Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Έπειτα από το πάρσιμο των Σαλώνων από τον Πανουργιά, της Λειβαδιάς από τον Θανάση Διάκο και της Θήβας από το πρωτοπαλίκαρό του, τον Βασίλη Μπούσγο, ένας άλλος ξακουστός καπετάνιος της Ρούμελης, ο Γιάννης Δυοβουνιώτης μπλοκάρησε τους Τούρκους στο δυνατό και σ’ απόκρημνα μέρη κάστρο της Μπουδουνίτσας. Ο Δυοβουνιώτης είχε γεννηθεί στο χωριό Δυο Βουνά, απ’ όπου και πήρε τ’ όνομά του. Δεν ήταν πια νέος μέτραγε πενήντα οχτώ χρόνια ζωής, που τα πιότερα απ’ αυτά τα έζησε αρματολός και κλέφτης. Με μουστάκες ως τ’ αυτιά, με τα γκρίζα μαλλιά του που πέφτανε πλούσια στους ώμους του, με τη φωνάρα του και το δασύτριχο στήθος του στάθηκε ένας από τους γραφικούς τύπους του Εικοσιένα.
Μπροστά στην Μπουδουνίτσα έσμιξε τον Δυοβουνιώτη ο Διάκος. Μα όπως το κάστρο μπορούσε να παρθεί μονάχα από πείνα, άφησαν μια δύναμη να το πολιορκεί κι αυτοί τράβηξαν να πιάσουν τα περάσματα στον Σπερχειό.
Και είχανε δίκιο. Γιατί από τη μια οι Τούρκοι της Μπουδουνίτσας, καθώς δεν τους απόμεινε πια τίποτα να φάνε, έπειτα από λίγες μέρες παραδόθηκαν και( από την άλλη, δυνατό τούρκικο ασκέρι ετοιμαζόταν να περάσει από το Ζητούνι, όπως λέγανε τότε τη Λαμία, και να ροβολήσει κατά κάτω.
Όταν ο Χουρσίτ πασάς, ο σερασκέρης της εκστρατείας ενάντια στον Αλήπασα, έμαθε πως η φωτιά της αποστασίας απλώθηκε στην ανατολική Ρούμελη, κατάλαβε πως βρισκόταν μπροστά σε μια γενική εξέγερση των άπιστων Γιουνάνηδων και πως οι δυνάμεις του Γιουσούφ πασά και του κεχαγιά του Μουσταφάμπεη δεν ήταν, παρ’ όλα τα κατορθώματά τους, αρκετές να ξεπαστρέψουν τους ζορμπάδες.
Αποφάσισε λοιπόν να οικονομήσει όσο πιότερο στρατό μπορούσε για να πνίξει στα γεννοφάσκια της την Επανάστασή μας. Διάλεξε δυο στρατηγούς να φέρουν σε τέλος το σκοπό του. ο ένας ήταν ο αδελφικός του φίλος Κιοσέ Μεχμέτ πασάς κι ο άλλος ο Αρβανίτης Ομέρ Βρυώνης, που είχε διοριστεί πριν από λίγο καιρό πασάς στο Μπεράτι. Από τους δυο καλύτερος ο δεύτερος. Είχε όνομα τρανού πολεμάρχη και λέγανε πως καταγόταν από παλιά χριστιανική φαμελιά. Η αρχιστρατηγία όμως δόθηκε στον Κιοσέ Μεχμέτ όπως, εξ αιτίας του Αλήπασα, δεν εμπιστεύονταν τότε τόσο τους Τουρκαρβανίτες.
Τ’ ασκέρι τους μέτραγε οχτώ χιλιάδες πεζούρα και χίλιους καβαλαραίους, δύναμη που φαινόταν πως έφτανε και παραέφτανε να ξεπαστρέψει τις μικρές και σκόρπιες δυνάμεις των ξεσηκωμένων. Η διαταγή που είχανε ήταν, αφού πριν ξεκαθαρίσουν τα επαναστατικά σώματα της Ρούμελης, να περάσουν στο Μοριά, για να δώσουν, μαζί με τους πολιορκημένους στα κάστρα, το χτύπημα του θανάτου στους ξεσηκωμένους. Και τόση στεκόταν η πεποίθηση του Χουρσίτ πως όλα θα πάνε όπως τα λογάριαζε, που ονόμασε τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά προσωρινό στη θέση του βαλή του Μόρια.
Με τον Διάκο και τον Δυοβουνιώτη έσμιξε κι ο ήρωας των Σάλωνων, ο Πανουργιάς. Χτύπησαν τους Τούρκους του Πατρατσικιού, της σημερινής Υπάτης, δίχως όμως να μπορέσουν να τους εξοντώσουν. Όταν μάθανε πως έρχονται οι δυο πασάδες τους παρατάνε κι αποτραβιούνται στους Κομποτάδες. Κάνουνε, στις 20 του Απρίλη, συμβούλιο κάτω από το αιωνόβιο πλατάνι του χωριού κι αποφασίζουν ν’ αντιβγούνε στα στενά στον εχθρό όσος κι αν είναι.
Ο Πανουργιάς είχε ίσαμε εξακόσιους Σαλωνίτες, ο Διάκος πεντακόσιους Λειβαδίτες κι ως τετρακόσιους από τα γύρω μέρη ο Δυοβουνιώτης. Αυτοί οι χίλιοι πεντακόσιοι θ’ αντιβγούν σ’ εννιά χιλιάδες Τούρκους.
Ο Πανουργιάς, που τον ακολουθούσε ο επίσκοπος των Σαλώνων Ησαΐας, έπιασε το Μουσταφάμπεη και τη Χαλκωμάτα, ο Δυοβουνιώτης το γεφύρι του Γοργοπόταμου κι ο Θανάσης Διάκος της Αλαμάνας. Μόλις πρόφτασαν να στήσουν καραούλια, 23 του Απρίλη, και φάνηκε το τούρκικο ασκέρι.
Ο Ομέρ Βρυώνης, που ήταν η προφυλακή, τραβά στο Λιανοκλάδι να χτυπήσει τον Δυοβουνιώτη και τον Πανουργιά. Ο Κιοσέ Μεχμέτ ξεχύνεται από το Ζητούνι να διαβεί από το γεφύρι της Αλαμάνας.
Πρώτος πισωδρομάει ο Δυοβουνιώτης. Παρατά το Γοργοπόταμο κι αποτραβιέται στα Δυο Βουνά ν’ ασφαλιστεί.
Αντιβγαίνει στον Ομέρ Βρυώνη ο Πανουργιάς, μα μπροστά στο πλήθος και την ορμή των Τούρκων δειλιάζουν τα παλικάρια του και σκορπάνε.
Μαζί τους κι ο ήρωας δεσπότης Ησαΐας. Χοντρός και ηλικιωμένος καθώς ήταν, λαχανιάζει να προφτάσει όσους φεύγανε, μα δεν τα καταφέρνει. Τον παίρνει στις πλάτες του ένα θηρίο, ο Μαρκόπουλος. Τον πάει κάμποσο διάστημα, μα το βάρος του δεσπότη τον τσακίζει.
- Παιδί μου, του λέει ο Ησαΐας, παράτησέ με γιατί άδικα κι εσύ θα χαθείς, που είσαι πιο χρήσιμος από μένα στον πόλεμο.
Σιμώνουν οι Τούρκοι τον δεσπότη. Γονατίζει, σηκώνει το κεφάλι του, κοιτάζει τον ουρανό και λέει:
- Παναγιά μου, σώσε την πατρίδα μας! Την ίδια στιγμή πέφτει στη γη κομμένο από γιαταγάνι το κεφάλι του.
Ο Διάκος στην Αλαμάνα έπρεπε τώρα ν’ αντιβγεί στ’ ασκέρια των δυο πασάδων. Τι του απόμενε να κάνει; Τι άλλο παρά να πισωδρομήσει κι αυτός. Ν’ αντισταθεί στο μπούγιο του εχθρού θατανε σίγουρος χαμός. Κι όμως τον πρόκρινε. Πριν από λίγες μέρες μιλώντας στο λαό της Λειβαδιάς είχε πει πως ήρθε ο καιρός να μάθουν οι Έλληνες να μη φεύγουν μπροστά στον Τούρκο. Και τώρα έφτασε η ώρα ν’ αρνηθεί ή να κρατήσει τα όσα έλεγε. Διάλεξε το δεύτερο.
Στέλνει τα πρωτοπαλίκαρά του Μπακογιάννη και Καλύβα να ξεθαρρέψουν εκείνους που κράταγαν το γεφύρι. Και τούτοι οι αθάνατοι άντρες αποφασίζουν να δώσουν πρώτοι το παράδειγμα της θυσίας. Μαζί μ’ άλλους δυο ήρωες, που η παράδοση δε μας έσωσε τα ονόματά τους, περνάνε το γιοφύρι και πιάνουν ένα παλιοχάνι. Τέσσερα καριοφίλια θ’ αντιβγαίνανε σε χιλιάδες τούρκικα ντουφέκια!
Ο Διάκος κράταγε τα Ποριά. Ξεχύνονται σε γιουρούσι οι Τούρκοι. Ο Βασίλης Μπούσγος λέει στον καπετάνιο πως άλλο τίποτα δεν απόμενε παρά να παρατήσουν τον άνισο κι άσκοπο πια αγώνα και να βρούνε σωτηρία στα βουνά. Αρνιέται . Ο σεΐζης47 του φέρνει τη φοράδα του, την Αστέρω.
- Καπετάνιε, άδικα θα χαθούμε!
- Ο Διάκος δεν παρατά τους συντρόφους του! τους αποκρίνεται δείχνοντας εκείνους που κράταγαν το παλιοχάνι.
Απόμειναν πενήντα γύρω του. Οι άλλοι σκόρπισαν. Και να, σκοτώνεται δίπλα του ο αδερφός του, ο Γ. Μασαβέτας. Μα η καρδιά του Διάκου δε λυγά, όπως δε λύγισε, στο ίδιο κείνο μέρος, η καρδιά του Λεωνίδα.
Παράδοξη σύμπτωση; Ίσως. Ας μην ξεχνάμε όμως πως οι Έλληνες του Εικοσιένα είχανε, καθώς είπαμε, παράδειγμα στον αγώνα τους για λευτεριά τους αρχαίους Έλληνες. Και τ’ όνομα του Λεωνίδα βρισκόταν αδιάκοπα στα χείλια όλων. Η φανταστική μορφή του έσκιζε τις θάλασσες σε τόσα ακρόπρωρα καραβιών μας... Τη χρυσή εκείνη ώρα της άνοιξης ξαναζούσε στις Θερμοπύλες, έπειτα από δυο χιλιάδες τρακόσια χρόνια, η άσκοπη φαινομενικά θυσία — η θυσία που γίνεται σύμβολο, που γίνεται δύναμη, που γίνεται θρίαμβος, που γίνεται αθανασία μέσα από το θάνατο. Η θυσία της ανάστασης. Ο μυθικός φοίνικας ξαναγεννιόταν από τη στάχτη του.
Οι λίγοι Έλληνες πολεμάνε πια στήθος με στήθος με τους Τούρκους. Δε δουλεύουν τα ντουφέκια, παρά μονάχα οι μπιστόλες, οι πάλες, τα γιαταγάνια. Μια σφαίρα χτυπά στην ωμοπλάτη τον Διάκο. Παράλυσε το δεξί του χέρι. Με τ’ αριστερό κρατά το σπασμένο κι αυτό σπαθί του. Ένας απομένει ακόμα ζωντανός δίπλα του, ο Μπούσγος. Χυμά — γίγαντα τον κάνει η απελπισία—σκίζει τους Τούρκους και γλιτώνει. Τον Διάκο τον πιάνουν ζωντανό. Δένουν πισθάγκωνα τα χέρια του και του πεδουκλώνουν μ’ αλυσίδες τα ποδάρια του. Τον φορτώνουν σε μουλάρι. Καθώς τον πάγαιναν και πέρναγε μπροστά στο χάνι όπου ακόμα πολεμούσαν οι τέσσερεις αθάνατοι Έλληνες, φωνάζει:
- Μπακογιάννη, Καλύβα, δέκα χιλιάδες με κρατάνε!
Και τότε εκείνοι οι τέσσερεις ανοίγουν την πόρτα και χύνονται πάνω στις χιλιάδες των Τούρκων να τον λευτερώσουν! Μα δεν πρόλαβαν βέβαια να σιμώσουν. Τα κουφάρια τους, που τα σκύλευσαν οι εχθροί, δόξασαν για πάντα τη γη που βγάλανε την ύστερη πνοή τους.
Πήγαν τον Διάκο στους πασάδες.
- Πως σ’ έπιασαν, ωρέ Διάκο, ζωντανό; τον ρωτά ο Ομέρ Βρυώνης.
- Αν ήξερα πως δε θα σκοτωνόμουνα, του αποκρίνεται, θα κράταγα μια ριξιά στη μπιστόλα μου για μένα.
Ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς τον ρωτά:
- Γιατί κάνατε ζορμπαλίκι; Τι γυρεύετε;
- Πήραμε τ’ άρματα για να ξεσκλαβωθούμε.
- Αν θες να μας δουλέψεις σου χαρίζω τη ζωή.
- Δε σας δουλεύω, πασά.
- Θα σε ξεκάνω, ωρέ Διάκο.
- Σκότωσέ με. Να ξέρεις όμως πως η πατρίδα μου έχει πολλούς ωσάν εμένα.
Αποφάσισαν παράδειγμα τρόμου να γίνει το τέλος του. Θα τον σούβλιζαν.
