Για μένα η σκέψη, η κάθε σκέψη, είναι το μεγαλύτερο βάσανο που υπάρχει κάτω από τον ουρανό, μέχρι να μεταμορφωθεί σε Θεοσκέψη, σε Χριστοσκέψη, δηλαδή μέχρι να λογοποιηθεί, να νοηματοδοτηθεί. Αλήθεια η σκέψη είναι κόλαση, αν δεν μεταμορφωθεί σε Χριστοσκέψη. Χωρίς τον λόγο η ανθρώπινη σκέψη βρίσκεται συνέχεια στην άλογη παραφροσύνη, στο παραλήρημα, στη σατανική ανόητη αυτοβεβαίωση, σε εκείνο το σατανικό: η σκέψη για τη σκέψη, σε αναλογία με το l’ art pour l’ art.
Η ανθρώπινη σκέψη μωραίνεται με την αμαρτία, όπως και η αίσθηση. Ο μοναδικός γιατρός και το μοναδικό φάρμακο από αυτή την τρέλα είναι ο Θεάνθρωπος, διότι Αυτός είναι ο Θεός Λόγος που έγινε άνθρωπος. Σε Αυτόν και με Αυτόν δόθηκε και εξασφαλίστηκε στην ανθρώπινη σκέψη η δυνατότητα της άπειρης θείας τελειοποίησης. Αυτός έγινε άνθρωπος ακριβώς για να μη καταντήσει τελικά και ανεπανόρθωτα αυτός ο πλανήτης, αν οδηγηθεί από το γυμνό και «καθαρό» ανθρώπινο λόγο, ένα πλήρες τρελοκομείο.
Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος Πόποβιτς,
«Άνθρωπος και Θεάνθρωπος»
ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ: Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η σερβική Ορθοδοξία έχει να επιδείξει μια σειρά μεγάλων αγίων, οι οποίοι λάμπρυναν την Εκκλησία του Αγίου Σάββα. Ένας από αυτούς υπήρξε ο νεοφανής άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, μια όντως μεγάλη ασκητική και πατερική μορφή του περασμένου αιώνα.
Γεννήθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού στα 1894, στην πόλη Βράνιε της νοτίου Σερβίας. Οι ευσεβείς γονείς του Σπυρίδων και Αναστασία του έδωσαν το όνομα Ευάγγελος. Καταγόταν από ιερατική οικογένεια και το επώνυμό του Πόποβιτς σημαίνει Παπαδόπουλος. Μεγάλωσε με ευσέβεια είχε την τύχη να δει να θεραπεύεται θαυματουργικά η μητέρα του στη Μονή Πτσίνσκι από τον άγιο Πρόχορο. Από μικρός συνήθιζε να μελετά το Ευαγγέλιο και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Ιδιαίτερα τον σαγήνευε η ανάγνωση συναξαρίων και πατερικών συγγραμμάτων. Θεωρούσε τους Πατέρες της Εκκλησίας ως τους αληθινούς σοφούς.
Το 1905 ο μικρός Ευάγγελος γράφηκε στην Εκκλησιαστική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι, έχοντας ως δάσκαλό του τον φωτισμένο άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς. Το 1914, μόλις τέλειωσε τη σχολή, ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε ως νοσοκόμος. Ακολούθησε την τύχη του σερβικού στρατού και βρέθηκε εξόριστος στην Κέρκυρα. Καθ’ οδόν ένοιωσε την κλήση να γίνει μοναχός. Η κουρά του έγινε την 1η Ιανουαρίου του 1916 στην Σκόδρα, από τον Μητροπολίτη Βελιγραδίου Δημήτριο, δίνοντάς του το όνομα Ιουστίνος.
Κατόπιν έφυγε από την Κέρκυρα, με τη βοήθεια του Μητροπολίτη Δημητρίου, για την Αγία Πετρούπολη για θεολογικές σπουδές. Όμως λόγω των πολιτικών εξελίξεων, έφυγε για την Οξφόρδη. Ύστερα από δύο χρόνια σπουδών υπέβαλε για έγκριση την διδακτορική του διατριβή με τίτλο: «Ή θρησκεία και ή φιλοσοφία του Ντοστογιέφσκι». Όμως αυτή απορρίφτηκε, λόγω της κριτικής του στις κακοδοξίες του δυτικού Χριστιανισμού και την υπεράσπιση του ορθοδόξου Ντοστογιέφσκι .
Στα 1919, μετά το τέλος του πολέμου γύρισε στην πατρίδα του και διορίστηκε καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα παραιτήθηκε και μετέβηκε στην Αθήνα για τη συνέχιση των θεολογικών σπουδών του. Το 1926 έλαβε διδακτορικό πτυχίο στην Πατρολογία, με θέμα: «Το πρόβλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Παράλληλα έμαθε άπταιστα την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανική και την γαλλική γλώσσα.
Στη συνέχεια εργάστηκε ως καθηγητής στις Εκκλησιαστικές Σχολές Καρλοβικίου, της Πριζρένης και του Μοναστηρίου (Βίτολα). Το 1930 η Σερβική Εκκλησία τον έστειλε στην Τσεχοσλοβακία για ιεραποστολή σε κοινότητες ορθοδόξων, που είχαν αποκηρύξει την Ουνία. Το έργο του εκεί υπήρξε μεγάλο και γι’ αυτό εξελέγη Επίσκοπος της νεοσυσταθείσας Επισκοπής Καρπαθίας, αξίωμα που δεν αποδέχτηκε λόγω ταπεινώσεως.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε στη δοκιμαζόμενη Σερβία, περιφερόμενος σε διάφορες Μονές. Παράλληλα είχε διοριστεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου. Όμως με την επικράτηση της κομμουνιστικής εξουσίας το 1945, άρχισαν οι διώξεις κατά της Εκκλησίας. Διώχτηκαν 200 καθηγητές από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και μαζί τους ο Ιουστίνος. Κατέφυγε στην Ιερά Μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία. Το 1946 και φυλακίστηκε. Αργότερα δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο ως «εχθρός του λαού»! Σώθηκε χάρις στην παρέμβαση του Πατριάρχη Γαβριήλ, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από το Άουσβιτς και απαίτησε την αποφυλάκισή του .
Όμως διωγμένος από παντού, χωρίς σύνταξη και στερημένος από στοιχειώδη δικαιώματα, βρήκε καταφύγιο, ως πνευματικός, στη γυναικεία Μονή Αρχαγγέλων στο Τσέλιε του Βάλιεβο νοτίου Σερβίας. Φυσικά ούτε εκεί βρήκε ησυχία, διότι οι άθεοι μαρξιστές τον παρακολουθούσαν ανελλιπώς και τον υπέβαλλαν συχνά σε εξοντωτικές ανακρίσεις στο Βάλιεβο. Ήταν σχεδόν έγκλειστος στη Μονή, διότι του απαγορεύονταν η έξοδος, χωρίς άδεια των αρχών, ιδιαίτερα όταν συνεδρίαζε η Ιερά Σύνοδος, για να μην έρχεται σε επαφή με τους Επισκόπους και τους επηρεάζει.
Ο έγκλειστος Ιουστίνος παρά τις απαγορεύσεις, τις εξουθενώσεις, τις φοβέρες και απειλές, προσευχόταν αδιάκοπα και ζούσε αυστηρή ασκητική ζωή. Τελούσε όλες τις ακολουθίες του ημερονυκτίου ανελλιπώς. Τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία και νήστευε (δεν έτρωγε καθόλου) κάθε Παρασκευή, την πρώτη εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής και την Μ. Εβδομάδα. Μνημόνευε καθημερινά εκατοντάδες ονόματα στη Θεία Λειτουργία.
Ο αυστηρός του όμως εγκλεισμός δεν στάθηκε εμπόδιο να γίνει γνωστός σε όλο τον κόσμο. Χιλιάδες ήταν οι επιστολές που έπαιρνε και επίσης χιλιάδες ήταν οι επισκέπτες του, από τη Σερβία και όλο τον κόσμο. Όταν έμενε μόνος στο ταπεινό κελί του, επί 28 χρόνια, έγραφε αδιάκοπα τα περισπούδαστα συγγράμματά του. Κοιμήθηκε ειρηνικά, όχι τυχαία, την ημέρα του Ευαγγελισμού, ημέρα της γεννήσεώς του, στις 25 Μαρτίου του 1979 . Η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του έγινε το 2015 και αποτέλεσε σπουδαίο γεγονός για τη σερβική Εκκλησία και όλη την Ορθοδοξία. Αισθάνθηκαν οι πάντες την άρρητη ευωδία, η οποία εξήλθε από τον τάφο του! Η Σερβική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 14 Ιουνίου.
Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ανήκει στις μεγάλες ιερατικές και θεολογικές μορφές της συγχρόνου Εκκλησίας, εφάμιλλος των μεγάλων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας. Ο θεολογικός του λόγος καθαρός, ορθόδοξος, θεμελιωμένος στην Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Είναι ο θεολόγος του Θεανθρώπου, ο οποίος με θαυμάσιο πατερικό ύφος, θεολόγησε με καταπληκτική ακρίβεια την εν τω Θεανθρώπω απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Υπήρξε συνεπής ορθόδοξος και στηλίτευε την αίρεση. Με σαφή λόγο απόδειξε την αίρεση του παπισμού και του προτεσταντισμού, ως απόλυτο εκφυλισμό της σώζουσας Ορθοδοξίας. Ιδιαίτερα επικριτικός υπήρξε για την σύγχρονη μάστιγα του Οικουμενισμού, τον οποίο χαρακτήρισε ως «παναίρεση» . Μας κληροδότησε πολυπληθή αριθμό βαθυστόχαστων θεολογικών έργων, εφάμιλλα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, πολλά των οποίων κυκλοφορούν και στην ελληνική γλώσσα.
Ο νεοφανής άγιος Ιουστίνος είναι το μεγάλο τεκμήριο ότι η παρουσία των αγίων στην Εκκλησία μας είναι συνεχής και αδιάκοπη, έως τα έσχατα. Φανερώνει το μόνιμο θαύμα στη ζωή της Εκκλησίας μας!
(Πηγή: «Λάμπρος Κ. Σκόντζος, Αγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Ο σύγχρονος μεγάλος πατέρας και διδάσκαλος της Εκκλησίας», Λάμπρος Κ. Σκόντζος, Ακτίνες )
Θαύματα Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς
1952
Το 1952, πραγματοποιήθηκε ένα μεγάλο θαύμα στο αρτοποιείο του μοναστηριού Chelije. Στο μοναστήρι διαβιούσαν σαράντα αδελφές και στην κουζίνα διακονούσε η αδελφή Νίνα. Ενώ ετοίμαζε το ψωμί για το δείπνο αντιλήφθηκε ότι είχε μείνει μόνο ένα φλιτζάνι αλεύρι. Ενώ παραπονιότανε στις άλλες αδελφές, ο π. Ιουστίνος (τώρα Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας) της είπε: « Ας προσευχηθούμε στον Κύριο και θα μας προστατέψει». Νωρίς το άλλο πρωί, μόλις μπήκε η αδελφή στην κουζίνα βρήκε δύο μεγάλα δοχεία αλεύρι. Ο π. Ιουστίνος η μητέρα Σάρα και όλες οι αδελφές είδαν το θαύμα και ευχαρίστησαν τον Κύριο.
1953
Η Stoijka Jankovits από το χωριό Leskovac, κοντά στην πόλη Βάλγιεβο, υπέφερε από δαιμονική επήρεια για δώδεκα χρόνια. Συχνά έβλεπε δαίμονες που την κτυπούσαν, την βασάνιζαν και την άφηναν πληγωμένη. Όταν η οικογένεια της θυμιάτιζε το σπίτι, έβλεπε τους δαίμονες να φεύγουν από το παράθυρο. Πήγαινε συχνά στον π. Ιουστίνο για εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία και τελικά θεραπεύτηκε τελείως. Αργότερα ασπάστηκε τον μοναχικό βίο και τώρα ονομάζεται αδελφή Τατιάνα.
1959
Η κόρη κάποιου Νικόλαου από τη Strmne Gore, κοντά στη Lelich ήταν άρρωστη. Για τρία χρόνια ήταν κατάκοιτη στο κρεβάτι. Μια φορά την πήγαν με το αυτοκίνητο στο μοναστήρι και την μετέφεραν στην εκκλησία τυλιγμένη σε μια κουβέρτα. Ο π. Ιουστίνος της διάβασε μια προσευχή. Μετά την προσευχή κατάφερε να καθίσει και μετά από τρία χρόνια μπόρεσε να περπατήσει. Τότε όπως και την πρώτη φορά πήγε στο μοναστήρι και την μετέφεραν στην εκκλησία με μια κουβέρτα. Μετά την προσευχή, μπόρεσε να περπατήσει μόνη της στο αυτοκίνητο. Ωστόσο η μηχανή δεν έπαιρνε μπροστά. Οι άνδρες μάταια προσπαθούσαν να σπρώξουν το αυτοκίνητο. Τελικά η μηχανή ξεκίνησε, αλλά μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο η κοπέλα, σταμάτησε και πάλι. Τότε είπε: « Θα ανεβώ στο λόφο» (Υπάρχουν πολλοί λοφίσκοι γύρω από το μοναστήρι). Την ακολουθούσε ένα μικρό παιδί το οποίο κρατούσε από το χέρι. Μαζί του περπάτησε και ανέβηκε στον πιο ψηλό λόφο της περιοχής.
1963
Ο π. Ιουστίνος λειτουργούσε στην γιορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Η εκκλησία ήταν γεμάτη και όλοι συμμετείχαν στην Θεία Κοινωνία. Ανάμεσά τους ήταν και ένας μουσουλμάνος που εργαζόταν στην εταιρεία Zhegrap, που κατασκεύαζε τη σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ Βελιγραδίου και Μπάρ στο Μαυροβούνιο. Ονομαζόταν Ισμέτ και ο π. Ιουστίνος ποτέ δεν τον είχε δει προηγουμένως. Όταν πλησίασαν όλοι να κοινωνήσουν, πήγε και αυτός. Ο π. Ιουστίνος τον κοίταξε και είπε: «Δεν μπορείς να κοινωνήσεις γιατί δεν είσαι βαπτισμένος» .
Ο Radisha Miljokovich, ένα αγόρι έξι χρονων από το χωριό Trlicha κοντά στην πόλη Ub, υπέφερε από λιποθυμίες. Ο π. Ιουστίνος του διάβασε ευχές και το παιδί γιατρεύτηκε τελείως.
Ο Στάβκο Μόλοβιτς από το χωριό Pambukovice, κοντά στην πόλη Ub δεν έκανε παιδιά. Όταν τον διάβασε ο π. Ιουστίνος έκανε κατόπιν δύο γιούς.
Ο Μίλοβαν από το χωριό Στάβε, της περιοχής Βάλγιεβο, ήταν δάσκαλος αλλά ήταν σοβαρά άρρωστος ψυχικά. Ένα βράδυ η μητέρα του τον έφερε στο μοναστήρι Chlije για το απόδειπνο και πέρασαν τη νύκτα εκεί. Στις τέσσερεις το πρωί ξύπνησαν για την ακολουθία του όρθρου. Ενώ πήγαινε στην εκκλησία με την αδελφή Ανυσία, στην είσοδο της εκκλησίας αρρώστησε και έπεσε κάτω αναίσθητος. Η μητέρα του ήξερε ότι όταν συνέβαινε αυτό, πολλά κακά και κίνδυνοι ακολουθούσαν και έτσι φώναξε στην αδελφή να απομακρυνθεί από κοντά του. Εκείνο τον καιρό το παρεκκλήσιο βρισκόταν υπό ανέγερση και το επεισόδιο παρακολούθησαν είκοσι εργάτες. Κάθε πρωί στις 4, πήγαιναν πρώτα στην εκκλησία για τον όρθρο και μετά στη δουλειά.
Ο Μίλοβαν άρχισε να πετά πέτρες στη μητέρα του, η οποία πήγε να κρυφτεί στο κτίριο που έμεναν οι εργάτες και ετοιμάζονταν για τη λειτουργία. Μπροστά από το κτίριο βρισκόταν μια λάμπα. Με τις πέτρες ο Μίλοβαν κατάφερε να καταστρέψει όλες τις πόρτες και τους τοίχους του κτιρίου. Συνέχιζε να πετά ασταμάτητα, ώστε ήταν αδύνατο να βγει κάποιος από εκεί. Εκτός από τους εργάτες, δύο πατέρες από άλλο μοναστήρι έμεναν εκεί, μαζί με τον διευθυντή του έργου και κάποιους άλλους άνδρες. Την ώρα που πετούσε τις πέτρες ο Μίλοβαν ούρλιαζε: «Να μια μαύρη, μια άσπρη, μια κίτρινη, βοήθεια! Κτύπα! Πυροβόλα!» και συνέχιζε να στέλνει πέτρες στο κτίριο.
Πάνω από το μοναστήρι βρισκόταν ένας λόφος με δρόμο. Ο κόσμος που ταξίδευε στο δρόμο άκουγε τι συνέβαινε. Οι ξαφνιασμένες φωνές τους ακούγονταν από το μοναστήρι: «Μα τι συμβαίνει στο μοναστήρι;» ρωτούσαν. «Κάτι επικίνδυνο»!
