Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
«Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει» (Α1α΄) ΑΞΙΟΝ-ΕΣΤΙ-ιστ..Υπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἐχθροὶ τῆς πίστεώς μας, ἄνθρωποι ποὺ τὴν κατηγοροῦν, νομίζοντας οἱ ἄφρονες ὅτι ἔτσι θὰ μπορέσουν νὰ σκιάσουν τὸν ἥλιο – Χριστό. Μία δὲ ἀπὸ τὶς κατηγορίες ποὺ ἐκτοξεύουν εἶνε, ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶνε κατὰ τῆς χαρᾶς, ὅτι μὲ τὶς ἀπαγορεύσεις τῶν ἐντολῶν της κάνει τὸν ἄνθρωπο λυπημένο, σκυθρωπό. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀληθεύει. Ἂν ὑπάρχῃ στὸν κόσμο μιὰ θρησκεία ποὺ εἶνε ἥλιος χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως πνευματικῆς, αὐτὴ εἶνε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀπόδειξις; Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος· καὶ μόνο αὐτὸς φτάνει.
Μεταξύ των ολίγων πραγματικών, λειτουργών του Υψίστου, υπήρξεν ασφαλώς ο χθες εις Κύριον αποδήμησας αίδεσιμώτατος ιερεύς Νικόλαος Πλανάς, εις ηλικίαν 82 ετών.
Νηστεία σημαίνει εγκράτεια από τροφές άλλα και τα φθοροποιά πάθη - Η ευλογημένη Σαρακοστή είναι δρόμος θεραπείας του σώματος και της ψυχής
«Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμὶν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Μάτθ. 6,14)
Ο συγκεράσας την εν Χριστώ άσκηση με τη ζωντανή θεολογία σοφός διδάσκαλος και πνευματικός καθοδηγητής της Αιγύπτου
Ανάμεσα στους φωτεινούς ασκητές, διαπρεπείς πατέρες και πολύτιμους εκκλησιαστικούς συγγραφείς εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος στις 4 Φεβρουαρίου τόσο από την Ανατολική όσο και από τη Δυτική Εκκλησία Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, ο «ἱερατικῆς καί ἀσκητικῆς πολιτείας κανών» κατἀ τον Μέγα Φώτιο, ο «ἀγγελικόν ἄντικρυς μετελθών βίον» κατά τον ιστορικό Ευάγριο.
Ο Άγιος Ισίδωρος, ο οποίος αναδείχθηκε στύλος και εδραίωμα της Εκκλησίας, γεννήθηκε γύρω στο 350 μ.Χ. στο Πηλούσιο της Αιγύπτου, το οποίο βρισκόταν στο βορειοανατολικό άκρο του δέλτα του Νείλου, κοντά στη σημερινή κωμόπολη Τινέχ και το Πορτ Σάιντ. Μάλιστα η ερειπωμένη πλέον σήμερα πόλη του Πηλουσίου του έδωσε και την προσωνυμία «Πηλουσιώτης». Οι ευσεβείς, ενάρετοι και πλούσιοι γονείς του διέκριναν από πολύ νωρίς τη φιλομάθειά του και επιμελήθηκαν την υψηλή μόρφωση και την εξαιρετική ανατροφή του. Γύρω στο 370 μ.Χ. ο Άγιος Ισίδωρος πήγε στην περιώνυμη πόλη της Αλεξάνδρειας για να σπουδάσει. Εκεί γνωρίσθηκε με τον Μέγα Αθανάσιο και φοίτησε στην περίφημη Κατηχητική Σχολή, όπου διευθυντής ήταν ο Δίδυμος ο Τυφλός, ο οποίος υπήρξε και ο διδάσκαλός του. Σπούδασε την αρχαία ελληνική γραμματεία, αλλά παράλληλα μελετούσε και τα έργα των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, ενώ καθημερινά εντρυφούσε μέσα στα χωρία της Αγίας Γραφής. Ο Άγιος Ισίδωρος υπήρξε θαυμαστής και υπέρμαχος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και συστηματικός μελετητής των έργων του. Παράλληλα ήταν και ένθερμος μιμητής του ύφους και των ιδεών του και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε αγωνίσθηκε με θάρρος για την αποκατάσταση και την επαναγραφή του ονόματος του Ιερού Χρυσοστόμου στα δίπτυχα της Αλεξανδρινής Εκκλησίας ύστερα από τη διαμάχη και τη σύγκρουση του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Θεοφίλου με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εκθρόνιση και την εξορία του Ιερού Πατρός. Ο Μέγας Αθανάσιος διακρίνοντας την αρετή, την ευσέβεια και την ευρεία θεολογική κατάρτιση του Αγίου Ισιδώρου, τον χειροτόνησε ιερέα. Σε όλη τη μετέπειτα ιερατική και μοναχική του πορεία αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στον Θεό, έχοντας ως φωτεινό πρότυπό του τον Τίμιο Πρόδρομο και ως μόνιμο μέλημά του την ανόθευτη διατήρηση της ορθοδόξου πίστεως. Μετά τις σπουδές και την εις πρεσβύτερον χειροτονία του από τον Μέγα Αθανάσιο επέστρεψε στη γενέτειρά του, το Πηλούσιο της Αιγύπτου, όπου ανέπτυξε μεγάλο ιεροκηρυκτικό έργο. Αναδείχθηκε σοφός διδάσκαλος και πνευματικός καθοδηγητής εκατοντάδων ψυχών, οι οποίες κοντά του έβρισκαν την παρηγοριά και την ανακούφιση. Απέκτησε κύρος και πνευματική ακτινοβολία και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλοί τον θεωρούσαν άνδρα αγιότητος και απαστράπτουσας αρετής.
Γύρω στο 400 μ.Χ. αποφάσισε να εγκαταλείψει τα «ἐν τῷ κόσμῳ» και να αποσυρθεί σε μοναστήρι της περιοχής. Εκεί υποτάχθηκε σ’ έναν γέροντα και «μόνος πρός μόνον τόν Θεόν γενόμενος» ασκήθηκε στην εγκράτεια, την ακτημοσύνη, την προσευχή, την υπακοή και την περισυλλογή για να γίνει σύντομα «τῶν μοναστῶν τό κλέος». Μελετούσε αδιάλειπτα την Αγία Γραφή, αλλά και τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας και των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και έφτασε σε τέτοιο αγιοπνευματικό επίπεδο και σε τέτοια πνευματική ωριμότητα, ώστε εκατοντάδες πιστοί τον αναζήτησαν και αφού βρήκαν το μοναστήρι, στο οποίο μόναζε, τον επισκέπτονταν για να οικοδομηθούν πνευματικά και να βρουν λύση στα προβλήματά τους. Στους πολυάριθμους επισκέπτες πρόσφερε μαζί με την ψυχική ανάπαυση και παροιμιώδη φιλοξενία, προέτρεπε δε τους χριστιανούς να είναι φιλόξενοι, γεγονός που επιβεβαιώνεται και σε επιστολή του, στην οποία επιπλήττει δριμύτατα όσους δεν προσφέρουν φιλοξενία σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη. Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης κατέστη με την ασκητική του ζωή και τον ενάρετο βίο του επόπτης όλων των μοναστηριών και των μοναχών της περιοχής, αφού με τις συνεχείς νουθεσίες του στήριζε και καθοδηγούσε πνευματικά τους μοναχούς. Επιπλέον οδήγησε τα μοναστήρια σε τέτοια πνευματική ακμή και λάμψη, ώστε αναδείχθηκαν φωτεινοί φάροι και ισχυροί προμαχώνες της ορθοδόξου πίστεως. Το ολοένα και αυξανόμενο πλήθος των χριστιανών, το οποίο κατέφθανε στο μοναστήρι για να καθοδηγηθεί πνευματικά, τον ανάγκασε να αποσυρθεί σε ερημική τοποθεσία για να επιδοθεί με περισσότερη ησυχία στην προσευχή, τη μελέτη και την άσκηση. Η πνευματική του ωριμότητα με τη συνεχή άσκηση και προσευχή και η πολυμάθειά του τον ανέβασαν σε τέτοιο υψηλό επίπεδο σοφίας και διανόησης, ώστε απέκτησε το χάρισμα να ερμηνεύει και τα πιο δύσκολα χωρία της Αγίας Γραφής, αλλά και να δίνει την απαιτούμενη λύση και απάντηση σε κάθε απορία και σε κάθε πρόβλημα πιστού, αφού ακόμη και στην έρημο τον αναζήτησαν εκατοντάδες ταλαιπωρημένες ψυχές. Μάλιστα αναπτύχθηκε μεταξύ του Αγίου και των χριστιανών μια μοναδική και αξιομνημόνευτη αλληλογραφία, η οποία επιβεβαιώνεται και από τον μεγάλο αριθμό των σωζομένων επιστολών του που ανέρχονται σε 2.000 και διακρίνονται για τη λακωνικότητα, το κομψό ύφος και συχνά τον ποιητικό τους λόγο. Οι πολυάριθμες αυτές επιστολές, οι οποίες αποτελούν ένα άριστο θησαυροφυλάκιο συμβουλευτικής σοφίας και πείρας, πραγματεύονται δογματικά και απολογητικά θέματα, θέματα ερμηνείας της Αγίας Γραφής, καθώς και θέματα με ηθικοθρησκευτικό περιεχόμενο, απευθύνονται δε σε διάφορες τάξεις: σε αυτοκράτορες, επισκόπους, ιερείς, μοναχούς, πλούσιους, φτωχούς και λογίους. Με τον πύρινο λόγο του στις επιστολές έφτασε ο σοφός και ασκητικός Άγιος Ισίδωρος να επιπλήξει και να ελέγξει με αυστηρότητα ακόμη και αυτοκράτορες και ισχυρούς εκκλησιαστικούς άνδρες με σκοπό να τους παροτρύνει να συναισθανθούν τα λάθη τους και να επανορθώσουν, όπως έγινε με τον Πατριάρχη Θεόφιλο, τον Επίσκοπο Πηλουσίου Ευσέβιο και τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Στις επιστολές του απαντούσε πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον της ψυχής και με οδηγό την ανιδιοτελή αγάπη προς τον συνάνθρωπο, τη βαθειά πίστη και τις αρετές της διάκρισης και της σύνεσης. Παρόλο που ήταν αυστηρός και ανυποχώρητος στην αμαρτία, την αδικία, την πλάνη και την αίρεση, ήταν ταυτόχρονα ευαίσθητος, προσιτός και ανθρώπινος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επέδειξε για τον χώρο της Εκκλησίας και τους κληρικούς που διακονούν σ’ αυτή, αλλά και δεν δίστασε να καυτηριάσει τους φαύλους κληρικούς της εποχής του, εναντίον των οποίων συνέγραψε ελεγκτικές επιστολές επιδιώκοντας να τους φέρει σε συναίσθηση. Στηλίτευσε με αυστηρότητα τα θλιβερά φαινόμενα της σιμωνίας και της φιλαργυρίας στους κληρικούς όλων των βαθμίδων, φαινόμενα που δυστυχώς ακόμη και σήμερα τραυματίζουν το σώμα της Εκκλησίας, προσβάλλουν την αποστολή και το έργο των αξίων κληρικών και σκανδαλίζουν τους πιστούς. Ενδεικτικός είναι ο μεγάλος αριθμός επιστολών που συνέγραψε ο Άγιος Ισίδωρος για τους μιαρούς, φιλάργυρους, εγωιστές, φλύαρους, πονηρούς, ματαιόδοξους, σιμωνιακούς και απερίσκεπτους κληρικούς, οι οποίοι μόλυναν με τον βίο και τη συμπεριφορά τους το Ιερό Θυσιαστήριο, όπως ο Ζώσιμος, ο Μάρων και ο Μαρτινιανός, ενώ δεν παραλείπει να στιγματίσει και τους υποψήφιους επισκόπους που προσπαθούν να ανέλθουν στον επισκοπικό θρόνο με ανεντιμότητα, διαπράττοντας το φοβερό αμάρτημα της σιμωνίας. Μέσα από τις επιστολές του παρουσιάζει την ιεροσύνη ως θείο αξίωμα και ως ουράνιο αγαθό, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στη θεία και την ανθρώπινη φύση για να υπηρετεί την πρώτη και να μεταβάλλει προς το ανώτερο τη δεύτερη. Επιπλέον ο υποψήφιος κληρικός πρέπει να έχει ασκηθεί στην υπακοή, την εγκράτεια και την υπομονή και να έχει επιδοθεί ο ίδιος σε πνευματικό αγώνα για να είναι κεκοσμημένος με αρετές και έτσι να μπορέσει ορθά να καθοδηγήσει τις ανθρώπινες ψυχές. Σε μια επιστολή του ο Άγιος αναφέρει τα ακόλουθα για τον ιερέα: «Ἅπτει λύχνον ὁ Θεός Ἱερέα καί τίθησιν αὐτόν ἐπί τήν λυχνίαν τῆς ἑαυτοῦ φωτοφόρου καθέδρας, ἴνα ἐξαστράπτῃ φωτισμόν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ δογμάτων καὶ πράξεων», ενώ για τους ανάξιους κληρικούς, τους οποίους αποκαλεί «επιδρομείς», αναφέρει ότι όταν κάποιος νόθος και ανάξιος εισέλθει με τη βία στο αξίωμα της ιεροσύνης, τότε ο στολισμός του ιερατικού αξιώματος μεταβάλλεται σε απρέπεια. Παράλληλα υπογραμμίζει ότι το να σφάλει και να αμαρτάνει κάποιος λαϊκός είναι φοβερό, το να σφάλει όμως ιερωμένος είναι φοβερότερο, ενώ θεωρεί αναγκαίο το μέτρο σε όλα, ακόμη και στην τροφή, την κατοικία, την ενδυμασία, τη φωνή και το βάδισμα. Έτσι είναι ανούσιο να νηστεύει κανείς από τη μια και να πλουτίζει από την άλλη. Με αυστηρότητα αντιμετώπιζε ο Άγιος Ισίδωρος και αυτούς που φλέγονται από την επιθυμία να γίνουν επίσκοποι χωρίς να έχουν τη συναίσθηση της βαρύτατης πνευματικής αποστολής τους, αλλά και των πολλαπλών υποχρεώσεων και των πολυεύθυνων καθηκόντων του επισκοπικού αξιώματος απέναντι στον λαό που καλούνται να διαποιμάνουν.
Εκτός από τις πολυάριθμες επιστολές ο Άγιος Ισίδωρος έγραψε και δύο θαυμάσιες πραγματείες, η μία με τίτλο: «Λόγος πρός Ἕλληνας», στην οποία υπερασπίζεται τη Θεία Πρόνοια εναντίον εκείνων που την αρνούνται και η δεύτερη με τίτλο «Περί τοῦ μὴ εἶναι εἱμαρμένην», στην οποία αποδεικνύει την ανυπαρξία της μοίρας. Ο πάνσοφος και πανόλβιος Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, ο «γράμμασι τῆς θείας σοφίας καί τῆς ἔξω ἐξησκημένος» επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο και στην καταπολέμηση των αιρέσεων, όπως της αίρεσης του Νεστορίου. Μάλιστα ζήτησε μέσω επιστολής του από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να συμμετάσχει ο ίδιος στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου το 431 μ.Χ., ενώ από τον Άγιο Κύριλλο Πατριάρχη Αλεξανδρείας ζήτησε να μετριάσει το μένος του εναντίον του αιρεσιάρχου. Στους λόγους του ο Άγιος Ισίδωρος προβάλλει πάντοτε τη μεγάλη σπουδαιότητα της Αγίας Γραφής και τη διδασκαλία των Μεγάλων Πατέρων και κυρίως του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τον οποίο θεωρεί «τῶν ἐν Βυζαντίῳ καί πάσης Ἐκκλησίας ὀφθαλμόν», ενώ θεωρεί την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού ως «τό μέγα μυστήριο τῆς εὐσεβείας». Κάποια στιγμή έφθασε όμως και η ώρα που ο δικαιοκρίτης Κύριος της ζωής και του θανάτου τον κάλεσε κοντά Του. Έτσι στις 4 Φεβρουαρίου του 437 μ.Χ. και έχοντας επιστρέψει στο αγαπημένο του μοναστήρι, εγκατέλειψε την επίγεια ζωή για να παραμείνει στη συνείδηση των χριστιανών της Ανατολής και της Δύσης ως ένας ταπεινός, σοφός, ενάρετος και πολυγραφότατος εργάτης του Ευαγγελίου του Χριστού.
Η απαστράπτουσα αρετή, ο ασκητικός του βίος και το πολύπλευρο έργο του οδήγησαν και στη διάδοση της τιμής του με την ανέγερση ιερών ναών επ’ ονόματί του. Αξιομνημόνευτος είναι ο ευρισκόμενος στη νοτιοδυτική πλαγιά του ιστορικού λόφου του Λυκαβηττού των Αθηνών γραφικός και κατανυκτικός ναός του Αγίου Ισιδώρου, όπου το Ιερό του Βήμα βρίσκεται μέσα σε σπήλαιο. Ο ιστορικός αυτός ναός των Αθηνών, ο οποίος ανακαινίσθηκε εκ βάθρων το 1931 και ήταν γνωστός στους παλαιούς Αθηναίους ως «Άγιος Σιδερέας», φέρει την προσωνυμία «Άγιοι Ισίδωροι», αφού σε τρεις φορητές εικόνες του ναού συναπεικονίζονται ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και ο Άγιος Ισίδωρος ο εν Χίω. Γι’ αυτό και ο ναός πανηγυρίζει τόσο στις 4 Φεβρουαρίου επί τη μνήμη του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου όσο και στις 14 Μαΐου επί τη μνήμη του Αγίου Ισιδώρου του εν Χίω. Στις δύο ετήσιες πανηγύρεις του ναού τελούνται οι ιερές ακολουθίες προς τιμήν των δύο εορταζομένων Αγίων, ενώ λιτανεύεται με την πρέπουσα εκκλησιαστική τάξη η παλαιά εφέστια εικόνα των Αγίων Ισιδώρων. Επίσης στο παρακείμενο από τον ναό των Αγίων Ισιδώρων σωζόμενο σπήλαιο του Αγίου Αριστείδου τελείται κατ’ έτος στις 13 Σεπτεμβρίου πανήγυρη επί τη μνήμη του ενδόξου Αθηναίου φιλοσόφου, απολογητού και μάρτυρος του 2ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος σύμφωνα με τον αείμνηστο φιλίστορα Αθηναίο ζωγράφο Αριστείδη Περιστέρη προσερχόταν στο σπήλαιο για να προσευχηθεί και να ενισχυθεί πνευματικά στον αγώνα του υπέρ της υπεράσπισης των διωκομένων χριστιανών. Επ’ ονόματι του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου τιμάται και ο ναός του Β΄ Κοιμητηρίου Αθηνών στην περιοχή των Άνω Πατησίων, ο οποίος ανεγέρθηκε επί των ημερών του Δημάρχου Αθηναίων Αριστείδου Σκληρού εις μνήμην του πατρός του Ισιδώρου.
Ιδιαίτερη τιμή απολαμβάνει ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης στο παραδοσιακό χωριό της Άνω Κορακιάνας στο καταπράσινο και ευλογημένο νησί της Κέρκυρας, όπου σε μια θαυμάσια εξοχική τοποθεσία με πανοραμική θέα βρίσκεται από τον 17ο αιώνα ένα γραφικό εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο. Ο ιστορικός αυτός ναός κτίσθηκε σύμφωνα με το ευρεθέν χειρόγραφο το έτος 1640 από τον ευσεβή γαιοκτήμονα της περιοχής Θεόφιλο Προσαλένδη και έχει μεγάλη θαυματουργική φήμη, αφού άπειρα είναι τα θαύματα που έχει τελέσει ο Άγιος Ισίδωρος με τη χάρη του Θεού και έχουν καταγραφεί τόσο στην προφορική παράδοση της περιοχής όσο και σε παλαιές χειρόγραφες φυλλάδες. Είναι ενδεικτικό ότι σε φυλασσόμενη στον ναό εικόνα του Αγίου, η οποία ιστορήθηκε το 1950 και λιτανεύεται από το 1990 την τελευταία Κυριακή του Αυγούστου, απεικονίζονται δύο από τα επιτελεσθέντα θαύματα του Αγίου Ισιδώρου, η διάσωση του Ευσταθίου Μεταλληνού το 1875 και η διάσωση του γιου του Επαμεινώνδα από το χωριό Άφρα το 1925. Τα πολυάριθμα θαύματα του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στο χωριό Άνω Κορακιάνα της Κέρκυρας οδήγησαν στην καθιέρωση εκκλησιαστικής πανηγύρεως προς τιμήν του θαυματουργού Αγίου την τελευταία Κυριακή του Αυγούστου με την αθρόα συμμετοχή του λαού, κατά την οποία λιτανεύεται και η ιερά και θαυματουργή εικόνα του τιμωμένου Αγίου. Γι’ αυτό τον λόγο και εποιήθη το 1993 από τον Ελλογιμώτατο κ. Χαραλάμπη Μπούσια ιερά ακολουθία, η οποία εξυμνεί τα θαύματα του Αγίου στην Άνω Κορακιάνα της Κέρκυρας και η οποία ενεκρίθη το 1996 από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο ίδιος χαρισματικός υμνογράφος έχει ποιήσει Παρακλητικό Κανόνα, Χαιρετιστηρίους Οίκους και Εγκώμια προς τιμήν του Αγίου.
Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης τιμάται με ιδιαίτερη ευλάβεια και τιμή και στον ομώνυμο ιερό ναό στον Κάβο Σίδερο της Κρήτης, ο οποίος είναι το ανατολικότερο σημείο της μεγαλονήσου και βρίσκεται σε απόσταση 32 χιλιομέτρων από τη Σητεία. Ο ναός διαθέτει και κελιά, αφού αποτελούσε παλαιά μονή, βρίσκεται δε σε μια άνυδρη περιοχή άγριας φυσικής ομορφιάς. Σήμερα ο ναός του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στον Κάβο Σίδερο αποτελεί μετόχιο της εντυπωσιακής για τον φρουριακό της χαρακτήρα και ιστορικής Ιεράς Μονής Παναγίας Ακρωτηριανής Τοπλού, δέχεται δε πολυάριθμους πιστούς κατά την ετήσια πανήγυρή του στις 4 Φεβρουαρίου, όπου τους δίδεται η ευκαιρία να γευθούν παραδοσιακό κρητικό φαγητό, αλλά και να μαζέψουν τις περίφημες αγριοαγκινάρες που αφθονούν στην περιοχή.
Ναός του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου υπάρχει και στην περιοχή Εψιμιά της Ιεράς Νήσου Πάτμου, ο οποίος ανεγέρθηκε με δαπάνη του αοιδίμου Επισκόπου Τράλλεων κυρού Ισιδώρου Κρικρή του Πατμίου (1938-2007), του και διατελέσαντος Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου κατά τα έτη 1975-1982 και 1986-1997. Ο αοίδιμος κτίτωρ του ναού της Πάτμου και ιεράρχης του Οικουμενικού Θρόνου Ισίδωρος Κρικρής ενταφιάσθηκε σύμφωνα με την πατμιακή εκκλησιαστική τάξη στον νάρθηκα του ναού του ομωνύμου και προστάτου του αγίου, του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, τον οποίο τόσο πολύ αγάπησε και είχε ως φωτεινό πρότυπο σε όλη τη διάρκεια της ιερατικής και αρχιερατικής του διακονίας.
Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης έρχεται στη σημερινή αλλοπρόσαλλη και εγωκεντρική εποχή να μας διδάξει, να μας αφυπνίσει και να μας παραδειγματίσει, αφού ήταν αυτός που συγκέρασε την εν Χριστώ άσκηση με τη ζωντανή θεολογία, διδάσκοντας τους πιστούς να έχουν σωφροσύνη, ανδρεία, ημερότητα, δικαιοσύνη και προ πάντων αγάπη, η οποία είναι ο θησαυρός όλων των αρετών. Μόνο με την αρετή, την προσευχή και την πίστη θα μπορέσει ο χριστιανός σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αγίου να κερδίσει τα ουράνια αγαθά και να γίνει ευάρεστος στον Θεό, Τον οποίο ο θεοφόρος ασκητής και σοφός διδάσκαλος από το Πηλούσιο της Αιγύπτου Άγιος Ισίδωρος χαρακτηρίζει ως υπέρτατο Ον και ως αΐδιο, παντοδύναμο, αγαθό, δίκαιο, μακρόθυμο, φιλάνθρωπο, αναμάρτητο, αναλλοίωτο και δημιουργό των πάντων.
* * *
Βιβλιογραφία
- Δημητρακοπούλου Σοφοκλέους Γ., Ισιδώρου Πηλουσιώτη Επιστολές, Έκδοσις Συλλόγου Διακονίας και Αποπερατώσεως Ιερού Ναού Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού, Αθήνα 1998.
- Ενισλείδου Χρήστου Μ., Οι Άγιοι Ισίδωροι του Λυκαβηττού Αθηνών, Έκδοσις Α΄, Αθήναι 1952.
- Θύμη Κωνσταντίνου Π., Βίος του Οσίου πατρός ημών Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, Ιστορικόν του εν Κορακιάνα Ιερού Ναού και Θαύματα από την Τοπική μας Παράδοση, Κέρκυρα 1996.
- Μηλίτση Γεωργίου Θ., Διδασκάλου, Ο Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, Τρίκαλα 2006.
- Φούσκα Κωνσταντίνου Μ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, Αθήνα 1994.
- Ψιλάκη Νίκου, Βυζαντινές Εκκλησίες και Μοναστήρια της Κρήτης, Εκδόσεις Καρμάνωρ, Ηράκλειο Κρήτης χ.χ.
Στίχος
Πηλουσιῶτα, χαῖρε, πολλὰ μοι, τὸν πηλὸν ἐκδύς, καὶ χαρᾶς τυχὼν ξένης. Ἐν δ' lσίδωρον ἔθεντο τετάρτῃ σήματι λυγρῷ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ κοσμούμενος, παντοδαπεῖ εὐκλεῶς, τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, Ἰσίδωρε Ὅσιε· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, σεαυτὸν ἐκκαθάρας, πράξει καὶ θεωρίᾳ, διαλάμπεις ἐν κόσμῳ· δι’ ὧν μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ΄.
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἰσίδωρε τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιο. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐωσφόρον ἄλλον σε ἡ Ἐκκλησία, εὑραμένη ἔνδοξε, ταῖς τῶν σῶν λόγων ἀστραπαῖς, λαμπρυνομένη κραυγάζει σοι· χαίροις παμμάκαρ θεόφρον Ἰσίδωρε.
Μεγαλυνάριον
Ἔρωτι σοφίας διαπρεπής, ἀποδεδειγμένος, καταλάμπεις πᾶσαν τὴν γῆν, ἐκ τοῦ Πηλουσίου, τῶν λόγων τὰς ἀκτῖνας, ὥσπερ πυρσὸς ἐκπέμπων, Πάτερ Ἰσίδωρε.
Πηγή: Σύνδεσμος Κληρικών Χίου
Τὴν πρώτη (1η) Ἰανουαρίου ἦταν τοῦ ἁγίου Βασιλείου. Χθὲς πρώτη (1η) Φεβρουαρίου ἦταν τοῦ ἁγίου Τρύφωνος. Καὶ σήμερα; Σήμερα δὲν ἑορτάζει ἅγιος. Ἑορτάζει ὁ βασιλεὺς τῶν ἁγίων, ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Εἶνε δεσποτικὴ ἑορτή, ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς. Τί εἶνε ἡ Ὑπαπαντή; Μὲ ἁπλᾶ λόγια θὰ τὸ ἐξηγήσουμε.
Καύχημα καί κλέος γιά τήν πόλη τῆς Καλαμάτας ἀποτελεῖ ὁ Ὁσιομάρτυς Ἠλίας ὁ Ἀρδούνης. Γεννήθηκε, ἔζησε καί μαρτύρησε στήν «περίδοξον» τούτη πόλη. Κατέλιπε ὡς ἱερά παρακαταθήκη τά ἱερά θαυματουργά αὐτοῦ Λείψανα, τά ὁποία ἀποτελοῦν γιά τήν πόλη μας μεγάλη εὐλογία καί ἰδιαίτερη τιμή. Φυλάσσονται εὐλαβῶς, ὡς πολύτιμος θησαυρός καί ἱερά φυλακτήρια καί γιά τούς ὅλους ἐμᾶς τούς κατοικοῦντες τήν πόλη τῆς Καλαμάτας εἶναι ἡ καταφυγή μας στούς πειρασμούς καί ἡ παρηγορία στίς θλίψεις μας.
Σχόλιο Τ.Ι.: Οι Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι έχουν αναγνωρισθεί προστάτες των ιατρών του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
Οι άγιοι μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης ζούσαν επί Διοκλητιανού του βασιλιά. Ο μεν Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ο δε Ιωάννης από την Έδεσσα. Λόγω του επικρατούντος τότε λοιπόν διωγμού, ο οποίος κατέστρεφε τους χριστιανούς, ο Κύρος προχώρησε προς την Αραβία, σε έναν παραθαλάσσιο τόπο, έγινε μοναχός και κατοίκησε εκεί. Ο δε Ιωάννης που έφθασε στα Ιεροσόλυμα, άκουσε για τις θαυματουργίες του αγίου Κύρου (διότι θεράπευε κάθε νόσο και αρρώστια), πήγε στην Αλεξάνδρεια, και από εκεί, από ό,τι φημολογείτο για τον άγιο ως προς τον τόπο διαμονής του, έφθασε εκεί που έμενε και έζησε μαζί του.
Όταν συνελήφθη κάποια γυναίκα, που λεγόταν Αθανασία, μαζί με τις τρεις θυγατέρες της, την Θεοδότη, την Θεοκτίστη και την Ευδοξία, για την πίστη τους στον Χριστό, και επρόκειτο να παρασταθούν στο δικαστικό βήμα, φοβήθηκαν οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης μήπως πάθουν κάτι που είναι φυσικό να συμβαίνει και μάλιστα στις γυναίκες, δηλαδή να τρομάξουν από το μέγεθος των μαρτυρικών βασάνων, γι’ αυτό και πήγαν εκεί που τις κρατούσαν, τις έδιναν θάρρος και τις προετοίμαζαν για τα μαρτύρια. Επειδή συνελήφθησαν και αυτοί όμως και ομολόγησαν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ότι είναι αληθινός Θεός, υποβλήθηκαν σε πολλές τιμωρίες, οπότε στο τέλος τούς έκοψαν τα κεφάλια, μαζί με τις γυναίκες που αναφέραμε. Τελείται δε η σύναξή τους στο Μαρτύριό τους, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου.