Την άλλη μέρα τον πήρανε να τον πάνε στο Ζητούνι, να μαρτυρήσει μπροστά σ’ όλη την Τουρκιά. Του δίνουνε να κρατά τη σούβλα. Την πετά φωνάζοντας:
- Ωρέ Αρβανίτες, δεν είναι κανένας από σας παλικάρι να με ξεκάνει με την μπιστόλα του, παρά αφήνετε τους χαλδούπηδες48 να με τυραννάνε; Δεν είμαι κακούργος. Για το μιλέτι μου49 πολέμησα.
Η Τουρκιά — γυναίκες, γέροι, άντρες, παιδιά — δε συγκινιέται από το μαρτύριο του ήρωα. Τον βρίζουνε, τον φτύνουνε, λυσσομανάνε.
Ήτανε η πιο γλυκιά ώρα του χρόνου· άνοιξη, Κυριακή 24 του Απρίλη. Οι μακελάρηδες ανάβουν τη φωτιά, όπου θα ψηνόταν, ωσάν τ’ αρνιά το Πάσχα, ο ήρωας. Η παράδοση λέει πως τότε ο Διάκος, ρίχνοντας μια ματιά ολόγυρα — στον ουρανό, στα βουνά, στους κάμπους της πατρίδας, είπε τούτους εδώ τους δυο στίχους:
Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει,
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι.
Τον σούβλισαν κι έπειτα τον σιγόψησαν ώσπου να βγει η ψυχή του.
Η Νέα Ελλάδα είχε αποχτήσει όχι μονάχα έναν ακόμα μάρτυρα, παρά και τις Θερμοπύλες της.
Δεν παραθέτουθε τις υποσημειώσεις και τις παραπομπές με σκοπό να προωθήσουμε την αγορά αυτής της εξαιρετικής εργασίας του Δημ.Φωτιάδη
Πηγή: (Από: «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21» Β’ Έκδοση ‘Ν.ΒΟΤΣΗ’ 1977), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Οι Βορειοηπειρώτες στον πανελλήνιο ξεσηκωμό του ’21 δεν έμειναν αμέτοχοι. Αρκετοί ήταν αυτοί από τις περιοχές της Χειμάρας, του Αργυροκάστρου, της Μοσχόπολης, της Πρεμετής, που είχαν μυηθεί στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας.
Αναφέρουμε μερικά ονόματα φιλικών, όπως τα κατέγραψαν στα βιβλία τους οι: Α. Παπακώστας και Ν. Πατσέλης: Ο Μιχαήλ Λαζάρου Στέλιος, ο Ελευθεριάδης Βενιαμίν από τη Σέλτση Αργυροκάστρου, ο Επίσκοπος Ευρίπου Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης (ο κυριότερος εμπνευστής της εξέγερσης της Εύβοιας), οι Στέφανος και Αδάμ. Δούκας από την Πρεμετή, ο Δρύσης, ο Γούλας και ο Κανούσης από το Λεσκοβίκι και πολλοί άλλοι. Τολμηροί μαχητές ξεκίνησαν από τις προφυλακές του έθνους και κατέβηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Στη Ρούμελη συμμετείχαν Σουλιώτες και Βορειοηπειρώτες. Ο Χειμαριώτης Σπυρομήλιος με τα αδέρφια του Ζάχο, Νικόλαο και Ιωάννη και εθελοντικό σώμα Χειμαριωτών, έλαβαν μέρος στην άμυνα του Μεσολογγίου και στην κατάληψη της ακρόπολης των Αθηνών. Η οικογένεια των Σπυρομηλαίων πρόσφερε πολλά στην Επανάσταση του ’21. Ο Σπυρομήλιος, επιστρέφοντας από τη Σικελία όπου ζούσε, οργάνωσε στρατιωτικό σώμα από 200 Χειμαριώτες και τον Αύγουστο του 1824 έφτασε στην Ακαρνανία και παρουσιάστηκε στον Μαυροκορδάτο. Εντυπωσίασε με την εμφάνισή του, την σεμνότητα και αξιοπρέπεια.
Θα γράψει ο Κ. Μπίρης (Αρβανίτες, Αθήναι 1960, σ. 301): «Ήταν γενναίος και ανιδιοτελής και κάθε φιλέλλην που τον γνώριζε δεν μπορούσε να μη φωνάξει: Θα ήταν ευτυχής η Ελλάς, αν είχε περισσότερους άνδρας σαν αυτόν». Ήταν παρών και κατά την δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο αδελφός του Νικόλαος σκοτώθηκε κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826), ενώ ο Ζάχος σώθηκε και υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην απελευθερωμένη Ελλάδα.
Λίγο αργότερα τον Σπυρομήλιο τον βρίσκουμε στη Ρούμελη με τον Καραϊσκάκη. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, έλαβε μέρος στη μάχη της Πέτρας, κάτω από τις διαταγές του Δημ. Υψηλάντη. Μετά την απελευθέρωση έγινε διοικητής της Σχολής των Ευελπίδων και αργότερα υπουργός των Στρατιωτικών.
Το Χόρμοβο, κοντά στο Τεπελένι, που ξεκληρίστηκε από τον Αλή Πασά, πρόσφερε πολλά. Ο Λ. Κουτσονίκας (Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1863) γράφει για τη συμβολή των Χορμοβιτών στον αγώνα της ανεξαρτησίας: «Εις την Ελληνικήν Επανάστασιν συνετέλεσαν ουκ ολίγον οι Χορμοβίται. Το τμήμα της Ρίζης είναι επίσημον δια τους μαχίμους αυτής άνδρας, συντελέσαντας ουκ ολίγον εν τη επαναστάσει της Ελλάδος». Γνωστός για τη δράση του είναι ο Χορμοβίτης Κων. Λαγουμιτζής ή Νταλαρόπουλος. Την καταγωγή του διεκδικούν η Χειμάρα και η Λέκλη, χωριό του Αργυροκάστρου. Περισσότερο γνωστός είναι με το παρωνύμιο «Λαγουμιτζής», από την ικανότητα που είχε να ανοίγει «λαγούμια», υπόνομους. Βοήθησε στην άλωση της Ακρόπολης των Αθηνών και το Μεσολόγγι με τους υπόνομους που κατασκεύαζε. Γράφει σχετικιά ο συμπολεμιστής του Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του: «Όταν κολλήσαμεν εις το Κάστρο, βαστούσαμεν και τον μαχαλάν της Πλάκας ως την αρβανίτικη πόρτα. Από κάτου το κάστρο εις τα σπίτια ήταν μία εκκλησία και της έδεσε λαγούμι ο αθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναίος και τίμιος πατριώτης, και με την τέχνη του και με το ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέμαγε δια την πατρίδα. Εις το Μεσολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άνδρας θάματα έχει κάμει. Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτηνού του αγωνιστή». Ο Κ. Λαγουμιτζής πέθανε το 1851 φτωχός και λησμονημένος.
Στον απελευθερωτικό αγώνα έλαβε μέρος και ο εθνικός ευεργέτης Ευάγγελος Ζάππας. Πολέμησε στο Σούλι, στην Άρτα, στο Φανάρι και στην Κόρινθο.
Η Περιφέρεια Δελβίνου αντιπροσωπεύεται από τον Σταύρο Κόντο. Ο καπετάν Σταύρος, όπως ήταν γνωστός, με τη λήξη του αγώνα, εγκαταστάθηκε στην Άμφισσα και παντρεύτηκε την Παναγιώτα Κοντοδήμου. Γιος τους ήταν ο αξιόλογος φιλόλογος και γραμματικός Κωνσταντίνος Κόντος.
Στην Επανάσταση της Εύβοιας συμμετείχαν μόνο Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι προσκλήθηκαν από τον Μητροπολίτη Ευρίπου Γρηγόριο τον Αργυροκαστρίτη. Για τη δράση του γράφουν οι: Ε. Κουρίλας («Γρηγόριος Αργυροκαστρίτης», εν Αθήν. 1935) και ο Φ. Μιχαλόπουλος («Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης και η Επανάσταση της Ευβοίας», Αρχείον Ευοϊκών μελετών, τ.Γ’, 1954, εν Αθ. 1955). Και οι δύο αναφέρονται στη ζωή και το έργο του Αργυροκαστρινού κληρικού και τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία.
Ο Γρηγόριος γνώριζε το μάχιμο των συμπατριωτών του και κάλεσε Αργυροκαστρίτες, Χορμοβίτες και Χειμαραίους, οι οποίοι έλαβαν μέρος σε όλες τις μάχες και παρέμειναν τελευταία στη μάχη των Αδριλιών, στην οποία και κρίθηκε η Ευβοϊκή Επανάσταση (23 Ιουλίου 1823). Στη μάχη των Ανδριλιών για την οποία γράφει και ο ιστορικός Κουτσονίκας στην ιστορία του (σελ. 74) έλαβαν μέρος οι Ηπειρώτες Σταύρος Βασιλείου με τον αδερφό του Κώστα και τον γενναίον Αργυροκαστρίτη Λιάκον με τριακόσια παλικάρια. Ο Λιάκος περικυκλώθηκε από τους εχθρούς «και ηρωικώτατα μαχόμενος, ως άλλος Λεωνίδας, εφονεύθη μεθ’ όλων των συντρόφων του, μεγίστην φθοράν προξενήσας εις τους εχθρούς».
Ο σεπτός ιεράρχης Γρηγόριος συνελήφθη και κλείστηκε στις σκοτεινές φυλακές της Χαλκίδας, όπου και υπέστη φοβερά βασανιστήρια. Κατόρθωσε, όμως, να δραπετεύσει και τον συναντούμε αργότερα στην Κέρκυρα ασχολούμενο με τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην αλβανική γλώσσα.
Σημαντικός, επίσης, ήταν ο αριθμός των Βορειοηπειρωτών, που κατάγονταν από τις Επαρχίες Κορυτσάς και Μοσχόπολης. Η Μοσχόπολη, πνευματικό κέντρο του Ελληνικού Βορρά, χάρη στην ξακουστή Ακαδημία της, καλλιέργησε την εθνική ιδέα και διατήρησε την ορθοδοξία στις γύρω περιοχές. Στον ιερό αγώνα του ’21 οι Μοσχοπολίτες συμμετείχαν με χρήμα και αίμα. Δυστυχώς, δεν είναι γνωστά όλα τα ονόματα των Βορειοηπειρωτών αγωνιστών του ’21. Ιστορικές πληροφορίες ανεβάζουν τον αριθμό των οπλαρχηγών σε 22 και τον συνολικό αριθμό των πολεμιστών σε 4.500 άντρες.
Αρκετά σημαντική ήταν η συμβολή των Βορειοηπειρωτών και από οικονομικής πλευράς. Κυρίως οι Μοσχοβίτες και οι Κορυτσαίοι διέθεσαν και τις περιουσίες τους για τις ανάγκες του αγώνα και την εξαγορά και απελευθέρωση αιχμαλώτων και ομήρων της Ρούμελης και του Μωριά. Γι’ αυτό το λόγο ξεσηκώθηκαν οι άτακτοι Τουρκαλβανοί της περιοχής (λιποτάκτες του τουρκικού στρατού, δραπέτες των φυλακών, ληστές και φυγόδικοι) και γεμάτοι μίσος και οργή, λεηλατούσαν για αρκετό διάστημα την Κορυτσά και την περιοχή της. Ο ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός αυτή την εποχή έπαθε μεγάλη συμφορά.
Ο Ιωακείμ Μαρτιανός (Η Μοσχόπολις, εν Θεσ/νίκη 1957) γράφει: «Επέπιπτον αναφανδόν κατά χωρίων και κωμών αδυνάτων, ελεηλάτουν τους από πολλού περιτρόμους ενοίκους, στόχον κυρίως έχοντες τους ευκαταστάτους, απεγύμνουν αυτούς, αφήρπαζον ουχί σπανίως τους υιούς επί λύτροις και διέπραττον πλείστα όσα τοιαύτα αναλόγως της καταστάσεως των αιχμαλωτιζομένων και ιδίως της ιδίας αυτών ακολάστου φιλαργυρίας».
Δυστυχώς, παρόλες τις αναρίθμητες στρατιωτικές υπηρεσίες, την οικονομική και πνευματική συμβολή, η Ήπειρος και το Βόρειο κομμάτι της και μετά την απελευθέρωση της Παλαιάς Ελλάδος και την ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού Βασιλείου, δεν ευτύχησαν να συμπεριληφθούν στα όρια της ελεύθερης πατρίδας. Το «ποθούμενο» του Πατροκοσμά θα’ρθει πολύ αργότερα, στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.
Πηγή: Πρωινός Λόγος, Χειμαρρά
Οι Βορειοηπειρώτες στον πανελλήνιο ξεσηκωμό του ’21 δεν έμειναν αμέτοχοι. Αρκετοί ήταν αυτοί από τις περιοχές της Χειμάρας, του Αργυροκάστρου, της Μοσχόπολης, της Πρεμετής, που είχαν μυηθεί στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας.
