Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Μετά τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον Χριστέ, τήν ψυχή τοῦ δούλου σου Κοσμᾶ Ἀρχιερέως, Μητροπολίτου Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας
Πολὺ γνωστὸ τὸ ὄνομά του στὸν χριστιανικὸ κόσμο. Γνωστὸ καὶ τὸ μοναστήρι στὴν Παλαιστίνη ποὺ ἀσκήτεψε.
Βρίσκεται σὲ μία ἐρημικὴ καὶ ἄγρια χαράδρα καὶ εἶναι κοντὰ στὴν ἀρχαία Ρωμαϊκὴ ὁδό, ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχῶ. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ τοποθεσία αὐτὴ λέγεται χείμαρρος Χορρὰθ καὶ εἶναι συνδεδεμένη μὲ πολλὰ ἱστορικὰ γεγονότα.
Σ’ αὐτὸ τὸ μέρος εἶναι ἡ σπηλιὰ στὴν ὁποία εἶχε κάποτε κρυβεῖ ὁ προφήτης Ἠλίας (910 π.Χ.) γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν καταδίωξη τοῦ ἀσεβέστατου βασιλιὰ Ἀχαὰβ καὶ τῆς εἰδωλολάτριδας συζύγου του, τῆς Ἰζάβελ.
Σ’ αὐτὴ τὴν σπηλιὰ ὁ ζηλωτὴς προφήτης ἔμεινε μῆνες καὶ τρεφόταν κατὰ ἕνα θαυμαστὸ τρόπο. Μερικὰ κοράκια τοῦ ἔφερναν πρωὶ καὶ βράδυ ψωμὶ καὶ κρέας. Νερὸ ἔπινε ἀπὸ τὸν χείμαρρο. Ὅταν ὅμως καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἔλειψε τὸ νερό, ἐξ αἰτίας τῆς ἀνομβρίας, ὁ προφήτης ἀναχώρησε κατ’ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ στὰ Σάρεπτα τῆς Σιδῶνος.
Στὴν σπηλιὰ αὐτὴ ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἦρθε καὶ κλείστηκε καὶ ὁ θεοπάτορας Ἰωακείμ. Σαράντα μερόνυχτα ἔμεινε ἐδῶ νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος νὰ τοῦ χαρίσει ὁ Θεὸς ἕνα παιδί, γιατί ἦταν ἄτεκνος. Σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα καὶ ἡ σύζυγός του Ἄννα εἶχε παραμείνει στὸ σπίτι της καὶ προσευχόταν θερμά. Μὲ δάκρυα παρακαλοῦσε καὶ ζητοῦσε νὰ τῆς λύσει ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἀτεκνία της. Πολὺ συγκινητικὴ εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰωακείμ στὴ σπηλιὰ, ὅπως μᾶς τὴν διέσωσε ἀρχαία παράδοση: «Οὗ καταβήσομαι», ἔλεγε μονολογώντας ὁ εὐσεβὴς Ἰωακείμ, «οὔτε ἐπὶ ποτόν, ἕως ὅτου ἐπισκέψεταί με Κύριος ὁ Θεός μου καὶ ἔσται μου ἡ εὐχὴ βρῶμα καὶ πόμα».
Καὶ δὲν κινήθηκε ἀπὸ ἐκεῖ, παρὰ μονάχα, ὅταν ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποὺ ἀκούει πάντα τὶς προσευχὲς τῶν εὐσεβῶν παιδιῶν του, εἰσήκουσε τὴν δέησή του καὶ μ’ ἕναν ἄγγελο τοῦ διεμήνυσε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα, πὼς θὰ ἀποκτοῦσε παιδί. Καὶ πραγματικά. Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἀξιωνόντουσαν νὰ ἀποκτήσουν τὴν κεχαριτωμένη Μαρία, τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομα Θεοπάτορες, δηλαδὴ πρόγονοι κατὰ σάρκα τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας.
Ἀπὸ μία τυπικὴ διάταξη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων μανθάνουμε, πὼς ὁ χείμαρρος ἦταν κτῆμα τοῦ Ἰωακείμ, τοῦ πατέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐδῶ ὑπῆρχε καὶ κῆπος τοῦ ἰδίου καὶ ἐδῶ ἀργότερα κτίστηκε καὶ Ἐκκλησία ἐπ’ ὀνόματι τῆς Παναγίας στὴν ὁποία διάφορες μέρες τοῦ χρόνου γίνονταν μεγαλόπρεπες πανηγύρεις. Σὲ τοῦτο τὸ μέρος κτίστηκε καὶ ἡ μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Χοζεβᾶ, ποὺ θεωρεῖται μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες μονὲς τῆς Παλαιστίνης. Στὴν ἱερὰ αὐτὴ Μονὴ ἔζησαν τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ τῆς πλήρους ἀφιερώσεως, χιλιάδες εὐλαβεῖς ψυχές. Σ’ αὐτὴ πέρασε καὶ ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴ νῆσο Κύπρο, ποὺ εἶναι γνωστὸς μὲ τὸ ἐπώνυμο Χοζεβίτης, τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του.
Ἡ ὅλη περιοχὴ διακρίνεται γιὰ τὴν ἀγριότητά της. Καὶ αὐτὴ τὴν περιοχὴ χωρὶς ἄλλο θὰ εἶχε ὑπ’ ὄψη ὁ Κύριος, ὅταν ἔλεγε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ περιέπεσε στοὺς ληστὲς καὶ εἶναι γνωστὴ σὰν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη.
Καθ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ τοῦ χειμάρρου ὑπάρχουν πολλὰ σπήλαια, τὰ ὁποία ἀπὸ ἐνωρὶς προσείλκυσαν πολλοὺς ἀναχωρητές. Σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, ποὺ βρίσκεται ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ Μονή, εἶχε ἐγκατασταθεῖ κάποτε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός, ποὺ εἶχε διατελέσει ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας καὶ ὕστερα ἐγκατέλειψε τὴν ἐπισκοπὴ καὶ ἦρθε στὸ μέρος αὐτὸ νὰ μονάσει. Ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἅγιος καὶ Θαυματουργὸς ἔκτισε τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ Μονὴ στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας καὶ καλλώπισε τὸν χῶρο ἐκεῖνο ἔτσι, ποὺ σὲ λίγο καιρὸ χιλιάδες φιλέρημες ψυχὲς ἦρθαν νὰ ζήσουν τὴν ἀγγελικὴ ζωή. Τὴν ἀκμὴ τῆς Μονῆς, στὴν ὁποία πολλὰ θαύματα γίνονταν ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀλλὰ καὶ τῶν γύρω ἀσκητηρίων, ποὺ στὶς ἀρχὲς τοῦ ἑβδόμου αἰώνα φιλοξενοῦσαν πιὸ πολλὲς ἀπὸ πέντε χιλιάδες ψυχές, ἀνέκοψαν οἱ περσικὲς ἐπιδρομές. Σὰν καταιγίδα ἀληθινὴ εἶχαν ἐνσκήψει οἱ ἄγριες αὐτὲς ὀρδές, ποὺ ἔσφαζαν, ἔκαιαν, ἐρήμωναν τὰ πάντα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ περνοῦσαν. Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ καταστράφηκε καὶ ὁ ἅγιος ναὸς τῆς Ἀναστάσεως καὶ ὅλοι οἱ ναοὶ καὶ τὰ μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης (614 μ.Χ.)
Αὐτὸ τὸν καιρὸ ἔζησε καὶ ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης ποὺ ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν παιδὶ τὸ ὄνομά του ἔγινε συνώνυμο μὲ τὴν ἀρετή.
Ἡ ἁγία αὐτὴ μορφὴ γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Κύπρου μας ἀπὸ πολὺ εὐσεβεῖς καὶ εὐκατάστατους γονεῖς. Τὰ πολλὰ ἀγαθὰ ὅμως ποὺ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ τοὺς εἶχε χαρίσει, δὲν τοὺς ἐμπόδισαν νὰ ζοῦνε μὲ ἀπόλυτη ὑποταγὴ στὸ θέλημά Του. Μὲ τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια μεγάλωσαν καὶ τὰ δυὸ παιδιά τους, τὸν Ἡρακλείδη καὶ τὸν Γεώργιο. Οἱ εὐλαβεῖς γονεῖς ἀπ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴ βρεφικὴ ἡλικία φρόντισαν νὰ ἐνσταλάξουν στὴν ψυχὴ καὶ τῶν δύο παιδιῶν τους τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸ ἅγιο Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μὰ καὶ τὴν ὑπακοή, τὴν τυφλὴ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του. Καὶ οἱ κόποι τους ὄχι μόνο δὲν πῆγαν χαμένοι, ἀλλὰ καὶ πλούσια εὐλογήθηκαν ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Πατέρα.
Ὁ Ἡρακλείδης ποὺ ἦταν καὶ ὁ πιὸ μεγάλος, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, πῆρε τὴν εὐχὴ τῶν γονιῶν του καὶ πῆγε νὰ προσκυνήσει τοὺς τόπους ποὺ γεννήθηκε, μεγάλωσε καὶ ἔζησε ὁ Χριστός μας. Ἡ εὐγενικὴ καὶ φιλόθρησκη ψυχὴ τοῦ νέου, σὰν ἔφτασε στὴν Ἁγία Γῆ καὶ ἐπισκέφθηκε τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὸν Πανάγιο Τάφο τοῦ Χριστοῦ, τόσο γοητεύθηκε, ποὺ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ μείνει πιὰ στὰ μέρη ἐκεῖνα γιὰ ὅλη του τὴ ζωή. Καὶ πραγματικά. Ὁ πιστὸς καὶ φιλόθεος νέος, ἀφοῦ γύρισε διάφορα μέρη, κατέβηκε καὶ στὸν Ἰορδάνη. Περπάτησε μὲ συνεπαρμένη ψυχὴ στὸν τόπο ποὺ κατὰ τὴν παράδοση ὁ προφήτης τῆς ἐρήμου βάπτισε τὸν Κύριο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ προχώρησε στὴ Λαύρα τοῦ Καλαμώνος, ὅπου καὶ παρέμεινε ἀγωνιζόμενος τὸν ἀγώνα τὸν καλό, τῆς ἀρετῆς τὸν ἀγώνα. Ὁ ἀδελφός του Γεώργιος, μικρὸς ἀκόμη παρέμεινε κοντὰ στοὺς γονεῖς του καὶ ξεχώριζε ἀπ’ ὅλους τους συνομήλικούς του στὴ φρονιμάδα καὶ τὴ σεμνὴ ζωή.
Στὰ χρόνια τὰ δύσκολα, τῆς ἐφηβείας τὰ χρόνια, μεγάλη δοκιμασία κτύπησε τὸ καλὸ παιδί. Οἱ γονεῖς του ἀρρώστησαν καὶ πέθαναν σὲ λίγο διάστημα ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ βεβαιώνει μὲ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα Του πὼς τὸ ὀρφανὸ καὶ τὴν χήρα τὰ παίρνει πάντα ὑπὸ τὴν ἰδιαίτερη προστασία Του, δὲν ἐγκατέλειψε τὸ πιστὸ παιδί. Ἕνας θεῖος του φρόντισε καὶ πῆρε τὸ παιδὶ κοντά του μὲ ὅλα τὰ πράγματα καὶ τὴν κληρονομιά του μὲ σκοπὸ σὰν μεγαλώσει νὰ τὸν συζεύξει μὲ τὴν ἐπίσης μικρὴ καὶ μονάκριβη θυγατέρα του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Γεώργιος ἀπεστρέφετο τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἡ ψυχή του λαχταροῦσε μία ἀνώτερη ζωή, τὴν ἀγγελικὴ ζωή, ἕνα πρωὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ πῆγε σ’ ἕναν ἄλλο θεῖο του, ποὺ ἦταν ἡγούμενος σ’ ἕνα μοναστήρι. Ὅταν ὁ πρῶτος θεῖος ἔμαθε τί ἔγινε, πῆγε στὸ μοναστήρι μὲ σκοπὸ νὰ ξαναπάρει τὸν Γεώργιο καὶ νὰ τὸν φέρει πίσω στὸ χωριό. Στὴν προσπάθειά του μάλιστα νὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπό του, δὲν δυσκολεύθηκε νὰ φιλονεικήσει καὶ μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν μοναχό. Αὐτὸς ὅμως μὲ ἡρεμία καὶ πραότητα τοῦ ἀπήντησε:
› Ἀδελφέ μου, οὔτε ἔφερα τὸν νέο ἐδῶ, οὔτε καὶ τὸν διώχνω. Ἂς ἀποφασίσει μόνος του ὅ,τι θέλει. Ἡλικίαν ἔχει...
Ὅταν ὁ νέος ἔμαθε τὴν φιλονικία τῶν θείων του γιὰ τὸ πρόσωπό του, σηκώθηκε κρυφὰ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ τράβηξε πρὸς τὴν ἁγία πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ σὰν ἔφτασε, πῆγε καὶ γονάτισε καὶ μὲ εὐλάβεια προσκύνησε τὰ πάνσεπτα προσκυνήματα τῆς εὐλογημένης πόλεως, καὶ ὕστερα κατέβηκε πρὸς τὸν Ἰορδάνη. Τὸ ἄδολο γάλα τῆς πίστεως μὲ τὸ ὁποῖο ἀπὸ τῆς βρεφικῆς ἡλικίας τὸν πότισαν οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, τὸν σπρώχνει νὰ βρεῖ τὸν ἀδελφό του. Ἡ ψυχή του ποθεῖ τὴ μακαρία ζωή, τὴν ἀγγελικὴ ζωή. Οἱ κίνδυνοι τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἀντίκριζε γύρω του, τοῦ ἔφερναν στ’ αὐτιὰ καθαρὰ τὸν ἀπόηχο τῆς φωνῆς τῶν ἀγγέλων πρὸς τὸν Λῶτ: «Σώζων σῶζε τὴν σ’ ἑαυτοῦ ψυχήν» (Γεν. ιθ’ 17). Δηλαδὴ κοίταξε πὼς θὰ σώσεις τὴν ψυχή σου. Ἡ ματαιότητα τῶν φθαρτῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου συνετάραττε τὸ εἶναι του. Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα σκεπτόταν καὶ ἐπανελάμβανε μόνος του. Ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸ προσκλητήριο διάγγελμα τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεὶν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖται μοι», προχώρησε καὶ τράβηξε πρὸς τὴ Λαύρα τοῦ Καλαμώνος στὴν ὁποία, ὅπως εἶχε μάθει, βρισκόταν ὁ ἀδελφός του.
Ἡ Λαύρα τοῦ Καλαμώνας βρισκόταν κοντὰ στὸ σημερινὸ μοναστήρι τοῦ Ἀββᾶ Γερασίμου ἐκεῖ στὸν Ἰορδάνη.
Χωρὶς κανένα ἐνδοιασμὸ σὰν τὸν συνάντησε ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ φανέρωσε τὸν πόθο καὶ τὴν ἀπόφασή του νὰ μείνει κοντά του. Ἐκεῖνος παρὰ τὴ μυστικὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε γιὰ τὴν ἁγία διάθεση τοῦ ἀδελφοῦ του, βλέποντάς τον τόσο νεαρό, φοβήθηκε νὰ τὸν κρατήσει κοντά του καὶ τὸν συνώδευσε στὴ Μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Χοζεβᾶ στὸν ἐκεῖ ἡγούμενο, ποὺ ἦταν καὶ φίλος του καὶ τοῦ τὸν παρέδωσε. Αὐτὸς δὲ ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι του.
Ὁ ἡγούμενος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἐξετίμησε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ νεαροῦ Γεωργίου καὶ τὸν κατηύθυνε μὲ φόβο Θεοῦ στῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τὰ σκαλοπάτια. Ἡ βαθιὰ ταπείνωση τοῦ νέου, ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ προθυμία του νὰ ἐκτελεῖ πάσαν ἐργασία τῆς μονῆς, ἐνεθάρρυναν τὸν ἡγούμενο, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ νὰ προχωρήσει στὴν κουρὰ τοῦ νέου, σὲ μοναχό καὶ νὰ τὸν ἀναθέσει σ’ ἕνα προκομμένο γέροντα σὰν συμβοηθό του στὸ διακόνημα τοῦ νεοκηπίου ποὺ εἶχε.
Μὲ ἀχώριστο σύντροφο τὸν ἐνθουσιασμὸ ὁ νεαρὸς μοναχὸς περνάει τὴν καθημερινὴ ζωή του ἀνάμεσα σὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ πολύωρες προσευχές. Ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν φλογερὸ ζῆλο του ὑποβάλλει τὸν ἑαυτό του σὲ πολλοὺς κόπους γιὰ τελειότερη ζωή. Δυστυχῶς ὁ γέροντάς του παρὰ τὶς πολλές του ἀρετὲς δὲν τὸν βοηθάει καὶ πολὺ στὴν εὐγενική του προσπάθεια. Ἦταν ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ μὲ τὸ «ψύλλου πήδημα» τὸν ἀπόπαιρνε σὲ βαθμὸ ἀποκαρδιωτικό.
