
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων εἶναι πολυούχος πέντε Ελληνικών πόλεων: Κερκύρας, Μεσσολογγίου, Πειραιά, Κισάμου, καὶ Χανίων. Ἀνήκει στὴν ἱερὴ φάλαγγα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων. Γεννήθηκε τὸ 270 μ.Χ. καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306 – 337) καὶ τοῦ γιοῦ του Κωνστάντιου (337 – 361). Γενέθλια πατρίδα του ὁ Ἅγιος Σπυρίδων εἶχε ὄχι τὴν Τριμυθούντα τῆς Κύπρου, ὅπως γράφουν πολλοὶ καὶ ποὺ σήμερα εἶναι ἕνα μικρὸ χωριὸ μὲ τὸ ὄνομα Τρεμετουσία, ἀλλὰ τὴν γειτονική της κωμόπολη Ἄσσια.
Αὐτὸ μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος, πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Λευκωσίας καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. «Οὗτος οὒν ὁ Ἅγιος Σπυρίδων ἀγροῖκος μὲν ἣν εἰπεῖν κατὰ τὴν ἀνατροφήν, ἐν χωρίῳ Ἀσκὶα καλουμένω γεννηθεῖς εἰς τὴν Κυπρίων ἐπαρχίαν». Τὸ χωριὸ Ἀσκὶα (πιὸ σωστὰ Ἄσκια) εἶναι ἡ γνωστὴ κωμόπολη τῆς Ἄσσιας, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Τριμυθούντα. «Ἀγροῖκος» σημαίνει ἄνθρωπος ἁπλοϊκός, ἄνθρωπος ποὺ δὲν σπούδασε, δὲν ἔμαθε νὰ γράφει καὶ νὰ διαβάζει καλά.
Ἄνθρωπος, ὅπως λέμε ἐμεῖς σήμερα τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ κάμπου. Ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου· καὶ τέτοιος πραγματικὰ ἦταν ὁ Ἅγιός μας. Τέτοιοι ἦσαν καὶ οἱ γονεῖς του. Ἄνθρωποι ἀγρότες, φτωχοί, ἀλλὰ πολὺ ἐνάρετοι καὶ πιστοί. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ παιδί τους τὸ ἀνέθρεψαν μὲ προσοχὴ καὶ φόβο θεοῦ. Τὸ ἀνέθρεψαν, ὅπως λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὸν μαθητή του Τιμόθεο, ὅτι τὸν ἀνέθρεψε ἡ γιαγιά του Λωΐδα καὶ ἡ μητέρα του Εὐνίκη «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου».
Μόρφωση καὶ ζωὴ
Γράμματα ὁ Ἅγιος δὲν ἔμαθε πολλά. Οὔτε φοίτησε σὲ ἀνώτερες Σχολές, ὅπως οἱ ἄλλοι μεγάλοι ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅμως, τὸ βιβλίο τοῦ θεοῦ, ἦταν ὁ καθημερινὸς καὶ ἀχώριστος σύντροφός του. Ὅπου πήγαινε, μαζί του τὴν ἔπαιρνε. Μαζί του στὸ σπίτι. Μαζί του καὶ ὅταν ὁδηγοῦσε τὰ πρόβατα στὴ βοσκή, γιατί ἦταν βοσκός. Μέσα στὸ σακίδιό του, τὴν γνωστὴ κυπριακὴ βούρκα στὴν ὁποία εἶχε βαλμένο τὸ λιτό του γεῦμα, εἶχε καὶ τὸ Εὐαγγέλιό του. Πόσο συγκινητική, μὰ καὶ ἀξιομίμητη ἀλήθεια ἦταν τούτη ἡ συνήθειά του! Νὰ τὴν ἐξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τοῦτο προσθέτουμε:
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τὸν πλατύ, ὅταν τὰ πρόβατα βοσκᾶνε, ὁ Σπυρίδων καθισμένος κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο κάποιου δένδρου ἢ πάνω σὲ κάποιο ψήλωμα μελετοῦσε μ’ εὐφροσύνη τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν τὸν Δαβὶδ ἔψαλλε καὶ δοξολογοῦσε τὰ μεγαλεῖα του. Πολλὲς φορὲς ἀκόμη καλοῦσε κοντά του τοὺς ἄλλους βοσκοὺς καὶ μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη παραδειγματική τοὺς δίδασκε τοῦ Θεοῦ τὸν νόμο, καὶ ἀγωνιζόταν ὦρες νὰ ὁδηγήσει τὶς ψυχές τους στὰ χλοερὰ λιβάδια τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Ἀπὸ τὰ πρῶτά του βήματα τὸ λουλούδι αὐτὸ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φρόντιζε νὰ σκορπίσει παντοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τὰ ἀρώματα. Κάθε μέρα ποὺ περνοῦσε, ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν γύρω του, μὰ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωσή του, τὸν ἀνέβαζε καὶ σὲ ψηλότερες βαθμίδες ἀρετῆς καὶ ἠθικῆς τελειώσεως. Καὶ γινόταν γιὰ τὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς ἐποχῆς του, ἐποχῆς σκληρῶν διωγμῶν καὶ εἰδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους καὶ χριστιανικῆς ὁμολογίας. Στὸν διωγμό, ποὺ ἐξαπέλυσε ἐνάντια στοὺς χριστιανοὺς ὁ Μαξιμίνος (308 – 313) συνελήφθη καὶ ὁ ἱερὸς Σπυρίδων. Ὁ φλογερὸς καὶ ὑπέρμαχος τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ ἐπίσκοπος δὲν μποροῦσε νὰ ἀγνοηθεῖ. Τὰ βασανιστήρια πολλά. Σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ὅπως μᾶς λέγει κάποιος συναξαριστής, εἶχε ἐξαρθρωθεῖ καὶ τὸ πόδι του καὶ εἶχε βλαφθεῖ καὶ τὸ ἕνα του μάτι.
Τοὺς παλμοὺς τῆς καρδιᾶς του καὶ τὴν ἀγάπη του ὅμως στὸν Χριστὸ τίποτα δὲν μπόρεσε νὰ μειώσει. Μιὰ εὐφροσύνη πλημμύριζε ὁλόκληρο τὸ εἶναι του, σὰν σκεφτόταν ὅτι ἔπασχε γιὰ τὴν πίστη του στὸν Σωτήρα Χριστό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». (Ρωμ. η’ 18), ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε ἀπὸ μέσα του, σὰν δεχόταν τὰ ραπίσματα καὶ τοὺς ἄλλους ἐξευτελισμούς.
Ὁ Ἅγιος δημιουργεῖ οἰκογένεια
Μὰ καὶ στὶς ἡμέρες τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς ποὺ ἀπολάμβανε μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ποὺ ἔγινε πιθανὸν ὕστερα ἀπὸ τὴν κυκλοφορία τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ἡ φλόγα τῆς πίστεώς του στὸν Χριστὸ ἔμεινε ἀμείωτη καὶ ἡ ἀγάπη του πάντα ὑποδειγματική.
Εἶπα στὶς ἡμέρες τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς, γιατί νέος ὁ Ἅγιός μας, κατόπιν πιέσεως τῶν γονιῶν του δημιούργησε οἰκογένεια. Δυστυχῶς ὅμως πολὺ νωρὶς ἔχασε τὴν προσφιλή του σύντροφο. Τὴν κάλεσε ὁ Κύριος κοντά του. Ἔτσι ὁ Σπυρίδων ἔμεινε μόνος μὲ συντροφιὰ τὴν χαριτωμένη κόρη του, τὴν Εἰρήνη του. Ὁ πόνος ὑπῆρξε μεγάλος. Ὅμως, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε. Τὰ λόγια του πολύαθλου Ἰῶβ ἦταν πάντα στὸ στόμα του. «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο. Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰώνας» (Ἰῶβ α’ 21). Παρηγοριὰ στὴν θλίψη του βρῆκε πάλι στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Γιατί μόνο τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ τὶς στιγμὲς αὐτὲς εἶναι ἱκανὰ νὰ ξεκουράσουν ψυχικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν σωτηρία.
Ἡ πανθομολογουμένη ἀπὸ ὅλους εὐσέβεια καὶ ἀρετή του κατέστησε τὸν Ἅγιο σεβαστὸ καὶ ἀγαπητό, ὄχι μονάχα στὴν πόλη του, μὰ καὶ στὰ γύρω χωριά. Σ’ αὐτὸν ἔβρισκαν καταφύγιο οἱ δυστυχισμένοι. Αὐτὸν εἶχαν προστάτη οἱ πονεμένοι. Αὐτὸν ἔβλεπαν πατέρα τὰ ὀρφανά. Σὲ κάθε ἀνάγκη σ’ αὐτὸν κατέφευγαν ὅλοι, γιατί στὸ πρόσωπό του ἦταν βέβαιοι πὼς θὰ βρίσκανε αὐτὸ ποὺ ἤθελαν, αὐτὸ ποὺ ποθοῦσαν. Τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀνακούφιση.
Ὁ Σπυρίδων ποιμένας ψυχῶν
Ἔτσι, ὅταν κάποτε πέθανε ὁ ἱερέας τοῦ τόπου ἐκείνου, μικροὶ καὶ μεγάλοι μ’ ἕνα στόμα τὸν Σπυρίδωνα κάλεσαν καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ χειροτονηθεῖ ποιμένας τῶν ψυχῶν τους. Ἀργότερα κλῆρος καὶ λαὸς μὲ τὶς παρακλήσεις τους πάλι ἀνέδειξαν τὸν Ἅγιο πρῶτο Ἐπίσκοπό της Τριμυθοῦντος. Καὶ τὴν θέση αὐτὴ τίμησε καὶ δόξασε ὅσο κανένας ἄλλος ὁ ἁπλοϊκὸς βοσκός. Τὴν τίμησε καὶ τὴν δόξασε, γιατί ἦταν ὁ πράος καὶ ταπεινός. Τὰ λόγια τοῦ θείου Διδασκάλου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια’ 29) ἦταν γι’ αὐτὸν σύνθημα ζωῆς, ἦταν καθημερινὸ βίωμα.
Ὁ Σπυρίδων ἦταν ἀκόμη ἡ προσωποποίηση τῆς ἀγάπης καὶ καλοσύνης. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του ἦταν πάντα ἀνοιχτὴ γιὰ κάθε ξένο καὶ περαστικό, καὶ γιὰ κάθε ὁδοιπόρο. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «τὴν φιλοξενίαν διώκετε» ἦταν γι’ αὐτὸν τρόπος ζωῆς. Ὁ Ἅγιος ἀγαποῦσε τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ὅποιος ἐρχόταν σπίτι του ἔπρεπε νὰ καθίσει νὰ ξεκουραστεῖ, νὰ διανυκτερεύσει, νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ. Πολλὲς φορὲς ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος μιμούμενος τὸν Κύριο ἔφερνε νερὸ καὶ ἔπλενε μὲ ἀγάπη τὰ πόδια τῶν κουρασμένων στρατοκόπων γιὰ νὰ τοὺς ξεκουράσει. Σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του ὁ ταπεινὸς καὶ πράος ἐκπρόσωπος τῆς νέας πίστεως ἦταν ὁ γνήσιος ἀκόλουθος Ἐκείνου, ποὺ ἦταν καὶ εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Ἡ ἁγιότητά του ὑπῆρξε θαυμαστῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς πλούσια τὸν ἀντάμειψε ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἀκόμη στὴ ζωή. Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Θαύματα μεγάλα, ἀναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωκε τὴν προσωνυμία τοῦ Θαυματουργοῦ. Μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα θὰ ἀναφερθοῦν καὶ ἐδῶ. Ἀξίζει νὰ δοῦμε καὶ νὰ γνωρίσουμε ὅλοι οἱ χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ὁ Κύριος ἐκείνους, ποὺ μὲ σταθερότητα καὶ εἰλικρίνεια ἀληθινὴ τοῦ δίδουν τὴν καρδιά τους.
Θαύματα
1. Κάποτε ἡ Κύπρος ὑπέφερε ἀπὸ ἀνομβρία. Πείνα μεγάλη καὶ ἀρρώστιες πολλὲς μάστιζαν κυριολεκτικὰ τὸν δυστυχισμένο τόπο. Πολλοὶ πέθαιναν κάθε μέρα. Ἡ κατάσταση ἦταν τραγική. Ἕνας Ἠλίας ἢ κάποιος ἄλλος ὅμοιός του χρειαζόταν τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες, γιὰ νὰ ἀνοίξει τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ σὰν τέτοιος βρέθηκε ὁ Ἅγιός μας. Ὁ πόνος τοῦ λαοῦ του τὸν ἔσπρωξε σὲ βαθιὰ καὶ κατανυκτικὴ προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε ἄμεσο. Βροχὲς πολλὲς καὶ εὐεργετικὲς ἄρχισαν νὰ πέφτουν σ’ ὅλο τὸν τόπο. Καὶ ὅταν αὐτὲς συνεχίζονταν μὲ κίνδυνο τὸ κακὸ νὰ γίνει μεγαλύτερο παρὰ τὴν ἀνομβρία, τότε καὶ πάλι οἱ προσευχὲς τοῦ Ἁγίου τὶς σταμάτησαν. Τὸ πονεμένο νησὶ ἀνέπνευσε. Γεννήματα ὅλων τῶν εἰδῶν πλημμύρισαν τοὺς κάμπους. Καὶ οἱ ἄνθρωποι δόξασαν τὸν Μεγάλο Πατέρα, ποὺ τόσο γρήγορα καὶ μὲ τόση σπουδὴ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὰ δεινά.
Ἰδιαίτερα ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου ἐκδηλωνόταν γιὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς δυστυχισμένους. Σ’ αὐτοὺς ἦταν ἀδύνατο ὁ φιλάνθρωπος Ἐπίσκοπος νὰ ἀρνηθεῖ τὴν βοήθεια καὶ τὴν προστασία του.
2. Κάποτε πάλι μεγάλη ἀκαρπία καὶ δυστυχία κτύπησε τὸ πολύπαθο νησί. Οἱ πλούσιοι καὶ ὅσοι εἶχαν γεννήματα στὶς ἀποθῆκες ἔτριβαν τὰ χέρια ἀπὸ χαρά. Εὐκαιρία ἔλεγαν νὰ αὐξήσουμε τὰ πλούτη μας. Ἕνας φτωχὸς μὲ πολυμελὴ οἰκογένεια κατέφυγε σ’ ἕναν τέτοιο πλούσιο καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ δανείσει λίγο σιτάρι γιὰ νὰ θρέψει τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ τοῦ τὸ ἐπιστρέψει ἢ νὰ τοῦ τὸ πληρώσει μόλις μπορέσει. Ὁ σκληρὸς πλούσιος στὰ δάκρυα καὶ τὶς παρακλήσεις τοῦ πτωχοῦ ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Καμιὰ συμπάθεια, καμιὰ συμπόνια δὲν ἔδειξε ἡ πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ὁ φτωχὸς σηκώθηκε καὶ κατευθύνθηκε στὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου. Μὲ πόνο ψυχῆς τοῦ ἀνέφερε τὸ πρόβλημά του καὶ τοῦ διηγήθηκε τὴν στάση τοῦ πλουσίου ἀπέναντί του. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τὸν ἤκουσε, τὸν ἐνίσχυσε καὶ τοῦ εἶπε νὰ κάνει ὑπομονὴ μέχρι τὴν ἑπομένη ἡμέρα. «Αὔριο, τοῦ εἶπε προφητικά, αὐτὸς ποὺ ἀρνήθηκε πρὸ ὀλίγου νὰ σὲ βοηθήσει, θὰ σὲ παρακαλεῖ ὁ ἴδιος νὰ σοῦ δώσει ὅσο σιτάρι θέλεις. Καὶ τὸ σπίτι σου θὰ γεμίσει ἀπὸ γεννήματα».
Μὲ τοῦτα τὰ λόγια τοῦ προανήγγελλε ὁ Ἅγιος αὐτά, ποὺ θὰ γινόντουσαν τὴ νύκτα. Τὰ μεσάνυκτα βροχὴ καταρρακτώδης ἄρχισε νὰ πέφτει σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Οἱ ἀποθῆκες τοῦ πλουσίου γκρεμίστηκαν καὶ τὰ γεννήματά του πλημμύρισαν τοὺς δρόμους. Κλαίοντας ὁ πλούσιος ἔτρεχε καὶ παρακαλοῦσε τοὺς πτωχοὺς νὰ πάρουν ὅσα θέλουν.
› Πάρτε, ἀδελφοί μου, τοὺς ἔλεγε. Πάρτε νὰ περάσετε. Δὲν θέλω χρήματα.
Τὰ λόγια του Ἁγίου ἐπαλήθευσαν. Οἱ πτωχοὶ πῆραν καὶ δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐσπλαχνία του. Πῆρε καὶ ὁ πτωχός μας καὶ εὐχαρίστησε καὶ αὐτὸς τὸν Μεγάλο Πατέρα ποὺ κανένα δὲν ἐγκαταλείπει, ἀλλὰ γιὰ ὅλους μεριμνᾶ. Ἡ χαρὰ ξαναγύρισε στὶς πονεμένες καρδιές. Οἱ μορφὲς ἄλλαξαν. Μόνον τῶν πλουσίων ἡ καρδιὰ ἔμεινε ἡ ἴδια σκληρὴ καὶ ἀνάλγητη.
3. Μιὰ μέρα, ἕνας ἄλλος πτωχὸς μὲ πολυμελὴ οἰκογένεια κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Πλησίασε τὸν Ἅγιο καὶ μὲ δάκρυα τοῦ ζήτησε ἕνα δάνειο. Τὸ ἤθελε γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος του σ’ ἕναν πλούσιο, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ τοῦ πωλήσει τὸ σπίτι του. Ποῦ νὰ βρεῖ ὅμως ὁ Ἅγιος ἕνα τόσο μεγάλο ποσό; Στὸν πόνο ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν τὰ πικρὰ δάκρυα τοῦ πτωχοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴν θλίψη σπάραζε, ὁ στοργικὸς ἐπίσκοπος καταστενοχωρημένος ἄρχισε νὰ βηματίζει. Ξάφνου ἐκεῖ μπροστά του πῆρε τὸ μάτι του ἕνα φίδι νὰ σέρνεται μέσα στὴν πρασινάδα. Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἀπὸ τὸν νοῦ του τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρῶν, ποὺ στὸ παλάτι τοῦ Φαραὼ τ’ ἀφῆκε νὰ πέσει στὴ γῆ καὶ ἔγινε φίδι. «Ἂς ἦταν, Κύριε, τὸ φίδι αὐτὸ νὰ γινόταν χρυσάφι γιὰ τὸν πτωχὸ αὐτὸν οἰκογενειάρχη, εἶπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Ἂς γινόταν χρυσάφι, γιὰ νὰ βοηθηθεῖ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸ πλάσμα σου», ξανάπε καὶ σήκωσε τὸ χέρι. Τὸ φίδι σταμάτησε. Καὶ ὁ Ἅγιος ἔσκυψε καὶ τὸ πῆρε. Στὸ χέρι του τὸ σιχαμερὸ ἑρπετὸ μεταμορφώθηκε καὶ ἄστραψε τώρα χρυσαφένιο.
› Πάρτο, παιδί μου, εἶπε ὁ Ἅγιος μὲ καλοσύνη. Πάρτο νὰ κάμεις τὴν δουλειά σου.
Καὶ ὁ πτωχὸς γεμάτος χαρὰ πῆρε τὸ χρυσάφι καὶ ἔτρεξε καὶ τὸ ἔδωκε ἐνέχυρο στὸν πλούσιο δανειστή. Ὅταν ἀργότερα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ πλήρωσε τὸ χρέος του, ὁ δανειστὴς τοῦ ἐπέστρεψε τὸ χρυσαφένιο ἐνέχυρο. Καὶ ὁ πτωχὸς τὸ πῆρε καὶ μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης τὸ γύρισε στὸν Ἅγιο. Αὐτός, ἀφοῦ τὸ ἔλαβε στὰ χέρια, ἔστρεψε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, δόξασε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία του καὶ ὕστερα τὸ ἔριξε στὴ γῆ. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Τὸ χρυσάφι ἔγινε καὶ πάλι φίδι καὶ ἔφυγε ἀπὸ μπροστά τους.
4. Τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὰ λογικά του πρόβατα καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γι’ αὐτά, μᾶς τὴν δείχνει καὶ τοῦτο τὸ γεγονός.
Κάποτε ἕνας καλὸς καὶ ἐνάρετος χριστιανός, ποὺ ἦταν καὶ στενὸς φίλος τοῦ Ἁγίου, συκοφαντήθηκε ἀπὸ μερικοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὸν φθονοῦσαν, στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως. Ἡ συκοφαντία ἦταν βαριά. Καὶ ὁ ἄρχοντας, μόλις τὴν ἄκουσε ἔσπευσε νὰ ἐπιβάλει στὸν ἄνθρωπο σὰν τιμωρία τὸν θάνατο. Ἡ εἴδηση ἔφτασε καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ ἁγίου, ποὺ ἤξερε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀθῶος. Τί κάμνει; Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, ξεκινᾶ νὰ πάει νὰ βρεῖ τὸν φίλο του καὶ νὰ δεῖ, ἂν μπορεῖ νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ἦταν, ὅμως, χειμώνας. Μιὰ δυνατὴ βροχή, ποὺ εἶχε πέσει πρὶν λίγη ὥρα ἔκαμε νὰ ξεχειλίσει ἕνας χείμαρρος, ποὺ βρισκόταν στὴ μέση του δρόμου. Ἀπὸ κανένα μέρος δὲν ὑπῆρχε πέρασμα. Τὰ θολὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ κυλιόνταν μὲ πολλὴ ὁρμή. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ τὰ ἀναθέτει ὅλα στὸν Θεό, δὲν τὰ ἔχασε. Ἐκεῖ ποὺ στεκόταν καὶ συλλογιζόταν τί νὰ κάμει, ἦρθε στὸν νοῦ του ἡ περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὅταν πέρασε καὶ αὐτὸς τὸν Ἰορδάνη μὲ τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης καὶ τὸν λαό. Σήκωσε στὴ στιγμὴ τὰ χέρια, ψιθύρισε μία θερμὴ προσευχὴ καὶ ὕστερα μὲ φωνὴ δυνατὴ φώναξε κι εἶπε:
› Ποτάμι στάσου. Ὁ Δεσπότης Χριστὸς μὲ καλεῖ νὰ πάω νὰ γλυτώσω τὸν φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, νὰ περάσω.
Τὴν ἴδια ὥρα τὰ ὁρμητικὰ νερὰ τοῦ χείμαρρου, ποὺ λὲς καὶ κτυποῦσαν σ’ ἕνα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Ἔπαψαν νὰ κυλοῦνε. Οἱ φυσικοὶ νόμοι παραμέρισαν, καὶ ἕνας δρόμος ἄνοιξε μπροστά τους. Τὰ πλήθη, ποὺ στέκονταν ἐκεῖ καὶ μὲ ἀγωνία περίμεναν πότε νὰ καλμάρουν τὰ νερά, γιὰ νὰ περάσουν καὶ αὐτοὶ στὴν ἄλλη μεριά, μπροστὰ στὰ ὅσα ἔβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Ἔκαμαν τὸν σταυρό τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἅγιο, ποὺ προχώρησε καὶ πέρασε πρῶτος. Ὅταν ἔφθασαν στὴν πόλη, διηγήθηκαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὰ ὅσα εἶδαν. Ὅσοι τ’ ἄκουσαν ἔμειναν κατάπληκτοι καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεό, ποὺ χαρίτωσε τόσο πλούσια τὸν Ἅγιό τους. Τὴν εἴδηση ἔμαθε καὶ ὁ ἄρχοντας. Μεγάλη ἔκπληξη δοκίμασε καὶ αὐτός. Καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος τὸν πλησίασε, ἔσπευσε μὲ συγκίνηση καὶ χαρὰ ν’ ἀφήσει ἐλεύθερο τὸν θανατοποινίτη φίλο του καὶ μαζὶ γύρισαν στὴν πόλη. Τί ὡραία ἀλήθεια, ἂν ὅλοι οἱ πνευματικοὶ ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατά τους! Πόσο διαφορετικός, ὁπωσδήποτε θὰ ἦταν ὁ κόσμος!
Ὁ Ἅγιος πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα νὰ διαβάζει τὶς μυστικὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων. Τὰ ἀκόλουθα δυὸ περιστατικὰ εἶναι ἀρκετὰ νὰ βεβαιώσουν καὶ τούτη τὴν ἀλήθεια.
Κάποτε ὁ Ἅγιος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν φίλο καὶ μαθητή του Τριφύλλιο, τὸν πρῶτο Ἐπίσκοπο τῆς Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κερύνεια. Πήγαιναν ἐκεῖ γιὰ κάποια ἐργασία. Ὁ δρόμος περνοῦσε ἀπὸ τὴν Κυθρέα. Ἦταν ἄνοιξη καὶ ἡ φύση γύρω μιὰ ἀληθινὴ ζωγραφιά. Τὰ δένδρα ἀνθισμένα. Τὰ πουλιὰ χαρούμενα κελαηδοῦσαν γλυκὰ καὶ πετοῦσαν ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδί. Στὸ βουνὸ τὰ κοπάδια βοσκοῦσαν λαίμαργα τὸ πλούσιο χορτάρι μὲ τὰ μύρια λουλουδάκια, ποὺ μὲ τὴν εὐωδία ποὺ σκορποῦσαν λὲς καὶ δοξολογοῦσαν καὶ Αὐτὸν τὸν Δημιουργό. Ἐκεῖ ποὺ βάδιζαν ἀργὰ – ἀργά, γιατί ἦταν ἀνηφορικὸ τὸ μονοπάτι, σὲ κάποια καμπὴ ὁ Τριφύλλιος στάθηκε καὶ θαυμάζοντας τὸν πανοραμικὸ κάμπο, ποὺ ἁπλωνόταν καταπράσινος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους, ἄρχισε νὰ κάμνει κάποιες σκέψεις:
Τί ὡραία, σκεφτόταν νοερά, νὰ εἶχα γιὰ τὴν ἐπισκοπή μου μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ κτήματα, ποὺ βρίσκονται σ’ αὐτὸν τὸν τόπο. Θὰ μοῦ ἔδιναν ἕνα καλὸ εἰσόδημα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζω τόσες ἀνάγκες.
› Τί σκέπτεσαι, ἀδελφέ μου; τοῦ εἶπε ὁ Σπυρίδων. Γιατί ἀφήνεις τὸ μυαλό σου τούτη τὴν ὥρα νὰ ἀσχολεῖται μὲ τόσο μάταια πράγματα;
› Γέροντά μου, μὰ διάβασες τὶς σκέψεις μου;
› Ἀδελφέ μου, «οὗ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ’ 14). Δὲν ἔχουμε ἐδῶ στὴν γῆ μόνιμη καὶ διαρκὴ πατρίδα καὶ πόλη, μὲ πόθο βαθὺ ποθοῦμε καὶ ζητοῦμε τὴν μέλλουσα, τὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Μάταια εἶναι ὅλα τὰ γήϊνα ἀγαθά. Στὴν καρδιά σου φρόντισε νὰ ἔχεις πάντα ἕναν πόθο. Τὴν ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Τὰ γήϊνα ἀγαθὰ εἶναι ὅλα προσωρινὰ καὶ ἀπατηλά. Σήμερα εἶναι δικά μας. Αὔριο θὰ γίνουν κτῆμα κάποιου ἄλλου. Καὶ οὐδέποτε τίνος.
› Πατέρα μου, συγχώρησε μέ. Νικήθηκα ἀπὸ τὴν θεωρία. Δεήσου καὶ ἐσὺ τοῦ Κυρίου μας νὰ μὲ συγχωρήσει.
› Ναί, τέκνον μου, πρόσεχε. Ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ καὶ τὰ πιὸ ἀθώα πράγματα, γιὰ νὰ μᾶς παρασύρει καὶ νὰ μᾶς σκανδαλίζει. Ἀντὶ μὲ τὴ θεωρία νὰ ἀφήνει τὸ μυαλό μας νὰ στρέφεται καὶ νὰ δοξάζει τὸν Δημιουργό, ποὺ ὅλα τὰ ἔκαμε γιὰ τὴν δική μας ἀγάπη καὶ εὐτυχία, ἀντίθετα τὸ σπρώχνει νὰ ποθεῖ τὰ μάταια καὶ νὰ ζητᾶ τρόπους, γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσει, νὰ τὰ κάμει κτῆμα του.
Πόση σοφία στὰ λόγια τοῦ θεοφώτιστου ἐπισκόπου. Ἀντὶ ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὰ τόσα μεγαλεῖα τοῦ Παντοδύναμου Δημιουργοῦ νὰ ἀφήνει τὴν σκέψη του μὲ εὐγνώμονα διάθεση νὰ ὑμνεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Ποιητὴ καὶ Πλάστη Του, αὐτὸς ἕνα μόνο κατὰ κανόνα σκέπτεται καὶ ποθεῖ, τὴν ἀπόκτηση καὶ ἀπόλαυση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν.
5. Κάποια ἄλλη φορὰ ὁ Ἐπίσκοπος, ὕστερα ἀπὸ μακρινὴ ὁδοιπορία γιὰ διδαχὴ τοῦ λαοῦ του μπῆκε κουρασμένος στὸ σπίτι ἐνὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς του, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Στὸ ἄκουσμα τῆς εἴδησης κόσμος πολὺς ἀπὸ τὰ γειτονικὰ σπίτια στὴν ἀρχὴ καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴν κοινότητα ἔτρεξαν νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Ἀνάμεσα στὰ πλήθη ἦταν καὶ μία ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ποὺ ἦρθε καὶ αὐτὴ νὰ δεῖ τὸν Ἅγιο. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἔπεσε καὶ κάτω, γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὰ πόδια του. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁ Ἅγιος, σὰν τὴν κοίταξε, γνώρισε ἀμέσως τὴν ἁμαρτία της. Χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσει κανένας, μὲ τρόπο γλυκὺ καὶ ταπεινό, ψιθύρισε στὴ γυναίκα:
› Κυρά μου, μὴ μὲ ἐγγίσεις.
Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε. Καὶ τότε ὁ Ἅγιος μὲ αὐστηρότητα φανέρωσε μπροστὰ σὲ ὅλους τὴν ἁμαρτία της. Ἡ γυναίκα θαύμασε καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς ἔσκυψε καὶ ἄρχισε μὲ δάκρυα νὰ ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μπροστὰ στὴν μετάνοιά της ὁ στοργικὸς πατέρας της εἶπε μὲ συγκίνηση τὰ λόγια ἐκεῖνα, ποὺ κάποτε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπηύθυνε σὲ μία τέτοια ἁμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. Ἀφέωνται σοὶ αἱ ἁμαρτίαι». Πήγαινε στὸ καλὸ καὶ πρόσεχε μελλοντικά. Μὲ τὸν τρόπο του ὁ ἅγιος βοήθησε τὴν ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναίκα νὰ μετανοήσει. Ἀλλὰ καὶ ἔδωκε ἕνα μάθημα σὲ ὅλους. Μόνο ἡ μετάνοια ἡ εἰλικρινὴς ξεπλένει τὴν ψυχὴ καὶ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο στὴ θέση τὴν τιμητική, νὰ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ.
6. Ὁ Ἅγιος κατὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ συνήθιζε νὰ νηστεύει ἀπόλυτα. Δὲν ἔτρωγε τίποτα, οὔτε αὐτὸς οὔτε καὶ ἡ κόρη του. Κάποια βραδιά, σὲ περίοδο νηστείας, ἕνας ἄγνωστος ὁδοιπόρος κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Ὁ Ἅγιος ἔσπευσε μὲ προθυμία νὰ τοῦ ἀνοίξει καὶ νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Τοῦ πρόσφερε νερὸ νὰ ξεπλυθεῖ καὶ πῆγε νὰ βρεῖ κάτι, γιὰ νὰ τοῦ δώσει νὰ δειπνήσει. Κοίταξε παντοῦ, μὰ τίποτα δὲν βρῆκε. Οὔτε ψωμὶ δὲν εἶχε. Στὴν ἀμηχανία του ὁ Ἅγιος θυμήθηκε πὼς σὲ κάποια γωνιὰ βρισκόταν κρεμάμενο ἕνα κομμάτι διατηρημένο χοιρινὸ κρέας ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῆς κρεοφαγίας. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, φώναξε τὴν κόρη του νὰ ψήσει λίγο γιὰ τὸν φιλοξενούμενό τους. Ἡ κόρη ἑτοίμασε τὸ τραπέζι.
Ἔβαλε πάνω τὸ ψητὸ κρέας καὶ κάλεσαν τὸν ξένο νὰ φάγει. Ὁ ξένος, σὰν εἶδε τὸ προσφερόμενο, ἀρνήθηκε νὰ τὸ δοκιμάσει λέγοντας:
› Δέσποτά μου, συγχώρεσε μέ. Νηστεύω. Εἶμαι χριστιανός.
› Ναί! παιδί μου, εἶπε ὁ Ἅγιος. Καὶ ἐγὼ νηστεύω. Εἶμαι καὶ ἐγὼ χριστιανός. Μὰ μία καὶ δὲν ἔχουμε τίποτε ἄλλο στὸ σπίτι καὶ ἐσὺ πρέπει νὰ τονωθεῖς ὕστερα ἀπὸ τὴν τόση ὁδοιπορία, θὰ φᾶς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται. Νά! ἐγὼ καταλύω πρῶτος τὴ νηστεία. Φάγε, παιδί μου, νὰ τονωθεῖς.
Καὶ ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸν ξένο, ἔφαγε καὶ ἔδωσε καὶ σ’ ἐκεῖνον λέγοντάς του:
› Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος.
Τὴν ἄλλη μέρα φυσικὰ συνέχισε καὶ πάλι τὴ νηστεία του. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει τὴν πλατιὰ ἀντίληψη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴ νηστεία, ποὺ εἶναι καὶ ἡ μόνη ὀρθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β’ 27).
7. Λίγα γράμματα ἔμαθε ὁ Ἅγιος, ὅπως εἴδαμε. Τοῦτο, ὅμως, δὲν τὸν ἐμπόδισε ἀπὸ τοῦ νὰ προσέλθει καὶ νὰ λάβει μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ συνεκάλεσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὰ 325 μ.Χ., γιὰ νὰ ἀποστομώσει καὶ καθαιρέσει τὸν Ἀρεῖο. Ὁ τρομερὸς αὐτὸς αἱρετικός, ὅπως ξέρουμε, δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ δημιούργημα καὶ πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ αἱρετική του αὐτὴ διδασκαλία εἶχε προκαλέσει ἀληθινὸ σάλο καὶ εἶχε συνταράξει ὁλόκληρη τὴν Χριστιανικὴ Ἐκκλησία.
Στὴν σύνοδο αὐτὴ ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶχε παραταχθεῖ ὁ Ἀρεῖος μὲ τοὺς ἱκανοὺς ρήτορες καὶ ὀπαδούς του ἐπισκόπους. Καὶ ἦταν αὐτοὶ ὁ Νικομήδειας Εὐσέβιος, ὁ Νικαίας Θεαγένης καὶ ὁ Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζὶ μ’ αὐτούς, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Βασιλιά, προσῆλθαν καὶ παρεκάθισαν στὴν σύνοδο καὶ ἀρκετοὶ φιλόσοφοι ὁμοϊδεάτες τοῦ Ἀρείου καὶ ὑπερασπιστές του. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ξεχώριζε καὶ ἕνας Ἕλληνας φιλόσοφος, ὁ Εὐλόγιος, ποὺ στὴ διαλεκτικὴ τέχνη, τὴν εὐστροφία τοῦ λόγου καὶ τὰ σοφίσματα ἐθεωρεῖτο ἀνίκητος.