Για δύο ώρες οι δύο πατέρες προσπαθούσαν και δεν μπορούσαν να ηρεμήσουν τον Μίλοβαν. Όταν τελικά τον έπιασαν τον έφεραν μέσα στην εκκλησία. Του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και την ώρα της λειτουργίας τον πρόσεχαν πέντε άνδρες. Μετά τη Θεία Λειτουργία ο π. Ιουστίνος επιτέλεσε Άγιο Ευχέλαιο. Στα μισά περίπου δεν έδειξε καμιά διαφορά. Ωστόσο είπε: «Λύστε μου τα χέρια, γιατί με πονάνε». Μέχρι το τέλος του Αγίου Ευχελαίου είχε συνέλθει εντελώς. Έφαγε πρόγευμα με τους εργάτες και επέστρεψε σπίτι με τη μητέρα του εντελώς καλά. Λίγες μέρες αργότερα ο π. Ιουστίνος πήγε στο Βελιγράδι. Όταν επέστρεψε, ο Μίλοβαν που ήταν τώρα απόλυτα υγιής, τον πλησίασε για να τον ευχαριστήσει. Από τότε εκείνος και η μητέρα του επισκέπτονταν το μοναστήρι συχνά.
Στο χωριο Stubo,στην περιοχή του Valjevo, ζούσαν τρείς αδελφές: η Milenja, η Obrenija και η Krynija. Και οι τρείς υπέφεραν από διάφορες νευρωτικές διαταραχές. Η πρώτη που αρρώστησε ήταν η Milenja και ύστερα ακολούθησαν και οι άλλες. Και οι τρείς επισκέφτηκαν το μοναστήρι. Ο π. Ιουστίνος τους διάβασε ευχές, τις εξομολόγησε και τις κοινώνησε. Και οι τρείς έγιναν τελείως καλά. Η τρίτη φόρεσε το μοναχικό σχήμα και ονομάστηκε, Παρασκευή.
1964
Μια μητέρα από το χωριό Velika Plane έφερε την κόρη της, Slavka, στο μοναστήρι γιατί υπέφερε από δαιμονική επήρεια. Το κορίτσι ήταν 26 χρονών και ο δαίμονας μιλούσε μέσω της. Ο π. Ιουστίνος προσευχόταν πολύ γι αυτήν. Την παραμονή της γιορτής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, όταν ο π. Ιουστίνος διάβαζε το ευαγγέλιο, ο δαίμονας μιλούσε μέσω του κοριτσιού. Ο π. Ιουστίνος σταμάτησε και είπε: « Δεν είναι αυτή που μιλά αλλά ο δαίμονας! Τότε ο δαίμονας απάντησε: « Θα έμπαινα μέσα σου αλλά δεν μπορώ».
Η κοπέλα έμεινε στο μοναστήρι για πολύ καιρό και ο π. Ιουστίνος της διάβαζε ευχές κάθε μέρα. Έκανε και τρείς φορές το Άγιο Ευχέλαιο. Όλο αυτό το διάστημα εξομολογούταν και κοινωνούσε αλλά η κατάστασή της δεν βελτιωνόταν. Ο π. Ιουστίνος είπε τότε: « Σταματώ τις προσευχές. Εδώ υπάρχει ανεξομολόγητο μεγάλο αμάρτημα». Πρότεινε στις αδελφές να συνομιλήσουν μαζί της γιατί η κοπέλα μπορεί να μην γνώριζε για το αμάρτημα.
Στις συνομιλίες τους η Slavka, τους είπε: «Οι γονείς μου εκτός από εμένα έχουν και ένα γιο, τον αδελφό μου που αρραβωνιάστηκε μια κοπέλα. Ήταν μοναχοπαίδι και εργαζόταν μαζί με τον αδελφό μου σαν τηλεφωνήτρια. Μια φορά αυτός μας ζήτησε να γνωρίσουμε την μέλλουσα γυναίκα του. Το κορίτσι ήταν καλή και όμορφη αλλά είχε ένα στράβωμα στο ένα πόδι, το οποίο εγώ και η μητέρα μου βρήκαμε ως απαράδεκτο και δεν δίναμε τη συγκατάθεσή μας για τον αρραβώνα. Ο αδελφός μου της τηλεφώνησε στη δουλειά και διέλυσε τον αρραβώνα.
Αργότερα οι συνάδελφοί της, είπαν ότι ενώ άλλες φορές έφευγε από τη δουλειά και πήγαινε κατ ευθείαν στο σπίτι της, αυτήν τη μέρα πήγε από το δρόμο απ όπου περνούσε ένα τραίνο. Όταν το είδε να έρχεται από μακριά άρχισε να τρέχει. Εκεί την είχε δει ένας ηλικιωμένος κύριος, ο οποίος αργότερα τα είχε εξιστορήσει όλα αυτά, και την έπιασε από το χέρι ρωτώντας την τι πάει να κάνει. Αυτή του ξέφυγε και την τελευταία στιγμή έπεσε στις ράγες μπροστά στο τραίνο και σκοτώθηκε. Όταν τα έλεγε αυτά στις αδελφές, η Slavka δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε αμαρτήσει.
Αργότερα η Slavka εξομολογήθηκε και έστειλε μήνυμα στον αρχιεπίσκοπο να τελέσει Θεία Λειτουργία στο όνομα της κοπέλας. Η κηδεία τελέστηκε στον τάφο της και ο π. Ιουστίνος τέλεσε σαρανταλείτουργο. Όταν συμπληρώθηκαν οι λειτουργίες, η Slalvka πήγε σπίτι της τελείως καλά.
1972
Ο Ζ από το Valjevo ήταν πολύ άρρωστος για έξι χρόνια. Είχε μάλιστα και έγγραφο που τον χαρακτήριζε ως τρελό. Όταν τον έφεραν στον π. Ιουστίνο και του διάβασε ευχές, έφυγε εντελώς καλά. Από τότε επισκέπτεται το μοναστήρι δύο, τρείς φορές το χρόνο και δουλεύει εθελοντικά.
Η Marija Petrovits από το Valjevo γέννησε ένα κοριτσάκι. Στο νοσοκομείο της είπαν ότι το δεξί του χεράκι ήταν παράλυτο. Αμέσως η ίδια έπεσε σε αμνησία και δεν ήξερε ποια ήταν. Της έκαναν θεραπεία στην πόλη και στο Βελιγράδι αλλά δεν είδε καμιά διαφορά. Κατά τη διάρκεια της αρρώστιας της έγινε πολύ εχθρική με τους γύρω της, τους πετούσε πέτρες και ότι άλλο μπορούσε να πάρει στα χέρια της. Όλοι την απέφευγαν. Μια φορά έπεσε σε πηγάδι 15 μέτρα βαθύ, αλλά με τη βοήθεια του Θεού, το νερό την ανέβασε πάνω και μπόρεσε να βγει έξω χωρίς να πάθει τίποτε. Έκανε θεραπεία για περισσότερα από έξι χρόνια, αλλά τελικά την έκλεισαν στο ψυχιατρείο και της έδιναν τα πιο δυνατά φάρμακα. Ούτε αυτά την βοήθησαν. Η μητέρα της άκουσε για τον π. Ιουστίνο και έφερε στο μοναστήρι μερικά από τα ρούχα της μαζί με λίγη ζάχαρη. Ο π. Ιουστίνος διάβασε ευχές πάνω από τα ρούχα και τη ζάχαρη και η μητέρα τα πήρε στο νοσοκομείο. Η κοπέλα φόρεσε τα ρούχα και έφαγε τη ζάχαρη. Από τότε έγινε εντελώς καλά και επισκέπτεται συχνά το μοναστήρι.
1976
Ο Boshko Pashich από το Futog της περιοχής Novi Sad ήταν άρρωστος για τέσσερα χρόνια. Βασανιζόταν από τρομακτικά οράματα κατά τη διάρκεια του ύπνου αλλά και όταν ήταν ξύπνιος και έτσι δεν μπορούσε να κοιμηθεί καθόλου. Όταν ο π. Ιουστίνος του διάβασε ευχές, έγινε τελείως καλά.
1977
Κάποια Κυριακή ο π. Ιουστίνος τελούσε τη Θεία Λειτουργία. Η εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο. Μεταξύ του εκκλησιάσματος ήταν και ένας Τούρκος, ο Ρασίμ. Ο π. Ιουστίνος δεν τον είχε δει προηγουμένως. Όταν ο Ρασίμ προσπάθησε να πάρει αντίδωρο, ο π. Ιουστίνος του είπε: «Δεν μπορείς γιατί δεν είσαι βαπτισμένος».
1978
H Ranka Begovits, μια ιατρός από το χωριό Brezovice κοντά στην πόλη Ub βασανιζόταν από μια ψυχική ασθένεια. Ο π. Ιουστίνος προσευχήθηκε γι’ αυτή και της διάβασε ευχές. Έγινε τελείως καλά και εργάζεται τώρα σαν γιατρός σε νοσοκομείο του Βελιγραδίου.
