Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Κάθε χρόνο, τη Μεγάλη Εβδομάδα, με τα ιστορούμενα γεγονότα, τις κατανυκτικές ακολουθίες και την επίκαιρη υπέροχη υμνογραφία, οι Χριστιανοί βοηθιούνται, περισσότερο από τις άλλες ημέρες του χρόνου, να βιώσουν την αγάπη του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού προς τον άνθρωπο. Είναι μέγα το μυστήριο της Δημιουργίας και της υπέρτατης θυσίας του Θεανθρώπου, για να διδάξει στον άνθρωπο τον τρόπο της ευλογημένης επίγειας ζωής του και της σωτηρίας του.
Ο Νικόλαος Αρσένιεφ στο βιβλίο του «Αποκάλυψη αιώνιας ζωής» σημειώνει: « Η φάτνη, η δίχως σπίτι ζωή του οδοιπόρου, η διδασκαλία και η υπηρεσία, συνυφασμένα με τους διωγμούς, που Του επέβαλαν οι εχθροί Του, η σύλληψή Του, η δίκη, τα δεινοπαθήματα, η Σταύρωση και ο θάνατός Του - όλα τούτα τα πασίγνωστα συνιστούν μιαν αποκάλυψη βαθύτατης ταπεινοσύνης και αγάπης, που αποκρυσταλλώνεται στην αυτοθυσία Του. Προσέξετε όμως πόσο αυτή η πραότητα – ταπεινοσύνη συγχρόνως διαπνέεται από άρωμα Θείου μεγαλείου. Μια υπέρτατη Παρουσία ευωδιάζει σ’ αυτή την πραότητα – ταπεινοσύνη» (Ματθ. ια΄29).
Ο ιδιοφυής ποιητής και στοχαστής Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941) στο φιλοσοφικό δοκίμιό του «Η παρουσία του ανθρώπου» τονίζει ότι ο Χριστιανισμός «διδάσκει ως μέσο για να μπορεί το άτομο να νιώσει τ’ άλλα άτομα, την αγάπη και είναι φανερό πως το τωρινό άτομο δε μπορεί να σβήσει μήτε την ιστορία, μήτε το αιώνιο παράδειγμα του Χριστού». Σε άλλο σημείο του ίδιου δοκιμίου ο Σαραντάρης αναφέρει πως η αγάπη δεν μπορεί να βιωθεί από το τωρινό άτομο, γιατί αυτό είναι προσκολλημένο στην ατομική του ζωή και στον ατομικό του θάνατο, φαινόμενο, που «κατά παρεξήγηση» ονομάζεται «εγωισμός».
Προχωρώντας τη σκέψη του ο Σαραντάρης υπογραμμίζει: «Το παράδειγμα του Χριστού, το παράδειγμα του Θεού – Ανθρώπου, είναι παράδειγμα, είμαστε βέβαιοι για τούτο, για μας και για τους χριστιανούς όλων των εποχών, και, πιστεύουμε, για όλα τα άτομα της γης και όλων των μελλούμενων εποχών...Για μας η πίστη στον Θεό – Άνθρωπο οφείλει να είναι το ιδανικό των ατόμων όλων των εποχών. Πάνω σε τούτο σχεδόν δεν δεχόμαστε συζήτηση».
Το ζήτημα είναι ότι την υπέρτατη θυσία του Θεανθρώπου δεν εννόησαν και δεν εβίωσαν πολλοί άνθρωποι. Έμειναν και μένουν κλεισμένοι στον ηδονισμό τους, όποια μορφή και αν έχει αυτός. Ευλόγως ο Σαραντάρης στο ίδιο πόνημά του διερωτάται πώς όσα άτομα έχουν στις φλέβες τους το δηλητήριο του ηδονισμού των πρόσφατων αιώνων της ευρωπαϊκής ιστορίας, και που κατά συνέπεια τους αποκλείεται η οδός της αγάπης...πώς θα πετύχουν ο Θεός – Άνθρωπος να διαμορφώσει ολάκερο τον βίο τους, να βρίσκεται παρών σε όλες τις πράξεις τους;
Οι άνθρωποι που αρνούνται να αποδεχθούν την αγάπη του Θεανθρώπου προσφεύγουν στα ανθρώπινα συστήματα για να πορευθούν. Όλα ξεκινούν με μιαν αισιοδοξία και όλα καταλήγουν στην απογοήτευση της αποτυχίας... Όσο ο άνθρωπος δεν ακολουθεί τον Θεάνθρωπο ακολουθεί στην πορεία του τον Σίσυφο.-
Πηγή: Ακτίνες
Το Σάββατο του Λαζάρου κατέχει ξεχωριστή θέση στο λειτουργικό ημερολόγιο. Δεν ανήκει στις σαράντα ημέρες της μετάνοιας της Μ. Τεσσαρακοστής, ούτε και στις οδυνηρές ημέρες της Μ. Εβδομάδας, αυτές που αρχίζουν από τη Μ. Δευτέρα και τελειώνουν τη Μ. Παρασκευή. Μαζί με την Κυριακή των Βαΐων συνθέτουν ένα σύντομο χαρούμενο πρελούδιο των γεμάτων πόνο ημερών που ακολουθούν. Δύο σημαντικά περιστατικά συνδέονται με τη Βηθανία: Εκεί ανέστησε τον Λάζαρο και από εκεί ξεκίνησε ο Ιησούς την πορεία και άνοδο Του προς τα Ιεροσόλυμα.
Η ανάσταση του Λαζάρου είναι ένα γεγονός που, όπως θα δούμε, έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Συνδέεται μυστηριωδώς με την Ανάσταση του Κυρίου μας και παίζει, ως προς αυτή, το ρόλο μιας έμπρακτης προφητείας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότιο Λάζαρος μας παρουσιάζεται στο κατώφλι της Μ. Εβδομάδας αναστημένος, ως προάγγελος της νίκης του Χριστού επί του θανάτου, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, παραμονές των Θεοφανείων, προανήγγειλε τον Επιφανέντα Χριστό. Πέρα όμως από τον πρωταρχικό αυτό χαρακτήρα της, η ανάσταση του Λαζάρου έχει και κάποιες δευτερεύουσες πτυχές τις οποίες είναι χρήσιμο να εξετάσουμε:
Η ανάσταση του Λαζάρου αναγγέλλει την ανάσταση των νεκρών η οποία έρχεται ως συνέπεια της Αναστάσεως του Κυρίου: «Λάζαρον τεθνεώτα τετραήμερον ανέστησας εξ Άδου, Χριστέ, προ του σου θανάτου διασείσας του θανάτου το κράτος και δι’ ενός προσφιλούς την πάντων ανθρώπων προμηνύων εκ φθοράς ελευθερίαν». Το Σάββατο του Λαζάρου είναι, κατά κάποιο τρόπο, η εορτή όλων των νεκρών. Μας δίνει την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε την πίστη μας στην Ανάσταση. Ο Κύριός μας, τονώνοντας το ηθικό της Μάρθας, μας δίνει σχετικά με τους κεκοιμημένους μας μια πολύτιμη διδασκαλία. Είπε στη Μάρθα: «Αναστήσεται ο αδελφός σου». Η Μάρθα απάντησε: «Γνωρίζω ότι ο αδελφός μου θα αναστηθεί κατά τη γενική ανάσταση της εσχάτης ημέρας». Και ο Ιησούς ανταπάντησε: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή». Η πίστη της Μάρθας ήταν ανεπαρκής σε δύο σημεία. Προέβαλε στο μέλλον, και μόνο στο μέλλον, την ανάσταση του αδελφού της και, δεύτερον, δεν αντιλαμβανόταν αυτή την ανάσταση παρά μόνο σε σχέση με ένα γενικό νόμο. Ο Ιησούς όμως της δείχνει ότι η ανάσταση είναι ένα γεγονός ήδη παρόν, επειδή Αυτός δεν προξενεί απλώς, αλλά είναι η ανάσταση και η ζωή. Οι κεκοιμημένοι μας ζουν διά και εν Χριστώ. Η ζωή τους συνδέεται με την προσωπική παρουσία του Χριστού και εκδηλώνεται εν αυτή. Εάν θελήσουμε να ενωθούμε πνευματικά με ένα κεκοιμημένο αδελφό μας που αγαπούσαμε πολύ, δεν θα προσπαθήσουμε να τον ζωντανέψουμε στη φαντασία μας, αλλά θα έρθουμε σε επικοινωνία με τον Ιησού και εν Αυτώ θα τον βρούμε.
Η ανάσταση του Λαζάρου είναι μια θαυμάσια επεξήγηση του χριστολογικού δόγματος. Μας δείχνει πώς, στο πρόσωπο του Ιησού, η θεία και η ανθρώπινη φύση ενώνονται χωρίς να συγχέονται: «Ανάστασις και ζωή των ανθρώπων υπάρχων, Χριστέ, εν τω μνήματι Λαζάρου επέστης, πιστούμενος ημίν τας δύο ουσίας σου». Αφενός, στον Ιησού ο άνθρωπος μπορεί να λυγίσει μπροστά στη συγκίνηση και να θλιβεί για την απώλεια ενός φίλου: «Εδάκρυσεν ο Ιησούς. Έλεγον δε οι Ιουδαίοι, ίδε πως εφίλει αυτόν». Αφετέρου, ο Θεός, εν Χριστώ, μπορεί να διατάξει τον θάνατο ως έχων εξουσία: «Φωνή μεγάλη εκραύγασε· Λάζαρε, δεύρο έξω. Και εξήλθεν ο τεθνηκώς…».
Τέλος, η ανάσταση του Λαζάρου παρακινεί τον αμαρτωλό να ελπίζει ότι, ακόμη και αν είναι πνευματικά νεκρός, μπορεί να ξαναζήσει: «Καμέ, φιλάνθρωπε, νεκρόν τοις πάθεσιν, ως συμπαθής εξανάστησον, δέομαι». Είναι κάποιες φορές που μια τέτοια πνευματική ανάσταση φαίνεται εξίσου αδύνατη όπως και η ανάσταση του Λαζάρου: «Κύριε, ήδη όζει, τεταρταίος γαρ εστί». Όλα όμως είναι δυνατά για τον Ιησού, από το να μεταστρέψει τον πιο σκληρόκαρδο αμαρτωλό μέχρι να αναστήσει ένα νεκρό: «Λέγει ο Ιησούς, άρατε τον λίθον…».
Να λοιπόν τι θα μάθουμε, αν πάμε το Σάββατο αυτό στη Βηθανία, στον τάφο του Λαζάρου. Εμείς όμως δεν θέλουμε να συναντήσουμε τον Λάζαρο. Θέλουμε να συναντήσουμε στη Βηθανία τον Ιησού και να ξεκινήσουμε μαζί Του τη φετινή Μ. Εβδομάδα. Μας προσκαλεί ο ίδιος και μας περιμένει. Η Μάρθα ήρθε κρυφά να πει στην αδελφή της: «Ο διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σοι». Και η Μαρία «ως ήκουσεν, εγείρεται ταχύ και έρχεται προς Αυτόν». Ο Κύριος με καλεί. Θέλει κατά τις ημέρες του Πάθους Του να μην τον εγκαταλείψω. Θέλει, αυτές ακριβώς τις μέρες να αποκαλυφθεί σε μένα – που μπορεί ήδη να «όζω» – με ένα τρόπο καινούριο και υπέροχο. Κύριε, έρχομαι.