Κάποια μέρα μάλιστα ὁ γέροντας ἔστειλε τὸν ὑποτακτικό του στὸν χείμαρρο νὰ φέρει νερό. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ νερὸ ἦταν μαζεμένο καὶ τὰ καλάμια καὶ τὰ ξύλα ποὺ ἤσαν μπροστὰ ἦταν πολὺ πυκνὰ καὶ ὁ νέος ἦταν ντυμένος τὰ ἐνδύματά του, δὲν μπόρεσε νὰ περάσει μὲ τὸ δοχεῖο τοῦ νεροῦ καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ὁ γέροντας σὰν εἶδε τὸν νέο χωρὶς τὸ νερὸ θύμωσε καὶ τοῦ εἶπε νὰ βγάλει τὸ ἱμάτιό του, νὰ φορέσει μόνο τὸ ἐπάνω ράσο του καὶ χωρὶς νὰ ἀντείπει ὑπάκουσε καὶ πῆγε. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸς ἄργησε καὶ στὸ μεταξὺ κτύπησε ὁ κώδωνας γιὰ τὸ τραπέζι, ὁ γέροντας ἔκρυψε τὸ ἱμάτιο τοῦ παιδιοῦ καὶ πῆγε στὸ φαγητό. Ὅταν ὁ νέος ἐπέστρεψε καὶ δὲν βρῆκε οὔτε τὸ ἱμάτιό του, οὔτε τὸν γέροντα, πῆγε στὴ μονὴ χωρὶς τὸ ζωστικὸ καὶ κτύπησε τὴν πόρτα. Ὅταν ὁ μοναχὸς ποὺ ἦρθε νὰ τοῦ ἀνοίξει τὸν εἶδε ἔτσι γυμνό, τὸν ρώτησε τί τοῦ συνέβη. Καὶ ὅταν ὁ νεαρὸς τοῦ ἐξήγησε, πῆγε καὶ τοῦ ἔφερε ἕνα ἱμάτιο, τὸ ὁποῖο φόρεσε καὶ μπῆκε στὸ μοναστήρι. Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔμπαινε, ὁ γέροντας ποὺ τὸν εἶδε ἐκεῖ μπροστὰ ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν ἁγίων πέντε Πατέρων, χωρὶς οἶκτο καὶ μὲ θυμὸ ἀδικαιολόγητο τοῦ ἔδωκε ἕνα δυνατὸ ράπισμα λέγοντάς του:
› Γιατί ἄργησες;
Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ χέρι τοῦ γέροντα ξηράνθηκε ὁλόκληρο καὶ δὲν κουνιότανε καθόλου. Συντετριμμένος ὁ ἀββᾶς ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ τὸν βρῆκε, ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ νεαροῦ ὑποτακτικοῦ του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας:
› Παιδί μου, συγχώρεσέ με καὶ μὴ μὲ φανερώσεις. Ἔφταιξα. Πολὺ ἔφταιξα. Μὴ μὲ διαπομπεύσεις, ἀλλὰ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὲ συγχωρήσει καὶ νὰ μὲ κάμει καλά.
Ὁ νεαρὸς μοναχὸς βαθιὰ λυπημένος γιὰ τὸ πάθημα τοῦ γέροντα, τοῦ εἶπε μὲ ταπείνωση καὶ συντριβή:
› Πήγαινε, πάτερ, ἐκεῖ στοὺς τάφους τῶν ἁγίων Πατέρων, βάλε μετάνοια καὶ αὐτοὶ θὰ σὲ θεραπεύσουν.
Ὁ γέροντας ὅμως ἐπέμενε.
› Παιδί μου, σὲ σένα ἔφταιξα. Σὺ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὲ σπλαγχνιστεῖ καὶ νὰ μὲ συγχωρήσει.
Τότε ὁ νεαρός, ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν γέροντα, τὸν ὁδήγησε ἐκεῖ στοὺς τάφους καὶ ἀφοῦ ἔβαλαν βαθιὰ μετάνοια, προσευχήθηκαν καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ χέρι ξαναγύρισε στὴ φυσική του κατάσταση. Μὰ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ γέροντα μαλάκωσε. Ὁ θυμὸς παραμέρισε καὶ ἡ πραότητα μαζὶ μὲ τὴ συγκατάβαση στήσανε στὴν καρδιά του τὸν θρόνο τους.
Παρὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ ἀπὸ τὴ σκηνὴ τοῦ θαύματος, τοῦτο ἔγινε γρήγορα γνωστὸ σ’ ὅλη τὴν ἀδελφότητα. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ὅλοι οἱ μοναχοὶ μὲ ἰδιαίτερη ἐκτίμηση καὶ σεβασμὸ ἄρχισαν νὰ περιβάλλουν τὸν νέο καὶ γιὰ τὸ θαῦμα του νὰ μιλοῦν. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ φόβο μήπως πιαστεῖ στὰ δίχτυα τῆς ὑπερηφάνειας, σηκώθηκε μία βραδιὰ καὶ ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι καὶ τράβηξε στὴ Λαύρα ποὺ βρισκόταν ὁ ἀδελφός του. Ἐκεῖ μὲ αὐστηρὴ ἐγκράτεια στόλισε τὴν ζωή του καὶ μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴ σκληρὴ ἄσκηση νέκρωσε τὸ σῶμα του, ὥστε οἱ προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὸν ἐπηρεάσουν. Καμιὰ ὑστεροβουλία ἢ ἰδιοτέλεια δὲν ὑπεισερχόταν στὶς σκέψεις του. Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου σὰν φωτεινὸς φάρος πρόβαλλε πάντα μπροστά του καὶ τοῦ φώτιζε τὸν δρόμο του. Ζοῦσε ὅμως σὰν οὐράνιος ἄνθρωπος, μὰ καὶ ἐπίγειος ἄγγελος. Ζωὴ «πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάννη α’ 14) εἶχε καταντήσει ἡ ζωή του. Πηγὴ ἀκένωτη θαυμάτων. Θαυμάτων ποὺ προκαλοῦν στ’ ἀλήθεια κατάπληξη.
Ἕνα τέτοιο θαῦμα ἦταν καὶ τοῦτο. Κάποια μέρα ἕνας γεωργὸς ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ, γνωστὸς καὶ φίλος τῶν δυὸ ἀσκητῶν, ἦρθε στὴ Λαύρα, μὲ ἕνα ζεμπίλι ἀπὸ διάφορους καρποὺς ποὺ γεωργοῦσε καὶ κτύπησε τὴν θύρα τοῦ κελιοῦ τους. Ὁ Γεώργιος πῆγε καὶ ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ τὸν προσκάλεσε νὰ μπεῖ μέσα. Ὁ ἐπισκέπτης μόλις μπῆκε ἔβαλε μία μετάνοια καὶ ἀφοῦ τοποθέτησε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ δῶρα παρακάλεσε θερμὰ τοὺς ἀβάδες νὰ εὐλογήσουν τοὺς καρποὺς ὁπότε κάτω ἀπὸ αὐτοὺς μὲ μεγάλη ἔκπληξη τί βλέπουν; Ἕνα νήπιο νεκρό. Ἦταν τὸ νεογέννητο παιδὶ τοῦ ἐπισκέπτη ποὺ εἶχε ἀποθάνει καὶ αὐτὸς τὸ ἔφερε στοὺς ἀβάδες μὲ τὴ γλυκιὰ ἐλπίδα πὼς αὐτοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ ἀναστήσουν καὶ νὰ τοῦ τὸ ξαναδώσουν ζωντανό. Ὁ ἀβὰς Ἡρακλείδης σὰν τὸ εἶδε μὲ τρόμο καὶ ταραχὴ εἶπε στὸν ἀδελφό του: «Πήγαινε καὶ κάλεσε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἔρθει νὰ πάρει τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ πράγματα ποὺ ἔφερε. Μᾶς βάζει, πές του σὲ μεγάλο πειρασμό. Κύριε, ἀναφώνησε, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς».
Ὁ ἀβὰς Γεώργιος ὅμως ποὺ ἦταν τότε σαράντα περίπου χρόνων, ἔβαλε στὸν ἀδελφό του μετάνοια καὶ μὲ σεβασμὸ τοῦ εἶπε:
› Πάτερ μου, μὴ στενοχωρεῖσαι καὶ μὴ ταράττεσαι. Ἀλλὰ ἔλα νὰ παρακαλέσουμε μὲ πίστη τὸν Πολυεύσπλαχνο καὶ Πανοικτίρμονα Θεὸ νὰ κάμει τὸ θαῦμα του. Καὶ ἄν μᾶς ἀκούσει ἡ εὐσπλαγχνία του καὶ ἀναστήσει τὸ παιδί, εὐλογημένο ἂς εἶναι στοὺς αἰῶνες τὸ Πανάγιο Ὄνομά Του. Τότε καλοῦμε τὸν πατέρα καὶ τοῦ δίνουμε τὸ παιδί του, ὅπως πίστεψε. Ἂν ὅμως ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ δὲν θελήσει, γιὰ λόγους ποὺ γνωρίζει Ἐκεῖνος, νὰ γίνει τὸ θαῦμα, τότε πάλι καλοῦμε τὸν πατέρα καὶ τοῦ ἐξηγοῦμε, πὼς καὶ ἐμεῖς ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι εἴμεθα καὶ δὲν ἔχουμε τέτοια παρρησία, ὥστε νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὸ ποὺ ποθεῖ τόσο ἐκεῖνος, ὅσο καὶ ἐμεῖς.
Στὰ λόγια τοῦ Γεωργίου ὁ ἀβὰς Ἡρακλείδης πείσθηκε. Τότε καὶ οἱ δύο οἱ πατέρες ἀφοῦ γονάτισαν, μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ καρδιὰ ραγισμένη ἄρχισαν νὰ προσεύχονται. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποὺ ἀκούει πάντα τὶς προσευχὲς τῶν παιδιῶν του ποὺ γίνονται μὲ πίστη, ἄκουσε καὶ τῶν πιστῶν ἀβάδων τὴν παράκληση. Τὸ νεκρὸ παιδὶ κάποια στιγμὴ ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ἀφῆκε ἕνα ἐλαφρὸ κλαψούρισμα. Οἱ εὐλαβεῖς ἀσκητὲς μὲ τὴν ψυχὴ πλημμυρισμένη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἄνοιξαν τὴν πόρτα καὶ κάλεσαν μέσα τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ καὶ τοῦ εἶπαν:
› Ἀδελφέ μας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν πίστη ποὺ ἔδειξες σ’ Αὐτόν, σοῦ δίνει τὸ παιδί σου πίσω ζωντανό. Πάρε το καὶ δόξαζέ τον μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ μὴν ἀναφέρεις σὲ κανένα τίποτα ἀπὸ ὅτι ἔγινε.
Ὁ εὐλαβὴς πατέρας μὲ δάκρυα χαρὰς πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὸ ἀγαπημένο του παιδὶ καὶ βγῆκε δοξολογώντας ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του τὸν φιλάνθρωπο Θεό. Ἔφυγε καὶ ἀφῆκε πίσω τοὺς ἀβάδες νὰ συνεχίζουν τὸν ἀγώνα τους. Ἀγώνα κουραστικὴς σκληραγωγίας τοῦ κορμιοῦ, ἀγώνα συνεχοὺς προσευχῆς.
Ἔτσι περνοῦσε κάθε μέρα ἡ ζωή τους μὲ εὐλάβεια καὶ εἰρήνη καὶ ταπείνωση καὶ ζηλευτὴ γενικὰ ἀρετή. Ποτέ τους δὲν καταδέχτηκαν νὰ ἀντιμιλήσουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ἢ νὰ λυπήσουν κανένα. Ὁ ἀβὰς Ἡρακλείδης εἶχε πολλὴ πραότητα καὶ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση. Καὶ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς τὶς κράτησε μὲ παραδειγματικὸ ζῆλο καὶ προσοχὴ μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ ὁ μεγάλος Πατέρας τὸν κάλεσε νὰ ἀφήσει τοῦτο τὸν κόσμο καὶ νὰ μεταπηδήσει στὴ χώρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς αἰώνιας εὐτυχίας καὶ χαράς. Κοιμήθηκε γύρω στὰ ἑβδομῆντα του χρόνια καὶ τάφηκε ἐκεῖ στοὺς τάφους τῶν ὁσίων Πατέρων. Στὸν οὐρανὸ τώρα πρεσβεύει γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν πατρίδα, τὴ μαρτυρικὴ Κύπρο μας.
Ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ ἀβᾶ Ἡρακλείδη, ἀδελφοῦ ὁμογάλακτου, συμμοναστοῦ ὅμως καὶ συναθλητοὺ τοῦ ἀβᾶ Γεωργίου, τότε καὶ αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὴ Λαύρα καὶ ξαναγύρισε στὸ μοναστήρι τοῦ Χοζεβᾶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκίνησε. Καὶ στὸ περιβάλλον αὐτὸ ἡ ζωὴ τοῦ ταπεινοῦ ἀβᾶ συνεχίζεται σὰν τὴν προηγούμενή του ζωὴ στὴ Λαύρα. Καὶ ἐδῶ ἡ αὐστηρὴ νηστεία, μαζὶ μὲ τὴν ὑπερβολικὴ ἀγρυπνία καὶ θερμὴ προσευχὴ ἀποτελοῦν τὴν καθημερινή του ἐνασχόληση. Ἡ νηστεία μάλιστα στὴν ὁποία ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του, ὅπως μᾶς λέει ὁ μαθητής του ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος, αὐτὸς ποὺ ἔγραψε καὶ τὴ βιογραφία του, εἶχε φτάσει στὸ κατακόρυφο. Ἀλλὰ καὶ στὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχὴ εἶχε ξεπεράσει ὅλους ἐκεῖ τοὺς συμμοναστές του. Χωρὶς καμιὰ ὑπερβολὴ μποροῦσε νὰ ἔλεγε γιὰ τὴ ζωή του. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. β’ 20). Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἔβλεπαν τὸν θαύμαζαν. Καὶ οἱ δαίμονες τὸν ἔτρεμαν γιὰ τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν ὑπομονή του.
Ὅταν οἱ Πέρσες ἔφτασαν στὴ Δαμασκό, ὁ Ὅσιος ποὺ τὴν ἡμέρα καθόταν ἔξω ἀπ’ τὸ κελί του καὶ ζεσταινόταν στὸν ἥλιο, γιατί ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἐγκράτεια εἶχε καταντήσει πολὺ ἀδύνατος, μὲ θεῖο ὅραμα προέβλεψε τὴν καταστροφὴ τῆς χώρας. Οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ κατοικοῦσαν στὰ μέρη ἐκεῖνα τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης εἶχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο ὅριο. Ὅταν μάλιστα οἱ Πέρσες εἶχαν προχωρήσει καὶ περικυκλώσει τὴν ἁγία πόλη Ἱερουσαλήμ, τότε οἱ ἀδελφοὶ τοῦ κοινοβίου καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔμεναν σὲ κελιὰ ἔφυγαν γιὰ τὴν Ἀραβία ἢ πῆγαν καὶ κρύφτηκαν στὰ σπήλαια καὶ στὸν καλαμῶνα. Μαζὶ μ’ αὐτοὺς μὲ τὴν ἐπιμονὴ τῶν πατέρων πῆγε καὶ ὁ γέροντας Γεώργιος. Ἐκεῖ τὸν βρῆκαν οἱ Πέρσες καὶ τὸν πῆραν καὶ αὐτὸν αἰχμάλωτο μαζὶ μὲ ἄλλους. Πολλοὺς ἀπ’ αὐτοὺς κατάσφαξαν. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἕνα γέροντα ἑκατὸ περίπου χρόνων μὲ ἅγια ζωή, τὸν ἀβὰ Στέφανο τὸν Σύρο. Τὸν Ἅγιο Γεώργιο τὸν σεβάστηκαν σὰν τὸν εἶδαν ἔτσι ἀδύνατο καὶ εὐλαβή, τοῦ ἔδωκαν μάλιστα καὶ ἕνα ζεμπίλι μὲ ψωμιὰ καὶ ἕνα δοχεῖο μὲ νερὸ καὶ τὸν ἀφήκαν ἐλεύθερο λέγοντάς του: «Ὅπου θέλεις πήγαινε, γέρο, νὰ σώσεις τὸν ἑαυτό σου». Ὁ Ἅγιος κατέβηκε στὸν Ἰορδάνη τὴ νύκτα καὶ κρυβόταν ἐκεῖ μέχρις ὅτου ἔφυγαν οἱ Πέρσες πρὸς τὴ Δαμασκὸ μαζὶ μὲ τοὺς αἰχμαλώτους ποὺ πῆραν καὶ ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Μαζί τους εἶχαν καὶ τὸν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων τὸν Ζαχαρία καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό.
Ὁ γέροντας ἀφοῦ περιπλανήθηκε ἕνα διάστημα σὲ διάφορα μέρη, στὸ τέλος γύρισε στὸ μοναστήρι τοῦ Χοζεβᾶ ὅπου παρέμεινε μέχρι τοῦ θανάτου του. Αὐτὴ τὴν περίοδο ὁ ὅσιος παρὰ τὴν ἡλικία τοῦ ἀνέπτυξε μεγάλη ἱεραποστολικὴ δράση. Τὸ «παρακαλεῖτε, παρακαλεῖτε τὸν λαό μου» τὸ ἔκαμε βίωμά του καὶ σύνθημα ζωῆς. Καθημερινὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κελί του καὶ δίδασκε καὶ στήριζε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς πολλοὺς ἐπισκέπτες. Μαζὶ μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ὃ ὅσιος πρόσφερε καὶ τὰ πολλὰ θαύματά του. Πολὺ τὸν χαρίτωσε ὁ Κύριος τοῦτο τὸν καιρό. Πηγὴ χαριτόβρυτη κι ἀνεξάντλητη θαυμάτων ἔμεινε μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ κοιμήθηκε.
