Ανάμεσα στους δημοφιλέστερους αγίους των πρώιμων χριστιανικών χρόνων συγκαταλέγεται και ο τιμώμενος στις 17 Μαρτίου Άγιος Αλέξιος, ο οποίος διακρίθηκε για τη φιλόθεη βιοτή, τη βαθιά ευσέβεια και πίστη και την άκρα ταπείνωση, άσκηση και εγκράτεια. Η αφανής επίγειά του βιοτή, του εξασφάλισε κατά θεϊκή επιταγή τη θεόκλητη προσωνυμία «Ο Άνθρωπος του Θεού», αφού ο ίδιος ο Κύριος με τη φωνή Του τον αποκάλυψε, τον ονόμασε και τον υπέδειξε στον χριστιανικό λαό της Ρώμης.
Ο Άγιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη το 357 επί των ημερών του βασιλιά Κωνστάντιου. Ήταν ο μονογενής γιος του υψηλού αξιωματούχου Ευφημιανού, του πρώτου της Συγκλήτου, και της Αγλαΐδας, που καταγόταν από αριστοκρατικό γένος. Οι πλούσιοι και ευγενείς γονείς του διακατέχονταν από βαθιά χριστιανική πίστη και από φιλάνθρωπα χριστιανικά αισθήματα. Γι’ αυτό και το σπίτι τους είχε καταστεί το καταφύγιο των ορφανών, των χηρών και των πενήτων. Ο Αλέξιος ανατράφηκε με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως, αλλά του προσφέρθηκε πλουσιοπάροχα και κοσμική γνώση και σοφία.
Εκείνος όμως από μικρός άρχισε να ποθεί τα ουράνια αγαθά και σύντομα η ψυχή του άρχισε να πυρπολείται από θείο έρωτα. Γι’ αυτό και αφιερώθηκε εξ' ολοκλήρου στη μελέτη των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ενώ αποστρεφόταν κάθε τι το κοσμικό. Η επιθυμία όμως των γονέων του ήταν να δουν τον γιο τους άξιο και λαμπρό διάδοχο του πλούτου και της δύναμής τους. Η πιθανή αφιέρωση του γιου τους στον Θεό ήταν κάτι που δεν θα μπορούσαν να αποδεχθούν ποτέ. Γι’ αυτό και στην προσπάθεια της αποκατάστασης του Αλεξίου βρήκαν μία πανέμορφη κοπέλα με βασιλική καταγωγή, αλλά και με ένθεο ζήλο. Μόλις ο Αλέξιος έγινε δεκαέξι ετών, αποφασίστηκε ο πολυτελής γάμος του, ο οποίος τελέστηκε με κάθε λαμπρότητα.
Μετά το μυστήριο οι δύο σύζυγοι βρέθηκαν μόνοι τους και ο Αλέξιος έδωσε στη σύζυγό του το χρυσό δακτυλίδι και τη ζώνη του ως σύμβολα της κοινής αφοσιώσεώς τους στον Χριστό, αφού η μεν κοπέλα είχε συναισθανθεί τον κρυφό πόθο του Αλεξίου για άσκηση και κατά Χριστόν ζωή, ο δε Αλέξιος είχε καταλάβει τη συγκατάθεση της συζύγου του για τον θείο του έρωτα και τη φυγή του από τη Ρώμη. Μετά τη συνομιλία των δύο συζύγων ο Αλέξιος παρακάλεσε έναν παράνυμφο της συνοδείας του να τον συνοδεύσει μέχρι το λιμάνι της Ostia, που ήταν το επίνειο της Ρώμης. Έτσι μέσα στη νύχτα και ενώ η πόλη της Ρώμης διασκέδαζε ξέφρενα στο γαμήλιο γλέντι, ο Αλέξιος φτάνοντας στο λιμάνι ζήτησε από τον συνοδό του να τον αφήσει να κάνει έναν περίπατο. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο με προορισμό τη Συρία. Στο μεταξύ ο παράνυμφος άρχισε να αναζητά τον Αλέξιο και μόλις πληροφορήθηκε ότι επιβιβάστηκε σε πλοίο και έφυγε, ενημέρωσε τους γονείς του, οι οποίοι αναστατώθηκαν και πικράθηκαν. Μάλιστα ο πατέρας του, ο Ευφημιανός, άρχισε να αναζητά απεγνωσμένα το παιδί του, ενώ η σύζυγος του Αλεξίου παρέμεινε στο σπίτι του για να συμπαρασταθεί στην απελπισμένη πεθερά της.
