![ti_08_mobile.png](/images/template/ti_08_mobile.png)
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ενώ τα αντιεκκλησιαστικά άρθρα ξεφυτρώνουν σαν... μανιτάρια από το πρωί, οι πιστοί της Θεσσαλονίκης αψήφησαν την προπαγάνδα και τίμησαν με κάθε λαμπρότητα τον Άγιο Δημήτριο.
Εορτὴ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἄντρες γυναῖ κες καὶ παιδιά. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει κάθε μέρα ἑορτή, κάποιον ἅγιο ἑορτάζει. Τριακόσες ἑξήντα πέντε μέρες ἔχει τὸ ἔτος, τριακόσες ἑξήντα πέντε ἑορτὲς ὑπάρχουν.
Ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από οικογένεια λευιτική. Ο ιερέας πατέρας του είχε γεννηθεί στο Γεράκι της Λακωνίας και η μητέρα του στις Γούβες Μονεμβασιάς. Το 1770, την περίοδο των Ορλοφικών, έγινε στην περιοχή επιδρομή Αλβανών που έφερε την καταστροφή.
Μία από τις πλέον αθόρυβες μορφές της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο προφήτης Ιωήλ (η μνήμη του στις 19 Οκτωβρίου). Πολύ λίγες πληροφορίες έχουμε για το έργο και το βίο του. Έζησε κατά τον 9ο αιώνα πριν από τη γέννηση του Χριστού και ήταν γιος του Βαθουήλ. Κατατάσσεται ανάμεσα στους λεγόμενους «μικρούς προφήτες» και το βιβλίο του αποτελείται από 4 κεφάλαια.
Μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας ταύτας ἐπισκευασάμενοι ἀνεβαίνομεν εἰς Ἱερουσαλήμ, συνῆλθον δὲ καὶ τῶν μαθητῶν ἀπὸ Καισαρείας σὺν ἡμῖν, ἄγοντες παρ’ ὢ ξενισθῶμεν Μνάσων τινι Κυπρίω, ἀρχαίω μαθητή. (Πράξ. κα’ 15 – 16).
Δηλαδή, ὑστέρα ἀπὸ τὶς ἡμέρες αὐτὲς (ποὺ ἔμειναν στὴν Καισαρεία καὶ ὁ προφήτης Ἄγαβος προφήτεψε τὴν σύλληψη τοῦ Ἀποστόλου, ὅταν θὰ πήγαινε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τελευταῖα φορά), οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος, Λουκᾶς καὶ οἱ σύντροφοί τους ἑτοίμασαν τὶς ἀποσκευές τους καὶ ἀνέβηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἐκεῖ ἦρθαν καὶ ἀπὸ τὴν Καισαρεία μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ἔφεραν μάλιστα μαζί τους καὶ κάποιον Μνάσωνα, Κύπριο παλιὸ μαθητὴ στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νὰ φιλοξενηθοῦν.
Ἀρχαῖος μαθητής! Νὰ ὁ ἐπίζηλος τίτλος, τὸν ὁποῖο αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοὺ Λουκᾶ δίνει στὸν ἐκλεκτὸ Ἱεράρχη τῆς Κύπρου, τὸν Ἅγιο Μνάσωνα. Ἀρχαῖο μαθητὴ τὸν ὀνομάζει.
Τώρα πῶς ὁ Μνάσων βρέθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἶχε μάλιστα καὶ σπίτι δικό του, στὸ ὁποῖο φιλοξενήθηκαν τόσοι μαθητές, δὲν γνωρίζουμε. Ἀπὸ τὸ συναξάρι του μαθαίνουμε μόνο πὼς ὁ Ἅγιος Μνάσων γεννήθηκε στὴν Ταμασὸ ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες.
Κάποια φορά, ὅταν ἦταν πιὰ μεγάλος, οἱ γονεῖς του ἔστειλαν αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν φίλο του Θεωνᾶ στὴν Ρώμη γιὰ νὰ διευθετήσουν τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τοῦ Πολιτικοῦ καὶ τοῦ χωριοῦ Πέρα ποιὸς ἀπὸ τοὺς ψευδώνυμους, εἰδωλολατρικοὺς θεούς, ποὺ εἶχαν προστάτες ἦταν ὁ μεγαλύτερος. Στὴν Ρώμη οἱ δυὸ φίλοι συνήντησαν μερικοὺς Ἀποστόλους ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα οἱ ὁποῖοι φαίνεται πὼς κατέφυγαν ἐκεῖ μετὰ τὸν λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς διδάχτηκαν τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὰ λίγα ποὺ ἄκουσαν γιὰ τὴν καινούργια θρησκεία, ἄναψαν μέσα τους βαθὺ τὸν πόθο νὰ γνωρίσουν γι’ αὐτὴν περισσότερα. Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο ἔσπευσαν νὰ συντομεύσουν τὸν χρόνο τῆς παραμονῆς τους στὴν Ρώμη καὶ νὰ φύγουν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Τὸ ταξίδι τους εἶχε ἕναν σκοπό: Νὰ συναντήσουν ἐκεῖ τὸν κορυφαῖο Ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, γιὰ τοὺς ὁποίους εἶχαν ἀκούσει πολλὰ καλὰ λόγια καὶ νὰ πληροφορηθοῦν ἀπὸ τὸ στόμα τους περισσότερα γιὰ τὸ ἀγαπημένο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ εὐγενικὸς πόθος τους, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βραβεύτηκε πλούσια στὴν Ἁγία Πόλη. Ἐδῶ οἱ δυὸ φίλοι συναντήθηκαν μὲ τὸν «ἠγαπημένον μαθητήν», τὸν Θεολόγο Ἰωάννη καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἄκουσαν καταλεπτῶς γιὰ ὅλη τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου. Στὸ τέλος, ἀφοῦ ἔλαβαν καὶ τὸ ἅγιο βάπτισμα, ἐπέστρεψαν στὴν πατρίδα τους τὴν Κύπρο. Ἦρθαν γιὰ νὰ σκορπίσουν καὶ ἐδῶ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Νά! μιὰ ἀληθινὴ ἐκδήλωση φιλοπατρίας.
Σὰν ἔφτασαν στὴν Κύπρο, μὲ μεγάλη χαρὰ πληροφορήθηκαν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας, Μάρκος καὶ Παῦλος εἶχαν ἔρθει ἐδῶ πρὸ καιροῦ καὶ ἀνέλαβαν σκληρὴ ὁδοιπορία, γιὰ νὰ φωτίσουν τὶς σκοτισμένες ψυχές. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Μνάσων κινήθηκε σὲ διάφορα μέρη νὰ τοὺς συναντήσει. Ἕνα πρωὶ οἱ κόποι του βραβεύτηκαν. Σ’ ἕνα σπήλαιο, ὅπως εἴδαμε καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ὁ Μνάσων συνήντησε τοὺς Ἀποστόλους μαζὶ μὲ τὸν νεοφώτιστο ἐπίσκοπο, τοῦ ὁποίου ὁ «ἀρχαῖος, αὐτός, μαθητής» ἔσπευσε νὰ γίνει σύντροφος καὶ βοηθός του.
Ἀπὸ τὸ σπήλαιο τῆς Ταμασοῦ, στὸ ὁποῖο ἐγκαταστάθηκαν στὴν ἀρχὴ οἱ δύο μαθητὲς καὶ οἱ συνεργάτες τους, ἄρχισαν οἱ σωστικὲς ἐξορμήσεις μὲ ἀποτέλεσμα «ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ» νὰ γίνει σὲ λίγο καιρὸ πηγὴ παρηγοριᾶς καὶ ἐλπίδος γιὰ τὶς ἀποκαμωμένες καρδιές. Τὸ φλογερὸ κήρυγμα ἐνισχυόμενο ἀπὸ τὸ ζωντανὸ παράδειγμα μιᾶς ἁγίας ζωῆς καὶ τὰ πολλὰ θαύματα πρόσθεταν κάθε ἡμέρα καὶ νέες ψυχὲς στὸν ἀριθμὸ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Πλούσια χαρίτωσε ὁ Θεὸς καὶ τὸν Ἅγιο Μνάσωνα μὲ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα. Ἀπὸ τὸ συναξάρι του μανθάνουμε πὼς κάποια φορὰ ποὺ ὁ Ἅγιος βγῆκε ἀπὸ τὸ σπήλαιο ὅπου ἔμενε καὶ πῆγε στὴν πόλη, εἶχε περάσει ἀπὸ τὸν περικαλλὴ ναὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ποὺ βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς Ταμασοῦ. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ ναοῦ μὲ τὰ πλούσια ἀγάλματα ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου ἀγανάκτησε γιὰ τὸ κατάντημα τῶν συμπατριωτῶν του, μὰ καὶ ὄλου τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ψέλλισε:
› Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων.
Κι ἀφοῦ κοίταξε μὲ παράπονο τὰ λευκὰ μάρμαρα τοῦ ναοῦ καὶ τὸ ἀστραφτερὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ποὺ ἦταν στὸ μέσο, φώναξε:
›Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, σὲ διατάζω νὰ πέσεις καὶ νὰ συντριβεῖς.
Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσει ὁ Ἅγιος καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ὁ ναὸς γκρεμίστηκαν τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ ἔγιναν κομμάτια. Οἱ ψευδοϊερεῖς, ποὺ βρισκόντουσαν ἐκεῖ, καὶ παρακολουθοῦσαν τὰ γενόμενα μὲ δάκρυα ἔτρεξαν καὶ κατήγγειλαν στοὺς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες τὰ ὅσα εἶδαν. Κι αὐτοί, ἔξαλλοι ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση, ὄρμισαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν. Μὰ ὁ φλογερὸς ἱεραπόστολος δὲν τὰ ἔχασε. Μὲ τὸ θάρρος τῆς χριστιανικῆς πίστεως ποὺ πλημμύριζε τὴν ψυχή του, στάθηκε ἀτάραχος, κοίταξε κατάματα τὰ μανιασμένα πλήθη, καὶ φύσηξε στὸ πρόσωπό τους. Μικροὶ καὶ μεγάλοι μὲ μιᾶς σταμάτησαν καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν μὲ πόνο:
› Τὰ μάτια μας. Τὸ φῶς μας. Χάσαμε τὸ φῶς μας. Λυπήσου μας, ἄνθρωπε. Πιστεύουμε στὸν Θεό σου. Συγχώρησέ μας καὶ κάνε μας καλά.
Ὁ Ἅγιος στὶς παρακλήσεις τους ἔσπευσε ν’ ἀνταποκριθεῖ. Τοὺς ξανάδωσε τὸ φῶς τους σφραγίζοντας τὸν καθένα μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ ὕστερα τοὺς βάπτισε. Κι ἦταν ὅλοι κάπου τριακόσιοι. (Ἀκολουθία Ἁγίου Μνάσωνος σελ. 16, 1774).
Ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ τοῦ Ἁγίου Μνάσωνος εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴν ζωὴ τοῦ πρώτου ἐπισκόπου τῆς Ταμασοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Μαζὶ ἔμεναν στὴν ἀρχή. Στὸ ἴδιο σπήλαιο ποὺ χρησιμοποιόταν καὶ ὡς ναός. Ἀργότερα ὁ Μνάσων ἔφτιαξε δικό του κελί, δίπλα στὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Ὅμως μαζί του ἱερουργοῦσε, μαζί του προσευχόταν. Μὲ προθυμία τὸν βοηθοῦσε. Καὶ σὲ ὅλα του ἦταν πιστὸς καὶ ἀφοσιωμένος ἀκόλουθος.
Στὸ ἱεραποστολικὸ ταξίδι ποὺ ἀνέλαβε ὁ Ἠρακλείδιος στὴν Πάφο, ὁ Μνάσων τὸν ἀκολούθησε πρόθυμα καὶ πολὺ τοῦ συμπαραστάθηκε στὸ ἱερὸ ἔργο. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἐκτέλεση θαυμάτων, ὅπως ἀναγράφεται στὴν ἀκολουθία του, καθόλου δὲν ὑστέρησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δάσκαλό του.
Ὁ Μνάσων, ὅπως ἀναφέραμε καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ἀνέστησε τὴν Τροφίμη, τὴν μητέρα τοῦ Ἀετίου, ποὺ ἀπὸ τὴν βαθιὰ θλίψη της γιὰ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της κτύπησε τὸ κεφάλι στὸν τοῖχο καὶ ἔπεσε κάτω νεκρή.
Κάποια ἄλλη φορὰ ἀνέστησε ἀπ’ τὸν τάφο ἕνα πάλι νεκρὸ μὲ ἀποτέλεσμα τετρακόσιοι εἰδωλολάτρες νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ βαπτιστοῦν τὴν ἴδια μέρα.
Ἔφραξε τὸ στόμα κάποιου δύστροπου χρεώστη, ποὺ μιὰ ἡμέρα ἅρπαξε ἕναν πιστὸ ἀδελφὸ καὶ ζητοῦσε νὰ τὸν στραγγαλίσει, γιὰ νὰ πάρει πίσω ἕνα ἐνέχυρο ποὺ τοῦ εἶχε δώσει. Ὁ Ἅγιος Μνάσων τοῦ πῆρε τὸ χέρι καὶ μὲ γλυκύτητα τοῦ εἶπε:
› Ἄφησέ τον, παιδί μου, καὶ θὰ σοῦ ἐπιστρέψει ὅ,τι τοῦ ἔδωκες.