Εἰρηνικὰ καὶ ἥσυχα ἕνα πρωινὸ ὁ Ἅγιός μας ἀφῆκε τὸ πνεῦμα του νὰ πετάξει κοντὰ στὸν Κύριο ποὺ ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή του καὶ ἔζησε γιὰ τὴν δόξα του. «Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἄψηται αὐτῶν βάσανος». Ποικίλες θεραπεῖες προσφέρει ὁ Ὅσιός μας καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη στὸν Θεὸ ζητοῦν τὴ μεσιτεία του. Ἡ μνήμη του ἀθάνατη θὰ μένει στοὺς αἰῶνες καὶ τὸ παράδειγμά του ζωντανὸ θὰ καλεῖ τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων, τῆς Κύπρου μας στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ναί! στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιατί μόνο ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ προσήλωσή μας στὸ θέλημά του ὀμορφαίνει τὴν ζωή μας καὶ τῆς δίνει νόημα καὶ ἀσφάλεια καὶ ἀξία.
Εἶναι καιρός, ὅλοι ὅσοι κατοικοῦμε τοῦτο τὸν τόπο νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς τὸ ὄνομα «χριστιανός» δὲν εἶναι ἕνα κενὸ ὄνομα καὶ ἕνας κληρονομικὸς τίτλος χωρὶς εὐθύνη. Τὸ ὄνομα, τὸ τιμημένο ὄνομα χριστιανός, εἶναι περισσότερο τρόπος σκέψεως καὶ ἕνας κανόνας ζωῆς. Εἶναι «αἵρεσις βίου». Καθένας ἀπὸ μᾶς εἶναι ὑποχρεωμένος τὴν κάθε μέρα νὰ δίνει «τὴν μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ». Καὶ αὐτὴ ἡ μαρτυρία δὲν εἶναι μία πράξη ἀνώδυνη. Σὲ πολλὲς περιστάσεις ἡ μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ καταντᾶ διωγμὸς «ἕνεκεν δικαιοσύνης». Καὶ ἀκόμη μαρτύριο καὶ θάνατος γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου του. Σήμερα πιὸ πολὺ ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ ὁ κάθε πιστὸς πρέπει νὰ εἶναι ἀθλητὴς τῆς πίστεως. Τῆς πίστεως, τὴν ὁποία πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ὁμολογήσει καὶ νὰ βεβαιώσει μὲ τὴν πολιτεία του. Νὰ βεβαιώσει δηλαδὴ ὅτι καμιὰ δύναμη στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μὲ τὸν θεῖο Ἀπόστολο Παῦλο καθένας ἀπὸ μᾶς πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἐπαναλάβει τὸ «τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἢ στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα». Καὶ μὲ πεποίθηση ἀκλόνητη στὴ δύναμη ποὺ χαρίζει ὁ Χριστός, σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ ἀληθινὴ πίστη τὸν ἐπικαλοῦνται, νὰ δίνει καὶ τὴν ἀπάντηση, ὅπως τὴν ἔδινε ἡ φάλαγγα τῶν ἁγίων, ὁσίων, πατέρων καὶ μαρτύρων τῆς ἐκκλησίας μας, ὅπως τὴν ἔδινε ὁ μεγάλος ἅγιος μας Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης μὲ τὰ λόγια καὶ πάλιν τοῦ θείου Παύλου:
«Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστώτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τὶς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. η’ 25, 38 – 39).
Ἅγιε Γεώργιε τοῦ Χοζεβᾶ, ἀγλάϊσμα τῶν Πατέρων, δόξα τῶν ὁσίων, τρανὸ ὑπόδειγμα βαθιᾶς πίστεως καὶ εὐσέβειας, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Πρέσβευε, ἅγιε Πάτερ, καὶ εὔχου ἡ πατρίδα σου Κύπρος καὶ πατρίδα μας, νὰ ἰδεῖ μία ὥρα γρηγορότερα τὴν ποθητὴ ἐλευθερία καὶ τὴ λύτρωση ἀπὸ τὰ ἀνήκουστα δεινὰ ποὺ περνᾶ.
Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Γεωργήσας τὸν λόγον Πάτερ τῆς χάριτος, δικαιοσύνης ἐδρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ὡς τὴν ἔνθεον ζωὴν αἱρετισάμενος· ὅθεν τῆς δόξης κοινωνός, ἀνεδείχθης τοῦ Χριστοῦ, Γεώργιε θεοφόρε· ᾧ καὶ πρεσβεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς γεωργὸν τῶν νοητῶν φυτῶν πανάριστον καὶ τῶν Ἀγγέλων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον ἀνυμνοῦμέν σε οἱ παῖδές σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ἀπὸ πάσης ἀπολύτρωσαι κακώσεως τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον.
Τὸν Σταυρὸν ὡς ἄροτρον ἐσχηκώς, σεαυτὸν ὁσίως, ἐγεώργησας τῷ Θεῷ· ὅθεν τὴν ψυχήν μου, Γεώργιε παμμάκαρ, ἠθῶν τῇ γεωργίᾳ, ἤδη νεούργησον.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής
Πολὺ γνωστὸ τὸ ὄνομά του στὸν χριστιανικὸ κόσμο. Γνωστὸ καὶ τὸ μοναστήρι στὴν Παλαιστίνη ποὺ ἀσκήτεψε.
Βρίσκεται σὲ μία ἐρημικὴ καὶ ἄγρια χαράδρα καὶ εἶναι κοντὰ στὴν ἀρχαία Ρωμαϊκὴ ὁδό, ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχῶ.
Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ τοποθεσία αὐτὴ λέγεται χείμαρρος Χορρὰθ καὶ εἶναι συνδεδεμένη μὲ πολλὰ ἱστορικὰ γεγονότα.
Σ’ αὐτὸ τὸ μέρος εἶναι ἡ σπηλιὰ στὴν ὁποία εἶχε κάποτε κρυβεῖ ὁ προφήτης Ἠλίας (910 π.Χ.) γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν καταδίωξη τοῦ ἀσεβέστατου βασιλιὰ Ἀχαὰβ καὶ τῆς εἰδωλολάτριδας συζύγου του, τῆς Ἰζάβελ.
Σ’ αὐτὴ τὴν σπηλιὰ ὁ ζηλωτὴς προφήτης ἔμεινε μῆνες καὶ τρεφόταν κατὰ ἕνα θαυμαστὸ τρόπο. Μερικὰ κοράκια τοῦ ἔφερναν πρωὶ καὶ βράδυ ψωμὶ καὶ κρέας.
Νερὸ ἔπινε ἀπὸ τὸν χείμαρρο. Ὅταν ὅμως καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἔλειψε τὸ νερό, ἐξ αἰτίας τῆς ἀνομβρίας, ὁ προφήτης ἀναχώρησε κατ’ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ στὰ Σάρεπτα τῆς Σιδῶνος.
Στὴν σπηλιὰ αὐτὴ ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἦρθε καὶ κλείστηκε καὶ ὁ θεοπάτορας Ἰωακείμ. Σαράντα μερόνυχτα ἔμεινε ἐδῶ νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος νὰ τοῦ χαρίσει ὁ Θεὸς ἕνα παιδί, γιατί ἦταν ἄτεκνος. Σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα καὶ ἡ σύζυγός του Ἄννα εἶχε παραμείνει στὸ σπίτι της καὶ προσευχόταν θερμά. Μὲ δάκρυα παρακαλοῦσε καὶ ζητοῦσε νὰ τῆς λύσει ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἀτεκνία της.
Πολὺ συγκινητικὴ εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰωακείμ στὴ σπηλιὰ, ὅπως μᾶς τὴν διέσωσε ἀρχαία παράδοση: «Οὗ καταβήσομαι», ἔλεγε μονολογώντας ὁ εὐσεβὴς Ἰωακείμ, «οὔτε ἐπὶ ποτόν, ἕως ὅτου ἐπισκέψεταί με Κύριος ὁ Θεός μου καὶ ἔσται μου ἡ εὐχὴ βρῶμα καὶ πόμα».
Καὶ δὲν κινήθηκε ἀπὸ ἐκεῖ, παρὰ μονάχα, ὅταν ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποὺ ἀκούει πάντα τὶς προσευχὲς τῶν εὐσεβῶν παιδιῶν του, εἰσήκουσε τὴν δέησή του καὶ μ’ ἕναν ἄγγελο τοῦ διεμήνυσε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα, πὼς θὰ ἀποκτοῦσε παιδί. Καὶ πραγματικά. Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἀξιωνόντουσαν νὰ ἀποκτήσουν τὴν κεχαριτωμένη Μαρία, τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομα Θεοπάτορες, δηλαδὴ πρόγονοι κατὰ σάρκα τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας.
Ἀπὸ μία τυπικὴ διάταξη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων μανθάνουμε, πὼς ὁ χείμαρρος ἦταν κτῆμα τοῦ Ἰωακείμ, τοῦ πατέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐδῶ ὑπῆρχε καὶ κῆπος τοῦ ἰδίου καὶ ἐδῶ ἀργότερα κτίστηκε καὶ Ἐκκλησία ἐπ’ ὀνόματι τῆς Παναγίας στὴν ὁποία διάφορες μέρες τοῦ χρόνου γίνονταν μεγαλόπρεπες πανηγύρεις. Σὲ τοῦτο τὸ μέρος κτίστηκε καὶ ἡ μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Χοζεβᾶ, ποὺ θεωρεῖται μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες μονὲς τῆς Παλαιστίνης. Στὴν ἱερὰ αὐτὴ Μονὴ ἔζησαν τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ τῆς πλήρους ἀφιερώσεως, χιλιάδες εὐλαβεῖς ψυχές. Σ’ αὐτὴ πέρασε καὶ ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴ νῆσο Κύπρο, ποὺ εἶναι γνωστὸς μὲ τὸ ἐπώνυμο Χοζεβίτης, τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του.
Ἡ ὅλη περιοχὴ διακρίνεται γιὰ τὴν ἀγριότητά της. Καὶ αὐτὴ τὴν περιοχὴ χωρὶς ἄλλο θὰ εἶχε ὑπ’ ὄψη ὁ Κύριος, ὅταν ἔλεγε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ περιέπεσε στοὺς ληστὲς καὶ εἶναι γνωστὴ σὰν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη.
Καθ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ τοῦ χειμάρρου ὑπάρχουν πολλὰ σπήλαια, τὰ ὁποία ἀπὸ ἐνωρὶς προσείλκυσαν πολλοὺς ἀναχωρητές. Σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, ποὺ βρίσκεται ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ Μονή, εἶχε ἐγκατασταθεῖ κάποτε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός, ποὺ εἶχε διατελέσει ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας καὶ ὕστερα ἐγκατέλειψε τὴν ἐπισκοπὴ καὶ ἦρθε στὸ μέρος αὐτὸ νὰ μονάσει. Ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἅγιος καὶ Θαυματουργὸς ἔκτισε τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ Μονὴ στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας καὶ καλλώπισε τὸν χῶρο ἐκεῖνο ἔτσι, ποὺ σὲ λίγο καιρὸ χιλιάδες φιλέρημες ψυχὲς ἦρθαν νὰ ζήσουν τὴν ἀγγελικὴ ζωή. Τὴν ἀκμὴ τῆς Μονῆς, στὴν ὁποία πολλὰ θαύματα γίνονταν ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀλλὰ καὶ τῶν γύρω ἀσκητηρίων, ποὺ στὶς ἀρχὲς τοῦ ἑβδόμου αἰώνα φιλοξενοῦσαν πιὸ πολλὲς ἀπὸ πέντε χιλιάδες ψυχές, ἀνέκοψαν οἱ περσικὲς ἐπιδρομές. Σὰν καταιγίδα ἀληθινὴ εἶχαν ἐνσκήψει οἱ ἄγριες αὐτὲς ὀρδές, ποὺ ἔσφαζαν, ἔκαιαν, ἐρήμωναν τὰ πάντα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ περνοῦσαν. Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ καταστράφηκε καὶ ὁ ἅγιος ναὸς τῆς Ἀναστάσεως καὶ ὅλοι οἱ ναοὶ καὶ τὰ μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης (614 μ.Χ.)
Αὐτὸ τὸν καιρὸ ἔζησε καὶ ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης ποὺ ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν παιδὶ τὸ ὄνομά του ἔγινε συνώνυμο μὲ τὴν ἀρετή.
Ἡ ἁγία αὐτὴ μορφὴ γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Κύπρου μας ἀπὸ πολὺ εὐσεβεῖς καὶ εὐκατάστατους γονεῖς. Τὰ πολλὰ ἀγαθὰ ὅμως ποὺ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ τοὺς εἶχε χαρίσει, δὲν τοὺς ἐμπόδισαν νὰ ζοῦνε μὲ ἀπόλυτη ὑποταγὴ στὸ θέλημά Του. Μὲ τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια μεγάλωσαν καὶ τὰ δυὸ παιδιά τους, τὸν Ἡρακλείδη καὶ τὸν Γεώργιο. Οἱ εὐλαβεῖς γονεῖς ἀπ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴ βρεφικὴ ἡλικία φρόντισαν νὰ ἐνσταλάξουν στὴν ψυχὴ καὶ τῶν δύο παιδιῶν τους τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸ ἅγιο Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μὰ καὶ τὴν ὑπακοή, τὴν τυφλὴ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του. Καὶ οἱ κόποι τους ὄχι μόνο δὲν πῆγαν χαμένοι, ἀλλὰ καὶ πλούσια εὐλογήθηκαν ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Πατέρα.
Ὁ Ἡρακλείδης ποὺ ἦταν καὶ ὁ πιὸ μεγάλος, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, πῆρε τὴν εὐχὴ τῶν γονιῶν του καὶ πῆγε νὰ προσκυνήσει τοὺς τόπους ποὺ γεννήθηκε, μεγάλωσε καὶ ἔζησε ὁ Χριστός μας. Ἡ εὐγενικὴ καὶ φιλόθρησκη ψυχὴ τοῦ νέου, σὰν ἔφτασε στὴν Ἁγία Γῆ καὶ ἐπισκέφθηκε τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὸν Πανάγιο Τάφο τοῦ Χριστοῦ, τόσο γοητεύθηκε, ποὺ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ μείνει πιὰ στὰ μέρη ἐκεῖνα γιὰ ὅλη του τὴ ζωή. Καὶ πραγματικά. Ὁ πιστὸς καὶ φιλόθεος νέος, ἀφοῦ γύρισε διάφορα μέρη, κατέβηκε καὶ στὸν Ἰορδάνη. Περπάτησε μὲ συνεπαρμένη ψυχὴ στὸν τόπο ποὺ κατὰ τὴν παράδοση ὁ προφήτης τῆς ἐρήμου βάπτισε τὸν Κύριο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ προχώρησε στὴ Λαύρα τοῦ Καλαμώνος, ὅπου καὶ παρέμεινε ἀγωνιζόμενος τὸν ἀγώνα τὸν καλό, τῆς ἀρετῆς τὸν ἀγώνα. Ὁ ἀδελφός του Γεώργιος, μικρὸς ἀκόμη παρέμεινε κοντὰ στοὺς γονεῖς του καὶ ξεχώριζε ἀπ’ ὅλους τους συνομήλικούς του στὴ φρονιμάδα καὶ τὴ σεμνὴ ζωή.
Στὰ χρόνια τὰ δύσκολα, τῆς ἐφηβείας τὰ χρόνια, μεγάλη δοκιμασία κτύπησε τὸ καλὸ παιδί. Οἱ γονεῖς του ἀρρώστησαν καὶ πέθαναν σὲ λίγο διάστημα ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ βεβαιώνει μὲ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα Του πὼς τὸ ὀρφανὸ καὶ τὴν χήρα τὰ παίρνει πάντα ὑπὸ τὴν ἰδιαίτερη προστασία Του, δὲν ἐγκατέλειψε τὸ πιστὸ παιδί. Ἕνας θεῖος του φρόντισε καὶ πῆρε τὸ παιδὶ κοντά του μὲ ὅλα τὰ πράγματα καὶ τὴν κληρονομιά του μὲ σκοπὸ σὰν μεγαλώσει νὰ τὸν συζεύξει μὲ τὴν ἐπίσης μικρὴ καὶ μονάκριβη θυγατέρα του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Γεώργιος ἀπεστρέφετο τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἡ ψυχή του λαχταροῦσε μία ἀνώτερη ζωή, τὴν ἀγγελικὴ ζωή, ἕνα πρωὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ πῆγε σ’ ἕναν ἄλλο θεῖο του, ποὺ ἦταν ἡγούμενος σ’ ἕνα μοναστήρι. Ὅταν ὁ πρῶτος θεῖος ἔμαθε τί ἔγινε, πῆγε στὸ μοναστήρι μὲ σκοπὸ νὰ ξαναπάρει τὸν Γεώργιο καὶ νὰ τὸν φέρει πίσω στὸ χωριό. Στὴν προσπάθειά του μάλιστα νὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπό του, δὲν δυσκολεύθηκε νὰ φιλονεικήσει καὶ μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν μοναχό. Αὐτὸς ὅμως μὲ ἡρεμία καὶ πραότητα τοῦ ἀπήντησε:
«Ἀδελφέ μου, οὔτε ἔφερα τὸν νέο ἐδῶ, οὔτε καὶ τὸν διώχνω. Ἂς ἀποφασίσει μόνος του ὅ,τι θέλει. Ἡλικίαν ἔχει...».