Αναφέρουμε μερικά ονόματα φιλικών, όπως τα κατέγραψαν στα βιβλία τους οι: Α. Παπακώστας και Ν. Πατσέλης: Ο Μιχαήλ Λαζάρου Στέλιος, ο Ελευθεριάδης Βενιαμίν από τη Σέλτση Αργυροκάστρου, ο Επίσκοπος Ευρίπου Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης (ο κυριότερος εμπνευστής της εξέγερσης της Εύβοιας), οι Στέφανος και Αδάμ. Δούκας από την Πρεμετή, ο Δρύσης, ο Γούλας και ο Κανούσης από το Λεσκοβίκι και πολλοί άλλοι. Τολμηροί μαχητές ξεκίνησαν από τις προφυλακές του έθνους και κατέβηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Στη Ρούμελη συμμετείχαν Σουλιώτες και Βορειοηπειρώτες. Ο Χειμαριώτης Σπυρομήλιος με τα αδέρφια του Ζάχο, Νικόλαο και Ιωάννη και εθελοντικό σώμα Χειμαριωτών, έλαβαν μέρος στην άμυνα του Μεσολογγίου και στην κατάληψη της ακρόπολης των Αθηνών. Η οικογένεια των Σπυρομηλαίων πρόσφερε πολλά στην Επανάσταση του ’21. Ο Σπυρομήλιος, επιστρέφοντας από τη Σικελία όπου ζούσε, οργάνωσε στρατιωτικό σώμα από 200 Χειμαριώτες και τον Αύγουστο του 1824 έφτασε στην Ακαρνανία και παρουσιάστηκε στον Μαυροκορδάτο. Εντυπωσίασε με την εμφάνισή του, την σεμνότητα και αξιοπρέπεια.
Θα γράψει ο Κ. Μπίρης (Αρβανίτες, Αθήναι 1960, σ. 301): «Ήταν γενναίος και ανιδιοτελής και κάθε φιλέλλην που τον γνώριζε δεν μπορούσε να μη φωνάξει: Θα ήταν ευτυχής η Ελλάς, αν είχε περισσότερους άνδρας σαν αυτόν». Ήταν παρών και κατά την δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο αδελφός του Νικόλαος σκοτώθηκε κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826), ενώ ο Ζάχος σώθηκε και υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην απελευθερωμένη Ελλάδα.
Λίγο αργότερα τον Σπυρομήλιο τον βρίσκουμε στη Ρούμελη με τον Καραϊσκάκη. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, έλαβε μέρος στη μάχη της Πέτρας, κάτω από τις διαταγές του Δημ. Υψηλάντη. Μετά την απελευθέρωση έγινε διοικητής της Σχολής των Ευελπίδων και αργότερα υπουργός των Στρατιωτικών.
Το Χόρμοβο, κοντά στο Τεπελένι, που ξεκληρίστηκε από τον Αλή Πασά, πρόσφερε πολλά. Ο Λ. Κουτσονίκας (Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1863) γράφει για τη συμβολή των Χορμοβιτών στον αγώνα της ανεξαρτησίας: «Εις την Ελληνικήν Επανάστασιν συνετέλεσαν ουκ ολίγον οι Χορμοβίται. Το τμήμα της Ρίζης είναι επίσημον δια τους μαχίμους αυτής άνδρας, συντελέσαντας ουκ ολίγον εν τη επαναστάσει της Ελλάδος». Γνωστός για τη δράση του είναι ο Χορμοβίτης Κων. Λαγουμιτζής ή Νταλαρόπουλος. Την καταγωγή του διεκδικούν η Χειμάρα και η Λέκλη, χωριό του Αργυροκάστρου. Περισσότερο γνωστός είναι με το παρωνύμιο «Λαγουμιτζής», από την ικανότητα που είχε να ανοίγει «λαγούμια», υπόνομους. Βοήθησε στην άλωση της Ακρόπολης των Αθηνών και το Μεσολόγγι με τους υπόνομους που κατασκεύαζε. Γράφει σχετικιά ο συμπολεμιστής του Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του: «Όταν κολλήσαμεν εις το Κάστρο, βαστούσαμεν και τον μαχαλάν της Πλάκας ως την αρβανίτικη πόρτα. Από κάτου το κάστρο εις τα σπίτια ήταν μία εκκλησία και της έδεσε λαγούμι ο αθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναίος και τίμιος πατριώτης, και με την τέχνη του και με το ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέμαγε δια την πατρίδα. Εις το Μεσολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άνδρας θάματα έχει κάμει. Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτηνού του αγωνιστή». Ο Κ. Λαγουμιτζής πέθανε το 1851 φτωχός και λησμονημένος.
Στον απελευθερωτικό αγώνα έλαβε μέρος και ο εθνικός ευεργέτης Ευάγγελος Ζάππας. Πολέμησε στο Σούλι, στην Άρτα, στο Φανάρι και στην Κόρινθο.
Η Περιφέρεια Δελβίνου αντιπροσωπεύεται από τον Σταύρο Κόντο. Ο καπετάν Σταύρος, όπως ήταν γνωστός, με τη λήξη του αγώνα, εγκαταστάθηκε στην Άμφισσα και παντρεύτηκε την Παναγιώτα Κοντοδήμου. Γιος τους ήταν ο αξιόλογος φιλόλογος και γραμματικός Κωνσταντίνος Κόντος.
Στην Επανάσταση της Εύβοιας συμμετείχαν μόνο Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι προσκλήθηκαν από τον Μητροπολίτη Ευρίπου Γρηγόριο τον Αργυροκαστρίτη. Για τη δράση του γράφουν οι: Ε. Κουρίλας («Γρηγόριος Αργυροκαστρίτης», εν Αθήν. 1935) και ο Φ. Μιχαλόπουλος («Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης και η Επανάσταση της Ευβοίας», Αρχείον Ευοϊκών μελετών, τ.Γ’, 1954, εν Αθ. 1955). Και οι δύο αναφέρονται στη ζωή και το έργο του Αργυροκαστρινού κληρικού και τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία.
Ο Γρηγόριος γνώριζε το μάχιμο των συμπατριωτών του και κάλεσε Αργυροκαστρίτες, Χορμοβίτες και Χειμαραίους, οι οποίοι έλαβαν μέρος σε όλες τις μάχες και παρέμειναν τελευταία στη μάχη των Αδριλιών, στην οποία και κρίθηκε η Ευβοϊκή Επανάσταση (23 Ιουλίου 1823). Στη μάχη των Ανδριλιών για την οποία γράφει και ο ιστορικός Κουτσονίκας στην ιστορία του (σελ. 74) έλαβαν μέρος οι Ηπειρώτες Σταύρος Βασιλείου με τον αδερφό του Κώστα και τον γενναίον Αργυροκαστρίτη Λιάκον με τριακόσια παλικάρια. Ο Λιάκος περικυκλώθηκε από τους εχθρούς «και ηρωικώτατα μαχόμενος, ως άλλος Λεωνίδας, εφονεύθη μεθ’ όλων των συντρόφων του, μεγίστην φθοράν προξενήσας εις τους εχθρούς».
Ο σεπτός ιεράρχης Γρηγόριος συνελήφθη και κλείστηκε στις σκοτεινές φυλακές της Χαλκίδας, όπου και υπέστη φοβερά βασανιστήρια. Κατόρθωσε, όμως, να δραπετεύσει και τον συναντούμε αργότερα στην Κέρκυρα ασχολούμενο με τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην αλβανική γλώσσα.
Σημαντικός, επίσης, ήταν ο αριθμός των Βορειοηπειρωτών, που κατάγονταν από τις Επαρχίες Κορυτσάς και Μοσχόπολης. Η Μοσχόπολη, πνευματικό κέντρο του Ελληνικού Βορρά, χάρη στην ξακουστή Ακαδημία της, καλλιέργησε την εθνική ιδέα και διατήρησε την ορθοδοξία στις γύρω περιοχές. Στον ιερό αγώνα του ’21 οι Μοσχοπολίτες συμμετείχαν με χρήμα και αίμα. Δυστυχώς, δεν είναι γνωστά όλα τα ονόματα των Βορειοηπειρωτών αγωνιστών του ’21. Ιστορικές πληροφορίες ανεβάζουν τον αριθμό των οπλαρχηγών σε 22 και τον συνολικό αριθμό των πολεμιστών σε 4.500 άντρες.
Αρκετά σημαντική ήταν η συμβολή των Βορειοηπειρωτών και από οικονομικής πλευράς. Κυρίως οι Μοσχοβίτες και οι Κορυτσαίοι διέθεσαν και τις περιουσίες τους για τις ανάγκες του αγώνα και την εξαγορά και απελευθέρωση αιχμαλώτων και ομήρων της Ρούμελης και του Μωριά. Γι’ αυτό το λόγο ξεσηκώθηκαν οι άτακτοι Τουρκαλβανοί της περιοχής (λιποτάκτες του τουρκικού στρατού, δραπέτες των φυλακών, ληστές και φυγόδικοι) και γεμάτοι μίσος και οργή, λεηλατούσαν για αρκετό διάστημα την Κορυτσά και την περιοχή της. Ο ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός αυτή την εποχή έπαθε μεγάλη συμφορά.
Ο Ιωακείμ Μαρτιανός (Η Μοσχόπολις, εν Θεσ/νίκη 1957) γράφει: «Επέπιπτον αναφανδόν κατά χωρίων και κωμών αδυνάτων, ελεηλάτουν τους από πολλού περιτρόμους ενοίκους, στόχον κυρίως έχοντες τους ευκαταστάτους, απεγύμνουν αυτούς, αφήρπαζον ουχί σπανίως τους υιούς επί λύτροις και διέπραττον πλείστα όσα τοιαύτα αναλόγως της καταστάσεως των αιχμαλωτιζομένων και ιδίως της ιδίας αυτών ακολάστου φιλαργυρίας».
Δυστυχώς, παρόλες τις αναρίθμητες στρατιωτικές υπηρεσίες, την οικονομική και πνευματική συμβολή, η Ήπειρος και το Βόρειο κομμάτι της και μετά την απελευθέρωση της Παλαιάς Ελλάδος και την ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού Βασιλείου, δεν ευτύχησαν να συμπεριληφθούν στα όρια της ελεύθερης πατρίδας. Το «ποθούμενο» του Πατροκοσμά θα’ρθει πολύ αργότερα, στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.
«Η επανάσταση η δική μας (γράφει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του) δεν μοιάζει με καμιά από όσες γίνονται στην Ευρώπη. Της Ευρώπης οι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο δικός μας πόλεμος ήταν ο πλέον δίκαιος, ήταν έθνος με άλλο έθνος… Ούτε ποτέ θέλησε ο Σουλτάνος να θεωρήσει τον Ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλά ως σκλάβους. Μια φορά όταν επήραμε το Ναύπλιον ήρθε ο Χάμιλτον να με δει. Μου είπε ότι πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό και η Αγγλία να μεσιτεύσει. Εγώ του αποκρίθηκα ότι αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος!»
Εμείς Καπετάν Χάμιλτον ποτέ συμβιβασμό δεν κάναμε με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, ζούσαμε ελεύθεροι από γεννεά εις γεννεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα. – με είπε, ποιά είναι η βασιλική φρουρά του, ποιά τα φρούρια. – η φρουρά είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά. Έτσι δεν με ομίλησε πλέον…»
Ο ατρόμητος Γέρος του Μοριά μόνο στον καιρό του προσκυνήματος φοβήθηκε! Ούτε στην αρχή της επανάστασης ούτε με τον Δράμαλη που ήρθε με 30,000 στράτευμα εκλεκτό... Η Ρούμελη ήταν προσκυνημένη, η Αθήνα πεσμένη. Μόνο η Πελοπόννησος με τα δύο νησιά Υδρα και Σπέτσες είχαν κάποια δύναμη.
Στα Απομνημονεύματά του διηγείται: «Ο Κιουταχής είχε πάρει προσκυνοχάρτια. Πάσχιζε να πάρει και ο Ιμπραϊμ για να τα στείλει στην Κωνσταντινούπολη και όταν ο Υπουργός της Αγγλίας ή άλλης δυνάμεως μεσίτευαν στον Σουλτάνο για την Ελλάδα να τους αποκριθεί, ποιά Ελλάδα; Η Ελλάς είναι προσκυνημένη, να τα προσκυνοχάρτια τους...»
Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη και την υποταγή της Ρούμελης η επαναστατική δύναμη είχε περιοριστεί στην Πελοπόννησο. Τα δύο ΒΑ κάστρα, Ακροκόρινθος και Παλαμήδι, τα κατείχαν οι Ρουμελιώτες που λήστευαν τον κόσμο. Ο υπόλοιπος Μοριάς ήταν στη διάκριση του Ιμπραϊμ, που γυρίζοντας από το Μεσολόγγι, ξανάρχιζε τις καταστροφικές του περιοδείες με τον τουρκοαιγυπτιακό στρατό. Αποφασισμένος να αλλάξει τακτική και να ακολουθήσει το παράδειγμα του Κιουταχή στη Ρούμελη, ο Ιμπραϊμ προσεταιρίζεται τους αλβανόφωνους οπλαρχηγούς των κοτζαμπάσηδων της Αχαϊας (Καλαβρυτοχώρια), Ηλείας κ.ά. υποσχόμενος βόδια και άλογα, φοροαπαλλαγές και αξιώματα.
Ο Κολοκοτρώνης εξεγέρθηκε κατά της προδοσίας με το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», διέταξε να πάρουν τα όπλα όλοι από 15-60 ετών και τιμώρησε παραδειγματικά τον Πατρινό Νενέκο (τον σκότωσε ο Σαγιάς) ως «Τούρκο» και όχι ως Χριστιανό. Με τον Κολοκοτρώνη ήταν οι κράτιστοι της Πελοποννήσου: Πετιμεζαίοι, Πλαπούτας, Νικηταράς, Δ. Μελετόπουλος, Γ. Χελιώτης κ.ά.