Εις το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ιδού η πέμπτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Κυριακή [που σφραγίζει την εβδομάδα] των μεγάλων αγρυπνιών και των μεγάλων ασκήσεων, την εβδομάδα των μεγάλων θρήνων και αναστεναγμών, η Κυριακή της πιο μεγάλης μεταξύ των αγίων γυναικών Αγίας, της οσίας μητρός ημών Μαρίας της Αιγυπτίας.
Σαράντα επτά χρόνια έκανε στην έρημο, και ο Κύριος της έδωσε εκείνο που σπάνια δίνει σε κάποιον από τους Αγίους. Χρόνια ολόκληρα δεν γεύθηκε ψωμί και νερό. Στην ερώτηση του αββά Ζωσιμά εκείνη απάντησε: «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. 4, 4). Ο Κύριος την έτρεφε με έναν ιδιαίτερο τρόπο και την οδηγούσε στην ερημητική ζωή, στους ερημητικούς της αγώνες.
Και ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Η Αγία μετέτρεψε την κόλασή της σε παράδεισο! Νίκησε το διάβολο και ανέβηκε ψηλά στον Θεό! Πώς, με τι; Με τη νηστεία και την προσευχή, με νηστεία και προσευχή! Διότι η νηστεία, η νηστεία μαζί με την προσευχή, είναι δύναμη που νικά τα πάντα. Ένας θαυμάσιος ύμνος της Μ. Τεσσαρακοστής λέει: «ακολουθήσωμεν τω διά νηστείας ημίν, την κατά του διαβόλου νίκην υποδείξαντι, Σωτήρι των ψυχών ημών». Με τη νηστεία μας έδειξε τη νίκη κατά του διαβόλου… Δεν υπάρχει άλλο όπλο, δεν υπάρχει άλλο μέσον.
Νηστεία! Ιδού το μέσον για να νικήσεις το διάβολο, τον κάθε διάβολο. Παράδειγμα νίκης, η αγία Μαρία η Αιγυπτία. Τι θεία δύναμη η νηστεία!Νηστεία δεν είναι τίποτε άλλο παρά να σταυρώνεις το σώμα, να σταυρώνεις ο ίδιος τον εαυτό σου.
Εφόσον υπάρχει σταυρός, η νίκη είναι σίγουρη. Το σώμα της πρώην πόρνης της Αλεξάνδρειας, της Μαρίας, με την αμαρτία παραδόθηκε στη δουλεία του διαβόλου. Αλλά όταν αγκάλιασε το Σταυρό του Χριστού, όταν πήρε αυτό το όπλο στα χέρια της, νίκησε το διάβολο. Νηστεία είναι η ανάσταση της ψυχής εκ νεκρών. Η νηστεία και η προσευχή ανοίγουν τα μάτια του ανθρώπου, ώστε να αντικρύσει και να καταλάβει πραγματικά τον εαυτό του, να δει τον εαυτό του. Βλέπει τότε ότι κάθε αμαρτία στη ψυχή του είναι ο τάφος του, ο θάνατός του. Καταλαβαίνει ότι η αμαρτία μέσα στη ψυχή του δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μετατρέπει σε πτώματα όλα όσα ανήκουν στη ψυχή: τους λογισμούς της, τα συναισθήματά της και τις διαθέσεις της· σειρά από τάφους. Και τότε…, τότε ξεχύνεται θρηνητική κραυγή από τη ψυχή: «Πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με». Αυτή είναι η κραυγή μας κατά την αγία αυτή εβδομάδα: Κύριε, προτού χαθώ τελείως, σώσέ με. Έτσι προσευχηθήκαμε αυτή την εβδομάδα στον Κύριο, τέτοιες προσευχητικές αναβοήσεις μας παρέδωσε στο Μ. Κανόνα του ο μεγάλος άγιος πατήρ ημών Ανδρέας Κρήτης.
«Κύριε, πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με». Αυτή η κραυγή μας αφορά όλους, όλους όσοι έχουμε αμαρτίες. Ποιός δεν έχει αμαρτίες; Είναι αδύνατον αν κυττάξεις τον εαυτό σου να μή βρεις κάπου, σε κάποια γωνιά της ψυχης σου, να μη εντοπίσεις σε κάποια άκρη της μία ξεχασμένη ίσως αμαρτία. Και… κάθε αμαρτία, για την οποία δεν έχεις μετανοήσει, ειναι ο τάφος σου, είναι ο θάνατός σου. Και εσύ, για να μπορέσεις να σωθείς και να αναστήσεις τον εαυτό σου από τον τάφο σου, κράζε με τις προσευχητικές θρηνητικές κραυγές της Μ. Τεσσαρακοστής: «Κύριε, πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με».
Ας μη ξεγελάμε τον εαυτό μας, αδελφοί, ας μη απατώμεθα. Και μία μόνο αμαρτία αν έμεινε στη ψυχή σου, και συ δεν μετανοείς και δεν την εξομολογείσαι αλλά την ανέχεσαι μέσα σου, αυτή η αμαρτία θα σε οδηγήσει στο βασίλειο της κολάσεως. Για την αμαρτία δεν υπάρχει τόπος στον παράδεισο του Θεού. Για την αμαρτία δεν υπάρχει τόπος στη Βασιλεία των Ουρανών. Για να αξιωθείς της Βασιλείας των Ουρανών, φρόντισε να διώξεις από μέσα σου κάθε αμαρτία, να ξεριζώσεις από μέσα σου με τη μετάνοια κάθε αμαρτία. Διότι, τίποτε δεν γλυτώνει από τη μετάνοια του ανθρώπου. Τέτοια δύναμη έδωσε ο Κύριος στην Αγία Μετάνοια.
Κοίταξε! Αφού η μετάνοια μπόρεσε να σώσει μία τόσο μεγάλη άσωτη γυναίκα, όπως ήταν κάποτε η Μαρία η Αιγυπτία, πως να μη σώσει και άλλους αμαρτωλούς, τον κάθε αμαρτωλό, και τον πιο μεγάλο αμαρτωλό και εγκληματία; Ναι, η Αγία και Μ. Τεσσαρακοστή είναι το πεδίο της μάχης, επί του οποίου εμείς οι Χριστιανοί με τη νηστεία και την προσευχή νικάμε το διάβολο, νικάμε όλες τις αμαρτίες, νικάμε όλα τα πάθη και εξασφαλίζουμε στον εαυτό μας την αθανασία και την αιώνιο ζωή. Στη ζωή των αγίων και αληθινών Χριστιανών υπάρχουν αναρίθμητα παραδείγματα που δείχνουν ότι όντως μόνο με την προσευχή και τη νηστεία εμείς οι Χριστιανοί νικάμε τους δαίμονες, όλους εκείνους που μας βασανίζουν και θέλουν να μας παρασύρουν στο βασίλειο του κακού, στην κόλαση. Αυτή η Αγία Νηστεία…! είναι νηστεία των αγίων αρετών μας. Κάθε αγία αρετή ανασταίνει τη ψυχή μου και τη ψυχή σου εκ των νεκρών.
Προσευχή! Τι είναι η προσευχή; Είναι η μεγάλη αρετή που σε ανασταίνει και με ανασταίνει. Σηκώθηκες μήπως για προσευχή, έκραξες προς τον Κύριο να καθαρίσει τη ψυχή σου από τις αμαρτίες, από το κάθε κακό, από κάθε πάθος; Τότε οι τάφοι σου και οι τάφοι μου ανοίγουν και οι νεκροί ανασταίνονται. Ό,τι είναι αμαρτωλό φεύγει, ό,τι σύρει προς το κακό εξαφανίζεται. Η αγία προσευχή ανασταίνει τον καθένα από μας, όταν είναι ειλικρινής, όταν φέρνει όλη τη ψυχή στον ουρανό, όταν εσύ με φόβο και τρόμο λες στον Κύριο: « Δες, δες τους τάφους μου, αναρίθμητοι είναι οι τάφοι μου, Κύριε! Μέσα σε κάθε ένα από αυτούς τους τάφους, νάτην η ψυχή μου, νάτην νεκρή, μακρυά από Σένα, Κύριε! Ειπέ λόγον και ανάστησον πάντας τους νεκρούς μου! Διότι, Συ, Συ, Κύριε, μας έδωσες πολλές θείες δυνάμεις να μας ανασταίνουν διά της αγίας Αναστάσεως, να μας ανασταίνουν από τον τάφο της ραθυμίας».
Ναι, με την αμαρτία, με τα πάθη μας, πεθαίνουμε ψυχικά. Η ψυχή πεθαίνει, όταν χωρίζεται από τον Θεό. Η αμαρτία είναι δύναμη που χωρίζει τη ψυχή από τον Θεό. Και εμείς, όταν αγαπάμε την αμαρτία, όταν αγαπάμε τις αμαρτωλές ηδονές, στην πραγματικότητα αγαπάμε τον θάνατό μας, αγαπάμε τους τάφους, τους βρωμερούς τάφους, μέσα στους οποίους η ψυχή μας αποσυντίθεται.
Αντίθετα, όταν ανανήψουμε, όταν με τον κεραυνό της μετανοίας χτυπήσουμε την καρδιά μας, τότε…, τότε οι νεκροί μας ανασταίνονται. Τότε η ψυχή μας νικά όλους τους φονείς της, νικά τον κατεξοχή δημιουργό όλων των αμαρτιών, το διάβολο, νικά με τη δύναμη του Αναστάντος Κυρίου Ιησού Χριστού.
Γι’ αυτό, για μας τους Χριστιανούς δεν υπάρχει αμαρτία πιο ισχυρή από μας. Να είσαι βέβαιος ότι πάντοτε είσαι δυνατότερος από κάθε αμαρτία που σε βασανίζει, πάντοτε είσαι δυνατότερος από κάθε πάθος που σε βασανίζει. Πώς; -ρωτάς. Με τη μετάνοια! Και τι είναι ευκολότερο απ’ αυτήν; Πάντοτε μπορείς μέσα σου, μέσα στη ψυχή σου, να κραυγάζεις: «Κύριε, πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με». Η βοήθεια του Θεού δεν θα σε παραβλέψει. Θα αναστήσεις τον εαυτό σου από τους νεκρούς και θα ζεις σ’ αυτόν τον κόσμο σαν κάποιος που ήρθε από εκείνον τον κόσμο, που αναστήθηκε και ζει μία νέα ζωή, τη ζωή του Αναστάντος Κυρίου, που υπάρχουν μέσα του όλες οι θείες δυνάμεις, έτσι ώστε καμμία αμαρτία πλέον δεν μπορεί να σε φονεύσει. Ίσως να ξαναπέφτεις, αλλά πλέον γνωρίζεις, γνωρίζεις το όπλο, γνωρίζεις τη δύναμη με την οποία ανασταίνεσαι εκ των νεκρών. Αν πενήντα φορές την ημέρα αμαρτήσεις, αν πενήντα φορές ντροπιασθείς, αν πενήντα τάφους σκάψεις σήμερα, μόνο φώναξε: «Κύριε, δος μου μετάνοια. Πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με».
