![ti_08_mobile.png](/images/template/ti_08_mobile.png)
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Στην εγγραφή του Γέροντος Ευμενίου Σαριδάκη στις Αγιολογικές Δέλτους της Ορθοδόξου Εκκλησίας προχώρησε την 14η Απριλίου 2022 η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Δεύτερη Αγία Βαρβάρα αναδείχθηκε η Οσιομάρτυς Ντανιέλα από τη Ρουμανία
Πολλές φορές τυχαίνει όλοι μας να αναρωτηθούμε, “υπάρχουν άραγε Αγιοι στην σύγχρονη εποχή;”. Η απάντηση είναι μία. Αγιοι του Θεού θα αναδεικνύονται πάντα και για πάντα. Η ύπαρξή τους είναι συνυφασμένη με την ζωοποιό ύπαρξη του 3ου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Του Αγίου Πνεύματος. Εφόσον λοιπόν το Αγιο Πνέυμα του Θεού ενεργεί και κυριαρχεί στον κτιστό κόσμο μας, οι Αγιοί Του θα εμφανίζονται για να μας δίνουν δύναμη αλλά και να ταπεινώνουν τον αντίχριστο διάβολο και τους οπαδούς του, που κινούνται γύρω μας. Πολλές φορές ακόμα και μέσα στην ίδια μας την οικογένεια, όσο κι αν αυτό ακούγεται τρομερό.
Η απιστία ή η ελαφρότητα των γονέων πολλές φορές παιδεύουν τους νέους και τις νέες που θέλουν να βρίσκονται κοντά στον Θεό. Οι γονείς με εγωϊσμό και μην αναγνωρίζοντας ότι το σπλάχνο τους είναι ένα Θεϊκό δώρο προσπαθούν, πολλές φορές (με ολέθρια συνήθως αποτελέσματα) να ξεριζώσουν την κλήση προς τον Θεό που η Θεία Χάρις δίνει επιλέκτικά σε νέους και νέες με αρετές και αδαμάντινους χαρακτήρες.
Στην σύγχρονη εποχή που όλα ισοπεδώνονται, που η αγνότητα ισοδυναμεί με ανοησία και γραφικότητα, που έχουμε μαθει να αναγνωρίζουμε το διαφορετικό μόνο όταν έχει σχέση με την ανωμαλία και την διαστροφή, υπάρχει γύρω μας και σε μερικούς απο εμάς μέσα μας, μια άλλη διαφορετικότητα. Μια διαφορετικότητα που σκοπό έχει την ανύψωση του ανθρώπου. Μια διαφορετικότητα που οδηγεί τον άνθρωπο σε πνευματικές καταστάσεις άγνωστες στους πολλούς. Τον κάνει να μοιάζει με τον Χριστό. “Μιμητής Χριστού” όπως λένε και οι Πατέρες μας.
Μια τέτοια ιστορία που συνέβει δίπλα μας στην γειτονική Ρουμανία. Μια ιστορία που διαδραματίστηκε στα χρόνια μας, θα δούμε παρακάτω.
Μια απάντηση για όσους νομίζουν ότι οι μάρτυρες της Πίστης μας έπαψαν να υπάρχουν.
Κι όμως υπάρχουν και τα μαρτύριά τους όπως θα δείτε δεν είναι πλέον ένας ολιγόλεπτος αποκεφαλισμός ή ένας πολύωρος βασανισμός, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία και τον στέφανο της δόξης των αρχαίων και παλαιοτέρων μαρτύρων. Η σύγχρονη επιστήμη μετατρέπει τον βασανισμό του σώματος αλλά και του πνεύματος σε πολύχρονη διαδικασία. Ισως γι αυτό λέγεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας ότι οι μάρτυρες των εσχάτων καιρών και της εποχής του Αντιχρίστου θα είναι ίσως, οι μεγαλύτεροι των Αιώνων της Πίστης μας.
Η μάρτυς Ντανιέλα (1967-2004).
Αυτό το εκλεκτό λουλούδι άνθισε στη ρουμανική γη το 1967. Από μικρή ήταν πολύ κοντά στο Θεό. Όταν έβγαινε από το σχολείο περνούσε πάντοτε από την εκκλησία. Γι’ αυτό ο πατέρας της την μάλωνε πολύ σκληρά. «Πού ήσουν; Όλη μέρα στην εκκλησία πας με τους παπάδες σου; Τι σου πρόσφερε ο Θεός;» Ενώ αυτή δεν έλεγε τίποτα, μόνο δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Ήταν ευλαβής και προσευχόταν πολλές ώρες. Στο σχολικό χορό, όταν τελείωσε το λύκειο, δεν ήθελε να πάει. Η καθηγήτριά της την παρακαλούσε να πάει κι αυτή μαζί τους, ενώ εκείνη έλεγε «Δεν μπορώ. Ξέρετε ότι σας αγαπώ όλους πολύ, αλλά συγχωρήστε με, δεν μπορώ να έρθω στο τραπέζι».
Είχε χαρακτήρα πράο και ήταν καλή με όλους. Βοηθούσε τους συμμαθητές της στα μαθήματα και καθόνταν τη νύχτα και έγραφε γι’ αυτούς. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια τόσο στο σχολείο όσο και στο πανεπιστήμιο. Ήταν πολύ εργατική. Όλα τα ρούχα της τα έφτιαχνε μόνη της. Ήταν πνευματικό τέκνο του μεγάλου πνευματικου π. Σοφιανού από τη μονή Αντίμ.
Όταν ήταν φοιτήτρια περιποιούνταν μια παράλυτη γριά την οποία είχαν ξεχάσει όλοι, την κυρα-Ιωάννα. Η Ντανιέλα πήγαινε καθημερινά, το πρωί πριν το πανεπιστήμιο και το βράδυ. Ήταν αρκετά μακριά και ο κόπος μεγάλος. Την έπλενε, την περιποιούνταν, της έκανε τις αγορές, της τραγουδούσε και της διάβαζε και έφερνε χαρά στην ψυχή της γριάς. Μια φορά κάποιος την χτύπησε πολύ την οσία Ντανιέλα αν και ήταν αθώα. Αφού υπέμεινε εν σιωπή το ξύλο, γονάτισε και φίλησε το πόδι που με αγριότητα την είχε χτυπήσει. Ήταν πολύ πράος χαρακτήρας και ελεούσε τους άλλους. Ποτέ δεν κατηγορούσε κανεναν και πάντα έριχνε το φταίξιμο στον εαυτό της.
Κάποια προσωπα από την οικογένειά της προσπαθούσαν να την πείσουν να παντρευτεί. «Όχι, όχι, εγώ θέλω να μείνω με το Θεό» έλεγε. «Μπορείς να είσαι με το Θεό και παντρεμένη» της έλεγαν. Κι αυτή απαντούσε «Ναι, αλλά αν θα παντρευτώ σημαίνει ότι θα βάλω λίγο το Θεό στην άκρη και εγώ δεν το θέλω αυτό. Θέλω να δώσω το παν στο Θεό». Τη νύχτα προσευχόταν πολλές ώρες. Ποτέ δεν έπεφτε για ύπνο χωρίς να κάνει τον κανόνα της. Τ΄ αδέλφια της της φώναζαν «Τι σου δίνει ο Θεός, τι μας ζαλίζεις με τους παπάδες σου, τι σου δίνει η πίστη σου; Αφού ο πατέρας σού δίνει φαγητό. Γιατί πήγες στο πανεπιστήμιο, για να μπεις σε μοναστήρι;»
Όταν τελείωσε το πανεπιστήμιο πήγε στο μοναστήρι. Ο πατέρας της την έψαχνε για πολύ καιρο και αφού την έφερε σπίτι την χτύπησε φριχτά. Μια φορά, την τελευταία βραδιά πριν την τελευταία αναχώρησή της για το μοναστήρι, έκλαψε και προσευχήθηκε ασταμάτητα. Έκανε χίλιες μετάνοιες ζητώντας φωτισμό από την Παναγία. Ξημερώματα αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε πήρε την εικονίτσα της Παναγίας που της είχε χαρίσει ο π. Σοφιανός. Έκανε το σταυρό της, φίλησε την εικονίτσα και αποφασισμένη μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε. Έπειτα έδωσε ένα γράμμα σε μία φίλη της για να το δώσει στον π. Σοφιανό. Να το περιεχόμενό του: «Πάτερ, είδα στο όνειρό μου την εικόνα της Παναγίας. Και είδα την εικόνα να ζωντανεύει και η Παναγία με κοίταζε προσεχτικά και εγώ τη ρωτούσα, τι να κάνω. Και είδα ότι με κοίταζε με πολύ πόνο. Και είδα δάκρυα στο μάγουλό της. Ξαφνικά άπλωσε τα χέρια της να προσευχηθεί και ένα δάκρυ έσταξε στο χέρι μου. Όταν μ΄ ακούμπησε το δάκρυ Της ξύπνησα και αποφάσισα να φύγω. Κι έφυγε. Στο δρόμο του Σταυρού, στο δρόμο του Σωτήρος Χριστού.
Όμως ο πατέρας της τη βρήκε και αυτήν την φορά. Όταν την έφερε από το μοναστήρι τη χτύπησε πάλι φριχτά. Της έσχισε την μοναχική ενδυμασία μ΄ ένα ψαλίδι και την πέταξε στα σκουπίδια. Της έβγαλε από το λαιμό το σταυρό και της φώναξε «Οι παπάδες σου και η εκκλησία.». Τότε εκείνη λιποθύμησε. Όταν ξύπνησε είπε στον πατέρα της «Σε παρακαλώ άφησέ μου τις εικόνες, δεν μπορώ να ζήσω χωρις αυτές». Τότε ο πατέρας της έβαλε τις εικόνες κάτω, τις πάτησε και τις πήρε όλες. Τότε αυτή του είπε «Καλά, μου τα πήρες, όλα αλλά την ψυχή δεν μπορείς να μου την πάρεις». Και από τότε προσευχόνταν μόνο έτσι «Παναγία, βοήθησέ με, Κύριε Ιησού Χριστέ μη με αφήνεις».
Βλέποντας ο πατέρας της ότι δεν μπορεί να την κάνει να παρεκκλίνει από την ορθόδοξη ζωή, σκέφτηκε κάτι διαβολικό. Βρήκε κάποιους συναδέλφους του γιατρούς και της έβγαλαν διάγνωση «παρανοϊκή σχιζοφρένεια συνοδευόμενη από μυστικιστικό ντελίριο». Μέχρι το τέλος της ζωής της ήταν υποχρεωμένη να παίρνει φάρμακα «για να ησυχάσει». Τα δυο τελευταία χρόνια της τα πέρασε στο νοσοκομείο με σωληνάκια στη μύτη. Εξαιτίας των φαρμάκων ήταν σχεδόν πάντα αναίσθητη.
Ο πατέρας της τη φύλαγε από το πρωί μέχρι το βράδυ, μην τυχόν και έρθει σε επαφή με ευσεβή και πιστά πρόσωπα. Η ακινησία της στο κρεββάτι και τα φάρμακα που της έδινε ο ψυχίατρος της προκάλεσαν παράλυση και απόφραξη του αυλού του εντέρου. Έτσι βασανισμένη πέθανε την Τρίτη 6 Απριλίου 2004, τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Αυτό έγινε περίπου στις 22.00. Επειδή ο πατέρας της δε θα δεχόταν να έρθει ιερέας, κατά θαυμαστό τρόπο έμαθε για το θάνατό της ο π. Κωνσταντίνος και κατά τις 23.00 ετέλεσε την ακολουθία εις κεκοιμημένους. Ο πατέρας της για πρώτη φορά έλειπε, αν και προηγουμένως τον είχαν δει στο νοσοκομείο.
Στον τάφο της άρχισαν να γίνονται θαύματα. Το πρώτο θαύμα έγινε την Τετάρτη 12 Μαΐου 2004, κάνοντας καλά ένα νέο που επί 8 χρόνια έπασχε από την ίδια μ΄ αυτήν ασθένεια. Το 2004 έκανε καλά έναν φοιτητή που έπασχε από μια ασθένεια των αγγείων και το 2005 έναν νεαρό που είχε κρίση σκωληκοειδιτιδος. Ο τάφος της οσίας Ντανιέλας βρίσκεται στο κοιμητήριο Αντρονάκε στη συνοικία Κολεντίνα στο Βουκουρέστι.
Αρθρο του Ιοάν Βλαντούκα για το περιοδικό ATITUDINI.
Διαβάζοντας και μελετώντας τη ζωή και τη δράση του Αγίου Ιννοκεντίου Αλάσκας, από την εποχή που γεννήθηκε (1797) μέχρι και τον θάνατό του (1879), βιώνοντας τις αλλεπάλληλες καταστάσεις και σκηνές που ο ίδιος έζησε, τις χαρές και τις λύπες, τους αγώνες και τις αγωνίες του, τους προβληματισμούς και τους προγραμματισμούς του, τις ταλαιπωρίες, ακόμα και τις απογοητεύσεις και τα τόσα άλλα, τα οποία δεν είναι της ώρας ν’ αναφέρω, επειδή ζω και κινούμαι σ’ έναν χώρο που οπωσδήποτε έχει ή παρουσιάζει μερικά κοινά χαρακτηριστικά με τη γέννηση, προβολή και προαγωγή της Ορθοδοξίας, της Μιας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και αυτό είναι κάτι που δεν έγινε μέσα σε μια μόνο χρονική στιγμή ή μια μόνο μέρα αλλά υπήρξαν και ήταν κόποι και καρπός προσπαθειών μιας ολόκληρης ζωής, βρήκα μια κάποια συγγένεια, μου έγινε πρότυπο ζωής και μ΄ έκαμε να τον μιμηθώ .
Η προσφορά του Αγίου Ιννοκεντίου, ασφαλώς και δεν μπορεί να συγκριθεί με τη δική μου παρουσία των σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών στον χώρο της εξωτερικής ιεραποστολής για τον λόγο ότι οι καιροί και οι συνθήκες ήταν τελείως διαφορετικές και διαφορετικά τα μέσα μετακίνησης, με τις αποστάσεις τεράστιες από μίαν περιοχή στην άλλη, της τόσο δυσπρόσιτης και σχεδόν τότε άγνωστης και «απολίτιστης» ομάδας των διάφορων νησίδων.
Με κατοίκους ειδωλολάτρες και αγνωστικιστές, παγανιστές και συγχυσμένους που, γη διψασμένη, περίμεναν την ώρα μόνου αληθινού Θεού που θα άλλαζε ουσιαστικά την πορεία ζωής όλων των ανθρώπων της Αλάσκας, όπου κήρυξε ο Άγιος Ιννοκέντιος Χριστό και Ορθοδοξία.
Ας αφήσουμε τον εαυτό μας να φανταστεί την άφιξη του Αγίου Ιννοκεντίου Βενιαμίνωφ, εκείνη την εποχή, σ’ αυτές τις μυστηριώδεις και απρόσιτες νησίδες.
Όταν πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει την Τσαρική τότε Ρωσία και γεμάτος ιεραποστολικό ζήλο να φτάσει σ΄ αυτή την περιοχή, όπου εδώ έμελλε να εργαστεί ανάμεσα σ’ αυτούς τους περίεργους και πολυποίκιλους ανθρώπινους χαρακτήρες. Για τον ίδιο ήταν ασφαλώς μια τελείως άγνωστη εμπειρία αλλά και πορεία στο άγνωστο και δεν γνώριζε και δεν είχε ιδέα τι εμπόδια και κινδύνους μπορούσε να συναντούσε. Ήταν ο ίδιος βαθύς γνώστης, της δικής του κουλτούρας, της δικής του καταγωγής, γλώσσας και, ακόμα πιο συγκεκριμένα, της Ορθόδοξης χριστιανικής του πίστης. Φυσικά, στην περίπτωση του Αγίου Ιννοκέντιου, πρέπει να αναφέρουμε ότι, από τα πρώτα του βήματά μέσα στην Εκκλησία, παρουσίασε ειδικά χαρίσματα, ιδιαίτερα εκείνο της αγιότητας.
Αυτός, λοιπόν, που από νεαρά ηλικία είχε προικισθεί από το Θεό, ενώ ζούσε και εργαζόταν στη γη για την εμπέδωση της χριστιανικής πίστης, με την αγιοσύνη, πολιτευόταν ήδη χαρισματικά ως πολίτης του ουρανού. Αυτό ήταν εξάλλου και το πιο δυναμικό και ουσιαστικό στοιχείο, η Θεία Χάρις, που τον βοήθησε να πετύχει στην ιερή αποστολή του.
Οπωσδήποτε ο Άγιος ήταν ένας άνθρωπος σαν όλους εμάς, όμως οι δικές του προσπάθειες, οι δικοί του πνευματικοί αγώνες, οι κόποι και οι θυσίες, «του Κυρίου συνεργούντος», κατάφερε χωρίς καμιά δυσκολία – αν και υπέφερε βασανίστηκε και ταλαιπωρήθηκε και πέρασε σχεδόν θανάσιμο κίνδυνο – να υπερνικήσει όλα τα εμπόδια και να γίνει ένας αληθινός ήρωας της ιεραποστολικής προσπάθειας, εκπληρώνοντας στο ακέραιο, το μεγάλο σκοπό τον οποίο η Εκκλησία, τον ξεχώρισε, όπως η πρώτη εκκλησία ξεχώρισε «αφόρησε = ξεχώρισε, τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον», στο έργο ιεραποστολής που του είχε εμπιστευθεί.
