Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η διαμάχη - πολιτική αρχικά, σχεδόν αποκλειστικά ιστορικής μορφής στη συνέχεια - σχετικά με τα πεπραγμένα του Βενιζέλου και με το προβάδισμα της θετικής ή αρνητικής «προσφοράς» του στη χώρα κατά τα πολυτάραχα είκοσι πέντε περίπου χρόνια της ανάμειξής του στη κεντρική (αθηναϊκή) πολιτική σκηνή θα ήταν περίεργο, αν δεν κάλυπτε το θέμα της οικογενειακής του καταγωγής. Και αυτή, όπως ακριβώς και η προσωπικότητά του και το έργο του, στάθηκε αμφιλεγόμενη, αφού υποστηρίχτηκαν απόψεις, ετερόκλητες, συγκρουόμενες, και με σημαντική απόσταση η μία από την άλλη[1] καθώς δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία.
Μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων η ηττημένη Οθωμανική αυτοκρατορία αποφάσισε να ενισχύσει τον στόλο της. Ο βασικός κατά θάλασσα αντίπαλός της ήταν η Ελλάδα η οποία αποφάσισε να ενεργήσει ανάλογα, αγοράζοντας δύο αμερικανικά θωρηκτά pro-dreadnought και παραγγέλλοντας δύο ελαφρά καταδρομικά και νέα αντιτορπιλικά στη Βρετανία, ένα θωρηκτό στη Γερμανία και ένα στη Γαλλία.
Το Γενικό Επιτελείο Στρατού, ανακοινώνει ότι την Πέμπτη 4 Απριλίου 2019 και ώρα 18:00, θα πραγματοποιηθεί στη Λέσχη Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων παρουσίαση του δίτομου έργου του ΓΕΣ/Δ4 (Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού), με τίτλο «Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο».
Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την κορύφωση του διχασμού στην Ελλάδα. Ουσιαστικά άρχισε το 1915, με την αποπομπή της νόμιμης κυβέρνησης του Ελ. Βενιζέλου από τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Αφορμή ήταν η πορεία της Ελλάδος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Βενιζέλος υποστήριζε την ένταξή μας στην Αντάντ, ο βασιλιάς προτιμούσε την ουδετερότητα. Η Ελλάδα χωρίστηκε τότε στα δύο. Στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1915 απέσχε το Κόμμα των Φιλελευθέρων...
Η βασιλική κυβέρνηση, που προέκυψε, εφάρμοσε την πολιτική της ουδετερότητας. Με την πολιτική αυτή, τον Μάιο του 1916, γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία και ολόκληρο το Δ΄ Σώμα Στρατού αιχμαλωτίσθηκε και οδηγήθηκε στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας. Εν όψει της απωλείας της Μακεδονίας αξιωματικοί στη Θεσσαλονίκη μαζί με επιφανείς Έλληνες της Μακεδονίας επαναστάτησαν κατά της κυβέρνησης τον Αύγουστο του 1916 και κάλεσαν τους Βενιζελο, Κουντουριώτη και Δαγκλή να σχηματίσουν κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη. Η Ελλάδα το 1916 είχε δύο κυβερνήσεις....
Ο επιτ. Πρόεδρος Εφετών κ. Νικ. Σοϊλεντάκης στην εμπεριστατωμένη μελέτη του «Το κύρος του αναθέματος κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου» (ΕΔΔΔΔ 4/2004, σελ. 721-741) σημειώνει, ότι τόν Νοέμβριο του 1916 η κυβέρνηση των Αθηνών υπέστη εξευτελισμούς και ωμούς εκβιασμούς εκ μέρους της Γαλλίας, ηγετικής δύναμης της Αντάντ. Επιβλήθηκε πολύμηνος αποκλεισμός του Πειραιά και άλλων λιμένων, με συνέπεια τον θάνατο πολλών Ελλήνων από πείνα, βομβαρδίστηκε η Αθήνα και Γαλλική στρατιωτική δύναμη επιχείρησε να καταλάβει τα ανάκτορα των Αθηνών. Αποτέλεσμα να υπάρξει σύγκρουση με ελληνικές δυνάμεις στο Ζάππειο, με πολλά θύματα.
Στην κατάσταση αυτή οι βασιλικοί της Αθήνας κατηγόρησαν τους επαναστάτες της Θεσσαλονίκης για προδοσία και υπεύθυνους για τα όσα υπέστησαν από τους Γάλλους. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1916 προκάλεσαν συλλαλητήριο στο Πεδίο του Άρεως και το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου. Την προηγούμενη ημέρα (11 Δεκεμβρίου 1916) ο Μητροπολίτης (Σημ. Αργότερα ονομάσθηκε Αρχιεπίσκοπος) Αθηνών Θεόκλητος (Μηνόπουλος) προέβη σε συστάσεις να αναβληθεί το ανάθεμα. Τελικά τα μέλη της Ιεράς Συνόδου (Ι.Σ.) συμμετέσχον στο συλλαλητήριο και στο ανάθεμα.
Όταν οι σύμμαχοι απέπεμψαν τον βασιλιά Κωνσταντίνο, η κυβέρνηση Βενιζέλου επέβαλε ως Μητροπολίτη Αθηνών τον Μελέτιο Μεταξάκη και οι επίσκοποι, οι συμμετασχόντες στο ανάθεμα, τιμωρήθηκαν αυστηρά. Το 1920 επέστρεψαν στην εξουσία οι βασιλικοί και επανήλθε στο θρόνο των Αθηνών ο Θεόκλητος. Το 1922 και μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας η βενιζελική επαναστατική κυβέρνηση επέβαλε, με αριστίνδην Σύνοδο εκ πέντε Αρχιερέων, τον βενιζελικό Αρχιμ. Χρυσόστομο Παπαδόπουλο ως Αρχιεπίσκοπο (Σημ. Επί των ημερών του έτσι ονομάστηκε) Αθηνών. Ο Χρυσόστομος, το 1930, σε προσωπική του επιστολή προς τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, τον ενημερώνει ότι η Ι.Σ. δεν προέβη σε αναίρεση της πράξης του αναθέματος, ως εκκλησιαστικώς ανύπαρκτου. Η Ιεραρχία απλώς αρκέσθηκε να επικαλεσθεί υπέρ του «την ευλογίαν του Υψίστου και να του επιδώση επισήμως τον Τίμιον Σταυρόν». Το θέμα τότε, το 1930, θεωρήθηκε λήξαν και από τον ίδιο τον Ελ. Βενιζέλο. Τώρα, μετά από 100 χρόνια από το ανάθεμα και 86 από την επιστολή του Χρυσοστόμου, στην Κρήτη επιχειρείται η αναβίωση του αναθέματος και του μίσους του διχασμού...
Η επέτειος του διχασμού θάπρεπε να ήταν ευκαιρία για περισυλλογή, αυτοκριτική και απόφαση για αποφυγή στο μέλλον παρόμοιων καταστρεπτικών καταστάσεων. Η απόσταση των 100 ετών από τα τραγικά γεγονότα θάπρεπε να οδηγεί σε νηφάλια προσέγγιση του τότε διχασμού και να μη διαιωνίζεται το τότε μίσος. Δυστυχώς σε εκδήλωση στα Χανιά, στις 29 Αυγούστου 2016, κυριάρχησε το διχαστικό πνεύμα και η εμπάθεια σε βάρος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Πρόσχημα το ανάθεμα, το οποίο υπερτονίστηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις πέντε ομιλίες για τα γεγονότα του 1916 οι τέσσερις ήσαν όχι για τα όσα γενικά συνέβησαν, αλλά για το ανάθεμα! Οι ομιλητές (πλήν ενός, του κ. Νικ. Σοϊλεντάκη) αναβίωσαν τα πάθη του παρελθόντος. Στην Κρήτη του 2016, επιχειρήθηκε να αναμοχλευτεί ο εθνικός διχασμός και να πληγεί η Εκκλησία της Ελλάδος.
Η μομφή από συγκεκριμένους κληρικούς και λαϊκούς ήταν ότι η Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος συμμετέσχε στο ανάθεμα κατά του Ελ. Βενιζέλου, γιατί ήταν «βασιλική», «συντηρητική» και «οπισθοδρομική», ενώ το Φανάρι και η αυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης ήταν «βενιζελική», «δημοκρατική» και «προοδευτική». Είναι η γνωστή προπαγάνδα του εκκλησιαστικού και εθνικού διχασμού. Η Κρήτη τότε είχε και τους «βασιλικούς» της Μητροπολίτες, με πρώτο τον Μητροπολίτη Ηρακλείου...
Η προπαγανδα κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος για το ανάθεμα μοιάζει με αυτή των αθέων σε βάρος των Πατριαρχών Αγίου Γρηγορίου του Ε΄και Αγαθαγγέλου του Α΄. Ο πρώτος, το 1821, αφόρισε τον Αλεξ. Υψηλάντη και ο δεύτερος, το 1828, ζήτησε από τους μόλις απελευθερωθέντες Έλληνες να επιστρέψουν στο ζυγό του Σουλτάνου! Ο αντικειμενικός ιστορικός και στις τρεις περιπτώσεις οφείλει να εξετάζει τις συνθήκες υπό τις οποίες εγένοντο οι συγκεκριμένες ενέργειες και τα αποτελέσματα, που θα είχε η άρνηση της εντολής του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη ή του εξαγριωμένου πλήθους στην Αθήνα.
Είναι λυπηρό πως η εμπάθεια σε βάρος της Εκκλησίας της Ελλάδος νοθεύει την κρίση κληρικών και λαϊκών και τους κάνει, ως μη ώφελε, να χρησιμοποιούν την Κρήτη για να διχάσουν πάλι τους Έλληνες. Τους Έλληνες όλους και όχι τους Έλληνες και τους «ελληνόφωνους» Κρήτες, όπως επιμένει Ιεράρχης της Κρήτης, ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, προσβλητικά να τους αποκαλεί.-
Πηγή: Ακτίνες
THE CIVIL-MILITARY SITUATION IN THE BALKANS ON THE EVE OF WORLD WAR I -
THE REASONS OF GREECE’S NEUTRALITY IN RELATION TO THE POSITION OF THE OTHER BALKAN STATES AND THE GREAT POWERS
PREFACE
The disintegration of the old Ottoman Empire started in the 19th century with the Greek war of independence and continued rapidly throughout the 19th century and at the beginning of the 20th century.
The Christian population of the Balkan Peninsula, often cruelly, started to breathe the air of freedom. Crete on the Greek side was finally autonomous, while Macedonia was on the road to liberation.
The last Russian-Turkish war had ended with Turkey’s defeat and uttermost achievement the treaty of St. Stefano in 1878. This marked the beginning of the Bulgarian claims in Macedonia. The struggle that the Greek State undertook unofficially against the Komitadji was a fight for the survival of Hellenism in their ancestral homes. However, the newly established Bulgarian State was the bone of contention mainly between the Russians and the rest of the Great Powers, which did not take kindly to the Slavic descent in the Aegean and in the Mediterranean in general. So, the competitors made a higher bid on territorial benefits to go into partnership with the Bulgarians. In this light, one can explain the complete inactivity of the Great Powers regarding the violent dehellenisation and integration of East Rumelia (Northern Thrace) in the new state.
THE PERIOD BEFORE 1909
The Ottoman Empire was for a hundred years on the surgical table of partition and the lance was now close to its heart: Constantinople. The expected reaction of the “patient” regarding death was the chauvinistic in essence move of the Young Turks(27 July1908).
Austria-Hungary kept Bosnia-Herzegovina. There intervened the Berlin Treaty followed which abolished the Treaty of St. Stefano. The Bulgarian Sovereign Ferdinand, taking advantage of Austria-Hungary’s fervent wish to reverse the Berlin treaty to annex Bosnia-Herzegovina, gained its support for his country’s independence. So, on 5 October 1908, he declared Bulgaria’s independence in Tirnovo, which until then was paying tribute to the Sultan. With the intervention of the Western Powers and especially Russia, a Bulgarian-Turkish war was prevented and Russia renounced the total amount of compensation that Turkey owed to it, after the Russian-Turkish war of 1877. So, the defeated Turks, with no other alternative, accepted the severance, in the framework of the Czar’s “polite pressure-offer”. It is obvious that the next level of conflicts would go further south: to Macedonia. Pan-Slavism emerged as the most dangerous enemy of Hellenism.
STRUGGLES OF THE GREAT POWERS IN THE BALKAN PENINSULA-INTERNATIONAL CORRELATION
The Berlin Treaty, which abolished the one of St. Stefano, essentially inaugurated the policy of Pan-Germanism (Drang nach Südosten). But this policy seemed then a more remote danger, if not an unlikely ally against Slavism, especially after the official statement of the German Kaiser Wilhelm II -during his visit to Corfu- that neither he nor Austria would allow the descent of the Bulgarians in the Aegean.
Entente Cordiale was established after an English-French agreement regarding the boundary of the regions of influence of the two states in the Mediterranean. Germany felt cornered. Russia’s accession to the Entente Cordiale revealed the preference of the latter to reinforce Pan-Slavism as a counterbalance of Germanism in the Balkans, as the French ambassador Reval stated emphatically to the Greek King George I, after the meeting between the English King Edward VI and the Czar Nicholas II.1 As a knee-jerk automatic reaction, Germany, with Italian support, approved the establishment of the state of Albania, in order to impede the pro-Entente Cordiale Serbians from controlling the Adriatic and to blockade this passage for them (Berlin Treaty).
From then on, Austria-Hungary would mainly focus on the Balkan Peninsula, since after Sadova and the Berlin treaties, it was given the authority over Bosnia-Herzegovina.
Germany’s partner, Austria-Hungary, depended on Romania to the East and on Italy to the West. The Triple or Quadrilateral Alliance was becoming active and George had to find support there as well. The ambassador and subsequent Minister of Foreign Affairs of Austria-Hungary, baron Alois von Aehrenthal, inaugurated the Mitrovica to Skopje railway. Thessalonica was only a few hours away. Germanism and Slavism had already man their battle stations. The crisis threatening world peace was stirred up by the existence of Slavic populations in Austria-Hungary, which were hostile towards their masters. In November 1907, the cession to Bagdad-bahn Company of the exploitation rights of Konya valley corresponded to the indirect colonisation of Anatolia. The Berlin Treaty had not definitively detached Bosnia-Herzegovina from Turkey, as it was conceded to Austria-Hungary for only 25 years. The latter was authorised to militarily occupy Novi Pazar. This time period had elapsed in 1903 and the territory had to be returned to Turkey. Of course, the Great Powers are not bound by their signatures and seals. So, on 15 September 1908, in Bulovic-Moldavia, baron Alois von Aehrenthal agreed with the Russian Minister of Foreign Affairs, Count Alexander Petrovich Izvolsky or Iswolsky, that Austrian -Hungary could keep the above regions as an exchange for the concession of guardianship and attachment of Bulgaria to the Pan-Slavic chariot.
GREECE’S POSITION-POLICY TOWARDS THE GREAT POWERS
Despite the strong Turkish protests for the above fait accompli (26 February 1909, signature of protocol for the finalisation of the annexation), the shock was more distressing for Serbia, because its national hopes were cancelled due to its separation from Montenegro and it felt suffocated by Germanism expansion. So, it was forced to sign the humiliating directive on 31 March 1909.
With their might rising, Germany/Austria-Hungary descended unrestrained towards the Aegean.
On the other hand, the Greeks worried about the English claims on Crete. Old Albion had occupied Cyprus since 1878 as a balancing move against Slavism, while it desired Souda as well, to ensure the establishment of a series of bases in the Mediterranean (Gibraltar-Malta-Souda-Cyprus).
With the purchase of Achilleion in Corfu by Wilhelm II and the simultaneous settlement of George I in Mon Repos, who declared himself satisfied regarding his contact with Wilhelm II, the French ambassador wrote to Paris: “The Kaiser’s (Wilhelm) visit that came to drive a topographical stake in the Greek territory, was not without some positive outcome”. 2 Every move, no matter how negligible it seems, symbolises something. England did not take kindly to the very frequent crossings of the German naval units in the Mediterranean sea, which did not neglect to lie at anchor in Corfu as well, due also to Wilhelm’s relationship to George (later Queen Sophia was his sister). The latter influenced of course to a degree Greek foreign policy, but Germany avoided presenting itself as a force committed to the Greek national objectives. Of course Greece believed in the kind “services” of Germany to resolve the issue of Crete (Greek Minister of Foreign Affairs Baltatzis).
The issue of Crete
We will cover this issue in great detail, because it became the catalyst and the field of policy implementation of the Powers in the East Mediterranean. It also shaped to a large extent the equilibrium and the policy of the Balkan states during the 15 years before the outbreak of World War I.
Crete became autonomous in 1897 under the suzerainty of the Sublime Port and as first high commissioner -upon Powers decision- Prince George. After his resignation in 1906, Alexandros Zaimis was appointed as his successor. Everyone realised that the union was to be gradually attained as a ripe fruit. For this to be accomplished peacefully and to ensure their presence/interests there, Entente Cordiale Forces occupied the island with their troops. Germany and Austria-Hungary avoided participation, because they did not want to annoy the Sultan. In the course of time, it was decided to conclude the occupation on 24 July 1909. But this withdrawal did not necessarily mean self-determination and by extension union with Greece, as the Young Turks emphasised, whose the coup had prevailed in Turkey since 1908. It was preceded by the events in Bulgaria and Bosnia-Herzegovina and the Powers did not rush to make any decision, which would irritate Turkey even more. On 6 October 1909 however, the Cretans declared the union of Crete with Greece. The Powers stated that the union was under their conditional consent. The Young Turks realising the delaying tactics of the Great Powers, created a frenzied rage regarding the issue. Having withdrawn from the other fronts they needed a success as a balance. They kept a position of uncompromising resistance, to proceed at the right moment to a counter-attack. They used the known system of the policy of “national will”: public events, arranged to get out of hand and thus of great political outcome and strong impact. It was a “real campaign”, 3 according to the French consul in Constantinople, Luis Sting. As he was informed by a Young-Turk official, Greece increased its army in numbers and its geopolitical power with Crete, threatening the security of the Straits and coasts of Asia Minor and this could not be accepted by Turkey. So, Greece came under pressure from all sides to keep an “impeccable position” as: England and France were buttering up and scolding the Young-Turks, and at the same time, by criticising them for their favorable attitude towards Germany. Italy was unreliable. Russia supported Bulgaria, whose interests were opposite to the Greek ones. So, Turkey managed to refer the issue to the Greek calends. The Greek public opinion was greatly displeased … Because of this, George expressed his bitterness to the ambassadors of England and France:” The dynasty suffered the damage because of the 1897 calamity and owes its rescue to Crete’s independence. However, it is imperative that this autonomy keep its promises, otherwise the dynasty’s prestige will be irreparably undermined.” 4 He did not hesitate to stress that if he was deceived by the Powers, he himself would not deceive his people and announced his intent to resign.
The Turks kept up the issue with rage, threatening all the Greeks of the empire. The Kaiser in Brindisi made earnest philhellenic statements. But the Minister of Foreign Affairs of Austria-Hungary, baron Alois von Aehrenthal, immediately stated to the English ambassador in Vienna: “I did not wish to confront the Kaiser as far as his philhellenic enthusiasm is concerned, which I hope is temporary, but I can assure you that neither the German government nor our government agrees with his views and they are not going to allow unwisely new complications to the east, due to the feeling of love towards the Greek people”. 5
The words of the Greek Minister of Foreign Affairs, George Baltatzis, to the French ambassador were prophetic: “Believe me, the reason for the undue attention in Constantinople about the issue of Crete which is unimportant to them is to inflame the popular feeling against us. Their objective is to destroy the Greeks. The Young Turksare afraid of them, both because they are so many inside Turkey and because it is impossible to constitutionally organise their country, without granting the Greeks an important position. As they do not wish to give them anything they are entitled to, they will try to crush them by force. They use Crete as an excuse to declare the war, not only against the Hellenic Kingdom, but against all Greeks as well”. 6 However the Powers approved the Turkish flag flying even after their withdrawal from the island, which was supervised as flag display by a Turkish flotilla. But nothing stopped the Cretans from decorating even public buildings and the port of Chania with the Greek flag, a fact which irritated the Turks. Things were getting worse by the minute, as there were indications of troop movements in Thessalonica: the Turkish Army wanted war and the New Turks needed it. The Hellenic government held an impeccable position; it did not provoke. Nevertheless, the Cretans did not lower the flag, until the Powers did it forcibly from Chania port, by a 250-strong Marine contigent that raised Turkish flag. In Constantinople, fully satisfied, they discussed the deployment of a naval force to Souda, to maintain the Turkish flag and transform the port into a Turkish or Turkish-British or Turkish-German Gibraltar. The battle of influences culminated around the Young Turks, who played at all levels: occupation of strategic positions in view of the oncoming colossal conflict.
Under these circumstances, Greece’s fate was uncertain. It was not just about Crete only but about all the Greeks. In times like these everyone realises that “the most convincing argument of national causes is the power” (Constantine Paparrigopoulos). The nation suffered an unimaginable agony, because there was nothing it could do. It held responsible those who were taught nothing since 1897, who did not rearm the country, despite the fact that Macedonian Struggle had intervened and the war seemed inevitable.
Turkey, after the military intervention of the Young-Turks, was following the road of rebuilding and regrouping. It was time for the same to happen in Greece: it was a matter of national survival.
The coup of Goudi (15-28 Aug 1909)
This resulted in the coup of Goudi under the leadership of the Military League. The latter claimed and achieved the withdrawal of the Crown-Prince and the other Princes from the Army. George, humiliated, kept the throne with difficulty, with the intervention of the Great Powers. Elections were called, which were not carried out, due to the persistence of the Cretans to send their own representatives. However, a new politician appeared. Eleutherios Venizelos from Crete permanently settled in Athens for the election campaign. When he was elected to the Hellenic Parliament as member, he refuted his Cretan citizenship, due to the intense Turkish reactions. Turkey, regarding the issue of Crete, warned in every possible way that it “was going to sort” its friends. They were many who wanted to side with this power. George complained to the French that: “East Rumelia is continental and Bulgaria swallowed it like a pill. Why the Great Powers do not allow Greece to take Crete into its arms accordingly? It is the only thing that Crete demands.” 7 The reply came out of the mouth of the Minister of Foreign Affairs, M. Stephen Pichon: “Turkey is strong, Bulgaria is power, but Greece is powerless. Therefore, instead of its King complaining, he should ensure his country’s necessary power for action”. 8
The coup of Goudi precisely filled this gap and indeed without bloodshed. The Army and Navy were extremely strengthened and Greece finally faced the Turkish threats of war in an atmosphere of relative calm.
Greek public opinion, despite Venizelos’s uneasy relations with the Palace and its division over the linguistic issue, showed a spirit of national unity. 9 Venizelos was elected with an overwhelming majority as Prime Minister of the country, on 16 December 1910. The Military League had found its political voice.
THE EXISTING INTERNATIONAL CLIMATE-ADVERSARIES
Germany and Austria-Hungary had no intention of interfering with the Cretan issue “if the Powers did not deal with the island’s status quo. The whole case would be differentiated in case of change of its status” (Von Sein). Thus, they profited from the embarrassment of the others regarding the Greek-Turkish matters. The positions of Central Union were strengthened even more, due to the Turkish anti-Greek boycott of 1911 (embargo of Greek ships anchoring in Turkish ports). But in this way the interests of Entente Cordiale countries were also hit, since their goods were traded by such ships. The French ambassador Gabriell Deville wrote from Athens “Germany faces the Greek trade shrinkage favourably, since only the Greeks can compete with them in retail merchandise. Therefore, even if there is no absolute agreement between the members of the Triple Alliance and despite the opposition of Austria and Italy regarding the Greeks who seek an alternative flag for protection, all three have interest to continue the boycott; however, this continuation may cause many risks”. 10
At the same period (1 July 1911), because the Agadir crisis in Morocco, the French-German relations were intense. On 5 October, Italy, on the pretext of its merchants been harassed in Libya, declared war against the Sultan and occupied Tripoli.
The Balkans were set on fire. The Serbs, taking advantage of the situation, invaded Albania. The Hellenic Fleet occupied the port of Volos. The Hellenic army, fully trained and armed by France, definitely would not allow a repetition of 1897.
The French-German crisis ended, while the Italian-Turkish conflict although temporarily contained, relieved Greece from Turkish pressure and the boycott as well (16 November). In the same spirit of smoothing out of bilateral relations, Venizelos refused to accept the Cretan members of Parliament in the Hellenic Parliament.
THE EUROPEAN STRUGGLES IN THE BALKAN CHESSBOARD
The deteriorating crisis, caused by the continuing Italian-Turkish war, resulted in the closure of the Dardanelles, for their protection from the Italian Fleet prevailing in the Aegean. The rest of the Powers, which were hit financially, made a démarche to the Sublime Port, with no effect. The Young Turks invested wisely in the European rivalries, to come out of their difficult position. Then, word got around, regarding a mysterious French-Russian agreement to divide the East.
On 5 May 1912, the Italians completed the occupation of the Dodecanese, where they are seen as liberators: illusions of the Greek population of that region. The rest of Entente Cordiale suspected that the Central Union was behind Italy and as a consequence they could not remain inactive, despite the specific Italian assurances for a temporary occupation. France unrealistically remembered, from the shelf of history, the principle of the Ottoman Empire’s integrity. Russia was completely opposed of course, which strongly desired access to the Aegean Sea. Besides, Russia was the instigator and guarantor of the secret Serbian- Bulgarian agreement (13 March and 29 April 1912, Julian calendar dates), under the framework of which all Balkan Ottoman territory was distributed, including Macedonia unfortunately. So, the successful Macedonian struggle was not enough to save the northern Greek populations.
Greece, drawn by the developments, since nobody wanted it strong and perhaps due to Venizelos government negligence, attempted a “jump to the void” (according to Eleutherios Venizelos saying), without any guarantee for the future achievement of its national goals. So, it acceded to an agreement with Bulgaria (29 May 1912), without, however entering into a relative agreement with Serbia; thus Bulgaria became the core of the “Balkan Alliance”.
BALKAN WARS (BW) – THEIR INTERNATIONAL IMPACT
So, the BW I broke out (Oct 1912-Jan 1913) between Greece-Serbia-Montenegro-Bulgaria on one side and Turkey on the other. Turkey was defeated in all the fronts. The advancing Bulgarian troops reached the region outside Constantinople. The Hellenic Army [and Navy] liberated the Aegean islands, a large part of Epirus and almost all Macedonia, with the Bulgarian side being clearly displeased, because its goal was to enforce the St. Stefano Treaty.
The Greeks entered the co-reigning city as liberators, after 472 years of Ottoman occupation. King George settled in Thessalonica to give emphasis to the importance that the Greek side lent to the city, due to the Bulgarian aggressiveness. Then, George was assassinated by a teacher name Schinas, who committed suicide in prison according to official report. The motives of the assassination are unclear to this day. The heir Victorious Army Commander Constantine became King.
Bulgaria’s expansion intentions led it to attack unprovoked and without declaring war against its two former allies: Greece and Serbia. However, the trends that had been formulated after the end of BW I and due to the pressure of Austria towards Serbia, had already resulted in a Greek-Serbian alliance. Meanwhile, Crete was de facto annexed to Greece.
The English-French were concerned about the Italian occupation of the Dodecanese, despite the assurances to the opposite. The Central Union had been seriously annoyed by the Italian occupation of the Tripoli area in Libya, while at the same time it was astonished by the complete defeat of the Turks, since the victory of the Balkan Christians raised a high barricade in front of Constantinople, blocking their route to the southeast. They would react vigorously, since through the invasion of the Serbian troops to Albania, they were advancing towards Durrës, that is towards the sea, appropriating the Adriatic and blocking Austria’s route towards it.
So, an Austrian-Bulgarian alliance was emerging against Serbia and Greece. On 31 December 1912, Austria-Italy signed an agreement, by which they were bound to create an independent Albania, in which they would maintain equal spheres of influence.
With an Albanian protectorate of Italy near Vlorë, supported by Austria and Germany as vanguard of the Central Union, with the Dodecanese in Italian hands and Asia Minor under German influence, Bagdad was nearer. That meant that Greece would be surrounded from the west and east, even if it had won Crete to the south or Macedonia to the north. Moreover, the battlefield of East Mediterranean was unified.
Therefore, Greece was not in the Great Powers plans and hence ignored. It continued the operations in the Aegean, knowing that likely it will have to make costly territorial concessions, because of the lack of reliable international support. Regarding the “Front” of Macedonia, a favourable coincidence was the lack of Russia’s trust towards Bulgaria, due to the wavering position of the latter.
The statements of the eminent Captain Gotsev, Bulgaria’s military attaché in Rome, addressing his Russian and French counterpart were characteristic: “France and Russia abandoned us in the matter of Thessalonica: They will both be alienated by my country, where for various reasons, they enjoy such great sympathy. This way will be detrimental to their interests, if not directly, in any case in the very near future, because this abandonment, in a matter essential to my country, will push us in the hands of Austria and by extension to the triple Alliance, which supports us in the specific matter and in the framework of confrontation of great interests, it has proved that it is strong enough”. 11
This chaos of political games led to the Treaty of London (30 May 1913). This only achieved to finalise the European territory of the Ottoman Empire (line of Ainos (Enez)-Media along Evros River). Regarding the rest, as far as the territory to the west of this line was concerned, it did not provide to whom and how it would be conceded. Also, it did not specify the status and the borders of Albania, as well as the status of the Aegean islands. Finally, it mentioned the total allied withdrawal from Crete, without any other guidelines. Turkey did not wish to be recorded that Albania was conceded to Greece, while the latter did not accept that Crete to be considered as its “profit” from the BW I. Either way, Crete was Greek in essence before the war and there was no danger of it being claimed by another power, since it fought for the Aegean and Macedonia, which were Greece’s actual profits.
By taking responsibility, the Great Powers could have completed their work and maintained peace. But they chose the role of Pontius Pilate. First and foremost they were preparing for their own Great War and besides, peace requires courage … Would they let all conflicts and all passions break out.
Greece finally was assured that it would keep Thessalonica: this caused frenzied rage in Bulgaria. The Russian public opinion supported Bulgaria and the Czar was accused of submissiveness. The Bulgarian military were not satisfied with Macedonia, Thessalonica, Monastiri: they wanted an exit to the Adriatic. The Great Powers did not dare interfere any more: they retreated to their frozen indifference and they emphatically stressed it. Through self-delusion, they expedited the Great War, instead of solving the Balkan issue at any cost, which would later set fire to the whole of Europe.
Greece was seeking support by both coalitions: it needed Entente Cordiale regarding the islands issue and the Triple Alliance regarding the Epirus and Macedonia issue, since it did not like that wavering Bulgaria would achieve an exit to the Aegean. So, the circumstances matured and the (secret) Greek-Serbian alliance (Thessalonica 1 June 1913) came as a natural consequence, putting Bulgaria in essence on the opposite side, without however raising the possibility of Russian arbitration, which was required by Bulgaria, due to its claims. This Russian interference in the Balkans caused the Triple Alliance’s expected reaction and for this reason it was to its own interest that the Balkan Peninsula problems remain unsolved. The policy of “divide and rule” under these circumstances made things easy for it, since its penetration to the East would cross the “undisciplined” and unpredicted Christian Balkan states as far as their preferences were concerned. Turkey has already promised “earth and water”.
So, on the night of the 29/30 June 1913 (BW II) the Bulgarian Forces attacked Greece and Serbia without declaring war. But in the battles of Kilkis and Gevgeli respectively they suffered complete catastrophe and the two allies advanced into Bulgarian territory. At the same time, Romanian forces crossed the Danube and advanced. Bulgaria now, in a desperate position, turned to Russia, which intervened with a note verbale on 10 July 1913. However the Allies did not take it seriously, since all the Great Powers, despite their fear of a generalised war in the whole of Europe and their will of direct pacification, kept a neutral position, no matter the outcome of war. Constantine’s judgement was right, when he wrote to the Minister of Foreign Affairs, Koromilas, expressing his views on Russia’s intervention. “… We must not forget that the solution that Russia or the other Great Powers could suggest before the war would actually be a seed of war, which would burst inevitably after a few years. The current major advantage is that we shall not have to worry about Bulgaria for the generations to come. This advantage should not be lost. In any case, do not consent to a truce, before consulting me. “Ceretum censeo Bulgariam esse delendam (about everything else, I believe Bulgaria must be obliterated (militarily): a paraphrase of Hannibal’s saying)”. 12 Besides, the genocide methods that the Bulgarian troops implemented in the Greek regions under their occupation were still very recent.
Romania intervened, because it wanted to have a say in the formation of the Balkan balance. In its case, one should seek instigation by France, since, Bucharest followed a policy independently of the Triple Alliance which is of great importance. Under this light, Romania did not wish a Bulgarian supremacy in the Balkans and exploited the fear of the other Powers regarding possible Russian domination.
Turkey, taking advantage of the situation, advanced its troops towards the Ainos-Media line, which was adjudicated in London, while it occupied Andrianople.
This is the time when it is clear that the military power permitted Greece and the rest of the Balkans to have a status of increased political autonomy for the first time.
After the occupation of Sofia’s by the Romanians and the occupation of Adrianople’s by the Turks, the Bulgarians were obliged in the peace Treaty that they signed (29 September 1913), to surrender the territories of Kavala and Andrianople, since only Russia supported them. The rest of the Entente Cordiale and the Central Empires allies did not desire the Slavic descent towards the Aegean. So Constantine’s pertinacity , despite Venizelos’s allusions for submissiveness in the issue of Kavala, triumphed.
THE DIPLOMATIC FRENZY ON THE EVE AND AT THE OUTBREAK OF WORLD WAR I
The clouds of World War I were spreading dangerously and Greece was trying to find support on the two coalitions. The French ambassador in Vienna, Alfred Dumaine, described in detail the dire Greek position of that time, since it needed England against Slavism, France against the Italian Imperialism, maybe Entente Cordiale against the Triple Alliance’s ambitions in the Mediterranean and Asia Minor. The role that Greece had to play was overwhelming, despite its victories.
Both Bulgaria and Turkey were once again the “bone of contention” for the two coalitions. Both after their humiliation fostered hereditary hostility for Greece, which was concerned when it saw the Bulgarian King Ferdinand be accepted in Austria as “the prodigal son”.