Στὴν παράταξη τῶν ὀρθοδόξων εἶχαν συγκεντρωθεῖ 317 σεβάσμιοι ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοί. Μεταξὺ αὐτῶν διακρίνονταν, οἱ Ἅγιοι Νικόλαος καὶ Ἀλέξανδρος, ἱερέας ἀκόμη, ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Εὐστάθιος, ὁ Παφνούτιος ἀπὸ τὴν Θηβαΐδα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, διάκονος τότε τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος Σπυρίδων καὶ ἄλλοι πολλοί. Ὁ τελευταῖος φυσικὰ δὲν διακρινόταν γιὰ τὴν μόρφωσή του. Διακρινόταν, ὅμως, γιὰ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπείνωσή του. Ἦταν ἕνα δοχεῖο ἀκένωτο ἀπὸ οὐράνιους θησαυρούς. Ἦταν ἕνα κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὴν αἴθουσα τῆς συνόδου ἡ καρδιά του κτυποῦσε δυνατὰ καὶ μὲ βαθιὰ πίστη προσευχόταν νοερὰ νὰ φωτίσει, ὁ Θεός, ὥστε στὸ τέλος νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια. «Πάτερ, δόξασόν σου τὸν Υἱόν», ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἡ ἀγάπη του στὸν λατρευτό μας Σωτῆρα Χριστὸ τοῦ φλόγιζε ὅλο τὸ κορμὶ καὶ τὸν γέμιζε μὲ ἀκαταμάχητη δύναμη.
Στὴν συζήτηση, ποὺ εἶχε ἀνάψει ὁ τρομερὸς Ἀρεῖος μὲ τὴν φιλοσοφική του μόρφωση, τὴν πανουργία καὶ τὴν εὐγλωττία του, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὀπαδούς του ρήτορες, ποὺ τὸν ἐνίσχυαν ἀφάνταστα, πετοῦσε κυριολεκτικὰ κεραυνοὺς ἐνάντια στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὧρες περνοῦσαν, χωρὶς ἕνα θετικὸ ἀποτέλεσμα. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ δεινοὺς ρήτορες τοῦ Ἀρείου, ὁ Ἕλληνας σοφὸς Εὐλόγιος εἶχε προβάλει τέτοια ἐπιχειρήματα καὶ μὲ τόση μαεστρία ποὺ εἶχε νομισθεῖ ὅτι τὸ δίκαιο βρισκόταν μὲ τὸ μέρος τους. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, καὶ αὐτὸς ὁ Μ. Ἀθανάσιος, σώπασαν. Νεκρικὴ σιγὴ εἶχε ἁπλωθεῖ γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα στὴ μεγάλη αἴθουσα τῆς συνόδου. Ἐκείνη τὴν ὥρα σηκώθηκε ἀπὸ τὴν θέση του ὁ Ἅγιος μας καὶ ζήτησε νὰ μιλήσει. Ἀργὰ προχωρεῖ πρὸς τὸ βῆμα. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ αἱρεσιάρχη χαμογέλασαν, σὰν τὸν εἶδαν. Οἱ ἄλλοι πατέρες στενοχωρήθηκαν. Γνώριζαν πὼς ὁ Ἅγιος ἦταν ἁγνὸς καὶ ἐνάρετος. Ἦταν ὅμως, καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁπλοϊκός, μὲ τὰ λίγα γράμματα καὶ χωρὶς αὐτὸ ποὺ λέμε κατὰ κόσμο σοφία καὶ γνώση. Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν ὁ ταπεινὸς βοσκὸς νὰ τὰ βγάλει πέρα μ’ ἕναν ρήτορα σοφὸ καὶ διεστραμμένο; Γι’ αὐτὸ στενοχωρήθηκαν καὶ μερικοὶ ἀγωνίζονταν νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ ὁμιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ὁ τραχὺς καὶ ἀδιάντροπος ρήτορας ζητήσει νὰ τὸν ἐκθέσει καὶ νὰ τὸν γελοιοποιήσει. Ὁ Σπυρίδωνας, ὅμως, ἐπέμενε. Καὶ ὁ Βασιλιὰς ἔδωκε τὸν λόγο.
Σιγὴ καὶ πάλι νεκρικὴ ἁπλώθηκε στὴν αἴθουσα. Οἱ φίλοι τοῦ Ἀρείου μὲ δυσκολία συγκρατοῦν τὴν περιφρόνησή τους, ἐνῶ οἱ πατέρες μὲ αἰσθήματα σεβασμοῦ μὰ καὶ ἀπορίας κοιτοῦνε τὸν γέροντα. Κάποια στιγμὴ ὁ μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τὴν σιωπὴ στρέφεται πρὸς τὸν φιλόσοφο καὶ μὲ φωνὴ σταθερὴ ἀρχίζει νὰ τοῦ λέγει τοῦτα τὰ λόγια:
› Ἄκουε, σοφέ. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸς μὲ τὸν Λόγο Του καὶ τὸ Πνεῦμά Του δημιούργησε ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, μὰ καὶ ἐκεῖνα ποὺ δὲν βλέπουμε. Αὐτὸς ἔπλασε καὶ τὸ θαυμαστὸ καὶ ὑπέροχο δημιούργημα, τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀληθὴς καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Γιὰ τὴν ἰδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος καὶ γεννήθηκε ἀπὸ μία κόρη, τὴν Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σὰν ἄνθρωπος ἐκεῖ στὴ Ναζαρέτ, δίδαξε ἐπὶ τρία χρόνια καὶ ὕστερα σταυρώθηκε καὶ τάφηκε σὰν ἄνθρωπος. Ἔπειτα ἀναστήθηκε σὰν Θεὸς μετὰ τρεῖς μέρες καὶ συνανέστησε καὶ ἐμᾶς καὶ μᾶς χαρίζει ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ παρέμεινε στὴ γῆ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, ἀναλήφθηκε ὕστερα στὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου καὶ ἔστειλε στὴν γῆ μετὰ δέκα μέρες τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο ἀπὸ τότε παραμένει στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πιστεύουμε ἀκόμη, πὼς θὰ ξανάρθει κάποια ἡμέρα γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο ὅλο. Ἡμεῖς δέ, θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστά Του, γιὰ νὰ ἀπολογηθοῦμε σ’ Αὐτὸν γιὰ ὅλα τὰ ἔργα, τὰ λόγια καὶ τὰ ἐνθυμήματά μας.
› Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, Σύνθρονος, Ὁμότιμος καὶ Ὁμόδοξος. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός· Τρία Πρόσωπα ὅμως, τρεῖς Ὑποστάσεις, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὰ τρία αὐτὰ Πρόσωπα, ὁ ἕνας Θεός, ἡ μία Οὐσία εἶναι γιὰ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου κάτι τὸ ἄρρητο καὶ ἀκατάληπτο. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ βάλει κανεὶς ὅλα τὰ νερὰ τῆς θάλασσας σ’ ἕνα ποτήρι, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο καὶ τὸ πεπερασμένο μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ χωρέσει καὶ νὰ κατανοήσει τὸ ἄπειρο τῆς Θεότητος. Γιὰ νὰ δώσω ὅμως μία ἐξήγηση τῶν λόγων μου, ἂς μὲ συγχωρήσει ὁ Πανάγαθος ποὺ θὰ χρησιμοποιήσω αὐτὸ τὸ χειροπιαστὸ παράδειγμα.
Τότε ὁ ἅγιος ἔβαλε τὸ ἀριστερὸ χέρι στὴν τσέπη του καὶ ἔβγαλε ἕνα κεραμίδι καὶ δείχνοντάς το, ἔκαμε μὲ τὸ δεξί του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε:
› Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός,
Κι ἕσφιξε τὸ κεραμίδι. Οἱ πατέρες ποὺ παρακολουθοῦν τὴν σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί μὲ τὶς λέξεις τοῦ Ἁγίου, ἡ φωτιὰ μὲ τὴν ὁποία ψήθηκε τὸ κεραμίδι ἀνέβηκε πάνω.
› Καὶ τοῦ Υἱοῦ,
Πρόσθεσε. Τότε τὸ νερὸ μὲ τὸ ὁποῖο ζυμώθηκε τὸ ξερὸ κεραμίδι, ἔτρεξε κάτω.
› Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Συμπλήρωσε ὁ πρακτικὸς καὶ θεοφώτιστος διδάσκαλος. Τὸ χῶμα ἔμεινε στὸ χέρι του.
› Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες μου, συνέχισε ὁ θαυματουργός· ὅπως τὸ κεραμίδι ἀποτελεῖ ἕνα πράγμα μιᾶς οὐσίας καὶ μιᾶς φύσεως, ἀλλὰ εἶναι τρισύνθετο › φωτιά, νερό, χῶμα, ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος Θεός. Ἂν καὶ δὲν πρέπει νὰ παρομοιάσουμε τὴν Ἄκτιστο καὶ Ὑπερούσια αὐτὴ Φύση μὲ κτιστὸ καὶ φθαρτὸ δημιούργημα, ἐν τούτοις γιὰ νὰ κάνουμε τὰ ἀκατάληπτα καταληπτά, – ἂς μας συγχωρήσει τὸ ἄπειρο ἔλεός Του – λέμε καὶ τονίζουμε.
› Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας κατὰ τὴν οὐσία καὶ τὴν φύση. Ἀλλὰ κατὰ τὰ πρόσωπα ἢ τὶς ὑποστάσεις εἶναι Τριαδικός: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου κατέπληξαν τοὺς παριστάμενους. Ἡ αἴθουσα ἀντήχησε ἀπὸ τὶς δοξολογίες πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τῶν Πατέρων. «Τὶς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν. Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. ος’ 14 – 15). Ψάλλουν καὶ δοξολογοῦν τὸν Κύριο. Ὁ Ἀρεῖος καὶ οἱ ὀπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ὁ φιλόσοφος ταπεινωμένος ἀναγνωρίζει καὶ ὁμολογεῖ φανερὰ τὴν ἥττα του:
› Τὰ λόγια σου μὲ ἔπεισαν, ἅγιε γέροντα, καὶ τὸ θαῦμα μὲ βεβαίωσε, ὅτι ἔχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ἀληθινὸς καὶ Αὐτός, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα.
Δάκρυα χαρὰς ἔτρεξαν ἀπὸ τὰ μάτια ὅλων καὶ πρῶτα – πρῶτα ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ φιλοσόφου, ποὺ ἔσπευσε νὰ δεχθεῖ τὸ βάπτισμα καὶ νὰ γίνει χριστιανός.
Ἡ ἀλήθεια γιὰ μία ἀκόμη φορὰ θριάμβευσε. Καὶ ἐπεβλήθη «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως» (Α’ Κορ. στ’ 4). Δηλαδὴ ὄχι μὲ συναρπαστικὰ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ μὲ ἀπόδειξη θείας δυνάμεως, ποὺ μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε ἐπιβεβαίωσε τὴν διδασκαλία. Νὰ ποιὸς ἦταν ὁ Ἅγιος μας. Φλογερός, ζηλωτὴς στὴν πίστη, θεοφώτιστος.
8. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στὴν Κύπρο, μὲ πολλὴ θλίψη ἔμαθε, πὼς ἡ κόρη του Εἰρήνη εἶχε πρὸ πολλοῦ ἀποθάνει. Ὁ πιστὸς ἐπίσκοπος δέχτηκε καὶ τούτη τὴν δοκιμασία μὲ παραδειγματικὴ καρτερία καὶ ὑπομονή. Μερικὲς μέρες ὑστερότερα μία γυναίκα ἦρθε σ’ αὐτὸν καὶ μὲ κλάματα τοῦ ζήτησε ἕνα πολύτιμο πράγμα, ἕνα κόσμημα. Τὸ εἶχε δώσει στὴν κόρη του νὰ τὸ φυλάξει, λίγο πρὶν πεθάνει. Ὁ Ἅγιος σηκώθηκε καὶ μὲ προσοχὴ ἐρεύνησε ὅλο τὸ σπίτι, γιὰ νὰ βρεῖ τὸ ξένο πράγμα. Δυστυχῶς, ὅμως, πουθενὰ δὲν τὸ βρῆκε. Τότε χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τράβηξε γιὰ τὸν τάφο τῆς κόρης του. Σὰν ἔφτασε, στάθηκε, ἀνέπεμψε μία θερμὴ προσευχή, καὶ ὕστερα, ἀφοῦ ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸν τάφο, κάλεσε τὴ νεκρὴ κόρη του νὰ τοῦ πεῖ, ὡς νὰ ἦταν ζωντανή, ποὺ εἶχε βάλει τὸ πράγμα ποὺ τῆς ἔδωκαν. Τὴν ἴδια στιγμὴ μία φωνὴ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ τάφου ἀκούστηκε νὰ τοῦ λέει:
› Πατέρα μου, στὸν τάδε τόπο τὸ ἔχω φυλαγμένο.
Τότε καὶ ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε:
› Κοιμήσου, κόρη μου, ἥσυχα. Κοιμήσου μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ ὁ Κύριος μας θὰ σὲ ἀναστήσει στὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅλων μας.
Ὅσοι ἦταν ἐκεῖ τρόμαξαν καὶ ἔμειναν σκεφτικοί. Συλλογίζονταν τὴν δύναμη, μὲ τὴν ὁποία ὁ Πανάγαθος Θεὸς χαρίτωσε τὸν ἁπλοϊκὸ μὰ ἅγιο ἐπίσκοπό τους. Τὸν ποιμένα τὸν καλό, ποὺ ἔσπευδε νὰ κάμει τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν χριστιανῶν του.
9. Κάποτε, ο άγιος Σπυρίδων πούλησε εκατό κατσίκια σε έναν ζωέμπορο σε μια τιμή που συμφώνησαν και ο άγιος είπε στον αγοραστή να του δώσει τα χρήματα. Εκείνος, γνωρίζοντας ότι ο Σπυρίδων ποτέ δεν μετρούσε χρήματα, του έδωσε ικανό ποσόν για ενενήντα εννέα κατσίκια και έκρυψε τα χρήματα για το ένα, το εκατοστό.
Ο άγιος μέτρησε εκατό κατσίκια και του τα έδωσε. Όταν όμως ο έμπορος και οι υπηρέτες του οδήγησαν έξω το κοπάδι, ένα απ’ τα ζώα, βελάζοντας γύρισε πίσω. Αυτός το έδιωχνε αλλά εκείνο επέστρεφε. Όσο το έδιωχνε ξανά και ξανά, εκείνο γύριζε πάλι, μη θέλοντας να πάει μαζί με τα άλλα κατσίκια. Ο άγιος τότε πλησίασε τον έμπορο και ψιθύρισε στο αυτί του: «Κοίταξε, παιδί μου, το ζωντανό δεν το κάνει τυχαία αυτό. Μήπως τυχόν παρακράτησες την άξια του;». Ο έμπορος ντράπηκε και ομολόγησε την αμαρτία του. Μόλις πλήρωσε την ανάλογη τιμή που παρακράτησε, το κατσικάκι έφυγε αμέσως και πήγε μαζί με τα άλλα ζώα του κοπαδιού.
Σε άλλη περίπτωση, συνέβη κάποτε να μπουν κλέφτες μέσα στο μαντρί του αγίου Σπυρίδωνα. Αφού άρπαξαν όσα πρόβατα μπορούσαν, γύρισαν κι έκαναν να φύγουν, αλλά μια αόρατη δύναμη τους κρατούσε, σαν καρφωμένους, στο ίδιο σημείο, και ήταν αδύνατον να κινηθούν. Την αυγή ήλθε ο επίσκοπος να δει το κοπάδι του. Βρίσκοντας εκεί τους κλέφτες, τους επέπληξε με ήπιο τρόπο και τους συμβούλευσε στο εξής να πασχίζουν να ζουν με τους δικούς τους κόπους και όχι με κλοπές. Πήρε μετά ένα πρόβατο και τους είπε: «Πάρτε αυτό για τον κόπο σας, για να μην πάει χαμένη η ολονύχτια αγρυπνία σας»· και έτσι τους απέλυσε εν ειρήνη. (Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Δεκέμβριος, εκδ. Άθως, σ. 114-115, 118-119)
10. Στὰ 337 μ.Χ. πέθανε ὁ δημιουργός της Βυζαντινῆς μας αὐτοκρατορίας Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας. Στὸν δοξασμένο θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε τώρα ὁ γιός του Κωνστάντιος. Αὐτὸς ξανάκτισε καὶ τὴν Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ποὺ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ σεισμὸ τὸ 343. Ἀπὸ τὸ ὄνομά του ὅμως ἡ νέα πόλη ὀνομάστηκε Κωνστάντια.
Ὁ Κωνστάντιος κυβέρνησε τὸ κράτος τοῦ Βυζαντίου 23 περίπου χρόνια (337 – 360 μ.Χ.). Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ – δὲν ξέρουμε πότε ἀκριβῶς – ὁ αὐτοκράτορας ἐπισκέφθηκε τὴν πρωτεύουσα τῆς Συρίας τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀναγκάστηκε νὰ παραμείνει ἐκεῖ γιὰ καιρό, γιατί ἀρρώστησε βαριά. Οἱ καλύτεροι γιατροὶ μπαινόβγαιναν στὸ παλάτι, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ προσφέρουν τίποτα.
Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες τόσο ὁ Κωνστάντιος, ὅσο καὶ οἱ δικοί του κατέφυγαν ἰδιαίτερα στὴν προσευχή. Μιὰ βραδιά, ἐκεῖ ποὺ ὁ βασιλιὰς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ἕναν ἄγγελο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε μία χορεία ἁγίων ἐπισκόπων ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ξεχώριζαν δύο, τοῦ εἶπε, πὼς τὴν ἀρρώστια του μόνο αὐτοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ τὴν θεραπεύσουν. Ὁ βασιλιάς, χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε στὸ παλάτι ὅλους τοὺς ἐπισκόπους. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς, ὅμως, ποὺ ἦλθαν δὲν εἶχε ἀναγνωρίσει τὰ δυὸ πρόσωπα ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἄγγελος. Οἱ ἐπίσκοποι προσευχήθηκαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Μέγα Ἰατρὸ τὴν θεραπεία τοῦ ἄρχοντα, ἄλλα τίποτα δὲν κατόρθωσαν. Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες κάποιοι ὑπέδειξαν ὅτι ἀπὸ τὴν ἐκεῖ χορεία ἔλειπε ὁ Σπυρίδων τῆς Κύπρου. Χωρὶς καθυστέρηση ὁ βασιλιὰς ἔστειλε στὴ νῆσο ἄνθρωπο δικό του καὶ τὸν κάλεσε. Ὁ ταπεινὸς ἱεράρχης, ποὺ κατὰ παραχώρηση Θεοῦ γνώριζε τὰ τῆς ἀρρώστιας τοῦ Βασιλιά, πῆρε μαζί του τὸν μαθητή του Τριφύλλιο, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ προόριζε γιὰ μελλοντικὸ ἀρχιερέα, καὶ τὸν διάκονό του Ἀρτεμίδωρο καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη αὐτή, ὕστερα ἀπὸ ἕνα πολὺ κουραστικὸ ταξίδι, ὁ Σπυρίδων κατευθύνθηκε μὲ τὴν συνοδεία του στὸ παλάτι. Στὴν εἴσοδο τοῦ παλατιοῦ ὁ φρουρὸς ποὺ τοὺς εἶδε ἔτσι φτωχικὰ ντυμένους ζήτησε νὰ τοὺς ἐμποδίσει νὰ εἰσέλθουν. Τὸν Σπυρίδωνα μάλιστα, ποὺ εἶχε ἤδη προχωρήσει μπροστά, ὁ φρουρός, νομίζοντάς τον γιὰ κανένα ζητιάνο, τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ ἔδωσε καὶ ἕνα χαστούκι στὸ πρόσωπο. Ὁ πράος ἱεράρχης, χωρὶς καθόλου νὰ θυμώσει ἔστρεψε καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ προσώπου του λέγοντας ὅτι ὁ βασιλιὰς τὸν κάλεσε. Ὅταν ὁ φρουρὸς ἀντιλήφθηκε, ὅτι μπροστά του δὲν εἶχε ζητιάνο, ἀλλὰ ἕναν ἀρχιερέα καὶ μάλιστα τὸν ὀνομαστὸ τῆς Κύπρου ἀρχιερέα Σπυρίδωνα, ἔπεσε μπροστά του καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν συγχωρήσει. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ σκορπᾶ τριγύρω του μονὸ τὴν καλοσύνη, τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἀφοῦ τὸν νουθέτησε, τοῦ ἔδωκε τὶς πατρικὲς εὐλογίες του.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλιὰ παρέλαβαν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὁδήγησαν μὲ τὴν συνοδεία του μπροστὰ στὸν ἄρχοντα. Στὸ ἀντίκρισμά τους ὁ βασιλιὰς ἀναγνώρισε ἀμέσως τὰ δυὸ πρόσωπα, ποὺ τοῦ εἶχε δείξει τὴν πρώτη φορὰ ὁ ἄγγελος, καὶ μὲ τὸν πόνο τῆς ἀρρώστιας ζωγραφισμένο στὸ πρόσωπο σηκώθηκε ἀπὸ τὸν βασιλικὸ θρόνο καὶ προχώρησε πρὸς τὸν Ἅγιο. Συγκινητικὴ ἡ σκηνή! Ὁ ἐπίγειος ἄρχοντας μὲ ταπείνωση σκύβει μπροστὰ στὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως, γιὰ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος καὶ τὴν χάρη Του. Ὁ ταπεινὸς ἀρχιερέας, πλημμυρισμένος ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπόνια στὸν ἀνθρώπινο πόνο σηκώνει τὸ σεπτὸ καὶ ἅγιο χέρι του καὶ τὸ ἀποθέτει στὸ κεφάλι τοῦ ἄρχοντα προφέροντας τὴν ἴδια ὥρα θερμὴ καὶ ἅγια προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα; Θαυμαστό!
Σὲ μία στιγμὴ ἡ ἀρρώστια ὑποχωρεῖ καὶ χάνεται καὶ ἡ ὑγεία ὁλοκληρωτικὰ ἀποκαθίσταται καὶ παίρνει τὴν θέση της στὸ βασιλικὸ κορμί. Οἱ καρδιὲς κτυποῦν δυνατὰ ἀπὸ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν δωρεά του. Ὁ Ἅγιος μετὰ τὴ θεραπεία εἶπε καὶ μερικὰ πνευματικὰ λόγια, ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ψυχικὴ σωτηρία τοῦ ἐπίγειου ἄρχοντα:
› Νὰ θυμᾶσαι πάντοτε, βασιλιά, ὅτι κάθε ἐξουσία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κάθε ἄρχοντας ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ του. Ὁδηγὸς στὴν ζωὴ τοῦ καθενός μας ἂς εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ καλοσύνη, ἡ φιλανθρωπία. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη μέσα του δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κάμνει τὸ καλὸ στὸν συνάνθρωπό του. Μὲ τὴν ἀγάπη τηρεῖ καὶ ξεπληρώνει ἕνας, ὅλο τὸν νόμο. Φύλαττε ἀκόμη, βασιλιά μου, τὴν εὐσέβεια καὶ μὴ δεχθεῖς στὴν Ἐκκλησία καμιὰ διδασκαλία ἀντίθετη μὲ τὰ ὅσα διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἱερὰ Παράδοση.
Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ ξεκίνησε νὰ φύγει. Καὶ ὅταν ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ ἐκδηλώσει σ’ αὐτὸν τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη του, τοῦ πρόσφερε χρήματα, πολλὰ χρήματα, ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ τὰ δεχθεῖ, λέγοντας πὼς πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ χρήματα εἶναι ἡ ἀγάπη. Καὶ ὅταν ὁ βασιλιὰς ἐπέμενε, ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὑπερήφανος καὶ ἀκατάδεχτος, δέχτηκε τὰ δῶρα καὶ προτοῦ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ παλάτι τὰ διαμοίρασε στοὺς αὐλικούς.
Τὴν πράξη αὐτὴ τοῦ Ἁγίου σὰν ἔμαθε ὁ βασιλιὰς τὸν εὐλαβήθηκε ἀκόμη περισσότερο, λέγοντας:
› Τώρα ἐξηγῶ καὶ καταλαβαίνω γιατί ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὸν ἔχει τόσο χαριτώσει.
Ἐνθυμούμενος δὲ τὶς νουθεσίες του φρόντισε στὴ ζωή του νὰ κάμνει πολλὲς φιλανθρωπίες σὲ κάθε φτωχὸ καὶ πονεμένο. Καὶ ἀκόμη, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἅγιου Σπυρίδωνος, πρῶτος αὐτὸς ἀπ’ ὅλους τους βασιλεῖς νομοθέτησε, ὥστε οἱ κληρικοὶ νὰ μὴ πληρώνουν κανένα φόρο.
› Εἶναι ἄτοπο καὶ ντροπή, ἔλεγε, οἱ ὑπηρέτες καὶ ἀντιπρόσωποι τοῦ Οὐράνιου Βασιλιὰ νὰ πληρώνουν φόρους σὲ ἐπίγειους καὶ θνητοὺς ἄρχοντες.
Ἦλθε ὅμως ὁ καιρὸς, ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ζωή, μιὰ ζωὴ ὑποδειγματικῆς πραότητας καὶ ταπεινοφροσύνης, μιὰ ζωὴ ἄδολης ἀγάπης καὶ καλοσύνης, μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀπὸ θεία χάρη νὰ ἐγκαταλείψει τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο καὶ νὰ μεταπηδήσει ἀπὸ τὸ ἐπίγειο στὸ οὐράνιο θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὶς ὑπηρεσίες του. Αὐτὸ ἔγινε τὸ 348 μ.Χ. μὲ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου στὴν ἐπισκοπή του στὴν Τριμυθούντα. Ἔφυγε ὁ καλὸς ποιμήν. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἡ ἀγάπη ὅμως καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ζητᾶνε τὴν μεσιτεία του καὶ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸν Κύριο, δὲν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ὡς σήμερα. Καὶ θὰ συνεχίζονται μέχρι ποὺ θὰ θέλει ὁ Τριαδικὸς Θεός.
Τὰ πνευματικά του παιδιὰ θρήνησαν γιὰ καιρὸ τὴν κοίμησή Του. Τὸ λείψανό του στὴν ἀνακομιδὴ ποὺ ἔγινε μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶχε μείνει ἄφθαρτο καὶ εὐωδίαζε. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κάτοικοι τῆς προνομιούχου πόλεως, ποὺ τὸν εἶχε ποιμένα ψυχῶν, τὸ ἔβαλαν σὲ μία μαρμάρινη λάρνακα, ποὺ ἔστησαν δίπλα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν νάρθηκα, γιὰ νὰ εἶναι προσκύνημα τῶν πιστῶν.
Ἡ λάρνακα βρίσκεται ἀκόμη στὸ ἴδιο μέρος ἀλλὰ χωρὶς τὸν θησαυρό. Χωρὶς τὸ ἅγιο λείψανο. Ὅταν ἄρχισαν οἱ ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς ἡ ἐπιδρομὲς τῶν Σαρακηνῶν (648 μ.Χ.) τὸ λείψανο γιὰ ἀσφάλεια μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β’ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ ἐκεῖ λίγο καιρὸ πρὶν νὰ πέσει ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἕνας ἱερέας ποὺ ὀνομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν ναὸ ποὺ φυλασσόταν μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας καὶ τὸ μετέφερε μέσον τῆς Θράκης, Μακεδονίας καὶ Σερβίας στὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου καὶ ὕστερα στὴν Κέρκυρα γύρω στὸ 1460. Ἐπὶ τρία ὁλάκερα χρόνια ὁ εὐσεβὴς ἐκεῖνος ἱερέας περιπλανιόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο μέχρις ὅτου φτάσει στὴν Κέρκυρα. Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὰ δυὸ λείψανα τὰ εἶχε κρυμμένα σὲ δυὸ σακιὰ ἄχυρα γιὰ τὰ ὁποία, σὰν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς ἔλεγε, πὼς τὰ ἄχυρα ἐκεῖνα ἦταν τροφὴ γιὰ τὸ ὑποζύγιό του.
Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὴν Κέρκυρα
Τὰ Ἐπτάνησα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ἐνετῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πολύευκτος κατέφυγε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὴν Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πὼς ἐδῶ ὁ θησαυρὸς ποὺ μετέφερε θὰ ἦταν ἀσφαλισμένος. Καὶ πραγματικὰ τὰ τίμια λείψανα ὑπῆρξαν ἐδῶ ἀσφαλισμένα. Στὴν Κέρκυρα ὁ ἱερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρῆκε ἕνα πρόσφυγα, τὸν ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη ἄλλοτε συμπολίτη του καὶ τοῦ κληροδότησε τὸ ἱερὸ λείψανο. Ἀπὸ αὐτὸ λείπει τὸ δεξὶ χέρι. Τοῦτο βρισκόταν στὴ Ρώμη στὸ ναὸ τοῦ τάγματος τοῦ Φ. Νέρι (Ὀρατοριανῶν) μέχρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 1984. Κατὰ τὸ ἔτος αὐτό, παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, μετὰ ἀπὸ ἔντονες ἐνέργειες τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν κ. Τιμοθέου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δέχτηκε καὶ πρόσφερε στὴν Ἐκκλησία τῆς Κερκύρας τὸ ὡς ἄνω ἱερὸ λείψανο. Τοῦτο πῆγε καὶ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος Κερκύρας καὶ τὸ μετέφερε ἀεροπορικῶς στὴν εὐλογημένη νῆσο. Ἔτσι τὸ ἱερὸ ὀστοῦν τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τοῦ ἁγίου, ποὺ γιὰ αἰῶνες φυλασσόταν στὴ Ρώμη ἀπὸ τότε βρίσκεται στὴν προνομιοῦχο νῆσο καὶ κάθε φορὰ λιτανεύεται μαζὶ μὲ τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου. Τὸ ἀριστερὸ διατηρεῖται ἀκέραιο μαζὶ μὲ τὸ ἅγιο λείψανο. Ἐπίσης καὶ τὰ μάτια τοῦ Ἁγίου κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκαν ἀλώβητα μέσα στὸν τάφο. Τῆς Ἁγίας Θεοδώρας τὸ λείψανο φυλάσσεται στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου τῆς Σπηλαιώτισσας. Εἶναι ἀκέφαλο καὶ ἑορτάζεται ἡ μνήμη της στὶς 11 Φεβρουαρίου. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναστήλωσε μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο τὶς ἁγίες εἰκόνες τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τοῦ 843. Τὴν ἀναστήλωση ἔκαμε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου τῆς Θεοφίλου. Ὁ κόσμος τοῦ νησιοῦ μὲ βαθύτατο σεβασμὸ ὑποδέχθηκε τὸν ἀνεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοὶ κάθε χρόνο ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου ἐπισκέπτονται τὸν περίπιστο ναὸ τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἡ εὐλάβεια τοῦ Κερκυραϊκοῦ λαοῦ ἀνήγειρε πρὸς τιμή του. Τὸ ἅγιο λείψανο φυλάσσεται ἐδῶ σὲ πολυτελὴ λάρνακα καὶ διατηρεῖται ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο ἐνάντια στοὺς ἀμετάθετους τῆς φύσεως ὅρους. Ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο μένει, γιὰ νὰ διακηρύττει στοὺς αἰῶνες τὸ λόγιο, τὸ προφητικό. «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος» (Ψαλμ. ιε’ 3).
Πολλὰ θαύματα ἔγιναν καὶ ἐδῶ στὴν Κέρκυρα καὶ γίνονται κάθε χρόνο σὲ ὅσους μὲ πραγματικὴ πίστη καταφεύγουν στὴν χάρη του καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ ταπείνωση ἐκζητοῦν τὶς πρεσβεῖες του, γιατί «ὁ θαυματουργὸς κἂν τέθνηκε Σπυρίδων, τοῦ θαυματουργεὶν οὐκ ἔληξεν εἰσέτι». Δηλαδή, ὁ θαυματουργὸς Σπυρίδων καὶ ἂν ἀπέθανε, δὲν ἔπαψε ὅμως καὶ ἀπὸ τοῦ νὰ θαυματουργεῖ. Στὸν Ἅγιο αὐτὸν ἐπαναλήφθηκε πραγματικὰ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». (Γαλ. στ’ 20).
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματά του. Γι’ αὐτὸ καὶ δεκάδες πολλὲς τὰ χρυσὰ κανδήλια, δῶρα εὐλαβῶν ψυχῶν ποὺ κρέμονται πάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν λάρνακα, ποὺ φιλοξενεῖ τὸ ἅγιο λείψανό του. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν καὶ μαρτυροῦν τὴν βαθιὰ ἐκτίμηση καὶ εὐλάβεια στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου μας ἀπὸ μέρους τῶν εὐεργετηθέντων. Ὀγδόντα ναοὶ στὴν Ἑλλάδα μας διακηρύττουν τὸν σεβασμὸ τοῦ φιλόθρησκου Ἑλληνικοῦ λαοῦ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου χιλιάδες πιστοὶ ἀναλαμβάνουν ταξίδια μακρινὰ κάθε χρόνο γιὰ νὰ πᾶνε στὴν χάρη του, νὰ προσκυνήσουν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ νὰ παρακολουθήσουν τὶς συγκινητικὲς καὶ θεαματικὲς λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τὸν χρόνο. Μιὰ κατὰ τὸ Μ. Σάββατο σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴ σιτοδεία. Δεύτερη κατὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τρομερὴ ἐπιδημία τῆς πανώλης (πανούκλας). Τρίτη ἡ λιτανεία τῆς 11ης Αὐγούστου γιὰ ἀνάμνηση τῆς σωτηρίας τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐκστρατεία. Καὶ τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου γιὰ νὰ θυμοῦνται τὴν δεύτερη θαυμαστὴ ἀπαλλαγὴ τῆς νήσου ἀπὸ τὴν πανώλη.
Ο Ἅγιος Σπυρίδωνας καὶ ἡ Κουφίταινα
Κάποτε έξω από ένα χωριό της ορεινής Νάξου, σε ένα αγροτόσπιτο ζούσε μία ταπεινή γυναίκα που την έλεγαν Κυρά›Καλή. Έκλεινε τον εαυτό της μέσα βαθιά στην ψυχή της, άνοιγε την καρδιά της στον Θεό και Του μίλαγε κι ο Θεός την άκουγε! Είχε πίστη μεγάλη, που την συνόδευε με έργα αρεστά προς Τον Κύριο.Όταν έκανε προσευχή, δεν προσευχότανε μόνο για την οικογένειά της, αλλά για όλους που γνώριζε πως είχαν ανάγκη κι ακόμη και για αυτούς που την αδικούσαν παρακαλούσε! Ζούσε μακριά από τους ανθρώπους αλλά κοντά στον Θεό. Είχε πολλά παιδιά, όμως δεν βαρυγκωμούσε. Εργαζότανε σκληρά μαζί με τον άντρα της στην πέτρινη γη της Κορώνου και μεγάλωναν τα παιδιά τους. Στις μεγάλες αργίες δεν δούλευε, πήγαινε στα ξωκλήσια κι άναβε τα κανδήλια.Στην κορφή εκείνης της πλαγιάς που καλλιεργούσε τα κτήματα της, ήτανε και είναι το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα, τον οποίο αγαπούσε και φρόντιζε ιδιαίτερα.