Ο Αλέξιος έφτασε με το πλοίο στη Σελεύκεια και αφού έβγαλε τα πολυτελή ενδύματά του και μοίρασε στους φτωχούς τα υπάρχοντά του, άρχισε να περιέρχεται τη χώρα σαν ζητιάνος. Από τη Σελεύκεια έφτασε στην Έδεσσα της Συρίας και μάλιστα τη χρονιά της κοιμήσεως του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, δηλαδή το 373. Εκεί επιδόθηκε στην προσευχή και τη νηστεία και καθημερινά κατέφευγε στον ναό του Αγίου Αποστόλου Θωμά, ο οποίος κατέστη το κέντρο της κατά Χριστόν ζωής του. Ζούσε και κυκλοφορούσε σαν ζητιάνος και έμεινε αφανής και ξένος για όλους, ακόμη και για τους υπηρέτες του πατέρα του, οι οποίοι έφτασαν μέχρι την Έδεσσα αναζητώντας τον Αλέξιο χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, αφού δεν κατόρθωσαν να τον αναγνωρίσουν και μάλιστα του πρόσφεραν και την ελεημοσύνη τους ως ζητιάνος που ήταν. Στη Συρία ο άγιος έμεινε δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια.
Το 390 όμως αρρώστησε ξαφνικά και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο από έναν χριστιανό φίλο του, που σεβόταν τον Αλέξιο ως άγιο. Το γεγονός αυτό τον ανησύχησε, γιατί θα του στερούσε την ασκητική του ζωή και την ταπείνωσή του. Γι’ αυτό και εγκατέλειψε την Έδεσσα της Συρίας και επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό την Ταρσό της Κιλικίας για να συνεχίσει εκεί τον ασκητικό του αγώνα.
Αλλά η Πρόνοια του Θεού τον μετέφερε στην πατρίδα του, τη Ρώμη και το πλοίο προσάραξε στο λιμάνι της Ostia. Έτσι ο Αλέξιος επέστρεψε στον τόπο του, αλλά ξένος, άγνωστος και αφανής σε όλους. Προχώρησε προς την πατρική οικία, όταν ξαφνικά αντίκρισε από μακριά τον πρώτο άρχοντα της Συγκλήτου, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον πατέρα του. Ο Αλέξιος του ζήτησε να δείξει τη φιλανθρωπία του και να τον δεχθεί στο σπίτι του. Ο φιλάνθρωπος Ευφημιανός δέχθηκε να τον κρατήσει. Γι’ αυτό και διάλεξε έναν δούλο και έδωσε εντολή να του φτιάξει κρεβάτι και να του προσφέρει φαγητό απ’ αυτό που έτρωγε και ο ίδιος. Ο Αλέξιος είχε επιστρέψει στο σπίτι του, αλλά ξένος και φτωχός επαίτης, αφού κανείς δεν τον αναγνώριζε. Παράλληλα συνέχισε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο την αυστηρή ασκητική του ζωή και την αδιάλειπτη προσευχή του δεχόμενος καθημερινά τις ύβρεις, τις προσβολές και τα χτυπήματα από τους υπηρέτες του ίδιου του του σπιτιού. Κάποια ημέρα συναισθανόμενος το τέλος της επίγειας δράσης του, ζήτησε από τον δούλο, τον οποίο είχε ορίσει ο πατέρας του, χαρτί και γραφίδα για να εξιστορήσει την αφανή και άγνωστη σε όλους ζωή του. Μ’ αυτόν τον τρόπο ανεχώρησε για την αιωνιότητα έχοντας συμπληρώσει στο ακέραιο την πλήρη αφιέρωσή του στον Κύριο. Ήταν Παρασκευή 17 Μαρτίου του 407.