O Zhivko και η Malisha, που έσπαζα λίθους από το χωριό Divaca κοντά στην πόλη Valjevo, δεν ήταν πολύ πιστοί και αγαπούσαν και οι δύο το ποτό. Συχνά περνούσαν μέρες και νύκτες ολόκληρες στις καφετέριες. Οι συγγενείς τους ζήτησαν από τον π. Ιουστίνο να μεσολαβήσει με τις προσευχές του. Οι προσευχές του τους ελευθέρωσαν και τότε ήρθαν στον π. Ιουστίνο να τον ευχαριστήσουν. Μετάνιωσαν επίσης για το χρόνο και τα χρήματα που ξόδεψαν σ’ αυτά τα κέντρα. «Γιατί δεν ξέραμε να έρθουμε σ’ αυτό το μοναστήρι προηγουμένως;» έλεγαν. Τώρα έχουν γίνει αληθινά πιστοί χριστιανοί και επισκέπτονται το μοναστήρι συχνά.
Πρέπει να πούμε ότι είναι αδύνατο να αναφέρουμε όλους όσοι ελευθερώθηκαν από τον αλκοολισμό, εξ αιτίας των προσευχών του π. Ιουστίνου. Για κάθε κακό που υπάρχει στον κόσμο: έχθρα, διαφωνία, διαλυμένες οικογένειες, παιδιά που εγκαταλείπουν τους γονείς τους, γονείς που καταδυναστεύουν τα παιδιά τους, οι προσευχές του π. Ιουστίνου διόρθωναν τα πράγματα και τα έκαναν όπως έπρεπε να είναι!
Τον καιρό που ακόμα ο π. Ιουστίνος ζούσε, συνέβη το ακόλουθο περιστατικό. Μια γυναίκα από το χωριό Lelich, βρισκόταν στον θάλαμο των λεχουσών του νοσοκομείου Valjevo. Μετά τη γέννα έπαθε ψυχολογικά και μεταφέρθηκε στον ψυχιατρικό θάλαμο. Όταν την επισκέφτηκαν ο σύζυγος και οι γονείς της σοκαρίστηκαν από την τροπή που πήραν τα γεγονότα. Κατάφεραν να την πάρουν από το νοσοκομείο και να την μεταφέρουν στο μοναστήρι ώστε ο π. Ιουστίνος να της διαβάσει ευχές. Μόλις τέλειωσαν οι προσευχές, συνήλθε και ένιωθε καλύτερα. Από τότε έχει συνέλθει σωματικά και ψυχικά.
1979
Τη γιορτή του Αγίου Σάββα βρίσκονταν πολλοί προσκυνητές στην εκκλησία. Υπήρχαν και πολλά παιδιά, κάπου τριάντα πέντε, τα οποία διάβαζαν μικρά αποσπάσματα από ομιλίες. Ο π. Ιουστίνος στο κήρυγμα του είπε:
«Σήμερα μαζευτήκαμε εδώ για να γιορτάσουμε τον Άγιο Σάββα. Μακάρι να βρεθούμε όλοι μαζί, γύρω του στον παράδεισο! Μακάρι να τον γιορτάσουμε όλοι μαζί στον ουρανό!»
Όλοι ακούσαμε αυτά τα λόγια και παρόλο που μας έκαναν να ανατριχιάσουμε, δεν είπαμε τίποτα. Όταν κοιμήθηκε ο π. Ιουστίνος, τα θυμηθήκαμε και συμπεράναμε ότι γνώριζε ότι θα πέθαινε και ότι η γιορτή αυτή του Αγίου Σάββα θα ήταν η τελευταία του στη γη. Πολλοί από τους προσκυνητές είπαν στις αδελφές ότι ο π. Ιουστίνος προγνώρισε τον θάνατό του γιατί σε προηγούμενες γιορτές πάντοτε έλεγε:
«Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο γιατί πολλοί από σας βρίσκονται στην εκκλησία και ειδικά πολλά παιδιά. Ας γιορτάσουμε σήμερα τον Άγιο Σάββα εδώ στη γη και για πολλά ακόμη χρόνια!»
Την Τρίτη μέρα από τον θάνατό του πραγματοποιήθηκε το πρώτο θαύμα.
Βρισκόμαστε όλοι μαζεμένοι γύρω από το φέρετρό του και διαβάζαμε τηλεγραφήματα συλλυπητηρίων. Όλες οι αδελφές δάκρυζαν και έκλαιγαν όταν ξαφνικά ένα κύμα δυνατής, ευχάριστης ευωδίας μας συνεπήρε. Είχαμε όλοι ξαφνιαστεί, και είπαμε ταυτόχρονα: «Μια ευωδία»! Λίγο αργότερα η ίδια ευωδία έγινε και πάλι αισθητή.
Την ημέρα της κηδείας του, ο επίσκοπος Jovan του Shabac-Valjevo μπήκε στην εκκλησία και επειδή ευλαβούταν πολύ τον π. Ιουστίνο, έσκυψε το κεφάλι του πάνω στο ξύλο όπου βασταζόταν το φέρετρο. Έμεινε εκεί πολλή ώρα γονατιστός και έκλαιγε. Όταν σηκώθηκε είπε:
« Ο π. Ιουστίνος κοιμάται. Δεν έχει πεθάνει.»
Το πρόσωπό του πατρός Ιουστίνου ήταν φωτεινό κι ας είχε κοιμηθεί τέσσερεις μέρες νωρίτερα. Την ημέρα της ταφής του π. Ιουστίνου, ο επίσκοπος Domentijan είπε στην ομιλία του ότι ο π. Ιουστίνος αναφέρθηκε ονομαστικά σε κάποιον που δεν γνώριζε προηγουμένως και ότι αυτό το άτομο το είχε αναφέρει τον επίσκοπο.
Ο Π. από το Βελιγράδι ήταν σοβαρά άρρωστος. Είχε έλκος στον οισοφάγο και ήταν πολύ αναιμικός. Προσπαθούσαν να τον κάνουν καλά για πολλά χρόνια αλλά στο τέλος τον οδήγησαν σε νοσοκομείο για να χειρουργηθεί. Κατά τη διάρκεια του τεσσαρακοστού μνημόσυνου του π. Ιουστίνου, ήρθε και προσευχήθηκε στον τάφο του. Ένιωσε ότι κάτι τον έκαιγε στο στομάχι. Την επόμενη μέρα πήγε στο νοσοκομείο για τις προκαταρτικές εξετάσεις (αναλύσεις και ακτινογραφίες). Ωστόσο είχε γίνει ένα μεγάλο θαύμα. Οι ακτινογραφίες δεν έδειξαν ούτε σημάδι από το έλκος και οι άλλες αναλύσεις δεν βρήκαν ούτε ίχνος οποιασδήποτε ασθένειας. Οι γιατροί, όλοι εξειδικευμένοι χειρούργοι και πολύ ικανοί επιστήμονες, έμειναν κατάπληκτοι όταν σύγκρινα τις παλιές με τις νέες ακτινογραφίες. Από τότε ο Π είναι απόλυτα υγιής.
1980
Η Novka Matich από το χωριό Οsechine, είχε ένα γιό τον Zharko. Ο Zahrko είχε μπλέξει με τη χειρότερη παρέα και σύχναζε τον περισσότερο χρόνο του στα μπαρ. Η μητέρα του ισχυριζόταν ότι κάποιος τον καταράστηκε για να κάνει τέτοιες παρέες. Για τρία χρόνια δεν ερχόταν στο σπίτι και απειλούσε να σκοτώσει τους γονείς του. Πάντοτε φορούσε μαύρα και όταν τον ρωτούσαν έλεγε ότι ‘πενθεί για τους γονείς του’. Η μητέρα του άκουσε για τον π. Ιουστίνο και ήρθε να προσευχηθεί στον τάφο του κάποια Κυριακή. Μετά από λίγο, μίλησε στη μητέρα του γλυκά και την αποκάλεσε «Μάμα»! Την επόμενη Τρίτη τη ρώτησε:
«Μάμα, θα μου πεις κάτι ειλικρινά;»
Όταν του απάντησε καταφατικά, τη ρώτησε ξανά:
«Που ήσουν την περασμένη Κυριακή;»
Η μητέρα του αργότερα είπε ότι έτρεμε ενώ στεκόταν δίπλα του γιατί πάντοτε την απειλούσε ότι θα την σκότωνε αλλά εκείνη τη στιγμή είχε αποφασίσει να του τα πει όλα.
«Γιε μου, μιας και με ρωτάς, η μητέρα σου θα σου τα πει. Πήγα στον τάφο του π. Ιουστίνου, στο μοναστήρι Chelije.»
Τότε αυτός της είπε:
«Ένιωσα ότι ελευθερώθηκα από κάτι!»
Από τότε έχει παντρευτεί και έκανε μια κόρη. Σέβεται τους γονείς του και προστατεύει ολόκληρη την οικογένεια.
1981
Η Jovanka, μια νοσοκόμα από την πόλη Valjevo, έφερε στο μοναστήρι την άρρωστη κόρη της, Snezhana, η οποία εδώ και ένα χρόνο υπέφερε από μια νευρολογική ασθένεια. Ήταν σχεδόν λιπόθυμη και έπρεπε να μεταφερθεί στα χέρια από κάποιους για να πάει στον τάφο του π. Ιουστίνου. Μετά από αυτό έγινε εντελώς καλά. Τέλειωσε τις σπουδές της που είχαν διακοπεί, βρήκε δουλειά, παντρεύτηκε και έκανε και ένα ευλογημένο γιό.