Ήταν ο Άγιος Ιννοκέντιος ο άνθρωπος που προσευχόμενος ξεπερνούσε τα ανθρώπινα μέτρα και στο τέλος έβγαινε νικητής και πετύχαινε αυτό που τόσο έντονα ποθούσε η ψυχή του: να μεταμορφώσει το σύμπαν και να μπορέσει να απαλλάξει τους Αλετουανούς από το μαρτύριο της άγνοιας, του σκότους, της αμάθειας, της προκατάληψης και να τους μεταφέρει το απαστράπτον φως της Αναστάσεως και με τη χάρη του Αγίου Βαπτίσματος να εγγράψει, τα ονόματά τους, ως νέα μέλη της Εκκλησίας, στο βιβλίο της Ζωής, αφού τους δοθεί «ψήφος με όνομα γεγγραμμένον άνωθεν», να έχουν το διαβατήριο από το κράτος του σκότους και τα δεινά της αμαρτίας και της απελπισίας που τους οδηγούσαν οι «αρχαίες» δοξασίες και τα πιστεύω τους, με την αγία ζωή να να έχουν την προσδοκία της Αναστάσεως. Από την αρχή γνώριζε ότι είχε να κάνει με άγριους και απολίτιστους ανθρώπους. Πολλοί τους κατατάσσουμε, με κάποια εσωτερική επιφύλαξη, άρνηση και βαθύ σκεπτικισμό στην κατηγορία των περιφρονημένων.
Η διαφορά όμως με τον Άγιο Ιννοκέντιο ήταν ότι σαν ποιμήν, πατέρας και αδελφός έπρεπε να γίνει πιστευτός σε αυτούς που καλούσε προς το Άγιο βάπτισμα, προς το φως και την αλήθεια. Για να το κατορθώσει θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει όχι ανθρώπινα κριτήρια αλλά, έπρεπε να αντισταθεί και να δει υπεράνω όλων των άλλων προσεγγίσεων και αποφάσεων, αυτό που θα βοηθούσε τους ανθρώπους γρηγορότερα να γνωρίσουν, για πρώτη φορά, τον ευαγγελικό λόγο και με το μυστήριο του φωτισμού και του αγίου βαπτίσματος, να αποδεχθούν και να γευθούν μια άλλη εμπειρία. Αυτή της ισότητας και αγιότητας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας.
Αυτό, για να γίνει κατορθωτό, ο Άγιος, σεβάστηκε βαθιά και αληθινά την καταγωγή, τη γλώσσα, την κουλτούρα και την ιστορία των ανθρώπων αυτών όσο κι αν δυσκολεύτηκε και ίσως, - ήταν ανθρώπινο -, πικράθηκε, όχι μία αλλά πάρα πολλές φορές. Η απεριόριστή του, όμως, αγάπη, ο σεβασμός και η εκτίμηση, ακόμα και η αρετή της διάκρισης, που τον κοσμούσαν, και η αποδοχή όλων αυτών των πλασμάτων σαν εικόνων του Θεού, τον ωθούσε πάντα και τον έσπρωχνε πως, σε καμιά περίπτωση πως δεν έπρεπε να τους αρνηθεί ή να τους περιφρονήσει, αφού γνώριζε ότι ο Θεός ήταν Εκείνος που πρώτος αγρυπνούσε για το μέγα μυστήριο της σωτηρίας όλου του κόσμου, ολοκλήρου της ανθρωπότητας.
Αυτούς, λοιπόν, που οι πιο πολλοί τους θεωρούσαν περιττούς, πλανεμένους και άχρηστους, ο Άγιος Ιννοκέντιος, τους θεωρούσε τους πιο σπουδαίους, χρήσιμους και αξιαγάπητους, γιατί, αν θα πετύχαινε, τελικά, στην ιερή αποστολή του, με τα μέσα και τους τρόπους και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, θα τους οδηγούσε προς τα ουράνια αφού πρώτα γίνονταν μέλη της στρατευόμενης επί γης εκκλησίας και θα είχαν, ως συγκληρονόμοι της «ητοιμασμένης του Χριστού Βασιλείας» το αναφαίρετο δικαίωμα να γνωρίσουν την ομορφιά του ουρανού, τη χαρά μα, ταυτόχρονα, και το κάλλος της μακάριας αιωνιότητας.
Έτσι κι έγινε. Ο Άγιος Ιννοκέντιος, επειδή o ίδιος βίωνε το Ευαγγέλιο και το μυστήριο της άλλης ζωής, ζώντας ο ίδιος εντός του, την αξία και το άπειρο έλεος του Θεού, θέλησε, αυτή τη μεγάλη χαρά και εμπειρία, να μην την κρατήσει μονάχα για τον εαυτό αλλά συναισθανόμενος τα λόγια του μεγάλου Αποστόλου «ουαί υμίν εάν μη ευαγγελίζομαι» έδωσε στους ευρισκόμενους στο σκοτάδι αδελφούς του της Αλάσκας, το μήνυμα του του Χριστού, των Αποστόλων, των μεγάλων Πατέρων και Ασκητών και της αδιαιρέτου Εκκλησίας των Επτά Οικουμενικών Συνόδων.
Ο Άγιος Ιννοκέντιος, αντελήφθη ότι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να πετύχει στην ιεραποστολική του προσπάθεια ήταν να αποδεχθεί τους άλλους ανθρώπους, όπως ήδη ανέφερα, ως εικόνες Θεού. Χωρίς πολλή περίσκεψη αλλά με βαθιά συναίσθηση του σημαντικού έργου που πίστευε ότι θα μπορούσε να προσφέρει η Ορθοδοξία σ’ αυτούς τους πρωτόγονους λαούς ήταν μόνον μέσω της αγάπης, γιατί αυτή και μόνον θα τους προσέλκυε στο Θεό της Αγάπης και, στη συνέχεια, θα τους έκανε αδελφούς με όλους τους Ορθόδοξους λαούς όλης της οικουμένης.
Ο ίδιος ήταν ο ταπεινός εργάτης στον αμπελώνα που τον όρισε ο Κύριος. Δεν είχε απαιτήσεις, ζούσε λιτά και δεν είχε ποτέ παραπονεθεί κι ας είχε στην πατρίδα του όλα τ’ αγαθά προτού φτάσει σ’ εκείνα τα άγονα μέρη της Αλάσκας· εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν πώς να κάνει αυτή την απέραντη αγάπη, του Ιησού, ένα παγκόσμιο γεγονός, αποφασισμένος να θυσιάσει τον εαυτό του στην υπηρεσία «των αδελφών του των ελαχίστων», που τους είχε αγαπήσει από την πρώτη στιγμή που έφτασε στη χώρα τους.
Σε ουδεμία περίπτωση δεν ήθελε, υποτιμώντας τους, να πληγώσει κανένα από τους απλοϊκούς και αγράμματους ανθρώπους που συναντούσε αλλά πλησιάζοντας, με χαμόγελο και καλοσύνη, ταπεινά, να τους μεταφέρει τα θεία μηνύματα που θα μπορούσαν «εν αγαλλιάση», να αποδεχθούν. Ώστε, μέσα στη Χάρη και το μέγα έλεος του Θεού, ν’ απαλλαγούν από τα πάθη και την αμαρτία, που τους κατακυρίευαν, και με το θείο και άγιο Βάπτισμα και στη συνέχεια με την εν Χριστώ ζωή, να μπορέσουν να γίνουν τέλειοι και άγιοι μέσα από το μυστήριο της μετάνοιας και με τη συνεχή συμμετοχή σε όλη τη δια βίου αγωνιστική ζωή ενός αγωνιζόμενου χριστιανού.
Με την μεταπήδησή τους, από το σκότος στο φως, ο σαρκωμένος Θεός, καθημερινά να μπορεί να τους γίνεται το επίκεντρο της νέας ζωής τους. «Ώδινε», είχε πόνους γέννας, όπως γράφει για τα πνευματικά του παιδιά και ο απόστολος Παύλος, «μέχρις ού», μέχρι να γεννηθεί ο Χριστός στις χέρσες ψυχές τους.
Ο Άγιος Ιννοκέντιος έγινε τελικά ένα με τους ανθρώπους που επρόκειτο να ευαγγελίσει. Το πρώτιστο μέλημα του ήταν να μάθει και να γνωρίσει τη κουλτούρα, τη γλώσσα, την ιστορία, την τοπογραφία, τα ήθη και έθιμά τους. Δεν ήταν τόσο εύκολο ένας Ευρωπαίος, με τελείως διαφορετικές συνήθειες, να εγκολπωθεί όλα τα πιο πάνω και «γινόμενος τοις πάσι τα πάντα ίνα τινά σώσει» έγινε ένα μαζί τους, αποδεχόμενος τις συνήθειες και την κουλτούρα τους. Δέχθηκε, χωρίς όρους και συμβιβασμούς και δισταγμούς, στην ζωή του και τη ζωή της οικογένειάς του, να θυσιασθεί ολοκληρωτικά για να φέρει σε πέρας το ιστορικό και μοναδικό γεγονός της μεταμόρφωσης των ψυχών των ανθρώπων που τόσο απέραντα αγάπησε.
Ήταν σίγουρος ότι οι άνθρωποι που κλήθηκε να ευαγγελίσει είχαν όλοι, όπως ο κάθε άνθρωπός που γεννιέται επί της γης, - μια που ο Σωτήρας Χριστός έχυσε το πανάγιο Αίμα Του για τον κάθε επί γης άνθρωπο - , όλοι είχαν και έχουν το ίδιο δικαίωμα σωτηρίας αφού απαλλαγούν, οριστικά, από τις δικές τους ψυχοσωματικές ασθένειες, αδυναμίες και δεισιδαιμονίες.
Πριν από την άφιξή του δεν γνώρισαν άλλη οδό αφού υπήρξαν φυλακισμένοι και αποκομμένοι, απόγονοι των Πρωτοπλάστων, εξόριστοι από τον παράδεισο. Ο Άγιος Ιννοκέντιος τους γνώρισε τον μακρινό απόγονο του Αδάμ και της Εύας, τον μονογενή Υιό και Λόγο του Θεού του Ζώντος, τον υιό της Παρθένου, το Φως του κόσμου, το αναστημένο Σωτήρα και Λυτρωτή.
Αυτόν ήθελε ο Άγιος Ιννοκέντιος να γνωρίσει σε όλους τους Αλεουτιανούς, Κουσιανούς, Κολουσκανούς, Ινδιάνους, Κοντιάκους. Τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ήταν που έφερε σ’ αυτά τα ευλογημένα νησιά και σε όλους τους κατοίκους. Με μια αγάπη που εγκαταστάθηκε με την πνοή και τη δύναμη του Παναγίου και Ζωοποιού Πνεύματος και ήταν τόσο συγκλονιστική και αισθητή που άλλαξε και μεταμόρφωσε τους ανθρώπους ώστε, στα ενδότερα της ψυχής τους, να κυριαρχεί η ανάπαυση, η ειρήνη, η χαρά, η ευλογία, η αυταπάρνηση, η ευτυχία, η μακαριότητα. Όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Επιγραμματικά θα πρέπει ν΄ αναφερθώ σε μερικά βιογραφικά στοιχεία του Για να κατανοηθεί όμως καλύτερα ο τρόπος με τον οποίο έδρασε και εργάστηκε στον χώρο της ιεραποστολής και γενικά της Εκκλησίας, επιγραμματικά θα πρέπει ν΄ αναφερθώ σε μερικά βιογραφικά του στοιχεία Είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο Άγιος Ιννοκέντιος αφιέρωσε σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του για να πάρει τη φήμη ενός έμπειρου εθνογράφου, διδασκάλου, μαραγκού, μηχανικού, σιδηρουργού, ωρολογοποιού, ιδρυτής σχολείων και το κυριότερο Ιεραπόστολου.
Το κοσμικό του όνομα Ιβάν Γιεφσέγιεβιτς Ποπώφ – Βενιαμίνωφ. Η καταγωγή του το χωριό Ανζίσκογιε της επαρχίας Ιρκούτσκ, της σιβηρικής γης. Γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1797 από πολύ φτωχούς και άσημους γονείς: τον Ευσέβιο Ποπώφ που ήταν νεωκόρος στην ενορία του Προφήτη Ηλία και τη Θέκλα που διακρίνονταν για την ευσέβεια και το φόβο Θεού που τους τιμούσε ιδιαίτερα. Όταν βαπτίστηκε του έδωσαν το όνομα Ιβάν, Ιωάννης προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Νηστευτού (582 – 595).
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια εκεί αλλά στα πέντε του χρόνια έχασε τον πατέρα του και έτσι ορφάνεψε. Ο πατέρας του όταν κοιμήθηκε ήταν μόλις σαράντα χρονών, γύρω στα τέλη Αυγούστου του 1803. Μαζί με τον πεντάχρονο Ιωάννη υπήρχαν επίσης οι δύο αδελφές του και ένα αγέννητο παιδί. Έτσι η οικογένεια του μικρού Ιωάννη, από πολύ νωρίς, βρέθηκε και έζησε και δύσκολες στιγμές λόγω του χαμού του πατέρα τους. Όμως, ο Θεός δεν τους εγκατέλειψε. Ο αδελφός του αποθανόντος πατέρα του, Δήμητριος, που ήταν διάκονος, ανέλαβε την κηδεμονία του μικρού Ιωάννη. Έτσι μπόρεσε από πολύ νωρίς να μπει στο πνεύμα της εκκλησιαστικής ζωής, σε τέτοιο βαθμό, που μπορούσε να διαβάζει στα επτά του χρόνια, άνετα, στην εκκλησία, τον Απόστολο.
Η συμμετοχή του αυτή στις ιερές ακολουθίες τον βοήθησε τόσο, ώστε άρχισε να αισθάνεται ότι έχει κλίση μια μέρα να υπηρετήσει στο άγιο θυσιαστήριο. Εν τω μεταξύ ο θείος του, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, χήρεψε, έγινε μοναχός και πήρε το όνομα Δαυίδ. Με τη βοήθεια του θείου του, ο οποίος ήδη προείδε τα ταλέντα του, στον εκκλησιαστικό τομέα αλλά και στα γράμματα, το 1806 του εξασφάλισε μια θέση στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο του Ιρκούτσκ. Και δεν έπεσε έξω με τις κρίσεις του.
Η επίδοσή του στα μαθήματα ήταν υποδειγματική. Από τότε φάνηκε η όλη μετέπειτα σταδιοδρομία του που διάφοροι βιογράφοι του σημειώνουν ότι «ένα δραστήριο πνεύμα ζωής κατοικούσε μέσα του». Επειδή ήταν επιμελής, σοβαρός και αποδοτικός στις σπουδές του, του έδωσαν το επίθετο Βενιαμίνωφ προς τιμή του Αγίου Βενιαμίν, Αρχιεπισκόπου του Ιρκούτσκ. Εκτός από τα θεολογικά γράμματα, που ήταν πάντα πρώτος, έμαθε και πολλά χειρωνακτικά επαγγέλματα, τα οποία θα του ήταν τόσο χρήσιμα στη συνέχεια, στο έργο του ως ιεραπόστολος. Μάλιστα διέπρεψε περισσότερο σαν ωρολογοποιός.
Στη συνέχεια και περίπου έναν χρόνο πριν τελειώσει τις σπουδές του, ο νεαρός Ιωάννης, παντρεύτηκε, στις 29 Απριλίου 1817, την Αικατερίνη, η οποία ήταν κόρη ιερέα και στις 13 Μαΐου χειροτονήθηκε διάκονος στον ενοριακό ναό του Ευαγγελισμού στο Ιρκούτσκ.
Όπως αναφέραμε ήδη ο Ιωάννης είχε έμφυτες πολλές αρετές. Δεν είχε μόνο το χάρισμα της βαθιάς πνευματικής εμπειρίας αλλά και στα ακαδημαϊκά δεν υστερούσε, γι’ αυτό ο Βενιαμίνωφ μπόρεσε να γίνει δεκτός και να φοιτήσει στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας. Η περίοδος αυτή των τεσσάρων χρόνων που έζησε εκεί στο θαυμάσιο περιβάλλον της Θεολογικής Ακαδημίας και με την υπηρεσία του στο θυσιαστήριο ως διάκονος χαρακτηρίζεται σαν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής του.
Όλες αυτές οι αναμνήσεις, τα βιώματα και οι εμπειρίες τον προετοίμαζαν για το μέχρι εκείνη την ώρα άγνωστο ταξίδι του στον χώρο της ιεραποστολής. Η μελέτη της Αγίας Γραφής, οι λόγοι των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας μας, οι μοναχικές και ασκητικές μορφές που τον περικύκλωναν, κυριολεκτικά, οι μυσταγωγικές ακολουθίες, που τόσο πολύ αγαπούσε, τον ανέβαζαν όλο και ψηλότερα στους κόσμους της θεϊκής παρουσίας.