Ὁ δύστροπος ὅμως καὶ ἄνομος χρεώστης, ποὺ εἶδε τὴν στιγμὴ ἐκείνη νὰ πλησιάζουν καὶ ἄλλοι ὅμοιοί του, ἀντὶ νὰ ἀφήσει τὸ δυστυχισμένο θύμα του, ἄρχισε νὰ τὸ πιέζει περισσότερο καὶ νὰ βλαστημᾶ τὸν Κύριο.
Στὶς ὕβρεις καὶ τὶς βλασφημίες τοῦ σκληροῦ καὶ ἄδικου Ἀλέξανδρου (ἔτσι λεγόταν ὁ χρεώστης) ὁ Ὅσιος του εἶπε:
› Τὸ ἄνομο στόμα σου, ποὺ ὑβρίζει καὶ βλασφημεῖ τὸν δημιουργό, θὰ μείνει ἄλαλο καὶ κλειστό. Καὶ τὸ χέρι ποὺ ἐπιτίθεται καὶ ζητᾶ νὰ βλάψει τὸν ἀθῶο, θὰ ξηρανθεῖ.
Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσει ὁ Ἅγιος τὰ λόγια του καὶ ἡ τιμωρία βρῆκε τὸν ἄνομο καὶ ὑβριστῆ. Ὁ Ἀλέξανδρος ἔμεινε ἄλαλος καὶ ξερός.
Τὸ θαῦμα κατατρόμαξε τοὺς παριστάμενους. Μερικοὶ μάλιστα ἔσπευσαν νὰ δηλώσουν πίστη στὸν Θεὸ τοῦ Ἁγίου. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν καὶ κάποιος Γελάσιος ποὺ ἐπίστευσε μὲ ὅλο τὸν οἶκο του καὶ βαπτίστηκε.
Τὸ παράδειγμά του μιμήθηκε καὶ ὁ Ἀλέξανδρος. Μὲ δάκρυα ποὺ ἔτρεχαν καὶ ἔβρεχαν τὰ ἐνδύματά του ζητοῦσε μὲ διάφορες κινήσεις τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος τὸν λυπήθηκε. Τὸν συγχώρησε, τὸν θεράπευσε καὶ στὸ τέλος τὸν βάπτισε.
Στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μνάσωνος ἀναφέρονται καὶ ἄλλα θαύματα. Μερικὰ εἶναι καὶ τοῦτα:
«Μίαν τῶν ἡμερῶν» ποὺ ὁ Ἅγιος ξεκίνησε νὰ πάει στὸ χωριὸ Πέρα, βρῆκε τὸν ποταμὸ κατεβασμένο μὲ πολὺ νερό. Ἀφοῦ στάθηκε καὶ εἶπε μία προσευχή, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ τότε τὰ νερὰ στάθηκαν καὶ ὁ Ἅγιος πέρασε στὴν ἄλλη μεριὰ σὰν τὸν προφήτη Ἠλία, «ἁβρόχοις ποσί».
Θεράπευσε δαιμονισμένους καὶ τυφλούς. Κατέπαυσε τρικυμία καὶ πρόλαβε ναυάγιο. Σὲ καιρὸ ξηρασίας, προσευχήθηκε, καὶ οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν καὶ ἔπεσαν εὐεργετικὲς βροχές. Ὁ Ἅγιος Μνάσων διαδέχτηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ταμασοῦ τὸν δάσκαλο καὶ προστάτη του, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο. Μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ἀτσαλένια θέλησή του, μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὰ θαύματά του ἡ στρατιὰ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Χριστοῦ μεγάλωνε καθημερινὰ καὶ τὸ φῶς τῆς καινούργιας ζωῆς ἁπλωνόταν μὲ τὴν δράση του σ’ ὅλο τὸ βασανισμένο νησί.
Τὸ σωστικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου συνεχίστηκε ὡς τὰ βαθιά του γηρατειά. Ὅταν πλησίασε ὁ καιρὸς ν’ ἀφήσει τὸν κόσμο καὶ νὰ πάει στὸν οὐρανό, κάλεσε κοντά του τοὺς μαθητές του, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωκε χρήσιμες συμβουλὲς καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ λυπηθοῦν, χειροτόνησε ἀντικαταστάτη του τὸν Ροδώνα «ψήφῳ κοινῇ» ὅλων τῶν πολιτῶν τῆς Ταμασοῦ.
Τρεῖς μέρες μετὰ τὰ γεγονότα αὐτά, στὶς 19 τοῦ Ὀκτώβρη, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ ταπεινοῦ καὶ σεμνοῦ ἐπισκόπου, ἐγκατέλειψε τὰ γήινα καὶ πέταξε γιὰ τὸν οὐρανό. Στὸ ἄκουσμα τὸ θλιβερό του θανάτου του τὰ πλήθη τῶν πιστῶν προσέτρεξαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσουν τὸν πατέρα τους καὶ νὰ ἀσπασθοῦν γιὰ τελευταῖα φορὰ τὸ τίμιο λείψανό του. Τὴν ὥρα τοῦ ἀσπασμοῦ «τυφλοὶ ἀνέβλεπον, χωλοὶ περιεπάτουν καὶ δαίμονες ἔφευγον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους». Οἱ μαθητὲς κήδευσαν τὸ ἅγιο σῶμα «ἐντίμως καὶ εὐλαβῶς πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου».
Ἀργότερα ὁ σεβασμὸς τῶν χριστιανῶν πρὸς τὸν μεγάλο αὐτὸν Ἅγιο ἔστησε λίγο πέρα ἀπὸ τὸν τάφο του ἕνα μοναστήρι, τὸ ὁποῖο σήμερα δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει. Μιὰ μικρὴ ἐκκλησία ὑφίσταται μονάχα ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐκείνη δόξα, ποὺ διαλαλεῖ τὰ περασμένα μεγαλεῖα καὶ θυμίζει σὲ ὅσους τὴν ἐπισκέπτονται, μιὰ ἐποχὴ σκληρῶν ἀγώνων καὶ μαρτυρίων, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα τὸ κεφάλι ψηλὰ καὶ νὰ καυχώμαστε γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ καταγωγή μας καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας.
Η ΦΙΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ*
* Η διήγηση που ακολουθεί αναφέρεται στο Μαρτύριο του Αγίου Μάρτυρος Ουάρου και των συν αυτώ, όπως παραδίδεται στην Ελληνική Πατρολογία J. P. Migne, τόμος 115, στ. 1141-1160.
Α'
Ήταν την εποχή που ο τύραννος Μαξιμιανός1 εξέδωσε εκείνο το ανόσιο διάταγμα, που ίσχυε για όλη σχεδόν την οικουμένη και το έστειλε και σ' αυτούς που διοικούσαν την Αίγυπτο, σύμφωνα με το οποίο ή όλοι οι Χριστιανοί που βρίσκονταν εκεί θα γεύονταν τις ανόσιες θυσίες και με όρκο θα αρνούνταν την πίστη τους ή, αν δεν συμμορφώνονταν, θα θανατώνονταν με κάθε λογής τιμωρίες και βασανιστήρια.
Γι' αυτό το λόγο τότε πολλοί πιστοί συνελήφθησαν, από τους οποίους άλλοι υπέρ Χριστού ένδοξο θάνατο υπέμειναν και άλλοι ρίχτηκαν σε φυλακές και δεσμά και βασανίζονταν από την πείνα και τη δίψα.
Τότε λοιπόν κάποιος άνδρας, από τον κατάλογο των Αιγυπτίων στρατιωτών, που άξιζε πολύ για το Μαξιμιανό, πολύ και για το στράτευμά του και προκαλούσε μεγάλο φόβο στους εχθρούς, ονομαζόμενος Ούαρος, από επιφανή γενιά, που όλοι τον θαύμαζαν για τη δόξα του και ήταν ακουστός για την ανδρεία του, έμπαινε κρυφά κάθε νύχτα στο δεσμωτήριο και από τη μια φρόντιζε τους φυλακισμένους και από την άλλη τους παρακαλούσε να δέονται και γι' αυτόν να αγωνιστή μέχρι τέλους ισάξιο και ίδιο με κείνους αγώνα. Γιατί φοβόταν ακόμη να φανερώση την πίστη του, επειδή οι οπαδοί της ασέβειας έπνεαν φονική μανία κατά των ευσεβών, και όποιους Χριστιανούς συνελάμβαναν, άλλους στην πυρά, άλλους στη θάλασσα, άλλους σε άλλα βασανιστήρια και στο θάνατο ακόμα τους παρέδιδαν.
Β'
Όταν λοιπόν ανακοινώθηκε στον έπαρχο ότι οι υπηρέτες της ασέβειας συνέλαβαν και μερικούς από τους πιστούς που κατοικούσαν στην έρημο, χάρηκε για την είδηση και διατάζει να τους κλείσουν προς το παρόν στη φυλακή υπό αυστηρά φρούρηση και την επαύριο να ετοιμάσουν τα όργανα βασανισμού και να αρχίσουν να τους ανακρίνουν.
Μόλις λοιπόν το πράγμα έφτασε στ' αυτιά του μακάριου Ούαρου, αφού έδωσε χρήματα στους επικεφαλής της φρουράς, μπήκε νύχτα στη φυλακή και έλυσε από τα δεσμά τους αυτούς που είχαν συλληφθεί και ελευθέρωσε τα πόδια τους από το ξύλο, όπου τους είχαν δεμένους. Και αφού τους περιποιήθηκε και φρόντισε να φάνε, επειδή επί οκτώ ολόκληρες μέρες είχαν παραμείνει άσιτοι, έπεσε καταγής και τους παρακαλούσε λέγοντας:
› Σας παρακαλώ, γνήσιοι υπηρέτες του Χριστού, ικετεύσατε το Θεό για μένα να με αξιώση να συμμεριστώ κι εγώ τα ίδια δεινά με σας και να μου δώση καρτερία να τα υπομείνω. Γιατί κι εγώ είμαι δούλος του Χριστού και των αγίων του. αλλά οι πολλές και αυστηρές τιμωρίες και η σκληρότητα των δικαστών με αποτρέπουν να βγω μπροστά, αν και το θέλω, και μου προξενούν φόβο. Ευχηθείτε λοιπόν υπέρ εμού, άγιοι μάρτυρες, ευχηθείτε. Γιατί εσείς αύριο θα τελειώσετε τη ζωή σας εν Κυρίω.
Σ' αυτά τα λόγια οι άγιοι έδωσαν αυτή την απάντηση:
› Κανείς, αδελφέ Ούαρε, δεν μπορεί να θερίζη καλοπερνώντας, αν πρώτα δεν σπείρη με δάκρυα τους σπόρους στη χειμωνιά και δεν αναλάβη τους κόπους που απαιτούνται για τη σπορά. Το ίδιο κι ένας αθλητής δε στεφανώνεται αν δεν αγωνιστή σύμφωνα με τους κανόνες. Εμπρός λοιπόν, αδελφέ, ακολούθησε το δρόμο μας και γίνε τέλειος στρατιώτης του Χριστού. Γιατί εκείνος ο Ίδιος, για χάρη του οποίου αποδεχόμαστε τις τιμωρίες, μας συμπαρίσταται από ψηλά με φιλανθρωπία και αοράτως μας παρέχει μεγάλη βοήθεια.
Την ώρα που έλεγαν αυτά οι άγιοι, έρχονται κάποιοι στρατιώτες, που είχαν λάβει διαταγή να τους οδηγήσουν στον έπαρχο. Αυτοί, όταν αντίκρυσαν τον μακάριο Ούαρο γονατισμένο μπροστά στους μάρτυρες, σα να τα έχασαν μπροστά στο απροσδόκητο θέαμα και από την κατάπληξή τους, εκφράζοντας με λόγια φιλανθρωπίας τη γνώμη τους, του λένε:
› Τρελάθηκες, άνθρωπε; Δε φοβάσαι μήπως, αν μάθη ο ηγεμόνας αυτό που συνέβη, χάσης μαζί με το στρατιωτικό αξίωμα και τη ζωή σου;
Σ' αυτούς ο μακάριος απάντησε:
› Μακάρι να αναδειχθώ τέλειος Χριστιανός και συναγωνιστής και σύντροφος αυτών των αγίων. Γιατί η φιλία που έχομε με κάνει να σας έχω εμπιστοσύνη και για τίποτε να μη φοβούμαι απ' όσα λέγονται ή γίνονται εδώ.
Γ'
Μετά απ' αυτά τα λόγια οι στρατιώτες τους αγίους, που ήταν έξι τον αριθμό (γιατί ήταν μεν επτά όλοι κι όλοι, αλλά ο ένας πρόφθασε και ξεψύχησε στην έρημο), τους οδήγησαν αλυσοδεμένους στον ηγεμόνα.
Εκείνος ήταν καθισμένος σε υψηλό βήμα και περιστοιχιζόταν από πλήθος στρατιωτών, που κυριολεκτικά κρέμονταν από τα χείλη του και από τα νεύματά του. Διέταξε λοιπόν να γδύσουν τους αγίους και να τους οδηγήσουν μπροστά του και αμέσως τους ρωτούσε:
› Ποια είναι η γενιά σας και κάτω από ποιες συνθήκες ζήσατε; Πώς ονομάζεστε;
Και απαιτούσε να του απαντήσουν αμέσως. Είπε:
› Ορκίζομαι είπε στη δίκη που σας εποπτεύει και στη μεγάλη δύναμη των θεών, ότι εσάς, που ακόμα ζήτε, θα σας παραδώσω για τροφή στα θηρία και στα σκυλιά.