Ως Γενικός Αρχηγός του στρατού της Πελοποννήσου αναγνωρισμένος και από τον Αρχιστράτηγο Άγγλο Τζώρτζ, ο Κολοκοτρώνης είχε εσωτερικούς εχθρούς τους ολιγαρχικούς πολιτικούς του Μοριά. Αυτοί ήταν οι: Δεληγιανναίοι, Λονταίοι, Μαυρομιχαλαίοι, Νοταραίοι, Θ. Ζαϊμης, Μπενιζέλος Ρούφος, Σ. Θεοχαρόπουλος. Εκτός από τις αντιζηλίες οι πρόκριτοι είχαν δυσαρεστηθεί με την απόφαση της συνέλευσης της Τροιζήνας για την εκλογή του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη γιατί θίγονταν οι προσωπικές τους φιλοδοξίες. Σχημάτισαν μια νέα κυβέρνηση, τη λεγόμενη «Αντικυβερνητική Επιτροπή», με την οποία αντί να βοηθούν τον αγώνα του Κολοκοτρώνη του στερούσαν τροφές και πολεμοφόδια.
Εκείνοι που πρωτοστάτησαν στο προσκύνημα το 1827 ήταν οι καπεταναίοι των αρχόντων. Ο Νενέκος με τους οπαδούς του ήταν οπλαρχηγός του κοτζάμπαση της Πάτρας Μπενιζέλου Ρούφου. Ο Γκολφίνος Λουμπιστιάνος ήταν οπλαρχηγός του πρόκριτου της Βοστίτσας Ανδρέα Λόντου κ.ά.
Ο Β. Πετιμεζάς έλεγε στον Κολοκοτρώνη: «Βίασε όλα τα άρματα, δώσε τσεκούρι και φωτιά» Οι Κορίνθιοι οπλαρχηγοί του ζητούσαν «φουσέκια» (φυσέκια). Ο Κολοκοτρώνης άπλωσε τα στρατεύματα και διέταξε «όποιο χωριό δεν γυρίσει πίσω στην Επανάσταση είναι τα σπίτια τους καϊμένα (καμμένα), τα αμπέλια τους καϊμένα και θα τους αφανίσω… Αν όμως επιστρέψει το Έθνος θα τους συγχωρήσει».
Πολλές είναι οι επιστολές του Κολοκοτρώνη προς την «Αντικυβερνητική Επιτροπή» και την «Σεβαστή Βουλή» στις οποίες εκθέτει τον κίνδυνο που διατρέχει η χώρα και ζητά να καλυφθούν οι ανάγκες σε ζωοτροφές και πολεμοφόδια: «Η Πατρίς τρέχει τον έσχατο κίνδυνο και καμιά πρόβλεψη δεν γίνεται.. Απέκαμα να γράφω, σωροί θα έχουν γίνει οι αναφορές μου… Χάνεται ο λαός τον οποίο παριστάνετε (αντιπροσωπείτε) Κύριοι αντιπρόσωποι του λαού…»!
Τελικά απευθύνθηκε σε φιλέλληνες: Ευνάρδο Έβερετ, Τζώρτζ. Ο Τζώρτζ τον αποκαλούσε «περιπόθητο» φίλο ενώ την «Αντικυβερνητική Επιτροπή» αποκαλούσε φατρία άξια κοινής αποστροφής.
Ο Κεχαγιάμπεης με εντολή του Ιμπραϊμ κάλεσε τους Μεσσήνιους να προσκυνήσουν, διαφορετικά τους περίμενε η ερήμωση του τόπου! Ο λαός με την στήριξη του Κολοκοτρώνη του απάντησε: «Είμεθα αποφασισμένοι να αποθάνωμεν ελεύθεροι Έλληνες»! Τότε ο Κεχαγιάμπεης άρχισε με φωτιές και τσεκούρια να καταστρέφει χιλιάδες δέντρα, αμπέλια κ.ά. Αυτό όμως δεν είναι έργο πολεμικό, του αντιγύριζε ο Κολοκοτρώνης: «Πέτρα πάνω στην πέτρα να μη μείνει εμείς δεν προσκυνούμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει πάντα θα πολεμούμε και μη ελπίζεις πως την γη μας θα την κάνεις δική σου, βγάλε το από το νου σου»!
Αυτή η συμπεριφορά του Ιμπραϊμ, που παραβίαζε το Διεθνές Δίκαιο, είχε ως αποτέλεσμα την επέμβαση των Ναυάρχων Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας. Η νικηφόρα ναυμαχία κατά του τουρκο -αιγυπτιακού στόλου έγινε στο Ναυαρίνο (8/10/1827).
Ο Κολοκοτρώνης γράφει: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Εμείς αν δεν ήμασταν τρελοί δεν θα κάναμε επανάσταση γιατί θα συλλογιζόμασταν για πολεμοφόδια, καβαλαρία, πυροβολικό… για τη δύναμη τη δική μας και την τουρκική. Τώρα που νικήσαμε, που τελειώσαμε με καλό τον πόλεμο μας μακαρίζουν, μας επαινούν. Αν δεν ευτυχούσαμε θα μας καταριόσαντε…
»Μοιάζαμε σαν να είναι στο λιμάνι 50, 60 καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει στη δουλειά του με μεγάλη φουρτούνα, μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλά, κερδίζει, γυρίζει πίσω σώο. Τότε ακούς τα άλλα καράβια και λέγουν, ιδού άνθρωπος, ιδού παλικάρια, ιδού φρόνιμος και όχι σαν εμάς όπου καθόμεθα έτσι δειλοί, χαϊμένοι και κατηγορούνται οι καπετανέοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι θα έλεγαν, μα τι τρελός να σηκωθεί με τέτοια φουρτούνα, με τέτοιον άνεμο, να χαθεί ο παλιάνθρωπος πήρε τον κόσμο στον λαιμό του…»
Πηγή: Ινφογνώμων Πολιτικά
Ὁ Ὀμπάμα ἐκθειάζει παγκόσμια τὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸ καὶ τὸ λάβαρο τοῦ 1821, ποὺ ἐνέπνευσε, ὅπως εἶπε, τοὺς πάντες, ἀκόμη καὶ σὲ Ἀσία καὶ Ἀφρική! Τὴν ἴδια ὥρα, μέσα στὴ χώρα, τὸ ΄21 πολεμᾶται μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια ἀπὸ τοὺς "γνωστοὺς ἀγνώστους", ποὺ θέλουν νὰ ἐξαφανίσουν Ἱστορία, Παιδεία, Ὀρθοδοξία καὶ συνεπῶς Ἑλλάδα... Ἡ ἀπάντηση-χαστούκι δόθηκε ὅμως ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Πρόεδρο τῶν ΗΠΑ Μπαρὰκ Ὀμπάμα, μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἀθήνα, μπροστά σε Πρωθυπουργοὺς καὶ σία...
Πηγή: Νοιάζομαι, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Όταν οι γυναίκες «γεγόνασι άνδρες» και ρεζίλεψαν τον Ιμπραήμ το 1826, στη μάχη της Βέργας, και στη νίκη του Διρού
Τούτες τις μέρες, έρχεται στη μνήμη των Μανιατών οι αφηγήσεις των παλαιοτέρων που μιλούσαν για το κατόρθωμα πριν από 190 χρόνια, ακριβώς σαν σήμερα 26-6-1826, των θρυλικών ηρωίδων δρεπανηφόρων γιαγιάδων τους, που ταπείνωσαν το ασκέρι του Ιμπραήμ όταν επιτέθηκε να τις καθυποτάξει. Με ψυχή δυναμική κι αλύγιστη, ορμή ασυγκράτητη, οι χαροκαμένες εκείνες γυναίκες που γεννούσαν ήρωες, δεν μπορούσε παρά και οι ίδιες να ήταν ηρωίδες. Άρπαξαν τα δρεπάνια και όρμησαν στο ασκέρι του Ιμπραήμ για να υπερασπίσουν την τιμή τους.
Το πρωί της 22-6-1826, αρχίζει ο τιτάνιος αγώνας των Μανιατών, να σώσουν τα ιερά τους χώματα. Ο Ιμπραήμ Πασάς με 15.000 άνδρες επιτίθεται εναντίον της Μάνης από στεριά και θάλασσα. Βομβαρδίζει με τον στόλο του τις θέσεις των αμυνομένων και εξαπολύει κατά κύματα, γιουρούσια με 8.000 πεζούς και ιππείς εναντίον 2.400 Μανιατών και στέλνει με αναίδεια και έπαρση τελεσίγραφο: Να παραδοθεί αμαχητί, άλλως θα την περάσει όλη από το σπαθί του, χωρίς ν’ αφήσει «ίχνος οσπιτίου». Και ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης απαντά από τη Βέργα στο ιταμό τελεσίγραφο ως άλλος Λεωνίδας: «Σε περιμένουμε με όσας δυνάμεις διαθέτεις…»
Τρείς μέρες κράτησε η μάχη, μα η Βέργα δεν λύγισε, γιατί οι Μανιάτες έστησαν άπαρτο ταμπούρι με τα ατσάλινα στήθη τους σαν αληθινοί απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών :«τοίς κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Βλέποντας ο Ιμπραήμ να μην κάμπτονται οι Μανιάτες, σε αντιπερισπασμό ανοίγει άλλο μέτωπο στην καρδιά της Μάνης, στο Διρό, όπου οι γυναίκες έμειναν πίσω με τα παιδιά και τους γέροντες για τον θερισμό. Δεν υπολόγισε όμως καλά ο… μέγας στρατηλάτης Ιμπραήμ. Οι γυναίκες εκείνες μετέτρεψαν τα δρεπάνια του θερισμού σε όπλα και με πέτρες, ξύλα, δόντια και νύχια ξέσχισαν τις σάρκες των Τούρκων και σκόρπισαν τον θάνατο και τον πανικό στο ασκέρι.
Οι Τουρκοαιγύπτιοι σε επιδρομή τους σε Αερόπολη, Πύργο και Χαργιά, έπιασαν μερικούς γέρους και γερόντισσες στα αλώνια, όπου εφύλαγαν τις θημωνιές και τους κατέσφαξαν, αποβίβασαν τη νύχτα δυνάμεις στο Διρό και περιέζωσαν τα γύρω χωριά. Οι πρωτοσύγκελοι Ρηγανάκος στο Διρό και Παπα - Πουλάκος στον Άγιο Νίκωνα Χαργιάς, χτύπησαν τις καμπάνες και ξεσήκωσαν όλα τα χωριά. Ιερείς, άνδρες , γυναίκες, γέροντες και παιδιά, έτρεξαν για να αμυνθούν. Η λαϊκή μούσα μας διαφύλαξε τον ανεπανάληπτο θρύλο των Μανιατισσών, που αντί για νέο Ζάλογγο, έκαναν κάτι το πρωτόγνωρο, αδιανόητο, ηρωϊκό, και μεγαλειώδες :
Η Πανωραία, κόρη του γερο-Βοζίκη, πηγαίνοντας στο χωράφι ψωμί, είδε δύο τουρκοαιγύπτιους να δένουν τον πατέρα της. Απέκοψε τον λάρυγγα του ενός με το δρεπάνι και ξέκαμε με την βοήθεια του πατέρα της τον άλλο !
Η γυναίκα του Γερακαράκου που πήγαινε ψωμί και τυρί στον άνδρα της, που πολεμούσε στη Βέργα, νηστικός τρία μερόνυχτα, μπλέχτηκε στον πόλεμο μαζί με άλλες γυναίκες στα Ξεπαπαδιάνικα. Κι ενώ το παιδί της πολεμούσε με το όπλο, εκείνη πετροβολούσε τους Τούρκους. Κι όταν έπεσε νεκρό, έκλεισε τα ματάκια του, άρπαξε το όπλο του και πήρε τη θέση σου ! Το ίδιο έκανε και η Θερασέρη στο Φλομοκότρωνα της Χαριάς. Πηγαίνοντας ψωμί και νερό στους πολεμιστές, βρήκε το παιδί της σκοτωμένο στο ταμπούρι του. Δεν είπε μιλιά σε κανέναν. Έκανε πέτρα την καρδιά της, πήρε το καριοφίλι του και άρχισε να βάζει κατά του εχθρού, λέγοντας κάθε τόσο στο νεκρό παιδί της: «Κοιμήσου, ξεκουράσου, παιδάκι μου. Είμαι εγώ στη θέση σου!…»
Ντροπιασμένος και ηττημένος καθώς έφευγε ο Ιμπραήμ, οι γενναίοι Μανιάτες και οι ηρωικές Μανιάτισσες κυνηγούσαν το ασκέρι του. Μια Σπαρτιάτισσα, πήδηξε στη θάλασσα άρπαξε έναν Αλβανό που κολυμπούσε να σωθεί και του ζητούσε το λόγο που της έκαψε τις θημωνιές!
Ο άφθαστος ηρωισμός και η απαράμιλλη ανδρεία των Μανιατισσών, πρέπει να γίνει συνείδηση ιερού χρέους, ιστορικής δικαίωσης και απόδοσης οφειλόμενης εθνικής τιμής. Αλλά στη σημερινή εποχή που οι θυσίες για την πατρίδα, η προσφορά και η αγάπη προς αυτήν, λοιδορούνται ως αναχρονιστικές και μάλιστα με την ανοχή, αν όχι την παρότρυνση του επισήμου κράτους, τι μπορεί να περιμένει κανείς;
Πηγή: Ινφογνώμων Πολιτικά
Το οθωμανικό φορολογικό σύστημα βασίστηκε στο διανεμητικό μοντέλο. Δηλαδή, οι φόροι εισπράττονταν από το κάθε ανώτερο κλιμάκιο στην κλίμακα της οθωμανικής διοίκησης, προς το αμέσως κατώτερο. Για να καταλάβουμε τον τρόπο είσπραξης των φόρων, θα πρέπει να παρουσιάσουμε συνοπτικά την διοικητική δομή της αυτοκρατορίας.