Τα τίμια σώματα των αγίων Αναργύρων, Κύρου και Ιωάννου, τα πήραν οι πιστοί και τα έκρυψαν με πολλή φροντίδα και επιμέλεια. Αργότερα όμως, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αρκάδιος (395-408 μ.Χ.) και πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος (385-412 μ.Χ.), βρέθηκαν τα άγια αυτά λείψανα. Κατά την ημέρα που ήρθαν στο φως από τα σπλάχνα της γης οι ασύλητοι αυτοί θησαυροί, έτρεξαν στον τόπο εκείνο αναρίθμητα πλήθη, κατεχόμενα από ποικίλα νοσήματα, και αξιώθηκαν της θεραπείας και της ιάσεως. Και πραγματικά, δαιμονισμένοι ελευθερώνονταν από τα δαιμόνια, ασθενείς θεραπεύονταν, τυφλοί ανέβλεπαν, χωλοί (κουτσοί) περπατούσαν και, με λίγα λόγια, κάθε είδους ίαση και θεραπεία παρείχαν σε όλους τους ανθρώπους τα τίμια αυτά λείψανα. Και δεν γίνονταν μόνο τότε τέτοια θαυμάσια, αλλά και μέχρι σήμερα όσοι προσέρχονται σ’ αυτά με πίστη και ζητούν τη βοήθειά τους λαμβάνουν γρήγορα κάθε θεραπεία, προς δόξα και αίνο Χριστού.
Οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης ανήκουν στη μεγάλη χορεία των αναργύρων αγίων, όπως οι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλαιος και Τρύφων. Η υμνολογία τους μάλιστα τους χαρακτηρίζει και ως «εξάρχους των Αναργύρων», πλην των άλλων εγκωμιασμών τους. Είναι ευνόητο δε να επικεντρώνει σ’ ένα μεγάλο βαθμό στη θαυματουργία των αγίων και στη χάρη που πηγάζει από τα τίμια λείψανά τους, χάρη που ιάται «άπαντα ημών τα πάθη» και όλους «τους εν ποικίλαις νόσοις υπάρχοντας», είτε σωματικά είτε και ψυχικά, διότι ακριβώς «θείοι ιατροί υπάρχουσιν». Ιατροί λοιπόν των ψυχών και των σωμάτων και αυτοί οι ανάργυροι άγιοι. Ενώ όμως οι ύμνοι αναφέρονται στην θεραπευτική εκ Θεού χάρη των αγίων για τον όλο άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα του, τονίζουν ιδιαιτέρως την ιατρεία που παρέχουν ως προς τα ψυχικά πάθη των ανθρώπων, καλύτερα: ο υμνογράφος στρέφει εκεί περισσότερο την προσοχή μας. «Του νοός μου εκτροπάς τυραννούσας με θραύσατε, και ιάσασθε της ψυχής μου τα πάθη» (συντρίψατε τις αμαρτωλές εκτροπές του νου μου που με τυραννούν, και γιατρέψτε τα πάθη της ψυχής μου)∙«Δυάς μαρτύρων σήμερον ανέτειλεν ημίν, τας ψυχικάς αλγηδόνας ημών θεραπεύουσα, Κύρος και Ιωάννης οι θαυματουργοί» (Ανέτειλε για εμάς σήμερα η δυάδα των μαρτύρων, που θεραπεύει τα ψυχικά τραύματά μας, ο Κύρος και ο Ιωάννης, οι θαυματουργοί).
Δεν πρόκειται ασφαλώς περί υποβάθμισης της σημασίας των σωματικών πόνων και ασθενειών: το σώμα μας είναι και αυτό δημιούργημα του Θεού, αξιότιμο και ισοστάσιο με την ψυχή μας, γι’ αυτό και ο Κύριος θεράπευε και τις σωματικές αρρώστιες των ανθρώπων. Ο άγιος υμνογράφος όμως θέλει να τονίσει την προτεραιότητα της ψυχής, διότι όταν πάσχει η ψυχή, το αντίκτυπο είναι αιώνιο, κάτι που δεν συμβαίνει με τις σωματικές αρρώστιες, οι οποίες μάλιστα πολλές φορές γίνονται μέσον αγιασμού των ανθρώπων με την υπομονή που μπορεί αυτοί να επιδείξουν. «Καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου» (θα καυχηθώ για τις ασθένειές μου) όπως λέει και ο απόστολος, διότι «όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμι», αφού ο ίδιος ο Κύριος βεβαιώνει: «η δύναμίς μου εν ασθενείαις τελειούται» (η δύναμή μου φθάνει στην τελείωσή της μέσα από τις αρρώστιες). Και βλέπουμε μάλιστα ότι ο υμνογράφος θεωρεί ως αρρώστια, ως «τυραννία» κυριολεκτικά της ψυχής, «τις εκτροπές του νοός». Γιατί άραγε; Διότι ο νους του ανθρώπου, ο ηγεμόνας της ψυχής, θα έπρεπε πάντοτε να είναι στραμμένος προς τον Θεό, με όλη την αγάπη και την έντασή του. Η εντολή του Θεού είναι σαφής: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». Με το σκεπτικό βεβαίως ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού». Ό,τι πιο φυσιολογικό λοιπόν είναι να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο ο ηγεμόνας νους, ώστε και όλες οι άλλες δυνάμεις της ψυχής: τα συναισθήματα και οι επιθυμίες, να τον ακολουθούν, κάνοντας βεβαίως και το σώμα να βρίσκεται σε υπακοή προς την αγάπη του Θεού. Λόγω της πτώσεως όμως στην αμαρτία και της επιρροής του αρχεκάκου εχθρού διαβόλου, ο νους γοητεύεται από τον κόσμο και τις προκλήσεις του μέσω των αισθήσεων του σώματος, οπότε από τη φυσιολογική πορεία του προς τον Θεό οδηγείται στην ανώμαλη πορεία του προς τον κόσμο, με αποτέλεσμα να τυραννείται από τις εκτροπές των παθών και ο άνθρωπος ψυχοσωματικά να διαστρέφεται.
Η κατεξοχήν ιατρεία λοιπόν που παρέχουν οι άγιοι, εν προκειμένω οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης, είναι σε αυτό το επίπεδο: να βοηθήσουν με τη χάρη του Θεού ο νους μας να σταθεροποιηθεί στην κανονική του πορεία: την αγάπη προς τον Θεό, η οποία βεβαίως εκφράζεται ως αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Τη φυσιολογία αυτή την έζησαν πρώτα από όλα στον εαυτό τους οι άγιοι, γι’ αυτό και χαριτώθηκαν από τον Θεό να την δωρίζουν και σε εμάς, όπως άλλωστε έκαναν και με τις συναθλήσασες με αυτούς άγιες Αθανασία με τις κόρες της. «Σε, Σώτερ, η δυάς των Μαρτύρων επόθησε» (Εσένα, Σωτήρα Κύριε, η δυάδα των μαρτύρων πόθησε)∙ «Κατεθέλχθησαν τω έρωτι της Τριάδος, και υπ’ αυτής οι Μάρτυρες σφοδρώς ερρωσθέντες, Κύρος και Ιωάννης τε, ενώσει τη κρείττονι, όργανα Θεού ανεδείχθησαν» (Καταγοητεύθηκαν από τον έρωτα της αγίας Τριάδος, ο Κύρος και ο Ιωάννης, και αφού πήραν τεράστια δύναμη από αυτήν οι μάρτυρες, με την πιο ανώτερη και καλύτερη ένωση που υπάρχει, αναδείχτηκαν όργανα του Θεού). Και από την άλλη: «Σε μόνον αγαπάν απτοήτω φρονήματι αλείψαντες τας Παρθένους, Ιωάννης και Κύρος, ανδρείας απειργάσαντο» (Καθοδήγησαν τις παρθένους με τη μητέρα τους βεβαίως, ο Ιωάννης και ο Κύρος, με άφοβο φρόνημα, και τις έκαναν να είναι ανδρείες). Το έχουμε μάλιστα ξαναπεί: όσο ο άνθρωπος είναι στραμμένος προς τον Θεό και Αυτόν έχει ως προτεραιότητα της ζωής του, όσο δηλαδή βρίσκεται στη φυσιολογική του κατάσταση, τόσο και υπερβαίνει όλα τα προβλήματα της ζωής αυτής, ιδίως μάλιστα τα ψυχολογικά λεγόμενα, τα οποία ταλαιπωρούν πλήθος συνανθρώπων μας και τους κάνουν τη ζωή «κόλαση» που λέμε. Οι άγιοι ανάργυροι δίνουν σήμερα με τη μνήμη τους και την πρόκληση αυτή: να θυμηθούμε ότι η ιατρεία του ανθρώπου είναι πρωτίστως ιατρεία ψυχής, και μάλιστα ρύθμισης του νου.
(Πηγή: παπα Γιώργης Δορμπαράκης, Ακολουθείν)
Τό θαύμα πού έγινε στόν Άγιο Σωφρόνιο
Ο Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολυμων αφηγείται ο ίδιος πως οι Άγιοι Ανάργυροι Κύρος και Ιωάννης του θεράπευσαν τα μάτια:
«Ηταν τόσο μεγάλη ή εύγνωμοσύνη, πού ένιωθε ό πρώην δαιμονιζόμενος τού Εύαγγελίου, όταν άπαλλάχθηκε από τα βάσανά του, πού αν καί ό Κύριος τού έδωσε έντολή μόνο στούς δικούς του να πάει καί να τούς άναγγείλει τή σωτήρια έλεημοσύνη πού άνέλπιστα έλαβε, αύτός, έπιστρέφοντας στή πόλη του, έγινε διαπρύσιος καί άκούραστος κήρυκας τού Σωτήρα σέ όλη τή Δεκάπολη γι αυτό μή μάς κατακρίνει κανείς πού καί εμείς θελήσαμε να γίνουμε μιμητές του καί να διακηρύξουμε, άλλά καί να άποτυπώσουμε με γραφίδα τις εύεργεσίες, πού λάβαμε από τόν Κύρο καί τόν Ιωάννη.
Γιατί καί τό λεπρό πού ό Χριστός καθάρισε δεν τόν μέμφθηκε κανείς έπειδή τη θεραπεία παντού κήρυξε καί τόν Χριστό πού τόν θεράπευσε καί αν καί διατάχθηκε να σιωπήσει, αύτός όμως δεν τό θέλησε και παράκουσε τήν έντολή. Επειδή λοιπόν αυτών των δύο ζηλέψαμε τήν εύγνωμοσύνη, δέν θα αποκρύψουμε κι εμείς τή θεραπεία, άλλά θά γίνουμε εύγνώμονες κήρυκες τών δωρεών τών αγίων. Θά πούμε λοιπόν τό όνομα καί τή πόλη καί τήν πατρίδα καί όπου από τόν Θεό ταχθήκαμε, άλλά καί τήν άσθένεια τών οφθαλμών καί τήν έπίσκεψη τών άγιων, όπως κάναμε καί γιά όλους τούς άλλους θεραπευθέντες.
Τό όνομα τού συγγραφέα είναι Σωφρόνιος καί ή γενέτειρά του είναι ή Δαμασκός, πατρίδα του δέ ή Φοινίκη, όχι όμως ή παραλιακή, άλλά αυτή πού είναι πάνω στό όρος τού Λιβάνου. Είχε πάει στήν Αλεξάνδρεια ό Σωφρόνιος και εκεί αρρώστησε καί στά δυό του μάτια, κι όχι γιά λίγες μέρες, άλλά έπί πολλούς μήνες καταταλαιπωρούνταν και κατατρύχονταν, έπειδή δέ δέν μπορούσε να υποφέρει το πέλαγος τής οδύνης, πήγε στούς καλύτερους γιατρούς τής πόλης καί μάλιστα σ’ αύτούς πού θεωρούνταν ότι ήξεραν κάτι περισσότερο από τούς άλλους καί οί όποιοι τον έβγαζαν συχνά έξω καί έξετάζοντας τίς κόρες τών ματιών του ύπό τό φώς τού ήλιου, άποφθέγγονταν πώς αιτία της νόσου ήταν ή άλλαγή τού κλίματος.
Καθώς όμως επέμενε τό νόσημα, τούς φάνηκε σάν ξηροφθαλμία, ή όποια αυτή τή φορά δέν είχε αιτία τήν άλλαγή κλίματος, άλλά τή δυσκρασία τού σώματος, γι αυτό καί διέταξαν μία γενική δίαιτα, γιατί θεωρείται ότι, όσοι πάσχουν από αυτήν την ασθένεια καί άδυνατίσουν, θεραπεύονται, άλλά έπειδή και πάλι δέν μπόρεσαν καί μ’ αυτό να φέρουν κάποιο άποτέλεσμα, άν καί ό άσθενής ύπάκουσε κατ’ ανάγκη σε όλα, κατέφυγαν στη διάγνωση ότι δήθεν πρόκειται γιά έπίχυση, καταρράκτη καί πλατυκορία, πού είναι άσθένειες άθεράπευτες. Οί μέν ύποστήριζαν τή μία άποψη οί δέ τήν άλλη κι Ενώ στήν άρχή διαφωνούσαν άναμεταξύ τους, τελικά άρχισαν να μάχονται γιά τήν ονομασία τής άσθένειας, συμφωνώντας μόνο σ’ αυτό, στό ότι ή άρρώστια αυτή είναι άνίατος.
Βλέποντας τούτο ό Σωφρόνιος καί άντιλαμβανόμενος ότι δέν θά μπορούσε να έχει καμία βοήθεια από άνθρώπους, από τήν άλλη δέ μαθαίνοντας όλες τίς δωρεές καί τίς εύεργεσίες πού έκαναν οί άγιοι Κύρος καί Ιωάννης καί πόσα και τί είδους θαύματα έπιτελούν άκόμη καί στίς πιό άπίθανες από τίς άσθένειες, προστρέχει σ’ έκείνους μέ πίστη, μέ την οποία όσοι προσέρχονται βρίσκουν πάντα αυτό πού ποθούν. Οί όποιοι άγιοι βλέποντας τόν Σωφρόνιο να έχει έρθει μέ μεγάλη πίστη, αφού πρώτα άνέτρεψαν τίς φλύαρες καί άνόητες διαγνώσεις τών γιατρών καί αφού τόν έπεισαν οτι δέν πρόκειται ποτέ να θεραπευτεί μέ βάση τά όσα εκείνοι τού έλεγαν, μετά άπ’ όλα αυτά τού χάρισαν τή ύγεία, πού οι άλλοι άδυνατούσαν να τού τήν προσφέρουν καί να πώς:
Φανερωθήκανε στόν ύπνο του τήν τρίτη μέρα άπ’ όταν ήρθε στό τέμενος καί τόν έπεισαν ότι θά γίνει καλά μέ τον εξής τρόπο. Ό ένας ήταν ντυμένος μέ σχήμα άναχωρητού καί έμοιαζε μέ τόν πνευματικό πατέρα καί διδάσκαλο τού άσθενούς Σωφρονίου, πού κι αύτός είχε έρθει στό ναό ικετεύοντας για τή θεραπεία τού μαθητή του κι αύτός ήταν ό μάρτυρας Κύρος, πού πήρε τή μορφή τού μοναχού καί τό ένδυμα του άναχωρητού.
Ό δέ μακάριος Ιωάννης, ό έτερος των δυο άγιων μαρτύρων, έμοιαζε με τόν Πέτρο τόν Αλεξανδρινό, τόν έπαρχο των Πρατωρίων ό όποιος φορώντας μιά χλαμύδα, πού άστραπτε από τή λαμπρότητα, ρώτησε τόν Κύρο πού έμοιαζε μέ τό διδάσκαλο τού Σωφρονίου «Έχεις κάποιον μαθητή πού ονομάζεται Όμηρος;».
Γνωρίζουν δέ ακόμη καί αυτοί πού πάτησαν μόνο τό κατώφλι τής παιδείας ότι ό Όμηρος ήταν τυφλός από έπίχυση, πού τού έφεραν τα γηρατειά κι αυτό υπονοούσε ό αινιγματικός λόγος των αγίων.
Εκείνος όμως τούς διαβεβαίωνε μέ όρκους ότι είχε μεν μαθητή, άλλά δέν τόν έλεγαν Όμηρο, προσθέτοντας μάλιστα ότι ούτε καν ένα στίχο τού Όμήρου δέν είχε διαβάσει αύτός ό μαθητής, θέλοντας μέ αυτό να τονίσει ότι ήταν και μακριά από τήν άχλή καί τή θολούρα τού Όμήρου. Τότε ό άγιος Ιωάννης μιλώντας πρός τόν πατέρα του άποκρίθηκε: «Εμείς έπειδή πειστήκαμε γι’ αυτό έχουμε έρθει να τόν συνδράμουμε, όμως άν δέν λέγεται Όμηρος, τότε άς δοξάσουμε τόν Θεό, πού τόν λύτρωσε από μιά τέτοια προσωνυμία καί από ένα τέτοιο νόσημα!» καί αφού τού εμφανίστηκαν κατ’ αυτόν τρόπο καί αφού τόν διαβεβαίωσαν ότι ποτέ δεν θά πάθει τήν ασθένεια τού Όμήρου, ήτοι τήν τύφλωση, χάθηκαν από τό όνειρο του.
Μετά από λίγες μέρες τού φανερώνονται καί πάλι μέ τη μορφή μοναστών καί τόν προστάζουν να πάρει κερί από τη λαμπάδα καί λάδι από τή κανδήλα, πού έκαιγαν πάνω από τό μνήμα τους καί μέ αυτά να έπαλείψει τά μάτια του, καθώς δέ τό έκαμε αυτό, άνέλαβε μέρος όμως θέλησαν από φιλευσπλαχνία να τόν θεραπεύσουν έντελώς, τότε του έμφανίστηκαν σε όραμα ώς έξης:
«Ήταν νύκτα καί ένώ ό Σωφρόνιος κοιμόταν στό στρώμα του, του φάνηκε ότι ό διδάσκαλός του ό Ιωάννης έκανε τραπέζι σέ όλους τους άδελφούς, πού ήταν μαζεμένοι στο τέμενος. Ήταν μιά κυκλοτερής τράπεζα, πού έκτείνονταν σε όλο τό μήκος τής στοάς του ναού, πού είχε καί αυτή κυκλικό σχήμα. Στήν κορυφή τής τράπεζας κάθονταν ό άγιος Θεόδωρος, πού τόν ευλαβούνταν πολύ ό άσθενής, μετά δε από κείνον ήταν ό Κύρος, ένώ είχε στά δεξιά του τόν Ιωάννη, δηλαδή ήταν ό μάρτυρας Θεόδωρος μεταξύ τών δύο άγιων μαρτύρων. Αυτή δέ τή φορά δέν χρησιμοποίησαν άλλα σχήματα, ούτε διαφορετικές μορφές, άλλά φαινόταν όπως ήταν στήν πραγματικότητα καί όπως ακριβώς ακονίζονται! Μετά από αύτούς κάθονταν όλος ό όμιλος των άσθενών άδελφών. Όλους αύτούς τούς διακονούσε ό Σωφρόνιος, ένώ ό δάσκαλός του Ιωάννης, σέ γειτονικό κελί, παρασκεύαζε τά φαγητά.
Όταν δέ τέλειωσε ή συνεστίαση καί σηκώθηκαν οί τρεις άγιοι, ό Θεόδωρος λέγει πρός τόν Σωφρόνιο: «Πήγαινε, κάλεσε τόν διδάσκαλό σου Ιωάννη, γιά να του έπιδώσει ό Κύρος ό,τι του οφείλει» κι εκείνος έτρεξε εκτελώντας την εντολή. Όταν δέ ήρθε ό Ιωάννης, του είπε ό μάρτυς Θεόδωρος: «Τί σου οφείλει ό μάρτυρας Κύρος, γιά να σου το αποδώσει πάραυτα;» κι εκείνος, πέφτοντας κατά πρόσωπο, είπε ότι δέν του χρωστάει τίποτε άπολύτως. Ό μάρτυρας όμως Θεόδωρος του είπε «Καί όμως θά τό πεις!» Άλλά και πάλι ό πατέρας τήν ίδια άπάντηση έδωσε, αφού δέ αυτό επαναλήφτηκε πολλές φορές καί έβλεπε ότι δέν υποχωρούσε ό άγιος «Σέ μένα βέβαια δέν οφείλει τίποτα» άπάντησε «αυτό όμως παρακαλώ καί δέομαι μέ όλη μου τή ψυχή, να έλθει στό ταπεινό κελάκι μας καί εκεί να μάς επισκέπτεται συχνά καί να μάς ευλογεί όταν υγιαίνουμε, να μάς θεραπεύει δέ όταν αρρωσταίνουμε». Ακούγοντας αυτά ό άγιος Κύρος, αμέσως απάντησε «Όντως έρχομαι! Όντως έρχομαι! Όντως έρχομαι!», μέ την τριπλή επανάληψη έπιβεβαιώνοντας την ιερή του άφιξη. Καί αυτό τό έκανε καθότι έπισκέπτεται τόκελί τους πολύ συχνά.»
Καί ό μεν διδάσκαλος Ιωάννης μ’ αυτά τά λόγια παρηγορήθηκε, αφού έλαβε ένορκη υπόσχεση γιά τά αίτηθέντα, ό δέ μαθητής του Σωφρόνιος, βλέποντας ότι οι άγιοι πρόσχαρα προσφέρουν τίς θείες δωρεές καί γι αυτό είχαν παραμείνει στή τράπεζα έως τώρα, μετά τό φαγητό προσήλθε στόν μάρτυρα Θεόδωρο καί τόν παρακαλούσε σκυμμένος κάτω, στά γόνατα, μέ τό πρόσωπο στό έδαφος, να μεσιτεύσει γι’ αυτό στόν άγιο Κύρο.
Ό δέ στρατηλάτης Θεόδωρος αποδεχτείς τήν ικεσία καί απευθυνόμενος πρός τον Κύρο «Γιά τό Θεό, παρηγόρησε καί τούτον τόν δούλο σου!», τού είπε κι εκείνος τού αποκρίθηκε: «Ναί!», διατάζοντας συγχρόνως να τόν σηκώσουν από τό έδαφος. Τόν περιέφραξε μέ τό σημείο τού σταυρού, σφραγίζοντάς τον μέ το λιχανό τού δεξιού χεριού πολύ κοντά στό μάτι του, λέγοντας σέ κάθε σφράγισμα «Εύλογητός Κύριος!», τό όποιο ήταν προμήνυμα της έπακολουθούσης ίασης.
Μετά από λίγες μέρες έμφανίζονται οί μάρτυρες καί πάλι στόν Σωφρόνιο, σέ όραμα ένώ κοιμόνταν, γιά να έκπληρώσουν τίς ύποσχέσεις, πού είχαν δοθεί από αύτούς. Κοιμόντανε λοιπόν αύτός πού τώρα τά διηγείται καί έβλεπε τον εαυτό του να μπαίνει σέ κάποιο παρεκκλήσι τής μονής.
Έξω από τήν πόρτα συνάντησε τόν Απόστολο καί μάρτυρα Θωμά καί άναγνωρίζοντάς τον από τή στολή καί τη μορφή καί άπ’ τά ύπόλοιπα χαρακτηριστικά ευθύς τον άγκαλιάζει καί τόν θερμοπαρακαλάει γιά τή θεραπεία του.
Αύτός ό Απόστολος κάνει πολλά θαύματα καί σημεία παράδοξα στή Δαμασκό καί τόν άδελφό τού Σωφρονίου, πού ήταν παράλυτος, μέσα σέ έξι μήνες τόν σήκωσε όρθιο γι` αυτό τιμάται ύπερβολικά ό Απόστολος μεταξύ των κατοικων τής Δαμασκού, έπειδή δρέπουν συνεχώς τά ίάματα καί τίς θεραπείες καί τρυγούν τά χαρίσματα, πού επιδαψιλεύει προς αύτούς, τόν όποιον, βρίσκοντας ό Σωφρόνιος, άπ’ τόν μεγάλο καί αμέτρητο πόθο, οπού τού είχε, τον ικέτευε γιά τά μάτια του, είτε όντας στήν πραγματικότητα μάρτυρας Κύρος μέ τή μορφή τού Αποστόλου, είτε ήταν ο ίδιος ό Απόστολος καί ό Κύρος ήταν μέ τήν συνάθροιση των μαρτύρων, γιατί ακολουθούσε τόν Απόστολο μέγα πλήθος μοναχών καί άλλων άγιων, πού φορούσαν λαμπρά αστραφτερά ρούχα.
Ό δέ μάρτυρας καί μαθητής καί Απόστολος σηκώνοντας το δεξί του χέρι, καί πάλι μέ τό λιχανό αγγίζοντας τά βλέφαρο τού αριστερού του ματιού, τά σφράγισε τρεις φορές, σχηματίζοντας τό σημείο τού σταυρού. Κι ένώ έλεγε του γραφόντα «απόλυσε με» αυτός τόν ικέτευε να σφραγίσει και το δεξί του μάτι. Εκείνος όμως τού είπε ότι εκείνο δέν έχει τίποτε καί λέγοντας αυτό έφυγε καί βγήκε άπ’ τό όραμα.
Αυτός, όμως, όταν ξύπνησε, είχε χαρά ανακατεμένη μαζί τή λύπη, χαρά μέν γιατί αξιώθηκε να τόν επισκεφτούν οι Άγιοι, λύπη δέ γιατί άφησε να φύγει ό άγιος χωρίς να του σφραγίσει τό άλλο μάτι κι έτσι όπως ήταν λυπημένος, αποκοιμήθηκε ξανά. Καί οραματίζεται αμέσως τόν Ιωάννη, τον φίλο τού Κύρου καί συνόμιλο μέ τή μορφή τού Ίωάννου του ρήτορα πού επάξια τιμούνταν μέ τή θέση τού Έπάρχου να τον ρωτά, άν τόν βοήθησαν οί άγιοι.
Κι αυτός είπε γιά την επίσκεψη τών άγιων καί ότι τό δεξί του μάτι δέν σφραγίστηκε καί γι αυτό τό λόγο είναι πολύ λυπημένος, επειδή δέν θεραπεύτηκε έξ ολοκλήρου. Κι ό μάρτυρας τόν παρηγόρησε, λέγοντας του ότι «Δέν θα πάθουν πλέον κάτι κακό τά μάτια ούτε τό σφραγισμένο ούτε τό ασφράγιστο, αφού ό άγιος σου είπε ότι τό μάτι πού φοβάσαι δέ νοσεί» κι αφού τά επιβεβαίωσε μέ όρκο, γιά περισσότερη πληροφορία του ασθενούς καταφίλησε τρεις φορές τό μάτι πού δέν είχε σφραγιστεί καί αφού μέ αυτό τού χάρισε την τέλεια υγεία και τη χάρη του, μέ αίσιο τρόπο τελείωσε καί τό ενύπνιο.
Γιατί δέν είναι δυνατόν αυτοί πού μιμούνται τόν Θεό πού δίνει τέλεια αγαθά καί δωρήματα, να είναι διανομείς ατελούς χαράς καί ελαττωματικής δωρεάς.
Έτσι λοιπόν ό Σωφρόνιος, αφού παρέλαβε τη δωρεά των αγίων καί απέθεσε τη θαμπάδα των ματιών του, όρμησε στη συγγραφή όλων των θαυμάτων, πού είναι γραμμένα σ’ αυτό έδώ τό έργο, μα κάμνοντας πάντοτε μνεία τής θεραπείας του, άλλά καί τής ύπόσχεσης, πού είχε δώσει πρίν από αυτήν. Καί τοποθέτησε καί τόν εαυτόν του τελευταίον στη σειρά τών θαυματουργικώς θεραπευθέντων, ώς τόν μικρότερο καί τόν άναξιότερο από όλους τούς άλλους, πού άπήλαυσαν τή δωρεά τής ίασης, τήν όποια παρακαλεί διά βίου να τού δίνουν οί άγιοι διττή καί γιά τή ψυχή καί γιά τό σώμα, καί να τόν λυτρώνουν κάθε φορά από τίς δυσχέρειες της ζωής.»
(Πηγή: από το βιβλίο του Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, «Αββάκυρος. Ο ισάγγελος βίος και τα παράδοξα θαύματα των Αγίων Άμπακίρ (Κύρου) και Αμπαγιοχάνα (Ιωάννου)», μετάφραση από Γιάννη Φουρτούνα, Θεολόγο, εκδόσεις ΚΕ.Π.Ε., Αθήνα, Άπαντα Ορθοδοξίας)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τῇ γῇ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζοντες, τοῖς βοῶσιν ἀπαύστως· χαίρετε κρῆναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α΄.
Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.
Κάθισμα Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰς χαμαιζήλους ἡδονὰς συμπατοῦντες, πρὸς μαρτυρίου Ἀθληταὶ θεῖον ὕψος, περιφανῶς ἐπήρθητε ἐν χάριτι, Κῦρε Ἰωάννη τε, οἰκουμένης φωστῆρες· ὅθεν ἱκετεύομεν, σκοτασμοῦ ἁμαρτίας, καὶ νοσημάτων ῥύσασθαι ἡμᾶς, τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἱκετεύοντες.
Ὁ Οἶκος
Ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ἀναθέμενοι Ἅγιοι, πᾶσαν πεῖραν δεινῶν δι᾿ αὐτὸν ὑπεμείνατε, θανόντες προθύμως Μάρτυρες γενναῖοι, καὶ μετὰ τέλος, πᾶσι πηγάζετε τὰ θεῖα χαρίσματα, τοῖς ἐν ποικίλαις νόσοις ὑπάρχουσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν ἐταζομένοις κακῶν, ὧν εἷς καὶ πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ ὁ τάλας· τὸ σῶμα γὰρ καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τραυμάτων χαλεπῶν ὀδυνῶμαι, καὶ πίστει ὑμῖν βοῶ, ἰάσασθέ με· ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε πασχόντων θεραπευταί, Κῦρε θεοφόρε, Ἰωάννη τε θαυμαστέ· δωρεὰν γὰρ πᾶσι, παρέχοντες ἰάσεις, εὐεργετεῖτε πάντας, ὡς χριστομίμητοι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´: Γέννησις, ἀνατροφὴ καὶ παιδεία τοῦ Ἁγίου
«Ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με»
«Ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ». (Ψαλμ. 26, 147)
Ὁ ἐν ἐσχάτοις τοῖς καιροῖς ἀναλάμψας ὡς ἀστὴρ φαεινὸς ἐν τῷ τῆς ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας νοητῶ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἀρσένιος Σεργίου Σεργιάδης γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα τῆς Ἠπείρου ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς τὴν 31ην Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1800, ὀνομασθεὶς ἐν τῷ Ἁγίῳ Βαπτίσματι Ἀθανάσιος. Παιδιοῦ ἔτι ὄντος, ἐτελεύτησαν οἱ γονεῖς του καὶ ἔμεινε ὀρφανός. Ἄλλα δὲν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ τὸν Οὐράνιον Πατέρα, διότι ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ τὸν ἐγκατέλιπον οἱ γονεῖς του, μεταβάντες ἐκ τῆς ἐπιγείου πατρίδος εἰς τὴν οὐράνιον, εὐθὺς τὸν προσέλαβεν καὶ τὸν ἀνέλαβε ὁ Οὐράνιος Πατὴρ καὶ ἐπληρώθη ἀκριβῶς εἰς αὐτὸν τὸ Προφητικὸ καὶ Ψαλμικὸ λόγιον «Ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με...», «Ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ».