Ένα θαυμαστό όμως γεγονός έλαβε χώρα πριν την οσιακή κοίμηση του Αγίου Αλεξίου, το οποίο σηματοδότησε την εξ ουρανού αποκάλυψη της αγιότητός του. Το πρωί της Κυριακής 12 Μαρτίου του 407 και κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, στην οποία προεξήρχε ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ιννοκέντιος, μια ουράνια φωνή ακούστηκε από το Άγιο Θυσιαστήριο να λέει τα ακόλουθα:
› Ζητήσατε τον Άνθρωπο του Θεού για να ικετεύσει υπέρ της Ρώμης. Όταν θα φανεί η Παρασκευή, παραδίδει το πνεύμα του στον Θεό του.
Μετά από μία τέτοια τρομακτική θεϊκή αποκάλυψη άρχισαν όλοι απεγνωσμένα να αναζητούν τον Άνθρωπο του Θεού. Στην προσπάθεια αυτή οι χριστιανοί προσευχήθηκαν με κατάνυξη και ευλάβεια και τότε ο Θεός πρόσφερε την επιζητούμενη αποκάλυψη, που ήταν η αναζήτηση του Ανθρώπου του Θεού στο σπίτι του Ευφημιανού. Ο Ευφημιανός έμεινε άναυδος και τότε ο Αυτοκράτορας Ονώριος μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Ιννοκέντιο πήγαν στο σπίτι του. Ο διακονητής του Αλεξίου είπε στον Ευφημιανό ότι πιθανόν ο Άνθρωπος του Θεού να είναι εκείνος ο ρακένδυτος ζητιάνος, που έμενε στο σπίτι, γιατί είχε διακρίνει μεγάλη ευσέβεια και ταπείνωση στο πρόσωπό του. Τότε ο Ευφημιανός αναζήτησε τον φτωχό επαίτη του σπιτιού του, αλλά τον βρήκε να κοιμάται μέσα σε λάμψη ουρανίου φωτός και να κρατά στο χέρι του ένα σημείωμα, το οποίο δεν κατόρθωσε να αποσπάσει. Ερχόμενος ο Αρχιεπίσκοπος πήρε στα χέρια του το σημείωμα και μέσα από την ανάγνωσή του αποκαλύφθηκε όλο το μυστήριο και η πραγματική ταυτότητα του ξένου που ζούσε μέσα στο σπίτι. Η τρομακτική αποκάλυψη της αλήθειας προκάλεσε τον θρήνο, την απελπισία και την ψυχική συντριβή των γονέων του, ενώ εντελώς διαφορετική ήταν η αντίδραση της συζύγου του, αφού η ψυχή της είχε καταληφθεί από δέος και συγκίνηση.