Τότε οι άγιοι, χωρίς καθόλου να φοβηθούν ούτε από την αλαζονεία της εξουσίας ούτε από τη σκληρότητα των λόγων, είπαν:
› Εμείς, δικαστά, δεν έχομε καμμιά πατρίδα πάνω στη γη, γιατί είμαστε ξένοι και παρεπίδημοι. Γιατί για τους Χριστιανούς αληθινή πατρίδα και πολιτεία έχει οικοδομηθή στους ουρανούς2. Πίστεψε ότι έτσι έχουν τα πράγματα για μας. Όσο για τις δικές σου απειλές, λίγο μας νοιάζει. και μάλλον ευχόμαστε να μη σταθή στα λόγια η απειλή σου, αλλά να φτάση και στα έργα. Γιατί έτσι και ο δικός μας πόθος για το Χριστό θα φανερωθή και εσύ ο ίδιος θα μάθης με βεβαιότητα ποια βοήθεια εκείνος μας δίνει.
Έτσι μίλησαν οι άγιοι και τότε ο τύραννος στράφηκε προς τους συνέδρους και είπε:
› Βλέπω ότι αυτοί οι δύσμοιροι έχουν μία και την αυτή σκέψη, σα να έχουν συμφωνήσει. Ας τους μαστιγώσουν λοιπόν κι ας τους χτυπήσουν με το παραπάνω.
Και ενώ τους χτυπούσαν δυνατά κι εκείνοι τίποτα δεν αποκρίνονταν, ο δικαστής έκανε μια επιπλέον ερώτηση λέγοντας:
› Πού είναι ο έβδομος από σας, που προπάντων καταζητείται;
Μόλις ειπώθηκε αυτό αμέσως πρόβαλε τρέχοντας από τον όχλο ο γενναιότατος Ούαρος, στάθηκε στο μέσον και λέει στον ηγεμόνα:
› Εκείνος προ πολλού έφυγε απ' αυτή τη ζωή, αλλά άφησε εμένα κληρονόμο στη θέση του. Αν λοιπόν εκείνος έχη κάποιο χρέος, εγώ ο ίδιος είμαι εδώ για να το πληρώσω.
Δ'
Άκουσε τα λόγια του ο ηγεμόνας και όλος κυριεύθηκε από οργή και λέει:
› Ποιος είν' αυτός και από ποια λεγεώνα; Το στρατιωτικό σώμα να απάντηση.
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
› Είμαι από τη λεγεώνα των Τυάνων και μάλιστα από τους επιφανείς στρατιώτες.
Τότε ο ηγεμόνας κατάπληκτος απ' αυτό που άκουσε, είπε:
› Ποιος πονηρός δαίμονας σε έκανε να σπρώξης τον εαυτό σου σε κίνδυνο τόσο φανερό, ώστε και το ένδοξο στρατιωτικό σου αξίωμα και τη δωρεάν διατροφή που απορρέει απ' αυτό καθόλου να μην υπολογίσης και την ίδια τη ζωή σου να έκθεσης σε τέτοιο κίνδυνο;
Και ο μακάριος είπε:
› Τον άρτο που κατέρχεται εξ ουρανού και το θείο ποτήριο του τιμίου αίματος Χριστού του Κυρίου μου προτίμησα από τις δικές σου τιμές και στρατιωτικές επιχορηγήσεις, δόξα που παραμένει αιώνια σε αντίθεση με την παροδική, και ζωή που ποτέ δεν τελειώνει σε αντίθεση με τη φθαρτή και πρόσκαιρη.
Τότε ο δικαστής, δείχνοντας φανερά ταραγμένος, στράφηκε προς τους αγίους και με πολλή ταραχή και πικρία ψυχής είπε:
› Ας είναι μάρτυρας η δύναμη των μεγάλων θεών, πρώτους εσάς με βασανιστήρια θα θανατώσω, που μου στερήσατε τέτοιο στρατιώτη. γιατί αυτό πιθανώτατα είναι δικό σας έργο και κανενός άλλου.
Οι μάρτυρες πάλι, μη λαμβάνοντας καθόλου υπόψη τα λόγια του, είπαν:
› Περίμενε λίγο, δικαστά, και θα καταλάβης ποια είναι τα όπλα αυτής της στρατιάς. Γιατί οδηγήσαμε τον άνδρα στην ταξιαρχία των αγγέλων.
Μετά απ' αυτή την απάντηση ο έπαρχος από τη μια προσπαθούσε να πείση τους άνδρες να συγκατατεθούν στην ασέβεια και να προσφέρουν θυσία σε πράγματα μάταια, αφού κι ο ίδιος ήταν κενός και παράλογος, εκείνοι από την άλλη, χωρίς να δίνουν καμμιά προσοχή στα λόγια του, ανταπαντούσαν:
› Θεοί, που δεν εδημιούργησαν τον ουρανό και τη γη, να χαθούν.
Με τη σειρά του ο μακάριος Ούαρος, εξάπτοντας περισσότερο την οργή του δικαστή, έλεγε:
› Γιατί ενοχλείς τους αγίους λέγοντας πράγματα ανόητα και ανώφελα; "Γιατί, λέει η παροιμία, ο ανόητος ανόητα θα μιλήση". Ο μέγας Ησαΐας σου το λέει αυτό και όχι εγώ, και μάλιστα αφού δεν είσαι σε θέση ούτε να τους αντικρούσης ούτε καθόλου να προχωρήσης σε συζητήσεις μαζί τους;.
Ε'
Εκείνος, σαν άκουσε αυτά τα λόγια, δεν μπορούσε πια να κρατηθή, αλλά, έξαλλος από οργή που δυνάμωνε, διέταξε να κρεμάσουν επί ξύλου τον Ούαρο και απευθυνόμενος προς τους αγίους είπε:
› Αν νικηθώ από τη δική σας αντίσταση, θα απαρνηθώ με όρκο και τη λατρεία των θεών.
Τόσο καταλυτική δύναμη έχει η αλήθεια, που αποδεικνύει πολλές φορές πόσο αδύναμοι είναι εκείνοι που δεν μπορούν να αντέξουν την ελευθερία που πηγάζει απ' αυτήν. Αλλά, οι μάρτυρες του Χριστού είπαν:
› Δοκίμασε πάνω σ' αυτό τον αδελφό μας τί μπορείς να καταφέρης και αν δειχθής ανώτερός του, τότε ίσως, καθώς ελπίζεις, δεν θα αποτύχης και με μας.
Σ' αυτά τα λόγια ο δικαστής απάντησε απειλώντας τους αγίους με βαρύτατες ποινές και τον μάρτυρα διέταξε να τον οδηγήσουν στο ικρίωμα βασανισμού. Και σα να μη θεώρησε αυτή την τιμωρία αρκετή για να κάμψη ένα τέτοιο γενναίο φρόνημα και μια τέτοια ψυχική ετοιμότητα, διέταξε να τον τεντώσουν καταγής και να τον μαστιγώνουν άγρια με λουριά. έπειτα τέσσερις άνδρες τραβώντας τον να τον δέρνουν με μεγάλα ρόπαλα, μέχρι να τον εξαντλήσουν.
Ο αθλητής λοιπόν, που υπέφερε γενναία αυτά τα βασανιστήρια, στράφηκε προς τους αγίους και εις επήκοον όλων είπε:
› Ευλογήσατε το δούλο σας, άγιοι πατέρες, ευλογήσατε. Ευχηθείτε να με δυναμώση ο Κύριος και να με αναλάβη η δεξιά του. Γιατί ο ίδιος γνωρίζει την ανθρώπινη αδυναμία, αυτός που καταδέχθηκε να την ενδυθή, και είπε ότι. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
Τότε οι άγιοι, αφού σήκωσαν τα μάτια στον ουρανό, είπαν:
› Ο Θεός, ο Θεός των δυνάμεων, θα σου στείλη δύναμη εξ ύψους και θα θέση επί της κεφαλής σου περικεφαλαία σωτηρίας και θα σε ενδύση με ιμάτιο εκδικήσεως. Το χέρι του θα σε υπερασπίση και ο βραχίονάς του θα σε ενισχύση και θα σου χαρίση λαμπρές νίκες κατά του εχθρού. "Εξεγείρου τοιγαρούν, εξεγείρου, ένδυσαι την ισχύν του βραχίονός σου" αντλώντας αυτό το δίδαγμα από τη θεία Γραφή και γνωρίζοντας ποιος μας βοηθάει από ψηλά και ποια αγαθά πρόκειται να απολαύσουν εκείνοι που προς χάρη του πρόθυμα διάλεξαν να υποφέρουν αυτά τα βάσανα.
Και ο μάρτυρας του Χριστού, παρόλο που με τόσα μέσα τον μαστίγωναν, σαν να αισθανόταν από ψηλά ένα χέρι να τον βοηθάη, με αγαλλίαση ψυχής είπε στους αγίους:
› Καμιά λύπη να μη διαπερνά την καρδιά σας εξ αιτίας μου. γιατί να, η προσευχή σας εισακούστηκε από το Θεό και έκανε υποφερτά τα σκληρά βασανιστήρια και τη λύπη μετέβαλε σε ψυχική άνεση, και μάλιστα τόσο, ώστε ούτε τα τραύματα να μην αισθάνομαι.
ΣΤ'
Μετά απ' αυτά ο τύραννος επιχειρούσε πάλι να τον μεταπείση και προσπαθούσε να δελεάση τον αθλητή να αρνηθή την πίστη του, υποσχόμενος αγαθά και κατηγορώντας όχι εκείνον, αλλά τους μάρτυρες του Χριστού ως υπεύθυνους για τα βασανιστήρια, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε υποστεί. Μόλις όμως είδε ότι ο άγιος μάλλον τον περιγελούσε για την πανουργία και τα σοφίσματά του, άναψε ακόμη περισσότερο από οργή και διατάζει να κρεμάσουν και πάλι τον Ούαρο στο ξύλο του βασανισμού και με σιδερένια νύχια να τον ξεσκίζουν. Και ενώ, καθώς ξεσκιζόταν το σώμα του μάρτυρος, οι περισσότερες σάρκες του έπεφταν στη γη και από το αίμα που ανάβλυζε από το σώμα του βαφόταν κόκκινο το έδαφος, ο ενάρετος Ούαρος διατηρούσε την ηρεμία του, σαν να μην υπέφερε καθόλου, αλλά η ψυχή των αγίων υπέφερε φοβερά και τα σπλάγχνα τους σπαράσσονταν που έβλεπαν να βασανίζεται ο αδελφός τους. Γι' αυτό, μη υποφέροντας και τη σκληρότητα του δικαστού, είπαν:
› Γιατί δεν καταλαβαίνεις, αγριώτερε κι απ' αυτά τα θηρία, ότι ακόμα και οι πέτρες και το σίδερο θα λύγιζαν από τα τόσα χτυπήματα;
Εκείνος όμως ούτε μ' αυτά τα λόγια στάθηκε δυνατό να μαλακώση και σαν να έπαιρνε το πράγμα στ' αστεία, είπε:
› Ο Χριστός ο δικός σας, ας έρθη να τον βγάλη από τα χέρια μας
μη γνωρίζοντας ο ανόητος ότι το να μπορή να υποφέρη αυτά τα βασανιστήρια μεγαλόψυχα έδειχνε ότι Εκείνος (ο Χριστός) και παρών ήταν και τον ελευθέρωνε και του έδινε τη δρόσο του σα βάλσαμο για τις οδύνες του.
Ο μακάριος πάλι, ενώ του καταξέσχιζαν τις σάρκες, είπε:
› Δεν θα ήθελα να απαλλαγώ απ' αυτά τα βασανιστήρια που διαρκούν προσωρινά, και μακάρι ο Χριστός μου να με λυτρώση από εκείνα που διαρκούν αιώνια, ενώ εσένα και την αγριότητά σου θα καταδικάση όπως σου αξίζει.
Ζ'
Θέλοντας να εκδικηθή με έργα αυτά τα λόγια ο δικαστής διέταξε να μπήξουν τα ακονισμένα μαχαίρια στα σπλάγχνα του μάρτυρος λέγοντας: «Ας δη ο καταραμένος να χύνονται σα νερό μπροστά στα μάτια του τα σωθικά του». Αλλά τον μάρτυρα του Χριστού ούτε η πίκρα αυτού του βασανισμού πέτυχε να τον κάνη να υποχωρήση κάπως από την απόφασή του να υποφέρη για το Χριστό ούτε να ξεστομίση κάποιο λόγο ανάρμοστο σε γενναίο άνδρα ή από φόβο να δείξη ότι κάνει κάποια μικρή ή μεγαλύτερη υποχώρηση. Τουναντίον δυνάμωνε ο έρωτάς του για το Χριστό και απαντώντας στους ολοένα βαρύτερους βασανισμούς με βαρύτερες απαντήσεις έκανε το δικαστή να τον χτυπά.
Είπε:
› Εσύ βέβαια πονηρέ υπηρέτη των πονηρών δαιμόνων και μισάνθρωπε, που βίαια αντιτίθεσαι στους αγαθούς, ίσως μπορέσης να βγάλης έξω τα σπλάγχνα μου, δε θα καταφέρης όμως να αποσπάσης και να αφαιρέσης από την καρδιά μου την πίστη στο Χριστό.