Having already settled in Albania and Rhodes and with the problem of the Aegean Islands unresolved, Italy had the fever of expansion. All agreed for the Aegean Islands to be given to Greece, in return for the “confinement” of Northern Epirus in Albania (Triple Alliance’s request). Indicative however were the statements of the Italian Minister of Foreign Affairs Antonino Paternò-Castello, sesto marchese di San Giuliano to the French, that “serious anomalies would arise, if the Dodecanese were also given to Greece, since this would allow them to develop a “propaganda” in Asia Minor … Italy would do its best for Turkey to benefit the most by its withdrawal. Besides, the issue of the islands is connected with the respective one of the southern borders of Albania”. Italy’s fears for the revival of a new Byzantine Empire were catalytic to the formulation of its further position. Thus, at the conference of the Powers’ ambassadors in London (12 August 1913), the grounds were established for the Italians keeping the Dodecanese, despite the French reaction. The rest of the liberated islands were given to Greece (Greek-Turkish Treaty of Athens, 13 November 1913).
A new Italian “blow” for Greece followed, with the support of the Central Union, through the integration of the ancient Greek land of northern Epirus to the new state of Albania (Florence protocol, 19 December 1913). The Greek leadership accepted it, due to assurances regarding the integration of the Dodecanese as well. So, it abandoned the Greeks of northern Epirus who had rebelled, by withdrawing the Hellenic Army from the region, despite its glorious victories against the Albanians supported by the Central Union and Italy. It even abandoned the milder Corfu Protocol (17 May 1914) regarding the people of northern Epirus, which recognised the autonomy of the region; a protocol which was never implemented and was never annulled to this day.
In a Europe which looked like a “boiling cauldron”, such promises were uncertain. The fate of Hellenism was in the centrepiece of the claim of Mediterranean supremacy and by extension of the World, by the Triple Alliance and Entente Cordiale, for which Germanism fought with Slavism, England with Germany or Russia: it was about the most difficult problem of the world and Greece was so tiny. Venizelos travelled to the European capitals. The message of the French ambassador, Jules Cambon, to Berlin (22 November 1913) left no doubts that Germany had abandoned diplomacy. Rome was reassuring only rhetorically. Everyone prepared for war.
Paris dispatched military mission under General Joseph-Paul Eydoux to Greece, almost simultaneously with the dispatch of General Otto Liman von Sanders from Germany to Constantinople, under whose guidance began the genocide of Asia Minor’s Christian population (1912). France armed Greece, while it promised loans, together with England. The Kaiser, along with Chancellor Theobald von Bethmann Hoolweg arrived in Corfu for “vacations” and discussions with the King and the Greek Minister of Foreign Affairs George Streit. Wilhelm was certain about Greece’s alliance, but Streit pointed out that this was impossible due to the threat from Bulgaria and England, as well, which would intervene and given that Greece is a naval country, it would easily be exposed to English fatal blows.
With the completion of the Turkish-Serbian negotiations (17 March 1913), Paris accorded a loan amounting to 500 million francs that Turkey requested. So, the latter became more uncompromising regarding Greece, due to the Italian position as well. It also gave the impression that it had decided to engage in war as well. The barbarian persecutions against the Greeks started once again in Thrace and Asia Minor. The French ambassador in Constantinople, Maurice Bompard, reported to Paris: “The Balkans are at this moment almost totally a theatre of atrocities, which could be compared only with those of the great migrations of people”. 13 The crisis has just been defused, however Greece turned to Serbia to activate their agreement. The latter suggested composure, due to the unpreparedness of its army and public opinion’s. Romania, which did not want to risk its gains by remaining inactive, supported the Greek-Serbian side, tepidly.
The pretext/excuse for the breakout of World War I was the assassination of the Austrian archduke, Ferdinand, in Sarajevo, by the Serbian organisation “Black Hand”. Greece was isolated.
THE GREEK NEUTRALITY (1914-1915)
The Austrian ultimatum towards Serbia brought about the request of the latter for Greece’s support. Venizelos instructed Streit to give an answer similar to the one Greece had also received from Serbia, when Greek-Turkish relations deteriorated. Without doubt this correlation was politically right. However, Serbia, in addition to the danger of an Austrian-Hungarian attack, faced the danger of a simultaneous Bulgarian attack.
Venizelos instructed the Greek embassy in Bucharest to conclude a Greek-Romanian agreement: “Romania will undoubtedly, like us, be determined not to tolerate such an attack. The Greek-Romanian Treaty would have provided which measures could be jointly adopted, to draw Sofia’s attention or in case of emergency, to disrupt its actions. This agreement was desirable for one more reason: it would force Turkey to strict neutrality”. 14
After the end of the Austrian ultimatum the Germans, warned the Hellenic government not to intervene in the imminent Austrian-Serbian conflict, stressing the indirect threat of the crisis exploitation by Turkey and Bulgaria. It wished all the more so the “timely defection of Greece from Serbia”.
Venizelos’ telegram to Streit was characteristic, mentioning that in case of a Serbian-Bulgarian conflict, Greece would support Serbia, since its survival depended on this. While in a question posed by the Serbian Prime Minister Nikola Pašić, he replied (25 July 1914) that as far as Austria was concerned, Greece would decide, taking always under consideration the effectiveness of its assistance.
Venizelos thought that, no matter the outcome of war, Greece could not join the side opposing Serbia, due to the traditional, moderate Greek-Serbian relations. However, after the war was declared, Greece avoided mobilising the 40.000 men provided in the Greek-Serbian agreement, not to provoke a generalised Bulgarian mobilisation and by extension, a general Balkan flare up. The German Kaiser, through telegrams to Constantine (2 and 4 August 1914) informed him of the alliances already concluded with Bulgaria and Turkey, to block the exit of Slavism towards the Aegean and pushed him to form an alliance with them. Constantine replied that in strategic terms it is impossible, since in such a case, the Greek mobilisation, due to lack of ground means (railways and routes), would have to be conducted by sea. Then Greece would inevitably be at the mercy of the English-French, who would destroy it militarily, before it could even support the operations. This is the reason Greece chose strict neutrality.
It should be pointed out that Germany proved extremely skilful in secret diplomacy: not being able to go into partnership with pro-Entente Cordiale Greece, it was seeking its neutrality, keeping Turkey and Bulgaria in suspense, so that they too appeared “neutral”. So, Greece was in a state of uncertainty regarding its participation in the World War I.
Under such circumstances of terrible pressure on a small country which was struggling for its survival, political turmoil was expected. Venizelos firmly believed in Entente Cordiale’s victory as a coalition of strong naval states. He had no scruples about negotiating even the concession of Macedonia to Bulgaria, since Entente Cordiale was already negotiating about the region with the Bulgarians and Thrace and the islands with the Turks to approach them. In other words, he was trying to minimise the inevitable territorial losses, due to policy of Entente Cordiale’s. If, indeed, Bulgaria and Turkey sided finally with the Central Union, Greece could, along with the winners, seek the realisation of the “Great Idea”. Entente Cordiale itself to serve its own interests, as well, correlated the acceptance of Greece as an ally with the hostility or not of the Turks and the Bulgarians. Of course, their policy originated from the Russian-Italian cynical reactions regarding a possible reinforcement and expansion of Greece. In a few words, the latter was an unwanted ally, from the moment it made any demands. They wanted it as an ally, without any guarantee at all, having decided to “mutilate” her, in order to ensure even the neutrality, especially of the Bulgarians. “Bulgaria was the core of politics in the Balkans” according to Entente Cordiale, this is why they even offered it Adrianople as a gift. It came as no surprise that Turkey entered the war in favour of Germany. Venizelos in vain tried to convince Entente Cordiale about the secret Bulgarian-German alliance. What was the reply? : “Impossible, impossible and if this is happening, we shall detach it from Germany promising more concessions” 15 They needed it more now as an obstacle for Turkey. Théophile Delcassé states: “The trophies of victory will be finally distributed by Entente Cordiale’s forces and their price will be very high […] I believe that it is necessary that England, France and Russia point out to Bulgaria that, if it remains neutral, Entente Cordiale guarantees that, when the time comes for the final arrangement, they will concede it the Ainos-Media line and large territories in Macedonia, which of course will be greater in number, if, instead of neutrality, it chose the cooperation” (14 November 1914). 16
Constantine, loyal to the principle that you do not sell out national triumphs acquired through major bloodshed for other gains, rejected these “Venizelian” acrobatics, at the moment indeed that Romania depended its alliance with Entente Cordiale on whether they would concede it more territories. So, it maintained its neutrality, since furthermore the Russian front was collapsing and it would have to face alone the main body of the German/Austrian-Hungarian armies. The whole of Greece turned against Entente Cordiale with virtuous indignation. The latter performed a tragic landing in the Dardanelles, without taking under consideration the accurate, as proved later, advice of the Hellenic staff to the opposite. Venizelos, who had suggested the deployment of a symbolic Hellenic force in the operation, which was accepted by the Palace and the Russians and the Italians as well, resigned, accusing, Constantine of pro-germanism to Entente Cordiale. However, Constantine, although essentially pro-Entente Cordiale, could not “enter” the war without Romania’s support and the deployment of at least 150.000 men of Entente Cordiale in Macedonia. The seeds of division were planted.
Gounaris’ new government was seen with hostility by Entente Cordiale, despite the reasonable and compromising proposals towards it, for Greece’s participation in the war on its side. Instead, the alliance not only gave nothing in return, but also suggested the concession of eastern Macedonia and Thrace to the Bulgarians, even by force. This was something that the Russian’s humiliating defeats dictated (Entente Cordiale’s decision, dated 2 June 1915). Bulgaria finally signed a secret agreement with the Germans, while Serbia then sustained all the load of the central Empires, but was abandoned by Entente Cordiale (like Greece), in order to satisfy Bulgaria. Entente Cordiale, with a note verbale, requested the concession of Serbian and Greek territory (Kavala) to the Bulgarians. The latter, to gain time, rejected this note verbale.
After September 1915, Greece was in the centre of the diplomatic war. With the predicted crash of Serbia, the German-Austrians would unite with the Bulgarians and the Turks, would dominate the Aegean, the Mediterranean, following the route to Baghdad and Suez; they would instigate the Muslim world against the colonial forces of Entente Cordiale: the East would be theirs, along with victory and world supremacy (later on, Sir Halford John Mackinder’s dogma). Besides, it is in the East that the greatest empires are created or collapse. The naval domination of Entente Cordiale could easily collapse. Therefore, a continental support point was needed to stop the “Drang nach Südosten”. Thessalonica and Macedonia now appeared as the only solution, as bases to support Serbia, supervise Bulgaria and provide defence. In the beginning of September 1915, Entente Cordiale’s allies were discussing the occupation of the city, in order to offer Macedonia as a “bargaining card”, to Bulgaria if it acceded to the Entente Cordiale. Of course, the problem of Kavala existed no more. Venizelos’ hands were now “free”, while due to the Russian defeat, it was “permitted” to the Greeks to turn to Constantinople.
Serbia then attached the two empires and requested Greek support. Greece replied that it could not help without Romania’s participation. Entente Cordiale shared the same opinion and on 15 September 1915 forwarded a quasi-ultimatum to Bulgaria to take a position. On 21 September 1915, the latter declared a mobilisation, without making it clear with whom it was to be allied with. Greece immediately mobilised as well, while Venizelos initiated direct contacts with Entente Cordiale’s ambassadors, by-passing the Palace. On 23 September 1915, Entente Cordiale declared that it was ready to send the troops that Greece requested. But on 26 September 1915, Romania rejected to support Entente Cordiale and received Russia’s threat that it would invade to support Serbia (the Russian-German front had been stabilised). Romania replied that it would take to arms to avert the invasion. Finally, instead of 150.000 men, Entente Cordiale sent just 20.000 to Macedonia. Venizelos asked the King to permit the landing, but the latter, simply, rejected it for the following reasons: 1) There was insufficient allied support, with Romania outside Entente Cordiale and by extension Russia’s weakness to intervene and 2) Bulgaria, hypocritically, appeared to be still neutral, and Greece was not legalised to permit this landing, because it would cause the anger of German-Austrians and the benefit of the Bulgarians.
Venizelos secretly agreed with Entente Cordiale’s ambassadors to disembark its army in Thessalonica, with the excuse of supporting Serbia, towards which it was directed, without asking for territorial concessions, provided that Bulgaria would not attack. The Parliament and the Palace agreed, without been informed of Venizelos’ secret consultations. England declared that Entente Cordiale took Bulgaria into account despite its apparent neutrality, dropping the hint that it sought to occupy Macedonia on behalf of Bulgaria! Venizelos reacted and did not approve the landing and England withdrew, since some alarming signs appeared in Bulgaria.
Entente Cordiale came back to this and declared that it decided to disembark its troops. Venizelos -as it had been secretly decided again- protested “for appearance’s sake” and the landing was realised, as the Commander of C’ Army Corps had contacted him. The latter revealed his intentions to the Parliament (4 October 1915) and using the parliamentary majority, he sided with Entente Cordiale and declared in the war. On 5 October 1915, the King expelled him and appointed Zaimis as Prime Minister. On 8 October 1915 Belgrade was seized, while on 11 October 1915 the Bulgarians attacked Serbia. The Serbians collapsed and asked for assistance. Zaimis rejected it, translating the Greek-Serbian agreement under the light of the Greek interests. Venizelos agreed mostly with this line and pressured Entente Cordiale, since the Bulgarians and Turks were now on the opposite side, to promise Greece significant territorial gains. Thus, England offered Cyprus. Zaimis rejected it, since the Greek support to Serbia would be ineffective and the survival of the country was doubtful. Indeed, on 27 October 1915, General Maurice-Paul-Emmanuel Sarrail was pursued, defeated by the Bulgarians. Zaimis called the French ambassador and announced to him the disarmament and the confinement in a camp of the pursued Serbian army, which might enter the Hellenic territory, pointing out though that Greece was morally and practically incapable of doing the same with the English-French troops. He continued pointing out: “Since Greece does not have the capability as well to stop the German or the Bulgarian forces that would pursue the allied ones, without engaging in hostilities, it is obliged to reduce the size of the Hellenic territory, which will become a battlefield”. 17
In November, Zaimis was overthrown by the Venizelians in the Parliament and Skouloudis succeeded him with an all-party government, while in France as well Théophile Delcassé was overwhelmed by Aristide Briand. The enemy troops were just a few kilometres from Thessalonica, while Sarrail had only 30-35 thousand men.
1) Entente Cordiale’s conflict with Greece (1915-1916)
Vested interests do not obey the law, so Entente Cordiale notified Skouloudis that any attempt to disarm the allied troops would be considered a hostile act.
However, Constantine was categorical to Denys Cochin: he had no intention at all to disarm any allied army. The official announcement was “to keep up appearances”. The situation of the allies was distressing, as the Greek side and the military genius of Ioannis Metaxas had predicted.
A new note verbale by Entente Cordiale on 22 November 1915, restored things, by accepting the Greek neutrality, but they required absolute freedom of movement in the Hellenic territory, for their troops’ rescue in Macedonia.
Time is of the essence. Constantine however, rose to the occasion and accepted the note verbale (24 November 1915). The Entente Cordiale’s troops were however in the most terrible position. They returned and asked Constantine to close the borders to the opponent armies as soon as their troops passed, for as long as they needed to regroup.
Then the Germans pressed intolerably for invasion in the Hellenic territory. An exchange of letters from both sides followed, the core of which was: a) the assurance of guarantees and “pledges” by the German side that in no way Bulgaria would acquire any moral support or other, during the passage of the German troops from Macedonia, b) that after the end of the imminent operations, the Hellenic sovereignty would be restored and c) that there would be compensations.
Meanwhile, Entente Cordiale occupied Corfu, mainly to save the remaining Serbian troops, performing symbolic actions which abolished the Greek neutrality. At the same time, indirectly but clearly as well, they posed a question for the regime in Greece (note verbale of 14 January 1916), choosing in essence the solution of deposed Venizelos, a fact which coincided with respective extremely provocative actions of General Sarrail in Thessalonica.
2) Coup in Thessalonica - The Division
Venizelos was overtly blaming the Palace then of pro-germanism and advised Entente Cordiale to adopt methods of smooth overthrow of the Monarch. The opportunity emerged with the permission of the Greek leadership to the German-Bulgarian troops to occupy the Roupel Passage and other eastern Macedonia territory. However, tactically speaking (of neutrality), this action was the correct one, since a similar permission had been given to Entente Cordiale as well, regarding Thessalonica and western Macedonia. But, ethically speaking, it was a huge mistake. Areas which had suffered bloodshed during the last Bulgarian occupation lived again the same situation. Even the Palace’s followers were stunned. But it should be pointed out that Sarrail had already under his command 150.000 men and he could easily occupy Roupel first. Nevertheless, he let his opponents do it first. Why? The most possible and logical reply is so that Venizelos could assume power and Entente Cordiale would put an end to the “annoying” Greek neutrality. But even Russia faced Sarrail’s actions with disbelief. It considered that he had his eyes turned mostly towards Athens, rather than the hostile Sofia.
Entente Cordiale needed the Macedonian front for the strategic reasons mentioned above. Furthermore, tactically speaking, through this, it would strike the flanks and it would create a diversion to the Central Empires since in the Western (France) and Eastern (Russia) fronts as well the situation had been stabilised and the first were not sure anymore for their final victory. A new front in the rear would have been a serious problem for them.
Finally, after the Italian mainly but also the English objections as well, the King’s overthrow was not realised, but Skouloudis’ government fell and Alexandros Zaimis took power. The latter was in favour of the declaring the war, provided however that Entente Cordiale would treat Greece as an ally, conceding territory in case of a victory and not as a pariah and servant. It was a critical period which demanded the parties’ unanimity.
Entente Cordiale invested in Venizelos. With the elections coming up (17 September 1916), the English-French tried to keep up appearances. But the allies’ interests were identical to Venizelos, so it was imperative to support him actively, but discretely as well. Athens then was shaking from the ground up, because of the fanaticism and the demonstrations of the two parties.
The King in vain tried to convince, through the envoy of his brothers, princes Nikolaos and Andreas to Europe, about his pro-Entente Cordiale feelings and that the only thing he wanted was to fight with them, provided that the Greek territorial integrity would be ensured. Entente Cordiale had already taken a decision about his overthrow and Venizelos’s promotion to power.
The Bulgarians had already advanced in eastern Macedonia, while Romania joined the war (26 August 1916) later, mainly due to the continuous “childish” withdrawals of the Czar, who, depending on the situation at his front, defeats or victories, opted for or against Romania’s alliance. The latter, in order to join the war, was promised significant territorial benefits. However, the situation for the Romanians was difficult. The Bulgarians attacked them from the south and the Russians stopped their attack against the Germans-Austrians. The support promised by Sarrail, as a prerequisite for the Romanian declaration of war, never came. The first unfortunately had his eyes on “hostile” Athens, due to the impulsive instigations of the Venizelians. That is why an English minister commented that Sarrail was equally neutral as Constantine. On 31 August 1916, Colonel Zimbrakakis’ XI Infantry Division rebelled against the King. The move would be stillborn, if it did not receive Sarrail’s assistance.
Meanwhile, the Bulgarians occupied Kavala, the city which for three years, due to the circumstances, was considered symbol of national integrity. Now it was Venizelos who accused Constantine of renouncing it. What an irony …
Zaimis, in the middle of the storm, resigned. The elections of 21 June 1916, which Entente Cordiale’s allies had requested along with the demobilization of the Hellenic Army, were prohibited by them, after realising that Venizelos was not going to win. Kalogeropoulos’s temporary government was quarantined by Entente Cordiale’s troops, which occupied Athens. Constantine though ha already convinced the Russians of his sincerity and demanded for Eastern Rumelia, Northern Epirus, and the Dodecanese, as return gifts for the Greek joining the war. As a reply, he received vague French promises.
At the same time Romania had reached a most humiliating situation. Venizelos realized what was expected. With the royalist officers Danglis and Kountouriotis he went aboard HRS “Esperia” and sailed for Thessalonica, where they organised the “National Defence” movement; the King is stunned. N Politis (Director of Political Affairs of the Ministry of Foreign Affairs) followed them, as foreign minister of the new Venizelos government. Venizelos demanded de jure recognition of his government by the Entente Cordiale, which, to his great disappointment, recognised it de facto. Greece’s division was complete, splitting the country in two. Entente Cordiale’s allies, except the French, disagreed with this polarisation, since they wanted the whole of Greece on their side and mainly without return gifts and even now they were thinking of extracting Bulgaria from the Central Union, given that the latter’s victory was after all at stake and they did not really need Greece.
The “state of Athens” was under military blockade and famine was spreading all over. However, Constantine provided Entente Cordiale with the armament of the army loyal to him to the Entente Cordiale’s troops, on the condition that the agreement remained secret, so that there would be no German reprisals (meetings on 22 and 24 October 1916 with the French envoy and advisor in matters of war budget, Paul Louis Théodore Bénazet). Entente Cordiale was convinced that after all, reconciliation was in Venizelos’ hands. Bénazet, although promised by Venizelos that he would not move against royalist Units, unfortunately this was not achieved, resulting in a civil conflict in Aikaterini and in the annulment, de facto, of the agreement which would have ended the division of the nation.
France, using Bénazet’s agreement, would exercise a primary role in the Greek issues and that was something that England could not permit. That is why they discarded Bénazet’s mediation and adopted completely Venizelos’ policy, drugging along inevitably the whole Entente Cordiale, in a policy of a frenzied bidding towards the latter (Venizelos).
Isolated battles took place in Athens, between the Entente Cordiale’s invading troops and royalist military Units and the populace. The palace was bombarded.
On 24 November 1916, the National Defence government officially declared the war against Germany. But Romania had been crushed. The Athens blockade continued and the English-French alone decided to overthrow Constantine. But they faced the absolute rejection of their other allies (Italy, Russia) and the USA (allay since 2 April 1916) and they stepped back. Finally, Constantine was overthrown and his second-born son, Alexandros, was crowned King.
The Greek forces were crowned with victory in Macedonia (Battle of Skra di Legen), the Central Union was defeated and the end of war (Sevres Treaty, 10 August 1920) found Greece possessing the areas of Smyrna and eastern Thrace, while the Dardanelles with Constantinople were in an international zone, under allied domination. Dreams dating back many centuries became reality.
CONCLUSIONS-EPILOGUE
This period, although it had its own dynamics, cannot be isolated from the second half of the 19th century, where it has its roots. Especially the facts that caused the victorious for Hellenism Macedonian struggle and the Cretan rebellions formed in essence the catalysts and time-bombs of the Balkan Wars. The latter were a landmark for the Christians of the Balkan Peninsula, because the liberation of their land, which was enslaved for centuries, was the outcome of their increased military power, which gave them an increased political autonomy against the Great Powers.
Furthermore, these wars stabilised and set the srereotypes for the following time periods the Greek-Turkish, the Greek-Bulgarian and by extension the relations among the Peninsula states.
The coup in Goudi, which preceded the above, found in the course of time its personal speaker, in the person of Venizelos, who, along with Constantine, were the co-creators of the new (greater) Greece. Besides, the coup itself expressed the pains and fervent wishes of the Greek people, of the free, as well as of the enslaved lands, to extract the root of the miserable policy of the “impeccable position”, mainly against the Great Powers and the insidious neighbours as well. It has been acknowledged to this day by the people and the world bibliography, as the most successful military coup, which BLOODLESSLY completely achieved its goals, satisfying our national dreams. It was the herald of triumphs of the Balkan wars and led to the actual exploitation of the sacrifices of the epic of the Macedonian Struggle.
So, on the eve of World War I, Greece has doubled in size and is militarily strong, but placed in between two rival “mammoths”, whose antagonism jeopardised the previous benefits and its survival as a nation.
Entente Cordiale would have gained many benefits, if it had treated Greece honestly and gained its support. Greece was united, enthusiastic and devoted to the pursuit of the liberation of its unredeemed lands; the country had unparalleled powers to achieve great accomplishments, as history always reserves to all major moral powers. But as all the great in the course of time, so did Entente Cordiale, obey to their interests and not the common sense of justice. They used political methods, based on bargain and intrigues. They were mocked the Great Idea, because they were afraid of it. They preferred to exploit the Greek civil disputes, to instigate and sustain them. It was a sleazy game, one of those in which the player always loses.
The overthrow of a popular King was not easy. No other Greek King was as popular as the victorious army commander- liberator Constantine. Besides the mystic influence of his name -indeed Constantinople now seemed very near- the Greeks are a nation impassioned with freedom. They were attached to their King with a devotion proportional to that of his pursuit by the foreigners. One socialist Macedonian Member of Parliament stated in a French diplomat: “The equation of Greece with Venizelos is a huge mistake of Entente Cordiale. The Greek people detest the dilemma of choosing between his King and Venizelos, while Entente Cordiale forced them to choose. But hearts cannot be forced and all the sufferings come from this tactic of yours”.18
On the contrary, Germany proved extremely skilful in secret diplomacy: not being able to go into partnership with Greece, it pursued its neutrality, keeping Turkey and Bulgaria in suspense, so that they appeared neutral. So, Greece was in a state of uncertainty on whether to join the war or not.
Despite the Entente Cordiale’s serious mistakes, the friendly feelings towards it were still almost unanimous. There was no government in Athens, which would declare war against Entente Cordiale. The non-realisation in 1914 and 1915 of the official alliance and the brotherhood-in-arms was not a Greek mistake. The responsibility was borne by Entente Cordiale, which stood against the ambitions of Hellenism. The King, contradicting his own commitments, finally compromised with a simple guarantee about preserving the Greek borders, but the Allies replied with Greece’s mutilation. How could the supreme authority consent to that?
In essence, Entente Cordiale did not have an eastern policy. It supported Bulgaria fully, instead of supporting and unifying from the beginning all the States that were sympathetic: Greece-Serbia-Romania. Instead of that, it let Serbia and Romania collapse ingloriously. In this light, it fell in the ambush of the Central Union, regardless if finally the Greek front, with the valuable support of the Hellenic Army, achieved a decisive victory for the whole course of the war.
BIBLIOGRAPHY
Edouard Driault: “Greece and the World War I”, Pelasgos Publishing, Athens 2000
K.Svolopoulou: “The Greek Foreign Policy”, Sakkoula Publishing, Thessalonica 1983
P. Panagakou: “Contribution in the history of the 1912-22 Decade”, Athens 1960
D D Soulis (Major, Infantry) “ The Second Balkan War against the Bulgarians 1913”, N Tylperoglou Publishing, Athens 1934
Chr Price (‘Times’ Correspondent): “The Balkan Struggles,” Ekati Publishing, Athens 1915
D D Soulis (Lt Col, Infantry): “The Balkan Wars 1912-13”, C’ Vol, Military Academy, Athens 1936
Diplomatic documents 1913-17 of the Ministry of Foreign Affairs: “Greek-Serbian Alliance Treaty/German-Bulgarian Invasion in Macedonia”, Athens 1917
Paraskevas Antonis Printing Office: “1913-16, Between Eves of the Balkan Peace”, Athens 1916
N Ivanoff (Lt Gen): “The Balkan War”
Athan Kokkoris (Lt Col, Arty): “Military History, Balkan Wars 1912-13”, Military Academy, Studies Division, Athens 1956
Sergiou A. Galistra: “National Struggles 1909-1959”, Estia Bookstore, Athens 1963
N Vlachou: “The Bulgarian contestation regarding the priority of Thessalonica’s occupation by the Hellenic Army in 1912”, (Offprint from the Greek annex, Nr 4) Thessalonica 1953
Al .Chapman (Captain, “Daily Telegraph” war correspondent) “The war of Greece and Bulgaria, Athens (Dec 1913-Jan 1914), Theodoropoulos Translation
Vict. Dousmanis: “The allied war against the Bulgarians”, AEVE PV Makris and Corporation Publishing, Athens May 1927
P D Sakellariou Printing: “The Bulgarian atrocities in the Eastern Macedonia and Thrace, 1912-13”, Athens 1914
1 Driault Édouard, Greece and WWI. From the Young Turks Coup (1908) to Lausanne’s Treaty (1923), Pelasgos, Athens 2000, 33.
2 D.É, Ibid, 36
3 D.É, Ibid, 40
4 D.É, Ibid, 42
5 D.É, Ibid, 42
6 D.É, Ibid, 43
7 D.É, Ibid, 49
8 D.É, Ibid, 49
9 This issue sparked the students’ uprising of Medical, Law, Philosophy και Theology Schools. This took place on 05-08 November 1901 & on 01-16 November 1903 respectively. The uprising in which eight died and over seventy injured, is also known as “Evangelics” & “Oresteiaka”. They were provoked from the “vulgar” translation of the New Testament into demotic from Alexandros Pallis emigrant Greek in England, who was translator of the commercial firm of Bros Rally and brother adjutant of the Royal Prince, and secondarily from the similar translation of Russian’s origin Queen Olga, whilst “Oresteiaka” from the translation of tragedy of Aeschylus' Oresteia in moderate purist. Company of Modern Greek Culture and General Education Studies, Evangelics & Oresteiaka, Athens 2001, 13-19, 29-38, 197-201
10 D. É,, Greece and WWI, 66
11 D.É, Ibid, 97
12 D.É, Ibid, 121
13 D.É, Ibid, 144
14 D.É, Ibid, 147-148
15 D.É, Ibid, 156
16 D.É, Ibid, 156
17 D.É, Ibid, 188-189.
18 D.É, Ibid, 221-222.
Σχης (ΜΧ) Παναγιώτης Σπυρόπουλος
Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.)
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ.
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΙΠΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Πρόλογος
Η αποσύνθεση της παλαιάς Οθωμανικής αυτοκρατορίας άρχισε τον 19ο αιώνα με την ελληνική επανάσταση και συνεχίσθηκε με γρήγορους ρυθμούς καθ’όλη την διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι πολλαπλώς και στυγνά καταπιεζόμενοι χριστιανικοί πληθυσμοί της χερσονήσου του Αίμου άρχισαν ν’ αναπνέουν τον αέρα της ελευθερίας. Η Κρήτη από ελληνικής πλευράς ήταν πλέον αυτόνομη ενώ και η Μακεδονία πορευόταν στο δρόμο της απελευθερώσεως.
Ο τελευταίος ρωσοτουρκικός πόλεμος είχε λήξει με ήττα της Τουρκίας και επιστέγασμα την συνθήκη του Αγ. Στεφάνου του 1878. Αυτή σηματοδοτεί και την απαρχή των βουλγαρικών διεκδικήσεων στη Μακεδονία. Ο Αγώνας που ανέλαβε ανεπισήμως το ελληνικό κράτος εναντίον των κομιτατζήδων, ήταν αγώνας επιβιώσεως του ελληνισμού στις πατρογονικές του εστίες. Ωστόσο το νεοϊδρυθέν βουλγαρικό κράτος ήταν το μήλο της έριδος μεταξύ κυρίως Ρώσων και των υπολοίπων Μ. Δυνάμεων, οι οποίες δεν έβλεπαν με καλό μάτι την σλαβική κάθοδο στο Αιγαίο και στην Μεσόγειο γενικότερα. Έτσι οι ανταγωνιστές πλειοδοτούσαν σε εδαφικά ανταλλάγματα προκειμένου να προσεταιρισθούν τους Βούλγαρους. Υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται και η πλήρης αδράνεια των Μ. Δυνάμεων στoν βίαιο αφελληνισμό και ενσωμάτωση της Αν. Ρωμυλίας (Β. Θράκης) στο νέο κράτος.
Περίοδος προ του 1909
Η οθωμανική αυτοκρατορία βρισκόταν εδώ και εκατό χρόνια στο χειρουργικό τραπέζι του διαμελισμού και το νυστέρι πλησίαζε τώρα στην καρδιά της: την Κων/πολη. Η αναμενόμενη αντίδραση του «ασθενούς» μπροστά στο θάνατο, υπήρξε το σοβινιστικό στην ουσία, κίνημα των Νεότουρκων (24/7/1908).
Η Αυστροουγγαρία κρατούσε τις Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Μεσολαβεί η συνθήκη του Βερολίνου που καταργεί του Αγ. Στεφάνου. Ο Βούλγαρος Ηγεμόνας Φερδινάνδος εκμεταλλευόμενος το διακαή πόθο της Αυστροουγγαρίας να ανατρέψει την Βερολίνια Συνθήκη για να προσαρτήσει την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, αποσπά την στήριξή της για την ανεξαρτησία της χώρας του. Έτσι στις 5 Οκτωβρίου 1908 κηρύσσει στο Τίρνοβο την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας, που μέχρι τότε ήταν φόρου υποτελής στον Σουλτάνο. Αποσοβήθηκε βουλγαροτουρκικός πόλεμος με την παρέμβαση των Δυτικών Δυνάμεων και της Ρωσίας ιδιαιτέρως, η οποία παραιτήθηκε από το σύνολο της αποζημιώσεως που της όφειλε η Τουρκία μετά τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1877. Έτσι οι ηττημένοι Τούρκοι θέλοντας και μη, απεδέχθησαν τον ακρωτηριασμό, κάτω από την «ευγενική πίεση-προσφορά» του Τσάρου. Είναι φανερό ότι το επόμενο πεδίο αντιπαραθέσεων θα κατέλθει νοτιότερα: στη Μακεδονία. Ο Πανσλαβισμός αναδύεται πλέον ως ο πιο επικίνδυνος εχθρός του Ελληνισμού.
Αντιπαλότητες των Μεγάλων Δυνάμεων στη χερσόνησο του Αίμου - Διεθνείς Συσχετισμοί
Με τη συνθήκη του Βερολίνου η οποία κατήργησε αυτή του Αγίου Στεφάνου, στην ουσία εγκαινιάζεται η πολιτική του Παγγερμανισμού (Drang nach Süd-Osten). Αυτή όμως η πολιτική, φαντάζει τώρα πιο μεμακρυσμένος κίνδυνος, αν όχι και άσπονδος σύμμαχος εναντίον του σλαβισμού, ιδίως μετά την επίσημη δήλωση του Γερμανού Αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ - κατά την επίσκεψή του στην Κέρκυρα – πως ούτε ο ίδιος ούτε η Αυστρία θα επέτρεπαν την κάθοδο των Βουλγάρων στο Αιγαίο.