Ο Αγαθός Κύριος, ο οποίος γνωρίζει την ασθένεια και αδυναμία της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης θελήσεως, είπε: Έλα, αδελφέ. Ακόμη κι αν εβδομηκοντάκις την ημέρα αμαρτήσεις, πάλι έλα και πες: ήμαρτον (Ματθ. 18,21-22). Αυτή την εντολή δίνει ο Κύριος σε εμάς τους ανθρώπους, τους ασθενείς και αδυνάτους. Συγχωρεί τους αμαρτωλούς. Γι’ αυτό και δήλωσε ότι χαρά μεγάλη γίνεται στον ουρανό για κάθε αμαρτωλό που μετανοεί στη γη (πρβλ. Λουκ. ιε΄ 7). Όλος ο ουράνιος κόσμος κοιτάζει εσένα, αδελφέ και αδελφή, πως ζεις στη γη. Πέφτεις στην αμαρτία και δεν μετανοείς; Να, οι Άγγελοι κλαίνε και θλίβονται στον Ουρανό εξαιτίας σου. Μόλις αρχίσεις να μετανοείς, να, οι Άγγελοι στον Ουρανό χαίρονται, και σαν ουράνιοι αδελφοί σου χορεύουν…
Να η σημερινή μεγάλη αγία, η Μαρία η Αιγυπτία. Πόσο αμαρτωλή! Απ’ αυτήν ο Κύριος έκανε μία αγία ύπαρξη σαν τα Χερουβίμ. Με τη μετάνοια έγινε ισάγγελη· με τη μετάνοια κατέστρεψε την κόλαση, στην οποία βρισκόταν, και ανέβηκε ολόκληρη στον παράδεισο του Χριστού. Δεν υπάρχει Χριστιανός αδύνατος σ’ αυτόν τον κόσμο, έστω κι αν του επιτίθενται οι φρικωδέστερες αμαρτίες και πειρασμοί αυτού του κόσμου. Αρκεί μόνο ο Χριστιανός να μη ξεχάσει τα μεγάλα του όπλα: τη μετάνοια, την προσευχή, τη νηστεία· να επιδοθεί σε κάποια ευαγγελική άσκηση, σε κάποια αρετή: είτε στην προσευχή, είτε στη νηστεία, είτε στην ευαγγελική αγάπη, είτε στην ευσπλαχνία. Ας θυμηθούμε τους μεγάλους Αγίους του Θεού, ας θυμηθούμε την εορταζομένη σήμερα μεγάλη Αγία, την Οσία Μητέρα μας Μαρία την Αιγυπτία, και ας είμαστε βέβαιοι ότι ο Κύριος θα είναι άμεσος βοηθός μας. Η αγία Μαρία βίωσε τόσο θαυμαστή βοήθεια από την Υπεραγία Θεοτόκο και σώθηκε από τη φοβερή της κόλαση, από τους φοβερούς της δαίμονες. Η Υπεραγία Θεοτόκος και σήμερα και πάντοτε μας βοηθεί σε όλες τις ευαγγελικές μας αρετές: στην προσευχή, και στη νηστεία, και στην αγρυπνία, και στην αγάπη, και στους οικτιρμούς, και στην υπομονή, και σε κάθε άλλη αρετή. Εύχομαι να μας βοηθεί πάντα και να μας καθοδηγεί…
Γι’ αυτό, ποτέ να μην αποκάμεις στον αγώνα και στον πόλεμο με τις αμαρτίες σου… Σε όλες τις δυσκολίες σου και στις πιο μεγάλες πτώσεις σου να θυμάσαι την κραυγή αυτής της αγίας εβδομάδας, που έχει τη δύναμη να σε αναστήσει: «Κύριε, πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με».
Πηγή: (Μετάφραση αδελφών της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγ. Όρους, από το βιβλίο: Πασχαλινές Ομιλίες (Pashalne Besede), Βελιγράδι 1998), Η άλλη όψη
Κυριακή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος!
Γιατί ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ αὐτόν τόν Ἅγιο στό μέσον τῆς νηστείας, ὡσάν τήν πιό ἅγια εἰκόνα, ὥστε νά ἀτενίζουν ὅλοι σέ Αὐτόν;
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ποιός εἶναι αὐτός;
Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἐβίωσε καί ἔγραψε τήν Κλίμακα τοῦ Παραδείσου, πού ἐβίωσε τήν ἀνάβασι τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κόλασι μέχρι τόν Οὐρανό, μέχρι τόν Παράδεισο. Αὐτός ἐβίωσε τήν κλίμακα ἀπό τήν γῆ μέχρι τόν Οὐρανό, τήν κλίμακα πού ἐκτείνεται ἀπό τόν πυθμένα τῆς κολάσεως τοῦ ἀνθρώπου μέχρι τήν κορυφή τοῦ παραδείσου. Ἐβίωσε καί ἔγραψε. Ἄνθρωπος πολύ μορφωμένος, πολύ σπουδαγμένος. Ἄνθρωπος πού ὡδήγησε τήν ψυχή του εἰς τάς ὁδούς τοῦ Χριστοῦ, πού τήν ὡδήγησε ὁλόκληρη ἀπό τήν κόλασι στόν παράδεισο, ἀπό τόν διάβολο στόν Θεό, ἀπό τήν ἁμαρτία στήν ἀναμαρτησία, καί πού θεόσοφα μᾶς περιέγραψε ὅλη αὐτή τήν πορεία, τί δηλαδή βιώνει ὁ ἄνθρωπος πολεμώντας μέ τόν κάθε διάβολο πού βρίσκεται πίσω ἀπό τήν ἁμαρτία.
Μέ τήν ἁμαρτία μᾶς πολεμάει ὁ διάβολος, καί μένα καί σένα, ἀδελφέ μου καί ἀδελφή μου. Σέ πολεμάει μέ κάθε ἁμαρτία. Μήν ἀπατᾶσαι, μή νομίζῃς πώς κάποια μικρή καί ἀσθενής δύναμις σοῦ ἐπιτίθεται. Ὄχι! Αὐτός σοῦ ἐπιτίθεται! Ἀκόμη κι’ ἄν εἶναι ἕνας ρυπαρός λογισμός, μόνο λογισμός, γνώριζε ὅτι αὐτός ὁρμᾶ κατεπάνω σου. Λογισμός ὑπερηφανείας, κακῆς ἐπιθυμίας, φιλαργυρίας,... ἕνα ἀναρίθμητο πλῆθος λογισμῶν ἔρχεται κατεπάνω σου ἀπό ὅλες τίς πλευρές. Καί σύ, τί εἶσαι ἐσύ;
Ὤ, Κλίμακα τοῦ Παραδείσου! Πῶς, πάτερ Ἰωάννη, μπόρεσες νά στήσῃς αὐτή τήν κλίμακα τοῦ Παραδείσου ἀνάμεσα στήν γῆ καί στόν Οὐρανό; Δέν τήν ἔσχισαν οἱ δαίμονες, δέν τήν ἔκοψαν, δέν τήν ἔσπασαν; Ὄχι!... Ἡ νηστεία του ἦταν μιά φλόγα, μιά φωτιά, μιά πυρκαϊά. Ποιός διάβολος θά τήν ἄντεχε; Ὅλοι ἔφυγαν πανικοβλημένοι, ὅλοι οἱ δαίμονες ἔφυγαν κινηγημένοι ἀπό τήν ἔνδοξη καί θεία του προσευχή, ὅλοι οἱ δαίμονες ἔφυγαν τρομοκρατημένοι ἀπό τήν νηστεία του, ὅλοι οἱ δαίμονες ἐξαφανίσθηκαν ἀπό τήν πύρινη, τήν φλογερή, προσευχή του.
Ἡ Κλίμακα τοῦ Παραδείσου!
Τί εἶναι αὐτή; Εἶναι οἱ ἅγιες ἀρετές, οἱ ἅγιες εὐαγγελικές ἀρετές: ἡ ταπείνωσις, ἡ πίστις, ἡ νηστεία, ἡ πραότης, ἡ ὑπομονή, ἡ ἀγαθότης, ἡ καλωσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ φιλαλήθεια, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό, ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, τά παθήματα χάριν τοῦ Χριστοῦ. Αὐτές καί ἄλλες πολλές ἅγιες καινοδιαθηκικές ἀρετές. Κάθε ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, ἀδελφοί μου· αὐτό εἶναι ἀρετή. Τήν τηρεῖς; Τήν ἐφαρμόζεις; Π.χ. τήν ἐντολή του περί νηστείας τήν τηρεῖς, τήν ἐφαρμόζεις; Ἡ νηστεία εἶναι ἁγία ἀρετή, εἶναι σκαλοπάτι τῆς κλίμακος ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό. Ἡ νηστεία, ἡ εὐλογημένη νηστεία, ὅπως καί ὅλη ἡ κλίμακα ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό.
Κάθε ἀρετή εἶναι ἕνας μικρός παράδεισος. Κάθε ἀρετή τρέφει τήν ψυχή σου, τήν κάνει μακαρία, κατεβάζει στήν ψυχή σου θεία, οὐράνια ἀνάπαυσι. Κάθε ἀρετή εἶναι ἕνα χρυσό καί διαμαντένιο σκαλοπάτι στήν κλίμακα τῆς σωτηρίας σου, στήν κλίμακα πού ἑνώνει τήν γῆ μέ τόν Οὐρανό, πού ἐκτείνεται ἀπό τήν δική σου κόλασι μέχρι τόν δικό σου παράδεισο. Γι’ αὐτό καμμία ἀπό αὐτές δέν εἶναι ποτέ μόνη της. Ἡ πίστις στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό δέν εἶναι ποτέ μόνη της. Ἐκδηλώνεται μέ τήν προσευχή, μέ τήν νηστεία, μέ τήν ἐλεημοσύνη, μέ τήν ταπείνωσι, μέ τά παθήματα χάριν τοῦ πλησίον. Ὅχι μόνο ἐκδηλώνεται ἀλλά καί ζῆ κάθε ἀρετή, ἐπειδή ὑπάρχει ἡ ἄλλη ἀρετή. Ἡ πίστις ζῆ μέ τήν προσευχή, ἡ προσευχή ζῆ μέ τήν νηστεία, ἡ νηστεία τρέφεται μέ τήν προσευχή, ἡ νηστεία τρέφεται μέ τήν ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τρέφεται μέ τήν εὐσπλαχνία. Ἔτσι κάθε ἀρετή ζῆ διά τῆς ἄλλης. Καί ὅταν μία ἀρετή κατοικήσῃ στήν ψυχή σου, ὅλες οἱ ἄλλες θά ἀκολουθήσουν, ὅλες σιγά-σιγά ἀπό αὐτήν θά προέλθουν καί θά ἀναπτυχθοῦν δι’ αὐτῆς καί μαζί μέ αὐτήν.