Μετά το θαυμαστό αυτό γεγονός αναγγέλθηκε στη Ρώμη ότι βρέθηκε ο Άνθρωπος του Θεού και πλήθος κόσμου κατέβηκε στο κέντρο της πόλης για να ασπασθεί το ιερό σκήνωμα και να λάβει από αυτό ευλογία. Στη συνέχεια ο Αυτοκράτορας και ο Αρχιεπίσκοπος κατόρθωσαν να μεταφέρουν ανάμεσα σε χιλιάδες χριστιανούς το χαριτὀβρυτο ιερό λείψανο στον ναό του Αγίου Βονιφατίου, το οποίο και ενταφίασαν σε περίτεχνο μνημείο εντός του ναού, ο οποίος αργότερα μετονομάσθηκε σε ναό των Αγίων Βονιφατίου και Αλεξίου. Αργότερα η τιμία κάρα και μέρος των ιερών του λειψάνων μεταφέρθηκαν από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1398 η χαριτόβρυτη τιμία κάρα του Αγίου Αλεξίου δωρήθηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο στην ιστορική Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα ως πολύτιμος θησαυρός και ως αέναος πηγή θαυματουργικών ιάσεων. Ο Άγιος Αλέξιος τιμάται ως πολιούχος και προστάτης άγιος των Καλαβρύτων. Την παραμονή της εορτής του Αγίου πλήθος πιστών από ολόκληρη την Αχαΐα προσέρχεται στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας για να παρακολουθήσει με ευλάβεια την ολονύκτιο αγρυπνία προς τιμήν του Αγίου. Την κυριώνυμο ημέρα της εορτής η τιμία κάρα μεταφέρεται στην κωμόπολη των Καλαβρύτων, όπου κλήρος και λαός την υποδέχεται με επισημότητα. Στη συνέχεια η πομπή κατευθύνεται στον Μητροπολιτικό Ναό των Καλαβρύτων, όπου τελείται η Θεία Λειτουργία. Ο Άγιος Αλέξιος τιμάται επίσης στην Πάτρα, όπου η Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας διατηρεί εδώ και πολλά χρόνια μετόχιο με περικαλλή ιερό ναό επ’ ονόματι του Αγίου, αλλά και στο Αίγιο, όπου στην περιοχή Σταφιδάλωνα έχει ανεγερθεί ενοριακός ναός αφιερωμένος στη μνήμη του. Ναοί προς τιμήν του Αγίου Αλεξίου υπάρχουν επίσης στα χωριά Κλεισορεύματα Αιτωλοακαρνανίας, Γεωργίτσιο Λακωνίας και Λειβαδίτσα Πέλλης, στη Χίο, στην Πάτμο και στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα Αρκαδίας.
Η ολόθερμη ευχή όλων μας είναι ο Άγιος Αλέξιος, ο οποίος έλαβε εκ του ουρανού την προσωνυμία «Ο Άνθρωπος του Θεού» να καταστεί πνευματικός οδοδείκτης και καθοδηγητής στην πορεία μας για την εν Χριστώ ζωή και σωτηρία έχοντας πάντα ως πρότυπο την άκρα ταπείνωση και ασκητικότητά του και την εικόνα της αφανούς επίγειας βιοτής του.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
- Ακολουθία και Βίος του Οσίου πατρός ημών Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων 1997.
- Η εμφάνεια του αφανούς ή άλλως το συναξάρι του Αγίου Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού, Έκδοσις Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα Αρκαδίας 2005.
(Πηγή: «Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ Ο επονομαζόμενος Άνθρωπος του Θεού», Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος, Εκπαιδευτικός, Σύνδεσμος Κληρικών Χίου)
Έχει λεχθεί ότι η διαφορά της αληθινής αγάπης από την τρέλα είναι πολύ μικρή και τα σύνορα μεταξύ των δύο δυσδιάκριτα. Πράγματι αυτός που αγαπά πολύ, υπάρχει ενδεχόμενο να κάνη πράγματα που μοιάζουν στα μάτια των άλλων, κυρίως όσων έχουν μάθει να εξετάζουν τα πάντα με την ψυχρή λογική, υπερβολικά, τρελά. Μερικά από αυτά ίσως και να είναι, αλλά κάθε τι που δεν συμβιβάζεται με την δική μας λογική δεν είναι κατ’ ανάγκη παράλογο. Μπορεί να είναι καθ’ όλα λογικό ή και υπέρλογο, όπως λ.χ. η ζωή των αγίων.
