Ο Σεβαστιανός Βισκόντι Πράσκα υπήρξε μια ιδιότυπη περίπτωση ανθρώπου και στρατηγού. Γεννημένος στη Ρώμη, το 1883, σε οικογένεια ευγενών που αντλούσαν την καταγωγή τους από τους δούκες του Μιλάνο, απεφοίτησε από την στρατιωτική ακαδημία το 1904 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Πολέμησε στον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο του 1912, όπου και παρασημοφορήθηκε, Έλαβε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου και πάλι παρασημοφορήθηκε. Το 1917 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη.
Μετά τον Α’ ΠΠ υπηρέτησε για λίγο στη Γερμανία και το 1924 τοποθετήθηκε στρατιωτικός ακόλουθος στη Γιουγκοσλαβία. Εκεί παρέμεινε 6 χρόνια, αλλά τελικά εκδιώχθηκε από τους Γιουγκοσλάβους με την κατηγορία ότι ασκούσε κατασκοπεία. Επιστρέφοντας ανέλαβε τη διοίκηση του 36ου Συντάγματος Πεζικού. Κατόπιν τοποθετήθηκε υπασπιστής του αρχηγού του ιταλικού Γενικού Επιτελείου Μπαντόλιο, ο οποίος όμως τον απομάκρυνε κατόπιν διότι ο Πράσκα ανακάλυψε μυστικές επαφές του Μπαντόλιο με τους Γάλλους. Από τότε οι σχέσεις των δύο ανδρών ήταν κακές.
Ο ίδιος πάντως θεωρείτο αντιαξονικός, έχοντας δηλώσει, λίγο μετά την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι θεωρούσε την ήττα της Γερμανίας αναπόφευκτη! Θεωρείτο ο Ιταλός ειδικός του κεραυνοβόλου πολέμου και μάλιστα είχε συγγράψει σχετική μελέτη, η οποία κέντρισε το ενδιαφέρον του Μουσολίνι. Ο Πράσκα συνέβαλε στην εκπόνηση των σχεδίων της ιταλικής εισβολής στην Αιθιοπία.
Το 1935 έγινε ταξίαρχος και υπασπιστής του Ιταλού βασιλιά Βιτόριο Εμανουέλε. Το ίδιο έτος ανέλαβε τη διοίκηση της Ταξιαρχίας «Κοσερία», ενώ το 1937 τοποθετήθηκε διοικητής της 2ης Ταχυκίνητης (Celere) Μεραρχίας Ιππικού «Εμανουέλε Φιλιμπέρτο». Κατόπιν τοποθετήθηκε στρατιωτικός ακόλουθος στο Παρίσι, αλλά μετά την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία επέστρεψε και ανέλαβε τη διοίκηση του 3ου Σώματος Στρατού, με τον βαθμό του υποστρατήγου. Στις 26 Μαΐου 1939 δε τοποθετήθηκε επικεφαλής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία. Στην Αλβανία άρχισε αμέσως να οργανώνει αλβανικά τμήματα και συμμορίες. Τον Ιούνιο του 1940 έγινε αντιστράτηγος και του ανατέθηκε ο σχεδιασμός της επίθεσης κατά της Ελλάδος.
Στις 15 Οκτωβρίου 1940 βρισκόταν στη Ρώμη συμμετέχοντας στο περιώνυμο συμβούλιο που αποφάσισε την κατά της Ελλάδος επίθεση. Στη σύσκεψη ο Μουσολίνι όρισε ως ημερομηνία επίθεσης την 26ης Οκτωβρίου. Καθόρισε δε ως πρώτους αντικειμενικούς σκοπούς την κατάληψη της Ηπείρου και των Επτανήσων. Σε δεύτερο χρόνο θα καταλαμβάνονταν ολόκληρη η Ελλάδα. Στη συνέχεια έλαβε το λόγο ο Ιταλός κυβερνήτης της Αλβανίας, ο Τζιακομόνι, ο οποίος μίλησε για τον ενθουσιασμό των Αλβανών να λάβουν μέρος στην κατά της Ελλάδας επίθεση. «Στην Αλβανία η επίθεση κατά της Ελλάδας αναμένεται με αγωνία και ο ενθουσιασμός είναι τόσο μεγάλος ώστε οι Αλβανοί υποβάλλουν αθρόες αιτήσεις για να ενταχθούν στα συγκροτούμενα αλβανικά τμήματα του Ιταλικού Στρατού», είπε.