Ακριβώς για να τονίσει τη σπουδαιότητα αυτής της διακονίας του στον ιερό ναό της ενορίας του, όπου υπηρετούσε αφιέρωσε στο στιχάριο που φορούσε ως διάκονος στον ναό αυτό, αφού του προκαλούσε τα καλύτερα συναισθήματα και τον συνέτριβε η προσφορά του αυτή όσο μηδαμινή κι αν ήταν. Πέρασαν τα χρόνια κι ο Ιννοκέντιος επισκέφθηκε πια ως Μητροπολίτης Μόσχας τον ενοριακό ναό που υπηρέτησε. Του έφεραν και του έδωσαν το διακονικό του στιχάριο, το οποίο βρισκόταν ακόμα εκεί ως κειμήλιο και εκείνος τότε αισθάνθηκε ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση, ώστε ζήτησε να το μετατρέψουν σε αρχιερατικό σάκκο και να του το φορέσουν στον ενταφιασμό του.
Χαρακτηριστικά έλεγε ότι «η θεία πρόνοια», όταν πια ήταν Επίσκοπος, «με προόριζε να πάω στην Αμερική αντί για την Ακαδημία». Κι ένας από τους βιογράφους του παρατηρεί για τον Ιννοκέντιο ότι «ένα δραστήριο πνεύμα ζωής κατοικούσε μέσα του».
Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 18 Μαΐου 1821 ο π. Ιωάννης λαμβάνει τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης, γίνεται ιερέας και τοποθετείται στον ίδιο ναό που υπηρετούσε ως διάκονος, δεύτερος ιερέας. Εκεί για μια ακόμη φορά εκδηλώθηκαν τα σπάνια πνευματικά του χαρίσματα. Εξαιρετικός λειτουργός, στοργικός πατέρας και πνευματικός, βαθιά αφοσιωμένος στον καθήκον του και στην ιερατική αποστολή του, υπεραγαπήθηκε από τους ενορίτες του αλλά και από όλους τους κατοίκους του Ιρκούτσκ.
Όσο κι αν τον τραβούσε αυτή η υπηρεσία του, που του προκαλούσε πραγματικά δέος, όσο κι αν οι ενορίτες του τον αγάπησαν για τη θαυμάσια λειτουργική του αφοσίωση και τα εξαίρετα κηρύγματά του, που ωφελούσαν τον πιστό λαό του Θεού, ο Θεός ήδη τον είχε προετοιμάσει και τον προόριζε για κάτι πολύ ανώτερο και πιο άγιο.
Η Ρωσία τότε ήταν κυρίαρχος στην Αλάσκα και στα γύρω νησιά της. Αυτές οι Ρωσικές αποικίες είχαν ανάγκη να γνωρίσουν και αυτές τον Χριστό και να ασπασθούν τη διδασκαλία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Η ώρα για τον Ευαγγελισμό των φυλών της Αλάσκας και των άλλων περιοχών βρισκόταν τώρα μέσα στις προτεραιότητες της Ρωσικής Εκκλησίας.
Τι έγινε και πώς άρχισε και πώςπροχώρησε η όλη προσπάθεια; Ο Επίσκοπος Ιρκούτσκ Μιχαήλ Μπουραντακώφ, που υπήρξε ένας διακεκριμένος και δραστήριος ιεράρχης, πήρε εντολή από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας να εξεύρει νέους και αφοσιωμένους κληρικούς που θα ήταν πρόθυμοι θα αναλάβουν τον εκχριστιανισμό των κατοίκων της Αλάσκας και των γύρω νησιών (εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τα νησιά αυτά βρίσκονται στον Β. Ειρηνικό Ωκεανό, ανακαλύφθηκαν από τη Ρωσική αποστολή των Β. Μπέριγκ και Α. Τσιρίκωφ, το 1741, και πουλήθηκαν το 1867 στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής).
Το μήνυμα του Επισκόπου Μιχαήλ γνωστοποιήθηκε και σ΄ αυτό έκανε έκκλησή να βρεθούν ζηλωτές και θερμοί ιεραπόστολοι που θα αναλάμβαναν αυτή την τόσο δύσκολη αποστολή σε άγνωστους τόπους και πρωτόγονους κατοίκους που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους για τον Χριστό. Η πρόσκληση του κυκλοφόρησε ευρύτερα στους πιστούς αλλά ιδιαίτερα στον κλήρο της Επισκοπής του. Τα νέα διαδόθηκαν και οι κληρικοί της Επισκοπής συζητούσαν για το γεγονός.
Ακούστηκαν πολλές γνώμες και οι περισσότεροι ιερείς τρομοκρατήθηκαν από τις ιστορίες που διηγούνταν διάφοροι καλοπροαίρετοι, φυσικά, χριστιανοί. Ήταν φυσικό, με το άκουσμα και μόνον των αποστάσεων αλλά και των κλιματολογικών συνθηκών, να απωθούν πολλούς να πάρουν μια τελική απόφαση. Ωστόσο, για την υλοποίηση της ιστορικής απόφασης της Ιεράς Συνόδου, επιβαλλόταν, από όσους έδειξαν ενδιαφέρον, με τη θεία Χάρη και το φωτισμό, να βρεθεί ο εκλεκτός και ο αποφασισμένος να θυσιάσει τη ζωή του για τους άλλους.
Δεν ήταν καθόλου εύκολο ν’ αποφασίσει κάποιος να δεχθεί εθελουσίως να πάει να ζήσει μαζί με τους ιθαγενείς αυτών των περιοχών και με αυταπάρνηση να αποδεχθεί να ακολουθήσει στις πρωτόγονες συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα και την κουλτούρα τους. Ποιος θα ήταν αυτός που θα ξεπερνούσε τον εγωισμό του, την καλοπέραση, την άνεση και, από υπέρμετρη αγάπη για την αγάπη του Ιησού και υπακούοντας στην εντολή του «μαθητεύσατε πάντα τα έθνη», να εγκαταλείψει και αυτή την ίδια την οικογένειά του; Όλα όμως ήταν μέσα στο σχέδιο του Θεού. Εκείνος που θα αποδεχόταν την πρόσκληση και να έπαιρνε μια τέτοια απόφαση δεν ήταν άλλος από τον Ιννοκέντιο Βενιαμίνωφ.
Μαζί του φυσικά θα ερχόταν η αγαπημένη του πρεσβυτέρα Αικατερίνα, η χήρα μητέρα του, Θέκλα, ο αδελφός του, Στέφανος και ο γιος του, Ιννοκέντιος. Συνολικά ο π. Ιωάννης απέκτησε εκτός από τον Ιννοκέντιο και τα εξής παιδιά: την Αικατερίνη, τον Γαβριήλ, τον Αλέξανδρο, την Όλγα, την Παρασκευή και τη Θέκλα. Ο ίδιος, ενθυμούμενος την απόφασή του αυτή, αργότερα, σημειώνε ως Επίσκοπος πια: «Είχα ακούσει για τις ιεραποστολές και τα μακρινά τους ταξίδια για τη διαφώτιση των ειδωλολατρών αλλά ποτέ δεν είχα σκεφθεί ιδιαιτέρως την υπόθεση.
Τότε, όμως, μερικοί άλλοι κι εγώ λάβαμε από τον Επίσκοπο γραπτή πρόσκληση να φύγουμε για ιεραποστολή στις Αλεούτες. Καθώς τη διάβαζα, ένιωσα κάτι να ταράζεται μέσα μου και αμέσως ανακοίνωσα στην οικογένειά μου την απόφασή μου να πάω. Ούτε τα δάκρυα των αγαπημένων μου ούτε οι συμβουλές των φίλων μου ούτε η περιγραφή των κακουχιών του μακρινού ταξιδιού και οι στερήσεις που με περίμεναν, έβρισκαν θέση στην καρδιά μου – η ψυχή μου φλεγόταν – και το θεώρησα εύκολο να χωριστώ από την πατρίδα μου, ενώ δεν δοκίμασα καμιά άσχημη εμπειρία από το κουραστικό ταξίδι».
Αφού τακτοποιήθηκαν όλες οι σχετικές διαδικασίες, τόσο με τον Επίσκοπό του όσο και με τους άμεσους συγγενείς του, ιδιαίτερα αυτούς που θα τον συνόδευαν, αναχώρησε στις 7 Μαΐου 1823 και έφθασε στο νησί Ουναλάκα της Αλάσκας. Τον συνόδευαν, όπως ανέφερα, ο αδελφός του Στέφανος, ο γιος του Ιννοκέντιος, η πρεσβυτέρα του Αικατερίνα και η χήρα μητέρα του Θέκλα. Το ιστορικό και κοπιώδες αυτό ταξίδι διήρκησε 14 μήνες. Στο περιπετειώδες αυτό ταξίδι ο νεαρός ιερέας ήταν αποφασισμένος να θυσιάσει τα πάντα για τη δόξα του Χριστού.
Μέσω Σιβηρίας και άλλων χωρών έφθασε στην Ουναλάσκα στις 24 Ιουνίου 1824 και από την πρώτη στιγμή αντιλήφθηκε ότι είχε να επιτελέσει ένα τεράστιο ιεραποστολικό και σωτηριώδες έργο αφού, οι κάτοικοι, τους οποίους κλήθηκε να υπηρετήσει, ζούσαν έντονα μέσα σε ειδωλολατρικές ιδέες και η ζωή τους ήταν, δοσμένη στα έργα του σκότους, της αμάθειας, των προκαταλήψεων και των άλλων αντιλήψεων που πραγματικά τραυμάτιζαν τη όλη ζωή τους. Η αποστολή του αυτή δεν ήταν καθόλου εύκολη αλλά, στο τέλος, ύστερα από υπεράνθρωπες προσπάθειες, ο Τριαδικός μας Θεός τον βοήθησε και τα κατάφερε. Μπόρεσε να κατακτήσει τις καρδιές των ανθρώπων αυτών με την υπερβολική αγάπη που τους αγκάλιασε, με την καλοσύνη και την κατανόηση που τους έδειξε. Κοντά σ΄ όλα αυτά συνέβαλε και η υπερβάλλουσα υπομονή του.
Το πρώτο πράγμα που έθεσε σαν προτεραιότητα στην αποστολή του ήταν το κτίσιμο μιας εκκλησίας. Μιας εκκλησίας που θα γινόταν το κέντρο της ιεραποστολικής του προσπάθειας για τους προσερχόμενους προς το βάπτισμα. Με τα ίδια του τα χέρια και με τη βοήθεια όμως και των ιθαγενών κατάφερε, μέσα σ΄ ένα χρόνο, να κτίσει τον πρώτο ναό. Στην επίτευξη του σκοπού συνέβαλαν οι καλές τεχνικές του γνώσεις ως μαραγκός και οικοδόμος. Αυτές τον βοήθησαν να καταρτήσει και τους κατοίκους του νησιού που πάντοτε ενεργούσαν κάτω από τη δική του επίβλεψη και τις υποδείξεις. Φυσικά, πριν από τον π. Ιωάννη, από τον προηγούμενο 17ο αιώνα, είχαν περάσει αυτά τα μέρη και άλλοι Ρώσοι ιεραπόστολοι, ακόμα και έμποροι που έζησαν εκεί αρκετά χρονικά διαστήματα.
Αναφέρω ενδεικτικά τον Γρηγόριο Σελέκωφ (1747 – 1795), ο οποίος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον πολιτισμό των ιθαγενών και ο οποίος τους βοήθησε με διάφορα μέσα και τρόπους. Πρέπει επίσης ν΄ αναφερθεί ότι μοναχοί, από τη Μονή Βαρλαάμ, ήταν οι πρώτοι που επισκέφθηκαν τα νησιά αυτά, και αφού κατήχησαν στη συνέχεια βάπτισαν τους κατοίκους. Όμως η αναχώρησή τους ανάγκασε τους ιθαγενείς να ξεχάσουν εντελώς όσα διδάχθηκαν για την Ορθόδοξη πίστη. Είχαν κάνει φυσικά μια προσπάθεια και έκτισαν μια μικρή εκκλησία, η φθορά όμως με το πέρασμα του χρόνου και η εγκατάλειψη έκαναν το εκκλησάκι, να είναι μισογκρεμισμένο, εγκαταλελειμμένο και έρημο.
Δεν έμεινε, φυσικά, ο π. Ιωάννης μόνο στην κατασκευή ναών αλλά προχώρησε και στη δημιουργία κλινικών, σχολείων και άλλων χρήσιμων εγκαταστάσεων, που βοήθησαν τους ιθαγενείς σε πολλούς τομείς, έτσι ώστε να λειτουργεί η ιεραποστολή με τις δραστηριότητές της πιο άνετα. Φυσικά, έδωσε προτεραιότητα σε όσους είχαν, από παλιά δεχθεί το Ευαγγέλιο και η κύρια προσπάθειά του ήταν ο επαναευαγγελισμός τους. Με την υπομονή, τη θέληση, την αγάπη, τη βαθιά του πίστη αλλά και την επιμονή του, που ήταν τα στοιχεία που συμπλήρωναν την προσωπικότητά του, στο τέλος, έφερε εις πέρας την αποστολή του και χαιρόταν μαζί με τους νεόφυτους ιθαγενείς, οι οποίοι τώρα απομακρύνθηκαν από τις παλιές τους συνήθειες και την ηθική κατάπτωση που τους βρήκε και τώρα ζούσαν μέσα σ’ έναν άλλο τελείως διαφορετικό κόσμο, εκείνο της λύτρωσης και της μακαριότητας.
Κλείνω τα μάτια και βλέπω μπροστά μου τον Άγιο Ιννοκέντιο να τρέχει ασταμάτητα μέσα στη νύχτα, μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες που, πολλές φορές, μπορούσαν να του στοιχίσουν ακόμα και αυτή τη ζωή του. Ο ίδιος, όπως ανέφερα ήταν διαφορετικά μαθημένος και έζησε μια άνετη ζωή στη χώρα του. Μια ζωή που, στη συνέχεια θα μπορούσε να έχει εκεί μια θαυμάσια προσωπική εξέλιξη. Κι όμως η αγάπη και ο πόθος που είχε μέσα του για διάδοση και εδραίωση του λόγου του Θεού στις ψυχές, που κλήθηκε να υπηρετήσει, έδωσε νέα πνοή και ζωή και άνοιξε δρόμους ελπίδας και σωτηρίας, στις ψυχές ανθρώπων «των ευρισκομένων μακράν». Όσο κι αν, στην αρχή, δυσκολεύτηκε να μάθει και να αντιληφθεί καλύτερα τους τρόπους, τις σκέψεις και τις συνήθειες της ζωής τους, τόσο περισσότερο ήταν πεπεισμένος ότι με την αγάπη που προσφέρει η γνωριμία και η προσωπική επαφή, η συνομιλία μαζί τους, θα ξεπερνούσε όλα τα εμπόδια και, ένας θείος δεσμός, θα τον έδενε με όλους αυτούς τους ανθρώπους και θα υπερνικούσε η αγάπη του, η απλότητα της ψυχής του, η ανιδιοτελής και χωρίς όρια προσφορά του προς όλους.
Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι και αναλογίζομαι ένα σεμνό οικογενειάρχη, μέσης ηλικίας, λευίτη της Εκκλησίας, που πραγματικά έδειξε τα σημάδια της αγιότητάς του αλλά και της θυσιαστικής προσφοράς του πρώτα προς τους ανθρώπους της χώρας της καταγωγής του και στη συνέχεια στις απομακρυσμένες και άγνωστες περιοχές της Αλάσκας. Ένα ταπεινό και αφοσιωμένο ιερέα που φορτώνεται ένα μεγάλο βάρος ευθυνών σε άγνωστους τόπους, μέσα σε ανθρώπους που δεν είχαν ακούσει καμιά φορά για το πέρασμα Εκείνου που έμελλε να φέρει τη σωτηρία σ’ όλους τους ανθρώπους κάθε φυλής, χρώματος, καταγωγής, γλώσσας, ηθών και κουλτούρας. Ο Ιννοκέντιος όμως δεν ήταν ο συνηθισμένος άνθρωπος. Από μικράς ηλικίας τον είχε κοσμήσει ο Θεός με εξαίρετα πνευματικά χαρίσματα, μια εσωτερική ανεξήγητη πνευματική ευφορία που τον συνόδευε σ’ όλη την πορεία της ζωής του όχι μόνο στην αρχή της ιερατικής του σταδιοδρομίας αλλά και μετέπειτα. Όταν αναδείχθηκε Επίσκοπος και τέλος ανέλαβε τα ηνία της Ρωσικής Εκκλησίας.
