επίθεση, που πρέπει να το πετύχει στις πρώτες ώρες της.
Το κανονίδι τώρα απλώνεται ανατολικά, στο 731. Είναι τέτοιο που μόνο με τους θρυλικούς βομβαρδισμούς του Βερντέν, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να παραβληθεί. Τ' ακούει και ζαρώνει περίτρομη η ψυχή του ανθρώπου. Τα Ελληνικά πυρά της έκοψαν την ορμή, ως που το μεσημέρι οι Ιταλοί ενισχυμένοι με νέες δυνάμεις, ξανάρχισαν όμως, το πεζικό κατόρθωσε με μόνα τα δικά του να σπάσει το πρώτο κύμα του εχθρού. Στις 6 το απόγεμα οι Ιταλοί άνοιγαν μεγάλη φωτιά κατά του 731. Χύμηξαν ύστερα με ταυτόχρονη προσπάθεια να το υπερκεράσουν από την δημοσιά, ενώ έπιαναν και να βομβαρδίζουν την Τρεμπεσίνα. Ήταν η έβδομη επίθεσή τους για το 731. Το ύψωμα έμπαινε πια, ζωσμένο με φλόγες στον θρύλο»
(Άγγελος Τερζάκης, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941, Αθήναι 1964, σελ.177-178).
Ο τιτάνιος αγώνας στο ύψωμα 731 μέσα από το ημερολόγιο του Ταξιάρχου Δημητρίου Κασλά.
Τχης (ΠΖ) Δημήτριος Κασλᾶς, Διοικητὴς τοῦ II/5 Τάγματος κατὰ τὴν μάχη τοῦ Ὑψώματος 731 (9-10 Μαρτίου 1941).
Στο προσωπικό χειρόγραφο ημερολόγιο του Ταγματάρχη (τότε) Δημητρίου Κασλά, από το Πουρί Ζαγοράς, Διοικητή του ΙΙ (2ου) Τάγματος του 5ου Συντάγματος Τρικάλων, που με τους στρατιώτες του υπερασπίστηκε το ύψωμα 731, αναφέρει: «(Ημέρα πρώτη: Κυριακή 9η Μαρτίου 1941, «έναρξις της επιθέσεως») (Πρωινές ώρες): Την 06:30 ώραν ήρξατο τρομακτικόν και καταιγιστικόν πυρ του εχθρικού Πυροβολικού και όλμων. Η πρώτη ομοβροντία μιας βαρέως Πυροβολαρχίας ερρίφθη ακριβώς την 06:30 ώραν επί του υψώματος 731, όπου ο Σταθμός Διοικήσεώς μου ήτο το σύνθημα της ενάρξεως της βολής. Ο βομβαρδισμός συνεχίζεται με αυξάνουσαν έντασιν.
Σμήνη αεροπλάνων ρίπτουν συνεχώς τα φορτία των επί των υψωμάτων 731 και 717. Το ύψωμα 731, όπου το Τάγμα μου σείεται συνεχώς, σκόνη, φωτιά και καπνός, η ατμόσφαιρα είναι βαριά, δύσκολα αναπνέει κανείς από τα αέρια των εκρήξεων, κόλασις πυρός, μας περιβάλλαν καπνοί και φλόγες, δεν ημπορούμε να διακρίνουμε τι γίνεται εις απόστασιν 10 μέτρων.
Το ύψωμα 731 ήτο δασωμένον με δέντρα ύψους 4-5 μέτρων, εντός διώρου έμεινε γυμνόν. Τα συρματοπλέγματά μας κατεστράφησαν, τα χαρακώματα ισοπεδώθηκαν, οι στρατιώται καλύπτονται εις τας οπάς των οβίδων και αγωνίζονται απεγνωσμένα να επανορθώσουν τας ζημίας, ιδίως να προστατεύσουν τα πολυβόλα και οπλοπολυβόλα από την καταστροφήν, από τις πέτρες και χώματα που εγείροντο από τας εκρήξεις. Τα υπάρχοντα επί του υψώματος 731 δύο πυροβόλα των 6,5 και αντιαρματικός ουλαμός των 37 κατεστράφησαν ολοτελώς.