Ὅταν ὁ νέος ἔμαθε τὴν φιλονικία τῶν θείων του γιὰ τὸ πρόσωπό του, σηκώθηκε κρυφὰ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ τράβηξε πρὸς τὴν ἁγία πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ σὰν ἔφτασε, πῆγε καὶ γονάτισε καὶ μὲ εὐλάβεια προσκύνησε τὰ πάνσεπτα προσκυνήματα τῆς εὐλογημένης πόλεως, καὶ ὕστερα κατέβηκε πρὸς τὸν Ἰορδάνη. Τὸ ἄδολο γάλα τῆς πίστεως μὲ τὸ ὁποῖο ἀπὸ τῆς βρεφικῆς ἡλικίας τὸν πότισαν οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, τὸν σπρώχνει νὰ βρεῖ τὸν ἀδελφό του. Ἡ ψυχή του ποθεῖ τὴ μακαρία ζωή, τὴν ἀγγελικὴ ζωή. Οἱ κίνδυνοι τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἀντίκριζε γύρω του, τοῦ ἔφερναν στ’ αὐτιὰ καθαρὰ τὸν ἀπόηχο τῆς φωνῆς τῶν ἀγγέλων πρὸς τὸν Λῶτ: «Σώζων σῶζε τὴν σ’ ἑαυτοῦ ψυχήν» (Γεν. ιθ’ 17). Δηλαδὴ κοίταξε πὼς θὰ σώσεις τὴν ψυχή σου. Ἡ ματαιότητα τῶν φθαρτῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου συνετάραττε τὸ εἶναι του. Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα σκεπτόταν καὶ ἐπανελάμβανε μόνος του. Ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸ προσκλητήριο διάγγελμα τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεὶν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖται μοι», προχώρησε καὶ τράβηξε πρὸς τὴ Λαύρα τοῦ Καλαμώνος στὴν ὁποία, ὅπως εἶχε μάθει, βρισκόταν ὁ ἀδελφός του.
Ἡ Λαύρα τοῦ Καλαμώνας βρισκόταν κοντὰ στὸ σημερινὸ μοναστήρι τοῦ Ἀββᾶ Γερασίμου ἐκεῖ στὸν Ἰορδάνη.
Χωρὶς κανένα ἐνδοιασμὸ σὰν τὸν συνάντησε ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ φανέρωσε τὸν πόθο καὶ τὴν ἀπόφασή του νὰ μείνει κοντά του. Ἐκεῖνος παρὰ τὴ μυστικὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε γιὰ τὴν ἁγία διάθεση τοῦ ἀδελφοῦ του, βλέποντάς τον τόσο νεαρό, φοβήθηκε νὰ τὸν κρατήσει κοντά του καὶ τὸν συνώδευσε στὴ Μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Χοζεβᾶ στὸν ἐκεῖ ἡγούμενο, ποὺ ἦταν καὶ φίλος του καὶ τοῦ τὸν παρέδωσε. Αὐτὸς δὲ ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι του.
Ὁ ἡγούμενος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἐξετίμησε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ νεαροῦ Γεωργίου καὶ τὸν κατηύθυνε μὲ φόβο Θεοῦ στῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τὰ σκαλοπάτια. Ἡ βαθιὰ ταπείνωση τοῦ νέου, ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ προθυμία του νὰ ἐκτελεῖ πάσαν ἐργασία τῆς μονῆς, ἐνεθάρρυναν τὸν ἡγούμενο, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ νὰ προχωρήσει στὴν κουρὰ τοῦ νέου, σὲ μοναχό καὶ νὰ τὸν ἀναθέσει σ’ ἕνα προκομμένο γέροντα σὰν συμβοηθό του στὸ διακόνημα τοῦ νεοκηπίου ποὺ εἶχε.
Μὲ ἀχώριστο σύντροφο τὸν ἐνθουσιασμὸ ὁ νεαρὸς μοναχὸς περνάει τὴν καθημερινὴ ζωή του ἀνάμεσα σὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ πολύωρες προσευχές. Ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν φλογερὸ ζῆλο του ὑποβάλλει τὸν ἑαυτό του σὲ πολλοὺς κόπους γιὰ τελειότερη ζωή. Δυστυχῶς ὁ γέροντάς του παρὰ τὶς πολλές του ἀρετὲς δὲν τὸν βοηθάει καὶ πολὺ στὴν εὐγενική του προσπάθεια. Ἦταν ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ μὲ τὸ «ψύλλου πήδημα» τὸν ἀπόπαιρνε σὲ βαθμὸ ἀποκαρδιωτικό.
Κάποια μέρα μάλιστα ὁ γέροντας ἔστειλε τὸν ὑποτακτικό του στὸν χείμαρρο νὰ φέρει νερό. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ νερὸ ἦταν μαζεμένο καὶ τὰ καλάμια καὶ τὰ ξύλα ποὺ ἤσαν μπροστὰ ἦταν πολὺ πυκνὰ καὶ ὁ νέος ἦταν ντυμένος τὰ ἐνδύματά του, δὲν μπόρεσε νὰ περάσει μὲ τὸ δοχεῖο τοῦ νεροῦ καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ὁ γέροντας σὰν εἶδε τὸν νέο χωρὶς τὸ νερὸ θύμωσε καὶ τοῦ εἶπε νὰ βγάλει τὸ ἱμάτιό του, νὰ φορέσει μόνο τὸ ἐπάνω ράσο του καὶ χωρὶς νὰ ἀντείπει ὑπάκουσε καὶ πῆγε. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸς ἄργησε καὶ στὸ μεταξὺ κτύπησε ὁ κώδωνας γιὰ τὸ τραπέζι, ὁ γέροντας ἔκρυψε τὸ ἱμάτιο τοῦ παιδιοῦ καὶ πῆγε στὸ φαγητό. Ὅταν ὁ νέος ἐπέστρεψε καὶ δὲν βρῆκε οὔτε τὸ ἱμάτιό του, οὔτε τὸν γέροντα, πῆγε στὴ μονὴ χωρὶς τὸ ζωστικὸ καὶ κτύπησε τὴν πόρτα. Ὅταν ὁ μοναχὸς ποὺ ἦρθε νὰ τοῦ ἀνοίξει τὸν εἶδε ἔτσι γυμνό, τὸν ρώτησε τί τοῦ συνέβη. Καὶ ὅταν ὁ νεαρὸς τοῦ ἐξήγησε, πῆγε καὶ τοῦ ἔφερε ἕνα ἱμάτιο, τὸ ὁποῖο φόρεσε καὶ μπῆκε στὸ μοναστήρι. Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔμπαινε, ὁ γέροντας ποὺ τὸν εἶδε ἐκεῖ μπροστὰ ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν ἁγίων πέντε Πατέρων, χωρὶς οἶκτο καὶ μὲ θυμὸ ἀδικαιολόγητο τοῦ ἔδωκε ἕνα δυνατὸ ράπισμα λέγοντάς του:
- Γιατί ἄργησες;
Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ χέρι τοῦ γέροντα ξηράνθηκε ὁλόκληρο καὶ δὲν κουνιότανε καθόλου. Συντετριμμένος ὁ ἀββᾶς ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ τὸν βρῆκε, ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ νεαροῦ ὑποτακτικοῦ του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας:
- Παιδί μου, συγχώρεσέ με καὶ μὴ μὲ φανερώσεις. Ἔφταιξα. Πολὺ ἔφταιξα. Μὴ μὲ διαπομπεύσεις, ἀλλὰ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὲ συγχωρήσει καὶ νὰ μὲ κάμει καλά.
Ὁ νεαρὸς μοναχὸς βαθιὰ λυπημένος γιὰ τὸ πάθημα τοῦ γέροντα, τοῦ εἶπε μὲ ταπείνωση καὶ συντριβή:
- Πήγαινε, πάτερ, ἐκεῖ στοὺς τάφους τῶν ἁγίων Πατέρων, βάλε μετάνοια καὶ αὐτοὶ θὰ σὲ θεραπεύσουν.
Ὁ γέροντας ὅμως ἐπέμενε.
Παιδί μου, σὲ σένα ἔφταιξα. Σὺ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὲ σπλαγχνιστεῖ καὶ νὰ μὲ συγχωρήσει.
Τότε ὁ νεαρός, ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν γέροντα, τὸν ὁδήγησε ἐκεῖ στοὺς τάφους καὶ ἀφοῦ ἔβαλαν βαθιὰ μετάνοια, προσευχήθηκαν καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ χέρι ξαναγύρισε στὴ φυσική του κατάσταση. Μὰ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ γέροντα μαλάκωσε. Ὁ θυμὸς παραμέρισε καὶ ἡ πραότητα μαζὶ μὲ τὴ συγκατάβαση στήσανε στὴν καρδιά του τὸν θρόνο τους.
Παρὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ ἀπὸ τὴ σκηνὴ τοῦ θαύματος, τοῦτο ἔγινε γρήγορα γνωστὸ σ’ ὅλη τὴν ἀδελφότητα. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ὅλοι οἱ μοναχοὶ μὲ ἰδιαίτερη ἐκτίμηση καὶ σεβασμὸ ἄρχισαν νὰ περιβάλλουν τὸν νέο καὶ γιὰ τὸ θαῦμα του νὰ μιλοῦν. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ φόβο μήπως πιαστεῖ στὰ δίχτυα τῆς ὑπερηφάνειας, σηκώθηκε μία βραδιὰ καὶ ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι καὶ τράβηξε στὴ Λαύρα ποὺ βρισκόταν ὁ ἀδελφός του. Ἐκεῖ μὲ αὐστηρὴ ἐγκράτεια στόλισε τὴν ζωή του καὶ μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴ σκληρὴ ἄσκηση νέκρωσε τὸ σῶμα του, ὥστε οἱ προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὸν ἐπηρεάσουν. Καμιὰ ὑστεροβουλία ἢ ἰδιοτέλεια δὲν ὑπεισερχόταν στὶς σκέψεις του. Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου σὰν φωτεινὸς φάρος πρόβαλλε πάντα μπροστά του καὶ τοῦ φώτιζε τὸν δρόμο του. Ζοῦσε ὅμως σὰν οὐράνιος ἄνθρωπος, μὰ καὶ ἐπίγειος ἄγγελος. Ζωὴ «πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάννη α’ 14) εἶχε καταντήσει ἡ ζωή του. Πηγὴ ἀκένωτη θαυμάτων. Θαυμάτων ποὺ προκαλοῦν στ’ ἀλήθεια κατάπληξη.
Ἕνα τέτοιο θαῦμα ἦταν καὶ τοῦτο. Κάποια μέρα ἕνας γεωργὸς ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ, γνωστὸς καὶ φίλος τῶν δυὸ ἀσκητῶν, ἦρθε στὴ Λαύρα, μὲ ἕνα ζεμπίλι ἀπὸ διάφορους καρποὺς ποὺ γεωργοῦσε καὶ κτύπησε τὴν θύρα τοῦ κελιοῦ τους. Ὁ Γεώργιος πῆγε καὶ ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ τὸν προσκάλεσε νὰ μπεῖ μέσα. Ὁ ἐπισκέπτης μόλις μπῆκε ἔβαλε μία μετάνοια καὶ ἀφοῦ τοποθέτησε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ δῶρα παρακάλεσε θερμὰ τοὺς ἀβάδες νὰ εὐλογήσουν τοὺς καρποὺς ὁπότε κάτω ἀπὸ αὐτοὺς μὲ μεγάλη ἔκπληξη τί βλέπουν; Ἕνα νήπιο νεκρό. Ἦταν τὸ νεογέννητο παιδὶ τοῦ ἐπισκέπτη ποὺ εἶχε ἀποθάνει καὶ αὐτὸς τὸ ἔφερε στοὺς ἀβάδες μὲ τὴ γλυκιὰ ἐλπίδα πὼς αὐτοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ ἀναστήσουν καὶ νὰ τοῦ τὸ ξαναδώσουν ζωντανό. Ὁ ἀβὰς Ἡρακλείδης σὰν τὸ εἶδε μὲ τρόμο καὶ ταραχὴ εἶπε στὸν ἀδελφό του: «Πήγαινε καὶ κάλεσε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἔρθει νὰ πάρει τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ πράγματα ποὺ ἔφερε. Μᾶς βάζει, πές του σὲ μεγάλο πειρασμό. Κύριε, ἀναφώνησε, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς».
Ὁ ἀβὰς Γεώργιος ὅμως ποὺ ἦταν τότε σαράντα περίπου χρόνων, ἔβαλε στὸν ἀδελφό του μετάνοια καὶ μὲ σεβασμὸ τοῦ εἶπε:
Πάτερ μου, μὴ στενοχωρεῖσαι καὶ μὴ ταράττεσαι. Ἀλλὰ ἔλα νὰ παρακαλέσουμε μὲ πίστη τὸν Πολυεύσπλαχνο καὶ Πανοικτίρμονα Θεὸ νὰ κάμει τὸ θαῦμα του. Καὶ ἄν μᾶς ἀκούσει ἡ εὐσπλαγχνία του καὶ ἀναστήσει τὸ παιδί, εὐλογημένο ἂς εἶναι στοὺς αἰῶνες τὸ Πανάγιο Ὄνομά Του. Τότε καλοῦμε τὸν πατέρα καὶ τοῦ δίνουμε τὸ παιδί του, ὅπως πίστεψε. Ἂν ὅμως ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ δὲν θελήσει, γιὰ λόγους ποὺ γνωρίζει Ἐκεῖνος, νὰ γίνει τὸ θαῦμα, τότε πάλι καλοῦμε τὸν πατέρα καὶ τοῦ ἐξηγοῦμε, πὼς καὶ ἐμεῖς ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι εἴμεθα καὶ δὲν ἔχουμε τέτοια παρρησία, ὥστε νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὸ ποὺ ποθεῖ τόσο ἐκεῖνος, ὅσο καὶ ἐμεῖς. Στὰ λόγια τοῦ Γεωργίου ὁ ἀβὰς Ἡρακλείδης πείσθηκε. Τότε καὶ οἱ δύο οἱ πατέρες ἀφοῦ γονάτισαν, μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ καρδιὰ ραγισμένη ἄρχισαν νὰ προσεύχονται. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποὺ ἀκούει πάντα τὶς προσευχὲς τῶν παιδιῶν του ποὺ γίνονται μὲ πίστη, ἄκουσε καὶ τῶν πιστῶν ἀβάδων τὴν παράκληση. Τὸ νεκρὸ παιδὶ κάποια στιγμὴ ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ἀφῆκε ἕνα ἐλαφρὸ κλαψούρισμα. Οἱ εὐλαβεῖς ἀσκητὲς μὲ τὴν ψυχὴ πλημμυρισμένη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἄνοιξαν τὴν πόρτα καὶ κάλεσαν μέσα τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ καὶ τοῦ εἶπαν:
- Ἀδελφέ μας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν πίστη ποὺ ἔδειξες σ’ Αὐτόν, σοῦ δίνει τὸ παιδί σου πίσω ζωντανό. Πάρε το καὶ δόξαζέ τον μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ μὴν ἀναφέρεις σὲ κανένα τίποτα ἀπὸ ὅτι ἔγινε.
Ὁ εὐλαβὴς πατέρας μὲ δάκρυα χαρὰς πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὸ ἀγαπημένο του παιδὶ καὶ βγῆκε δοξολογώντας ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του τὸν φιλάνθρωπο Θεό. Ἔφυγε καὶ ἀφῆκε πίσω τοὺς ἀβάδες νὰ συνεχίζουν τὸν ἀγώνα τους. Ἀγώνα κουραστικὴς σκληραγωγίας τοῦ κορμιοῦ, ἀγώνα συνεχοὺς προσευχῆς.
Ἔτσι περνοῦσε κάθε μέρα ἡ ζωή τους μὲ εὐλάβεια καὶ εἰρήνη καὶ ταπείνωση καὶ ζηλευτὴ γενικὰ ἀρετή. Ποτέ τους δὲν καταδέχτηκαν νὰ ἀντιμιλήσουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ἢ νὰ λυπήσουν κανένα. Ὁ ἀβὰς Ἡρακλείδης εἶχε πολλὴ πραότητα καὶ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση. Καὶ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς τὶς κράτησε μὲ παραδειγματικὸ ζῆλο καὶ προσοχὴ μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ ὁ μεγάλος Πατέρας τὸν κάλεσε νὰ ἀφήσει τοῦτο τὸν κόσμο καὶ νὰ μεταπηδήσει στὴ χώρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς αἰώνιας εὐτυχίας καὶ χαράς. Κοιμήθηκε γύρω στὰ ἑβδομῆντα του χρόνια καὶ τάφηκε ἐκεῖ στοὺς τάφους τῶν ὁσίων Πατέρων. Στὸν οὐρανὸ τώρα πρεσβεύει γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν πατρίδα, τὴ μαρτυρικὴ Κύπρο μας.
Ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ ἀβᾶ Ἡρακλείδη, ἀδελφοῦ ὁμογάλακτου, συμμοναστοῦ ὅμως καὶ συναθλητοὺ τοῦ ἀβᾶ Γεωργίου, τότε καὶ αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὴ Λαύρα καὶ ξαναγύρισε στὸ μοναστήρι τοῦ Χοζεβᾶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκίνησε. Καὶ στὸ περιβάλλον αὐτὸ ἡ ζωὴ τοῦ ταπεινοῦ ἀβᾶ συνεχίζεται σὰν τὴν προηγούμενή του ζωὴ στὴ Λαύρα. Καὶ ἐδῶ ἡ αὐστηρὴ νηστεία, μαζὶ μὲ τὴν ὑπερβολικὴ ἀγρυπνία καὶ θερμὴ προσευχὴ ἀποτελοῦν τὴν καθημερινή του ἐνασχόληση. Ἡ νηστεία μάλιστα στὴν ὁποία ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του, ὅπως μᾶς λέει ὁ μαθητής του ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος, αὐτὸς ποὺ ἔγραψε καὶ τὴ βιογραφία του, εἶχε φτάσει στὸ κατακόρυφο. Ἀλλὰ καὶ στὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχὴ εἶχε ξεπεράσει ὅλους ἐκεῖ τοὺς συμμοναστές του. Χωρὶς καμιὰ ὑπερβολὴ μποροῦσε νὰ ἔλεγε γιὰ τὴ ζωή του. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». (Γαλ. β’ 20). Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἔβλεπαν τὸν θαύμαζαν. Καὶ οἱ δαίμονες τὸν ἔτρεμαν γιὰ τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν ὑπομονή του.
Ὅταν οἱ Πέρσες ἔφτασαν στὴ Δαμασκό, ὁ Ὅσιος ποὺ τὴν ἡμέρα καθόταν ἔξω ἀπ’ τὸ κελί του καὶ ζεσταινόταν στὸν ἥλιο, γιατί ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἐγκράτεια εἶχε καταντήσει πολὺ ἀδύνατος, μὲ θεῖο ὅραμα προέβλεψε τὴν καταστροφὴ τῆς χώρας. Οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ κατοικοῦσαν στὰ μέρη ἐκεῖνα τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης εἶχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο ὅριο. Ὅταν μάλιστα οἱ Πέρσες εἶχαν προχωρήσει καὶ περικυκλώσει τὴν ἁγία πόλη Ἱερουσαλήμ, τότε οἱ ἀδελφοὶ τοῦ κοινοβίου καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔμεναν σὲ κελιὰ ἔφυγαν γιὰ τὴν Ἀραβία ἢ πῆγαν καὶ κρύφτηκαν στὰ σπήλαια καὶ στὸν καλαμῶνα. Μαζὶ μ’ αὐτοὺς μὲ τὴν ἐπιμονὴ τῶν πατέρων πῆγε καὶ ὁ γέροντας Γεώργιος. Ἐκεῖ τὸν βρῆκαν οἱ Πέρσες καὶ τὸν πῆραν καὶ αὐτὸν αἰχμάλωτο μαζὶ μὲ ἄλλους. Πολλοὺς ἀπ’ αὐτοὺς κατάσφαξαν. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἕνα γέροντα ἑκατὸ περίπου χρόνων μὲ ἅγια ζωή, τὸν ἀβὰ Στέφανο τὸν Σύρο. Τὸν Ἅγιο Γεώργιο τὸν σεβάστηκαν σὰν τὸν εἶδαν ἔτσι ἀδύνατο καὶ εὐλαβή, τοῦ ἔδωκαν μάλιστα καὶ ἕνα ζεμπίλι μὲ ψωμιὰ καὶ ἕνα δοχεῖο μὲ νερὸ καὶ τὸν ἀφήκαν ἐλεύθερο λέγοντάς του: «Ὅπου θέλεις πήγαινε, γέρο, νὰ σώσεις τὸν ἑαυτό σου». Ὁ Ἅγιος κατέβηκε στὸν Ἰορδάνη τὴ νύκτα καὶ κρυβόταν ἐκεῖ μέχρις ὅτου ἔφυγαν οἱ Πέρσες πρὸς τὴ Δαμασκὸ μαζὶ μὲ τοὺς αἰχμαλώτους ποὺ πῆραν καὶ ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Μαζί τους εἶχαν καὶ τὸν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων τὸν Ζαχαρία καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό.
Ὁ γέροντας ἀφοῦ περιπλανήθηκε ἕνα διάστημα σὲ διάφορα μέρη, στὸ τέλος γύρισε στὸ μοναστήρι τοῦ Χοζεβᾶ ὅπου παρέμεινε μέχρι τοῦ θανάτου του. Αὐτὴ τὴν περίοδο ὁ ὅσιος παρὰ τὴν ἡλικία τοῦ ἀνέπτυξε μεγάλη ἱεραποστολικὴ δράση. Τὸ «παρακαλεῖτε, παρακαλεῖτε τὸν λαό μου» τὸ ἔκαμε βίωμά του καὶ σύνθημα ζωῆς. Καθημερινὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κελί του καὶ δίδασκε καὶ στήριζε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς πολλοὺς ἐπισκέπτες. Μαζὶ μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ὃ ὅσιος πρόσφερε καὶ τὰ πολλὰ θαύματά του. Πολὺ τὸν χαρίτωσε ὁ Κύριος τοῦτο τὸν καιρό. Πηγὴ χαριτόβρυτη κι ἀνεξάντλητη θαυμάτων ἔμεινε μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ κοιμήθηκε.
Εἰρηνικὰ καὶ ἥσυχα ἕνα πρωινὸ ὁ Ἅγιός μας ἀφῆκε τὸ πνεῦμα του νὰ πετάξει κοντὰ στὸν Κύριο ποὺ ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή του καὶ ἔζησε γιὰ τὴν δόξα του. «Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἄψηται αὐτῶν βάσανος». Ποικίλες θεραπεῖες προσφέρει ὁ Ὅσιός μας καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη στὸν Θεὸ ζητοῦν τὴ μεσιτεία του. Ἡ μνήμη του ἀθάνατη θὰ μένει στοὺς αἰῶνες καὶ τὸ παράδειγμά του ζωντανὸ θὰ καλεῖ τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων, τῆς Κύπρου μας στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ναί! στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιατί μόνο ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ προσήλωσή μας στὸ θέλημά του ὀμορφαίνει τὴν ζωή μας καὶ τῆς δίνει νόημα καὶ ἀσφάλεια καὶ ἀξία.
Εἶναι καιρός, ὅλοι ὅσοι κατοικοῦμε τοῦτο τὸν τόπο νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς τὸ ὄνομα «χριστιανός» δὲν εἶναι ἕνα κενὸ ὄνομα καὶ ἕνας κληρονομικὸς τίτλος χωρὶς εὐθύνη. Τὸ ὄνομα, τὸ τιμημένο ὄνομα χριστιανός, εἶναι περισσότερο τρόπος σκέψεως καὶ ἕνας κανόνας ζωῆς. Εἶναι «αἵρεσις βίου». Καθένας ἀπὸ μᾶς εἶναι ὑποχρεωμένος τὴν κάθε μέρα νὰ δίνει «τὴν μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ». Καὶ αὐτὴ ἡ μαρτυρία δὲν εἶναι μία πράξη ἀνώδυνη. Σὲ πολλὲς περιστάσεις ἡ μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ καταντᾶ διωγμὸς «ἕνεκεν δικαιοσύνης». Καὶ ἀκόμη μαρτύριο καὶ θάνατος γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου του. Σήμερα πιὸ πολὺ ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ ὁ κάθε πιστὸς πρέπει νὰ εἶναι ἀθλητὴς τῆς πίστεως. Τῆς πίστεως, τὴν ὁποία πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ὁμολογήσει καὶ νὰ βεβαιώσει μὲ τὴν πολιτεία του. Νὰ βεβαιώσει δηλαδὴ ὅτι καμιὰ δύναμη στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μὲ τὸν θεῖο Ἀπόστολο Παῦλο καθένας ἀπὸ μᾶς πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἐπαναλάβει τὸ «τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἢ στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα». Καὶ μὲ πεποίθηση ἀκλόνητη στὴ δύναμη ποὺ χαρίζει ὁ Χριστός, σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ ἀληθινὴ πίστη τὸν ἐπικαλοῦνται, νὰ δίνει καὶ τὴν ἀπάντηση, ὅπως τὴν ἔδινε ἡ φάλαγγα τῶν ἁγίων, ὁσίων, πατέρων καὶ μαρτύρων τῆς ἐκκλησίας μας, ὅπως τὴν ἔδινε ὁ μεγάλος ἅγιος μας Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης μὲ τὰ λόγια καὶ πάλιν τοῦ θείου Παύλου:
«Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστώτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τὶς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. η’ 25, 38 – 39).
Ἅγιε Γεώργιε τοῦ Χοζεβᾶ, ἀγλάϊσμα τῶν Πατέρων, δόξα τῶν ὁσίων, τρανὸ ὑπόδειγμα βαθιᾶς πίστεως καὶ εὐσέβειας, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Πρέσβευε, ἅγιε Πάτερ, καὶ εὔχου ἡ πατρίδα σου Κύπρος καὶ πατρίδα μας, νὰ ἰδεῖ μία ὥρα γρηγορότερα τὴν ποθητὴ ἐλευθερία καὶ τὴ λύτρωση ἀπὸ τὰ ἀνήκουστα δεινὰ ποὺ περνᾶ. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Γεωργήσας τὸν λόγον Πάτερ τῆς χάριτος, δικαιοσύνης ἐδρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ὡς τὴν ἔνθεον ζωὴν αἱρετισάμενος· ὅθεν τῆς δόξης κοινωνός, ἀνεδείχθης τοῦ Χριστοῦ, Γεώργιε θεοφόρε· ᾧ καὶ πρεσβεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς γεωργὸν τῶν νοητῶν φυτῶν πανάριστον καὶ τῶν Ἀγγέλων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον ἀνυμνοῦμέν σε οἱ παῖδές σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ἀπὸ πάσης ἀπολύτρωσαι κακώσεως τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον.
Τὸν Σταυρὸν ὡς ἄροτρον ἐσχηκώς, σεαυτὸν ὁσίως, ἐγεώργησας τῷ Θεῷ· ὅθεν τὴν ψυχήν μου, Γεώργιε παμμάκαρ, ἠθῶν τῇ γεωργίᾳ, ἤδη νεούργησον.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής http://www.synaxarion.gr/gr/sid/1656/sxsaintinfo.aspx
Δηλώνει περήφανος που βαφτίστηκε Χριστιανός και θεωρεί πως ο Χριστιανισμός είναι μία θρησκεία συμβατή με το χώμα της Τουρκίας.
Ο Γέροντας Ιερώνυμος, γόνος της αγιοτόκου Μικράς Ασίας, είναι ένα πρόσωπο στο οποίο συνυπήρχαν πολλές και σπάνιες αρετές με μοναδικές ικανότητες και χαρίσματα. Ο διψασμένος και πνιγμένος στην αναζήτηση και τα προβλήματά του κόσμος βρήκε τον πατέρα του. Αυτόν που μπορούσε να ακούσει, να κατανοήσει, να αγκαλιάσει, να δώσει κατεύθυνση και λύση, να εμπνεύσει, να μεταγγίσει ελπίδα, φωτισμό, αγάπη, χάρη Θεού. Βρήκε αυτόν που μιλάει με τον σοφό λόγο του, την ενάρετη πολιτεία του, τον θαυμαστό μυστικό κόσμο του.
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος, κατὰ κόσμον Γεώργιος Βασίλιεβιτς Γοβόρωφ, ὑπῆρξε γιὸς ἱερέως.
Γεννήθηκε στὶς 10 Ἰανουαρίου 1815 στὸ χωριὸ Τσερνάφσκα τῆς ἐπαρχίας Ὀρλόφ.
Ἀπὸ μικρὸς δέχθηκε τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση ποῦ ἐξασκεῖ στὴν ψυχὴ τὸ ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον μὲ τὶς εἰκόνες, τὶς ψαλμωδίες, τὶς ἀκολουθίες, τὶς τελετές. Ὁ ἴδιος ἔγραφε ὅτι τὸ περιβάλλον αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸν ἰσχυρότερο παράγοντα γιὰ τὴ σωστὴ ἀγωγὴ τῆς παιδικῆς ψυχῆς.
Μετὰ ἀπὸ τὰ πρῶτα γράμματα μπῆκε στὸ Σεμινάριο τοῦ Ὀρλὸφ (1831-37) καὶ ἀργότερα ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου (1837-41).
Καθὼς σπούδαζε στὸ Κίεβο ἐπισκεπτόταν συχνά τα σπήλαιά του, ποῦ ὑπῆρξαν ἡ κοιτίδα τοῦ ρώσικου μοναχισμοῦ. Ἡ Κιεβοπετσέρσκαγια Λαύρα, γεμάτη ἄφθορα καὶ μυροβλύζοντα λείψανα ὅσιων, ἀκτινοβολοῦσε τὴ δόξα τοῦ λαμπροῦ της παρελθόντος.
Ἡ καρδιὰ τοῦ νεαροῦ ἱεροσπουδαστοῦ δονήθηκε ἀπὸ τὸν πόθο τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ λίγους μῆνες πρὶν τελειώσει τὶς σπουδὲς του ἔγινε μοναχός.
Ὁ φημισμένος στάρετς Παρθένιος, ποῦ ἦταν πνευματικός του Μητροπολίτου καὶ τῆς Λαύρας, ἔδωσε στὸν νεοκοῦρο καὶ στοὺς συντρόφους του τὶς ἑξῆς συμβουλές:
Τὸν ἴδιο χρόνο (1841) χειροτονεῖται διάκονος καὶ σὲ λίγους μῆνες ἱερεύς.
Τελειώνοντας τὴν Ἀκαδημία διορίζεται καθηγητὴς τῆς Ἠθικῆς, τῆς Φιλοσοφίας, τῆς Ψυχολογίας, τῆς Λογικῆς καὶ τῶν Λατινικῶν σὲ διάφορες σχολὲς καὶ ἀκαδημίες.
Ὁ ἀποχαιρετιστήριος λόγος πρὸς τὸ ποίμνιο του εἶναι συγκινητικός:
«Μὴ μὲ παρεξηγεῖτε ποῦ σᾶς ἀποχωρίζομαι. H ἀγάπη σας δὲν θὰ μὲ ἄφηνε νὰ φύγω, ἂν δὲν ὑπῆρχε μέσα μου ἕνας ἀκατανίκητος πόθος γιὰ μιὰ ὑψηλότερη ζωή... Πάντοτε θὰ προσεύχομαι νὰ σᾶς χαρίζει ὁ Κύριος κάθε καλό, νὰ σᾶς γλιτώνει ἀπὸ κάθε συμφορὰ καὶ νὰ ἐξασφαλίζει τὴ σωτηρία σας... Ἔχετε μάθει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας, καθὼς καὶ ὅλα τά μέσα ποῦ ὁδηγοῦν σ' αὐτή. Εἶναι λοιπὸν ἀρκετὸ νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω τὴ συμβουλὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν Τιμόθεο:
"Τὴν παρακαταθήκην φύλαττε".
Νὰ φυλάγεστε ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους. Ὅσους δὲν συμφωνοῦν μ' αὐτὰ ποῦ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία νὰ τοὺς ἀπομακρύνετε, ὁποιαδήποτε θέση καὶ ὁποιουσδήποτε τίτλους κί ἂν κατέχουν... Πίσω ἀπὸ τὴ γνησιότητα τῆς πίστεως ἔρχεται ἡ ἐπίσκεψις τῆς θείας χάριτος. Μὲ τὴ βοήθεια τῆς οἱ καθαροὶ στὴν ψυχή, βλέπουν τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ καὶ προγεύονται τὴ μακαριότητα τῆς αἰωνίας».
Ὁ ὅσιος Θεοφάνης ὑπῆρξε πολυγραφότατος. Ἡ ἀδελφή τοῦ Λέοντος Τολστόι ἔλεγε: «Δύο σύγχρονοί μας ἔγραψαν πολλά. Ὁ ἀδελφός μου Λέων καὶ ὁ ἐπίσκοπος Θεοφάνης. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ὁ ἕνας ἔγραψε πρὸς ἀπώλεια τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ὁ ἄλλος πρὸς σωτηρία της».
Τὰ συγγράμματά του εἶναι κλασσικᾶ καὶ διαιροῦνται σὲ ἠθικά, ἑρμηνευτικὰ καὶ μεταφραστικά.
Μετέφρασε στὰ ρωσικὰ τὴ «Φιλοκαλία» καὶ παρουσίασε σ' ἕνα μεγάλο σύγγραμμα πολλοὺς κανόνες τῶν ἅγιων Παχωμίου, Μεγάλου Βασιλείου, Βενεδίκτου καὶ Κασσιανού. Ἀπὸ σκέψεις καὶ βιώματα δικά του ἀποτελεῖται καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ περίφημου φιλοκαλικοῦ ἔργου τῆς μονῆς τοῦ Βάλαμο «Ἡ νοερὰ ἄθλησης».