Ακολούθως έλαβε τον λόγο ο Βισκόντι Πράσκα. «Η επίθεση κατά της Ηπείρου είναι έτοιμη να πραγματοποιηθεί την 26η Οκτωβρίου, όπως καθόρισε ο Ντούτσε, υπό τους αισιότερους οιωνούς. Η αναλογία των αμυνομένων ελληνικών δυνάμεων στην Ήπειρο, έναντι των ιταλικών, είναι 1:2. Η επιχείρηση αυτή, υπολογισμένη μέχρι των ελαχίστων λεπτομερειών, πρέπει να τερματιστεί εντός 10 με 15 ημερών και να μας επιτρέψει να εκμηδενίσουμε όλες τις ελληνικές δυνάμεις. Το ηθικό των Ιταλικών στρατευμάτων είναι άριστο. Ο ενθουσιασμός τους απερίγραπτος και τα μόνα συμπτώματα απειθαρχίας που παρατηρήθηκαν οφείλονται στη υπερβολική αγωνία όλων να ριχτούν αμέσως στο αγώνα. Η επιχείρηση έχει προετοιμαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να δώσει εντός λίγων ημερών την εντύπωση μιας συντριπτικής θύελλας», είπε ο Ιταλός στρατηγός.
Αν και τα σχέδια του Πράσκα δεν έτυχαν έγκρισης από τον παλαιό του εχθρό Μπαντόλιο, τα ενέκρινε ο Μουσολίνι και έτσι στις 28 Οκτωβρίου 1940 οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Ελλάδα. Εισέβαλαν όμως μόνο με το ισοδύναμο τεσσάρων μεραρχιών. Ουσιαστικά ο Πράσκα έριξε στη μάχη το ήμισυ των διαθέσιμων δυνάμεών του, περιορίζοντας τις υπόλοιπες σε παθητικό, αμυντικό ρόλο, όντας υπερβολικά σίγουρος ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τακτικές κεραυνοβόλου πολέμου κατά των Ελλήνων στην Ήπειρο και την Πίνδο.
Η εξέλιξη είναι γνωστή και η ήττα του υπερφίαλου και υπερόπτη Ιταλού στρατηγού στο Καλπάκι σφράγισε την πορεία του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Μετά τις συνεχείς αποτυχίες ο έξαλλος Μουσολίνι αντικατέστησε άρον-άρον τον Πράσκα. Ωστόσο η ζημιά είχε γίνει και δεν διορθώθηκε, για τους Ιταλούς, ποτέ. Ο Πράσκα δεν επανήλθε ποτέ, μετά από αυτό, σε ενεργό υπηρεσία.
Μετά την ιταλική συνθηκολόγηση το 1943 εντάχθηκε στην αντίσταση. Συνελήφθη από τους Γερμανούς και στάλθηκε σε στρατόπεδο στην κατεχόμενη Πολωνία. Απελευθερώθηκε από τους Σοβιετικούς, τον Απρίλιο του 1945 και παρακολούθησε τη Μάχη του Βερολίνου. Επέστρεψε στην Ιταλία όπου έγραψε το διαβόητο βιβλίο του «Εγώ επιτέθηκα στην Ελλάδα», που μόνο ο τίτλος του δείχνει τον απόλυτο εγωισμό του ανδρός και στο οποίο προσπαθούσε να δικαιολογήσει την τρομακτική του αποτυχία, παραθέτοντας φανταστικά στοιχεία περί ανώτερων ελληνικών πυρομαχικών, περί καλύτερων και σύγχρονων ελληνικών πυροβόλων κλπ. Πέθανε το 1961.
Ο Πράσκα έκανε το λάθος να υποτιμήσει δραματικά τις δυνατότητες των απέναντί του ελληνικών δυνάμεων, αλλά και να αγνοήσει τις εδαφικές και καιρικές συνθήκες. Επίσης η διάθεση από μέρους πέντε μεραρχιών σε αμυντικές αποστολές και η διάθεση μόλις τεσσάρων στην επίθεση δείχνει είτε τον αφάνταστο εγωισμό του, ή την ανοησία του! Αν εξαρχής είχε ενισχύσει την μεραρχία Αλπινιστών “Τζούλια” με μια ακόμα μεραρχία είναι βέβαιο ότι το ελληνικό μέτωπο στην Πίνδο θα κατέρρεε, με ότι αυτό θα συνεπαγόταν για το μέτωπο της Ηπείρου. Επίσης αντί να επιμείνει έναντι των οχυρωμένων στην τοποθεσία Ελαίας-Καλαμά Ελλήνων, όφειλε να εκμεταλλευτεί την επιτυχία των δυνάμεών του στη Θεσπρωτία.
Τυχόν βαθιά ιταλική προώθηση εκεί θα απειλούσε το πλευρό της ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας Ελαίας – Καλαμά. Ο Πράσκα όμως δεν έπραξε τίποτα από αυτά. Αντίθετα επέμεινε έναντι της ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας, βασιζόμενος στην συντριπτική του υπεροχή σε πυροβολικό, στα άρματα μάχης του και την αεροπορία. Όταν το πυροβολικό και η αεροπορία απέτυχαν να εξαρθρώσουν την ελληνική άμυνα χάρη στην προβλεπτικότητα του διοικητού της ελληνικής VIII Μεραρχίας Πεζικού υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, οι Ιταλοί, μη διαθέτοντας επαρκείς δυνάμεις πεζικού, καθηλώθηκαν, καθώς και τα αρματίδιά τους, ενώπιον των ελληνικών αμυντικών προετοιμασιών, ουδέν απέδωσαν.
Πηγή: history-point.gr