Ό,τι έκανε στην ζωή του ο όσιος Αλέξιος είναι αδύνατο να εξηγηθή με την λογική του βολέματος και της καλοζωΐας. Εγκατέλειψε πλούσιους γονείς, συγγενείς και φίλους και πέρασε όλη την ζωή του απέναντι από το πατρικό του σπίτι, σε μια καλύβα, φτωχός και αγνώριστος από όλους, περιφρονημένος από τους δούλους και τους υπηρέτες του. Των αγίων όμως η τρέλα δεν είναι άλογη, αυτή είναι η μεγάλη διαφορά, αλλά είναι λογική τρέλα, δηλαδή τόλμη και ανδρεία πνευματική.
Ο Θεός είναι έρωτας, «Συ εί έρως» (Αναβαθμοί πλαγίου πρώτου ήχου), που μεθά όσους τον γεύονται, «και το ποτήριόν Σου μεθύσκον με ωσεί κράτιστον», αυτή όμως η μέθη είναι νηφάλια. Κάποτε ένας ερημίτης ασκητής στο άγιο Όρος, στην ερώτηση ενός προσκυνητή:
› Tι είναι αυτό που τον κάνει να κάθεται τόσα χρόνια μόνος του σε ένα κελί στην ερημιά;
Aπάντησε ότι:
› Eίναι ένα κρασί που σε γλυκαίνει και σε κάνει και μεθάς και δεν θέλεις με τίποτε να φύγης.
Στην παράκληση του επισκέπτη να του δώση να γευτή λίγο από αυτό το κρασί, ο γέροντας χαμογελαστά του είπε:
› Θα μεθύσης και θα σε ψάχνει η γυναίκα σου.
Ο όσιος Αλέξιος, ο πραγματικά άνθρωπος του Θεού, όπως τον αποκαλεί η Εκκλησία μας, είχε όλες τις προϋποθέσεις να ζήση μια “πετυχημένη” ζωή. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, ήταν μοναχοπαίδι και νέος άνθρωπος, είχε όλη την ζωή μπροστά του, όπως συνηθίζουμε να λέμε, κι όμως έδειχνε να μην είναι ευχαριστημένος με όλα αυτά. Έψαχνε κάτι άλλο που θα γέμιζε τον εσωτερικό του κόσμο. Αυτό το κάτι, το οποίο έκανε τον Απόστολο Παύλο να θεωρή όλα τα άλλα σκύβαλα, σκουπίδια, αυτό το κάτι που τον τραβούσε τόσο πολύ, ώστε έφθασε να λέγει «επιθυμώ αναλύσαι και συν Χριστώ είναι».
Ο Όσιος πήγε σε διάφορα προσκυνήματα και τέλος σκέφτηκε να ξαναγυρίση στον τόπο του και τελείως αλλαγμένος, έτσι που να μη τον αναγνωρίσουν ούτε οι ίδιοι οι γονείς του, έστησε, όπως και πιο πάνω αναφέραμε, μια καλύβα απέναντι από το πλούσιο πατρικό του σπίτι και εκεί έζησε όλα του τα χρόνια φτωχός και περιφρονημένος.
Οι πρώην υπηρέτες του που τον σέβονταν και υποκλίνονταν μπροστά του, τώρα τον χλευάζουν γιατί τον θεωρούν έναν φτωχό ξένο.
Το πνευματικό επίπεδο ενός ανθρώπου και ενός λαού γενικότερα, έχει σχέση με την συμπεριφορά του προς τους απλούς ανθρώπους, που δεν διαθέτουν χρήματα και αξιώματα, αλλά και με την φιλοξενία, το πώς συμπεριφέρεται, δηλαδή, στους ξένους. Οι πνευματικά καλλιεργημένοι άνθρωποι έχουν ανεπτυγμένο το αίσθημα της φιλοξενίας.
Γνωρίζουμε από την Παλαιά Διαθήκη ότι ο Αβραάμ εσώθη και μάλιστα έγινε τύπος των σωζομένων, επειδή ήταν φιλόθεος και φιλόξενος. Ακόμα, θα έλεγα ότι οι αληθινοί Χριστιανοί δεν κάνουν καν αυτή την διάκριση μεταξύ ξένων και μη, αφού γνωρίζουν ότι εδώ στην γη είμαστε όλοι ξένοι και πάροικοι.