Καὶ ἦτο ποτὲ δυνατὸν ὁ Πανάγαθος Θεὸς καὶ Πατὴρ ἡμῶν ὁ Οὐράνιος, ἐκεῖνος ὅστις ἐποίησε τὰ πάντα, ὁρατά τε καὶ ἀόρατα, ἐκεῖνος ὅστις μὲ ἁρμονία ἀκατανόητο καὶ ἀνερμήνευτον κυβερνᾷ πᾶσαν τὴν κτίσιν καὶ προνοεῖ περὶ πάντων τῶν κτισμάτων αὐτοῦ, λογικῶν, ἀλόγων, ἐμψύχων-ἀψύχων, καὶ οὐδὲν ἀφῆκεν ἀπρονόητον οὐδ᾿ ἠμελημένον, ἐκεῖνος ὅστις τὸν ἄνθρωπον ἐξαιρετικῶς τίμησε μὲ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα ἑαυτοῦ καὶ ὁμοίωσιν» καὶ τὸν κατέστησε βασιλέα καὶ ἐξουσιαστὴ ἁπάντων τῶν ἐπιγείων κτισμάτων, τὸν ἀξίωσε νὰ ὀνομάζῃ αὐτὸν Πατέρα Οὐράνιον, ἦτο λέγω δυνατὸν νὰ ἄφηνε τὸ τέκνον του, Ἀθανάσιο, ἀπροστάτευτο; Ὄχι. Ἐκεῖνος, ὡς Πατὴρ Οὐράνιος Φιλοστοργότατος, τὸν ἀνέλαβε καὶ τὴ ἀοράτω Αὐτοῦ Πρόνοια καὶ ὁδηγία μετέβη εἰς τὰς Κυδωνιὰς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἰς τὸν τότε διάσημο ἐπ᾿ ἀρετῇ καὶ παιδείᾳ Ἱερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη, Σχολάρχη καὶ Διευθυντὴ τῆς ἐν Κυδωνίαις Ἐκπαιδευτικῆς καὶ Ἀναμορφωτικῆς Σχολῆς, ὅστις ὡς ἀπὸ Θεοῦ σταλέντα αὐτῷ τὸν ἐδέχθη, 9ετή ὄντα, καὶ τὸν συνηρίθμησε τοῖς λοιποῖς μαθηταὶς καὶ ὡς παῖδα αὐτοῦ τὸν ἠγάπα, βλέπων αὐτοῦ τὸ ἁπλοῦν, τὸ ἄκακον, τὸ πρᾶο, τὸ ἀκέραιο, τὸ ταπεινό, τὸ ἡσύχιον, τὴν σύνεσιν, τὴν φρόνησιν, τὴν εὐλάβεια, τὴν εὐσέβεια, τὴν πίστιν, καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἀγάπην, ἣν εἶχε πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς πάντας, διὰ τὰς ὁποίας ἄρετάς του, οὗ μόνον παρὰ τοῦ Διευθυντοῦ › Σχολάρχου, ἀλλὰ καὶ παρὰ τῶν λοιπῶν διδασκάλων καὶ συμμαθητῶν του ἐξετιμήθη καὶ ἠγαπήθη. Πέντε ἔτη φοίτησε εἰς τὴν ἀνωτέρω Σχολὴ καὶ πάντας τοὺς συσπουδαστάς του ὑπερέβη εἰς τὴν σπουδὴν καὶ τὴν μάθησιν καὶ τὰς ἀρετάς. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς φοιτήσεως τοῦ εἰς τὴν ἀνωτέρω Σχολὴ συνέπεσε ἢ μᾶλλον κατ᾿ οἰκονομία Θεοῦ ἦλθε εἰς Κυδωνιάς, χάριν ἐξομολογήσεως, ὁ ἐκ Ζαγορᾶς τῆς Δημητριάδος Πνευματικὸς Γέρων Δανιήλ, εἷς ἐκ τῶν ὀλίγων ὀνομαστῶν καὶ ἐκλεκτῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης Πνευματικῶν.
Μὲ τὸν ἄριστον τοῦτον Πνευματικὸν συνέδεσε ὁ Διευθυντὴς τῆς Σχολῆς τὸν μαθητὴ τοῦ Ἀθανάσιο, ὅστις ἀφ᾿ οὗ γνώρισε τοιοῦτον σοφὸ ἐνάρετον Πνευματικὸν Πατέρα, Ἅγιον, καὶ ἐξωμολογήθη, ἠκολούθησεν αὐτόν, ὡς ἄλλοτε ὁ Ἐλισαιὲ τὸν Διδάσκαλόν του Προφήτη Ἠλία καὶ ὡς ὁ νέος Θεολόγος Συμεὼν τὸν αὐτοῦ Γέροντα Πνευματικόν, Συμεὼν τὸν Παλαιόν, ἐγένετο ὑποτακτικός του καὶ δὲν ἐχωρίσθη πλέον ἀπ᾿ αὐτοῦ ἕως θανάτου. Ἀφῆκε λοιπὸν τὴν σπουδήν, τὴν μάθησιν τῶν γραμμάτων καὶ τῆς γηίνου καὶ πρόσκαιρου φιλοσοφίας καὶ ἐπεθυμησε τὴν σπουδὴν καὶ μάθησιν τῆς ἀληθοῦς καὶ οὐρανίου φιλοσοφίας, ἠράσθη τοῦ κάλλους αὐτῆς, φίλησε ταύτην ἐκ νεότητάς του καὶ ζήτησε νύμφη ἀγαγέσθει αὐτῷ ὅτι ὁ πάντων Δεσπότης ἠγάπησεν αὐτήν. Ἤκουσε γὰρ παρὰ τοῦ σοφοῦ Παροιμιαστοῦ ὅτι «τιμιωτέρα ἐστὶ λίθων πολυτελῶν, πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστίν». (Παροιμ. 8: 2).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β´: Ἀναχώρησις τοῦ παιδὸς Ἀθανασίου ἐκ Κυδωνιῶν καὶ μετάβασις αὐτοῦ εἰς τὸ Ἁγιώνυμον ὄρος τοῦ Ἄθω. Οἱ πρῶτοι πνευματικοὶ ἀγῶνες αὐτοῦ πρὸς ἀπόκτησιν τῆς ἀληθοῦς σοφίας, τῶν ἀρετῶν, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἡ κουρά του ὡς μεγαλοσχήμου Μοναχοῦ ὑπὸ τοῦ Γέροντος Δανιήλ.
«Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγᾶς τῶν ὑδάτων οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρὸς Σὲ Θεός»
«Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν ζῶντα. Πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;» (Ψαλμ. 41)
Δὲν παρῆλθε πολὺς χρόνος ἀφ᾿ ὅτου ἐγνωρίσθη μὲ τὸν Πνευματικὸν Πατέρα Δανιὴλ ὁ παῖς Ἀθανάσιος καὶ ὁ Γέρων Δανιὴλ ἀπεφάσισε νὰ μεταβῇ εἰς Ἅγιον Ὄρος πρὸς ἡσυχία καὶ ἄσκησιν. Τοῦτο μαθῶν ὁ παῖς Ἀθανάσιος ἐλυπήθην σφόδρα καὶ πεσὼν εἰς τοὺς πόδας τοῦ τὸν παρεκάλει μετὰ δακρύων λέων: «Γέροντά μου, σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ ἀφήσεις ὀρφανόν, παράλαβέ με μαζί σου. Ἐπιθυμῶ νὰ ἔλθω εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἰς τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, νὰ γίνω μοναχός. Δὲν θέλω νὰ μείνω εἰς τὸν μάταιο καὶ φθαρτὸ τοῦτον κόσμον, τὸν Χριστὸν ζητῶ, τὸν Χριστὸν ἐπιθυμῶ, τὸν Χριστὸν θέλω ν᾿ ἀκολουθήσω» Μετεχειρίζετο δὲ καὶ τὰ ἴδια λόγια, τὰ ὁποῖα ἔλεγε ὁ Προφήτης Ἐλισαιὲ εἰς τὸν Διδάσκαλο τοῦ Προφήτη Ἠλία, ὅταν τῷ εἶπεν ὅτι θὰ ὑπάγῃ μόνος του εἰς τὸν Ἰορδάνη: «Ζῇ Κύριος, τῷ εἶπε, καὶ ζῇ ἡ ψυχῇ σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε». (Δ´ Βασιλ. 2: 1). Καμφθεὶς ὁ Γέρων Δανιὴλ εἰς τὰς παρακλήσεις καὶ τὰ δάκρυά του, τὸν προσέλαβε, 15ετή, ὄντα, τὴν ἡλικία, καίτοι γνώριζε ὅτι οἱ Κανόνες καὶ τὰ τυπικὰ τοῦ Ἁγ. Ὄρους ἀπαγορεύουν τὴν εἴσοδον καὶ τὴν παραμονὴ ἀγενείων. Ὑπάρχουν καὶ ἑξαιρέσεις εἰς σπανίας περιπτώσεις καὶ τὸ σπάνιον δὲν γίνεται νόμος.
Φθάσας εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ παῖς Ἀθανάσιος, παρέμεινε πλησίον τοῦ Γέροντός του, παρὰ τοῦ ὁποίου διδάχθηκε τὰ μαθήματα, τοὺς κανόνας, τοὺς νόμους καὶ τοὺς τρόπους τῆς ἀληθοῦς σοφίας, τῆς μοναστικῆς καὶ Ἀγγελικῆς πολιτείας τῆς ἀληθοῦς φιλοσοφίας, ἥτις λέγεται καὶ εἶναι «τέχνη τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν». Ἄλλα καθὼς γνωρίζομεν, οἱ ἀπερχόμενοι πρὸς ἐκμάθησιν τέχνης τινὸς ἢ ἐπιστήμης, ὅλοι δὲν γίνονται τέλειοι τεχνίται καὶ ἐπιστήμονες, διὰ δυὸ λόγους: εἴτε διότι οἱ διδάσκαλοι αὐτῶν δὲν εἶναι καλοί, δὲν εἶναι τέλειοι τεχνῖται καὶ ἐπιστήμονες, εἴτε διότι οἱ μαθητευόμενοι εἶναι ἀπρόσεκτοι καὶ ἀμελεῖς. Ἐπὶ τοῦ προκειμένου συνέτρεξαν καὶ τὰ δυό. Καὶ ὁ Διδάσκαλος, Γέρων Δανιήλ, ἦτο τέλειος διδάσκαλος ἔργα καὶ λόγω τῆς μοναστικῆς πολιτείας, καὶ ὁ μαθητὴς Ἀθανάσιος προσεκτικότατος καὶ ἐπιμελέστατος εἰς τὸ νὰ ἐκμάθῃ καλῶς τὴν βασιλίδα καὶ κορωνίδα τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν, τὴν ἀληθῆ σοφία καὶ ἀληθῆ μοναστικὴ πολιτείαν, τῆς ὁποίας πρῶτοι ἀρχηγοί, διδάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ ἦσαν οἱ ἁγιώτατοι τῶν ἀνθρώπων ὁ Προφήτης Ἠλίας εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καὶ Πρόδρομος εἰς τὴν Καινήν.
Ἀφ᾿ οὗ ἐνέδυσεν, ὁ Γέρων Δανιὴλ μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς μετανοίας τὸν μαθητή του Ἀθανάσιο, ἤρχισεν νὰ τὸν διδάσκῃ τὰ μαθήματα τῆς μοναστικῆς ὑψηλοτάτης Ἀγγελικῆς Πολιτείας, ἡ ὁποία λέγεται Ἀγγελική, διότι ὅσοι θέλουν νὰ γίνουν μοναχοὶ πρέπει καὶ ὀφείλουν νὰ διάγουν καὶ νὰ πολιτεύωνται ὡς Ἄγγελοι ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὸ δυνατὸν αὐτοῖς. Οὕτως ὁρίζει ὁ Μέγας καθηγητὴς τῆς Μοναστικῆς Πολιτείας Ἰωάννης ὁ τῆς Κλίμακος συγγραφεύς: «Μοναχός ἐστι τάξις καὶ κατάστασις ἀσωμάτων ἐν σώματι ὑλικῷ καὶ ῥυπαρῷ ἐκτελούμενη». Ὡσαύτως καὶ ἕτερος Μέγας καθηγητὴς καὶ διδάσκαλος, ὁ θεοφόρος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁρίζει: «Μοναχὸς ἐστὶν ὁ τῶν ὑλικῶν πραγμάτων τὸν νοῦν ἀποχωρίας καὶ δι᾿ ἐγκρατείας, ἀγάπης καὶ ψαλμῳδίας καὶ προσευχῆς προσκαρτερῶν τῷ Θεῷ ὡς Ἄγγελος».
«Ἄκουσον, τέκνον, καὶ πρόσεχε εἰς τοὺς λόγους μου. Ἐὰν θέλῃς νὰ γίνῃς ἀληθὴς μοναχὸς καὶ τέλειος, νὰ μάθῃς καλῶς τὴν μοναστικὴ πολιτείαν ἥτις ἐστι καὶ ἀληθὴς φιλοσοφία καὶ τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον ἀσφαλῶς εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Κατ᾿ ἀρχὰς τρία μαθήματα εἶναι ἀνάγκη νὰ μάθῃς, τὰ ὁποῖα, ἐὰν προσέξης καλῶς καὶ ἐπιμεληθῇς καὶ τὰ μάθῃς, εὔκολα κατόπιν θὰ μάθῃς καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μαθήματα ὅσα σοὶ καὶ ἀναγκαῖα διὰ τὴν τελείαν ἐκμάθησιν τῆς ἐπιστήμης τὴν ὁποίαν ἀπεφάσισες ν᾿ ἀκολουθήσεις, ἢ μᾶλλον εἰς αὐτὰ τὰ τρία μαθήματα ὅλος ὁ νόμος, ὅλαι αἱ ἀρεταὶ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μαθήματα περικλείονται (κρέμανται). Εἶναι δὲ τὰ τρία ταῦτα μαθήματα τὰ ἑξῆς: Τὸ πρῶτον λέγεται ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τὸ δεύτερον ταπείνωσις καὶ τὸ τρίτον ὑπακοή. Αὐτὰ τὰ μαθήματα εἶναι εὔκολον νὰ τὰ μάθῃ τις, ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ νὰ τὰ μάθῃ δὲν ὠφελεῖ, ὠφελεῖ τὸ νὰ τὰ πράττει· εὔκολον εἶναι νὰ μάθῃ τις τί εἶναι ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τί εἶναι ταπείνωσις, τί εἶναι ὑπακοή· εὔκολον ν᾿ ἀναγνώσῃ εἰς τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, τῶν Ἁγ. Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας τοὺς λόγους, τὰς διδασκαλίας καὶ εἰς ἡμισεία τὸ πολὺ μίαν ὥραν νὰ τὰ μάθῃ. Ἀλλ᾿ ἐνῷ εἶναι τόσον εὔκολον νὰ τὰ ἀναγνώσῃ καὶ νὰ τὰ μάθῃ εἶναι δύσκολο νὰ τὰ πράττει. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἰδίως ἐγγράμματοι, ἐπιστήμονες, διδάσκαλοι, ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, νομικοὶ τὰ ἀνέγνωσαν, τὰ ἀναγινώσκουν καὶ τὰ ἔμαθαν, πολλοὶ δὲ καὶ τὰ ἐδίδασκον καὶ τὰ διδάσκουν εἰς ἄλλους, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν τὰ ἔπρατταν, οὐδόλως ὠφελήθηκαν, μᾶλλον ἐβλάβησαν καὶ ἔβλαψαν καὶ ἄλλους, ἐπειδὴ «ὁ γνοὺς πολλὰ καὶ μὴ ποιήσας, δαρήσεται πολλά, ὁ δὲ μὴ γνούς, δαρήσεται ὀλίγα». Δι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς παρήγγειλε εἰς τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους του καὶ δι᾿ ἐκείνων εἰς ἡμᾶς καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν γενεῶν, πρώτον νὰ ποιοῦμεν καὶ κατόπιν νὰ διδάσκωμεν. «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Βλέπεις ὅτι ὁ Κύριος δὲν εἶπεν «ὅπως ἴδωσι ἢ ἀκούσωσιν τὰ καλά σας λόγια», ἀλλὰ «τὰ καλά σας ἔργα». Ὡσαύτως «ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Οὐχὶ «ὃς ἂν διδάξῃ» μόνον, ἀλλὰ καὶ «ποιήσῃ πρῶτον». (Ματθ. 5: 16-20).
Καὶ ἐγὼ μέν, ὦ τέκνον, ἐπειδὴ ὡς Πνευματικὸς Πατὴρ σὲ ἀνέλαβον, καθῆκον Πατρικὸ ἐκπληρῶν, θὰ σὲ διδάξω τὰ ἀνωτέρω τρία μαθήματα, σὺ δὲ ὡς τέκνον γνήσιον πρόσεξε νὰ μὴ γίνεις παρήκοος, διότι καθὼς οἱ προπάτορες ἡμῶν παρακούσαντες τὴν ἐντολὴ τοῦ οὐρανίου Πατρὸς ἐξωρίσθησαν τοῦ Παραδείσου, οὕτω καὶ σύ, ἐὰν παρακούῃς ἐντολὴ ἐμοῦ τοῦ ἐλαχίστου πνευματικοῦ Πατρός σου, δὲν θὰ εἰσέλθῃς εἰς τὸν Παράδεισον. Ἐὰν ὅμως προσέξῃς καὶ ὑπακούσῃς εἰς πάσας τὰς ἐντολὰς ποὺ θὰ λάβῃς παρ᾿ ἐμοῦ, τότε εὐκόλως καὶ ἀσφαλῶς, θὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν παροῦσαν πρόσκαιρον ζωὴν θὰ ἀξιωθῇς νὰ λάβῃς παρὰ Θεοῦ οὐράνια χαρίσματα. Ἡ γὰρ παρακοὴ προξένησε, προξενεῖ καὶ θὰ προξενεῖ θάνατον, ἐκ τοῦ ἐναντίου δὲ ἡ ὑπακοὴ προξένησε, προξενεῖ καὶ θὰ προξενεῖ ζωὴν αἰώνιον καὶ βασιλείαν οὐράνιον καὶ ἀτελεύτητον. Γίνωσκε καὶ τοῦτο, τέκνον: αὐτὰ τὰ τρία μαθήματα ὁποῖος, τὰ μάθει μὲ τὸ ἔργον, εἶναι ἀνώτερος, εἶναι ὁ εὐτυχέστερος τῶν ἀνθρώπων, αὐτὸς γίνεται μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ὅτε ἦλθε εἰς τὸν κόσμον, αὐτὰ τὰ τρία μαθήματα δίδαξε μὲ τὸ ἔργον Του. Καὶ πρῶτον ὅταν ὁ οὐράνιος Πατὴρ τὸν ἔστειλε εἰς τὸν κόσμον δὲν ἠναντιώθη, δὲν ἔκαμε τὸ θέλημά του, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός Του. Δεύτερον, Θεὸς ὧν, ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, μορφὴν δούλου λαβών, καὶ ἐγένετο ἄνθρωπος. Τρίτον, «ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ Σταυροῦ, δι᾿ ὃ καὶ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ Αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο Αὐτῷ ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ πᾶν γόνυ κάμψη ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς Δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιππ. 2: 12). «Οὕτω καὶ σύ, τέκνον, ἐὰν κόψῃς τὸ θέλημά σου, ἐὰν ταπεινωθῆς καὶ ἐὰν κάμῃς τελείαν ὑπακοή, γρήγορα θὰ προκόψεις καὶ εἰς τὰς ἄλλας ἀρετὰς καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ δοξάσῃ».
Ταῦτα ἀκούων ὁ νεανίας Ἀθανάσιος, δόξαζε καὶ ηὐχαρίστει τὸν Θεὸν ὅτι τῷ ἔστειλε τοιοῦτον Γέροντα φωστῆρα ἀπλανῆ, διακριτικὸν καὶ ἐφρόντιζε πῶς νὰ τὸν εὐχαριστήσᾳ καὶ ἐντὸς ὀλίγου χρονικοῦ διαστήματος ἔμαθε τελείως τὰ τρία μαθήματα: τὴν ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπακοὴ μὲ τὸ ἔργον. Ἐξ ἄλλου ὁ Γέρων, βλέπων τὴν πρόοδο καὶ προκοπὴ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, ἔχαιρε καὶ αὐτὸς καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεὸν ποὺ τοῦ ἔστειλε τοιοῦτον ὑποτακτικόν. Δοκιμάσας δὲ αὐτὸν καὶ ἐννοήσας ὅτι ἦτο ἄξιος, διὰ τὰς ἀρετάς του, νὰ γίνῃ μοναχός, τὸν ἐνέδυσε τὸ μέγα καὶ Ἀγγελικὸν σχῆμα, ὀνομάσας αὐτὸν Ἀρσένιον. Ἔκτοτε ὁ Ἀρσένιος ἠγωνίζετο περισσότερον εἰς τὸ νὰ φυλάττῃ τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Θεὸν καὶ τὸν Γέροντά του, διὰ τὴν μεγάλην τιμὴν καὶ τὸ ἀξίωμα ποὺ τοῦ ἔδωσαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ´: Ἀναχώρησις τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου μετὰ τοῦ Γέροντος τοῦ Δανιὴλ ἐκ τοῦ Ἁγ. Ὄρους καὶ μετάβασις αὐτῶν εἰς Ἱ. Μονὴν Πεντέλης, Παρόν, Σίκινον καὶ Φολέγανδρο.
«Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός Σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου Σὸν ποῦ φύγω;
Ἐὰν ἀνάβω εἰς τὸν οὔρανον σὺ εἶ ἐκεῖ· ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατά της θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ, ἡ χείρ σου». (Ψαλμ. 138)
Παραμείνας ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος μετὰ τοῦ Γέροντός του ἐπὶ ἓξ ἔτη, ἀνεχωρησεν ἐπειδὴ εἶχον ἐγερθῇ σκάνδαλα ἀπὸ τίνας μοναχοὺς ἀνόητους καὶ ἀμαθεῖς, οἵτινες (ἀνοήτως φερόμενοι καὶ ὑπὸ τοῦ πονηροῦ ἐλαυνόμενοι ἐξηγέρθησαν ἐναντίον τῶν σοφῶν, εὐλαβῶν καὶ ἐνάρετων καὶ ἁγίων ἐκείνων ἀνδρῶν, οἵτινες ὑπεστήριζαν ὅτι ὁ Χριστιανὸς καὶ ἰδίως ὁ μοναχός, διὰ νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν διάβολο καὶ διὰ νὰ πλησιάζῃ εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀρετήν, πρέπει νὰ ἐξομολογῆται καθαρά, νὰ προσεύχεται, νὰ προετοιμάζεται καὶ συνεχέστερο νὰ κοινωνῇ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, διὰ νὰ ἐνισχύηται καὶ νὰ λαμβάνῃ δύναμιν πνευματικὴν ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου› ὡς τοῦτο ὁρίζουσι καὶ οἱ Ἀποστολικοὶ καὶ οἱ Πατερικοὶ κανόνες. Ἀντιθέτως, οἱ ἀμαθεῖς μοναχοί, ἔλεγον ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μεταλαμβάνουν συχνά, διότι εἶναι φρόνημα αἱρετικόν. Οἱ οὕτως ἀνοήτως φρονοῦντες ἐποίησαν σύγχυσιν, θόρυβο, σκάνδαλα, διήγειρον καὶ ἄλλους ὁμοίους των καὶ ἐκατηγόρησαν καὶ ἐσυκοφάντησαν εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως τοὺς ἀνωτέρω Ἁγίους, ὁ δὲ Πατριάρχης, πιστεύσας τὰς ῥᾳδιουργίας καὶ ψευτοκατηγορίας, χωρὶς νὰ ἐξέταση ἀκριβῶς αὔτας, ἐπέβαλε ἐπιτίμια εἰς τοὺς ἀνωτέρω Ἁγίους. Λαβόντες οὕτως θάῤῥος οἱ ἄδικοι, ἀπεθρασύνθησαν καὶ κίνησαν διωγμὸν ἐναντίον τῶν ἐκλεκτῶν καὶ Ἁγίων του Ἁγίου Ὄρους Πατέρων καὶ ἄλλους ἐξώρισαν, ἄλλους κακοποίησαν καὶ ἄλλους ὕβριζαν καπηλικώτατα. Τούτου ἕνεκεν πολλοί, βαρυθέντες τὰ σκάνδαλα, ἀνεχώρησαν ἐξ Ἁγίου Ὄρους καὶ διεσπάρησαν εἰς διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος, διασπείραντες οὕτως τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὠφελήσαντες καὶ σώσαντες πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων.
Μεταξὺ τῶν ἐναρέτων τούτων καὶ ἐκλεκτῶν Πατέρων ἦτο καὶ ὁ Ὅσιος Δανιὴλ μὲ τὸν ὑποτακτικόν του Ἀρσένιο. «Δίδοντες τόπον τῇ ὀργῇ» ἀνεχώρησαν ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἐλθόντες ἐγκατεστάθησαν κατ᾿ ἀρχὰς εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Πεντέλης, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἤρχισε ἡ Ἐπανάστασις ἐν Ἑλλάδι καὶ ἀπὸ ὅλας τὰς γωνίας τῆς Ἑλλάδος ἠνήφθη ἡ φλὸξ τοῦ πολέμου, ἠναγκάσθησαν νὰ τὴν ἐγκαταλείψουν, προειπόντος τοῦ Γέροντος Δανιὴλ τὴν λεηλασία, τὴν ἐρήμωσιν καὶ καταστροφὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὑπὸ τῶν Τούρκων ὃ καὶ ἐγένετο καὶ ζήτησαν ἄσυλον εἰς τὰς νήσους Κυκλάδες, εἰς τὰς ὁποίας σχετικῶς ὑπῆρχε ἡσυχία. Κατ᾿ ἀρχὰς ἦλθον εἰς τὴν Μονὴ τῆς «Λογγοβάρδας», εἰς τὸν γνωστόν τους ἐξ Ἁγ. Ὄρους Φιλόθεον Ἡγούμενον, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἡ Μονὴ τότε εὑρίσκετο ὄχι εἰς τόσον ἀνθηρὰ κατάστασιν, λόγω τοῦ ὅτι οἱ τότε ὀλίγοι μοναχοί της μόλις ἠδυνήθησαν καὶ ἦλθον εἰς Πάρον μόνον μὲ τὰ ῥάσα ποὺ ἐφόρουν φεύγοντες τὴν κατ᾿ αὐτῶν ἐπιδρομὴ τοῦ Δράμαλη, τοὺς ἔστειλε ὁ Ἡγούμενος Φιλόθεος εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου κειμένην ἐν Μαρπίσσῃ, πρὸς τὸν ἐκεῖ διαμένοντα διάσημον Ἱεραπόστολο Ἐθνοκήρυκα Κύριλλον Παπαδόπουλο ὅστις ἡσύχαζε ἐκεῖ μὲ τινὰς ἀδελφοὺς Ἁγιορείτας ἐκ τῶν λεγομένων Κολλυβάδων οἵτινες εἶχον καταφύγει ἐκεῖ πρὸς ἡσυχία. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ σάλος καὶ ἡ τρικυμία ἥτις ἠγέρθη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος διὰ τὸ προαναφερθὲν ζήτημα τῆς συνεχοῦς Μεταλήψεως καὶ τὸ περὶ μνημοσύνων, ἤρχισε νὰ καταπαύει, οἱ ἀνωτέρω ἀδελφοὶ ὑπέστρεψαν εἰς Ἅγιον Ὄρος ἀφήσαντες τινὰς εἰκόνας (διότι ἦσαν Ἁγιογράφοι) εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τῆς «Λογγοβάρδας», εἰς τοὺς ἀδελφοὺς τῶν μεθ᾿ ὧν εἶχον συγκακοπαθήσει καθὼς καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους: Νικόδημον Ἁγιορείτη, Ἀθανάσιον Πάριον, Μακάριον Κορίνθου καὶ ἄλλους ἐκλεκτοὺς καὶ Ἁγίους. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Πατὴρ Κύριλλος μόλις εἶχε ἀρχίσει νὰ ἱδρύῃ τὸ Μονύδριον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἠναγκάσθησαν καὶ κατέφυγαν εἰς τὴν νῆσον Σίκινο καὶ κατόπιν εἰς τὴν Φολέγανδρο εἰς ἣν καὶ παρέμειναν ἀρκετὰ ἔτη, διότι οἱ Φολεγάνδριοι ἔδειξαν μεγάλην ἀγάπην, ἐκτίμησιν καὶ σεβασμὸ τοὺς παρεκάλεσαν «τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς». Ἐπειδὴ δὲ ἐστεροῦντο διδασκάλου παρεκάλεσαν τὸν Γέροντα Δανιὴλ νὰ ἐπιτρέψει εἰς τὸν ὑποτακτικόν του Ἀρσένιον νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἐκμάθησιν γραμμάτων εἰς τὰ τέκνα των. Καμφθεὶς ὁ Γέρων Δανιὴλ εἰς τὰς παρακλήσεις τῶν ἀγραμμάτων ἐκείνων, ἀλλὰ ταπεινῶν, ἁπλοϊκῶν καὶ ἀκάκων ἀνθρώπων, τῷ ἐπέτρεψε. Ἀφ᾿ οὗ δὲ ἔλαβον τὴν συγκατάθεσιν τοῦ Ἁγίου Γέροντος οἱ Φολεγάνδριοι τὸν προέτειναν εἰς τὸν Σεβασμιώτατον τότε Θήρας καὶ τὸν ἐχειροτόνησεν Διάκονον, ἀπὸ δὲ τὴν Ἑλληνικὴν Κυβέρνησιν ζήτησαν νὰ τὸν διορίσῃ Ἑλληνοδιδάσκαλον. Ἀφ᾿ οὗ δὲ ἔλαβε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Γέροντά του καὶ τὸν διορισμό του ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἐπεδόθη μὲ ζῆλο νὰ διδάξῃ τὰ τέκνα τῶν Φολεγανδρίων ὄχι μόνον τὰ γράμματα, ἀλλὰ καὶ τὰς ἀρετάς, διότι τὰ γράμματα χωρὶς τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν ἠθικὴ περισσότερον βλάπτουσι παρὰ ὠφελοῦσι. Τοὺς ἐδίδασκε νὰ φυλάττουσι τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, νὰ ἀγαπῶσιν τὸν Θεὸν μὲ ὅλην των τὴν ψυχὴν καὶ καρδίαν, νὰ ἀγαπῶσι τοὺς γονεῖς των, ἀδελφούς, συγγενεῖς καὶ πάντα ἄνθρωπον, νὰ σέβονται νὰ τιμῶσι καὶ νὰ ὑπακούωσι τοὺς γονεῖς των, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς διδασκάλους, τοὺς πρεσβυτέρους, νὰ ἀποφεύγωσι τὸ ψεῦδος, τὴν πολυλογίαν, ἀργολογία, κατάκρισιν, καταλαλιά, αἰσχρολογία, φιλονεικίαν, ἀμέλεια, ὀκνηρίαν καὶ πᾶσαν ἄλλην ἁμαρτίαν, νὰ προσεύχονται, νὰ ἐξομολογῶνται, νὰ νηστεύουν, νὰ κοινωνοῦν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, νὰ ἐπισκέπτονται τοὺς ἀσθενεῖς νὰ παρηγοροῦν τοὺς τεθλιμμένους, νὰ ἐλεοῦν τοὺς πτωχούς. Καὶ εἰς ὀλίγον καιρόν, ἀφ᾿ ἑνὸς ὁ Γέρων Δανιὴλ μὲ τὴν ἐξομολόγησιν καὶ πνευματικὴν διδασκαλία εἰς τοὺς μεγάλους, ἀφ᾿ ἑτέρου ὁ Διάκονος Ἀρσένιος μὲ τὰ γράμματα καὶ τὴν ἠθικὴ διδασκαλία εἰς τὰ μικρὰ παιδιά, κατώρθωσαν ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Φολεγάνδρου, πλουσίους καὶ πτωχούς, μεγάλους καὶ μικρούς, ἄνδρας καὶ γυναίκας, νὰ τοὺς πλησιάσουν εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ τοὺς συνδέσουν τὴν ἀγάπην, ὡσὰν νὰ ἦσαν ὅλοι μία οἰκογένεια ἠγαπημένη. Ἐνταῦθα ἤκμαζε τὸ Δαυϊδικὸν λόγιον: «Ἰδοὺ δή τι καλὸν ἤ τι τερπνὸν ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό;» (Ψαλμ. 133) καὶ τὸ Εὐαγγελικὸν «οὐ γάρ εἰσι δυὸ ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἔμον ὄνομα ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν». (Ματθ. 18: 20).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ´: Θάνατος τοῦ Γέροντος Πατρὸς Δανιήλ. Ἐπιστροφὴ Ὁσ. Ἀρσενίου εἰς Πάρον. Γνωριμία αὐτοῦ μὲ τὸν π. Ἠλία. Παραμονή του εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον.