Επικεφαλής της αυτοκρατορίας δεν ήταν άλλος από τον οθωμανό σουλτάνο, δηλαδή τον απόγονο του Οσμάν Γαζή (Νικητή) (1258-1326 μ.χ.), υιό του τουρκομάνου φύλαρχου Ερτογρούλ, από τον οποίο πήρε το όνομά της η αυτοκρατορία. Το αμέσως επόμενο στάδιο διαίρεσης της αυτοκρατορίας είναι τα βιλαέτια ή εγιαλέτια. Τα βιλαέτια ήταν μεγάλες περιφέρειες, αντίστοιχα των βυζαντινών Θεμάτων και διοικούνταν από τους βαλήδες. Τα βιλαέτια χωρίζονταν σε σαντζάκια, αντίστοιχα των νομών και αυτά σε καζάδες, δηλαδή επαρχίες. Σε κάθε επαρχία υπήρχαν οι κοινότητες που θεωρούνταν αυτόνομες φορολογικές μονάδες. Η απαίτηση των φόρων γινόταν από πάνω προς τα κάτω, ενώ η ροή-πληρωμή αντίστροφα. Κατ’αυτό το τρόπο, κάθε κοινότητα απέδιδε τους φόρους στον καζά που ανήκε, ο καζάς στο σαντζάκι, το σαντζάκι στο βιλαέτι και το βιλαέτι στο σουλτάνο.
Η διαδικασία αυτή δεν γινόταν με το αζημίωτο. Αναπόφευκτα, οι εμπλεκόμενοι κρατικοί υπάλληλοι όλων των βαθμίδων, προσπορίζονταν ένα μέρος των φόρων. Η φορολογική απαίτηση, από το ένα σκαλί διοίκησης στο άλλο πολλές φορές διπλασιαζόταν, με αποτέλεσμα η βάση του φορολογικού συστήματος, να υφίσταται οικονομική εξουθένωση. Εκείνο που ιδιαίτερα χαρακτηρίζει το φορολογικό σύστημα είναι οι πολλοί και επαχθείς φόροι του, οι μάλιστα οποίοι εισπράττονται μέσα από έναν ανεξέλεγκτο μηχανισμό, με αποτέλεσμα οι φορολογούμενοι υποτελείς να υφίστανται βιαιότητες και κάθε λογής αυθαιρεσίες. Για τον αγρότη σπάνια μένει κάτι παραπάνω από ό,τι είναι απαραίτητο για τη διατήρησή του στη ζωή. Ένα τέτοιο σύστημα που διαρκώς απαιτεί, είτε με τη φορολογία είτε με την τοκογλυφία, ολοένα μεγαλύτερο τμήμα του προϊόντος είναι λογικό να οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Γενικά οι φόροι κατα την οθωμανική περίοδο χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στους τακτικούς και στους έκτακτους φόρους.
Οι τακτικοί φόροι
Δύο είναι οι βασικοί φόροι αυτής της κατηγορίας, ο cizye ή κεφαλικός φόρος και το χαράτσι ή harac.
Ο cizye ή κεφαλικός φόρος
Αυτόν τον φόρο τον κατέβαλλαν κάθε χρόνο μόνο οι μη μουσουλμάνοι υγιείς άνδρες, οι ικανοί για εργασία, και προοριζόταν για ειδικό τμήμα του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου. Το ποιοί όμως ήταν ικανοί για εργασία, αυτό θα πρέπει να υποθέσουμε ότι επαφίετο στη διάκριση των εισπρακτόρων που πάντα έδειχναν έναν υπερβάλλοντα ζήλο, όσο η αξιοσύνη τους μετριόταν και η αμοιβή τους εξαρτόταν από το ποσό που θα προωθούσαν στην Κωνσταντινούπολη, στο σουλτανικό ταμείο.
Ο κεφαλικός φόρος είναι το τίμημα, που με βάση τον ιερό νόμο πλήρωναν οι «άπιστοι» προκειμένου να εξασφαλίζουν τη ζωή τους και την άδεια να κατοικούν στην επικράτεια του Ισλάμ, διατηρώντας τη θρησκεία τους με την εγγύηση και την προστασία του κράτους. Από την πληρωμή του εξαιρούνταν οι γυναίκες, τα άνηβα παιδιά, οι κληρικοί και οι ανάπηροι και όσοι απασχολούνταν σε κρατική υπηρεσία. Φυσικά και οποιοσδήποτε άλλος που δεν ήταν μουσουλμάνος είχε τη δυνατότητα να απαλλαγεί από αυτόν, αν βέβαια ασπαζόταν τον Ισλαμισμό.
Το harac ή χαράτσι
Το χαράτσι βασίστηκε σε αρχή του Κορανίου και η καταβολή του συμβόλιζε την υποταγή των απίστων εξαγοράζοντας την ανεκτικότητα του κράτους. Ως βασικός τακτικός φόρος, είχε διττό χαρακτήρα. Από τη μια ήταν φόρος επί της γης (haraci muvazzaf) και από την άλλη φόρος επί του εισοδήματος (haraci mukaseme). Ο πρώτος ήταν πάγιος ετήσιος φόρος που βάρυνε την γη και όχι την παραγωγή. Ήταν δηλαδή έγγειος φόρος. Οι διάφορες ονομασίες που απαντόνται στα οθωμανικά αρχεία, ispence, resm-i cift, resm-i bennak, resm-i mucerred, αποτελούν διαφορετικές κατά περίπτωση ονομασίες του έγγειου αυτού φόρου που ήταν γνωστός ως harac-i muvazzaf. Ουσιαστικά πρόκειται για φόρο που κατέβαλαν οι ραγιάδες σε αντάλλαγμα για την κατοχή και καλλιέργεια δημόσιας γης, μη διαθέτοντας την κυριότητα στη γή αυτή. Μαζί με την δεκάτη (πληρωμή του 10 τοις εκατό) αποτελούσε τον πυρήνα των εισοδημάτων των γαιοκτημόνων-τιμαριούχων ή των διαχειριστών των ιδρυμάτων, όταν επρόκειτο για βακουφικές γαίες, ή τέλος των αντιπροσώπων του σουλτάνου προκειμένου για σουλτανικές γαίες. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, όπως σε κάποια σαντζάκια της Μ. Ασίας, ο έγγειος φόρος κατανέμονταν ανάμεσα στον τιμαριούχο, το ζαϊμη, τον σούμπαση ή τον σαντζακμπέη.
Τα πρώτα χρόνια οι φόροι αυτής της κατηγορίας καταβάλλονταν και σε είδος, κυρίως ζώα, αργότερα όμως το οθωμανικό δημόσιο ζητούσε όλο και πιο συχνά την καταβολή τους σε χρήμα. Άλλοτε πάλι μεταφράζονταν σε προσφορά υπηρεσιών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε μαρτυρίες της εποχής εκείνης: ¨… όπου άραζαν τα καράβια του στόλου και όπου σταματούσαν τα άλογα του ιππικού των οθωμανών οι κάτοικοι της περιοχής έπρεπε να φροντίσουν για το κονάκι τους και το ταϊνι τους¨, δηλαδή για την διαμονή και την τροφή τους. Και αυτό το «δόσιμο» δεν ήταν λίγο, όταν ολόκληρες στρατιές συχνά όργωναν την αυτοκρατορία. Αλλά και σε καιρό ειρήνης τα σώματα των αγάδων και των μπέηδων ξεχύνονταν στις διοικητικές τους περιφέρειες και ζούσαν, άνθρωποι και ζώα, σε βάρος των ραγιάδων. Το ίδιο λέγεται ότι συνέβαινε ακόμη και με περιηγητές που ταξίδευαν με την έγκριση της εξουσίας και ένοπλους συνοδούς.
Οι έκτακτοι φόροι.
Η επόμενη μεγάλη κατηγορία είναι οι έκτακτοι φόροι, στους οποίους μπορούμε να συγκαταλέξουμε και τα πρόστιμα. Αυτοί επιβάλλονταν για να αντιμετωπιστούν διάφορες έκτακτες ανάγκες, όπως οι ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις των διοικητικών οργάνων, η επισκευή των οχυρωματικών έργων και των σεραγιών, η συντήρηση των οδών και των γεφυρών, η εξάρτυση του στρατού και του στόλου, ακόμη και η διατροφή των αλόγων και υποζυγίων του οθωμανικού στρατού. Οι έκτακτοι φόροι ήταν πάρα πολλοί, μερικοί μάλιστα είναι δύσκολο να καταταγούν σε κάποια ειδική κατηγορία, και δεν εξαντλούνται έστω και στην καταγραφή τους, καθώς τα ονόματά τους και μόνο καταλαμβάνουν ένα σοβαρό ποσοστό από το ελληνικό ή τουρκικό λεξιλόγιο. Υπήρχαν για παράδειγμα: το «αλατιάτικο», «γρασιδιάτικο», «πανιάτικο», «σουρσάτ», «σουγιέμ», «πεσινάτι», «πακιγιέ», «συνεισφορά», «προσφορά», «δραγομανιά», «ρέσιμο», «βικιαλέτι», «χισμέτι», «ταϊνάτι» και άλλα. Ο αριθμός τους μεγαλώνει δραματικά αν συνυπολογίσουμε όπως είπαμε και τα διάφορα πρόστιμα που απομυζούσαν τους φτωχούς ραγιάδες. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι τόσο για τους φόρους, όσο και για τα πρόστιμα οι οθωμανοί θεωρούσαν συνυπέυθυνους τα μέλη μιάς κοινότητας ή μιάς εργασιακής ομάδας. Οι ψαράδες σε μια περιοχή για παράδειγμα, πλήρωναν όλοι πρόστιμο αν κάποιος εξ αυτών χρησιμοποιούσε τριχιές αλόγου για πετονιές ή αν αλίευε αντικανονικά. Επίσης, το «φονικό», από τα πλέον γνωστά πρόστιμα, που το κατέβαλε ολόκληρη η κοινότητα αν γινόταν κάποιο έγκλημα στην περιοχή, το «κερατιάτικο» και άλλα.
Μέσα στο σύστημα των έκτακτων φόρων συμπεριλαμβάνονται και οι αγγαρείες, αν και σχετικά πρόσφατα υποστηρίχθηκε κυρίως από Τούρκους ιστορικούς ότι το οθωμανικό κράτος δημεύοντας τα περισσότερα κτήματα των αρχόντων και των μοναστηριών, τις κατάργησε, πράγμα που έφερε μια πραγματική κοινωνική μεταρρύθμιση υπέρ των χριστιανών χωρικών. Βέβαια, το κατα πόσο αυτό έγινε για να ελαφρύνει τους χριστιανούς ή τελικά είναι μια παράπλευρη απώλεια της δήμευσης είναι εξαιρετικά ασαφές. Αλλιώς δεν εξηγούνται οι συνεχείς ρητές απαγορεύσεις των σουλτάνων προς τους σπαχήδες (ελαφρύ ιππικό, με περίοπτη θέση στην κοινωνία) να αγγαρεύουν τους χριστιανούς ραγιάδες.
Οι συνέπειες για τους ραγιάδες, κυρίως για τους χριστιανούς, εξαιτίας των πολυπληθών και δυσβάστακτων φορολογικών τους υποχρεώσεων προς το οθωμανικό κράτος ήταν ανυπολόγιστες. Για να καταλάβουμε τους δύο πρώτους επιθετικούς προσδιορισμούς που συνοδεύουν το ουσιαστικό «υποχρεώσεις», αρκεί να αναφέρουμε το εξής: έχει υπολογιστεί ότι στο διάστημα 1555-1655, ενώ ο πληθωρισμός ήταν 225%, ο κεφαλικός φόρος αυξήθηκε κατά 300-480%, ενώ οι άλλοι έκτακτοι φόροι μονιμοποιήθηκαν, και διπλασιάστηκαν ή και τετραπλασιάστηκαν ανάλογα με την περιοχή.
Αποτελέσματα
Πρώτα και κύρια, οι εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης που επέβαλλε η οθωμανική κυριαρχία στους υπόδουλους χριστιανικούς πληθυσμούς, προπάντων με τους επαχθείς φόρους της, είχαν ως άμεση συνέπεια τη μαζική φυγή των τελευταίων προς περιοχές που φαίνονταν να παρέχουν εγγυήσεις για ασφαλέστερη και, σχετικά τουλάχιστον, ελεύθερη ζωή. Έτσι πολλοί κάτοικοι μετακινήθηκαν, προσωρινά ή μόνιμα, με τη θέλησή τους ή βίαια, από έναν τόπο σε άλλον, από τα αγροτικά προς τα αστικά κέντρα, από τα πεδινά προς τα ορεινά (από τότε χρονολογείται η έκφραση: «θα πάρω τα βουνά»), από τις τουρκοκρατούμενες στις βενετοκρατούμενες περιοχές, ακόμη προς την Ιταλία και γενικά προς τις χώρες της Δύσης, την Ιβηρία, τη Γεωργία, τον Καύκασο και αλλού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτές οι μετακινήσεις ή μεταναστεύσεις χριστιανών προς ασφαλείς περιοχές ή έξω από τα σύνορα του οθωμανικού κράτους προκάλεσαν, σε συνάρτηση και με άλλους φθοροποιούς παράγοντες, δημογραφικές μεταβολές, σημαντική δηλαδή αλλοίωση της συστάσεως του πληθυσμού τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο. Αρκετοί χριστιανοί ραγιάδες για λόγους και οικονομικούς, ιδίως η σημαντική διαφοροποίηση των φόρων που κατέβαλλαν έναντι των μουσουλμάνων και γενικότερα οι σε βάρος τους διακρίσεις, αναγκάστηκαν να μεταπηδήσουν από την κοινωνία των κατακτημένων στην κοινωνία των κατακτητών. Η επιλογή του εξισλαμισμού, ακούσιου ή εκούσιου, ατομικού ή ομαδικού, σε πολλές περιπτώσεις, αποτελούσε για αυτούς τη μόνη διέξοδο. Με το πέρασμα μάλιστα των χρόνων η επιδείνωση των παραπάνω παραγόντων και ιδιαίτερα ο πολλαπλασιασμός των φορολογικών επιβαρύνσεων των υπόδουλων χριστιανών ενίσχυσε το ρεύμα των εξισλαμισμών. Παρουσιάστηκε θα λέγαμε ένα ιδιότυπο φαινόμενο, αυτό που αποκαλώ «φορολογικό εξισλαμισμό».