1982
O Κrstivoj Αntinijevich από το χωριό Βogatish επρόκειτο να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Ήρθε να προσευχηθεί στον τάφο του π. Ιουστίνου. Έγινε εντελώς καλά και δεν χρειάστηκε να υποβληθεί σε καμιά εγχείρηση.
Ο Mihailo από το χωριό Osechinice κοντά στον ποταμό Ντρίνα, ήταν είκοσι τριών χρονών και πολύ άρρωστος. Έπρεπε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση εξ αιτίας μια πληγής. Όπως είπε η μητέρα του, οι γιατροί είχαν προειδοποιήσει ότι ακόμα και η επέμβαση μπορεί να μην τον βοηθούσε. Ήρθαν και οι δύο στον τάφο του π. Ιουστίνου, γονάτισαν και προσευχήθηκαν. Ο νέος έγινε εντελώς καλά και δεν υπήρχε ούτε ένα σημάδι από την πληγή του. Έρχεται από τότε συχνά στο μοναστήρι.
1983
Η Ljubica Begovich από την Brezovice στην περιοχή της πόλης Ub έπασχε διανοητικά. Δεν είχε συναίσθηση του εαυτού της και συχνά μιλούσε παράξενα. Ο γιός και η κόρη της την έφεραν στο μοναστήρι. Κοντά στον τάφο του π. Ιουστίνου καθώς και στην εκκλησία προσπάθησε να ελευθερωθεί και κατάφερε να φύγει από το μοναστήρι. Την πρόλαβε η κόρη της. Όταν έφτασε στο σπίτι συνήλθε και από τότε είναι εντελώς υγιής. Τα μέλη της οικογένειας της έρχονται συχνά στο μοναστήρι.
1984
Η Zagorka από το Shabac, σύζυγος ενός στρατιωτικού, ήταν πολύ άρρωστη. Η αρρώστια είχε επηρεάσει τους νεφρούς και την καρδιά της, ενώ είχε ψηλή πίεση και αναιμία. Είχε τόσο αδυνατήσει από την ασθένεια ώστε έπρεπε να την κρατούν δύο άνθρωποι για να μπορεί να κινείται στο δωμάτιο της. Άκουσε για τα θαύματα που επιτελούνται στον τάφο του π. Ιουστίνου και από τότε ένιωθε πιο δυνατή. Μια μέρα, ενώ βρισκόταν μόνη στο σπίτι, σηκώθηκε κρυφά και πήγε στο σταθμό του λεωφορείου.
Ταξιδεύοντας με το λεωφορείο για το Valjevo, πήγε στο χωριό Prisada και κατηφόρισε με τα πόδια στο μοναστήρι «σαν να την κρατούσε κάποιος». Περπάτησε για δύο χιλιόμετρα προς το μοναστήρι, γονάτισε στον τάφο του π. Ιουστίνου, και ύστερα περπάτησε προς τον σταθμό του τραίνου που βρισκόταν ένα χιλιόμετρο από τη μονή. Επέστρεψε στο σπίτι της στις 9 το βράδυ και εξιστόρησε στην οικογένεια της τι είχε κάνει. Ο σύζυγος της, της είπε:
«Μακάρι να γίνεις και πάλι καλά!»
Επέστρεψε και πάλι στο μοναστήρι, και Δόξα να έχει ο Κύριος, έγινε εντελώς καλά!
1985
Μια Ελληνίδα δεν έκανε παιδιά. Όταν ήρθε στον τάφο του π. Ιουστίνου, πήρε μια χούφτα χώμα και το πήρε μαζί της. Το ανακάτεψε με λίγο νερό και το ήπιε. Κατόπιν έμεινε έγκυος και γέννησε παιδί. Με τις προσευχές του π. Ιουστίνου πολλές γυναίκες που ήταν στείρες, κατόρθωσαν να κάνουν παιδιά. Αυτό συνέβαινε ακόμα και μετά τον θάνατό του.
Ο Miodrag Kotarac από το χωριό Zlatarich στην περιοχή Valjevo, υπέφερε για τρία χρόνια από μια μόλυνση στους νεφρούς. Πραγματοποίησε ένα προσκύνημα στον τάφο του π. Ιουστίνου και από τότε είναι εντελώς καλά.
Δύο νέοι άνδρες, o Radivoj και ο Milovan Kotarac από το χωριό Zlatarich μόλις είχαν επιστρέψει από τη στρατιωτική τους θητεία. Ο δεύτερος κρεμάστηκε και ο πρώτος εμποδίστηκε την ώρα που προσπαθούσε να κρεμαστεί. Από τότε έπρεπε να τον προσέχουν συνέχεια γιατί όλη την ώρα είχε αυτή την επιθυμία να θέσει τέρμα στη ζωή του. Ο πατέρας του ήρθε στον τάφο του π. Ιουστίνου και γονάτισε στο όνομα του παιδιού του. Από τότε ο Radivoj ελευθερώθηκε από αυτή την τάση.
(Πηγή: Banat Messenger, Περιοδική Έκδοση της Σερβικής Ορθόδοξης Επισκοπικής περιφέρειας του Μπάνατ. Τόμος 51. Νο. 11. Ιούνιος 1991, μετάφραση από τα Σερβικά στα Αγγλικά: π. Μίλοραντ Ορλίκ, μετάφραση από τα Αγγλικά στα Ελληνικά: Όλγα Κονάρη Κόκκινου, Διακόνημα (Μέρος 1ο) , Διακόνημα (Μέρος 2ο) , Διακόνημα (Μέρος 3ο))
Μνήμη Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς
Στίς 7 Ἀπριλίου τοῦ 2012 συμπληρώνονται 33 χρόνια ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἁγιωτάτου Σέρβου Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς, τοῦ ὁποίου πρόσφατα διεκηρύχθη ἡ ἁγιότης ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Σερβίας.
Ὁ Χριστομίμητος αὐτός ἀσκητής καί Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας ἐκοιμήθη στίς 25 Μαρτίου 1979 μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο, πού ἀκολουθεῖ ἡ Σερβική Ἐκκλησία (7 Ἀπριλίου μέ τό δικό μας), στήν ἑορτή τοῦ Eὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τήν ἡμέρα δηλαδή τῶν γενεθλίων του, δεδομένου ὅτι τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ γεννήθηκε. Ἔτσι καί ἡ ἐπίγεια καί ἡ οὐράνεια γέννησή του εἶναι Εὐαγγελισμός!
Εἴχαμε τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά παραστοῦμε μέ τήν πρεσβυτέρα μου στήν κηδεία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου καί νά γίνουμε κοινωνοί τῆς Θείας Χάριτος πού περιέβαλε τό σκήνωμά του.
Τίς πνευματικές ἐντυπώσεις μας ἀπό τήν νεκρώσιμη Ἀκολουθία τίς κατέγραψα σέ ἄρθρο μου μέ τίτλο «Μπροστά στόν τάφο τοῦ π. Ἰουστίνου», πού δημοσιεύθηκε στήν ἐκκλησιαστική ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», στίς 11 Μαῒου 1979 – Ἀρ. Φύλλου 356. Μέ πνευματική χαρά δεχθήκαμε τήν ἐπαλήθευση τῶν τότε διαπιστώσεών μας πληροφορηθέντες τήν ἐπίσημη ἀναγνώριση τοῦ π. Ἰουστίνου ὡς ἁγίου ἀπό τήν Ἱεραρχία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Σερβίας. Ἔγραφα τότε, τό 1979:
«Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ π. Ἰουστῖνος ἦταν ὁ προεξάρχων τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας. Φαινόταν σά νά κοιμᾶται μέ πολύ εὐχάριστο, θεῖο ὕπνο. Εἶχε ἔντονο χαμόγελο, πού διακρινόταν καί ἀπό μακρυά. Δέν χωροῦσαν συναισθηματισμοί ἐκείνη τήν ἡμέρα. Δέν πίεζες τόν ἑαυτό σου νά αἰσθανθῆς ὁτιδήποτε. Ἁπλῶς στεκόσουν μάρτυς ἄφωνος τῆς ἀναστάσεως τοῦ θεωθέντος ἀνθρώπου. Μάρτυς ἄφωνος τῆς εὐφροσύνης καί τῆς ζωῆς, πού ἀνέβλυζε μέσα ἀπό τό χαριτόβρυτο σῶμα τοῦ ἁγίου Πατρός. Δέν μποροῦσες νά ἀμφιβάλλης. Δέν μποροῦσες νά ἔχης ἐνδοιασμούς. Δέν μποροῦσε οὔτε ὁ λογισμός σου νά διστάση νά ὁμολογήση, πώς ὄντως ὁ π. Ἰουστῖνος εἶναι ἅγιος, δοξασμένος ἀπό τόν Θεό. Ὅποιος ἔσκυψε καί ἀσπάσθηκε τό ἅγιό του πρόσωπο, διέκρινε ἀμέσως, χωρίς καμμιά ἀμφιβολία, τά ἐνδεικτικά τῆς δόξης, πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό.