Τι όμως ήταν εκείνο που έδωσε στον Άγιο Ιννοκέντιο θεία έμπνευση και αποφάσισε, αγνοώντας αντιδράσεις, από το στενό του περιβάλλον, για μια τέτοια περιπετειώδη και επικίνδυνη αποστολή; Ο λόγος ήταν γιατί Άγιος Ιννοκέντιος είχε μέσα του ένα ανεξήγητο θαύμα με το οποίο κινήθηκε σ’ όλα τα χρόνια της ζωής του. Ήξερε ότι η αποστολή ενός ιερωμένου ήταν καθαρά μια πνευματική άσκηση που, στο τέλος, αν της παρέμενε μέχρι το τέλος ταπεινός και πιστός, η θεία Χάρις, θα τον οδηγούσε στη Βασιλεία των Ουρανών. Δεν έπαιζε με άλλα λόγια – για να χρησιμοποιήσω μια λαϊκή έκφραση – με την ιερωσύνη του. Αφού πίστευε ακράδαντα όπως και για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ότι ήταν εικόνα Θεού, στηρίχθηκε και εργάστηκε με τη βεβαιότητα της παρουσίας του Παναγίου Πνεύματος. Ήταν με αυτό το πνεύμα το Άγιο που θέλησε ο ίδιος, μόνος του, να διακονήσει και να εμπνεύσει τους ελαχίστους Αλεουτιανούς αδελφούς του. Αυτό το Πανάγιο Πνεύμα τον φώτισε με τη συνεχή και αδιάληπτη προσευχή και του έδωσε την άνωθεν σοφία και σύνεση.
Ο Άγιος Ιννοκέντιος γνώριζε ότι η αποστολή του ήταν Αγία και ότι ήταν απόλυτα ταυτισμένη με το έργο της Εκκλησίας. Δεν ενδιαφερόταν για την προσωπική του ανάδειξη και καλή ζωή της οικογένειάς του. Ήξερε ότι πρώτα έπρεπε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στο προσκλητήριο της Εκκλησίας που τον καλούσε να ηγηθεί πρωτοποριακού και ιεραποστολικού έργου και μετά να μεριμνήσει για τον εαυτό του, την οικογένειά του και τους γύρω του. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι κανένας άλλος και καμιά άλλη δύναμη ή ιδεολόγημα ή άλλη επί γης θρησκεία θα μπορούσε να μεταδώσει το φως και να μεταβάλει το σκότος, την άγνοια σε γνώση, την απιστία σε αληθινή πίστη. Δεν θα μπορούσε ο ίδιος να μεταμορφώσει τον κόσμο, αν πρώτα – «φωτισθήναι και ήτα φωτήσαι» - δεν είχε, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, ο ίδιος μεταμορφωθεί εσωτερικά, και σαν θεοφόρος ποιμένας, με τη ζωή και τα έργα του να μπορέσει να μεταβάλει και να «μορφώσει Χριστόν» στους ανθρώπους που τάχθηκε υπηρετήσει ως πραγματικές εικόνες του Κυρίου και Θεού.
Το Άγιο Πνεύμα ήταν εκείνο που κατεύθυνε τα βήματα και τις κινήσεις του Αγίου Ιννοκέντιου. Σ’ ένα από τους λόγους του που εξεφώνησε μετά ως Μητροπολίτης Μόσχας γράφει ο ίδιος κατηγορηματικά «... Το Άγιον Πνεύμα το παίρνουμε ακόμα με την προσευχή. Είναι ο πιο απλός και αποτελεσματικός τρόπος, που μπορεί να τον χρησιμοποιεί ο καθένας μας οποιαδήποτε ώρα ... Είπαμε πριν ότι ο άνθρωπος που δεν έχει μέσα του το Άγιο Πνεύμα δεν μπορεί να προσευχηθεί αληθινά... Ένας από τους Αγίους Πατέρες είπε: “Αν θέλεις η προσευχή σου να ανεβεί κατευθείαν στον Θεό, δώσε της δύο φτερά, τη νηστεία και την ελεημοσύνη... Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να πάρουμε το Άγιο Πνεύμα είναι, όπως είπαμε, η ανάγνωση και ακρόαση της Αγίας Γραφής ... Γι’ αυτό ακριβώς πολλοί απλοί άνθρωποι, διαβάζοντας ή ακούγοντας την Αγία Γραφή, έγιναν ευσεβείς και έλαβαν το Άγιο Πνεύμα, ενώ απεναντίας άλλοι και μάλιστα μορφωμένοι, μελετώντας την, πλανήθηκαν και χάθηκαν ... Το Άγιο Πνεύμα το αποκτούμε, τέλος, με τη συμμετοχή στα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας και κατ’ εξοχήν με τη θεία κοινωνία ... Όποιος αρνείται ή αμελεί να κοινωνήσει δεν αγαπάει τον Χριστό, γι’ αυτό ούτε το Άγιο Πνεύμα θα λάβει ούτε στην ουράνια βασιλεία θα μπει ... Αυτά, λοιπόν, είναι τα μέσα, με τα οποία μπορούμε να αποκτήσουμε το Άγιο Πνεύμα, καθαρή καρδιά και αγνή ζωή, ταπεινοφροσύνη, υπακοή στη φωνή του Θεού, προσευχή, αυταπάρνηση, μελέτη των ιερών βιβλίων, θεία κοινωνία. Το καθένα απ’ αυτά τα μέσα αρκεί, βέβαια, και μόνο του για να μας χαρίσει το Άγιο Πνεύμα. Μα είναι πιο καλό και πιο αποτελεσματικό να τα χρησιμοποιούμε όλα μαζί. Τότε, χωρίς καμιά αμφιβολία, θα λάβουμε το Άγιο Πνεύμα και θα γίνουμε άγιοι ... Τελειώνοντας, πρέπει να πούμε, ότι, αν κάποιος αξιωθεί να λάβει το Άγιο Πνεύμα και στη συνέχεια πέσει σε αμαρτία, το διώχνει από μέσα του. Και τότε, όμως, ας μην απελπιστεί, ας μη νομίσει ότι χάθηκαν όλα. Όσο πιο γρήγορα μπορεί ας προσπέσει στον Θεό με θέρμη, με μετάνοια, με προσευχή. Και το Άγιο Πνεύμα θα επιστρέψει μέσα του...».
Πιστεύω ότι ο Άγιος Ιννοκέντιος, με αυτή τη σοφία και τη θεία έμπνευση εργάστηκε ανάμεσα στους πρωτόγονους κατοίκους της Αλάσκας και των γύρω νήσων, με αυτό τον τρόπο μπόρεσε να εκπληρώσει, στο ακέραιο, την ιερή αποστολή του όσο κι αν δυσκολεύτηκε σαν άνθρωπος και κάτω από τις τόσο δύσκολες και επικίνδυνες, πολλές φορές, συνθήκες των τοπικών χώρων που ο Κύριος τον διάλεξε ιεραπόστολο για να μεταδώσει το Ευαγγέλιο. Ο ίδιος ζούσε καθημερινά το πνεύμα της Πεντηκοστής και ήταν πεπεισμένος ότι αυτό το Άγιο Πνεύμα ήταν η κινητήριος δύναμη που αυτή τον καθοδηγούσε έτσι ακριβώς όπως καθοδήγησε και φώτισε τους Αγίους Αποστόλους και μαθητές του Κυρίου. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ένα Άγιο Πνεύμα να είναι εγκλωβισμένο μέσα σε μια μόνο συγκεκριμένη φυλή ή γλώσσα. Η αποστολή του ήταν παγκόσμια, πανανθρώπινη και αδιάκοπη μαρτυρία για τους εγγύς και τους μακράν, σ’ όλη την κτίση, χωρίς περιορισμένα τείχη και μήκη. Αυτό το Πανάγιο Πνεύμα, που τον φώτιζε και τον καθοδηγούσε, ο Άγιος Ιννοκέντιος το ζούσε καθημερινά. Μετά το ερχομό του Κυρίου επί της γης και την εκ νεκρών ζωηφόρο Ανάστασή του, το Πανάγιο Πνεύμα είναι που υπάρχει και κυβερνά της Εκκλησία. Ζωή και φως και πηγή αγαθότητας.
Έπρεπε, ευρισκόμενος εν μέσω ανθρώπων ειδωλολατρών, ατόμων που δεν είχαν ποτέ ακούσει το όνομα Ιησούς, να διδάξει τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής πίστης μέσα από το Ευαγγέλιο. Οι άνθρωποι περίμεναν να δουν πώς ο ίδιος εφάρμοζε μέσα στη ζωή του τις χριστιανικές αυτές αρχές και μετά να πεισθούν να τον ακολουθήσουν. Ως πνευματικός πατέρας και ως άνθρωπος με βαθιά πίστη και δυνατή συναίσθηση για το κοσμοσωτήριο αυτό έργο που ανέλαβε έπρεπε να αναπτύξει έντονα το θέμα της αγάπης που οπωσδήποτε θα οδηγούσε τους ανθρώπους σε άλλες παράλληλες αρετές, όπως της ταπείνωσης, της υπακοής, της συγχώρησης. Φυσικά, ο Άγιος Ιννοκέντιος εφάρμοζε, στην προκειμένη περίπτωση, και βίωνε καθημερινά το ευαγγελικό «ουκ ήλθεν διακονηθήναι, αλλά διακονήσει και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Ματθ. 20/28). Χρειάστηκε χρόνος και πολύς μόχθος, για να μπορέσει να πείσει τους Αλεουτιανούς και όλους τους λοιπούς, ώστε να μπορέσουν να αντιληφθούν το βαθύ νόημα της χριστιανικής αγάπης προς τον πλησίον, βασικό στοιχείο για να επικρατήσει η ειρήνη και η ευδαιμονία, η αρμονική συνύπαρξη ανάμεσα στους ανθρώπους. Και το πέτυχε. Αυτό ήδη φαινόταν στον ορίζοντα ότι «η αγάπη τω πλησίον κακόν ούκ εργάζεται» (Ρωμ. 13/10). Η αγάπη του αυτή εξασφάλιζε στους προσερχόμενους προς το φώτισμα, μια ασφαλή επιβεβαίωσή του προς αλλήλους σεβασμού και της αναγνώρισης της αδελφικής συνύπαρξης και της καταλλαγής «εν τω συνδέσμω» του σταυρικού του Κυρίου φρικτού μαρτυρίου, απ’ όπου ξεχείλισε διάπλατα η αγάπη ακόμα και προς τους εχθρούς. «Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν» (Λουκά 23/34).
Ο Άγιος κατόρθωσε με το άγιο παράδειγμά του να ανυψώσει τον «εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενον» αφού με την εφαρμογή της αρετής της αγάπης ο άνθρωπος πνευματικά ζωογονείται, ζωοπληρούται, ανορθώνεται και καθίσταται με την αναγέννηση, τη νέα του πνευματική γέννηση «εις Χριστόν και εις την Εκκλησία», νέα Κτήση. Όλους, λοιπόν, τους «κοπιώντας και πεφορτισμένοους», ο Άγιος Ιννοκέντιος θέλησε να σώσει, να εμπνεύσει και να αγιάσει μέσω των μυστηρίων και της θείας χάριτος. Γι αυτό και προσπάθησε να τους εμπνεύσει με τη σωστή διδασκαλία του Ευαγγελίου για να φωτισθούν και αγιασθούν εσαεί, εν Αγίω Πνεύματι, δίνοντας τους ελπίδα και ανοίγοντας τους λεωφόρο σωτηρίας. Ως ταπεινός υπηρέτης του ευαγγελικού λόγου είχε υπ’ όψη του και τα εφάρμοζε στην καθημερινή ζωή του τα λόγια του Ιερού Χρυσοστόμου «Και γαρ των ακτίνων καθαρωτέραν τω ιερεί την ψυχήν είναι δει, ίνα μηδέποτε έρημον αυτόν καταλιμπάνη το πνεύμα το Άγιον, ίνα δύνηται λέγειν “ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός”».
Είναι ακριβώς αυτά που συνέστηνε ο Άγιος: την προσευχή, τη μελέτη της Αγίας Γραφής, τα μυστήρια με τα οποία η ψυχή του ανθρώπου καθαρίζεται, εξαγνίζεται, ζωντανεύει, μεταμορφώνεται, ανανεώνεται με την άσκηση, ιδιαίτερα της νηστείας, της προσευχής και της ελεημοσύνης και τελικά αγιάζεται. Η επιμονή του Αγίου, για το Άγιο Πνεύμα και για τα θεραπευτικά του ιδιώματα είναι παραδειγματική και τούτο δηλώνει ότι ήταν το μέσο που περισσότερο τον βοήθησε στην ιεραποστολική του πορεία. Εγκολπώθηκε βαθιά, όπως αναφέραμε ήδη, τις θεραπευτικές και αγιαστικές ενέργειες του Αγίου Πνεύματος και δεν ήθελ, με κανένα τρόπο, να πιστέψει ότι ύστερα από 19 αιώνες ήταν δυνατό ν’ αρνηθεί την ενεργό συμμετοχή του στη ζωή των ανθρώπων, αυτών που η νέα Πεντηκοστή ήταν συνέχεια εκείνης της πρώτης και μοναδικής που, όπως τονίζει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας «Ειδός δε το πνεύμα τα εν Θεώ κεκρυμμένα, ταις των αγίων ψυχαίς διαπορθμεύει αυτά και απλανή και αμώμητον αποθέτει αυταίς γνώσιν». Έτσι ο Άγιος Ιννοκέντιος θέλησε ακριβώς να αποκαλύψει στους ανθρώπους της Ιεραποστολικής του ευθύνης, εκεί στην Αλάσκα, ότι η γνώση της αλήθειας, το φως, η ζωή, που εκπηγάζουν από το Πανάγιο Πνεύμα, θα μπορούσαν να τους καταστήσουν Αγίους και πολίτες της επουρανίου Βασιλείας. Με αυτό τον τρόπο τους έπεισε, αφού οι άνθρωποι που συναντούσε δέχθηκαν θετικά τις υποδείξεις και τις συμβουλές του Αγίου. Αφού έβλεπαν που δεν αποσκοπούσε κανένα προσωπικό του συμφέρον αλλά απέβλεπαν οι ενέργειές του, αποκλειστικά, στη δική τους σωτηρία.
Για να πετύχει πιο εύκολα στην αποστολή του ο π. Ιωάννης έπρεπε όχι μόνο να σεβαστεί τον πολιτισμό των ντόπιων με τα πρωτόγονα ήθη και έθιμά αλλά να μελετήσει σε βάθος το νόημά τους, τις αξίες και τις προοπτικές τους, ακόμα όμως, πολύ περισσότερο, πείστηκε ότι ήταν απαραίτητο και υποχρεωτικό να μάθει τις τοπικές τους διαλέκτους παρ’ όλο που, αγγράμματοι, μόνο μιλούσαν και δεν είχαν δική τους γραφή. Ως εκ τούτου, το έργο του γινόταν ακόμα πιο επίμοχθο και πολυσχιδές. Έπρεπε όμως να προχωρήσει και να εφαρμόσει στην πράξη τις σκέψεις και τις ιδέες του για να μπορέσει να φέρει σε πέρας το ιερό έργο που ανέλαβε με τόσες θυσίες, κόπους και στερήσεις. Φυσικά η μελέτη των γλωσσικών ιδιωμάτων της κάθε φυλής που θα συναντούσε δεν ήταν εύκολο εγχείρημα. Ήταν, από τη φύση του περίεργος να μάθει οτιδήποτε με τις φυλές αυτές, ακόμα για τα ενδύματά τους, τα φυτά, τα ζώα, τους βράχους, τα δέντρα και γενικά ότι είχε σχέση με τη φύση.
Συνήθως, από τα ταξίδια και τις επαφές του, έπαιρνε σημειώσεις και κατέγραφε, με κάθε λεπτομέρεια, τις παρατηρήσεις του, τα ερωτηματικά του, τις συγκρίσεις του, τους προβληματισμούς του. Όλα αυτά τα συγκέντρωσε στο τέλος και έβγαλε ένα συγκεκριμένο εγχειρίδιο, που κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Κύρια χαρακτηριστικά των Αλεουτιανών που ζουν στα νησιά». Στη συνέχεια έγραψε, επίσης, ένα δεύτερο: «Παρατηρήσεις επί των Αλεουτιανών και Κουσιανών της Άτκα», όπως και «Γραμματική της γλώσσης των νήσων Αλεούτων και Φοξ». Στην ίδια γλώσσα ο π. Ιωάννης μετάφρασε την Κατήχηση και το Ευαγγέλιο του Ματθαίου. Δεν ήταν όμως δυνατό όλα αυτά να γίνουν προσιτά και κατανοητά σ’ αυτούς τους ιθαγενείς, αν δεν δημιουργείτο ένα αλφάβητο, μια γραμματική, ένα συντακτικό. Φυσικά, στη συνέχεια, όταν τα χρόνια πέρασαν, είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί και να ζήσει με άλλες φυλές σε άλλα νησιά διαφορετικά από εκείνα των Αλεουτιανών. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η έκδοση ενός άλλου τρίτου βιβλίου με τίτλο «Παρατηρήσεις στη γλώσσα των Καλουσκανών και των Κοδιάκων». Το θέμα των μεταφράσεων δεν ήταν ούτε απλό ούτε και εύκολο, αφού αισθανόταν ο ίδιος ότι ήταν αδύνατο να γνωρίσουν τον χριστιανισμό χωρίς να ακούσουν τα σωτήρια μηνύματά του στην κατανοητή δική τους διάλεκτο. Έτσι, συνέχισε την αποστολή του με περισσότερο ζήλο και πεποίθηση. Στην περιοχή Γιακούτια μεταφράστηκε η Αγία Γραφή, η Θεία Λειτουργία μεταγλωττίστηκε στην γλώσσα του πιστού λαού του Θεού κι αυτό προκαλούσε ενθουσιασμό και δέσιμο ανάμεσα στους κατοίκους με τα ουράνια και τα θεία. Το έργο του στον μεταφραστικό τομέα απέκτησε ακόμα περισσότερη αξία, όταν έφθασε στις φυλές εκείνες που είχαν παλαιότερα υποδουλωθεί στους Κινέζους. Κυκλοφόρησαν τότε βιβλία κατηχητικού περιεχομένου στη γλώσσα Μαντσού και προσευχητάρια στη διάλεκτο Νανάι.