«Ἀπόκειται, τοῖς ἄνθρωποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετὰ δὲ τοῦτο κρίσης». (Ἑβρ. 9:27β)
«Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι ἐν ἀναπαύσει ἔσται». (Παροιμ.)
Ἀρκετὰ ἔτη παρέμειναν ἐν Φολεγάνδρῳ ὁ Γέρων Δανιὴλ μετὰ τοῦ ὑποτακτικοῦ του Ἱεροδιακόνου Ἀρσενίου, ἠγαπημένοι καὶ συνδεδεμένοι ὡς μία ψυχὴ σὲ δυὸ σώματα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἄνθρωποι ἦσαν καὶ αὐτοί, ὑποκείμενοι εἰς τὸν θάνατον κατὰ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Κυρίου, δοθεῖσαν εἰς τοὺς προπάτορας ἡμῶν, διὰ τὴν παράβασιν τῆς ἐντολῆς του, «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει» (Γεν. 3: 9) καὶ «ἀπόκειται τοῖς ἄνθρωποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 9: 27β) ἦλθε ὁ καιρὸς τῆς ἀναχωρήσεως ἐκ τῶν πρόσκαιρων τοῦ Γέροντος Δανιὴλ καί, προγνωρίσας τοῦτο, κάλεσε τὸν μαθητήν του Ἀρσένιον καὶ τῷ λέγει: «ἐγὼ μὲν τέκνον μου ἀναχωρῶ ἐκ τῆς παρούσης ταύτης καὶ προσκαίρου ζωῆς καὶ πατρίδος καὶ μεταβαίνω εἰς τὴν αἰώνιον, εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐπειδὴ κατὰ τὸν Θεοκήρυκα Ἀπόστολο Παῦλον «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν ἀλλά, τὴν μέλλουσα ἐπιζητοῦμεν». Σὺ δὲ μένε ἐνταῦθα καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν διετίας νὰ παραλάβῃς τὰ ὀστά μου καὶ νὰ μεταβῇς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἢ εἰς τὸ μέρος ποὺ σὲ ἔχει ὁ Κύριος προορίσει νὰ ζήσῃς τὰς ὑπολοίπους βραχυτάτας ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ κατόπιν νὰ ἔλθῃς ἐκεῖ εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴν ἀληθινὴν καὶ παντοτινὴν Πατρίδαν, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ σὲ ἀναμένω ἵνα καθὼς ἐδῶ προσκαίρως εἴμεθα μαζὶ ἡνωμένοι, οὕτω καὶ ἐκεῖ θὰ εἴμεθα ἡνωμένοι καὶ ἀχώριστοι αἰωνίως, ἡνωμένοι δὲ καὶ μὲ τὸν Θεόν, τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ πάντας τοὺς Ἁγίους, ὑμνοῦντες, εὐλογοῦντες καὶ ἀκαταπαύστως δοξολογοῦντες εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας τὸ Πάντιμον καὶ Πανάγιον καὶ Μεγαλοπρεπὲς Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἀμήν...»
Ταῦτα λέγων ὁ σεβάσμιος καὶ προορατικὸς ἐκεῖνος ἅγιος Γέρων καὶ δοὺς τὰς τελευταίας ὑποθήκας καὶ Πατρικὰς συμβουλὰς τῷ ὑποτακτικῷ αὐτοῦ Ἀρσενίῳ καὶ τοῖς πνευματικοῖς του τέκνοις Φολεγανδρίοις, τοὺς ὁποίους ἠγάπησεν ὡς πραγματικά του γνήσια τέκνα καὶ ἠγαπήθη παρ᾿ αὐτῶν, προετοιμασθεὶς δὲ διὰ τελευταῖον ἀσπασμὸν αὐτοῖς καὶ ἀποχαιρετήσας, παρέδωκε τὸ πνεῦμα αὐτοῦ εἰς χεῖρας Θεοῦ, ὃν ἐκ νεότητος ἠγάπησεν, ἠκολούθησεν καὶ ἐδούλευσεν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπεδήμησεν.
Μέγα πένθος ἀφῆκεν ἡ Ἀναχώρησις τοῦ σεβασμίου Γέροντος εἰς πάντας τοὺς Φολεγανδρίους, οἵτινες τὸν ἠγάπησαν ὡς Πατέρα των φιλόστοργον, διότι πολὺ ὠφελήθησαν πνευματικὸς παρ᾿ αὐτοῦ, ἀλλὰ περισσότερον ἐπένθησεν καὶ ἐλυπήθην, ὁ ὑποτακτικὸς αὐτοῦ Διάκονος Ἀρσένιος, τὸν ὁποῖον ὀρφανὸν ἐκ παιδικῆς ἡλικίας ἀνέλαβε καὶ σωματικῶς καὶ περισσότερον πνευματικὸς γαλούχησε καὶ ἐξέθρεψε. Ἄλλα, πιστεύων ὅτι ὁ Γέροντάς του δὲν ἀπέθανε, ἀλλὰ μετέβη ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ἀγήρω μακαριότητα καὶ ὅτι μεταβαίνων εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν θὰ δέεται ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ ὅλων τῶν πνευματικῶν τοῦ τέκνων, παρηγορήθη καί, ἀφ᾿ οὗ παρέμεινε δύο περίπου ἔτη, ποιήσας ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων τοῦ ἀειμνήστου Γέροντός του καὶ παραλαβὼν αὐτά, ἡτοιμάσθη πρὸς ἀναχώρησιν. Τοῦτο ἀντιληφθέντες οἱ Φολεγάνδριοι ἅπαντες, ἐδραμον σὺν γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις αὐτῶν, παρακαλοῦντες καὶ μετὰ δακρύων ἱκετεύοντες, νὰ μὴ τοὺς ἐγκαταλείψῃ καὶ ἀναχωρήσῃ. «Μὴ μᾶς ἐγκαταλείψῃς, τῷ ἔλεγον, ὀρφανούς. Λυπήσου τοὺς κόπους σου ποὺ τόσα ἔτη ἐκοπίασες νὰ μάθεις γράμματα τὰ παιδιά μας, νὰ τὰ ὁδηγήσῃς καὶ ἐκεῖνα καὶ ἡμᾶς εἰς τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. ἀπέθανε ὁ Γέροντάς σου, μᾶς ἄφησε, ἀλλ᾿ εἴχαμε σὲ ὡς Διδάσκαλον καὶ Πατέρα μας, τώρα μᾶς ἀφήνεις καὶ σὺ καὶ ποῖον θὰ ἔχομεν εἰς τὸ ἑξῆς πατέρα καὶ Διδάσκαλο; Ὄχι δὲν σὲ ἀφήνομε νὰ φύγῃς. Ὅμως ἐκεῖνος ἐπέμεινε, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτοὺς τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντός του —τινὲς ἐξ αὐτῶν διὰ νὰ τὸν πείσουν νὰ μείνῃ καὶ νὰ φύγῃ, τῷ εἶπον· ἀφ᾿ οὗ δὲν θέλεις νὰ μείνῃς μαζί μας, θὰ ἔλθωμεν ἡμεῖς μαζί σου καὶ οὕτω τὸν ἠκολήθησαν — καὶ ἀνεχώρησεν ἐκ Φολεγάνδρου μὲ τὸν σκοπὸ νὰ ὑπάγῃ εἰς Ἅγιον Ὄρος καὶ διερχόμενος ἐκ Πάρου ἐσκέφθη νὰ ἐξέλθῃ νὰ ἀποχαιρετήσῃ τοὺς γνωστούς του Γέροντας Φιλόθεον τὸν Α´, Ἡγούμενον τῆς Μονῆς «Λογγοβάρδας» καὶ Γέροντα Κύριλλον, Ἡγούμενον Μονυδρίου Ἁγίου Γεωργίου καὶ λάβῃ παρ᾿ αὐτῶν τὰς εὐχὰς καὶ εὐλογίας των. Ἐξελθὼν εἰς Πάρον μετέβη πρῶτον εἰς «Λογγοβάρδαν» καὶ εὗρε τὸν Γέροντα Φιλόθεον καὶ ἔμαθεν ὅτι ὁ π. Κύριλλος μετέβη πρὸς τὰς ἀΰλους Μονάς, πλὴν ὅμως δὲν ἠμποδίσθη νὰ ὑπάγῃ εἰς Ἅγιον Γεώργιον. Μετέβη μὲ τὸν σκοπὸν νὰ προσκυνήσῃ τὸν τάφον τοῦ πατρὸς Κυρίλλου καὶ ἀφ᾿ οὗ προσκυνήσῃ καὶ ζητήσῃ τὰς εὐχάς του καὶ τὰς εὐλογίας του, νὰ ἀναχωρήσῃ. Ἀλλ᾿ ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὅστις δὲν εἶχεν ἀποθάνει, ἀλλ᾿ εὑρίσκετο —καὶ εὑρίσκεται εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν— κοντὰ εἰς τὸν Θεὸν ἐπειδὴ κατὰ τὸν σοφὸ Παροιμιαστὴν «δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἄψηται αὐτῶν βάσανος» δὲν τὸν ἄφησε νὰ φύγῃ, τὸν ἤθελε ἀντικαταστάτη του καὶ διάδοχόν του.
Εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, εὗρε διάδοχον τοῦ π. Κυρίλλου τὸν πνευματικόν του υἱὸν Ἠλία τὸν ἐξ Ἠπείρου, ἄνδρα σοφὸν καὶ ἐνάρετον, ἐπιστήμονα λόγιον καὶ ζηλωτή, Ἱεροκήρυκα Κυκλάδων, ὅστις μαθὼν τὸν σκοπὸ τοῦ Ἀρσενίου, ὅτι προτίθεται νὰ μεταβῇ εἰς Ἅγιον Ὄρος, τῷ εἶπεν: «Ἀδελφὲ Ἀρσένιε, ἄκουσον, δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ ὑπάγῃς εἰς Ἅγιον Ὄρος, Θέλημα Θεοῦ εἶναι νὰ μείνης ἐδῶ μαζί μας· ὁ Θεὸς σὲ ἔστειλε ἐδῶ καὶ ἡ εὐχὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν Δανιὴλ καὶ Κυρίλλου σὲ ἔφερε. Μεῖνε λοιπὸν μαζί μας. Ἐδῶ, παρὰ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, περισσότερον καὶ θὰ ὠφεληθῇς καὶ θὰ ὠφελήσῃς.
Πεισθεὶς ὁ Θεῖος Πατὴρ Ἀρσένιος ὅτι ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ μείνη εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, διότι καὶ ὁ Γέροντας τοῦ Δανιὴλ δὲν τῷ εἶπεν ὁριστικῶς «νὰ ὑπάγεις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος» ἀλλὰ τῷ εἶπεν «νὰ ὑπάγῃς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἢ εἰς τὸ μέρος ποὺ σὲ ἔχει προορίσει ὁ Θεός», προβλέπων ἴσως ὡς προορατικὸς ὅτι ὁ Θεὸς τὸν εἶχεν προορίσει διὰ τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ἔμεινεν ἐκεῖ καὶ συνηριθμήθη εἰς τὰ μέλη τῆς ἀδελφότητας.
Ἦσαν δὲ τότε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἥτις ἦτο Μετόχιον τῆς ἐν Νάξῳ Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης —καθὼς καὶ εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τῆς Φανερωμένης— ἄνδρες ἐκλεκτοί, θαυμάσιοι, σοφοὶ καὶ πεπαιδευμένοι, εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ εἰς τὴν ἄσκησιν. Τοιούτοις ἀνδράσι συναναστρεφόμενος, συνασκούμενος, συγκοπιῶν, συναγωνιζόμενος καὶ συγκακοπαθῶν, πάντας ὑπερήλασε ταῖς ἀρετὲς καὶ ταῖς ἀσκητικαῖς ἀγωγαῖς. Ἠγρύπνει τὸ πλεῖστον τῆς νυκτός, 3-4 ὥρας ἐκοιμᾶτο μόνον τὸ ἡμερονύκτιον, πολλάκις δὲ ὅλην τὴν νύκτα ἠγρύπνει προσευχόμενος μετὰ δακρύων ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν πνευματικῶν του τέκνων καὶ τῶν μαθητῶν, τοὺς ὁποίους ἐγκατέλιπεν εἰς τὴν Φολέγανδρον, ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν του συνασκητῶν καὶ ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἅπαξ τῆς ἡμέρας ἐσιτίζετο, ἡ δὲ τροφή του ἦτο λιτοτάτη, ἔτρωγε δὲ τόσον ὅσον νὰ ζῇ, νὰ στηρίζεται, νὰ διακονῇ καὶ νὰ ὑπηρετῇ εἰς ὅλας τὰς διακονίας τῆς Μονῆς. Τροφὴν εἶχε πνευματικὴν τὴν ἀνάγνωσιν τῶν θείων Γραφῶν καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὴν ὁποίαν τροφὴν ἔτρωγε μὲ πολλὴν εὐχαρίστησιν καὶ προθυμίαν, καὶ τὴν ὁποίαν ἐθεώρει καὶ ὡς ἀναγκαιοτέραν καὶ ὠφελιμωτέραν τῆς σωματικῆς, ὑλικῆς τροφῆς, ἡ ὁποία μόνον τὸ σῶμα τρέφει, ἐνῷ ἡ πνευματικὴ τροφὴ πολλάκις τρέφει καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, διότι ἡ γλυκύτης τῆς πνευματικῆς τροφῆς, πολλάκις ὅταν αὐτὴ τρώγεται μὲ πολλὴν ὄρεξιν καὶ εὐχαρίστησιν, μεταδίδεται καὶ εἰς τὸ σῶμα τὸ ὁποῖον γλυκαινόμενον εὐφραίνεται τόσον ὥστε νὰ ἀηδιάζῃ τὴν ὑλικὴν καὶ νὰ μὴ θέλῃ νὰ φάγῃ. Καθὼς τοῦτο γίνεται δῆλον ἀπὸ τὸν βίον πολλῶν Προφητῶν καὶ Ἁγίων.
Ὁ Προφήτης Μωυσῆς καὶ ὁ Προφήτης Ἠλίας μὲ μιᾶς ἡμέρας τροφὴν πέρασαν ἡμέρας 40 τελείως ἄσιτοι. Ποῖος τοὺς ἔτρεφε; ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς, ἡ πνευματικὴ τροφή. Ἐκείνη ἡ τροφὴ ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ τοῦ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. 4: 4), ὁ Προφήτης τοῦ Ὑψίστου ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστὴς Ἰωάννης μὲ ἀκρόδρυα (βλαστοὺς θάμνων) καὶ μέλι ἄγριον, ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ἡ Ἁγία Θεοκτίστη, πολλοὶ ἐρημίται, ἀσκηταί, ἐτρέφοντο ἐπὶ πολλὰ ἔτη εἰς ὅλην των τὴν ζωὴν μὲ χόρτα μόνον καὶ ὕδωρ. Ἦτο δυνατὸν μόνον μὲ χόρτα ὠμά, ἄγρια νὰ ζήσῃ ἄνθρωπος τόσα ἔτη; Ἐν τούτοις ἔζων. Πῶς ἔζων; Μὲ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, τὴν πνευματικὴν τροφήν, τὴν ἐνθύμησιν τοῦ Θεοῦ, τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν, μὲ αὐτὰ περισσότερον ἐτρέφοντο, τινὲς δὲ ἔζησαν καὶ μόνον μὲ τὴν Ἁγίαν Κοινωνίαν· ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος πολλάκις ἐνῷ ἔτρωγε τροφὴν ὑλικὴ ὡς ἄνθρωπος μὲ τοὺς μαθητάς του, ἤρχετο εἰς ἔκστασιν καὶ ἔπαυε νὰ τρώγῃ. Κάποτε δὲ ἐνῷ ἔτρωγε, ἔπαυσε νὰ τρώγῃ καὶ ἤρχισε νὰ κλαίῃ. Ἐρωτώμενος δὲ παρὰ τῶν μαθητῶν τοῦ «Διατὶ Πάτερ κλαίεις;» «Κλαίω τέκνα μου, ἀπήντησε, διότι ἐνῷ εἶμαι ἄνθρωπος λογικὸς τρώγω τὴν τροφὴν τῶν ἀλόγων ζῴων». Οὕτω καὶ ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος πολλάκις ἐνῷ ἀναγίνωσκε τὰς Ἁγίας Γραφὰς ἢ προσηύχετο καὶ ἐσήμαινε τὸ σήμαντρον τῆς τραπέζης, ἐλυπεῖτο, ἐστενοχωρεῖτο καὶ πολλάκις ἔκλαιε διότι ἄφηνε τὴν πνευματικὴν τροφήν, τὴν γλυκυτάτην, τὴν ἄφθαστον, τὴν ἀθάνατον καὶ πήγαινε νὰ φάγῃ τὴν ὑλικὴν καὶ σωματικὴν τροφήν. Ἀλλ᾿ ὑπὲρ πάσας τὰς ἄλλας ἀρετὰς περισσότερον ἐπιμελεῖτο τὴν φιλαδελφίαν. Ἠγάπα πάντας καὶ περισσότερον τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς Γέροντας, τοὺς ἐπιμελεῖτο καὶ τοὺς ὑπηρέτει μὲ πολλὴν προθυμίαν, εὐχαρίστησιν καὶ ἀγάπην. Ἀλλὰ περισσότερον πάντων ἠγάπα τὸν Θεὸν μὲ ὅλην του τὴν ψυχὴν καὶ καρδίαν καὶ δι᾿ αὐτὸ ἠγαπήθη παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ παρὰ τῶν ἀνθρώπων.
«Ἂς ἀγαπήσωμεν, λέγει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, τὸν Ἕνα (δηλαδὴ τὸν Θεόν) διὰ νὰ ἀγαπήσωσιν ἡμᾶς οἱ πολλοί».
Ἀφοῦ παρέμεινε ὀλίγα ἔτη καὶ ἠγάπησε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἠγαπήθη καὶ ἐκεῖνος ὑπ᾿ αὐτῶν καὶ ὄχι μόνον ὑπ᾿ αὐτῶν ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν λαϊκῶν τῶν ἐγγὺς τῆς Μονῆς καὶ τῶν μακράν, πάντες εἶχον ἐλπίδας ὅτι μίαν ἡμέραν θ᾿ ἀξιωθῶσιν νὰ τὸν ἔχωσι Πνευματικόν των.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε´: Χειροτονία τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου εἰς Πρεσβύτερο. Χειροθεσία εἰς Πνευματικόν. Ἀνάδειξις αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Ἀδελφῶν τῆς Μονῆς ὡς Προεστῶτος Ἡγουμένου. Ἡ Πνευματικὴ αὐτοῦ ἐργασία εἰς τὰς ἐν Πάρῳ Μονάς, εἰς τὴν νῆσον καὶ ἔξω τῆς νήσου.
«Ὄντως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν
τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». (Ματθ. 5:16)
Βλέποντας οἱ Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τὰς ἀρετάς, ἰδίως τὴν ταπείνωσιν, τὴν πραότητα, τὴν ἀκακία, φιλαδελφία καὶ ἀγάπην, ὅλοι ὁμοφώνως, μὲ μίαν γνώμην καὶ καρδίαν, πρότειναν αὐτῷ νὰ χειροτονηθεῖ Ἱερεύς, ἀλλὰ ἐκεῖνος στοχαζόμενος τὸ ὕψος τῆς Ἱεροσύνης παρεκάλει τοὺς Πατέρας νὰ μὴ τὸν ἐνοχλοῦν, διότι ἐθεώρει ἑαυτὸν ἀνάξιον τοιούτου μεγίστου ἀξιώματος. Πληροφορηθεὶς ὁ τότε Μητροπολίτης Κυκλάδων Δανιήλ, περὶ τῆς ἐνθέου ἀσκητικῆς καὶ ἀγγελικῆς πολιτείας τοῦ Ἀρσενίου, τὸν ἐκάλεσε εἰς Σῦρον καί, μὴ θέλοντα, τὸν ἐχειροτόνησε Πρεσβύτερον καὶ τὸν ἐχειροθέτησε Πνευματικόν. Ἀπὸ τότε ηὔξησε τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας, διότι γνώριζε καὶ ἠσθάνετο ὁποῖος πρέπει νὰ εἶναι ὁ Ἱερεὺς καὶ μάλιστα ὁ Πνευματικὸς Πατήρ. Πάντοτε εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του τὴν παραγγελίαν καὶ ἐντολὴ ἣν ἔδωκεν ὁ Κύριος τοῖς Ἀποστόλοις αὐτοῦ καὶ δι᾿ αὐτῶν τοῖς διαδόχοις αὐτῶν Ἱερεῦσιν, «οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν, τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» καὶ «ὁ ποιήσας καὶ διδάξας μέγας κληθήσεται» καὶ δι᾿ αὐτὸ ἠγωνίζετο πρῶτον νὰ ποιῇ καὶ κατόπιν νὰ λέγῃ. Φρόντιζε νὰ συμφωνοῦν τὰ ἔργα μὲ τὰ λόγια καὶ μᾶλλον νὰ προπορεύονται τὰ ἔργα τῶν λόγων. Ἤκουσε δὲ καὶ τὸν Μέγαν Διδάσκαλο Ἰσίδωρον τὸν Πηλουσιώτην νὰ λέγει: «ἅπτει λύχνον ὁ Θεὸς Ἱερέα καὶ τίθησιν αὐτὸν ἐπὶ τῆς λυχνίας τῆς ἑαυτοῦ φωτοφόρου καθέδρας ἵνα ἐξαστράπτῃ φωτισμῷ τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ δογμάτων καὶ πράξεων σκότους ἀπηλλαγμένον, ὅπως ὀρῶντες οἱ λαοὶ τὰς ἀκτῖνας τῆς ζωτικῆς λαμπηδόνος πρὸς ἐκείνας εὐθύνονται καὶ τὸν Πατέρα τῶν φώτων δοξάζωσι».
Ὁσάκις ἐλειτούργει, παρίστατο εἰς τὸ Ἅγιον Θυσιαστήριον μετὰ φόβου καὶ τρόμου καὶ φαίνεται ὡς νὰ παρίστατο ἐνώπιον τοῦ ἀοράτως πανταχοῦ παρόντος Θεοῦ, τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων καὶ Κυρίου τῶν κυριευόντων, διακόνων Αὐτῷ.
Συναισθανόμενος δὲ ὅτι τὸ διακονεῖ τῷ Θεῷ μέγα καὶ φοβερόν ἐστι καὶ αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν, ἐγένετο ἡ μορφὴ αὐτοῦ φωτοειδὴς ὡς Ἄγγελος καὶ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ἔρρεον δάκρυα κατανύξεως. Πολλάκις δὲ ὡς διηγήσαντό μοι τινές, λαϊκοὶ ὄντες, τοὺς ὁποίους ἐγνώρισα ἐν Ἀθήναις, νέος ὢν καὶ ὑπηρετῶν εἰς τὰς τάξεις τοῦ Στρατοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀκούοντες τὴν ἀγγελικὴν αὐτοῦ βιοτὴν καὶ τὰς ἀρετὰς μετέβαινον εἰς Πάρον καὶ ἐξομολογοῦντο καὶ πολλάκις παρέμειναν παρ᾿ αὐτῷ ἡμέρας πολλάς, διδασκόμενοι τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν, παρακολουθοῦντες οἱ ἄνθρωποι τὰς ὀρθρινὰς καὶ νυκτερινὰς ἀκολουθίας ἐν τῷ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ἱερῷ Ναῷ, ἤκουον ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ βήματος, εἰς τὸ ὁποῖον μόνος ὡς ἐφημερεύων ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος εὑρίσκετο προσευχόμενος, κλαυθμοὺς καὶ στεναγμούς, οἵτινες ἐξήρχοντο ἐκ τῆς καρδίας τοῦ Ἁγίου. Ἡ κατάνυξις, τὸ πένθος, ὁ κλαυθμός, οἱ στεναγμοὶ καὶ τὰ δάκρυα εἶναι χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ὁποῖα δίδονται εἰς ἐκείνους, οἵτινες ἔκοψαν τὸ θέλημά των, ἐφύλαξαν ὑπακοὴ καὶ εἶχον ταπείνωσιν.
Ἐκ τῶν ἀρετῶν αὐτῶν ὡς προείπομεν, ἐν τῷ β´ κεφαλαίῳ, εὐκόλως ἀποκτᾷ ὁ Μοναχὸς καὶ ὁ Χριστιανὸς ὅλας τὰς ἀρετάς, λαμβάνει θεῖα καὶ οὐράνια χαρίσματα ὡς καὶ τὸ χάρισμα τοῦ χαροποιοῦ πένθους τῆς κατανύξεως καὶ τῶν δακρύων, γίνεται μακάριος, ὡς εἶπεν ὁ Κύριος, «μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσοναι» (Ματθ. 5: 4) καὶ ἀξιοῦται τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν (αὐτόθι). Τούτου τοῦ χαρίσματος τῶν δακρύων ἠξιώθη καὶ ὁ εἰς παλαιοὺς χρόνους ἀκμάσας Μέγας Ἀρσένιος, ὅστις ἐπειδὴ ἔκλαιε, διαρκῶς ἐδάκρυεν, καὶ εἶχε μετ᾿ αὐτοῦ μανδήλιον διὰ τοῦ ὁποίου σπόγγιζε τὰ δάκρυα. Τούτου τοῦ Μεγάλου Ἀρσενίου ἐφρόντιζε καὶ ἠγωνίζετο «μιμητὴς γενέσθαι κατὰ πάντα» ἰδίως εἰς τὴν σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία καὶ τὸ πένθος καὶ ὁ ἡμέτερος Ἀρσένιος. Ἐπειδὴ δέ, φύλαξε μὲ μεγάλην προσοχὴν καί, ἐπιμέλεια τὰς τρεῖς μεγάλας ἀρετάς, τὴν ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπακοή, τὰς ὁποίας ἀρετὰς ἐδιδάχθη ἀπὸ τὸν ἑαυτοῦ Γέροντα καὶ τὰς ὁποίας πρῶτος ἐδίδαξε διὰ τοῦ παραδείγματός του ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὡς ἦτο ἑπόμενο, πλούτισε πάσας τὰς ἄλλας ἀρετὰς περὶ τῶν ὁποίων λέγουν οἱ θεῖοι Πατέρες ὅτι ὅλαι αἱ ἀρεταὶ ἀπὸ αὐτὰς τὰς τρεῖς γεννῶνται, «ἡ ὑπακοή, λέγει ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς γεννᾷ τὴν ταπείνωσιν, ἡ ταπείνωσις γεννᾷ τὴν πραότητα, ἡ πραότης γεννᾷ τὴν διάκρισιν, ἡ διάκρισις γεννᾷ τὴν διόρασιν, ἡ διόρασις γεννᾷ τὴν προόρασιν, ἡ προόρασις ἀναβιβάζει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν τελείαν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον». Ὡσαύτως ὁ Ἀββᾶς Μωυσῆς λέγει: «δεῦρο, ἀδελφέ, εἰς τὴν ὑπακοὴ τῆς ἀληθείας, ὅπου ἐστὶν ταπείνωσις, ὅπου ἐστὶν ἰσχύς, ὅπου ἐστὶ χαρά, ὅπου ἐστὶν ὑπομονή, ὅπου ἐστὶ μακροθυμία, ὅπου ἐστὶ φιλαδελφία, ὅπου ἐστὶν κατάνυξις, ὅπου ἐστὶν ἀγάπη. ὁ γὰρ ἔχων ὑπακοὴν ἀγαθὴν πασῶν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ πεπλήρωται». Χάριν συντομίας παραλείπω τὰς τῶν πολλῶν μαρτυρίας. Ἐφ᾿ ὅσον δὲ ἐπλουτίσθη καὶ ἔγινε θησαυροφυλάκιον τῶν ἀρετῶν δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ ἐγίνοντο φανεραὶ αἱ ἀρεταί του, εἰς τοὺς ἐγγὺς καὶ εἰς τοὺς μακράν. Ἡ ἀρετὴ ὁμοία ἐστὶ τοῦ φωτός. Καθὼς τὸ φῶς δὲν κρύπτεται ἀλλ᾿ ὅταν φανῇ, ὅταν ἀνατείλῃ ὅλοι τὸ βλέπουσι καὶ μόνον οἱ πάσχοντες ἀπὸ ἀορασία (οἱ τυφλοὶ) δὲν τὸν βλέπουν, οὕτω καὶ ἡ ἀρετὴ δὲν κρύπτεται, ὅλοι τὴν βλέπουν, ἐκτὸς ἐκείνων οἵτινες πάσχουσιν ἀπὸ τύφλωσιν ψυχική. Οἱ πραγματικὸς καὶ ἀληθῶς ἐνάρετοι, φοβούμενοι τὴν ὑπερηφάνειαν, τὴν κενοδοξίαν, μὴ τοὺς σκορπίσουν τὰς ἀρετάς, τὴν ἀνθρωπαρέσκεια, ἥτις προκαλεῖ τὸν Θεὸν νὰ «σκορπίζει ὀστὰ ἀνθρωπαρέσκων», κρύπτουν ὅσον δύνανται τὰς ἀρετάς των, ἀλλὰ ὅσον καὶ ἂν τὰς κρύπτουν, δὲν κρύπτονται ἐπειδὴ εἶναι φῶς. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὁ Ὁποῖος παρήγγειλε νὰ ποιῶμεν τὰς ἀρετὰς ὄχι εἰς τὸ φανερόν, νὰ τὰς βλέπωσιν οἱ ἄνθρωποι, νὰ μᾶς ἐπαινῶσι καὶ οὕτω νὰ χάνωμεν τὸν μισθό μας, ἀλλὰ νὰ τὰς κάμωμεν εἰς τὸ κρυπτόν, ὥστε νὰ μὴ τὰς βλέπωσιν οἱ ἄνθρωποι, νὰ τὰς βλέπῃ μόνον ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ὅταν δῇ ὅτι κρύπτομεν τὰς ἀρετάς μας διὰ νὰ φυλάξωμεν τὴν ἐντολήν Του, ὅτι τὰς κάμνομε διὰ δόξαν δικήν Του καὶ ὄχι διὰ δόξαν καὶ ἱκανοποίησιν δικήν μας, διὰ νὰ μᾶς δοξάσουν οἱ ἄνθρωποι, τότε Ἐκεῖνος τὰς κάμνει φανερὰ εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον, δοξάζεται τὸ Ὄνομα αὐτοῦ τὸ ὑπερύμνητον καὶ ὑπερένδοξον, δοξάζει δὲ ὁ Θεὸς καὶ ἡμᾶς. «Ζῶ ἐγώ, λέγει ὁ Θεός, τοὺς ἐμὲ δοξάζοντας δοξάσω», «Σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην, μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου, ὅπως ᾖ σου ἡ ἐλεημοσύνη ἐν τῷ κρυπτῷ καὶ ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ αὐτὸς ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ... σὺ δὲ ὅταν προσευχὴ εἴσελθε εἰς τὸ ταμιεῖον σου καὶ κλείσας τὴν θύραν σου, πρόσευξαι τῷ Πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῳ» (Ματθ. 6: 3-7).
Ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης ἐν ἐρήμῳ διέτριβε νηστεύων καὶ προσευχόμενος ἐν τῷ κρυπτῷ. Οὐδεὶς ἄλλος τὸν ἔβλεπε εἰ μὴ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος βλέπων τὸν Πρόδρομον ἐν τῷ κρυπτῷ νηστεύοντα καὶ προσευχόμενον δι᾿ Αὐτόν, διὰ τὴν Δόξαν Τοῦ φανέρωσε τὰς ἀρετάς του εἰς ὅλους καὶ καθὼς λέγει ὁ σοφὸς Νεῖλος οἱ ἄνθρωποι ἄφηνον τὰς πόλεις καὶ ἔτρεχαν εἰς τὴν ἔρημον καὶ οἱ πλούσιοι ποὺ εἶχον χρυσοφόρους οἰκίας καὶ ἐνεδύοντο σηρικὰ ἱμάτια, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶχον λιθοκολλήτους (πολυτίμους) κλίνας καὶ ἀνεπαύοντο σὲ μαλακὰ καὶ ἀπαλὰ στρώματα, κατεκλίνοντο εἰς τὴν ὕπαιθρον καὶ εἰς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ Ἰορδάνου. Διατί; Διὰ νὰ ἰδοῦν ἕναν πτωχὸν ἄνθρωπον ἐνδεδυμένον μὲ ἕνα δέρμα καμήλου καὶ μὲ μίαν ζώνη δερματίνη, ἐσθίοντα ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. Ἀλλὰ δὲν ἦτο αὐτὴ ἡ αἰτία. Ἡ αἰτία ἦτο ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀνδρός. Ἡ ἀρετὴ ἡ ὁποία ὡς μαγνήτης ἕλκει τὸν ἄνθρωπον. Παραθέτω κατωτέρω τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ Νείλου, διὰ νὰ θαυμάσει πᾶς τις τὸ μεγαλεῖον, τὴν ἀξία, τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν τῆς ἀρετῆς. «Πάντα ἣν αὐτοῖς ἀνεκτά, καίτοι παρὰ τὸ ἔθος γινόμενα› ὑπέτεμνε γὰρ τὴν ἐπὶ τοῖς ἀλγεινοῖς αἰσθῆσιν, ὁ πόθος τῆς θεωρίας τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὸν ἐπὶ σκληραγωγίᾳ πόνον ἔκλεπτε τὸ θαῦμα τῆς ἀρετῆς. Τοσοῦτον ἐστὶν ἡ ἀρετὴ πλούτου τιμιωτέρα καὶ βίος ἡσύχιος χρημάτων πολλῶν περιφανέστερος. Πόσοι κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦσαν πλούσιοι καὶ μέγα φρονοῦντες ἐπὶ δόξῃ σεσίγηνται καὶ τὸ θαῦμα τοῦ ἀδόξου μέχρι τοῦ νῦν ᾄδεται καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἐρημοπολίτου πᾶσιν ἐστὶν περισπούδαστος ἀΐδιον γὰρ τῆς ἀρετῆς τὸ ἀοίδιμον καὶ τὴν φήμην ἐξαποστείλλει ἄγγελον τῶν οἰκείων καλῶν». Ὡσαύτως ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, ὁ Ἀρχηγὸς τῶν μοναστῶν, ὁ πολιστὴς τῆς ἐρήμου. Οὐδεὶς ἔβλεπε αὐτὸν εἰς τὴν ἔρημον, οὐδεὶς ἔβλεπε τὰς ἐν κρυπτῷ ἀρετὰς αὐτοῦ, τὰς προσευχάς, τὰς νηστείας, τὰς ἀγρυπνίας, τὴν ταπείνωσιν, τὴν πίστιν αὐτοῦ, τὴν ἀγάπην. Μόνον ὁ Θεὸς ὁ τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων εἰδῶς. Καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπε ὅτι ὅσα ἐποίει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐν τῷ κρυπτῷ, τὰ ἐποίει ὄχι διὰ δόξαν δίκη του, ἀλλὰ διὰ δόξαν Θεοῦ, ὁ Θεὸς φανέρωσε τὰς ἀρετάς του εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ ἔτρεχαν πανταχόθεν οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸν ἰδοῦν νὰ θαυμάσουν τὰς ἀρετάς του, νὰ ἀκούσουν τὰς συμβουλάς του, καὶ ἔγινε ἡ ἔρημος πόλις καὶ ἐπλήθυναν τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον, τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα.
Καὶ ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐποιει ὅσον ἤδυνατο ἐν κρυπτῷ τὰς ἀρετὰς φεύγων τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς, ὁ βλέπων τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας, βλέπων ὅσα ἐποίει ἐν τῷ κρυπτῷ πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, τὸν ἐδόξασε φανερὰ καί, γνωρίσαντες καὶ ἀκούσαντες οἱ ἄνθρωποι τὰς ἀρετάς του, ἔτρεχον πρὸς αὐτὸν καὶ ἐξομολογοῦντο, οὐ μόνον ἀπὸ τὴν Πάρον ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Σῦρον, ἀπὸ Ἀθήνας, Πειραιᾶ, καὶ ἄλλας πόλεις, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἄλλας Μονὰς τῆς Ἑλλάδος, πάντες δὲ ὠφελοῦντο ἐκ τῆς ἐξομολογήσεως, διότι ὁ Θεὸς τὸν εἶχε πλουτίσει μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καὶ τῆς ἀγάπης. Ἐδέχετο πάντας με ἀγάπην καὶ στοργὴν πατρικὴν καὶ εἰς πάντας ἔδιδε μετὰ συνέσεως καὶ διακρίσεως τὰ ἀναγκαῖα καὶ ὠφέλιμα πρὸς θεραπεία φάρμακα. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἀναγκαίων φαρμάκων ἔδιδε πρὸς πάντας δυὸ κοινὰ φάρμακα: τὸ φάρμακο τῆς μετανοίας καὶ τὸ φάρμακο τῆς εὐσπλαχνίας καὶ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, προέτρεπε τοὺς πάντας νὰ μετανοοῦν εἰλικρινῶς, καὶ νὰ μὴν ἀπελπίζονται διὰ τὰς πολλάς των ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζουν εἰς τὴν ἄμετρον εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπην αὐτοῦ καὶ ὅτι ὄχι μόνον ὁ Θεὸς δέχεται τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅταν μετανοήσουν, ἀλλὰ καὶ πρὸς χάριν αὐτῶν κάμνει πανήγυριν καὶ χαρὰν μεγάλην εἰς τοὺς οὐρανοὺς μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους. Ἔφερε δὲ πρὸς ἀπόδειξιν τῆς μεγάλης του Θεοῦ εὐσπλαχνίας παραδείγματα ὅπως τοῦ ἀσώτου, τοῦ λῃστοῦ, τῆς πόρνης, τοῦ τελώνου καὶ πολλῶν ἄλλων. Πολλούς, διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ καλοῦ τρόπου, τοὺς ὡδήγησεν εἰς μετάνοιαν καὶ τοὺς ἔσωσε.
Ἦτο ἀκριβὴς φύλαξ τῶν Πατερικῶν παραδόσεων. Εἰς τοὺς ἀσεβεῖς ἀπίστους, ὑβριστὰς καὶ κατάφρονας τῶν θείων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἱερῶν παραδόσεων —καὶ ἐμμένοντας εἰς τὴν ἁμαρτίαν— ἦτο αὐστηρὸς καὶ ἄκαμπτος, ἀλλ᾿ εἰς τοὺς ἀληθῶς μετανοοῦντας ἦτο ἐπιεικὴς καὶ συγκαταβατικός. Προσεπάθει δὲ μὲ ὑπομονή, μὲ πραότητα, ἀγάπην καὶ μακροθυμίαν νὰ φέρει τοὺς πάντας εἰς μετάνοιαν, νὰ τοὺς πλησιάσῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ εἰς τὸν Χριστὸν καὶ κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλον «τοῖς πάσιν ἐγένετο τὰ πάντα, ἵνα τοὺς πάντες κερδίσῃ καὶ τῷ Χριστῷ προσφέρῃ». Διὰ τοῦτο πολλοὶ ἀκούοντες τὴν θαυμάσια πολιτείαν καὶ διαγωγή του καὶ βλέποντες τὰ καλὰ ἔργα του προσήρχοντο ἀθρόοι πρὸς αὐτὸν καὶ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας των ἐθεραπεύοντο, δοξάζοντες καὶ εὐχαριστοῦντες τὸν Θεόν, διότι εἰς τὰς ἐσχάτας πονηρὰς ταύτας ἡμέρας ἀνέδειξε τοιοῦτον Ἅγιον Πνευματικὸν Πατέρα καὶ Ἰατρόν, θεραπευτὴν τῶν σωματικῶν καὶ ψυχικῶν ἀσθενειῶν των, καὶ ἐπληρώθη εἰς τὸν Ἅγιον Ἀρσένιον καθὼς καὶ εἰς τοὺς Ἁγ. Ἀποστόλους καὶ πάντας τοὺς Ἁγίους, τὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παραγγελθέν: «Οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ὅπως ἴδωσι ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5: 16).
Ἀποθανόντος τοῦ ἀειμνήστου Πατρὸς Ἠλιού, συνασκητοῦ, συμψύχου φίλου καὶ συμπατριώτου τοῦ Πατρὸς Ἀρσενίου, Προϊσταμένου τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, πάντες οἱ Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς, κοινῇ τῇ γνώμῃ, ἐξέλεξαν Προϊστάμενο τὸν Ἅγιον Ἀρσένιο ὅστις θεαρέστως καὶ θεοφιλῶς ἐποίμανε τὸ ἐμπιστευθὲν αὐτῷ μικρὸν ποίμνιον. Βλέπων ὅμως, ὅτι τὰ καθήκοντα τοῦ Ἡγουμένου καὶ αὐτῆς τῆς Μονῆς καὶ τῶν ἀδελφῶν αἱ μέριμναι καὶ φροντίδαι τῷ ἔφερον κώλυμα εἰς τὸ ἔργον τῆς ἐξομολογήσεως, (ἐπειδὴ ἐκτὸς τῆς ἐξομολογήσεως τῶν ἀδελφῶν τῶν Μονῶν Ἁγ. Γεωργίου, Λογγοβάρδας καὶ τῆς Γυναικείας Μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν κατοίκων τῆς νήσου, ἤρχοντο καὶ μακρόθεν ἐκ Σύρου, Πειραιῶς, Ἀθηνῶν καὶ ἄλλων μερῶν, ἀκόμη καὶ ἐξ Ἁγίου Ὄρους διὰ τοῦτο ἠναγκάσθη καὶ παρητήθη τῆς Ἡγουμενίας καὶ ἀφωσιώθη τελείως καὶ μονίμως εἰς τὴν προσευχὴν καὶ ἐξομολόγησιν. Διὰ νὰ δύναται δὲ νὰ προσεύχηται ἀπερίσπαστος, καὶ καθ᾿ ὁδόν, ὁσάκις μετέβαινε ἀπὸ τὸν Ἅγιον Γεώργιο ἢ εἰς τὴν Γυναικείαν Μονὴν ἢ εἰς τὴν «Λογγοβάρδαν», ἐπὶ ὄνου καθήμενος, σκέπαζε μὲ τὸ ἐπανωκαλύμαυχόν του τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ ἄλλο τι καὶ περισπᾶται ὁ νοῦς του παρὰ νὰ βλέπῃ μόνον τὸν Θεὸν μὲ τὸν ὁποῖον συνωμίλει. Εἰς τὴν «Λογγοβάρδαν» ἤρχετο κατὰ καιροὺς εἰς τὸν ἐπίσης διάσημον καὶ Ἅγιον τῷ καιρῷ ἐκεῖνο Πνευματικὸν Ἰερόθεον Βοσυνιώτην τὸν Α´ καὶ ἐξομολογοῦντο ἀλλήλοις κατὰ τὸν Ἀπόστολο Ἰάκωβον λέγοντα: «Ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα ὑμῶν καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων ὅπως ἰαθῆτε» (Ἰακ. 5: 16).
Μοὶ διηγεῖτο ὁ ἐκ Λευκῶν Γέρων Ἰγνάτιος Ῥαγκούσης τὰ ἑξῆς: «Ἐπειδὴ ὡς νέος καὶ ἀρχάριος ὅτε ἦλθον εἰς τὴν Μονὴν ὑπηρετοῦσα τὸν Γέροντα Ἰερόθεο, πολλάκις ἤνοιγον τὴν θύραν χωρὶς νὰ κτυπήσω, καὶ πολλὲς φορὲς ἔβλεπα ἄλλοτε τὸν Γέροντα Ἰερόθεο γονατιστὸ ἐμπρὸς εἰς τὸν Πατέρα Ἀρσένιο καὶ ἐξομολογεῖτο καὶ ἄλλοτε τὸν Πατέρα Ἀρσένιο γονατιστὸ ἐμπρὸς εἰς τὸν Γέροντα Ἰερόθεο». Ὁσάκις δὲ μοὶ διηγεῖτο τοῦτο μὲ ὅλην τὴν ἁπλότητα ἡ ὁποία τὸν ἐκόσμει συνεκινεῖτο καὶ ἐδάκρυε.
Κρίνω ἁρμόδιον ὅπως ἐνταῦθα παραθέσω περικοπὴ τοῦ ὕμνου ὃν ἐποιησεν ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς Κουτρέλης, πνευματικὸν τέκνον καὶ θαυμαστὴς τῶν ἀνωτέρω Πνευματικῶν καὶ Ἁγίων Πατέρων, Ἀρσενίου καὶ Ἰεροθέου:
«.. Δυὸ εἴχαμε Γέροντας στὴν Πάρο αὐτὰ τὰ χρόνια,
εἰς τοῦ νησιοῦ μας τὰ δυὸ βουνὰ τοὺς δυὸ φωλεμένους,
ἄσπρους κάτασπρους καὶ τοὺς δυὸ σὰν τοῦ Γενάρη χιόνια
στὴ ράχη τ᾿ Ἅη-Γιώργη καὶ στοῦ Μπαχνᾶ κρυμμένους.
Σ᾿ αὐτοὺς ὁ κόσμος ἔτρεχε καὶ ἐξομολογεῖτο
κι᾿ ἐλάμβανε τὴν ἄφεσιν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας.
Ἦσαν κι᾿ οἱ δυὸ Πρόδρομοι καὶ ἂς μὴ ἐκαλεῖτο
οὐδὲ Πατέρας κανενὸς μονάχα Ζαχαρίας
εἰς τὸ νησί μας ἤρχετο ἡ Σύρος γιὰ νὰ λάβῃ
τοῦ Ἀρσενίου τὴν εὐχὴ καὶ τοῦ Ἰεροθέου.
Κι᾿ νόμιζα ἡ δόξα μας ποτὲ πὼς δὲν θὰ παύσῃ
πλὴν ψεύδονται οἱ λογισμοὶ παντὸς θνητοῦ ματαίου.
Πρὸ δέκα χρόνων ἔχασε τὸν ἕνα Γέροντά της
ποὺ καύχημα τὴν δόξαν του εἶχε ντυθεῖ ἡ Πάρος.
καὶ τώρα πάλιν ἔχασε ἀπάν᾿ ἀπ᾿ τὰ πλευρά της
τὸν Γερο-Ἰερόθεο.
Ὢ ματαιότης! Ὢ θνητὲ τῆς γῆς μας Ὁδοιπόρε
οὐδὲν ἐγκλείουν σταθερὸ τῆς γῆς μας αὐτῆς αἱ χώραι.
Πρὸ δέκα χρόνων εἴμεθα στὴ δόξα τὴν μεγάλη.
Ἀνθοῦσε τότε τὸ νησὶ κι᾿ ἡ ἀρετὴ τῆς Πάρου.
Καὶ δέκα χρόνια πέρασαν κι᾿ χάσαμε τὰ κάλλη
σὰν ἔκρυψε τοὺς Γέροντας ἡ πλάκα τοῦ μαρμάρου.
Τοὺς Γέροντας ποὺ ἤτανε ἡ δόξα καὶ τιμή μας
καὶ νὰ καυχᾶται δι᾿ αὐτοὺς μποροῦσε τὸ νησί μας.»
Ποῦ τώρα τοιοῦτοι Πατέρες Πνευματικοί, τοιοῦτοι Ἅγιοι Γέροντες; Τοιοῦτοι σήμερον δὲν ὑπάρχουν εἰς τὴν Πάρον ἀλλ᾿ οὔτε εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα, οὔτε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, οὔτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, οὔτε εἰς τὸ Ὄρος Σινᾶ, οὔτε εἰς τὰς ἔρημους τῆς Αἰγύπτου, Θηβαΐδος, Νιτρίας, Εὐρώπης, Ἀσίας, Ἀφρικῆς. Οἴμοι, ψυχή μου, κλαῦσον καὶ θρήνησον γοερῶς, ὅτι ἐξέλιπε Ὅσιος ἀπὸ τῆς γῆς. «Πάντες ἔξεκλιναν ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἐστὶ ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». (Ψαλμ. 13). Φεῖσαι, Φεῖσαι, Κύριε, τοῦ λαοῦ Σου, ἐλέησον τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Σου, ἐξαπόστειλον βοήθειαν ἐξ Ἁγίου κατοικητηρίου Σου. Μὴ διὰ τὰς πολλὰς ἡμῶν ἁμαρτίας ἀφανίσῃς ἡμᾶς. Ἐπλήθυναν οἱ ἁμαρτιαι ἡμῶν οὐκ ἔστιν ἐν τῷ καιρῷ τούτω οὐκ ἔστιν Ἄρχων καὶ ἁμαρτίαι ἡμῶν οὐκ ἐστὶ ἕως τῷ καιρῷ τούτῳ οὐκ ἔστιν Ἄρχων καὶ Προφήτης καὶ Ἡγούμενος καὶ Πνευματικὸς Πατήρ. Σὺ Κύριε κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους Σου, καὶ τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἀνάδειξον ἄνδρας συνετούς, σοφούς, φρονίμους, καὶ ἐναρέτους Ἄρχοντες τῆς πολιτείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας, Πνευματικοὺς Πατέρες, καὶ Ποιμένα: διὰ νὰ ὁδηγήσουν καὶ νὰ διαφυλάξουν τὴν Πατρίδα καὶ τὴν Ἐκκλησία· Πνευματικοὺς Πατέρες καὶ Ποιμένες διὰ νὰ ὁδηγήσουν καὶ νὰ διαφυλάττουν τὴν Πατρίδα καὶ τὴν Ἐκκλησία ἐκ τῶν νοητῶν λύκων τῶν λυμαινομένων αὐτάς, θὰ ἐπισυνάξωσιν καὶ ἐπαναφέρωσιν εἰς τὴν λογικὴν μάνδραν τὰ διεσκορπισθέντα πρόβατα καὶ ὁδηγήσωσιν αὐτὰ εἰς νομὰς ζωηφόρους, πνευματικάς.
Τοιοῦτοι ἦσαν οἱ δυὸ οὖτοι Γέροντες Πνευματικοί, Ἀρσένιος καὶ Ἱερόθεος, τόσον ταπεινοί, ὥστε θεωροῦν ἑαυτοὺς ὡς ἁμαρτωλοὺς καὶ συχνὰ ἐξομολογοῦντο ἀλλήλοις, εἶχον ἐπίγνωσιν καὶ συναίσθησιν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὅσον καὶ ἐὰν βιάζει τὸν ἑαυτόν του πρὸς τὴν τελειότατα, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ἁμαρτίας οὔτε εἰς τελειότητα οὔτε εἰς ἀναμαρτησία δύναται νὰ φθάσῃ ποτέ. Μόνος τέλειος καὶ ἀναμάρτητος εἶναι ὁ Θεός. «Καὶ τῶν ἀρίστων ὁ μῶμος ἅπτεται» λέγει ὁ Μέγας Γρηγόριος· ὁ δὲ θεῖος Χρυσόστομος λέγει ὅτι τὸ «ἁμαρτάνειν καὶ μὴ μετανοεῖν εἶναι σατανικόν». Διὰ τῆς μετανοίας, καὶ ἐξομολογήσεως ἐξαλείφονται αἱ ἁμαρτίαι τῶν ἀνθρώπων, προσθέτει ὁ Θεῖος Χρυσόστομος: «...τὸν ἁμαρτωλὸν ὅταν διὰ τῆς ἐξομολογήσεως τὰ ἠμαρτημένα ἐξείπτει καὶ τὴν ἑξῆς ἀσφάλειαν ποιήσηται, ἀθρόον ὁ Θεὸς δίκαιον ἀποφαίνει»· τοῦτο γινώσκοντες, οἱ ἀνωτέρω ἀοίδιμοι Ἅγιοι Πατέρες ἐξομολογοῦντο ἀλλήλοις. Βλέπων ὁ Θεὸς τὴν ταπείνωσίν των, τοὺς ἐπλούτισε μὲ χαρίσματα οὐράνια, μὲ τὰ χαρίσματα τῆς σοφίας, τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, τῆς συνέσεως τῆς διακρίσεως, ἀκόμη καὶ τῶν θαυμάτων καὶ τοὺς ἀνέδειξε ὡς δυὸ στύλους τηλαυγεστάτους, φωτοειδεῖς, φωτίζοντας οὐ μόνον τοὺς ἐγγύς, τοὺς ἐν Πάρῳ, ἀλλὰ καὶ τοὺς μακράν. Ἐὰν καὶ σήμερον ὑπῆρχαν τοιοῦτοι ταπεινοὶ Πνευματικοί, Ἅγιοι, ...
ὁ σπανιοτάτων ἐξαιρέσεων, δὲν ἐξομολογοῦνται. Πολὺ περισσότερον ἔπρεπε νὰ ἐξομολογοῦνται οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς, διότι τὸ νὰ μὴ ἐξομολογοῦνται δύο τινὰ σημαίνει: ἢ ὅτι φαντάζονται πὼς εἶναι ἀναμάρτητοι, ὁπότε πάσχουν ἐξ ἑωσφορικῆς ὑπερηφάνειας, ἢ ὅτι δὲν δίδουν καμμιὰν σημασία εἰς τὸ σωτηριωδέστατον μυστήριον τῆς ἐξομολογήσεως καὶ μετανοίας ἄνευ τοῦ ὁποίου, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν Πατέρων, «ἢ οὐδεὶς ἢ πολλὰ ὀλίγοι θὰ ἐσώζοντο». Διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως ὄχι μόνο πολλοὶ ἐσώθησαν ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἡγίασαν. Ἐὰν ἐξακολουθήσωμεν καὶ κλῆρος καὶ λαὸς νὰ μὴ μετανοῶμεν καὶ ἐξωμολογώμεθα, ἔχει ἐκδοθῇ ἀπόφασις ἀπὸ αὐτὸν τὸν Κύριον ὅτι θὰ ἀπολεσθῶμεν. «Ἐὰν μὴ μετανοῆτε, πάντες ὁμοίως ἀπόλλυσθε» (Λουκ. 13: 3).
ταῦτα περὶ τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Τιμοθέου καὶ περὶ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως κατὰ παρέκβασιν, ἀλλ᾿ ὡς ἀναγκαῖα εἴπωμεν. Ἂς ἐπανέλθωμεν ἐπὶ τὸ προκείμενο.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος γνωρίζων ὅτι ὁ Χριστιανὸς καὶ ἰδίως ὁ μοναχὸς ἔχει διαρκῆ ἀγῶνα καὶ πάλιν οὐχὶ πρὸς σάρκα καὶ αἷμα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις, ἠγωνίζετο ὡς ἄσαρκος πρὸς ἀσάρκους ἐχθροὺς δυσμενεῖς, ἐνήστευε τόσον ὅσον νὰ μὴ ἀποθάνῃ καὶ νὰ δύναται νὰ κινῆται, νὰ περιπατῇ, νὰ ἐξομολογῇ, νὰ προσεύχηται, νὰ ἀγρυπνῇ τὸ πλεῖστον της νυκτός, καὶ προσηύχετο πάντοτε μετὰ κατανύξεως καὶ δακρύων ὡς ὁ συνώνυμός του Μέγας Ἀρσένιος, τὸν ὁποῖον προσπαθεῖ νὰ μιμεῖται κατὰ πάντα καὶ ἰδίως εἰς τὴν σιωπὴν καὶ ἡσυχίαν, τὰς μωρὰς συζητήσεις, τὰς ἀκαίρους καὶ ἀκάρπους συνομιλίας ἀπέφευγε, προσεχῶν ἵνα μὴ λόγος ἀργὸς ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ. Ηὐχαριστεῖτο νὰ συνομιλῇ κάλλιον μὲ τὸν Θεὸν τῆς προσευχῆς καὶ μελέτης. Εἰς οὐδὲν ἄλλο ἐσχόλαζεν εἰ μὴ εἰς προσευχήν, μελέτην καὶ ἐξομολόγησιν.
Καιρόν τινα μετέβη ἐπίσημός τις εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον πρὸς ἐπίσκεψιν τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου καὶ πρὸς ἐξομολόγησιν, καὶ ἀφ᾿ οὗ ἐξομολογήθη εἶπεν εἰς τὸν Ἅγιον: «Πάτερ Ἀρσένιε, ἔχετε ὡραῖον κῆπο μὲ πορτοκαλέας, λεμονέας, μηλέας, καρυδέας καὶ ἄλλα ὀπωροφόρα δένδρα καὶ ἄνθη, ἂς ὑπάγωμεν λίγη ὥραν νὰ ἀπολαύσωμεν τὸ κάλλος καὶ τὴν θέαν τῶν δέντρων καὶ τῶν ἀνθέων». Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος τῷ ἔδειξε τὴν μικρὰν Βιβλιοθηκῶν του καὶ τῷ εἶπε·. «Ἰδοὺ ὁ δικός μου κῆπος ὁ τερπνότατος καὶ ὡραιότατος». Τῷ ἔδειξε μερικὰ βιβλία μεγάλα ἐκ τῶν συγγραμμάτων τοῦ Μ. Βασιλείου, Χρυσοστόμου κ.ἄ. Ἁγ. Πατέρων καὶ τῷ εἶπε: «Ἰδοὺ τὰ ἀγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη καρπῶν εὐχύμων καὶ νοστίμων». Τῷ ἔδειξε καὶ μικρὰ τίνα βιβλία Ἐκκλησιαστικά: «Ἰδοὺ καὶ ἄνθη ἡδύπνοα πανεύοσμα καὶ πάντερπνα, τρέφοντα, τέρποντα καὶ εὐφραίνοντα τὴν ἀθάνατον ψυχήν».
Διὰ τῆς ἐκμαθήσεως καὶ τηρήσεως τῶν πρώτων τριῶν διδαγμάτων, τὰ ὁποῖα ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐδιδάχθη κατ᾿ ἀρχὰς ἀπὸ τὸν ἀείμνηστον Γέροντά του Δανιήλ, τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος, τῆς ταπεινώσεως, καὶ ὑπακοῆς, ἐξέμαθε καὶ τὰς λοιπὰς ἀρετάς, τὴν νῆψιν, τὴν προσευχήν, τὴν σιωπή, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀγάπην καὶ τοιουτοτρόπως ἐπειδὴ ἠγάπησε τὸν Θεὸν ἠγαπήθη παρ᾿ αὐτοῦ καὶ ἡνώθη μετ᾿ αὐτοῦ καθὼς λέγουσιν οἱ τῆς φιλοσοφίας Καθηγηταί, οἱ Νηπτικοὶ Πατέρες. «Νοῦς Θεῷ συναπτόμενος καὶ αὐτῷ ἐγχρονίζων διὰ προσευχῆς καὶ ἀγάπης, σοφὸς γίνεται καὶ ἀγαθὸς καὶ δυνατὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων καὶ μακρόθυμος καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, πάντα σχεδὸν τὰ θεῖα ἰδιώματα, ἐν ἑαυτῷ περιφέρει, τούτου δὲ ἀναχωρῶν ἢ κτηνώδης γίνεται καὶ φιλήδονος ἢ θηριώδης καὶ διὰ ταῦτα τοῖς ἄνθρωποις μαχόμενος», λέγει ὁ θεοφόρος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Ὁ δὲ σοφὸς Ἄντιοχος λέγει τὰ ἑξῆς: «Φιλήσυχος Μοναχὸς ἀγαπᾶται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ἀγαπῶν τὸν Θεόν, αὐτῷ μόνῳ θέλει προσομιλεῖν διὰ τῆς καθαρᾶς προσευχῆς καὶ ἐπὶ γῆς διάγων τὰ οὐράνια ἀεὶ φαντάζεται καὶ μεριμνᾷ ὅλος ὁ νοῦς αὐτοῦ πῶς ἀρέσει τῷ Θεῷ καὶ γένηται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ τοιοῦτος τοῖς Ἀγγέλοις τῷ βίῳ συναμιλλᾶται, πάντοτε τὰς ἐρήμους διώκων, ἵνα ἐν πολλῇ ἡσυχίᾳ καὶ ἀμεριμνίᾳ προσομιλῶν τῷ Θεῷ, τὸν ἑαυτοῦ νοῦν ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον ἀπεργάσηται κατὰ τοὺς Προφήτας Ἠλίαν καὶ Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν.