Καθημερινὰ ἔφθαναν στὸ ἐρημικὸ κελὶ τοῦ πολυάριθμες ἐπιστολές, ἀπ' ὅλα τα μέρη τῆς Ρωσίας, μὲ διάφορα ἐρωτήματα. Προσπαθοῦσε ν' ἀπαντᾶ σὲ ὅλες. Ἔτσι στὸ διάστημα τῶν εἰκοσιοκτῶ ἐτῶν τῆς ἔγκλειστης ζωῆς του, ἔγραψε πολλὲς χιλιάδες γράμματα ποῦ ἀποτελοῦν ἕναν ἀνεκτίμητο πνευματικὸ θησαυρό.
Στὴν ἔρημο Βισὲνσκ ὁ ὅσιος Θεοφάνης δὲν ἄλλαξε μόνο τὴ λαμπρὴ ἀρχιερατικὴ στολὴ μὲ τὸ ταπεινὸ ἔνδυμα τοῦ ἀσκητοῦ, ἀλλὰ προσπάθησε νὰ θάψει καὶ ὅτι κοσμικὸ εἶχε: τὴ σοφία του, τὰ ἀξιώματά του, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του!
Ἀλλὰ ὅπως ὁ ἥλιος δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτῆ, ἔτσι καὶ ἡ ἔρημος δὲν μπόρεσε νὰ κρύψει τὸν μεγάλο φωστήρα. H ἔρημος Βισὲνσκ ἔγινε φάρος ὑψηλῆς πνευματικῆς ἀκτινοβολίας. Ἐνῶ σταμάτησαν τὰ φλογερὰ κηρύγματα τοῦ λαμπροῦ ἐπισκόπου, τὰ συγγράμματα καὶ οἱ ἐπιστολὲς του κατέκλυζαν ὁλόκληρη τὴν ἀπέραντη Ρωσία. Ἐνσάρκωναν τὴ γνησιότητα καὶ τὴν αὐθεντικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, γι' αὐτὸ εἶχαν καὶ ἔχουν ἀπήχηση σὲ κάθε ὀρθόδοξο χριστιανό.
Ἡ μακαριὰ ψυχὴ του ἀνῆλθε στὰ οὐράνια σκηνώματα τὸ 1894.
Ἕναν αἰώνα ἀργότερα ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας διακήρυξε ἐπίσημα τὴν ἁγιότητα τοῦ ἡρωικοῦ ἱεράρχου — ἁγιότητα ἀνέκαθεν (ὁμολογημένη ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ ρωσικὸ λαὸ - γιὰ τὴ συμβολή του στὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τῆς συγχρόνου του ρωσικῆς κοινωνίας, γιὰ τὰ οἰκοδομητικὰ καὶ ἑρμηνευτικά του συγγράμματα καὶ κατ' ἐξοχὴν βέβαια γιὰ τὴν ἅγια ζωή του, ζωὴ ποῦ δὲν ἦταν παρὰ ἡ συνέπεια τῆς βαθειᾶς θεολογικῆς καὶ ἐμπειρικῆς βιώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὂλ' αὐτὰ «μας ἐπιτρέπουν νὰ βλέπουμε τὶς διδαχὲς καὶ τὶς συγγραφές του, σὰν ἀνάπτυξη τῆς ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας, μὲ τὴν ὁποία διατηροῦν τὴν ἴδια ὀρθόδοξη καθαρότητα καὶ τὴν ἴδια διάφανη θεοπνευστία» (Πράξης Ἱερᾶς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, 6-9 Ἰουνίου 1988).
Πηγή: Περί Ζωής, Προσκυνητής
Αν και εκείνες οι απόψεις του που ωριγένιζαν, αναθεματίσθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους, ο Ευάγριος επηρέασε έντονα την ιστορία τού Μοναχισμού σε Ανατολή και Δύση.
Η Ζωή Του
Ανάμεσα στους ασκητές της Αιγύπτου τον τέταρτο αιώνα υπήρχαν λίγοι που ήταν συγγραφείς. Ο Ευάγριος ξεχωρίζει πολύ σε σχέση με το γενικό φόντο. Στην Αίγυπτο ο Ευάγριος ήταν νεοφερμένος. Γεννήθηκε περί το 345 ή το 346 στην πόλη Ίβηρα του Πόντου, ο πατέρας του Ευαγρίου ήταν «Χωρεπίσκοπος», ένας Επίσκοπος με περιορισμένη εξουσία. Το οικογενειακό υποστατικό του Αγ. Βασιλείου στα Άννισα ήταν πολύ κοντά στην Ίβηρα. Ο Άγ. Βασίλειος πήγε στα Άννισα να ζήσει την ασκητική ζωή. Στην επιστολή του 14 ο Άγ. Βασίλειος περιγράφει την περιοχή. Ο Ευάγριος ήταν γνωστός με τους μεγάλους Καππαδόκες στα νεανικά του χρόνια. Ο Άγ. Βασίλειος τον έκανε Αναγνώστη. Μερικοί νομίζουν ότι ο Άγ. Βασίλειος ήταν ο πρώτος που δέχτηκε τον Ευάγριο ως μοναχό - π. χ., ο Bousset, που κι αυτός νομίζει ότι ο Ευάγριος έφυγε από τη μοναστική κοινότητα του Αγ. Βασιλείου εξαιτίας μιας αισθήσεως απογοητεύσεως που δοκίμασε με την έμφαση του Βασιλείου σε κοινωνικές υποχρεώσεις. Φαίνεται ότι ο Ευάγριος ελκύστηκε περισσότερο από τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη παρά από τη ζωή στο μοναστήρι του Αγ. Βασιλείου -πολύ πιθανόν λόγω της πνευματικής κινήσεως στην πρωτεύουσα.
Ο Άγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός τον χειροτόνησε Διάκονο λίγο μετά το θάνατο του Αγ. Βασιλείου το 379 και τον πήρε στην Κωνσταντινούπολη μαζί του ως Αρχιδιάκονο. Εκεί ο Ευάγριος διακρίθηκε ως ιεροκήρυκας —έκανε κηρύγματα στην Κωνσταντινούπολη που του έδωσαν κάποια φήμη.
Ο Ευάγριος πάντα αισθανόταν φιλία προς τον Άγ. Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, και αργότερα στη ζωή του μιλούσε ακόμα καλά γι’ αυτόν. Στο έργο του Πρακτικός (100), στην τελευταία συζήτηση για την ασκητική ζωή, ο Ευάγριος γράφει: «Αν το λαμπρό φως της δικαιοσύνης λάμπει επάνω μας… τότε θα ρουφήξουμε το κρασί του που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου διαμέσου των προσευχών και της μεσιτείας του δικαίου Γρηγορίου, που με στερέωσε». Ο Άγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός αισθάνονταν κοντά προς τον Ευάγριο, όπως μαρτυρείται από τη Διαθήκη του.
Ως πρόεδρος της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου το 381, ο Άγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός στηρίχθηκε πολύ στα χαρίσματα του Ευαγρίου. Όταν ο Άγ. Γρηγόριος παραιτήθηκε από τη σύνοδο και από το θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, ζήτησε από τον Ευάγριο να παραμείνει για να βοηθήσει το νέο επίσκοπο, το Νεκτάριο. Το Βιβλίο του Παραδείσου -«που ήταν οι Ιστορίες και οι Λόγοι των Μοναχών και ασκητών της Αιγυπτιακής Ερήμου» — ισχυρίζεται ότι ο Νεκτάριος εκτιμούσε το χαρακτήρα του Ευαγρίου και αισθάνονταν βαθειά αγάπη γι’ αυτόν -πράγματι, φαίνεται ότι όλοι αισθάνονταν το ίδιο για τον Ευάγριο. Έγινε γνωστός στην πρωτεύουσα ως ο «εκμηδενιστής της φλυαρίας των αιρετικών». Είναι προφανές ότι ο Ευάγριος έφθασε να γνωρίσει τους επιφανείς συνέδρους της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου. Οποιαδήποτε επίδραση είχε πριν ασκήσει ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης επάνω στον Ευάγριο πιθανότατα ενισχύθηκε κατά τη συναναστροφή τους στη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο.
Η Ιστορία των Μοναχών της Αιγύπτου διηγείται ότι ο Ευάγριος επέτρεψε στη νέα του θέση στην Κωνσταντινούπολη να τον αποσπάσει κάπως από τη θεωρητική ζωή, και χαιρόταν την «πολυτέλεια» και χρησιμοποιούσε δούλους για να τον περιποιούνται. Ύστερα ήρθε το σκάνδαλο. Ο Ευάγριος ερωτεύτηκε τη σύζυγο ενός αξιωματούχου στην Κωνσταντινούπολη. Το Βιβλίο του Παραδείσου διηγείται ότι την ώρα ενός θυελλώδους ονείρου ο Ευάγριος ορκίστηκε να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα για να προστατεύσει την ψυχή του. Την επόμενη μέρα βρισκόταν πάνω σ' ένα πλοίο που πήγαινε στους Αγίους Τόπους. Χωρίς να χάσει χρόνο εγκαταστάθηκε στα Ιεροσόλυμα όπου έγινε φίλος με την Μελανία «την Πρεσβυτέρα».
Η ζωή της Μελανίας είναι ένα κεφάλαιο στην ιστορία του ασκητισμού. Γεννήθηκε στη Ρώμη το 342 από οικογένεια Πατρικίου, την οικογένεια Antonia, και είχε συγγενείς με επιρροή. Ήταν συγγενής με τον Paulinus της Nola —nostris sanguis propinquat. Στην ηλικία των δεκαέξι ετών παντρεύθηκε το Νομάρχη (Prefect) της Ρώμης, τον Valerius Maximus. Χήρεψε στην ηλικία των είκοσι δύο ετών, και αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή της στον αυστηρό ασκητισμό. Φαίνεται ότι έχασε δύο από τα παιδιά της περίπου τον ίδιο καιρό με το θάνατο του συζύγου της. Είχε ακόμα να φροντίσει το γιό της Publicola. Εμπιστεύθηκε τον Publicola σ' έναν παιδαγωγό, ξεπούλησε πολλά από τα πλούτη της, και έφυγε το 372 για την Αίγυπτο. Εκεί υποστήριξε τους μοναχούς που καταδιώκονταν από τους Αρειανούς. Το 378 η Μελανία επισκέφθηκε την Παλαιστίνη με τον Ρουφίνο και ίδρυσε δυο μοναστήρια στο Όρος των Ελεών. Το ίδιο έτος ο γιος της Publicola παντρεύθηκε την ευγενή Albina του γένους Ceionia. Από το γάμο αυτόν γεννήθηκε μια κόρη που είναι γνωστή ως Μελανία η «Νεωτέρα», η εγγονή της Μελανίας. Στα Ιεροσόλυμα η Μελανία και ο Ρουφίνος εμπλάκησαν στη λογομαχία με τον Ιερώνυμο για τον Ωριγενισμό, μια συμπλοκή που έκανε τον Ιερώνυμο να μιλήσει αρνητικά για τη Μελανία. Τα σχόλια του Ιερωνύμου για τη Μελανία έβλαψαν ιστορικά τη φήμη της. Ένα τέτοιο σχόλιο ήταν ότι το «όνομά της σημαίνει μαυρίλα και μαρτυρεί τη σκοτεινότητα της απιστίας της» cuius nomen nigredinis (melania) testatur perfidiae tenzbras. Περί το 400 η Μελανία γύρισε στην Ιταλία για να φροντίσει για την ασκητική εκπαίδευση της εγγονής της. Το 404 επισκέφθηκε τη Σικελία και την Ιππώνα. Στην Ιππώνα γνώρισε τον Άγ. Αυγουστίνο. Γύρισε στα Ιεροσόλυμα και προφανώς πέθανε εκεί περί το 409. Ήταν μια διανοούμενη κυρία, πολύ διαβασμένη, και ενδιαφέρθηκε πολύ για τα έργα του Ωριγένη. Έγινε επίσης ηγουμένη μιας ομάδος παρθένων.
Ο Ευάγριος έγινε αμέσως φίλος της Μελανίας και του Ρουφίνου, κι αυτή η φιλία κράτησε σ' όλη του τη ζωή. Αλλά και πάλι ο Ευάγριος είχε πάρει τη ζωή στα Ιεροσόλυμα λιγότερο σοβαρά, από ασκητική άποψη, από ό,τι είχε ορκιστεί. Ο Παλλάδιος αφηγείται ότι η καρδιά του Ευαγρίου σκλήρυνε σαν του Φαραώ. Όταν αρρώστησε με πυρετό, νόμισε πως ήρθε το τέλος του. Διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι ήταν η Μελανία που ανακάλυψε την πνευματική αιτία της αρρώστιας του -την παράβαση του όρκου του. Αυτή μπόρεσε να τον κάνει να επαναβεβαιώσει τον όρκο του και να τον τηρήσει μπαίνοντας μέσα σ' ένα μοναστικό περιβάλλον. Το Βιβλίο του Παραδείσου αφηγείται ότι λίγες μέρες αργότερα ο πυρετός έπεσε και αυτός θεραπεύθηκε και δυνάμωσε.
Οι πηγές μας βρίσκουν ύστερα τον Ευάγριο στη Νιτρία με μια ομάδα μοναχών. Πήγε στην έρημο της Νιτρίας να καλλιεργήσει την ψυχή του ανάμεσα στους μοναχούς. Παρουσιάστηκε ως μετανοών αμαρτωλός που ζητούσε λύτρωση από τους πειρασμούς και τις αποπλανήσεις του. Έζησε στην Αίγυπτο δεκαεπτά χρόνια, πρώτα στο όρος της Νιτρίας και ύστερα στα κελιά. Η Μελανία είχε ζήσει προηγουμένως στη Νιτρία το 372 και είχε αγαπηθεί από τον Παμβώ. Το 383 έφθασε ο Ευάγριος. Συχνά διατυπώνεται η γνώμη ότι ήταν ο Ευάγριος που έφερε την Ωριγενιστική σκέψη στην Αίγυπτο. Τα ιστορικά γεγονότα δεν επιτρέπουν μια τέτοια άποψη, γιατί ο Άγ. Επιφάνιος βρήκε Ωριγενιστάς ανάμεσα στους μοναχούς της Αιγύπτου το 370. Είναι επίσης επέκταση της ιστορικής φαντασίας το να νομίζει κανείς ότι η Αλεξάνδρεια, ο τόπος των πρώτων δραστηριοτήτων του Ωριγένη, που ήταν τόσο κοντά στη Νιτρία — κάπου σαράντα μίλια χώριζαν τη Νιτρία από την Αλεξάνδρεια- και άλλα μοναστικά καθίσματα, μπορούσαν να μην ήταν η πηγή της Ωριγενιστικής σκέψεως ανάμεσα στους μοναχούς. Ο Ευάγριος είχε προφανώς διδαχθεί ή μάθει για τον Ωριγένη από τον Άγ. Βασίλειο, τον Άγ. Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, και τον Άγ. Γρηγόριο Νύσσης. Στην Παλαιστίνη η γνώση του για τον Ωριγένη πιθανώς ενισχύθηκε λόγω της σχέσεώς του με τη Μελανία και το Ρουφίνο, το μεταφραστή αρκετών βιβλίων του Ωριγένη στα Λατινικά. Τώρα αυτός διαμορφώνει μια ισόβια φιλία και μοναστική σχέση με μια μοναστική κοινότητα που είχε ως ασχολία τη μελέτη του Ωριγένη. Ο Ευάγριος ήταν ίσως ο πρώτος που γράφει επί μακρόν συνδυάζοντας τη σοφία της ερήμου με τη σκέψη του Ωριγένη, αλλά δεν μπορούσε να είναι ο πρωτουργός της Ωριγενιστικής σκέψεως ανάμεσα στους μοναχούς της Αιγύπτου. Ανάμεσα στους μαθητές του Παμβώ, στους μοναχούς με τους όποιους ο Ευάγριος σχετίστηκε, περιλαμβάνονταν και οι «Μακροί αδελφοί», που ήταν μεταξύ εκείνων των Ωριγενιστών τους όποιους αργότερα εκδίωξε από την Αίγυπτο ο Πατριάρχης Θεόφιλος. Οι πηγές αναφέρουν ότι ο Αμμώνιος ο Παρώτης ήταν ο ηγέτης της ομάδος των μοναχών ύστερα από το θάνατο του Παμβώ· εκείνη η ομάδα αναφερόταν τότε ως ομάδα «του Αμμωνίου και του Ευαγρίου», και αργότερα ως «η ομάδα του Ευαγρίου». Και πάλι ήταν φανερή η ηγετική του ικανότητα.
Ο Ευάγριος δεν απομονώθηκε. Παρέμεινε σε στενή επαφή με τους «χωρικούς» κόπτες. Στην πραγματικότητα, ήταν πλησιέστερα προς τον Άγ. Μακάριο τον Μέγα τον Αιγύπτιο και τον Άγ. Μακάριο τον Αλεξανδρέα, έναν ιερέα της αυστηρής ομάδος ερημιτών στα Κελιά, μια κοινότητα μοναχών που βρίσκονταν περίπου δεκατρία μίλια νότια της Νιτρίας. Φαίνεται πως έγινε «μαθητής» του Αγ. Μακαρίου του Μεγάλου, τον οποίο θα επισκεπτόταν στη Σκήτη, και «μαθητής» επίσης του Αγ. Μακαρίου του Αλεξανδρέα. Ο Παλλάδιος γράφει ότι ο Ευάγριος μετοίκησε στα Κελιά όπου παρέμεινε δεκατέσσερα χρόνια ζώντας μια ζωή προσευχής και αυστηρής ασκήσεως. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην Αίγυπτο και πέθανε εκεί το 399 σε ηλικία πενήντα πέντε ετών.