Αληθινή πατρίδα μας είναι «η άνω Ιερουσαλήμ». Οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν, αλλ’ ως πάροικοι, αφού πάσα ξένη πατρίς αυτών εστί και πάσα πατρίς ξένη» (Προς Διόγνητον επιστολή).
Προφανώς οι δούλοι και οι υπηρέτες θα ήσαν άξεστοι και ο όσιος υπέφερε τα πάνδεινα, έκανε όμως μεγάλη υπομονή. Άλλωστε χωρίς υπομονή η ζωή δεν βγαίνει. Οι Πατέρες την ονομάζουν (την υπομονή) «δακρύβρεκτη πορφύρα των ασκητών», δηλαδή όσων προσπαθούν να εναρμονίζουν την ζωή τους με το Ευαγγέλιο.
Η ζωή του οσίου Αλεξίου είναι ειρηνική επανάσταση κόντρα στο κατεστημένο του βολέματος και της καλοπέρασης. Είναι πυρηνική βόμβα που κονιορτοποιεί την αυτάρκεια, την αξιοπρέπεια και τον καθωσπρεπισμό. Είναι λογική τρέλα «πού θεραπεύει την δική μας άλογη τρέλα».
(Πηγή: «Ο όσιος Αλέξιος, ο άνθρωπος του Θεού», Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας)
Πως συνδέεται ο άγιος Αλέξιος με την Ελληνική Επανάσταση του 1821
Είναι γνωστό πλέον σε όλους, ότι η Ελληνική επανάσταση του 1821, στηρίχθηκε σε πάμπολλα, επί αιώνες προεπαναστατικά κινήματα – έστω και αποτυχημένα, στο διαφωτισμό των πατέρων του γένους, στις ρήσεις του Ρήγα, του Κοραή, στις άοκνες προσπάθειες του Καποδίστρια, του Υψηλάντη, της Φιλικής Εταιρείας, στους αγωνιστές των ορέων και της θάλασσας, στους εμπόρους και φυσικά στον απλό λαό, χωρίς να παραβλέπουμε τις ευρύτερες ευρωπαϊκές και οθωμανικές συγκυρίες και συμπτώσεις ή το κίνημα του Αλή Πασά κατά της Πύλης.
Παρότι η 25η Μαρτίου 1821 ήταν η ισχυρότερη ημερομηνία υλοποίησης της πανελλήνιας επανάστασης, εν τούτοις τα γεγονότα πρόλαβαν τους επαναστάτες και έτσι μιλάμε για επαναστατικά γεγονότα ήδη από τον Φεβρουάριο 1821 στην Μολδοβλαχία, όλο τον Μάρτιο σε Μοριά και Ρούμελη, όπως και τον Απρίλιο μέχρι να λάβει πανεθνική διάσταση η εξέγερση, η οποία αργότερα με διάταγμα του Οθωνα (1838) προσδιορίστηκε συγκεντρωτικά στην 25η Μαρτίου. Με την ημερομηνία αυτή – σε κάθε περίπτωση – συμφωνούσαν, η φιλική εταιρεία και οι αγωνιστές, ήδη από την προεπαναστατική περίοδο (σύναξη Βοστίτσας / Αιγίου, Ιανουάριος 1821), αλλά και οι ιερείς, μιάς και την ημέρα αυτή εορτάζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και επομένως:
› Θέλημα θεού να τουρκέψουμε, θέλημα Θεού να ελευθερωθούμε.
Άρα, το 1838, Κράτος, Εκκλησία, ζώντες καπεταναίοι, αγωνιστές «κατά ξηράν και θάλασσαν» και λαός, συμφώνησαν άτυπα και τυπικά, όπως όλα τα επιμέρους τοπικά γεγονότα τα συγκεντρώσουν και εντάξουν σε μία (1) ημερομηνία, αυτή της 25ης Μαρτίου ως εθνική εορτή!!