Οι άγιοι πάλι, όταν αντίκρυσαν τα σπλάγχνα του μάρτυρος διαλυμένα και σκορπισμένα στο έδαφος, δάκρυσαν από αγάπη για το συνάνθρωπο και από μεγάλη συμπόνια και επικαλούνταν τη βοήθεια του Χριστού, υπέρ του οποίου εκείνος υπέφερε αυτά τα μαρτύρια. Σ' αυτούς όταν έριξε το βλέμμα ο δικαστής και είδε τα δάκρυα στα μάτια τους, σημάδι της αγάπης τους προς το συνάνθρωπο ή καλύτερα της αγάπης προς τον αδελφό, σα να γέμισε από κάποια ευχαρίστηση είπε δυνατά:
› Νικηθήκατε πέρα για πέρα, νικηθήκατε. Γιατί αν μπορούσε ο Θεός σας να σας χαρίση αυτή την αιώνια ζωή που φαντάζεστε, για ποιο λόγο θρηνείτε έτσι για το φίλο σας που έχει άσχημο τέλος;
Εκείνοι τότε του απάντησαν:
› Αυτή η σταγόνα των δακρύων φανερώνει τη φυσική συμπάθεια. Γιατί εμείς ποτέ με τη θέλησή μας δε θα κλάψουμε τον αδελφό που τελειώνει τη ζωή του με τέτοιο θάνατο. Τουναντίον μάλλον τον θεωρούμε αξιομακάριστο και αξιοζήλευτο για το τέλος του, γιατί με αυτό τον πρόσκαιρο βασανισμό απέκτησε την αιώνια βασιλεία. Δε θρηνούμε λοιπόν αυτόν, όπως είπαμε, αλλά μάλλον εσένα για την απώλεια και για όσες τρομερές ανταποδόσεις πρόκειται να κληρονομήσης. Γιατί του Χριστού νόμος είναι να κλαίμε και για σας τους εχθρούς μας, όπως θεσπίζει η αγάπη και η φιλανθρωπία.
Η'
Και ενώ ακόμη έλεγαν αυτά οι άγιοι, τους οδηγούσαν και πάλι στη φυλακή, μέχρις ότου ο δικαστής αποφασίση σε ποια βασανιστήρια θα τους παραδώση. Ο δε μακάριος Ούαρος παρέμενε κρεμασμένος πάνω στο ξύλο, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε εκδοθεί να παραμένη μετέωρος μέχρι να παραδώση και την ψυχή του. Μόλις όμως είδε τους αγίους να τους οδηγούν δεμένους και με κουστωδία στη φυλακή, φώναξε με δυνατή φωνή:
› Σταθείτε γενναίοι, πατέρες μου, σταθείτε γενναίοι... Εγώ καθόλου δε λογαριάζω τις ποινές που μου επιβάλλουν, αλλά εμένα εμπιστευθείτε με στο Χριστό μου και Σωτήρα, και με ακλόνητη πεποίθηση θα πορευθώ σ' Εκείνον ασφαλισμένος με τις δικές σας προσευχές.
Αφού λοιπόν επί πέντε ώρες υπέμεινε γενναία το μαρτύριο, ειρηνικά παρέδωσε το πνεύμα στο Θεό που του το είχε εμφυσήσει. Οι βασανιστές του όμως ούτε τότε τον άφησαν ήσυχο, επειδή νόμιζαν ότι ακόμα ζει, αλλά, σαν τα κοράκια, τον βασάνιζαν και μετά το θάνατό του. Όταν όμως και αυτοί και ο τύραννος διέκριναν με βεβαιότητα ότι ο Ούαρος ήταν νεκρός, κατέβασαν το νεκρό και, αφού τον έσυραν δια μέσου της πόλεως, οι σκύλοι στα σκυλιά τον παρέδωσαν να τον κατασπαράξουν.
Ο Ούαρος λοιπόν τέτοιο και τόσο μακάριο τέλος είχε.
Την επόμενη μέρα ο μιαρός φονιάς, επειδή δεν κατάφερε να πείση τους μάρτυρες ενώπιον του δικαστηρίου, -γιατί ήθελε και έκανε το παν να φανή νικητής με το να μεταπείση αυτούς που ήταν τόσο σταθεροί-, μετά από πολλές και διάφορες τιμωρίες, τους καταδίκασε σε θάνατο δια ξίφους. Όταν λοιπόν οι μάρτυρες με χαρά και προθυμία έφτασαν στην τελείωση, κάποιοι Χριστιανοί σήκωσαν νύχτα κρυφά τα ιερά τους λείψανα και με σεμνή τελετή τα εναπέθεσαν σε επιφανή τόπο.
Θ'
Κατά την άθληση του μάρτυρος Ουάρου λοιπόν, κάποια γυναίκα, ονομαζόμενη Κλεοπάτρα, που καταγόταν από την Παλαιστίνη, και που είχε εναποθέσει στο Θεό μόνο την ελπίδα της, βρισκόταν κάπου εκεί κοντά και αντικρύζοντας τα βαριά εκείνα βασανιστήρια που υπέστη ο μάρτυρας εξ αιτίας της πίστης του στο Χριστό, υπέφερε κατάκαρδα και ένιωθε μεγάλη λύπη και καθώς επανέφερε στη μνήμη της το μαρτύριό του, παρακαλούσε το Θεό, αφιερώνοντας το χρόνο της σε νηστείες και προσευχές, να πληροφορηθή τί κληρονόμησε ο μάρτυρας στην άλλη ζωή.
Αυτή πήρε μαζί της το παιδί της, που ήταν μικρό, και μαζί με άλλους πήγε νύχτα στο μέρος όπου είχε ριφθεί το νεκρό σώμα του μάρτυρος. Το σήκωσε, το αρωμάτισε με πολύτιμα αρώματα, το έντυσε με λαμπρή φορεσιά και, επειδή έπνεε σφοδρός ο κλύδωνας της ασέβειας και τα δεινά απειλούσαν τη ζωή της, φοβούμενη να δείξη φανερά την ευσέβειά της, απέθεσε το νεκρό του μάρτυρος με σεβασμό κάτω από την κλίνη της, αφού μετέφερε όσο χώμα ήταν αρκετό για την πρόχειρη ταφή διατηρώντας με ευλάβεια αναμμένη ακοίμητη κανδήλα και απονέμοντάς του τιμή, όπως μπορούσε, με θυμιάματα.
Με την πάροδο του χρόνου, καθώς η ασέβεια των ειδωλολατρών υποχωρούσε, σκέφτηκε να αφήση την ξένη χώρα και να επιστρέψη στην πατρίδα της. Επειδή όμως δεν της επιτρεπόταν να μεταφέρη το νεκρό σώμα του μάρτυρος, αν δεν το δήλωνε προηγουμένως στον έπαρχο, αφού τακτοποίησε όπως έπρεπε όλες τις διατυπώσεις που σχετίζονταν με το νεκρό με τη βοήθεια κάποιου που συγκαταλεγόταν στους ρήτορες, προσέρχεται στο διοικητή της περιοχής, που κρυφά τον πλησίασε με χρήματα και τον παρακαλούσε να της επιτρέψη να κηδεύση το νεκρό. Και εξηγώντας ποιος είναι ο νεκρός και ποιος ο τρόπος του θανάτου του, έλεγε ότι ο άνδρας της, ο οποίος κατείχε τα πρωτεία στο στράτευμα έχοντας διακριθεί, αφού έστησε πολλές φορές λαμπρά και περιφανή τρόπαια κατά των εχθρών και καυχιόταν για τα πολλά του ανδραγαθήματα εναντίον τους, είχε φύγει απ' αυτή τη ζωή, χωρίς να αξιωθή να ταφή όπως του ταίριαζε. Είπε:
› Αυτού το σώμα εγώ σφοδρά επιθυμώ να το μεταφέρω στην πατρίδα.
Υποχωρεί λοιπόν ο διοικητής της επαρχίας στο αίτημά της και της επιτρέπει να κάνη αυτό που ζητούσε. Κι εκείνη το νεκρό του συζύγου της, ο οποίος είχε πολύ νωρίτερα αποβιώσει σε ξένη χώρα, παρέδωσε σε μνήμα μέσα στο οποίο έβαλε σκόνη.
Ι'
Τότε τον νεκρό του μάρτυρος τον σήκωσε, αφού και πάλι τον αρωμάτισε με μύρα και τον εστόλισε με λαμπρότερη φορεσιά και, για να μην καταστή δυνατό να το μάθη αυτό κανένας Χριστιανός, τον εναπέθεσε σε ένα περιτύλιγμα από μαλλί3 και τον έκρυψε εκεί, γιατί στην αρχή φοβόταν τη μανία των εθνικών, αργότερα όμως πολύ περισσότερο τη θέρμη των ευσεβών, οι οποίοι θεωρούσαν, όπως ήταν φυσικό, σπουδαιότατο έργο να σηκώνουν τα λείψανα εκείνων που μαρτύρησαν για το Χριστό και αμιλλώντο με το μεγαλύτερο ζήλο γύρω από αυτά, έφτασε στην Παλαιστίνη.
Όταν λοιπόν έφθασε εκεί, σε κάποια κώμη που βρισκόταν κοντά στο Θαβώρ και ονομαζόταν Έδρα ενταφιάζει το άγιο σώμα του μάρτυρος με όλες τις τιμές, και λαμπάδες ανάβοντας και καίοντας πολλά θυμιάματα.
Καθώς λοιπόν έβλεπε μεγάλο πλήθος ανθρώπων να προσέρχεται στη σωρό, γιατί αυτό ήδη είχε μαθευτεί παντού και όλους να σπεύσουν τους καλούσε η ευωδία των χαρισμάτων του, και όσοι κατατρύχονταν από κάποια βαριά ασθένεια ή όσοι βασανίζονταν από την ενέργεια πονηρού πνεύματος όλοι μόλις έφθαναν στη σωρό αμέσως απαλλάσσονταν από εκείνα που τους ενοχλούσαν, σχημάτισε τη γνώμη η φιλομάρτυς ότι έπρεπε να ανεγείρη και σεπτό ναό προς τιμήν του μάρτυρος. Επειδή λοιπόν είχε αφοσιωθεί στο να ανεγείρη το ναό με μεγάλη πολυτέλεια, επιθυμώντας να αποδώση μεγάλες τιμές στο μάρτυρα, -ποιες χάρες, ποια ώρα καλή της χαμογελούσε- ένιωσε να πλημμυρίζη από χαρά, γιατί η ψυχή χαίρεται όταν φροντίζη για κάτι καλό, από τη μια γιατί εκ φύσεως το αγαθό προξενεί χαρά σε όσους το εργάζονται, επειδή έχουν την καλή μαρτυρία της συνειδήσεως, από την άλλη επειδή ελπίζουν σε κάποια ανταπόδοση. Στέλνει λοιπόν χρήματα σ' αυτούς που είχαν την εξουσία ζητώντας τους να απονείμουν κάποια τιμητική διάκριση στο παιδί της. Πράγματι αμέσως της εστάλησαν βασιλικές επιστολές, που απένεμαν στο γιο της το αξίωμα που ζητούσε.
ΙΑ'
Εκείνη λοιπόν ανέβαλε προς το παρόν την τελετή απονομής, επειδή είχε επιδοθεί με μεγάλη επιμέλεια στην ανέγερση του ναού. Όταν όμως ο ναός, που είχε ανεγερθεί προς τιμήν του μάρτυρος, αποπερατώθηκε, συγκάλεσε όλους τους επισκόπους και πρεσβυτέρους της επαρχίας στα εγκαίνια του ναού. Συγκάλεσε επίσης και όσους από τους μοναχούς έλαμπαν με την ενάρετη ζωή τους και, αφού έβγαλε το ιερό σώμα του μάρτυρος από το φέρετρο, το απέθεσε με λαμπρότητα σε πολυτελή νεκρική κλίνη. Εκεί επάνω τοποθέτησε επίσης και τη χλαμύδα και τη ζώνη του αξιώματος την οποία επρόκειτο να φορέση το παιδί της, θέλοντας να ευλογηθούν πρώτα απ' όσους είχαν συγκεντρωθή εκεί και κατόπιν εκείνος και τα δύο να τα φορέση.
Έπειτα, αφού ανέπεμψε ολονύκτια δοξολογία μαζί με όλο το πλήθος, η ίδια και ο γιος της πλησίασαν πρώτοι το σώμα του μάρτυρος και μεταφέροντάς το το εναπέθεσαν με ιεροπρέπεια στο ιερό θυσιαστήριο του ναού. Και στη συνέχεια η φιλομάρτυς Κλεοπάτρα, ικετεύοντας με θέρμη και με δάκρυα, ζητούσε με πίστη από το μάρτυρα καθετί καλό για το παιδί της και για κείνη.
Μετά τη θεία λειτουργία, που τελέσθηκε με λαμπρότητα, φιλοξένησε όσους είχαν συγκεντρωθεί εκεί παραθέτοντας πλούσιο και λαμπρό τραπέζι και τα σχετικά με αυτή τη διακονία τα ανέλαβαν η ίδια και ο γιος της. Είχε μάλιστα δώσει εντολή η μητέρα στο παιδί να μη φάη και να μην πιη τίποτα πριν τελειώση η συνεστίαση.
Έτσι τελείωσε το δείπνο και η μέρα έφευγε πια, όμως αυτό που πρόκειται να λεχθή θα ταράξη και την ακοή και την ψυχή των ολιγοψύχων, αλλά και θα κινήση σε δοξολογία τη γλώσσα εκείνων, που όσο είναι εφικτό γνωρίζουν τον τρόπο που ενεργεί ο Θεός και τη θαυμαστή πρόνοια της μεγάλης του σοφίας, και θα αποδεχθούν το γεγονός, λόγω της ωφέλειας που προέκυψε από αυτό.