Η Λαυσαϊκή Ιστορία περιέχει ένα κεφάλαιο για τον Ευάγριο. Η Συριακή μετάφραση της Λαυσαϊκής Ιστορίας περιέχει πρόσθετο υλικό. Από αυτές τις δυο πηγές δίνεται κάποια ένδειξη για το πώς ζούσε ο Ευάγριος. Στη Λαυσαϊκή Ιστορία ο Παλλάδιος γράφει ότι ο Ευάγριος ζούσε μια πολύ αυστηρή ζωή, ότι ζούσε με πενιχρές ποσότητες ψωμιού και λαδιού, ότι χρησιμοποιούσε αυστηρές μορφές ασκήσεως για να προφυλάξει την αγνότητά του, και ότι ο μεγαλύτερος πειρασμός του ήταν εκείνος της βλασφημίας. Ισχυριζόταν ότι πειραζόταν από δαίμονες που παρουσιάζονταν ως αντιπρόσωποι των αιρέσεων εκείνης της εποχής του Αρειανισμού, του Ευνομιανισμού, και του Απολλιναρισμού. Ο Παλλάδιος, φυσικά, παρουσιάζει πάντοτε τον Ευάγριο να θριαμβεύει πάνω στους πειρασμούς του. Ενώ ασχολείτο συνεχώς με την αυστηρή άσκηση, ο Ευάγριος δεν αμελούσε τη διανοητική ζωή, έγραφε βιβλία και εμπλεκόταν σε θεολογικές φιλονικίες. Κατά καιρούς ταξίδευε στην Αλεξάνδρεια και αντέκρουε τους αιρετικούς.
Αλλά η ζωή του Ευαγρίου στην Αίγυπτο δεν πέρασε χωρίς δυσκολίες. Η Συριακή μετάφραση διασώζει αυτές τις εκθέσεις των δυσκολιών του. Ένα επεισόδιο αποκαλύπτει ότι ο Ευάγριος σε μια από τις επισκέψεις του σ’ έναν «ασκητή δάσκαλο», πήρε την απάντηση - όταν ρώτησε την κοινή ερώτηση: Τι να κάνει για να σώσει την ψυχή του - να μην μιλά παρά μόνο αν ερωτηθεί. Ένα επεισόδιο τέτοιας φύσεως είναι διαφωτιστικό. Οι Κόπτες μοναχοί ήταν προφανώς φιλύποπτοι για τη μόρφωσή του και τους Ελληνικούς του τρόπους σκέψεως, για τη διανοητική του τάση. Μια συζήτηση γινόταν από μια ομάδα γερόντων των Κελιών. Ο Ευάγριος πρόσφερε τη γνώμη του και αποδοκιμάστηκε δριμύτατα: αν είχε μείνει στη χώρα του, θα ήταν σωστό να προσφέρει τη γνώμη του· «αλλά εδώ είσαι ένας ξένος». Η τάση είναι προφανής. Ό,τι έχει σημασία σ' αυτές τις αφηγήσεις είναι ότι ο Ευάγριος δέχεται τη συμβουλή και τις επιτιμήσεις των Κοπτών. Ο Σωκράτης στο βιβλίο του εκκλησιαστική Ιστορία (4,23) μας λέγει ότι η φήμη του Ευαγρίου για την αγιότητα και τις εν γένει ικανότητές του έφθασε στα αυτιά του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεοφίλου, ο οποίος θέλησε να χειροτονήσει τον Ευάγριο επίσκοπο Θμούεως. Ο Ευάγριος αρνήθηκε. Πολλοί επίσκοποι προέρχονταν από τις τάξεις των μοναχών. Αντίστροφα, οι μοναχοί είχαν ένα ρητό που έλεγε ότι αυτοί πρέπει να φυλάγονται από τις γυναίκες και τους Επισκόπους. Το ρητό «να προσέχουν τους Επισκόπους» σήμαινε ότι οι μοναχοί θα ‘πρεπε να αποφεύγουν κάθε αφορμή που θα τους αποσπούσε από τη μοναστική τους ζωή. Το να γίνει κανείς Επίσκοπος συνεπήγετο το ενδεχόμενο της «φιλοδοξίας» και της εμπλοκής στις κοσμικές υποθέσεις. Το Βιβλίο του Παραδείσου ισχυρίζεται ότι ο Ευάγριος στα τελευταία του χρόνια είχε βρει βαθειά ειρήνη και ότι οι πνευματικές του δυνάμεις αυξήθηκαν. Ήταν γνωστός ως «ο άνθρωπος της κατανοήσεως» και είχε φήμη ότι έκανε θαύματα και ότι είχε τη δωρεά της προφητείας. Η υγεία του άρχισε να χειροτερεύει στα τελευταία του χρόνια αλλά αυτός δεν μετρίασε την αυστηρή του άσκηση -παρά μόνο επέτρεψε στον εαυτό του να αντικαθιστά εκείνο τον καιρό τα ωμά λαχανικά με μαγειρεμένο φαγητό. Αισθάνθηκε ότι το τέλος του πλησίαζε. Το τελευταίο καταγραμμένο γεγονός της ζωής του είναι ότι ζήτησε να μεταφερθεί στην Εκκλησία κατά τα Επιφάνεια ώστε να μπορέσει να λάβει τη Θεία Ευχαριστία. Λέγεται ότι πέθανε μετά τη λήψη της Ευχαριστίας. Ήταν το 399. Ο θάνατός του πράγματι τον γλύτωσε από μια μεγάλη ταραχή. Προ του τέλους εκείνου του έτους (399) οι οπαδοί και σύντροφοι του Ευαγρίου, εκείνοι που αναφέρονται ως οι «Ωριγενιστές», εξορίστηκαν από την Αίγυπτο με διαταγή του Πατριάρχη Θεοφίλου. Μεταξύ αυτών ήταν και οι Μακροί αδελφοί, ο Παλλάδιος, ο Άγ. Ιωάννης ο Κασσιανός, και ο σύντροφος του Κασσιανού, ο Γερμανός. (Για μια εκτενή συζήτηση για την εξορία των Ωριγενιστών από την Αίγυπτο και τη συνάντηση αυτών με τους Ανθρωπομορφίτες, βλέπε τα άρθρα του π. Φλορόφσκυ «Οι Ανθρωπομορφίτες της Αιγυπτιακής Ερήμου» και «Θεόφιλος Αλεξανδρείας και ο Αβάς Απφύ της Pemdje» στον Τόμο IV της σειράς των εκλεκτών έργων του Γεωργίου Φλορόφσκυ). Πολλοί από εκείνους που εξορίστηκαν από την Αίγυπτο βρήκαν καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον Αγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο. Αυτό ενίσχυε το μένος του Θεοφίλου κατά του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, το τελικό αποτέλεσμα του οποίου ήταν ο θρίαμβος του Θεοφίλου και η εξορία, που οδήγησε στο θάνατο, του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Εν τούτοις, αυτή ακριβώς η εξορία συνέβαλε πολύ στην εξάπλωση των ιδεών του Ευαγρίου. Ο Άγ. Ιωάννης ο Κασσιανός χειροτονήθηκε διάκονος από τον Άγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο και του ανατέθηκε να φέρει επιστολή στον επίσκοπο Ρώμης υπέρ του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ο Κασσιανός βρήκε μια καινούρια ζωή στη Λατινική Δύση. Έγινε φίλος του Λέοντος, που επρόκειτο να γίνει ο Πάπας Λέων ο Μέγας. Του ζητήθηκε να πάει στη Νότια Γαλατία για να βάλλει μια τάξη στην εκεί χαοτική μοναστική κίνηση.
Στα βιβλία του Θεσμοί του Κοινοβίου και Διαλέξεις, ο Άγ. Ιωάννης ο Κασσιανός θέλησε να εξηγήσει στη Λατινική Δύση το μοναστικό ασκητισμό του Ευαγρίου, αν και σε μια ηπιώτερή του μορφή. Στον πρόλογό του στο έργο του Θεσμοί του κοινοβίου ο Άγ. Ιωάννης ο Κασσιανός γράφει: «Θα προσπαθήσω, όσο μπορώ, με τη βοήθεια του Θεού, να εξηγήσω πιστά μόνο τους θεσμούς και τους κανόνες των μοναστηριών τους, και ιδιαίτερα την πηγή και τις αιτίες των κυριότερων σφαλμάτων, που τα υπολογίζουν σε οκτώ, και τις θεραπείες γι’ αυτά σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, αφού σκοπός μου είναι να πω λίγα λόγια όχι για τα θαύματα του Θεού, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε το χαρακτήρα μας, και για την επίτευξη της τέλειας ζωής, σύμφωνα με αυτό που παραλάβαμε από τους παλαιότερους. Σ' αυτό, επίσης, θα προσπαθήσω να ικανοποιήσω τις οδηγίες σας, ώστε, αν υπάρχει, να βρω κάτι που έχει είτε αφαιρεθεί είτε προστεθεί σε κείνες τις χώρες που δεν είναι σύμφωνο με τον κανόνα που έχω δει να εφαρμόζεται στα μοναστήρια που ιδρύθηκαν από παλιά σ’ όλη την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, γιατί δεν πιστεύω πως ένα καινούριο μοναστήρι στη Δύση, στα μέρη της Γαλατίας θα μπορούσε να βρει κάτι πιο λογικό και τέλειο από όσο είναι εκείνα τα ήθη, στην τήρηση των οποίων τα μοναστήρια που έχουν ιδρυθεί από αγίους και με πνευματικό νου προικισμένους πατέρες από την αρχή του Αποστολικού κηρύγματος επιμένουν ακόμα ως τις μέρες μας. Θα επιχειρήσω, εν τούτοις, να κάνω αυτή τη διάκριση στο έργο μου — όπου βρίσκω κάτι στον κανόνα των Αιγυπτίων που, είτε λόγω της δριμύτητας του κλίματος, ή λόγω κάποιας δυσκολίας ή ποικιλίας των ηθών, είναι αδύνατο σ' αυτές τις χώρες, ή σκληρό και δύσκολο, θα το εξισορροπήσω σε κάποιο βαθμό με ήθη των μοναστηριών που ιδρύθηκαν σ' ολόκληρο τον Πόντο και τη Μεσοποταμία, γιατί, αν πρέπει να δίνεται η δέουσα προσοχή σε πράγματα που είναι δυνατά, υπάρχει η ίδια τελειότητα στην υπακοή αν και η δύναμη μπορεί να είναι άνιση».
Ο Κασσιανός έχει μεγάλη προκατάληψη στην περιγραφή που κάνει για τη μοναστική Αίγυπτο· έγραψε για να παρουσιάσει μια ορισμένη διδασκαλία πνευματικότητας, τη διδασκαλία του Ευαγρίου μέσα στην οποία εξακολουθούν να παραμένουν στοιχεία του Ωριγένη. Ο Chadwick έχει σωστά παρατηρήσει ότι «ο τίτλος του 'πατρός στην πνευματική γραμματεία μας', τον οποίον ο Henri Bremond επεφύλλαξε για τον Κασσιανό, θα έπρεπε να δοθεί στον Ευάγριο». Αλλά αυτός μεταφέρθηκε στη Λατινική Δύση διαμέσου του Αγ. Ιωάννου του Κασσιανού. Η φήμη του Κασσιανού στη Λατινική Δύση δοκιμάστηκε πολύ εξαιτίας της επιθέσεώς του κατά της διδασκαλίας του Αγ. Αυγουστίνου περί προορισμού και χάριτος. Εντούτοις, τα έργα του για την πνευματικότητα ήταν πολύ σπουδαία για να απορριφθούν. Το αποτέλεσμα ήταν αυτά να κυκλοφορήσουν σε λογοκριμένη κατάσταση. Στην Αφρική τα έργα του κυκλοφόρησαν σε μια αποκαθαρμένη μετάφραση. Στην Ιταλία ο Κασσιόδωρος (γεννήθηκε περί το 485 πέθανε περί το 580) προέτρεπε τους μοναχούς του στο Vivarium να διαβάζουν τα βιβλία του Κασσιανού «Θεσμοί» και «Διαλέξεις», αλλά ταυτόχρονα στο έργο του Institutiones Divinarum et Saecularium Litterarum (1,29), ένα έργο που στηρίζεται πολύ στο έργο του Αγ. Αυγουστίνου De Doctrina Christiana, προειδοποιεί τους μοναχούς του για την περί χάριτος θεολογία του Κασσιανού. Δύο φορές τον έκτο αιώνα ο Κασσιανός κινδύνεψε να καταδικαστεί. Στην πιο κρίσιμη περίπτωση το όνομά του μνημονεύθηκε μέσα σ' έναν κατάλογο ονομάτων που γράφτηκε από ένα άγνωστό πρόσωπο. Ακριβώς την ίδια εποχή ο Άγ. Βενέδικτος συνιστούσε στους μοναχούς του την ανάγνωση του Κασσιανού. Αυτός ο κατάλογος τελικά έγινε δεκτός στην Λατινική Εκκλησία τον ογδόου αιώνα ως κατάλογος που γράφτηκε από ένα Πάπα της Ρώμης — εισήχθη ακόμα και στη συλλογή του Γρατιανού. Η καταδίκη συνδέθηκε με την αντίθεση του Αγ. Ιωάννου του Κασσιανού προς τον Άγ. Αυγουστίνο. Όμως, τα έργα του επιζούν έστω και χωρίς το όνομά του. Πριν ο Κανόνας του Αγ. Βενεδίκτου γίνει κατ' ουσίαν ο Κανόνας της Λατινικής Δύσεως, τα τέσσερα πρώτα βιβλία των θεσμών του Κοινοβίου του Αγ. Ιωάννη του Κασσιανού χρησιμοποιούνταν ως κανόνας. Ακόμα και το ανώνυμο έργο Regula Magistri περιλάμβανε τους Θεσμούς. Κατ' αυτόν τον τρόπο η περί μοναστικής πνευματικότητας διδασκαλία του Κασσιανού βρήκε το δρόμο της στη Λατινική μοναστική σκέψη.
Ο Άγ. Ιερώνυμος στην επιστολή του 133 προς Κτησιφώντα (3) μιλά για δημοτικότητα των έργων του Ευαγρίου σε Λατινική μετάφραση. Σ’ αυτήν την επιστολή, που είναι μια επίθεση κατά των Πελαγιανικών ιδεών, ο Άγ. Ιερώνυμος αναγνωρίζει την ιδέα του Πελαγίου, ότι ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς αμαρτία, στην περί απάθειας διδασκαλία του Ευαγρίου, μια διδασκαλία που ο Άγ. Ιερώνυμος χαρακτηρίζει ως ειδωλολατρική στην προέλευσή της. Ο Άγ. Ιερώνυμος βρίσκει τις διδασκαλίες του Ευαγρίου διεστραμμένες, πολύ περισσότερο λόγω της σχέσεως του Ευαγρίου με τη Μελανία και το Ρουφίνο -αναφέρεται σ' αυτούς τους τρεις ως ένα «ανόσιο τρίο». Οι Λατινικές μεταφράσεις του έργου του Ευαγρίου κυκλοφόρησαν ήδη λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Ευαγρίου το 399. Στα τέλη του πέμπτου αιώνα τα έργα του Ευαγρίου μεταφράστηκαν και πάλι στα Λατινικά, αυτή τη φορά από τον Γεννάδιο τον Μασσαλιέα.
Οι διδασκαλίες του Ευαγρίου διαδόθηκαν στη Συρία, στην Αρμενία, και στην Περσία, όπου η επίδραση τους ήταν μεγάλη. Αργότερα ακόμα και ο Αραβικός Χριστιανικός κόσμος ήρθε σε επαφή με τα έργα του Ευαγρίου και στη συνέχεια έδωσε τα έργα του στην Αιθιοπική Εκκλησία. Τα έργα του Ευαγρίου μεταφράστηκαν πολύ νωρίς στη Συριακή γλώσσα. Η επίδραση του Ευαγρίου πάνω στον Περσικό μοναχισμό έχει τονιστεί από τον Guillaumont, ο οποίος ισχυρίζεται ότι τα έργα του Ευαγρίου έγιναν το «κύριο» βιβλίο του ασκητισμοί στη Χριστιανική Περσία -επιπλέον, διατυπώθηκε ακόμα ο ισχυρισμός ότι τα έργα του Ευαγρίου ήταν τόσο δημοφιλή μεταξύ των Χριστιανών μοναχών στην Περσία ώστε η επίδρασή τους συνεχιζόταν και μετά την κατάκτηση του Ισλάμ, και επηρέασαν ακόμα και τους Πέρσες Sufis!