Εν τούτοις, το στρατιωτικό, μάχιμο σκέλος της επανάστασης του 1821 έχει τρείς στιγμές που σχετίζονται με την 17η Μαρτίου 1821 (εορτή του αγ.Αλεξίου), άξιες λόγου.
Συγκεκριμένα:
1. Ο Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο ποταμό στις 22 Φεβρουαρίου 1821. Στις 17 Μαρτίου 1821, εορτή του αγίου Αλεξίου, ο Υψηλάντης κάνει δοξολογία και υψώνει τη σημαία του στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας αργότερα το στρατό τριών πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο.
2. Την ίδια ημέρα, 17 Μαρτίου 1821, του αγίου Αλεξίου, στο Μοριά, στα Καλάβρυτα, πανηγύριζε η ιερά μονή αγ. Λαύρας, όπου και η κάρα του αγίου. Εκεί βρισκόταν πλήθος κόσμου ως προσκυνητές, μετά από ολονυχτία και δοξολογία. Στην μονή ήταν σχεδόν όλες οι σημαντικές προσωπικότητες της βόρειας Πελοποννήσου και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Μετά την δοξολογία τελέσθηκε αυτό που αναφέρεται ως ορκωμοσία στην αγία Λαύρα.
3. Και τρίτη συγκυρία στις 17 Μαρτίου 1821, στην Αρεόπολη της Μάνης: Μετά την λειτουργία για την εορτή του αγ. Αλεξίου οι Μανιάτες υψώνουν επαναστατική σημαία και ξεκινούν για συνάντηση με τον Κολοκοτρώνη και κατάληψη της Καλαμάτας.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η εορτή του αγ.Αλεξίου στις 17 Μαρτίου ήταν η αφορμή για να γίνουν συμπτωματικά (;) τρείς ταυτόχρονες ορκωμοσίες σε τρία διαφορετικά σημεία του ελληνισμού, που σχετίζονται άμεσα με το στρατιωτικό σκέλος της επανάστασης.
Έγινε όμως κάτι στις 25-26 Μαρτίου 1821;
Στις 25 Μαρτίου 1821 και μετά τη δοξολογία του Ευαγγελισμού, υλοποιήθηκε το διπλωματικό/πολιτικό σκέλος της επανάστασης του 1821, έγινε δηλαδή η Πολιτική εκδήλωση της επανάστασης, δηλ. η self determination/αυτοδιάθεση.
Πλέον συγκεκριμένα, στις 25 Μαρτίου του 1821 συγκροτήθηκε στην Καλαμάτα η Μεσσηνιακή Γερουσία από τοπικούς προκρίτους και υπό τον Πέτρο Μαυρομιχάλη, η ονομαζόμενη αργότερα ως «Γερουσία των Καλτετζών», ή «Πελοποννησιακή Γερουσία» η οποία άσκησε τα καθήκοντά της μέχρι την πτώση της Τριπολιτσάς (Σεπτέμβριο 1821). Απετέλεσε και την πρώτη Πολιτειακή διοίκηση των Ελλήνων.
Παράλληλα, στις 25 και 26 Μαρτίου 1821, στην Πάτρα, ιδρύθηκε το Αχαϊκόν Διευθυντήριον από πρόκριτους και ιερωμένους της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, το οποίο επέδωσε στους προξένους των ξένων δυνάμεων δήλωση/declaration των επαναστατημένων Ελλήνων με τα αιτήματά τους και την αποσαφήνιση πως βρίσκονται σε επανάσταση αυτοδιάθεσης ως λαός και όχι ως ληστές σε ληστρικές λεηλασίες και δολοφονίες, όπως δηλ. παρουσίαζαν την επανάσταση οι Οθωμανοί.
Επομένως ο άγιος Αλέξιος, που εορτάζεται στις 17 Μαρτίου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο άγιος των ορκωμοσιών της Ελληνικής επανάστασης του 1821, ενώ η ημέρα του Ευαγγελισμού, 25 Μαρτίου, ως η ημέρα των πολιτικών πράξεων της επανάστασης.