Περί την 07:30 ώραν κατόρθωσα να επικοινωνήσω τηλεγραφικώς δια λίγα λεπτά με τον Συνταγματάρχην Κετσέαν, επίσης μετά του Διοικητού του Συγκροτήματος Συνταγματάρχου Γεωργούλα Ν., οι οποίοι αγωνιούσαν να πληροφορηθούν την κατάστασίν μας. Με ερώτησαν εάν οι άνδρες του Τάγματος κρατούν τας θέσεις των, τους απάντησα ότι οι Λόχοι ευρίσκονται εις τας θέσεις των. Μου διεβίβασεν την εξής Διαταγήν γραπτήν:
«Επί των θέσεών σας θ' αμυνθήτε μέχρις εσχάτων. Η Πατρίς, η Ανωτάτη Διοίκησις, απαιτεί να κρατήσετε ψηλά την τιμήν των όπλων».
Του απήντησα:
«Ο,τιδήποτε και αν συμβή, δεν θα εγκαταλείψωμεν το 731 και έχω πεποίθησιν ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί».
Περί την 8ην ώραν το Πυροβολικόν του εχθρού ήρχισε να επιμηκύνη την βολήν του εις τα μετόπισθεν του Τάγματος και την 08:30 έπαυσεν την βολήν του επί των υψωμάτων 731 και 717. ΄Ητο φανερόν πλέον ότι θα ήρχιζεν η επίθεσις των Ιταλών. Διέταξα τους Λόχους να ετοιμάσουν τα αυτόματα και να μη βάλουν από μεγάλας αποστάσεις, παρά μόνον όταν οι Ιταλοί θα έφθαναν εις ωρισμένα σημεία του εδάφους που υπεδείχθησαν επί τόπου εις απόστασιν περίπου 200 μέτρων.
Περί την 09:30 ώραν οι Ιταλοί χρησιμοποιούντες τας δεξιά του 5ου Λόχου βαθείας γραμμάς πλησιάζουν επικινδύνως και προσεγγίζουν τα κατεστραμμένα συρματοπλέγματα. Αρχίζει πλέον ο αγών διά της χειροβομβίδος. Οι Ιταλοί δοκιμάζουν με τρόμον και φωνάς τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των αμυντικών μας χειροβομβίδων.
(Μεσημέρι): Την μεσημβρίαν προσπαθούν οι Ιταλοί να επαναλάβουν την επίθεσίν των, αλλά ευθύς ως αναπτύσσονται καθηλούνται και διασκορπίζονται από το Πυροβολικό και τα Πολυβόλα μας.
(Απόγευμα): Το απόγευμα και ενώ μέχρι της στιγμής εκείνης τα εχθρικά πυρά είχον αραιωθή, εκσπά και νέα επίθεσις μετά σφοδρού βομβαρδισμού, εφ' ολοκλήρου του τομέως της Ι Μεραρχίας και ανασκάπτεται πάλιν το έδαφος από το πυροβολικόν και τας βόμβας αεροπλάνων. Οι στρατιώται περιμένουν να πλησιάσουν τα εχθρικά τμήματα πεζικού, τα παραλαμβάνουν με τα αυτόματα και τα αποδεκατίζουν με επιτυχείς ριπές και όταν ο εχθρός χρησιμοποιή τας βαθείας γραμμάς και προσεγγίζει τα χαρακώματα, επιτίθενται διά της χειροβομβίδος και της λόγχης. Οι Ιταλοί όμως δεν παραιτούνται. Δοκιμάζουν διά μία ακόμα φοράν, προτού νυκτώση, να διασπάσουν τας γραμμάς μας επί του υψώματος 731, και η προσπάθεια αυτή αποκρούεται σε σοβαροτάτας απωλείας.
(Βράδυ): Η νύκτα μας βρίσκει όλους εξηντλημένους σωματικώς. Είμεθα όλη την ημέραν νηστικοί. Εν τούτοις κανείς δεν θέλει να φάγη. Έχουμε άφθονο κονιάκ. Οι Λόχοι δεν ζητούν ψωμί αλλά χειροβομβίδας αμυντικάς και σκαπανικά εργαλεία. Καθ' όλην την νύκτα οι ημιονηγοί του Τάγματος, οι αφανείς αυτοί ήρωες επηγαινοερχόνταν εις τον σταθμόν εφοδιασμού διά να μας φέρουν εκατοντάδας φορτίων χειροβομβίδων, πυρομαχικών και λοιπών εφοδίων.