Μακάριος ὁ τοιοῦτος ἐπὶ γῆς καὶ ἐν οὐρανῷ ὃς πάντα εἶναι ἠγήσατο σκύβαλα, ἵνα Χριστὸν κερδίσει καὶ εὑρέθη ἐν τῷ πραέῳ καὶ ἡσυχίω βαδίζων πνεύματι».
Τοιουτοτρόπως θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως πολιτευόμενος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἀρσένιος ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς αὐτοῦ τελειώσεως, ἔφθασε ὁ καιρὸς νὰ μεταβῇ ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν ἐκ τῶν προσκαίρων εἰς τὰ ἀεὶ διαμένοντα, ἐκ τῶν λυπηρῶν εἰς τὰ χαρμόσυνα, ἐκ τῶν γηίνων εἰς τὰ οὐράνια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ´: Ἀποδημία τοῦ Ἁγίου πρὸς Κύριον. Ἡ μεγάλη θλῖψις τῶν κατοίκων τῆς νήσου καὶ τῶν Πνευματικῶν του τέκνων.
«Τίς ἐστὶν ἄνθρωπος ὃς ζήσεται καὶ οὐκ ὄψεται θάνατον». (Ψαλμ. 40)
«Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Κυρίου καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος». (Παροιμ.)
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπεν εἰς τοὺς Μαθητὰς αὐτοῦ ὅτε ἀπέστειλεν αὐτοὺς νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τὴν οἰκουμένη: «Διὰ πολλῶν θλίψεων θὰ εἰσέλθητε εἰς τὴν ζωήν... καὶ ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε, ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωαν. 16: 33). Αἱ δὲ ἐνοχλήσεις τὰς ὁποίας ἐδοκίμαζε ὁ Ἅγιος ἀπὸ τοὺς ἀσάρκους δαίμονας, τοὺς ὁποίους ἐπολέμει διό, τῆς προσευχῆς καὶ τῶν ἀγρυπνιῶν, μόνον ὁ Θεὸς γινώσκει. Ἑνίοτε δὲ ἤκουον καὶ οἱ ὑποτακτικοί του τὸν πόλεμον ὃν εἶχε μὲ τοὺς πονηροὺς δαίμονας. Ἀγωνισθεὶς τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν καὶ τηρήσας καθαρὰν καὶ ἀνόθευτο τὴν Ὀρθόδοξο πίστιν τοῦ Χριστοῦ, τελειώσας τὸν δρόμον καὶ φθάσας εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ἦτο ἄνθρωπος καὶ ὡς ἄνθρωπος ὑπέκειτο εἰς τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ δοθεῖσαν κοινὴν ἀπόφασιν τοῦ θανάτου, τὴν δοθεῖσαν ἀρχικῶς εἰς τοὺς προπάτορας ἡμῶν, «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» κατὰ δὲ τὸν Προφητάνακτα Δαυὶδ «οὐδεὶς ἐστὶν ὃς ζήσεται καὶ οὐκ ὄψεται θάνατον» καὶ τὸν θεοκήρυκα Ἀπόστολο Παῦλον «πάντες ἀποθνῄσκομεν, ἀπόκειται γὰρ τοῖς ἄνθρωποις ἅπαξ ἀποθανεῖν καὶ μετὰ τοῦτο κρίσις» φθάσας εἰς ἡλικία 77 ἐτῶν τὴν 31ην Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1877 ἀπεδήμησε πρὸς ὃν ἐκ παιδικῆς ἡλικίας ἐπόθησε καὶ πιστῶς ἐδούλευσεν Θεόν. Τὴν τελευτὴν αὐτοῦ προειδῶς πρὸ ἡμερῶν προεῖπεν εἰς τὰ πνευματικά του τέκνα πρὸ ἑνὸς μηνὸς κατὰ τὴν Λειτουργίαν τὴν ὁποίαν ἐτέλεσεν εἰς τὴν 1ην Ἰανουαρίου κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Μ. Βασιλείου, εἰπὼν αὐτοῖς «νὰ ἠξεύρετε τέκνα μου, ὅτι ὀλίγας ἡμέρας θὰ εὑρίσκομαι μεθ᾿ ὑμῶν. Θὰ ἀναχωρήσω διὰ τὴν Οὐράνιον Πατρίδα. Μετὰ τὴν Λειτουργίαν ἐπῆγεν εἰς τὸ κελλίον του καὶ ἀνεκλίθη· παρέμεινε ἐπὶ κλίνῃς διότι ἠσθάνετο ὅτι αἱ δυνάμεις του αἱ σωματικαί, ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ, ἠλαττοῦντο καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ καὶ νὰ κινηθῇ. Εἰς τὴν ἑορτὴν τῶν Θεοφανείων κατῆλθεν εἰς τὸν Ναὸν καὶ μετὰ πολλοὶ κόπου ἐτέλεσε τὴν θείαν Λειτουργίαν καὶ τὸν Μέγαν Ἁγιασμὸν καὶ ἀπελθὼν ἐξηπλώθη ἡσύχως εἰς τὴν κλίνην του καὶ εἶπεν εἰς τὰς παρισταμένας μοναχάς: «Αὕτη, τέκνα μου, ἦτο ἡ τελευταία Λειτουργία τὴν ὁποίαν ἐτέλεσα. Εὐχαριστῶ τὸν Πανάγαθον Θεόν, ὁ ὁποῖος μὲ βοήθησε, διότι ἐὰν δὲν μὲ ἐβοήθει δὲν θὰ ἠδυνάμην νὰ τελειώσω τὴν Λειτουργίαν καὶ τὸν Ἁγιασμόν. Δόξα τῇ Παναγάθῳ Βουλῇ αὐτοῦ καὶ τῇ Ἀπείρῳ Ἀγαθότητι. Εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου, τῷ οὕτως ἀγαπήσαντί με καὶ παραδόντι Ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ εἰς τὸν ἐπονείδιστον Σταυρικὸν Θάνατον, οὐκ ἔχω ἄξιον τί νὰ ἀνταποδώσω Αὐτῷ ὑπὲρ πάντων ὧν ἀνταπέδωκέ μοι. Ὑπερευχαριστῶ καὶ πάλιν τὸν Δημιουργὸν καὶ Πλάστη μου, τὸν Χορηγὸν τῶν ἀπείρων δωρεῶν, εὐλογιῶν καὶ χαρίτων καὶ ἀγαθῶν ἃ δέδωκέ μοι. Οὐδὲν ἄλλο θέλω, οὐδὲν ἄλλο ἐπιθυμῶ, οὐδὲν ἄλλο ζητῶ, εἰ μὴ συγχωρήσῃ τὰς πολλάς μου ἁμαρτίας καὶ νὰ παραλάβῃ τὴν ψυχήν μου».
Διαδοθείσης ἀστραπιαίως τῆς φήμης εἰς ὅλην τὴν νῆσον, ὅτι ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος ἀσθενεῖ καὶ πρόκειται νὰ ἀποθάνῃ, ἔτρεχον ἀπὸ ὅλα τὰ χωρία τῆς νήσου, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέοι, γέροντες, μεγάλοι καὶ μικροί, πλούσιοι καὶ πτωχοὶ καὶ πάσης ἡλικίας, τάξεως καὶ καταστάσεως ἄνθρωποι, κλαίοντες καὶ θρηνοῦντες διὰ τὴν ὀρφάνεια των, διότι ἔχαναν τὸν Πνευματικόν των Πατέρα, τὸν Πατέρα τῆς ψυχῆς των, ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τοὺς ἠγάπα καὶ ἐφρόντιζε νὰ τοὺς ἀποσπᾷ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν διάβολον καὶ νὰ τοὺς ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν μετάνοιαν καὶ τὸν Θεόν. Ἔτρεχον ὡς διψασμένα ἐλάφια νὰ προφθάσουν νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουν καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐχὴν καὶ τὴν εὐλογίαν του. Τὴν δὲ παραμονὴν τῆς τελευτῆς του ἐκάλεσε τὰς ἀδελφὰς τῆς Μονῆς καὶ ἀνήγγειλε αὐταῖς τὸ διὰ τὸν ἑαυτόν του εὐχάριστον μήνυμα τοῦ θανάτου, ἀλλὰ δι᾿ ἐκείνας δυσάρεστον καὶ λυπηρόν. «Νὰ ἠξεύρετε τέκνα μου ὅτι αὔριον ἀναχωρῶ τῆς προσκαίρου ζωῆς καὶ πατρίδος καὶ μεταβαίνω εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ τὴν Οὐράνιον Πατρίδα διότι ἐδῶ δὲν ἔχομε Πατρίδα, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἴμεθα ξένοι καὶ πάροικοι». Μόλις ἤκουσαν αἱ μοναχαὶ τὸ θλιβερὸν δι᾿ αὐτὰς μήνυμα, ἐξέσπασαν εἰς λυγμοὺς καὶ ἤρχισαν γοερῶς νὰ θρηνοῦν. «Πατέρα μας, Πνευματικέ, μὴ μᾶς ἀφήνεις ὀρφανάς. Σὺ γνωρίζεις πόσους κινδύνους διατρέχομε. Ἐν ὅσῳ ἔζης σύ, ὡς Πατὴρ συμπαθὴς καὶ φιλόστοργος μᾶς ἠγάπας ὡς τέκνα σου, καίτοι ἡμεῖς πολλάκις σὲ παρωργίσαμε. Σὲ παρηκούσαμε καὶ σὲ ἐλυπήσαμε ἀλλὰ οὐ ὡς συμπαθὴς μᾶς ὑπέμεινας καὶ μᾶς συνεβούλευες καὶ μᾶς παρηγόρεις καὶ ὡς Πνευματικὸς Ἰατρὸς ἐθεράπευες τὰς ψυχικὰς ἀσθενείας. Τώρα διατί μᾶς ἀφήνεις; Εἰς ποίον θὰ καταφύγωμεν; Ποῖος θὰ ἐνδιαφερθῆ δι᾿ ἡμᾶς τὰς ἀθλίας, ὡς σύ, Πάτερ; Βλέπων αὐτὰς ὁ Ἅγιος οὕτως θρηνούσας τὰς παρηγορεῖ. «Παύσετε τέκνα μου τὸν θρῆνον, μὴ θρηνεῖτε οὕτω, μὴ ἀπελπίζεστε, διότι ἁμαρτάνετε. Ἐγὼ μὲν ἀναχωρῶ ἀλλὰ σᾶς ἀφήνω εἰς τὴν προστασία ἄλλου Πατρός, ὅστις πολὺ-πολὺ ἀνώτερός μου καὶ σᾶς ἀγαπᾷ περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, ἀκόμη σᾶς ἀγαπᾷ περισσότερον καὶ ἀπὸ ὅτι ἀγαπᾶτε σεῖς αἱ ἴδιαι τὸν ἑαυτόν σας. Ἐγὼ σᾶς ἀφήνω εἰς τὴν προστασίαν τοῦ Χριστοῦ ὅστις εἶναι Πατὴρ καὶ ἰδικός σας καὶ πάντων ἀνθρώπων καὶ ἀγαπᾷ πάντας καὶ φροντίζει περὶ πάντων καὶ προνοεῖ καὶ μεριμνᾷ ὄχι μόνον δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐξαιρετικῶς μᾶς ἐτίμησε μὲ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ὁμοίωσιν, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν πτηνῶν καὶ ὅλων τῶν ζῴων, χερσαίων καὶ θαλασσίων.
Πιστεύσατε εἰς αὐτόν, ἐλπίσατε εἰς αὐτόν, ἀγαπήσατε αὐτὸν μὲ ὅλην σας τὴν ψυχὴν καὶ καρδίαν καὶ ὅ,τι ζητήσετε ἀπὸ αὐτὸν μὲ πίστιν καὶ εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον σας, θὰ σᾶς τὸ δώσῃ. Καὶ ἰδίως νὰ ζητῆτε τὴν Βασιλείαν Σου τὴν Οὐράνιον. Νὰ ἠξεύρετε δὲ καὶ νὰ πιστεύετε ὅτι ὅταν τὸν ἀγαπᾶτε καὶ ποιῆτε τὰς ἔντολάς του θὰ σᾶς ἀγαπήσει καὶ Αὐτὸς καὶ θὰ εἶσθε ἡνωμέναι μαζί του καὶ ὅταν ἔχητε τὸν Θεὸν μαζί σας δὲν ἔχετε ἀνάγκην οὔτε ἀπὸ ἐμὲ οὔτε ἀπὸ ἄλλον τινα. «Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ». Αὐτὴ τεκνία μου εἶναι ἡ τελευταία μου πρὸς ὑμᾶς παραγγελία καὶ ἐντολή: νὰ εἰρηνεύετε ἀναμεταξύ σας, νὰ ἔχετε ταπείνωσιν, νὰ ἐνθυμῆσθε τὸν Χριστὸν καὶ νὰ μιμεῖσθε τὴν ταπείνωσιν αὐτοῦ τὴν ὑπακοὴν καὶ πρὸς πάντας ἀγάπην, ἄνευ τῆς ὁποίας ἀδύνατον νὰ σωθεῖτε, ἄνευ τῆς ὁποίας ὅλαι αἱ ἀρεταὶ αἱ ἄλλαι δὲν ὠφελοῦσι. Μὴ λησμονεῖτε τὸν ἀρχικὸ σκοπὸν διὰ τὸν ὁποῖον ἀνεχωρήσατε ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ γίνατε Μοναχαί. Ὁ σκοπός σας ποὺ ἀφήσατε τὸν κόσμον, τοὺς γονεῖς, ἀδελφούς, φίλους καὶ συγγενεῖς σας καὶ ὅλα του κόσμου τὰ ἀγαθά, δὲν ἦτο ἄλλος παρὰ νὰ νυμφευθῆτε τὸν Χριστὸν καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ νὰ κερδίσετε. Διὰ νὰ ἀποκτήσετε τὸν Χριστὸν πρέπει νὰ τὸν μιμηθεῖτε κατὰ τὸν δυνατόν, πρέπει νὰ γεμίσετε ὡς αἱ φρόνιμοι Παρθένοι τὰς λαμπάδας τῶν ψυχῶν σας ἔλαιον, δηλαδὴ ἀγάπη καὶ τότε ὅταν ἔλθῃ ὁ Νυμφίος Χριστὸς κατὰ τὴν δευτέραν Παρουσίαν θὰ εἰσέλθετε μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸν Οὐράνιον νυμφῶνα. Ἐὰν ὅμως ἀμελήσετε, μεριμνήσετε καὶ δὲν γεμίσετε τὰς λαμπάδας τῶν ψυχῶν σας ἔλαιον, δηλαδὴ ἀγάπην, ὅταν ἔλθῃ ὁ Νυμφίος θὰ ὑπάγετε διὰ νὰ εἰσέλθετε καὶ σεῖς εἰς τὸν νυμφῶνα, ἀλλὰ θὰ σᾶς κλείσει τὴν θύραν καὶ θὰ μείνετε ἔξω τοῦ νυμφῶνος ὡς αἱ μωραὶ παρθένοι, θὰ κτυπᾶτε τὴν θύραν ἀλλὰ πλέον δὲν θὰ σᾶς ἀκούει. Θὰ μετανοεῖτε τότε, θὰ κλαίετε, θὰ θρηνεῖτε, ἀλλὰ ματαίως. Ἐκλείσθη ἡ θύρα, ἐκλείσθη διὰ πάντα. Λοιπὸν ἀγαπητά μου τέκνα, διὰ νὰ μὴ μείνετε ἔξω τοῦ Οὐρανίου νυμφῶνος καὶ στερηθῆτε τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἀγαπήσετε τὸν Θεὸν διὰ νὰ εὕρητε χάριν αἰώνιον. Μηδὲν προτιμήσετε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ, ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ εὕρητε ἀνάπαυσιν μετὰ πάντων τῶν ἁγίων. Ἄλλα καὶ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος ἐὰν εὕρω παρρησίαν πλησίον εἰς τὸν Θεὸν δὲν θὰ παύσω νὰ σᾶς ἀγαπῶ καὶ νὰ παρακαλῶ τὸν Οὐράνιον Θεὸν καὶ Πατέρα νὰ σᾶς σκέπῃ καὶ διαφυλάττῃ ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ δολίου δράκοντας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώσῃ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὧν γένοιτο πάντας ἀξιωθῆναι. Ἀμήν».
Ἀφ᾿ οὗ ἱκανῶς ἐνουθέτησε τὰς ἀδελφὰς ἐζήτησε καὶ τῷ ἔκαμαν Ἅγιον Εὐχέλαιον καὶ τὴν ἑπομένην μετασχὼν τῶν Ἄχραντων Μυστηρίων, ἀφ᾿ οὗ ηὐχαρίστησε τὸν Κύριον, ἔκαμε δέησιν θερμοτάτην πρὸς Θεὸν ὑπὲρ τῶν Πνευματικῶν του τέκνων, ὑπὲρ τῶν κατοίκων τῆς νήσου, ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὲρ τοῦ ἔθνους, τοῦ Στρατοῦ καὶ ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως. Εἶτα ὕψωσεν τὰς χεῖρας του καὶ τὴν διάνοιάν του πρὸς τὸν Οὐρανὸν καὶ εἶπε: «Κύριε εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τὸ μικρὸν τοῦτο ποίμνιον ὅπερ μοὶ ἐνεπιστεύθης καὶ τὸ πνεῦμα μου ὅπερ μοι δέδωκας. Σὸς εἰμὶ ἐγὼ Κύριε, σῶσον με, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα».
Καὶ ταῦτα εἰπών, ἔκλεισε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ παρέδωκε τὸ πνεῦμα τὴν 31ην Ἰανουαρίου 1877, εἰς ἡλικία 77 ἐτῶν.
Μόλις ἠκούσθη, πρῶτον εἰς τὴν χώραν τῆς νήσου, ὅτι ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος ἐτελεύτησε, διεδόθη εἰς ὅλα τὰ χωρία τῆς νήσου καὶ ὅλη ἡ νῆσος ἐβυθίσθη εἰς μέγα πένθος. Ἔκλαιον πάντες καὶ ὠδύροντο τὴν στέρησιν τοιούτου Ἁγίου Πατρός. Ἔδραμον δὲ πάντες σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις νὰ ἀσπασθῶσι τὸ τίμιον λείψανον αὐτοῦ καὶ συνοδεύσωσιν ἄχρι τοῦ τάφου. Ἐπειδὴ δὲ δὲν ἦτο δυνατὸν πάντες νὰ τὸ ἀσπασθῶσι διὰ τὸ πλῆθος καὶ ἐπειδὴ οἱ μακρὰν ἐν τοῖς χωρίοις δὲν ἠδυνήθησαν αὐθημερὸν νὰ προσέλθωσιν, ἀφῆκαν τὸ λείψανόν του ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ δυνηθῶσι νὰ τὸ ἀσπασθῶσι καὶ τότε ἅπαντες αὐτὸ μετὰ ὕμνων καὶ θαυμάτων καὶ μετὰ πολλῶν δακρύων ἐνεταφίασαν αὐτὸ εἰς τόπον τὸν ὁποῖον ἔτι ζῶν ὑπέδειξε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος, οὗ ταῖς πρεσβείαις καὶ ἱκεσίες σου θείημεν πάντες. Ἀμήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ´: Θαύματα τοῦ Ἁγίου ἐν ζωῇ.
Θαῦμα 1ον.
Συνέβη ποτὲ εἰς τὴν νῆσον μεγάλη ξηρασία ἐξ ἀνομβρίας καὶ ἐκινδύνευον οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ζῶά των νὰ ἀποθανώσιν ἐκ τῆς πίνης καὶ τῆς δίψης. Πολλαὶ πηγαὶ τελείως ἐξηράνθησαν, τὰ σπαρμένα σιτηρά, καὶ αὐτὰ τὰ χόρτα τὰ ὁποῖα μόλις εἶχον ἀναφυῆ, ἐξηράνθησαν. Τὰ ζῶα ἐλλείψει χόρτου ἀπέθνησκον, ὁ κίνδυνος ἦτο ἄμεσος. Οἱ κάτοικοι τῆς νήσου, βλέποντες τὸν κίνδυνον ἐποίουν προσευχάς, ἐτέλουν λιτανείας διὰ νὰ τοὺς λυπηθῇ ὁ Θείς, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἐδέχετο τὰς προσευχάς των. Ἀπελπίσαντες οἱ κάτοικοι καὶ κατανοήσαντες ὅτι διὰ τὰς ἁμαρτίας των δὲν τοὺς εἰσακούει ὁ Θεός, κατέφυγον εἰς τὸν Ὅσιον Ἀρσένιον. Συγκεντρωθέντες ἅπαντες οἱ τῶν ἀνατολικῶν χωρίων τῆς νήσου καὶ τελέσαντες λιτανείαν, λιτανεύοντες ἀνῆλθον εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ σχηματισθεῖσα ἐπιτροπή, μετέβησαν εἰς τὸ κελλίον του καὶ τὸν παρεκάλουν θερμῶς νὰ ἐξέλθει νὰ κάμει δέησιν πρὸς τὸν Θεόν. Κατ᾿ ἀρχήν, ὡς ταπεινόφρων, ἀπεποιεῖτο νὰ ποιήσει προσευχήν, ἐπειδὴ γνωρίζει ἑαυτὸν ἁμαρτωλόν· ἀλλ᾿ ἐκείνων ἐπιμενόντων καὶ παρακαλούντων μετὰ δακρύων, ἐξῆλθε ἔξω της Μονῆς, προχώρησε ὀλίγα μέτρα μακρὰν τοῦ πλήθους καὶ θεὶς τὰ γόνατα, καὶ τὴν κεφαλὴν ἐγγίσας ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, προσηύχετο μυστικά ἐπ᾿ ἀρκετὴν ὥραν, βρέχων τὴν γῆν διὰ δακρύων, καὶ κατόπιν ἐγερθεὶς λέγει εἰς τὰ πλήθη: Νὰ τρέχετε γρήγορα, διὰ νὰ μὴν σᾶς προλάβει ἡ βροχή· καὶ βιαστικὰ ἐπέστρεψε καὶ ἐκλείσθη εἰς τὸ κελλίον του. Ἦτο μὴν Ἀπρίλιος, ὁ οὐρανὸς ἦτο καθαρός, ὁ ἥλιος ἔκαιε ὡσὰν νὰ ἦτο Ἰούλιος. Οἱ ἄνθρωποι ἤρχισαν νὰ σχολιάζουν τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου. Ἐπέστρεφον ὅθεν ἀπελπισμένοι. Αἴφνης, σκοτείνιασε, ὁ οὐρανὸς ἐκαλύφθη ὑπὸ νεφῶν, ἀστραπαί, βρονταί, καὶ βροχὴ ῥαγδαιοτάτη ἤρχισε νὰ πίπτει. Τοσαύτη δὲ βροχὴ κατέπεσε, ὥστε μέθυσε τοὺς αὔλακας τῆς γῆς καὶ τοιαύτη καρποφορία καὶ εὐτυχία ἐγένετο τὴν ὁποίαν παλαιοὶ Γέροντες δὲν ἐνεθυμήθησαν νὰ εἶδον ἄλλοτε.
Θαῦμα 2ον.
Παρόμοιον τοῦ ἀνωτέρου θαύματος, ἐγένετο ὅτε ὁ Ὅσιος εἰς ἄλλον καιρόν, εὑρισκόμενος εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως, καὶ παρακληθεὶς ὑπὸ τῶν κατοίκων τῆς Παροικίας, οἵτινες λιτανεύοντες ἐν καιρῷ ἀνομβρίας μετέβησαν εἰς τὴν Μονήν, καὶ παρεκάλεσαν τὸν Ἅγιον νὰ προσευχηθῇ. Ὁ Ἅγιος προσευχηθεὶς μετὰ πίστεως καὶ δακρύων καὶ είσακουσθεὶς παρὰ Θεοῦ, λύτρωσε τοὺς κατοίκους τοῦ αὐχμοῦ τῆς ἀνομβρίας.
Θαῦμα 3ον.
Εἰς τὴν θέσιν Λαγκαδά, εἰς τὰ κτήματα τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ ἄλλων γειτόνων ἐχόντων ἀγροικίας καὶ κτήματα συνορευόμενα μετὰ τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς, παρετήρησαν οἱ ἐν ταῖς ἀγροικίαις κατοικοῦντες, ὅτι κατὰ τὰς νύκτας εἰσήρχοντο ἄγριοι βόες εἰς τὰ κτήματα καὶ ἐπροξένουν ζημίας. Ὅταν τὸ ἀντελαμβάνοντο οἱ ἐν ταῖς ἀγροικίαις οἰκοῦντες, ἔτρεχον νὰ τοὺς ἐκδιώξουν καὶ οἱ φαινόμενοι ἐκεῖνοι ἄγριοι βόες, ἀντὶ νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῶν κτημάτων, κατήρχοντο ἀπό τινας ἀπότομους κρημνώδεις τόπους· τρέχοντες δὲ οἱ ἄνθρωποι νὰ τοὺς φθάσουν διὰ νὰ τοὺς ἐκβάλουν ἀπὸ τὴν εἴσοδο, ἐκινδύνευον νὰ κρημνισθῶσιν καὶ φονευθῶσι. Μετέβησαν καὶ ἀνήγγειλαν τοῦτο εἰς τὸν Ἅγιον, διαμένοντα τότε εἰς τὴν Μονήν, ὃς τοὺς παρηγόρησε καὶ τοὺς ἐνεθάῤῥυνεν εἰπὼν εἰς αὐτούς: Μὴ φοβεῖσθε τέκνα, ἔχετε θάῤῥος. Ἐγὼ θὰ ἔλθω νὰ ἐκδιώξω τοὺς ἀγρίους αὐτοὺς βόας. Νὰ ἠξεύρετε, δὲ ὅτι δὲν εἶναι ἀληθινοὶ βόες, ἀλλὰ φθονεροὶ δαίμονες εἰς τὴν μορφὴν τῶν βοῶν, διὰ νὰ σᾶς πειράξουν. Ὅταν ἔλθωσιν εἰδοποιήσατέ με νὰ ἔλθω νὰ τοὺς ἐκδιώξω. Νύκτα τινὰ σεληνοφώτιστον, εἰσῆλθον οἱ φαινόμενοι βόες εἰς τὰ κτήματα καὶ ἤρχισαν τὴν ζημίαν. Ἔτρεξαν εὐθὺς οἱ ἄνθρωποι καὶ εἰδοποίησαν τὸν Ὅσιον εἰ τὴν Μονήν. Ὁ δὲ Ἅγιος, λαβὼν εἰς χεῖρας τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἔσπευσεν εἰς τὸν τόπον. Σταυρώσας τὸν τόπον ἐκεῖνον, καὶ εἰπών: Σταυρὸς ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης... Σταυρὸς Ἀγγέλων ἡ δόξα καὶ τῶν δαιμόνων τὸ τραῦμα· πλησίασε ἀφόβως, οἱ δὲ φαινόμενοι ἄγριοι βόες ἔμειναν ὡς νεκροί. Λαβὼν δὲ ἕνα ἀπὸ τὸ ὠτίον καὶ ἀκολουθοῦντων τῶν λοιπῶν ἔφθασαν εἰς τὸ πλησίον σπήλαιον, τὸ λεγόμενον Καλαμπάκα, τὸ ὁποῖο εἶναι μέγα καὶ βαθύτατο, καὶ λέγει εἰς τοὺς δαίμονας: Σᾶς προστάσσει ὁ Κύριος ἐκεῖνος ὅστις σᾶς ἐκρήμνισεν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, δι᾿ ἐμοῦ τοῦ ἀναξίου καὶ ἐλαχίστου δούλου Του Ἀρσενίου, καὶ κατέλθητε εἰς τὸ βάθος τούτου τοῦ σπηλαίου, καὶ νὰ μὴν ἐξέλθητε καὶ ἀδικήσητε τινὰ ἕως νὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν, νὰ σᾶς ῥίψῃ εἰς τὸ πῦρ τὸ τῆς γεέννης, ὅπου ὁ σκώληξ οὐ τελευτᾷ, καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται.
Θαῦμα 4ον.
Καιρόν τινα ὁ Ἅγιος μετέβαινεν ἐκ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως. Διερχόμενος ἀπὸ τὴν Λαγκάδα, ἔξωθεν τῆς ἀγροικίας τοῦ γέροντος Νικήτα Χανιώτου καὶ ἰδὼν οὗτος τὸν Πατέρα Ἀρσένιον, ἔτρεξε νὰ ἠσπάσθη τὴν δεξιάν του καὶ τῷ λέγει:
› Εἶχα Γέροντα τάξει νὰ ἔστελνα εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Χριστοῦ 21/2 ὀκάδες ἔλαιον διὰ τὰς κανδήλας τοῦ Ναοῦ. Μήπως εἶναι δυνατὸν ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ ποὺ πηγαίνετε νὰ τὸ βάλω εἰς μπουκάλαν χιλιάρικην, νὰ τὴν τοποθετήσω γιὰ ἀσφάλειαν εἰς ἕνα καλάθιον καὶ νὰ τὴν φορτώσωμεν εἰς τὸ ζῶον; Δὲν ἔχει βάρος.
› Εὐχαρίστως γέρο Νικήτα, νὰ τὴν πάρω. Φέρε την, περιμένω.
Εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν του ὁ γερὸ Νικήτας, ἐπληροφορήθη ὅτι κατὰ λάθος τὴν μπουκάλα τὴν ἔσπασαν τὰ παιδιά, καὶ δὲν εἶχε ἄλλην. Ἤρχισε νὰ φωνάζει καὶ νὰ μαλώνει τὰ παιδιά του. Ἀκούσας τὰς φωνὰς ὁ Ἅγιος κατῆλθεν ἀπὸ τὸ ὑποζύγιον, καὶ εἰσελθὼν τοῦ γέρο-Νικήτα, ἔμαθε τὴν αἰτίαν καὶ τοῦ λέει: Μὴ στενοχωριέσαι, ἔχω ἐγὼ μέρος πάνω εἰς τὸ ζῶον. Κρέμαται ἄδειον. Φέρε το ἐκεῖ νὰ τὸ ἀδειάσῃς καὶ θὰ τὸ ὑπάγω ἀσφαλῶς εἰς τὴν Μονήν. Ὄντως πῆγε ὁ γέρο Νικήτας καὶ τῷ δεικνύει ὁ Ὅσιος ἕνα καλάθι ἀδειανό καὶ τῷ λέγει: Ἄδειασέ το ἐκεῖ. Ναὶ σοβαρῶς τὸ λέγω, ἄδειασέ το ἐκεῖ καὶ μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε ὅτι τὸ λάδι δὲν θὰ χαθῇ, ἀλλὰ ἀσφαλῶς θὰ φθάσῃ ἐκεῖ ποὺ τὸ ἔχεις τάξει. Πιστεύσας ὁ γέρο Νικήτας, ἄδειασε τὸ ἔλαιον εἰς τὸ καλάθι καὶ οὐδὲ ῥανὶς ἐλαίου ἐχύθη, οὔτε αὐτὴν τὴν στιγμήν, οὔτε κατὰ τὴν διάρκεια ὅλης τῆς ὁδοῦ, ἀλλὰ ἔφθασεν εἰς τὴν Μονὴν ἀσφαλῶς, πρὸς ἔκπληξιν καὶ θαυμασμὸν ὅλων τῶν καλογραιῶν αἵτινες τὸ εἶδον.