Δέν πρέπει νά ποῦμε τίποτε ἄλλο. Ἴσως εἶπα περισσότερα ἀπό ὅσα ἔπρεπε. Ὅμως, ὁ Θεός γνωρίζει ὅτι κατέθεσα τήν ἀλήθεια καί ὅτι τήν ἀλήθεια αὐτή δέν μοῦ ἐπέτρεπε ἡ συνείδησή μου νά τήν ἀποκρύψω. Πιστεύω πάντως μέ πίστη βεβαία ὅτι πολύ σύντομα ὁ Θεός θά τόν φανερώση σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία!»
Πολλά σημεῖα τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ –πέρα ἀπό τήν ἀξιολόγηση τοῦ προσώπου τοῦ π. Ἰουστίνου– εἶναι σήμερα περισσότερο ἐπίκαιρα ἀπό τότε πού γράφηκε. Ὅπως ὁ πνευματικός σωβινισμός τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν καί ὁ σχολαστικισμός στή μελέτη καί στήν ἀξιολόγηση τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἔχει προκαλέσει στίς μέρες μας μεγάλη ἀναταραχή στόν θεολογικό κόσμο ἀλλά καί στό Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι’ αὐτό κρίναμε σκόπιμο, σέ συνδυασμό μέ τήν ἐπέτειο τῆς κοιμήσεως τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, νά ἀναδημοσιεύσουμε τό ἄρθρο μας αὐτό τοῦ 1979.
Μπροστά στόν τάφο τοῦ π. Ἰουστίνου
Ἡ ΚΟΙΜΗΣΗ τοῦ ὁμολογητοῦ Πατρός τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς μᾶς «συνήγαγε», μιά ὁμάδα Ἕλληνες, στό μοναστήρι τοῦ Τσέλιε πού βρίσκεται στήν πόλη Βάλιεβο τῆς Γιουγκοσλαβίας, δυόμισυ ὧρες ἔξω ἀπό τό Βελιγράδι.
ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ εἶναι κρυμμένο μέσα στά δένδρα, σέ μιά τοποθεσία πού μοιάζει μέ φωληά. Χρειάζεται νά κατέβη κανείς ἀρκετά ἀπό τό ὕψος τοῦ δρόμου ἀνάμεσα στά δένδρα μέχρι νά φθάση ἔξω ἀπό τόν ξύλινο φράκτη του. Παρ’ ὅτι ὅμως βρίσκεται μέσα σέ κοίλωμα τοῦ ἐδάφους καί ἀπό μακρυά φαίνεται θαμμένο, ὅταν πλησιάσης, βλέπεις ὅτι ἔχει τόση ἐλευθερία γύρω του, τόσο ἀνοιχτό πεδίο, τόσο ὁρίζοντα καί ἀπορεῖς καί θαυμάζεις, πῶς συμβαίνει νά ἐκφράζη καί ὁ χῶρος τῆς Μονῆς, αὐτό πού ἦταν ὁ π. Ἰουστῖνος. Κεκρυμμένος στά βάθη τῆς μαρτυρικῆς χώρας του, ἡ συνείδηση ὄντως τοῦ βασανισμένου αὐτοῦ λαοῦ, ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἐκείνης πού δέν συμβιβάσθηκε μέ τό ἀπρόσωπο καθεστώς. Συγχρόνως ὅμως τόσο φανερός, τόσο δυνατός καί ἐλεύθερος. Ὑπερυψωμένος στό λαό του, στή χώρα του, πού δέν μπόρεσε νά τόν χωρέση. Ξεπέρασε τά ὅρια τῆς Σερβίας καί ἁπλώθηκε στόν κόσμο ὁλόκληρο σάν καθολικός Πατήρ καί Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκόμενος συνεχῶς στό σταυρό τοῦ μαρτυρίου του καί φέρων τά στίγματα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν φθάσαμε στό Μοναστήρι, τό ἱερατεῖο ἦταν μέ τά ἄμφιά του ἕτοιμο, γιά ν’ ἀρχίση ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία, πού φιλάδελφα καθυστέρησε, γιά νά προλάβουμε κι’ ἐμεῖς ἀπό τήν Ἀθήνα.
Στό κέντρο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς τό σκήνωμα τοῦ π. Ἰουστίνου καί γύρω του οἱ ἀρχιερεῖς, τό ἱερατεῖο καί ὁ πιστός λαός, πού δέν χωροῦσε ὅλος στόν μικρό ναό καί εἶχε ἁπλωθῆ σέ ὅλη σχεδόν τήν ἔκταση τοῦ Μοναστηριοῦ. Πλῆθος τά αὐτοκίνητα. Πλῆθος πιστοῦ βασανισμένου λαοῦ, πού ἔκλαιγε σάν μικρό παιδί. Ἔβλεπε τόν Γέροντά του, τή ζωή του δηλαδή καί τήν ἐλπίδα του, αὐτόν πού εἶχε ὁμοιωθῆ μέ τό Χριστό, πού τόσο ἀγάπησε, νά κείτεται στό φέρετρο.
Μέσα στόν πιστό λαό καί πρόσωπα πού δέν εἶχαν καταλάβει ποιός ἦταν ὁ π. Ἰουστῖνος· καλλιτέχνες, λογοτέχνες, ζωγράφοι. Σέρβοι, πού ἦλθαν, γιά νά βρεθοῦν σέ μιά γραφική γι’ αὐτούς ἐκδήλωση. Μέσα στόν πιστό λαό ὅμως καί πορθηταί καί διῶκται τῆς Ἐκκλησίας. Πρόσωπα τῆς ἀσφαλείας, πράκτορες τοῦ συστήματος μέ μαγνητόφωνα, κινηματογραφικές καί φωτογραφικές μηχανές. Τά πρόσωπα αὐτά ἔγιναν ἀμέσως ἀντιληπτά, γιατί γνωρίζονται ἀπό τά διακριτικά τοῦ προσώπου τους. Τά πρόσωπα αὐτά εἶναι διεθνῆ. Εἶναι κοινά, ἴδια σέ ὅλα τά συστήματα· σέ ὅλα τά κράτη. Δέν ἔχουν ἐθνικότητα, πατρίδα, θρησκεία, συναίσθημα. Εἶναι παγερά καί ἀνέκφραστα. Ἄνθρωποι ρομπότ τῶν συστημάτων, χωρίς προσωπικότητα, χωρίς βούληση. Τά πρόσωπα αὐτά δέν χρειάζεται κανείς νά στά συστήση. Τά γνωρίζεις ἀμέσως. Καί ὅμως εἶναι εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, πού τόσο ἀγάπησε ὁ π. Ἰουστῖνος. Πού τόσο τούς ἀγάπησε κι’ αὐτούς κι ὅμως δέν θέλησαν τήν ἀγάπη του, οὔτε τή μέρα τῆς ταφῆς του, πού ἦταν ἡμέρα Ἀναστάσεως καί συγγνώμης γιά ὅλους μας, πού εἴχαμε αὐτή τή μεγάλη εὐεργεσία ἀπό τό Θεό νά βρεθοῦμε προσκυνηταί τοῦ τιμίου σώματός του.
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ π. Ἰουστῖνος ἦταν ὁ προεξάρχων τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας. Φαινόταν σά νά κοιμᾶται μέ πολύ εὐχάριστο, θεῖο ὕπνο. Εἶχε ἔντονο χαμόγελο, πού διακρινόταν καί ἀπό μακρυά. Δέν χωροῦσαν συναισθηματισμοί ἐκείνη τήν ἡμέρα. Δέν πίεζες τόν ἑαυτό σου νά αἰσθανθῆς ὁτιδήποτε. Ἁπλῶς στεκόσουν μάρτυς ἄφωνος τῆς ἀναστάσεως τοῦ θεωθέντος ἀνθρώπου. Μάρτυς ἄφωνος τῆς εὐφροσύνης καί τῆς ζωῆς, πού ἀνέβλυζε μέσα ἀπό τό χαριτόβρυτο σῶμα τοῦ ἁγίου Πατρός. Δέν μποροῦσες νά ἀμφιβάλλης. Δέν μποροῦσες νά ἔχης ἐνδοιασμούς. Δέν μποροῦσε οὔτε ὁ λογισμός σου νά διστάση νά ὁμολογήση, πώς ὄντως ὁ π. Ἰουστῖνος εἶναι ἅγιος, δοξασμένος ἀπό τόν Θεό. Ὅποιος ἔσκυψε καί ἀσπάσθηκε τό ἅγιό του πρόσωπο, διέκρινε ἀμέσως, χωρίς καμμιά ἀμφιβολία, τά ἐνδεικτικά τῆς δόξης, πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό.
