Γερ. Γ. Γερολυμάτος: «Η μάχη του Καματερού», 2001 Τέμπερες σε χαρτόνι
Παρ’ όλες τίς επιτυχίες τού Καραϊσκάκη στήν Ανατολική Στερεά καί τήν αποκοπή τού Κιουταχή από τίς βάσεις ανεφοδιασμού του στή Θεσσαλία, ο σερασκέρης συνέχιζε πεισματικά τήν πολιορκία τής Ακροπόλεως. Η πτώση τού κάστρου τής Αθήνας ήταν η μόνη του επιδίωξη. Αυτό άλλωστε ζητούσε επιτακτικά καί ο ίδιος ο σουλτάνος διότι έτσι θά μπορούσε νά αφοπλίσει διπλωματικά τούς ξένους πρέσβεις, πού πίεζαν γιά αυτονομία τής Ελλάδος.
Η θέση τών πολιορκημένων γινόταν ολοένα καί χειρότερη καί οι αρχηγοί τους δέν σταματούσαν νά ζητούν ενισχύσεις από τήν κυβέρνηση. Οι αρρώστιες θέριζαν καί οι συνεχείς κανονιοβολισμοί προκαλούσαν τραυματισμούς καί θανάτους.
Δέν υπήρχαν γιατροί, ενώ υπήρχε έλλειψη στά πολεμοφόδια καί τά τρόφιμα, αλλά ακόμα καί στά ξύλα, τά οποία χρειάζονταν γιά νά μαγειρέψουν τήν τροφή τους καί νά ζεστάνουν τούς αρρώστους. Τά μνημεία τής κλασσικής Αθήνας υπέστησαν τρομερές καταστροφές, αλλά οι κολώνες τού Παρθενώνα συνέχιζαν νά στέκουν όρθιες σέ πείσμα τών βαρβάρων πού τίς κανονιοβολούσαν.
Στό στρατόπεδο τής Ελευσίνας υπήρχε μόνο μία μικρή ελληνική δύναμη 1000 ανδρών, πού τή διοικούσε ο Βάσος Μαυροβουνιώτης καί η οποία δέν μπορούσε νά βλάψει τόν πολυάριθμο στρατό τού Κιουταχή. Στά τέλη Δεκεμβρίου 1826 έφθασαν ενισχύσεις μέ επικεφαλής τόν συνταγματάρχη τού γαλλικού στρατού Διονύσιο Βούρβαχη. Ο Βούρβαχης ήταν γεννημένος στήν Κεφαλλονιά, όπου είχε καταφθάσει ο πατέρας του από τά Σφακιά, κυνηγημένος από τούς Τούρκους. Είχε διακριθεί στούς ναπολεόντειους πολέμους καί είχε ακολουθήσει τόν Ναπολέοντα ακόμα καί στήν εκστρατεία του στήν Ισπανία. Ο συγγενής του Ανδρέας Μεταξάς ήταν αυτός πού τού ζήτησε νά εγκαταλείψει τή Γαλλία καί νά έρθει νά βοηθήσει τόν ελληνικό αγώνα. Έτσι ο Βούρβαχης συγκέντρωσε χρήματα από τό γαλλικό κομιτάτο καθώς καί από τόν Βαυαρό βασιλιά καί συγκρότησε ένα σώμα 800 ανδρών τό οποίο έθεσε κάτω από τίς διαταγές τής κυβέρνησης.
Η νοοτροπία όμως τών ευρωπαϊκών πολέμων διέφερε πολύ από τήν αντίστοιχη τής ελληνικής επανάστασης. Οι Έλληνες άτακτοι ήταν απείθαρχοι, η τροφή τους ήταν ανεπαρκής, ο ρουχισμός τους άθλιος καί επιζητούσαν μέ τή λαφυραγώγηση νά προμηθευτούν τά αναγκαία, αφού γνώριζαν ότι οι οικογένειές τους λιμοκτονούσαν.
Επιπλέον, οι αξιωματικοί πού προέρχονταν από τίς ξένες πολεμικές σχολές απαιτούσαν τυφλή υπακοή τών διαταγών τους, αδιαφορούσαν γιά τόν αριθμό τών απωλειών καί ενδιαφέρονταν μόνο γιά τή νίκη καί τή δόξα. Όσοι ξένοι είχαν έρθει στήν Ελλάδα δέν αντιλαμβάνονταν τό γεγονός ότι οι Έλληνες ήταν πολύ λιγότεροι αριθμητικά από τόν ενωμένο μουσουλμανικό στρατό, πού είχε έρθει νά τούς πολεμήσει καί πολλοί από αυτούς ήταν αναντικατάστατοι.
Αντίθετα οι Έλληνες αρχηγοί (καπετάνιοι) δέν θυσίαζαν τούς στρατιώτες τους καί φρόντιζαν νά τούς οχυρώνουν σέ ισχυρές θέσεις (ταμπούρια). Απέφευγαν νά πολεμούν σέ πεδινά εδάφη, όπου τό οθωμανικό ιππικό ήταν ανίκητο καί γνώριζαν νά χειρίζονται μέ τόν δικό τους ξεχωριστό τρόπο τά ζητήματα τής ανυπακοής τών στρατιωτών τους.