Κι ο Άγιος που έβλεπε τις αρετές της, τις προσευχές της και προς εκείνον δεν έμεινε αδιάφορος!Κατέβηκε στη Γη κι εμφανίστηκε στην Κυρά-Καλή! Στάθηκε με συμπόνια κοντά στους χωριανούς της, κοντά σε όλους τους Ναξιώτες και σε όσους έρχονταν από τα γύρω νησιά. Η κυρά-Καλή ήταν από την οικογένεια των «Κουφιτάδων» κι έτσι έμεινε στην ιστορία του νησιού ως η Κουφίταινα. Ο Άγιος Σπυρίδωνας λοιπόν και η γιαγιά Κουφίταινα ευεργέτησαν πολύ κόσμο. Ο ΑΓΙΟΣ είπε στην γιαγιά πολλά σημαντικά για το μέλλον που για εκείνη την εποχή ήταν εντελώς απίστευτα! Όμως ΑΓΙΟΣ και η γιαγιά Κουφίταινα επαληθεύτηκαν σε όλα! Κοιμήθηκε το 1906 σε μεγάλη ηλικία.
Η Κουφίταινα συνήθιζε τον χειμώνα να πηγαίνει στα λιβάδια για χόρτα, πέντε ώρες μακριά από το χωριό της (Κόρωνο). Συνέβαινε όμως κάτι πολύ παράξενο κι ανεξήγητο. Ενώ το σακί της βρισκότανε κάπου στη μέση, ξαφνικά το έβρισκε γεμάτο με χόρτα. Μία μέρα καθώς γύρισε για να ρίξει χόρτα μέσα στο σακί, είδε ένα γέροντα να την περιμένει δίπλα στο τσουβάλι. Το πρόσωπο του ήταν γαλήνιο κι έκφραση του έκανε την Κουφίταινα να μείνει εκστατική. Ευθύς λοιπόν τον ρώτησε:
› Εσείς μου γεμίζετε το σακί μου με χόρτα;
Ο Γέροντας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
› Και που με γνωρίζετε και με βοηθάτε τον ρώτησε με απορία.
Κι ο γέροντας της είπε:
› Γνωρίζω την πίστη σου προς Τον Θεό. Γνωρίζω την ταπείνωσή σου κι ότι οι αρετές σου έχουν ευαρεστήσει Τον Κύριο. Και το σπουδαιότερο ότι προσεύχεσαι και γι’ αυτούς που σε αδικούν!
Κι η κυρά-Κουφίταινα γεμάτη απορίες του είπε:
› Καλέ μου άνθρωπε εγώ ποτέ μου δεν σε έχω ξαναδεί, πως ξέρεις ποια είμαι και τι κάνω;
Κι εκείνος της απεκάλυψε:
› Δεν είμαι κάποιος άνθρωπος που να μπορείς να βλέπεις, είμαι ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας!
Η κυρά›Κουφίταινα έμεινε άναυδη! Αφού κάπως συνήλθε από αυτήν την ευχάριστη έκπληξη, τον παρακάλεσε να της ’πει κάτι να κάνει για το εκκλησάκι του, που δέσποζε στην κορφή του βουνού. Εκείνος όμως που ήξερε το πόσο φτωχιά ήτανε δεν δέχτηκε. Εκείνη επέμενε και τελικά ο ΑΓΙΟΣ της είπε:
› Αφού επιμένεις φτιάξε την εικόνα μου και βάλε την στο σπίτι σου.
Αμέσως μετά εξαφανίστηκε! Η Κουφίταινα, πήρε την ανηφόρα για να φτάσει στο χωριό της, η Χάρης του Αγίου είχε ντύσει την ψυχή της, η καρδιά της φτερούγιζε, μονολογούσε και δόξαζε Τον Θεό, τώρα δεν ανήκε σε τούτον τον κόσμο, ο ΑΓΙΟΣ με την ολάκερη παρουσία του, της άνοιξε μια πύλη στον Ουρανό, για να βλέπουμε όλοι μας ώστε να μην χάσουμε τον δρόμο μας και μείνουμε ωσάν τυφλοί στη μέση του δρόμου.
Η αχειροποίητος εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα
Η κυρά Κουφίταινα δεν ξέχασε ούτε για ένα λεπτό, αυτό που της είπε ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας δηλαδή να του φτιάξει την εικόνα του και να την βάλει στο σπίτι της. Έτσι κατέβηκε στην χώρα της Νάξου, βρήκε ένα αγιογράφο και του ζήτησε να την φτιάξει.Εκείνος με βάση τις απαιτήσεις της γιαγιάς, της είπε που θα βρει καλό ξύλο όπως ήθελε, για να την ζωγραφίσει. Πήγε λοιπόν η ευλογημένη γιαγιά και έφερε στον ζωγράφο το κατάλληλο ξύλο για να της ζωγραφίσει την εικόνα…
Μετά από είκοσι μέρες, που της είχε πει ότι θα είναι έτοιμη πήγε για να την πάρει. Όμως δεν την είχε φτιάξει.
› Εντάξει κυρά Κουφίταινα, (της είπε) μην έχεις τόσο άγχος! Έλα σε δύο εβδομάδες θα την έχω έτοιμη.
Με μεγάλη αγωνία περίμενε να περάσουν αυτές οι μέρες. Κι αμέσως μόλις πέρασαν ξανακατέβηκε για να πάρει την εικόνα. Αλλά πάλι δεν την είχε ούτε καν ξεκινήσει. Με πολύ πίκρα πήρε την ανηφοριά και γύρισε στο χωριό της. Εκείνο το βράδυ προσευχήθηκε στον Άγιο και δάκρυσε με παράπονο, επειδή την κορόιδευε ο ζωγράφος. Την άλλη μέρα, με βαριά την καρδιά βάδιζε στο μονοπάτι για τον μπαξέ της. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας! Και της είπε:
› Μην στεναχωριέσαι κυρά›Καλή η εικόνα μου είναι έτοιμη και να πας να την πάρεις!
Δεν πρόλαβε ούτε να τον ευχαριστήσει κι ευθύς εξαφανίστηκε! Η Κουφίταινα γύρισε πίσω και αφηγήθηκε το θαυμαστό συμβάν στο άντρα της και στα παιδιά της. Την άλλη μέρα την αυγή ξεκίνησε για την χώρα. Σαν την είδε ο αγιογράφος ξαφνιάστηκε!
› Κυρά› Κουφίταινα πάλι ήλθες! Καλά πριν δυο μέρες, σου είπα πως δεν είναι έτοιμη και ‘συ βάδιζες τόσες ώρες για να μου λες πάλι τα ίδια!
Κι η κυρά›Καλή που δε μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, αρκετά νευριασμένη του είπε:
› Μπορείς να μου πεις γιατί με κοροϊδεύεις! Αφού γνωρίζω ότι ζωγράφισες την εικόνα, γιατί μου το κρύβεις;
Αλλά η γιαγιά επέμενε και ‘κείνος για να την ξεφορτωθεί έπιασε το ξύλο για να της το δώσει, κάτι προσπάθησε να της ‘πει μα η λαλιά του χάθηκε! Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα! Τα χέρια του έτρεμαν κι ύστερα άρχισε να φωνάζει:
› Έγινε θαύμα έγινε θαύμα! Ο ΑΓΙΟΣ, η εικόνα έγινε μόνη της κι εγώ δεν την άγγιξα!
Η γιαγιά Κουφίταινα τότε άρχισε να καταλαβαίνει πως ο ΑΓΙΟΣ έκανε αυτό το μεγάλο θαύμα! Κι έτσι εξήγησε και την εμφάνιση του με την προτροπή του. Αμέσως μόλις συνήλθε, αποκάλυψε στον ζωγράφο το πώς της εμφανίστηκε ο ΑΓΙΟΣ και της είπε ότι η εικόνα του ήταν έτοιμη! Όμως ο ζωγράφος αρχικά αρνήθηκε να της δώσει την εικόνα λέγοντας της πως το θαύμα έγινε μέσα σε δικό του χώρο, όμως η Κουφίταινα του απεκάλυψε και την πρώτη εμφάνιση του ΑΓΙΟΥ στο Λιβάδι κι ότι ο ίδιος ο ΑΓΙΟΣ της ζήτησε να του φτιάξει την εικόνα του και να την βάλει στο σπίτι της. Ο ζωγράφος τότε κατάλαβε πως το θαύμα έγινε για την Κουφίταινα. Έτσι της έδωσε την εικόνα του ΑΓΙΟΥ…
Με πολύ μεγάλη ευλάβεια τοποθέτησε την εικόνα στην φτωχική της αγροικία σε μια θυρίδα κι άναψε μπροστά της άσβηστο κανδήλι!
Κι από τότε ο ΑΓΙΟΣ με τις προσευχές και παρακλήσεις της Κουφίταινας ξεκίνησε το ευεργετικό του έργο γι’ αυτούς που του ζητούσαν βοήθεια…
Το θαύμα αυτό του ΑΓΙΟΥ Σπυρίδωνα είναι παγκόσμιο ντοκουμέντο! Από όσα γνωρίζω όσο αφορά τον συγκεκριμένο Άγιο δεν υπάρχει άλλη του εικόνα αχειροποίητος. Αυτή η καθ’ όλα αληθινή ιστορία, μας διδάσκει πολλά, όμως δεν ταιριάζει σε τούτο το κείμενο να προεκταθώ σε αυτά τα διδάγματα.
H προφητεία της γιαγιάς Κουφίταινας (αποκάλυψη του Αγίου Σπυρίδωνα), για την Μικρασιατική καταστροφή!
Έτος 1900. Ένα παιδί έξη χρονών, έπαιζε έξω από την αγροικία της γιαγιάς- Κουφίταινας στο «Ποτιστικό». Ήταν ανέμελο, χωρίς τις έγνοιες των μεγάλων. Κράταγε μία σφεντόνα κι ήτανε απορροφημένο από χιλιάδες πουλιά που γέμιζαν τα δέντρα! Η αθώα του ψυχή δεν μπορούσε να φανταστεί, πως στο μέλλον θα κρατούσε μια άλλη σφεντόνα, αλλά που δεν θα ήταν για πουλιά!…
Σταμάτησε κάτω από μια αχλαδιά κι έτρωγε αχλάδια. Παιδί της ορεινής Ναξιώτικης γης π’ από μικρός μάθαινε να εξασφαλίζει την τροφή του και να επιβιώνει. Ξαφνικά, η γλυκιά φωνή της γιαγιάς Κουφίταινας διέκοψε τις παιδικές του σκέψεις:
› Δημητράκη Δημητράκη!
Κι ο μικρός Δημητράκης έτρεξε προς την γιαγιά με πολύ σεβασμό, γιατί άκουγε τους μεγάλους τι έλεγαν γι’ αυτήν. Τον ήθελε να της γεμίσει το βιτσιβιδάκι της με νερό, (μικρό πήλινο σταμνάκι). Κι ο Δημητράκης, το πήρε από τα τρεμάμενα χέρια της, γεμάτος δέος. Πήγε στο «Πηγαδάκι» και το γέμισε με δροσερό νερό.
Όταν γύρισε όμως, βρήκε την γιαγιά- Κουφίταινα δακρυσμένη κι η καρδιά του παιδιού κομπώθηκε! Η ευλογημένη γιαγιά, πήρε κοντά της το παιδί και του είπε:
› Δημητράκη παιδί μου, όταν εσύ πήγες στο «πηγαδάκι» για να μου φέρεις νερό, ήλθε ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας εδώ στο φτωχικό μου και μου είπε: «Κυρά-Καλή, έρχεται μεγάλη καταστροφή για την Ελλάδα! Πόλεμος με την Τουρκία! Ξεριζωμός των ελλήνων από τους τούρκους στην Μικρά Ασία! Και το παιδί που έστειλες για να σου φέρει νερό θα πάει κι αυτό σε αυτόν τον πόλεμο! αλλά θα γυρίσει σώος.»
Αυτά, του έλεγε η γιαγιά κλαίγοντας με αναφιλητά! Το παιδί συγκλονίστηκε. Τα λόγια της γιαγιάς σμιλεύτηκαν στη μνήμη του Δημητράκη! Είχε ακούσει μία μεγάλη προφητεία! Κι αλήθεια πως μπορούσε να ξεχάσει και το τελευταίο που του είπε ότι:
› Και ‘συ παιδάκι μου θα πας σε αυτόν τον πόλεμο, αλλά θα γυρίσεις σώος! Έτσι μου είπε ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας»…
Πέρασαν 14 χρόνια, έτος 1914 και η προφητεία της Κυρά-Κουφίταινας επαληθεύτηκε! Οι πόλεμοι με την Τουρκία ξεκίνησαν! Ο μικρός Δημητράκης που τώρα ήταν άντρας επιστρατεύτηκε κι έτσι επαληθεύτηκε η Κούφιταινα και σε αυτό! Και στο τέλος ήλθε και η μεγάλη Μικρασιατική καταστροφή, ο ξεριζωμός του ελληνισμού! Κι αφού τελείωσε αυτός ο ολέθριος πόλεμος, ο μικρός Δημητράκης, ο έλληνας στρατιώτης Δημήτριος Μελισσουργός, (Ο Φασολάκης) γύρισε σώος και αβλαβής στο χωριό του στην Κόρωνο της Νάξου!
Ο Δημήτριος Μελισσουργός έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στο χωριό του και πέθανε σε μεγάλη ηλικία. Αυτήν την καθ’ όλα αληθινή ιστορία, μου την διηγήθηκε ο ίδιος, όπως την είχε ‘πει και σε άλλους Κορωνιδιάτες. Μάλιστα, μου έλεγε πως επειδή γνώριζε από την προφητεία, ότι θα γυρίσει σώος από αυτόν τον πόλεμο, δεν φοβότανε τους τούρκους! Χαρακτηριστικά, μου είχε ‘πει:
› Γιάννη οι σφαίρες πέρναγαν δεξιά και αριστερά μου και καμιά δεν με έβρισκε!…
Όμως αυτή του η τόλμη εντυπωσίασε αλλά και προβλημάτισε τον διοικητή του κι όπως μου είπε, τον κάλεσε στην σκηνή του και του είπε:
› Εσύ Μελισσουργέ είσαι έξυπνος άνθρωπος, μπορείς να μου ‘πεις γιατί δεν φοβάσαι και συνέχεια βρίσκεσαι στην πρώτη γραμμή;
Και τότε ο Δημητράκης του αφηγήθηκε τις προφητείες της Κουφίταινας κι ο διοικητής του έμεινε εκστατικός αλλά και λυπημένος, για το τρίτο μέρος της προφητείας που έμελε να έλθει, δηλαδή την καταστροφή του ελληνισμού στην Μικρά Ασία…
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ πόθῳ Χριστοῦ τρωθεὶς, Ἱερώτατε, τὸν νοῦν πτερωθείς, τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, πρακτικὴ θεωρία, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἕλλαμψιν.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκ ποιμνίων προβάτων τὴν τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλησίαν ποιμαίνειν προχειρισθείς, ποιμὴν θεοπρόβλητος, σὺ Σπυρίδων ἀνέλαμψας, κακοδοξίας λύκους, ἐλάσας τοῖς λόγοις σου, ἐν εὐσεβείας πόᾳ, αὐτὴν ἐκτρεφόμενος· ὅθεν ἀναμέσον, θεοφόρων Πατέρων, τὴν πίστιν ἐτράνωσας, τῇ σοφίᾳ τοῦ Πνεύματος, Ἱεράρχα μακάριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἐκ κοιλίας ἡγιασμένον Ἱεράρχην Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν Σπυρίδωνα, τὸν τῆς χάριτος πλάκας δεξάμενον θείας δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον πᾶσι, καὶ ὡς θερμὸν καὶ αὐτόπτην τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὡς τῶν πενήτων προστάτην, καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ψυχαγωγόν· οὗτος γὰρ θύων τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχης πιστός ἀναδέδεικται, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός· Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός· Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή, Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός, Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής, IconAndLight, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Εἶναι πολυούχος πέντε μεγάλων και ἰστορικῶν Ελληνικών πόλεων: Κερκύρας, Μεσσολογγίου, Πειραιά, Κισάμου, καὶ Χανίων. Ἀνήκει στὴν ἱερὴ φάλαγγα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων.
Γεννήθηκε τὸ 270 μ.Χ. καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306 – 337) καὶ τοῦ γιοῦ του Κωνστάντιου (337 – 361).
Γενέθλια πατρίδα του ὁ Ἅγιος Σπυρίδων εἶχε ὄχι τὴν Τριμυθούντα τῆς Κύπρου, ὅπως γράφουν πολλοὶ καὶ ποὺ σήμερα εἶναι ἕνα μικρὸ χωριὸ μὲ τὸ ὄνομα Τρεμετουσία, ἀλλὰ τὴν γειτονική της κωμόπολη Ἄσσια.
Αὐτὸ μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος, πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Λευκωσίας καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. «Οὗτος οὒν ὁ Ἅγιος Σπυρίδων ἀγροῖκος μὲν ἣν εἰπεῖν κατὰ τὴν ἀνατροφήν, ἐν χωρίῳ Ἀσκὶα καλουμένω γεννηθεῖς εἰς τὴν Κυπρίων ἐπαρχίαν». Τὸ χωριὸ Ἀσκὶα (πιὸ σωστὰ Ἄσκια) εἶναι ἡ γνωστὴ κωμόπολη τῆς Ἄσσιας, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Τριμυθούντα. «Ἀγροῖκος» σημαίνει ἄνθρωπος ἁπλοϊκός, ἄνθρωπος ποὺ δὲν σπούδασε, δὲν ἔμαθε νὰ γράφει καὶ νὰ διαβάζει καλά.
Ἄνθρωπος, ὅπως λέμε ἐμεῖς σήμερα τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ κάμπου. Ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου· καὶ τέτοιος πραγματικὰ ἦταν ὁ Ἅγιός μας. Τέτοιοι ἦσαν καὶ οἱ γονεῖς του. Ἄνθρωποι ἀγρότες, φτωχοί, ἀλλὰ πολὺ ἐνάρετοι καὶ πιστοί. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ παιδί τους τὸ ἀνέθρεψαν μὲ προσοχὴ καὶ φόβο θεοῦ. Τὸ ἀνέθρεψαν, ὅπως λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὸν μαθητή του Τιμόθεο, ὅτι τὸν ἀνέθρεψε ἡ γιαγιά του Λωΐδα καὶ ἡ μητέρα του Εὐνίκη «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου».
Μόρφωση καὶ ζωὴ
Γράμματα ὁ Ἅγιος δὲν ἔμαθε πολλά. Οὔτε φοίτησε σὲ ἀνώτερες Σχολές, ὅπως οἱ ἄλλοι μεγάλοι ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅμως, τὸ βιβλίο τοῦ θεοῦ, ἦταν ὁ καθημερινὸς καὶ ἀχώριστος σύντροφός του. Ὅπου πήγαινε, μαζί του τὴν ἔπαιρνε. Μαζί του στὸ σπίτι. Μαζί του καὶ ὅταν ὁδηγοῦσε τὰ πρόβατα στὴ βοσκή, γιατί ἦταν βοσκός. Μέσα στὸ σακίδιό του, τὴν γνωστὴ κυπριακὴ βούρκα στὴν ὁποία εἶχε βαλμένο τὸ λιτό του γεῦμα, εἶχε καὶ τὸ Εὐαγγέλιό του. Πόσο συγκινητική, μὰ καὶ ἀξιομίμητη ἀλήθεια ἦταν τούτη ἡ συνήθειά του! Νὰ τὴν ἐξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τοῦτο προσθέτουμε:
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τὸν πλατύ, ὅταν τὰ πρόβατα βοσκᾶνε, ὁ Σπυρίδων καθισμένος κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο κάποιου δένδρου ἢ πάνω σὲ κάποιο ψήλωμα μελετοῦσε μ’ εὐφροσύνη τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν τὸν Δαβὶδ ἔψαλλε καὶ δοξολογοῦσε τὰ μεγαλεῖα του. Πολλὲς φορὲς ἀκόμη καλοῦσε κοντά του τοὺς ἄλλους βοσκοὺς καὶ μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη παραδειγματική τοὺς δίδασκε τοῦ Θεοῦ τὸν νόμο, καὶ ἀγωνιζόταν ὦρες νὰ ὁδηγήσει τὶς ψυχές τους στὰ χλοερὰ λιβάδια τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Ἀπὸ τὰ πρῶτά του βήματα τὸ λουλούδι αὐτὸ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φρόντιζε νὰ σκορπίσει παντοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τὰ ἀρώματα. Κάθε μέρα ποὺ περνοῦσε, ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν γύρω του, μὰ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωσή του, τὸν ἀνέβαζε καὶ σὲ ψηλότερες βαθμίδες ἀρετῆς καὶ ἠθικῆς τελειώσεως. Καὶ γινόταν γιὰ τὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς ἐποχῆς του, ἐποχῆς σκληρῶν διωγμῶν καὶ εἰδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους καὶ χριστιανικῆς ὁμολογίας. Στὸν διωγμό, ποὺ ἐξαπέλυσε ἐνάντια στοὺς χριστιανοὺς ὁ Μαξιμίνος (308 – 313) συνελήφθη καὶ ὁ ἱερὸς Σπυρίδων. Ὁ φλογερὸς καὶ ὑπέρμαχος τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ ἐπίσκοπος δὲν μποροῦσε νὰ ἀγνοηθεῖ. Τὰ βασανιστήρια πολλά. Σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ὅπως μᾶς λέγει κάποιος συναξαριστής, εἶχε ἐξαρθρωθεῖ καὶ τὸ πόδι του καὶ εἶχε βλαφθεῖ καὶ τὸ ἕνα του μάτι.
Τοὺς παλμοὺς τῆς καρδιᾶς του καὶ τὴν ἀγάπη του ὅμως στὸν Χριστὸ τίποτα δὲν μπόρεσε νὰ μειώσει. Μιὰ εὐφροσύνη πλημμύριζε ὁλόκληρο τὸ εἶναι του, σὰν σκεφτόταν ὅτι ἔπασχε γιὰ τὴν πίστη του στὸν Σωτήρα Χριστό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». (Ρωμ. η’ 18), ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε ἀπὸ μέσα του, σὰν δεχόταν τὰ ραπίσματα καὶ τοὺς ἄλλους ἐξευτελισμούς.
Ὁ Ἅγιος δημιουργεῖ οἰκογένεια
Μὰ καὶ στὶς ἡμέρες τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς ποὺ ἀπολάμβανε μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ποὺ ἔγινε πιθανὸν ὕστερα ἀπὸ τὴν κυκλοφορία τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ἡ φλόγα τῆς πίστεώς του στὸν Χριστὸ ἔμεινε ἀμείωτη καὶ ἡ ἀγάπη του πάντα ὑποδειγματική.
Εἶπα στὶς ἡμέρες τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς, γιατί νέος ὁ Ἅγιός μας, κατόπιν πιέσεως τῶν γονιῶν του δημιούργησε οἰκογένεια. Δυστυχῶς ὅμως πολὺ νωρὶς ἔχασε τὴν προσφιλή του σύντροφο. Τὴν κάλεσε ὁ Κύριος κοντά του. Ἔτσι ὁ Σπυρίδων ἔμεινε μόνος μὲ συντροφιὰ τὴν χαριτωμένη κόρη του, τὴν Εἰρήνη του. Ὁ πόνος ὑπῆρξε μεγάλος. Ὅμως, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε. Τὰ λόγια του πολύαθλου Ἰῶβ ἦταν πάντα στὸ στόμα του. «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο. Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰώνας» (Ἰῶβ α’ 21). Παρηγοριὰ στὴν θλίψη του βρῆκε πάλι στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Γιατί μόνο τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ τὶς στιγμὲς αὐτὲς εἶναι ἱκανὰ νὰ ξεκουράσουν ψυχικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν σωτηρία.
Ἡ πανθομολογουμένη ἀπὸ ὅλους εὐσέβεια καὶ ἀρετή του κατέστησε τὸν Ἅγιο σεβαστὸ καὶ ἀγαπητό, ὄχι μονάχα στὴν πόλη του, μὰ καὶ στὰ γύρω χωριά. Σ’ αὐτὸν ἔβρισκαν καταφύγιο οἱ δυστυχισμένοι. Αὐτὸν εἶχαν προστάτη οἱ πονεμένοι. Αὐτὸν ἔβλεπαν πατέρα τὰ ὀρφανά. Σὲ κάθε ἀνάγκη σ’ αὐτὸν κατέφευγαν ὅλοι, γιατί στὸ πρόσωπό του ἦταν βέβαιοι πὼς θὰ βρίσκανε αὐτὸ ποὺ ἤθελαν, αὐτὸ ποὺ ποθοῦσαν. Τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀνακούφιση.
Ὁ Σπυρίδων ποιμένας ψυχῶν
Ἔτσι, ὅταν κάποτε πέθανε ὁ ἱερέας τοῦ τόπου ἐκείνου, μικροὶ καὶ μεγάλοι μ’ ἕνα στόμα τὸν Σπυρίδωνα κάλεσαν καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ χειροτονηθεῖ ποιμένας τῶν ψυχῶν τους. Ἀργότερα κλῆρος καὶ λαὸς μὲ τὶς παρακλήσεις τους πάλι ἀνέδειξαν τὸν Ἅγιο πρῶτο Ἐπίσκοπό της Τριμυθοῦντος. Καὶ τὴν θέση αὐτὴ τίμησε καὶ δόξασε ὅσο κανένας ἄλλος ὁ ἁπλοϊκὸς βοσκός. Τὴν τίμησε καὶ τὴν δόξασε, γιατί ἦταν ὁ πράος καὶ ταπεινός. Τὰ λόγια τοῦ θείου Διδασκάλου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια’ 29) ἦταν γι’ αὐτὸν σύνθημα ζωῆς, ἦταν καθημερινὸ βίωμα.
Ὁ Σπυρίδων ἦταν ἀκόμη ἡ προσωποποίηση τῆς ἀγάπης καὶ καλοσύνης. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του ἦταν πάντα ἀνοιχτὴ γιὰ κάθε ξένο καὶ περαστικό, καὶ γιὰ κάθε ὁδοιπόρο. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «τὴν φιλοξενίαν διώκετε» ἦταν γι’ αὐτὸν τρόπος ζωῆς. Ὁ Ἅγιος ἀγαποῦσε τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ὅποιος ἐρχόταν σπίτι του ἔπρεπε νὰ καθίσει νὰ ξεκουραστεῖ, νὰ διανυκτερεύσει, νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ. Πολλὲς φορὲς ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος μιμούμενος τὸν Κύριο ἔφερνε νερὸ καὶ ἔπλενε μὲ ἀγάπη τὰ πόδια τῶν κουρασμένων στρατοκόπων γιὰ νὰ τοὺς ξεκουράσει. Σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του ὁ ταπεινὸς καὶ πράος ἐκπρόσωπος τῆς νέας πίστεως ἦταν ὁ γνήσιος ἀκόλουθος Ἐκείνου, ποὺ ἦταν καὶ εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Ἡ ἁγιότητά του ὑπῆρξε θαυμαστῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς πλούσια τὸν ἀντάμειψε ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἀκόμη στὴ ζωή. Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Θαύματα μεγάλα, ἀναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωκε τὴν προσωνυμία τοῦ Θαυματουργοῦ. Μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα θὰ ἀναφερθοῦν καὶ ἐδῶ. Ἀξίζει νὰ δοῦμε καὶ νὰ γνωρίσουμε ὅλοι οἱ χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ὁ Κύριος ἐκείνους, ποὺ μὲ σταθερότητα καὶ εἰλικρίνεια ἀληθινὴ τοῦ δίδουν τὴν καρδιά τους.
Θαύματα
1. Κάποτε ἡ Κύπρος ὑπέφερε ἀπὸ ἀνομβρία. Πείνα μεγάλη καὶ ἀρρώστιες πολλὲς μάστιζαν κυριολεκτικὰ τὸν δυστυχισμένο τόπο. Πολλοὶ πέθαιναν κάθε μέρα. Ἡ κατάσταση ἦταν τραγική. Ἕνας Ἠλίας ἢ κάποιος ἄλλος ὅμοιός του χρειαζόταν τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες, γιὰ νὰ ἀνοίξει τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ σὰν τέτοιος βρέθηκε ὁ Ἅγιός μας. Ὁ πόνος τοῦ λαοῦ του τὸν ἔσπρωξε σὲ βαθιὰ καὶ κατανυκτικὴ προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε ἄμεσο. Βροχὲς πολλὲς καὶ εὐεργετικὲς ἄρχισαν νὰ πέφτουν σ’ ὅλο τὸν τόπο. Καὶ ὅταν αὐτὲς συνεχίζονταν μὲ κίνδυνο τὸ κακὸ νὰ γίνει μεγαλύτερο παρὰ τὴν ἀνομβρία, τότε καὶ πάλι οἱ προσευχὲς τοῦ Ἁγίου τὶς σταμάτησαν. Τὸ πονεμένο νησὶ ἀνέπνευσε. Γεννήματα ὅλων τῶν εἰδῶν πλημμύρισαν τοὺς κάμπους. Καὶ οἱ ἄνθρωποι δόξασαν τὸν Μεγάλο Πατέρα, ποὺ τόσο γρήγορα καὶ μὲ τόση σπουδὴ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὰ δεινά.
Ἰδιαίτερα ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου ἐκδηλωνόταν γιὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς δυστυχισμένους. Σ’ αὐτοὺς ἦταν ἀδύνατο ὁ φιλάνθρωπος Ἐπίσκοπος νὰ ἀρνηθεῖ τὴν βοήθεια καὶ τὴν προστασία του.
2. Κάποτε πάλι μεγάλη ἀκαρπία καὶ δυστυχία κτύπησε τὸ πολύπαθο νησί. Οἱ πλούσιοι καὶ ὅσοι εἶχαν γεννήματα στὶς ἀποθῆκες ἔτριβαν τὰ χέρια ἀπὸ χαρά. Εὐκαιρία ἔλεγαν νὰ αὐξήσουμε τὰ πλούτη μας. Ἕνας φτωχὸς μὲ πολυμελὴ οἰκογένεια κατέφυγε σ’ ἕναν τέτοιο πλούσιο καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ δανείσει λίγο σιτάρι γιὰ νὰ θρέψει τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ τοῦ τὸ ἐπιστρέψει ἢ νὰ τοῦ τὸ πληρώσει μόλις μπορέσει. Ὁ σκληρὸς πλούσιος στὰ δάκρυα καὶ τὶς παρακλήσεις τοῦ πτωχοῦ ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Καμιὰ συμπάθεια, καμιὰ συμπόνια δὲν ἔδειξε ἡ πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ὁ φτωχὸς σηκώθηκε καὶ κατευθύνθηκε στὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου. Μὲ πόνο ψυχῆς τοῦ ἀνέφερε τὸ πρόβλημά του καὶ τοῦ διηγήθηκε τὴν στάση τοῦ πλουσίου ἀπέναντί του. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τὸν ἤκουσε, τὸν ἐνίσχυσε καὶ τοῦ εἶπε νὰ κάνει ὑπομονὴ μέχρι τὴν ἑπομένη ἡμέρα. «Αὔριο, τοῦ εἶπε προφητικά, αὐτὸς ποὺ ἀρνήθηκε πρὸ ὀλίγου νὰ σὲ βοηθήσει, θὰ σὲ παρακαλεῖ ὁ ἴδιος νὰ σοῦ δώσει ὅσο σιτάρι θέλεις. Καὶ τὸ σπίτι σου θὰ γεμίσει ἀπὸ γεννήματα».
Μὲ τοῦτα τὰ λόγια τοῦ προανήγγελλε ὁ Ἅγιος αὐτά, ποὺ θὰ γινόντουσαν τὴ νύκτα. Τὰ μεσάνυκτα βροχὴ καταρρακτώδης ἄρχισε νὰ πέφτει σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Οἱ ἀποθῆκες τοῦ πλουσίου γκρεμίστηκαν καὶ τὰ γεννήματά του πλημμύρισαν τοὺς δρόμους. Κλαίοντας ὁ πλούσιος ἔτρεχε καὶ παρακαλοῦσε τοὺς πτωχοὺς νὰ πάρουν ὅσα θέλουν.
— «Πάρτε, ἀδελφοί μου, τοὺς ἔλεγε. Πάρτε νὰ περάσετε. Δὲν θέλω χρήματα».
Τὰ λόγια του Ἁγίου ἐπαλήθευσαν. Οἱ πτωχοὶ πῆραν καὶ δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐσπλαχνία του. Πῆρε καὶ ὁ πτωχός μας καὶ εὐχαρίστησε καὶ αὐτὸς τὸν Μεγάλο Πατέρα ποὺ κανένα δὲν ἐγκαταλείπει, ἀλλὰ γιὰ ὅλους μεριμνᾶ. Ἡ χαρὰ ξαναγύρισε στὶς πονεμένες καρδιές. Οἱ μορφὲς ἄλλαξαν. Μόνον τῶν πλουσίων ἡ καρδιὰ ἔμεινε ἡ ἴδια σκληρὴ καὶ ἀνάλγητη.
3. Μιὰ μέρα, ἕνας ἄλλος πτωχὸς μὲ πολυμελὴ οἰκογένεια κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Πλησίασε τὸν Ἅγιο καὶ μὲ δάκρυα τοῦ ζήτησε ἕνα δάνειο. Τὸ ἤθελε γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος του σ’ ἕναν πλούσιο, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ τοῦ πωλήσει τὸ σπίτι του. Ποῦ νὰ βρεῖ ὅμως ὁ Ἅγιος ἕνα τόσο μεγάλο ποσό; Στὸν πόνο ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν τὰ πικρὰ δάκρυα τοῦ πτωχοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴν θλίψη σπάραζε, ὁ στοργικὸς ἐπίσκοπος καταστενοχωρημένος ἄρχισε νὰ βηματίζει. Ξάφνου ἐκεῖ μπροστά του πῆρε τὸ μάτι του ἕνα φίδι νὰ σέρνεται μέσα στὴν πρασινάδα. Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἀπὸ τὸν νοῦ του τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρῶν, ποὺ στὸ παλάτι τοῦ Φαραὼ τ’ ἀφῆκε νὰ πέσει στὴ γῆ καὶ ἔγινε φίδι. «Ἂς ἦταν, Κύριε, τὸ φίδι αὐτὸ νὰ γινόταν χρυσάφι γιὰ τὸν πτωχὸ αὐτὸν οἰκογενειάρχη, εἶπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Ἂς γινόταν χρυσάφι, γιὰ νὰ βοηθηθεῖ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸ πλάσμα σου», ξανάπε καὶ σήκωσε τὸ χέρι. Τὸ φίδι σταμάτησε. Καὶ ὁ Ἅγιος ἔσκυψε καὶ τὸ πῆρε. Στὸ χέρι του τὸ σιχαμερὸ ἑρπετὸ μεταμορφώθηκε καὶ ἄστραψε τώρα χρυσαφένιο.