Όπως αναφέραμε ήδη, σ’ όποια περιοχή πήγαινε ο π. Ιωάννης, από σεβασμό αλλά και για δική του ωφέλεια έπρεπε να μελετήσει και να γνωρίσει από κοντά, όσο μπορούσε, τα γλωσσικά ιδιώματα όλων των φυλών, τα ήθη και έθιμά τους, τις ενδυμασίες, γενικά την κουλτούρα τους, ακόμα το φυτικό και ζωικό βασίλειο όλων των τόπων και περιοχών που επισκεπτόταν. Και πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι δεν ήταν πρόχειρα κατασκευάσματα αλλά πρωτότυπα και ακριβή γι’ αυτό και έτυχαν μεγάλης απήχησης στους ειδικούς επιστημονικούς κύκλους. Με ενθουσιασμό κυκλοφόρησαν αφού ήταν τα πρώτα κείμενα που έβλεπαν το φως της δημοσιότητας σ’ αυτές τις μη, μέχρι εκείνη τη στιγμή, χωρίς γραπτό λόγο ομιλούμενες διαλέκτους. Ο Άγιος Ιννοκέντιος έγραψε και κυκλοφόρησε επίσης το «Αλεουτιανό – Ρωσσικό Λεξικό», τη «Γραμματική της γλώσσας των νήσων Αλεούτων και Φοξ» με τη δημιουργία του σχετικού αλφαβήτου αφού ήταν μόνο προφορική. Φυσικά είναι και το κλασσικό του έργο «Υπόδειξη του δρόμου προς τη Βασιλεία των Ουρανών» (1833), ένα έργο που ξεπερνά τις πενήντα εκδόσεις και μεταφράστηκε σε αρκετές άλλες γλώσσες. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1843 από τον Αλέξανδρο Πάγκαλο στην Οδησσό. Για δεύτερη φορά, το 1956, κυκλοφόρησε από τον Θεόδωρο Αναστασιάδη στην Αθήνα. Επίσης και από την Αργυρώ Α. Παπαστεργίου το 1976, στην Αθήνα με τίτλο «Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ – Ιεραπόστολος της Αλάσκας». Το ίδιο έργο, από τον Μητροπολίτη Νικοπόλεως Μελέτιο, το 1989, στην Πρέβεζα και, τέλος, τον ίδιο χρόνο από τον Μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονα. Ίσως να έχουν, εν τω μεταξύ, δει το φως της δημοσιότητας και άλλες εκδόσεις.
Θα ήταν πιστεύω χρήσιμο να προσθέσω μερικές προσωπικές επισημάνσεις και παρατηρήσεις ύστερα από μακρά και βαθιά εξέταση και μελέτη μέσα από τη ζωή αλλά και τη Θεολογία του Αγίου Ιννοκεντίου.
Παρατηρεί κανείς, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τους κόπους και τις ταλαιπωρίες ενός αφοσιωμένου και ακαταμάχητου ήρωα και αγωνιστή, που στις πράξεις του έδωσε χώρο στο θέλημα του Θεού. Αυτούς τους περίεργους ιθαγενείς που η Θεία Χάρις του επεφύλαξε να υπηρετήσει, έπρεπε να τους αγαπήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής του και με ιδιαίτερη φροντίδα να τους αγκαλιάσει. Αυτοί αναζητούσαν να γνωρίσουν το Ευαγγέλιο της δικαιοσύνης και να δουν μέσα στην εξέλιξη της πορείας τους το φως που μετέφερε ένας άνθρωπος ξένος μεν αλλά φλογερός ιεραπόστολος - ασκητής της αγάπης και της ταπεινοφροσύνης. Ο ίδιος ο Άγιος διψούσε κυριολεκτικά και τρεφόταν από τους λόγους της Αγίας Γραφής. Στο καθημερινό του πρόγραμμά, μπήκε σαν εγερτήριο η προσευχή. Δεν μπορούσε να ξεκινήσει κανένα από τα έργα του προτού επικοινωνήσει με τον Θεό και Δημιουργό του σύμπαντος κόσμου. Κάθε μέρα είχε ως αφετηρία του ν’ ανεβαίνει με τη θερμή προσευχή του όλο και ψηλότερα .
Επανέρχομαι και πάλι στο θέμα της αγάπης, γιατί πιστεύω ότι αποτελεί το πιο σημαντικό στοιχείο με το οποίο κάποιος να μπορεί να στηριχθεί και να στηρίξει και τους άλλους στη συνέχεια. Είναι η ουσία και αυτή η ίδια αποτελεί την κορυφή όλων των άλλων χριστιανικών αρετών γιατί «ο Θεός αγάπη εστί», κατά τον Άγιο Ιωάννη τον ευαγγελιστή και απόστολο. Είναι μέσα από την έμπρακτη εφαρμογή αυτής της χριστιανικής αγάπης που ο άνθρωπος αναπαύεται και βρίσκει την απαραίτητη γαλήνη και ηρεμία, αφού με τον τρόπο αυτό διώχνει από μέσα του κάθε κακία, ιδιαίτερα τις σατανικές και επικίνδυνες επεμβάσεις του εγωισμού, της φιλαρέσκειας και της αυταπάτης. Ναι, μέσα σ’ αυτό το πνεύμα της αγάπης, καλλιεργείται βαθιά και έντονα η παρουσία του ιδίου του Θεού αφού αυτός που πραγματικά μπόρεσε να την αποκτήσει και έμπρακτα την εφαρμόζει, για τους γύρω του και γίνεται συνεργός, στο έργο του Θεανθρώπου, για την αναμόρφωση και μεταμόρφωση του ανθρώπινου γένους. Είναι δε και αποτελεί γεγονός ότι, αν αυτή η αγάπη εφαρμοστεί, τότε μέσα στην κοινωνία μας δημιουργούμε αρμονία και οι άνθρωποι γίνονται επίγειοι άγγελοι. Όπου εφαρμόζεται το Ευαγγέλιο και ο νόμος της Αγάπης, επικρατεί και εφαρμόζεται η παράκληση, το « Ελθέτω η Βασιλεία Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης».
Ο Χριστός, λοιπόν, ο ίδιος είναι η πηγή της αληθινής και γνήσιας αγάπης, η οποία δεν έχει όρια και περιορισμούς αλλά είναι απόλυτος, θυσιαστική, ειλικρινής, αμετακίνητος και σταθερή. «Αδάμ, ουδέ σε ανώ ουδέ σε εγκαταλείπω» ήταν η πρώτη υπόσχεση η οποία με τον ερχομό του Θεανθρώπου Χριστού, του Κυρίου ημών, εκπληρώθηκε. Η αγάπη, που αποτελεί όλη τη Θεϊκή ουσία, είναι ο δυναμικός διδάσκαλος που μπορεί, με τον αγιασμό, να οδηγήσει τους ανθρώπους στη δική της ακτινοβολία και να τους μεταγγίσει όλα τα αγαθά που απορρέουν ώστε ο άνθρωπος να γίνει φίλος, αδελφός και σύντροφος του ίδιου του Θεού. Μέσα από τη διδασκαλία και μέσα από τη μέθοδο διδασκαλίας του Αγίου Ιννοκεντίου προς τους λαούς αυτούς των Αλεούτων νήσων, τόνιζε «ότι η αγάπη απομακρύνει από την ψυχή του ανθρώπου όλα τα κακά ήθη και πάθη, όπως είναι η ζήλια, ο φθόνος, η συκοφαντία, το μίσος, ακόμα, για την περίπτωσή μας, τις φυλετικές διακρίσεις». Εφ’ όσον ο ίδιος ο Χριστός είναι αγάπη και κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι το ίδιο το πρόσωπο του Χριστού, ο ίδιος δηλαδή ο Χριστός, τότε ο άνθρωπος εκεί που ζούσε ο Άγιος Ιννοκέντιος, αντιλήφθηκε ότι, μέσα στην αγκαλιά της Εκκλησίας, αποτελούσαν μια μεγάλη και ισότιμη οικογένεια, χωρίς εξαιρέσεις και συμφέροντα και τους καλούσε ν’ αφήσουν τις παλιές τους δοξασίες που τους απομάκρυναν από το αυθεντικό και γνήσιο πνεύμα της ύπαρξης και της καταγωγής τους και τους υπενθύμιζε τους λόγους του Απ. Παύλου «Μηδείς το εαυτού ζητήτω, αλλά τα του ετέρου (του πλησίον) έκαστος» (Α΄ Κορ. 10/24).
Επίλογος
Η ιερή πορεία του Αγ. Ιννοκέντιου σηματοδότησε μια νέα χρυσή σελίδα της νεότερης ιστορίας της εξωτερικής ιεραποστολής όχι μόνο στην Εκκλησία της Ρωσίας αλλά και γενικά στην καθ’ όλου Ορθοδοξία. Μέσα από την άγια βιοτή του βλέπει κανείς έναν σεμνό κι αγιασμένο ποιμένα ν’ ακολουθεί πιστά τα βήματα του Ιησού, των Αγίων Αποστόλων και μαθητών Του, των Αγίων Μεγάλων Μορφών των Πατέρων και Διδασκάλων όλων των εποχών, όπου ο ίδιος χρησιμοποίησε τους καρπούς και τα δώρα του Αγίου Πνεύματος, με συνεχή αγρυπνία και προσευχή, πίστη και αποφασιστικότητα στο θέλημα του Θεού. Είναι συγκινητικό το γεγονός ότι ενώ βρισκόταν στη γη λειτουργούσε και βρισκόταν συνέχεια στον ουρανό, συντροφιά με Αγίους και με αγγέλους, σε σημείο τέτοιο που να αισθάνεται ότι, επίγειος ουρανοπολίτης, περπατούσε στη γη και βρισκόταν, αρπαγμένος, στον ουρανό. Υπήρξε μεγάλης και βαθιάς θεολογικής κατάρτισης άνθρωπος αλλά και φίλος και μιμητής πολλών αγίων της Εκκλησίας μας. Αποτέλεσε, με το λαμπρό του παράδειγμά, το στοργικό πατέρα και φίλο του πλησίον, για τον οποίο ήταν έτοιμος να θυσιαστεί και αγόγγυστα να ταλαιπωρηθεί. Υπήρξε ειρηνικός με όλους, εμπνευστής και ελεήμων.
Όπου περνούσε και όπου έζησε άφησε σημάδια της ανιδιοτέλειας, της αγάπης, της ταπείνωσης και της αγιότητας. Γι’ αυτό το πέρασμά του σε εκείνους τους δύσκολους και δυσχερείς καιρούς, που έζησε, τον αναδεικνύουν, για μια ακόμη φορά, έναν ένθερμο και ενθουσιώδη και ταυτόχρονα πρωτοπόρο ιεραπόστολο που είχε πάνω απ’ όλα την εκκλησιαστική συνείδηση και πολλές φορές, παρόλο που δοκιμάστηκε και ταλαιπωρήθηκε σε τέτοιο σημείο που δεν είχε ακόμα, κατά το κοινόν «πού την κεφαλήν κλίνε», διατήρησε σταθερότητα, πίστη υποδειγματική και, ταυτόχρονα, μια ανεξήγητη θεϊκή ψυχική γαλήνη. Έζησε μαζί με τους ανθρώπους, που ζούσαν ολοσχερώς μέσα στην άγνοια και την αμαρτία, που στο τέλος, με την άκρα υπομονή του, τους οδήγησε σε λιμένα σωτηρίας, κοντά στον Χριστό, αφού, όπως «ο μονογενής Υιός και λόγος του Θεού, ο αθάνατος υπάρχων» ταπεινά τους καταδέχθηκε να ζήσει και να συναναστραφεί μαζί τους.
Έτσι, ως συνεχιστής των μεγάλων αγίων και πατέρων της Μίας και Αδιαιρέτου Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήταν που κέρδισε τον στέφανο της δικαιοσύνης και στο τέλος αμείφθηκε, αφού, χωρίς όρια παραδόθηκε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού και εξ όλης ψυχής, καρδίας και διανοίας αγάπησε τον Κύριο. Αυτούς, που ο Θεός του έδωσε να ευαγγελίσει και να ποιμάνει και που αδιάκριτα τους αγάπησε και, με σοφία, κατόρθωσε να αποτυπώσει στις ψυχές τους τη βαθιά πνευματική εμπειρία. Αυτήν που ο ίδιος γνώρισε και εφάρμοσε στη ζωή του ως κανόνα θεογνωσίας και σωτηρίας «εις επίγνωσιν του μυστηρίου του Θεού ... εν ω εισί πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι» ( Κολ. 2: 2 – 3 )
Πηγή: Ρομφαία
«Τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ στάλθηκε από τον Θεό ο άγγελος Γαβριήλ σε μια παρθένο, που ήταν μνηστευμένη με έναν άνδρα». Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να αποκαλύψει την παγκόσμια σωτηρία των ανθρώπων. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, να φέρει στον Αδάμ τη βέβαιη αποκατάστασή του. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, στην παρθένο, για να μεταβάλει την ατιμία του γυναικείου φίλου σε τιμή. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να προετοιμάσει τον νυμφικό θάλαμο, ώστε να είναι αντάξιος για τον αμόλυντο Νυμφίο. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να συντελέσει να νυμφευθεί το πλάσμα με τον πλάστη. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, στο έμψυχο παλάτι του βασιλιά των αγγέλων. Στάλθηκε ο Γαβριήλ στην παρθένο που ήταν αρραβωνιασμένη με τον Ιωσήφ, αλλά που προοριζόταν για τον Ιησού, τον Υιό του Θεού. Στάλθηκε ο ασώματος δούλος σε αμόλυντη παρθένο. Στάλθηκε ο χωρίς αμαρτίες σ’ αυτήν που δεν θα γνώριζε τη φθορά. Στάλθηκε ο λύχνος, για να αναγγείλει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Στάλθηκε ο όρθρος, που έρχεται πριν από το φως της ημέρας. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να διαλαλήσει αυτόν που βρίσκεται στους κόλπους του Πατέρα και στην αγκαλιά της μητέρας. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να δείξει αυτόν που κάθεται σε θρόνο αλλά και σε σπηλιά. Στάλθηκε ένας στρατιώτης, για να διατυμπανίσει το μυστήριο του μεγάλου βασιλιά. Χαρακτηρίζω μυστήριο αυτό που γίνεται κατανοητό με την πίστη και δεν εξερευνάται με τη φιλομάθεια, πρόκειται για μυστήριο που είναι άξιο προσκυνήσεως και όχι σχολαστικής εξετάσεως, δηλαδή για μυστήριο που είναι αντικείμενο θεολογικής έρευνας και όχι για κάτι που υπόκειται σε ακριβή μέτρηση.
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακής 20 Μαρτίου 2022.
«Νῆψον, γρηγόρησον, στέναξον, δάκρυσον, διά νηστείας, ὅλον τῆς ἁμαρτίας τόν φόρτον, ψυχή, ἀπόρριψον· τῇ θερμῇ μετανοίᾳ ἀπόφυγε τό πῦρ, καί διά πένθους τῶν παθῶν τόν πενθήρη χιτῶνα διάρρηξον, τήν στολήν τήν θείαν λαμβάνουσα» (Ὠδή β΄, ἦχος β΄).
Μπήκαμε στην περίοδο της Νηστείας, την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής, και η Εκκλησία μας εδώ και αρκετές ημέρες μας θυμίζει ότι πρόκειται για τον «καιρόν» της μετανοίας,
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακής 6 Μαρτίου 2022.
Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἄγγελος καὶ Ἁγνὴ καὶ ἦσαν πιστοὶ χριστιανοί. Ὁ μικρὸς Ἰωάννης (ἔτσι ὀνομαζόταν ὁ Ἅγιος πρὶν γίνει μοναχός) πέρασε δύσκολα παιδικὰ χρόνια, διότι πέθανε ἡ μητέρα του ὅταν αὐτὸς ἦταν ἀκόμα πολὺ μικρός, ὁπότε ὁ πατέρας του Ἄγγελος ξαναπαντρεύτηκε μιὰ σκληρὴ γυναῖκα, ἡ ὁποία δὲν ἔχανε εὐκαιρία νὰ τιμωρεῖ καὶ νὰ βασανίζει τὸν μικρὸ Ἰωάννη.
Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΗΛΙΑΣ TΣΕΤΒΕΡΟΥΧΙΝ (†16 Φεβρ. 1934)
ΚΑΙ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ
When a manfully and posttively turns
to the side of eternal truth, or else
completely turns away from it,
he no longer lives and is obliged to die.
He has gone through everything that this
life can give and has become ripe
for the future.
St. Herman the New Martyr
Η ζωή του π. Ηλία είναι στενά συνδεδεμένη με τη ζωή της εναρέτου συζύγου που του έδωσε ο Θεός, η οποία μοιράστηκε μαζί του όλες τις λύπες και τις χαρές. Η Ευγενία ήταν μια πολύ ευσεβής κόρη που σκεπτόταν να γίνη μοναχή, αλλά με τη συμβουλή του Γέροντος Βαρνάβα της Σκήτης της Γεθσημανή, άρχισε να αναζητά έναν ευσεβή σύζυγο. Οι γονείς του Ηλία είχαν μεγάλα σχέδια για τον γυιό τους επειδή ήταν ένας λαμπρός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο. Όταν όμως γνώρισε την Ευγενία άρχισαν και οι δυο να μελετούν με πόθο πνευματικά βιβλία. Εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο και μια δελεαστική καριέρα και εισήλθε στο ιερατικό Σεμινάριο του Αγίου Σεργίου της Λαύρας της Αγίας Τριάδος.
Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση αγίων Γερόντων. Η μητέρα της γνώριζε πολλούς Γέροντες και συχνά τους επισκεπτόταν. Βλέποντας αυτό ο Ηλίας Νικολάγιεβιτς θέλησε να έχη και αυτός ένα Γέροντα, ο οποίος θα τον καθοδηγούσε. Η Ευγενία του συνέστησε να πάη στη Σκήτη της Γεσθημανή, στον Γέροντα Βαρνάβα. Την άλλη μέρα ο νεαρός ιεροσπουδαστής πήγε στον Γέροντα. Ο Γέροντας τον δέχθηκε με ευγένεια, τον έβαλε να καθίση, του έφερε σαμοβάρι και του έδωσε να πιη τσάι, ενώ συνεχώς του έλεγε καθώς τον κτυπούσε χαϊδευτικά στο κεφάλι:
› Είσαι ο μάρτυράς μου! Είσαι ο ομολογητής μου!
Μετά του έδωσε μερικές συμβουλές και τον άφησε να φύγη. Ο ιεροσπουδαστής γύρισε χαρούμενος στον ξενώνα. Επιτέλους, είχε βρη έναν πνευματικό οδηγό στον οποίο θα μπορούσε να εμπιστευθή όλη του τη ζωή! Το βράδυ πήγε στον ναό και με κατάπληξι άκουσε να μνημονεύουν τον κεκοιμημένο ιερομόναχο Βαρνάβα! Πόσο μεγάλη ήταν πραγματικά η έκπληξίς του και η λύπη του όταν έμαθε ότι λίγες ώρες μετά την αναχώρησί του, ο Γέρων Βαρνάβας πέθανε! Ταραγμένος επέστρεψε στο σπίτι του.
Αλλά ο Κύριος δεν άφησε ανεκπλήρωτη την βαθειά επιθυμία της γεμάτης πίστι ψυχής του. Μετά από λίγο καιρό οι συσπουδασταί του τού πρότειναν να τον πάρουν μαζί τους στο ερημητήριο του Ζωσιμά, που δεν ήταν μακρυά από την Λαύρα της Αγίας Τριάδος, για να δουν τον ερημίτη Γέροντα Αλέξιο (ο οποίος αργότερα ανέσυρε τον κλήρο για την εκλογή του Πατριάρχου Τύχωνος). Ο Ηλίας δέχθηκε ευχαρίστως. Ο Γέροντας τους υποδέχθηκε εγκάρδια και σύντομα έγινε ο πνευματικός οδηγός του Ηλία και της μνηστής του. Όταν για πρώτη φορά τους είδε μαζί, ανεφώνησε:
› Τι ψηλός που είναι αυτός, και τι μικρούλα αυτή!
Πραγματικά ο Ηλίας ήταν πολύ ψηλός και δυνατός, πραγματικός ιππότης, ενώ η Ευγενία ήταν ένα μικροκαμωμένο και ευαίσθητο κορίτσι. Με την ευλογία του Γέροντος Αλεξίου συνηντώντο δυο φορές τον μήνα στο σπίτι της Ευγενίας, και δυο φορές το μήνα μπορούσε να της γράφη ένα γράμμα, το οποίο όμως έπρεπε να το διαβάζη προηγουμένως η μητέρα της Ευγενίας. Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια... Ο Ηλίας τελείωσε με επιτυχία το Σεμινάριο και άρχισε να σπουδάζη στη Θεολογική Ακαδημία.
Τότε η Ευγενία ήταν 25 ετών, δηλαδή όχι πια νέα κατά την αντίληψι της εποχής εκείνης. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένας νόμος, κατά τον οποίο οι φοιτηταί της Ακαδημίας μπορούσαν να ήταν έγγαμοι. Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγησι ενός Γέροντος στη Μόσχα ο οποίος συνέστησε επίσπευσι του γάμου τους. Ο Ηλίας υπακούοντας στον Γέροντα πήγε στους γονείς της Ευγενίας. Αλλά τότε παρουσιάστηκε ένα απροσδόκητο εμπόδιο: ο πατέρας της Ευγενίας αρνήθηκε κατηγορηματικά να του την δώση για σύζυγο επειδή δεν είχε δυνατότητα να την συντηρήση. Ο Ηλίας θύμωσε και έφυγε βροντώντας πίσω του την πόρτα. Όμως η μητέρα της Ευγενίας τον έπεισε να την ζητήση πάλι από τον πατέρα της. Και χρειάστηκε να τονίση επανειλημμένα ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μόνο με τα δικά τους μέσα, αν και στην πράξι όλα τα χρήματα που είχαν ήταν ένα μικρό ποσό που είχε συγκεντρώσει η Ευγενία παραδίδοντας μαθήματα μουσικής, και το οποίο είχε βάλει στην άκρη με την ευλογία της μητέρας της, για την προίκα της. Τελικά ο πατέρας της συμφώνησε. Έκαναν ήσυχα και ταπεινά την τελετή του γάμου τους και αμέσως μετά έφυγαν για το γαμήλιο ταξείδι. Πήγαν στο ερημητήριο του Ζωσιμά για να ετοιμαστούν για τη μετάληψι της θείας Κοινωνίας, κοντά στον αγαπημένο τους Γέροντα.
Όλα τα μέλη της οικογενείας της Ευγενίας σέβονταν πολύ τον Γέροντα Αλέξιο. Ένας από τους συγγενείς της, ο οποίος αργότερα έγινε μοναχός, πήγαινε συχνά στο ερημητήριο του Ζωσιμά και έβλεπε επανειλημμένα το ίδιο όνειρο. Του φαινόταν σαν να ήταν κάποια μεγάλη γιορτή. Ο ιδρυτής της Μονής, ο ασκητής Ζωσιμάς, στεκόταν στη μέση της Ωραίας Πύλης και εμύρωνε κάθε έναν που ερχόταν. Μετά το μύρωμα, με τα ολόλαμπρα λευκά τους ενδύματα, περνούσαν κατ’ ευθείαν μέσα από την Ωραία Πύλη! Το όνειρο αυτό, ειδικά επειδή επαναλαμβανόταν τόσο συχνά και επειδή έμπαιναν στο Ιερό ακόμη και γυναίκες, προκάλεσε μεγάλη απορία στον νέο αυτόν. Τελικά, όταν είδε το όνειρο για έκτη φορά, πήγε στον Γέροντα Αλέξιο. Ο Γέροντας δεν αποκάλυψε την εξήγησι του ονείρου, αλλά μόνο ρώτησε αν ήταν πολλοί άνθρωποι.
› Ήταν πολλοί, πάτερ, ολόκληρο πλήθος!
› Ωραία! Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ! επανέλαβε χαρούμενα ο Γέροντας.
Οι νεαροί νεόνυμφοι έμειναν ένα μήνα στο μοναστήρι. Μετά γύρισαν στη Μόσχα και νοίκιασαν ένα διαμέρισμα στην περιοχή Σέργκιεφ Ποσάντ, κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου.
Ζούσαν πολύ φτωχικά, αλλά όπως υποσχέθηκαν στον πατέρα της Ευγενίας, ζούσαν μόνο με δικά τους χρήματα. Η Ευγενία πάντα τόνιζε ότι σ' όλη τους τη ζωή ποτέ δεν χρωστούσαν σε κανέναν ούτε μια δεκάρα.
Ζούσαν τόσο φτωχικά που η Ευγενία αναγκαζόταν να ρίχνη στη σόμπα μόνο έξι ξύλα την ημέρα για να ζεστάνη το διαμέρισμα, το οποίο έτσι δεν ήταν ποτέ αρκετά ζεστό.
Όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί τους, έστειλαν αμέσως τηλεγράφημα στην αδελφή της Ευγενίας. Όταν ήρθε κοντά τους, τους εξήγησε ότι έμαθε τη γέννησι του παιδιού πριν πάρη το τηλεγράφημα!
› Μα πώς; τη ρώτησαν.
› Ο άγιος Σεραφείμ εμφανίστηκε στο όνειρό μου και μού είπε: «Πήγαινε να τους συγχαρής! Έχουν γυιό και το όνομα του είναι Σέργιος».
Πράγματι ωνόμασαν τον πρώτο τους γυιό Σέργιο και τον δεύτερο Σεραφείμ.
Ο π. Ηλίας τελείωσε την Ακαδημία πριν ξεσπάση η επανάστασις (του 1917). Μετά την χειροτονία του, υπηρέτησε για ένα μικρό διάστημα στην εκκλησία ενός πτωχοκομείου, κατόπιν μετετέθη στην εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ της Μόσχας, όπου και υπηρέτησε μέχρι τη σύλληψί του το 1932.
Ο π. Ηλίας ήταν ένας ευλαβής ιερεύς. Ποτέ δεν συντόμευε τις ακολουθίες. Κανοναρχούσε τα στιχηρά και συχνά διάβαζε τους κανόνες (που συνήθως παραλείπονταν στις ρωσικές ενορίες). Η πρεσβυτέρα πήγαινε κάθε μέρα στην εκκλησία και διηύθυνε τη χορωδία. Σ' εκείνη τη θλιβερή εποχή, μετά το ξέσπασμα της επαναστάσεως, η εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ ήταν φάρος πνευματικού φωτός για πολλούς πιστούς. Μία ενορίτισσα του π. Ηλία αναπολεί:
› Ω, η εκκλησία μας στο Τολματσέφ, άστραφτε από καθαριότητα! Αλλά ήταν τόσο κρύα, που πάγωναν τα πόδια σου στο πάτωμα!
Όμως η πρεσβυτέρα, σε οποιαδήποτε περίσταση, ποτέ δεν έχανε την ελπίδα της στο Θεό.
Κάποτε, την ημέρα της εορτής του αγίου Νικολάου, η πρεσβυτέρα γυρνούσε από την εκκλησία και, βάζοντας το χέρι της στην τσέπη, ανακάλυψε ότι ήταν άδεια. Τέτοια μέρα κάθε χρόνο, συνήθιζαν να καλούν ενορίτες στο σπίτι τους για ένα λιτό γεύμα. Η πρεσβυτέρα γύρισε γρήγορα στην εκκλησία και ρώτησε τον π. Ηλία αν είχε καθόλου χρήματα. Αυτός, με λυπημένο βλέμμα, της έδωσε μόνο μερικά κέρματα. Δεν γινόταν τίποτε. Η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το σπίτι. Στον δρόμο συλλογιζόταν τι ωραία που θα ήταν αν είχε μονάχα δύο ρούβλια, θα αγόραζε κάμποσα μπιζέλια, λίγο λάδι, κάτι άλλο ακόμη και αυτά θα τους έφθαναν. Με τέτοιες σκέψεις βάδιζε για το σπίτι.
Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη ημέρα, και μπροστά από το σπίτι τους είχαν σχηματιστή λακκούβες με λασπόνερα. Τα πόδια της τα είχε τυλιγμένα με πανιά, αφού την εποχή εκείνη ήταν αδύνατο να βρεθούν παπούτσια, και μ' αυτή την υπόδησι πηδούσε πάνω από τα λασπόνερα. Ξαφνικά βλέπει μπροστά της δυό προσεκτικά διπλωμένα χαρτονομίσματα, που έπλεαν στο νερό σαν δυό μικρές βαρκούλες. Τα πήρε, τα ξεδίπλωσε, ήταν δυο ρούβλια! Άρχισε να ρωτά τους διαβάτες αν έχασαν δυο ρούβλια, αλλά όλοι απαντούσαν αρνητικά. Τότε η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε τον Θεό και επανέλαβε για άλλη μια φορά τον λόγο του Κυρίου: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. ς' 33). Κατόπιν άρχισε να ετοιμάζη ένα λιτό γεύμα.
Κάποια άλλη φορά, η πρεσβυτέρα και ο π. Ηλίας απεφάσισαν να πάνε στο ερημητήριο του Ζωσιμά. Εκείνο τον καιρό το Μοναστήρι δεν μπορούσε πια να παραθέτη τράπεζα για τους επισκέπτες, αφού μόλις και μετά βίας επαρκούσαν τα τρόφιμα για τους μοναχούς. Αν και δεν είχαν τότε ούτε μια δεκάρα, εντούτοις η πρεσβυτέρα δεν άλλαξε την απόφασι να ξεκινήσουν για το προσκύνημα, και πήγε σ' έναν ηλικιωμένο αναγνώστη να τον παρακάλεση, αν μπορούσε, να προσέχη τα παιδιά τους όσο θα έλειπαν. Στο δρόμο επανελάμβανε: «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. νδ' 23). Αυτό ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρεσβυτέρας: τα λόγια της Γραφής, τα οποία για πολλούς ανθρώπους είναι απλές λέξεις που τις αποστηθίζουν από τα βιβλία, γι' αυτήν ήταν λόγοι ολοζώντανοι και αληθινοί.
Γυρνώντας στο σπίτι, είδε ξαφνικά ένα μακρύ αντικείμενο τυλιγμένο σ' ένα λινό σάκκο. Η πρεσβυτέρα φοβήθηκε ότι ήταν ένα πτώμα και άρχισε να τρέχη. Μετά όμως πρόσεξε ότι αυτό το αντικείμενο δεν ήταν τόσο μεγάλο και πίεσε τον εαυτό της να υπερνικήση τον φόβο και να επιστρέψη. Με τη σκέψι ότι πιθανόν θα ήταν κάποιο παιδί που το είχαν εγκαταλείψει, κύτταξε μέσα στο σάκκο και έμεινε κατάπληκτη από το θέαμα. Ήταν γεμάτος με διάφορα τρόφιμα, κρέας, λάδι, ψωμί, δηλαδή ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για το ταξείδι τους! Πιθανόν κάποιος χωρικός τα έφερε για να τα πουλήση στην πόλι, αλλά φοβήθηκε την εθνοφυλακή και έρριξε το σάκκο στην άκρη του δρόμου.
Βέβαια, δεν είχαν όλες οι δυσκολίες τέτοια ευτυχή κατάληξι για την πρεσβυτέρα, αλλά αυτή ποτέ δεν έχανε την πνευματική της εγρήγορσι. Κάποτε ήρθε κάποια άγνωστη και πρότεινε να της πουλήση μια τσάντα γεμάτη με λαχανικά σε τιμή μάλλον χαμηλή. Με μεγάλη δυσκολία συγκέντρωσε το ποσό και το έδωσε στη γυναίκα, η οποία την έφερε στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου, όπως έλεγε, ήταν τα τρόφιμα. Όταν έφθασαν στο σταθμό η γυναίκα είπε στην πρεσβυτέρα να την περιμένη και αυτή μπήκε στον θάλαμο του σταθμού για να φέρη τα τρόφιμα. Η πρεσβυτέρα περίμενε μερικές ώρες προτού πάη η ίδια στον θάλαμο, μόνο και μόνο για να δη ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν ήταν κανείς εκεί μέσα. Πόσο δύσκολο της ήταν να γυρίση στο σπίτι, όπου την περίμεναν τα πεινασμένα παιδιά και ο παπάς της τόσο ανυπόμονα! Στον δρόμο της επιστροφής η πρεσβυτέρα συλλογιζόταν πώς είναι δυνατόν να προσευχηθή κανείς για τέτοιους ανθρώπους. Πάντως αυτοί μας βοηθούν στη σωτηρία της ψυχής μας, ενώ συγχρόνως, χάνουν τη σωτηρία της δικής τους ψυχής. Όταν η πρεσβυτέρα μπήκε στο δωμάτιο και είδε όλους να την κοιτάζουν με απορία, είπε:
› Παιδιά, σηκωθήτε! Ας προσευχηθούμε! "Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν". Μας έκλεψαν!