Η Αντάντ ιδρύθηκε μετά από Αγγλογαλλική συμφωνία για την οριοθέτηση των σφαιρών επιρροής των δυο κρατών στη Μεσόγειο. Η Γερμανία αισθάνθηκε εγκλωβισμένη. Η προσχώρηση της Ρωσίας στην πρώτη μαρτυρούσε την προτίμηση της τελευταίας να ενισχύσει τον πανσλαβισμό ως αντίβαρο του γερμανισμού στα Βαλκάνια, όπως εμφατικότατα δήλωνε ο Γάλλος πρεσβευτής Reval στον Έλληνα βασιλιά Γεώργιο Α΄ μετά την συνάντηση μεταξύ του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου Ζ΄ και του Τσάρου Νικόλαου Β΄.1 Αντανακλαστικά δρώντας η Γερμανία και με την Ιταλική στήριξη πρόκρινε τη δημιουργία του ανύπαρκτου μέχρι τότε κράτους της Αλβανίας, ώστε να εμποδίσει τους φιλοανταντικούς Σέρβους να κυριαρχήσουν στην Αδριατική και να τους αποκλείσουν από την δίοδο αυτή (Συνθήκη Βερολίνου).
Στο εξής η Αυστρουγγαρία θα έριχνε όλο το βάρος της στη χερσόνησο του Αίμου, αφού μετά τη Σάντοβα και τη Βερολίνια Συνθήκη, της ανετέθει η διοίκηση των Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.
Η συνεργάτις της Γερμανίας Αυστροουγγαρία στηριζόταν ανατολικά στην Ρουμανία και δυτικά στην Ιταλία. Η Τριπλή ή Τετραπλή Συμμαχία δραστηριοποιούνταν και ο Γεώργιος έπρεπε να εξασφαλίσει και εκεί στήριγμα. Ο πρεσβευτής και μετέπειτα Υπουργός Εξωτερικών (ΥΠΕΞ) της Αυστροουγγαρίας βαρώνος Αλοΐσιος Von Aehrenthal άνοιξε τον σιδηρόδρομο της Μητροβίτσα για Σκόπια. Η Θεσσαλονίκη απείχε μόνο μερικές ώρες. Οι γερμανισμός και σλαυισμός είχαν ήδη καταλάβει θέσεις μάχης. Την απειλητική για την παγκόσμια ειρήνη κρίση υποδαύλιζε και η ύπαρξη σλαυικών πληθυσμών της Αυστροουγγαρίας εχθρικά προσκειμένων προς τους αφέντες τους. Το Νοέμβριο του 1907 η παραχώρηση στην εταιρεία Βαγδάτης-Μπαν τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως της κοιλάδας Κόνιε, ισοδυναμούσε με έμμεση αποικιοποίηση της Ανατολίας. Η Συνθήκη του Βερολίνου δεν είχε αποσπάσει οριστικά την Βοσνία και Ερζεγοβίνη από την Τουρκία που την είχε δώσει για 25 χρόνια στην Αυστροουγγαρία. Η τελευταία μάλιστα είχε εξουσιοδοτηθεί να καταλάβει στρατιωτικά και το Νόβι Παζάρ. Αυτή η χρονική περίοδος είχε λήξει το 1903 και έπρεπε τα εδάφη να επιστραφούν στην Τουρκία. Βεβαίως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν δεσμεύονται από τις υπογραφές και τις σφραγίδες τους. Έτσι στις 15 Σεπτέμβρη 1908, στο Μπούλλοβιτς της Μολδαβίας, ο Βαρώνος Alois von Aehrenthal συμφώνησε με τον Ρώσο ΥΠΕΞ Κόμη Alexander Petrovich Izvolsky ή Iswolsky να κρατήσει ο γερμανισμός σαν αντίδωρο της παραπάνω περιοχές, λόγω της παραχωρήσεως της κηδεμονίας και πρόσδεσης της Βουλγαρίας στο άρμα του πανσλαυισμού.
Θέσις - Πολιτική της Ελλάδος απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις
Παρά τις εντονότατες τουρκικές διαμαρτυρίες για τα παραπάνω τετελεσμένα (26/2/1909 υπογρ. πρωτ/λου οριστικοποιήσεως προσαρτήσεως), το πλήγμα ήταν οδυνηρότερο για την Σερβία γιατί διαγράφονταν οι εθνικές της ελπίδες χωρίζοντας την από το Μαυροβούνιο, και κυκλώθηκε ασφυκτικά από τον επεκτατισμό του Γερμανισμού. Έτσι αναγκάσθηκε να υπογράψει την ταπεινωτική οδηγία στις 31/3/1909.
Με αυξημένο το κύρος τους οι Γερμανία-Αυστροουγγαρία κατηφόριζαν ακάθεκτες προς το Αιγαίο.
Από την άλλη οι Έλληνες ανησυχούσαν για τις αγγλικές βλέψεις επί της Κρήτης. Ήδη από το 1878 η γηραιά Αλβιών είχε καταλάβει την Κύπρο σαν ισορροπιστική κίνηση κατά του σλαυισμού, ενώ εποφθαλμιούσε και την Σούδα, για να εξασφαλίσει μια αλυσίδα βάσεων στην Μεσόγειο (Γιβραλτάρ-Μάλτα-Σούδα-Κύπρος).
Με την αγορά του Αχιλλείου στην Κέρκυρα από τον Γουλιέλμο Β’ και την ταυτόχρονη εγκατάσταση του Γεωργίου Α’ στον Μον Ρεπό, ο οποίος δήλωσε ικανοποιημένος από τις επαφές του με τον πρώτο, ο Γάλλος πρεσβευτής έγραψε στο Παρίσι : «Δεν ήταν χωρίς θετικά αποτελέσματα η επίσκεψη του Αυτοκράτορα (Γουλιέλμου), που ήρθε να φυτέψει ένα τοπογραφικό παλούκι στην ελληνική επικράτεια».2 Κάθε κίνηση όσο αμελητέα και αν φαίνεται έχει τον συμβολισμό της. Στην Αγγλία δεν άρεσαν οι συχνότατες πλέον διελεύσεις των γερμανικών ναυτικών Μονάδων στην θάλασσα της Μεσογείου, που δεν παρέλειπαν να ναυλοχούν και στην Κέρκυρα λόγω και της συγγένειας του Γουλιέλμου με τον Γεώργιο (η βασίλισσα Σοφία ήταν αδερφή του). Η τελευταία επηρέαζε βέβαια ως ένα βαθμό την ελληνική εξωτερική πολιτική αλλά η Γερμανία απέφευγε να παρουσιάσει εαυτή ως συμπορεύουσα των ελληνικών εθνικών επιδιώξεων δύναμη. Η Ελλάδα βέβαια πίστευε στις ευγενικές «υπηρεσίες» της Γερμανίας για επίλυση του Κρητικού (Έλληνας ΥΠΕΞ Μπαλτατζής).
Κρητικό
Σε αυτό το ζήτημα θα αναφερθούμε διεξοδικότερα διότι απετέλεσε τον καταλύτη και το πεδίο ενασκήσεως πολιτικής των Δυνάμεων στην Αν. Μεσόγειο. Επίσης, διαμόρφωσε σε μεγάλο μέρος τις ισορροπίες και την πολιτική των βαλκανικών κρατών καθ’ όλη την διάρκεια της 15ετίας πριν την έκρηξη του Α’ ΠΠ.
Η Κρήτη αυτονομήθηκε το 1897 υπό την επικυριαρχία της Πύλης και με πρώτο ύπατο αρμοστή - με απόφαση των Δυνάμεων – τον πρίγκηπα Γεώργιο. Με την παραίτηση του το 1906 διορίζεται διάδοχος του ο Αλ. Ζαΐμης. Όλοι έβλεπαν ότι η ένωση ερχόταν βαθμιαία σαν ώριμο φρούτο. Για να γίνει αυτό ειρηνικά και να διασφαλίσουν την παρουσία-συμφέροντα τους εκεί, οι Δυνάμεις της Αντάντ καταλαμβάνουν το νησί με στρατεύματα τους. Οι Γερμανία και Αυστροουγγαρία απέφυγαν να συμμετάσχουν, για να μην δυσαρεστήσουν τον Σουλτάνο. Αποφασίσθηκε προϊόντος του χρόνου η κατοχή να τερματισθεί στις 24/7/1909. Αυτή η αποχώρησις όμως δεν σήμαινε και αυτοδιάθεση και κατ’ επέκταση ένωση με την Ελλάδα, όπως τόνιζαν οι Νεότουρκοι των οποίων το κίνημα είχε επικρατήσει στην Τουρκία από το 1908. Είχαν προηγηθεί τα γεγονότα της Βουλγαρίας και των Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και οι Δυνάμεις δεν βιάστηκαν να πάρουν αποφάσεις που θα προκαλούσαν περαιτέρω την Τουρκία. Στις 6 Οκτωβρίου 1909 ωστόσο οι Κρητικοί κύρηξαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Οι Δυνάμεις δήλωσαν ότι η ένωση τελούσε ύπο την αίρεση της συγκαταθέσεως τους. Οι Νεότουρκοι βλέποντας την παρελκυστική τακτική των Μεγάλων δημιουργούν ένα τυφώνα οργής για το θέμα. Έχοντας υποχωρήσει στα άλλα μέτωπα χρειάζονταν μια επιτυχία σαν εξισορρόπηση. Πήραν θέση ανυποχωρήτου αντιστάσεως για να προχωρήσουν την κατάλληλη στιγμή, σε αντεπίθεση. Χρησιμοποίησαν το γνωστό σύστημα της πολιτικής της «εθνικής βουλήσεως»: λαϊκές εκδηλώσεις, του πεζοδρομίου καθιστώμενες εύκολα «ανεξέλεγκτες» και ως εκ τούτου μεγάλης πολιτικής αποδόσεως και δυνατού θορύβου. Ήταν μια «πραγματική εκστρατεία» 3 σύμφωνα με τον Γάλλο πρόξενο Κωνσταντινουπόλεως Λουί Στίγκ. Όπως αυτός ενημερώθηκε από Νεότουρκο αξιωματούχο, με την Κρήτη η Ελλάδα αύξανε αριθμητικά τον στρατό της και την γεωπολιτική της ισχύ, απειλώντας την ασφάλεια Στενών και Μικρασιατικών ακτών και αυτό η Τουρκία δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Έτσι η Ελλάδα πιέζεται από όλες τις πλευρές για τήρηση «αψόγου στάσεως» καθώς: οι Αγγλία και Γαλλία χαϊδολογούσαν τους Νεότουρκους επικρίνοντας τους για την εύνοια τους στην Γερμανία. Η Ιταλία ήταν αφερέγγυα. Η Ρωσία υποστήριζε την Βουλγαρία, της οποίας τα συμφέροντα ήταν αντίθετα των ελληνικών. Έτσι η Τουρκία κατάφερε να παραπεμφθεί το θέμα στις καλένδες. Η ελληνική κοινή γνώμη δυσφορούσε έντονα… Εξαιτίας αυτού ο Γεώργιος εξέφρασε την πικρία του στους πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας : « Η δυναστεία ζημιώθηκε εξαιτίας της συμφοράς του 1897 και οφείλει την διάσωση της στην αυτονομία της Κρήτης. Ωστόσο, επιβάλλεται αυτή η αυτονομία να τηρήσει όλες τις υποσχέσεις της, διαφορετικά θα τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος της δυναστείας».4 Δεν δίστασε να τονίσει ότι αν τον εξαπατούσαν οι Δυνάμεις, ο ίδιος δεν επρόκειτο να εξαπατήσει τον λαό του και ανακοίνωσε την πρόθεση του να παραιτηθεί.
Οι Τούρκοι συντηρούν με μανιώδη ένταση το ζήτημα απειλώντας όλους τους Έλληνες της αυτοκρατορίας. Ο Κάιζερ στο Μπρίντεζι έκανε θερμότατες φιλελληνικές δηλώσεις. Ο ΥΠΕΞ της Αυστροουγαρίας Von Aehrenthal όμως αμέσως δήλωσε στον Άγγλο πρεσβευτή στην Βιέννη : «Δεν θέλησα να αντιδικήσω με τον αυτοκράτορα στον φιλελληνικό ενθουσιασμό του, που ελπίζω να είναι πρόσκαιρος, αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ούτε η γερμανική κυβέρνηση, ούτε η δική μας τον συμμερίζεται και δεν πρόκειται να επιτρέψουν για χάρη της αγάπης προς τους Έλληνες να προκληθούν ασύνετα νέες περιπλοκές στην Ανατολή». 5
Τα λόγια του Έλληνα ΥΠΕΞ Γ. Μπαλτατζή προς τον Γάλλο πρεσβευτή ήταν προφητικά: «Πιστέψτε με, ο λόγος που κάνουν τόσο θόρυβο στην Κωνσταντινούπολη για το ασήμαντο γι’αυτούς Κρητικό είναι για να εξάψουν τα πνεύματα εναντίον μας. Επιδίωξή τους είναι να συντρίψουν τους Έλληνες. Οι Νεότουρκοι τους φοβούνται και γιατί είναι τόσοι πολλοί μέσα στην Τουρκία, αλλά και επειδή είναι αδύνατο να οργανώσουν συνταγματικά την χώρα τους χωρίς να παραχωρήσουν στους Έλληνες σημαντική θέση. Καθώς δεν επιθυμούν να τους δώσουν αυτό που δικαιούνται, θα προσπαθήσουν να τους εκμηδενίσουν με την βία. Χρησιμοποιούν την Κρήτη σαν πρόσχημα για να κυρήξουν τον πόλεμο, όχι μόνο κατά του ελληνικού βασιλείου, αλλά εναντίον ολόκληρου του ελληνισμού». 6 Παρ’ όλα αυτά οι Δυνάμεις προέκριναν την παραμονή της τουρκικής σημαίας στο νησί και μετά την αποχώρηση τους, η οποία επετηρείτο σημειολογικώς από τουρκικό στολίσκο. Τίποτα όμως δεν εμπόδισε τους Κρήτες να στολίσουν ακόμα και τα δημόσια κτίρια και το λιμάνι των Χανίων με την γαλανόλευκη, κάτι που εξερέθισε τους Τούρκους. Τα πράγματα γίνονταν όλο και χειρότερα καθώς στην Θεσσαλονίκη παρατηρούνταν μετακινήσεις στρατευμάτων. Ο τούρκικος στρατός ήθελε πόλεμο και οι Νεότουρκοι τον χρειάζονταν. Η Ελληνική κυβέρνηση τηρεί άψογη στάση, δεν προκαλεί. Ωστόσο οι Κρητικοί δεν υποστέλλουν την σημαία μέχρι που οι Δυνάμεις την υποστέλουν με την βία από το λιμάνι των Χανίων με άγημα 250 πεζοναυτών, το οποίο αναβιβάζει την τουρκική. Στην Κωνσταντινούπολη όλο ικανοποίηση συζητούσαν την αποστολή ναυτικής δυνάμεως στην Σούδα, για να διατηρήσει την τουρκική σημαία και να μετατρέψει το λιμάνι σε τουρκικό ή τουρκοαγγλικό ή τουρκογερμανικό Γιβραλτάρ. Η μάχη των επιρροών είχε κορυφωθεί γύρω από τους Νεότουρκους που έπαιζαν σε όλα τα επίπεδα : κατάληψις θέσεων για την επερχόμενη γιγάντια σύγκρουση.
Υπό αυτές τις συνθήκες το πεπρωμένο της Ελλάδας ήταν άδηλο. Δεν επρόκειτο για την Κρήτη μόνο αλλά για το σύνολο του ελληνισμού. Είναι κάτι τέτοιες ώρες που συνειδητοποιούν όλοι ότι «το πειστικότερο των εθνικών δικαίων επιχείρημα είναι η δύναμις» (Κων/νος Παπαρηγόπουλος). Το έθνος υποφέρει από αφάνταστη αγωνία επειδή δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αναγνωρίζει ως υπαίτιους αυτούς που δεν διδάχθηκαν τίποτα από το 1897, που δεν επανεξόπλισαν τη χώρα, παρόλο που είχε μεσολαβήσει το έπος του Μακεδονικού Αγώνος και ο πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος.
Η Τουρκία πορευόταν στον δρόμο της αναδημιουργίας και της ανασυντάξεως με την στρατιωτική επέμβαση. Καιρός να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα: ήταν ζήτημα εθνικής επιβιώσεως.
Το Κίνημα στου Γουδή (15 - 28 Αυγούστου 1909)
Έτσι εκδηλώνεται το κίνημα στου Γουδή, από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Ο τελευταίος αξιώνει και πετυχαίνει την απομάκρυνση από το Στράτευμα των Διαδόχου και Πριγκήπων. Ο Γεώργιος μόλις και μετά βίας, με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων παραμένει στον θρόνο, ταπεινωμένος. Προκυρήσσονται εκλογές που δεν πραγματοποιούνται λόγω της εμμονής των Κρητικών να στείλουν αντιπροσώπους τους. Ωστόσο ένα νέο πολιτικό πρόσωπο για τους Έλληνες κάνει την εμφανισή του.Ο Κρης Ελ. Βενιζέλος εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα για την εκλογική συνδιάσκεψη. Όταν εξελέγη στην ελληνική Βουλή ως βουλευτής απεμπόλισε την κρητική υπηκοότητα λόγω των μεγάλων τουρκικών αντιδράσεων. Η Τουρκία στο Κρητικό προειδοποιούσε σε όλους τους τόνους ότι «μετρούσε» τους φίλους της. Και ήταν πολλοί που ήθελαν την φιλία της ισχύος της. Ο Γεώργιος παραπονείτο στους Γάλλους ότι : «Η Ανατολική Ρωμυλία είναι ηπειρωτική και η Βουλγαρία την κατάπιε σαν χάπι. Γιατί οι Μεγάλοι δεν επιτρέπουν στην Ελλάδα να φέρει με τον ίδιο τρόπο στους κόρφους της την Κρήτη; Είναι το μόνο που ζητάει η Μεγαλόνησος!».7 Η απάντηση ήρθε διά στόματος του Γάλλου ΥΠΕΞ Σ. Πισόν : «Η Τουρκία είναι ισχυρή, η Βουλγαρία αποτελεί δύναμη, η Ελλάδα όμως είναι ανίσχυρη. Επομένως αντί να παραπονείται ο βασιλιάς της, θα έπρεπε να φροντίσει να της εξασφαλίσει την αναγκαία δύναμη για δράση».8
Το κίνημα στου Γουδή συμπλήρωσε αυτό ακριβώς το κενό, και μάλιστα αναίμακτα. Ο Στρατός και το Ναυτικό ισχυροποιήθηκαν στο έπακρο και πλέον η Ελλάδα αντιμετώπιζε τις τουρκικές απειλές πολέμου ψυχρά.
Η Ελληνική κοινή γνώμη παρ’ όλες τις ιδιόρρυθμες σχέσεις του Βενιζέλου με τα Ανάκτορα και τον διχασμό της για το γλωσσικό («Ευαγγελικά» και «Ορεστειακά») 9 κατείχετο από πνεύμα εθνικής ομοψυχίας. Ο Βενιζέλος εκλέγεται με συντριπτική πλειοψηφία πρωθυπουργός της χώρας στις 16 Δεκεμβρίου 1910. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος είχε βρει τον πολιτικό του εκφραστή.
Η περιρρέουσα διεθνής ατμόσφαιρα - αντιπαλότητες
Οι Γερμανία και Αυστροουγγαρία δεν είχαν πρόθεση ν’αναμειχθούν στο Κρητικό ‘’αν οι Δυνάμεις δεν ασχοληθούν με το status quo του νησιού. Το πράγμα διαφέρει στην περίπτωση που πρόκειται ν’αλλάξει το καθεστώς του’’ (von Sein). Έτσι έβγαιναν κερδισμένες απ΄την αμηχανία των άλλων για τα ελληνοτουρκικά. Οι θέσεις της κεντρικής Ενώσεως ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο με το τουρκικό ανθελληνικό μποικοτάζ του 1911 (απαγόρευση του ελλιμενισμού ελληνικών πλοίων στα τουρκικά λιμάνια). Έτσι όμως επλήγησαν και τα συμφέροντα των χωρών της Αντάντ γιατί τα προιόντα τους διακινούνταν μέσω αυτών των πλοίων. Ο Γάλλος πρεσβευτής Gabriell Deville έγραψε από την Αθήνα « Η Γερμανία βλέπει ευνοικά τη συρρίκνωση του ελληνικού εμπορίου, αφού μόνο οι Έλληνες μπορούν να την ανταγωνιστούν στο λιανεμπόριο. Συνεπώς έστω και αν δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία μεταξύ των μελών της Τριπλής Συμμαχίας και παρά την αντιπαλότητα Αυστρίας και Ιταλίας αναφορικά με τους Έλληνες που αναζητούν σημαία προστασίας και οι τρείς έχουν συμφέρον να συνεχισθεί το μποικοτάζ· ωστόσο, αυτή η συνέχιση είναι πιθανόν να δημιουργήσει πολλούς κινδύνους». 10
Την ίδια περίοδο (1/7/1911) λόγω Μαρόκου (Αγαδίρ) οι Γαλλογερμανικές σχέσεις είναι σε ένταση. Στις 5 Οκτ. η Ιταλία με το πρόσχημα της παρενόχλησης των εμπόρων της στην Λιβύη κυρήσει τον πόλεμο στον Σουλτάνο και καταλαμβάνει την Τριπολίτιδα.
Τα Βαλκάνια αρπάζουν φωτιά. Οι Σέρβοι επωφελούμενοι εισβάλλουν στην Αλβανία. Ο Ελληνικός Στόλος ναυλουχεί στον Βόλο. Ο Ελληνικός στρατός άρτια εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος απ’την Γαλλία σίγουρα δεν θα επέτρεπε ένα νέο 1897.
Η Γαλλογερμανική κρίση τελείωσε ενώ η Ιταλοτουρκική σύγκρουση αν και προσωρινά δεν επεκτάθηκε, απήλλαξε ωστόσο την Ελλάδα απ΄την Τουρκική πίεση, αλλά και το μποικοτάζ (16 Νοε). Στο ίδιο πνεύμα εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων ο Βενιζέλος αρνήθηκε να δεχθεί τους Κρήτες βουλευτές στην ελληνική βουλή.
Οι Ευρωπαϊκές αντιπαλότητες στη Βαλκανική Σκακιέρα
Η επιδεινούμενη κρίση που προκάλεσε ο συνεχιζόμενος Ιταλοτουρκικός πόλεμος είχε σαν αποτέλεσμα το κλείσιμο των Στενών για την προστασία τους από τον κυριαρχούντα στο Αιγαίο ιταλικό στόλο. Οι υπόλοιπες Δυνάμεις που πλήττονταν οικονομικά προχωρούν σε διάβημα στην Πύλη το οποίο δεν απέδωσε καρπούς. Οι Νεότουρκοι επενδύουν έξυπνα στις Ευρωπαικές αντιπαλότητες για να βγουν από την δύσκολη θέση που βρίσκονταν. Τότε ακούγονται κάποιοι ψίθυροι για μυστυριώδη Γαλλο-Ρωσική συμφωνία για διανομή της Ανατολής.
Στις 5 Μαίου 1912 οι Ιταλοί ολοκληρώνουν την κατάληψη της Δωδεκανήσου όπου γίνονται δεκτοί ως απελευθερωτές: Ψευδαισθήσεις των εκεί Ελληνικών πληθυσμών. Οι υπόλοιποι της Αντάντ βλέπουν πίσω απ΄την Ιταλία την Κεντρική Ένωση και κατά συνέπεια δεν μπορούν να μείνουν απραγείς παρά τις ρητές ιταλικές διαβεβαιώσεις περί προσωρινότητας της κατοχής. Η Γαλλία ανασύρει ανεδαφικώς, απ΄το χρονοντούλαπο της Ιστορίας την αρχή της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κάθετα αντίθετη ήταν βέβαια σ’αυτό η Ρωσία, που επιθυμούσε διακαώς την κάθοδο της στο Αιγαίο. Αυτή ήταν άλλωστε και ο ηθικός αυτουργός και εγγυητής της μυστικής Σερβοβουλγαρικής συμφωνίας (13/3 και 29/4 π. ημ. 1912), με την οποία διανέμονταν όλα τα βαλκανικά οθωμανικά εδάφη, συμπεριλαμβανομένης και της Μακεδονίας!!! Ο επιτυχής Μακεδονικός Αγώνας λοιπόν δεν αρκούσε για να σωθούν οι βόρειοι ελληνικοι πληθυσμοί…
Η Ελλάδα συρόμενη πίσω απ’τις εξελίξεις αφού κανείς δεν την ήθελε δυνατή ίσως και από ολιγωρία της κυβερνήσεως Βενιζέλου, επιχειρεί «άλμα στο κενό» (κατά τη ρήση Ελ. Βενιζέλου) χωρίς κανένα εχέγγυο για μελλόντικη επίτευξη εθνικών της στόχων. Έτσι προσχωρεί σε συμφωνία με την Βουλγαρία (29/5/12), χωρίς όμως να συνάψει ανάλογη συμφωνία με Σερβία οπότε η Βουλγαρία απετέλεσε τον άξονα της «Βαλκανικής Συμμαχίας».
Βαλκανικοί Πόλεμοι (ΒΠ) - Διεθνής αντίκτυπος τους
Έτσι ξεσπά ο Ά ΒΠ (Οκτ 1912-Ιαν 1913) μεταξύ Ελλάδος-Σερβίας-
Μαυροβουνίου –Βουλγαρίας απ΄την μια πλευρά και της Τουρκίας από την άλλη. Η Τουρκία χάνει σ’όλα τα μέτωπα. Τα προελαύνοντα Βουλγαρικά στρατεύματα φθάνουν έξω απ΄την Κωνσταντινούπολη. Ο Ελληνικός Στρατός απελευθερώνει τα νησιά του Αιγαίου, μεγάλο μέρος της Ηπείρου και σχεδόν όλη η Μακεδονία με εμφανέστατη την δυσαρέσκεια της Βουλγαρικής πλευράς που ονειρευόταν την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Οι Έλληνες εισέρχονται απελευθερωτές στην συμβασιλεύουσα ύστερα από 472 χρόνια Οθωμανικής κατοχής. Ο βασιλιάς Γεώργιος εγκαθίσταται στην Θεσ/νίκη για να δώσει έμφαση στην σημασία που απέδιδε η ελληνική πλευρά στην πόλη λόγω της Βουλγαρικής επιθετικότητας. Και τότε ο Γεώργιος δολοφονείται από κάποιον δάσκαλο Σχοινά, ο οποίος και αυτοκτόνησε (;) στην φυλακή. Τα κίνητρα της δολοφονίας παρέμειναν ανεξιχνίαστα. Αναλαμβάνει Βασιλιάς, ο Διάδοχος Στρατηλάτης Κων/νος.
Οι επεκτατικές της βλέψεις ήταν αυτές που οδήγησαν την Βουλγαρία να επιτεθεί απρόκλητα και χωρίς κήρυξη πολέμου εναντίον των δύο πρώην συμμάχων της: Ελλάδος και Σερβίας. Ωστόσο αυτές οι τάσεις που είχαν διαμορφωθεί μετά την λήξη του Α΄ΒΠ και λόγω των πιέσεων της Αυστρίας προς την Σερβία, είχαν ήδη οδηγήσει στην σύναψη ελληνοσερβικής συμμαχίας. Στο μεταξύ η Κρήτη προσαρτάται στην Ελλάδα de facto.
Οι Αγγλογάλλοι ανησυχούν για την ιταλική κατοχή των Δωδεκανήσων παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις. Η Κεντρική ένωση είχε ενοχληθεί σοβαρά από την Ιταλική κατοχή της Τριπολίτιδος, ενώ εξεπλάγησαν με την ολοκληρωτική ήττα των Τούρκων, αφού η νίκη των Χριστιανών της Βαλκανικής όρθωνε υψηλό φράγμα μπροστά απ΄την Κωνσταντινούπολη, κλείνοντας τους τον δρόμο προς τα νοτιοανατολικά. Θα αντιδρούσαν δυναμικά την στιγμή μάλιστα που τα σερβικά στρατεύματα εισβάλλοντας στην Αλβανία, προέλαυναν προς το Δυρράχιο, δηλαδή προς την θάλασσα κάνοντας την Αδριατική δική τους και αποκόπτοντας τον δρόμο της Αυστρίας προς αυτή.
Έτσι στον ορίζοντα διαγραφόταν μία αυστριακοβουλγαρική συμμαχία εναντίον της Σερβίας και της Ελλάδας. Στις 31/12/1912 οι Αυστρία-Ιταλία υπέγραψαν συμφωνία με την οποία δεσμεύονταν να δημιουργήσουν ανεξάρτητη Αλβανία, στην οποία θα διατηρούσαν ισοδύναμες σφαίρες επιρροής.
Μια Αλβανία προτεκτοράτο της Ιταλίας πλάι στον Αυλώνα, υποστηριζόμενη από την Αυστρία και την Γερμανία ως προφυλακή της Κεντρικής Ενώσεως με τα Δωδεκάνησα στα ιταλικά χέρια, και την Μικρασία υπό την γερμανική επιρροή η Βαγδάτη ερχόταν πιο κοντά. Αυτό σήμαινε ότι η Ελλάδα θα ήταν κυκλωμένη από δυτικά και ανατολικά, έστω και αν κέρδισε προς το νότο, την Κρήτη ή προς τον βορρά την Μακεδονία. Το πεδίο μάχης της Αν. Μεσογείου άλλωστε είναι ενιαίο.
Η Ελλάς λοιπόν βρίσκεται εκτός σχεδιασμού, αγνοείται από τις Μ. Δυνάμεις. Συνεχίζει τις επιχειρήσεις στο Αιγαίο γνωρίζοντας ότι κατά πάσα πιθανότητα θα είναι αναγκασμένη να κάνει οδυνηρές εδαφικές παραχωρήσεις, ελλείψει σταθερού διεθνούς ερείσματος. Στο «Μέτωπο» της Μακεδονίας ευτυχής συγκυρία υπήρξε βέβαια και η έλλειψη εμπιστοσύνης που πλέον είχε η Ρωσία έναντι της Βουλγαρίας, λόγω της επαμφοτερίζουσας στάσης της τελευταίας.
Χαρακτηριστικές ήταν οι δηλώσεις του επιφανούς Ταγματάρχη Γκότσεφ, στρατιωτικού ακολούθου της Βουλγαρίας στην Ρώμη, προς τους Ρώσσο και Γάλλο ομολόγους του: «Η Γαλλία και η Ρωσία μας εγκατέλειψαν στο θέμα της Θεσ/νίκης. Θα αποξενωθούν και οι δύο από την χώρα μου, όπου για διαφόρους λόγους, απολαμβάνουν τόσο ισχυρές συμπάθειες. Με τον τρόπο αυτό βλάπτουν τα συμφέροντα τους, αν όχι άμεσα, πάντως στο πολύ προσεχές μέλλον ∙ διότι αυτή η εγκατάλειψη, σε θέμα ζωτικό για την χώρα μου, θα μας εξωθήσει στα χέρια της Αυστρίας και, κατ’επέκταση, της τριπλής Συμμαχίας, που μας στηρίζει στο συγκεκριμένο ζήτημα και που στο πλαίσιο της αναμετρήσεως των μεγάλων συμφερόντων, έχει αποδείξει πως διαθέτει ρωμαλέα ισχύ». 11
Αυτός ο κυκεώνας των διπλωματικών ζυμώσεων οδήγησε στη Συνθήκη του Λονδίνου (30 Μαίου 1913). Αυτή πέτυχε μόνο να οριστικοποιήσει τα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (γραμμή Αίνου - Μηδείας κατά μήκος του Έβρου). Κατά τα άλλα για τα εδάφη που βρίσκονταν δυτικά αυτής της γραμμής δεν προέβλεπε σε ποιους και πως, θα παραχωρούνταν. Επίσης δεν καθόριζε το καθεστώς και τα σύνορα της Αλβανίας, όπως και το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου. Τέλος ανέφερε την ολοκληρωτική συμμαχική αποχώρηση από τη Κρήτη χωρίς άλλη επισήμανση. Η Τουρκία δεν ήθελε ν’ αναγραφεί πως την παραχωρούσε στην Ελλάδα, ενώ και η τελευταία δεν δεχόταν να θεωρηθεί η Κρήτη «κέρδος» της από το Α‘ ΒΠ. Έτσι και αλλιώς ήταν στην ουσία ελληνική πρίν τον πόλεμο και δεν υπήρχε κίνδυνος να διεκδικηθεί από κάποιον, την στιγμή μάλιστα που πάλευε για το Αιγαίο και τη Μακεδονία που ήταν τα ουσιαστικά κέρδη της.
Αναλαμβάνοντας τις ευθύνες τους, οι Δυνάμεις θα μπορούσαν να ολοκληρώσουν το έργο τους και να σώσουν την ειρήνη. Προτίμησαν το ρόλο όμως του Πόντιου Πιλάτου. Πρώτα- πρώτα προετοίμαζαν το δικό τους μεγάλο πόλεμο ύστερα και η ειρήνη απαιτεί θάρρος... Θα άφηναν έτσι να ξεσπάσουν όλες οι διαμάχες και να βρούν διέξοδο όλα τα πάθη.
Η Ελλάδα τελικά πήρε τη διαβεβαίωση ότι θα διατηρούσε τη Θεσσαλονίκη. Αυτό προκάλεσε έξαλλη οργή στη Βουλγαρία. Η ρωσική κοινή γνώμη την υποστήριζε και ο Τσάρος κατηγορήθηκε για υποχωρητικότητα. Οι βουλγαρικοί στρατιωτικοί κύκλοι δεν ικανοποιούνταν με τη Μακεδονία, τη Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι : ήθελαν και έξοδο στη Αδριατική!!! Οι Μ. Δυνάμεις δεν τολμούσαν πια ν’ αναμειχθούν, αποσύρθηκαν στη παγερή αδιαφορία τους και το τόνισαν με έμφαση. Στρουθοκαμιλίζοντας επιτάχυναν το Μεγάλο Πόλεμο αντί να λύσουν με κάθε τίμημα το Βαλκανικό πρόβλημα που θα έβαζε φωτιά σ’ όλη την Ευρώπη.