Θαῦμα 5ον.
Ἡ μοναχὴ Μαρία Δημητρίου Σιφναίου ἐκ Παροικίας τῆς Πάρου, εἶχεν ἀδελφὴν 20ετή, ὀνόματι Ἑλένην. Αὕτη ἐνῷ ἦτο καλά, νύκτα τινά, ἐνῷ ἐκοιμᾶτο ξύπνησε μὲ ἀφόρητους πόνους καὶ στρέβλωσιν τοῦ προσώπου της, ἰδίως τοῦ στόματος. Οἱ ἰατροὶ τοὺς ὁποίους ἐκάλεσεν, δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τὴν θεραπεύσουν. Οἱ φίλοι τοῦ πατρός της τὸν συνεβούλευσαν νὰ τὴν ὑπάγῃ εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως ὅπου εὑρίσκετο ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος καὶ θὰ τὴν θεραπεύσει ὁ Ἅγιος. Ἡτοιμάσθησαν νὰ ὑπάγωσιν εἰς τὸν Ἅγιον καὶ τὸ παρήγγειλε ὁ πατὴρ εἰς τὴν κόρην του τὴν μοναχήν, γιὰ νὰ εἰδοποιήσῃ. Πληροφορηθεῖσαι τοῦτο αἱ ἀδελφαὶ κατεθορυβήθησαν καὶ παρήγγειλαν νὰ μὴν ὑπάγῃ, φοβηθεῖσαι μήπως εἶχε προσβληθῆ ἐκ τῆς ἐνσκηψάσης ταῖς ἡμέρες ἐκεῖνες λοιμικῆς νόσους. Τοῦτο μαθὼν ὁ Ὅσιος τὰς μὲν μοναχὰς καθησύχασε, παρήγγειλε δὲ νὰ ὑπάγουν τὴν ἀσθενῆ. Καὶ ὅταν τὴν ἐπῆγαν, τὴν εὐσπλαγχνίσθη, τὴν συνεπόνεσε καὶ λαβὼν τὸν Τίμιον Σταυρὸν καὶ σταυρώσας αὐτὴν τρὶς εἰς τὸ πρόσωπον, ὑγιᾶ τελείως ἀποκατέστησεν, ἥτις ηὐχαρίστει καὶ ἐδοξόλογει τὸν Κύριον καὶ τὸν Ἅγιον Ἀρσένιον μέχρι τέλους τῆς ζωῆς της.
Θαῦμα 6ον.
Γυνή τις Ἑλένη Δαβαρία ὀνόματι, κατοικοῦσα ἐν Παροικίᾳ ἀνέβαινε συχνάκις εἰς τὴν Μονήν, καὶ ἐξετέλει διαφόρους ἐργασίας εἰς τὰς ἀδελφὰς τῆς Μονῆς. μίαν ἡμέραν τῆς λέει ὁ Ὅσιος:
› Τέκνον, ἐδῶ ποὺ ἔρχεσαι καὶ ἐργάζεσαι, τί σοὶ δίδου αἱ ἀδελφαὶ διὰ τὸν κόπον σου; Σὲ πληρώνουν;
› Ὄχι, δὲν μοῦ δίδουν χρήματα διότι δὲν ἔχουν, ἀλλὰ μοῦ δίδουν ἄρτον, καφέ, ζάχαρη καὶ ἄλλα εἴδη.
› Ἀπὸ αὐτὰ τὰ εἴδη ποὺ σοῦ δίδουν, δίδεις εἰς κανένα πτωχόν, ὅταν σοῦ ζητήσει ἢ τύχει νὰ συναντήσεις τινὰ εἰς τὴν ὁδόν.
› Ὄχι, Γέροντα, δὲν μοῦ ζητοῦν διότι γνωρίζουν ὅτι εἶμαι πτωχή, ἀλλ᾿ οὔτε εἰς τὸν δρόμον συνήντησα τινὰ νὰ μοῦ ζητήσει.
› Ἄκουσον τέκνον, ἐὰν θέλεις ὁ Χριστὸς νὰ εὐλογῇ καὶ σὲ καὶ τὰ ὀλίγα τρόφιμα ποὺ σοῦ δίδουν, ὅταν συναντήσεις τινὰ πτωχὸν πεινασμένον καὶ σοῦ ζητήσει νὰ τοῦ δίδεις, ὡσαύτως ὅταν γνωρίζεις κανένα ὅτι εἶναι πτωχὸς καὶ ἔχει ἀνάγκην ἢ καμμίαν χήραν ἢ ὀρφανὸ νὰ πεινοῦν, μὴν περιμένεις νὰ σοῦ ζητήσουν. Δίδε μὲ εὐχαρίστηση καὶ μὴ φοβᾶσαι, ἀλλὰ νὰ πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς ἀοράτως θὰ εὐλογῇ τὰ ὀλίγα ὑπάρχοντά σου καὶ δὲν θὰ πεινάσεις, οὔτε θὰ ὑστερηθῇς μέχρι τέλους τῆς ζωῆς σου.
› Εὐχαρίστως Γέροντα, εἰς ὅ,τι μοῦ εἶπες, θὰ σᾶς κάμω ὑπακοήν.
Βαλοῦσα μετάνοιαν καὶ ἀναχωρήσασα ἐκ τῆς Μονῆς, εἶχε μεθ᾿ ἑαυτῆς καὶ 8 ἄρτους τοὺς ὁποίους τῆς εἶχον δώσει. Μόλις ἀπεμακρύνθη τῆς Μονῆς ἕως 500 μέτρα συναντᾷ τὸν γέροντα Δημήτριον Μαούνην, ὅστις τῆς ζήτησε ὀλίγο ψωμί, γιατὶ εἶχε νὰ φάει ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἡμέρα. Ἡ Ἑλένη ἀμέσως ἔβγαλε ἕνα ἄρτον ἀπὸ τὸ ταγάρι της καὶ τῷ ἔδωκε μὲ πολλὴν προθυμίαν. Ὅταν προχώρησε ἄλλα 500 μέτρα, βλέπει μία σύζυγο ψαρᾶ ποὺ μάζευε χόρτα, καθὼς ὁ σύζυγός της εἶχε 4 μέρες νὰ πιάσει ψάρια, ὅπως ἔμαθε ἡ Ἑλένη ἀφοῦ τὴν ῥώτησε. Τότε, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ταγάρι της καὶ τῆς ἔδωσε 2 ψωμιά. Φθάσασα δὲ εἰς τὴν Παροικίαν, βλέπει παιδίον 4ετὲς κλαῖον, ἐπειδὴ πεινοῦσε καὶ ἡ μάνα του δὲν εἶχε νὰ τοῦ δώσει ψωμί, βλέπει καὶ τὴν μητέρα τοῦ παιδίου καὶ ἵστατο ἔσωθεν τῆς θύρας τοῦ σπιτιοῦ της μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, προσευχομένη καὶ κλαίουσα. Λαμβάνει τότε ἕνα ἄρτον καὶ τὸ δίδει εἰς τὸ παιδίον. Ἡ δὲ Ἑλένη, φθάσασα εἰς τὴν οἰκίαν της ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ταγάρι της τὰ πράγματα καὶ βλέπει ὅτι οἱ ἄρτοι, ἀντὶ νὰ ἦταν 4, δὲν λιγόστεψαν, ἔμειναν 8. Θαυμάσα εἰς τὸ γεγονός, ἐπιστρέφει πάραυτα εἰς τὴν Μονὴν συγκεκινημένη καὶ δακρύουσα πίπτει γονυκλινῆς εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ὁσίου καὶ διηγεῖται τὸ θαῦμα εὐχαριστοῦσα τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον.
Θαῦμα 7ον.
Εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἰς τὴν ὑποταγὴν τοῦ Γέροντός του Δανιήλ, ἡμέραν τινὰ λέγει ὁ Γέρων Δανιήλ: Νὰ ὑπάγωμεν τέκνον, εἰς ἐπίσκεψιν τῶν ἐν τῇ Σκήτῃ Ἰβήρων ἀδελφῶν. Ἀπήντησεν ὁ Ἀρσένιος, παῖς ἔτι ὢν τότε: Νὰ εἶναι εὐλογημένον. Μόλις προχώρησαν λίγο εἰς τὸ δάσος ἀπὸ τὸ ἔξωθι τῶν Καρεῶν κελλίον αὐτῶν, λέγει ὁ Ἀρσένιος πρὸς τὸν Γέροντα: Γέροντα, ἂς ὑπάγωμεν ἀπὸ ἄλλον δρόμον εἰς τὴν Σκήτην, διότι ἀπὸ ἐδῶ θὰ κινδυνεύσωμεν. Ἀλλὰ ὁ Γέρων δὲν ἔδωσε προσοχὴν καὶ μόλις προχώρησαν λίγο, εὑρέθησαν πρὸ μεγάλης πυρκαϊᾶς, ἥτις τοὺς περικύκλωσε καὶ διέτρεξαν μέγαν κίνδυνον. Καὶ ὁ μὲν Ἀρσένιος ἐξῆλθεν ἀβλαβῆς, ἀλλὰ ὁ Γέρων Δανιὴλ ἐτραυματίσθη εἰς τὸν πόδα· καὶ τὸ μὲν τραῦμα ἐθεραπεύθη, ἡ δὲ οὐλὴ τοῦ τραύματος παρέμεινεν ἄχρι θανάτου.
Θαῦμα 8ον.
Ὁ Μακράκης, εὑρισκόμενος εἰς Πάρον, μετέβη εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως, διὰ νὰ γνωρίσει τὸν Πατέρα Ἀρσένιον καὶ νὰ ἐξομολογηθῇ. Ἤρχισε νὰ ἐξομολογῆται, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ ἐξομολογηθῇ μὲ ταπείνωση καὶ συντριβὴ καρδίας τὰς ἁμαρτίας του, ἤρχισε νὰ διηγῆται τὰ κατορθώματά του καὶ ὅτι ἐλέγχει τοὺς ἁμαρτάνοντας καὶ ἰδίως τοὺς ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, ἄρχοντας καὶ δημοσιεύει μετὰ θάῤῥους τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος μὲ πραότητα τῷ εἶπεν:
› Ἄκουσον τέκνον. Πρέπει νὰ γνωρίζεις ὅτι εἰς τὴν ἐξομολόγησιν οἱ ἄνθρωποι ὁμολογοῦν τὰ ἁμαρτήματά των καὶ ὄχι τὰ κατορθώματά των. Τὸ ὅτι κηρύττεις καλὸν καὶ θεάρεστον ἐστίν, ἀλλὰ νὰ κηρύττῃς μετὰ ταπεινώσεως καὶ οὐχὶ ὑπερηφανείας. Τὸ δὲ νὰ ἐλέγχῃς καὶ νὰ δημοσιεύεις τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, τοῦτο οὐ μόνον δὲν οἰκοδομεῖ, ἀλλὰ κρημνίζει καὶ προξενεῖ βλάβην εἰς ἐσὲ καὶ εἰς τοὺς ἀκροατάς σου. Πρόσεχε σεαυτῷ καὶ ἐὰν θέλεις νὰ ὠφεληθῇς καὶ νὰ ὠφελήσῃς, νὰ βλέπεις τὰ δικά σου ἁμαρτήματα καὶ ὄχι τῶν ἄλλων. Μὴν κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε. Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; Νὰ προσεύχεσαι μετὰ ταπεινώσεως, καὶ νὰ κάνεις καὶ μερικὰς γονυκλυσίας.
› Αἱ μετάνοιαι εἶναι διὰ τοὺς καλογήρους. Ἐγὼ ἔχω ἀνώτερο καὶ ὑψηλότερο ἔργο, τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐλέγχω καὶ κατακρίνω τοὺς ἁμαρτάνοντας.
› Ὤφειλες ἄνθρωπε νὰ ταπεινωθῇς καὶ ὑπακούσῃς διὰ νὰ μὴν σὲ ταπεινώσει ὁ Κύριος, ὅστις ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι Χάριν. Γίνωσκε ὅτι γόνυ ὅπερ δὲν κάμπτεται, συντρίβεται.
Καὶ πράγματι, ἀναχωρήσας ὁ Μακράκης τῆς Μονῆς, καθήμενος ἐπὶ ἡμιόνου, μόλις κατῆλθε τῆς Μονῆς ὀλίγα μέτρα ἔπεσε καὶ ἔθλασε τὸν πόδα του κατὰ τὴν πρόῤῥησιν τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ οὔτε συνετίσθη, οὔτε κἂν ἐπῆγε εἰς τοὺς γιατρούς, παθὼν ἐκ γαγγραίνης ἀπέκοψαν τὸν πόδα ἐκ τοῦ μηροῦ του καὶ ἔμεινε χωλός.
Καθ᾿ ἣν ὥραν ὁ Μακράκης ἀνεχώρει ἐκ τῆς Μονῆς, ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος προεῖπεν εἴς τινας παρεστῶτας: Νὰ ἠξεύρετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πάσχει ἐξ ἑωσφορικῆς ὑπερηφανείας, θὰ πέσει εἰς πλάνας καὶ θὰ προξενήσει σχίσμα καὶ βλάβην εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.
Θαῦμα 9ον.
Ὁ Πατὴρ Δανιὴλ ὁ Σμυρναῖος, διηγεῖτο:
Ὅτε εἰς παιδικήν μου ἡλικίαν ἦλθον εἰς Πάρον καὶ ἐξωμολογήθην τὸν παρεκάλεσα νὰ μείνω μαζί του ἀλλὰ δὲν μὲ ἀφῆκε. Μοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς: Νὰ ἐπιστρέψῃς τέκνον μου εἰς τὴν Σμύρνην, νὰ τελειώσεις τὸ Γυμνάσιον καὶ κατόπιν θὰ ὑπάγῃς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, θὰ παραμείνεις εἴς τινας Μονάς, θὰ γίνεις μοναχός, καὶ τελευταῖον θὰ καταλήξεις εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ Ἄθωνος, νὰ ἀσκητεύσεις καὶ ἐκεῖ θὰ λάβεις τὸ μακάριον τέλος.
Ὅπερ καὶ ἐγένετο.
Θαῦμα 10ον.
Εἰς τὴν Μάρπισσαν τῆς Πάρου ἦτο πλούσιός τις, ὁ πλουσιώτερος τῆς περιφερείας, Δελαγραμμάτης ὀνόματι, ἀλλὰ ἦτο φιλάργυρος, ψεύστης, πλεονέκτης, ἄδικος καὶ ἠδίκει τοὺς πτωχούς, τὰς χήρας, ὀρφανάς, τοὺς ἐργάτας καὶ ὑπηρέτας του. Ἡ γυνή του, ὡς ἐνάρετος καὶ θεοφοβουμένη, ἐβοήθη καὶ ἠλέει τοὺς πτωχούς, τὰς χήρας καὶ τὰ ὀρφανά κρυφίως, διότι τὴν ἠπείλει ὅτι θὰ τὴν φονεύσει ἢ θὰ τὴν ἐκδιώξει. Πληροφορηθεὶς ταῦτα ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος, τῷ παρήγγειλε νὰ παύσει τοιαύτῃ συμπεριφορά, διότι εἰδάλλως ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος πολλάκις ἀργεῖ ἀλλὰ οὐδέποτε λησμονεῖ, θὰ τὸν φέρει εἰς τὴν θέσιν τῶν πτωχῶν, νὰ πεινᾷ, νὰ ζητῇ καὶ οὐδεὶς νὰ τοῦ δίδει, οἱ δὲ πτωχοὶ τοὺς ὁποίους τώρα ἀδικεῖ θὰ τοὺς δώσει ὁ Κύριος ὅλα τὰ ἀγαθά. Ἀλλὰ ὁ ἄδικος καὶ ἄσπλαγχνος δήμαρχος πεπωρωμένην ἔχων τὴν συνείδηση αὐτοῦ, ἀντὶ νὰ συνετισθῇ περισσότερον ἐσκληρύνθη καὶ ἔγινε ἀδικώτερος. Μετὰ παρέλευσιν ὀλίγων ἡμερῶν συνήντησε καθ᾿ ὁδὸν ὁ Ἅγιος τὴν σύζυγον τοῦ Δημάρχου, ἡ ὁποία ἤρχισε νὰ παραπονῆται κατὰ τοῦ συζύγου της. Ὁ Ἅγιος ἀφ᾿ οὗ τὴν ηὐλόγησε τὴν παρηγόρησε καὶ κατόπιν τὴν ἐνεθάῤῥυνε καὶ τῆς ἐπανέλαβε ὅτι εἶχε μηνύσει στὸν σύζυγό της. Καὶ πράγματι, δὲν παρῆλθον πολλὰ ἔτη καὶ ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους ἠδίκησεν ὁ πλούσιος Δήμαρχος, τοὺς ηὐνόησεν ὁ Θεὸς καὶ πλούτισαν καὶ εὐγνώμονες πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ Δημάρχου ἡ ὁποία πολλάκις τοὺς εἶχεν ἐλεήσει, τὴν ἐβοήθουν εἰς ὅλα. Ἀλλὰ τὸν ἄδικον Δήμαρχον, καθὼς ἐκεῖνος οὐδένα ἠλέει, οὐδεὶς τὸν ἠλέησε καὶ ἀπέθανεν ἐκ τῆς πείνης καὶ τῶν στερήσεων.
Θαῦμα 11ον.
Εἰς λιτανείαν τινὰ τὴν ὁποίαν ἔκαμεν ὁ Ὅσιος πρὸς κατάπαυσιν λοιμικῆς νόσου, παρηκολούθησε καί τις Ἀρμένιος, ὅστις εἶχεν ἔλθει εἰς Πάρον δι᾿ ὑποθέσεις του. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος ἐκράτει εἰς χεῖρας Σταυρόν, καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς λιτανείας, προσήρχοντο οἱ Χριστιανοὶ καὶ προσεκύνουν τὸν Σταυρόν, ἀσπαζόμενοι καὶ τὴν χεῖρα τοῦ Ἁγίου. Προσῆλθε καὶ ὁ Ἀρμένιος, ἀλλὰ μετὰ φόβου. Τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἅγιος, τῷ λέγει: Πρόσελθε τέκνον, μὴ φοβοῦ ἂν καὶ δὲν εἶσαι Ὀρθόδοξος, εἶσαι καὶ σὺ τέκνον τοῦ Χριστοῦ. Ἔκπληκτος ἐγένετο ὁ Ἀρμένιος, διότι οὔτε αὐτὸς γνώριζε τὸν Ἅγιον, οὔτε ὁ Ἅγιος αὐτόν.
Θαῦμα 12ον.
Ὁ ἐκ Παροικίας Γεώργιος Καλακώνας, μετέβη πρὸς τὸν Ἅγιον διὰ νὰ ἐξομολογηθῇ. Ἀφ᾿ οὗ ἐξομολογήθη τὰς ἄλλας ἁμαρτίας του, ἀφῆκε μίαν ἁμαρτίαν. Ὁ δὲ ἅγιον, γινώσκων αὐτό, τῷ λέει:
› Ἐξωμολογήθης τέκνον μου τὰς ἁμαρτίας σου;
› Ναὶ Γέροντα.
› Μήπως ἀφῆκες καμμίαν ἁμαρτίαν ἀνεξομολόγητον, γιὰ στοχάσου;
› Ὄχι Γέροντα, ὅλας τὰς εἶπα.
› Ἀλλὰ τὰ λεμόνια ποὺ ἔκλεψες δὲν τὰ ἐξωμολογήθης.
Τότε, γονυπέτησε ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου, ὁμολόγησε τὴν κλοπή, καὶ ζήτησε μετὰ δακρύων τὴν συγχώρηση.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγινε αἰτία ὥστε πᾶς προσερχόμενος εἰς ἐξομολόγησιν νὰ ἐξομολογῆται ὅλα τὰ παραπτώματά του.
Θαῦμα 13ον.
Εἰς τὴν Πάρον εἶχεν ἔλθει Ἕλλην τις ὁμογενής, ὅστις ἐπεσκέφθη τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως, οὐχὶ ἐξ εὐλαβείας, ἀλλὰ ἐκ περιεργείας. Φθάσας εἰς τὸ προαύλιον τῆς Μονῆς, βλέπει ἄνωθεν τῆς θύρας τῆς εἰσόδου, εἴς τι παράθυρον, νέαν τινὰ καλογραίαν εὐειδῆ τὴν ὄψιν, ποτίζουσα βασιλικόν. Ὡς ἀνευλαβὴς καὶ ἐμπαθής, ἐτρώθη εὐθὺς εἰς ἔρωτα, καὶ ζήτησε κατ᾿ ἀρχὴν τὴν προεστῶσαν τῆς Μονῆς, ἥτις τὸν παρέπεμψεν εἰς τὸν Πατέρα Ἀρσένιον. Παρουσιασθεὶς μὲ τρόπο αὐθαδέστατον ἐζήτει νὰ τοῦ δώσουν τὴν μοναχὴν ἐκείνην, ἀλλιῶς πολλὰ κακὰ θὰ προξενοῦσε εἰς τὴν Μονήν. Ὁ Ἅγιος τὸν νουθέτησε μὲ πραότητα καὶ ἡμερότητα, μὲ τρόπον γλυκύτατον καὶ εὐγενέστατον. Ἀλλὰ ὁ νέος ἐκεῖνος, ἐξεμάνη καὶ μετὰ θυμοῦ ἠπείλει καὶ τὸν Ἅγιον καὶ φεύγων ὡς ἐξεστηκώς, ἠπείλει ὅτι θὰ ἐπέστρεφε νὰ πάρει διὰ τὴν βίας τὴν μοναχήν. Καὶ ὁ Ἅγιος μὲ πραότητα εἶπε: Παῦσον ὦ τέκνον τὰς ἀπειλάς, καὶ μετανόησον, ἀλλιῶς θὰ μείνει ἀκίνητος καὶ παράφρων. Πράγματι, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἔμεινε παράλυτος καὶ παράφρων, καὶ βασταζόμενος ὑπὸ τεσσάρων μετεφέρθη εἰς τὸ ἄσυλον τῶν ἀνιάτων καὶ ἐκεῖ κακῶς ὁ κακὸς ἐξέψυξε. Ὁ δὲ Ἅγιος, συνεβούλευσε τὰς μοναχὰς τοῦ λοιποῦ νὰ μὴν θέτουν ἄνθη εἰς τὰ παράθυρα καὶ νὰ μὴν παρακύπτουν ὁσάκις ὑπάρχουν ξένοι ἐκ τῶν παραθύρων.
Θαῦμα 14ον.
Γυνή τις ὀνόματι Γραμματικὴ Σιλβέστρου, μεταβαίνουσα πολλάκις πρὸς ἐξομολόγησιν, ἔχουσα φθόνον ἐναντίον ἄλλης γυναικός, κατηγόρει καὶ ἐσυκοφάντει ταύτην εἰς πολλούς, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ἐξομολόγησιν. Ὁ Ἅγιος τὴν συνεβούλευσε νὰ παύσει νὰ φθονῇ καὶ νὰ συκοφαντῇ, ἀλλὰ αὐτὴ ἐπέμενε. Ἡμέραν τινὰ μετέβη ἡ συκοφαντηθεῖσα εἰς τὸν Ἅγιον μετὰ δακρύων καὶ παρεκάλει αὐτόν:
› Τί νὰ κάμω Πάτερ; Πῶς νὰ φυλαχθῶ ἀπὸ τὰς συκοφαντίας τῆς γυναικὸς ταύτης τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἔθιξα, οὐδὲ κακὸν λόγον εἶπον αὐτῇ ἢ κατ᾿ αὐτῆς καὶ μᾶλλον τὴν ἔχω εὐεργετήσει;
› Μὴ λυπεῖσαι τέκνον. Ἐξακολούθει νὰ εὔχεσαι ὑπὲρ αὐτῆς καὶ νὰ τὴν εὐεργετῇς καὶ ὁ Θεὸς σύντομα θὰ σὲ ἀπαλλάξῃ, διότι δὲν μετανοεῖ.
Πράγματι, μετὰ ὀλίγας ἡμέρας ἠσθένησεν ἡ συκοφάντις, ἐξώδευσε τὴν περιουσίαν της εἰς φάρμακα καὶ ἰατρούς, ὑστερήθη καὶ τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου καὶ τελευταῖον ἐτυφλώθη καὶ ἀπέθανε τυφλή.
Θαῦμα 15ον.
Εἰς τὴν Παροικίαν, ἦτο ἁλιεύς τις ὀνόματι Νικόλαος Τσαντάνης ἢ Κολολόμπας. Οὗτος ἦτο πολὺ βλάσφημος καὶ ἀσεβής. Ἀνέβη ποτὲ εἰς τὴν Μονὴν μετὰ ἄλλων καὶ ἐξομολογηθεὶς καὶ νουθετηθεὶς παρὰ τοῦ Ἁγίου νὰ παύσει τὴν βλασφημίαν, αὐτὸς ἀσυνειδήτως καὶ αὐθαδῶς ἀπήντησεν εἰς τὸν Ἅγιον ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ παύσει νὰ βλασφημῇ διότι ἐὰν δὲν βλασφημήσει, ἡ βάρκα του δὲν γεμίζει ψάρια. Τότε, ὁ Ἅγιος, ἀποβαλὼν τὴν συνήθη του πραότητα μετ᾿ ἀγανακτήσεως τῷ λέγει: Ὕπαγε ἀσεβέστατε, καὶ κατὰ τὴν σκληρότητα καὶ ἀμετανόητόν σου καρδίαν θὰ πνιγῇς καὶ θὰ εἶναι ἡμέρα Σάββατον. Ὅπερ καὶ ἐγένετο. Εὑρισκόμενος οὗτος εἰς τὸν λιμένα τῆς Ἀντιπάρου ἐν ὥρᾳ γαλήνης, ἐσχίσθη ἡ λέμβος του εἰς τὸ μέσον καὶ ἐπνίγη μόνος αὐτός.
Θαῦμα 16ον.
Εἰς ἀγροικίαν τῆς Λαγκάδας, κατώκει ὁ ἐκ Λευκῶν Γεώργιος Ῥοῦσσος ἢ Λύκος, μεγαλοκτηματίας. Πλὴν ὅμως ἐδυστύχει καὶ ἐστερεῖτο, διότι τὰ κτήματά του δὲν ἐκαρποφόρουν. Εἰς τοιαύτην τὴν κατάστασιν εὑρισκόμενον μετέβη εἰς τὸν Ἅγιον καὶ ὁ Ἅγιος τῷ λέγει: Αὐτὸ τὸ παθαίνεις διότι κλέπτεις καὶ ἀδικεῖς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Δὲν γνωρίζεις ἀνόητε ὅτι ὁ Θεὸς μισεῖ τὴν ἀδικίαν καὶ τιμωρεῖ τοὺς ἀδίκους; Δὲν ἤκουσες ὅτι ὅποιος ἁρπάζει τὰ ξένα χάνει καὶ τὰ δικά του; Ὕπαγε, μετανόησον, ἐπίστρεψε ὀπίσω τὰ ἀδικηθέντα, ζήτησε συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ ὅσους ἠδίκησες καὶ παῦσε τοῦ λοιποῦ τὰς ἀδικίας καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ στείλει τὰς εὐλογίας του καὶ θὰ πλουτίσεις καὶ θὰ εὐτυχίσεις. Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ καιρὸς τοῦ σπόρου, νὰ μὲ πάρεις εἰς τὰ κτήματά σου, τὰ ὁποῖα θὰ σπείρεις. Πράγματι ἔτσι ἔγινε, καὶ τὴν περίοδο τῆς σπορᾶς, τὸν πῆρε μὲ τὸ ζῶόν του εἰς τὰ κτήματά του καὶ ἐτέλεσεν ὁ Ἅγιος ἁγιασμόν, καὶ ἀφοῦ ῤάντισε τὰ κτήματα, πῆρε μὲ τὴν φούχτα του σιτάρι καὶ τὸ ἔσπειρε μόνος του. Κατόπιν πῆρε τὸ ἄροτρον μὲ τοὺς βόας καὶ ἐποίησε διὰ τοῦ ἀρότρου σημεῖον Σταυρόν, καὶ λέγει εἰς τὸν Ῥοῦσσον: Τώρα σπεῖρε κανονικῶς, καὶ τὰ χωράφια σου θὰ καρποφορήσουν. Τόση δὲ καρποφορία ἐγένετο, ὥστε αἱ ἀποθῆκαί του ὑπερεπληρώθησαν ἀπὸ καρποῦ σίτου οἴνου καὶ ἐλαίου, τὰ ζῶά του, οἱ βόες τὰ πρόβατα οἱ μελισσῶνες ἐπλήθυναν, ὥστε εἰς ὀλίγον χρόνον, ὁ γέρων Ῥοῦσσος ἔγινε εὐτυχὴς καὶ πολλοὺς ἔσωσεν διὰ τῆς ἐλεημοσύνης.
Ἀλλὰ ἡ εὐτυχία ὀλίγα ἔτη διήρκησε, διότι ὁ Ῥοῦσσος μεθυσθεὶς ἐκ τῆς εὐτυχίας του καὶ μὴ ἀρκούμενος εἰς ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἔδιδεν ὁ Θεός, ἤρχισεν καὶ πάλιν νὰ κλέπτει, καὶ διὰ τοῦτο ἔπεσε καὶ πάλιν ὀργὴν Θεοῦ ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ εἰς τὰ ὑπάρχοντά του. Βλέπων τὴν συμφοράν του προσέτρεξε πάλιν εἰς τὸν Ἅγιον. Ὁ Ἅγιος, τῷ λέγει: Ἄθλιε, γίνωσκε ὅτι ἐπειδὴ εἰς τὴν εὐεργεσίαν ποὺ σοῦ ἔκαμεν ὁ Θεὸς ἐφάνης ἀχάριστος, Χεὶρ Κυρίου ἔρχεται ἐπὶ σέ, τὰ ὑπάρχοντά σου θὰ τὰ λάβουν ἄλλοι, σὺ δὲ θὰ ἀποθάνῃς ἐκ τῆς πείνης, τὸ δὲ σῶμά σου θὰ καταφαγωθῇ ὑπὸ τῶν φθειρῶν. Πράγματι. Δὲν παρῆλθον ἱκαναὶ ἡμέραι καὶ αὐτὸς ἠσθένησε, τὰ ὑπάρχοντά του διηρπάγησαν, αὐτὸς ἐστερεῖτου τοῦ ἄρτου, πρὶν δὲ ἀποθάνει τὸ σῶμά του καὶ ἡ κλίνη του ἐκαλύφθησαν ὑπὸ τῶν φθειρῶν, αἵτινες κατέφαγον τὸ μιαρόν του σῶμα, καὶ οὕτω κακῶς ὁ κακὸς ἀπέθανε. Οἱ δὲ ψείρες μάλιστα τὸν συνόδευαν μέχρι τοῦ τάφου.