› Πάρτο, παιδί μου, εἶπε ὁ Ἅγιος μὲ καλοσύνη. Πάρτο νὰ κάμεις τὴν δουλειά σου.
Καὶ ὁ πτωχὸς γεμάτος χαρὰ πῆρε τὸ χρυσάφι καὶ ἔτρεξε καὶ τὸ ἔδωκε ἐνέχυρο στὸν πλούσιο δανειστή. Ὅταν ἀργότερα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ πλήρωσε τὸ χρέος του, ὁ δανειστὴς τοῦ ἐπέστρεψε τὸ χρυσαφένιο ἐνέχυρο. Καὶ ὁ πτωχὸς τὸ πῆρε καὶ μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης τὸ γύρισε στὸν Ἅγιο. Αὐτός, ἀφοῦ τὸ ἔλαβε στὰ χέρια, ἔστρεψε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, δόξασε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία του καὶ ὕστερα τὸ ἔριξε στὴ γῆ. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Τὸ χρυσάφι ἔγινε καὶ πάλι φίδι καὶ ἔφυγε ἀπὸ μπροστά τους.
4. Τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὰ λογικά του πρόβατα καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γι’ αὐτά, μᾶς τὴν δείχνει καὶ τοῦτο τὸ γεγονός.
Κάποτε ἕνας καλὸς καὶ ἐνάρετος χριστιανός, ποὺ ἦταν καὶ στενὸς φίλος τοῦ Ἁγίου, συκοφαντήθηκε ἀπὸ μερικοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὸν φθονοῦσαν, στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως. Ἡ συκοφαντία ἦταν βαριά. Καὶ ὁ ἄρχοντας, μόλις τὴν ἄκουσε ἔσπευσε νὰ ἐπιβάλει στὸν ἄνθρωπο σὰν τιμωρία τὸν θάνατο. Ἡ εἴδηση ἔφτασε καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ ἁγίου, ποὺ ἤξερε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀθῶος. Τί κάμνει; Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, ξεκινᾶ νὰ πάει νὰ βρεῖ τὸν φίλο του καὶ νὰ δεῖ, ἂν μπορεῖ νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ἦταν, ὅμως, χειμώνας. Μιὰ δυνατὴ βροχή, ποὺ εἶχε πέσει πρὶν λίγη ὥρα ἔκαμε νὰ ξεχειλίσει ἕνας χείμαρρος, ποὺ βρισκόταν στὴ μέση του δρόμου. Ἀπὸ κανένα μέρος δὲν ὑπῆρχε πέρασμα. Τὰ θολὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ κυλιόνταν μὲ πολλὴ ὁρμή. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ τὰ ἀναθέτει ὅλα στὸν Θεό, δὲν τὰ ἔχασε. Ἐκεῖ ποὺ στεκόταν καὶ συλλογιζόταν τί νὰ κάμει, ἦρθε στὸν νοῦ του ἡ περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὅταν πέρασε καὶ αὐτὸς τὸν Ἰορδάνη μὲ τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης καὶ τὸν λαό. Σήκωσε στὴ στιγμὴ τὰ χέρια, ψιθύρισε μία θερμὴ προσευχὴ καὶ ὕστερα μὲ φωνὴ δυνατὴ φώναξε κι εἶπε:
— Ποτάμι στάσου. Ὁ Δεσπότης Χριστὸς μὲ καλεῖ νὰ πάω νὰ γλυτώσω τὸν φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, νὰ περάσω.
Τὴν ἴδια ὥρα τὰ ὁρμητικὰ νερὰ τοῦ χείμαρρου, ποὺ λὲς καὶ κτυποῦσαν σ’ ἕνα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Ἔπαψαν νὰ κυλοῦνε. Οἱ φυσικοὶ νόμοι παραμέρισαν, καὶ ἕνας δρόμος ἄνοιξε μπροστά τους. Τὰ πλήθη, ποὺ στέκονταν ἐκεῖ καὶ μὲ ἀγωνία περίμεναν πότε νὰ καλμάρουν τὰ νερά, γιὰ νὰ περάσουν καὶ αὐτοὶ στὴν ἄλλη μεριά, μπροστὰ στὰ ὅσα ἔβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Ἔκαμαν τὸν σταυρό τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἅγιο, ποὺ προχώρησε καὶ πέρασε πρῶτος. Ὅταν ἔφθασαν στὴν πόλη, διηγήθηκαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὰ ὅσα εἶδαν. Ὅσοι τ’ ἄκουσαν ἔμειναν κατάπληκτοι καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεό, ποὺ χαρίτωσε τόσο πλούσια τὸν Ἅγιό τους. Τὴν εἴδηση ἔμαθε καὶ ὁ ἄρχοντας. Μεγάλη ἔκπληξη δοκίμασε καὶ αὐτός. Καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος τὸν πλησίασε, ἔσπευσε μὲ συγκίνηση καὶ χαρὰ ν’ ἀφήσει ἐλεύθερο τὸν θανατοποινίτη φίλο του καὶ μαζὶ γύρισαν στὴν πόλη. Τί ὡραία ἀλήθεια, ἂν ὅλοι οἱ πνευματικοὶ ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατά τους! Πόσο διαφορετικός, ὁπωσδήποτε θὰ ἦταν ὁ κόσμος!
Ὁ Ἅγιος πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα νὰ διαβάζει τὶς μυστικὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων. Τὰ ἀκόλουθα δυὸ περιστατικὰ εἶναι ἀρκετὰ νὰ βεβαιώσουν καὶ τούτη τὴν ἀλήθεια.
Κάποτε ὁ Ἅγιος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν φίλο καὶ μαθητή του Τριφύλλιο, τὸν πρῶτο Ἐπίσκοπο τῆς Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κερύνεια. Πήγαιναν ἐκεῖ γιὰ κάποια ἐργασία. Ὁ δρόμος περνοῦσε ἀπὸ τὴν Κυθρέα. Ἦταν ἄνοιξη καὶ ἡ φύση γύρω μιὰ ἀληθινὴ ζωγραφιά. Τὰ δένδρα ἀνθισμένα. Τὰ πουλιὰ χαρούμενα κελαηδοῦσαν γλυκὰ καὶ πετοῦσαν ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδί. Στὸ βουνὸ τὰ κοπάδια βοσκοῦσαν λαίμαργα τὸ πλούσιο χορτάρι μὲ τὰ μύρια λουλουδάκια, ποὺ μὲ τὴν εὐωδία ποὺ σκορποῦσαν λὲς καὶ δοξολογοῦσαν καὶ Αὐτὸν τὸν Δημιουργό. Ἐκεῖ ποὺ βάδιζαν ἀργὰ – ἀργά, γιατί ἦταν ἀνηφορικὸ τὸ μονοπάτι, σὲ κάποια καμπὴ ὁ Τριφύλλιος στάθηκε καὶ θαυμάζοντας τὸν πανοραμικὸ κάμπο, ποὺ ἁπλωνόταν καταπράσινος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους, ἄρχισε νὰ κάμνει κάποιες σκέψεις:
Τί ὡραία, σκεφτόταν νοερά, νὰ εἶχα γιὰ τὴν ἐπισκοπή μου μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ κτήματα, ποὺ βρίσκονται σ’ αὐτὸν τὸν τόπο. Θὰ μοῦ ἔδιναν ἕνα καλὸ εἰσόδημα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζω τόσες ἀνάγκες.
– Τί σκέπτεσαι, ἀδελφέ μου; τοῦ εἶπε ὁ Σπυρίδων. Γιατί ἀφήνεις τὸ μυαλό σου τούτη τὴν ὥρα νὰ ἀσχολεῖται μὲ τόσο μάταια πράγματα;
– Γέροντά μου, μὰ διάβασες τὶς σκέψεις μου;
– Ἀδελφέ μου, «οὗ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ’ 14). Δὲν ἔχουμε ἐδῶ στὴν γῆ μόνιμη καὶ διαρκὴ πατρίδα καὶ πόλη, μὲ πόθο βαθὺ ποθοῦμε καὶ ζητοῦμε τὴν μέλλουσα, τὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Μάταια εἶναι ὅλα τὰ γήϊνα ἀγαθά. Στὴν καρδιά σου φρόντισε νὰ ἔχεις πάντα ἕναν πόθο. Τὴν ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Τὰ γήϊνα ἀγαθὰ εἶναι ὅλα προσωρινὰ καὶ ἀπατηλά. Σήμερα εἶναι δικά μας. Αὔριο θὰ γίνουν κτῆμα κάποιου ἄλλου. Καὶ οὐδέποτε τίνος.
— Πατέρα μου, συγχώρησε μέ. Νικήθηκα ἀπὸ τὴν θεωρία. Δεήσου καὶ ἐσὺ τοῦ Κυρίου μας νὰ μὲ συγχωρήσει.
– Ναί, τέκνον μου, πρόσεχε. Ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ καὶ τὰ πιὸ ἀθώα πράγματα, γιὰ νὰ μᾶς παρασύρει καὶ νὰ μᾶς σκανδαλίζει. Ἀντὶ μὲ τὴ θεωρία νὰ ἀφήνει τὸ μυαλό μας νὰ στρέφεται καὶ νὰ δοξάζει τὸν Δημιουργό, ποὺ ὅλα τὰ ἔκαμε γιὰ τὴν δική μας ἀγάπη καὶ εὐτυχία, ἀντίθετα τὸ σπρώχνει νὰ ποθεῖ τὰ μάταια καὶ νὰ ζητᾶ τρόπους, γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσει, νὰ τὰ κάμει κτῆμα του.
Πόση σοφία στὰ λόγια τοῦ θεοφώτιστου ἐπισκόπου. Ἀντὶ ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὰ τόσα μεγαλεῖα τοῦ Παντοδύναμου Δημιουργοῦ νὰ ἀφήνει τὴν σκέψη του μὲ εὐγνώμονα διάθεση νὰ ὑμνεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Ποιητὴ καὶ Πλάστη Του, αὐτὸς ἕνα μόνο κατὰ κανόνα σκέπτεται καὶ ποθεῖ, τὴν ἀπόκτηση καὶ ἀπόλαυση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν.
5. Κάποια ἄλλη φορὰ ὁ Ἐπίσκοπος, ὕστερα ἀπὸ μακρινὴ ὁδοιπορία γιὰ διδαχὴ τοῦ λαοῦ του μπῆκε κουρασμένος στὸ σπίτι ἐνὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς του, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Στὸ ἄκουσμα τῆς εἴδησης κόσμος πολὺς ἀπὸ τὰ γειτονικὰ σπίτια στὴν ἀρχὴ καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴν κοινότητα ἔτρεξαν νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Ἀνάμεσα στὰ πλήθη ἦταν καὶ μία ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ποὺ ἦρθε καὶ αὐτὴ νὰ δεῖ τὸν Ἅγιο. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἔπεσε καὶ κάτω, γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὰ πόδια του. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁ Ἅγιος, σὰν τὴν κοίταξε, γνώρισε ἀμέσως τὴν ἁμαρτία της. Χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσει κανένας, μὲ τρόπο γλυκὺ καὶ ταπεινό, ψιθύρισε στὴ γυναίκα:
– «Κυρά μου, μὴ μὲ ἐγγίσεις». Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε. Καὶ τότε ὁ Ἅγιος μὲ αὐστηρότητα φανέρωσε μπροστὰ σὲ ὅλους τὴν ἁμαρτία της. Ἡ γυναίκα θαύμασε καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς ἔσκυψε καὶ ἄρχισε μὲ δάκρυα νὰ ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μπροστὰ στὴν μετάνοιά της ὁ στοργικὸς πατέρας της εἶπε μὲ συγκίνηση τὰ λόγια ἐκεῖνα, ποὺ κάποτε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπηύθυνε σὲ μία τέτοια ἁμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. Ἀφέωνται σοὶ αἱ ἁμαρτίαι». Πήγαινε στὸ καλὸ καὶ πρόσεχε μελλοντικά. Μὲ τὸν τρόπο του ὁ ἅγιος βοήθησε τὴν ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναίκα νὰ μετανοήσει. Ἀλλὰ καὶ ἔδωκε ἕνα μάθημα σὲ ὅλους. Μόνο ἡ μετάνοια ἡ εἰλικρινὴς ξεπλένει τὴν ψυχὴ καὶ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο στὴ θέση τὴν τιμητική, νὰ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ.
6. Ὁ Ἅγιος κατὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ συνήθιζε νὰ νηστεύει ἀπόλυτα. Δὲν ἔτρωγε τίποτα, οὔτε αὐτὸς οὔτε καὶ ἡ κόρη του. Κάποια βραδιά, σὲ περίοδο νηστείας, ἕνας ἄγνωστος ὁδοιπόρος κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Ὁ Ἅγιος ἔσπευσε μὲ προθυμία νὰ τοῦ ἀνοίξει καὶ νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Τοῦ πρόσφερε νερὸ νὰ ξεπλυθεῖ καὶ πῆγε νὰ βρεῖ κάτι, γιὰ νὰ τοῦ δώσει νὰ δειπνήσει. Κοίταξε παντοῦ, μὰ τίποτα δὲν βρῆκε. Οὔτε ψωμὶ δὲν εἶχε. Στὴν ἀμηχανία του ὁ Ἅγιος θυμήθηκε πὼς σὲ κάποια γωνιὰ βρισκόταν κρεμάμενο ἕνα κομμάτι διατηρημένο χοιρινὸ κρέας ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῆς κρεοφαγίας. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, φώναξε τὴν κόρη του νὰ ψήσει λίγο γιὰ τὸν φιλοξενούμενό τους. Ἡ κόρη ἑτοίμασε τὸ τραπέζι.
Ἔβαλε πάνω τὸ ψητὸ κρέας καὶ κάλεσαν τὸν ξένο νὰ φάγει. Ὁ ξένος, σὰν εἶδε τὸ προσφερόμενο, ἀρνήθηκε νὰ τὸ δοκιμάσει λέγοντας:
— Δέσποτά μου, συγχώρεσε μέ. Νηστεύω. Εἶμαι χριστιανός.
– Ναί! παιδί μου, εἶπε ὁ Ἅγιος. Καὶ ἐγὼ νηστεύω. Εἶμαι καὶ ἐγὼ χριστιανός. Μὰ μία καὶ δὲν ἔχουμε τίποτε ἄλλο στὸ σπίτι καὶ ἐσὺ πρέπει νὰ τονωθεῖς ὕστερα ἀπὸ τὴν τόση ὁδοιπορία, θὰ φᾶς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται. Νά! ἐγὼ καταλύω πρῶτος τὴ νηστεία. Φάγε, παιδί μου, νὰ τονωθεῖς.
Καὶ ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸν ξένο, ἔφαγε καὶ ἔδωσε καὶ σ’ ἐκεῖνον λέγοντάς του. «Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος». Τὴν ἄλλη μέρα φυσικὰ συνέχισε καὶ πάλι τὴ νηστεία του. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει τὴν πλατιὰ ἀντίληψη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴ νηστεία, ποὺ εἶναι καὶ ἡ μόνη ὀρθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β’ 27).
7. Λίγα γράμματα ἔμαθε ὁ Ἅγιος, ὅπως εἴδαμε. Τοῦτο, ὅμως, δὲν τὸν ἐμπόδισε ἀπὸ τοῦ νὰ προσέλθει καὶ νὰ λάβει μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ συνεκάλεσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὰ 325 μ.Χ., γιὰ νὰ ἀποστομώσει καὶ καθαιρέσει τὸν Ἀρεῖο. Ὁ τρομερὸς αὐτὸς αἱρετικός, ὅπως ξέρουμε, δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ δημιούργημα καὶ πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ αἱρετική του αὐτὴ διδασκαλία εἶχε προκαλέσει ἀληθινὸ σάλο καὶ εἶχε συνταράξει ὁλόκληρη τὴν Χριστιανικὴ Ἐκκλησία.
Στὴν σύνοδο αὐτὴ ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶχε παραταχθεῖ ὁ Ἀρεῖος μὲ τοὺς ἱκανοὺς ρήτορες καὶ ὀπαδούς του ἐπισκόπους. Καὶ ἦταν αὐτοὶ ὁ Νικομήδειας Εὐσέβιος, ὁ Νικαίας Θεαγένης καὶ ὁ Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζὶ μ’ αὐτούς, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Βασιλιά, προσῆλθαν καὶ παρεκάθισαν στὴν σύνοδο καὶ ἀρκετοὶ φιλόσοφοι ὁμοϊδεάτες τοῦ Ἀρείου καὶ ὑπερασπιστές του. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ξεχώριζε καὶ ἕνας Ἕλληνας φιλόσοφος, ὁ Εὐλόγιος, ποὺ στὴ διαλεκτικὴ τέχνη, τὴν εὐστροφία τοῦ λόγου καὶ τὰ σοφίσματα ἐθεωρεῖτο ἀνίκητος.
Στὴν παράταξη τῶν ὀρθοδόξων εἶχαν συγκεντρωθεῖ 317 σεβάσμιοι ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοί. Μεταξὺ αὐτῶν διακρίνονταν, οἱ Ἅγιοι Νικόλαος καὶ Ἀλέξανδρος, ἱερέας ἀκόμη, ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Εὐστάθιος, ὁ Παφνούτιος ἀπὸ τὴν Θηβαΐδα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, διάκονος τότε τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος Σπυρίδων καὶ ἄλλοι πολλοί. Ὁ τελευταῖος φυσικὰ δὲν διακρινόταν γιὰ τὴν μόρφωσή του. Διακρινόταν, ὅμως, γιὰ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπείνωσή του. Ἦταν ἕνα δοχεῖο ἀκένωτο ἀπὸ οὐράνιους θησαυρούς. Ἦταν ἕνα κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὴν αἴθουσα τῆς συνόδου ἡ καρδιά του κτυποῦσε δυνατὰ καὶ μὲ βαθιὰ πίστη προσευχόταν νοερὰ νὰ φωτίσει, ὁ Θεός, ὥστε στὸ τέλος νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια.
«Πάτερ, δόξασόν σου τὸν Υἱόν», ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἡ ἀγάπη του στὸν λατρευτό μας Σωτῆρα Χριστὸ τοῦ φλόγιζε ὅλο τὸ κορμὶ καὶ τὸν γέμιζε μὲ ἀκαταμάχητη δύναμη.
Στὴν συζήτηση, ποὺ εἶχε ἀνάψει ὁ τρομερὸς Ἀρεῖος μὲ τὴν φιλοσοφική του μόρφωση, τὴν πανουργία καὶ τὴν εὐγλωττία του, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὀπαδούς του ρήτορες, ποὺ τὸν ἐνίσχυαν ἀφάνταστα, πετοῦσε κυριολεκτικὰ κεραυνοὺς ἐνάντια στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὧρες περνοῦσαν, χωρὶς ἕνα θετικὸ ἀποτέλεσμα. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ δεινοὺς ρήτορες τοῦ Ἀρείου, ὁ Ἕλληνας σοφὸς Εὐλόγιος εἶχε προβάλει τέτοια ἐπιχειρήματα καὶ μὲ τόση μαεστρία ποὺ εἶχε νομισθεῖ ὅτι τὸ δίκαιο βρισκόταν μὲ τὸ μέρος τους. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, καὶ αὐτὸς ὁ Μ. Ἀθανάσιος, σώπασαν. Νεκρικὴ σιγὴ εἶχε ἁπλωθεῖ γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα στὴ μεγάλη αἴθουσα τῆς συνόδου. Ἐκείνη τὴν ὥρα σηκώθηκε ἀπὸ τὴν θέση του ὁ Ἅγιος μας καὶ ζήτησε νὰ μιλήσει. Ἀργὰ προχωρεῖ πρὸς τὸ βῆμα. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ αἱρεσιάρχη χαμογέλασαν, σὰν τὸν εἶδαν. Οἱ ἄλλοι πατέρες στενοχωρήθηκαν. Γνώριζαν πὼς ὁ Ἅγιος ἦταν ἁγνὸς καὶ ἐνάρετος. Ἦταν ὅμως, καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁπλοϊκός, μὲ τὰ λίγα γράμματα καὶ χωρὶς αὐτὸ ποὺ λέμε κατὰ κόσμο σοφία καὶ γνώση. Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν ὁ ταπεινὸς βοσκὸς νὰ τὰ βγάλει πέρα μ’ ἕναν ρήτορα σοφὸ καὶ διεστραμμένο; Γι’ αὐτὸ στενοχωρήθηκαν καὶ μερικοὶ ἀγωνίζονταν νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ ὁμιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ὁ τραχὺς καὶ ἀδιάντροπος ρήτορας ζητήσει νὰ τὸν ἐκθέσει καὶ νὰ τὸν γελοιοποιήσει. Ὁ Σπυρίδωνας, ὅμως, ἐπέμενε. Καὶ ὁ Βασιλιὰς ἔδωκε τὸν λόγο.
Σιγὴ καὶ πάλι νεκρικὴ ἁπλώθηκε στὴν αἴθουσα. Οἱ φίλοι τοῦ Ἀρείου μὲ δυσκολία συγκρατοῦν τὴν περιφρόνησή τους, ἐνῶ οἱ πατέρες μὲ αἰσθήματα σεβασμοῦ μὰ καὶ ἀπορίας κοιτοῦνε τὸν γέροντα. Κάποια στιγμὴ ὁ μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τὴν σιωπὴ στρέφεται πρὸς τὸν φιλόσοφο καὶ μὲ φωνὴ σταθερὴ ἀρχίζει νὰ τοῦ λέγει τοῦτα τὰ λόγια:
– Ἄκουε, σοφέ. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸς μὲ τὸν Λόγο Του καὶ τὸ Πνεῦμά Του δημιούργησε ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, μὰ καὶ ἐκεῖνα ποὺ δὲν βλέπουμε. Αὐτὸς ἔπλασε καὶ τὸ θαυμαστὸ καὶ ὑπέροχο δημιούργημα, τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀληθὴς καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Γιὰ τὴν ἰδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος καὶ γεννήθηκε ἀπὸ μία κόρη, τὴν Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σὰν ἄνθρωπος ἐκεῖ στὴ Ναζαρέτ, δίδαξε ἐπὶ τρία χρόνια καὶ ὕστερα σταυρώθηκε καὶ τάφηκε σὰν ἄνθρωπος. Ἔπειτα ἀναστήθηκε σὰν Θεὸς μετὰ τρεῖς μέρες καὶ συνανέστησε καὶ ἐμᾶς καὶ μᾶς χαρίζει ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ παρέμεινε στὴ γῆ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, ἀναλήφθηκε ὕστερα στὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου καὶ ἔστειλε στὴν γῆ μετὰ δέκα μέρες τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο ἀπὸ τότε παραμένει στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πιστεύουμε ἀκόμη, πὼς θὰ ξανάρθει κάποια ἡμέρα γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο ὅλο. Ἡμεῖς δέ, θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστά Του, γιὰ νὰ ἀπολογηθοῦμε σ’ Αὐτὸν γιὰ ὅλα τὰ ἔργα, τὰ λόγια καὶ τὰ ἐνθυμήματά μας.
– Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, Σύνθρονος, Ὁμότιμος καὶ Ὁμόδοξος. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός· Τρία Πρόσωπα ὅμως, τρεῖς Ὑποστάσεις, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὰ τρία αὐτὰ Πρόσωπα, ὁ ἕνας Θεός, ἡ μία Οὐσία εἶναι γιὰ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου κάτι τὸ ἄρρητο καὶ ἀκατάληπτο. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ βάλει κανεὶς ὅλα τὰ νερὰ τῆς θάλασσας σ’ ἕνα ποτήρι, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο καὶ τὸ πεπερασμένο μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ χωρέσει καὶ νὰ κατανοήσει τὸ ἄπειρο τῆς Θεότητος. Γιὰ νὰ δώσω ὅμως μία ἐξήγηση τῶν λόγων μου, ἂς μὲ συγχωρήσει ὁ Πανάγαθος ποὺ θὰ χρησιμοποιήσω αὐτὸ τὸ χειροπιαστὸ παράδειγμα.
Τότε ὁ ἅγιος ἔβαλε τὸ ἀριστερὸ χέρι στὴν τσέπη του καὶ ἔβγαλε ἕνα κεραμίδι καὶ δείχνοντάς το, ἔκαμε μὲ τὸ δεξί του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε:
— «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός».
Κι ἕσφιξε τὸ κεραμίδι. Οἱ πατέρες ποὺ παρακολουθοῦν τὴν σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί μὲ τὶς λέξεις τοῦ Ἁγίου, ἡ φωτιὰ μὲ τὴν ὁποία ψήθηκε τὸ κεραμίδι ἀνέβηκε πάνω.
› «Καὶ τοῦ Υἱοῦ»,
Πρόσθεσε. Τότε τὸ νερὸ μὲ τὸ ὁποῖο ζυμώθηκε τὸ ξερὸ κεραμίδι, ἔτρεξε κάτω.
— «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Συμπλήρωσε ὁ πρακτικὸς καὶ θεοφώτιστος διδάσκαλος. Τὸ χῶμα ἔμεινε στὸ χέρι του.
– Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες μου, συνέχισε ὁ θαυματουργός· ὅπως τὸ κεραμίδι ἀποτελεῖ ἕνα πράγμα μιᾶς οὐσίας καὶ μιᾶς φύσεως, ἀλλὰ εἶναι τρισύνθετο › φωτιά, νερό, χῶμα, ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος Θεός. Ἂν καὶ δὲν πρέπει νὰ παρομοιάσουμε τὴν Ἄκτιστο καὶ Ὑπερούσια αὐτὴ Φύση μὲ κτιστὸ καὶ φθαρτὸ δημιούργημα, ἐν τούτοις γιὰ νὰ κάνουμε τὰ ἀκατάληπτα καταληπτά, – ἂς μας συγχωρήσει τὸ ἄπειρο ἔλεός Του – λέμε καὶ τονίζουμε:
– Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας κατὰ τὴν οὐσία καὶ τὴν φύση. Ἀλλὰ κατὰ τὰ πρόσωπα ἢ τὶς ὑποστάσεις εἶναι Τριαδικός: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου κατέπληξαν τοὺς παριστάμενους. Ἡ αἴθουσα ἀντήχησε ἀπὸ τὶς δοξολογίες πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τῶν Πατέρων. «Τὶς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν. Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος». (Ψαλμ. ος’ 14 – 15). Ψάλλουν καὶ δοξολογοῦν τὸν Κύριο. Ὁ Ἀρεῖος καὶ οἱ ὀπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ὁ φιλόσοφος ταπεινωμένος ἀναγνωρίζει καὶ ὁμολογεῖ φανερὰ τὴν ἥττα του:
– Τὰ λόγια σου μὲ ἔπεισαν, ἅγιε γέροντα, καὶ τὸ θαῦμα μὲ βεβαίωσε, ὅτι ἔχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ἀληθινὸς καὶ Αὐτός, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα.
Δάκρυα χαρὰς ἔτρεξαν ἀπὸ τὰ μάτια ὅλων καὶ πρῶτα – πρῶτα ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ φιλοσόφου, ποὺ ἔσπευσε νὰ δεχθεῖ τὸ βάπτισμα καὶ νὰ γίνει χριστιανός.
Ἡ ἀλήθεια γιὰ μία ἀκόμη φορὰ θριάμβευσε. Καὶ ἐπεβλήθη «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως» (Α’ Κορ. στ’ 4). Δηλαδὴ ὄχι μὲ συναρπαστικὰ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ μὲ ἀπόδειξη θείας δυνάμεως, ποὺ μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε ἐπιβεβαίωσε τὴν διδασκαλία. Νὰ ποιὸς ἦταν ὁ Ἅγιος μας. Φλογερός, ζηλωτὴς στὴν πίστη, θεοφώτιστος.
8. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στὴν Κύπρο, μὲ πολλὴ θλίψη ἔμαθε, πὼς ἡ κόρη του Εἰρήνη εἶχε πρὸ πολλοῦ ἀποθάνει. Ὁ πιστὸς ἐπίσκοπος δέχτηκε καὶ τούτη τὴν δοκιμασία μὲ παραδειγματικὴ καρτερία καὶ ὑπομονή. Μερικὲς μέρες ὑστερότερα μία γυναίκα ἦρθε σ’ αὐτὸν καὶ μὲ κλάματα τοῦ ζήτησε ἕνα πολύτιμο πράγμα, ἕνα κόσμημα. Τὸ εἶχε δώσει στὴν κόρη του νὰ τὸ φυλάξει, λίγο πρὶν πεθάνει. Ὁ Ἅγιος σηκώθηκε καὶ μὲ προσοχὴ ἐρεύνησε ὅλο τὸ σπίτι, γιὰ νὰ βρεῖ τὸ ξένο πράγμα. Δυστυχῶς, ὅμως, πουθενὰ δὲν τὸ βρῆκε. Τότε χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τράβηξε γιὰ τὸν τάφο τῆς κόρης του. Σὰν ἔφτασε, στάθηκε, ἀνέπεμψε μία θερμὴ προσευχή, καὶ ὕστερα, ἀφοῦ ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸν τάφο, κάλεσε τὴ νεκρὴ κόρη του νὰ τοῦ πεῖ, ὡς νὰ ἦταν ζωντανή, ποὺ εἶχε βάλει τὸ πράγμα ποὺ τῆς ἔδωκαν. Τὴν ἴδια στιγμὴ μία φωνὴ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ τάφου ἀκούστηκε νὰ τοῦ λέει:
– Πατέρα μου, στὸν τάδε τόπο τὸ ἔχω φυλαγμένο.
Τότε καὶ ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε:
– Κοιμήσου, κόρη μου, ἥσυχα. Κοιμήσου μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ ὁ Κύριος μας θὰ σὲ ἀναστήσει στὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅλων μας.
Ὅσοι ἦταν ἐκεῖ τρόμαξαν καὶ ἔμειναν σκεφτικοί. Συλλογίζονταν τὴν δύναμη, μὲ τὴν ὁποία ὁ Πανάγαθος Θεὸς χαρίτωσε τὸν ἁπλοϊκὸ μὰ ἅγιο ἐπίσκοπό τους. Τὸν ποιμένα τὸν καλό, ποὺ ἔσπευδε νὰ κάμει τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν χριστιανῶν του.
9. Στὰ 337 μ.Χ. πέθανε ὁ δημιουργός της Βυζαντινῆς μας αὐτοκρατορίας Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας. Στὸν δοξασμένο θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε τώρα ὁ γιός του Κωνστάντιος. Αὐτὸς ξανάκτισε καὶ τὴν Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ποὺ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ σεισμὸ τὸ 343. Ἀπὸ τὸ ὄνομά του ὅμως ἡ νέα πόλη ὀνομάστηκε Κωνστάντια.
Ὁ Κωνστάντιος κυβέρνησε τὸ κράτος τοῦ Βυζαντίου 23 περίπου χρόνια (337 – 360 μ.Χ.). Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ – δὲν ξέρουμε πότε ἀκριβῶς – ὁ αὐτοκράτορας ἐπισκέφθηκε τὴν πρωτεύουσα τῆς Συρίας τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀναγκάστηκε νὰ παραμείνει ἐκεῖ γιὰ καιρό, γιατί ἀρρώστησε βαριά. Οἱ καλύτεροι γιατροὶ μπαινόβγαιναν στὸ παλάτι, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ προσφέρουν τίποτα.
Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες τόσο ὁ Κωνστάντιος, ὅσο καὶ οἱ δικοί του κατέφυγαν ἰδιαίτερα στὴν προσευχή. Μιὰ βραδιά, ἐκεῖ ποὺ ὁ βασιλιὰς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ἕναν ἄγγελο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε μία χορεία ἁγίων ἐπισκόπων ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ξεχώριζαν δύο, τοῦ εἶπε, πὼς τὴν ἀρρώστια του μόνο αὐτοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ τὴν θεραπεύσουν. Ὁ βασιλιάς, χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε στὸ παλάτι ὅλους τοὺς ἐπισκόπους. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς, ὅμως, ποὺ ἦλθαν δὲν εἶχε ἀναγνωρίσει τὰ δυὸ πρόσωπα ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἄγγελος. Οἱ ἐπίσκοποι προσευχήθηκαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Μέγα Ἰατρὸ τὴν θεραπεία τοῦ ἄρχοντα, ἄλλα τίποτα δὲν κατόρθωσαν. Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες κάποιοι ὑπέδειξαν ὅτι ἀπὸ τὴν ἐκεῖ χορεία ἔλειπε ὁ Σπυρίδων τῆς Κύπρου. Χωρὶς καθυστέρηση ὁ βασιλιὰς ἔστειλε στὴ νῆσο ἄνθρωπο δικό του καὶ τὸν κάλεσε. Ὁ ταπεινὸς ἱεράρχης, ποὺ κατὰ παραχώρηση Θεοῦ γνώριζε τὰ τῆς ἀρρώστιας τοῦ Βασιλιά, πῆρε μαζί του τὸν μαθητή του Τριφύλλιο, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ προόριζε γιὰ μελλοντικὸ ἀρχιερέα, καὶ τὸν διάκονό του Ἀρτεμίδωρο καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη αὐτή, ὕστερα ἀπὸ ἕνα πολὺ κουραστικὸ ταξίδι, ὁ Σπυρίδων κατευθύνθηκε μὲ τὴν συνοδεία του στὸ παλάτι. Στὴν εἴσοδο τοῦ παλατιοῦ ὁ φρουρὸς ποὺ τοὺς εἶδε ἔτσι φτωχικὰ ντυμένους ζήτησε νὰ τοὺς ἐμποδίσει νὰ εἰσέλθουν. Τὸν Σπυρίδωνα μάλιστα, ποὺ εἶχε ἤδη προχωρήσει μπροστά, ὁ φρουρός, νομίζοντάς τον γιὰ κανένα ζητιάνο, τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ ἔδωσε καὶ ἕνα χαστούκι στὸ πρόσωπο. Ὁ πράος ἱεράρχης, χωρὶς καθόλου νὰ θυμώσει ἔστρεψε καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ προσώπου του λέγοντας ὅτι ὁ βασιλιὰς τὸν κάλεσε. Ὅταν ὁ φρουρὸς ἀντιλήφθηκε, ὅτι μπροστά του δὲν εἶχε ζητιάνο, ἀλλὰ ἕναν ἀρχιερέα καὶ μάλιστα τὸν ὀνομαστὸ τῆς Κύπρου ἀρχιερέα Σπυρίδωνα, ἔπεσε μπροστά του καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν συγχωρήσει. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ σκορπᾶ τριγύρω του μονὸ τὴν καλοσύνη, τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἀφοῦ τὸν νουθέτησε, τοῦ ἔδωκε τὶς πατρικὲς εὐλογίες του.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλιὰ παρέλαβαν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὁδήγησαν μὲ τὴν συνοδεία του μπροστὰ στὸν ἄρχοντα. Στὸ ἀντίκρισμά τους ὁ βασιλιὰς ἀναγνώρισε ἀμέσως τὰ δυὸ πρόσωπα, ποὺ τοῦ εἶχε δείξει τὴν πρώτη φορὰ ὁ ἄγγελος, καὶ μὲ τὸν πόνο τῆς ἀρρώστιας ζωγραφισμένο στὸ πρόσωπο σηκώθηκε ἀπὸ τὸν βασιλικὸ θρόνο καὶ προχώρησε πρὸς τὸν Ἅγιο. Συγκινητικὴ ἡ σκηνή! Ὁ ἐπίγειος ἄρχοντας μὲ ταπείνωση σκύβει μπροστὰ στὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως, γιὰ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος καὶ τὴν χάρη Του. Ὁ ταπεινὸς ἀρχιερέας, πλημμυρισμένος ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπόνια στὸν ἀνθρώπινο πόνο σηκώνει τὸ σεπτὸ καὶ ἅγιο χέρι του καὶ τὸ ἀποθέτει στὸ κεφάλι τοῦ ἄρχοντα προφέροντας τὴν ἴδια ὥρα θερμὴ καὶ ἅγια προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα; Θαυμαστό!