Ναί, ἡ κλίμακα τοῦ Παραδείσου ἐξαρτᾶται ἀπό σένα. Πές ὅτι νηστεύω μέ φόβο Θεοῦ, μέ εὐλάβεια, μέ πένθος, μέ δάκρυα. Μετά ὅμως τά παρατάω. Νά, ἄρχισα νά κτίζω τήν κλίμακα καί ἐγώ ὁ ἴδιος τήν γκρέμισα, τήν ἔσπασα. Ἐσύ πάλι, ἐσύ, νηστεύεις συχνά, ἐγκρατεύεσαι ἀπό κάθε σωματική τροφή. Ἀλλά νά, τόν καιρό τῆς νηστείας ἀφήνεις νά κατοικήσῃ στήν ψυχή σου ἡ ἁμαρτία, νά σπείρωνται στήν ψυχή σου διάφοροι ἀκάθαρτοι λογισμοί, ἐπιθυμίες. Σέ σένα ἀνήκει νά τούς διώχνῃς ἀμέσως μακρυά σου μέ τήν προσευχή, τό πένθος, τήν ἀνάγνωσι ἤ μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἄσκησι. Ἀλλά, ἄν ἐσύ, ἐνῶ νηστεύῃς σωματικῶς, τρέφῃς τήν ψυχή σου μέ κάποια ἁμαρτία ἤ μέ κάποιο κρυφό πάθος, νά! ἐσύ, ἐνῶ ἀρχίζῃς νά χτίζῃς ἕνα-ἕνα τά σκαλοπάτια τῆς νηστείας ἀπό τήν γῆ πρός τόν Οὐρανό, ἐσύ ὁ ἴδιος πάλι τά γκρεμίζεις, τά καταστρέφεις.
Ἡ νηστεία ἀπαιτεῖ εὐσπλαχνία, ταπείνωσι, πραότητα. Ὅλα αὐτά πᾶνε μαζί. Εἶναι σάν ἕνα συνεργεῖο οἰκοδόμων, τῶν ὁποίων ἀρχηγός εἶναι ἡ προσευχή. Αὐτή εἶναι ὁ ἀρχιμάστορας, ὁ ἀρχιτέκτονας, ὁ ἀρχιμηχανικός τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, τῶν πνευματικῶν μας ἐφέσεων, τῆς κλίμακος πού θά στήσουμε μεταξύ γῆς καί Οὐρανοῦ. Ἡ προσευχή κατέχει τήν πρώτη θέσι. Ὅταν ἡ προσευχή ἐγκατασταθῇ στήν καρδιά σου καί αὐτή φλέγεται ἀπό ἀδιάλειπτη δίψα γιά τόν Κύριο, ὅταν Αὐτόν συνέχεια βλέπει, Αὐτόν συνέχεια αἰσθάνεται, τότε μέ τήν προσευχή εἰσάγεις στήν ψυχή σου ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές. Τότε ὁ μηχανικός (ἡ προσευχή) ἔχει ἄριστους τεχνίτες, κτίζει γρήγορα-γρήγορα θαυμάσιες κλίμακες ἀπό τήν γῆ μέχρι τόν Οὐρανό, τίς κλίμακες τῶν σταδιακῶν σου ἀναβάσεων πρός τόν Θεό, πρός τήν τελειότητά Του. Ὅταν ἔχῃς δύναμι, δυνατή προσευχή, τότε καμμία νηστεία δέν θά σοῦ εἶναι δύσκολη, τότε καμμία ἀγάπη δέν θά σοῦ εἶναι ἀδύνατη. Ἁγία εὐαγγελική ἀγάπη!
Ἡ προσευχή ἁγιάζει τά πάντα μέσα σου, τήν κάθε ἄσκησί σου, τόν κάθε λογισμό σου, τήν κάθε αἴσθησί σου, τήν κάθε διάθεσί σου. Προσευχή! Δύναμις θεϊκή, τήν ὁποία μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος γιά νά ἁγιάζουμε ὁ,τιδήποτε ἐναγές μέσα μας, στήν ψυχή μας. Ἡ προσευχή σέ ἑνώνει μέ τόν Πανεύσπλαχνο Κύριο, καί Αὐτός ἐκχέει μέσα στήν καρδιά σου τήν συμπάθεια γιά κάθε ἄνθρωπο, γιά τόν ἁμαρτωλό, γιά τόν ἀδελφό πού εἶναι ἀδύναμος ὅπως καί σύ, πού πέφτει ὅπως καί σύ, ἀλλά καί πού μπορεῖ νά σηκωθῇ ὅπως καί σύ· πού τοῦ χρειάζεται ὅμως ἡ δική σου βοήθεια, ἡ ἀδελφική σου βοήθεια, ἡ προσευχητική σου βοήθεια, ἡ ἐκκλησιαστική σου βοήθεια. Τότε, ὅταν δώσῃς βοήθεια, χωρίς ἀμφιβολία θά κτίσῃς τήν δική σου κλίμακα, τήν κλίμακα πού ὁδηγεῖ ἀπό τήν κόλασί σου στόν παράδεισό σου· τότε, μέ βεβαιότητα στήν καρδιά θά ἀνεβαίνῃς ἀπό σκαλοπάτι σέ σκαλοπάτι, ἀπό ἀρετή σέ ἀρετή, καί θά φθάσῃς ἔτσι στήν κορυφή τῆς κλίμακος, στόν Οὐρανό, θά ἀποβιβασθῇς στόν Οὐρανό, θά ἀποβιβασθῇς στόν οὐράνιο Παράδεισο.
Ὅλα τά ἔχουμε, καί σύ καί ἐγώ: ἐννέα Μακαρισμοί, ἐννέα ἅγιες εὐαγγελικές ἀρετές. Αὐτό εἶναι τό εὐαγγέλιο τῆς νηστείας, τό εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος. Ἀρετές, ἀδελφοί, μεγάλες ἀρετές. Τίς δύσκολες ἀσκήσεις τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς, τῆς ταπεινώσεως, ὁ Κύριος τίς παρουσίασε ὡς Μακαρισμούς. Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. ε΄ 3)...
Ἡ ταπείνωσις! Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πίστεώς μας, αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀρετῆς μας, αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀναβάσεώς μας πρός τόν Οὐρανό, αὐτή εἶναι τό θεμέλιο τῆς κλίμακός μας. Κύριε, ἐγώ εἶμαι ἕνα τίποτα, Ἐσύ εἶσαι τό πᾶν! Ἐγώ τίποτα, Ἐσύ τό πᾶν! Ὁ νοῦς μου εἶναι τίποτα μπροστά στόν δικό Σου Νοῦ, τό πνεῦμα μου εἶναι τίποτα μπροστά στό Πνεῦμα Σου, ἡ καρδιά μου, ἡ γνῶσις μου... ὤ! τίποτα, τίποτα, μπροστά στήν γνῶσι Σου Κύριε! Ἐγώ, ἐγώ, μηδέν, μηδέν... καί πίσω ἀπό αὐτό ἀναρίθμητα ἄλλα μηδενικά. Αὐτό εἶμαι ἐγώ μπροστά Σου, Κύριε.
Ἡ ταπείνωσις! Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἁγία ἀρετή, ἡ πρώτη χριστιανική ἀρετή. Ὅλα ἀρχίζουν ἀπό αὐτήν...
Ἀλλά οἱ Χριστιανοί αὐτοῦ τοῦ κόσμου, πού οἰκοδομοῦμε τήν κλίμακα τῆς σωτηρίας μας, πάντοτε κινδυνεύουμε ἀπό τίς ἀκάθαρτες δυνάμεις. Ποιές εἶναι αὐτές; Οἱ ἁμαρτίες, οἱ ἁμαρτίες μας, τά πάθη μας. Καί πίσω ἀπό αὐτές ὁ διάβολος, ... Ὅπως οἱ ἅγιες ἀρετές οἰκοδομοῦν τήν οὐράνια κλίμακα μεταξύ Οὐρανοῦ καί γῆς, ἔτσι καί οἱ ἁμαρτίες μας φτιάχνουν μία σκάλα γιά τήν κόλασι. Κάθε ἁμαρτία. Ἄν ὑπάρχουν ἁμαρτίες στήν ψυχή σου, πρόσεχε! Ἄν κρατᾶς μῖσος στήν ψυχή σου μιά, δυό, τρεῖς, πενήντα μέρες, πρόσεξε νά δῇς σέ τί κόλασι ἔχει μεταβληθῆ ἡ ψυχή σου. Τό ἴδιο κι ἄν κρατᾶς θυμό, φιλαργυρία, αἰσχρή ἐπιθυμία... Καί σύ, τί κάνεις; Πραγματικά, μόνος σου φτιάχνεις μιά σκάλα γιά τήν κόλασι.
Ἀλλά ὁ Ἀγαθός Κύριος μᾶς δίνει θαυμαστό παράδειγμα. Νά, στό μέσον τῆς νηστείας, προβάλλει τόν μεγαλώνυμο, τόν θαυμάσιο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Ὅλος λάμπει ἀπό τίς ἅγιες εὐαγγελικές ἀρετές. Τόν βλέπουμε πῶς ἀνεβαίνει γρήγορα καί σοφά τήν κλίμακα τοῦ Παραδείσου, τήν ὁποία ἔστησε ἀνάμεσα στήν γῆ καί στόν Οὐρανό. Ὡς διδάσκαλος, ὡς ἅγιος ὁδηγός, μᾶς δίνει τήν Κλίμακά του σέ μᾶς τούς Χριστιανούς ὡς πρότυπο γιά νά ἀνεβοῦμε ἀπό τήν κόλασι στόν Παράδεισο, ἀπό τόν διάβολο στόν Θεό, ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό...
Εὔχομαι ὁ ἐλεήμων καί μέγας ἅγιος πατήρ ἡμῶν Ἰωάννης τῆς Κλίμακος... νά μᾶς χειραγωγῇ στούς ἀγῶνες μας ἐναντίον ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν μας μέ στόχο τίς ἅγιες ἀρετές· νά οἰκοδομήσουμε καί ἐμεῖς μέ τήν βοήθειά του τήν δική μας κλίμακα καί ἀκολουθώντας τον νά φθάσωμε στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στόν Παράδεισο, ὅπου ὑπάρχουν ὅλες οἱ οὐράνιες ἀναπαύσεις, ὅλες οἱ αἰώνιες χαρές, ὅπου μαζί του ἐκεῖ θά δοξάζουμε τόν Βασιλέα ὅλων ἐκείνων τῶν ἀγαθῶν, τόν Αἰώνιο Βασιλέα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ᾯ ἡ δόξα καί ἡ τιμή νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Η άλλη όψη
Βασικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τον αγώνα μας κατά τη Μ. Τεσσαρακοστή είναι η νηστεία, που είναι ένας περιορισμός και μερική στέρηση των τροφών. Ανήκει και αυτή σ’ έναν ευρύτερο κύκλο ειδικών αγωνισμάτων της συγκεκριμένης περιόδου, που συνήθως τον ορίζουμε ως άσκηση.
Πάντοτε η άσκηση χαρακτηρίζει τη ζωή του Ορθόδοξου πιστού· περισσότερο τις περιόδους της νηστείας. Η Ορθοδοξία είναι στη φύση της ταπεινή και ασκητική.