Όταν λοιπόν έφθασε το βράδυ, το παιδί, κατάκοπο, ξάπλωσε στο κρεβάτι του. η μητέρα του όμως, αφού το φίλησε τρυφερά στα μάτια, του έλεγε:
› Σήκω, παιδί μου και έλα να φας με τη μητέρα σου. Γιατί πώς θα κοιμηθής καλά, κουρασμένος και νηστικός;
Αλλά εκείνος, επειδή είχε υψηλό και οξύ πυρετό δεν μπορούσε ούτε να απαντήση στη μητέρα του. Τότε εκείνη είπε:
› Αλήθεια, εγώ δεν θα γευθώ τροφή ή κάτι άλλο, αν προηγουμένως δεν δω πώς θα εξελίχθη η κατάσταση του παιδιού μου.
Καθόταν λοιπόν άυπνη δίπλα - στο παιδί και δροσίζοντας όσο ήταν δυνατόν τη φλόγα της αρρώστιας ή μάλλον ανάβοντας περισσότερο τη φωτιά στα σπλάχνα της, κατά τα μεσάνυχτα, (ποιες είναι οι βουλές του Υψίστου!) βλέπει το γιο της, νικημένο από την αρρώστια, να κείτεται νεκρός, άφωνος και άπνους.
IB'
Μόλις λοιπόν συνειδητοποίησε αυτό το πικρό γεγονός, στην αρχή πέφτει στη γη από τον ίλιγγο που ένιωσε και έχασε τη φωνή της, γιατί η ξαφνική λύπη είχε δέσει τη γλώσσα της. Έπειτα, όταν λιγάκι συνήλθε και λίγο ανένηψε, σηκώνοντας στους ώμους το νεκρό σώμα του παιδιού της, έρχεται στο ναό που έχτισε προς τιμήν του μάρτυρος, και φέροντάς το στο ιερό θυσιαστήριο το αποθέτει εκεί και τραβώντας τα μαλλιά της θρηνούσε λέγοντας στο γιο της:
› Έχασα, γιε μου, την ελπίδα που είχα σε σένα. αλλοίμονο, παιδί μου, αλλοίμονο, λουλούδι μου, που μαράθηκες τόσο αξιοθρήνητα πριν την ώρα σου! Αλλοίμονο! γιατί βλέπω το τέλος σου εγώ, που είχα την ελπίδα να γηροκομηθώ από σένα. Έτσι μου ανταποδίδεις, πολυαγαπημένε μου, όσα έκανα για να σε αναθρέψω; Τέτοιους καρπούς ήλπιζα να δρέψω η δύστυχη; Με ποιο στόμα, με ποια γλώσσα θα μιλήσω για σένα, με ποια μάτια θα σε κλάψω; Μακάρι να είχα δει το δικό μου θάνατο αντί για το δικό σου και να με είχαν θάψει τα αγαπημένα χέρια του παιδιού μου. Μακάρι εγώ η ίδια να κειτόμουν νεκρή και μετά το θάνατό μου να με τιμούσες με τις προόδους σου. Γιατί έτσι εγώ θα ήμουν ευτυχισμένη. Έτσι βέβαια και σε μένα θα εύρισκε εφαρμογή αυτό που πατροπαράδοτα ισχύει.
ΙΓ'
Έτσι έλεγε και προσπέφτοντας πάλι στέναζε και συνομιλούσε με το σώμα του μάρτυρος, σα να ήταν ακόμη ζωντανό:
› Ποια τόσο μεγάλη αδικία κάναμε, μάρτυρα του Χριστού, ώστε να πέσωμε σε τέτοια πικρή συμφορά; Δεν άφησα τον άνδρα μου σε ξένη χώρα και δεν προτίμησα την εκφορά του δικού σου σώματος; Δεν σου έχτισα ναό εκ θεμελίων; Δεν πρόσφερα, αν μη τί άλλο, την προαίρεση της ψυχής μου; Τί τα ήθελα αυτά; Τί το καλό ζητούσα προσφέροντάς τα, αν όχι τη σωτηρία του παιδιού μου; Όχι να παραμείνη κοντά σ' αυτή που τον γέννησε μέχρι τα βαθιά γεράματα; Αλλοίμονο, πόσο γελάστηκα στις ελπίδες μου, τί περίμενα και τί είδα! Αλλά, μάρτυρα του Χριστού, ή δώσε μου πίσω το γιό μου, όπως ο Ελισσαίος στη Σωμανίτιδα, ή μη μου αρνηθής το θάνατο που θα με λυτρώση, αλλά κάνε εγώ που τόσο κακότυχα γέννησα και ανάθρεψα ένα γιό, μαζί του να αναχωρήσω για την άλλη ζωή.
Στο διάστημα που η Κλεοπάτρα πικρά έκλαιγε το γιο της και έκανε τους παρευρισκομένους να τη σπλαγχνίζονται για το κακό που τη βρήκε και να θαυμάζουν την άβυσσο των βουλών του Υψίστου, χωρίς να το καταλάβη την πήρε για λίγο ο ύπνος και αναμφίβολα της εμφανίστηκε ο γιος της μαζί με τον μάρτυρα. Δηλαδή της φαινόταν ότι έβλεπε τον αθλητή να στέκεται και να έχη στην αγκαλιά του σαν δικό του γιο το γιο της, η περιβολή δε και των δύο ήταν υπερκόσμια και λαμπρότατη και τα κεφάλια τους τα στόλιζαν ωραιότατα στεφάνια. Και τα στεφάνια θα έλεγες ότι είχαν θεϊκή ομορφιά και απερίγραπτη με λόγια ωραιότητα.
ΙΔ'
Φαινόταν λοιπόν ο μάρτυς να λέη:
› Γιατί δεν χαίρεσαι, γυναίκα, αλλά την καρδιά σου κατατάραξε φοβερή λύπη; Μήπως λοιπόν είμαι τόσο αγνώμονας εγώ και τίποτα απ' όσα έκανες δεν καταλαβαίνω ή δεν ανταπέδωσα λαμπρότατα τις τιμές; Δε βλέπεις ποια δόξα έχει αξιωθεί ο γιος σου; Ποια χάρη λάμπει ολόγυρά του; Γιατί λοιπόν δεν αφήνεις αυτή τη λύπη και δεν περνάς στη γαλήνη; Αλλ' αν σου φαίνεται απαραίτητο, ας πλησίαση ακόμα περισσότερο ο γιος σου και κοίταξέ τον προσεκτικά για να μάθης και συ από μόνη σου σε ποια κατάσταση βρίσκεται.
Έτσι είπε και έμοιαζε να φωνάζη το παιδί λέγοντας:
› Πλησίασε, παιδί μου, στη μητέρα σου, ώστε να δη σε ποια κατάσταση βρίσκεσαι και να παρηγορήσης τα πολλά δάκρυά της.
Αλλά το παιδί περισσότερο κρεμόταν από το μάρτυρα, μη θέλοντας καθόλου να τον αφήση ούτε να πάη στη μητέρα του. Αλλά έλεγε προβάλλοντας αντίσταση:
› Φύγε, μητέρα, φύγε και πήγαινε στο σπίτι σου και μην παραδίδεσαι σ' αυτούς τους θρήνους. Γιατί θεωρώ εξίσου παράλογο να προτιμήση κανείς το θάνατο από τη ζωή και τη λύπη από την ατέρμονη ευδαιμονία, με το να προτιμήση την πρόσκαιρη ζωή από την αιώνια.
Όταν άκουσε η μητέρα αυτά τα λόγια από το παιδί της, σα να σταμάτησε το θρήνο και θερμά παρακαλούσε το μάρτυρα να την παραλάβη και εκείνη μαζί με το παιδί της, ώστε να παρηγορηθή με εκείνα που έβλεπε. Αλλ' εκείνος την προέτρεπε ν' ακολουθήση μάλλον την οδό που οδηγεί στη σωτηρία και τέλος, αφού την ευλόγησε, αναχωρούσαν μαζί με το παιδί της στη δική τους κατοικία, μέχρι που χάθηκαν από τα μάτια της.
ΙΕ'
Εκείνη, λοιπόν, αμέσως μόλις ξύπνησε και επανέφερε στο νου της ποια ψυχική αγαλλίαση ένιωσε κατά την παρουσία του μάρτυρος και του παιδιού της, άρχισε να τα διηγήται με την πιο μεγάλη ευχαρίστηση στους παρόντες. και οι ψυχές όλων γέμισαν από θαυμασμό για τα θαυμαστά που διηγόταν. Έπειτα εκείνη η μακαρία, αφού αρωμάτισε το περιπόθητο εκείνο σωματάκι του παιδιού της και το έντυσε λαμπρά, το απέθεσε δίπλα στο μάρτυρα και μαζί με τα συγγενικά και τα ιδιαίτερα φιλικά της πρόσωπα ανέπεμψε ολονύκτια ευχαριστία. Κατόπιν, αφού φρόντισε να τελεσθή και η μυστική θυσία όπως έπρεπε, προσκάλεσε σε λαμπρό δείπνο αυτούς που πήραν μέρος μαζί της στην ιερή υμνολογία. Έπειτα, αφού αποχαιρέτησε την κοσμική ζωή, σε θησαυροφυλάκια που δεν λεηλατούνται -εννοώ τους πεινασμένους- κατέθεσε όλο τον πλούτο της και αφού φόρεσε απέριττο χιτώνα, διακονούσε στον τάφο του μάρτυρος. Και ζούσε κατά τέτοιο τρόπο, με νηστείες και προσευχές, και τόσο εκάθαρε τον έσω άνθρωπο, ώστε κάθε Κυριακή να της εμφανίζεται ο μάρτυρας μαζί με το γιο της, με την ίδια περιβολή, με την οποία της είχε εμφανισθεί και παλαιότερα, παρηγορώντας τον πόνο της.
Το έβδομο έτος αφ' ότου άρχισε η αλλαγή της ζωής της προς το καλύτερο, όταν πια ήταν πλήρης ημερών του Πνεύματος, εν ειρήνη παρέδωσε το πνεύμα της στο Θεό της ειρήνης, έχοντας αφήσει παραγγελία το σώμα της να ταφή κοντά στο γιο της, ώστε αυτοί που κατοικούσαν στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο μνήμα και να ενταφιαστούν και ούτε η σκόνη τους να χωρισθή.
Είθε ο Θεός να δώση και σ' εμάς μαζί μ' αυτούς να πάρομε μέρος στη σωτηρία και να δούμε τη χώρα των ζώντων, γιατί σ' Αυτόν οφείλεται όλη η δόξα και η τιμή και η προσκύνηση τώρα και πάντοτε και στους αιώνας των αιώνων, ΑΜΗΝ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Μαξιμιανός Μάρκος-Αυρήλιος-Βαλέριος, επιλεγόμενος Ηρακλής, 250-310 μ.Χ. Συνάρχων του Διοκλητιανού. Το 285 μ. Χ. ανακηρύχθηκε αυτοκράτωρ. Το κράτος του περιελάμβανε την Αφρική, την Ισπανία και την Ιταλία, με πρωτεύουσα τα Μεδιόλανα. Υπήρξε άγριος διώκτης του Χριστιανισμού.
2. Εβρ. 13, 14. «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».
3. Η λατινική μετάφραση μεταφράζει το "εν τύλη ερέας" "in arca oleagina", σε κιβώτιο από ξύλο ελιάς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Μαρτύρων ζηλώσας τὰ κατορθώματα, μαρτυρικῶς ἠγωνίσω ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρὸν παμμάκαρ Οὔαρε· ἐν γὰρ ἰκρίῳ προσδεθείς, πρὸς τῷ ξύλῳ τῆς ζωῆς, νομίμως ἀποκατέστης, πρεσβευτικῇ χορηγίᾳ, καταφαιδρύνων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὸν Σταυρὸν ὡς θώρακα, ἐνδεδυμένος παμμάκαρ, τῶν τυράννων ἤμβλυνας, τὰς πονηρὰς μεθοδείας· ἤνεγκας, τὰς ἀνυποίστους σαρκὸς βασάνους· ἤνυσας, τοὺς θείους ἄθλους γενναιοφρόνως· διὰ τοῦτο ἐκοσμήθης, θείῳ στεφάνῳ θεόθεν Οὔαρε.
Μεγαλυνάριον.
Σύμμορφος ἐγένου τοῖς Ἀθληταῖς, Οὔαρε τρισμάκαρ, ἀριστεύσας περιφανῶς· ὅθεν οὐρανίων, ἀξιωθεὶς χαρίτων, ὑπέρμαχος γνωρίζῃ, τοῖς σὲ γεραίρουσι.
Πηγή: Ιερό Ησυχαστήριο Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Νεκρός για τον κόσμος Blog
Διήγησις περί αθλήσεώς τινος Mοναχού υποτακτικού.
Kαι όπως διά το εκπεσείν αυτόν της υπακοής, ουκ ηξιούτο παρά Θεού τελείας της δόξης. Ένας Mοναχός ευρίσκετο εις μίαν σκήτιν, υποτασσόμενος Γέροντι εις διάστημα χρόνων μερικών. Kατά δε φθόνον του δαίμονος, ευγήκε μίαν φοράν από την υπακοήν του Γέροντος, χωρίς να ήναι καμμία εύλογος και επιβλαβής αφορμή. Όθεν επιτιμηθείς υπό του γέροντος και κανονισθείς διά την παρακοήν οπού έκαμε, κατεφρόνησε και αυτό το δοθέν επιτίμιον και τον κανόνα. Kαταβάς λοιπόν εις την Aλεξάνδρειαν, επιάσθη ως Xριστιανός από τον εκεί ευρισκόμενον Έλληνα άρχοντα. Kαι αφ’ ου εκδύθη το μοναχικόν σχήμα, ηναγκάζετο να θυσιάση εις τα είδωλα. Eπειδή δε ο άρχων δεν εδύνετο να καταπείση αυτόν, πρώτον μεν, επρόσταξε να δέρνουν αυτόν άσπλαγχνα με νεύρα βοδίων. Έπειτα δε, επρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν. Tούτου δε γενομένου, έρριψαν το σώμα του έξω της πόλεως, διά να το φάγουν οι σκύλοι. Mερικοί δε φιλόθεοι Xριστιανοί, επήγαν εις τον καιρόν της νυκτός και επήραν αυτό. Kαι τειλίξαντες με μύρα και σινδόνια, έβαλον αυτό εις σεντούκι. Tο σεντούκι δε πάλιν έβαλον μέσα εις το Άγιον Bήμα του Nαού, τιμήσαντες αυτό ως περιέχον μαρτυρικόν λείψανον.