Σὲ μία στιγμὴ ἡ ἀρρώστια ὑποχωρεῖ καὶ χάνεται καὶ ἡ ὑγεία ὁλοκληρωτικὰ ἀποκαθίσταται καὶ παίρνει τὴν θέση της στὸ βασιλικὸ κορμί.
Οἱ καρδιὲς κτυποῦν δυνατὰ ἀπὸ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν δωρεά του. Ὁ Ἅγιος μετὰ τὴ θεραπεία εἶπε καὶ μερικὰ πνευματικὰ λόγια, ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ψυχικὴ σωτηρία τοῦ ἐπίγειου ἄρχοντα:
— Νὰ θυμᾶσαι πάντοτε, βασιλιά, ὅτι κάθε ἐξουσία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κάθε ἄρχοντας ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ του. Ὁδηγὸς στὴν ζωὴ τοῦ καθενός μας ἂς εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ καλοσύνη, ἡ φιλανθρωπία. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη μέσα του δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κάμνει τὸ καλὸ στὸν συνάνθρωπό του. Μὲ τὴν ἀγάπη τηρεῖ καὶ ξεπληρώνει ἕνας, ὅλο τὸν νόμο. Φύλαττε ἀκόμη, βασιλιά μου, τὴν εὐσέβεια καὶ μὴ δεχθεῖς στὴν Ἐκκλησία καμιὰ διδασκαλία ἀντίθετη μὲ τὰ ὅσα διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἱερὰ Παράδοση.
Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ ξεκίνησε νὰ φύγει. Καὶ ὅταν ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ ἐκδηλώσει σ’ αὐτὸν τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη του, τοῦ πρόσφερε χρήματα, πολλὰ χρήματα, ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ τὰ δεχθεῖ, λέγοντας πὼς πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ χρήματα εἶναι ἡ ἀγάπη. Καὶ ὅταν ὁ βασιλιὰς ἐπέμενε, ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὑπερήφανος καὶ ἀκατάδεχτος, δέχτηκε τὰ δῶρα καὶ προτοῦ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ παλάτι τὰ διαμοίρασε στοὺς αὐλικούς.
Τὴν πράξη αὐτὴ τοῦ Ἁγίου σὰν ἔμαθε ὁ βασιλιὰς τὸν εὐλαβήθηκε ἀκόμη περισσότερο, λέγοντας: «Τώρα ἐξηγῶ καὶ καταλαβαίνω γιατί ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὸν ἔχει τόσο χαριτώσει». Ἐνθυμούμενος δὲ τὶς νουθεσίες του φρόντισε στὴ ζωή του νὰ κάμνει πολλὲς φιλανθρωπίες σὲ κάθε φτωχὸ καὶ πονεμένο. Καὶ ἀκόμη, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἅγιου Σπυρίδωνος, πρῶτος αὐτὸς ἀπ’ ὅλους τους βασιλεῖς νομοθέτησε, ὥστε οἱ κληρικοὶ νὰ μὴ πληρώνουν κανένα φόρο. «Εἶναι ἄτοπο καὶ ντροπή, ἔλεγε, οἱ ὑπηρέτες καὶ ἀντιπρόσωποι τοῦ Οὐράνιου Βασιλιὰ νὰ πληρώνουν φόρους σὲ ἐπίγειους καὶ θνητοὺς ἄρχοντες».
Ἦλθε ὅμως ὁ καιρὸς, ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ζωή, μιὰ ζωὴ ὑποδειγματικῆς πραότητας καὶ ταπεινοφροσύνης, μιὰ ζωὴ ἄδολης ἀγάπης καὶ καλοσύνης, μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀπὸ θεία χάρη νὰ ἐγκαταλείψει τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο καὶ νὰ μεταπηδήσει ἀπὸ τὸ ἐπίγειο στὸ οὐράνιο θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὶς ὑπηρεσίες του. Αὐτὸ ἔγινε τὸ 348 μ.Χ. μὲ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου στὴν ἐπισκοπή του στὴν Τριμυθούντα. Ἔφυγε ὁ καλὸς ποιμήν. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἡ ἀγάπη ὅμως καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ζητᾶνε τὴν μεσιτεία του καὶ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸν Κύριο, δὲν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ὡς σήμερα. Καὶ θὰ συνεχίζονται μέχρι ποὺ θὰ θέλει ὁ Τριαδικὸς Θεός.
Τὰ πνευματικά του παιδιὰ θρήνησαν γιὰ καιρὸ τὴν κοίμησή Του. Τὸ λείψανό του στὴν ἀνακομιδὴ ποὺ ἔγινε μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶχε μείνει ἄφθαρτο καὶ εὐωδίαζε. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κάτοικοι τῆς προνομιούχου πόλεως, ποὺ τὸν εἶχε ποιμένα ψυχῶν, τὸ ἔβαλαν σὲ μία μαρμάρινη λάρνακα, ποὺ ἔστησαν δίπλα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν νάρθηκα, γιὰ νὰ εἶναι προσκύνημα τῶν πιστῶν.
Ἡ λάρνακα βρίσκεται ἀκόμη στὸ ἴδιο μέρος ἀλλὰ χωρὶς τὸν θησαυρό. Χωρὶς τὸ ἅγιο λείψανο. Ὅταν ἄρχισαν οἱ ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς ἡ ἐπιδρομὲς τῶν Σαρακηνῶν (648 μ.Χ.) τὸ λείψανο γιὰ ἀσφάλεια μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β’ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ ἐκεῖ λίγο καιρὸ πρὶν νὰ πέσει ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἕνας ἱερέας ποὺ ὀνομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν ναὸ ποὺ φυλασσόταν μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας καὶ τὸ μετέφερε μέσον τῆς Θράκης, Μακεδονίας καὶ Σερβίας στὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου καὶ ὕστερα στὴν Κέρκυρα γύρω στὸ 1460. Ἐπὶ τρία ὁλάκερα χρόνια ὁ εὐσεβὴς ἐκεῖνος ἱερέας περιπλανιόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο μέχρις ὅτου φτάσει στὴν Κέρκυρα. Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὰ δυὸ λείψανα τὰ εἶχε κρυμμένα σὲ δυὸ σακιὰ ἄχυρα γιὰ τὰ ὁποία, σὰν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς ἔλεγε, πὼς τὰ ἄχυρα ἐκεῖνα ἦταν τροφὴ γιὰ τὸ ὑποζύγιό του.
Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὴν Κέρκυρα
Τὰ Ἐπτάνησα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ἐνετῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πολύευκτος κατέφυγε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὴν Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πὼς ἐδῶ ὁ θησαυρὸς ποὺ μετέφερε θὰ ἦταν ἀσφαλισμένος. Καὶ πραγματικὰ τὰ τίμια λείψανα ὑπῆρξαν ἐδῶ ἀσφαλισμένα. Στὴν Κέρκυρα ὁ ἱερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρῆκε ἕνα πρόσφυγα, τὸν ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη ἄλλοτε συμπολίτη του καὶ τοῦ κληροδότησε τὸ ἱερὸ λείψανο. Ἀπὸ αὐτὸ λείπει τὸ δεξὶ χέρι. Τοῦτο βρισκόταν στὴ Ρώμη στὸ ναὸ τοῦ τάγματος τοῦ Φ. Νέρι (Ὀρατοριανῶν) μέχρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 1984. Κατὰ τὸ ἔτος αὐτό, παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, μετὰ ἀπὸ ἔντονες ἐνέργειες τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν κ. Τιμοθέου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δέχτηκε καὶ πρόσφερε στὴν Ἐκκλησία τῆς Κερκύρας τὸ ὡς ἄνω ἱερὸ λείψανο. Τοῦτο πῆγε καὶ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος Κερκύρας καὶ τὸ μετέφερε ἀεροπορικῶς στὴν εὐλογημένη νῆσο. Ἔτσι τὸ ἱερὸ ὀστοῦν τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τοῦ ἁγίου, ποὺ γιὰ αἰῶνες φυλασσόταν στὴ Ρώμη ἀπὸ τότε βρίσκεται στὴν προνομιοῦχο νῆσο καὶ κάθε φορὰ λιτανεύεται μαζὶ μὲ τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου. Τὸ ἀριστερὸ διατηρεῖται ἀκέραιο μαζὶ μὲ τὸ ἅγιο λείψανο. Ἐπίσης καὶ τὰ μάτια τοῦ Ἁγίου κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκαν ἀλώβητα μέσα στὸν τάφο. Τῆς Ἁγίας Θεοδώρας τὸ λείψανο φυλάσσεται στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου τῆς Σπηλαιώτισσας. Εἶναι ἀκέφαλο καὶ ἑορτάζεται ἡ μνήμη της στὶς 11 Φεβρουαρίου. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναστήλωσε μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο τὶς ἁγίες εἰκόνες τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τοῦ 843. Τὴν ἀναστήλωση ἔκαμε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου τῆς Θεοφίλου. Ὁ κόσμος τοῦ νησιοῦ μὲ βαθύτατο σεβασμὸ ὑποδέχθηκε τὸν ἀνεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοὶ κάθε χρόνο ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου ἐπισκέπτονται τὸν περίπιστο ναὸ τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἡ εὐλάβεια τοῦ Κερκυραϊκοῦ λαοῦ ἀνήγειρε πρὸς τιμή του. Τὸ ἅγιο λείψανο φυλάσσεται ἐδῶ σὲ πολυτελὴ λάρνακα καὶ διατηρεῖται ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο ἐνάντια στοὺς ἀμετάθετους τῆς φύσεως ὅρους. Ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο μένει, γιὰ νὰ διακηρύττει στοὺς αἰῶνες τὸ λόγιο, τὸ προφητικό. «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος» (Ψαλμ. ιε’ 3).
Πολλὰ θαύματα ἔγιναν καὶ ἐδῶ στὴν Κέρκυρα καὶ γίνονται κάθε χρόνο σὲ ὅσους μὲ πραγματικὴ πίστη καταφεύγουν στὴν χάρη του καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ ταπείνωση ἐκζητοῦν τὶς πρεσβεῖες του, γιατί «ὁ θαυματουργὸς κἂν τέθνηκε Σπυρίδων, τοῦ θαυματουργεὶν οὐκ ἔληξεν εἰσέτι». Δηλαδή, ὁ θαυματουργὸς Σπυρίδων καὶ ἂν ἀπέθανε, δὲν ἔπαψε ὅμως καὶ ἀπὸ τοῦ νὰ θαυματουργεῖ. Στὸν Ἅγιο αὐτὸν ἐπαναλήφθηκε πραγματικὰ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». (Γαλ. στ’ 20).
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματά του. Γι’ αὐτὸ καὶ δεκάδες πολλὲς τὰ χρυσὰ κανδήλια, δῶρα εὐλαβῶν ψυχῶν ποὺ κρέμονται πάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν λάρνακα, ποὺ φιλοξενεῖ τὸ ἅγιο λείψανό του. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν καὶ μαρτυροῦν τὴν βαθιὰ ἐκτίμηση καὶ εὐλάβεια στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου μας ἀπὸ μέρους τῶν εὐεργετηθέντων. Ὀγδόντα ναοὶ στὴν Ἑλλάδα μας διακηρύττουν τὸν σεβασμὸ τοῦ φιλόθρησκου Ἑλληνικοῦ λαοῦ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου χιλιάδες πιστοὶ ἀναλαμβάνουν ταξίδια μακρινὰ κάθε χρόνο γιὰ νὰ πᾶνε στὴν χάρη του, νὰ προσκυνήσουν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ νὰ παρακολουθήσουν τὶς συγκινητικὲς καὶ θεαματικὲς λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τὸν χρόνο. Μιὰ κατὰ τὸ Μ. Σάββατο σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴ σιτοδεία. Δεύτερη κατὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τρομερὴ ἐπιδημία τῆς πανώλης (πανούκλας). Τρίτη ἡ λιτανεία τῆς 11ης Αὐγούστου γιὰ ἀνάμνηση τῆς σωτηρίας τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐκστρατεία. Καὶ τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου γιὰ νὰ θυμοῦνται τὴν δεύτερη θαυμαστὴ ἀπαλλαγὴ τῆς νήσου ἀπὸ τὴν πανώλη.
Ο Ἅγιος Σπυρίδωνας καὶ ἡ Κουφίταινα
Κάποτε έξω από ένα χωριό της ορεινής Νάξου, σε ένα αγροτόσπιτο ζούσε μία ταπεινή γυναίκα που την έλεγαν Κυρά›Καλή. Έκλεινε τον εαυτό της μέσα βαθιά στην ψυχή της, άνοιγε την καρδιά της στον Θεό και Του μίλαγε κι ο Θεός την άκουγε!
Είχε πίστη μεγάλη, που την συνόδευε με έργα αρεστά προς Τον Κύριο.Όταν έκανε προσευχή, δεν προσευχότανε μόνο για την οικογένειά της, αλλά για όλους που γνώριζε πως είχαν ανάγκη κι ακόμη και για αυτούς που την αδικούσαν παρακαλούσε!
Ζούσε μακριά από τους ανθρώπους αλλά κοντά στον Θεό. Είχε πολλά παιδιά, όμως δεν βαρυγκωμούσε. Εργαζότανε σκληρά μαζί με τον άντρα της στην πέτρινη γη της Κορώνου και μεγάλωναν τα παιδιά τους.
Στις μεγάλες αργίες δεν δούλευε, πήγαινε στα ξωκλήσια κι άναβε τα κανδήλια.Στην κορφή εκείνης της πλαγιάς που καλλιεργούσε τα κτήματα της, ήτανε και είναι το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα, τον οποίο αγαπούσε και φρόντιζε ιδιαίτερα.
Κι ο Άγιος που έβλεπε τις αρετές της, τις προσευχές της και προς εκείνον δεν έμεινε αδιάφορος!Κατέβηκε στη Γη κι εμφανίστηκε στην Κυρά›Καλή!
Στάθηκε με συμπόνια κοντά στους χωριανούς της, κοντά σε όλους τους Ναξιώτες και σε όσους έρχονταν από τα γύρω νησιά.
Η κυρά –Καλή ήταν από την οικογένεια των «Κουφιτάδων» κι έτσι έμεινε στην ιστορία του νησιού ως η Κουφίταινα.
Ο Άγιος Σπυρίδωνας λοιπόν και η γιαγιά Κουφίταινα ευεργέτησαν πολύ κόσμο.
Ο ΑΓΙΟΣ είπε στην γιαγιά πολλά σημαντικά για το μέλλον που για εκείνη την εποχή ήταν εντελώς απίστευτα! Όμως ΑΓΙΟΣ και η γιαγιά Κουφίταινα επαληθεύτηκαν σε όλα!
Κοιμήθηκε το 1906 σε μεγάλη ηλικία.
Η Κουφίταινα συνήθιζε τον χειμώνα να πηγαίνει στα λιβάδια για χόρτα, πέντε ώρες μακριά από το χωριό της (Κόρωνο). Συνέβαινε όμως κάτι πολύ παράξενο κι ανεξήγητο. Ενώ το σακί της βρισκότανε κάπου στη μέση, ξαφνικά το έβρισκε γεμάτο με χόρτα .
Μία μέρα καθώς γύρισε για να ρίξει χόρτα μέσα στο σακί, είδε ένα γέροντα να την περιμένει δίπλα στο τσουβάλι. Το πρόσωπο του ήταν γαλήνιο κι έκφραση του έκανε την Κουφίταινα να μείνει εκστατική. Ευθύς λοιπόν τον ρώτησε: Εσείς μου γεμίζετe το σακί μου με χόρτα;
Ο Γέροντας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.Και που με γνωρίζετε και με βοηθάτε τον ρώτησε με απορία.
Κι ο γέροντας της είπε:
Γνωρίζω την πίστη σου προς Τον Θεό. Γνωρίζω την ταπείνωσή σου κι ότι οι αρετές σου έχουν ευαρεστήσει Τον Κύριο. Και το σπουδαιότερο ότι προσεύχεσαι και γι’ αυτούς που σε αδικούν! Κι η κυρά›Κουφίταινα γεμάτη απορίες του είπε: «Καλέ μου άνθρωπε εγώ ποτέ μου δεν σε έχω ξαναδεί, πως ξέρεις ποια είμαι και τι κάνω;»
Κι εκείνος της απεκάλυψε: «Δεν είμαι κάποιος άνθρωπος που να μπορείς να βλέπεις, είμαι ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας!»
Η κυρά›Κουφίταινα έμεινε άναυδη! Αφού κάπως συνήλθε από αυτήν την ευχάριστη έκπληξη, τον παρακάλεσε να της ’πει κάτι να κάνει για το εκκλησάκι του, που δέσποζε στην κορφή του βουνού. Εκείνος όμως που ήξερε το πόσο φτωχιά ήτανε δεν δέχτηκε. Εκείνη επέμενε και τελικά ο ΑΓΙΟΣ της είπε: «Αφού επιμένεις φτιάξε την εικόνα μου και βάλε την στο σπίτι σου.»
Αμέσως μετά εξαφανίστηκε!
Η Κουφίταινα, πήρε την ανηφόρα για να φτάσει στο χωριό της, η Χάρης του Αγίου είχε ντύσει την ψυχή της, η καρδιά της φτερούγιζε, μονολογούσε και δόξαζε Τον Θεό, τώρα δεν ανήκε σε τούτον τον κόσμο, ο ΑΓΙΟΣ με την ολάκερη παρουσία του, της άνοιξε μια πύλη στον Ουρανό, για να βλέπουμε όλοι μας ώστε να μην χάσουμε τον δρόμο μας και μείνουμε ωσάν τυφλοί στη μέση του δρόμου…
***
Η αχειροποίητος εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα
Η κυρά Κουφίταινα δεν ξέχασε ούτε για ένα λεπτό, αυτό που της είπε ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας δηλαδή να του φτιάξει την εικόνα του και να την βάλει στο σπίτι της.
Έτσι κατέβηκε στην χώρα της Νάξου, βρήκε ένα αγιογράφο και του ζήτησε να την φτιάξει.Εκείνος με βάση τις απαιτήσεις της γιαγιάς, της είπε που θα βρει καλό ξύλο όπως ήθελε, για να την ζωγραφίσει …
Πήγε λοιπόν η ευλογημένη γιαγιά και έφερε στον ζωγράφο το κατάλληλο ξύλο για να της ζωγραφίσει την εικόνα…
Μετά από είκοσι μέρες, που της είχε πει ότι θα είναι έτοιμη πήγε για να την πάρει. Όμως δεν την είχε φτιάξει. Εντάξει κυρά Κουφίταινα, (της είπε) μην έχεις τόσο άγχος! Έλα σε δύο εβδομάδες θα την έχω έτοιμη.
Με μεγάλη αγωνία περίμενε να περάσουν αυτές οι μέρες. Κι αμέσως μόλις πέρασαν ξανακατέβηκε για να πάρει την εικόνα. Αλλά πάλι δεν την είχε ούτε καν ξεκινήσει.
Με πολύ πίκρα πήρε την ανηφοριά και γύρισε στο χωριό της.
Εκείνο το βράδυ προσευχήθηκε στον Άγιο και δάκρυσε με παράπονο, επειδή την κορόιδευε ο ζωγράφος.
Την άλλη μέρα, με βαριά την καρδιά βάδιζε στο μονοπάτι για τον μπαξέ της. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ο ΑΓΙΟΣ Σπυρίδωνας! Και της είπε: «Μην στεναχωριέσαι κυρά›Καλή η εικόνα μου είναι έτοιμη και να πας να την πάρεις!» Δεν πρόλαβε ούτε να τον ευχαριστήσει κι ευθύς εξαφανίστηκε!
Η Κουφίταινα γύρισε πίσω και αφηγήθηκε το θαυμαστό συμβάν στο άντρα της και στα παιδιά της.
Την άλλη μέρα την αυγή ξεκίνησε για την χώρα. Σαν την είδε ο αγιογράφος ξαφνιάστηκε!
«Κυρά› Κουφίταινα πάλι ήλθες! Καλά πριν δυο μέρες, σου είπα πως δεν είναι έτοιμη και ‘συ βάδιζες τόσες ώρες για να μου λες πάλι τα ίδια!»
Κι η κυρά›Καλή που δε μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, αρκετά νευριασμένη του είπε: «Μπορείς να μου πεις γιατί με κοροϊδεύεις! Αφού γνωρίζω ότι ζωγράφισες την εικόνα, γιατί μου το κρύβεις;»
Αλλά η γιαγιά επέμενε και ‘κείνος για να την ξεφορτωθεί έπιασε το ξύλο για να της το δώσει , κάτι προσπάθησε να της ‘πει μα η λαλιά του χάθηκε! Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα! Τα χέρια του έτρεμαν κι ύστερα άρχισε να φωνάζει: Έγινε θαύμα έγινε θαύμα! Ο ΑΓΙΟΣ, η εικόνα έγινε μόνη της κι εγώ δεν την άγγιξα!..
Η γιαγιά Κουφίταινα τότε άρχισε να καταλαβαίνει πως ο ΑΓΙΟΣ έκανε αυτό το μεγάλο θαύμα! Κι έτσι εξήγησε και την εμφάνιση του με την προτροπή του: Πήγαινε πάρε την εικόνα μου είναι έτοιμη!
Αμέσως μόλις συνήλθε, αποκάλυψε στον ζωγράφο το πώς της εμφανίστηκε ο ΑΓΙΟΣ και της είπε ότι η εικόνα του ήταν έτοιμη! Όμως ο ζωγράφος αρχικά αρνήθηκε να της δώσει την εικόνα λέγοντας της πως το θαύμα έγινε μέσα σε δικό του χώρο, όμως η Κουφίταινα του απεκάλυψε και την πρώτη εμφάνιση του ΑΓΙΟΥ στο Λιβάδι κι ότι ο ίδιος ο ΑΓΙΟΣ της ζήτησε να του φτιάξει την εικόνα του και να την βάλει στο σπίτι της. Ο ζωγράφος τότε κατάλαβε πως το θαύμα έγινε για την Κουφίταινα. Έτσι της έδωσε την εικόνα του ΑΓΙΟΥ…
Με πολύ μεγάλη ευλάβεια τοποθέτησε την εικόνα στην φτωχική της αγροικία σε μια θυρίδα κι άναψε μπροστά της άσβηστο κανδήλι!
Κι από τότε ο ΑΓΙΟΣ με τις προσευχές και παρακλήσεις της Κουφίταινας ξεκίνησε το ευεργετικό του έργο γι’ αυτούς που του ζητούσαν βοήθεια…
Το θαύμα αυτό του ΑΓΙΟΥ Σπυρίδωνα είναι παγκόσμιο ντοκουμέντο! Από όσα γνωρίζω όσο αφορά τον συγκεκριμένο Άγιο δεν υπάρχει άλλη του εικόνα αχειροποίητος.
Αυτή η καθ’ όλα αληθινή ιστορία, μας διδάσκει πολλά, όμως δεν ταιριάζει σε τούτο το κείμενο να προεκταθώ σε αυτά τα διδάγματα.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ πόθῳ Χριστοῦ τρωθεὶς, Ἱερώτατε, τὸν νοῦν πτερωθείς, τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, πρακτικὴ θεωρία, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἕλλαμψιν.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκ ποιμνίων προβάτων τὴν τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλησίαν ποιμαίνειν προχειρισθείς, ποιμὴν θεοπρόβλητος, σὺ Σπυρίδων ἀνέλαμψας, κακοδοξίας λύκους, ἐλάσας τοῖς λόγοις σου, ἐν εὐσεβείας πόᾳ, αὐτὴν ἐκτρεφόμενος· ὅθεν ἀναμέσον, θεοφόρων Πατέρων, τὴν πίστιν ἐτράνωσας, τῇ σοφίᾳ τοῦ Πνεύματος, Ἱεράρχα μακάριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἐκ κοιλίας ἡγιασμένον Ἱεράρχην Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν Σπυρίδωνα, τὸν τῆς χάριτος πλάκας δεξάμενον θείας δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον πᾶσι, καὶ ὡς θερμὸν καὶ αὐτόπτην τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὡς τῶν πενήτων προστάτην, καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ψυχαγωγόν· οὗτος γὰρ θύων τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχης πιστός ἀναδέδεικται, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός· Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός· Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή, Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός, Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής http://www.synaxarion.gr/gr/sid/1430/sxsaintinfo.aspx, ICONANDLIGHT https://iconandlight.wordpress.com/2014/12/11/%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82›%CF%83%CF%80%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%B4%CF%89%CE%BD›%CE%B5%CF%80%CE%AF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%82›%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CF%84/, Ορθόδοξος Συναξαριστής http://www.saint.gr/3247/saint.aspx
ἀ'. Ὅλαι αἱ διηγήσεις καὶ οἱ λόγοι τῶν ἁγίων καὶ τῶν παλαιῶν ἀνθρώπων δύνανται νὰ σύρουν τὸν ἀκροατὴν εἰς ἀρετὴν καὶ πρᾶξιν τοῦ καλοῦ τοῦ δὲ Ἁγίου πατρὸς ἡμῶν Νικολάου ὁ βίος καὶ τὰ κατορθώματα περισσότερον δύνανται νὰ παρακινήσουν τὸν ἄνθρωπον εἰς ἐφαρμογήν, διότι καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ ἔχει μεγάλην εὐφροσύνην καὶ χαρὰν εἴς τε τὸν λέγοντα τοῦτον καὶ εἰς τὸν μετὰ πάσης προθυμίας ἀκούοντα, καὶ ἀμφότεροι αἰσθάνονται χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν. Τούτου τοῦ Ἁγίου τὰ ἔργα καὶ τάς πράξεις ἔρχομαι νὰ διηγηθῶ, εὐλογημένοι Χριστιανοί, καὶ παρακαλῶ ἡμᾶς ἵνα μετὰ προθυμίας ἀκούσητε.
Ο όσιος Γέρων Πορφύριος, κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 μ.Χ., στην Εύβοια, στο χωριό Άγιος Ιωάννης της επαρχίας Καρυστίας. Οι γονείς του, Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης και Ελένη, το γένος Αντωνίου Λάμπρου, ήταν ευσεβείς και φιλόθεοι άνθρωποι. Ο πατέρας του, μάλιστα, ήταν ψάλτης στο χωριό και είχε γνωρίσει προσωπικά τον Άγιο Νεκτάριο. Η οικογένειά του ήταν πολυμελής και οι γονείς, φτωχοί γεωργοί, δυσκολεύονταν να τη συντηρήσουν. Γι’ αυτό ο πατέρας υποχρεώθηκε να φύγει στην Αμερική, όπου δούλεψε στην κατασκευή της διώρυγας του Παναμά.
Ο μικρός Ευάγγελος ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Φύλαγε πρόβατα στο βουνό και είχε παρακολουθήσει μόνο την πρώτη τάξη του δημοτικού, όταν αναγκάστηκε και αυτός λόγω της μεγάλης φτώχειας να πάει στη Χαλκίδα για να δουλέψει. Ήταν μόλις επτά χρονών. Εργάστηκε δύο τρία χρόνια σ ἕνα κατάστημα. Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου δούλεψε δύο χρόνια στο παντοπωλείο ενός συγγενούς.
Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και πήρε το όνομα Νικήτας. Μετά από δύο χρόνια έγινε μεγαλόσχημος. Λίγο αργότερα ο Θεός του δώρισε το διορατικό χάρισμα.
Στα δεκαεννέα του χρόνια ο Γέροντας αρρώστησε πολύ σοβαρά, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει οριστικά το Άγιον Όρος. Επέστρεψε τότε στην Εύβοια, όπου εγκαταβίωσε στη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών. Ένα χρόνο αργότερα, το έτος 1926 μ.Χ., σε ηλικία είκοσι ετών, χειροτονήθηκε ιερέας στον Άγιο Χαράλαμπο Κύμης από τον Πορφύριο Γ’ , Αρχιεπίσκοπο Σινά, ο οποίος του έδωσε το όνομα Πορφύριος. Στα είκοσι δύο του έγινε πνευματικός-εξομολόγος και λίγο αργότερα αρχιμανδρίτης. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως εφημέριος στους Τσακαίους, χωριό της Εύβοιας.
Στην Εύβοια, στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους, έζησε δώδεκα χρόνια, διακονώντας τους ανθρώπους ως πνευματικός και εξολόγος, και τρία χρόνια στην Άνω Βάθεια, στην εγκαταλελειμμένη Μονή του Αγίου Νικολάου.
Το 1940 μ.Χ., παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γέροντας Πορφύριος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου και πνευματικού στην Πολυκλινική Αθηνών. Όπως ο ίδιος έλεγε, έζησε εκεί τριάντα τρία χρόνια σαν μία μέρα, ασκώντας ακαταπόνητα το πνευματικό έργο και ανακουφίζοντας τον πόνο και την ασθένεια των ανθρώπων.
Από το 1955 μ.Χ. είχε εγκατασταθεί στα Καλλίσια, όπου είχε μισθώσει από την Ιερά Μονή Πεντέλης το εκεί ευρισκόμενο μονύδριο του Αγίου Νικολάου με την αγροτική περιοχή που το περιέβαλλε, την οποία καλλιεργούσε με μεγάλη επιμέλεια. Εδώ, παράλληλα εξασκούσε το πλούσιο πνευματικό του έργο.
Το καλοκαίρι του 1979 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι με το όνειρο να χτίσει μοναστήρι. Εκεί ζούσε στην αρχή σε ένα τροχόσπιτο κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες και μετά σε ένα απέριττο κελλάκι από τσιμεντόλιθους, όπου και υπέμενε αγόγγυστα τις πολλές δοκιμασίες της υγείας του. Το 1984 μ.Χ. μεταφέρθηκε σε κτίσμα του υπό ανέγερση μοναστηριού, για την ολοκλήρωση του οποίου ο Γέροντας, παρόλο που ήταν πολύ άρρωστος και τυφλός, εργαζόταν ακατάπαυστα και ακαταπόνητα. Με τη θεμελίωση του Καθολικού της Μονής Μεταμορφώσεως, στις 26 Φεβρουαρίου 1990 μ.Χ., αξιώθηκε να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα.
Τα τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής του άρχισε να προετοιμάζεται για την κοίμησή του. Επιθυμούσε να αποσυρθεί στο Άγιον Όρος, στα αγαπημένα του Καυσοκαλύβια, όπου μυστικά και αθόρυβα, όπως έζησε, θα έδιδε την ψυχή του στο Νυμφίο της. Πολλές φορές τον άκουσαν να λέει: «Επιδιώκω και τώρα που εγήρασα να πάω και να πεθάνω εκεί πάνω».
Πράγματι, τον Ιούνιο του 1991 μ.Χ., προαισθανόμενος το τέλος του, και μη θέλοντας να κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου 70 χρόνια και στις 4:31΄ το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου 1991 μ.Χ. παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο, που τόσο αγάπησε στη ζωή του.
Τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν από το στόμα του ήταν από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου, αυτά που τόσο αγαπούσε και πολύ συχνά επαναλάμβανε: «ἵνα ὦσιν ἓν».
Στην αγιοκατάταξη του Γέροντος Πορφυρίου προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2013 μ.Χ., υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του
Τα κύρια χαρακτηριστικά του Γέροντος Πορφυρίου σε όλη τη ζωή του ήταν η άκρα ταπείνωσή του, η τέλεια αγάπη του στον Χριστό και τον συνάνθρωπο, η αίσθηση του ότι ανήκει στην Εκκλησία, με μία απόλυτη υπακοή σ΄ αυτήν εν Χριστώ και με μία απόλυτη ενότητα με όλους και η βίωση της αθανασίας και της ελευθερίας από τον φόβο και την κόλαση από αυτή εδώ τη ζωή. Σ΄ αυτά πρέπει να προστεθούν η αγόγγυστη υπομονή του στους αφόρητους πόνους, η σοφή διάκρισή του, η ασύλληπτη διόρασή του, η απέραντη φιλομάθειά του, η εκπληκτική ευρύτητα των γνώσεων του που ήταν καρπός της Χάρης και δώρο Θεού και όχι αποτέλεσμα σπουδής, η ανεξάντλητη φιλοπονία και εργατικότητα του, η αδιάλειπτη ταπεινή και για τον λόγο αυτόν αποτελεσματική προσευχή του, το ακραιφνώς ορθόδοξο, αλλά όχι φανατικό φρόνημά του, οι επιτυχείς συμβουλές του, η πολυμέρεια των διδαχών του, η βαθύτατη ευλάβειά του, το ιεροπρεπέστατο των ακολουθιών που τελούσε, και η μεγάλη φροντίδα του να κρατηθεί μυστική η εκτεταμένη προσφορά του.
Τα ουσιώδη
Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στα ουσιώδη στοιχεία που συγκροτούσαν την προσωπικότητα του Γέροντος Πορφυρίου καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αυτά ήταν: πρώτον, η ένταξή του στην Εκκλησία κατά έναν ουσιαστικό και όχι τυπικό τρόπο, δεύτερον, η απέραντη αγάπη του στον Χριστό και δι΄ Αυτού στον συνάνθρωπο, που συνοδευόταν από αγία ταπείνωση, τρίτον, η βίωση της εν Χριστώ μυστικής χαράς και τέταρτον η βίωση της εν Χριστώ αθανασίας.
α) Η ένταξη στην Εκκλησία
Ο Γέρων Πορφύριος έλεγε μαζί με όλους τους Αγίους ότι ο Χριστός πρέπει να είναι μέσα στην Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ενωμένος με τον Χριστό και με όλους τους ανθρώπους του Χριστού και προπαντός με τον αρχιερέα Του, που επέχει τόπο και τύπο Χριστού. Αλλά αυτό, το να είναι κανείς μέσα στην Εκκλησία δεν είναι κάτι τυπικό. Αυτό άλλωστε πρέπει να σημαίνει η διαθήκη του, στην όποια μας εύχεται να μπούμε στην επίγεια άκτιστη Εκκλησία του Θεού, παρ΄ όλον που επιφανειακά σκεπτόμενοι θα του απαντούσαμε ότι είμαστε ήδη στην Εκκλησία, αφού είμαστε βαπτισμένοι.
Πράγματι είμεθα μέσα στην Εκκλησία, αλλά τόσο μόνο όσο είναι μέσα στην Ελλάδα ο ξένος ταξιδιώτης που πέρασε τα σύνορα της κατά ένα-δύο βήματα. Αυτός, αν και είναι στην Ελλάδα τυπικά και ουσιαστικά και μπορεί να ταξιδέψει παντού σ΄ αυτήν και να τη γνωρίσει όλη, όμως είναι σαν να μην είναι, αφού μόνο δυο βήματα πέρασε στο έδαφός της και τίποτε δεν ξέρει ακόμη από Ελλάδα. Έτσι και ο Χριστιανός που μια φορά πέρασε την πόρτα της Εκκλησίας και μπήκε μέσα σ΄ αυτήν, είναι ουσιαστικά σαν να μην μπήκε, άμα δεν προχωράει διαρκώς βαθύτατα σ΄ αυτήν μέχρι να φθάσει στον θρόνο του Θεού.