Η Ελλάδα αναζητούσε ερείσματα και στους δύο συνασπισμούς: είχε ανάγκη από την Αντάντ Κορντιάλ για το θέμα των νήσων και από τη Τριπλή Συμμαχία για το ζήτημα της Ηπείρου και της Μακεδονίας αφού αυτή δεν έβλεπε με καλό μάτι την επαμφοτερίζουσα Βουλγαρία ν’ αποκτά έξοδο στο Αιγαίο.
Οι συνθήκες ωρίμασαν λοιπόν και η (απόρρητη) ελληνοσερβική συμμαχία (Θεσσαλονίκη 1/ 6/1913) προέκυψε ως φυσικό επακόλουθο βάζοντας ουσιαστικά τη Βουλγαρία στο αντίπαλο στρατόπεδο, χωρίς να θίγεται όμως η δυνατότητα της Ρωσικής διαιτησίας, η οποία και ζητήθηκε από τη Βουλγαρία λόγω των διεκδικησεών της. Αυτή η ρωσική παρέμβαση στα Βαλκάνια, προκάλεσε την αναμενόμενη αντίδραση της Τριπλής Συμμαχίας και διότι την συνέφερε να παραμείνουν άλυτα τα προβλήματα της χερσονήσου του Αίμου. Η πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» υπό αυτές τις συνθήκες την διευκόλυνε αφού η διείσδυσή της στην Ανατολή, περνούσε από τα «απείθαρχα» και απρόβλεπτα στις προτιμήσεις τους χριστιανικά βαλκανικά κράτη. Η Τουρκία της είχε δώσει ήδη «γή και ύδωρ».
Έτσι τη νύχτα της 29ης/30ης Ιουνίου 1913 (Β’ ΒΠ) οι Βουλγαρικές Δυνάμεις επιτίθενται άνευ κυρήξεως πολέμου σ’ Ελλάδα και Σερβία. Στις μάχες όμως των Κιλκίς και Γευγελής αντιστοίχως υφίστανται πανωλεθρίες και οι δύο σύμμαχοι προήλασαν μέσα στο βουλγαρικό έδαφος. Ταυτόχρονα ρουμανικές Δυνάμεις πέρασαν τον Δούναβη και προελαύνουν. Η Βουλγαρία απελπισμένη απευθύνεται στη Ρωσία η οποία παρεμβαίνει με διακοίνωση στις 10 Ιουλίου αλλά οι Σύμμαχοι δεν τη λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψη καθώς όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις ενώ φοβούνταν τη γενίκευση του πολέμου σε όλη την Ευρώπη και ήθελαν άμεσα ειρήνευση, εντούτοις τήρησαν ουδέτερη στάση ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος είχε κρίνει σωστά γράφοντας στον ΥΠΕΞ Κορομηλά τις απόψεις του για τη παρέμβαση της Ρωσίας. «… Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η λύση που θα μπορούσε να δώσει η Ρωσία ή οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις πρίν από το πόλεμο, θ’ αποτελούσε στη πραγματικότητα σπέρμα πολέμου, ο οποίος θα ξεσπούσε αναπόφευκτα μετά από ελάχιστα χρόνια. Το μεγάλο σημερινό πλεονέκτημα είναι ότι θα μπορούμε να ήμαστε ήσυχοι από τη πλευρά των Βουλγάρων επί γενεές ολόκληρες. Και αυτό το πλεονέκτημα δεν επιτρέπεται να χαθεί. Οπωσδήποτε να μη συνεναίσετε σε σύναψη ανακωχής πρίν διαβουλευθείτε μαζί μου. Ceretum censeo Bulgarian esse delendam (κατά τα άλλα φρονώ ότι η Βουλγαρία πρέπει ν’ αφανισθεί (στρατιωτικά): παράφραση της φράσης του Αννίβα)». 12 Άλλωστε ήταν πολύ νωπές οι μέθοδοι γενοκτονίας που εφήρμοσαν τα Βουλγαρικά στρατεύματα στις καταληφθείσες απ’ αυτούς ελληνικές περιοχές.
Η Ρουμανία ανεμείχθη, επειδή ήθελε να έχει και εκείνη λόγο στη μορφοποίηση της Βαλκανικής ισορροπίας. Στην περίπτωση της πρέπει ν’ αναζητηθεί δάκτυλος της Γαλλίας καθώς το Βουκουρέστι ακολουθούσε πολιτική ανεξάρτητη απ’ τη Τριπλή Συμμαχία και αυτό είχε μεγάλη σημασία. Υπο αυτό το πρίσμα η Ρουμανία δεν επιθυμούσε να υπάρχει βουλγαρική υπεροχή στον Αίμο και εκμεταλεύθηκε το φόβο των άλλων Δυνάμεων για πιθανή ηγεμονία της Ρωσίας.
Επωφελούμενη η Τουρκία προωθεί τα στρατεύματα της προς τη γραμμή Αίνου- Μήδειας που της επεδικάσθη στο Λονδίνο, ενώ καταλαμβάνει και την Ανδριανούπολη.
Εδώ πλέον φαίνεται καθαρά ότι η στρατιωτική ισχύς επέτρεπε για πρώτη φορά στην Ελλάδα αλλά και στους υπολοίπους βαλκάνιους ένα καθεστώς αυξημένης πολιτικής αυτονομίας.
Οι Βούλγαροι μετά τη κατάληψη της Σόφιας από τους Ρουμάνους και της Ανδριανούπολης από τους Τούρκους, υποχρεώνονται - στη συνθήκη ειρήνης που υπογράφουν (29 Σεπ 1913) - να παραιτηθούν από τα εδάφη της Καβάλας και της Ανδριανουπόλεως αφού μόνο η Ρωσία τους υποστήριζε. Οι υπόλοιποι σύμμαχοι της Αντάντ και οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες δεν επιθυμούσαν την κάθοδο των Σλαύων στο Αιγαίο. Έτσι η επιμονή του Κωνσταντίνου παρά τις νύξεις του Βενιζέλου για υποχωρητικότητα στο θέμα της Καβάλας, θριάμβευσε.
Ο διπλωματικός οργασμός στις παραμονές και την έκρηξη του Α' ΠΠ
Τα σύννεφα του Α’ΠΠ πλησιάζαν απειλητικά και η Ελλάδα προσπαθούσε να βρεί στηρίγματα στους δύο συνασπισμούς. Ο Γάλλος πρεσβευτής στη Βιέννη Dumaine περιέγραψε μ’ ακρίβεια την τότε δεινή ελληνική θέση καθώς αυτή είχε ανάγκη από την Αγγλία κατά του Σλαβισμού, από τη Γαλλία κατά του Ιταλικού Ιμπεριαλισμού, ίσως και από την Αντάντ κατά των φιλοδοξιών της Τριπλής Συμμαχίας στη Μεσόγειο και στη Μικρά Ασία. Ο ρόλος που έπρεπε να παίξει ήταν πολύ μεγάλος για την Ελλάδα, παρά τις νίκες της.
Οι Βουλγαρία και Τουρκία αποτελούν εκ νέου το «μήλον της έριδος» για τους δύο συνασπισμούς. Και οι δύο μετά τη ταπείνωση τους τρέφουν κληρονομική εχθρότητα για την Ελλάδα, η οποία ανησυχεί βλέποντας το Βούλγαρο Βασιλιά Φερδινάνδο να γίνεται δεκτός στην Αυστρία ως «άσωτος υιός».
Η Ιταλία φλεγόταν απ’ το πυρετό του επεκτατισμού έχοντας ήδη εγκατασταθεί σε Αλβανία και Ρόδο εκκρεμούντος δε και του προβλήματος του καθεστώτος των αιγαιακών νήσων. Όλοι συμφωνούσαν ν’ αποδωθούν στην Ελλάδα σ’ αντάλλαγμα για τον «εγκλεισμό» της Β. Ηπείρου στην Αλβανία (απαίτηση της Τριπλής Συμμαχίας). Ενδεικτικές όμως ήταν οι δηλώσεις του Ιταλού ΥΠΕΞ Antonino Paterno- Castello Μαρκησίου του San Giulliano στους Γάλλους ότι θα προέκυπταν σοβαρές ανωμαλίες αν δίνονταν και τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα αφού θα τους επέτρεπε ν’ αναπτύξουν «προπαγάνδα» στη Μ. Ασία… Η Ιταλία θα πράξει το καλύτερο, ώστε από την αποχωρησή της; να ωφεληθεί περισσότερο η Τουρκία. Εξάλλου το θέμα των νήσων συνδέεται με το αντίστοιχο των νότιων συνόρων της Αλβανίας». Οι «φόβοι» της για την αναβίωση μιας νέας βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν καταλυτικοί στη διαμόρφωση της περαιτέρω στάσης της. Έτσι στη συνδιάσκεψη των πρεσβευτών των Δυνάμεων στο Λονδίνο (12/8/1913) τέθηκαν οι βάσεις για τη κατακράτηση της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς παρά τις γαλλικές αντιδράσεις. Τα υπόλοιπα απελευθερωμένα νησιά αποδίδονται στην Ελλάδα (Ελληνοτουρκική Συνθήκη των Αθηνών 13/11/1913).
Νέο ιταλικό «χαστούκι», με την αρωγή της Κεντρικής Ένωσης, στην Ελλάδα ακολουθεί, με την ενσωμάτωση της πανάρχαιας Ελληνικής γής της Β. Ηπείρου στο νέο κράτος της Αλβανίας (πρωτ/λο Φλωρεντίας, 19 Δεκ 1913). Η ελληνική ηγεσία το απεδέχθη λόγω διαβεβαιώσεων που της είχαν δοθεί περί ενσωματώσεως και των Δωδεκανήσων. Έτσι εγκατέλειψε τον εξεγερμένο Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό αποσύροντας τον εκεί Ελληνικό Στρατό, παρά τις περηφανείς νίκες που κατήγαγε κατά των βοηθουμένων από τη Κεντρική Ένωση και Ιταλία, Αλβανών. Εγκατέλειψε ακόμα και το ηπιότερο για τους Βορειοηπειρώτες, Πρωτόκολο Κερκύρας (17/5/1914) που αναγνώριζε την αυτονομία της περιοχής, ένα πρωτόκολλο που ποτέ δεν εφαρμόσθηκε αλλά ούτε και ακυρώθηκε μέχρι σήμερα.
Σε μία Ευρώπη που ήταν ένα καζάνι που έβραζε τέτοιου είδους υποσχέσεις ήταν αίολες. Τα πεπρωμένα του Ελληνισμού βρίσκονταν εν μέσω της διεκδικήσεως της Μεσογειακής κυριαρχίας και κατ’ επέκταση της Παγκόσμιας, από τη Τριπλή Συμμαχία και την Αντάντ για την οποία συγκρούονταν ο γερμανισμός με το σλαβισμό, η Αγγλία με τη Γερμανία ή με τη Ρωσία : επρόκειτο για το τρομερότερο πρόβλημα του κόσμου και η Ελλάδα ήταν τόσο μικρή. Ο Βενιζέλος ταξιδεύει στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Το μήνυμα του Γάλλου πρεσβευτή στο Βερολίνο Jules Cambon (22/11/1913) δεν αφήνει αμφιβολίες για το ότι η Γερμανία έχει εγκαταλείψει τη διπλωματία. Η Ρώμη είναι ρητορικώς μόνο καθησυχαστική. Όλοι πλέον ετοιμάζονται για πόλεμο.
Το Παρίσι αποστέλλει στρατιωτική αποστολή υπό τον Στγο Joseph-Paul Eydoux στην Ελλάδα σχεδόν ταυτόχρονα με την αποστολή από την Γερμανία στη Κωνσταντινούπολη του ομοιοβάθμου του Otto Liman von Sanders, υπό τη καθοδήγηση του οποίου άρχισε η γενοκτονία των χριστιανικών πλυθησμών της Μ. Ασίας (1912). Η Γαλλία εξοπλίζει την Ελλάδα, ενώ της υπόσχεται μαζί με την Αγγλία δάνεια. Ο Κάιζερ με το καγκελάριο Theobald von Bethmann Hoolweg έρχεται στη Κέρκυρα για «διακοπές» και συνομιλίες με το Βασιλιά και τον Έλληνα ΥΠΕΞ Γ. Στρέιτ. Ο Γουλιέλμος ήταν σίγουρος για τη συμμαχία της Ελλάδος όμως ο Στρέιτ του επισήμανε ότι αυτό είναι αδύνατο λόγω των απειλών της Βουλγαρίας και της Αγγλίας η οποία θα επενέβαινε και δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι ναυτική χώρα, θα εκτιθόταν εύκολα στα αγγλικά καίρια πλήγματα.
Με την ολοκλήρωση των τουρκοσερβικών διαπραγματεύσεων (17 Μαρ 1913) το Παρίσι έδωσε ένα δάνειο των 500 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων, που ζήταγε η Τουρκία. Έτσι η τελευταία έγινε πιο αδιάλακτη έναντι της Ελλάδας, και λόγω της Ιταλικής στάσεως. Έδινε μάλιστα την εντύπωση πως και αυτή είχε αποφασίσει την εμπλοκή σε πόλεμο. Ξανάρχισαν οι βάρβαροι διωγμοί των Ελλήνων σε Θράκη και Μ. Ασία. Ο Γάλλος πρεσβευτής στη Πόλη, Maurice Bompard ανέφερε στο Παρίσι: «Η Βαλκανική είναι αυτή τη στιγμή σχεδόν στο συνολό της θέατρο φρικαλεοτήτων οι οποίες θα μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με όσες συνόδευαν τις μεγάλες μεταναστεύσεις λαών».13 Η κρίση μόλις που εκτονώθηκε, ωστόσο η Ελλάδα στράφηκε στη Σερβία για να ενεργοποιήσει τη συμφωνία τους. Η τελευταία συνέστησε ψυχραιμία, λόγω ανετοιμότητας του στρατού και της κοινής της γνώμης. Η Ρουμανία που δεν ήθελε να διακυβευθούν αυτά που είχε κερδίσει, «εξ αδρανείας» τάχθηκε, χλιαρά όμως, με την Ελληνοσερβική πλευρά.
Η έκρηξη του Α΄ΠΠ, είχε σαν αφορμή τη δολοφονία του αρχιδούκα της Αυστρίας Φερδινάνδου, στο Σεράγεβο, από τη Σερβική οργάνωση «Μαύρη Χείρα». Η Ελλάς βρίσκεται απομονωμένη.
Η Ελληνική ουδετερότητα (1914 – 1915)
Το τελεσίγραφο της Αυστρίας προς τη Σερβία, επέφερε το αίτημα της τελευταίας για ελληνική αρωγή. Ο Βενιζέλος έδωσε οδηγίες στο Στρέιτ να δώσει απάντηση, παρεμφερή μ’ αυτή που είχε λάβει και η Ελλάδα από τη Σερβία, με την οξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αναντίρρητα ήταν πολιτικώς ορθός αυτός ο συσχετισμός. Ωστόσο η Σερβία αντιμετώπιζε και το κίνδυνο εκτός της Αυστροουγγρικής και της ταυτόχρονης Βουλγαρικής επιθέσεως.
Ο Βενιζέλος δίνει οδηγίες στην ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου για σύναψη ελληνορουμανικής συμφωνίας : «Η Ρουμανία θα είναι αναμφίβολα, όπως και εμείς, αποφασισμένη να μην ανεχθεί τέτοια επίθεση. Το σύμφωνο Ελλάδας – Ρουμανίας θα προέβλεπε ποια μέτρα θα υιοθετούσαν από κοινού για να επισύρουν την προσοχή της Σόφιας, ή σε περίπτωση ανάγκης, για να παραλύσουν τις ενέργειες της: αυτή η συμφωνία ήταν επιθυμητή και για ένα πρόσθετο λόγο ∙ θα υποχρέωνε την Τουρκία σε αυστηρή ουδετερότητα».14
Οι Γερμανοί μετά τη λήξη του αυστριακού τελεσιγράφου προειδοποιούν την Ελληνική κυβέρνηση να μην εμπλακεί στην επερχόμενη αυστροσερβική σύρραξη, επισείοντας την έμμεση απειλή περί εκμεταλεύσεως της κρίσεως από Τουρκία και Βουλγαρία. Επιθυμούσε μάλιστα την «…έγκαιρη αποστασιοποίηση της Ελλάδος από τη Σερβία». Χαρακτηριστικό ήταν το τηλεγράφημα του Βενιζέλου προς το Γ. Στρέιτ στο οποίο ανέφερε ότι σε περίπτωση σερβοβουλγαρικής συρράξεως η Ελλάδα θα συνέδραμε την Σερβία αφού από αυτό εξαρτάτο η ίδια της η επιβίωση. Ενώ σε ερώτημα του Σέρβου πρωθυπουργού Nikola Pašić απάντησε (25 Ιουλίου 1914) ότι όσον αφορά στην Αυστρία, η Ελλάδα θα αποφάσιζε έχοντας πάντα υπ’ όψιν την αποτελεσματικότητα της βοηθειάς της.
Ο Βενιζέλος είχε την άποψη ότι ανεξαρτήτως της εκτάσεως του πολέμου η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ενταχθεί στο αντίπαλο απ’ τη Σερβία στρατόπεδο λόγω της παραδοσιακής ηπιότητας των ελληνοσερβικών σχέσεων. Κυριχθέντος του πολέμου ωστόσο, η Ελλάδα απέφυγε να κινητοποιήσει τους 40000 άνδρες που προέβλεπε η ελληνοσερβική συμφωνία για να μην προκαλέσει γενική βουλγαρική επιστράτευση και κατ’ επέκταση γενική βαλκανική ανάφλεξη. Ο Γερμανός αυτοκράτορας με τηλεγραφηματά του προς το Κωνσταντίνο (2 και 4 Αυγούστου1914) τον ενημερώνει για τις συμμαχίες που ήδη είχε συνάψει με Βουλγαρία και Τουρκία για να φράξει την έξοδο του σλαυισμού στο Αιγαίο και τον πιέζει να συμμαχήσει μαζί τους. Ο Κων/νος απαντά ότι στρατηγικώς κάτι τέτοιο είναι αδύνατο αφού σε τέτοιο ενδεχόμενο η ελληνική επιστράτευση, λόγω ελλείψεως επιγείων μέσων (σιδηροδρόμων και δρομολογίων), θα γινόταν μόνο δια θαλάσσης. Η Ελλάδα τότε θα βρίσκονταν μοιραία στο έλεος των Αγγλογάλων οι οποίοι θα την αφάνιζαν στρατιωτικά πρίν καν συνδράμει στις επιχειρήσεις, γι’ αυτό και επέλεξε την αυστηρή ουδετερότητα.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η Γερμανία αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιτήδεια στη μυστική διπλωματία : μην μπορώντας να προσεταιρεισθεί την φιλοανταντική Ελλάδα, επιδίωκε την ουδετεροτητά της, κρατώντας Τουρκία και Βουλγαρία σε αναμονή, ώστε να εμφανίζονται και αυτές «ουδέτερες». Έτσι η Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση αβεβαιότητος σχετικά με το αν θα έπρεπε να εισέλθει στο Α’ ΠΠ ή όχι.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες τρομακτικών πιέσεων σε μία μικρή χώρα που πάλευε για την επιβίωσή της, ήταν αναμενόμενη η πολιτειακή της εκτροπή. Ο Βενιζέλος πίστευε ακράδαντα στη νίκη της Αντάντ ως συνασπισμού ισχυρά ναυτικών κρατών. Δεν είχε ενδοιασμούς να διαπραγματεύεται ακόμη και τη παραχώρηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία(!), αφού η Αντάντ διαπραγματευόταν ήδη με τους Βουλγάρους την περιοχή και με τους Τούρκους Θράκη και νησιά για να τους προσελκύσει. Προσπαθούσε δηλαδή να ελαχιστοποιήσει τις αναπόφευκτες, βάσει της αντατικής πολιτικής, εδαφικές απώλειες. Αν μάλιστα οι Βουλγαρία και Τουρκία τάσονταν τελικά υπέρ της Κεντρικής Ενώσεως, η Ελλάδα θα μπορούσε με τους νικητές να επιδιώξει την πραγμάτωση της Μ. Ιδέας. Η ίδια η Αντάντ μάλιστα, υστερόβουλα, συσχέτιζε την αποδοχή της Ελλάδας ως συμμάχου, με την εχθρότητα ή μη των Τούρκων και Βουλγάρων!! Φυσικά αυτή τους η πολιτική πήγαζε από τις ρωσοϊταλικές κυνικές αντιδράσεις για πιθανή ενδυνάμωση και επέκταση της Ελλάδος. Με λίγα λόγια η τελευταία ήταν ανεπιθύμητος σύμμαχος απ’ τη στιγμή που προέβαλλε οποιαδήποτε απαίτηση. Την ήθελαν σύμμαχο, χωρίς κανένα απολύτως εχέγγυο αλλά και διότι είχαν αποφασίσει να την “ακρωτηριάσουν” προκειμένου να εξασφαλίσουν ακόμα και την ουδετερότητα, ιδιαιτέρως των Βουλγάρων. Η Βουλγαρία ήταν ο άξονας της πολιτικής στα Βαλκάνια, σύμφωνα με την Αντάντ, γι’ αυτό της πρόσφεραν ως αντίδωρο ακόμα και την Ανδριανούπολη. Όπως ήταν αναμενόμενο η Τουρκία βγαίνει στον πόλεμο υπέρ της Γερμανίας. Μάταια ο Βενιζέλος προσπαθεί να πείσει την Αντάντ περί της μυστικής Βουλγαρογερμανικής συμμαχίας. Η απάντηση; : «Αδύνατο, αδύνατο και αν συμβαίνει τέτοιο πράγμα, θα την αποσπάσουμε από την Γερμανία, πλειοδοτώντας σε παραχωρήσεις!!». 15 Την χρειαζόταν περισσότερο τώρα ως ανάχωμα„ για την Τουρκία. Ο Théophile Delcassé δηλώνει: «τα έπαθλα της νίκης θα τα μοιράσουν τελικά οι δυνάμεις της Αντάντ και το αντίτιμο τους θα είναι πολύ υψηλό….Θεωρώ αναγκαίο η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία να τονίσουν προς την Βουλγαρία πως, αν παραμείνει ουδέτερη, η Αντάντ εγγυάται ότι, όταν σημάνει η ώρα των οριστικών ρυθμίσεων, θα της παραχωρηθούν η γραμμή Αίνου-Μηδείας και μεγάλες εκτάσεις στην Μακεδονία, οι οποίες θα είναι, φυσικά, μεγαλύτερες, αν αντί για την ουδετερότητα, προκρίνει την συνεργασία» (14 Νοε 1914). 16
Ο Κωνσταντίνος πιστός στην αρχή ότι δεν απεμπολείς εθνικά δίκαια που αποκτάς με πολύ αίμα για να κερδίσεις άλλα, απορρίπτει αυτούς τους βενιζελικούς ακροβατισμούς, την στιγμή μάλιστα που και η Ρουμανία εξαρτούσε την συμμαχία της με την Αντάντ απ’ το αν θα της παραχωρούσαν εδάφη. Συνέχιζε αυτή λοιπόν να είναι ουδέτερη αφού επιπλέον το ρώσικο μέτωπο κατέρεε και θα δεχόταν μόνη τον κύριο όγκο των Γερμανοαυστροουγγρικών στρατιών.Όλη η Ελλάδα ξεσηκώνεται από ιερή αγανάκτηση κατά της Αντάντ. Η τελευταία πραγματοποιεί τραγική απόβαση στα Δαρδανέλλια χωρίς να λάβει υπόψη της τις σωστές, όπως απεδείχθει, παραινέσεις του ελληνικού επιτελείου για την μη πραγματοποίηση της. Ο Βενιζέλος που είχε προτείνει την αποστολή μιας συμβολικής ελληνικής δύναμης στην επιχείρηση, κάτι που δεν έγινε αποδεκτό από τα Ανάκτορα αλλά και από Ρώσους και Ιταλούς, παραιτείται, κατηγορώντας στην Αντάντ τον Κωνσταντίνο για φιλογερμανισμό. Ωστόσο ο τελευταίος, αν και ουσιαστικώς φίλα προσκείμενος στην Αντάντ, δεν μπορούσε να «βγει» στον πόλεμο χωρίς το στήριγμα της Ρουμανίας και την αποστολή τουλάχιστον 150.000 ανδρών της Αντάντ στην Μακεδονία. Ο σπόρος του διχασμού ερρίφθη.
Η νέα κυβέρνηση Γούναρη αντιμετωπίζεται εχθρικά από την Αντάντ παρά τις λογικές και συμβιβαστικές προτάσεις προς αυτήν για έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της. Αντί αυτών η συμμαχία όχι μόνο δεν παραχωρεί κάτι ως αντάλλαγμα αλλά προτείνει και την παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης στους Βουλγάρους ακόμα και με την βία! Κάτι τέτοιο επέτεσσαν άλλωστε οι δεινές ήττες των Ρώσων (απόφαση Αντάντ 2ας Ιουνίου 1915). Η Βουλγαρία τελικά υπογράφει μυστικά συμφωνία με τους Γερμανούς, ενώ τώρα η Σερβία δέχεται όλο το βάρος των κεντρικών Αυτοκρατοριών, αλλά εγκαταλείπεται από την Αντάντ (όπως και η Ελλάδα) προκειμένου να ικανοποιηθεί η Βουλγαρία. Με διακοίνωση η Αντάντ (3 Αυγ 1915) απαιτεί την παραχώρηση σερβικών και ελληνικών εδαφών (Καβάλα) στους Βουλγάρους. Οι τελευταίοι για να κερδίσουν χρόνο αποκρούουν την διακοίνωση αυτή.
Μετά το Σεπτέμβριο του 1915 η Ελλάδα βρέθηκε στο κέντρο του διπλωματικού πολέμου. Με την διαγραφόμενη συντριβή της Σερβίας οι Γερμανοαυστριακοί θα ενώνονταν με τους Βουλγάρους και τους Τούρκους , θα κυριαρχούσαν στο Αιγαίο, στην Μεσόγειο, στον δρόμο προς την Βαγδάτη και το Σουέζ, θα ξεσήκωναν τον μουσουλμανικό κόσμο κατά των αποικιοκρατικών δυνάμεων της Αντάντ : η Ανατολή θα γινόταν δική τους, μαζί με τη νίκη και την παγκόσμια κυριαρχία (μετέπειτα δόγμα Μακίντερ). Στην Ανατολή άλλωστε δημιουργούνται ή γκρεμίζονται οι μεγάλες αυτοκρατορίες. Η θαλάσσια κυριαρχία της Αντάντ θα μπορούσε εύκολα να καταρρεύσει. Συνεπώς χρειαζόταν ηπειρωτικό σημείο στήριξης για να σταματήσει την Drang nach Südosten. Η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία φάνταζε τώρα ως η μοναδική λύση αφού από εκεί θα στήριζαν την Σερβία, θα επέβλεπαν την Βουλγαρία και θα αντέτασαν άμυνα. Στις αρχές μάλιστα του Σεπτέμβρη 1915 οι σύμμαχοι της Αντάντ συζητούσαν να καταλάβουν την πόλη για να έχουν «ενέχυρο» την Μακεδονία, ώστε να την προσφέρουν στην Βουλγαρία (!!) αν προσχωρούσε στην Αντάντ. Πρόβλημα Καβάλας δεν υφίστατο βέβαια πλέον. Τα χέρια του Βενιζέλου ήταν «λυμένα», ενώ με την ρωσική ήττα «επετράπει» να στραφεί το ελληνικό βλέμμα στην Κωνσταντινούπολη.
Η Σερβία αντιμετωπίζει τώρα τις δύο αυτοκρατορίες και ζητά την ελληνική αρωγή. Η Ελλάδα απαντά ότι δεν μπορεί να βοηθήσει χωρίς και την συμμετοχή της Ρουμανίας. Την ίδια άποψη έχει και η Αντάντ, που στις 15 Σεπτεμβρίου 1915 στέλνει ένα οιωνεί τελεσίγραφο στην Βουλγαρία για να ξεκαθαρίσει την θέση της. Στις 21 Σεπτεμβρίου αυτή κυρήσσει επιστράτευση χωρίς να ξέρει κανείς με ποιόν θα συμμαχήσει. Αμέσως επιστρατεύεται και η Ελλάδα ενώ ο Βενιζέλος αρχίζει τις απευθείας επαφές με τους πρεσβευτές της Αντάντ παρακάμπτοντας τα Ανάκτορα. Στις 23 Σεπτεμβρίου η Αντάντ διαμηνύει ότι είναι έτοιμη να αποστείλει τα στρατεύματα που αιτείτο η Ελλάς. Όμως στις 26 η Ρουμανία αρνείται να βοηθήσει την Αντάντ και δέχεται την απειλή της Ρωσίας ότι θα εισβάλλει προς αρωγή της Σερβίας (το ρωσογερμανικό μέτωπο έχει σταθεροποιηθεί). Η Ρουμανία ανταπαντά ότι θα καταφύγει στα όπλα για να το αποτρέψει. Τελικά η Αντάντ αντί για 150.000 άνδρες στέλνει μόλις 20.000 στην Μακεδονία! Ο Βενιζέλος ζητά από τον βασιλιά να επιτρέψει να αποβιβασθούν, αλλά ο τελευταίος όπως ήταν φυσικό, αρνείται: χωρίς επαρκή συμμαχική βοήθεια, με την Ρουμανία εκτός Αντάντ και κατ’ επέκταση την αδυναμία της Ρωσίας να επέμβει, και την Βουλγαρία, έστω και υποκριτικά να εμφανίζεται ουδέτερη ακόμα, η Ελλάδα δεν νομιμοποιείτο να επιτρέψει αυτή την αποβίβαση γιατί θα προκαλούσε την μύνη των Γερμανοαυστριακών - και των Βουλγάρων επωφελούμενων.
Ο Βενιζέλος ήρθε σε μυστική συνεννόηση με τους πρεσβευτές της Αντάντ, ώστε αυτή να αποβιβάσει στρατό στην Θεσσαλονίκη με το πρόσχημα της βοήθειας στην Σερβία προς την οποία και θα κατευθύνονταν χωρίς να ζητά εδαφικές παραχωρήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η Βουλγαρία δεν θα επετίθετο. Η Βουλή και τα Ανάκτορα συμφώνησαν χωρίς να ενημερωθούν για τις μυστικές διαβουλεύσεις του Βενιζέλου. Η Αγγλία δηλώνει ότι η Αντάντ υπολογίζει την Βουλγαρία ακόμα και για την ουδετερότητα της, αφήνοντας να διαφανεί ότι επιδιώκει να καταλάβει την Μακεδονία για λογαριασμό της Βουλγαρίας! Ο Βενιζέλος αντιδρά και δεν δίνει άδεια αποβιβάσεως, αλλά και η Αγγλία αναδιπλώνεται αφού στη Βουλγαρία πλεόν διαφαίνονται κάποια ανησυχητικά σημάδια.
Η Αντάντ επανέρχεται και δηλώνει ότι αποφάσισε να αποβιβάσει τα στρατεύματα της. Ο Βενιζέλος – όπως πάλι είχε μυστικά συμφωνηθεί – διαμαρτύρεται «για τους τύπους» και η αποβίβαση πραγματοποιείται, αφού ο Διοικητής του Γ΄ ΣΣ είχε συνεννοηθεί μαζί του. Ο τελευταίος αποκαλύπτει τις προθέσεις του στην Βουλή (4 Οκτ 1915) και χρησιμοποιώντας την πλειοψηφία που διέθετε τάσσεται με την Αντάντ και εξέρχεται στον πόλεμο. Στις 5 Οκτωβρίου ο βασιλιάς τον αποπέμπει και διορίζει πρωθυπουργό τον Ζαΐμη. Στις 8 Οκτωβρίου καταλαμβάνεται το Βελιγράδι ενώ στις 11 Οκτωβρίου επιτίθενται και οι Βούλγαροι στην Σερβία. Οι Σέρβοι καταρρέουν και ζητούν βοήθεια. Ο Ζαΐμης αρνείται ερμηνεύοντας την ελληνοσερβική συμφωνία υπό το πρίσμα των ελληνικών συμφερόντων. Ο Βενιζέλος συμφωνούσε εν πολλοίς με αυτή τη γραμμή και πίεζε την Αντάντ, εφόσον Βούλγαροι και Τούρκοι ήταν πλέον στο αντίπαλο στρατόπεδο, να υποσχεθεί στην Ελλάδα αξιόλογα εδαφικά πλεονεκτήματα. Έτσι η Αγγλία προσφέρει την Κύπρο. Ο Ζαΐμης αρνείται αφού και η ελληνική βοήθεια στην Σερβία θα ήταν αναποτελεσματική και η ίδια η επιβίωση της χώρας τιθόταν εν αμφιβόλω. Πράγματι στις 27 Οκτωβρίου ο Στρατηγός Maurice Sarrail καταδιώκεται, ηττημένος από τους Βουλγάρους. Ο Ζαΐμης καλεί τον Γάλλο πρεσβευτή και του ανακοινώνει τον αφοπλισμό και τον εγκλεισμό σε στρατόπεδο του καταδιωκομένου σερβικού στρατού, που τυχόν θα εισέλθει στο ελληνικό έδαφος, τονίζοντας όμως και την ηθική και πρακτική αδυναμία της Ελλάδος να πράξει το ίδιο με τα αγγλογαλλικά στρατεύματα. Συνεχίζοντας τόνισε : «Επειδή επίσης, δεν έχει την δυνατότητα (η Ελλάδα), χωρίς να εμπλακεί σε εχθροπραξίες, να εμποδίσει τις γερμανικές ή βουλγαρικές δυνάμεις που θα καταδίωκαν τις συμμαχικές, είναι υποχρεωμένη να μειώσει την έκταση της ελληνικής επικράτειας που θα καταστεί πεδίο μαχών». 17
Το Νοέμβριο ο Ζαΐμης ανατρέπεται από τους βενιζελικούς στην Βουλή και τον διαδέχεται ο Σκουλούδης με οικουμενική κυβέρνηση ενώ και στην Γαλλία, ανατρέπεται ο Théophile Delcassé από τον Aristide Briand. Οι εχθρικές στρατιές απέχουν μερικά χιλιόμετρα από την Θεσσαλονίκη, ενώ ο Maurice Sarrail έχει μόνο 30-35 χιλιάδες άνδρες.