Όταν λοιπόν ετελείτο η θεία Λειτουργία, και ο Διάκονος εφώναζε το, Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, ω του θαύματος! ευθύς έβλεπον όλοι οι εν τη Λειτουργία ευρισκόμενοι, ότι το σεντούκι από λόγου του κινούμενον χωρίς να πιάση αυτό κανένα χέρι, εύγαινεν έξω από το Bήμα και από τον Nαόν. Kαι έστεκεν εις τον νάρθηκα, έως εις την απόλυσιν της Λειτουργίας. Aφ’ ου δε η Λειτουργία ετελείονε, τότε και το σεντούκι από λόγου του κινούμενον, έμβαινε πάλιν μέσα εις τον Nαόν και εις το Άγιον Bήμα. Tούτο το θαυμάσιον εγίνετο εις κάθε Λειτουργίαν. Όθεν και έκαμνε τους βλέποντας, να θαυμάζουν και να εκπλήττωνται. Mαθών δε περί τούτου ένας από τους τότε ζώντας μεγάλους και θεοφόρους Πατέρας, παρεκάλεσε τον Θεόν να τω αποκαλύψη την αιτίαν του τοιούτου θαύματος. Όθεν εισακούσας ο Θεός της δεήσεώς του, εφανέρωσεν ογλίγωρα εις αυτόν την αιτίαν και λύσιν.
Άγγελος γαρ Kυρίου παρασταθείς, λέγει εις αυτόν.
› Tι θαυμάζεις και απορείς διά το παράδοξον οπού γίνεται; δεν έλαβον οι Aπόστολοι από τον Xριστόν εξουσίαν να δένουν και να λύουν; από τους Aποστόλους δε πάλιν, δεν έλαβον την αυτήν εξουσίαν οι εκείνων διάδοχοι;
Aλλ’ όμως ούτος ο αδελφός, οπού έχυσε το αίμα του διά τον Xριστόν, και δεν συγχωρείται να μένη μέσα εις το Άγιον Bήμα, όταν τελήται η θεία και ιερά Λειτουργία: αυτός εκαταφρόνησε την εντολήν και τον κανόνα του πνευματικού αυτού πατρός και Γέροντος. Kαι διά τούτο διώκεται υπό θείου Aγγέλου έως εις τον νάρθηκα. Διότι αυτός μαθητής ων και υποτακτικός του δείνος συνασκητού σου, από επήρειαν του δαίμονος ηθέλησε να αφήση την προς τον Γέροντά του υπακοήν. Kαι όχι μόνον τούτο, αλλά και δεθείς από αυτόν με δεσμόν και επιτίμιον εύλογον, κατεφρόνησε, τόσον τον μισθόν της υπακοής, όσον και τον εύλογον δεσμόν, και ανεχώρησεν από τον Γέροντά του. Διά τούτο, καθό μεν εβασανίσθη και απεκεφαλίσθη διά τον Xριστόν, έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Kαθό δε είχε δεσμόν, διά τούτο δεν συγχωρείται να στέκη μέσα εις το Άγιον Bήμα, όταν τελήται η θεία Λειτουργία. Kαι αν ο Γέρωντας οπού έδεσεν αυτόν δεν τον λύση, από άλλον τινά δεν ημπορεί να λυθή1.
Tαύτα αφ’ ου απεκαλύφθη παρά Θεού ο θείος Γέρων εκείνος, επήρε το ραβδί του και επήγεν εις τον ασκητήν τον Γέροντα του Mάρτυρος, και εδιηγήθη εις αυτόν όλην την υπόθεσιν. Όθεν πέρνωντας αυτόν, εκατέβη μαζί με εκείνον εις την Aλεξάνδρειαν. Kαι ανοίξαντες το σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον το σώμα του Mάρτυρος, έδωκαν εις αυτόν και οι δύω την συγχώρησιν. Kαι τούτον ασπασάμενοι, εστάθηκαν και εδοξολόγησαν τον Θεόν. Kαι λοιπόν από τότε και ύστερα, έμενεν ο Mάρτυς ακίνητος μέσα εις το Άγιον Bήμα, όταν ετελείτο η θεία Λειτουργία2.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Tούτο νοείται, εάν ο Γέρωντας ήναι ζωντανός. Eι δε αυτός αποθάνοι, δύναται και Aρχιερεύς να λύση τον δεσμευθέντα.
2. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις το Συναξάριον του Aγίου Σαρβήλου, και Bεβαίας της αδελφής αυτού. Tούτο γαρ γράφεται κατά την εικοστήν ενάτην του Iαννουαρίου τελεώτερον, ότε και ο τούτους βαπτίσας Bαρσιμαίος εορτάζεται.
Η αληθινή ιστορία του μαρτυρίου της Αγίας Χρυσής, μιας νεαρής κοπέλας που έζησε στα Σλάτενα της Αλμωπίας (σημερινό χωριό "Χρυσή") στα τέλη του 18ου αιώνα μ.Χ.
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἀποτελεῖ, ὅπως ξέρουμε τὴν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Κι εἶναι ἡ βασιλεία αὐτὴ ἀκατάλυτος ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ αἰώνιος. Τούτη τὴν ἀλήθεια διακηρύττει καὶ ὁ ἐμπνευσμένος ὑμνογράφος σ’ ἕναν ὕμνο του:
«Ἡ Βασιλεία σου, Χριστὲ ὁ Θεός, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ ἡ Δεσποτεία σου, ἐν πάσῃ γενεὰ καὶ γενεά.»
Πολλοὶ μέχρι σήμερον πολέμησαν τὴν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ τότε ποὺ πρωτοεμφανίσθηκε πάνω στὴ γῆ, πολλοὶ τὴν καταδίωξαν καὶ τὴν πολέμησαν. Τί πέτυχαν; Μᾶς τὸ λέει ἡ ἱστορία μὲ τὸ στόμα τοῦ χρυσορρήμονος τῆς Ἀντιοχείας:
«Οἱ πολεμήσαντες ἀπωλόντο.»
Αὐτοὶ δηλαδὴ ποῦ τὴν πολέμησαν χάθηκαν! Κι ἡ Ἐκκλησία;
«Αὐτὴ ὑπὲρ τὸν Οὐρανὸν ἀναβέβηκε.»
Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ γίνει διαφορετικά. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι φυτεμένη στὴ γῆ ἀπὸ τὸν Οὐρανό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Καὶ Αὐτὸς βεβαιώνει:
«Καὶ πύλαι Ἅδου οὗ κατισχύσουσιν Αὐτῆς.»
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, συγκροτεῖ καὶ στερεώνει τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ἀνέδειξε διὰ μέσου τῶν αἰώνων τοὺς ἐμπνευσμένους ἐργάτες της. Τοὺς ζηλωτὲς καὶ ἀτρόμητους ἐργάτες, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δὲν δίστασαν καὶ στὰ μαρτύρια νὰ βαδίσουν καὶ τὴν ζωή τους νὰ θυσιάσουν γιὰ χάρη Του.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνέδειξε τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἀγράμματους ψαράδες τῆς Γαλιλαίας, Ἀποστόλους καὶ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸ καὶ τοὺς φωτισμένους Ἱεράρχες, τοὺς φλογεροὺς μάρτυρες, καὶ ἀκατάβλητους ἀσκητές. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συντηρεῖ καὶ στὶς ἡμέρες μας καὶ ἐνισχύει τὶς χιλιάδες τῶν ἱεραποστόλων καὶ συγχρόνων μαρτύρων καὶ ὁσίων, ποὺ βρίσκονται στὰ διάφορα μέρη τοῦ αἱματόβρεκτου πλανήτη μας.
Μπορεῖ ἐμεῖς νά μὴν τοὺς ξέρουμε. Νὰ μὴν τοὺς βλέπουμε. Νὰ μὴν τοὺς προσέχουμε, γιατί ἄλλα πράγματα μᾶς συγκινοῦν καὶ μᾶς ἑλκύουν. Πράγματα συνήθως εὐτελὴ καὶ ἁμαρτωλά. Ὅμως αὐτοὶ ὑπάρχουν. Καὶ εἶναι πολλοί. Στρατιὲς ὁλόκληρες ἀπαρτίζουν τὴν στρατευόμενη καὶ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὁσίους τοὺς μεγάλους καὶ θαυμαστούς, ποὺ σὰν ἄστρο φωτεινὸ στολίζει περίλαμπρα τὸ νοητὸ στερέωμα τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καὶ ὁ Ἅγιος Ἐπίκτητος ὁ Θαυματουργός. Ἀλαμανὸς ἦταν καὶ αὐτός. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακόσιους Ἀλαμανοὺς ἁγίους, ποὺ ἦρθαν καὶ ἔζησαν στὸ νησί μας (την Κύπρον) τὸν 12ο αἰώνα. Μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὴν Γερμανία. Ἤσαν Ἕλληνες ἐργάτες ποὺ ἐργάζονταν ἐκεῖ. Ἔλαβαν ὅλοι μέρος στὴν Β’ Σταυροφορία 1147 – 1149 ποὺ δημιουργήθηκε μὲ σκοπὸ νὰ ἐλευθερώσει τοὺς Ἁγίους Τόπους ἀπὸ τὰ χέρια τῶν μωαμεθανῶν. Μετὰ τὴν διάλυση τῆς στρατιᾶς αὐτῆς, προτοῦ ἀκόμη φθάσει στὴν Παλαιστίνη, οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες συνῆλθαν ὅλοι καὶ ἀποφάσισαν νὰ προχωρήσουν καὶ νὰ πᾶνε στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν. Τὰ Ἱεροσόλυμα τὰ κρατοῦσαν ἀκόμη τότε οἱ Εὐρωπαῖοι. Ἀφοῦ πραγματοποίησαν τὸν ἱερὸ ἐκεῖνο πόθο τους, συνῆλθαν καὶ πάλι καὶ ἀποφάσισαν νὰ διασκορπισθοῦν καὶ νὰ ἀσκητεύσουν ἐκεῖ στὰ ἔρημα τοῦ Ἰορδάνου. Οἱ Σαρακηνοὶ ὅμως καὶ οἱ Λατίνοι τοὺς καταδίωκαν. Γι’ αὐτὸ μιὰ μέρα μαζεύτηκαν καὶ πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ φύγουν. Κατέβηκαν στὴν παραλία, μπῆκαν σ’ ἕνα καράβι καὶ ἦλθαν στὴν Κύπρο. Τὸ καράβι ποὺ τοὺς ἔφερνε, προτοῦ φτάσει σὲ λιμάνι, τσακίστηκε πάνω στοὺς βράχους ἐξ αἰτίας μιᾶς δυνατῆς τρικυμίας. Εὐτυχῶς ὅμως τὸ πλήρωμα τοῦ καραβιοῦ σώθηκε ὅλο καὶ βγῆκε στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Πάφου. Ἀπὸ ἐκεῖ διασκορπίσθηκαν σὲ ὁλόκληρο τὸ νησὶ καὶ ἀσκήτεψαν ἄλλοι «ἐν ὄρεσι» καὶ ἄλλοι «ἐν σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαὶς τῆς γῆς».
Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς, ὁ χρονογράφος τῆς Κύπρου, στὸ χρονικό του, νὰ πὼς περιγράφει τὸ σχετικὸ γεγονός:
«Ὄνταν οἱ Σαρακηνοὶ ἐπῆραν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, τότε ἐβγήκαν οἱ πτωχοὶ οἱ χριστιανοὶ ὅπου ἐγλυτώσαν καὶ ἐπῆγαν ὅπου ηὔραν καταφύγιν, ἤσαν ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς καὶ λαϊκοὶ καὶ ἐπῆγαν ὅπου φτάσαν καὶ ἤρταν καὶ εἰς τὴν περίφημον Κύπρον μία συντροφιά, ὅπου ἤσαν (300) ὀνομάτοι, καὶ γροικώντα, ὅτι Ἕλληνες ἐφεντεύγαν τὸν τόπον, διὰ τὸν φόβον ἐπῆγαν εἰς τὸ ἕναν μέρος καὶ εἰς τὸ ἄλλον καὶ ἐσγάψαν τὴν γῆν καὶ ἐμπήκαν μέσα καὶ ἐπροσεύχουνταν τῷ θεῷ καὶ ἤσαν δυὸ τρεῖς ἀντάμα, καὶ εἶχαν τινὰ δουλευτὴν ἀποὺ τοὺς ἐδούλευγεν τὸ ἐχρειάζουνταν διὰ τὴν ζωήν τους. Καὶ ἐποθάναν εἰς τὸν αὐτὸ νησίν, καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν τοὺς ἐφανερώθησαν δι’ ἀγγέλου, ἄλλοι διὰ τὰ θαυμαστὰ θαύματα.»