Ο Γέροντας είχε δει στην πράξη ότι η Χάρη του Θεού ενεργεί μέσα στην Εκκλησία, ότι οι πιστοί πρέπει να είναι μεταξύ τους ενωμένοι σαν ένα σώμα, το σώμα του Χριστού, ότι κανείς δεν μπορεί να σωθεί όταν ζητά μόνο την ατομική του σωτηρία, ότι η ενότητα ως αίτημα, πόθος και βίωμα του πιστού είναι βασικό στοιχείο της Εκκλησίας και προϋπόθεση της σωτηρίας και ότι η αγάπη, που ωθεί την ψυχή στην ενότητα, είναι απαραίτητη, για να μπει κανείς στην κοινότητα που συνιστά την επίγεια άκτιστη Εκκλησία και να σωθεί εκεί.
β) Η αγάπη
Η κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία συμμέτοχων στην ύπαρξη και στη χαρά, για τη μετάδοση της ζωής, είναι η αγάπη. Αυτός που σκέπτεται ότι ο νέος άνθρωπος θα του στερήσει κάτι από την άνεσή του και τη χαρά του δεν σκέπτεται όπως ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε το ανθρώπινο Γένος, παρ΄ όλον ότι αυτό Τον παρεπίκρανε (ανθρωποπαθώς μιλώντας). Η μόνη διάθεση, λοιπόν, που αρμόζει σε ανθρώπους πλασμένους εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν Θεού, είναι η αγάπη, δηλαδή το άνοιγμα της καρδιάς στο άλλο πρόσωπο, στο Σύ του Θεού και στο σύ του συνανθρώπου.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους όποιους προσπαθεί η Εκκλησία να πείσει τους ανθρώπους να βαδίσουν στον σωστό δρόμο. Όμως ο βασιλικός δρόμος της ευαίσθητης, ποιητικής και ευγενικής ψυχής που σου υπεδείκνυε ο Γέρων Πορφύριος είναι ο δρόμος της αγάπης, του θείου έρωτα προς τον Ιησού Χριστό και η ανιδιοτέλεια, δηλαδή η αδιαφορία για το αν η αγάπη σου στον Χριστό συνεπάγεται χαρές ή οδύνες. Είναι δρόμος γεμάτος αρχοντιά και ανωτερότητα, χωρίς μιζέριες, υπολογισμούς και φόβους, λεβέντικος και άξιος του θείου μεγαλείου και της απόλυτης εμπιστοσύνης στη φιλική διάθεση του Χρίστου που μας αγαπά.
Αυτό συνεπάγεται και μία ωραία μεθόδευση του πνευματικού αγώνα του χριστιανού, την οποία συχνά-πυκνά και με πολλά παραδείγματα ανέπτυσσε. Ας θυμηθούμε μερικά:
- Όταν είσαι σ΄ ένα κατασκότεινο δωμάτιο, μη χτυπάς το σκοτάδι για να το διώξεις. Δεν φεύγει έτσι. Άνοιξε το παράθυρο στο φως, δηλαδή δώσου στην αγάπη του Χριστού και τότε χωρίς κόπο φεύγει το σκοτάδι.
- Όταν έρχεται ο κακός λογισμός, η μελαγχολική σκέψη, ο φόβος, ο πειρασμός να σε καταλάβει, μην πολεμάς μαζί τους να τα διώξεις. Άνοιξε τα χέρια σου στην αγάπη του Χριστού και σε παίρνει στην αγκαλιά του και χάνονται αυτά μόνα τους.
- Όταν ο κήπος της ψυχής σου είναι γεμάτος αγκάθια (πάθη), μην προσπαθείς να τα ξεριζώσεις και βρίσκεσαι διαρκώς τραυματισμένος και μολυσμένος από την ασχολία σου μαζί τους. Δώσε όλη τη δύναμη σου στα λουλούδια της ψυχής σου, πότισέ τα, και τότε τ΄ αγκάθια θα ξεραθούν μόνα τους. Και το καλύτερο λουλούδι είναι η αγάπη σου στον Χριστό. Αν ποτίσεις αυτήν και αναπτυχθεί, όλα τα αγκάθια μαραίνονται.
γ) Η χαρά
Ο Γέρων Πορφύριος αγαπούσε όλους με την αγάπη του Χριστού που είναι μοναδική για τον καθένα. Αλλά η πλούσια καρδιά του Χριστού και όσων ομοιώθηκαν μ΄ Αυτόν, μπορεί ν΄ αγαπά με μοναδικό τρόπο τον κάθε άνθρωπο, που είναι εικόνα του αγαπημένου Χριστού. Και η αγάπη αυτή ελκύει τη Θεία Χάρη, που επιπίπτει στον αγαπώντα σαν χαρά μεγάλη και ανεξάντλητη. Αυτός που αγαπά είναι χαρούμενος, γιατί η αγάπη είναι δόσιμο και το δόσιμο συνεπάγεται τη μακαριότητα, όπως είπε ο Κύριος («μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν», Πράξ. 20,35). Έτσι ζούσε ο Γέροντας στη χαρά που κανείς, ούτε οι πόνοι ούτε οι θλίψεις, δεν αφαιρεί από εκείνον που είναι δοσμένος στην αγάπη του Χριστού. Ο Γέροντας Πορφύριος, ζώντας μέσα στην αγάπη του Χριστού είχε διαπιστώσει εμπειρικά αυτό που γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής: «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Α’ Ίω. 4,18) και γι΄ αυτό λέει σε μια ηχογραφημένη συνομιλία του με έμφαση και με γεμάτη πραότητα βεβαιότητα «Ο φίλος, ο αδελφός (ο Χριστός)…! Πώς το φωνάζει αυτό όμως…! και πόσο…! Τί βάθος κρύβεται μέσα σ’ αυτό…! Πολύ βάθος! Δηλαδή είναι το θάρρος. Δεν θέλει τον φόβο ο Χριστός, δεν τόνε θέλει τον φόβο!»
δ) Η αθανασία
Η νίκη πάνω στον θάνατο, η αίσθηση και η βεβαιότητα της αθανασίας είναι ένα βίωμα κοινό σε όλους τους Αγίους και στον Γέροντα Πορφύριο. Λέγει στην προαναφερθείσα ηχογραφημένη συνομιλία του: «Ο άνθρωπος του Χριστού πρέπει ν΄ αγαπήσει τον Χριστό, κι όταν αγαπήσει τον Χριστό απαλλάττεται από τον διάβολο, από την κόλαση και από τον θάνατο». Δεν είναι αυτά λόγια ειπωμένα από κάποιον που συνέλαβε αυτή την αλήθεια με τη σκέψη του. Είναι λόγια βγαλμένα από ένα αληθινό προσωπικό βίωμα και γι΄ αυτό έχουν την αξία μαρτυρίας αυτόπτη μάρτυρα. Δεν αλλάζει το πράγμα από το γεγονός ότι ο Γέροντας Πορφύριος από ταπείνωση και βαθιά αίσθηση της ανθρώπινης ασθένειάς μας λέγει ότι δεν έχει φθάσει σε αυτή την κατάσταση. Μάλλον ενισχύεται η αξιοπιστία του, διότι δεν είναι πλέον ένας που νομίζει ότι έφθασε κάπου. «Δεν έχω φθάσει, αυτό ζητάω, αυτό θέλω. Και στη σιωπή μου και παντού προσπαθώ να ζήσω σ΄ αυτά. Δεν τα ζω όμως, …προσπαθώ. Δηλαδή, πως να σου πω, πως να σας πώ; Δεν έχω πάει σ΄ ένα μέρος, έτσι… ή πήγα μια φορά, το είδα, τώρα δεν είμαι εκεί, αλλά το θυμάμαι, το λαχταράω, το θέλω. Να τώρα, αυτή τη στιγμή, αύριο, μεθαύριο, κάθε στιγμή μούρχεται και το θέλω. Θέλω να πάω εκεί, το ζητάω. Δεν είμαι όμως εκεί… Ναι, αλλά ζω μέσα σ΄ αυτή την προσπάθεια…»
Βεβαιοί ο Άγιος Γρηγόριος ότι το ευρείν τον Θεόν έγκειται εις το αεί Αυτόν ζητείν. Δεν υπάρχει καλύτερη και εγκυρότερη επιβεβαίωση ότι ο Γέρων Πορφύριος βρήκε τον Θεό, και ότι ο δρόμος της αγάπης που μας υποδεικνύει είναι ο συντομότερος, ο ασφαλέστερος και ο καλύτερος για να μας βρει και μας ο Θεός και να περιμαζέψει τον καθένα μας, σαν το ένα απολωλός πρόβατο, με χαρά και με αγάπη και να μας οδηγήσει από αυτήν εδώ τη ζωή στην επίγεια άκτιστη Εκκλησία Του, που είναι χώρα αγάπης, χαράς, ειρήνης και αθανασίας.
Επιστολή Γέροντος Πορφυρίου προς τα πνευματικά του παιδιά
«Αγαπητά πνευματικά μου παιδιά.
Τώρα που ακόμα έχω τας φρένας μου σώας θέλω να σας πω μερικές συμβουλές. Από μικρό παιδί όλο στις αμαρτίες ήμουνα. Και όταν με έστελνε η μητέρα μου να φυλάξω τα ζώα στο βουνό, γιατί ο πατέρας μου, επειδή ήμασταν φτωχοί είχε πάει στην Αμερική για να εργαστεί στην διώρυγα του Παναμά, για εμάς τα παιδιά του, εκεί, που έβοσκα τα ζώα συλλαβιστά διάβαζα τον βίο του αγίου Ιωάννου του Καλλυβίτου και πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές σαν μικρό παιδί που ήμουνα 12-15 χρονών δεν θυμάμαι ακριβώς καλά και θέλοντας να τον μιμηθώ με πολύ αγώνα έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και υποτάκτηκα σε δυο γεροντάδες αυταδέλφους τον Παντελεήμονα και τον Ιωαννίκιο. Μου έτυχε να είναι πολύ ευσεβείς και ενάρετοι και τους αγάπησα πάρα πολύ και γι’ αυτό με την ευχή τους τους έκανα άκρα υπακοή. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, αισθάνθηκα και μεγάλη αγάπη και προς τον Θεό και πέρασα πάρα πολύ καλά. Αλλά, κατά παραχώρηση του Θεού, για τις αμαρτίες μου αρρώστησα πολύ και οι Γεροντάδες μου μου είπαν να πάω στους γονείς μου στο χωριό μου εις τον Άγιον Ιωάννη Ευβοίας. Και ενώ από μικρό παιδί είχα κάνει πολλές αμαρτίες όταν ξαναπήγα στον κόσμο συνέχισα τις αμαρτίες οι οποίες μέχρι και σήμερα έγιναν πάρα πολλές. Ο κόσμος όμως με πήρε από καλό και όλοι φωνάζουνε ότι είμαι άγιος. Εγώ όμως αισθάνομαι ότι είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου. Όσα ενθυμόμουνα βεβαίως τα εξομολογήθηκα, αλλά γνωρίζω ότι γι αυτά που εξομολογήθηκα με συγχώρησε ο Θεός, αλλ’ όμως τώρα έχω ένα συναίσθημα ότι και τα πνευματικά μου αμαρτήματα είναι πάρα πολλά και παρακαλώ όσοι με έχετε γνωρίσει να κάνετε προσευχή για μένα διότι και εγώ όταν ζούσα πολύ ταπεινά έκανα προσευχή για σας, αλλ’ όμως τώρα που θα πάω για τον ουρανό έχω το συναίσθημα ότι ο Θεός θα μου πεί: τι θέλεις εσύ εδώ; Εγώ ένα έχω να του πω. Δεν είμαι άξιος Κύριε για εδώ, αλλ’ ότι θέλει η αγάπη σου ας κάμει για μένα. Από εκεί και πέρα δεν ξέρω τι θα γίνει. Επιθυμώ όμως να ενεργήσει η αγάπη του Θεού. Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά να αγαπήσουν το Θεό, που είναι το πάν, για να μας αξιώσει να μπούμε στην επίγειο άκτιστο εκκλησία του. Γιατί από εδώ πρέπει να αρχίσουμε. Εγώ πάντα είχα την προσπάθεια να προσεύχομαι και να διαβάζω τους Ύμνους της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων μας και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Εγώ προσπάθησα με τη χάρη του Θεού να πλησιάσω τον Θεό και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Παρακαλώ όλους σας να με συγχωρέσετε για ότι σας στεναχώρησα.
Ιερομόναχος Πορφύριος
Εν Καυσοκαλυβίοις τη 4/7 Ιουνίου 1991»
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἰχνηλάτης τῶν πάλαι πατέρων γέγονας, Ἁγιωνύμου τοῦ Ὄρους ἀσκήσας Σκήτῃ σεπτῇ, Τριάδος τῆς Ζωαρχικῆς, τῶν Καυσοκαλυβίων, ἄβυσσος θείων δωρεῶν, λυτήρ δεινῶν ἀσθενειῶν, ἐδείχθης ὦ θεοφόρε. Πορφύριε οἰκουμένης, πάσης, ποιμήν ἡμῶν καί στήριγμα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
(Ὑπὸ Εὐαγγέλου Καραδήμου)
Τῆς Εὐβοίας τὸν γόνον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα (πρώτη γραφή: πανελλήνων τὸν Γέροντα), τῆς Θεολογίας τὸν μύστην καὶ Χριστοῦ φίλον γνήσιον, Πορφύριον τιμήσωμεν, πιστοί, τὸν πλήρη χαρισμάτων ἐκ παιδός. Δαιμονῶντας γὰρ λυτροῦται, καὶ ἀσθενεῖς ἰᾶται πίστει κράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
(Ὑπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Προγιγνώσκειν τὸ μέλλον σοφῶς, Πορφύριε, ὡς ἀντιμίσθιον πόνων καὶ βιοτῆς εὐσεβοῦς χάριν δέδωκέ σοι ἄνωθεν ὁ Κύριος· ἄνθος Εὐβοίας ἱερόν, ἐκ τοῦ Ἄθω μυστικῶς πρὸς κήπους μετεφυτεύθης ἀλήκτου δόξης πρεσβεύειν Χριστῷ ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ´. Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ.
(Ὑπὸ Ἀδαμαντίας Πιπεράκη)
Φωτὸς χωρίον τοῦ Θεοῦ καὶ χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος ἔμπλεως, τῶν ἱερέων καλλονή, τῶν μοναστῶν κανὼν ἀκριβέστατος, Πορφύριε σοφέ, τῇ διακρίσει λάμψας καὶ θαύμασι, Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
(Ἀγνώστου ποιητοῦ - εὑρέθησαν στὸ κελλίον τοῦ Γέροντος ὡς χειρόγραφα, ὡς προσευχὴ ἀγνώστων προσκυνητῶν καὶ ἁπλῶς παρατίθενται ἐδῶ, δὲν προτείνονται πρὸς ψαλμῴδησιν)
Ὁσίως διέπρεψας ἐν μέσῳ ἄστει σοφέ, τὴν κλῆσιν δεξάμενος ἀπὸ κοιλίας μητρός· ὅθεν προσκαρτεροῦντες τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, προσέτι μαρτυρίᾳ πλείω τούτων δοθῆναι, ἵνα ἀκαταπαύστως τὴν δόξαν σου ὑμνοῦμεν, αἰτούμενοι ἐλέους τῷ σὲ ἁγιάσαντι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
(Ἀγνώστου ποιητοῦ - εὑρέθησαν στὸ κελλίον τοῦ Γέροντος ὡς χειρόγραφα, ὡς προσευχὴ ἀγνώστων προσκυνητῶν καὶ ἁπλῶς παρατίθενται ἐδῶ, δὲν προτείνονται πρὸς ψαλμῴδησιν)
Πνευματέμφορος ὅλος καὶ ἀπαθέστατος, διακρίσεως φάρος φωτοειδέστατος, ἱερατεύων τῷ Χριστῷ, ὡς ἰσάγγελος ὤφθης. Προφήτης θαυμαστός, τὰ ἐγγὺς καὶ τὰ μακράν, προβλέπεις ὅσιε Πάτερ, Πορφύριε θεοφόρε, Ἁγίου Ὄρους τὸ ἀγαλλίαμα.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
(Ὑπὸ Ἀδαμαντίας Πιπεράκη)
Ὡς παιδιόθεν τὸν Χριστὸν χαίρων ἠγάπησας, καὶ τὰ τοῦ βίου ἀγαθὰ ἀπαρνησάμενος, τὴν τοῦ Ἄθωνος κατέλαβες πολιτείαν, τὸν τῆς πτώσεως χιτῶνα ἐκδυσάμενος, ἀνεδείχθης τῆς Τριάδος ἐνδιαίτημα καὶ πρεσβεύεις ἀεί, Πάτερ ὅσιε, σωθῆναι ἡμᾶς.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
(Ὑπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Τὸν ὑακίνθῳ καὶ πορφύρᾳ ταπεινώσεως, ὑπακοῆς τε καὶ ἀγάπης στολισάμενον τῆς ψυχῆς αὐτοῦ τὸ ἔνδυμα καὶ ὀφθέντα χαρισμάτων θείου πνεύματος ἐκσφράγισμα εὐφημήσωμεν σοφίας ὡς διδάσκαλον ἀνακράζοντες· Χαίροις, μάκαρ Πορφύριε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
(Ὑπὸ Εὐαγγέλου Καραδήμου)
Τοῦ Παρακλήτου τὸν ναὸν τὸν ἁγιώτατον καὶ τῆς πανάγνου Θεοτόκου προσφιλέστατον, ἀνυμνήσωμεν Πορφύριον ἐκ καρδίας. Ἀγαπᾷ γὰρ καὶ ἰᾶται πάντας καὶ φρουρεῖ καὶ πρεσβεύει ὅπως τύχωμεν θεώσεως. Ὅθεν κράζομεν· χαίροις, πάτερ Πορφύριε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἁγίων Πάντων ὁ χορός νῦν εὐφραινέσθωσαν καί ὀρθοδόξων τά πληρώματα χαιρέτωσαν, ὅτι ἄρτι τῇ Ἐκκλησίᾳ, λαμπρός ἀστήρ ἐφάνη. Τριάδος τῆς Ἁγίας Σκήτης σεπτῆς, τῶν Καυσοκαλυβίων κόσμος φανείς. Διό κράζομεν, χαίροις πάτερ Πορφύριε.
Μεγαλυνάριον
Χαῖρε καί εὐφραίνου Σκήτη λαμπρά, Καυσοκαλυβίων, ἐν σοί ηὔγασεν ἀληθῶς, ἄστρον καταυγάσαν, τήν οἰκουμένην πάσαν, καί πάντας ἀφυπνίζων, πρός βίον κρείττονα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
(Ὑπὸ Εὐαγγέλου Καραδήμου)
Χαίροις χαρισμάτων ὁ θησαυρὸς καὶ τῶν ἰαμάτων ἡ πηγὴ ἡ θαυματουργός. Χαίροις ὁ προφήτης ὁ νέος Ἐκκλησίας, Πορφύριε, τρισμάκαρ, Ἄθωνος καύχημα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
(Ὑπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Χαίροις, ὁ χαρίτων πλησθεὶς πολλῶν ἐν ἐσχάτοις χρόνοις καὶ ἰθύνας πιστοὺς καλῶς πρὸς λειμῶνας θείους, ἀστὴρ θεοσοφίας καὶ ἀκραιφνοῦς ἀγάπης, πάτερ Πορφύριε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
(Ὑπὸ Ἀδαμαντίας Πιπεράκη)
Χαίροις τῆς Εὐβοίας γόνος ἐσθλός, καὶ ὑπερουσίου τῆς Τριάδος μυσταγωγός· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς τοῦ Θαβωρίου, αἱρέτης καὶ δοχεῖον, Πάτερ Πορφύριε.
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανήγυρις.
Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Μιλάει γιὰ δύο ἀδελφὲς μὲ εὐγενῆ αἰσθήματα, τὴ Μάρθα καὶ τὴ Μαρία. Καὶ οἱ δύο ἀγαποῦσαν τὸ Χριστό, ἀλλὰ ἔδειχναν τὴν ἀγάπη τους κατὰ διαφορετικὸ τρόπο. Ἡ Μάρθα ἔ τρεξε νὰ ἑτοιμάσῃ τραπέζι, νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ.
Παράτολμο να αγγίξει κανείς τα βιώματα του μεγάλου Οσίου του Χριστού, του Οσίου της θείας Αγάπης, του «Παγκόσμιου» Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου. Ο βιογράφος του Αγίου Σιλουανού, μακαριστός γέρων Σωφρόνιος, έλεγε ότι το εγχείρημα δεν είναι εύκολο για άνθρωπο που δεν έχει ούτε το χάρισμα, ούτε την πείρα του γράφειν. Όμως με τη βοήθεια του Θεού και τις πρεσβείες του Αγίου Σιλουανού θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τον βίο και την πολιτεία του.
Η πλούσια ιεραποστολική δράση του ουρανοβάμονος Αποστόλου των Εθνών Παύλου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσουν το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου του Χριστού άνδρες και γυναίκες που σαγηνεύτηκαν από το σταυροαναστάσιμο κήρυγμά του και αναδείχθηκαν κατόπιν πύρινοι κήρυκες της χριστιανικής διδασκαλίας. Ανάμεσα στις αγιασμένες μορφές που εγκολπώθηκαν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό μέσα από τη διδασκαλία του μεγάλου κήρυκος και ευαγγελιστού της χριστιανικής αλήθειας, Αποστόλου Παύλου, είναι και η τιμώμενη από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 24 Σεπτεμβρίου πρωτομάρτυς και ισαπόστολος του Χριστού Αγία Θέκλα, η «τοῦ Παύλου συνέκδημος, ὡς καθαρά τήν ψυχήν, καί πρώταθλος πέφηνας, ἐν γυναιξίν εὐκλεῶς», όπως υμνείται μέσα από το απολυτίκιό της.
Περί τα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα και κατά τη διάρκεια της πρώτης αποστολικής του περιοδείας ο Απόστολος Παύλος έφτασε από την Αντιόχεια στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας για να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Στην περιοδεία του αυτή τον συνόδευαν ο Δήμας και ο Ερμογένης, οι οποίοι προσποιούνταν ότι είναι ευσεβείς, στην πραγματικότητα όμως διακρίνονταν για την πονηρία και την υποκρισία τους. Στο Ικόνιο ο Παύλος φιλοξενήθηκε μαζί με τους δύο συνοδούς του στο σπίτι του ευσεβούς Ονησιφόρου, ο οποίος τον υποδέχθηκε στην πόλη με ιδιαίτερο σεβασμό και αγάπη, ενώ μέσα από την ειρωνική συμπεριφορά των δύο συνοδών αντιλήφθηκε αμέσως τον πονηρό τρόπο σκέψης τους. Το σπίτι του Ονησιφόρου μετατράπηκε σύντομα σε χώρο διδασκαλίας του λόγου του Θεού και πλήθος ανθρώπων συνέρεε εκεί για να ακούσει το κήρυγμα του θεηγόρου Αποστόλου. Από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας καταγόταν όμως και η Θέκλα, η μετέπειτα ένδοξος πρωτομάρτυς και ισαπόστολος του Χριστού, η οποία ήταν κόρη ειδωλολατρών, κάποιου ευγενούς ανδρός που το όνομά του παραμένει άγνωστο και της Ελληνίδος Θεοκλείας, ενώ σε ηλικία δεκαοχτώ ετών αρραβωνιάστηκε μ’ έναν νέο, ονόματι Θάμυρι. Ακούγοντας η πάνσεμνος Θέκλα από ένα παράθυρο τους γλυκύτατους και θεόπνευστους λόγους του μακαρίου Παύλου, σαγηνεύτηκε τόσο πολύ από το μεγαλείο της χριστιανικής πίστεως, ώστε επί τρία ολόκληρα μερόνυχτα άκουγε με θαυμασμό και ευχαρίστηση το κήρυγμα για τον Ιησού Χριστό, λησμονώντας ακόμη και να φάει και να πιεί νερό.
Η απρόσμενη αυτή αλλαγή συμπεριφοράς της Θέκλας ανησύχησε τη μητέρα της, η οποία ενημέρωσε αμέσως τον αρραβωνιαστικό της, τον Θάμυρι, ζητώντάς του να πάει αμέσως στο σπίτι του Ονησιφόρου, όπου ο Απόστολος Παύλος κήρυττε το Ευαγγέλιο του Χριστού, προκειμένου να την πείσει να επιστρέψει στο σπίτι της. Η Θέκλα όμως έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην απόφασή της να γίνει νύμφη του Χριστού και να διαφυλάξει την παρθενία της. Μάλιστα παρά τις απειλές του αρραβωνιαστικού της παρέμεινε προσηλωμένη στο κήρυγμα του ουρανοβάμονος Αποστόλου. Τότε ο Θάμυρις εξοργίστηκε για την επιμονή και προσκόλλησή της στη διδασκαλία του Παύλου και αποφάσισε να τον εκδικηθεί. Μόλις οι δύο πανούργοι συνοδοί του Παύλου, ο Δήμας και ο Ερμογένης, αντιλήφθηκαν την οργή και την αγανάκτησή του, τον ενημέρωσαν ότι ο Παύλος διδάσκει ότι όποιος διαφυλάσσει την παρθενία του, μένει αθάνατος. Έτσι με τον λόγο του αυτό παροτρύνονται οι γυναίκες να μένουν παρθένες και να χωρίζουν από τους άνδρες τους. Γι’ αυτό και οι δύο μιαροί συνοδοί του Παύλου παρότρυναν τον Θάμυρι να διαβάλλει τον θεόπνευστο Απόστολο στον ηγεμόνα της πόλεως, ώστε να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα φοβόταν η Θέκλα και θα αναγκαζόταν να επιστρέψει στον σύζυγό της. Έτσι ο εξαγριωμένος Θάμυρις εισέβαλε στο σπίτι του Ονησιφόρου και οδήγησε δια της βίας τον Παύλο στον ηγεμόνα, ο οποίος έδωσε την εντολή να τον φυλακίσουν για μερικές ημέρες μέχρι να δικαστεί.
Μόλις πληροφορήθηκε η Θέκλα τα συμβάντα, αποφάσισε πυρπολούμενη από θείο έρωτα να μαρτυρήσει για την αγάπη του Χριστού. Γι’ αυτό και πήγε στη φυλακή και αφού πλησίασε τον δεσμοφύλακα, του έδωσε όλα τα χρυσά της κοσμήματα με την υπόσχεση να της επιτρέψει να επισκεφθεί τον Παύλο. Ο δεσμοφύλακας την άφησε και τότε η Θέκλα κατηχήθηκε από τον θεηγόρο Απόστολο στον θησαυρό της χριστιανικής πίστεως, γενόμενη ένθερμος ακόλουθος του λόγου του Θεού. Όταν όμως άρχισε ο Θάμυρις να την αναζητά, την ανακάλυψε κατόπιν πληροφοριών από κάποιον δούλο μέσα στη φυλακή και μάλιστα καθισμένη μπροστά στα πόδια του Αποστόλου Παύλου. Το όλο θέαμα τον εξόργισε σε τέτοιο βαθμό, ώστε αποφάσισε να συγκεντρώσει τον όχλο και να πάει στον ηγεμόνα, ζητώντας την παραδειγματική τιμωρία τόσο του Παύλου όσο και της Θέκλας. Έτσι κατ’ εντολήν του ηγεμόνα οδηγήθηκαν και οι δύο ενώπιόν του. Ο Παύλος αφέθηκε ελεύθερος, αφού πρώτα μαστιγώθηκε ανελέητα, κατόπιν δε αναγκάσθηκε να διωχθεί από το Ικόνιο. Για τη Θέκλα όμως δόθηκε η εντολή να καεί στη μέση του θεάτρου για να φοβηθούν οι υπόλοιπες γυναίκες και να μην εγκαταλείπουν τους άνδρες τους. Η τιμωρία μάλιστα αυτή επελέγη με την προτροπή της ίδιας της μητέρας της που εξαγριώθηκε από την προσήλωση της κόρης της στον Παύλο. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή η ενάρετος και πάνσεμνος νύμφη του Χριστού Θέκλα ενισχύθηκε ψυχικά από την παρουσία του Κυρίου, ο Οποίος με τη μορφή του Παύλου κάθισε ανάμεσα στον όχλο που είχε συγκεντρωθεί στο θέατρο. Μόλις ενθαρρύνθηκε από τη θεόσταλτη αυτή παρουσία, είδε τον Κύριο να ανεβαίνει στους ουρανούς, γεγονός που την έκανε να βεβαιωθεί για την αυθεντικότητα της διδασκαλίας του Παύλου και της ακράδαντης αλήθειας που εμπεριέχεται στους θεόπνευστους λόγους του. Έτσι οπλισμένη με αξιοθαύμαστο θάρρος και ανείπωτη χαρά πορευόταν προς το μαρτύριο προς δόξαν του ονόματος του Κυρίου μας. Μόλις έβαλαν φωτιά και τη γύμνωσαν, ο ηγεμόνας κυριεύτηκε από βαθιά λύπη, αντικρίζοντας την απερίγραπτη ομορφιά της νεαρής κοπέλας. Η Θέκλα όμως έμεινε ακλόνητη στην πίστη της και προσευχόταν αδιάλειπτα στον Νυμφίο Χριστό. Η παρουσία και η θαυματουργική Του επέμβαση δεν άργησε να φανεί, αφού ισχυρές βροντές και αστραπές γέμισαν τον ουρανό, ενώ στη συνέχεια η ισχυρότατη βροχόπτωση σε συνδυασμό και με το χοντρό χαλάζι έσβησαν τη φωτιά. Παράλληλα πολλοί που είχαν έρθει στο θέατρο για να παρακολουθήσουν την τιμωρία της «ἄνομης» Θέκλας, βρήκαν ακαριαίο θάνατο.
Μετά τη διάσωσή της δια της πανσθενουργού χάριτος του Θεού ενδύθηκε το ιμάτιο της και αναζήτησε τον Παύλο, ο οποίος μαζί με τον Ονησιφόρο και την οικογένειά του είχαν καταφύγει σ’ έναν παλιό τάφο. Εκεί κρύβονταν χωρίς τροφή επί τρεις ολόκληρες ημέρες για να αποφύγουν τη σύλληψη. Όμως η έλλειψη τροφής ανάγκασε τον Παύλο να πουλήσει το πανωφόρι του προκειμένου να αγοράσει με τα χρήματα ψωμί. Γι΄αυτό και έστειλε ένα παιδί του Ονησιφόρου στην αγορά. Εκεί το νεαρό παιδί συνάντησε έκπληκτο τη Θέκλα, αφού πίστευε ότι είχε ριχθεί στη φωτιά και δεν ζούσε πλέον. Αφού βεβαιώθηκε για την ύπαρξή της, την οδήγησε στο μυστικό καταφύγιο του Παύλου, ο οποίος προσευχόταν όλο αυτό το διάστημα για τη σωτηρία της. Η συνάντηση του Παύλου με τη Θέκλα δημιούργησε ατμόσφαιρα απερίγραπτης πνευματικής αγαλλίασης, ενώ η Θέκλα ζήτησε από τον Παύλο να της κόψει τα μαλλιά και να φορέσει ανδρικά ενδύματα για να γίνει πιστή και αχώριστη συνοδοιπόρος στις ιεραποστολικές του περιοδείες. Ο Παύλος όμως αρνήθηκε μία τέτοια πρόταση, διότι πίστευε ότι λόγω της ομορφιάς της θα κινδύνευε να αντιμετωπίσει πειρασμό, ο οποίος θα ήταν πολύ χειρότερος από τον πρώτο. Του ζήτησε όμως να τη σταυρώσει για να την ενισχύσει η χάρις του Θεού, ώστε να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία και κάθε πειρασμό.
Στο μεταξύ ο Ονησιφόρος με την οικογένειά του επέστρεψε στο Ικόνιο, ενώ ο Παύλος με τη Θέκλα αναχώρησαν για την Αντιόχεια. Φτάνοντας εκεί συναντήθηκαν με τον πρώτο άρχοντα της πόλεως, τον Αλέξανδρο, ο οποίος διακρινόταν για την πανουργία και την ανήθικη ζωή του. Μόλις αντίκρισε τη Θέκλα, κυριεύτηκε από ισχυρή ερωτική έλξη. Γι’ αυτό τη ζήτησε για σύζυγό του από τον Παύλο, με την υπόσχεση ότι θα του δώσει ως αντάλλαγμα το χρηματικό ποσό που θα επιθυμούσε. Μάλιστα ο Αλέξανδρος την άρπαξε και άρχισε να τη φιλάει στη μέση του δρόμου μπροστά στον κόσμο. Η πάνσεμνος κόρη δεν έχασε το θάρρος και την ψυχραιμία της και αφού απέρριψε την προκλητική και ξεδιάντροπη πρότασή του, του έσχισε το πανωφόρι του και έριξε από το κεφάλι του το στέμμα που φορούσε. Η στάση αυτή της Θέκλας γελοιοποίησε τον Αλέξανδρο, ο οποίος εξοργισμένος την απείλησε ότι εάν δεν συμμορφωθεί στην επιθυμία του, θα τη διαβάλλει στον ανθύπατο και θα του ζητήσει να τη θανατώσουν. Η Θέκλα έμεινε όμως σταθερή και ακλόνητη στην επιλογή της να έχει Νυμφίο τον Ιησού Χριστό. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να κατηγορηθεί στον ανθύπατο ως ιερόσυλος και να δοθεί η εντολή να ριχθεί στα άγρια σαρκοφάγα θηρία.