1) Η Διαμάχη της Αντάντ με την Ελλάδα (1915-1916)
Η ανάγκη δεν υπακούει στο νόμο και έτσι η Αντάντ διεμήνυσε στον Σκουλούδη ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αφοπλισμού των συμμαχικών στρατευμάτων θα θεωρείτο εχθρική ενέργεια.
Ωστόσο ο Κωνσταντίνος ήταν κατηγορηματικός στον Ντενί Κοσέν : δεν επροτίθετο επ’ ουδενί λόγω να αφοπλίσει κανένα συμμαχικό στρατό. Η επίσημη ανακοίνωση ήταν για τους τύπους. Η κατάσταση των συμμάχων ήταν οδυνηρή, όπως είχε προβλέψει η ελληνική πλευρά, και η στρατιωτική ιδιοφυία του Ιωάννου Μεταξά.
Νέα διακοίνωση της Αντάντ στις 22 Νοεμβρίου αποκαθιστά τα πράγματα, δεχόμενοι την ελληνική ουδετερότητα, αλλά απαιτούν απόλυτη ελευθερία κινήσεως στα ελληνικά εδάφη για διάσωση των στρατευμάτων τους στην Μακεδονία.
Οι στιγμές είναι κρίσιμες. Ο Κωνσταντίνος , όμως, ήρθη στο ύψος των περιστάσεων και κάνει αποδεκτή την διακοίνωση (24 Νοεμ). Τα ανταντικά στρατεύματα ωστόσο βρίσκονται σε δεινότατη θέση. Επανέρχονται και ζητούν από τον Κωνσταντίνο να κλείσει τα σύνορα στις αντίπαλες στρατιές μόλις περάσουν τα στρατεύματα τους (!!) για τόσο χρόνο όσο αυτά χρειάζονται να αναδιοργανωθούν.
Τώρα οι Γερμανοί πιέζουν αφόρητα για εισβολή στο ελληνικό έδαφος. Ακολουθεί ανταλλαγή επιστολών εκατέρωθεν, άξονας των οποίων α) ήταν η διασφάλισις εγγυήσεων και «ενέχυρων» από την γερμανική πλευρά ότι με κανένα τρόπο δεν θα αποκτήσει η Βουλγαρία οποιοδήποτε έρεισμά ηθικό ή άλλο κατά την διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων από την Μακεδονία, β) ότι μετά την λήξη των επικείμενων επιχειρήσεων θα αποκατασταθεί η ελληνική επικράτεια και γ) ότι θα υπάρξουν αποζημιώσεις.
Στο μεταξύ οι Ανταντικοί καταλαμβάνουν την Κέρκυρα στην ουσία για να σώσουν τα εναπομείναντα σερβικά στρατεύματα προβαίνοντας σε συμβολικές πράξεις που καταργούσαν την ελληνική ουδετερότητα. Ταυτοχρόνως εμμέσως πλην σαφώς θέτουν θέμα καθεστωτικό στην Ελλάδα (διακοίνωση 14ης Ιαν), προκρίνοντας στην ουσία την λύση του έκπτωτου Βενιζέλου, κάτι που συνέπεσε με ανάλογες ιδιαίτερα άκομψες ενέργειες του Στρατηγού Maurice Sarrail στην Θεσσαλονίκη.
2) Το Πραξικόπημα της Θεσσαλονίκης – Ο Διχασμός
Ο Βενιζέλος κατηγορούσε ανοιχτά πλέον τα Ανάκτορα για φιλογερμανισμό και συμβούλευε την Αντάντ να υιοθετήσει μεθόδους ήπιας ανατροπής του Μονάρχη. Η ευκαιρία δόθηκε με την άδεια που έδωσε η ελληνική ηγεσία στα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα να καταλάβουν το Ρούπελ και άλλα εδάφη της Αν.Μακεδονίας. Από τακτικής πλευράς (της ουδετερότητας) ωστόσο η κίνηση αυτή ήταν η ενδεικνυόμενη αφού παρόμοια άδεια είχε δοθεί και στους ανταντικούς για την Θεσσαλονίκη και την Δυτική Μακεδονία. Από ηθικής πλευράς όμως ήταν ένα τεράστιο σφάλμα. Περιοχές που είχαν ήδη πληρώσει μεγάλο φόρο αίματος κατά την προηγούμενη βουλγαρική κατοχή ξαναπερνούν στα ίδια χέρια. Ακόμα και οι υποστηρικτές των Ανακτόρων μούδιασαν. Όμως πρέπει να τονισθεί ότι ο Maurice Sarrail είχε ήδη από τις διαταγές του 150.000 στρατό και θα μπορούσε άνετα να καταλάβει πρώτος το Ρούπελ. Άφησε όμως τους αντιπάλους του να το πράξουν πρώτοι. Γιατί; Η πιθανότερη και πιο λογική απάντηση είναι για να αναλάβει την εξουσία ο Βενιζέλος και να «τελειώνει» η Αντάντ με τη «ενοχλητική» ελληνική ουδετερότητα. Ακόμα και η Ρωσία αντιμετώπιζε με δυσπιστία τις ενέργειες του Maurice Sarrail. Θεωρούσε πως είχε το βλέμμα του στραμμένο περισσότερο στην Αθήνα, παρά στην αντίπαλη Σόφια.
Η Αντάντ χρειαζόταν το μακεδονικό μέτωπο για τους στρατηγικούς λόγους που αναφέρθησαν παραπάνω. Επιπλέον από τακτικής άποψης με αυτό θα πλαγιοκοπούσε και θα δημιουργούσε αντιπερισπασμό στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες καθώς και στο δυτικό (Γαλλία) και στο ανατολικό (Ρωσία) μέτωπα η κατάσταση είχε σταθεροποιηθεί και οι πρώτες δεν ήταν πια σίγουρες για την τελική τους νίκη. Ένα νέο μέτωπο στα νώτα θα τους ήταν σοβαρό πρόβλημα.
Τελικώς μετά από τις ιταλικές κυρίως, αλλά και αγγλικές αντιρρήσεις η ανατροπή του βασιλιά δεν πραγματοποιείται, πέφτει όμως η κυβέρνηση Σκουλούδη και αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Ο τελευταίος ήταν μεν υπέρ της εξόδου στον πόλεμο, αλλά με την προϋπόθεση ότι η Αντάντ θα αντιμετώπιζε την Ελλάδα ως σύμμαχο, παραχωρώντας της εδάφη σε περίπτωση νίκης και όχι ως παρεία και υπηρέτη. Ήταν κρισιμότατη περίοδος που απαιτούσε την ομοφωνία των κομμάτων.
Η Αντάντ επένδυσε στον Βενιζέλο. Με τις εκλογές να πλησιάζουν (17 Σεπτ) οι Αγγλογάλλοι προσπάθησαν να τηρήσουν τα προσχήματα. Αλλά τα συμφέροντα των συμμάχων ήταν ταυτόσημα με τα συμφέροντα του Βενιζέλου, επομένως επιβαλλόταν να τον υποστηρίξουν δραστήρια αλλά με διακριτικότητα. Η Αθήνα πλέον τρέμει συθέμελα από τον φανατισμό και τις διαδηλώσεις των δύο παρατάξεων.
Μάταια ο βασιλιάς προσπαθούσε να πείσει με την αποστολή των αδελφών του πριγκήπων στην Ευρώπη, Νικολάου και Ανδρέα για τα φιλοανταντικά του αισθήματα, και ότι το μόνο που ήθελε ήταν να πολεμήσει μαζί τους με την προϋπόθεση να εξασφαλίσει την ελληνική εδαφική ακεραιότητα. Η απόφαση της Αντάντ είχε παρθεί για την ανατροπή του και την προώθηση του Βενιζέλου στην εξουσία.
Ήδη οι Βούλγαροι προήλαυναν στην Αν. Μακεδονία, ενώ η Ρουμανία βγήκε στον πόλεμο (26 Αυγ) αργά, κυρίως λόγω των συνεχών «παιδικών» υπαναχωρήσεων του τσάρου που αναλόγως την κατάσταση του μετώπου του, νίκες ή ήττες, πρόκρινε την συμμαχία ή όχι της Ρουμανίας. Η τελευταία για να βγεί στον πόλεμο απεκόμισε υποσχέσεις για σημαντικά εδαφικά οφέλη. Ωστόσο τα πράγματα για τους Ρουμάνους ήταν δύσκολα. Οι Βούλγαροι τους χτυπούν από το νότο και οι Ρώσοι σταματούν την επίθεσή τους στους Γερμανοαυστριακούς. Η διατυμπανισθείσα, ως όρος για την ρουμανική έξοδο στον πόλεμο, βοήθεια του Σαράϊγ δεν ήρθε ποτέ. Ο τελευταίος δυστυχώς είχε το βλέμμα του στην «εχθρική» Αθήνα λόγω και των βενιζελικών παρορμητικών παροτρύνσεων. Γι’ αυτό Άγγλος υπουργός σχολίασε ότι ο Maurice Sarrail ήταν εξίσου ουδέτερος όπως ο Κων/νος. Στις 31 Αυγούστου στασιάζει η ΧΙ Μεραρχία Πεζικού του Σχή Ζυμβρακάκη κατά του βασιλιά. Κίνηση θνησιγενής εάν δεν λάμβανε την βοήθεια του Σαράϊγ.
Στο μεταξύ οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν την Καβάλα, την πόλη που για τρία χρόνια οι συνθήκες την είχαν αναγάγει σε σύμβολο της εθνικής ακεραιότητος. Τώρα πια ο Βενιζέλος ήταν αυτός που κατηγορούσε τον Κων/νο ότι την απαρνείτο. Τι ειρωνία..
Ο Ζαϊμης μέσα σ’ αυτήν την θύελλα παραιτείται. Οι εκλογές της 21ης Ιουνίου που οι ίδιοι οι σύμμαχοι της Αντάντ είχαν απαιτήσει μαζί με την αποστρατεία του ελληνικού στρατού, απαγορεύονται απ’ τους ιδίους αφού συνειδητοποιούν ότι δεν θα τις κερδίσει ο Βενιζέλος. Η προσωρινή κυβέρνηση Καλογεροπούλου μπαίνει σε καραντίνα από τα ανταντικά στρατεύματα που καταλαμβάνουν την Αθήνα!! Ο Κων/νος όμως έχει ήδη πείσει τους Ρώσους για την ειλικρίνειά του και θέτει θέμα Αν. Ρωμυλίας, Β. Ηπείρου, Δωδεκανήσων ως ανταλλάγματα για την ελληνική έξοδο στον πόλεμο. Σαν απάντηση παίρνει αόριστες γαλλικές υποσχέσεις.
Ταυτόχρονα η Ρουμανία είχε έρθει σε δεινότατη θέση. Ο Βενιζέλος πραγματοποιεί το αναμενόμενο. Με τους φιλοβασιλικούς αξκούς Δαγκλή και Κουντουριώτη, επιβιβάζονται στο πλοίο “Εσπερία„ και αποπλέουν για Θεσ/νίκη, όπου οργανώνουν το κίνημα της “Εθνικής Αμύνης„. Ο βασιλιάς μουδιάζει. Τους ακολουθεί ο Ν. Πολίτης (γεν. δντής πολιτικών υποθέσεων του ΥΠΕΞ) ως υπουργός εξωτερικών της νέας βενιζελικής κύβερνήσεως. Ο Βενιζέλος ζητά de jure αναγνώριση της κυβερνήσεώς του απ’ την Αντάντ η οποία προς μεγάλη απογοήτευσή του την ανάγνώρισε de facto. Ο διχασμός της Ελλάδος ολοκληρώθηκε, χωρίζοντας την χώρα σε δύο κομμάτια. Οι σύμμαχοι της Αντάντ πλην των Γάλλων δεν συμφωνούσαν μ’αυτήν την πόλωση αφού ήθελαν ολόκληρη την Ελλάδα στο πλευρό τους, και κυρίως χωρίς ανταλλάγματα, αφού ακόμα και τώρα υπολόγιζαν ν’αποσπάσουν την Βουλγαρία απ΄την Κεντρική ένωση (!!) δεδομένου ότι η νίκη πλέον της τελευταίας διακυβεύονταν και δεν είχαν απόλυτη ανάγκη την Ελλάδα.
Το «κράτος των Αθηνών» ήταν σε στρατιωτικό αποκλεισμό και το φάσμα της πείνας απλώθηκε σ’αυτό. Παρόλα αυτά ο Κωνσταντίνος διέθεσε όλο τον οπλισμό του προσκείμενου σ’αυτόν στρατού, στους ανταντικούς με την προϋπόθεση να μείνει η συμφωνία απόρρητη, ώστε να μην υπάρξουν γερμανικά αντίποινα (συναντήσεις 22ας και 24ης Οκτ. με τον Γάλλο βουλευτή και εισηγητή σε θέματα πολεμικού προϋπολογισμού Paul Louis Théodore Bénazet). Η Αντάντ πείσθηκε ότι πλέον ήταν στα χέρια του Βενιζέλου η συμφιλίωση. Ο Paul Louis Théodore Bénazet αν και έλαβε την υπόσχεση από τον Βενιζέλο ότι δεν θα εκινείτο κατά φιλοβασιλικών Μονάδων, δυστυχώς αυτό δεν επετεύχθη με αποτέλεσμα να έχουμε εμφύλια σύγκρουση στην Αικατερίνη και να καταργηθεί εκ των πραγμάτων η εθνοσωτήρια συμφωνία.
Η Γαλλία με την συμφωνία Paul Louis Théodore Bénazet θα ασκούσε πλέον πρωτεύοντα ρόλο στα ελληνικά πράγματα και αυτό η Αγγλία δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Γι’αυτό «πέταξαν» στα σκουπίδια την μεσολάβηση Paul Louis Théodore Bénazet και υιοθέτησαν πλήρως την πολιτική Βενιζέλου παρασύροντας μοιραία και όλη την Αντάντ σε μία πολιτική ξέφρενης πλειοδοσίας προς τον τελευταίο.
Σημειώθησαν μεμονωμένες μάχες στην Αθήνα μεταξύ εισβαλλόντων αντατικών στρατευμάτων και φιλοβασιλικών στρατιωτικών Μονάδων και λαού.Τ’ ανάκτορα βομβαρδίζονται.
Στις 24 Νοεμβρίου η κυβέρνηση εθνικής αμύνης κυρήσσει επίσημα τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Η Ρουμανία όμως έχει συντριβεί. Ο αποκλεισμός των Αθηνών συνεχίσθηκε και μόνοι οι Αγγλογάλλοι αποφασίζουν να εκθρονίσουν τον Κωνσταντίνο. Συνάντησαν όμως την κάθετη άρνηση των άλλων συμμάχων τους (Ιταλίας, Ρωσίας) αλλά και των ΗΠΑ (σύμμαχοι από 2 Απρ.) και υπαναχώρησαν. Τελικά ο Κωνσταντίνος εκθρονίζεται και στέφεται Βασιλιάς ο δευτερότοκος γιός του Αλέξανδρος.
Η νίκη στέφει τα ελληνικά όπλα στη Μακεδονία (μάχη Σκρα), η Κεντρική Ένωση ηττάται και η λήξη του πολέμου (συνθήκη Σεβρών 10 Αυγ 1920), βρίσκει την Ελλάδα να κατέχει τις περιοχές της Σμύρνης και Αν. Θράκης, ενώ τα στενά με την Κωνσταντινούπολη βρίσκονται σε διεθνή ζώνη υπό συμμαχική κυριαρχία. Όνειρα αιώνων γίνονται πραγματικότητα.
Συμπεράσματα - Επίλογος
Η περίοδος αυτή αν και έχει την δική της δυναμική δεν μπορεί να απομονωθεί από το β’ μισό του 19ου αιώ. στο οποίο έχει τις ρίζες της. Ιδιαίτερα τα γεγονότα που προκάλεσαν τον νικηφόρο για τον ελληνισμό Μακεδονικό Αγώνα αλλά και οι κρητικές επαναστάσεις, απετέλεσαν στην ουσία, τους καταλύτες και θριαλίδες των Β.Π. Οι τελευταίοι ήταν ορόσημο για τους Χριστιανούς της Χερσονήσου του Αίμου, διότι η απελευθέρωση των απ’αιώνων σκλαβωμένων εδαφών τους ήταν απόρροια της αυξημένης στρατιωτικής τους ισχύος, η οποία και τους προσέδωσε μία αυξημένη πολιτική αυτονομία έναντι των Μ. δυνάμεων.
Επιπλέον αυτοί οι πόλεμοι παγίωσαν και «χρωμάτισαν» και για τις επόμενες χρονικές περιόδους τις ελληνοτουρκικές, ελληνοβουλγαρικές και κατ’ επέκταση τις σχέσεις μεταξύ των κρατών της Χερσονήσου.
Το κίνημα στου Γουδή που είχε προηγηθεί των παραπάνω, βρήκε προϊόντος του χρόνου, τον πολιτικό του εκφραστή στο πρόσωπο του Βενιζέλου, ο οποίος μαζί με τον Κων/νο ήταν οι συνδημιουργοί της νέας (μεγαλύτερης) Ελλάδας. Άλλωστε το ίδιο καθαυτό το κίνημα εξέφραζε τους μόχθους και διακαείς πόθους του ελληνικού λαού, των ελευθέρων αλλά και σκλαβωμένων περιοχών, για εκρίζωση της μίζερης πολιτικής της “αψόγου στάσεως„ έναντι κυρίως των Μ. Δυνάμεων αλλά και των επιβουλέων γειτόνων. Έχει περάσει μέχρι σήμερα στην λαϊκή συνείδηση, αλλά και στην παγκόσμια βιβλιογραφία σαν το πιο επιτυχημένο στρατιωτικό κίνημα που ΑΝΑΙΜΑΚΤΑ πέτυχε απολύτως τους στόχους του, ικανοποιώντας τα εθνικά μας οράματα. Υπήρξε ο προάγγελος των θριάμβων των βαλκανικών πολέμων και οδήγησε στην ουσιαστική αξιοποίηση των θυσιών του έπους του Μακεδονικού Αγώνος.
Έτσι οι παραμονές του Α’ΠΠ βρίσκουν την Ελλάδα διπλάσια σ’ έκταση και στρατιωτικά ρωμαλέα, ευρισκόμενη όμως μεταξύ δύο αντιπάλων μεγαθηρίων, η αντιπαλότητα των οποίων διακύβευε τα προηγούμενα κέρδη αλλά και την ίδια της την επιβίωση ως έθνους.
Η Αντάντ θα είχε αποκομίσει πολλά οφέλη, αν είχε εξασφαλίσει ειλικρινά και άψογα την συμπαράσταση μιας Ελλάδας ενωμένης, ενθουσιώδους και αφοσιωμένης στην επιδίωξη της απελευθερώσεως αλυτρώτων εδαφών της η χώρα διέθετε απαράμιλλες δυνάμεις ικανές για επίτευξη λαμπρών κατορθωμάτων, όπως επιφυλάσσει πάντα η ιστορία σε όλες τις μεγάλες ηθικές δυνάμεις. Όμως όπως όλοι οι δυνατοί ανά τους αιώνες, έτσι και οι ανταντικοί υπάκουσαν στα συμφέροντά τους και όχι στο κοινό αίσθημα περί δικαίου. Χρησιμοποίησαν πολιτικές μεθόδους βασισμένες στο παζάρεμα και τις μηχανορραφίες. Χλεύαζαν την Μ. Ιδέα, επειδή την φοβούνταν. Προτιμούσαν να «παίζουν» με τις ελληνικές εμφύλιες διενέξεις, να τις υποδαυλίζουν και να τις συντηρούν. Επρόκειτο για ένα άθλιο παιχνίδι, από εκείνα στα οποία ο παίκτης πάντοτε χάνει.
Δεν ήταν εύκολη η ανατροπή ενός λαοφιλούς βασιλιά. Και κανένας άλλος Έλληνας βασιλιάς δεν υπήρξε τόσο δημοφιλής όσο ο στρατηλάτης – απελευθερωτής Κων/νος. Ξέχωρα από την μυστικοπαθή επιρροή του ονόματός του – άλλωστε η Κων/λις πλέον φάνταζε πολύ κοντά - οι Έλληνες είναι ένα έθνος παθιασμένο με την ελευθερία του. Προσκολήθηκαν στον βασιλιά τους με έκταση αφοσιώσεως, ανάλογη με το μέγεθος του κατατρεγμού του από τους ξένους. Ένας σοσιαλιστής Μακεδόνας βουλευτής έλεγε σε Γάλλο διπλωμάτη:“Η ταύτισις της Ελλάδος με τον Βενιζέλο είναι τεράστιο λάθος της Αντάντ. Ο ελληνικός λαός αντιπαθεί το δίλημμα της εκλογής μεταξύ του Βασιλιά του και του Βενιζέλου ενώ η Αντάντ τον εξαναγκάζει να επιλέξει. Μόνο που οι καρδιές δεν εξαναγκάζονται και όλα τα δεινά προέρχονται από αυτή την τακτική σας„. 18
Η Γερμανία αντιθέτως απεδείχθη ιδιαίτερα επιτήδεια στην μυστική διπλωματία: μην μπορώντας να προσεταιρισθεί την Ελλάδα, επεδίωκε την ουδετερότητά της, κρατώντας Τουρκία και Βουλγαρία σε αναμονή ώστε να παρουσιάζονται ουδέτερες. Έτσι η Ελλάδα βρισκόταν σε αμηχανία για το αν θα έπρεπε να εξέλθει ή όχι στον πόλεμο.
Παρά τα σοβαρά σφάλματα της Αντάντ, εξακολουθούσαν να είναι περίπου ομόφωνες οι συμπάθειες γι αυτήν. Δεν υπήρχε στην Αθήνα κυβέρνηση που θα έκανε πόλεμο κατά της Αντάντ. Το ότι δε πραγματοποιήθηκε το 1914 και 1915 η τυπική συμμαχία και η «εν όπλοις» συναδέλφωση, δεν ήταν ελληνικό σφάλμα. Η ευθύνη βάρυνε την Αντάντ που αντιτάχθηκε στις φιλοδοξίες του ελληνισμού. Ο βασιλιάς έφθασε στο έσχατο σημείο ν’ αρκεσθεί στην εγγύηση περί διατήρησης των ελληνικών συνόρων, αυτοαναιρούμενος, αλλά οι Σύμμαχοι απάντησαν με τον ακρωτηριασμό της Ελλάδας. Πως θα μπορούσε να συγκατατεθεί σ’ αυτό ο ανώτατος άρχων;
Στην ουσία η Αντάντ δεν είχε ανατολική πολιτική. Στήριζε απόλυτα την Βουλγαρία αντί να στηρίξει και να ενώσει απ’ την αρχή όλα τα συμπαθούντα αυτήν Κράτη: Ελλάδα – Σερβία – Ρουμανία. Αντί αυτού άφησε τα δύο τελευταία να καταρρεύσουν άδοξα. Υπό αυτό το πρίσμα, έπεσε στην παγίδα της Κεντρικής Ένωσης, άσχετα αν τελικά στο ελληνικό μέτωπο με πολύτιμο αρωγό τον ελληνικό στρατό, κατήγαγε αποφασιστική, για όλη την πορεία του πολέμου, νίκη.
Βιβλιογραφία
1. Εντουάρ Ντριό: ‘Ελλάδα και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος’, Εκδόσεις Πελασγός Αθήνα 2000.
2. Κ. Σβολοπούλου: ‘Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική’, Εκδόσεις Σάκκουλα Θεσ/νίκη 1983.
3. Π. Παναγάκου ‘Συμβολή εις την Ιστορίαν της δεκαετίας 1912-22’, Αθήναι 1960.
4. Δ.Δ Σούλη (Τχη ΠΖ): «Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος κατά των Βουλγάρων 1913», Εκδόσεις Ν. Τυλπέρογλου, Αθήναι 1934.
5. Κρ. Πράïς (Ανταποκρ. ‘Times’): ‘Οι Βαλκανικοί Αγώνες, Εκδόσεις Εκάτη, Αθήναι1915.
6. Δ.Δ Σούλη (Ανχου ΠΖ): ‘Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13’, Τ.Γ’, ΣΣΕ, Αθήναι 1936.
7. ΥΠΕΞ Διπλωματικά έγγραφα 1913-17: ‘Ελληνοσερβική Συνθήκη Συμμαχίας-Εισβολή Γερμανοβουλγάρων εις Μακεδονίαν’, Αθήναι 1917.
8. Τυπογρ. Παρασκευά Αντώνη: ‘1913-16, Μεταξύ Παραμονών της Βαλκανικής Ειρήνης, Αθήνα 1916.
9. Ν. Ιβάνωφ (Αντγου): ‘Ο Βαλκανικός Πόλεμος’.
10. Αθάν. Κόκκορης (Ανχης ΠΒ): «Στρτκή Ιστορία, Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13» ΣΣΕ, Δνσις Σπουδών, Αθήνα 1956.
11. Σεργίου Α. Γκαλίστρα: ‘Εθνικοί Αγώνες 1909-1959’, Βιβλιοπ. Της ‘Εστίας, Αθήναι 1963.
12. Ν. Βλάχου: ‘Η αμφισβήτησις υπό των Βουλγάρων της προτεραιότητας της κατάλήψεως της Θεσ/νίκης υπό του Ελληνικού Στρατού εν έτει 1912’, (Ανάτυπον εκ του παραρτήματος των Ελληνικών, αρ. 4) Θεσ/νίκη 1953.
13. Al. Tsapman (Λγού, πολεμ. Ανταποκρ. Daily Telegraph): Ο πόλεμος Ελλάδος και Βουλγαρίας, Αθήναι (Δεκ. 1913-Ιαν 1914), Μεταφρ. Θεοδωροπούλου.
14. Βικτ. Δούσμανη: ‘Ο συμμαχικός Πόλεμος κατά των Βουλγάρων’, Εκδ. Τμ. ΑΕΒΕ Π.Γ. Μακρής και Σία, Αθήναι Μάιος 1927.
15. Τύποις Π.Δ. Σακελαρίου: ‘Αι Βουλγαρικαί Ωμότητες εν τη Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 1912-13’, Αθήναι 1914.
Παραπομπές
1 Εντουάρ Ντριό: Ελλάδα και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εκδόσεις Πελασγός , Αθήνα 2000, 33
2 Εντουάρ Ντριό: Ελλάδα και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εκδόσεις Πελασγός , Αθήνα 2000, 36
3 Εντουάρ Ντριό: Ελλάδα και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εκδόσεις Πελασγός , Αθήνα 2000, 40
4 Εντουάρ Ντριό: Ελλάδα και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εκδόσεις Πελασγός , Αθήνα 2000, 42
5 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 42
6 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 43
7 Στο ίδιο, 49
8 Στο ίδιο, 49
9 Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, ό.π., 13-19, 29-38, 197-201: Με τον ορισμό αυτό είναι γνωστά τα επεισόδια που έλαβαν χώρα 05-08 Νοε. 1901 και 01-16 Νοε. 1903 αντιστοίχως με προεξάρχοντες τους φοιτητές των Ιατρικής, Νομικής, Φιλοσοφικής και Θεολογικής Σχολών. Τα «Ευαγγελικά» προκλήθηκαν από την «χυδαία» μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην Δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη Έλληνα της Αγγλίας, μεταφραστή στον εμπορικό οίκο των Αφων Ράλλη και αδελφό του Υπασπιστή του Βασιλικού Πρίγκηπα, και δευτερευόντως από την ρωσίδα στην καταγωγή βασίλισσα Όλγα, ενώ τα «Ορεστειακά» από την μετάφραση σε μετριοπαθή καθαρεύουσα της τραγωδίας του Αισχύλου «Ορέστεια».
10 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 66
11 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 97
12 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 121
13 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 144
14 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 147-148
15 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 156
16 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 156
17 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 188-189
18 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 221-222
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ.
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΙΠΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η αποσύνθεση της παλαιάς Οθωμανικής αυτοκρατορίας άρχισε τον 19ο αιώνα με την ελληνική επανάσταση και συνεχίσθηκε με γρήγορους ρυθμούς καθ’όλη την διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι πολλαπλώς και στυγνά καταπιεζόμενοι χριστιανικοί πληθυσμοί της χερσονήσου του Αίμου άρχισαν ν’ αναπνέουν τον αέρα της ελευθερίας. Η Κρήτη από ελληνικής πλευράς ήταν πλέον αυτόνομη ενώ και η Μακεδονία πορευόταν στο δρόμο της απελευθερώσεως.
Ο τελευταίος ρωσοτουρκικός πόλεμος είχε λήξει με ήττα της Τουρκίας και επιστέγασμα την συνθήκη του Αγ. Στεφάνου του 1878. Αυτή σηματοδοτεί και την απαρχή των βουλγαρικών διεκδικήσεων στη Μακεδονία. Ο Αγώνας που ανέλαβε ανεπισήμως το ελληνικό κράτος εναντίον των κομιτατζήδων, ήταν αγώνας επιβιώσεως του ελληνισμού στις πατρογονικές του εστίες. Ωστόσο το νεοϊδρυθέν βουλγαρικό κράτος ήταν το μήλο της έριδος μεταξύ κυρίως Ρώσων και των υπολοίπων Μ. Δυνάμεων, οι οποίες δεν έβλεπαν με καλό μάτι την σλαβική κάθοδο στο Αιγαίο και στην Μεσόγειο γενικότερα. Έτσι οι ανταγωνιστές πλειοδοτούσαν σε εδαφικά ανταλλάγματα προκειμένου να προσεταιρισθούν τους Βούλγαρους. Υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται και η πλήρης αδράνεια των Μ. Δυνάμεων στoν βίαιο αφελληνισμό και ενσωμάτωση της Αν. Ρωμυλίας (Β. Θράκης) στο νέο κράτος.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΟ ΤΟΥ 1909
Η οθωμανική αυτοκρατορία βρισκόταν εδώ και εκατό χρόνια στο χειρουργικό τραπέζι του διαμελισμού και το νυστέρι πλησίαζε τώρα στην καρδιά της: την Κων/πολη. Η αναμενόμενη αντίδραση του «ασθενούς» μπροστά στο θάνατο, υπήρξε το σοβινιστικό στην ουσία, κίνημα των Νεότουρκων (24/7/1908).
Η Αυστροουγγαρία κρατούσε τις Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Μεσολαβεί η συνθήκη του Βερολίνου που καταργεί του Αγ. Στεφάνου. Ο Βούλγαρος Ηγεμόνας Φερδινάνδος εκμεταλλευόμενος το διακαή πόθο της Αυστροουγγαρίας να ανατρέψει την Βερολίνια Συνθήκη για να προσαρτήσει την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, αποσπά την στήριξή της για την ανεξαρτησία της χώρας του. Έτσι στις 5 Οκτωβρίου 1908 κηρύσσει στο Τίρνοβο την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας, που μέχρι τότε ήταν φόρου υποτελής στον Σουλτάνο. Αποσοβήθηκε βουλγαροτουρκικός πόλεμος με την παρέμβαση των Δυτικών Δυνάμεων και της Ρωσίας ιδιαιτέρως, η οποία παραιτήθηκε από το σύνολο της αποζημιώσεως που της όφειλε η Τουρκία μετά τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1877. Έτσι οι ηττημένοι Τούρκοι θέλοντας και μη, απεδέχθησαν τον ακρωτηριασμό, κάτω από την «ευγενική πίεση-προσφορά» του Τσάρου. Είναι φανερό ότι το επόμενο πεδίο αντιπαραθέσεων θα κατέλθει νοτιότερα: στη Μακεδονία. Ο Πανσλαβισμός αναδύεται πλέον ως ο πιο επικίνδυνος εχθρός του Ελληνισμού.
ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ Μ. ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ-
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ
Με τη συνθήκη του Βερολίνου η οποία κατήργησε αυτή του Αγίου Στεφάνου, στην ουσία εγκαινιάζεται η πολιτική του Παγγερμανισμού (Drang nach Süd-Osten). Αυτή όμως η πολιτική, φαντάζει τώρα πιο μεμακρυσμένος κίνδυνος, αν όχι και άσπονδος σύμμαχος εναντίον του σλαβισμού, ιδίως μετά την επίσημη δήλωση του Γερμανού Αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ - κατά την επίσκεψή του στην Κέρκυρα – πως ούτε ο ίδιος ούτε η Αυστρία θα επέτρεπαν την κάθοδο των Βουλγάρων στο Αιγαίο.
Η Αντάντ ιδρύθηκε μετά από Αγγλογαλλική συμφωνία για την οριοθέτηση των σφαιρών επιρροής των δυο κρατών στη Μεσόγειο. Η Γερμανία αισθάνθηκε εγκλωβισμένη. Η προσχώρηση της Ρωσίας στην πρώτη μαρτυρούσε την προτίμηση της τελευταίας να ενισχύσει τον πανσλαβισμό ως αντίβαρο του γερμανισμού στα Βαλκάνια, όπως εμφατικότατα δήλωνε ο Γάλλος πρεσβευτής Reval στον Έλληνα βασιλιά Γεώργιο Α΄ μετά την συνάντηση μεταξύ του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου Ζ΄ και του Τσάρου Νικόλαου Β΄.1 Αντανακλαστικά δρώντας η Γερμανία και με την Ιταλική στήριξη πρόκρινε τη δημιουργία του ανύπαρκτου μέχρι τότε κράτους της Αλβανίας, ώστε να εμποδίσει τους φιλοανταντικούς Σέρβους να κυριαρχήσουν στην Αδριατική και να τους αποκλείσουν από την δίοδο αυτή (Συνθήκη Βερολίνου).
Στο εξής η Αυστρουγγαρία θα έριχνε όλο το βάρος της στη χερσόνησο του Αίμου, αφού μετά τη Σάντοβα και τη Βερολίνια Συνθήκη, της ανετέθει η διοίκηση των Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.