Οι κύριες μορφές ασκήσεως που γνωρίζουμε στην Εκκλησία μας είναι η εγκράτεια, η νηστεία, η αγρυπνία, η ορθοστασία, οι γονυκλισίες, η χαμευνία, ο κόπος, η λιτότητα, η στέρηση και η πτωχεία, η αποφυγή της πολυλογίας και η κατά το δυνατόν σιωπή.
Άσκηση και πνευματικότητα
Η άσκηση αναφέρεται στο υλικό μέρος της υπάρξεώς μας. Τι σχέση μπορεί να έχει με την πνευματικότητά μας, την οποία ζητάει να αυξήσει η Μ. Τεσσαρακοστή;
Ο απόστολος Παύλος διδάσκει ότι «η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός· ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις» (Γαλ. ε 17). Το κατώτερο μέρος της φύσεώς μας, που υπηρετεί τις επιθυμίες της σαρκός, επιθυμεί εναντίον του ανωτέρου μέρους της υπάρξεώς μας, εναντίον της πνευματικής μας φύσεως, που εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα. Και το αντίθετο· το ανώτερο και πνευματικό μέρος της υπάρξεώς μας επιθυμεί κατά του κατωτέρου. Σάρκα και πνεύμα είναι αντίθετα μεταξύ τους, βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση, σε πόλεμο αδυσώπητο και σκληρό. Ποιό θα υπερισχύσει; Που πρέπει να δώσουμε το βάρος; Ποιό από τα δύο πρέπει να ενισχύσουμε; Διότι είναι φανερό ότι όσο ενισχύεται το ένα, τόσο ατονεί και αποδυναμώνεται το άλλο.
Όσο αφαιρείς από τη σάρκα, τόσο κάνεις την ψυχή να λάμπει από την πνευματική της ευεξία, λέει ο Μ. Βασίλειος: «Όσον υφαιρείς της σαρκός, τοσούτον ποιήσεις της πνευματικής ευεξίας την ψυχήν αποστίλβειν»[1]. Γι’ αυτό και συμβουλεύει: Πρόσεξε μήπως ενισχύσεις πολύ τη σάρκα και δώσεις έτσι μεγάλη δύναμη και εξουσία στο κατώτερο. Όπως στη ζυγαριά, αν δώσεις μεγαλύτερο βάρος στον ένα ζυγό, κάνεις ελαφρότερο τον άλλον, έτσι συμβαίνει και στη σχέση του σώματος με την ψυχή. Όταν υπερτερεί το ένα, αναγκαστικά ελαττώνεται το άλλο. Όταν ενισχύεται πολύ το σώμα και βαρύνεται με την παχυσαρκία, αναγκαστικά ο νους γίνεται αδρανής και άτονος στο να επιτελεί τη δική του αποστολή. Όταν αντίθετα η ψυχή ευεκτεί και με τη μελέτη των αγαθών ανεβαίνει στο ύψος που της ταιριάζει, φυσικό είναι να μαραίνονται οι σωματικές συνήθειες και απαιτήσεις[2].
Σκοπός της ασκήσεως είναι η επικράτηση του πνεύματος, η ανάδειξη της ψυχής, η ανακάλυψη της εικόνας του Θεού στα βάθη του ανθρώπου, η καταξίωσή του. Με την άσκηση γινόμαστε περισσότερο άνθρωποι. Διότι με την άσκηση ζει περισσότερο η ψυχή μας, και η ψυχή είναι βασικά που μας καθιστά ανθρώπους. Έλεγε κάποιος που, όταν γνώρισε την πίστη, άρχισε να ζει και με νηστεία: «Όσο νηστεύω, τόσο νιώθω να ζωντανεύει η ψυχή μέσα μου, υποχωρεί η σάρκα και έρχεται η ψυχή στην επιφάνεια. Όπως όταν υποχωρούν τα νερά, βγαίνει στην επιφάνεια ο πυθμένας με όλο τον πλούτο του».
Με την άσκηση κάνουμε πνευματική τη σάρκα μας. Και αν δεν γίνει αυτό, αν δεν γίνει πνευματική η σάρκα μας, τότε αναγκαστικά γίνεται σαρκικό το πνεύμα μας. Ο άνθρωπος, που πλάσθηκε «καθ’ ομοίωσιν Θεού», γίνεται όλος σάρκα!…
Η άσκηση μας βοηθάει να παίρνουμε την προσοχή μας από τον έξω άνθρωπο και να στρεφόμαστε εντός μας. Ανακαλύπτουμε τον «έσω» άνθρωπο», ζει «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», πεθαίνει ο παλαιός και ανασταίνεται μέσα μας «ο καινός άνθρωπος ο κατά Θεόν κτισθείς» (Εφ. γ 16, Α Πέτρ. γ 4, Εφ. δ 24). Με την άσκηση επομένως φέρνουμε στην επιφάνεια τον αληθινό άνθρωπο και ανακαλύπτουμε τον Θεό, διότι ο Θεός κρύβεται στα βάθη μας.
Καταλαβαίνουμε έτσι τι σημασία έχει το να φάμε κάτι η να μην το φάμε. Ότι δεν είναι παράδοξο να πούμε: «Αυτό δεν θα το φάω για την αγάπη του Χριστού». Καταλαβαίνουμε με την άσκηση τι σχέση μπορεί να έχει το φαγητό με την αγάπη του Θεού. Και ότι ο Θεός με την άσκηση, π.χ. με τη νηστεία, δεν θέλει να μας στερήσει το φαγητό, αλλά να μας βοηθήσει να το φάμε σωστά, έτσι που να μην τρέφει μόνο το σώμα, αλλά να χορταίνει και την ψυχή. Από την Κυριακή των Απόκρεω και για περισσότερες από 50 μέρες δεν τρώμε κρέας. Αυτό μας βοηθάει, εφόσον με το σωστό πνεύμα νηστεύουμε, όταν θα φάμε το κρέας την Κυριακή του Πάσχα, να το φάμε με τέτοιον τρόπο, που να αυξάνει και το φαγητό τη χαρά της γιορτής και να δοξάζεται έτσι ο Θεός και με το φαγητό μας: «Είτε εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε», διδάσκει ο απόστολος Παύλος (Α Κορ. ι 31).
Ο Χριστιανός δεν μπορεί πάντα να καλοπερνά, δεν είναι δυνατόν ο πνευματικός αγωνιστής να ζει διαρκώς με ανέσεις. Μέσα στην Αγία Γραφή ο αυθεντικός αγωνιστής της πίστεως παρουσιάζεται συχνά με τις εκφραστικές εικόνες του στρατιώτη, του μαχητή, του αθλητή, του δρομέα, του παλαιστή, του πυγμάχου. Δηλαδή του ασκητή.
Οι αθλητές ζουν με άσκηση που θα μπορούσαμε να την ζηλέψουμε οι σύγχρονοι Χριστιανοί. Εμείς ζούμε συνήθως με καλοπέραση και δεν θέλουμε να στερηθούμε όχι βέβαια τα απαραίτητα, αλλά ούτε και τα περιττά, εκείνα που συντελούν στο να ζούμε μια άνετη ζωή. Αλλά «ουδείς εν τω ουρανώ ανήλθε μετά ανέσεως»[3].
Οι αθλητές ζουν με πολλούς περιορισμούς, με πρόγραμμα, με ειδική αυστηρή δίαιτα, με συχνές εξαντλητικές ασκήσεις. Και αυτό για να πετύχουν μια καλύτερη επίδοση, να βελτιώσουν έστω ελάχιστα το άλμα τους, να φθάσουν στο τέρμα του δρόμου έστω κατά ένα ελάχιστο διάστημα χρόνου πιο μπροστά από τους άλλους, να ρίξουν τη σφαίρα έστω ένα εκατοστό πιο μακριά. Πόσοι κόποι και πόση αφοσίωση για κάτι τόσο μικρό και λίγο! Εμείς δεν θα καταβάλουμε τη μικρή προσπάθεια που απαιτείται, όχι για να φθάσουμε λίγο πιο πέρα, αλλά για να υπερβούμε τα όρια αυτού του κόσμου και να εισέλθουμε στην αιωνιότητα; Εμείς δεν θα κάνουμε λίγη άσκηση, όχι για να πετύχουμε για μια μόνο στιγμή ένα άλμα ελάχιστα πιο ψηλά από τη γη, αλλά για ν’ ανεβούμε και να ζήσουμε αιώνια στον ουρανό, στον Παράδεισο του Θεού;
[1] Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας Λόγος Β΄, ΕΠΕ 6, 56.
[2] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τό «Πρόσεχε σεαυτῷ», ΕΠΕ 6, 224.
[3] Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Εὑρεθέντα Ἀσκητικά, ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, Λόγος Δ΄, σελ. 17.
Πηγή: (αρχιμ. Αστερίου Σ. Χατζηνικολάου, από το βιβλίο «Ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα», εκδ. Ο Σωτήρ), Χριστιανική Φοιτητική Δράση
«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. η' 34).
Αίροντες τον σταυρό, ευαρεστούμε τον Κύριο Ιησού Χριστό, Τον ακολουθούμε. Αν ακολουθούμε τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να ακολουθούμε Εκείνον. Όποιος δεν απαρνηθή τον εαυτό του, δεν μπορεί να Με ακολουθήση (Ματθ. ι' 38).
Αν ακολουθήσης τον δικό σου νου και όχι τον νου του Χριστού, αν ακολουθήσης το θέλημά σου και όχι το θέλημα του Χριστού, όπως αναφέρεται στο άγιο Ευαγγέλιο, η ψυχή σου δεν είναι καθαρή, δεν είναι αγιασμένη, είναι χαμένη στην ζούγκλα των ψυχοφθόρων και φρικτών πλανών. Διότι η αμαρτία, το κακό, κατόρθωσε να χτίση μέσα μας, δίπλα σε εκείνη την θεοειδή ψυχή που ελάβαμε από τον Θεό, την δική της ψυχή. Αν η αμαρτία μας γίνη έξις, δημιουργεί μέσα μας την δική της ψυχή. Αν πράττωμε την αμαρτία, εκείνη σταδιακά μορφώνεται στην ψυχή μας. Κοντά σε εκείνη την θεοειδή ψυχή, την οποία ο Θεός σου έδωσε, εσύ φέρνεις ένα ξένο, ο οποίος σε αιχμαλωτίζει. Αυτός διαφεντεύει, ενώ ό,τι θεϊκό είναι μέσα σου, είναι σαν κοιμισμένο, σαν μουδιασμένο. Το απέρριψες, και εκείνο δεν ζη μέσα σου, πεθαίνει.