Θαῦμα 17ον.
Ὁ Κωνσταντῖνος Μαύρης ἐκ Παροικίας, κατηγορήθηκε ψευδῶς ὅτι ἔκλεψε χρήματα πλουσίου τινὸς εἰς τοῦ ὁποίου τὸν οἶκον ἔμενε. Μὴ δυνηθεὶς παρὰ τὰς διαμαρτυρίας του νὰ ἀποδείξει τὴν ἀθωότητά του ἐκλείσθη εἰς τὰς φυλακάς· ἠναγκάσθη δὲ νὰ πωλήσει τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸν κτῆμα τὸ ὁποῖον εἶχε καὶ πλήρωσε τὸ ὑποτιθέμενο χρέος καὶ ἔμενε φτωχότατος. Κατέφυγεν εἰς τὸν Πατέρα Ἀρσένιον διὰ νὰ ἐξομολογηθῇ καὶ νὰ παρηγορηθῇ. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος τῷ εἶπεν: Μῆ λυπεῖσαι τέκνον μου διὰ τὴν ἀδικίαν ποὺ σοῦ ἔκαμαν. Ὕπαγε εἰς τὴν εὐχήν μου καὶ μετὰ ὀλίγας ἡμέρας, ὁ Θεὸς θὰ σοῦ ἀποδώσει τὸ δίκαιον καὶ δι᾿ ἐκεῖνα ποὺ ζημιώθηκες καὶ λάβεις ἑκατονταπλασίως περισσότερα. Πράγματα, μετὰ ὀλίγας ἡμέρας τῷ παρουσιάσθησαν τόσαι πολλαὶ ἐργασίαι καὶ ἐργολαβίαι δι᾿ οἰκοδομὰς ἐν Πάρῳ καὶ Ἀντιπάρῳ, καὶ κέρδισε ἐντὸς ὀλίγου τόσα χρήματα ὥστε ἠγόρασε 3 μεγάλα κτήματα καὶ προίκισε τὰς 3 θυγατέρας του. Μετέβη δὲ καὶ εἰς τὸν Ἅγιον καὶ τὸν εὐχαρίστησε θερμότατα.
Θαῦμα 18ον.
Συγγενής τις τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου, ἔχων υἱὸν πάσχοντα ἐκ φθίσεως καὶ ἄλλων ἀσθενειῶν, ἔχοντα ὄψιν κίτρινην χλωμήν, φαινόμενον ὡς σκιὰν καὶ ὡς ἄταφον νεκρόν, καὶ φέροντα κάπα καινούργια, τὸν ἔφερεν εἰς τὸν Ἅγιον. Ἡμέραν τινὰ τῷ λέγει ὁ Ἅγιος: Πολὺ ὡραίαν κάπα φορεῖς. Δὲν μοῦ τὴν δίδεις νὰ τὴν φορέσω καὶ ἐγώ; Ὁ ἀσθενὴς τοῦ τὴν ἔδωσεν. Ὁ Ἅγιος τὴν ἐνεδύθη καὶ κατόπιν ἀπὸ δύο λεπτὰ τὴν ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ἀσθενή, ὁ ὁποῖος μόλις τὴν ἐνεδύθη ἔγινε ἐντελῶς ὑγιής. Ἡ ὄψις τελείως ἤλλαξε. Ἔγινε φαιδρά, ἱλαρά, ῥοδοκόκκινος, καὶ ὁ ἀσθενὴς ἠσθάνθη νέας δυνάμεις καὶ ἔγινε ἐντελῶς καλά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η´: Θαύματα τοῦ Ἁγίου μετὰ θάνατον.
Θαῦμα 1ον.
Γυνή τις, ἔχουσα παιδίον τυφλὸν ἐκ γενετῆς, ὀλίγα ἔτη μετὰ τὴν τελευτὴν τοῦ Ἁγίου, ὅτε ἐκτίσθη ὁ πρῶτος μικρὸς ναὸς εἰς τιμὴν τοῦ Ὁσίου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἦτο ὁ τάφος του, ἔχουσα πίστιν εἰς τὸν ἅγιον παρέλαβε τὸ τυφλὸν παιδίον καὶ προσέτρεξεν εἰς τὸν τάφον παρακαλοῦσα μετὰ δακρύων νὰ δώσει τὸ φῶς εἰς τὸ παιδί της. Ἀφοῦ ἐπὶ ἀρκετὴν ὥραν προσηυχήθη καταβρέχουσα τὸν τάφον ἐκ τῶν δακρύων της, ἐξῆλθε τοῦ τάφου. Τότε, λέει τὸ παιδίον: Μάννα, τί εἶναι ἐκεῖνο; Καὶ συγχρόνως κύπτει χάμω καὶ λαμβάνει εἰς τὴν χεῖρά του μικρὰν βελόνην. Βλέπει ἡ μητέρα ὅτι οἱ κεκλεισμένοι ὀφθαλμοὶ τοῦ τέκνου τῆς ἠνεώχθησαν, ἐπιστρέφει εἰς τὸν τάφον καὶ μὲ φωνὰς μεγάλας ἐδοξολόγησε τὸν Ἅγιον.
Θαῦμα 2ον.
Ἕτερα τις γυνὴ ἐξ Ἀγγεριῶν Πάρου, ἔχουσα παιδὶ παράλυτο, παραλαβοῦσα αὐτὸ προσέτρεξε καὶ αὐτὴ μετὰ πίστεως εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου. Μετὰ τὸ τέλος τῆς παρακλήσεως τὸ παιδὶ ἠγέρθη τελείως ὑγιές, καὶ ἤρχισε νὰ περιπατῇ εἰς ἔκπληξιν καὶ θαυμασμὸν τῶν παρισταμένων.
Θαῦμα 3ον.
Ὁμὰς ληστοσυμμοριτῶν ἦλθε ποτὲ εἰς Πάρον καὶ ἐν καιρῷ νυκτὸς ἀνῆλθε εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως, ὁ δὲ ἀρχηγὸς αὐτῶν ἐκτύπησε τὴν θύραν, ἀπαιτώντας νὰ τοῦ δώσουν ὅλα τὰ τιμαλφὴ τῆς Μονῆς καὶ τὰς νέας καλογραίας. Οἱ μοναχαὶ ἀρχικὰ δὲν ἤθελαν καὶ τοὺς κατέβασαν μὲ ἕνα καλάθι τρόφιμα. Ἀλλὰ οἱ ληστὲς ἐπέμεναν νὰ τοὺς ἀνοίξουν, ἀλλιῶς θὰ ἔκαιγαν τὴν Μονήν. Τότε, ἀνοιξαν τὴν θύρα, ἀλλὰ μὲ τὸ ποὺ εἰσῆλθον ὑβρίζοντες καὶ βλασφημούντες, τὰ πόδια των παρέλυσαν καὶ μποροῦσαν νὰ σαλεύσουν. Ἔμειναν ἀκίνητοι. Τότε, κατάλαβαν τὸ λάθος του καὶ ζήτησαν συγχώρεση ἀπὸ τὶς μοναχές, καὶ βοήθεια ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Τότε, ἐλύθησαν ἀπὸ τὰ δεσμά των, ἔκαμαν ἐδαφίαιαις μετάνοιαν, φίλησαν τὸ χέρι τῆς ἡγουμένης, καὶ προσκύνησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ὁ δὲ ἀρχηγός, ἔδωσε στὴν ἡγουμένη μία σακκούλα μὲ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ νομίσματα καὶ ἄλλα τιμαλφὴ καὶ κοσμήματα καὶ τῆς εἶπεν: Αὐτὰ τὰ χαρίζω εἰς τὴν Μονήν. Δι᾿ ἐμὲ εἶναι ἄχρηστα. Ἀπεφάσισα νὰ ἀφήσω τοὺς συντρόφους μου καὶ θὰ γίνω καλόγηρος. Παρακαλῶ, ποῖος εἶναι ὁ Ἅγιος ποῦ σὰς προστατεύει; Ἡ ἡγουμένη τὸν ὁδήγησε εἰς τὸν τάφον τοῦ Ὁσίου. Ὁ ἀρχιληστής, γονυπετήσας, ἠσπάσθη μετὰ πολλῶν δακρύων τὸν τάφον, ζητήσας συγχώρησιν καὶ ἀπελθὼν ἀφῆκε τὴν ληστρικὴν ζωὴν καὶ ἔγινε ἐνάρετος μοναχός.
Θαῦμα 4ον.
Παιδίον 8ετές, Γεώργιος Βαζαῖος, ἐκ Μαρμάρων τῆς Πάρου, μετέβη μετὰ τῆς μητρός του εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Χριστοῦ πρὸς ἐπίσκεψιν τῆς θείας τους μοναχῆς Θεοφανοῦς. Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς κανόνας τῆς Μονῆς δὲν ἐπιτρέπεται ἐντὸς τῆς Μονῆς ἄνω τῶν 5 ἐτῶν παιδίον νὰ κοιμηθῇ ἐντός της, ἐκοιμᾶτο εἰς τὸν ἔξω τῆς Μονῆς ξενῶνα διὰ ἄνδρας. Νύκτα τινὰ ξύπνησε τὸ παιδίον, ἐξῆλθε τοῦ δωματίου του καὶ βλέπει εἰς τὰ σκαλοπάτια τοῦ ξενῶνος γέροντα λευκογένειον μετρίου ἀναστήματος ὀλίγον κυρτωμένον καὶ ἐφοβήθη. Ὁ γέρων τῷ λέγει: Μὴ φοβεῖσαι παιδί μου. Ἐγὼ κάθομαι καὶ σὲ φυλάττω. Μένω ἐδῶ καὶ εἶμαι φύλαξ καὶ τῶν καλογραιῶν. Τὸ παιδὶ ἔλαβε θάῤῥος καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἀπεκοιμήθη ἥσυχον. Τὸ πρωὶ διηγήθη τοῦτο εἰς τὴν μητέρα καὶ θείαν του καὶ κατάλαβαν ὅτι ὁ γέρων ἦταν ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος, τὸν ὁποῖον καὶ ἄλλοι κατὰ καιροὺς εἶδον πέριξ τῆς Μονῆς νὰ τὴν περιέρχηται ὡς φύλαξ αὐτῆς.
Θαῦμα 5ον.
Κατὰ Ἰούλιον καὶ Αὔγουστον τοῦ 1925 ἠσθένησα ἀπὸ ἑλώδεις πυρετούς. Εἰσήχθην εἰς τὸ νοσοκομεῖον Εὐαγγελισμὸς καὶ ὑπέστην ἐγχείρησιν. Τὴν 4η ἡμέρα ὑπέστην κρίσιν καὶ ἦλθον εἰς κίνδυνον. Οἱ γιατροὶ σήκωσαν τὰ χέρια ψηλά. Δὲν εἶχαν κάτι ἄλλο νὰ κάμουν. Δὲν παρῆλθον ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας καὶ μὲ ἐπεσκέφθη ὁ Πνευματικὸς Πατὴρ Νικόλαος Γεωργιάδης, μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Αρσενίου. Μαθὼν τὰ συμβάντα, μοὶ λέγει: Ἔχε ὑπομονὴν καὶ περίμενε ὀλίγον. Ἔφυγε βιαστικά. Ὑπέθεσα ὅτι ὑπάγει νὰ φέρει γνωστόν του γιατρὸν καὶ παρηγορήθην κάπως. Ἀλλὰ ἐνῷ ἀνέμενα, ἐξαίφνης, ὅλως παραδόξως καὶ ἀνελπίστως ἠσθάνθην τὸν ἑαυτόν μου τελείως ὑγιᾶ, εὔχαρι καὶ ἐλαφρόν. Ἐνῷ ἠπόρουν, ἐπέστρεψεν ὁ Πατὴρ Νικόλαος ἱδρωμένος καὶ κατακόκκινος καὶ μαθαίνοντας πὼς ἤμουν ἐντελῶς καλὰ μοὶ λέει:
› Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος σὲ ἔκαμε καλά. Ὅτε μοὶ εἶπον οἱ ἰατροὶ ὅτι ἡ κατάστασίς σου ἦτο δεινή, καὶ θὰ προέβαινον εἰς νέαν ἐγχείρησιν ὁπότε καὶ ἐκεῖνοι δὲν εἶχον βεβαίας ἐλπίδας περὶ τῆς σωτηρίας σου, ἐνεθυμήθην τὸν Ἅγιον Ἀρσένιον, ὅτι εἰς πολλὰς περιστάσεις μὲ ἐβοήθησε καὶ ἔσπευσα δρομαίως εἰς τὸν ναόν, εἰσῆλθον εἰς τὸ ἱερὸν καὶ γονυπετήσας τὸν παρεκάλουν νὰ σοῦ δώσει τὴν ὑγείαν σου. Ἀφ᾿ οὗ προσηυχήθην ἐπὶ μίαν σχεδὸν ὥρα, ἠσθάνθην ὡς νὰ μοὶ εἶπέν τις: Ὕπαγε καὶ ἰάθη ὁ ἀσθενής. Καὶ ἦλθον μὲ πεποίθησιν ὅτι θὰ σὲ εὕρισκον τελείως ὑγιᾷ.
Θαῦμα 6ον.
Ὁ δάσκαλος Νικόλαος Κρητικός, διηγεῖται:
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1946, εἶχε ἀσθενήσει ἡ κόρη μου ἀπὸ παρατύφον καὶ ἀπὸ τὸν τριήμερον πυρετό. Ὁ γιατρὸς Καστανός, μοὶ εἶπε: Νίκο, μόνο εἰς ἕνα θαῦμα ἐλπίζω, φρόντισε νὰ προετοιμάσεις τὴν γυναῖκά σου. Ἦταν Σάββατον, ὅταν μετὰ τὸν ἑσπερινόν, στὴν Μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως ἔγινε παράκλησις ὑπὲρ ὑγείας τῆς κόρης μου. Τὴν Κυριακή, ἔστειλαν στὸ σπίτι λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τοῦ Ἁγίου. Τὴν σταυρώνω καὶ αὐτὸ ἦταν. Ἀμέσως ὁ πυρετὸς ἔπεσε καὶ τὸ στηθάκι της ποὺ πρῶτα ἀνεβοκατέβαινε γρήγορα σὰν φυσαρμόνικα, ἤρχισε νὰ κτυπᾷ κανονικά. Ὁ γιατρὸς ἐπιβεβαίωσε ὅτι ἔγινε καλὰ ἡ Σμαράγδα.
Πηγή: (Φιλοθέου Ζερβάκου ἀρχιμανδρίτου, «Βίος καὶ θαύματα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου τοῦ νέου τοῦ ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ ἀσκήσαντος», Ἐκδοση ἕκτη, Ἱερὰ Μονὴ Χριστοῦ Δάσους, Πάρος, 1996) users.uoa.gr/
Εμαρτύρησεν εν Κωνσταντινουπόλει περίπου το αψκ΄ (1720) Ιανουαρίου κε΄ (25)
Αυξεντίω στέφανος ηυξήθη μέγας,
εις ουράνια διά του μαρτυρίου.
Ούτος ο μάρτυς του Χριστού Αυξέντιος, ήτον από μίαν Επισκοπήν των Ιωαννίνων, ονομαζομένων Βελλάς, γέννημα ευσεβών Χριστιανών. Νέος δε έτι ων, επείγε εις Κωνσταντινούπολιν και εδούλευε την τέχνην των γουναράδων εις το χάνι το λεγόμενον Μαχμούτ Πασσά. Αλλά ο εχθρός του καλού διάβολος όπου πάντοτε δεν παύει να πολεμεί τους νέους με διάφορους τρόπους, δεν υπέφερε να βλέπει και τούτου του νέου την καθαρότητα, όθεν έσπειρεν εις αυτόν λογισμούς τοιούτους. Ήγουν, ότι, να απεράσει ετούτην την πρόσκαιρον ζωήν με ηδονάς και ξεφαντώματα και με άλλα παρόμοια. Και έτζη τον επλάνεσε και άφησε την τέχνην του, και επήγε με τα βασιλικά καράβια. Εκεί λοιπόν κάμνοντας μερικόν καιρόν και ξεφαντώνοντας με τους συντρόφους του τους αλλοφύλους, εσυκοφαντήθει παρ’ αυτών των ιδίων ψευδώς, πως ηρνήθει τον Χριστόν και ομολόγησε την θρησκείαν αυτών. Όθεν φοβηθείς, μήπως τον διαβάλουν εις τον αυθέντην του καραβίου του, έφυγεν εκείθεν κρυφίως και ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν (ήτον γαρ έξω αυτής) ενδυμένος όχι με τα συνήθη των Καλιουντζήδων (στρατιωτών σε πολεμικά πλοία) φορέματα, αλλά με άλλα ταπεινά, και αγοράσας ένα καΐκιον, εδούλευε με αυτό, δια να εβγάνει την ζωοτροφίαν του. Εμετανόησε δε και ολοψύχως δια τα πρότερα σφάλματα όπου έκαμε, και μάλιστα κατεκαίετο η καρδία του από τον έρωτα του Μαρτυρίου, και νύκτα και ημέραν παρεκάλει τον Θεόν μετά θερμών δακρύων, να του δείξει κανένα έμπειρον πνευματικόν δια να εξομολογηθεί εις αυτόν, και να του φανερώσει τον πόθον, όπου είχεν εις το να πίει το του Μαρτυρίου ποτήριον. Ο δε Θεός δεν παρήκουσε την δέησίν του, αλλά του έστειλεν ιατρόν έμπειρον, κατά τον πόθον του, με τοιούτον τρόπον.
Ο σύγκελλος της Μεγάλης Εκκλησίας Γρηγόριος, (όστις ήτον αγιορείτης, εκ της σεβασμίας μονής του Ξηροποτάμου) θέλοντας να περάσει μιαν ημέραν από το Καράκιοϊ εις το Φανάρι, κατ’ οικονομίαν Θεού, εμβήκεν εις το καΐκιον του νέου. Ο δε νέος βλέποντας το ευλαβητικόν ήθος του συγκέλλου, απεφάσισε να αποκαλύψει εις αυτόν τον σκοπόν του. Και λοιπόν, αφού εβγήκεν από το καΐκι, επήρεν αυτόν καταμόνας και του εφανέρωσε την διάπυρον αγάπην, όπου είχεν εις το να μαρτυρήσει δια τον Χριστόν. Ο δε σύγκελλος επαίνεσε μεν τον σκοπό του, τον εμπόδισεν όμως από τον αγώνα του Μαρτυρίου, φοβούμενος μήπως δειλιάσει εις τας βασάνους, και έτζη του είπεν: άκουσον τέκνον μου, αι επιβουλαί του πονηρού διαβόλου είναι πολλαί και φοβούμαι, μήπως σε κάμει και δειλιάσεις εις τα βάσανα και υστερηθείς τον γλυκύτατόν μας Ιησούν Χριστόν. Αλλά φύγε από εδώ και πήγαινε εις καμμίαν ησυχίαν και εκεί γίνου καλόγηρος, και πέρασε την ζωήν σου ενάρετα. Και ελπίζω εις την αγαθότητα του γλυκυτάτου μας Ιησού να σε συναριθμήσει μετά θάνατον, εις τον χορόν των Μαρτύρων, διά να χαίρεσαι αιωνίως.
Ο δε νέος ακούοντας ταύτα εσιώπα μεν, ευλαβούμενος τον πνευματικόν αυτού πατέραν, η καρδία του όμως κατεφλέγετο από τον θείον έρωτα του Μαρτυρίου. Όθεν εδούλευε πάλιν με το καΐκιον του, και από τα άσπρα που έβγανεν, εκράτει μόνον όσα ήσαν αρκετά διά ζωοτροφίαν του, τα δε λοιπά, εμοίραζεν είς τους πτωχούς. Επέρνα δε και εις το εξής την ζωήν του με νηστείας και με ολονυκτίους αγρυπνίας. Πολλάκις δε επήγαινεν εις τον ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, έξω εις την Ζωοδόχον πηγήν, και όλην την νύκτα παρεκάλει την πανάχραντον, δια να τον ενδυναμώσει να τελειώσει την ζωήν του με Μαρτύριον. Και λοιπόν με τοιαύτα και τοσαύτα όπλα αρματώθη από την θείαν χάριν του Αγίου πνεύματος και ενδυναμώθη από την πρεσβείαν της Θεοτόκου, και ούτως επήγε πάλιν εις το πρότερον καράβι όπου ήτον. Οι δε σύντροφοί αυτού και οι άλλοι όπου τον εγνώριζαν, ευθύς όπου τον είδον, ώρμησαν κατεπάνω του με μεγάλον θυμόν και τον εκτύπουν. Άλλοι δε του έλεγον, εσύ ήσουν εις την θρησκείαν μας και πως τώρα άλλαξες την γνώμην σου; Και ταύτα λέγοντες, ετράβηξαν εις το κριτήριον. Ο δε Μάρτυς του Χριστού, χωρίς να δειλιάσει ολότελα, με φαιδρόν πρόσωπον αντέλεγεν εις αυτούς, φωνάζωντας παρησσία. «Εγώ Χριστιανός ήμουν και είμαι και δια τον Χριστόν μου έτοιμος είμαι να λάβω μυρία βάσανα».
Ένας δε από εκείνους, μην υποφέροντας την τόσην παρρησίαν του Αγίου, εκτύπησεν αυτόν εις το μέτωπον με σίδηρον και εχύθη ο δεξιός του οθφαλμός. Ο δε Μάρτυς μηδέν δειλιάσας εις τούτο, ευχαρίστει τον Κύριον όπου τον ηξίωσε να πάσχει διά το όνομά του. Ο δε αλιτήριος εκείνος, πάλιν εκτύπησεν εις το στόμα του Μάρτυρος και ευθύς έπεσαν δύο του οδόντια. Αλλά ο Μάρτυς πάλιν με λαμπράν φωνήν εκύρηττε τον Χριστόν, Θεόν αληθινόν. Όθεν επήγαν αυτόν εις το κριτήριον του μουλά πρώτον και ηρώτησεν αυτόν ο κριτής, διατί άλλαξε την προτέραν του γνώμην και ηρνήθη την θρησκεία των; Καθώς μαρτυρούν οι εκεί παρόντες μάρτυρες, ότι ηρνήθει τον Χριστόν και ομολόγησε δια καλήν την θρησκείαν αυτών; Τότε ο Άγιος αναβιβάσας τον νούν του εις τον Θεόν και ζητήσας την θείαν του βοήθειαν, εστράφη εις τον κριτήν, και του λέγει με πεπαρρησιασμένην φωνήν: «Εγώ, δικαστά, ουδέποτε αρνήθηκα τον γλυκύτατόν μου Χριστόν, αλλά πιστεύω και ομολογώ αυτόν Θεόν παντοδύναμον και ποιητήν του σύμπαντος κόσμου, και είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου δια την πίστην μου και όχι να τουρκίσω. Μη γένοιτο ποτέ Κυριέ μου».
Ταύτα ως ήκουσεν ο δικαστής, όλος επλήσθη θυμού και προστάσσει τους υπηρέτας να κτυπήσουν τριακοσίας ραβδίας εις τους πόδας του Αγίου. Οι δε υπηρέται ετέλεσαν παρευθύς το προσταττόμενον, όθεν έτρεχε το αίμα ποταμηδόν από τους όνυχας των ποδών του Μάρτυρος. Ο δε Άγιος ευχαρίστει μεγάλως τον Κύριον, παρακαλώντας τον, δια να τον ενδυναμώσει και εις το εξής να τελειώσει τον δρόμον του Μαρτυρίου. Είτα επρόσταξεν ο κριτής να υπάγουν τον Μάρτυρα εις το Πασσιά καπισί, και να τον φυλακώσουν εκεί, έως ου να γένη μεγαλυτέρα κρίσις, δια να τον κρίνουν, επειδή τότε έτυχε να είναι ημέρα Παρασκευή, ο και εγένετο. Ο δε πνευματικός αυτού πατήρ, ο προρρηθείς λέγω Γρηγόριος, μαθών την παρρησίαν του Αγίου και τα βάσανα όπου υπέμεινε διά τον Χριστόν, έκαμε τρόπον και επήγε και τον αντάμωσε μέσα εις την φυλακήν, και με τους λόγους του τον επαραθάρρυνε να μη δειλιάσει εις τους αγώνας, αλλά να σταθεί με ανδρείον φρόνημα, δια να καταισχύνει τον διάβολον κα να λάβει λαμπρούς τους στεφάνους της νίκης παρά του αθλοθέτου Θεού. Ο δε Μάρτυς εζήτησε να μεταλάβει τα άχραντα μυστήρια, και ευθύς του τα έφερε ο σύγκελλος και επλήρωσε την αίτησίν του. Την ερχομένην Τρίτην έφεραν τον Άγιον εις το κριτήριον, με βαρείας αλύσεις δεδεμένον, ωσάν κακούργον. Αυτός δε έστεκε χαρούμενος, ωσάν να έστεκεν εις καμμίαν πανήγυριν. Βλέποντας δε αυτόν ο βεζύρης, με άγριον και φονικόν βλέμμα, του λέγει: «διατί εσύ δεν ομολογείς την εδικήν μας θρησκείαν καλήν και αληθινήν, αλλά την αποστρέφεσαι και την εξουθενείς;» Τότε ο Μάρτυς του λέγει: «εγώ Χριστιανός εγεννήθηκα και Χριστιανός θέλω να αποθάνω, και δεν αρνούμαι την πίστην μου, καν μύρια βάσανα μου κάμετε, διατί αυτή είναι καλή και αληθινή. Και άμποτε να πιστεύσετε και εσείς αυθέντα, διά να μη κολασθείτε.»
Ταύτα ακούσας παρ’ αυτού ο βεζύρης, όλος επλήσθει θυμού, και βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν διά ξίφους απόφασιν. Και παρευθύς αρπάζοντες τον οι υπηρέται, τον έφερον εις τον τόπον της καταδίκης. Ο δε Άγιος έκαμε δέησιν προς τον Θεόν, διά την σύστασιν και την ειρηνικήν κατάστασιν των ορθοδόξων Χριστιανών, και όλα του κόσμου. Έπειτα γονατίσας, είπεν εις τον δήμιον να κάμει εκείνο, όπου επροστάχθη. Ο δε, απέκοψε την Αγίαν αυτού κεφαλήν τη κέ Ιανουαρίου ημέρα γ΄, ώρα β΄ της ημέρας, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον, όντας εις την ηλικίαν ετών τριάκοντα. Τη δε ερχομένη Τετάρτη προς το ξημέρωμα, φώς ουράνιον εκατέβη επάνω εις το μαρτυρικόν λείψανον, το οποίο είδον όχι μόνον πολλοί Χριστιανοί, αλλά και πολλοί Τούρκοι, οίτινες και το ωμολόγουν και το εκήρυττον ενώπιον πάντων. Ο δε φιλόχριστος άρχων, Μιχαήλ ο του βασιλέως τερτζίμπασης (αρχιράπτης), έχων θάρρος εις την σουλτάναν, παρεκάλεσεν αυτήν, διά να προστάξει να του δοθεί το σώμα του Μάρτυρος, διά να το θάψει, ήτις επρόσταξε και του το έδωσαν. Λαβών δε ο άρχων το σώμα του Αγίου, το έπλυνε με διάφορα μύρα και αρώματα, καθώς έκαμε και ο Νικόδημος εις το τεθεωμένον σώμα του Ιησού, και ούτω με πολλήν ευλάβειαν το εσήκωσαν οι Χριστιανοί, ομού με τον Πατριάρχην και τους παρευρεθέντας αρχιερείς, και το επήγαν εις τον ναόν της Ζωοδόχου Πηγής, και εκεί το ενταφίασαν εντίμως. Μετά δύο χρόνους ο προρρηθείς άρχων, έχων πολλήν ευλάβειαν εις τον Μάρτυρα, έκαμεν ανακομιδήν του λειψάνου του και ευθύς όπου άνοιξαν τον τάφον, εβγήκε τόση άρρητος ευωδία, ώστε οπού εθαύμασαν όλοι οι εκείσε ευρεθέντες Χριστιανοί και εδόξασαν τον Θεόν, όπου δοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας. Επήρε δε ο άρχων την Αγίαν κάραν του Μάρτυρος εις τον οίκον του, και επειδή έτυχε να είναι ασθενείς οι υιοί του με δεινήν και βαρυτάτην ασθένειαν, ευθύς οπού ησπάσθησαν από την κλίνην με πίστιν και ευλάβειαν την Αγίαν κάραν, ώ του θαύματος! ηγέρθησαν από την κλίνην και εγένοντο τελείως υγιείς, δοξάζοντες τον Θεόν και τον Άγιον.
Αλλά και κάποιος ράπτης, Νικόλαος ονομαζόμενος, εις δεινήν και χαλεπήν ασθένειαν ευρισκόμενος, και αποφασισθείς εις θάνατον από τους ιατρούς, επειδή πλέον απελπίσθη από τη παρούσαν ζωήν, ενθυμήθη το θαύμα όπου έκαμεν ο Άγιος εις τους υιούς του τερτζίμπαση, και ευθύς έστειλε και έφεραν την Αγίαν κάραν. Και καθώς την έθεσαν επάνω του, δόξασε τον Θεόν και τον Μάρτυρα. Ο δε προρρηθείς Παπά Γρηγόριος ο Ξηροποταμηνός, ακούσας τα θαύματα του Μάρτυρος και έχοντας ευλάβειαν εις τον Άγιον, επήγεν εις τον άρχοντα, όστις ήτον φίλος του και τον παρεκάλεσε να αφιερώσει την Αγίαν κάραν του Μάρτυρος εις το εδικόν του Μοναστήριον του Ξηροποτάμου.
Ο δε άρχων και διά την ευλάβειαν οπού είχεν εις το αυτό Μοναστήριον και διά την φιλίαν, οπού είχε με τον άνωθεν σύγκελλον, αφιέρωσεν αυτήν ως δώρον πολύτιμον, ήτις ευρίσκεται μέχρι του νύν εις την αυτήν σεβασμίαν Μονήν, πηγάζουσα καθ’ εκάστην διάφορα θαύματα, λυτρώνουσα πολλούς από την θανατηφόρον ασθένειαν της λοιμικής και της πανώλης, και από πολλά άλλα πάθη και νόσους ελευθερούσα εκείνους, όπου μετ’ ευλαβείας και θερμής πίστεως εις αυτήν καταφεύγουσιν, εις δόξαν Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας.
Αμήν.
Πηγή: (από το «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου) Περιοδικό ΕΝΔΟΝ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...