(Ημέρα δεύτερη: Δευτέρα 10 Μαρτίου 1941)
(Πρωινές ώρες): «Την 7ην πρωινήν ήρχισε πάλιν το ιταλικόν πυροβολικόν. Εις τας 9 ώρα αρχίζει η Ιταλική επίθεσις. Αυτήν την ημέραν κατευθύνεται προς το αριστερόν μας διά να υπερφαλαγγίσουν το 731 εκ του αριστερού. Οι Ιταλοί κινούνται με μυρίας προφυλάξεις, τους καταλαμβάνει πρώτον το Πυροβολικόν μας και τους αποδεκατίζει. Το Πυροβολικόν των Ιταλών προσπαθεί να υποστηρίζει την κινουμένην φάλαγγα. Οι Ιταλοί προχωρούν κατά διαδοχικά κύματα με προφανή σκοπόν να καταλάβουν οπωσδήποτε το 731, χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τας απωλείας των. Οι Ιταλοί φθάνουν εις απόστασιν από 50-100 μ. από την γραμμήν αντιστάσεως. Διά να εξαπατήσουν τους στρατιώτας μας υψώνουν λευκά μανδίλια και προς στιγμήν υπέθεσαν ότι επρόκειτο να παραδοθούν. Αντελήφθην εκ πρώτης στιγμής ότι επρόκειτο περί απάτης. Επενέβην αμέσως, διέταξα έντασιν των πυρών διά χεροβομβίδων και τοπικήν αντεπίθεσιν. Οι Στρατιώται κραυγάζοντες την περίφημον πολεμικήν ιαχήν «αέρα» διά της λόγχης και των χειροβομβίδων αιφνιδιάζουν τους Ιταλούς, οι οποίοι αρχίζουν να τρέχουν προς τα οπίσω, μεταβαλόντες την υποχώρησίν των εις πανικόβλητον φυγήν. Η επίθεσις των συνετρίβη!
(Μεσημέρι): Ολίγον προ της μεσημβρίας διεξάγεται νέα προσπάθεια εις το ίδιο σημείον παρά Ιταλών κατόπιν πάλιν προπαρασκευής διά σφοδρού βομβαρδισμού και η επίθεσις αύτη συνετρίβη προ του ακαμάτου ηρωισμού των Λόχων, διά της λόγχης, μέχρι την 12:30 ώραν τρέπομεν εις νέαν άτακτον φυγήν τους Ιταλούς.
(Απόγευμα): … Εις τας 06:30 αρχίζει βομβαρδισμός επί των υψωμάτων 731 και 717 και μετ' ολίγον νέα επίθεσις των Ιταλών και κατά των δύο πλευρών του υψώματος 731, δηλαδή εναντίον και των δύο Λόχων μου. Και η επίθεσις αυτή απεκρούσθη με βαρυτάτας απωλείας διά τον εχθρόν.
(Βράδυ): Προς το εσπέρας νομίζουν ότι θα κλονίσουν το ηθικόν των στρατιωτών μας, ρίπτουν δι' αεροπλάνων χιλιάδας προκηρύξεις, καλούν τους στρατιώτας μας να ρίψουν τα όπλα και να σπεύσουν να παραδοθούν. Αι προκηρύξεις αυταί μόνον γέλωτας προσέφερον εις τους ηρωικούς οπλίτας.
Και η δευτέρα ημέρα της επιθέσεως έκλεισε με την απόλυτον διατήρησιν των θέσεών μας επί του υψώματος 731, καθώς επίσης και το δεξιά μου ΙΙΙ Τάγμα επί του υψώματος 717».