Αλλά όλες αυτές οι θλίψεις ήταν ασήμαντες μπροστά στην οδύνη της πρεσβυτέρας όταν ο μικρότερος γυιός της, ο Βάνια, πέθανε. Έπαιζε με κάποια μεγαλύτερα παιδιά στον δρόμο και άρπαξε ένα κρυολόγημα, και καθώς η πρεσβυτέρα δεν μπορούσε να τον προσέχη συνεχώς (κάθε μέρα συμμετείχε στη χορωδία της εκκλησίας) το κρύωμα γύρισε σε μηνιγγίτιδα. Και τότε ακριβώς η πρεσβυτέρα έσπασε το χέρι της... Όλες μαζί οι συμφορές έπεσαν επάνω της: η θανατηφόρος αρρώστια του γυιού της, το σπασμένο χέρι της, η πείνα... Αλλά αυτή κατάφερνε να παρίσταται καθημερινά στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, όπως πριν.
Ο Βάνια πονούσε τόσο ανυπόφορα, ώστε ρωτούσε τη μητέρα του:
› Είναι αλήθεια, μητέρα, ότι είμαι κι εγώ ένας μάρτυρας;
Πέθανε την ίδια μέρα που πέθανε και ο Γέροντας Αλέξιος. Ο π. Ηλίας στον επικήδειο λόγο του είπε ότι αυτή την ημέρα πέθανε ένα πολύ μικρό παιδί αφού υπέφερε πολύ περισσότερο από τους μεγάλους, αν και δεν είχε ανάλογες αμαρτίες. H μοναχή που υπηρετούσε στο ιερό ήρθε στην πρεσβυτέρα και της είπε:
› Αγαπητή μου πρεσβυτέρα, συγχαρητήρια, έχεις ήδη ένα γυιό στον Παράδεισο!
Στο τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα δεν θυμόταν τα σχετικά με τον Βάνια. Συνήθιζε να λέη:
› Είχα πέντε παιδιά.
Και μετά, με λυπημένο χαμόγελο, πρόσθετε:
› Δεν θυμάμαι όλα όσα πέρασα στη ζωή μου. Ο Κύριος μου πήρε από την μνήμη τα πιο δύσκολα.
Ο π. Ηλίας ζούσε ασκητική ζωή. Μόνο δυο εβδομάδες τον χρόνο περνούσε με την οικογένεια του στην εξοχή, όπου τα παιδιά μπορούσαν να ξεκουραστούν, κατά την διάρκεια απαραιτήτων επισκευών και καθαριότητος του ναού. Κατά κανόνα εκτελούσε κάθε μέρα όλες τις ακολουθίες χωρίς να παραλείπη ή να συντομεύη τίποτα. Το βράδυ μετά τις ιερές ακολουθίες, γίνονταν πνευματικές συζητήσεις.
Η πρεσβυτέρα φρόντιζε καθημερινά να μπορή ο παπάς της να δειπνά πριν από τα μεσάνυχτα. Γυρνούσε στο σπίτι κάθε μέρα μετά τις ένδεκα. Το πρωί ο π. Ηλίας θα κοιμόταν ακόμη, όταν θα παρουσιαζόταν βιαστικά κάποια πνευματική του κόρη ρωτώντας αν έχη σηκωθή (οι περισσότεροι ενορίτες ήταν νεαροί). Η πρεσβυτέρα ποτέ δεν γκρίνιαζε γι’ αυτές τις ενοχλήσεις, μόνο έλεγε:
› Κάποια δούλη του Θεού ήρθε, δεν φαίνεται τόσο χαρούμενη.
Λίγο αργότερα, αυτή η δούλη του Θεού εκαλείτο στον "κλήρο"[2] για συνομιλία.
Αργότερα, ο επίσκοπος Ιωάννης είπε στην πρεσβυτέρα (η οποία πήγαινε στήν εκκλησία του μετά τον θάνατο του π. Ηλία):
› Ο παπάς σου ήταν το πρότυπό μου, και εσύ ήσουν η πιστή βοηθός του σε όλα.
Σ' εκείνους τους δύσκολους καιρούς της πείνας κατάφεραν να διατηρήσουν την ομορφιά και την λάμψι της εκκλησίας και τον πλούτο των αμφίων. Πόσο υπερήφανοι ήταν όταν έβλεπαν τον ιερέα τους να λειτουργή με πλούσια και όμορφα άμφια, ή όταν τους διάβαζε και τους εξηγούσε τα έργα των αγίων Πατέρων! Κάποτε, μετά από μια ιδιαίτερα επιτυχημένη ομιλία για τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, όταν ο π. Ηλίας πέρασε πίσω από τον "κλήρο", η πρεσβυτέρα του ψιθύρισε:
› Το ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν (από το απολυτίκιο του αγίου).
Ήταν τότε το έτος 1932. Παντού γίνονταν έρευνες, συλλήψεις και εξορίες. Μερικοί ενορίτες συνελήφθησαν, μαζί με πολλούς συγγενείς τους. Τον π. Ηλία τον κάλεσαν στη NKVD[3] και του υπεσχέθησαν ότι δεν θα τον πειράξουν καθόλου, αρκεί μόνο να εγκατέλειπε την ιερωσύνη. Κάποιοι φίλοι του προσπαθούσαν να τον βάλουν σε μια καλή θέσι στην Πινακοθήκη Τρετιακώφ, ως ειδικό της τέχνης. Μη ξέροντας τι να κάνη, ο π. Ηλίας γύρισε στο σπίτι και η πρεσβύτερα, τον ενίσχυσε στον αγώνα της ομολογίας.
Μετά από λίγο ήταν η ονομαστική εορτή του π. Ηλία και ήρθαν μερικοί επισκέπτες. Ο πατερούλης είχε βρη πάλι το κέφι του και ήταν εύθυμος και χαρούμενος. Οι επισκέπτες έφυγαν αργά το βράδυ. Σε λίγα λεπτά ένα κορίτσι επέστρεψε και ψιθύρισε στην πρεσβυτέρα ότι η αστυνομία παρακολουθούσε στενά το σπίτι τους. Η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε το κορίτσι και βγήκε έξω. Μια ομάδα τριών ανδρών την πλησίασε και τη ρώτησε που μένουν οι Τσετβιρούχιν. Η πρεσβυτέρα τους έδειξε το σπίτι, τους είπε τον αριθμό του διαμερίσματος και αμέσως έτρεξε στο σπίτι.
› Παπά. ήρθαν για σένα! είπε μόλις μπήκε στο δωμάτιο.
Ο π. Ηλίας φόρεσε το επιτραχήλιο του Γέροντος Αλεξίου και διάβασε την "ευχή επί τη ενάρξει παντός αγαθού έργου". Δεν πρόλαβε να πη τις τελευταίες λέξεις και ακούστηκε ένα τραχύ κτύπημα στην πόρτα. Η πρεσβυτέρα τους υποδέχθηκε με μια ελαφρά υπόκλιση:
› Περάστε.
Φαίνονταν βιαστικοί και ρώτησαν σαστισμένοι:
› Εσύ δεν ήσουν που μας έδειξες το δρόμο;
› Ναι.
› Λοιπόν, ετοίμασε τα πράγματά του.
Καθώς η πρεσβυτέρα ετοίμαζε βιαστικά ό,τι ήταν απαραίτητο, αυτοί έκαναν μια επιφανειακή έρευνα. Γενικά ήταν πολύ ευγενικοί και τους επέτρεψαν να αποχαιρετιστούν. Φεύγοντας ένας απ’ αυτούς είπε:
› Λοιπόν, παπαδιά, μπορείς να κοιμηθής ήσυχη. Δεν θα σε ενοχλήσουμε άλλο[4].
› Πώς μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη τώρα; απάντησε η πρεσβυτέρα.
Όλη τη νύχτα την πέρασε με προσευχή και δάκρυα. Κατά το πρωί όμως αποκοιμήθηκε και τότε είδε μια ανέκφραστα μεγαλόπρεπη Κυρία που της είπε:
› Μη φοβάσαι! Δεν θα πάθη τίποτε ο παπάς σου στη φυλακή. Εγώ θα μεσιτεύω γι' αυτόν.
› Πραγματικά έχεις εσύ εξουσία μέσα στη φυλακή; ρώτησε η πρεσβυτέρα με έκπληξη.
› Εγώ έχω παντού εξουσία. Μη φοβάσαι· δεν θα πάθη τίποτε στη φυλακή. Εσύ όμως να προσεύχεσαι στον Αδριανό και στη Ναταλία!
Και μ’ αυτά τα λόγια η υπέροχη Κυρία εξαφανίστηκε! Η πρεσβυτέρα ξύπνησε με μεγάλη απορία: γιατί η Θεοτόκος (κατάλαβε ότι αυτή που είχε έρθει ήταν η Πανάμωμος Παρθένος) της έδωσε εντολή να προσεύχεται στους αγίους Αδριανό και Ναταλία; Όταν όμως διάβασε το συναξάρι τους (26 Αυγούστου) και διεπίστωσε ότι ο Αδριανός ήταν μάρτυς ενώ η Ναταλία υπέφερε μαζί του λόγω της αγάπης της πρός αυτόν και τον ενίσχυε στο μαρτύριο, τότε κατάλαβε γιατί η Υπεραγία Θεοτόκος της είπε να προσεύχεται σ' αυτούς τους αγίους.
Μετά τη σύλληψι του π. Ηλία και άλλες θλίψεις βρήκαν την πρεσβυτέρα. Τους έδιωξαν από το διαμέρισμα, και για ένα διάστημα ήταν περιπλανώμενοι εδώ κι εκεί, έως ότου κάποια οικογένεια τους πήρε μαζί τους. Έδιωξαν τα παιδιά από το σχολείο, τους έκλεψαν την τεράστια βιβλιοθήκη τους. Όμως η μεγαλύτερη δοκιμασία ήταν ο θάνατος της μοναχοκόρης τους. Η Μάσενκα ήταν το μικρότερο παιδί της οικογενείας. Όταν η πρεσβυτέρα περίμενε τη γέννησί της, επισκέφθηκε τον Γέροντα Αλέξιο, ο οποίος τότε ζούσε ακόμη. Την υποδέχθηκε με την ερώτησι:
› Ποιος είναι;
› Η αμαρτωλή Ευγενία.
› Είσαι μόνη σου;
› Όχι, πάτερ, είμαστε δύο!
Πλησιάζοντας για να πάρη την ευχή του, ρώτησε:
› Πάτερ, τι θα κάνω;
› Κόρη, μόνο που θα πρέπη να της ράψης νυφικό.
› Μα φυσικά, αν έχη κανείς κορίτσι θα πρέπη να του ράψη το νυφικό του, είπε έκπληκτη η πρεσβυτέρα.
Μόνο μετά τον θάνατο της Μασένκα κατάλαβε τα λόγια του Γέροντα —ότι η θυγατέρα της θα γινόταν νύφη Χριστού.
Η κόρη της πέθανε από μια συνηθισμένη παιδική αρρώστια. Ο ασθενικός οργανισμός της (ήταν μόνο πέντε ετών) δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπίση συγχρόνως την πείνα, το κρύο και την αρρώστεια. Κάτω από τέτοιες συνθήκες (τότε είχε πεθάνει και η μητέρα της Ευγενίας) την ενδυνάμωνε, όπως έλεγε η ίδια, μόνο ένα πράγμα: η προσευχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την οποία επανελάμβανε ακατάπαυστα:
› Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν.
Λόγω αυτών των δοκιμασιών, μόνο μετά από δυο χρόνια μπόρεσε η πρεσβυτέρα να πάη στον σύζυγό της, που ήταν τότε εξόριστος στην περιοχή του ποταμού Κράσναγια Βίσερα. Ήταν πολύ δύσκολο να πάη σ' αυτήν την απομονωμένη βόρεια περιοχή κατά την εποχή της ανοίξεως οπότε είχε πολλές λάσπες, αλλά τελικά έφθασε στον προορισμό της. Έφερε για τον π. Ηλία ένα Ευαγγέλιο και ένα μικρό φιαλίδιο με αγιασμό. Το Ευαγγέλιο το άρπαξαν αμέσως, ενώ για το φιαλίδιο ρώτησαν:
› Τι είναι αυτό;
› Για σας είναι απλό νερό, αλλά για μένα είναι κάτι ιερό. Είναι το φάρμακό μου, απάντησε η πρεσβυτέρα και τελικά της επέτρεψαν να του το δώση.
Με την πρώτη ματιά η Ευγενία κατάλαβε ότι ο π. Ηλίας ήταν πολύ διαφορετικός. Δεν την ευλόγησε, αλλά αντίθετα της είπε:
› Τώρα εδώ δεν ασκώ πια την ιερωσύνη.
Φαινόταν σαν να τον είχαν βασανίσει, σαν να είχε καταρρεύσει. Η συνάντησι κράτησε πολύ και ο π. Ηλίας μπόρεσε να της πη τα πάντα.
Μετά τη σύλληψί του τον έφεραν στη φυλακή, όπου τον έβαλαν σε ένα "ειδικό κελλί". Ο μικρός θάλαμος ήταν εντελώς γεμάτος και με την πρώτη ματιά φαινόταν ότι δεν υπήρχε καθόλου άδειος χώρος. Ο π. Ηλίας δεν ήξερε τι να κάνη, αλλά κάποιος του φώναξε:
› Χώσου κάτω από τα κρεββάτια!
Αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο γι' αυτόν που ήταν τόσο ψηλός. Τελικά όμως μπόρεσε να χωθή κάτω από τα ξύλινα κρεββάτια και να ξαπλώση στο βρώμικο πάτωμα, που ήταν γεμάτο από φτυσίματα.
Ήταν αδύνατο να κοιμηθή κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν τον άφηναν άλλωστε οι φωνές και οι βλαστήμιες που ακούγονταν στον θάλαμο. Θυμήθηκε τα πνευματικά του τέκνα και πόσο τον σέβονταν και ξέσπασε σε δάκρυα. Της είπε ακόμη πώς τους έφεραν στην επαρχία Κράσναγια Βίσερα. Τους ανάγκασαν να περπατούν πάνω στο χιόνι, που είχε παγώσει επιφανειακά. Το λεπτό στρώμα του πάγου έσπαζε κάτω από τα πόδια τους και οι κατάδικοι σε κάθε βήμα βυθίζονταν μέσα στο χιόνι μέχρι τη μέση. Κάποιος που βάδιζε πίσω από τον π. Ηλία είπε:
› Πάντα αγαπούσα το δάσος, τώρα όμως το μισώ, και έκανε μια απειλητική χειρονομία με τη γροθιά του προς το δάσος.
Βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, χωρίς να έχουν φάη ή πιη τίποτα όλη την ημέρα, αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα μέσα σε μια καλύβα. Οι εξουθενωμένοι άνδρες αμέσως έπεσαν στο πάτωμα και αποκοιμήθηκαν σαν πεθαμένοι.
Μόνο ο π. Ηλίας έμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στα βαθειά μεσάνυχτα ένας αναστεναγμός ξέσπασε από τα βάθη της καρδιάς του:
› Ω Κύριε, γιατί με εγκατέλειψες; Σε υπηρέτησα τόσο πιστά. Ολόκληρη τη ζωή μου την αφιέρωσα σε Σένα. Πόσες φορές διάβασα τον Ακάθιστο Ύμνο και τους Κανόνες. Μέ πόση ευλάβεια υπηρετούσα στην εκκλησία. Γιατί με εγκατέλειψες και υποφέρω τόσο πολύ; Ω Υπεραγία Θεοτόκε, ω άγιε ιεράρχα Νικόλαε, ω άγιε πάτερ Σεραφείμ, πάντες οι Άγιοι του Θεού! Μετά απ’ όλες τις προσευχές μου σε σας γιατί βασανίζομαι τόσο;
Όλη τη νύκτα έτσι έκραζε ενώπιον του Κυρίου. Ξαφνικά μια θεία επίσκεψι, σαν φλόγα, άγγιξε την πονεμένη ψυχή του και τη γέμισε με μια υπερκόσμια παρηγοριά. Το φως της πίστεως φώτισε μυστικά την καρδιά του και άναψε μέσα του μια ανέκφραστη και ακατανίκητη αγάπη προς τον Χριστό, την οποία όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος «ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β' Κορ. ιβ'4).
Όταν ξημέρωσε, ήταν νέος άνθρωπος, αναγεννημένος, σαν να είχε βαπτισθή εν πυρί (Ματθ. γ' 11). Μετά από αυτή τη νύκτα δεν μπορούσε πια να ζη μια συνηθισμένη ζωή. Ο ίδιος τόνισε στην πρεσβυτέρα:
› Και αν ακόμα μ' αφήσουν ελεύθερο, μη νομίσεις ότι θα λειτουργήσω ποτέ όπως πριν. Ο παλιός κόσμος έφυγε για πάντα, και δεν πρόκειται να ξαναγυρίση.