Η συνεργάτις της Γερμανίας Αυστροουγγαρία στηριζόταν ανατολικά στην Ρουμανία και δυτικά στην Ιταλία. Η Τριπλή ή Τετραπλή Συμμαχία δραστηριοποιούνταν και ο Γεώργιος έπρεπε να εξασφαλίσει και εκεί στήριγμα. Ο πρεσβευτής και μετέπειτα Υπουργός Εξωτερικών (ΥΠΕΞ) της Αυστροουγγαρίας βαρώνος Αλοΐσιος Von Aehrenthal άνοιξε τον σιδηρόδρομο της Μητροβίτσα για Σκόπια. Η Θεσσαλονίκη απείχε μόνο μερικές ώρες. Οι γερμανισμός και σλαυισμός είχαν ήδη καταλάβει θέσεις μάχης. Την απειλητική για την παγκόσμια ειρήνη κρίση υποδαύλιζε και η ύπαρξη σλαυικών πληθυσμών της Αυστροουγγαρίας εχθρικά προσκειμένων προς τους αφέντες τους. Το Νοέμβριο του 1907 η παραχώρηση στην εταιρεία Βαγδάτης-Μπαν τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως της κοιλάδας Κόνιε, ισοδυναμούσε με έμμεση αποικιοποίηση της Ανατολίας. Η Συνθήκη του Βερολίνου δεν είχε αποσπάσει οριστικά την Βοσνία και Ερζεγοβίνη από την Τουρκία που την είχε δώσει για 25 χρόνια στην Αυστροουγγαρία. Η τελευταία μάλιστα είχε εξουσιοδοτηθεί να καταλάβει στρατιωτικά και το Νόβι Παζάρ. Αυτή η χρονική περίοδος είχε λήξει το 1903 και έπρεπε τα εδάφη να επιστραφούν στην Τουρκία. Βεβαίως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν δεσμεύονται από τις υπογραφές και τις σφραγίδες τους. Έτσι στις 15 Σεπτέμβρη 1908, στο Μπούλλοβιτς της Μολδαβίας, ο Βαρώνος Alois von Aehrenthal συμφώνησε με τον Ρώσο ΥΠΕΞ Κόμη Alexander Petrovich Izvolsky ή Iswolsky να κρατήσει ο γερμανισμός σαν αντίδωρο της παραπάνω περιοχές, λόγω της παραχωρήσεως της κηδεμονίας και πρόσδεσης της Βουλγαρίας στο άρμα του πανσλαυισμού.
ΘΕΣΙΣ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΙΣ Μ.ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Παρά τις εντονότατες τουρκικές διαμαρτυρίες για τα παραπάνω τετελεσμένα (26/2/1909 υπογρ. πρωτ/λου οριστικοποιήσεως προσαρτήσεως), το πλήγμα ήταν οδυνηρότερο για την Σερβία γιατί διαγράφονταν οι εθνικές της ελπίδες χωρίζοντας την από το Μαυροβούνιο, και κυκλώθηκε ασφυκτικά από τον επεκτατισμό του Γερμανισμού. Έτσι αναγκάσθηκε να υπογράψει την ταπεινωτική οδηγία στις 31/3/1909.
Με αυξημένο το κύρος τους οι Γερμανία-Αυστροουγγαρία κατηφόριζαν ακάθεκτες προς το Αιγαίο.
Από την άλλη οι Έλληνες ανησυχούσαν για τις αγγλικές βλέψεις επί της Κρήτης. Ήδη από το 1878 η γηραιά Αλβιών είχε καταλάβει την Κύπρο σαν ισορροπιστική κίνηση κατά του σλαυισμού, ενώ εποφθαλμιούσε και την Σούδα, για να εξασφαλίσει μια αλυσίδα βάσεων στην Μεσόγειο (Γιβραλτάρ-Μάλτα-Σούδα-Κύπρος).
Με την αγορά του Αχιλλείου στην Κέρκυρα από τον Γουλιέλμο Β’ και την ταυτόχρονη εγκατάσταση του Γεωργίου Α’ στον Μον Ρεπό, ο οποίος δήλωσε ικανοποιημένος από τις επαφές του με τον πρώτο, ο Γάλλος πρεσβευτής έγραψε στο Παρίσι : «Δεν ήταν χωρίς θετικά αποτελέσματα η επίσκεψη του Αυτοκράτορα (Γουλιέλμου), που ήρθε να φυτέψει ένα τοπογραφικό παλούκι στην ελληνική επικράτεια».2 Κάθε κίνηση όσο αμελητέα και αν φαίνεται έχει τον συμβολισμό της. Στην Αγγλία δεν άρεσαν οι συχνότατες πλέον διελεύσεις των γερμανικών ναυτικών Μονάδων στην θάλασσα της Μεσογείου, που δεν παρέλειπαν να ναυλοχούν και στην Κέρκυρα λόγω και της συγγένειας του Γουλιέλμου με τον Γεώργιο (η βασίλισσα Σοφία ήταν αδερφή του). Η τελευταία επηρέαζε βέβαια ως ένα βαθμό την ελληνική εξωτερική πολιτική αλλά η Γερμανία απέφευγε να παρουσιάσει εαυτή ως συμπορεύουσα των ελληνικών εθνικών επιδιώξεων δύναμη. Η Ελλάδα βέβαια πίστευε στις ευγενικές «υπηρεσίες» της Γερμανίας για επίλυση του Κρητικού (Έλληνας ΥΠΕΞ Μπαλτατζής).
Κρητικό
Σε αυτό το ζήτημα θα αναφερθούμε διεξοδικότερα διότι απετέλεσε τον καταλύτη και το πεδίο ενασκήσεως πολιτικής των Δυνάμεων στην Αν. Μεσόγειο. Επίσης, διαμόρφωσε σε μεγάλο μέρος τις ισορροπίες και την πολιτική των βαλκανικών κρατών καθ’ όλη την διάρκεια της 15ετίας πριν την έκρηξη του Α’ ΠΠ.
Η Κρήτη αυτονομήθηκε το 1897 υπό την επικυριαρχία της Πύλης και με πρώτο ύπατο αρμοστή - με απόφαση των Δυνάμεων – τον πρίγκηπα Γεώργιο. Με την παραίτηση του το 1906 διορίζεται διάδοχος του ο Αλ. Ζαΐμης. Όλοι έβλεπαν ότι η ένωση ερχόταν βαθμιαία σαν ώριμο φρούτο. Για να γίνει αυτό ειρηνικά και να διασφαλίσουν την παρουσία-συμφέροντα τους εκεί, οι Δυνάμεις της Αντάντ καταλαμβάνουν το νησί με στρατεύματα τους. Οι Γερμανία και Αυστροουγγαρία απέφυγαν να συμμετάσχουν, για να μην δυσαρεστήσουν τον Σουλτάνο. Αποφασίσθηκε προϊόντος του χρόνου η κατοχή να τερματισθεί στις 24/7/1909. Αυτή η αποχώρησις όμως δεν σήμαινε και αυτοδιάθεση και κατ’ επέκταση ένωση με την Ελλάδα, όπως τόνιζαν οι Νεότουρκοι των οποίων το κίνημα είχε επικρατήσει στην Τουρκία από το 1908. Είχαν προηγηθεί τα γεγονότα της Βουλγαρίας και των Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και οι Δυνάμεις δεν βιάστηκαν να πάρουν αποφάσεις που θα προκαλούσαν περαιτέρω την Τουρκία. Στις 6 Οκτωβρίου 1909 ωστόσο οι Κρητικοί κύρηξαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Οι Δυνάμεις δήλωσαν ότι η ένωση τελούσε ύπο την αίρεση της συγκαταθέσεως τους. Οι Νεότουρκοι βλέποντας την παρελκυστική τακτική των Μεγάλων δημιουργούν ένα τυφώνα οργής για το θέμα. Έχοντας υποχωρήσει στα άλλα μέτωπα χρειάζονταν μια επιτυχία σαν εξισορρόπηση. Πήραν θέση ανυποχωρήτου αντιστάσεως για να προχωρήσουν την κατάλληλη στιγμή, σε αντεπίθεση. Χρησιμοποίησαν το γνωστό σύστημα της πολιτικής της «εθνικής βουλήσεως»: λαϊκές εκδηλώσεις, του πεζοδρομίου καθιστώμενες εύκολα «ανεξέλεγκτες» και ως εκ τούτου μεγάλης πολιτικής αποδόσεως και δυνατού θορύβου. Ήταν μια «πραγματική εκστρατεία» 3 σύμφωνα με τον Γάλλο πρόξενο Κωνσταντινουπόλεως Λουί Στίγκ. Όπως αυτός ενημερώθηκε από Νεότουρκο αξιωματούχο, με την Κρήτη η Ελλάδα αύξανε αριθμητικά τον στρατό της και την γεωπολιτική της ισχύ, απειλώντας την ασφάλεια Στενών και Μικρασιατικών ακτών και αυτό η Τουρκία δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Έτσι η Ελλάδα πιέζεται από όλες τις πλευρές για τήρηση «αψόγου στάσεως» καθώς: οι Αγγλία και Γαλλία χαϊδολογούσαν τους Νεότουρκους επικρίνοντας τους για την εύνοια τους στην Γερμανία. Η Ιταλία ήταν αφερέγγυα. Η Ρωσία υποστήριζε την Βουλγαρία, της οποίας τα συμφέροντα ήταν αντίθετα των ελληνικών. Έτσι η Τουρκία κατάφερε να παραπεμφθεί το θέμα στις καλένδες. Η ελληνική κοινή γνώμη δυσφορούσε έντονα… Εξαιτίας αυτού ο Γεώργιος εξέφρασε την πικρία του στους πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας : « Η δυναστεία ζημιώθηκε εξαιτίας της συμφοράς του 1897 και οφείλει την διάσωση της στην αυτονομία της Κρήτης. Ωστόσο, επιβάλλεται αυτή η αυτονομία να τηρήσει όλες τις υποσχέσεις της, διαφορετικά θα τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος της δυναστείας».4 Δεν δίστασε να τονίσει ότι αν τον εξαπατούσαν οι Δυνάμεις, ο ίδιος δεν επρόκειτο να εξαπατήσει τον λαό του και ανακοίνωσε την πρόθεση του να παραιτηθεί.
Οι Τούρκοι συντηρούν με μανιώδη ένταση το ζήτημα απειλώντας όλους τους Έλληνες της αυτοκρατορίας. Ο Κάιζερ στο Μπρίντεζι έκανε θερμότατες φιλελληνικές δηλώσεις. Ο ΥΠΕΞ της Αυστροουγαρίας Von Aehrenthal όμως αμέσως δήλωσε στον Άγγλο πρεσβευτή στην Βιέννη : «Δεν θέλησα να αντιδικήσω με τον αυτοκράτορα στον φιλελληνικό ενθουσιασμό του, που ελπίζω να είναι πρόσκαιρος, αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ούτε η γερμανική κυβέρνηση, ούτε η δική μας τον συμμερίζεται και δεν πρόκειται να επιτρέψουν για χάρη της αγάπης προς τους Έλληνες να προκληθούν ασύνετα νέες περιπλοκές στην Ανατολή». 5
Τα λόγια του Έλληνα ΥΠΕΞ Γ. Μπαλτατζή προς τον Γάλλο πρεσβευτή ήταν προφητικά: «Πιστέψτε με, ο λόγος που κάνουν τόσο θόρυβο στην Κωνσταντινούπολη για το ασήμαντο γι’αυτούς Κρητικό είναι για να εξάψουν τα πνεύματα εναντίον μας. Επιδίωξή τους είναι να συντρίψουν τους Έλληνες. Οι Νεότουρκοι τους φοβούνται και γιατί είναι τόσοι πολλοί μέσα στην Τουρκία, αλλά και επειδή είναι αδύνατο να οργανώσουν συνταγματικά την χώρα τους χωρίς να παραχωρήσουν στους Έλληνες σημαντική θέση. Καθώς δεν επιθυμούν να τους δώσουν αυτό που δικαιούνται, θα προσπαθήσουν να τους εκμηδενίσουν με την βία. Χρησιμοποιούν την Κρήτη σαν πρόσχημα για να κυρήξουν τον πόλεμο, όχι μόνο κατά του ελληνικού βασιλείου, αλλά εναντίον ολόκληρου του ελληνισμού». 6 Παρ’ όλα αυτά οι Δυνάμεις προέκριναν την παραμονή της τουρκικής σημαίας στο νησί και μετά την αποχώρηση τους, η οποία επετηρείτο σημειολογικώς από τουρκικό στολίσκο. Τίποτα όμως δεν εμπόδισε τους Κρήτες να στολίσουν ακόμα και τα δημόσια κτίρια και το λιμάνι των Χανίων με την γαλανόλευκη, κάτι που εξερέθισε τους Τούρκους. Τα πράγματα γίνονταν όλο και χειρότερα καθώς στην Θεσσαλονίκη παρατηρούνταν μετακινήσεις στρατευμάτων. Ο τούρκικος στρατός ήθελε πόλεμο και οι Νεότουρκοι τον χρειάζονταν. Η Ελληνική κυβέρνηση τηρεί άψογη στάση, δεν προκαλεί. Ωστόσο οι Κρητικοί δεν υποστέλλουν την σημαία μέχρι που οι Δυνάμεις την υποστέλουν με την βία από το λιμάνι των Χανίων με άγημα 250 πεζοναυτών, το οποίο αναβιβάζει την τουρκική. Στην Κωνσταντινούπολη όλο ικανοποίηση συζητούσαν την αποστολή ναυτικής δυνάμεως στην Σούδα, για να διατηρήσει την τουρκική σημαία και να μετατρέψει το λιμάνι σε τουρκικό ή τουρκοαγγλικό ή τουρκογερμανικό Γιβραλτάρ. Η μάχη των επιρροών είχε κορυφωθεί γύρω από τους Νεότουρκους που έπαιζαν σε όλα τα επίπεδα : κατάληψις θέσεων για την επερχόμενη γιγάντια σύγκρουση.
Υπό αυτές τις συνθήκες το πεπρωμένο της Ελλάδας ήταν άδηλο. Δεν επρόκειτο για την Κρήτη μόνο αλλά για το σύνολο του ελληνισμού. Είναι κάτι τέτοιες ώρες που συνειδητοποιούν όλοι ότι «το πειστικότερο των εθνικών δικαίων επιχείρημα είναι η δύναμις» (Κων/νος Παπαρηγόπουλος). Το έθνος υποφέρει από αφάνταστη αγωνία επειδή δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αναγνωρίζει ως υπαίτιους αυτούς που δεν διδάχθηκαν τίποτα από το 1897, που δεν επανεξόπλισαν τη χώρα, παρόλο που είχε μεσολαβήσει το έπος του Μακεδονικού Αγώνος και ο πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος.
Η Τουρκία πορευόταν στον δρόμο της αναδημιουργίας και της ανασυντάξεως με την στρατιωτική επέμβαση. Καιρός να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα: ήταν ζήτημα εθνικής επιβιώσεως.
Το Κίνημα στου Γουδή (15-28 Αυγ 1909)
Έτσι εκδηλώνεται το κίνημα στου Γουδή, από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Ο τελευταίος αξιώνει και πετυχαίνει την απομάκρυνση από το Στράτευμα των Διαδόχου και Πριγκήπων. Ο Γεώργιος μόλις και μετά βίας, με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων παραμένει στον θρόνο, ταπεινωμένος. Προκυρήσσονται εκλογές που δεν πραγματοποιούνται λόγω της εμμονής των Κρητικών να στείλουν αντιπροσώπους τους. Ωστόσο ένα νέο πολιτικό πρόσωπο για τους Έλληνες κάνει την εμφανισή του.Ο Κρης Ελ. Βενιζέλος εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα για την εκλογική συνδιάσκεψη. Όταν εξελέγη στην ελληνική Βουλή ως βουλευτής απεμπόλισε την κρητική υπηκοότητα λόγω των μεγάλων τουρκικών αντιδράσεων. Η Τουρκία στο Κρητικό προειδοποιούσε σε όλους τους τόνους ότι «μετρούσε» τους φίλους της. Και ήταν πολλοί που ήθελαν την φιλία της ισχύος της. Ο Γεώργιος παραπονείτο στους Γάλλους ότι : «Η Ανατολική Ρωμυλία είναι ηπειρωτική και η Βουλγαρία την κατάπιε σαν χάπι. Γιατί οι Μεγάλοι δεν επιτρέπουν στην Ελλάδα να φέρει με τον ίδιο τρόπο στους κόρφους της την Κρήτη; Είναι το μόνο που ζητάει η Μεγαλόνησος!».7 Η απάντηση ήρθε διά στόματος του Γάλλου ΥΠΕΞ Σ. Πισόν : «Η Τουρκία είναι ισχυρή, η Βουλγαρία αποτελεί δύναμη, η Ελλάδα όμως είναι ανίσχυρη. Επομένως αντί να παραπονείται ο βασιλιάς της, θα έπρεπε να φροντίσει να της εξασφαλίσει την αναγκαία δύναμη για δράση».8
Το κίνημα στου Γουδή συμπλήρωσε αυτό ακριβώς το κενό, και μάλιστα αναίμακτα. Ο Στρατός και το Ναυτικό ισχυροποιήθηκαν στο έπακρο και πλέον η Ελλάδα αντιμετώπιζε τις τουρκικές απειλές πολέμου ψυχρά.
Η Ελληνική κοινή γνώμη παρ’ όλες τις ιδιόρρυθμες σχέσεις του Βενιζέλου με τα Ανάκτορα και τον διχασμό της για το γλωσσικό («Ευαγγελικά» και «Ορεστειακά») 9 κατείχετο από πνεύμα εθνικής ομοψυχίας. Ο Βενιζέλος εκλέγεται με συντριπτική πλειοψηφία πρωθυπουργός της χώρας στις 16 Δεκεμβρίου 1910. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος είχε βρει τον πολιτικό του εκφραστή.
Η ΠΕΡΙΡΡΕΟΥΣΑ ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ-ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΕΣ
Οι Γερμανία και Αυστροουγγαρία δεν είχαν πρόθεση ν’αναμειχθούν στο Κρητικό ‘’αν οι Δυνάμεις δεν ασχοληθούν με το status quo του νησιού. Το πράγμα διαφέρει στην περίπτωση που πρόκειται ν’αλλάξει το καθεστώς του’’ (von Sein). Έτσι έβγαιναν κερδισμένες απ΄την αμηχανία των άλλων για τα ελληνοτουρκικά. Οι θέσεις της κεντρικής Ενώσεως ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο με το τουρκικό ανθελληνικό μποικοτάζ του 1911 (απαγόρευση του ελλιμενισμού ελληνικών πλοίων στα τουρκικά λιμάνια). Έτσι όμως επλήγησαν και τα συμφέροντα των χωρών της Αντάντ γιατί τα προιόντα τους διακινούνταν μέσω αυτών των πλοίων. Ο Γάλλος πρεσβευτής Gabriell Deville έγραψε από την Αθήνα « Η Γερμανία βλέπει ευνοικά τη συρρίκνωση του ελληνικού εμπορίου, αφού μόνο οι Έλληνες μπορούν να την ανταγωνιστούν στο λιανεμπόριο. Συνεπώς έστω και αν δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία μεταξύ των μελών της Τριπλής Συμμαχίας και παρά την αντιπαλότητα Αυστρίας και Ιταλίας αναφορικά με τους Έλληνες που αναζητούν σημαία προστασίας και οι τρείς έχουν συμφέρον να συνεχισθεί το μποικοτάζ· ωστόσο, αυτή η συνέχιση είναι πιθανόν να δημιουργήσει πολλούς κινδύνους». 10
Την ίδια περίοδο (1/7/1911) λόγω Μαρόκου (Αγαδίρ) οι Γαλλογερμανικές σχέσεις είναι σε ένταση. Στις 5 Οκτ. η Ιταλία με το πρόσχημα της παρενόχλησης των εμπόρων της στην Λιβύη κυρήσει τον πόλεμο στον Σουλτάνο και καταλαμβάνει την Τριπολίτιδα.
Τα Βαλκάνια αρπάζουν φωτιά. Οι Σέρβοι επωφελούμενοι εισβάλλουν στην Αλβανία. Ο Ελληνικός Στόλος ναυλουχεί στον Βόλο. Ο Ελληνικός στρατός άρτια εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος απ’την Γαλλία σίγουρα δεν θα επέτρεπε ένα νέο 1897.
Η Γαλλογερμανική κρίση τελείωσε ενώ η Ιταλοτουρκική σύγκρουση αν και προσωρινά δεν επεκτάθηκε, απήλλαξε ωστόσο την Ελλάδα απ΄την Τουρκική πίεση, αλλά και το μποικοτάζ (16 Νοε). Στο ίδιο πνεύμα εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων ο Βενιζέλος αρνήθηκε να δεχθεί τους Κρήτες βουλευτές στην ελληνική βουλή.
ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΣΚΑΚΙΕΡΑ
Η επιδεινούμενη κρίση που προκάλεσε ο συνεχιζόμενος Ιταλοτουρκικός πόλεμος είχε σαν αποτέλεσμα το κλείσιμο των Στενών για την προστασία τους από τον κυριαρχούντα στο Αιγαίο ιταλικό στόλο. Οι υπόλοιπες Δυνάμεις που πλήττονταν οικονομικά προχωρούν σε διάβημα στην Πύλη το οποίο δεν απέδωσε καρπούς. Οι Νεότουρκοι επενδύουν έξυπνα στις Ευρωπαικές αντιπαλότητες για να βγουν από την δύσκολη θέση που βρίσκονταν. Τότε ακούγονται κάποιοι ψίθυροι για μυστυριώδη Γαλλο-Ρωσική συμφωνία για διανομή της Ανατολής.
Στις 5 Μαίου 1912 οι Ιταλοί ολοκληρώνουν την κατάληψη της Δωδεκανήσου όπου γίνονται δεκτοί ως απελευθερωτές: Ψευδαισθήσεις των εκεί Ελληνικών πληθυσμών. Οι υπόλοιποι της Αντάντ βλέπουν πίσω απ΄την Ιταλία την Κεντρική Ένωση και κατά συνέπεια δεν μπορούν να μείνουν απραγείς παρά τις ρητές ιταλικές διαβεβαιώσεις περί προσωρινότητας της κατοχής. Η Γαλλία ανασύρει ανεδαφικώς, απ΄το χρονοντούλαπο της Ιστορίας την αρχή της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κάθετα αντίθετη ήταν βέβαια σ’αυτό η Ρωσία, που επιθυμούσε διακαώς την κάθοδο της στο Αιγαίο. Αυτή ήταν άλλωστε και ο ηθικός αυτουργός και εγγυητής της μυστικής Σερβοβουλγαρικής συμφωνίας (13/3 και 29/4 π. ημ. 1912), με την οποία διανέμονταν όλα τα βαλκανικά οθωμανικά εδάφη, συμπεριλαμβανομένης και της Μακεδονίας!!! Ο επιτυχής Μακεδονικός Αγώνας λοιπόν δεν αρκούσε για να σωθούν οι βόρειοι ελληνικοι πληθυσμοί…
Η Ελλάδα συρόμενη πίσω απ’τις εξελίξεις αφού κανείς δεν την ήθελε δυνατή ίσως και από ολιγωρία της κυβερνήσεως Βενιζέλου, επιχειρεί «άλμα στο κενό» (κατά τη ρήση Ελ. Βενιζέλου) χωρίς κανένα εχέγγυο για μελλόντικη επίτευξη εθνικών της στόχων. Έτσι προσχωρεί σε συμφωνία με την Βουλγαρία (29/5/12), χωρίς όμως να συνάψει ανάλογη συμφωνία με Σερβία οπότε η Βουλγαρία απετέλεσε τον άξονα της «Βαλκανικής Συμμαχίας».
ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ (ΒΠ)-ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΟΥΣ
Έτσι ξεσπά ο Ά ΒΠ (Οκτ 1912-Ιαν 1913) μεταξύ Ελλάδος-Σερβίας-
Μαυροβουνίου –Βουλγαρίας απ΄την μια πλευρά και της Τουρκίας από την άλλη. Η Τουρκία χάνει σ’όλα τα μέτωπα. Τα προελαύνοντα Βουλγαρικά στρατεύματα φθάνουν έξω απ΄την Κωνσταντινούπολη. Ο Ελληνικός Στρατός απελευθερώνει τα νησιά του Αιγαίου, μεγάλο μέρος της Ηπείρου και σχεδόν όλη η Μακεδονία με εμφανέστατη την δυσαρέσκεια της Βουλγαρικής πλευράς που ονειρευόταν την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Οι Έλληνες εισέρχονται απελευθερωτές στην συμβασιλεύουσα ύστερα από 472 χρόνια Οθωμανικής κατοχής. Ο βασιλιάς Γεώργιος εγκαθίσταται στην Θεσ/νίκη για να δώσει έμφαση στην σημασία που απέδιδε η ελληνική πλευρά στην πόλη λόγω της Βουλγαρικής επιθετικότητας. Και τότε ο Γεώργιος δολοφονείται από κάποιον δάσκαλο Σχοινά, ο οποίος και αυτοκτόνησε (;) στην φυλακή. Τα κίνητρα της δολοφονίας παρέμειναν ανεξιχνίαστα. Αναλαμβάνει Βασιλιάς, ο Διάδοχος Στρατηλάτης Κων/νος.
Οι επεκτατικές της βλέψεις ήταν αυτές που οδήγησαν την Βουλγαρία να επιτεθεί απρόκλητα και χωρίς κήρυξη πολέμου εναντίον των δύο πρώην συμμάχων της: Ελλάδος και Σερβίας. Ωστόσο αυτές οι τάσεις που είχαν διαμορφωθεί μετά την λήξη του Α΄ΒΠ και λόγω των πιέσεων της Αυστρίας προς την Σερβία, είχαν ήδη οδηγήσει στην σύναψη ελληνοσερβικής συμμαχίας. Στο μεταξύ η Κρήτη προσαρτάται στην Ελλάδα de facto.
Οι Αγγλογάλλοι ανησυχούν για την ιταλική κατοχή των Δωδεκανήσων παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις. Η Κεντρική ένωση είχε ενοχληθεί σοβαρά από την Ιταλική κατοχή της Τριπολίτιδος, ενώ εξεπλάγησαν με την ολοκληρωτική ήττα των Τούρκων, αφού η νίκη των Χριστιανών της Βαλκανικής όρθωνε υψηλό φράγμα μπροστά απ΄την Κωνσταντινούπολη, κλείνοντας τους τον δρόμο προς τα νοτιοανατολικά. Θα αντιδρούσαν δυναμικά την στιγμή μάλιστα που τα σερβικά στρατεύματα εισβάλλοντας σ την Αλβανία, προέλαυναν προς το Δυρράχιο, δηλαδή προς την θάλασσα κάνοντας την Αδριατική δική τους και αποκόπτοντας τον δρόμο της Αυστρίας προς αυτή.
Έτσι στον ορίζοντα διαγραφόταν μία αυστριακοβουλγαρική συμμαχία εναντίον της Σερβίας και της Ελλάδας. Στις 31/12/1912 οι Αυστρία-Ιταλία υπέγραψαν συμφωνία με την οποία δεσμεύονταν να δημιουργήσουν ανεξάρτητη Αλβανία, στην οποία θα διατηρούσαν ισοδύναμες σφαίρες επιρροής.
Μια Αλβανία προτεκτοράτο της Ιταλίας πλάι στον Αυλώνα, υποστηριζόμενη από την Αυστρία και την Γερμανία ως προφυλακή της Κεντρικής Ενώσεως με τα Δωδεκάνησα στα ιταλικά χέρια, και την Μικρασία υπό την γερμανική επιρροή η Βαγδάτη ερχόταν πιο κοντά. Αυτό σήμαινε ότι η Ελλάδα θα ήταν κυκλωμένη από δυτικά και ανατολικά, έστω και αν κέρδισε προς το νότο, την Κρήτη ή προς τον βορρά την Μακεδονία. Το πεδίο μάχης της Αν. Μεσογείου άλλωστε είναι ενιαίο.
Η Ελλάς λοιπόν βρίσκεται εκτός σχεδιασμού, αγνοείται από τις Μ. Δυνάμεις. Συνεχίζει τις επιχειρήσεις στο Αιγαίο γνωρίζοντας ότι κατά πάσα πιθανότητα θα είναι αναγκασμένη να κάνει οδυνηρές εδαφικές παραχωρήσεις, ελλείψει σταθερού διεθνούς ερείσματος. Στο «Μέτωπο» της Μακεδονίας ευτυχής συγκυρία υπήρξε βέβαια και η έλλειψη εμπιστοσύνης που πλέον είχε η Ρωσία έναντι της Βουλγαρίας, λόγω της επαμφοτερίζουσας στάσης της τελευταίας.
Χαρακτηριστικές ήταν οι δηλώσεις του επιφανούς Ταγματάρχη Γκότσεφ, στρατιωτικού ακολούθου της Βουλγαρίας στην Ρώμη, προς τους Ρώσσο και Γάλλο ομολόγους του: «Η Γαλλία και η Ρωσία μας εγκατέλειψαν στο θέμα της Θεσ/νίκης. Θα αποξενωθούν και οι δύο από την χώρα μου, όπου για διαφόρους λόγους, απολαμβάνουν τόσο ισχυρές συμπάθειες. Με τον τρόπο αυτό βλάπτουν τα συμφέροντα τους, αν όχι άμεσα, πάντως στο πολύ προσεχές μέλλον ∙ διότι αυτή η εγκατάλειψη, σε θέμα ζωτικό για την χώρα μου, θα μας εξωθήσει στα χέρια της Αυστρίας και, κατ’επέκταση, της τριπλής Συμμαχίας, που μας στηρίζει στο συγκεκριμένο ζήτημα και που στο πλαίσιο της αναμετρήσεως των μεγάλων συμφερόντων, έχει αποδείξει πως διαθέτει ρωμαλέα ισχύ». 11
Αυτός ο κυκεώνας των διπλωματικών ζυμώσεων οδήγησε στη Συνθήκη του Λονδίνου (30 Μαίου 1913). Αυτή πέτυχε μόνο να οριστικοποιήσει τα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (γραμμή Αίνου - Μηδείας κατά μήκος του Έβρου). Κατά τα άλλα για τα εδάφη που βρίσκονταν δυτικά αυτής της γραμμής δεν προέβλεπε σε ποιους και πως, θα παραχωρούνταν. Επίσης δεν καθόριζε το καθεστώς και τα σύνορα της Αλβανίας, όπως και το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου. Τέλος ανέφερε την ολοκληρωτική συμμαχική αποχώρηση από τη Κρήτη χωρίς άλλη επισήμανση. Η Τουρκία δεν ήθελε ν’ αναγραφεί πως την παραχωρούσε στην Ελλάδα, ενώ και η τελευταία δεν δεχόταν να θεωρηθεί η Κρήτη «κέρδος» της από το Α‘ ΒΠ. Έτσι και αλλιώς ήταν στην ουσία ελληνική πρίν τον πόλεμο και δεν υπήρχε κίνδυνος να διεκδικηθεί από κάποιον, την στιγμή μάλιστα που πάλευε για το Αιγαίο και τη Μακεδονία που ήταν τα ουσιαστικά κέρδη της.
Αναλαμβάνοντας τις ευθύνες τους, οι Δυνάμεις θα μπορούσαν να ολοκληρώσουν το έργο τους και να σώσουν την ειρήνη. Προτίμησαν το ρόλο όμως του Πόντιου Πιλάτου. Πρώτα- πρώτα προετοίμαζαν το δικό τους μεγάλο πόλεμο ύστερα και η ειρήνη απαιτεί θάρρος... Θα άφηναν έτσι να ξεσπάσουν όλες οι διαμάχες και να βρούν διέξοδο όλα τα πάθη.
Η Ελλάδα τελικά πήρε τη διαβεβαίωση ότι θα διατηρούσε τη Θεσσαλονίκη. Αυτό προκάλεσε έξαλλη οργή στη Βουλγαρία. Η ρωσική κοινή γνώμη την υποστήριζε και ο Τσάρος κατηγορήθηκε για υποχωρητικότητα. Οι βουλγαρικοί στρατιωτικοί κύκλοι δεν ικανοποιούνταν με τη Μακεδονία, τη Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι : ήθελαν και έξοδο στη Αδριατική!!! Οι Μ. Δυνάμεις δεν τολμούσαν πια ν’ αναμειχθούν, αποσύρθηκαν στη παγερή αδιαφορία τους και το τόνισαν με έμφαση. Στρουθοκαμιλίζοντας επιτάχυναν το Μεγάλο Πόλεμο αντί να λύσουν με κάθε τίμημα το Βαλκανικό πρόβλημα που θα έβαζε φωτιά σ’ όλη την Ευρώπη.
Η Ελλάδα αναζητούσε ερείσματα και στους δύο συνασπισμούς: είχε ανάγκη από την Αντάντ Κορντιάλ για το θέμα των νήσων και από τη Τριπλή Συμμαχία για το ζήτημα της Ηπείρου και της Μακεδονίας αφού αυτή δεν έβλεπε με καλό μάτι την επαμφοτερίζουσα Βουλγαρία ν’ αποκτά έξοδο στο Αιγαίο.
Οι συνθήκες ωρίμασαν λοιπόν και η (απόρρητη) ελληνοσερβική συμμαχία (Θεσσαλονίκη 1/ 6/1913) προέκυψε ως φυσικό επακόλουθο βάζοντας ουσιαστικά τη Βουλγαρία στο αντίπαλο στρατόπεδο, χωρίς να θίγεται όμως η δυνατότητα της Ρωσικής διαιτησίας, η οποία και ζητήθηκε από τη Βουλγαρία λόγω των διεκδικησεών της. Αυτή η ρωσική παρέμβαση στα Βαλκάνια, προκάλεσε την αναμενόμενη αντίδραση της Τριπλής Συμμαχίας και διότι την συνέφερε να παραμείνουν άλυτα τα προβλήματα της χερσονήσου του Αίμου. Η πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» υπό αυτές τις συνθήκες την διευκόλυνε αφού η διείσδυσή της στην Ανατολή, περνούσε από τα «απείθαρχα» και απρόβλεπτα στις προτιμήσεις τους χριστιανικά βαλκανικά κράτη. Η Τουρκία της είχε δώσει ήδη «γή και ύδωρ».