****
Επί 7 ημέρες, ως τις 15 Μαρτίου η Μεραρχία δοκιμάστηκε σκληρά, αλλά απέκρουσε τα κύματα των επιτιθέμενων αντιπάλων. Οι επ
ιθέσεις και αντεπιθέσεις άρχιζαν με πυκνό κανονιοβολισμό που κατέσκαβε τα υψώματα, για να καταλήξουν σε συμπλοκές, όπου το λόγο είχαν η χειροβομβίδα και η λόγχη. Το ύψωμα 731, μεταξύ Αώου και Άψου, έμεινε θρυλικό. Ως τις 19 Μαρτίου, μετά από σχετική τριήμερη ανάπαυλα, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν κατά του υψώματος 731 όχι λιγότερες από 18 επιθέσεις. Το «731», όπως έμεινε γνωστό στην πολεμική ιστορία και των δύο αντιπάλων, υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα υψώματα ολόκληρου του παγκοσμίου πολέμου».
Η «Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών απέτυχε. Ο Μουσολίνι έφυγε ταπεινωμένος. Το ύψωμα 731 έγινε δόξα και το όνομά του γράφτηκε στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη: «731».
Αφήγηση ενός Ιταλού, Εφέδρου Ανθυπολοχαγού, που ηγήθηκε πολλές φορές των ανδρών του, στις επιθέσεις κατά του 731:
«Όταν εφορμήσαμε την πρώτη φορά κατά του 731, πίστευα ότι δεν θα συναντούσαμε ούτε έναν Έλληνα ζωντανό πάνω στο ύψωμα! Τόσο σφοδροί ήταν οι βομβαρδισμοί που προηγήθηκαν. Όμως εκείνοι ήταν εκεί και μας περίμεναν. Συνέχισα να πιστεύω το ίδιο και στις επόμενες επιθέσεις μας, που πάντα εκδηλώνονταν ύστερα από καταιγιστικά πυρά του πυροβολικού και της αεροπορίας μας.
Όμως πάντα μας περίμεναν και μας απέκρουαν. Μετά την τρίτη μέρα των επιθέσεών μας, έπαψα πια να ελπίζω ότι δεν θα συναντούσαμε ζωντανούς τους υπερασπιστές του 731 και οι στρατιώτες μας έπαψαν κι αυτοί να ελπίζουν πως η αεροπορία και το πυροβολικό μας θα έκαναν την δουλειά μας αντί για μας. Αυτό είχε πολύ άσχημο αντίκτυπο στο ηθικό τους, το έβλεπα.
Συχνά οι Έλληνες μας περίμεναν όρθιοι μπροστά στα κατεστραμμένα χαρακώματά τους με τις λόγχες περασμένες στα όπλα τους. Συχνά γελούσαν δυνατά και φώναζαν.
Είχαν υπερβεί τον άνθρωπο. Δεν ήταν άνθρωποι πλέον, το πιστεύω αυτό, ήταν θηρία»
Πηγή: Περί Πάτρης
Στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 φεύγει από την ζωή ένας από τους μεγαλύτερους Στοχαστές και Πνευματικούς Δημιουργούς του Νεώτερου Ελληνισμού, ο Κωστής Παλαμάς. Τόσο ο θάνατός του σε μία απαισιόδοξη στιγμή της Ιστορίας μας, την Περίοδο της τριπλής ξενικής Κατοχής, όσο και η αναγνώριση του ποιητικού του έργου διεθνώς (υπήρξε ο ποιητής του «Ολυμπιακού Ύμνου») μετέτρεψαν την Κηδεία του σε αυθόρμητο ξέσπασμα εθνικής ανάτασης για τους υπόδουλους Έλληνες.
Γεννημένος τον Ιανουάριο του 1859 στην Πάτρα, με Μεσολογγίτικη καταγωγή, ο Κωστής Παλαμάς υπήρξε διαρκώς παρών με το δημιουργικό του Πνεύμα στις Αγωνίες και τους Αγώνες του Ελληνικού Λαού από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνος ως το πρώτο μισό του 20ου. Ήταν η εποχή των μεγάλων Οραμάτων για τον Ελλαδικό Ελληνισμό.
ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940 ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Κατά τον Πόλεμο του 1940 ο Κωστής Παλαμάς μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφ’ ενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφ’ ετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία, στο Α’ Νεκροταφείο, τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο .
Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ο μεγάλος μας εθνικός ποιητής πέθανε στην Αθήνα μεσούσης της τριπλής Κατοχής. Η κηδεία του αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα αντικατοχικά συλλαλητήρια, καθώς σύσσωμος ο πνευματικός κόσμος της χώρας αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες απλού λαού συνόδεψαν συγκλονισμένοι το σκήνωμα του Ποιητή στην τελευταία του κατοικία στο Α’ Νεκροταφείο, τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο, κάτω από τα σκυθρωπά και έκπληκτα πρόσωπα των κατακτητών.
Εκεί εκ μέρους του Πνευματικού Κόσμου τον αποχαιρετά άλλος μεγάλος ποιητής μας , ο Άγγελος Σικελιανός με το περίφημο ποίημα του ΗΧΗΣΤΕ ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ :
«Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
Δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογγήστε, τύμπανα πολέμου…
Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!»
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βοσκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς !»,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη !
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Άγγελος Σικελιανός
ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ
Μέσα στο Α’ Νεκροταφείο ο υπόδουλος Ελληνισμός αποχαιρετούσε τον Οραματιστή ποιητή του, τον άνθρωπο που έμεινε στις πνευματικές επάλξεις για μισό και πλέον αιώνα. Αναζητούσε ο Έλληνας ένα στήριγμα και το έβρισκα σε έναν νεκρό . Όμως έναν νεκρό μόνο σωματικά διότι η Ψυχή του είχε ήδη ανεβεί στην κορυφή του Παρνασσού του Έθνους.
Μέσα σε συνθήκες δυστυχίας η Κηδεία του Ποιητή θύμιζε στον Λαό μας τις μεγάλες του στιγμές, του θύμιζε τον Έλληνα μαχητή που δύο μόλις χρόνια πριν είχε αποδείξει στα Βορειοηπειρωτικά Βουνά ότι ξέρει να πολεμά για την Ελευθερία του. Και να πεθαίνει για την Ελευθερία αυτή διδάσκοντας τους Ελεύθερους Λαούς τι σημαίνει Ελληνική Ανδρεία.
Όπως ειπώθηκε, οι Κατοχικές αρχές και η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου, καταλαβαίνοντας βέβαια τι θα επακολουθούσε, είχαν λάβει τα μέτρα τους. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ωστόσο παρέστη, καθώς επίσης και εκπρόσωποι των Γερμανών και Ιταλών. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς την αθρόα συρροή των κατοίκων της πρωτεύουσας. Ο κόσμος πνιγόταν. Αναζητούσε ένα ξέσπασμα, καθώς οι αντοχές του έφταναν πια στα όρια τους.
Η φήμη του Κωστή Παλαμά υπήρξε Παγκόσμια . Ήταν ο Ποιητής του «Ολυμπιακού Ύμνου», ενός Ύμνου που συνοδεύει (σε μουσική Σπύρου Σαμάρα) κάθε Ολυμπιακή διοργάνωση.
Και αυτή η φήμη έκανε τους ένστολους Κατακτητές, Ιταλούς και Γερμανούς, να στέκονται αποσβολωμένοι θεατές σε αυτό το ξέσπασμα των Σκλάβων Νικητών. Ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ έστειλε προσωπικό στέφανο στην μνήμη του Παλαμά, αεροπορικώς από το Βερολίνο .
Σήμερα, επτά δεκαετίες μετά, το όλο γεγονός του Θανάτου και της Κηδείας του Κωστή Παλαμά το 1943 μας θυμίζει ότι ο Ελληνισμός έχει μέσα του κρυφές και ανεξάντλητες Δυνάμεις. Ακόμα και σε στιγμές δύσκολες. Τις Δυνάμεις αυτές μπορούμε να αναδεικνύουμε και να χρησιμοποιούμε όχι μόνο για αντιμετωπίσουμε πρακτικά προβλήματα της καθημερινότητας, αλλά και να υπερασπιστούμε τις Αξίες του Πολιτισμού μας .
Κάτι τέτοιο έκανε με τον γραπτό του Λόγο ο Κωστής Παλαμάς, ο μεγάλος αυτός Μαχητής του Ελληνικού Πνεύματος .
Γεώργιος Διον. Κουρκούτας
Πηγή: Αναστάσιος , Αβέρωφ
Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, από τις θρυλικές μορφές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (1940-1941).