Η αμαρτία δημιουργεί μέσα μας δικό της κόσμο, δημιουργεί μέσα μας δική της φιλοσοφία, δική της αντίληψι για τον κόσμο. Η αμαρτία επιδιώκει να καταλάβη την θέσι του Θεού στην ψυχή σου, την θέσι της Εικόνος του Θεού. Αυτό θέλει να κάνη η αμαρτία. Η αμαρτία στην πραγματικότητα θέλει να στερήση τον άνθρωπο από εκείνες τις θεϊκές ωραιότητες που έχει στην ψυχή του. Ναι, αυτός ο διάβολος αγωνίζεται δια μέσου της αμαρτίας να δημιουργήση μέσα σου και μέσα μου την δική του εικόνα. Διότι η αμαρτία πάντοτε ομοιάζει στον διάβολο. Πάντοτε, όταν την εναγκαλιζόμαστε, τυπώνει σιγά-σιγά στην ψυχή μας την δική του σκοτισμένη μορφή. Έτσι, με την αμαρτία, με την έξι στην αμαρτία, μορφώνεται μέσα μας ένα άλλο εγώ, μία άλλη ψυχή, ένας άλλος εαυτός, εκείνος ο εαυτός, τον οποίο ζητεί ο Κύριος να απαρνηθούμε: «ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ' ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω» (Ρωμ. ζ' 19). Το κακό το δημιουργήσαμε εμείς οι ίδιοι, ενώ το καλό είναι από τον Θεό, λέγει ο απόστολος Παύλος (Α' Τιμ. δ' 4). Εγώ θέλω να ζω σωστά, αλλά την δύναμι να το κάνω δεν την έχω. Δεν βρίσκω την δύναμι γι' αυτό, δεν βρίσκω την δύναμι μέσα μου.
Να, το σημερινό Ευαγγέλιο μας αποκαλύπτει τον τρόπο για να πραγματοποιήσουμε στην ζωή μας το καλό που επιθυμούμε. Αυτός είναι η απάρνησις του εαυτού σου, της αμαρτίας σου, αυτής της αμαρτωλής ψυχής που δημιουργήθηκε, χτίστηκε, μορφώθηκε μέσα σου. Με την νηστεία στην πραγματικότητα απωθούμε την αμαρτωλότητα που είναι μέσα μας. Αντικαθιστούμε σταδιακά τον εαυτό μας με τον Χριστό, μέχρις ότου φθάσουμε στην τελειότητα που έφθασε ο απόστολος Παύλος, ο οποίος λέγει: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β' 20). Να, τι σημαίνει «απαρνησάσθω εαυτόν»: Σημαίνει να απαλείψουμε όλες τις (κακές) μας επιθυμίες, κάθε τι ανθρώπινο, εφάμαρτο, και να τα αντικαταστήσουμε με τον Χριστό. Να αλλάξουν, να γίνουν όλα Χριστός!
«Ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ' αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν» (Μάρκ. η' 35). Εάν, βεβαίως, απαρνηθούμε κάθε αμαρτία μας, κάθε πάθος μας· και αν ξέρουμε, αν αισθανόμαστε και αν θέλουμε να γίνη ο Χριστός ψυχή μέσα στην ψυχή μας, καρδιά μέσα στην καρδιά μας, να αντικαταστήση τον εαυτό μας, το εγώ μας με τον Εαυτό Του. Αυτή είναι η μόνη οδός, για να φυλάξουμε εγώ και εσύ και κάθε άνθρωπος την ψυχή μας από την κόλασι, από την καταστροφή, από τον διάβολο, από κάθε κακό, από τα αιώνια βάσανα, να βρούμε μέσα μας εκείνη την θεοειδή ψυχή, εκείνη την θεϊκή ψυχή, την οποία ο Θεός μας έδωσε.
Θεοειδής ψυχή! -Πού είναι άραγε;- Στον Χριστό. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να μας ειπή: Να, έτσι πρέπει να είναι ο άνθρωπος. Εκείνος, ο Θεός, έγινε άνθρωπος. Εκείνος έδειξε στον εαυτό Του την Εικόνα του Θεού. Εμείς είμαστε πλασμένοι κατ' Εικόνα Θεού. Οφείλουμε να ζούμε σύμφωνα με αυτήν. Τί είναι ο νους μας; Εικόνα του νου του Χριστού, του νου του Θεού. Η δική μας υποχρέωσις είναι να κάνουμε τον νου μας όμοιο με τον νου του Χριστού, δηλαδή να χριστοποιήσουμε όλο τον νου μας και να μπορούμε να πούμε με τον απόστολο Παύλο: «ημείς νουν Χριστού έχομεν» (Α' Κορ. β' 16). Αλλά μέχρι να ταυτίσουμε το θέλημά μας με το θέλημα του Χριστού, του Θεού, το δικό μας θέλημα πάντα περιπλανιέται, είναι πάντα αδύνατο, πάντα σκοντάφτει και βυθίζεται στην αμαρτία. Εάν έχουμε τον Κύριο Ιησού Χριστό ως το αιώνιο πρότυπό μας, το αιώνιο όραμά μας, τότε ταυτίζουμε τον εαυτό μας με το δικό Του θέλημα. Τότε λέμε: δεν θέλω να γίνη το θέλημά μου, αλλά το δικό Σου (Κύριε). «Πάτερ ημών, γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης».
Όταν εμείς, τηρώντας τις εντολές του Θεού, θέλουμε να θεραπεύσουμε το θέλημά μας από όλες τις αδυναμίες, από όλες τις αρρώστειες του, από όλο τον θάνατό του, στην πραγματικότητα θεραπεύουμε τον εαυτό μας από κάθε αμαρτία και εξορίζουμε από τον εαυτό μας κάθε τι εφάμαρτο. Ναί! Όσο ολόκληρος ο άνθρωπος επιποθεί τον Θεό, όσο στ' αλήθεια αγωνίζεται να απαρνηθή τον εαυτό του και να ακολουθή τον Χριστό, να σηκώνη τον Σταυρό, να σηκώνη τον Σταυρό του Χριστού, τότε αληθινά λαμβάνει από τον Κύριο Ιησού Χριστό την θεία δύναμι. Διότι, όπως έχει λεχθή, ο Σταυρός «ημίν τοις σωζομένοις δύναμις Θεού εστί» (Α' Κορ. α' 18). Ημίν, για μένα και για σένα και για κάθε άνθρωπο. Όταν αποφασίσης να βιάσης τον εαυτό σου να σηκώσης τον σταυρό σου, να! εσύ την ίδια στιγμή λαμβάνεις θεία δύναμι. Αυτή την δύναμι την δίνει ο Κύριος για να μπορέσης να νικήσης κάθε αμαρτία μέσα σου, να μπορέσης να νικήσης κάθε κακό, κάθε κακή συνήθεια, να μπορέσης να παιδαγωγήσης την γλώσσα σου να μη λέγη άπρεπα λόγια, να παιδαγωγήσης το μάτι σου να μη βλέπη εκείνα που δεν πρέπει να βλέπη. Όλη η ζωή σου να γίνη χριστοειδής. Χάριν τίνος; Χάριν του Χριστού. Για να εγκατοικίσης τον Χριστό μέσα σου! Να, αυτός είναι ο σκοπός μας, αυτό είναι το όραμά μας, αυτό είναι η ανάπαυσις και η ειρήνη και ο αιώνιος παράδεισος της ψυχής μας, κάθε ανθρώπινης ψυχής. Χωρίς τον Χριστό η ανθρώπινη ψυχή δεν ειρηνεύει...
Η δική μας οδός, η οδός των Αγίων και της νηστείας, είναι βία στον εαυτό μας να πράττωμε κάθε αγαθό, διηνεκής βία του εαυτού μας προς κάθε καλό. Διότι η φύσις μας δεν θέλει το καλό. Εκείνη κλίνει στο κακό. Εσύ όμως βίασε τον εαυτό σου να πνίγης κάθε κακό που υπάρχει μέσα σου. Ο Κύριος θα σου δώση την δύναμι της Αναστάσεως για να κάνης πραγματικά κάθε καλό. Να σηκώνουμε τον σταυρό μας, να χριστοποιούμε τον εαυτό μας και να προσέχουμε ότι νηστεία δεν είναι άλλο από το να αντικαταστήσουμε τον εαυτό μας με τον Χριστό, τον Θεό μας. Μέσω κάθε αρετής ο άνθρωπος πρέπει να αντικαθιστά τον εαυτό του με τον Θεό, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Διότι, «θεός η αρετή», όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος. Και αυτή η θεία δύναμις είναι πιο δυνατή από αυτόν εδώ τον κόσμο, αυτή η δύναμις μας χαρίσθηκε για να υπερνικούμε κάθε κακό, να υπερνικούμε κάθε αμαρτία, κάθε διαβολική δύναμι. Βίασε τον εαυτό σου σε κάθε καλό και ο Αγαθός Κύριος θα σου δώση την δύναμι της Αναστάσεως, ώστε να πορεύεσαι από την μεγαλύτερη θλίψι στην μικρότερη και από την μικρότερη χαρά στην μεγαλύτερη χαρά. Να βαδίζουμε όλοι προς την βασιλεία των ουρανών, έως ότου μπορέσουμε να πούμε με την Χάρι του Θεού και εμείς: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δεν ζω πλέον εγώ· εσύ ζης μέσα μου δια των αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών». Σε Εσένα ανήκει η δόξα και η ευχαριστία, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
[Μετάφρασις αδελφών της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, από το βιβλίο PASHALNE BESEDE (Πασχαλινές Ομιλίες), Βελιγράδι 1998]
Πηγή: «Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ», τ.31, 2006, Περιοδική έκδοσις υπό των πατέρων της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους), Η άλλη όψη
Αδελφοί και πατέρες. Είναι καλόν πράγμα η μετάνοια και η ωφέλεια που προέρχεται από αυτήν. Αυτό γνωρίζοντας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Θεός μας, ο οποίος όλα τα γνωρίζει εκ των προτέρων, είπε: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Θέλετε δε να μάθετε ότι χωρίς μετάνοια, και μάλιστα μετάνοιαν από το βάθος της ψυχής και τοιαύτην όπως ο Λόγος την ζητεί από εμάς, είναι αδύνατον να σωθούμε; Ακούστε τον ίδιον τον Απόστολο που λέγει «… πάσα αμαρτία εκτός του σώματος εστίν. Ο δε πορνεύων εις το ίδιον σώμα αμαρτάνει…». Και πάλιν. «Παραστήναι δει ημάς έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα απολήψεται έκαστος τα διά του σώματος προς ει έπραξε, είτε αγαθά είτε φαύλα». Ημπορεί λοιπόν πολλές φορές λαμβάνοντας κάποιος αφορμήν από αυτά να ειπή: «ευχαριστώ τον Θεόν, διότι δεν εμόλυνα κανένα μέλος του σώματός μου με κάποιαν πονηρά πράξη», και έχει δήθεν παρηγορία από αυτό, επειδή είναι ξένος από σωματικήν αμαρτία. Αλλά αποκρίνεται ο Δεσπότης λέγοντας την παραβολήν περί των δέκα παρθένων, και δεικνύει σε όλους μας και μας βεβαιώνει ότι καθόλου δεν ωφελούμεθα από την καθαρότητα του σώματος, εάν δεν συνυπάρχουν σ’ εμάς και οι υπόλοιπες αρετές. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο ίδιος πάλιν ο Παύλος μαζί με τον Δεσπότην φωνάζει: «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων και τoν αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τoν Κύριον». Γιατί όμως είπε «διώκετε»; Διότι δεν είναι δυνατόν σε μίαν ώρα να γίνωμε και να είμεθα άγιοι, αλλά πρέπει αρχίζοντας από τα μικρά, να φθάσωμε προοδευτικώς στον αγιασμόν και την καθαρότητα, και διότι ακόμη και χίλια χρόνια εάν ζήσωμε στην ζωήν αυτήν, ουδέποτε θα ημπορέσωμε να τα αποκτήσωμε αυτά σε τέλειον βαθμό, αλλά βάζοντας αρχήν καθημερινώς, οφείλουμε να αγωνιζώμεθα συνεχώς. Αυτό εφανέρωσε πάλιν ο ίδιος λέγοντας, «Διώκω δε ει και καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδή) εφ’ ω και κατελήφθην (εκείνο δηλαδή για το οποίον και ο Χριστός με έφερε κοντά του)». Διότι κάθε άνθρωπος που έχει αμαρτήσει, όπως εγώ ο κατακεκριμένος, και έκλεισε με τoν βόρβορο των ηδονών τις αισθήσεις της ψυχής του, ακόμη και αν όλην την περιουσία του την διεμοίρασε στους πτωχούς, και εγκατέλειψε όλην την δόξα και λαμπρότητα των αξιωμάτων και πολυτέλειαν οίκου και ίππων, ποιμνίων και δούλων, και αυτούς τους ίδίους του φίλους και τους συγγενείς του όλους, και ήλθε πτωχός και ακτήμων και έγινε μοναχός, παρ’ όλα αυτά χρειάζεται τα δάκρυα της μετανοίας, ως αναγκαία για την ζωήν του. Και αυτό για να αποπλύνη τον βόρβορο των αμαρτημάτων του, και ακόμη περισσότερον εάν είναι καλυμμένος, όπως εγώ, με την αιθάλη και τον βόρβορο των πολλών του κακών, όχι μόνον στο πρόσωπο και στα χέρια, αλλά σε όλον γενικώς το σώμα του. Πράγματι, δεν αρκεί για την κάθαρσιν της ψυχής μας η διανομή των υπαρχόντων, αδελφοί, εάν παραλλήλως δεν κλαύσωμε και δεν θρηνήσωμε από τα βάθη της ψυχής μας. Διότι νομίζω ότι εάν δεν καθαρίσω ο ίδιος τον εαυτόν μου με κάθε δυνατήν προσπάθεια και με τα δάκρυα από τον μολυσμόν των αμαρτημάτων μου, αλλά εξέλθω από τoν βίον μολυσμένος, δικαίως θα γελάση και ο Θεός εις βάρος μου και οι άγγελοί του, και θα εκβληθώ στο πυρ το αιώνιον με τους δαίμονες. Ναι, πράγματι, έτσι είναι αδελφοί. Διότι τίποτε δεν εφέραμε μαζί μας στον κόσμο, για να το δώσωμε στoν Θεόν ως αντίλυτρον για τις αμαρτίες μας.