Επιπλέον, οι φόροι και οι εισπρακτικοί μηχανισμοί του οθωμανικού κράτους είχαν επιπτώσεις στον εκχρηματισμό της αγοράς, καταδικάζοντας σε διαρκή υπανάπτυξη ένα μεγάλο τμήμα του αγροτικού κόσμου της αυτοκρατορίας. Ο υποχρεωτικός εκχρηματισμός της οικονομίας των χωριών για την απόκτηση του ρευστού χρήματος που προορίζεται για την πληρωμή των φόρων, δεν αφήνει παρά ένα στενό περιθώριο για καθαρά χρηματικά εισοδήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο, στις περισσότερες κοινότητες οι συναλλαγές γίνονταν σε είδος. Φαίνεται, ότι τα διάφορα συστήματα ενοικίασης των προσόδων, που εφαρμόστηκαν από το οθωμανικό δημοσιονομικό καθεστώς, κατέληξαν σε αυξανόμενη εκμετάλλευση των αγροτών και κάρπωση του μεγαλύτερου τμήματος των φορολογικών και εν γένει των έγγειων προσόδων από τους φορείς του γραφειοκρατικού, στρατιωτικού μηχανισμού του οθωμανικού κράτους. Ο ελάχιστος εκχρηματισμός της αγροτικής οικονομίας σε επίπεδο άμεσης οικογενειακής εκμετάλλευσης προέρχεται από εξω-οικονομικές ανάγκες και είναι αποτέλεσμα του φορολογικού καταναγκασμού, δηλαδή είναι απότοκος της εμπορευματοποίησης μέρους του πλεονάσματος, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο υποχρεωτικός χρηματικός τομέας της οικονομίας. Επομένως, τα χρηματικά εισοδήματα που αποκτά ο αγρότης από την επαφή με την αγορά, δεν οδηγούν σε μία οικονομία μικτών εισοδημάτων, που με την σειρά της θα επέτρεπε τη δημιουργία χρηματικών ανταλλαγών στο εσωτερικό των αγροτικών οικονομιών, αλλά προορίζονται για την εξυπηρέτηση του φόρου και έτσι μηδενίζονται τα πιθανά κίνητρα για την επέκταση ή τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Τελικά, η οθωμανική αυτοκρατορία παρέμεινε ένα βαθιά μεσαιωνικό κράτος με φορολογικό σύστημα άδικο και με άμεση εμπλοκή όλων των κρατικών λειτουργών στη οθωμανική ιεραρχία. Το κράτος αυτό όχι μόνο δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη στους υπηκόους του, απεναντίας προκαλούσε καχυποψία και οδηγούσε σε εσωστρέφεια και μαρασμό την οικονομία της υπαίθρου. Οι κάτοικοι των πόλεων ζούσαν σε σχετικά καλύτερες συνθήκες, αφού οι οθωμανοί είχαν αφήσει τον τομέα του εμπορίου στους αλλόθρησκους συμπολίτες τους. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός της φορολογικής αντιμετώπισης των υπηκόων ανάλογα με τη θρησκεία τους, ένα πραγματικά μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία, οδήγησε στη δημογραφική αλλοίωση των βαλκανίων, με δραματική μείωση των χριστιανικών πληθυσμών και αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των μουσουλμάνων. Ακόμη και σε περιπτώσεις που εμφανίζονταν φορολογικές εξαιρέσεις, σε βακούφια, σε διάφορες περιοχές, σε συγκεκριμένες μονές κ.λ.π., με μια πιο προσεκτική ματιά θα διαπιστώσουμε, ότι οποιαδήποτε φορολογική ¨εύνοια¨ από πλευράς οθωμανικής διοίκησης συνοδευόταν από αδρά πληρωμή. Κάτι τέτοιο συνέβαινε για παράδειγμα, με την εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη, ο οποίος για να διοριστεί από το κράτος έπρεπε να πληρωθεί ένα τεράστιο ποσό για την έκδοση του σχετικού βεράτιου. Είναι άδικο να χρησιμοποιούμε τον όρο ¨εύνοια¨ ή ¨προνόμια¨ για τους ομόδοξούς μας που έζησαν στην οθωμανική περίοδο. Οι κατακτητές απλά έδειχναν ανοχή και τίποτε περισσότερο, όπως αναλύσαμε και παραπάνω.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ασδραχάς Σπύρος, «Προβλήματα οικονομικής ιστορίας της Τουρκοκρατίας» στο Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ΙΕ΄-ΙΘ΄ αι., Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979, σ. 19-42.
Βακαλόπουλος Απόστολος, «Η θέση των Ελλήνων και οι δοκιμασίες τους υπό τους Τούρκους», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι΄, Αθήνα 1974.
Βακαλόπουλος Απόστολος, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τουρκοκρατία (1453-1669), Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας», τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1976, β΄ έκδοση, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2003.
Δημητρόπουλος Δημήτριος, «Η αλιεία στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας», Τα Ιστορικά, τ. 23ος, τεύχος 45, Δεκέμβριος 2006.
Inalcik Halil, «The Ottoman State: Economy and Society, 1300-1600» An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Cambridge 1994.
Inalcik Halil, «Η Οθωμανική αυτοκρατορία. Η κλασική εποχή 1300-1600», μτφρ. Μιχάλης Κοκολάκης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995.
Kunt Ibrahim Metin, «Οι υπηρέτες του Σουλτάνου. Ο μετασχηματισμός της επαρχιακής διακυβέρνησης 1550-1650», μτφρ. Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2001.
Lewis Bernard, «Η πολιτική γλώσσα του Ισλάμ», μτφρ. Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2011.
Lowry Heath, «Η φύση του πρώιμου οθωμανικού κράτους», μτφρ. Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2004.
Schacht Joseph, «An introduction to Islamic law», Oxford University Press 1964.
Χασιώτης Ιωάννης, «Ο Ελληνισμός κατά τους δύο πρώτους αιώνες μετά την Άλωση», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι΄, Αθήνα 1974.
Πηγή: Αβέρωφ
Τα βεράτια της Υψηλής Πύλης περί των Μητροπολιτών
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς, ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παρέδωσε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Β΄ (Σχολάριο) τα λεγόμενα «άγραφα προνόμια», καθώς και βεράτια (ανώτατα σουλτανικά διατάγματα) με τα οποία περιγράφονταν λεπτομερέστατα και κατοχυρώνονταν τα εθναρχικά, εκκλησιαστικά και ποιμαντικά δικαιώματα των Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τα βεράτια αυτά απέβλεπαν στην προστασία των προνομίων της Εκκλησίας και των μητροπολιτικών δικαιωμάτων από τις αυθαίρετες παρεμβάσεις των οθωμανών διοικητών στις απομακρυσμένες επαρχίες της αυτοκρατορίας, που δεν ελέγχονταν άμεσα από την κεντρική διοίκηση.
Σε γενικές γραμμές τα βεράτια της Υψηλής Πύλης περί των Μητροπολιτών όριζαν ότι οι ορθόδοξοι μητροπολίτες ήσαν ανεξάρτητοι και ελεύθεροι στην εκτέλεση όλων των αφορώντων στη χριστιανική θρησκεία και στη γενική διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεων των χριστιανών. Είχαν δικαίωμα να υπερασπίζονται τους χριστιανούς κατοίκους της μητροπολιτικής τους περιφέρειας σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις τους, χωρίς καμμία παρεμπόδιση από τις οθωμανικές αρχές. Μόνο οι Μητροπολίτες είχαν το δικαίωμα να επεμβαίνουν και να ρυθμίζουν τα των γάμων, διαζυγίων και κληρονομικών ζητημάτων των χριστιανών.
Οι Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν αφορολόγητοι σε όλα τα έσοδά τους και το «κονάκι του μητροπολίτου» δεν μπορούσε ποτέ να ερευνηθεί ή παραβιασθεί από τους οθωμανούς υπαλλήλους. Μπορούσαν να δικάζουν και να επιβάλλουν ποινές σε όποιους έκαναν κάποιο παράπτωμα και ακόμα να φυλακίζουν στο οίκημα της Μητροπόλεώς τους εκείνους οι οποίοι καταδικάζονταν ακόμη και από την οθωμανική κυβέρνηση.
Οι Μητροπολίτες δεν μπορούσαν να δικαστούν από τις τοπικές οθωμανικές αρχές, αλλά από το Διβάνι και μόνο αν είχε δώσει τη σχετική υψηλή άδεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Είχαν επίσης το δικαίωμα να εμφανίζονται δημόσια με κάθε μεγαλοπρέπεια και με αυλική συνοδεία. Κατά τις μετακινήσεις τους είχαν δικαίωμα να έχουν ακολουθία, να οπλοφορούν οι φύλακές τους και να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την ασφάλειά τους, χωρίς να μπορεί κανένας οθωμανός αξιωματούχος να τους εμποδίσει.
Οι αρχιερείς του Πατριαρχείου σε όλες τις επαρχίες είχαν το δικαίωμα να δικάζουν τις περισσότερες υποθέσεις των χριστιανών, ακόμη και τις ποινικές. Οι χριστιανοί κατέφευγαν στον εκάστοτε Μητροπολίτη τους για όλες τις καταστάσεις της ζωής τους, είτε ήταν ιδιωτικές, είτε αφορούσαν στη δημόσια ζωή τους. Ο Μητροπολίτης συνυπέγραφε και επικύρωνε όλες τις συμβολαιογραφικές πράξεις και γι’ αυτό σε κάθε Μητρόπολη υπήρχε και ο συμβολαιογράφος (νοτάριος). Όλες τις διαθήκες των χριστιανών που ανήκαν στη δικαιοδοσία του, καθώς και τα περί κηδεμονίας έγγραφα και τις δωρεές προς τις εκκλησίες, τη Μητρόπολη και τα άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, έπρεπε να τις συνυπογράψει και να τις επικυρώσει ο εκάστοτε Μητροπολίτης.
Η Υψηλή Πύλη ανεγνώριζε και εξασφάλιζε, όχι βέβαια πάντοτε, τα προνόμια της Εκκλησίας, καθώς και όλων των κληρικών, των μοναχών και κυρίως των Μητροπολιτών. Οι οθωμανικές αρχές δεν είχαν δικαίωμα να καταλάβουν ή να καταστρέψουν εκκλησία ή μοναστήρι και ο,τιδήποτε ανήκε σ’ αυτές, είτε ήταν ακίνητη είτε κινητή περιουσία.
Ο Μητροπολίτης είχε δικαίωμα να εισπράττει από τους κληρικούς και λαϊκούς χριστιανούς κάθε χρόνο κάποιο χρηματικό ποσό (πεσκέσι), οπότε οι κρατικοί οθωμανοί υπάλληλοι όφειλαν να γίνονται βοηθητικοί των επιτροπών του Μητροπολίτου για την ευκολότερη είσπραξη αυτών των ποσών.
Εάν κάποιος πασάς ή καδής κατεφέρετο εναντίον κάποιου Μητροπολίτου ή κατά των υπαγομένων σε αυτόν επισκόπων, και ζητούσε τη μετάθεση ή εξορία του, η καταγγελία δεν γινόταν ακουστή ή παραδεκτή εάν δεν αποδεικνυόταν με πληρότητα η βάση αυτής. Εάν πάλι κάποιοι οθωμανοί αξιωματούχοι κατάφερναν να εκδώσουν σουλτανικό φιρμάνι εναντίον κάποιου Μητροπολίτου, δεν μπορούσε να εκτελεστεί πριν από τη διαλεύκανση της κατ’ αυτού κατηγορίας.
Το δικαίωμα της «Διαιτησίας»
Στους Μητροπολίτες ανεγνωρίζετο το δικαίωμα της «Διαιτησίας» κατά την εκδίκαση υποθέσεων μεταξύ χριστιανών ή μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, και ασφαλώς όχι μόνο σε ζητήματα του οικογενειακού δικαίου. Η αναγνώριση του δικαιώματος της «Διαιτησίας» στον Μητροπολίτη αποτελούσε ουσιαστική ενίσχυση της δικαστικής του δικαιοδοσίας και οι διαιτητικές αποφάσεις του εστηρίζοντο στα τοπικά έθιμα και αρχές. Ενίσχυση επίσης της δικαιοδοσίας και της πνευματικής δυνάμεως του Μητροπολίτου επάνω στο πλήρωμα των πιστών αποτελούσε και η αναγνώριση διά του σουλτανικού βερατίου, του δικαιώματος του αφορισμού που επιβαλλόταν εναντίον εκείνου, ο οποίος δεν πειθαρχούσε στη δικαστική του απόφαση ή στη διαιτησία του για τη ρύθμιση κάποιας διαφοράς ή και εναντίον ενός απειθάρχητου κληρικού ή λαϊκού.