Έτσι τη νύχτα της 29ης/30ης Ιουνίου 1913 (Β’ ΒΠ) οι Βουλγαρικές Δυνάμεις επιτίθενται άνευ κυρήξεως πολέμου σ’ Ελλάδα και Σερβία. Στις μάχες όμως των Κιλκίς και Γευγελής αντιστοίχως υφίστανται πανωλεθρίες και οι δύο σύμμαχοι προήλασαν μέσα στο βουλγαρικό έδαφος. Ταυτόχρονα ρουμανικές Δυνάμεις πέρασαν τον Δούναβη και προελαύνουν. Η Βουλγαρία απελπισμένη απευθύνεται στη Ρωσία η οποία παρεμβαίνει με διακοίνωση στις 10 Ιουλίου αλλά οι Σύμμαχοι δεν τη λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψη καθώς όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις ενώ φοβούνταν τη γενίκευση του πολέμου σε όλη την Ευρώπη και ήθελαν άμεσα ειρήνευση, εντούτοις τήρησαν ουδέτερη στάση ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος είχε κρίνει σωστά γράφοντας στον ΥΠΕΞ Κορομηλά τις απόψεις του για τη παρέμβαση της Ρωσίας. «… Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η λύση που θα μπορούσε να δώσει η Ρωσία ή οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις πρίν από το πόλεμο, θ’ αποτελούσε στη πραγματικότητα σπέρμα πολέμου, ο οποίος θα ξεσπούσε αναπόφευκτα μετά από ελάχιστα χρόνια. Το μεγάλο σημερινό πλεονέκτημα είναι ότι θα μπορούμε να ήμαστε ήσυχοι από τη πλευρά των Βουλγάρων επί γενεές ολόκληρες. Και αυτό το πλεονέκτημα δεν επιτρέπεται να χαθεί. Οπωσδήποτε να μη συνεναίσετε σε σύναψη ανακωχής πρίν διαβουλευθείτε μαζί μου. Ceretum censeo Bulgarian esse delendam (κατά τα άλλα φρονώ ότι η Βουλγαρία πρέπει ν’ αφανισθεί (στρατιωτικά): παράφραση της φράσης του Αννίβα)». 12 Άλλωστε ήταν πολύ νωπές οι μέθοδοι γενοκτονίας που εφήρμοσαν τα Βουλγαρικά στρατεύματα στις καταληφθείσες απ’ αυτούς ελληνικές περιοχές.
Η Ρουμανία ανεμείχθη, επειδή ήθελε να έχει και εκείνη λόγο στη μορφοποίηση της Βαλκανικής ισορροπίας. Στην περίπτωση της πρέπει ν’ αναζητηθεί δάκτυλος της Γαλλίας καθώς το Βουκουρέστι ακολουθούσε πολιτική ανεξάρτητη απ’ τη Τριπλή Συμμαχία και αυτό είχε μεγάλη σημασία. Υπο αυτό το πρίσμα η Ρουμανία δεν επιθυμούσε να υπάρχει βουλγαρική υπεροχή στον Αίμο και εκμεταλεύθηκε το φόβο των άλλων Δυνάμεων για πιθανή ηγεμονία της Ρωσίας.
Επωφελούμενη η Τουρκία προωθεί τα στρατεύματα της προς τη γραμμή Αίνου- Μήδειας που της επεδικάσθη στο Λονδίνο, ενώ καταλαμβάνει και την Ανδριανούπολη.
Εδώ πλέον φαίνεται καθαρά ότι η στρατιωτική ισχύς επέτρεπε για πρώτη φορά στην Ελλάδα αλλά και στους υπολοίπους βαλκάνιους ένα καθεστώς αυξημένης πολιτικής αυτονομίας.
Οι Βούλγαροι μετά τη κατάληψη της Σόφιας από τους Ρουμάνους και της Ανδριανούπολης από τους Τούρκους, υποχρεώνονται - στη συνθήκη ειρήνης που υπογράφουν (29 Σεπ 1913) - να παραιτηθούν από τα εδάφη της Καβάλας και της Ανδριανουπόλεως αφού μόνο η Ρωσία τους υποστήριζε. Οι υπόλοιποι σύμμαχοι της Αντάντ και οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες δεν επιθυμούσαν την κάθοδο των Σλαύων στο Αιγαίο. Έτσι η επιμονή του Κωνσταντίνου παρά τις νύξεις του Βενιζέλου για υποχωρητικότητα στο θέμα της Καβάλας, θριάμβευσε.
Ο ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΡΗΞΗ ΤΟΥ Α’ ΠΠ
Τα σύννεφα του Α’ΠΠ πλησιάζαν απειλητικά και η Ελλάδα προσπαθούσε να βρεί στηρίγματα στους δύο συνασπισμούς. Ο Γάλλος πρεσβευτής στη Βιέννη Dumaine περιέγραψε μ’ ακρίβεια την τότε δεινή ελληνική θέση καθώς αυτή είχε ανάγκη από την Αγγλία κατά του Σλαβισμού, από τη Γαλλία κατά του Ιταλικού Ιμπεριαλισμού, ίσως και από την Αντάντ κατά των φιλοδοξιών της Τριπλής Συμμαχίας στη Μεσόγειο και στη Μικρά Ασία. Ο ρόλος που έπρεπε να παίξει ήταν πολύ μεγάλος για την Ελλάδα, παρά τις νίκες της.
Οι Βουλγαρία και Τουρκία αποτελούν εκ νέου το «μήλον της έριδος» για τους δύο συνασπισμούς. Και οι δύο μετά τη ταπείνωση τους τρέφουν κληρονομική εχθρότητα για την Ελλάδα, η οποία ανησυχεί βλέποντας το Βούλγαρο Βασιλιά Φερδινάνδο να γίνεται δεκτός στην Αυστρία ως «άσωτος υιός».
Η Ιταλία φλεγόταν απ’ το πυρετό του επεκτατισμού έχοντας ήδη εγκατασταθεί σε Αλβανία και Ρόδο εκκρεμούντος δε και του προβλήματος του καθεστώτος των αιγαιακών νήσων. Όλοι συμφωνούσαν ν’ αποδωθούν στην Ελλάδα σ’ αντάλλαγμα για τον «εγκλεισμό» της Β. Ηπείρου στην Αλβανία (απαίτηση της Τριπλής Συμμαχίας). Ενδεικτικές όμως ήταν οι δηλώσεις του Ιταλού ΥΠΕΞ Antonino Paterno- Castello Μαρκησίου του San Giulliano στους Γάλλους ότι θα προέκυπταν σοβαρές ανωμαλίες αν δίνονταν και τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα αφού θα τους επέτρεπε ν’ αναπτύξουν «προπαγάνδα» στη Μ. Ασία… Η Ιταλία θα πράξει το καλύτερο, ώστε από την αποχωρησή της; να ωφεληθεί περισσότερο η Τουρκία. Εξάλλου το θέμα των νήσων συνδέεται με το αντίστοιχο των νότιων συνόρων της Αλβανίας». Οι «φόβοι» της για την αναβίωση μιας νέας βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν καταλυτικοί στη διαμόρφωση της περαιτέρω στάσης της. Έτσι στη συνδιάσκεψη των πρεσβευτών των Δυνάμεων στο Λονδίνο (12/8/1913) τέθηκαν οι βάσεις για τη κατακράτηση της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς παρά τις γαλλικές αντιδράσεις. Τα υπόλοιπα απελευθερωμένα νησιά αποδίδονται στην Ελλάδα (Ελληνοτουρκική Συνθήκη των Αθηνών 13/11/1913).
Νέο ιταλικό «χαστούκι», με την αρωγή της Κεντρικής Ένωσης, στην Ελλάδα ακολουθεί, με την ενσωμάτωση της πανάρχαιας Ελληνικής γής της Β. Ηπείρου στο νέο κράτος της Αλβανίας (πρωτ/λο Φλωρεντίας, 19 Δεκ 1913). Η ελληνική ηγεσία το απεδέχθη λόγω διαβεβαιώσεων που της είχαν δοθεί περί ενσωματώσεως και των Δωδεκανήσων. Έτσι εγκατέλειψε τον εξεγερμένο Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό αποσύροντας τον εκεί Ελληνικό Στρατό, παρά τις περηφανείς νίκες που κατήγαγε κατά των βοηθουμένων από τη Κεντρική Ένωση και Ιταλία, Αλβανών. Εγκατέλειψε ακόμα και το ηπιότερο για τους Βορειοηπειρώτες, Πρωτόκολο Κερκύρας (17/5/1914) που αναγνώριζε την αυτονομία της περιοχής, ένα πρωτόκολλο που ποτέ δεν εφαρμόσθηκε αλλά ούτε και ακυρώθηκε μέχρι σήμερα.
Σε μία Ευρώπη που ήταν ένα καζάνι που έβραζε τέτοιου είδους υποσχέσεις ήταν αίολες. Τα πεπρωμένα του Ελληνισμού βρίσκονταν εν μέσω της διεκδικήσεως της Μεσογειακής κυριαρχίας και κατ’ επέκταση της Παγκόσμιας, από τη Τριπλή Συμμαχία και την Αντάντ για την οποία συγκρούονταν ο γερμανισμός με το σλαβισμό, η Αγγλία με τη Γερμανία ή με τη Ρωσία : επρόκειτο για το τρομερότερο πρόβλημα του κόσμου και η Ελλάδα ήταν τόσο μικρή. Ο Βενιζέλος ταξιδεύει στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Το μήνυμα του Γάλλου πρεσβευτή στο Βερολίνο Jules Cambon (22/11/1913) δεν αφήνει αμφιβολίες για το ότι η Γερμανία έχει εγκαταλείψει τη διπλωματία. Η Ρώμη είναι ρητορικώς μόνο καθησυχαστική. Όλοι πλέον ετοιμάζονται για πόλεμο.
Το Παρίσι αποστέλλει στρατιωτική αποστολή υπό τον Στγο Joseph-Paul Eydoux στην Ελλάδα σχεδόν ταυτόχρονα με την αποστολή από την Γερμανία στη Κωνσταντινούπολη του ομοιοβάθμου του Otto Liman von Sanders, υπό τη καθοδήγηση του οποίου άρχισε η γενοκτονία των χριστιανικών πλυθησμών της Μ. Ασίας (1912). Η Γαλλία εξοπλίζει την Ελλάδα, ενώ της υπόσχεται μαζί με την Αγγλία δάνεια. Ο Κάιζερ με το καγκελάριο Theobald von Bethmann Hoolweg έρχεται στη Κέρκυρα για «διακοπές» και συνομιλίες με το Βασιλιά και τον Έλληνα ΥΠΕΞ Γ. Στρέιτ. Ο Γουλιέλμος ήταν σίγουρος για τη συμμαχία της Ελλάδος όμως ο Στρέιτ του επισήμανε ότι αυτό είναι αδύνατο λόγω των απειλών της Βουλγαρίας και της Αγγλίας η οποία θα επενέβαινε και δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι ναυτική χώρα, θα εκτιθόταν εύκολα στα αγγλικά καίρια πλήγματα.
Με την ολοκλήρωση των τουρκοσερβικών διαπραγματεύσεων (17 Μαρ 1913) το Παρίσι έδωσε ένα δάνειο των 500 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων, που ζήταγε η Τουρκία. Έτσι η τελευταία έγινε πιο αδιάλακτη έναντι της Ελλάδας, και λόγω της Ιταλικής στάσεως. Έδινε μάλιστα την εντύπωση πως και αυτή είχε αποφασίσει την εμπλοκή σε πόλεμο. Ξανάρχισαν οι βάρβαροι διωγμοί των Ελλήνων σε Θράκη και Μ. Ασία. Ο Γάλλος πρεσβευτής στη Πόλη, Maurice Bompard ανέφερε στο Παρίσι: «Η Βαλκανική είναι αυτή τη στιγμή σχεδόν στο συνολό της θέατρο φρικαλεοτήτων οι οποίες θα μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με όσες συνόδευαν τις μεγάλες μεταναστεύσεις λαών».13 Η κρίση μόλις που εκτονώθηκε, ωστόσο η Ελλάδα στράφηκε στη Σερβία για να ενεργοποιήσει τη συμφωνία τους. Η τελευταία συνέστησε ψυχραιμία, λόγω ανετοιμότητας του στρατού και της κοινής της γνώμης. Η Ρουμανία που δεν ήθελε να διακυβευθούν αυτά που είχε κερδίσει, «εξ αδρανείας» τάχθηκε, χλιαρά όμως, με την Ελληνοσερβική πλευρά.
Η έκρηξη του Α΄ΠΠ, είχε σαν αφορμή τη δολοφονία του αρχιδούκα της Αυστρίας Φερδινάνδου, στο Σεράγεβο, από τη Σερβική οργάνωση «Μαύρη Χείρα». Η Ελλάς βρίσκεται απομονωμένη.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ (1914 – 1915)
Το τελεσίγραφο της Αυστρίας προς τη Σερβία, επέφερε το αίτημα της τελευταίας για ελληνική αρωγή. Ο Βενιζέλος έδωσε οδηγίες στο Στρέιτ να δώσει απάντηση, παρεμφερή μ’ αυτή που είχε λάβει και η Ελλάδα από τη Σερβία, με την οξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αναντίρρητα ήταν πολιτικώς ορθός αυτός ο συσχετισμός. Ωστόσο η Σερβία αντιμετώπιζε και το κίνδυνο εκτός της Αυστροουγγρικής και της ταυτόχρονης Βουλγαρικής επιθέσεως.
Ο Βενιζέλος δίνει οδηγίες στην ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου για σύναψη ελληνορουμανικής συμφωνίας : «Η Ρουμανία θα είναι αναμφίβολα, όπως και εμείς, αποφασισμένη να μην ανεχθεί τέτοια επίθεση. Το σύμφωνο Ελλάδας – Ρουμανίας θα προέβλεπε ποια μέτρα θα υιοθετούσαν από κοινού για να επισύρουν την προσοχή της Σόφιας, ή σε περίπτωση ανάγκης, για να παραλύσουν τις ενέργειες της: αυτή η συμφωνία ήταν επιθυμητή και για ένα πρόσθετο λόγο ∙ θα υποχρέωνε την Τουρκία σε αυστηρή ουδετερότητα».14
Οι Γερμανοί μετά τη λήξη του αυστριακού τελεσιγράφου προειδοποιούν την Ελληνική κυβέρνηση να μην εμπλακεί στην επερχόμενη αυστροσερβική σύρραξη, επισείοντας την έμμεση απειλή περί εκμεταλεύσεως της κρίσεως από Τουρκία και Βουλγαρία. Επιθυμούσε μάλιστα την «…έγκαιρη αποστασιοποίηση της Ελλάδος από τη Σερβία». Χαρακτηριστικό ήταν το τηλεγράφημα του Βενιζέλου προς το Γ. Στρέιτ στο οποίο ανέφερε ότι σε περίπτωση σερβοβουλγαρικής συρράξεως η Ελλάδα θα συνέδραμε την Σερβία αφού από αυτό εξαρτάτο η ίδια της η επιβίωση. Ενώ σε ερώτημα του Σέρβου πρωθυπουργού Nikola Pašić απάντησε (25 Ιουλίου 1914) ότι όσον αφορά στην Αυστρία, η Ελλάδα θα αποφάσιζε έχοντας πάντα υπ’ όψιν την αποτελεσματικότητα της βοηθειάς της.
Ο Βενιζέλος είχε την άποψη ότι ανεξαρτήτως της εκτάσεως του πολέμου η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ενταχθεί στο αντίπαλο απ’ τη Σερβία στρατόπεδο λόγω της παραδοσιακής ηπιότητας των ελληνοσερβικών σχέσεων. Κυριχθέντος του πολέμου ωστόσο, η Ελλάδα απέφυγε να κινητοποιήσει τους 40000 άνδρες που προέβλεπε η ελληνοσερβική συμφωνία για να μην προκαλέσει γενική βουλγαρική επιστράτευση και κατ’ επέκταση γενική βαλκανική ανάφλεξη. Ο Γερμανός αυτοκράτορας με τηλεγραφηματά του προς το Κωνσταντίνο (2 και 4 Αυγούστου1914) τον ενημερώνει για τις συμμαχίες που ήδη είχε συνάψει με Βουλγαρία και Τουρκία για να φράξει την έξοδο του σλαυισμού στο Αιγαίο και τον πιέζει να συμμαχήσει μαζί τους. Ο Κων/νος απαντά ότι στρατηγικώς κάτι τέτοιο είναι αδύνατο αφού σε τέτοιο ενδεχόμενο η ελληνική επιστράτευση, λόγω ελλείψεως επιγείων μέσων (σιδηροδρόμων και δρομολογίων), θα γινόταν μόνο δια θαλάσσης. Η Ελλάδα τότε θα βρίσκονταν μοιραία στο έλεος των Αγγλογάλων οι οποίοι θα την αφάνιζαν στρατιωτικά πρίν καν συνδράμει στις επιχειρήσεις, γι’ αυτό και επέλεξε την αυστηρή ουδετερότητα.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η Γερμανία αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιτήδεια στη μυστική διπλωματία : μην μπορώντας να προσεταιρεισθεί την φιλοανταντική Ελλάδα, επιδίωκε την ουδετεροτητά της, κρατώντας Τουρκία και Βουλγαρία σε αναμονή, ώστε να εμφανίζονται και αυτές «ουδέτερες». Έτσι η Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση αβεβαιότητος σχετικά με το αν θα έπρεπε να εισέλθει στο Α’ ΠΠ ή όχι.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες τρομακτικών πιέσεων σε μία μικρή χώρα που πάλευε για την επιβίωσή της, ήταν αναμενόμενη η πολιτειακή της εκτροπή. Ο Βενιζέλος πίστευε ακράδαντα στη νίκη της Αντάντ ως συνασπισμού ισχυρά ναυτικών κρατών. Δεν είχε ενδοιασμούς να διαπραγματεύεται ακόμη και τη παραχώρηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία(!), αφού η Αντάντ διαπραγματευόταν ήδη με τους Βουλγάρους την περιοχή και με τους Τούρκους Θράκη και νησιά για να τους προσελκύσει. Προσπαθούσε δηλαδή να ελαχιστοποιήσει τις αναπόφευκτες, βάσει της αντατικής πολιτικής, εδαφικές απώλειες. Αν μάλιστα οι Βουλγαρία και Τουρκία τάσονταν τελικά υπέρ της Κεντρικής Ενώσεως, η Ελλάδα θα μπορούσε με τους νικητές να επιδιώξει την πραγμάτωση της Μ. Ιδέας. Η ίδια η Αντάντ μάλιστα, υστερόβουλα, συσχέτιζε την αποδοχή της Ελλάδας ως συμμάχου, με την εχθρότητα ή μη των Τούρκων και Βουλγάρων!! Φυσικά αυτή τους η πολιτική πήγαζε από τις ρωσοϊταλικές κυνικές αντιδράσεις για πιθανή ενδυνάμωση και επέκταση της Ελλάδος. Με λίγα λόγια η τελευταία ήταν ανεπιθύμητος σύμμαχος απ’ τη στιγμή που προέβαλλε οποιαδήποτε απαίτηση. Την ήθελαν σύμμαχο, χωρίς κανένα απολύτως εχέγγυο αλλά και διότι είχαν αποφασίσει να την “ακρωτηριάσουν” προκειμένου να εξασφαλίσουν ακόμα και την ουδετερότητα, ιδιαιτέρως των Βουλγάρων. Η Βουλγαρία ήταν ο άξονας της πολιτικής στα Βαλκάνια, σύμφωνα με την Αντάντ, γι’ αυτό της πρόσφεραν ως αντίδωρο ακόμα και την Ανδριανούπολη. Όπως ήταν αναμενόμενο η Τουρκία βγαίνει στον πόλεμο υπέρ της Γερμανίας. Μάταια ο Βενιζέλος προσπαθεί να πείσει την Αντάντ περί της μυστικής Βουλγαρογερμανικής συμμαχίας. Η απάντηση; : «Αδύνατο, αδύνατο και αν συμβαίνει τέτοιο πράγμα, θα την αποσπάσουμε από την Γερμανία, πλειοδοτώντας σε παραχωρήσεις!!». 15 Την χρειαζόταν περισσότερο τώρα ως ανάχωμα„ για την Τουρκία. Ο Théophile Delcassé δηλώνει: «τα έπαθλα της νίκης θα τα μοιράσουν τελικά οι δυνάμεις της Αντάντ και το αντίτιμο τους θα είναι πολύ υψηλό….Θεωρώ αναγκαίο η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία να τονίσουν προς την Βουλγαρία πως, αν παραμείνει ουδέτερη, η Αντάντ εγγυάται ότι, όταν σημάνει η ώρα των οριστικών ρυθμίσεων, θα της παραχωρηθούν η γραμμή Αίνου-Μηδείας και μεγάλες εκτάσεις στην Μακεδονία, οι οποίες θα είναι, φυσικά, μεγαλύτερες, αν αντί για την ουδετερότητα, προκρίνει την συνεργασία» (14 Νοε 1914). 16
Ο Κωνσταντίνος πιστός στην αρχή ότι δεν απεμπολείς εθνικά δίκαια που αποκτάς με πολύ αίμα για να κερδίσεις άλλα, απορρίπτει αυτούς τους βενιζελικούς ακροβατισμούς, την στιγμή μάλιστα που και η Ρουμανία εξαρτούσε την συμμαχία της με την Αντάντ απ’ το αν θα της παραχωρούσαν εδάφη. Συνέχιζε αυτή λοιπόν να είναι ουδέτερη αφού επιπλέον το ρώσικο μέτωπο κατέρεε και θα δεχόταν μόνη τον κύριο όγκο των Γερμανοαυστροουγγρικών στρατιών.Όλη η Ελλάδα ξεσηκώνεται από ιερή αγανάκτηση κατά της Αντάντ. Η τελευταία πραγματοποιεί τραγική απόβαση στα Δαρδανέλλια χωρίς να λάβει υπόψη της τις σωστές, όπως απεδείχθει, παραινέσεις του ελληνικού επιτελείου για την μη πραγματοποίηση της. Ο Βενιζέλος που είχε προτείνει την αποστολή μιας συμβολικής ελληνικής δύναμης στην επιχείρηση, κάτι που δεν έγινε αποδεκτό από τα Ανάκτορα αλλά και από Ρώσους και Ιταλούς, παραιτείται, κατηγορώντας στην Αντάντ τον Κωνσταντίνο για φιλογερμανισμό. Ωστόσο ο τελευταίος, αν και ουσιαστικώς φίλα προσκείμενος στην Αντάντ, δεν μπορούσε να «βγει» στον πόλεμο χωρίς το στήριγμα της Ρουμανίας και την αποστολή τουλάχιστον 150.000 ανδρών της Αντάντ στην Μακεδονία. Ο σπόρος του διχασμού ερρίφθη.
Η νέα κυβέρνηση Γούναρη αντιμετωπίζεται εχθρικά από την Αντάντ παρά τις λογικές και συμβιβαστικές προτάσεις προς αυτήν για έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της. Αντί αυτών η συμμαχία όχι μόνο δεν παραχωρεί κάτι ως αντάλλαγμα αλλά προτείνει και την παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης στους Βουλγάρους ακόμα και με την βία! Κάτι τέτοιο επέτεσσαν άλλωστε οι δεινές ήττες των Ρώσων (απόφαση Αντάντ 2ας Ιουνίου 1915). Η Βουλγαρία τελικά υπογράφει μυστικά συμφωνία με τους Γερμανούς, ενώ τώρα η Σερβία δέχεται όλο το βάρος των κεντρικών Αυτοκρατοριών, αλλά εγκαταλείπεται από την Αντάντ (όπως και η Ελλάδα) προκειμένου να ικανοποιηθεί η Βουλγαρία. Με διακοίνωση η Αντάντ (3 Αυγ 1915) απαιτεί την παραχώρηση σερβικών και ελληνικών εδαφών (Καβάλα) στους Βουλγάρους. Οι τελευταίοι για να κερδίσουν χρόνο αποκρούουν την διακοίνωση αυτή.
Μετά το Σεπτέμβριο του 1915 η Ελλάδα βρέθηκε στο κέντρο του διπλωματικού πολέμου. Με την διαγραφόμενη συντριβή της Σερβίας οι Γερμανοαυστριακοί θα ενώνονταν με τους Βουλγάρους και τους Τούρκους , θα κυριαρχούσαν στο Αιγαίο, στην Μεσόγειο, στον δρόμο προς την Βαγδάτη και το Σουέζ, θα ξεσήκωναν τον μουσουλμανικό κόσμο κατά των αποικιοκρατικών δυνάμεων της Αντάντ : η Ανατολή θα γινόταν δική τους, μαζί με τη νίκη και την παγκόσμια κυριαρχία (μετέπειτα δόγμα Μακίντερ). Στην Ανατολή άλλωστε δημιουργούνται ή γκρεμίζονται οι μεγάλες αυτοκρατορίες. Η θαλάσσια κυριαρχία της Αντάντ θα μπορούσε εύκολα να καταρρεύσει. Συνεπώς χρειαζόταν ηπειρωτικό σημείο στήριξης για να σταματήσει την Drang nach Südosten. Η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία φάνταζε τώρα ως η μοναδική λύση αφού από εκεί θα στήριζαν την Σερβία, θα επέβλεπαν την Βουλγαρία και θα αντέτασαν άμυνα. Στις αρχές μάλιστα του Σεπτέμβρη 1915 οι σύμμαχοι της Αντάντ συζητούσαν να καταλάβουν την πόλη για να έχουν «ενέχυρο» την Μακεδονία, ώστε να την προσφέρουν στην Βουλγαρία (!!) αν προσχωρούσε στην Αντάντ. Πρόβλημα Καβάλας δεν υφίστατο βέβαια πλέον. Τα χέρια του Βενιζέλου ήταν «λυμένα», ενώ με την ρωσική ήττα «επετράπει» να στραφεί το ελληνικό βλέμμα στην Κωνσταντινούπολη.
Η Σερβία αντιμετωπίζει τώρα τις δύο αυτοκρατορίες και ζητά την ελληνική αρωγή. Η Ελλάδα απαντά ότι δεν μπορεί να βοηθήσει χωρίς και την συμμετοχή της Ρουμανίας. Την ίδια άποψη έχει και η Αντάντ, που στις 15 Σεπτεμβρίου 1915 στέλνει ένα οιωνεί τελεσίγραφο στην Βουλγαρία για να ξεκαθαρίσει την θέση της. Στις 21 Σεπτεμβρίου αυτή κυρήσσει επιστράτευση χωρίς να ξέρει κανείς με ποιόν θα συμμαχήσει. Αμέσως επιστρατεύεται και η Ελλάδα ενώ ο Βενιζέλος αρχίζει τις απευθείας επαφές με τους πρεσβευτές της Αντάντ παρακάμπτοντας τα Ανάκτορα. Στις 23 Σεπτεμβρίου η Αντάντ διαμηνύει ότι είναι έτοιμη να αποστείλει τα στρατεύματα που αιτείτο η Ελλάς. Όμως στις 26 η Ρουμανία αρνείται να βοηθήσει την Αντάντ και δέχεται την απειλή της Ρωσίας ότι θα εισβάλλει προς αρωγή της Σερβίας (το ρωσογερμανικό μέτωπο έχει σταθεροποιηθεί). Η Ρουμανία ανταπαντά ότι θα καταφύγει στα όπλα για να το αποτρέψει. Τελικά η Αντάντ αντί για 150.000 άνδρες στέλνει μόλις 20.000 στην Μακεδονία! Ο Βενιζέλος ζητά από τον βασιλιά να επιτρέψει να αποβιβασθούν, αλλά ο τελευταίος όπως ήταν φυσικό, αρνείται: χωρίς επαρκή συμμαχική βοήθεια, με την Ρουμανία εκτός Αντάντ και κατ’ επέκταση την αδυναμία της Ρωσίας να επέμβει, και την Βουλγαρία, έστω και υποκριτικά να εμφανίζεται ουδέτερη ακόμα, η Ελλάδα δεν νομιμοποιείτο να επιτρέψει αυτή την αποβίβαση γιατί θα προκαλούσε την μύνη των Γερμανοαυστριακών - και των Βουλγάρων επωφελούμενων.
Ο Βενιζέλος ήρθε σε μυστική συνεννόηση με τους πρεσβευτές της Αντάντ, ώστε αυτή να αποβιβάσει στρατό στην Θεσσαλονίκη με το πρόσχημα της βοήθειας στην Σερβία προς την οποία και θα κατευθύνονταν χωρίς να ζητά εδαφικές παραχωρήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η Βουλγαρία δεν θα επετίθετο. Η Βουλή και τα Ανάκτορα συμφώνησαν χωρίς να ενημερωθούν για τις μυστικές διαβουλεύσεις του Βενιζέλου. Η Αγγλία δηλώνει ότι η Αντάντ υπολογίζει την Βουλγαρία ακόμα και για την ουδετερότητα της, αφήνοντας να διαφανεί ότι επιδιώκει να καταλάβει την Μακεδονία για λογαριασμό της Βουλγαρίας! Ο Βενιζέλος αντιδρά και δεν δίνει άδεια αποβιβάσεως, αλλά και η Αγγλία αναδιπλώνεται αφού στη Βουλγαρία πλεόν διαφαίνονται κάποια ανησυχητικά σημάδια.
Η Αντάντ επανέρχεται και δηλώνει ότι αποφάσισε να αποβιβάσει τα στρατεύματα της. Ο Βενιζέλος – όπως πάλι είχε μυστικά συμφωνηθεί – διαμαρτύρεται «για τους τύπους» και η αποβίβαση πραγματοποιείται, αφού ο Διοικητής του Γ΄ ΣΣ είχε συνεννοηθεί μαζί του. Ο τελευταίος αποκαλύπτει τις προθέσεις του στην Βουλή (4 Οκτ 1915) και χρησιμοποιώντας την πλειοψηφία που διέθετε τάσσεται με την Αντάντ και εξέρχεται στον πόλεμο. Στις 5 Οκτωβρίου ο βασιλιάς τον αποπέμπει και διορίζει πρωθυπουργό τον Ζαΐμη. Στις 8 Οκτωβρίου καταλαμβάνεται το Βελιγράδι ενώ στις 11 Οκτωβρίου επιτίθενται και οι Βούλγαροι στην Σερβία. Οι Σέρβοι καταρρέουν και ζητούν βοήθεια. Ο Ζαΐμης αρνείται ερμηνεύοντας την ελληνοσερβική συμφωνία υπό το πρίσμα των ελληνικών συμφερόντων. Ο Βενιζέλος συμφωνούσε εν πολλοίς με αυτή τη γραμμή και πίεζε την Αντάντ, εφόσον Βούλγαροι και Τούρκοι ήταν πλέον στο αντίπαλο στρατόπεδο, να υποσχεθεί στην Ελλάδα αξιόλογα εδαφικά πλεονεκτήματα. Έτσι η Αγγλία προσφέρει την Κύπρο. Ο Ζαΐμης αρνείται αφού και η ελληνική βοήθεια στην Σερβία θα ήταν αναποτελεσματική και η ίδια η επιβίωση της χώρας τιθόταν εν αμφιβόλω. Πράγματι στις 27 Οκτωβρίου ο Στρατηγός Maurice Sarrail καταδιώκεται, ηττημένος από τους Βουλγάρους. Ο Ζαΐμης καλεί τον Γάλλο πρεσβευτή και του ανακοινώνει τον αφοπλισμό και τον εγκλεισμό σε στρατόπεδο του καταδιωκομένου σερβικού στρατού, που τυχόν θα εισέλθει στο ελληνικό έδαφος, τονίζοντας όμως και την ηθική και πρακτική αδυναμία της Ελλάδος να πράξει το ίδιο με τα αγγλογαλλικά στρατεύματα. Συνεχίζοντας τόνισε : «Επειδή επίσης, δεν έχει την δυνατότητα (η Ελλάδα), χωρίς να εμπλακεί σε εχθροπραξίες, να εμποδίσει τις γερμανικές ή βουλγαρικές δυνάμεις που θα καταδίωκαν τις συμμαχικές, είναι υποχρεωμένη να μειώσει την έκταση της ελληνικής επικράτειας που θα καταστεί πεδίο μαχών». 17
Το Νοέμβριο ο Ζαΐμης ανατρέπεται από τους βενιζελικούς στην Βουλή και τον διαδέχεται ο Σκουλούδης με οικουμενική κυβέρνηση ενώ και στην Γαλλία, ανατρέπεται ο Théophile Delcassé από τον Aristide Briand. Οι εχθρικές στρατιές απέχουν μερικά χιλιόμετρα από την Θεσσαλονίκη, ενώ ο Maurice Sarrail έχει μόνο 30-35 χιλιάδες άνδρες.
1)Η Διαμάχη της Αντάντ με την Ελλάδα (1915-1916)
Η ανάγκη δεν υπακούει στο νόμο και έτσι η Αντάντ διεμήνυσε στον Σκουλούδη ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αφοπλισμού των συμμαχικών στρατευμάτων θα θεωρείτο εχθρική ενέργεια.
Ωστόσο ο Κωνσταντίνος ήταν κατηγορηματικός στον Ντενί Κοσέν : δεν επροτίθετο επ’ ουδενί λόγω να αφοπλίσει κανένα συμμαχικό στρατό. Η επίσημη ανακοίνωση ήταν για τους τύπους. Η κατάσταση των συμμάχων ήταν οδυνηρή, όπως είχε προβλέψει η ελληνική πλευρά, και η στρατιωτική ιδιοφυία του Ιωάννου Μεταξά.
Νέα διακοίνωση της Αντάντ στις 22 Νοεμβρίου αποκαθιστά τα πράγματα, δεχόμενοι την ελληνική ουδετερότητα, αλλά απαιτούν απόλυτη ελευθερία κινήσεως στα ελληνικά εδάφη για διάσωση των στρατευμάτων τους στην Μακεδονία.
Οι στιγμές είναι κρίσιμες. Ο Κωνσταντίνος , όμως, ήρθη στο ύψος των περιστάσεων και κάνει αποδεκτή την διακοίνωση (24 Νοεμ). Τα ανταντικά στρατεύματα ωστόσο βρίσκονται σε δεινότατη θέση. Επανέρχονται και ζητούν από τον Κωνσταντίνο να κλείσει τα σύνορα στις αντίπαλες στρατιές μόλις περάσουν τα στρατεύματα τους (!!) για τόσο χρόνο όσο αυτά χρειάζονται να αναδιοργανωθούν.