Όπως προαναφέρθηκε, όλα τα παραπάνω στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα, σπαρμένα από το Φεβρουάριο μέχρι τον Μάϊο του 1821, συγκεντρώθηκαν το 1838 με διάταγμα του Οθωνα σε μία ημέρα, αυτή της 25ης Μαρτίου, προκειμένου να εορτάζονται από κοινού πανελλήνια, χωρίς φυσικά να απαγορεύεται και ο τυχόν τοπικός εορτασμός σε πόλεις και χωριά. Καταφανώς το διάταγμα του Οθωνα για τον ορισμό της 25ης Μαρτίου ως εθνικής εορτής δεν ήταν αυθαίρετο, αλλά στηριζόταν και στην προεπαναστατική βούληση των αγωνιστών, αλλά και στη σύγχρονη του 1838 επαλήθευση της βουλήσεως Κράτους, εκκλησίας, καπεταναίων που ζούσαν ακόμα τότε, αλλά και του λαού.
(Πηγή: «Όσιος Αλέξιος – Ο Άγιος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821», Δημήτρης Σταθακόπουλος, Αντίβαρο)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ ῥίζης ἐβλάστησας, περιφανοῦς καί κλεινῆς, ἐκ πόλεως ἤνθησας, βασιλικῆς καί λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε· πάντων δ᾽ ὑπερφρονήσας, ὡς φθαρτῶν καί ῥεόντων, ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καί Δεσπότῃ. Αὐτόν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀλεξίου σήμερον τοῦ πανολβίου, ἑορτήν τήν πάνσεπτον, ἐπιτελοῦντες εὐσεβῶς, αὐτόν ὑμνήσωμεν λέγοντες· χαίροις Ὁσίων τερπνόν ἐγκαλλώπισμα.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοὺς ἱδρῶτας καὶ πόνους τους σοὺς Σοφέ, νοερῶς θεωροῦντες πάντες πιστοί, πάσης κατανύξεως τὰς ψυχὰς ἐμπιπλάμεθα, καὶ πρὸς θείους ὕμνους καὶ δόξαν καὶ αἴνεσιν, τοῦ Δεσπότου τῶν ὅλων, παμμάκαρ Ἀλέξιε, πόθῳ ἐγκαρδίῳ, ἑαυτοὺς συγκινοῦμεν, ᾠδαῖς σε γεραίροντες, καὶ πιστῶς ἐκβοῶντές σοι, ὡς Κυρίου θεράποντι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὶς τὰς σεπτάς σου ἀρετὰς ἀξίως εὐφημήσει, καὶ ἱκανῶς ὑμνήσει, Ἀλέξιε θεόφρον, τὴν σωφροσύνην, τὴν ὑπομονήν, τὴν πραότητα, τὴν ἐγκράτειαν, τὸν ἀκατάπαυστον ὕμνον, τὴν ἄκραν σκληραγωγίαν, καὶ ἄμετρον ταπείνωσιν, δι' ὧν Ἀγγέλοις ἐφάμιλλος γενόμενος. Πρεσβεύεις ἀεὶ ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντός· διὸ ἀκούεις Ὅσιε, νῦν παρὰ πάντων Πιστῶν. Χαίροις Ὁσίων τερπνὸν ἐγκαλλώπισμα.
Μεγαλυνάριον
Κλῆσιν τὴν οὐράνιον ἐσχηκώς, μόνος ἐν Ἁγίοις, Θεοῦ ἄνθρωπος θαυμαστός, Ἀλέξιε σὺ ὤφθης, τῷ ἰσαγγέλῳ βίῳ· διὸ τῆς τῶν Ἀγγέλων, χαρᾶς ἠξίωσαι.
Πηγή: Σύνδεσμος Κληρικών Χίου, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, Αντίβαρο, Ορθόδοξος Συναξαριστής