Δέν πρέπει νά ποῦμε τίποτε ἄλλο. Ἴσως εἶπα περισσότερα ἀπό ὅσα ἔπρεπε. Ὅμως, ὁ Θεός γνωρίζει ὅτι κατέθεσα τήν ἀλήθεια καί ὅτι τήν ἀλήθεια αὐτή δέν μοῦ ἐπέτρεπε ἡ συνείδησή μου νά τήν ἀποκρύψω. Πιστεύω πάντως μέ πίστη βεβαία ὅτι πολύ σύντομα ὁ Θεός θά τόν φανερώση σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία.
Κατά τή διάρκεια τῆς ἀκολουθίας μίλησαν πολλοί γιά τόν π. Ἰουστῖνο. Θά ἤθελα νά σταθῶ στήν ὁμιλία τοῦ πνευματικοῦ του τέκνου, τοῦ π. Ἀμφιλοχίου. Μίλησε μέ τόση παρρησία γιά τό ἄθεο καθεστώς, γιά τά σχίσματα τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, σκιαγραφῶντας παράλληλα καί τή μορφή τοῦ Γέροντά του, πού κύριο χαρακτηριστικό του ἦταν ἡ μεγάλη ἀγάπη του γιά τό Χριστό, πού τόν ἔβλεπε σάν μοναδικό κριτήριο τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. Ἔβλεπε τόν ἄνθρωπο νά συναρμολογῆ καί νά ἐνοποιῆ τόν ἑαυτό του μέσα στόν Θεάνθρωπο Χριστό, καί πονοῦσε βαθειά γιά τήν τραγωδία τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ καί ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων πολιτισμῶν, πού εἶχαν σάν μέτρο ὄχι τόν Θεάνθρωπο, ἀλλά τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Συνέλαβε ὁ π. Ἰουστῖνος, αὐτός μόνος, τό πραγματικό καί μοναδικό πρόβλημα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, πού εἶναι νά γνωρίση τό ἀληθινό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μέ τό ὁποῖο θά λύση ὅλα τά προβλήματα ὅλων τῶν ἐποχῶν καί ὅλων τῶν κόσμων.
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος μίλησε μέ παρρησία φανερώνοντας τό «μαρτύριον τῆς συνειδήσεως» τοῦ Γέροντός του καί τό δικό του· τῶν πνευματικῶν του ἀδελφῶν καί τῶν πιστῶν ἀνθρώπων τῆς πατρίδος του. Μέ τή στάση του ἔδειξε τό δένδρο, πού τόν γέννησε. Μέ τήν ὁμολογία του «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων», τόν καρπό αὐτό τῆς πνευματικῆς ὡριμότητος καί τῆς ὀδύνης, μᾶς ὑπέδειξε μέ τόν πιό εὔγλωττο τρόπο ὅτι πρέπει νά γνωρίσουμε καί ἀπό τούς καρπούς του τό δένδρο, γιατί, πράγματι, ὁ π. Ἰουστῖνος ἦταν «ὡς τό ξύλον τό πεφυτευμένον παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων». Ἀκούγοντας τά λόγια τοῦ π. Ἀμφιλοχίου δέν μποροῦσες νά μή συνειδητοποιήσης τό πόσο μακρυά βρισκόμαστε ἀπό τήν ὡριμότητα αὐτή. Ἐμεῖς οἱ ἐλεύθεροι Ἕλληνες μπορούσαμε μέ τήν παρουσία μας μόνο, τελείως ἀνώδυνα, τελείως ἀκίνδυνα, νά προσφέρουμε πολύ μεγάλη βοήθεια στούς ἀδελφούς μας τῆς Σερβίας. Δέν θά μᾶς στοίχιζε τίποτε, καί ὅμως δέν ἐκπροσωπήθηκε ὅσο ἔπρεπε ἡ χώρα μας στό μεγάλο αὐτό γεγονός τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν ταφή ἑνός ἁγίου της.
Ἡ παρουσία κληρικῶν καί λαϊκῶν ἀπό τήν Ἑλλάδα θά ἦταν μιά ἀποδοκιμασία γιά τόν κλῆρο ἐκεῖνο τῆς Σερβίας, πού ἔκλινε γόνυ στό σύγχρονο Βάαλ καί περιφρόνησε τόν πολύτιμο θησαυρό του, τόν π. Ἰουστῖνο. Θά ἦταν μιά πράξη συμπαραστάσεως καί ἀγάπης, πού θά ἔφερνε πολλούς καρπούς στούς ἀδελφούς μας, πού δοκιμάζονται. Καί ὅμως δέν ἔγινε. Δέν κατακρίνω κανένα. Δέν μοῦ ἐπιτρέπεται. Ἐξ ἄλλου πολλοί θέλησαν καί ἀπό τό ἅγιο Ὄρος καί δέν τούς δόθηκε ἄδεια, ὅπως ἐπίσης καί ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας μας, πού δέν πρόλαβαν νά βγάλουν διαβατήρια. Λέω μόνο μέ πόνο καί πικρία πώς ἔνοιωσα ντροπή. Ἔνοιωσα τήν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, πώς σάν ἔθνος ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες προδώσαμε τήν ἀγάπη, πού εἶχε αὐτός ὁ ἄνθρωπος γιά μᾶς. Ἐκεῖνος μιλοῦσε, ὅσο ζοῦσε, γιά τόν Ἑλληνισμό καί ἔκλαιγε . Ἔφθανε στό σημεῖο νά λέη τόσα πολλά γιά μᾶς τούς Ἕλληνες, ὥστε νά ἀκούη ἀπό τά πνευματικά του τέκνα:
«Μά καλά, ἐμεῖς δέν ἔχουμε τίποτε καλό; Μόνο ὁ Ἑλληνισμός ἀξίζει;»
Ἦταν ὁ μεγαλύτερος φιλέλληνας μέ τήν σωστή καί ἀπαθῆ ἔννοια τοῦ ὅρου. Γνώριζε, ἴσως ὅσο κανείς, τή μυστική σημασία πού ἔχει ὁ Ἑλληνισμός γιά τήν Ὀρθοδοξία, κάτι πού εἶναι ἄσχετο μέ τόν σωβινισμό μας .
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ αὐτός ὅμως, κατηγορήθηκε ἀπό μᾶς ὅτι δέν μπόρεσε νά ξεπεράση τήν πίστη του στόν Πανσλαβισμό. Τό πόσο μακρυά ἀπ’ τήν ἀλήθεια βρίσκεται αὐτή ἡ κατηγορία φαίνεται καί μέ μιά ἁπλῆ ἐπίσκεψη στό Μοναστήρι τοῦ Τσέλιε. Μᾶς ὑποδέχθηκαν ἐκεῖ καί μᾶς περιποιήθηκαν μέ τέτοια ἀγάπη καί ταπείνωση, μέ τέτοια Ἀβραμιαία φιλοξενία, πού ξεπερνᾶ κατά πολύ τή δική μας σέ ποιότητα. Ἡ ὑποδοχή καί ἡ περιποίηση, πού μᾶς ἔγινε, ἔδειξε φανερά σέ ὅλους μας, ὅσο ἀνυποψίαστοι καί νά εἴμαστε, τόν βαθύτατο σεβασμό πού ἔτρεφε ὁ Γέροντάς τους γιά τούς Ἕλληνες ἀπό τόν ὁποῖο καί τόν παρέλαβαν. Ἡ ἀγάπη πού νοιώσαμε στό Μοναστήρι τοῦ Τσέλιε ἦταν ἀγάπη ὄχι ἁπλῶς ἀδελφῶν ἀλλά ἀγάπη Χριστοῦ. Ὁ Θεός νά ἀνταποδώση ὅ,τι ἔκαναν γιά μᾶς καί ὅσα μᾶς ἔδωσαν, κατά τό ἄπειρο Αὐτοῦ Ἔλεος.
Εἶναι πικρά αὐτά πού γράφω γιά μᾶς τούς Ἕλληνες, ἀλλά χωρίς πικρία καί στενοχωρία δέν ἔρχεται μετάνοια. Ντρέπομαι, πρῶτος ἐγώ, πού γνώρισα ἀπό κοντά καί εὐεργετήθηκα τόσο στήν πνευματική μου ζωή ἀπό τή φυτεία τοῦ π. Ἰουστίνου. Ντρέπομαι, πού δέν ἔχω δείξει τήν εὐγνωμοσύνη καί τήν τιμή πού πρέπει στά πρόσωπα τῶν Σέρβων ἀδελφῶν μας.