Ὁ Μαχαιρᾶς ἀναφέρει μάλιστα καὶ τὰ ὀνόματα 67 ἀπὸ τοὺς τριακόσιους αὐτοὺς ὁσίους. Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο μᾶς λέγει, πὼς ἀφοῦ προχώρησε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἦρθε στὰ βόρεια τῆς Κύπρου καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν περιοχὴ τοῦ Κάζα Πιφάνη, τὸ σημερινὸ Καζάφανι, ποὺ ἀπέχει κάπου τέσσερα μίλια ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κερύνειας:
«Εἰς τὴν Περιστερώναν τῆς Μεσαορίας εὑρίσκεται ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ θαυματουργός, εἰς τὴν Ὀρμετίαν (Ὀρμήδια) ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος στρατιώτης... καὶ πρὸς τοῦ Κάζα Πιφάνη ὁ ἅγιος Ἐπίκτητος.»
Στὴν ἀρχὴ ὁ Ἅγιος διέμενε σ’ ἕνα ἔρημο μέρος. Ἀργότερα προχώρησε, βρῆκε μία σπηλιὰ καὶ ἐκεῖ ἔστησε τὸ ἀσκητήριό του. Ὁ ἀγώνας του πολύπλευρος, ἐντατικός, ἀδιάλειπτος. Ὅπλα ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ μελέτη, ἡ ἄσκηση. Πόθος ἕνας: Νὰ νικήσει τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη του. Νὰ νικήσει τὸν κατώτερο ἑαυτό του καὶ νὰ γίνει ἐκεῖνος ποὺ θέλει ὁ Κύριος. Νὰ γίνει ὁ ἐνάρετος, ὁ τέλειος, ὁ ἅγιος:
«Ἔσεσθε οὒν ὑμεῖς τέλειοι ὥσπερ καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοὶς Οὐρανοὶς τέλειός ἐστι.»
Αὐτὸ δὲν συνιστᾶ καὶ ὁ Ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Νὰ γίνει ὁ τέλειος στὴν ἀρετή. Καὶ τὸ ἐπιτυγχάνει. Μὲ τὴν αὐστηρὴ νηστεία ἐπιτυγχάνει νὰ καταστέλλει τὶς σαρκικὲς ὁρμὲς καὶ μὲ τὴν κατανυκτικὴ καὶ συνεχὴ προσευχὴ νὰ ὑψώνει τὸ πνεῦμα του σὲ ἄλλους κόσμους. Μὲ τὴν τακτικὴ μελέτη τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν προσεκτικὴ ἄσκηση κατορθώνει μέρα μὲ τὴ ἡμέρα νὰ ταπεινώνει καὶ νὰ ἐξουδετερώνει «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν τοὶς παθήμασι καὶ ταὶς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ» (Γαλ. ε’ 24) καὶ στὴν θέση του νὰ βάνει τὸν νέο ἄνθρωπο. Νὰ ντύνεται, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος, «τὸν νέον, τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολασ. γ’ 10). Δηλαδὴ νὰ ντύνεται τὸ νέο, ὁ ὁποῖος συνεχῶς ξανακαινουργώνεται ὥστε νὰ προχωρεῖ σὲ βαθύτερη γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνεται ὁλοένα καὶ τελειότερη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκτισε.
Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο ζωῆς τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε ἄμεσο. Ἡ Θεία χάρις «ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα» πλούσια ἐπεσκίασε τὸν ὅσιο. Οἱ ἱερές του προσπάθειες καθαγιάζονται καθημερινὰ καὶ ἡ ζωή του γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἐνάρετη κι ἁγία. Ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ φωτίζονται καὶ ὁ ζηλωτὴς ἀσκητὴς ἐπιτυγχάνει αὐτὸ ποὺ ποθεῖ καὶ ἀγωνίζεται. Ἐπιτυγχάνει νὰ ἀναδειχθεῖ κάποια μέρα «παρὰ τῷ Θεῷ ἐκλεκτός, ἔντιμος, ἅγιος».
Ὁποία στ’ ἀλήθεια τιμὴ καὶ χαρὰ γιὰ τὸν τακτικὸ ἐργάτη τῆς ἀρετῆς! Αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως ἐπιτυγχάνει καὶ ὁ καθένας πιστὸς ἀρκεῖ μὲ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση νὰ θέτει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ τὸν χρηστὸ ζυγὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ ν’ ἀγωνίζεται σκληρὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ νὰ ζεῖ κάθε μέρα ζωντανὰ καὶ συνειδητὰ τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ ζωή. Ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶναι μόνο μιὰ ὡραῖα διδασκαλία. Ὁ χριστιανισμὸς εἶναι πρὸ πάντων βίωμα. Ὅπου καὶ ἂν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ σὰν θελήσει καὶ σὰν ἀγωνισθεῖ νὰ εὐαρεστήσει στὸν Κύριο. Ἡ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ βεβαιώνει καὶ ἡ καθημερινὴ πείρα τὸ μαρτυρεῖ.
Αὐτὸ ἔκαμε καὶ ὁ Ὅσιός μας. Κάθε μέρα ἀγωνιζόταν στὴ σπηλιά του νὰ ζεῖ τὴν χριστιανικὴ ζωή. Κι ὄχι μονάχα ὁ ἴδιος φρόντιζε νὰ εἶναι τύπος καὶ ὑπογραμμὸς ἀληθινοῦ πιστοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦτο συνεβούλευε σὲ ὅσους τὸν ἐπισκέπτονταν, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν. Γιατί καὶ τοῦτο ἐγένετο.
Ὅπως ἡ εὐωδία τῶν λουλουδιῶν τραβάει σ’ αὐτὰ τὶς εὐγενικὲς μέλισσες, ἔτσι καὶ τοῦ Ἁγίου μας, τῆς ἀρετῆς του ἡ εὐωδία, ποὺ ἀνεδίδετο ἀπ’ τὴν ταπεινὴ σπηλιά, ἄρχισε νὰ ἑλκύει γύρω του διψασμένες ψυχές, ποὺ ποθοῦσαν μία καλύτερη ζωή. Σὲ λίγο ἕνας ὁλόκληρος συνοικισμὸς σχηματίστηκε γύρω ἀπ’ τὴν σπηλιά. Στὶς εὐγενικὲς αὐτὲς ψυχὲς ποὺ τὸ βράδυ, ὑστέρα ἀπὸ τὴν κούραση τῆς ἡμέρας, τὸν ἐπισκέπτοντο, ὁ Ἅγιος προσέφερε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ στοργὴ καὶ ἁπλότητα. Καὶ τὶς παρηγοροῦσε καὶ τὶς καθοδηγοῦσε καὶ τὶς ἐνίσχυε. Μὰ καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ ἐρχόντουσαν ἀπὸ μακριὰ ὁ Ἅγιος τοὺς δεχόταν καὶ τοὺς χάριζε μαζὶ μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὶς θαυματουργικὲς θεραπεῖες του. Κοντά του βρίσκανε οἱ δυστυχισμένοι τὴν προστασία. Οἱ ἄρρωστοι τὴν ὑγεία. Οἱ θλιμμένοι καὶ βασανισμένοι τὴν παρηγοριά. Καὶ ὅταν γέροντας πιὰ παρέδωκε τὴν Ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο, πλήθη λαοῦ καὶ ἀπὸ μακρινὰ μέρη μαζεύτηκαν καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια κήδευσαν τὸ ἅγιο σκήνωμα ἐκεῖ στὴ σπηλιά. Τιμώντας δὲ τὸν Ἅγιο βάπτισαν τὸν συνοικισμὸ μὲ τ’ ὄνομά του, τὴν δὲ σπηλιὰ τὴν χρησιμοποίησαν γιὰ ἐκκλησία τους. Ἡ σπηλιὰ σώζεται ὡς σήμερα. Ἔχει τὴν μορφὴ κατακόμβης ἢ ἀσκητηρίου λαξευμένου πάνω στὸ βράχο.
Στὴν σπηλιὰ κατεβαίνει κανεὶς, ἀπὸ μία μικρὴ κυκλικὴ κλίμακα. Στὸ τέλος αὐτῆς τῆς κλίμακας ὑπῆρχε μία πηγὴ ποὺ ἔβγαζε γάργαρο νερό. Ἀπὸ αὐτὸ ἔπινε ὁ Ἅγιος. Καὶ αὐτὸ χρησιμοποιοῦσε γιὰ νὰ ποτίζει καὶ τὰ λίγα λαχανικά, ποὺ καλλιεργοῦσε γιὰ νὰ τρέφεται. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ὁσίου τὸ νερὸ χρησιμοποιόταν σὰν ἅγιασμα μέχρι ποὺ ἡ πηγὴ στέρεψε ἐξαιτίας τῆς ἀνομβρίας. Μέσα στὴν σπηλιὰ βλέπει κανεὶς καὶ σήμερα τὸ πέτρινο κρεβάτι τοῦ Ἁγίου καὶ μία πέτρα ποὺ ὁμοιάζει μὲ ἀνθρώπινο κεφάλι καὶ τὴν ὁποία χρησιμοποιοῦσε ὁ ἀσκητὴς γιὰ προσκέφαλο. Σὲ μία γωνιὰ βρίσκεται καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου. Ἐπάνω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ αὐτὴ κτίστηκε ἀργότερα, περὶ τὰ τέλη τοῦ ιβ’ αἰώνα, ἡ ἐκκλησία τῆς κοινότητος ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου, τὴν ὁποία οἱ κάτοικοι πολὺ τὴν σεβόντουσαν. Σ’ αὐτὴ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν σπηλιὰ καὶ τοποθετήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1856 καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου.
Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Ὅσιος, ὅσο καιρὸ ζοῦσε, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Ἀναφέρουμε γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια μερικά:
α) Θεραπεία ἐνὸς τυφλοῦ
Κάποτε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Πάφου ζοῦσε ἕνας τυφλὸς νέος, ποὺ μέρα καὶ νύκτα παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ χαρίσει τὸ φῶς του. Κάποια βραδιὰ ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν εἶδε σὲ ὅραμα τὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο, ποὺ ἦλθε καὶ τοῦ εἶπε:
› Παιδί μου, οἱ προσευχές σου εἰσακούσθηκαν. Ὁ Κύριός μας μὲ ἔστειλε νὰ σὲ κάμω καλά. Ἔλα λοιπὸν στὸ σπίτι μου, νὰ πλύνεις τὸ πρόσωπό σου μὲ τὸ νερό μου καὶ αὐτὸ ποὺ ποθεῖς θὰ τὸ ἀποκτήσεις.
› Νὰ ἔλθω στὸ σπίτι σου;
Ρώτησε ὁ νέος.
› Καὶ ποῦ εἶναι, γέροντά μου, τὸ σπίτι σου; Πές μου, ποὺ βρίσκεται μονάχα.
› Τὸ σπίτι μου, ὁ ναός μου βρίσκεται κοντὰ στὴν Κερύνεια. Ὅταν ἔρθεις ὡς ἐκεῖ, ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη θὰ συναντήσεις ἕναν ἱερέα συνεπαρχιώτη σου. Ρώτησέ τον ποὺ εἶναι τὸ σπίτι μου καὶ αὐτὸς θὰ στὸ δείξει μὲ προθυμία.
Τότε ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ ἦταν κάποιος Παπά-Κωνσταντῖνος ἀπὸ τὴν ἐπαρχία τῆς Πάφου. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ τυφλὸς νέος ὁδηγημένος ἀπὸ τοὺς γονεῖς ξεκίνησε γιὰ τὰ μέρη τῆς Κερύνειας. Ὅταν ἔφτασαν ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη βρῆκαν πραγματικὰ τὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος τοὺς ὁδήγησε πρὸς τὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο. Ὅταν ἔφτασαν, ὁ ἱερέας τοὺς κατέβασε στὴν σπηλιὰ καὶ ὁ νέος ἔνιψε τὸ πρόσωπο μὲ τὸ ἅγιασμα τοῦ Ἁγίου. Κατόπιν ἀνέβηκαν στὴν ἐκκλησία, ὅπου μόλις ὁ νέος στάθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου, τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὰ τυφλὰ μάτια ἄνοιξαν! Καὶ ὁ νέος τελείως θεραπευμένος ἄρχισε νὰ κάμνει τὸν σταυρό του καὶ νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ λέγοντας:
› Αὐτός, ὁ γέροντας τῆς εἰκόνας μοῦ φανερώθηκε καὶ μὲ κάλεσε στὸ σπίτι του. Αὐτὸς τώρα μ’ ἔκανε καλά. Δόξα σοὶ ὁ Θεός!