Είναι λοιπόν δυνατόν αδελφοί, σε όλους, όχι μόνον στους μοναχούς αλλά και στους λαϊκούς, το να μετανοούν πάντοτε και διαρκώς, και να κλαίουν και να παρακαλούν τον Θεόν, και δι’ αυτών των πράξεων να αποκτήσουν και όλες τις υπόλοιπες αρετές.
Ότι αυτό είναι αληθές το επιβεβαιώνει μαζί μου και ο Χρυσόστομος Ιωάννης, ο μέγας στύλος και διδάσκαλος της Εκκλησίας, στους λόγους του περί του Δαυίδ, εξηγώντας εκεί τον πεντηκοστόν ψαλμό. Λέγει ότι είναι δυνατόν κάποιος που έχει γυναίκα και δούλους και δούλες και πλήθος υπηρετών και περιουσίαν πολλήν, και διαπρέπει στα κοσμικά πράγματα, να ημπορή όχι μόνον αυτό, το να κλαίη δηλαδή καθημερινώς και να προσεύχεται και να μετανοή, αλλά και να φθάση στην τελειότητα της αρετής εάν θέλη, και να λάβη Πνεύμα Άγιον και να γίνη φίλος του Θεού και να απολαμβάνη την θέαν του, όπως υπήρξαν πριν από την παρουσίαν του Χριστού ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και στα Σόδομα ο Λωτ και, για να αφήσω τους άλλους, επειδή είναι πολλοί, ο Μωυσής και ο Δαυίδ. Στην δε νέαν χάρη και επιφάνειαν του Θεού και Σωτήρος μας, ο αλιεύς και αγράμματος Πέτρος, ο οποίος μαζί με την πενθερά του και τους άλλους εκήρυττε τον Θεόν που τότε εφανερώθη. Τους δε άλλους ποίος θα τους απαριθμήση, που είναι περισσότεροι από τις σταγόνες της βροχής και από τους αστέρες του ουρανού; Βασιλείς, αρχιερείς, εξουσιαστάς, για να μην ειπώ τους πτωχούς και όσους έζησαν μόνο με τα απαραίτητα, των οποίων οι πόλεις και οι οικίες και οι ναοί που εκείνοι φιλοτίμως ανήγειραν, τα γηροκομεία και τα ξενοδοχεία, σώζονται και υπάρχουν μέχρι τώρα; Όλα αυτά και όταν ήσαν ακόμη εκείνοι στην ζωή τα κατείχαν και τα χρησιμοποιούσαν ευσεβώς, όχι ως κύριοί των, αλλά ως δούλοι του Δεσπότου μετεχειρίζοντο αυτά τα οποία τους έδωσε ο Κύριος, όπως ήταν αρεστόν σ’ Εκείνον, «χρησιμοποιώντας μεν τω κόσμω, ου καταχρώμενοι δε», σύμφωνα με τον Παύλον. Γι’ αυτό και τώρα, στην παρούσα ζωή, έγιναν ένδοξοι και λαμπροί, και στους ατελευτήτους αιώνας, στην Βασιλείαν του Θεού, θα γίνουν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι. Και μάλιστα εάν δεν ήμασταν οκνηροί και ράθυμοι και καταφρονηταί των εντολών του Θεού, αλλά πρόθυμοι και άγρυπνοι και προσέχαμε τον εαυτόν μας, ουδεμίαν ανάγκη θα είχαμε αποταγής ή κουράς ή της φυγής από τον κόσμο. Και για να σε βεβαιώσω γι’ αυτό άκουσε!
Ο Θεός από την αρχήν έκαμε τον άνθρωπο βασιλέα όλων όσων υπάρχουν επάνω στην γην, αλλά και αυτών που ευρίσκονται κάτω από τoν θόλον του ουρανού. Διότι βέβαια ο ήλιος και η σελήνη και τα άστρα, για τoν άνθρωπον εδημιουργήθησαν. Τι λοιπόν; Άραγε επειδή ήταν βασιλεύς όλων αυτών των ορατών, εβλάπτετο από αυτά στην απόκτηση της αρετής; Όχι, καθόλου, αλλά εάν εζούσε ευχαριστώντας τον Θεόν, ο οποίος τα εδημιούργησε και του τα έδωσε όλα, ακόμη περισσότερο θα ευδοκιμούσε. Διότι εάν δεν παρέβαινε την εντολήν του Δεσπότου, δεν θα έχανε αυτήν την Βασιλεία, δεν θα στερούσε τoν εαυτόν του από την δόξαν του Θεού. Επειδή όμως το έκαμε αυτό, δικαίως εξεδιώχθη, εξωρίσθη, έζησε και απέθανε. Και θα σας ειπώ ένα πράγμα το οποίον, νομίζω, κανείς δεν το απεκάλυψε σαφώς, αλλά έχει λεχθεί σκιωδώς. Ποίον; Άκου την Θείαν Γραφή που λέγει: «Και είπεν ο Θεός τω Αδάμ (μετά την παράβασιν εννοώ). Αδάμ πού ει;». Γιατί το είπεν αυτό ο ποιητής του παντός; Οπωσδήποτε θέλοντας να τον φέρη σε συναίσθηση, και καλώντας τον σε μετάνοια, λέγει «Αδάμ πού ει;». Εξέτασε τον εαυτόν σου, διαπίστωσε την γύμνωσή σου! Κοίτα ποίον ένδυμα, ποίαν δόξαν εστερήθης. «Αδάμ πού ει;». Σαν να τον παρακαλή και να του λέγη: «Ναι, σύνελθε, ταπεινέ, ναί, άφησε τον τόπον όπου είσαι κρυμμένος. Από εμένα νομίζεις ότι κρύβεσαι; Ειπέ «Ήμαρτον!». Αλλά δεν το λέγει αυτό, ή μάλλον εγώ ο άθλιος δεν το λέγω, διότι ιδικό μου είναι το πάθος! Αλλά τι λέγει; «Της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω, και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην». Και τι του απήντησε ο Θεός; «Και τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει, ει μη εκ του ξύλου, ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Βλέπεις, αγαπητέ, μακροθυμίαν Θεού; Διότι όταν είπε: «Αδάμ, πού ει:», και εκείνος δεν ωμολόγησε ευθύς την αμαρτίαν, αλλά είπε «της φωνής σου ήκουσα, Κύριε και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην», ο Θεός δεν ωργίσθη, δεν τον απεστράφη αμέσως και οριστικώς, αλλά του δίδει ευκαιρίαν να αποκριθή και δευτέραν φορά, και λέγει: «τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει; Ει μη εκ του ξύλου ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Πρόσεξε βάθος λόγων της σοφίας του Θεού: «Τι λέγεις, ότι είσαι γυμνός, του λέγει, κρύβεις όμως την αμαρτίαν σου; Μήπως νομίζεις ότι μόνον το σώμα σου βλέπω και δεν βλέπω την καρδίαν και τους λογισμούς σου;». Διότι ο Αδάμ, επειδή απατήθη, ήλπιζεν ότι ο Θεός δεν εγνώριζε την αμαρτίαν του, και έλεγε μέσα του κάπως έτσι: «εάν ειπώ ότι είμαι γυμνός, τότε επειδή ο Θεός δεν γνωρίζει, θα μου ειπή: και γιατί είσαι γυμνός; Τότε εγώ θα του απαντήσω αρνητικά και θα του ειπώ: δεν γνωρίζω, και έτσι θα του διαφύγω, και θα απολαύσω πάλι την πρώτην μου στολή. Τουλάχιστον δεν θα με εκδιώξη, τουλάχιστον δεν θα με εξορίση!». Ενώ συλλογίζετο αυτά, όπως και τώρα κάμουν πολλοί και πρώτος εγώ ο ίδιος, και κρύπτουν τα αμαρτήματά τους, ο Θεός, επειδή δεν ήθελε να πολλαπλασιάση το κρίμα του, λέγει: «Και πόθεν έγνως ότι γυμνός ει, ει μη από του ξύλου ου ενετειλάμην σοι μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Σαν να λέγη. «Πράγματι, νομίζεις ότι κρύπτεσαι από εμέ; Δεν γνωρίζω εγώ τι έπραξες; Δεν λέγεις το «Ήμαρτον»; Ειπέ, πτωχέ: Ναι, αλήθεια, Κύριε, παρέβην την εντολήν σου, έπταισα ακούοντας την συμβουλή της γυναικός, έσφαλα πολύ ακολουθώντας τον λόγο της και παρακούοντας τον ιδικόν σου, ελέησόν με! Αλλά δεν λέγει τούτο, δεν ταπεινώνεται. Νεύρον από σίδερον ο αυχένας της καρδίας του, όπως ακριβώς είναι και ο ιδικός μου. Διότι εάν έλεγε αυτό, θα έμενε στον Παράδεισο, και όλον εκείνον τον κύκλο των μυρίων κακών, τον οποίον υπέστη όταν εξωρίσθη και έμεινε κάτω στον Άδη τόσους πολλούς αιώνες, θα τον είχε αποφύγει τότε με έναν μόνον λόγο.