Μέχρι όμως να εκτελεσθεί η ποινή, η Θέκλα ζήτησε να την παραδώσουν σε μία ενάρετη γυναίκα για να τη διαφυλάξει καθαρή και αμόλυντη για τρεις ημέρες. Ο ανθύπατος την παρέδωσε τότε στην Τρύφαινα, η οποία πρόσφατα είχε χάσει την κόρη της, τη Φαλκονίλλα. Μάλιστα την περιέβαλε με τέτοια αγάπη και στοργή, ώστε την είχε σαν κόρη της. Όταν έφτασε η κρίσιμη στιγμή, ρίχθηκε δεμένη η Θέκλα στα άγρια θηρία. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και μία άγρια λέαινα, η οποία αντί να επιτεθεί στην Αγία, δεν την πείραξε καθόλου. Τότε ο όχλος που παρακολουθούσε έκπληκτος το ανεξήγητο αυτό φαινόμενο, θεώρησε ότι η καταδίκη της Θέκλας ήταν άδικη, ενώ η Τρύφαινα πήρε τη Θέκλα και την οδήγησε στο σπίτι, όπου φιλοξενείτο. Μάλιστα η ενάρετη αυτή γυναίκα είδε στον ύπνο της την κεκοιμημένη κόρη της να της λέει να έχει τη Θέκλα ως μονάκριβο και αγαπημένο της παιδί, παρακάλεσε δε τη μητέρα της να ζητήσει από τη Θέκλα να προσευχηθεί στον Κύριο για να την αναπαύσει μεταξύ των Δικαίων, όπως και έπραξε με μεγάλη προθυμία. Ο ανθύπατος όμως ήρθε στο σπίτι, όπου φιλοξενείτο η Θέκλα και απαίτησε από την Τρύφαινα να τη στείλει για να θανατωθεί. Η Τρύφαινα αρνήθηκε να παραδώσει τη νέα της κόρη, αλλά εστάλησαν στρατιώτες και την πήραν με τη βία. Τότε η ενάρετη γυναίκα που επέδειξε τόση αγάπη και ευσπλαχνία στη Θέκλα, άρχισε να κλαίει και να οδύρεται, λέγοντας ότι μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα θα συνοδεύσει στον τάφο τη δεύτερη αγαπημένη κόρη της. Έτσι η Θέκλα οδηγήθηκε και πάλι στα άγρια θηρία, αλλά με τη χάρη του Θεού έμεινε και πάλι αβλαβής. Το γεγονός προκάλεσε απόγνωση και οργή και τότε αποφασίστηκε να τη ρίξουν σε μία λίμνη με άγριες φώκιες για να την κατασπαράξουν. Η Αγία όμως προσευχήθηκε στον Κύριο και μπαίνοντας μέσα στο νερό της λίμνης, έλαβε δια της χάριτος του Κυρίου το Άγιο Βάπτισμα, ενώ η επέμβαση του Θεού ήταν καταλυτική, αφού αστραπές του ουρανού έπεσαν με τη μορφή φωτιάς στις φώκιες και τις έκαψαν. Η εκ νέου ανεπιτυχής προσπάθεια θανάτωσης της Αγίας εξόργισε και πάλι τον Αλέξανδρο, ο οποίος διέταξε τον ανθύπατο να ρίξει τη Θέκλα σε δύο άγριους ταύρους, αλλά και πάλι η χάρις του Θεού την προστάτευσε. Βλέποντας η Τρύφαινα τις συνεχιζόμενες αποτρόπαιες προσπάθειες θανάτωσης της Θέκλας, έπεσε κάτω λιπόθυμη, γεγονός που τρομοκράτησε τον Αλέξανδρο και τον ανθύπατο, επειδή η Τρύφαινα ήταν συγγενής του Καίσαρα. Στην περίπτωση μάλιστα που πληροφορείτο ο Καίσαρας τα συμβάντα, θα μπορούσε να τους τιμωρήσει. Γι’ αυτό και ο ανθύπατος κάλεσε τη Θέκλα για να του εξηγήσει τα δυσερμήνευτα που συμβαίνουν. Τότε η Αγία ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Ιησού Χριστό, ο Οποίος είναι ο μόνος αληθινός Θεός που προστατεύει όποιον Τον πιστεύει και Τον ομολογεί. Μόλις άκουσε αυτά ο ανθύπατος, διέταξε να την αφήσουν ελεύθερη.
Κατόπιν η Θέκλα αναχώρησε για τα Μύρα της Λυκίας, επειδή είχε πληροφορηθεί ότι εκεί βρίσκεται ο Απόστολος Παύλος. Κατά τη συνάντηση τους ο ουρανοβάμων Απόστολος της είπε ότι την άφησε μόνη για τη δική της πνευματική ωφέλεια, αφού έπρεπε να μάθει να στηρίζεται αποκλειστικά στον Κύριο και τη δύναμή Του και όχι στη δική του συμπαράσταση και βοήθεια. Μάλιστα την πνευματική αυτή ωφέλεια ομολόγησε και η ίδια η Αγία, η οποία χάρη στον Κύριο υπέμεινε τόσα βασανιστήρια, αλλά και διαφύλαξε την καθαρότητα της ψυχής και του σώματός της. Κατόπιν ο Παύλος την προέτρεψε να επιστρέψει στην πατρίδα της, το Ικόνιο της Μικράς Ασίας, όπως και έπραξε. Φτάνοντας εκεί επισκέφθηκε τον Ονησιφόρο στο σπίτι του, αλλά και τον τάφο έξω από την πόλη, όπου είχαν καταφύγει παλαιότερα ο Παύλος και ο Ονησιφόρος. Παράλληλα προσευχήθηκε για να την καθοδηγήσει ο Κύριος στην πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει. Στο μεταξύ πληροφορήθηκε τον θάνατο του άλλοτε μνηστήρα της, του Θάμυρι, ενώ η προσπάθεια της να διδάξει τον λόγο του Θεού στη ειδωλολάτρισσα μητέρα της, τη Θεόκλεια, υπήρξε άκαρπη και αναποτελεσματική.
Κατόπιν καθ’ υπόδειξη του Κυρίου κατευθύνθηκε από το Ικόνιο στη Σελεύκεια που βρίσκεται στον ποταμό Ορόντη και από εκεί ανέβηκε στο βουνό Καλαμών που βρίσκεται στην πόλη Μααλούλα της Συρίας. Σ’ αυτό το βουνό ανακάλυψε ένα σπήλαιο, στο οποίο εγκαταβίωσε για πολλά χρόνια αντιμετωπίζοντας ποικίλους δαιμονικούς πειρασμούς, τους οποίους κατενίκησε με την πανσθενουργό χάρη του Κυρίου. Η φωταυγής ασκητική της παρουσία στο σπήλαιο άρχισε στο μεταξύ να προσελκύει ολοένα και περισσότερες γυναίκες που την επισκέπτονταν για να ωφεληθούν πνευματικά. Μάλιστα πολλές από αυτές την ακολούθησαν στην αρετή της ασκήσεως και εγκατέλειψαν τον κοσμικό τρόπο ζωής και σκέψης. Αλλά και πολλοί άνθρωποι που υπέφεραν από ψυχικά και σωματικά νοσήματα, θεραπεύτηκαν από τη δύναμη της προσευχής της στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Όμως οι ιατροί της περιοχής πληροφορούμενοι ότι η Αγία Θέκλα έχει αναδειχθεί σε επιφανή άμισθο ιατρό που θεραπεύει δωρεάν τους προστρέχοντες σ’ αυτή ασθενείς, αισθάνθηκαν τόσο μεγάλο φθόνο, ώστε άρχισαν να τη συκοφαντούν, ισχυριζόμενοι ότι είναι ιέρεια της θεάς Αρτέμιδος και με τη βοήθεια αυτής επιτελεί τα θαύματα και διατηρεί την παρθενία της. Γι’ αυτό και αποφάσισαν να της στείλουν ασελγείς νεαρούς για να τη μολύνουν σωματικά. Η Αγία Θέκλα δεν έχασε όμως το θάρρος της και τους αντιμετώπισε με ψυχραιμία, επικαλούμενη τη βοήθεια του Θεού. Αφού προσευχήθηκε στον Κύριο ζητώντάς Του να διαφυλάξει την παρθενία της, ακούστηκε θεϊκή φωνή που της έλεγε ότι η πέτρα που βρίσκεται ενώπιόν της θα σχισθεί γι’ αυτήν και εκεί μέσα θα κατοικήσει αιώνια. Μόλις ακούστηκαν αυτά τα θεόπνευστα λόγια, σχίσθηκε μία μεγάλη πέτρα και αφού πέρασε η Αγία μέσα, η πέτρα ξανάκλεισε. Οι ασελγείς νεαροί που προσπάθησαν να τη μιάνουν, έμειναν άναυδοι από το υπερφυές αυτό γεγονός και το μόνο που πρόλαβαν, ήταν να αρπάξουν τον χιτώνα που φορούσε στους ώμους της. Έτσι η πρωτομάρτυς και ισαπόστολος του Χριστού Αγία Θέκλα σε ηλικία 90 ετών έλαβε τον αμάραντο στέφανο της αγιότητος για να συνευφραίνεται μαζί με τους υπόλοιπους μάρτυρες της πίστεως δίπλα στον Νυμφίο Χριστό.
Στο σπήλαιο, όπου ασκήτευσε, βρίσκεται σύμφωνα με μαρτυρία του Πατριάρχου Αντιοχείας Μακαρίου Γ΄ και ο τάφος της, ενώ στην ανατολική πλευρά του σπηλαίου υπάρχει μία πηγή με αγίασμα. Στον ευλογημένο αυτό χώρο ιδρύθηκε τον 4ο μ.Χ. αιώνα το ορθόδοξο μοναστήρι της Αγίας Θέκλας (Mar Taqla), το οποίο ανήκει στο Πατριαρχείο Αντιοχείας και είναι ένα από τα παλαιότερα μοναστήρια της Συρίας. Δίπλα στο μοναστήρι και μεταξύ των τεράστιων βράχων υπάρχει ένα φαράγγι, το οποίο είναι ο βράχος που σχίσθηκε για να κρύψει την Αγία. Δυστυχώς το ιστορικό αυτό μοναστήρι καταστράφηκε και λεηλατήθηκε ολοσχερώς από τους φανατικούς ισλαμιστές αντάρτες τον Δεκέμβριο του 2013. Επ’ ονόματι της Αγίας πρωτομάρτυρος και ισαποστόλου Θέκλης είναι αφιερωμένη και περιώνυμη ιερά μονή στο χωριό Μοσφιλωτή της επαρχίας Λάρνακος στην Κύπρο, η οποία ιδρύθηκε στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα από την Αγία Ελένη σύμφωνα με την επιχώρια προφορική παράδοση που κατέγραψε το 1815 ο Άγγλος περιηγητής Γουίλλιαμ Τέρνερ. Όταν έφτασε η Αγία Ελένη στην περιοχή αυτή της Κύπρου, ανέπεμψε δέηση στον Θεό, οπότε άρχισε να ρέει από τη γη αγίασμα, το οποίο υφίσταται μέχρι σήμερα και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία δερματικών νοσημάτων. Πάνω από το σημείο που έρεε το αγίασμα, ανήγειρε κατόπιν ναό αφιερωμένο στην Αγία Θέκλα.
Το όνομα της Αγίας φέρουν οικισμός του δήμου Κύμης – Αλιβερίου στην Εύβοια, ο οποίος κοσμείται με ομώνυμο βυζαντινό σταυρεπίστεγο ναό που χρονολογείται τον 13ο – 14ο αιώνα και διαθέτει αξιόλογες τοιχογραφίες, καθώς και χωριό της επαρχίας Παλικής στη δυτική Κεφαλονιά, όπου στον ομώνυμο ενοριακό ναό φυλάσσεται η εικόνα της Αγίας που έφερε από το Βυζάντιο η οικογένεια των Λοβέρδων που υπήρξαν και οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού. Ενοριακός ναός επ’ ονόματι της Αγίας υπάρχει και στο Μηλοχώρι της επαρχίας Εορδαίας του νομού Κοζάνης, ο οποίος άρχισε να ανεγείρεται το 1957 και ολοκληρώθηκε το 1960, ενώ διαδεδομένη είναι η τιμή της Αγίας στις Κυκλάδες με ομώνυμους ναούς (παρεκκλήσια – εξωκκλήσια) στην Άνδρο, την Τήνο, τη Σέριφο και την Αμοργό. Αξιομνημόνευτος είναι ο ιερός ναός της Αγίας Θέκλης στον Πύργο της Τήνου που αποτελεί ιδιοκτησία της γνωστής καλλιτεχνικής οικογένειας των Φιλιπππότηδων. Στη θέση του πρώτου εξωκκλησίου ανεγέρθηκε με τη φροντίδα του αοιδίμου πρώην Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κυρού Αγαθονίκου Φιλιππότη (… +1 Σεπτεμβρίου 2015) νέος ιερός ναός που εγκαινιάσθηκε το 1977, ενώ στον προαύλιο χώρο ανεγέρθηκαν δύο ακόμη παρεκκλήσια, καθώς και Εκκλησιαστικό Μουσείο. Το όλο συγκρότημα αποτελεί ένα κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΑΓΑΘΟΝΙΚΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ ΑΓΙΑΣ ΘΕΚΛΗΣ ΠΥΡΓΟΥ ΤΗΝΟΥ», το οποίο συστάθηκε το 1994 με σχετικό Προεδρικό Διάταγμα (ΦΕΚ 749 τ. 2/5-10-94). Στο βορειοανατολικό Αιγαίο η Αγία Θέκλα τιμάται με ομώνυμους ναούς στη Λέσβο και συγκεκριμένα στους Πύργους Θερμής και στο χωριό Καγιάνι (Ταξιάρχες), ενώ στη βόρεια Εύβοια και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Άννας υπάρχουν δύο εξωκκλήσια αφιερωμένα στην ισαπόστολο και πρωτομάρτυρα του Χριστού, ευρισκόμενα στην παραλία της Αγίας Άννας και στη θέση Παλαιόβρυση.
Ιδιαίτερης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας είναι οι ευρισκόμενοι στην Αττική δύο ναοί της Αγίας, οι οποίοι υπάγονται εκκλησιαστικά στην Ιερά Μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Ο ένας ναός βρίσκεται στον Σταυρό Αγίας Παρασκευής επί της Λεωφόρου Μεσογείων και είναι ιδιαίτερα λαοφιλής στους κατοίκους της περιοχής. Το αρχικό κτίσμα χρονολογείται στα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αιώνα, ενώ ο σημερινός ναός ρυθμού μονόκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής κτίσθηκε στα τέλη του 16ου με αρχές του 17ου αιώνα. Υπήρξε μετόχιο της ιστορικής Ιεράς Μονής του Αγίου Ιωάννου του Κυνηγού που βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Υμηττού, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το σωζόμενο κιόνιο του μοναχού Νεοφύτου, διαδόχου του μοναχού Λουκά, ηγουμένου της Μονής, το οποίο φέρει εγχάρακτη επιγραφή και χρονολογία 1238. Ο άλλος ναός που είναι θολωτή βασιλική με δίρρικτη στέγη βρίσκεται στο Μαρκόπουλο Μεσογαίας, στο κέντρο της πόλεως και νοτιοδυτικά του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου, δίπλα στο παρεκκλήσιο της Αγίας Παρασκευής. Κτίσθηκε μεταξύ των ετών 1730-1750 και κοσμείται με τοιχογραφίες εξαίρετης βυζαντινής τέχνης, τις οποίες φιλοτέχνησε μαθητής των αξιόλογων Αργείων αγιογράφων Γεωργίου και Αντωνίου Μάρκου. Το έργο της περίτεχνης αγιογραφήσεως του ιστορικού αυτού ναού ολοκληρώθηκε το 1767. Ναός επ΄ονόματι της Αγίας υπήρχε και στο κέντρο των Αθηνών , στην περιοχή του Μοναστηρακίου, στη συμβολή των σημερινών οδών Ερμού και Αγίας Θέκλας, ο οποίος υπέστη σοβαρότατες ζημιές από τους Τούρκους και κατεδαφίσθηκε το 1848. Μεταξύ των κειμηλίων του ναού είναι και η διασωθείσα φορητή εικόνα της Αγίας Θέκλας (Αγαθοκλείας), η οποία έκτοτε φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παναγίας Παντανάσσης) που βρίσκεται στην πλατεία Μοναστηρακίου.
Η τιμώμενη από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 24 Σεπτεμβρίου πρωτομάρτυς και ισαπόστολος του Χριστού Αγία Θέκλα, η οποία υμνείται και γεραίρεται τόσο μέσα από την Ακολουθία και τον Παρακλητικό Κανόνα που εποιήθησαν από τον αείμνηστο Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμο Μοναχό τον Μικραγιαννανίτη, όσο και μέσα από τους Χαιρετιστηρίους Οίκους που εποιήθησαν από τον Μέγα Υμνογράφο της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, Δρ. Χαραλάμπη Μ. Μπούσια, προβάλλεται στη σημερινή αλλοπρόσαλλη εποχή μας ως φωτεινό πρότυπο ακλόνητης πίστεως με αγωνιστικό και ιεραποστολικό φρόνημα και ως απαράμιλλο σύμβολο ψυχικής και σωματικής καθαρότητος, αφού επέλεξε στην επίγεια διαδρομή της ως μοναδικό και αχώριστο συνοδοιπόρο και συμπαραστάτη τον αρχηγό της πίστεώς μας, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.
Βιβλιογραφία
[1] Βίος και Ακολουθία της Αγίας ενδόξου πρωτομάρτυρος και ισαποστόλου Θέκλας ως και Παρακλητικός Κανών, Ίδρυμα Αγαθονίκου Φιλιππότη Αγία Θέκλα Πύργου Τήνου, Β΄ Έκδοση 2006.
[2] Η Πρωτομάρτυς και Ισαπόστολος Αγία Θέκλα – Παρακλητικός Κανών και Βιογραφία της Αγίας, Αθήνα 2012.
[3] Ιερά Μονή της Αγίας Θέκλας, Έκδοση Ιεράς Μονής Αγίας Θέκλας Μοσφιλωτή Λάρνακας, 1998.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου συνέκδημος, ὡς καθαρα τὴν ψυχήν, καὶ πρώταθλος πέφηνας, ἐν γυναιξὶν εὐκλεῶς, Χριστὸν ἀγαπήσασα, σὺ γὰρ τῆς εὐσέβειας, πτερωθεῖσα τῷ πόθῳ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, Ἰσαπόστελε Θέκλα διὸ σὲ ὁ Πανοικτίρμων νύμφην ἠγάγετο.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείου κήρυκος διδασκαλίας, πόθῳ κτίστου σου ἀναφλεχθεῖσα, τῶν γεηρῶν ὡς ῥεόντων ἠλόγησας· καί σεαυτήν ἱερόν καλλιέργημα, τῷ Θεῷ δοῦσα ποινῶν κατετόλμησας. Θέκλα ἔνδοξε, Παύλου τοῦ θείου συνέκδημε, τόν σόν Νυμφίον Χριστόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς
Τῆς παρθενίας τῷ κάλλει ἐξέλαμψας, μαρτυρίου στεφάνῳ κεκόσμησαι, ἀποστολὴν πιστεύῃ Παρθένε ὡς ἔνδοξος, καὶ τοῦ πυρὸς μὲν τὴν φλόγα, εἰς δρόσον μετέβαλες, τοῦ ταύρου δὲ τὸν θυμόν, προσευχῇ σου ἡμέρωσας ὦ Πρωτόαθλε.
Πηγή: Σύνδεσμος Κληρικών Χίου , Καλλιμασιά, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Τη Κ΄ (20η) του αυτού μηνός, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ (ο άλλος πολύαθλος Ιώβ) και της συνοδείας αυτού, ΘΕΟΠΙΣΤΗΣ της αυτού συζύγου, ΑΓΑΠΙΟΥ τε και ΘΕΟΠΙΣΤΟΥ των υιών αυτών.
Ευστάθιον βους παγγενή χαλκούς φλέγει,
Και παγγένη συ του Θεού σώζεις, Λόγε.
Εικάδι Ευστάθιος γενεή άμα εν βοΐ καύθη.
Ευστάθιος ο καλλίνικος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ήτο Στρατηλάτης εν Ρώμη κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Τραϊανού του εν Ρώμη βασιλεύσαντος κατά το έτος 98 μ.Χ. Ήτο δε ούτος ονομαστός και περιφανέστατος δια τας επιτυχείς νίκας του εν πολέμοις και δια τα έξοχα και μεγάλα ανδραγαθήματα του. Και πλούτον δε είχεν ουκ ολίγον και εξ ευγενών κατήγετο γονέων, και ανδρειότατος ήτο και πολύ εμβριθής εις τας σκέψεις και πράξεις του. Ωνομάζετο δε Πλακίδας πριν βαπτισθή και γίνη οπαδός του Χριστού. Αλλ’ εκτός των στρατιωτικών προτερημάτων του είχε και πολλάς άλλας αρετάς: ήτο εγκρατής εις τας ορέξεις και επιθυμίας της σαρκός, σώφρων, φιλοδίκαιος, φιλελεήμων και με έναν λόγον ενάρετος. Είχε δύο άρρενα τέκνα, τα οποία καθ’ όλα ωμοίαζον με αυτόν, και εις τα σωματικά και εις τα πνευματικά χαρίσματα και η σύζυγος του δε, ήτις ωνομάζετο Τατιανή, εις όλας τας ενάρετους πράξεις ωμοίαζε προς αυτόν. Εν καιρώ δε ειρήνης, ίνα μη μένη ο στρατός άεργος και συνηθίζη εις την ανανδρίαν και οκνηρίαν, εγύμναζε τους στρατιώτας εις το κυνήγιον διαφόρων ζώων, συναγωνιζόμενος ο ίδιος μετ’ αυτών και διαγωνιζόμενος περί την κυνηγετικήν τέχνην.
Ενώ λοιπόν ημέραν τινά κατεγίνετο εις εν δάσος περί το κυνήγιον, βλέπει μακρόθεν μίαν έλαφον μεγαλόσωμον, η οποία φεύγουσα έστρεφε και τον παρετήρει εις τους οφθαλμούς ο δε Άγιος, ιδών αυτήν, ώρμησεν έφιππος κατ’ αυτής να την φθάση, αλλά δεν ηδυνήθη να την πλησιάση. Έτρεξαν δε τότε και άλλοι τινές εις βοήθειάν του, πλην και τούτων οι ίπποι απέκαμον, αυτοί δε απελπισθέντες πλέον να την φθάσωσιν, εστάθησαν. Μόνος δε ο Άγιος, χωρίς να αγανακτήση δια τούτο, εξηκολούθει να την κυνηγά, έως ου κάθιδρως και αυτός και ο ίππος του έφθασαν εις μέγα χάσμα της γης και η μεν έλαφος, πηδήσασα το χάσμα, εστάθη αντίκρυ και τον έβλεπεν, ο δε ίππος του Αγίου ήτο των αδυνάτων να το πηδήση δια τούτο παρετήρει ο Άγιος να εύρη κανέν μέρος κατάλληλο, ίνα διέλθη το χάσμα. Αίφνης στραφείς βλέπει ότι εν τω μέσω των κεράτων της ελάφου υπήρχε σταυρός λαμπερότερος του ηλίου, φέρων τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εσταυρωμένον, άκουσε δε και φωνή εκείθεν λέγουσα: «Γιατί, ω Πλακίδα, με διώκεις; Εγώ είμαι ο Χριστός, τον οποίον δεν ξέρεις και τιμάς με τα έργα σου, και δια σε εφάνην επάνω εις τούτο το ζώον. Αι ελεημοσύναι και οι καλοσύναι, τις οποίας κάμνεις εις τους πτωχούς, πάντοτε είναι ενώπιον μου, διό ήλθον εγώ ενώπιόν σου, να σε συλλάβω με τα δίκτυα της φιλανθρωπίας μου. Δεν είναι δίκαιον, άνθρωπος ως συ καλός να μη γνωρίζει την αλήθεια και να λατρεύει τα κωφά και αναίσθητα είδωλα. Εγώ, δια να σώσω το ανθρώπινο γένος, έλαβον ανθρώπου μορφή και ήλθα εις τούτο τον κόσμο».
Ο Άγιος ακούσας τους λόγους τούτους έπεσεν από του ίππου του εις την γην εκ του φόβου και του τρόμου, αλλά μετά ικανήν ώραν ήλθεν εις εαυτόν και εσηκώθη, παρατηρών εδώ και εκεί να δη ποίος τον ωμίλει επειδή δε κανένα δεν έβλεπε, φώναξε μεγαλοφώνως. «Τίνος είναι η φωνή την οποίαν ακούω; Ποίος είσαι συ, ο οποίος μου μιλεί; Φανέρωσέ μοι ποίος είσαι, δια να πιστεύσω εις σε». Τότε λέγει ο Κύριος εις αυτόν: «Μάθε, Πλακίδα, ότι εγώ είμαι ο Χριστός, όστις έκτισα τον ουρανόν και την γην και εχώρισαν το φως από το σκότος, όστις έκαμα τον ήλιο να λάμπει την ημέραν και την σελήνην και τους αστέρας να φέγγουν την νύκτα, όστις έκαμα τας ημέρας και τις νύκτες, τους μήνας και τα έτη, όστις έπλασα τον άνθρωπον εκ του μηδενός, όστις προς σωτηρία αυτού ήλθον μετά ταύτα εις την γη ως άνθρωπος, και εσταυρώθην και ετάφη και τη τρίτη ημέρα ανέστη εκ νεκρών».
Ευθύς μόλις άκουσεν ο Άγιος τους λόγους τούτους, έπεσε πάλιν κατά πρόσωπον εις την γη και είπε: «Πιστεύω, Κύριε, ότι συ είσαι o κτίστης και δημιουργός του κόσμου, ότι συ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός, και κανείς άλλος. Ο δε Κύριος λέγει τότε προς αυτόν: «Εάν πιστεύεις εις εμέ, ύπαγε να εύρης τον Αρχιερέα της πατρίδος σου, να σε βαπτίση καθώς βαπτίζει και τους άλλους Χριστιανούς». Ο δε Άγιος είπε: «Κύριε! δύναμαι να είπω τους λόγους τούτους και εις την γυναίκα μου και τα τέκνα μου, δια να πιστεύσουν και αυτά εις σε;» Απεκρίθη εις αυτόν ο Κύριος «Μάλιστα, είπε τα όλα καταλεπτώς και αφού βαπτισθήτε και καθαρισθήτε από τας αμαρτίας σας, έλα πάλιν εδώ να σου φανερώσω τι μέλλει μετά ταύτα να σου συμβή».
Όταν ο Κύριος είπε ταύτα, η έλαφος έγινε άφαντος, ο δε Άγιος ιππεύσας επέστρεψε προς τους στρατιώτας του, το δ’ εσπέρας, αφού εδείπνησε με την γυναίκα και τα τέκνα του εις την οικίαν, λέγει προς αυτήν: «Εγώ σήμερον, ηγαπημένη μου γύναι, κυνηγών μίαν έλαφον εις το δάσος, είδον τον Χριστόν εσταυρωμένον εν τω μέσω των κεράτων της, και μου είπε λόγια, τα οποία δεν μπορεί να ειπή άνθρωπος». Εκείνη δε είπεν εις αυτόν: «Κύριέ μου, είδες τον Θεόν τον οποίον πιστεύουν οι Χριστιανοί; Αυτός είναι ο μόνος αληθινός Θεός. Αυτός θα σώση και μας και τα τέκνα μας. Αυτόν είδον και εγώ χθες την νύκτα και μου είπε ταύτα τα λόγια: «Αύριον να έλθητε εις εμέ, συ και ο σύζυγος σου και τα τέκνα σας, να γνωρίσητε ότι εγώ είμαι Θεός αληθινός». Επειδή δε εφάνη και εις σε εις σχήμα ελάφου, έλα να υπάγωμεν αυτήν την νύκτα εις τον Αρχιερέα των Χριστιανών να μας βαπτίση, διότι με το βάπτισμα τούτο σώζονται οι Χριστιανοί». Άγιος απεκρίθη: «Αυτά τα ίδια είπε και εις εμέ ο Χριστός, να βαπτισθώμεν δηλαδή».
Αφού αποφάσισαν να πράξωσι τούτο, εξηκολούθησαν να συνομιλώσιν έως του μεσονυκτίου τότε δε επήραν τα δύο τέκνα των και τινας υπηρέτας των,και επήγαν εις την Εκκλησίαν αφήσαντες δε έξω τους υπηρέτας εμβήκαν εκείνοι και εύρον τον Αρχιερέα, προς τον οποίον, αφού εφανέρωσαν το όραμα των, είπον ότι επεθύμουν να βαπτισθώσιν εκείνος δε, ευχαριστήσας τον Θεόν, τον θέλοντα την σωτηρίαν παντός ανθρώπου, τους εβάπτισεν όλους εις, το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, και τον μεν Πλακίδαν ωνόμασεν Ευστάθιον, την δε γυναίκα του Τατιανήν ωνόμασε Θεοπίστην, τα δε τέκνα των, το μεν μεγαλύτερον ωνόμασεν Αγάπιον, το δε μικρότερον ωνομασε Θεόπιστον είτα τους εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και τους ηυχήθη να είναι μετ’ αυτών ο Χριστός, και να τον αξιώση της αιωνίου του Βασιλείαc, τούτον δε γενομένου επέστρεψαν εις την oικίαν των.
Την δε πρωΐαν, παραλαβών ο Ευστάθιος στρατιώτας τινάς επήγε πάλιν εις το ίδιον μέρος και εκείνους μεν διέταξε να καταγίνωνται εις το κυνήγιον, αυτός δε, προφασιζόμενος ότι ήθελε να εύρη μεγαλύτερα ζώα, επορεύθη εις το χάσμα, όπου είχεν ίδει την οπτασίαν, και πεσών πρηνής (προύμυτα) έκλαιε λέγων «Πιστεύω εις σε, Χριστέ μου, διότι τώρα εγνώρισα ότι συ είσαι Θεός αληθινός, συ είσαι ο κτίστης πάντων των ορατών και αοράτων κτισμάτων, και σε παρακαλώ να μοι φανερώσης εκείνα τα οποία χθές μοι υπεσχέθης». Τότε ηκούσθη η φωνή του Κυρίου λέγουσα: «Ευτυχής είσαι, Ευστάθιε, δεχθείς το Βάπτισμα και κατανικήσας την δύναμιν του πονηρού διαβόλου αλλά αυτός δεν θα παύση να σε βάλλη εις πολλούς πειρασμούς, με σκοπόν να σε αναγκάση να βλασφημήσης και ν’ αρνηθής την πίστιν σου, δια να κολασθής αιωνίως. Θα πάθης όσα και ο Ιώβ τον παλαιόν καιρόν έπαθεν, αλλ’ επί τέλους θα νικήσης τον διάβολον». Ο δε Άγιος είπε δακρύων «Εάν είναι δυνατόν, Κύριε μου, εις μη δοκιμάσω αυτούς τους πειρασμούς, ή εάν τούτο δεν γίνεται, ενδυνάμωσέ με να φνλάξω τα προστάγματά σου και να είμαι στέρεος εις την πίστιν μου». Η δε φωνή του Κυρίου είπεν: «Ανδρίζου, Ευστάθιε, και σγωνίζου υπέρ των καλών έργων. Η χάρις μου θα συνοδεύη και σε και την συνοδείαν σου, και θα διαφυλάξη τας ψυχάς σας από τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού». Αφού είπε ταύτα ο Κύριος, ανελήφθη εις τους ουρανούς εκείνος δε αναχωρήσας εκείθεν επέστρεψεν εις την οικίαν του, και ανέφερεν εις την γνναίκα του όσα ήκουσεν εις το όρος παρά του Κυρίου όθεν και εδέοντο του Θεού και οι δύο των λέγοντες «Το θέλημα του Κυρίου γένοιτο».
Ολίγας ημέρας μετά την οπτασίαν και την βάπτισιν του Αγίου, αποθνήσκουσιν από λοιμικήν ασθένειαν όλοι οι άνθρωποι της οικίας του. Τότε ηννόησεν ότι η φθορά αυτή ήτο εις από τους προρηθέντας υπό του Θεού πειρασμούς, και τον ηυχαρίστησε και παρεκάλει και την γυναίκα του να μη παραπονεθή τελείως εις την χάριν του. Μετέπειτα έπεσε νόσος εις τους ίππους και τ’ άλλα ζώα του, τα οποία όλα εψόφησαν, και υπέφερε και ταύτην την καταστροφήν ο Άγιος μετά πάσης αταραξίας. Προς διασκέδασιν της λύπης του επήρε μίαν των ημερών την γυναίκα και τα τέκνα του και επήγαν εις την εξοχήν αλλ’ εν ω έλειπον εκεί, γνωρίζοντες οι κλέπται ότι η οικία ήτο έρημος από ανθρώπους, εμβαίνουσιν εις αυτήν και κλέπτουσιν όλα γενικώς τα πράγματά των, ούτως ώστε έμειναν με μόνα τα ρούχα τα οποία εφόρουν και εν ω πρότερον ήσαν οι πλέον ευκατάστατοι, κατόπιν τούτων έγιναν οι πλέον πτωχοί και αξιοδάκρυτοι.
Οι ειδωλολάτραι εν Ρώμη έτυχε τας ημέρας εκείνας να έχωσι μεγάλην πανήγυριν, από την οποίαν ούτε ο αυτοκράτωρ ούτε ο αρχιστράτηγος έπρεπε να λείψωσιν. Εζήτησαν όθεν απανταχού τον Άγιον, αλλά δεν ημπόρεσαν να τον εύρωσιν όθεν και είχον όλοι των μεγάλην θλίψιν αντί χαράς, δια τε την φοβεράν δυστυχίαν, η οποία είχεν έλθει εις τον Άγιον, αλλά και διότι δεν ήξευραν που ευρίσκετο, που έφυγε και τι έγινε. Μετά την εορτήν εκείνην λέγει η Θεοπίστη εις τον άνδρα της: «Τι καθήμεθα πλέον εδώ εις τούτον τον τόπον, και είμειθα όνειδος όλου του κόσμου; Να φύγωμεν, να υπάγωμεν εις άλλον τόπον, όπου να μη μας γνωρίζωσιν». Ο Άγιος την ηρώτησε που ενόμιζε καλόν vα υπάγωσιν. Εκείνη δε απεκρίθη «Κατάλληλον τόπον νομίζω τα lεροσόλυμα, όπου λέγουσιν οι Χριστιανοί ότι υπάρχει ο τάφος του Ιησού Χριστού». Ο Άγιος συγκατένευσεν εις τούτο και εν καιρώ νυκτός ανεχώρησαν μετά τινας ημέρας εις την Αίγυπτον. Περιπατούντες δ’ εκεί έφθασαν εις μέρος παράλιον, και εύροντες πλοίον, επεβιβάσθησαν αυτού δια να περάσωσιν απέναντι.
Ο πλοίαρχος, αφού έφθασαν εις το ωρισμένον μέρος, επειδή άρεσεν εις αυτόν η Θεοπίστη, η οποία ήτο πολύ ωραία, τους εζήτει ναύλον πολύ περισσότερον από τον συνειθισμένον και επειδή ο Άγιος δεν είχε να δώση, εζήτει να κατακρατήση την γυναίκά του αντί του ναύλου. Ο Άγιος δεν εδέχετο όθεν διέταξεν ο πλοίαρχος τους ναύτας να τον συλλάβουν και να τον ρίξουν εις την θάλασσαν. Ευρεθείς εις τοιαύτην ανάγκην ο Άγιος, αφήκεν εις το πλοίον την γυναίκα του κλαίουσαν και θρηνούσαν, και λαβών τα δύο του τέκνα εξήλθεν εις την ξηράν οδυρόμενος και μη γνωρίζων που να υπάγη. Κλαίων δε έλεγεν: «Αλλοίμονον εις εμέ και εις σας, τέκνα μου, ότι την μητέρα σας επήρε ξένος και βάρβαρος άνθρωπος». Περιπατών δε φθάνει εις τινα ποταμόν, και επειδή είχεν ούτος πολύ ύδωρ και τα παιδιά δεν ηδύναντο να περάσωσιν, άφηκε το εν εις το χείλος του ποταμού, το δε άλλο το επήρεν εις τον ώμον του και το επέρασεν εις την άλλην όχθην. Ενώ δε επέστρεφε να λάβη και το άλλο και είχε φθάσει εις το μέσον του ποταμού, βλέπει ότι το εν τέκνον του ήρπασεν εις λέων. Τότε γυρίζει ευθύς να ιδή τι γίνεται το άλλο, και βλέπει ότι και εκείνο το ήρπασεν εις λύκος. Συνεπληρώθησαν όθεν όλα τα ανυπόφορα δυστυχήματα, τα οποία το εν μετά το άλλο έμελλον να συμβώσιν εις αυτόν, κατά την πρόρρησιν του Κυρίου, και δεν ήξευρε τι να κάμη: «Να πέσω και εγώ εις τον ποταμόν (έλεγε κατά νουν) να πνιγώ ή να υποφέρω και να μη πράξω το τρομερώτατον τούτο αμάρτημα;» H Χάρις όμως του Θεού εβοήθησεν αυτόν να τα υποφέρη όλα με καρτερίαν και γενναιότητα χωρίς γογγυσμόν και βλασφημίας.