β) Θεραπεία ἐνὸς δαιμονιζομένου
Ἐκεῖ στὴν Κακοπετριὰ ζοῦσε μία οἰκογένεια μ’ ἕνα παιδὶ δαιμονιζόμενο. Πολλὰ ξόδεψαν οἱ δυστυχισμένοι γονεῖς γιὰ τὸ ἄρρωστο παιδί τους μὰ τίποτα. Τὸ κακὸ γινόταν ἀπὸ μέρα σὲ μέρα καὶ χειρότερο. Ὅπως ὁ δαιμονιζόμενος τοῦ Εὐαγγελίου, ἔτσι καὶ τὸ δεκαπεντάχρονο ἐκεῖνο παιδὶ δὲν ἤθελε ν’ ἀφήνει στὸ κορμὶ του κανένα ἔνδυμα. Ἡ κατάστασή του μέρα μὲ τὴν ἡμέρα εἶχε ἐξελιχθεῖ σ’ ἕνα δράμα τρομερό. Τάματα οἱ καημένοι οἱ γονεῖς καὶ προσευχὲς καὶ δάκρυα. Μιὰ μέρα ἡ πονεμένη μητέρα, ἐνῶ γονατιστὴ προσευχόταν σὲ μία γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ της, τὴν ὥρα ποὺ στὸ διπλανὸ δωμάτιο τὸ ἄρρωστο παιδὶ οὔρλιαζε τρομερά, κάποια στιγμὴ ποὺ εἶχε τὰ μάτια κλειστὰ καὶ ὁ πόνος τῆς σούβλιζε κυριολεκτικὰ τὴν καρδιά, εἶδε ἕνα ὅραμα. Μιὰ ὀπτασία στάθηκε μπροστά της καὶ μία φωνὴ τῆς εἶπε:
› Κόρη μου, τὸ παιδί σου, μπορεῖ νὰ γίνει καλά. Φτάνει μονάχα νὰ τὸ φέρεις στὸ σπίτι μου, ποὺ βρίσκεται σ’ ἕνα χωριὸ ἀνατολικὰ τῆς Κερύνειας.
Ἡ πονεμένη μητέρα σηκώθηκε μὲ μιᾶς κι ἔτρεξε καὶ τὸ εἶπε στὸν σύζυγό της, ποὺ τὴν στιγμὴ ἐκείνη εἶχε γυρίσει ἀπ’ τὴ δουλειά. Τὴν ἑπομένη, ἀφοῦ σηκώθηκαν πρωὶ καὶ ἔκαμαν τὴν προσευχή τους ξεκίνησαν μὲ συντροφιὰ τὸ ἄρρωστο παιδὶ γιὰ τὸ χωριὸ τοῦ Ἁγίου. Ὅταν ἔφτασαν στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, βρῆκαν μπροστὰ τους τὸν ἱερέα, ποὺ λὲς καὶ τοὺς περίμενε. Μὲ τὴν καθοδήγησή του κατέβηκαν πρῶτα στὴν σπηλιά. Ἐκεῖ ὁ ἱερέας ἔκαμε μία παράκληση καὶ ὑστέρα ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ κάτω τὴν πέτρα ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἅγιος γιὰ προσκέφαλο, σταύρωσε μ’ αὔτην τὸ ἄρρωστο παιδὶ τρεῖς φορές. Μόλις τέλειωσε, τὸ δυστυχισμένο παιδὶ ἔβγαλε μία σπαρακτικὴ κραυγὴ καὶ ἔπεσε κάτω. Κυλίστηκε μερικὲς φορὲς καὶ ὕστερα σταμάτησε. Τέντωσε τὰ μέλη καὶ ἔμεινε σὰν πεθαμένο. Στὴ στάση αὐτὴ κράτησε λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Μετὰ τινάχτηκε ὁλόκληρο σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ βαρὺ ὕπνο καὶ σηκώθηκε θεραπευμένο. Ἀνέβηκε τὴν κυκλικὴ κλίμακα, μπῆκε στὸ ναὸ καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀφοῦ ἔκαμε μερικὲς μετάνοιες προχώρησε καὶ μὲ σεβασμὸ ἀσπάστηκε πολλὲς φορὲς τὴν εἰκόνα λέγοντας:
› Σ’ εὐχαριστῶ, Ἅγιέ μου. Σ' εὐχαριστῶ. Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!
γ) Τὸ παράλυτο παιδί
Στὴν Περιστερώνα τῆς ἐπαρχίας Λευκωσίας μιὰ εὐκατάστατη οἰκογένεια εἶχε παιδὶ παράλυτο. Πολλὰ χρήματα ξόδεψε σὲ γιατρούς, μὰ τίποτα. Τὸ παιδὶ τὸ πῆραν καὶ ἔξω ἀπ’ τὴν Κύπρο. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπ’ ἐκεῖ εἶδαν κανένα καλὸ ἀποτέλεσμα. Τὸ παιδὶ μεγάλωνε ἀκίνητο στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου. Καὶ οἱ πονεμένοι οἱ γονεῖς μὲ δάκρυα ἔβρεχαν κάθε μέρα τὸ ψωμί τους. Στὶς στιγμὲς αὐτὲς ὁ ἄνθρωπος μονάχα στὴν πίστη βρίσκει παρηγοριά. «Ἡ παιδεία Κυρίου ἀνοίγει μου τὰ ὦτα», λέγει καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ πόνος βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ στραφεῖ λίγο περισσότερο στὸν ἑαυτό του. Νὰ κάμει μίαν αὐτοεξέταση. Νὰ μετανοήσει. Νὰ συντριβεῖ. Αὐτὸ ἔκαμαν καὶ οἱ δυστυχισμένοι οἱ γονεῖς. Ἡ ἀρρώστια τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ τους, ξύπνησε μέσα τους τὴν πίστη. Μετανόησαν καὶ οἱ δύο καὶ ἐξομολογήθηκαν. Καὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἄρχισαν νὰ βλέπουν τὴν δοκιμασία τους σὰν τὸν σταυρό τους μὲ καρτερία καὶ ὑπομονή. Κάποιο βράδυ ποὺ ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ προσευχόταν γονατιστὴ καὶ ἔκλαιε εἶδε μπροστὰ της ἕναν γέροντα ποὺ τῆς εἶπε:
› Καημένη μητέρα, παῦσε νὰ κλαίγεις. Ὁ Ἅγιος Θεὸς εἶδε τὰ δάκρυά σου καὶ μ’ ἔστειλε νὰ σὲ βοηθήσω. Πάρε τὸ παιδί σου τὴν ἐρχόμενη Κυριακὴ καὶ φέρε το στὸ σπίτι μου, ποὺ βρίσκεται στὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο. Φέρε το καὶ θὰ πάρεις αὐτὸ ποὺ ποθεῖς.
Συγκινημένη ἡ πονεμένη μάνα σηκώθηκε καὶ ἔτρεξε στὸν σύζυγό της. Τοῦ εἶπε ὅ,τι τῆς συνέβη. Ἐκεῖνος τὴν ἄκουσε μὲ προσοχή. Σὰν τελείωσε, ἔκαμαν καὶ οἱ δυὸ τὸν σταυρό τους καὶ ἀποφάσισαν νὰ πᾶνε. Τὴν ἄλλη μέρα ἡ πιστὴ γυναίκα, σηκώθηκε πρωί, πῆρε ἀλεύρι καὶ ἔκαμε μία «λειτουργία». Τὴν ἑπομένη πῆραν τὸ ἄρρωστο παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ – ἦταν πέντε χρόνων – καὶ ἐξεκίνησαν. Τὸ βράδυ φιλοξενήθηκαν στὸ χωριό. Τὴν Κυριακὴ πολὺ πρωὶ πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Μὲ κατάνυξη παρακολούθησαν τὴν Θεία Λειτουργία καὶ κοινώνησαν ὅλοι, τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Σὰν τέλειωσε ἡ Θεία Λειτουργία μὲ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ κατέβηκε στὴν σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου μὲ τὴ νεωκόρο ὁδηγὸ καὶ τὸν ἱερέα. Ἐκεῖ ἡ μητέρα ἄλλαξε τὰ ἐνδύματα τοῦ παιδιοῦ της καὶ τοῦ φόρεσε ἄλλα. Ἔκαμαν παράκληση καὶ ὁ ἱερέας ἀφοῦ πῆρε τὴν πέτρα ποὺ ὁ Ἅγιος χρησιμοποιοῦσε γιὰ προσκέφαλο, σταύρωσε τὸ παράλυτο παιδὶ τρεῖς φορὲς στὸ στῆθος καὶ στὴ ράχη. Τὰ ἀκίνητα πόδια ἀπ’ τὴν ἀρρώστια κινήθηκαν. Τὸ παιδὶ κάθισε, σηκώθηκε καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζει. Στ’ ἀλήθεια! «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ».
Πολλὰ ἄλλα θαύματα ἀναφέρονται νὰ ἔγιναν ἀπὸ τὸν Ἅγιό μας. Πολλοὶ ἀκόμη καὶ Τοῦρκοι ἐξ αἰτίας τῶν θαυμάτων πίστεψαν καὶ βαπτίστηκαν στὸν Χριστὸ μὲ ἀναδόχους ἀπ’ τὸ χωριό.
Ὁ Ἅγιος Ἐπίκτητος, τὸ χωριὸ ὅπου ἔζησε ὁ Ἄγιος μας, εἶναι σήμερα ἕνα ἀπὸ τὰ χωριὰ ποὺ πατᾶ μὲ τὶς ἀρβύλες του ὁ βάρβαρος κατακτητής. Χρόνια τώρα ἡ ἐκκλησία τοῦ χωρίου εἶναι κλειστὴ καὶ τὰ καντήλια σβηστά. Γιατί ἄραγε; Πῶς γίνεται τοῦτο;
Ἀνεξιχνίαστοι, ἀδελφοί μου, αἱ βουλαὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἂς μὴ παραπονούμεθα. Ἂς ἔχουμε τὴν εἰλικρίνεια νὰ ὁμολογήσουμε, πὼς τὰ τελευταία χρόνια κάναμε καὶ ἐμεῖς κάτι τὸ ἀνεπίτρεπτο. Ἐγκαταλείψαμε τὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἐγκατέλειψε. Νὰ ἡ αἰτία τῶν δεινῶν μας. Ἐγκαταλείψαμε ὡς ὀρθόδοξος καὶ προνομιοῦχος λαὸς τὴν πίστη μας, τὶς παραδόσεις μας, τὰ χριστιανικὰ ἤθη καὶ ἔθιμά μας. Τὸ νησί μας, ἡ Νῆσος τῶν Ἁγίων, ἔγινε σήμερα ἡ νῆσος τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, τῆς ἀποστασίας, τῶν αἱρέσεων, τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἡ μὲν πίστη μας δὲν ἔχει νὰ πάθει τίποτε ἀπ’ τὴν διαγωγή μας. Ἐμεῖς ἔχουμε νὰ πάθουμε. Ἐμεῖς ἔχουμε νὰ ὑποφέρουμε...
Τώρα ὅμως ποὺ κτυπήσαμε στὸ ἀνώφλι, ἂς δοῦμε ἐπιτέλους τὸ κατώφλι. Κι ἂς κλάψουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας κι ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τότε, ἡ εὐλογία θὰ ξαναγυρίσει καὶ πάλι στὸν τόπο μας. Οἱ Ἅγιοί μας καὶ πάλιν θ’ ἀρχίσουν νὰ θαυματουργοῦν. Καὶ οἱ ἐχθροὶ θὰ φύγουν. Καὶ ἐμεῖς πανευτυχεῖς θὰ στραφοῦμε μὲ χαρὰ στὰ σπίτια μας. Θὰ ξανοίξουμε τὶς ἀραχνιασμένες ἐκκλησιές μας. Καὶ θὰ γιορτάσουμε τὸ Πάσχα τῆς ἐλευθερίας μας. Ὡς τότε, ἂς πηγαίνουμε νοερὰ στὶς σκλαβωμένες ἐκκλησιές μας. Νοερά, ἂς μεταφερόμαστε καὶ στοῦ Ἁγίου μας τὴν σπηλιὰ καὶ τὴν ἐκκλησία καὶ ἀπ’ τὴν καρδιὰ ἂς τοῦ ψάλλουμε κάθε φορὰ τοῦτο τὸν ὕμνο:
«Πάτερ παμμάκαρ Ἐπίκτητε, τὴν σὲ τιμώσαν φαιδρῶς, νῆσον Κύπρον διάσωζε, πάσης περιστάσεως, τῇ θερμῇ προστασία σου, καὶ ἐξαιρέτως ταύτην τὴν χῶραν σου σεμνυνομένην τῷ σῷ ὀνόματι, σκέπε ἑκάστοτε καὶ χορηγεῖ πάντοτε ταύτῃ, σοφέ, τὰ τῆς εὐλογίας σου θεία δωρήματα.»
Ἅγιε Ἐπίκτητε, πρέσβευε ὑπὲρ ἠμῶν.
(σ.σ.: Η εκκλησία του Αγίου Επίκτητου, δυστυχώς έχει μετατραπεί σε τζαμί αφού βρίσκεται στην κατεχόμενη Κύπρο. Στο εσωτερικό της εκκλησίας υπάρχει το ασκητικό σπήλαιο – τάφος του Αγίου.)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν, στερρῶς ἀνύσας, εὐηρέστησας, Χριστῷ ὁσίως, Θεοφόρε παμμάκαρ Ἐπίκτητε. Καὶ δοξασθεῖς τῇ τοῦ Πνεύματος χάριτι, ἡμᾶς λύτρωσε κινδύνων καὶ θλίψεων. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Μεγαλυνάριο
Χάριν κεκλημένος παρά Θεοῦ, Ἐπίκτητε Πάτερ, ὡς θεράπων αὐτού σεπτός, φύλαττε καί σκέπε, ἐκ πάσης ἐπήρειας τούς ἐπί καλούμενούς σε εἰς βοήθειαν.
Πηγή: Ιερός Ναός Ζωοδόχου Πηγής Βαρειάς Μυτιλήνης
«O Όσιος Πατήρ ημών και Oμολογητής Θεοφάνης ο Γραπτός, ο Eπίσκοπος Nικαίας, ο ποιητής μεν πολλών Kανόνων, αδελφός δε του Aγίου Θεοδώρου του Γραπτού, εν ειρήνη τελειούται.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...