Τώρα οι Γερμανοί πιέζουν αφόρητα για εισβολή στο ελληνικό έδαφος. Ακολουθεί ανταλλαγή επιστολών εκατέρωθεν, άξονας των οποίων α) ήταν η διασφάλισις εγγυήσεων και «ενέχυρων» από την γερμανική πλευρά ότι με κανένα τρόπο δεν θα αποκτήσει η Βουλγαρία οποιοδήποτε έρεισμά ηθικό ή άλλο κατά την διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων από την Μακεδονία, β) ότι μετά την λήξη των επικείμενων επιχειρήσεων θα αποκατασταθεί η ελληνική επικράτεια και γ) ότι θα υπάρξουν αποζημιώσεις.
Στο μεταξύ οι Ανταντικοί καταλαμβάνουν την Κέρκυρα στην ουσία για να σώσουν τα εναπομείναντα σερβικά στρατεύματα προβαίνοντας σε συμβολικές πράξεις που καταργούσαν την ελληνική ουδετερότητα. Ταυτοχρόνως εμμέσως πλην σαφώς θέτουν θέμα καθεστωτικό στην Ελλάδα (διακοίνωση 14ης Ιαν), προκρίνοντας στην ουσία την λύση του έκπτωτου Βενιζέλου, κάτι που συνέπεσε με ανάλογες ιδιαίτερα άκομψες ενέργειες του Στρατηγού Maurice Sarrail στην Θεσσαλονίκη.
2)Το Πραξικόπημα της Θεσσαλονίκης – Ο Διχασμός
Ο Βενιζέλος κατηγορούσε ανοιχτά πλέον τα Ανάκτορα για φιλογερμανισμό και συμβούλευε την Αντάντ να υιοθετήσει μεθόδους ήπιας ανατροπής του Μονάρχη. Η ευκαιρία δόθηκε με την άδεια που έδωσε η ελληνική ηγεσία στα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα να καταλάβουν το Ρούπελ και άλλα εδάφη της Αν.Μακεδονίας. Από τακτικής πλευράς (της ουδετερότητας) ωστόσο η κίνηση αυτή ήταν η ενδεικνυόμενη αφού παρόμοια άδεια είχε δοθεί και στους ανταντικούς για την Θεσσαλονίκη και την Δυτική Μακεδονία. Από ηθικής πλευράς όμως ήταν ένα τεράστιο σφάλμα. Περιοχές που είχαν ήδη πληρώσει μεγάλο φόρο αίματος κατά την προηγούμενη βουλγαρική κατοχή ξαναπερνούν στα ίδια χέρια. Ακόμα και οι υποστηρικτές των Ανακτόρων μούδιασαν. Όμως πρέπει να τονισθεί ότι ο Maurice Sarrail είχε ήδη από τις διαταγές του 150.000 στρατό και θα μπορούσε άνετα να καταλάβει πρώτος το Ρούπελ. Άφησε όμως τους αντιπάλους του να το πράξουν πρώτοι. Γιατί; Η πιθανότερη και πιο λογική απάντηση είναι για να αναλάβει την εξουσία ο Βενιζέλος και να «τελειώνει» η Αντάντ με τη «ενοχλητική» ελληνική ουδετερότητα. Ακόμα και η Ρωσία αντιμετώπιζε με δυσπιστία τις ενέργειες του Maurice Sarrail. Θεωρούσε πως είχε το βλέμμα του στραμμένο περισσότερο στην Αθήνα, παρά στην αντίπαλη Σόφια.
Η Αντάντ χρειαζόταν το μακεδονικό μέτωπο για τους στρατηγικούς λόγους που αναφέρθησαν παραπάνω. Επιπλέον από τακτικής άποψης με αυτό θα πλαγιοκοπούσε και θα δημιουργούσε αντιπερισπασμό στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες καθώς και στο δυτικό (Γαλλία) και στο ανατολικό (Ρωσία) μέτωπα η κατάσταση είχε σταθεροποιηθεί και οι πρώτες δεν ήταν πια σίγουρες για την τελική τους νίκη. Ένα νέο μέτωπο στα νώτα θα τους ήταν σοβαρό πρόβλημα.
Τελικώς μετά από τις ιταλικές κυρίως, αλλά και αγγλικές αντιρρήσεις η ανατροπή του βασιλιά δεν πραγματοποιείται, πέφτει όμως η κυβέρνηση Σκουλούδη και αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Ο τελευταίος ήταν μεν υπέρ της εξόδου στον πόλεμο, αλλά με την προϋπόθεση ότι η Αντάντ θα αντιμετώπιζε την Ελλάδα ως σύμμαχο, παραχωρώντας της εδάφη σε περίπτωση νίκης και όχι ως παρεία και υπηρέτη. Ήταν κρισιμότατη περίοδος που απαιτούσε την ομοφωνία των κομμάτων.
Η Αντάντ επένδυσε στον Βενιζέλο. Με τις εκλογές να πλησιάζουν (17 Σεπτ) οι Αγγλογάλλοι προσπάθησαν να τηρήσουν τα προσχήματα. Αλλά τα συμφέροντα των συμμάχων ήταν ταυτόσημα με τα συμφέροντα του Βενιζέλου, επομένως επιβαλλόταν να τον υποστηρίξουν δραστήρια αλλά με διακριτικότητα. Η Αθήνα πλέον τρέμει συθέμελα από τον φανατισμό και τις διαδηλώσεις των δύο παρατάξεων.
Μάταια ο βασιλιάς προσπαθούσε να πείσει με την αποστολή των αδελφών του πριγκήπων στην Ευρώπη, Νικολάου και Ανδρέα για τα φιλοανταντικά του αισθήματα, και ότι το μόνο που ήθελε ήταν να πολεμήσει μαζί τους με την προϋπόθεση να εξασφαλίσει την ελληνική εδαφική ακεραιότητα. Η απόφαση της Αντάντ είχε παρθεί για την ανατροπή του και την προώθηση του Βενιζέλου στην εξουσία.
Ήδη οι Βούλγαροι προήλαυναν στην Αν. Μακεδονία, ενώ η Ρουμανία βγήκε στον πόλεμο (26 Αυγ) αργά, κυρίως λόγω των συνεχών «παιδικών» υπαναχωρήσεων του τσάρου που αναλόγως την κατάσταση του μετώπου του, νίκες ή ήττες, πρόκρινε την συμμαχία ή όχι της Ρουμανίας. Η τελευταία για να βγεί στον πόλεμο απεκόμισε υποσχέσεις για σημαντικά εδαφικά οφέλη. Ωστόσο τα πράγματα για τους Ρουμάνους ήταν δύσκολα. Οι Βούλγαροι τους χτυπούν από το νότο και οι Ρώσοι σταματούν την επίθεσή τους στους Γερμανοαυστριακούς. Η διατυμπανισθείσα, ως όρος για την ρουμανική έξοδο στον πόλεμο, βοήθεια του Σαράϊγ δεν ήρθε ποτέ. Ο τελευταίος δυστυχώς είχε το βλέμμα του στην «εχθρική» Αθήνα λόγω και των βενιζελικών παρορμητικών παροτρύνσεων. Γι’ αυτό Άγγλος υπουργός σχολίασε ότι ο Maurice Sarrail ήταν εξίσου ουδέτερος όπως ο Κων/νος. Στις 31 Αυγούστου στασιάζει η ΧΙ Μεραρχία Πεζικού του Σχή Ζυμβρακάκη κατά του βασιλιά. Κίνηση θνησιγενής εάν δεν λάμβανε την βοήθεια του Σαράϊγ.
Στο μεταξύ οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν την Καβάλα, την πόλη που για τρία χρόνια οι συνθήκες την είχαν αναγάγει σε σύμβολο της εθνικής ακεραιότητος. Τώρα πια ο Βενιζέλος ήταν αυτός που κατηγορούσε τον Κων/νο ότι την απαρνείτο. Τι ειρωνία..
Ο Ζαϊμης μέσα σ’ αυτήν την θύελλα παραιτείται. Οι εκλογές της 21ης Ιουνίου που οι ίδιοι οι σύμμαχοι της Αντάντ είχαν απαιτήσει μαζί με την αποστρατεία του ελληνικού στρατού, απαγορεύονται απ’ τους ιδίους αφού συνειδητοποιούν ότι δεν θα τις κερδίσει ο Βενιζέλος. Η προσωρινή κυβέρνηση Καλογεροπούλου μπαίνει σε καραντίνα από τα ανταντικά στρατεύματα που καταλαμβάνουν την Αθήνα!! Ο Κων/νος όμως έχει ήδη πείσει τους Ρώσους για την ειλικρίνειά του και θέτει θέμα Αν. Ρωμυλίας, Β. Ηπείρου, Δωδεκανήσων ως ανταλλάγματα για την ελληνική έξοδο στον πόλεμο. Σαν απάντηση παίρνει αόριστες γαλλικές υποσχέσεις.
Ταυτόχρονα η Ρουμανία είχε έρθει σε δεινότατη θέση. Ο Βενιζέλος πραγματοποιεί το αναμενόμενο. Με τους φιλοβασιλικούς αξκούς Δαγκλή και Κουντουριώτη, επιβιβάζονται στο πλοίο “Εσπερία„ και αποπλέουν για Θεσ/νίκη, όπου οργανώνουν το κίνημα της “Εθνικής Αμύνης„. Ο βασιλιάς μουδιάζει. Τους ακολουθεί ο Ν. Πολίτης (γεν. δντής πολιτικών υποθέσεων του ΥΠΕΞ) ως υπουργός εξωτερικών της νέας βενιζελικής κύβερνήσεως. Ο Βενιζέλος ζητά de jure αναγνώριση της κυβερνήσεώς του απ’ την Αντάντ η οποία προς μεγάλη απογοήτευσή του την ανάγνώρισε de facto. Ο διχασμός της Ελλάδος ολοκληρώθηκε, χωρίζοντας την χώρα σε δύο κομμάτια. Οι σύμμαχοι της Αντάντ πλην των Γάλλων δεν συμφωνούσαν μ’αυτήν την πόλωση αφού ήθελαν ολόκληρη την Ελλάδα στο πλευρό τους, και κυρίως χωρίς ανταλλάγματα, αφού ακόμα και τώρα υπολόγιζαν ν’αποσπάσουν την Βουλγαρία απ΄την Κεντρική ένωση (!!) δεδομένου ότι η νίκη πλέον της τελευταίας διακυβεύονταν και δεν είχαν απόλυτη ανάγκη την Ελλάδα.
Το «κράτος των Αθηνών» ήταν σε στρατιωτικό αποκλεισμό και το φάσμα της πείνας απλώθηκε σ’αυτό. Παρόλα αυτά ο Κωνσταντίνος διέθεσε όλο τον οπλισμό του προσκείμενου σ’αυτόν στρατού, στους ανταντικούς με την προϋπόθεση να μείνει η συμφωνία απόρρητη, ώστε να μην υπάρξουν γερμανικά αντίποινα (συναντήσεις 22ας και 24ης Οκτ. με τον Γάλλο βουλευτή και εισηγητή σε θέματα πολεμικού προϋπολογισμού Paul Louis Théodore Bénazet). Η Αντάντ πείσθηκε ότι πλέον ήταν στα χέρια του Βενιζέλου η συμφιλίωση. Ο Paul Louis Théodore Bénazet αν και έλαβε την υπόσχεση από τον Βενιζέλο ότι δεν θα εκινείτο κατά φιλοβασιλικών Μονάδων, δυστυχώς αυτό δεν επετεύχθη με αποτέλεσμα να έχουμε εμφύλια σύγκρουση στην Αικατερίνη και να καταργηθεί εκ των πραγμάτων η εθνοσωτήρια συμφωνία.
Η Γαλλία με την συμφωνία Paul Louis Théodore Bénazet θα ασκούσε πλέον πρωτεύοντα ρόλο στα ελληνικά πράγματα και αυτό η Αγγλία δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Γι’αυτό «πέταξαν» στα σκουπίδια την μεσολάβηση Paul Louis Théodore Bénazet και υιοθέτησαν πλήρως την πολιτική Βενιζέλου παρασύροντας μοιραία και όλη την Αντάντ σε μία πολιτική ξέφρενης πλειοδοσίας προς τον τελευταίο.
Σημειώθησαν μεμονωμένες μάχες στην Αθήνα μεταξύ εισβαλλόντων αντατικών στρατευμάτων και φιλοβασιλικών στρατιωτικών Μονάδων και λαού.Τ’ ανάκτορα βομβαρδίζονται.
Στις 24 Νοεμβρίου η κυβέρνηση εθνικής αμύνης κυρήσσει επίσημα τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Η Ρουμανία όμως έχει συντριβεί. Ο αποκλεισμός των Αθηνών συνεχίσθηκε και μόνοι οι Αγγλογάλλοι αποφασίζουν να εκθρονίσουν τον Κωνσταντίνο. Συνάντησαν όμως την κάθετη άρνηση των άλλων συμμάχων τους (Ιταλίας, Ρωσίας) αλλά και των ΗΠΑ (σύμμαχοι από 2 Απρ.) και υπαναχώρησαν. Τελικά ο Κωνσταντίνος εκθρονίζεται και στέφεται Βασιλιάς ο δευτερότοκος γιός του Αλέξανδρος.
Η νίκη στέφει τα ελληνικά όπλα στη Μακεδονία (μάχη Σκρα), η Κεντρική Ένωση ηττάται και η λήξη του πολέμου (συνθήκη Σεβρών 10 Αυγ 1920), βρίσκει την Ελλάδα να κατέχει τις περιοχές της Σμύρνης και Αν. Θράκης, ενώ τα στενά με την Κωνσταντινούπολη βρίσκονται σε διεθνή ζώνη υπό συμμαχική κυριαρχία. Όνειρα αιώνων γίνονται πραγματικότητα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η περίοδος αυτή αν και έχει την δική της δυναμική δεν μπορεί να απομονωθεί από το β’ μισό του 19ου αιώ. στο οποίο έχει τις ρίζες της. Ιδιαίτερα τα γεγονότα που προκάλεσαν τον νικηφόρο για τον ελληνισμό Μακεδονικό Αγώνα αλλά και οι κρητικές επαναστάσεις, απετέλεσαν στην ουσία, τους καταλύτες και θριαλίδες των Β.Π. Οι τελευταίοι ήταν ορόσημο για τους Χριστιανούς της Χερσονήσου του Αίμου, διότι η απελευθέρωση των απ’αιώνων σκλαβωμένων εδαφών τους ήταν απόρροια της αυξημένης στρατιωτικής τους ισχύος, η οποία και τους προσέδωσε μία αυξημένη πολιτική αυτονομία έναντι των Μ. δυνάμεων.
Επιπλέον αυτοί οι πόλεμοι παγίωσαν και «χρωμάτισαν» και για τις επόμενες χρονικές περιόδους τις ελληνοτουρκικές, ελληνοβουλγαρικές και κατ’ επέκταση τις σχέσεις μεταξύ των κρατών της Χερσονήσου.
Το κίνημα στου Γουδή που είχε προηγηθεί των παραπάνω, βρήκε προϊόντος του χρόνου, τον πολιτικό του εκφραστή στο πρόσωπο του Βενιζέλου, ο οποίος μαζί με τον Κων/νο ήταν οι συνδημιουργοί της νέας (μεγαλύτερης) Ελλάδας. Άλλωστε το ίδιο καθαυτό το κίνημα εξέφραζε τους μόχθους και διακαείς πόθους του ελληνικού λαού, των ελευθέρων αλλά και σκλαβωμένων περιοχών, για εκρίζωση της μίζερης πολιτικής της “αψόγου στάσεως„ έναντι κυρίως των Μ. Δυνάμεων αλλά και των επιβουλέων γειτόνων. Έχει περάσει μέχρι σήμερα στην λαϊκή συνείδηση, αλλά και στην παγκόσμια βιβλιογραφία σαν το πιο επιτυχημένο στρατιωτικό κίνημα που ΑΝΑΙΜΑΚΤΑ πέτυχε απολύτως τους στόχους του, ικανοποιώντας τα εθνικά μας οράματα. Υπήρξε ο προάγγελος των θριάμβων των βαλκανικών πολέμων και οδήγησε στην ουσιαστική αξιοποίηση των θυσιών του έπους του Μακεδονικού Αγώνος.
Έτσι οι παραμονές του Α’ΠΠ βρίσκουν την Ελλάδα διπλάσια σ’ έκταση και στρατιωτικά ρωμαλέα, ευρισκόμενη όμως μεταξύ δύο αντιπάλων μεγαθηρίων, η αντιπαλότητα των οποίων διακύβευε τα προηγούμενα κέρδη αλλά και την ίδια της την επιβίωση ως έθνους.
Η Αντάντ θα είχε αποκομίσει πολλά οφέλη, αν είχε εξασφαλίσει ειλικρινά και άψογα την συμπαράσταση μιας Ελλάδας ενωμένης, ενθουσιώδους και αφοσιωμένης στην επιδίωξη της απελευθερώσεως αλυτρώτων εδαφών της η χώρα διέθετε απαράμιλλες δυνάμεις ικανές για επίτευξη λαμπρών κατορθωμάτων, όπως επιφυλάσσει πάντα η ιστορία σε όλες τις μεγάλες ηθικές δυνάμεις. Όμως όπως όλοι οι δυνατοί ανά τους αιώνες, έτσι και οι ανταντικοί υπάκουσαν στα συμφέροντά τους και όχι στο κοινό αίσθημα περί δικαίου. Χρησιμοποίησαν πολιτικές μεθόδους βασισμένες στο παζάρεμα και τις μηχανορραφίες. Χλεύαζαν την Μ. Ιδέα, επειδή την φοβούνταν. Προτιμούσαν να «παίζουν» με τις ελληνικές εμφύλιες διενέξεις, να τις υποδαυλίζουν και να τις συντηρούν. Επρόκειτο για ένα άθλιο παιχνίδι, από εκείνα στα οποία ο παίκτης πάντοτε χάνει.
Δεν ήταν εύκολη η ανατροπή ενός λαοφιλούς βασιλιά. Και κανένας άλλος Έλληνας βασιλιάς δεν υπήρξε τόσο δημοφιλής όσο ο στρατηλάτης – απελευθερωτής Κων/νος. Ξέχωρα από την μυστικοπαθή επιρροή του ονόματός του – άλλωστε η Κων/λις πλέον φάνταζε πολύ κοντά - οι Έλληνες είναι ένα έθνος παθιασμένο με την ελευθερία του. Προσκολήθηκαν στον βασιλιά τους με έκταση αφοσιώσεως, ανάλογη με το μέγεθος του κατατρεγμού του από τους ξένους. Ένας σοσιαλιστής Μακεδόνας βουλευτής έλεγε σε Γάλλο διπλωμάτη:“Η ταύτισις της Ελλάδος με τον Βενιζέλο είναι τεράστιο λάθος της Αντάντ. Ο ελληνικός λαός αντιπαθεί το δίλημμα της εκλογής μεταξύ του Βασιλιά του και του Βενιζέλου ενώ η Αντάντ τον εξαναγκάζει να επιλέξει. Μόνο που οι καρδιές δεν εξαναγκάζονται και όλα τα δεινά προέρχονται από αυτή την τακτική σας„. 18
Η Γερμανία αντιθέτως απεδείχθη ιδιαίτερα επιτήδεια στην μυστική διπλωματία: μην μπορώντας να προσεταιρισθεί την Ελλάδα, επεδίωκε την ουδετερότητά της, κρατώντας Τουρκία και Βουλγαρία σε αναμονή ώστε να παρουσιάζονται ουδέτερες. Έτσι η Ελλάδα βρισκόταν σε αμηχανία για το αν θα έπρεπε να εξέλθει ή όχι στον πόλεμο.
Παρά τα σοβαρά σφάλματα της Αντάντ, εξακολουθούσαν να είναι περίπου ομόφωνες οι συμπάθειες γι αυτήν. Δεν υπήρχε στην Αθήνα κυβέρνηση που θα έκανε πόλεμο κατά της Αντάντ. Το ότι δε πραγματοποιήθηκε το 1914 και 1915 η τυπική συμμαχία και η «εν όπλοις» συναδέλφωση, δεν ήταν ελληνικό σφάλμα. Η ευθύνη βάρυνε την Αντάντ που αντιτάχθηκε στις φιλοδοξίες του ελληνισμού. Ο βασιλιάς έφθασε στο έσχατο σημείο ν’ αρκεσθεί στην εγγύηση περί διατήρησης των ελληνικών συνόρων, αυτοαναιρούμενος, αλλά οι Σύμμαχοι απάντησαν με τον ακρωτηριασμό της Ελλάδας. Πως θα μπορούσε να συγκατατεθεί σ’ αυτό ο ανώτατος άρχων;
Στην ουσία η Αντάντ δεν είχε ανατολική πολιτική. Στήριζε απόλυτα την Βουλγαρία αντί να στηρίξει και να ενώσει απ’ την αρχή όλα τα συμπαθούντα αυτήν Κράτη: Ελλάδα – Σερβία – Ρουμανία. Αντί αυτού άφησε τα δύο τελευταία να καταρρεύσουν άδοξα. Υπό αυτό το πρίσμα, έπεσε στην παγίδα της Κεντρικής Ένωσης, άσχετα αν τελικά στο ελληνικό μέτωπο με πολύτιμο αρωγό τον ελληνικό στρατό, κατήγαγε αποφασιστική, για όλη την πορεία του πολέμου, νίκη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εντουάρ Ντριό: ‘Ελλάδα και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος’, Εκδόσεις Πελασγός Αθήνα 2000.
Κ. Σβολοπούλου: ‘Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική’, Εκδόσεις Σάκκουλα Θεσ/νίκη 1983.
Π. Παναγάκου ‘Συμβολή εις την Ιστορίαν της δεκαετίας 1912-22’, Αθήναι 1960.
Δ.Δ Σούλη (Τχη ΠΖ): «Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος κατά των Βουλγάρων 1913», Εκδόσεις Ν. Τυλπέρογλου, Αθήναι 1934.
Κρ. Πράïς (Ανταποκρ. ‘ Times ’): ‘Οι Βαλκανικοί Αγώνες, Εκδόσεις Εκάτη, Αθήναι1915.
Δ.Δ Σούλη (Ανχου ΠΖ): ‘Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13’, Τ.Γ’, ΣΣΕ, Αθήναι 1936.
ΥΠΕΞ Διπλωματικά έγγραφα 1913-17: ‘Ελληνοσερβική Συνθήκη Συμμαχίας-Εισβολή Γερμανοβουλγάρων εις Μακεδονίαν’, Αθήναι 1917.
Τυπογρ. Παρασκευά Αντώνη: ‘1913-16, Μεταξύ Παραμονών της Βαλκανικής Ειρήνης, Αθήνα 1916.
Ν. Ιβάνωφ (Αντγου): ‘Ο Βαλκανικός Πόλεμος’.
Αθάν. Κόκκορης (Ανχης ΠΒ): «Στρτκή Ιστορία, Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13» ΣΣΕ, Δνσις Σπουδών, Αθήνα 1956.
Σεργίου Α. Γκαλίστρα: ‘Εθνικοί Αγώνες 1909-1959’, Βιβλιοπ. Της ‘Εστίας, Αθήναι 1963.
Ν. Βλάχου: ‘Η αμφισβήτησις υπό των Βουλγάρων της προτεραιότητας της κατάλήψεως της Θεσ/νίκης υπό του Ελληνικού Στρατού εν έτει 1912’, (Ανάτυπον εκ του παραρτήματος των Ελληνικών, αρ. 4) Θεσ/νίκη 1953.
Al . Tsapman (Λγού, πολεμ. Ανταποκρ. Daily Telegraph ): Ο πόλεμος Ελλάδος και Βουλγαρίας, Αθήναι (Δεκ. 1913-Ιαν 1914), Μεταφρ. Θεοδωροπούλου.
Βικτ. Δούσμανη: ‘Ο συμμαχικός Πόλεμος κατά των Βουλγάρων’, Εκδ. Τμ. ΑΕΒΕ Π.Γ. Μακρής και Σία, Αθήναι Μάιος 1927.
Τύποις Π.Δ. Σακελαρίου: ‘Αι Βουλγαρικαί Ωμότητες εν τη Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 1912-13’, Αθήναι 1914.
1 Εντουάρ Ντριό: Ελλάδα και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εκδόσεις Πελασγός , Αθήνα 2000, 33
2 Εντουάρ Ντριό: Ελλάδα και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εκδόσεις Πελασγός , Αθήνα 2000, 36
3 Εντουάρ Ντριό: Ελλάδα και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εκδόσεις Πελασγός , Αθήνα 2000, 40
4 Εντουάρ Ντριό: Ελλάδα και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εκδόσεις Πελασγός , Αθήνα 2000, 42
5 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 42
6 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 43
7 Στο ίδιο, 49
8 Στο ίδιο, 49
9 Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, ό.π., 13-19, 29-38, 197-201: Με τον ορισμό αυτό είναι γνωστά τα επεισόδια που έλαβαν χώρα 05-08 Νοε. 1901 και 01-16 Νοε. 1903 αντιστοίχως με προεξάρχοντες τους φοιτητές των Ιατρικής, Νομικής, Φιλοσοφικής και Θεολογικής Σχολών. Τα «Ευαγγελικά» προκλήθηκαν από την «χυδαία» μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην Δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη Έλληνα της Αγγλίας, μεταφραστή στον εμπορικό οίκο των Αφων Ράλλη και αδελφό του Υπασπιστή του Βασιλικού Πρίγκηπα, και δευτερευόντως από την ρωσίδα στην καταγωγή βασίλισσα Όλγα, ενώ τα «Ορεστειακά» από την μετάφραση σε μετριοπαθή καθαρεύουσα της τραγωδίας του Αισχύλου «Ορέστεια».
10 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 66
11 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 97
12 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 121
13 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 144
14 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 147-148
15 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 156
16 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 156
17 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 188-189
18 Εντουάρ Ντριό, ό.π., 221-222
Η Μάχη του Σκρα θεωρείται μία από τις σημαντικότερες νικηφόρες μάχες του Ελληνικού στρατού στην διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού η πολύ καλή οχύρωση των Βουλγάρων, που υποστηριζόταν με πολυάριθμο πυροβολικό, θεωρούνταν απρόσβλητη. Το ότι επετεύχθη μετά την αποτυχία ένα χρόνο νωρίτερα, τον Μάρτιο του 1917, της 122ης Γαλλικής Μεραρχίας να εξουδετερώσει την οχύρωση εξέπληξε τις συμμαχικές δυνάμεις και παράλληλα ενέπνευσε τον Ελληνικό στρατό για νέες νίκες!
|
Ο χάρτης της μάχης |
|
Ο στρατηγός Ζυμβρακάκης με το Επιτελείο του |
Οι Βούλγαροι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν οργανωθεί αμυντικά στην ομώνυμη περιοχή του Σκρα στον νομό Κιλκίς και από εκεί παρενοχλούσαν τα συμμαχικά στρατεύματα, ιδίως στα δυτικά του Αξιού ποταμού. Έτσι ο Γάλλος επικεφαλής των συμμαχικών δυνάμεων, αρχιστράτηγος Γκυγιώμα, αποφάσισε την κατάληψη της περιοχής από μονάδες του Ελληνικού Σώματος Στρατού Εθνικής Αμύνης. Διοικητής ήταν ο αντιστράτηγος Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης και η επίθεση διεξάχθηκε από πέντε συντάγματα πεζικού. Το 5ο και το 6ο της Μεραρχίας Αρχιπελάγους (υπό τον υποστράτηγο Ιωάννου), πλαισιωμένα δεξιά από το 7ο και 8ο της Μεραρχίας της Κρήτης (υπό τον υποστράτηγο Σπηλιάδη) και αριστερά από το 1ο σύνταγμα της Μεραρχίας των Σερρών (υπό τον υποστράτηγο Επαμ. Ζυμβρακάκη). Οι 14.546 μαχητές πεζικού υποστηρίζονταν από 287 βαρέα και ελαφρά πυροβόλα. Οι Βούλγαροι διέθεταν επίσης πέντε συντάγματα πεζικού υποστηριζόμενα από ισχυρό βαρύ και ελαφρό πυροβολικό.
Η μάχη
|
Έλληνες στρατιώτες συνοδεύουν Βούλγαρους αιχμαλώτους |
Στις 16 Μαΐου/29 Μαΐου του 1918 (παλαιό/νέο ημερολόγιο) και από τις 5 το πρωί άρχισε η προπαρασκευή του Ελληνικού πυροβολικού για την καταστροφή των εχθρικών αμυντικών εγκαταστάσεων, ενώ τα συντάγματα που ήταν έτοιμα για την επίθεση εξόρμησαν το πρωί της επομένης (17 Μαΐου) καλυπτόμενα από κινητό φραγμό του πυροβολικού. Η Βουλγαρική αντίδραση ήταν ισχυρή, όμως η ορμή του Ελληνικού στρατού ήταν τόση, που στις 06.30 το Σκρα είχε καταληφθεί!
Οι Βούλγαροι υπερασπίσθηκαν με πείσμα τις θέσεις τους και το απόγευμα της 17ης Μαΐου επεχείρησαν λυσσώδεις αντεπιθέσεις. Όλες όμως αποκρούσθηκαν!
Οι απώλειες υπήρξαν βαρύτατες. Ο συνολικός αριθμός των απωλειών του Ελληνικού στρατού ήταν: Νεκροί: 29 αξιωματικοί και 412 οπλίτες. Τραυματίες: 69 αξιωματικοί και 2.135 οπλίτες.
Οι Ελληνικές μεραρχίες αιχμαλώτισαν 2.045 Βουλγάρους, ενώ είχαν ως λάφυρα 32 πυροβόλα και 12 βομβιδοβόλα χαρακωμάτων του εχθρού.
|
Λάφυρο του Ελληνικού Στρατού |
Αποτέλεσμα
Η «Νίκη του Σκρα», όπως αναφέρεται στην Ελληνική στρατιωτική ιστορία, εξέπληξε συμμάχους και εχθρούς. Κανείς τουλάχιστον από τους συμμάχους δεν περίμενε να δει να διασπάται μια τέτοια οχύρωση μήκους 12 χλμ. και βάθους 1-2 χλμ. Η μάχη του Σκρα θεωρήθηκε ισχυρότατο πλήγμα για τους Βουλγάρους και μέγα κατόρθωμα του Ελληνικού στρατού. Συγκεκριμένα ο Αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στρατηγός Γκυγιωμά χαρακτήρισε το Ελληνικό πεζικό ως «πεζικό απαράμιλλης ανδρείας και έξοχης ορμητικότητας».
Πηγή: Περί Πάτρης
Έτσι ονομάστηκαν τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1916 στην Ελλάδα και αφορούσαν μια πολιτική διένεξη σχετικά με την ουδετερότητα της Ελλάδας κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, που οδήγησε σε στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ της Ελληνικής κυβέρνησης και των ΑγγλοΓαλλικών δυνάμεων.
Η ουδετερότητα της Ελλάδας είχε δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις των δύο πλευρών από την αρχή του πολέμου...
Η χωρίς διαπραγμάτευση παράδοση του Οχυρού Ρούπελ τον Μάιο του 1916 από τους Έλληνες στις δυνάμεις της Γερμανίας και Βουλγαρίας, ήταν η αφορμή που οδήγησε στα Νοεμβριανά, καθώς οι ΑγγλοΓάλλοι υποπτεύθηκαν πιθανή μυστική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των αντιπάλων τους, κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο τις δυνάμεις τους στη Μακεδονία.
Και οι δύο πλευρές προχώρησαν σε έντονες διπλωματικές διαπραγματεύσεις, ο Βασιλιάς Κωσταντίνος υποστήριζε την ουδετερότητα της Ελλάδας ενώ οι σύμμαχοι ήθελαν τη κινητοποίηση του Ελληνικού στρατού και την παράδοση πολεμικού υλικού ισοδύναμη με αυτή που παραδόθηκε στο Οχυρό Ρούπελ, ως εγγύηση της ουδετερότητας της χώρας.
Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν και αυτό οδήγησε σε πραξικόπημα από τους στρατιωτικούς του Βενιζέλου εναντίον του βασιλικού καθεστώτος στη Θεσσαλονίκη. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ο οποίος υποστήριζε ανέκαθεν τους συμμάχους, ίδρυσε ξεχωριστή κυβέρνηση στη Βόρεια Ελλάδα και οργάνωσε στρατό για την απελευθέρωση των περιοχών που είχαν καταλάβει οι δυνάμεις της Βουλγαρίας Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν έντονες διαμαρτυρίες ενάντια στους συμμάχους στην Αθήνα από τους υποστηρικτές του Βασιλιά.
Την 1 Δεκεμβρίου 1916, οι σύμμαχοι θέλοντας να ελέγξουν τη κατάσταση συγκέντρωσαν μικρή στρατιωτική δύναμη έξω από την Αθήνα, η οποία συνάντησε οργανωμένη αντίσταση και τελικά αναγκάστηκε να απομακρυνθεί.
Την επόμενη μέρα και για τρεις συνεχόμενες ημέρες, υποστηρικτές του Βασιλιά εξεγέρθηκαν εναντίον των υποστηρικτών του Βενιζέλου, φέρνοντας πιο κοντά αυτό που αργότερα ονομάστηκε Εθνικός Διχασμός.
Τα γεγονότα αυτά, αν και διαδραματίστηκαν τον Δεκέμβριο, έγιναν γνωστά ως Νοεμβριανά καθώς το χρονικό διάστημα αυτό άνηκε στον μήνα Νοέμβριο σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο Μετά από αυτά τα γεγονότα, οι σύμμαχοι αποφάσισαν να απομακρύνουν τον Βασιλιά Κωσταντίνο από την εξουσία, αποκλείοντας με το ναυτικό τους περιοχές που υποστηρίζονταν από τον βασιλιά, ο οποίος τελικά παραιτήθηκε του αξιώματός του στις 15 Ιουνίου 1917.
Οι Έλληνες ενώθηκαν κάτω από τη ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου και συμμετείχαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων. Η είσοδος των Ελλήνων στον πόλεμο, δημιούργησε αριθμητικό πλεονέκτημα στο Μακεδονικό μέτωπο και οι σύμμαχοι τελικά κατάφεραν να απομακρύνουν τις ΓερμανοΒουλγαρικές δυνάμεις από τα Βαλκάνια.
Πηγή: Αριστοφάνης
Σελίδα 3 από 3
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...