Μετά τα νέα αυτά ατυχήματα, εξελθών ο Άγιος του ποταμού εκείνου εκάθισεν εις μίαν πέτραν και έκλαιε πικρότατα, μαδών τας τρίχας της κεφαλής του και λέγων «Αλλοίμονον εις εμέ! Πως ήμην και πως τώρα κατήντησα! Που ή δόξα; που αι τιμαί, τας οποίας είχον; που οι στρατιώται; που οι άπειροι άλλοι άνθρωποι, τους οποίους είχον εις τας διαταγάς μου; Αλλά, Κύριε, μη παραβλέψης τα δάκρυά μου, μη με εγκαταλείψης έως τέλους. Είπες, Κύριε, ότι θα πάθω όσα και ο Ιώβ αλλά τα παθήματα εκείνου ήσαν, ως ήκουσα, ολιγώτερα των ιδικών μου. Εκείνος, αν και έχασεν όλα του τα αγαθά, είχε καν ολίγον μέρος γης και ανεπαύετο εις την κοπρίαν, εγώ όμως δεν έχω που την κεφαλήν μου να κλίνω, είμαι ξένος εις μέρος ξένον. Τι να κάμω; που να καταφύγω; τι θα γίνω; Εκείνος είχε φίλους, οι οποίοι τον παρηγορούν. Εκείνος, αν έχασε τα τέκνα του, είχεν όμως την γνναίκα του, αλλ’ εμέ ποίος θα με παρηγορήση; Την γυναίκα μου κατεκράτησεν άλλος, τα τέκνα μου έφαγον τα θηρία. Μη με οργισθής, Κύριε, δια ταύτα μου τα παράπονα; αλλά δος μοι υπομονήν και γενναιοκαρδίαν να υποφέρω ως πιστός οπαδός σου τους πειρασμούς». Αφού έκλαυσεν αρκετά, εσηκώθη και περιπατών έφθασεν εις τινα πόλιν, Βάδησσον ονομαζομένην, όπου έμεινε και ειργάζετο με ημερομίσθιον, άλλοτε μεν σκάπτων την γην, άλλοτε δε θερίζων. Ότε δε μετά εν έτος εγνώρισε καλλίτερα τους ανθρώπους του τόπου εκείνου, παρεκάλεσεν αυτούς και τον διώρισαν αμπελοφύλακα και τούτο το επιτήδευμα εξηκολούθησε να μετέρχεται επί ολόκληρα δεκαπέντε έτη.
Ο πανάγαθος όμως Θεός δεν αφήκε τους δούλους του να χαθούν, διότι πλησίον του ποταμού εκείνου, εις τον οποίον ηρπάγησαν τα παιδία υπό των θηρίων, υπήρχον ποιμένες, οίτινες, άμα είδον τον λέοντα, έτρεξαν ευθύς όλοι με τους σκύλους των και κατώρθωσαν με του Θεού την βοήθειαν να σώσωσι το εν παιδίον από τους οδόντας του, εκ του άλλου δε μέρους γεωργοί, ως είδον και αυτοί τον λύκον, έτρεξαν οπίσω του και με τας φωνάς των επέτυχον να τον κάμουν να φοβηθή και ν’ αφήση και το άλλο παιδίον σώον και αβλαβές. Οι δε ποιμένες και οι γεωργοί εκείνοι ήσαν κάτοικοι μιας πλησιοχώρου πόλεως, και εφρόντισαν να αναθρέψωσι τα παιδία οι ίδιοι, επειδή δεν ήξευραν τίνος ήσαν, τα οποία εμεγάλωσαν κεχωρισμένα και δεν εγνωρίσθησαν μεταξύ των, ότι ήσαν αδελφοί. Η δε σύζυγος του Αγίου Θεοπίστη διεφυλάχθη αβλαβής, διότι εύθυς ως κατεκράτησε ταύτην ο βάρβαρος εκείνος πλοίαρχος ησθένησε, κατά θείαν βεβαίως οικονομίαν, και μετ’ ολίγας ημέρας ελθών εις την πατρίδα του απέθανε, χωρίς να δυνηθή να εκπληρώση την αισχράν επιθυμίαν του όθεν και έμεινεν αυτή εκεί ελευθέρα. Ακολούθως η πόλις, εις την οποίαν ή Θεοπίστη ευρίσκετο, επανεστάτησεν, οι δε επαναστατήσαντες εκυρίευσαν τότε πολλάς πόλεις και φρούρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο δε Τραϊανός, απορών πως να καταδαμάση τους αποστάτας, ενεθυμήθη τας ανδραγαθίας του Αγίου Ευσταθίου, αλλά δεν ηδύνατο να μάθη που ευρίσκετο, οι δε στρατιώται έλεγον εις αυτόν: «Χωρίς τον αρχιστράτηγον μας Πλακίδαν εις τον πόλεμον δεν πηγαίνομεν» και ότι έπρεπε να στείλη ανθρώπους επίτηδες εις όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας, δια να προσπαθήσωσι να τον εύρωσιν. Όθεν ο Τραϊανός, δεχθείς την πρότασίν των, έπεμψεν ανά δύο ανθρώπους εις όλας τας πόλεις και τα φρούρια προς αναζήτησιν και ανεύρεσίν του, εξ ων δύο στρατιωτικοί φίλοι του Αγίου, ο μεν εις Αντίοχος ονομαζόμενος, ο δε έτερος Ακάκιος, περιφερόμενοι από τόπου εις τόπον, έφθασαν και εις την πόλιν Βηρυττόν, όπου ευρίσκετο ο Άγιος. Τούτους ιδών μακρόθεν εις τον δρόμον περιπατούντας και γνωρίσας από την στολήν και τα χαρακτηριστικά του προσώπου των, ευθύς εδάκρυσε και παρεκάλει τον Θεόν, όπως είδε τους δύο εκείνους φίλους του, χωρίς να το ελπίζη, τοιουτοτρόπως να ίδη και την γυναίκα του την Θεοπίστην λέγων: «Διότι τα τέκνα μου, Κύριε, γνωρίζω καλώς ότι τα έφαγον τα θηρία, πλήν αξίωσον με να τα ίδω καν εις την ημέραν της αναστάσεως». Εν ω δε έλεγε ταύτα, ακούει φωνήν λέγουσαν: «Έχε θάρρος, Ευστάθιε, διότι και τας πρώτας τιμάς θα ξαναποκτήσης, και την γυναίκα σου θα ίδης και τα τέκνα σου, εις δε την μέλλουσαν ζωήν μεγαλύτερα αγαθά θα απολαύσης και θα υμνήσαι εις γενεάς γενεών». Ταύτα ακούσας ο Άγιος και γενόμενος έμφοβος, εκάθισεν.
Όταν δε οι απεσταλμένοι εκείνοι περιπατούντες εις την οδόν πλησίασαν, τους εγνώρισε καλλίτερα, εκείνοι όμως δεν τον εγνώρισαν διότι και άλλα ενδύματα εφόρει και εκ της μεγάλης του λύπης η όψις του είχε μεταβληθή πάρα πολύ. Όθεν ούτοι άμα επλησίασαν του είπον: «Καιρε, ω φίλε». Ο δε Άγιος τους αντεχαιρέτησε και τους είπε «Χαίρετε και σεις, αδελφοί μου». Ευθύς τότε εκείνοι τον ηρώτησαν, αν εγνώριζεν εις την πόλιν εκείνην κανένα ξένον, ο οποίος είχε σύζυγον και δύο παιδία, περιέγραφον δε και τα χαρακτηριστικά αυτών, είπον δε και τούτο: «Εάν τον ηξεύρης και μας τον δείξης, όσα χρήματα και αν μας ζητήσης θα σου δώσωμεν». Ο Άγιος τους ηρώτησε διατί τον εζήτουν, εκείνοι δε απήντησαν, ότι ήτο άκρος φίλος των και επεθυμούν να τον ίδωσι, διότι προ πολλού εστερούντο την παρουσίαν του. «Άνθρωπον τοιούτον, είπεν ο Άγιος, δεν γνωρίζω κανένα εδώ, αλλά καθίσατε, παρακαλώ, ολίγας ημέρας εις τούτον τον ξένον τόπον ν’ αναπαυθήτε και έπειτα υπάγετε εις το καλόν. Και εγώ ξένος είμαι». Οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορος εκάθισαν, ο δε Άγιος έτρεξεν εις την πόλιν και παρεκάλεσεν ένα των φίλων του και του εδάνεισεν ολίγα χρήματα, αγοράσας δε οίνον και άρτον και τινα άλλα φαγώσιμα παρέθεσεν εις τους ξένους τράπεζαν.
Και εκείνοι μεν έτρωγον αγνοούντες ότι αυτός ήτο ο στρατηγός των ο Άγιος όμως, υπηρετών αυτούς φιλοφρόνως και συλλογιζόμενος την προτέραν κατάστασίν του, δεν ηδύνατο να κρατή τα δάκρυά του, αλλά τα εσπόγγιζε μακράν και επέστρεφε και περιεποιείτο πάλιν τους ξένους. Οι δε ξένοι, παρατηρούντες αυτόν έπειτα προσεκτικώς εις το πρόσωπον, ήρχισαν να τον αναγνωρίζωσιν ολίγον κατ’ ολίγον, όθεν o Αντίοχος εψιθύρισεν εις το ωτίον του Ακακίου «Αδελφέ Ακάκιε, μοι φαίνεται ότι αυτός είναι ο στρατηγός μας, τον οποίον ζητούμεν». Ο δε Ακάκιος του απήντησεν ότι και αυτός το υπωπτεύετο. «Γνωρίζω όμως πολύ καλά», είπεν, «ότι ο Πλακίδας είχεν εις τον λαιμόν του εν σημείον από σπαθιάν. Αν έχη αυτό το σημείον, αυτός πραγματικώς είναι». Βλέποντες λοιπόν μετά προσοχής παρετήρησαν αληθώς το σημείον και πηδήσαντες πάραυτα τον ενηγκαλίσθησαν και τον κατεφίλουν λέγοντες: «Δεν είσαι συ ο αρχιστράτηγος Πλακίδας;» Ο Άγιος δεν ηδυνήθη τότε να κρατήση τα δάκρυα, απήντησεν όμως ότι δεν ήτο εκείνος, οι δε απεσταλμένοι του αυτοκράτορος είπον, ότι όσον και αν ηρνείτο, αυτοί δεν τον επίστευον, διότι ήσαν βέβαιοι ότι εκείνος ο ίδιος ήτο, και ήρχισαν να τον ερωτώσι περί της γυναικός και των τέκνων του. Τότε πλέον ο Άγιος εφανερώθη παρρησία και είπεν, ότι ή γυνή και τα τέκνα του απέθανον.
Εν ω ταύτα εγίνοντο, εγνωστοποιήθη και εις την πόλιν το γεγονός τούτο και πολύς κόσμος έτρεξαν να μάθωσι τι εζήτουν οι αξιωματικοί εκείνοι, εθαυμάζον δε λέγοντες: «Πόσον μέγας ήτο αυτός ο άνθρωπος και πως κατήντησεν εις τον τόπον μας!» Εκείνοι δε, παρομοιάσαντες εις αυτόν την αυτοκρατορικήν διαταγήν, τον ενέδυσαν με την στρατιωτικήν του βαθμού του στολήν και ακολούθως ανεχώρησαν μετ’ αυτόν εις Ρώμην, οι δε κάτοικοι της πόλεως τους συνώδευσαν μέχρι τινός, έως ου ο Άγιος Ευστάθιος τους παρήγγειλε να μη προχωρήσουν περισσότερον, αλλά να επιστρέψουν εις τας οικίας των. Καθ’ οδόν ο Άγιος εξιστόρησεν εις τους απεσταλμένους όλα τα συμβάντα εις αυτόν, ήτοι την παρουσίαν του Ιησού Χριστού, πως ωνομάσθη Ευστάθιος εις το Άγιον Βάπτισμα, την αρπαγήν της γυναικός του υπό του πλοιάρχου και των τέκνων του υπό των θηρίων, και εν γένει όλα τα ατυχήματά του. Μετά πορείαν δεκαπέντε ημερών έφθασαν εις την Ρώμην, ο δε Τραϊανός, ως ήκουσε τούτο, εξήλθεν εις προϋπάντησίν του και τον εφίλησε, τον ηρώτησε δε διατί ανεχώρησεν εκ της Ρώμης. Τότε εκείνος διηγήθη και εις αυτόν παρουσία και εις επήκοον παντός του λαού όσα του συνέβησαν, και εγένετο χαρά μεγάλη είς όλον το στράτευμα δια την διάσωσιν και εύρεσιν του Αγίου, ο δε αυτοκράτωρ τον παρεκάλεσε να περιζωσθή πάλιν την ζώνην του στρατηλάτου.
Τούτον γενομένου ο Άγιος απηρίθμησε τον υπάρχοντα στρατόν και τον εύρεν ολιγώτερον παρ’ όσον εχρειάζετο, δια τούτο έλαβε διαταγήν αυτοκρατορικήν να στρατολογήση όσους ήθελεν ακόμη από όλον το κράτος. Η διαταγή δε αυτή έφθασε και εις την πόλιν όπου ευρίσκοντο τα τέκνα του Αγίου, αι δε αρχαί αυτής κατέγραψαν ταύτα εις την στρατολογίαν, καθό ξένα και απροστάτευτα, ήσαν δε και τα δύο ωραιότατα και εις ώριμον ηλικίαν, και εκ της φυσιογνωμίας των εφαίνοντο ότι κατήγοντο από οικογένειαν αριστοκρατικήν.
Αφού συνήχθησαν όλοι οι νεοσύλλεκτοι και διηρέθησαν εις δεκαρχίας, εκατονταρχίας και τάγματα, τα δύο εκείνα παιδία, επειδή o Άγιος τα είδε πολύ ωραία, φρόνιμα και ευπαρουσίαστα, τα διέταξε να τον υπηρετώσιν εις την τράπεζαν. Η εκστρατεία εκείνη ηυδοκίμησε, διότι όλας τας πόλεις και τα φρούρια, όσα είχον περιέλθει εις την εξουσίαν των αποστατών, ο Άγιος Ευστάθιος πολεμήσας και νικήσας αυτούς, τα ανέκτησεν. Έπειτα προχωρήσας και περάσας τον ποταμόν Χρύσπιν, κατεκυρίευσε και κατελεηλάτει την εχθρικήν χώραν, έως ου κατήντησε και εις την πολιν, εις την οποίαν ευρίσκετο η Θεοπίστη, και μη γνωρίζων τούτο, κατέλυσεν ακριβώς εις την οικίαν, όπου εκείνη έμενε και έστησε την σκηνήν του εις τον κήπον αυτήc, καθό μεγάλον και ανήκοντα εις τον πλέον ευκατάστατον του τόπου πλοίαρχον, και διέτριψαν εκεί τρεις ημέρας προς ανάπαυσιν.
Εν μια των ημερών τούτων, τα τέκνα του Αγίου επήγαν εις την οικίαν της Θεοπίστης είδη τινά δια μαγείρευμα. Εν ω δε εκάθηντο έξω της οικίας περιμένοντες να ετοιμασθώσι τα φαγητά, ήρχισαν να συνομιλώσι και πρώτος ο μικροτερος είπε: «Τόσον καιρόν ευρισκόμεθα και οι δύο μας εις την ιδίαν υπηρεσίαν του στρατηγού, και ποτέ δεν ηρωτήσαμεν αλλήλους πόθεν καταγόμεθα». Λέγει ο μεγαλύτερος: «Και εγώ προ πολλού καιρού επεθύμουν τούτο, αλλ’ ό,τι έως σήμερον δεν έγινεν, ας γίνη έστω τώρα. Εγώ, επειδή ήμην μικρός, τίποτε άλλο δεν ενθυμούμαι, παρά μόνον ότι ο πατήρ μου ήτο στρατηγός εις την Ρώμην, η δε μήτηρ μου ήτο πολύ ωραία και ότι είχον και ένα αδελφόν ωραίον, μικρότερον μου, με ξανθά μαλλιά ως τα ιδικά σου. Ο πατήρ και η μήτηρ μας λάβοντες ημάς μίαν ημέραν έφυγον από την Ρώμην, αλλά που έμελλον να ταξιδεύσουν δεν γνωρίζω. Ενθυμούμαι μόνον ότι, ευρισκόμενοι και περιπατούντες εις την ξηράν, εμβήκαμεν έπειτα όλοι μας εις εν πλοίον, και ότι υστερώτερα η μήτηρ μας, δεν ηξεύρω διατί, έμεινε μέσα εις αυτό, μόνος δε ο πατήρ μας με ημάς τους δύο εξήλθεν εις την ξηράν και περιπατούντες εφθάσαμεν εις ένα μεγαλώτατον ποταμόν. Επειδή δε ημείς είμεθα μικροί και δεν ηδυνάμεθα να τον περάσωμεν, ο πατήρ μας επήρεν εις τον ώμον του τoν μικρότερον και τον επέρασεν εις το εν μέρος, εμέ δε άφησεν εις το άλλο. Και ενώ εγύρισε να λάβη και εμέ, ένας λύκος ήρπασε τον αδελφόν μου, εμέ δε από το άλλο μέρος ήρπασεν ένας λέων. Αλλά ο Θεος με ελυπήθη και έτυχον εκείνην την ώραν να ευρίσκωνται εις το δάσος ποιμένες και με ελύτρωσαν από τους οδόντας του λέοντος και με επήγαν εις την πόλιν, την οποίαν γνωρίζεις και συ, και εκεί με ανέθρεψαν και εμεγάλωσα. Τι απέγινεν όμως ο πατήρ μου και ο μικρότερος αδελφός μου δεν γνωρίζω.
Αφού ταύτα ήκουσεν ο μικρότερος αδελφός, επήδησε πάραυτα με χαράν και λέγει εις τον μεγαλύτερον «Εις την δύναμιν του Χριστού, αδελφοί είμεθα. Από όσα είπες το έβεβαιώθην. Και εις εμέ εκείνοι οι οποίοι με ανέθρεψαν έλεγον, ότι απο το στόμα ενοό λύκου με ελύτρωσαν». Τότε εσηκώθη και ο μεγαλύτερος και ενηγκαλίσθησαν και κατησπάζοντο αλλήλους με χαράν μεγάλην και αγαλλίασιν. H Θεοπίστη, ένδον ακούσασα όλην την συνομιλίαν των νέων, ήννοησεν ότι αυτή ήτο η μήτηρ των βλέπουσα δε αυτούς να γλυκοφιλώνται, ηθέλησε να φανερωθή ποία ήτο, αλλ’ εκείνοι εβιάζοντο και αρπάσαντες τα αγγεία με τα φαγητά έτρεξαν να ετοιμάσωσι την τράπεζαν του αρχιστρατήγου. Την άλλην, ημέραν επήγεν η Θεοπίστη εις την σκηνήν του αρχιστρατήγου δια να εύρη τα τέκνα της, αλλά δεν τα εύρε, διότι ελειπον εις υπηρεσίαν, εύρεν όμως μόνον τον Άγιον καθήμενον εις την σκιάν ενός δένδρου, και ιδούσα αυτον μακρόθεν, ευθύς συνησθάνθη ταραχήν μεγάλην εις την καρδίαν της, διότι της εφαίνετο ότι εκείνος ήτο ο σύζυγος της. Επειδή δε επεθύμει να του ομιλήση, επλησίασε και του είπεν «Άκουσον, παρακαλώ, κύριέ μου, τους λόγους μου. Εγώ κατάγομαι από την Ρώμην, και με έφεραν εδώ αιχμάλωτον, όθεν σε παρακαλώ να με υπάγης εκεί».
Ενώ δε έλεγε ταύτα η Θεοπίστη είς τον Άγιον, τον παρετήρει καλώς εις το πρόσωπον, και εύρισκεν ότι πάρα πολύ ωμοίαζε τον άνδρα της, αλλά δεν ετόλμα και να τον εξετάση ποίος ήτο, τέλος όμως, αφού επείσθη χωρίς δισταγμόν ότι εκείνος ήτο, έπεσεν εις τους πόδας του και του λέγει «Σε παρακαλώ, κύριέ μου, να μη θυμώσης εναντίον μου, αλλά ν’ ακούσης τους λόγους μου. Δεν μοι κάμνεις σε παρακαλώ, την χάριν να μοι είπης, ποία ήτο η προτέρα σου κατάστασις; διότι εγώ νομίζω, ότι συ είσαι ο στρατηλάτης Πλακίδας, ο οποίος επίστευσεν εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, ιδών αυτόν εσταυρωμένον εν μέσω των κεράτων της ελάφου και πολλούς ύστερα υπέφερε πειρασμούς, τελευταίον δε επήρε την γυναίκα του, η οποία είμαι εγώ, και τα τέκνα του, τα οποία ήσαν μικρά, τον Αγάπιον και τον Θεόπιστον, και εκίνησε να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, ο δε πλοίαρχος, ο οποίος ήτο κακότροπος άνθρωπος, με εκράτησεν ενέχυρον και με έφερεν εδώ εις αυτήν την πόλιν. Έχω δε μάρτυρα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και τους Αγγέλους αυτού, ότι αγνή και αμόλυντος έμεινα έως τώρα, ούτε απ’ εκείνον ούτε απο άλλον κανένα πειραχθείσα εις την τιμήν μου».
Ως ήκουσε ταύτα ο Άγιος, εβεβαιώθη δε και από τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και από τας ακριβείς πληροφορίας, τας οποίας του έδωκεν, ότι αληθώς εκείνη ήτο η σύζυγος του, έκραξε πάραυτα μετά πολλών δακρύων μεγαλοφώνωε «Δόξα σοι, ο Θεός μου, δόξα σοι». Έπειτα στραφείς προς την Θεοπίστην είπε «Εγώ είμαι εκείνος τον οποίον λέγεις». Τότε εσηκώθησαν αμφότεροι και ησπάσθησαν αλλήλους και εδόξαζον τον Θεόν. Η δε Θεοπίστη τον ηρώτησε που ήσαν τα τέκνα των. Ο δε Άγιος απεκρίθη, ότι εκείνα τα έφαγον τα θηρία. Τον ηρώτησε πάλιν η Θεοπίστη «Και πως συνέβη τούτο;». Τότε εκείνος διηγήθη λεπτομερώς το συμβεβηκός. Λέγει τότε εκείνη «Ας δοξάσωμεν τον Θεόν, τα τέκνα μας ζώσιν έως τήν σήμερον και ευρίσκονται εδώ μαζί σου, διότι εγώ χθες τα ήκουσα να διηγώνται απαράλλακτα τα ίδια όσα τώρα μοι είπες και αν δεν πιστεύης, διάταξε να έλθουν, όπως ακούσης και μόνος σου τους λόγους των». Αμέσως λοιπόν ο Άγιος καλεί τους νέους, λέγων «Παλληκάρια! Διηγηθήτε μοι πόθεν κατάγεσθε». Τότε ο μεγαλύτερος ανέφερεν όσα ενεθυμείτο και εγνώριζε, και εξ αυτών εβεβαιώθησαν και ο Άγιος και η γυνή του, ότι αληθώς εκείνα ήσαν τα τέκνα των. Ποία χαρά και αγαλλίασις έγινε την ημέραν εκείνην και εις τον Άγιον και εις όλον το στράτευμα του! Επτά ολοκλήρους ημέρας διήρκεσεν η χαρά και η πανήγυρις του στρατού, όχι μόνον διότι ενίκησαν και υπέταξαν τους επαναστάτας, αλλά και το κυριώτερον, διότι ευρέθη η αγαπητή συμβία του αρχιστρατήγου των και τα τέκνα των. Ο δε Άγιος εξ όλης ψυχής και καρδίας εδοξαζε τον Θεόν λέγων «Ευχαριστώ σοι Κύριε ο Θεός μου, ότι δεν με άφηκες τον ταπεινόν δούλον σου να πειράζωμαι παντοτεινώς, αλλά έδωκας μοι ανάπαυσιν ττων μεγάλων μου θλίψεων. Δοξάζω σε, Θεέ μου, ότι ως προείπες μοι, ούτω και έπραξας. Τώρα όπου είδον την γυναίκα και τα παιδιά μου, παράλαβε την ψυχή μου».
Καταπαύσας ο Άγιος Ευστάθιος εντελώς την αποστασίαν, επέστρεψεν εις την Ρώμην, αλλ’ εν τω καιρώ της επιστροφής τoυ απέθανεν ο Τραϊανός και τον διεδέχθη ο ανεψιός του Αδριανός, όστις έκτισε μετά ταύτα την Αδριανούπολιν, ήτο δε και αυτός είδωλολάτρης και μέγας διώκτης των Χριστιανών. Ούτος μαθώς ότι ήρχετο ο Στρατηλάτης Ευστάθιος εις την Ρώμην νικητής των αποστατών και τροπαιούχος, εξήλθε να τον προϋπαντήση, κατά την τότε συνήθειαν των αυτοκρατόρων της Ρώμης. Επειδή δε έμαθεν, ότι ο Άγιος εύρε την γυναίκα και τέκνα του, ηθέλησε να προσφέρη εις τα είδωλα μεγάλην θυσίαν, πρώτον μεν διότι ενικήθησαν οι αποστάται, δεύτερον δε διότι ο μακάριος Ευστάθιος απήλαυσε και τα φίλτατά του πρόσωπα επί της γης ζώντα, τα οποία προ πολλού καιρού είχεν ως απολεσθέντα. Εν ω δε o Αδριανός μετέβη εις τον ναον του Απόλλωνος και προσέφερε θυσίαν, ο Άγιος δεν ηθέλησε να υπάγη και αυτός να πράξη το ίδιον. Ότε δε ο Αδριανός ύστερον τον ηρώτησε διατί δεν επήγε και αυτός εις τον ναόν του Απόλλωνος να προσφέρη θυσίαν ευχαριστήριον εις τους θεούς, δυνάμει των οποίων και τους εχθρούς ενίκησε και την γυναίκα και τα τέκνα του εύρεν, ο Άγιος απεκρίθη: «Βασιλεύ, εγώ εις τον Χριστόν μου θυσιάζω, Αυτόν δοξάζω και Αυτόν θα ευχαριστήσω διότι εις αυτόν χρεωστώ την ζωήν μου και την ψυχήν μου, διότι Αυτός μοι έδωκε δύναμιν και ενίκησα τους εχθρούς του αυτοκράτορος, Αυτός ηυδόκησε και είδον και την γυναίκα και τα τέκνα μου. Άλλον Θεοό ούτε γνωρίζω ούτε πιστεύω, ειμή Αυτόν μόνον, όστις έκαμε τον ούρανον και την γην και πάντα τα εν αυτοίς».
Τότε ο Αδριανός διέταξεν αυτόν να ξεζωσθή ευθύς την στρατηγικήν ζώνην και να ίσταται εμπρός του ως κατάδικος αυτός, η γυνή του και τα τέκνα των και τοιουτοτρόπως ήρχισε να τους κάμνη διαφόρους εξετάσεις και παρατηρήσειc, προσπαθών όπως τους καταπείση να αλλάξωσι γνώμην, αλλ’ επειδή με κανένα τρόπον δεν το κατώρθωσε, διέταξε να τους εκθέσωσιν εις τινα πεδιάδα, και ν’ απολύσωσιν εναντίον των ένα μέγαν λέοντα πεινώντα. Αλλ’ ο λέων, άμα επλησίασε τρέχων ορμητικώς προς αυτούς, έκυψε την κεφαλήν ως προσκυνών αυτούς και ανεχώρησεν οπίσω. Επειδή λοιπόν ούτως ο σκοπός του αυτοκράτορος εματαιώθη, επρόσταξε τους στρατιώτας να πυρώσωσι καλά εν χάλκινον βασανιστήριον κατεσκευασμένον εις είδος βοός, και να τους κλείσωσιν εις αυτό. Τούτο μαθόντες άπειρον πλήθος κρυφών Χριστιανών και ειδωλολατρών, επήγαν την ημέραν κατά την οποίαν έμελλε να εκτελεσθή η ρηθείσα ποινή, δια να ίδωσι πως θα τους βάλωσι και πως θα τους καύσωσιν εντός του χαλκίνου εκείνου βοός.
Αφού λοιπόν ήναψαν μεγάλην πυράν κάτω από το χάλκωμα και επυρώθη αυτό αρκετά, οι δε στρατιώται ητοιμάσθησαν να τους βάλωσιν εντός, οι Άγιοι τους παρεκάλεσαν να μείνωσιν ολίγον να προσευχηθώσι πρώτον, λαβόντες δε την άδειαν και υψώσαντες τας χείρας, εδέοντο του Θεού ούτω λέγοντες: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός των Δυνάμεων, τον οποίον κανείς δεν είδε και ημείς ηξιώθημεν να σε ίδωμεν, επάκουσον της δεήσεώς μας τώρα, αφού ηυδόκησας να συνενωθώμεν και καθώς εφύλαξας από την κάμινον του πυρός τα σώματα των Αγίων Τριών Παίδων, τοιουτοτρόπως φύλαξον και τα ιδικά μας σώματα και ευδόκησον να ενταφιασθώσιν ομού εις ένα τάφον και παράλαβε την ψυχήν μας. Δος δε, Κύριε, την Χάριν Σου εις τα λείψανα μας, και όστις μας επικαλείται να έχη μέρος εις την Βασιλείαν των ουρανών και ή εις ποταμόν ή εις την θάλασσαν μας επικαλεσθή, όταν κινδυνεύη, παρακαλούμεν να προφθάνης εις την βοήθειάν του». Τότε ήκουσαν οι Άγιοι φωνήν εκ του ουρανού ερχομένην και λέγουσαν «Θα γίνη ό,τι ζητείτε και έτι πολλά πλειότερα, διότι δια το όνομά μου υπεφέρατε μεγάλους πειρασμούς μετά μοναδικής υπομονής και γενναιότητος. Δια τα κακοπαθήματά σας εις την πρόσκαιρον ζωήν θα απολαύσητε εις την ουράνιον πατρίδα την αιωνίαν χαράν και τους πρέποντας εις τους αγώνας σας αμαράντους στεφάνους». Τότε οι Άγιοι αγαλλόμενοι παρεδόθησαν εις τους στρατιώτας προθυμότατα και κλεισθέντες εντός του χαλκίνου εκείνου βοός, παρέδωκαν μετ’ ολίγον την αγίαν των ψυχών εις τον Κύριον εν έτει ρκς΄ (126) μ.Χ.
Μετά τρεις ημέρας επρόσταξεν ο Αδριανός να ανοίξωσιν εκείνο το χάλκωμα αφού δε το ήνοιξαν και είδον ότι ουδέ μία καν θριξ της κεφαλής των ήτο βεβλαμμένη από την πυράν, ενόμισεν ότι ήσαν ακόμη ζώντες, και διέταξε να τους εκβάλωσιν έξω. Ο δε εκεί κόσμος, ιδών τα σώματά των σώα και αβλαβή, ήρχισε να φωνάζη μεγαλοφώνως, ενί στόματι και μια καρδία, όλος «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, αυτός μόνος είναι Θεός αληθινός και κανείς άλλος». Ο δε Αδριανός φοβηθείς ανεχώρησε. Τοιουτοτρόπως λοιπόν επάνω εις εκείνον τον θόρυβον τινές Χριστιανοί επήραν κρυφίως των Αγίων τα λείψανα και ενεταφίασαν αυτά εις τόπον κατάλληλον. Επί δε του προστάτου των Χριστιανών Μεγάλου Κωνσταντίνου οι Χριστιανοί ανήγειραν Ναόν εις τους Αγίους, και κατ’ έτος εώρταζον και εορτάζουσι και μέχρι της σήμερον την μνήμην αυτών την εικοστήν του μηνός Σεπτεμβρίου. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρὸς εὐσέβειαν ἔνδοξε, τὴ τοῦ σοὶ ὀφθέντος δυνάμει, δι’ ἐλάφου Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καὶ ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροίς, σὺν τὴ θεία σου συμβίω καὶ τοὶς υἱοίς, φαιδρύνων τοὺς βοώντας σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δείξαντι σὲ ἐν παντί, Ἰὼβ παμμάκαρ δεύτερον.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ πάθη Χριστοῦ, σαφῶς μιμησάμενος, καὶ τούτου πιών, πιστῶς τὸ ποτήριον, κοινωνὸς Εὐστάθιε, καὶ τῆς δόξης σύγκληρος γέγονας, παρ' αὐτοῦ τοῦ πάντων Θεοῦ, λαμβάνων ἐξ ὕψους θείαν ἄφεσιν.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις ἀνδραγαθῶν, καρτερίας τοῖς πόνοις ὑπεραθλῶν, νέος ἀνηγόρευσαι, Ἰὼβ Μάρτυς πανένδοξε· τῶν γὰρ τερπνῶν τοῦ βίου, παθῶν τὴν ἀφαίρεσιν, σὺν γυναικὶ καὶ τέκνοις, Θεῷ ηὐχαρίστησας· ὅθεν ἐπὶ τέλει, τῶν ἀγώνων ὡς νίκης, βραβεῖον παρέσχε σοι, τὴν τοῦ αἵματος πρόσχυσιν, Ἀθλοφόρε Εὐστάθιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων, ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Ὕμνον μοι δώρησαι ὁ Θεός μου, ἀνυμνῆσαι καὶ λέγειν νυνὶ τοὺς ἀγῶνας τοῦ Ἀθλοφόρου σου Κύριε, ὅπως εὐρύθμως ἐγκωμιάσω τὸν γενναῖον ἐν τοῖς ἄθλοις Εὐστάθιον, τὸν νικητὴν ἐν πολέμοις ἐχθρῶν γεγονότα ἀεί, τὸν μέγαν ἐν εὐσεβείᾳ, καὶ χορῷ τῶν Μαρτύρων ἐκλάμψαντα· σὺν τούτοις γὰρ ψάλλει ἀπαύστως σοι, μετ' Ἀγγέλων ὁ πάνσοφος, λαμβάνων ἐξ ὕψους θείαν ἄφεσιν.
Πηγή: (Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αρχιμανδρίτου Ματθαίου Λαγγή, Αθήναι, 1974, τ. Η΄) Ορθόδοξες Απαντήσεις
Είναι, αλήθεια ότι ο Σταυρός του Κυρίου σημαδεύει τα πάντα στην Εκκλησία του Χριστού και στην ζωή των Χριστιανών.
Ἡ ἁγία Ἑλένη, μητέρα τοῦ πρώτου χριστιανοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης, τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ σκοπὸ νὰ ἀνακαλύψει τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἦταν ἕνα δύσκολο ἔργο, διότι μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν Σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ οἱ Ρωμαῖοι δύο φορὲς κατέστρεψαν τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν καιρὸ ποὺ πῆγε ἐκεῖ ἡ ἁγία Ἑλένη στὴ θέση της ὑπῆρχαν μόνο ἐρείπια. Ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας Ἀδριανός, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει κάθε ἀνάμνηση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ἔδωσε διαταγὴ νὰ δημιουργηθεῖ ἕνας τεχνητὸς λόφος στὴ θέση τοῦ μαρτυρίου καὶ νὰ φτιαχτεῖ πάνω του ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης. Ἡ ἁγία Ἑλένη δὲν ἤξερε ἀπὸ ποῦ ν’ ἀρχίσει τὴν ἔρευνά της. Τότε ὁ Κύριος τῆς ἔστειλε ἕναν ἡλικιωμένο Ἑβραῖο ποὺ ὀνομαζόταν Ἰούδας καὶ ἐκεῖνος τῆς εἶπε ὅτι ὁ Σταυρὸς βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς Ἀφροδίτης.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...