Ο Κωνσταντίνος Δαβάκης γεννήθηκε το 1897 στα Κεχριάνικα Λακωνίας και ήταν γιος του δασκάλου Δαβάκη. Σπούδασε στην Σχολή Ευελπίδων και εξήλθε Ανθυπολοχαγός Πεζικού το 1916. Κατά την διάρκεια της σταδιοδρομίας του συμπλήρωσε την στρατιωτική του κατάρτιση στην γαλλική Σχολή Αρμάτων και την Ανώτερη Σχολή Πολέμου των Παρισίων.
Πήρε μέρος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και πολέμησε στις μάχες του Σκρα (17 Μαΐου 1918) και της Δοϊράνης (5 Σεπτεμβρίου 1918), όπου η υγεία του υπέστη βαρύτατη βλάβη από ασφυξιογόνα οβίδα. Προβιβάσθηκε σε Λοχαγό επ’ ανδραγαθία το 1918. Με αίτησή του ζήτησε και πήρε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία και τιμήθηκε με το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας για την γενναιότητα που επέδειξε στην μάχη των υψωμάτων του Αλμπανός.
Από το 1922 έως το 1937 υπηρέτησε σε μονάδες πεζικού και επιτελικές θέσεις, ενώ συνέγραψε εγχειρίδια Στρατιωτικής ιστορίας και τακτικής Τεθωρακισμένων. Υπήρξε από τους πρωτοπόρους της ιδέας της Μηχανοκίνησης του Πεζικού και της χρησιμοποίησης των αρμάτων ως κύριου όπλου για την διάσπαση και καταδίωξη του εχθρού. Αποστρατεύτηκε στις 30 Δεκεμβρίου του 1937, με τον βαθμό του Συνταγματάρχη, λόγω της επιβαρυμένης υγείας του.
Ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία τον Αύγουστο του 1940 και τοποθετήθηκε Διοικητής του Αποσπάσματος Πίνδου, που αποτελείτο από το 51ο Σύνταγμα Πεζικού και διάφορες μικρομονάδες. Όταν εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940, αντιμετώπισε με τους 2.000 άνδρες του την επίλεκτη 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «Τζιούλια», που αριθμούσε πάνω από 10.000 στρατιώτες. Στις πρώτες κρίσιμες στιγμές του πολέμου αναγκάστηκε να συμπτύξει τις δυνάμεις του για να αντιμετωπίσει τις υπέρτερες ποσοτικά και ποιοτικά δυνάμεις του εχθρού και κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το μέτωπο, ενώ από την 1η Νοεμβρίου πέρασε στην αντεπίθεση, όταν έφθασαν οι ενισχύσεις από την 1η Μεραρχία Πεζικού. Την επομένη, κατά την διάρκεια αναγνωριστικής επιχείρησης, ο Δαβάκης τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος και τέθηκε εκτός μάχης!
Τον Δεκέμβριο του 1942 συνελήφθη από τις ιταλικές αρχές κατοχής, ως ύποπτος συμμετοχής σε αντιστασιακή ομάδα μαζί με άλλους Αξιωματικούς. Όλοι μαζί επιβιβάστηκαν στην Πάτρα στο ατμόπλοιο «Città di Genova» («Πόλη της Γένοβας»), με σκοπό να μεταφερθούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία. Το πλοίο, όμως, τορπιλίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο στις 21 Ιανουαρίου του 1943 και βυθίστηκε στα ανοιχτά των αλβανικών ακτών, με αποτέλεσμα να πνιγούν όλοι οι επιβαίνοντες.
Το πτώμα του Δαβάκη αναγνωρίστηκε και τάφηκε στην Αυλώνα (Βλόρε) της Αλβανίας. Μεταπολεμικά τα οστά του μεταφέρθηκαν και τάφηκαν στην Αθήνα.
Σε πανηγυρική συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών (Μάρτιος του 1948), του απονεμήθηκε μεταθανάτια το Αργυρό Μετάλλιο της Αυτοθυσίας. Το όνομά του φέρουν πλατείες (Καλλιθέα, Νίκαια) και δρόμοι σε πολλά μέρη της Ελλάδος.
Πηγή: Περί Πάτρης
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...