Τόν Ιανουάριο τού 1827 έφθασαν στήν Ελευσίνα νέες ενισχύσεις 1200 ανδρών μέ αρχηγό τόν Παναγιώτη Νοταρά, ανεβάζοντας τόν συνολικό αριθμό τών Ελλήνων σέ 3000. Στήν Κούλουρη (Σαλαμίνα) υπήρχαν ακόμα 1000 στρατιώτες υπό τούς Ιωάννη Νοταρά, Μακρυγιάννη, Δημήτριο Καλλέργη, Ιωάννη Πέτα καί Χαράλαμπο Ιγγλέση. Τό γενικό πρόσταγμα αυτής τής δύναμης τό είχε ο Σκωτσέζος αξιωματικός Θωμάς Γκόρντον (Gordon Thomas), ο οποίος ενισχυόταν καί από μία μικρή ναυτική δύναμη δέκα πλοίων, στά οποία συμμετείχε η ατμοκίνητη «Καρτερία» μέ κυβερνήτη τόν Άστιγξ (Frank Abney Hastings) καί δύο ψαριανά μπρίκια μέ κυβερνήτες τούς Δημήτριο Παπανικολή καί Νικόλαο Γιαννίτση.
Οι Έλληνες αρχηγοί είχαν σχεδιάσει νά δημιουργήσουν μέ τή δύναμη τού Βούρβαχη καί τού Μαυροβουνιώτη αντιπερασπισμό στή Χασιά καί τό Μενίδι παρασύροντας εκεί τίς δυνάμεις τού Κιουταχή, έτσι ώστε νά μπορέσουν οι δυνάμεις τής Σαλαμίνας νά αποβιβαστούν στό Φάληρο. Πράγματι στίς 21 Ιανουαρίου 1827, τό στράτευμα τής Ελευσίνας επιτέθηκε στή Χασιά καί τό στράτευμα τής Σαλαμίνας αποβιβάστηκε στό Φάληρο, ενώ ταυτόχρονα τά ελληνικά πλοία βομβάρδιζαν τό μοναστήρι τού Αγίου Σπυρίδωνα στόν Πειραιά, όπου είχαν οχυρωθεί 500 Αλβανοί.
Ο Βούρβαχης έδωσε εντολή στούς Έλληνες τής Χασιάς νά μετακινηθούν πρός τό Καματερό. Η απόφαση αυτή βρήκε αντίθετους τούς Νοταρά καί Μαυροβουνιώτη, διότι τό Καματερό βρισκόταν σέ πεδινή θέση καί άρα ήταν ευάλωτο στίς επιθέσεις τού τουρκικού ιππικού. Ο Βούρβαχης, μέ τή γαλλική στρατιωτική νοοτροπία, επέμεινε στή μοιραία απόφασή του καί τό κακό δέν άργησε νά συμβεί. Στίς 27 Ιανουαρίου 1827, μόλις χάραξε, τουρκική δύναμη 2000 πεζών καί 600 ιππέων, υποστηριζόμενη από δύο πυροβόλα, κατέφθασε στήν πεδιάδα τού Καματερού καί επιτέθηκε στό σώμα τού Βούρβαχη πού βρισκόταν σέ προχωρημένη θέση χωρίς καμμία κάλυψη.
Ο γενναίος συνταγματάρχης προσπάθησε νά συγκρατήσει τήν ορμή τού εχθρικού ιππικού, αλλά δέν τά κατάφερε καί έπεσε νεκρός από τά κτυπήματα τών σπαθιών τών ντελήδων. Η μάχη έγινε σώμα μέ σώμα καί κατέληξε σέ συντριβή τών Ελλήνων, οι οποίοι άφησαν στό πεδίο τής μάχης 300 νεκρούς, μεταξύ τών οποίων ήταν ο Προκόπης Λέκκας, ο Αναγνώστης Κιουρκατιώτης καί τέσσερεις φιλέλληνες αξιωματικοί.
Ο Κιουταχής απέκοψε τό κεφάλι τού Βούρβαχη καί τών φιλελλήνων αξιωματικών καί αφού τά πάστωσε μέ αλάτι, τά έστειλε μέ δεκάδες άλλα κεφάλια στό παλάτι τού σουλτάνου, γιά νά δώσει έμφαση στή νίκη του, η οποία γινόταν εναντίον στρατού πού τόν διοικούσαν Ευρωπαίοι αξιωματικοί!
Στή συνέχεια ο πασάς επέστρεψε στά Πατήσια, όπου είχε στήσει τή βασιλική του σκηνή καί από εκεί έστειλε νέα μηνύματα στούς αρχηγούς τών πολιορκημένων Νικόλαο Κριεζώτη καί Στάθη Κατσικογιάννη, καλώντας τους νά παραδοθούν. Η απάντηση πού έλαβε ήταν αρνητική.
Πηγή: Αβέρωφ