Η καταδίκη του Ευαγρίου
Στην Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο (553) ο Ευάγριος καταδικάστηκε ως Ωριγενιστής, μαζί με τον Δίδυμο. Η καταδίκη επαναλήφθηκε από τις δυο επόμενες Οικουμενικές Συνόδους. Στον όρο της πίστεως που έδωσε η Έκτη Οικουμενική Σύνοδος (680/681) δηλώνεται: «και μαζί μ’ αυτές, στην τελευταία, δηλαδή την Πέμπτη αγία Σύνοδο που συγκλήθηκε σ’ αυτόν τον τόπον, κατά του Θεοδώρου Μοψουεστία, Ωριγένους, Διδύμου, και Ευαγρίου». Ο πρώτος κανόνας της Εν Τρούλλω Συνόδου, της Πενθέκτης (692), επαναλαμβάνει την καταδίκη του Ευαγρίου: «Αναγνωρίζουμε επίσης ως εμπνευσμένες από το Πνεύμα τις ευσεβείς φωνές των εκατόν ογδόντα πέντε θεοφόρων πατέρων, οι οποίοι συνήλθαν σ’ αυτήν την αυτοκρατορική πόλη κατά τη βασιλεία του μακαριάς μνήμης Αυτοκράτορά μας Ιουστινιανού, και τις διδάσκουμε σ' αυτούς που έρχονται μετά από μας γιατί αυτοί συνοδικώς αναθεμάτισαν και καταράσθηκαν τον Θεόδωρο Μομψουεστίας (τον διδάσκαλο του Νεστορίου), και τον Ωριγένη, και τον Δίδυμο, και τον Ευάγριο, από τους οποίους όλοι επανέφεραν φανταστικούς ελληνικούς μύθους, και επανέφεραν πάλιν τις ανακυκλήσεις ορισμένων σωμάτων και ψυχών, και συνέχεαν τις μετεμψυχώσεις με τις περιπλανήσεις ή τα όνειρα του νου τους, και ασεβώς ύβριζαν την ανάσταση των νεκρών». Ο Ευάγριος έγραψε δια μακρών για τη διδασκαλία του Ωριγένη περί της προϋπάρξεως των ψυχών και για τη διδασκαλία περί της αποκαταστάσεως. Σ' αυτό ο Ευάγριος ήταν ακόμα πιο απρόσεκτος από τον Ωριγένη. Τα «Γνωστικά Κεφάλαια» του Ευαγρίου δόθηκε εντολή από τον Ιουστινιανό να καταστραφούν μετά την Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο. Το έργο επέζησε σε Συριακή μετάφραση. Το 1952 ο Guillaumont ανακάλυψε το αρχικό κείμενο των Γνωστικών Κεφαλαίων που δημοσιεύτηκε το 1958. Ο Chadwick χαρακτηρίζει την ανακάλυψη των έργων του Ευαγρίου ως «ρομαντικό κατόρθωμα της σύγχρονης έρευνας». Το «τελευταίο βήμα» σ’ αυτό το «ρομαντικό κατόρθωμα» υπήρξε «η δημοσίευση από τον Guillaumont ενός πιο αρχικού κειμένου της Συριακής μεταφράσεως αυτού του κύριου δογματικού έργου του, των Γνωστικών Κεφαλαίων πιο αρχικού, και πιο σπουδαίου, γιατί αυτό έδειχνε ότι η προηγουμένως γνωστή Συριακή μετάφραση είχε καθαρθεί από τα πιο πρόδηλα Ωριγενιστικά δόγματά της. Ανακαλύψαμε το πλήθος των έργων του προέχοντος Έλληνος διδασκάλου ανάμεσα στους πατέρες του ερήμου». Παρά ταύτα, όμως, ο Ευάγριος παραμένει ακόμα μια αινιγματική μορφή. Μια σύγκριση της Χριστολογίας του, όπως αυτή εκτίθεται στην επιστολή του Προς την Μελανία και όπως περιλαμβάνεται στα Γνωστικά Κεφάλαιά του, αποκαλύπτει το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην Καππαδοκική Χριστολογία της επιστολής και στην Ωριγενιστική τάση στο ανακαλυφθέν έργο.
Παρ' όλες αυτές τις καταδίκες η επίδραση του Ευαγρίου έφερε μεγάλο αποτέλεσμα σε μεταγενέστερους ασκητικούς συγγραφείς, ιδιαίτερα στο Μάξιμο τον ομολογητή. Ο Άγ. Μάξιμος, φυσικά, ποτέ δεν είπε φανερά ότι διάβασε τον Ευάγριο -επιπλέον ο Άγ. Μάξιμος χαρακτηρίζει τον Ευάγριο ως «ασεβή». Ήταν ο Viller, που στο άρθρο του το 1930 με τον τίτλο «Aux sources de la spiritualite de saint Maxime. Les oeuvres d' Evagre le Pontique (Revue d' Ascetique et de Mystique, 11) μεγαλοποίησε την υπόθεση της εξαρτήσεως του Αγ. Μαξίμου από τον Ευάγριο -στην πραγματικότητα, ο Viller προσπάθησε να αποδείξει ότι ο Άγ. Μάξιμος στηρίχθηκε εξολοκλήρου στον Ευάγριο. Το εντελώς αντίθετο αληθεύει. Ο Άγ. Μάξιμος μπορεί να χρησιμοποιεί τον Ευάγριο αλλά μεταβάλλει ριζικά τη σκέψη του Ευαγρίου. Είναι επίσης σημαντικό να συγκρίνουμε τα Έργα του Ευαγρίου με το Ρωσσικό έργο Αγάπη της Καλωσύνης.
Τα έργα του Ευαγρίου
Ο Ευάγριος έγραψε αφειδώς, συνήθως με τη μορφή «κεφαλαίων» ή «ρητών», συχνά πράγματι αφορισμούς. Τα έργα του Ευαγρίου διαδόθηκαν αμέσως ευρύτατα σε Ανατολή και Δύση. Ιδιαίτερα σπουδαίο είναι το έργο του με τον τίτλο «Μοναχικός» (ο Μοναχός), που αποτελείται από δυο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι γνωστό ως ο Πρακτικός, που αποτελείται από εκατό «ρητά». Το δεύτερο μέρος είναι γνωστό ως ο Γνωστικός, που αποτελείται από πενήντα «ρητά». Ο Πρακτικός έχει φθάσει σε μας σε δυο Ελληνικές εκδόσεις, μία με 70, και η άλλη με εκατό «ρητά». Ο Γνωστικός επέζησε μόνο σε μια Συριακή μετάφραση. Εκτός από τον Μοναχικό, πρέπει να μνημονευθεί ο αντιρρητικός του πάνω σε οκτώ κύρια αμαρτήματα και Γνωστικά Προβλήματα. Το Ελληνικό πρωτότυπο του αντιρρητικού χάθηκε αλλά ολόκληρο το κείμενο επέζησε σε μια Συριακή και μια Αρμενική μετάφραση. Τα «Γνωστικά Προβλήματα», που κοινώς αναφέρονται ως οι Αιώνες, αποτελείται από εξακόσια «ρητά» που διαιρούνται σε έξι βιβλία από εκατό «ρητά» το καθένα. Το Ελληνικό πρωτότυπο χάθηκε αλλά το έργο επέζησε σε μια Συριακή και μια Αρμενική μετάφραση. Η περίφημη όγδοη επιστολή στη συλλογή των επιστολών του Αγ. Βασιλείου ανήκει στον Ευάγριο. Μερικά από τα έργα του Ευαγρίου διασώθηκαν κάτω από το όνομα του Νείλου Αγκύρας.
Η Θεολογική σκέψη του Ευαγρίου
Ακολουθώντας την οδό του Ωριγένους, ο Ευάγριος διακρίνει τρία στάδια στην πνευματική ζωή: Ενεργητική ζωή, φυσική ή θεωρητική ζωή, και θεολογική ζωή -δηλαδή, «γνώση» της Αγίας Τριάδος. Η τελευταία είναι το όριο της πνευματικής ανόδου. «Η βασιλεία του Θεού είναι γνώση της Αγίας Τριάδος ακόμα και στα Γνωστικά του Κεφάλαια η οποία εκτείνεται ανάλογα με την κατάσταση του νου και η οποία τον γεμίζει με μια ατέλειωτα μακάρια ζωή». Αυτή είναι η ύψιστη «κατάσταση» της ψυχής ή, μάλλον, η ύψιστη ηρεμία και σιωπή, ανώτερη από την ομιλία και τη διαίσθηση, η ακίνητη ιδιότητα και η ακινησία του νου «ένα μοναδικό και το ίδιο όραμα, και δεν υπάρχουν σ' αυτό άνοδοι και κάθοδοι».
Αυτό το όραμα, αυτή η γνώση είναι χωρίς εικόνες, ανώτερη από τις εικόνες («υπέρ τα είδη»). Αυτή είναι καθαρή προσευχή ή, μάλλον, η αφοσίωση της ψυχής στην καθαρή προσευχή και είναι απρόσιτη στις ανθρώπινες προσπάθειες. Δίδεται ως δώρο άνωθεν, ως χάρισμα. Η ψυχή είναι ικανή να δεχθεί αυτό το δώρο, γιατί είναι δημιουργημένη κατ' εικόνα Θεού. Είναι ακριβώς αυτή η ικανότητα να αντιλαμβάνεται την αγία Τριάδα που ο Ευάγριος θεωρεί ως ομοιότητα του πνεύματος προς τον Θεό όχι η άυλη φύση του. Αλλά αυτή λαμβάνεται ως δώρο.
Κατά την ευσεβή αφαρπαγή και έκσταση η ψυχή ξαφνικά φωτίζεται από ένα μόνο Τριαδικό φως. Και εδώ δεν υπάρχουν δάσκαλοι και μαθητές όλοι είναι ήδη θεοί («θέωσις»). Σ' αυτό το πνευματικό όριο οδηγεί η μακρά, κρημνώδης οδός της δοκιμασίας. Σ’ αυτήν υπάρχουν δυο στάδια: η «πράξη» και η «θεωρία». Η πράξη αρχίζει με την πίστη και τελειώνει με την «απάθεια» και την αγάπη. Η όλη σημασία της «πράξεως» βρίσκεται στην υπερνίκηση και εξάλειψη των παθών με άλλα λόγια, στην γαλήνευση της ψυχής, στην υπόταξη των άτακτων «κινήσεών» της στους νόμους της φύσεως.
Το πάθος είναι κι αυτό μια «κίνησις» ή περιπλάνηση του νου. Η «απάθεια» είναι «στάσις». Το πάθος είναι διάχυση ή διασκορπισμός, εξάρτηση από εξωτερικές εντυπώσεις, ενώ η «απάθεια» είναι ανεξαρτησία και σταθερότητα. «Δεν έχει απάθεια η ψυχή που δεν αιχμαλωτίζεται από πράγματα, αλλά η ψυχή που παραμένει ατάραχη και όταν ακόμα τα θυμάται. Η απάθεια είναι αταραξία και έλλειψη σύγχυσης και είναι αδύνατο να μιλήσεις για το απαθές πρόσωπο: αυτός υπομένει. Υπομένει αυτός που πάσχει, αυτός που είναι «πάσχων», ή παθητικός.
Οι «κινήσεις» γεννιούνται στα κατώτερα μέρη της ψυχής και από εκεί ανέρχονται «σκέψεις» ή διαθέσεις «λογισμοί». Αυτοί υπενθυμίζονται και υποβάλλονται από τους δαίμονες οι οποίοι περιτριγυρίζουν πάντα τον άνθρωπο. Ο Ευάγριος έχει πολλά να πει για τον αγώνα των σκέψεων και για δαιμονικές επιθέσεις. Ο πιο επικίνδυνος από όλους τους δαίμονες είναι ο δαίμονας της υπερηφάνειας και η σκέψη της ματαιοφροσύνης. Ο βαρύτερος από όλους είναι ο δαίμονας της αθυμίας, ο «μεσημβρινός δαίμων», ο οποίος κατατρώγεται με μονοτονία και προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή της ψυχής. Η ψυχή γιατρεύεται μέσω της τηρήσεως των εντολών — μέσω της ταπεινώσεως, της νηστείας, της ελεημοσύνης, και της προσευχής. «Ο νους δεν θα δει τους θεϊκούς τόπους μέσα του αν δεν ανυψωθεί πάνω από όλες τις σκέψεις τις σχετικές με την ύλη και τη δημιουργία. Αλλά δεν θα ανυψωθεί πιο πάνω αν δεν απεκδυθεί τα πάθη που τον συνδέουν με αισθησιακά αντικείμενα και τον προδιαθέτουν για σκέψεις γύρω από αυτά. Ο νους απεκδύεται τα πάθη με τη βοήθεια καλών έργων και σκέψεων με τη δύναμη της πνευματικής θεωρίας».
Το όριο της αναπτύξεως μιας ενεργούς ζωής είναι η απάθεια, και η απάθεια γεννά την αγάπη. Η αγάπη είναι η αρχή της γνωστικής ανόδου, η αρχή της «φυσικής» ζωής. Η απάθεια δεν είναι αναισθησία, ή έλλειψη αισθήσεως, ή αδιαφορία, όπως φαίνονταν στον φιλύποπτο Άγ. Ιερώνυμο. Απάθεια είναι η ανεξαρτησία της ψυχής -ανεξαρτησία ή ελευθερία από εξωτερικές ή αισθησιακές εντυπώσεις· κατά κανέναν τρόπο δεν είναι παθητικότητα. Είναι ακριβώς το να στρέφεται προς τα μέσα όλη η ενέργεια.
Η απάθεια φανερώνεται στην αγάπη. Και αγάπη είναι πρώτ' απ’ όλα η έλξη να γνωρίσεις τον Θεό. Η αγάπη και η «γνώσις» ενώνονται αδιάσπαστα. Η «γνώσις» έχει τη δική της συνοχή, μια συνοχή από «θεωρίες». Η ψυχή ελευθερώνεται από αισθησιακές αντιλήψεις. Αλλά ένας άλλος, ανώτερος κόσμος αποκαλύπτεται γι’ αυτήν ο κόσμος στα «φυσικά» του θεμέλια και βάθη. Η «φυσική» θεωρία του κόσμου είναι πρωτίστως γνώση της πρόνοιας και κρίσεως του Θεού —«πρόνοια και κρίσις». Με άλλα λόγια, είναι αντίληψη και γνώση του κόσμου όπως τον θέλησε και τον δημιούργησε ο Θεός.
Από τη θεωρία των ορατών πραγμάτων ο νους ανέρχεται στην θεωρία των αοράτων, τόσο ώστε να προσεγγίζει τη «θεολογία» στα ύψη. Μ’ αυτήν την «πνευματική γνώση» η ίδια η ψυχή μεταβάλλεται και μεταμορφώνεται. Ακόμα και το σώμα μεταβάλλεται -γίνεται «πνευματικό» και απαθές. Όλο το πρόσωπο αλλάζει μορφή και ανανεώνεται, πεθαίνει και ανασταίνεται, γίνεται καινούριο. Ο Ευάγριος το ονομάζει αυτό «μικρή ανάσταση». Αυτό είναι μια προειδοποίηση της μεγάλης κοινής αναστάσεως η οποία στους εκλεκτούς και τους δόκιμους αρχίζει ακόμα και τώρα.
Η πλήρης εξάρτηση του Ευαγρίου από τους Αλεξανδρινούς είναι ολοφάνερη. Το θρησκευτικό ιδεώδες του είναι το ίδιο με του Ωριγένη και ακόμα με του Κλήμεντος -το γνωστικό ιδεώδες, ένα θεωρητικό, αναχωρητικό ιδεώδες. Η εξάρτηση από τον Ωριγένη γίνεται αισθητή στην ίδια τη γλώσσα, στην εκλογή των λέξεων και των ορισμών.
Στα βιβλία του ο Ευάγριος περιγράφει όλη την οδό μιας πνευματικής ζωής, από την αρχή ως το τέλος. Λέγει πολλά όχι μόνο για το ιδεώδες του αλλά και για τον ασκητικό αγώνα. Είναι ο πρώτος στον οποίο βρίσκουμε την περιγραφή των οκτώ βασικών κακιών τις οποίες μεταγενέστεροι συγγραφείς αναπαράγουν μιμούμενοι αυτόν. Η θέση του Ευαγρίου στην ιστορία καθορίζεται από την επίδρασή του. Διαφύλαξε και ανανέωσε τις παραδόσεις των Αλεξανδρινών του τρίτου αιώνα για τις μεταγενέστερες γενεές. Η ιστορική επίδρασή του ήταν τεράστια σε Ανατολή και Δύση.
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες", μετάφραση Παναγιώτης Κ. Πάλλης, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 275-291, τίίτλος πρωτοτύπου: "The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers", BUCHERVERTRIEBSANSTALT, 1992, gια την ελληνική γλώσσα Πουρναράς Παναγιώτης, Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη, ISBN: 960-242-031-6) Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας
<pΕκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακής 2 Ιανουαρίου 2022.
Ο Άγιος Τηλέμαχος ήταν η αιτία που σταμάτησαν οι μονομαχίες στο Κολοσσαίο της Ρώμης αλλά και σε όλη την αυτοκρατορία μετά τον θάνατό του μέσα στην αρένα όπου μπήκε ανάμεσα στους μονομάχους φωνάζοντας να σταματήσουν να σκοτώνονται μεταξύ του. Βρήκε δε τον θάνατο από το ξίφος μονομάχων. Μετά τρείς μέρες με αυτοκρατορικό διάταγμα καταργήθηκαν οι μονομαχίες.
Ἡ παροῦσα διήγηση εἶναι μία συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τοῦ μακαριστοῦ π. Θεόκλητου Διονυσιάτη, ὅπως τὴν ἐμπιστεύθηκε πρὶν 38 χρόνια σχεδὸν στὸν Ἁγιορείτη Μοναχὸ π. Κύριλλο Παντοκρατορινό, ὁ ὁποῖος μὲ δέος καὶ νοσταλγία πρὶν λίγες ἡμέρες μᾶς τὴν μετέφερε.
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη που μεταδίδεται από τα κανάλια Altas TV και Αχελώος TV (Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021)
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...