Ο κόσμος στον οποίο είχε συνηθίσει να ζη είχε εξαφανιστή για πάντα γι' αυτόν, επειδή είχε χαριστή σ' αυτόν μια υπερκόσμια εμπειρία, με την μεσιτεία της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως είχε υποσχεθή στην πρεσβυτέρα Ευγενία, τη σύγχρονη αγία Ναταλία. Συνεπώς είχε να διαλέξη ένα από τα δύο: ή να υποχωρήση και να γίνη ένας κανονικός σοβιετικός σκλάβος-πολίτης, ή να πεθάνη εντελώς ως προς αυτόν τον κόσμο. Η ευθύτης του χαρακτήρος του δεν του επέτρεπε, κάτω από συνθήκες αθεϊστικής καταπιέσεως, να "άρη τον ζυγόν" της ιερωσύνης. Το συνειδητοποίησε αυτό και διάλεξε τον θάνατο ως ένωσι με τον Ζωοδότη Χριστό, τον Κύριο μας!
Καθώς ο π. Ηλίας αποχαιρετούσε την πρεσβυτέρα, της είπε:
› Ξέρεις, η καρδιά μου φλέγεται από αγάπη για τον Χριστό. Νομίζω ότι ήλθα εδώ για να καταλάβω ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτε καλύτερο, τίποτε πιο θαυμαστό από Αυτόν. Θα ήθελα να πεθάνω γι' Αυτόν!
Αφού αποχαιρέτησε ο ένας τον άλλον, η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το μακρύ και δύσκολο ταξείδι της επιστροφής. Όταν έφθασε στο σπίτι, την περίμενε ένα τηλεγράφημα: «στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως άναψε μια πυρκαϊά και ο π. Ηλίας έγινε παρανάλωμα του πυρός μαζί με ένδεκα άλλους»! Πόσο ταιριαστό ήταν το όνομά του στη ζωή του και στον θάνατό του —Ηλίας σημαίνει ακριβώς "πύρινος"[5]!
Μετά τον τραγικό θάνατο του π. Ηλία η πρεσβυτέρα έπεσε άρρωστη για πολύ καιρό. Όταν έγινε καλά άρχισε να γράφη τα απομνημονεύματά της. Εκείνο τον καιρό είδε ένα όνειρο: εμφανίστηκε σ' αυτήν, όπως όταν ζούσε, ο π. Πέτρος Λαγκώφ, (ένας ιερεύς που είχε τουφεκισθή μερικά χρόνια πριν), και της είπε:
› Καλή μου πρεσβυτέρα, πρέπει να προσεύχεσαι στον άγιο Σέργιο, στον άγιο Σεραφείμ και στον άγιο ιερομάρτυρα Πάμφιλο. Ας προσευχηθούμε μαζί: άγιε πάτερ Σέργιε, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε πάτερ Σεραφείμ, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε ιερομάρτυς Πάμφιλε, πρέσβευε υπέρ ημών!
Όταν ξύπνησε η πρεσβυτέρα συλλογίσθηκε ότι η οικογένεια της πάντα σεβόταν τον άγιο Σέργιο και τον άγιο Σεραφείμ και έδωσαν τα ονόματα των δύο αυτών αγίων σε δύο αγόρια τους. Αλλά για τον ιερομάρτυρα Πάμφιλο, ούτε καν είχε ακούσει τίποτε. Όταν όμως πήγε στην εκκλησία και άνοιξε το Μηναίο, ανακάλυψε ότι εκείνη ακριβώς την ημέρα ήταν η εορτή του ιερομάρτυρος Παμφίλου (16 Φεβρουαρίου). Μελετώντας το συναξάρι του αγίου, έμαθε ότι ο άγιος Πάμφιλος ήταν ένας πρεσβύτερος πολύ μορφωμένος, που είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και ο οποίος μαρτύρησε μαζί με άλλους ένδεκα μάρτυρες, μερικοί από τους οποίους "πυρί ετελειώθησαν"!
Η υπόλοιπη ζωή της πρεσβυτέρας δεν ήταν εύκολη. Ήταν μόνη της. χωρίς τον σύντροφο της ζωής της, με ένα παιδί στην αγκαλιά της. Παρ' όλα αυτά εξακολουθούσε κάθε μέρα, όπως και πρώτα, να ψάλλη και να διευθύνη τη χορωδία της εκκλησίας. Μετά τον θάνατο του π. Ηλία, η πρεσβυτέρα έψαλλε στην εκκλησία του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, όπου λειτουργούσε ένας επίσκοπος που λεγόταν Ιωάννης. Ήταν αρκετά νέος, δεν είχε φθάσει ακόμη τα σαράντα. Αυστηρός ασκητής ο ίδιος, απαιτούσε από τους ψάλτες ακριβή τήρησι του Τυπικού. Οι μακρές μοναστηριακές ακολουθίες και η έντονη πνευματική ζωή της ενορίας δεν άρεσαν στις αρχές. Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1937 ήρθαν για να συλλάβουν τον Δεσπότη. Κάποιος τον είχε ήδη προειδοποιήσει και ήταν προετοιμασμένος για τη σύλληψή του. Όταν η αστυνομία τον κάλεσε να βγη έξω "για λίγα λεπτά" είπε στην πρεσβυτέρα:
› Αν δεν γυρίσω σε δεκαπέντε λεπτά, αρχίστε το Απόδειπνο χωρίς εμένα.
Φυσικά δεν γύρισε ποτέ!
H πρεσβυτέρα θυμόταν με μεγάλο σεβασμό τον επίσκοπο Ιωάννη. Ποτέ δεν άφηνε από τα χέρια της το κομποσχοίνι που της είχε δώσει, το οποίο από τη συνεχή χρήσι είχε γίνει γκρι (από άσπρο, όπως συνηθίζουν οι Ρώσοι). Το τοποθέτησαν στον τάφο μαζί της.
Όταν άρχισε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος η πρεσβυτέρα αντιμετώπισε πολλές νέες δοκιμασίες. Ο ένας γυιός της συνελήφθη, τους άλλους δυο τους έστειλαν στο μέτωπο, απ’ αυτούς ο μεγαλύτερος δεν γύρισε ποτέ! Αυτή η ίδια υπέφερε από την πείνα. Αλλά πάντοτε παρέμενε η ίδια ήρεμη πρεσβυτέρα, που πάντοτε ήλπιζε στον Θεό. Κάποτε όμως άρχισε να έχη αμφιβολίες, βλέποντας τόσες πολλές δυστυχίες να έρχονται στους πιστούς. Αναρωτιόταν μήπως πραγματικά είχε έλθη το τέλος της χριστιανικής πίστεως για τη Ρωσία. Μ' αυτές τις σκέψεις έπεσε να κοιμηθή και είδε ένα όνειρο. Η Θεοτόκος της είπε:
› Όσο ανάβει το καντήλι μπροστά στη λειψανοθήκη του αγίου Σεργίου, η Ρωσική Εκκλησία θα αντέχει.
Η πρεσβυτέρα εξακολουθούσε να αμφιβάλλη και γι' αυτό προσευχήθηκε:
› Ω Υπεραγία Θεοτόκε, αν ήσουν πράγματι Εσύ, κάνε να δω αυτό το όνειρο για δεύτερη φορά.
Την επομένη νύχτα πράγματι είδε πάλι το ίδιο όνειρο. Όταν το διηγείτο αυτό η πρεσβυτέρα, δεν παρέλειπε να προσθέτη:
› Και το καντήλι είναι ακόμη αναμμένο!
Τα χρόνια περνούσαν. Η πρεσβυτέρα ζούσε με τον ίδιο τρόπο ζωής όπως και προηγουμένως. Πάντοτε την περιτριγύριζαν πολλοί άνθρωποι, επειδή μετά τον θάνατο του π. Ηλία ανέλαβε την καθοδήγησι των πνευματικών του τέκνων, όπως της είχε ζητήσει ο ίδιος. Κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, οι οποίες ανάγκαζαν ακόμη και πολλούς κληρικούς να αποστατούν από την πίστι, αυτή κρατούσε κοντά στην Εκκλησία έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου η πρεσβυτέρα πήρε ένα γράμμα από τον μικρότερο γυιό της. Της έγραφε ότι γυρνούσε από το μέτωπο. Όλα τα παράθυρα του σπιτιού της ήταν σπασμένα και η πρεσβυτέρα ήθελε να τα επισκευάση πριν έρθη ο γυιός της. Γι' αυτή τη δουλειά όμως χρειαζόταν τουλάχιστον εκατό ρούβλια ενώ αυτή δεν είχε ούτε ένα καπίκι. Ως συνήθως, η πρεσβυτέρα έσπευσε στην προσευχή. Και την άλλη μέρα ήρθε μια νεαρή κόρη και της έδωσε εκατό ρούβλια! Φυσικά η πρεσβυτέρα έμεινε σαν κεραυνόπληκτη από έκπληξι, παίρνοντας ένα τέτοιο δώρο από ένα άγνωστο κορίτσι. Αλλά η κόρη της εξήγησε ότι τη νύχτα είδε στο όνειρό της τη μητέρα της, μια ενορίτισσα του π. Ηλία που είχε πεθάνει πριν από αρκετό καιρό, και της είπε:
› Θέλεις να δώσης στην πρεσβυτέρα Ευγενία εκατό ρούβλια για μνημόσυνο της ψυχής μου;
Κι έτσι ο Κύριος για άλλη μια φορά βοήθησε θαυματουργικά την πρεσβυτέρα.
Προς το τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα έλαβε από τον Κύριο ολοφάνερα το διορατικό χάρισμα. Μια φορά πήγαινε στην εκκλησία με μια πνευματική της κόρη. Με το συνηθισμένο γρήγορο βήμα της προσπέρασε δυο χωριατόπαιδα, τα οποία έβλεπε για πρώτη φορά. Η πρεσβυτέρα, χωρίς να σταματήση, τα χτύπησε ελαφρά στο κεφάλι και είπε:
› Νικόλαος και Σέργιος.
Τότε η συνοδός της απεφάσισε να ελέγξη τον λόγο της πρεσβυτέρας. Σταμάτησε και ρώτησε τα αγόρια πώς ονομάζονται. Η απάντησι ήταν:
› Νικόλαος και Σέργιος!
Ήδη η πρεσβυτέρα, κατά θεία παραχώρησι, είχε υποφέρει πάρα πολλούς πειρασμούς και δοκιμασίες, αλλ' όμως ο Κύριος ήθελε να δοκιμάση την πίστι της μέχρι τέλους, και κατά κάποιο τρόπο να διακηρύξη και να δείξη σ' έναν κόσμο που είχε παραφρονήσει, όλες τις αρετές της δούλης Του. Στα ογδόντα της χρόνια η πρεσβυτέρα έπεσε και έσπασε τα πλευρά της και λόγω εσφαλμένης θεραπείας οι μυς έγιναν ατροφικοί. Έτσι, μέχρι τον θάνατο της δεν μπόρεσε πια να σηκωθή από το κρεββάτι της. Για δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν κατάκοιτη και περνούσε τον καιρό της με τη μελέτη, την προσευχή και την πνευματική τροφοδότησι πολλών. Στα εννενήντα της χρόνια, λόγω απρόσεκτης νοσηλείας, έπαθε "κατάκλιση" (πληγές λόγω συνεχούς κατακλίσεως) και το σώμα της έγινε τόσο σαθρό ώστε αυτοί που φρόντιζαν την καθαριότητά της μπορούσαν να δουν τα οστά της σπονδυλικής της στήλης. Υπέφερε πάρα πολύ. Η νύφη της (ζούσε με τον μικρότερο γυιό της) συχνά την περιγελούσε και κάποτε της είπε:
› Να, εσύ έδωσες τα πάντα στον Θεό σου, και τον άνδρα σου και τα παιδιά σου. Αυτός τώρα πώς σε ξεπληρώνει έτσι;
› «Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. γ' 12), απάντησε η πρεσβυτέρα.
› Ε, τότε γιατί παιδεύει και μένα εξ αιτίας σου;
Η πρεσβυτέρα χαμογέλασε και είπε:
› Αυτό σημαίνει ότι αγαπά και σένα!
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της η πρεσβυτέρα ασχολήθηκε σοβαρά με την συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Προφανώς, είχε αντιληφθή τη μεγάλη σπουδαιότητα που είχαν τα γεγονότα τόσο της δικής της ζωής, όσο και της ζωής των άλλων ανθρώπων που έζησαν κοντά της. Αγαπούσε να θυμίζη ότι ήταν αυτόπτης μάρτυς της αναγνωρίσεως πολλών αγίων, και κυρίως του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ και του αγίου Ερμογένους της Μόσχας. Και συχνά πρόσθετε:
› Και θα πεθάνω όταν θα γίνη μια αναγνώριση.
Δεν διευκρίνιζε ποιος άγιος επρόκειτο να αναγνωρισθή, αλλά προφανώς εννοούσε τους Νεομάρτυρες, αφού ένα μήνα πριν από τον θάνατό της είπε:
› Γνωρίζετε καλά τον παπά μου, και τον επίσκοπο Ιωάννη, και τον π. Πέτρο Λαγκώφ, και όλους τους άλλους —όλοι τους είναι άγιοι Μάρτυρες.
Και με ιδιαίτερη έμφασι επανέλαβε:
› Άγιοι Μάρτυρες!
Λίγες ημέρες πριν από την εκδημία της κάλεσαν έναν ιερέα για να της μεταδώση την θεία Μετάληψη. Μόλις έλαβε τα τίμια Δώρα, αυτή η υπέργηρη γυναίκα η οποία στην πράξι ήταν ήδη νεκρή, ξαφνικά με καθαρή φωνή είπε:
› Αγαπητέ μου πάτερ! Κύριε ελέησον! Τι ευτυχία!
Ο Ιερεύς γονάτισε μπροστά στο κρεββάτι της και την παρακάλεσε:
› Καλή μου πρεσβυτέρα, όταν συναντήσεις τον Κύριο, ενθυμήσου και μένα, τον αμαρτωλό!
Μετά από λίγες μέρες η πρεσβυτέρα έφυγε από αυτόν τον κόσμο. Τα παιδιά της και όλοι εμείς στεκόμασταν γύρω της. Ξαφνικά είδαμε κάτι που δεν το είχαμε ξαναδή ποτέ άλλοτε, ούτε πρόκειται να το δούμε άλλη φορά: το πρόσωπό της άρχισε να μεταβάλλεται και από μια συνηθισμένη απλή ταπεινή γριά, όπως τη βλέπαμε πάντοτε, έγινε μια εντελώς ασυνήθιστα θαυμαστή, ολόλαμπρη γυναίκα. Ένας γυιός της ψιθύρισε:
› Ίσως τώρα μόλις συνάντησε τον παπά της!
Ένα λεπτό αργότερα όλα πέρασαν, η ψυχή της βγήκε από το σώμα και η πρεσβυτέρα φαινόταν σαν ένας συνηθισμένος νεκρός άνθρωπος[6].
Η πρεσβυτέρα Ευγενία έζησε μια μακρά και εξαιρετικά δύσκολη ζωή. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της, σε κανένα δεν έκανε τον δάσκαλο, αλλά ακριβώς αυτός ο τρόπος της ήσυχης, ταπεινής ηλικιωμιένης γυναίκας ήταν η καλύτερη διδασκαλία της χριστιανικής ευσέβειας, για εκείνους που θέλουν, στην άθεη εποχή μας, να ζουν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Όπως ακριβώς η αγία Ναταλία, η οποία επέζησε μετά το μαρτύριο του αγίου Αδριανού και "ετελειώθη εν ειρήνη", έτσι και η πρεσβυτέρα Ευγενία ήταν και αυτή μάρτυς μαζί με τον "μαρτυρικώς τελειωθέντα" σύζυγό της πατέρα Ηλία.
Μοναχή Μαρία Γιεράστοβα
* * *
[1] RUSSIA'S CATACOMB SAINTS. Lives of the new Martyrs. Saint Herman of Alaska Press, Platina California 1982. σελ. 404-416.
[2] «Κλήρος» είναι το παραπέτασμα (εικονοστάσι) πίσω από το οποίο ψάλλει η μικτή χορωδία, χωρίς να είναι ορατή από το εκκλησίασμα.
[3] NKVD: Η Σοβιετική μυστική αστυνομία η οποία κατά περιόδους είχε διαφορετικά ονόματα: GPU, NKVD, Chcka, MVD και τελευταία KGB.
[4] Ειρωνικό υπονοούμενο για την προθυμία της.
[5] Κατ' άλλη ετυμολογία Ηλίας σημαίνει: "ο Ιεχωβά είναι Θεός μου".
[6] Παρόμοιο θαυμαστό γεγονός αναγράφεται ατό συναξάρι της αγίας Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη (29 Αυγούστου και 5 Απριλίου) της οποίας ο βίος παρουσιάζει μερικές ομοιότητες με την ζωή της πρεσβυτέρας Ευγενίας.
Πηγή: (Μοναχή Μαρία Γιεράστοβα, «Αγιορείτικη Μαρτυρία», Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, Τεύχος: 18, Απρίλιος 1995) serafeimtousarof.blogspot.gr , Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Russia's Catacomb Saints
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...