Όλος ο ορθόδοξος κλήρος και φυσικά ο Μητροπολίτης είχαν το δικαίωμα να έχουν στις οικίες τους εικόνες, κανδήλες και να αναγιγνώσκουν το ευαγγέλιο. Τελούσαν ελευθέρως κάθε ιεροπραξία χωρίς να ενοχλούνται από τις οθωμανικές αρχές. Τα σουλτανικά βεράτια όριζαν ότι ο Μητροπολίτης ήταν συνήγορος και υπερασπιστής των χριστιανών ενώπιον των οθωμανικών αρχών. Ήταν επίσης σύμβουλος και συμπαραστάτης σε όλες τις υποθέσεις των υπόδουλων ρωμιών που αφορούσαν τη ζωή, την περιουσία, την πίστη και την τιμή τους. Στα χαρτιά βέβαια μόνο τα βεράτια όριζαν ότι απηγορεύετο αυστηρά ο εξισλαμισμός των χριστιανών, αλλά όπως είναι γνωστό οι οθωμανοί πολλές φορές στο διάβα των αιώνων παραβίασαν τα σουλτανικά βεράτια και εξισλάμησαν βίαια κατά χιλιάδες τους υπόδουλους ρωμιούς.
Με την ορθή και συνετή χρήση των παραπάνω προνομίων οι Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατάφεραν και διετήρησαν τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, και κυρίως την πίστη και το εθνικό φρόνημα των υπόδουλων ρωμιών καθόλη τη διάρκεια της σκληρής οθωμανικής τυραννίας. Έτσι το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο εν τοις πράγμασι κατέστη όντως η «κιβωτός» της υπόδουλης Ρωμιοσύνης.
Πηγή:Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Τρία καράβια ενετικά λοιπόν ξεκίνησαν από την πόλη γεμάτα με όλα αυτά τα κειμήλια, όπως λέει και ο θρύλος, αλλά το τρίτο από αυτά που μετέφερε την αγία τράπεζα βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του Μαρμαρά. Από τότε μέχρι σήμερα στο σημείο εκείνο που είναι βυθισμένη η Αγία Τράπεζα τα νερά της θάλασσας είναι πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην γύρω περιοχή. Το φαινόμενο μαρτυρούν και σύγχρονοι Τούρκοι επιστήμονες, που έχουν κάνει κατά καιρούς απόπειρες να ανακαλύψουν που οφείλεται αυτό το περίεργο φαινόμενο, αλλά λόγω της λασπώδους σύστασης του βυθού, απέβησαν άκαρπες.
Στο βιβλίο του Δωροθέου Μονεμβασίας με τίτλο “Βίβλος Χρονική ” (1781) διαβάζουμε: ” Οι Ενετοί την υπερθαύμαστον και εξάκουστον Αγίαν Τράπεζαν της Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιότατην, έβγαλαν από τον Ναό και έβαλαν εις το καράβι, και καθώς έκαναν άρμενα και επήγαιναν προς Βενετία, ω, του θαύματος! Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και έπεσεν εις την θάλασσαν η Αγία Τράπεζα και εβούλησε και είναι εκεί ως σήμερον, και τούτο είναι φανερόν και το μαρτυρούν οι πάντες, διότι όλον το μέρος εκείνο, όταν κάμνει φουρτούνα, η θάλασσα όλη κάμνει κύματα φοβερά, εις δε τον τόπο όπου είναι η Αγία Τράπεζα είναι γαλήνη και δεν ταράσσεται η θάλασσα. Και υπαγαίνουν τινές εκεί με περάματα, και λαμβάνουν από την θάλασσαν εκείνην, όπου είναι η Αγία Τράπεζα, και μυρίζει θαυμασιώματα μυρωδίαν, από το άγιον μύρον όπου έχει και των άλλων αρωμάτων “
Ο πατέρας της Ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης , γράφει για το περιστατικό: “ Την ημέρα που πάρθηκεν η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία Τράπεζα, να την πάνε στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως στην θάλασσα του Μαρμαρά, άνοιξε το καράβι και η Αγία Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γαλήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας.”
Θα μπορούσε να είναι άλλος ένας μύθος που κατάφερε να επιβιώσει τόσους αιώνες μέσα στις καρδιές των Ελλήνων. Όμως σύμφωνα με ντόπιους Τούρκους της Κωνσταντινούπολης, το σημείο αυτό είναι υπαρκτό.
Εγίνετο μεγάλη ενέργεια και η Πελοπόννησος όλη υπόκωφα εσείετο.
Αυτοί εσκέπτοντο αρχιερείς , άρχοντες και καπεταναίοι και λοιποί αδελφοί περί των μέσων, τα οποία ημπορούσαν να μεταχειρισθούν δια τον μέλλοντα αγώνα.
Από δε τας αρχάς του Ιανουαρίου του 1821, αφού τα πάντα ωρίμασαν, άρχισαν οι Έλληνες και ήρχοντο εις τα σπήτια τους από τα ξένα, από την Ρωσσίαν, Βλαχίαν, Μολδαυίαν, Κωνσταντινούπολιν, Σμύρνην και από τα άλλα μέρη δια να λάβουν μέρος κατά την αποφασισθείσαν από τους αποστόλους της Εταιρίας ημέραν δια τον αγώνα υπέρ της πατρίδος.
Ευθύς καθώς ήρχοντο εις τα χωρία τους ή εις τας πόλεις των, διεδίδετο η ιδέα της επαναστάσεως εις όλους τους συγγενείς και γείτονάς των.
Oι αρχιερείς εσυγχωρούσαν εις τους ιερείς να διαβάζουν εις τας εκκλησίας παρακλήσεις νύκτα και ημέραν προς τον Θεόν δια να ενισχύση τους Έλληνας εις τον μέλλοντα αγώνα˙ και εις τους πνευματικούς δε και εις τους άλλους κληρικούς εσυγχώρησαν να παρακινούν κατά την εξομολόγησίν των τους Έλληνας εις την επανάστασιν, και να την θεωρούν ως συγχωρημένην θρησκευτικώς˙ διότι ο Θεός όλους τους ανθρώπους έπλασεν ελευθέρους. Πολλοί δε μάλιστα των αρχιερέων ως ο Έλους Άνθιμος, έκαμαν επίτηδες καί ευχάς, τας οποίας έδιδαν εις τους ιερείς των επαρχιών των και τας εδιάβαζαν μετά την παράκλησιν.
Ιδού και η ευχή του Έλους Ανθίμου προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν˙ και το εξαποστειλάριον και το στιχηρόν προς τήν Θεοτόκον, ευρισκόμενα παρά τω προέδρω του Εφετείου Ναυπλίας Ν. Φλογαίτη.
Θεέ παντοδύναμε, αόρατε, ακατάληπτε, ακατανόητε, ο ενισχύσας τον προφήτην σου Μωϋσήν τω τύπω του σταυρού κατατροπώσαι τον τύραννον του παλαιού Ισραήλ, τον αλαζόνα καί άκαμπτον Φαραώ εν τη Ερυθρά Θαλασσή, και σώσας δι' αυτού τον λαόν σου, επάκουσον της δεήσεως και ημών των ευτελών δούλων σου, των χρισθέντων τω ονόματι του αγαπητού σου υιού, κυρίου δε ημών Ιησού Χριστού, και απάλλαξον ημάς, τον νέον Ισραήλ, το βασίλειον ιεράτευμα της Ισμαηλίτιδος τυραννίδος˙ ενίσχυσον και ενδυνάμωσον ημάς, και τούς ευσεβάστους και θεοφύλακτους ημών Πρίγκιπας και Ηγεμόνας (εννοεί τους Υψηλάντας) και τον φιλόχριστον Στρατόν τη δυνάμει του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, κατατροπώσαι τούς εχθρούς της αγίας σου εκκλησίας, και αναφανήναι νικητάς και τροπαιούχους εναντίον των απογόνων της Άγαρ.
Επί σοί τας ελπίδας ανατιθέμεθα, Κραταιέ εν πολέμοις, ορθώς λατρεύοντες σε τον μόνον Θεόν, και σωτήρα ημών˙ φώτισον ημάς μιμητάς γενέσθαι και οπαδούς του αληθούς θεράποντός σου ευσεβούς βασιλέως Κωνσταντίνου, και αξίωσον ακούσαι της ουρανίου εκείνης φωνής «εν τούτω νικάτε, απόγονοι Ελλήνων οι χριστώνυμοι, και της ορθοδόξου εκκλησίας ευσεβή τέκνα, και καταβάλλετε τους άθεους Αγαρηνούς», όπως και ημείς οι τεταπεινωμένοι αξιωθώμεν της ποθητής ημών ελευθερίας, δοξάζοντες τo παντοδύναμον όνομά σου του Πατρός και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΟΝ
Ο Ουρανόν τοις Άστροις
Τους μη την σην εικόνα, Παρθένε, ασπαζομένους, και του υιού σου και Θεού, εκ πίστεως ειλικρινούς, κατάβαλε άθεους και τη γεέννη παράδος.
Στιχηρόν ήχος πλ. ά.
Χαίροις ασκητικώς αληθώς.
Δεύρο, μήτερ Χριστού, προς ημάς, σου δεομένους, συμπαθούς επισκέψεως, και ρύσαι κεκακουμένους, τυραννικαίς απειλαίς, και δεινή μανία των Αγαρηνών˙ δι' ους ως αιχμάλωτοι, και γυμνοί διωκόμεθα, τόπον εκ τόπου συνεχώς διαμείβοντες και πλανώμενοι, εν σπηλαίοις και όρεσιν˙ οίκτειρον ούν Πανύμνητε, και δος ημίν άνεσιν, παύσον την ζάλην και σβέσον την καθ' ημών αγανάκτησιν, Χριστόν δυσωπούσα, τον παρέχοντα τώ κόσμω το μέγα έλεος.
[…] Πολλοί μάλιστα Τούρκοι εσοφίζοντο διάφορα πράγματα, αλλά ένα από τα περιεργότερα είναι το ακόλουθον. Έστειλαν μίαν ημέραν εις τον Δεσπότην Έλους Άνθιμον ένα Τούρκον, ο οποίος εγνώριζε καλά και την γλώσσαν μας και τας θρησκευτικάς μας τελετάς. Αυτός, καθώς επήγεν εις την Μητρόπολιν εζήτησε να προσκυνήση τον Δεσπότην, και ο Έλους διέταξε και τόν έμβασαν εις την κάμαράν του, όπου έκαμνε τον άρρωστον δια να μην υπάγη με τους άλλους αρχιερείς εις την Τριπολιτσάν. Ευθύς καθώς εμβήκεν έπεσε και τον επροσκύνησε και του είπε, Δεσπότη μου, θέλω να εξομολογηθώ εις την Πανιερότητά σου ως χριστιανός ταις αμαρτίαις μου.
Ο Έλους του έδωσε την άδειαν, και ευθύς άρχισε και έλεγε ταις αμαρτίαις του με κλαύματα και με πολλήν προσποιητικήν κατάνυξιν, και τέλος του είπε «πότε θά έλθη, Δεσπότη μου, η αγία εκείνη ώρα να πάρωμε τα άρματα, δια να σκοτώσωμεν τους απίστους τυράννους μας και να ρουφήξω από το αίμα τους »;
Ο Δεσπότης έκαμε τότε σημεία της Εταιρίας, αλλά καθώς είδεν ότι δεν εννόησε τίποτε, εκατάλαβεν ότι είναι Τούρκος και άρχισε να τον συμβουλεύη και να του λέγη «τέκνον τι λόγια είναι αυτά˙ μη πιστεύεις τα λόγια όπου λέγονται. Ο Θεός έβαλεν εις το κεφάλι μας τον Σουλτάνον δια το καλόν μας, αυτόν τον έβαλεν να μας εξουσιάζη και να ήμεθα πιστοί ραγιάδες του και ευπειθείς, διότι αυτός φροντίζει δια εμάς, επειδή αλλοιώτικα μας κολάζει ο Θεός ·» έπειτα του εδιάβασε την συνειθισμένην ευχήν και τον έστειλεν εις το καλόν.
Ο Μεταμορφωμένος αυτός Τούρκος τα είπεν όλα όσα ήκουσεν από τον Έλους εις τούς Αγάδες, και δια τούτο εκείνοι δεν τον υπωπτεύοντο πλέον και τον άφησαν ως άρρωστον να μην πάη εις την Τριπολιτσάν. Τοιαύτα πολλά εγίνοντο μέχρις ότου αρχίση η επανάστασις.
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
ΥΠΟ ΦΩΤΑΚΟΥ - ΑΘΗΝΑ 1858 (σελ. 7-8-9, 11-12)
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
1. Η εξέγερση στη Σερβία και ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1806-12: Οι αρχές του 19ου αιώνα χαρακτηρίζονται ταραγμένη εποχή για τη Βαλκανική και την Ανατ. Μεσόγειο. Μετά την επανάσταση των Σέρβων στην περιοχή του Βελιγραδίου, επιδεινώθηκαν οι Ρωσοτουρκικές σχέσεις, καθόσον η Ρωσία διεκδικούσε την προστασία των απανταχού καταπιεζόμενων Ορθοδόξων. Αυτό οδήγησε στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806-12. Έτσι και στον ελλαδικό χώρο (Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα) οι αρματολοί, ενθαρυνόμενοι από τις διεθνείς εξελίξεις, είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα, ενώ οι διωγμένοι στα Επτάνησα Σουλιώτες είναι έτοιμοι για επαναστατική δράση.