Δέν προχωρῶ στίς ἐπικρίσεις πού δέχθηκε ἀπό ὅλες τίς πλευρές γιά τή στάση του στό θέμα τῆς συγκλήσεως τῆς λεγομένης «Μεγάλης Συνόδου». Δέν εἶμαι ἁρμόδιος νά μιλήσω γι’ αὐτό τό μεγάλο θέμα. Γι’ αὐτό εἶναι μόνο ἁρμόδιοι οἱ ἅγιοι πατέρες μας, πού πέρασαν τό «παρά φύσιν» καί τό «κατά φύσιν» καί ζοῦν «ὑπέρ φύσιν». Οἱ ἅγιοι Γέροντες, πού ζοῦν σήμερα στή γῆ μας, σ’ ὁποιοδήποτε μέρος της κι’ ἄν βρίσκονται, «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος». Ἕνα μόνο θέλω νά παρατηρήσω. Καταφέραμε μέ τή στάση μας νά μή παραδεχόμαστε σήμερα ἀσφαλῆ ὁδηγό σέ κανένα πνευματικό θέμα. Καταφέραμε νά μή θεωρεῖται στίς ἡμέρες μας ὅτι κατέχει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ κανείς ἀπό τούς «ἐν ζωῇ» Γέροντες, ἐκείνους πού τή θεολογία τους τήν ἀντλοῦν ὄχι μόνο ἀπό τίς γνώσεις τῆς νοήσεως ἀλλά ἀπό τήν καθαρή καί ἀμετεώριστη προσευχή τους. Συνεχῶς ἀντιλογίες γλωσσῶν, κενές ἀπό οὐσία καί βασισμένες μόνο στή γνώση τῶν σπουδαστηρίων καί στήν ἐξυπνάδα τοῦ μυαλοῦ. Φαντάζομαι πῶς θά ἀντιμετωπίζαμε σήμερα τόν Μέγα Βασίλειο, ἄν ἔλεγε σέ μᾶς, αὐτό πού εἶπε σέ μιά κρίσιμη στιγμή στήν ἐποχή του, ὅταν γινόταν παρόμοια ἀντιλογία: «Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ, οὐκ ἔστι μετά τῆς ἀληθείας»! Ἀλλοίμονο, ἄν στίς ἡμέρες μας δέν ὑπάρχη κανείς, πού νά ἐκφράζη αὐθεντικά τήν καθολική ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ!
Ἀποτέλεσμα τῆς στάσεως αὐτῆς ἦταν νά ἀπουσιάσουν ἀπό τήν ταφή τοῦ π. Ἰουστίνου οἱ Θεολογικές Σχολές Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης . Μοναδική τιμητική ἐξαίρεση, ὅσο γνωρίζω, ὁ καθηγητής κ. Μουρατίδης πού ἔστειλε ἐκπρόσωπό του, γιατί ὁ ἴδιος ἦταν ἄρρωστος. Θά ἦταν πολύ παρήγορο νά ἦταν συμπτωματική ἁπλῶς ἡ ἀπουσία τῶν καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς, ἀλλά δέν ἀναπαύεται μέ αὐτό εὔκολα ὁ λογισμός. Οὔτε ἕνας βοηθός τοῦ Πανεπιστημίου δέν βρέθηκε παρών. Λυπηρό πολύ τό φαινόμενο. Στά φοιτητικά μου χρόνια μοῦ δόθηκε εὐκαιρία νά ἀποκτήσω θλιβερή πεῖρα, γιά τό πῶς ἀντιμετωπίζεται ἀπό τούς περισσοτέρους Ἕλληνες θεολόγους ἡ θεολογία τῶν Σλαβικῶν χωρῶν. Οἱ Σλάβοι θεωροῦνται σάν κατωτέρας ποιότητος θεολόγοι! Δέν καταλαβαίνουμε ὅτι προσβάλλουμε τή νοημοσύνη καί τήν ἀξιοπρέπειά μας, ὅταν δέν ἀναγνωρίζουμε ὅτι ἄν ἡ θεολογία τοῦ τόπου μας παρουσιάζη μιά καλή στροφή πρός τίς πηγές τῆς ζωῆς, αὐτό τό ὀφείλουμε, σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου, στούς Σέρβους μαθητάς τοῦ π. Ἰουστίνου, πού μᾶς γνώρισαν τήν μορφή καί τή Θεολογική Πατερική σκέψη τοῦ Γέροντά τους.
Ἀνήκω στή γενιά πού γνώρισε τήν δίψα τῶν καθαρῶν πηγῶν καί εἶμαι σέ θέση νά γνωρίζω, πώς ἀπό τότε πού γνωρίσαμε αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ἀγαπήσαμε τήν Ἐκκλησία καί τή Θεολογία. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀπό τή Σερβία μᾶς γνώρισαν καί τούς Ἕλληνες Γέροντές μας ἀκόμη, πού μέχρι τότε δέν γνωρίζαμε, γιατί δέν εἴχαμε τήν πνευματική αἴσθηση νά τούς καταλάβουμε.
Θεωροῦμε τούς Σέρβους ἁπλῶς σάν φοιτητάς τοῦ Πανεπιστημίου μας, ἐπειδή ἦλθαν καί ὑπέβαλαν διατριβές στήν Ἑλλάδα καί δέν θέλουμε νά παραδεχθοῦμε ὅτι κείμενα σάν τήν «Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀπ. Παύλου», «Τό Μυστήριο τῆς Ἁγ. Τριάδος κατά τόν Ἅγ. Γρηγόριον Παλαμᾶν», καί «τό Μυστήριον τῆς σωτηρίας κατά τόν Ἅγ. Μάξιμον» –μέ τά κείμενα τοῦ π. Ἰουστίνου δέν γίνεται σύγκριση– δέν εἶναι εὔκολο νά φανοῦν ἀπό Ἕλληνες Θεολόγους γιά πολλά χρόνια.
Μέχρι νά καθαρθῆ ἡ Θεολογία μας τελείως ἀπό τίς μολύνσεις τόσων χρόνων θά περάση καιρός πολύς . Ἤδη καί τώρα βρίσκεται σέ λάθος δρόμο. Ἀκολουθεῖ βέβαια, κατά κανόνα, Πατερική κατεύθυνση. Χρησιμοποιεῖ τή θεολογία τῶν Πατέρων, ἀλλά δέν τήν βιώνει. Τήν συλλαμβάνει διανοητικά, ἐγκεφαλικά· δέν εἶναι καρπός πνευματικῆς πορείας καί ἀσκήσεως, καρπός λειτουργικῆς ζωῆς. Ἔτσι φαίνεται γιά μιά ἀκόμη φορά ὅτι εἶναι λειψός ὁ θεολόγος, πού δέν εἶναι λειτουργός.
Μ’ αὐτές τίς προοπτικές, ἄν δέν βρεθοῦν πρόσωπα μέ βιώματα καί συνέπεια πνευματική, ἡ θεολογία μας παίρνει τό δρόμο τοῦ Σχολαστικισμοῦ μέ Πατερικό προσωπεῖο . Ἤδη στίς περισσότερες Πατερικές ἐκδόσεις, ὅπου ἐπιχειρεῖται παρουσίαση κειμένων ἤ ὁποιαδήποτε εἰσαγωγή, παρακολουθεῖ κανείς μέ θλίψη νά γίνεται ἀνατομία στούς Πατέρες καί Διδασκάλους του, σά νά πρόκειται γιά κοινούς ἀκαδημαϊκούς θεολόγους.
ΜΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ πού ἔγραψα δέν θέλησα νά ἀποκαλύψω τή γύμνωση τῶν Πατέρων καί ἀδελφῶν μου, ἀλλά νά ὑπενθυμίσω, πρῶτα στόν ἑαυτό μου, ἕνα χρέος ἱερώτατο. Δείξαμε ἀγνωμοσύνη καί μικρότητα. Ὁ θάνατος τοῦ π. Ἰουστίνου ἄς γίνη ἀφορμή μετανοίας γιά ὅλους μας. Ἄς πλησιάσουμε τόν τάφο του καί ἄς γονατίσουμε μέ εὐλάβεια ὅλοι ὅσοι τόν πικράναμε καί ἐκεῖ νά νοιώσουμε τήν ἀγάπη πού ἔτρεφε καί τρέφει γιά μᾶς. Ἐκεῖ νά νοιώσουμε καί τήν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν μας Σέρβων, πού τόσο ἀνεξίκακα δέχονται τήν ἀγνωμοσύνη μας καί μᾶς δείχνουν τόση ἀγάπη καί σεβασμό. Τότε ὑπάρχει ἐλπίδα. Θά εἶναι ἕνα σημάδι ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά μετανοήση καί νά μήν ἀφήση τόν οἶκο μας ἔρημο. Τή γῆ μας, πού τόσο ἀγάπησε αὐτός, πού τόσο περιφρονήσαμε.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗΣ
(Πηγή: «Μνήμη Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς», π. Βασίλειος Βολουδάκης, και το άρθρο του «Μπροστά στόν τάφο τοῦ π. Ἰουστίνου», Ὀρθόδοξος Τύπος, Ἀρ. Φύλλου 356 – 11, Μάϊος 1979, Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Πευκακίων Αθηνών )
Πηγή: Ακτίνες , Διακόνημα (Μέρος 1ο) , Διακόνημα (Μέρος 2ο) , Διακόνημα (Μέρος 3ο) , Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Πευκακίων Αθηνών