2. Το ξέσπασμα: Όταν ο ναύαρχος Σενιάβιν επικεφαλής ρωσικού στόλου εμφανίστηκε στο Αιγαίο, και συγχρόνως απελευθερωνόταν η Πάργα “οι καρδιές όλων των Ελλήνων από τον Ισθμό και πάνω, σκίρτησαν”. Με την έναρξη του πολέμου, ο πονηρός Αλή πασάς αφαίρεσε κάθε δικαιοδοσία από τους αρματολούς της περιοχής των Αγράφων, υποψιαζόμενος πιθανές στάσεις. Την ίδια περίοδο οι αρματολοί του Ολύμπου, έχοντας συντονιστή το Νικοτσάρα διώχνουν όλους τους Αλβανούς φύλακες των κλεισούρων (δερβέν-αγάδες) της περιοχής. Νοτιότερα ο Κατσαντώνης και ο Κίτσος Μπότσαρης επικεφαλής ενόπλου σώματος 500 ανδρών πέρασαν στη Δυτική Στερεά και συνέτριψαν πολλαπλάσια τουρκική στρατιωτική δύναμη στην περιοχή του Κλινοβού. Ούτε η είδηση της συμφωνίας προσωρινής κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ρώσων και Τούρκων, ούτε η ενδυνάμωση του Αλή έκαμψαν το φρόνημα των επαναστατών. Έτσι ο Κατσαντώνης κι ο Μπότσαρης συνεχίζουν τη νικηφόρα εκστρατεία τους στην Αιτωλοακαρνανία, ενώ οι κλεφταρματολοί του Ολύμπου μπαίνουν σε καράβια και γίνονται πειρατές των παραλίων του Αιγαίου, προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να δείξουν τις αδυναμίες της οθωμανικής διοίκησης, παρακινώντας συγχρόνως τους υποδούλους σε γενικευμένη επανάσταση.
3. Ο Βλαχάβας: Την ίδια περίοδο αρματολός στα Χάσια ήταν ο Ευθύμιος Βλαχάβας, γιος του επίσης αρματολού Θανάση Βλαχάβα ή Μπλαχάβα (1700-1795), που απολάμβανε προς το παρόν της εμπιστοσύνης του Αλή. Ο Βλαχάβας γεννήθηκε στο χωριό (Παλιά) Σμόλια των Τρικάλων (Αγριελιά) και ήταν γιος αρματολού των Χασίων. Το σώμα των αρματολών των Χασίων αποτελούνταν από 60 περίπου άνδρες υπό την ηγεσία του παπα-Θύμιου και των αδελφών του. Ο Βλαχάβας και οι άνδρες του μισθοδοτούνταν από το βιλαέτι των Τρικάλων έχοντας καθήκον να προστατεύουν την ευρύτερη περιοχή από της είσοδο ληστών. Ο Βλαχάβας όμως φαίνεται πως είχε έλθει σε συνεννόηση με τους περίπου 3000 Έλληνες ενόπλους που βρίσκονταν στα Επτάνησα, οι περισσότεροι των οποίων ήταν Σουλιώτες, κάτω από ρωσική διοίκηση, καθώς και με Έλληνες φυγάδες-πειρατές του Αιγαίου. Άλλωστε ένα ταξίδι του το 1807 στο Αιγαίο, φαίνεται πως αποσκοπούσε στη συνάντηση με τους καπεταναίους αυτών των πειρατών. Είναι πιθανό στο ίδιο αυτό το ταξίδι του να συναντήθηκε με το ναύαρχο των Ρώσων Σενιάβιν, που μόλις είχε καταναυμαχήσει στις ακτές του Άθωνα τον τουρκικό στόλο (19/6/1807). Όμως φαίνεται ότι δεν είχε να περιμένει και πολλά από τους Ρώσους, διότι, κατά διαταγή του τσάρου, ο Σενιάβιν υπέγραψε στις 12/8 του ίδιου έτους ανακωχή με τους Οθωμανούς. Άρα το πιο πιθανό φαίνεται ότι στο διάστημα αυτό συσκέφθηκε με τους αρματολούς και κλέφτες των νησιών (Β. Σποράδων) εξηγώντας τους κάποιο σχέδιο κοινής δράσης εναντίον των Τούρκων και όχι ότι εξασφάλησε υποσχέσεις βοήθειας απ' τους Ρώσους. Το χειμώνα του 1807 ο Βλαχάβας επέστρεψε στα λημέρια του και λίγο αργότερα, στις 11/1/1808 άρχισε τις συνεννοήσεις με άλλους αρματολούς και κλέφτες των Θεσσαλικών και όχι μόνο περιοχών. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε και την πληροφορία του Σάθα ότι στις αρχές του ίδιου έτους ήρθαν στον Όλυμπο Ρώσοι απεσταλμένοι που έφεραν επιστολές του αρχιεπαναστάτη των Σέρβων Καραγεώργη και του ελληνικής καταγωγής συμβούλου της ρωσικής κυβέρνησης Ροδοφοινίκιν, με τις οποίες παρακινούσαν τους Έλληνες να μιμηθούν τους ομοδόξους τους Σέρβους και να ξεσηκωθούν.
4. Η εξέγερση: Στα μέσα Φεβρουαρίου ο Βλαχάβας συγκάλεσε συνέλευση όλων των καπετάνιων, οι οποίοι συμφώνησαν στον ορισμό του ίδιου ως αρχηγού της επανάστασης. Συγχρόνως διάφοροι καπετάνιοι άρχισαν να συζητούν με ομολόγους τους της Στερεάς Ελλάδας αλλά και Τούρκων της Λάρισας και των Τρικάλων για συμμετοχή στον αγώνα κατά της τυραννίας του Αλή πασά. Λίγο αργότερα στη νέα συνέλευση, περισσότερων αυτή τη φορά καπεταναίων, αποφασίστηκε η μέρα ξεσηκωμού να είναι, για λόγους συμβολισμού, η 29η Μαΐου. Ο Leake, που ζούσε στο περιβάλλον του Αλή, αναφέρει ότι ο Βλαχάβας άρχισε την επανάσταση σκοτώνοντας παντού τους Τούρκους. Ο Κασομούλης όμως, πιο ενημερωμένος, διαφωνεί και μας ενημερώνει ότι σκοπός του παπα-Θύμιου ήταν η εξόντωση των Αλβανών δερβεναγάδων, που ήταν στη δούλεψη του Αλή και οι οποίοι καταπίεζαν και βασάνιζαν αδιάκριτα Χριστιανούς και Οθωμανούς. Γι' αυτό και προσπάθησε να προσεταιριστεί ακόμα και τους πλούσιους γαιοκτήμονες-αγάδες του θεσσαλικού κάμπου, που πάντως δεν δέχτηκαν να τον στηρίξουν. Έτσι ο Θύμιος και Θεοδωράκης Βλαχάβας μαζί με τον καπετάνιο του Δομένικου Γιώτα Τζίμου άρχισαν να εξοντώνουν τα οπλισμένα αλβανικά σώματα της περιοχής και τους σουμπάσηδες (επιστάτες των κτημάτων των τσιφλικιών του Αλή και καταπιεστών των κολίγων), σαν κοινούς εχθρούς Χριστιανών και Οθωμανών. Μαζί με τα σώματα του Βλαχάβα πολεμούσαν και ορισμένοι Οθωμανοί καθώς και λίγοι Αλβανοί, πολιτικοί αντίπαλοι του Αλή. Ο Βλαχάβας είχε συνεννοηθεί με τον αρματολό του Μετσόβου Δεληγιάννη ή Τσάπα και του έδωσε οδηγίες να καταλάβει τα περάσματα του Μετσόβου για να μην επιτρέψει στον Αλή να στείλει στρατεύματα στην επαναστατημένη Θεσσαλία. Την ίδια οδηγία έδωσε και στον καπετάνιο Ευθ. Στουρνάρη, στον οποίο ανατέθηκε η φύλαξη των διαβάσεων της Ν. Ηπείρου προς τη Θεσσαλία. Ο Σάθας πιστεύει ότι ο Δεληγιάννης πρόδωσε τα σχέδια του Βλαχάβα την 1η Μαΐου, πάντως γεγονός είναι ότι ο Δεληγιάννης επέτρεψε τη διέλευση απ' τα “φυλασσόμενα” στενά του Μουχτάρ πασά, γιου του Αλή, που έχοντας τεθεί επικεφαλής 6.000 Αλβανών, πέρασε στη Θεσσαλία καταστρέφοντας τις επαναστατημένες περιοχές σε Τρίκαλα και Καλαμπάκα. Ο Αλής, πονηρός καθώς ήταν, εφάρμοσε κι ένα άλλο σχέδιο: έδωσε ρητή εντολή στο μητροπολίτη της Λάρισας Γαβριήλ να μεταβεί στις επαναστατημένες περιοχές και να μεταπείσει τους εξεγερθέντες. Έτσι ο Γαβριήλ άρχισε τις παραινέσεις προς το λαό, με αποτέλεσμα να εισακουστεί απ' το απλό ποίμνιό του, που δεν συνεργάστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του με τους επαναστάτες. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Καστράκι της Καλαμπάκας στα τέλη του Μαΐου του 1808 και κράτησε μια ολόκληρη μέρα. Εκεί οι Τουρκαλβανοί στρατηγοί του Αλή, Βελή μπέης και Μπεκίρ αγάς, όρμησαν από τα Τρίκαλα και άρχισαν να συγκρούονται με τις δυνάμεις του Βλαχάβα. Μετά από δυο-τρεις ώρες κατέφθασαν και οι ενισχύσεις του Μουχτάρ απ' τα Γιάννινα. Έτσι ενισχυμένα τα τουρκικά στρατεύματα συνέχισαν με μεγαλύτερη ένταση το σφυροκόπημα των θέσεων των Ελλήνων, μέχρι που έπεσε το σκοτάδι. Ανάμεσα στους Έλληνες νεκρούς της μάχης ήταν και ο Θεοδωράκης Βλαχάβας. Την ίδια νύχτα βλέποντας ότι τα στενά του Μετσόβου είχαν ανοίξει για τον Αλή και φοβούμενοι νέες επικουρίες των εχθρών οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου κι ο παπα-Θύμιος αποφάσισαν να υποχωρήσουν από τις ορεινές διαβάσεις προς τον Όλυμπο κι από εκεί για να μην την “πληρώσουν” οι αθώοι χωρικοί της περιοχής, πέρασαν με καράβια στα νησιά-ορμητήριά τους Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο. Ο Βλαχάβας, όπως κι οι άλλοι οπλαρχηγοί, από τα νησιά των Β. Σποράδων άρχισε καταδρομές εναντίον των Τούρκων του Αιγαίου. Την ίδια εποχή μαρτύρησε κι ο μοναχός Δημήτριος (άγιος Δημήτριος εκ Σαμαρίνης), επειδή κατηγορήθηκε ότι παρέσυρε το λαό προς τους επαναστάτες του Βλαχάβα.
5. Το τέλος του Βλαχάβα: Ο καπουδάν-πασάς Σεγίδ Αλή, βλέποντας τα προβλήματα που δημιουργούσε με τις επιδρομές του ο Βλαχάβας, πρότεινε αμνηστεία στο Βλαχάβα αρκεί να συνθηκολογούσε και σταματούσε τη δράση του. Όμως αυτό ήταν απλώς ένα δόλωμα. Ο Βλαχάβας δέχτηκε, αλλά ο Καπουδάν πασάς τον παρέδωσε στον Αλή για τα ... περαιτέρω. Εκείνος τον φυλάκισε βασανίζοντάς τον καθημερινά επί τρεις μήνες κι έπειτα τον έδεσε για δυο μέρες σ' έναν πάσαλο στην αυλή του σεραγιού του, αφήνοντάς τον εκτεθειμένο στις βρισιές, τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις του φανατισμένου όχλου. Ο πρόξενος της Γαλλίας στην αυλή του θηριώδη Αλή, Πουκεβίλ, παρακολούθησε από κοντά τα βάσανα του αλύγιστου ιερέα. Λέει στο κείμενό του ο Γάλλος διπλωμάτης: “Το μαρτύριο και η επανάσταση του Βλαχάβα προετοίμαζαν το θρίαμβο ενός ασθενικού θνητού, που μοναδικό του όπλο είχε την προσευχή και την πραότητα, ενός από 'κείνους τους Λειτουργούς του Χριστού, τους προορισμένους να στηρίζουν τους δειλούς στους κλυδωνισμούς του κόσμου και που το αίμα τους, καθώς ανακτεύεται με το αίμα του πολεμιστή, ξαναφέρνει μέσω του μαρτυρίου την τιμή του χριστιανικού ονόματος στην πρώτη του λαμπρότητα.” Ο παπα- Βλαχάβας φονεύτηκε με φρικτό τρόπο και τα μέλη του διαμοιράστηκαν στον οθωμανικό όχλο που τα περιέφερε ως λάφυρα στα στενά των Ιωαννίνων.
Από τους ποιητές της αναγεννημένης Ελλάδας, πρώτος ο Παν. Σούτσος ύμνησε τον ένδοξο Θεσσαλό ιερέα-επαναστάτη. Μετά απ' αυτόν ο εθνικός ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης περιέγραψε συγκινητικά το μαρτύριο του μεγάλου εθνομάρτυρα:
- Γίνεσαι Τούρκος βρε παπά, κι ούλα στα συμπαθάω.
- Ρωμιός εγώ γεννήθηκα, Ρωμιός θενά πεθάνω.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...