Αυτό είναι λοιπόν εκείνο για το οποίο έχω υποσχεθή να ομιλήσω. Και άκου την συνέχεια, για να γνωρίσης ότι τα λόγια μου είναι αληθινά, και τίποτε δεν είναι ψεύδος από όλα αυτά. Είπεν ο Θεός στον Αδάμ. «Ην ώραν φάγεσθε από του ξύλου, ου ενετειλάμην υμίν τούτου μόνον μη φαγείν, θανάτω αποθανείσθε», δηλαδή τον ψυχικόν θάνατο, πράγμα που και έγινε την ιδίαν ώρα, γι’ αυτό και εγυμνώθη από την αθάνατον στολήν του. Τίποτε περισσότερον δεν είπεν ο Θεός και τίποτε περισσότερον δεν έγινε. Διότι προγνωρίζοντας ο Θεός ότι ο Αδάμ πρόκειται να αμαρτήση, και θέλοντας να τον συγχωρήση, όταν αυτός μετανοούσε, με τίποτε περισσότερον, όπως είπαμε, δεν τον απείλησε. Επειδή όμως ηρνήθη την αμαρτίαν του, και δεν μετενόησε ούτε όταν ηλέγχθη από τον Θεόν (διότι είπε: «Η γυνή, ην δέδωκάς μοι, αύτη με ηπάτησεν», σαν δηλαδή να λέγη στον Θεόν. «Σύ έπταισες. Η γυναίκα, την οποία συ μου έδωσες, αύτη με εξηπάτησε»), γι’ αυτό και ο Θεός του λέγει: «Εν κόπω και ιδρώτι φαγή τον άρτον σου, και ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι η γη» και τελευταία ότι «γη ει και εις γην απελεύση». Ήθελα να μετανοήσης, λέγει, και να επανέλθης στην προηγουμένην σου διαγωγή. Επειδή όμως είσαι τόσο σκληρός, φύγε λοιπόν από κοντά μου, και η απομακρυνσή σου θα σου είναι αρκετή για παιδαγωγία, επειδή είσαι χώμα, και στο χώμα θα επιστρέψης.
Γνωρίζεις λοιπόν τώρα ότι, επειδή μετά την παράβαση δεν μετενόησε να ειπή «Ήμαρτον», εξορίζεται και προστάσσεται να ζη με κόπο και ιδρώτα. Γι’ αυτό και κατεδικάσθη να επιστρέψη στην γην από την οποίαν ελήφθη. Και αυτό γίνεται φανερόν από την συνέχεια. Αφήνοντας λοιπόν αυτόν, έρχεται στην Εύα, θέλοντας να δείξη ότι δικαίως και αυτή θα εξορισθή, αφού δεν θέλει να μετανοήση, και της λέγει: «Τι τούτο εποίησας;» για να ειπή τουλάχιστον αυτή το «Ήμαρτον». Διότι ποία άλλη ανάγκη έκαμε τον Θεόν να της απευθύνη αυτά τα λόγια, παρά μόνον για να ειπή: «Από την αφροσύνη μου, Δέσποτα, το έπραξα αυτό, η ταπεινή και αθλία, και παρήκουσα εσέ τον Κυριόν μου. Ελέησόν με!». Αλλά δεν είπε αυτό. Και τι είπε; «Ο όφις εξηπάτησέ με». Ω τι αναισθησία! Και συνωμίλησες με τον όφιν, ο οποίος σου ωμιλούσε κατά του Δεσπότου, και προτίμησες αυτόν αντί του Θεού που σε έπλασε, και εθεώρησες προτιμοτέραν και αληθεστέραν την συμβουλήν εκείνου από την εντολήν του Δεσπότου; Και επειδή ούτε αυτή ημπόρεσε να ειπή το «Ήμαρτον», εκβάλλονται από την τρυφήν, εξορίζονται από τον Παράδεισο και από τον Θεόν. Αλλά πρόσεχε, παρακαλώ, το βάθος του μυστηρίου του φιλανθρώπου Θεού, και μάθε και διδάξου από αυτά ότι, εάν μετανοούσαν, δεν θα είχαν εκδιωχθή, δεν θα είχαν κατακριθή, δεν θα είχαν καταδικασθή να επιστρέψουν στην γην από την οποία προήλθαν. Και τι έγινε έπειτα; Ακουσε!
Όταν εξεδιώχθησαν και έπεσαν ήδη από την αρχή μέσα στους ιδρώτες και τους σωματικούς κόπους, ήρχισαν δε να πεινούν και να διψούν, και συγχρόνως να ριγούν και να τρέμουν και να πάσχουν αυτά τα οποία και εμείς πάσχουμε σήμερα, αισθάνθησαν περισσότερο την δυστυχία και το κατάντημά τους, αλλά και την ιδίαν την κακοφροσύνη τους, και την ανέκφραστον φιλανθρωπία του Θεού. Περιπατώντας λοιπόν και καθήμενοι έξω από τον Παράδεισο, μετανοούσαν, έκλαιαν, εθρηνούσαν, εκτυπούσαν το πρόσωπο, εξερρίζωναν τα μαλλιά τους, καταδικάζοντας με οδυρμούς την σκληροκαρδία τους, και αυτό όχι μόνον μίαν ημέραν ούτε δύο ή δέκα, αλλά, πιστέψετέ το, σε όλην τους την ζωή. Και πώς δεν θα έκλαιαν πάντοτε και διαρκώς, ενθυμούμενοι εκείνον τον πράον και ήρεμον Δεσπότην, εκείνην την τρυφήν την ανέκφραστο, τα απερίγραπτα κάλλη των ανθέων εκείνων, την αμέριμνον εκείνην και ακοπίαστον ζωή, τις ανόδους και τις καθόδους των αγγέλων προς αυτούς; Διότι όπως εκείνοι που είχαν εκλεγή από κάποιον άρχοντα του παρόντος κόσμου ως προσωπικοί του υπηρέτες, όσον μεν διατηρούν ανόθευτον τον σεβασμό και την τιμή και την δουλεία προς τον κύριόν τους και αγαπούν αυτόν και τους ομοδούλους των, απολαμβάνουν και την προς αυτόν παρρησία και την εύνοια και την αγάπη του, ζώντας μέσα σε πολλήν άνεση και τρυφή και σπατάλη. Εάν όμως αλαζονευθούν κατά του κυρίου τους, και αποθρασυνθούν και αυθαδιάσουν εναντίον των συνδούλων τους, τότε εκπίπτουν από την προς αυτόν παρρησία και την αγάπη και την εύνοιάν του, εξορίζονται σε χώρα μακρινήν, και υποβάλλονται κατόπιν διαταγής του σε μυρίους πειρασμούς, μέσα σε κόπους και σε μεγάλες ταλαιπωρίες. Έτσι όλο και περισσότερον συνειδητοποιούν την άνεση την οποίαν απελάμβαναν, και πόσον εζημιώθησαν από την στέρησιν τόσων αγαθών.
Το ίδιο έπαθαν και οι πρωτόπλαστοι, οι οποίοι όσον ήσαν στον Παράδεισον, απελάμβαναν όλα εκείνα τα αγαθά, έπειτα όμως εξέπεσαν από αυτά και εξωρίσθησαν. Όταν αισθάνθησαν από πού έπεσαν, πάντοτε θρηνούσαν, πάντοτε έκλαιαν, επικαλούμενοι την ευσπλαγχνίαν του Κυρίου τους. Αλλά Αυτός τι κάνει, ο πλούσιος σε έλεος και βραδύς σε τιμωρίες; Επειδή είδε ότι εταπεινώθησαν, την μεν απόφαση που είχε λάβει δεν την ματαιώνει εντελώς —αυτό το έκαμε προς σωφρονισμόν ιδικόν μας, και για να μην υπερηφανεύεται κανείς κατά του ποιητού των όλων— προγνωρίζοντας δε ως Θεός και την πτώση τους και την μετάνοιαν, είχε ορίσει από την αρχήν, οπωσδήποτε πριν να δημιουργήση τα πάντα, και τον καιρόν και τον χρόνον και πώς και πότε θα τους ανακαλέση από την εξορία, με τρόπο μυστικόν και από κάθε κτίσμα ανεξιχνίαστο. Πράγματι, ακόμη και αν όλα τα μυστήρια της Θείας αυτής οικονομίας αποκαλυφθούν σε κάποιους, και θελήσουν να τα γράψουν, δεν θα φθάση ούτε ο χρόνος ούτε το χαρτί ούτε το μελάνι, ούτε ο κόσμος όλος θα χωρέση τα βιβλία αυτά που θα γραφούν. Όπως λοιπόν από ευσπλαγχνίαν είχεν ειπεί και προορίσει από πριν, έτσι ακριβώς και έπραξε. Και αυτούς τους οποίους για την αναίδειάν τους και για την αμετανόητο καρδία και γνώμην εξεδίωξε από τον Παράδεισον, όταν μετενόησαν όπως έπρεπε, και εταπεινώθησαν αξίως, και έκλαυσαν, και εθρήνησαν, Αυτός ο ίδιος, ο μόνος Μονογενής Υιός και Λόγος, από μόνον τον προάναρχον Πατέρα, κατήλθεν, όπως όλοι γνωρίζετε, και όχι μόνον έγινε άνθρωπος όμοιος με εκείνους, αλλά και να αποθάνη όπως αυτοί κατεδέχθη, προτιμώντας βίαιον και επονείδιστον θάνατο. Κατήλθε δε και στον Άδη, και από εκεί τους ανέστησε. Αυτός λοιπόν ο οποίος τόσα έπαθε γι’ αυτούς, για να τους ανακαλέση από την μακράν εκείνην εξορίαν, εάν μετανοούσαν στον Παράδεισο, δεν θα τους συμπαθούσε; Και πώς όχι, αφού είναι από την φύση του φιλάνθρωπος, και τους εδημιούργησε ακριβώς γι’ αυτό, για να απολαμβάνουν δηλ. τα αγαθά του μέσα στoν Παράδεισο και να δοξάζουν τoν ευεργέτην τους; Ναι, πράγματι αδελφοί, αυτό, όπως φρονώ, θα εγίνετο. Για να μάθης δε και τα υπόλοιπα, και να πιστεύσης περισσότερο στoν λόγον, άκου και τα εξής! Εάν είχαν μετανοήσει όταν ακόμη ήσαν μέσα στoν Παράδεισον, εκείνον τον ίδιον Παράδεισο θα απελάμβαναν και τίποτε περισσότερο. Επειδή δε για την αμετανοησία τους εξεβλήθησαν, μετά ταύτα ζώντας μέσα στις θλίψεις, μετενόησαν και έκλαυσαν πολύ. Αυτά, όπως είπα, δεν θα τα επάθαιναν, εάν είχαν μετανοήσει μέσα στoν Παράδεισον. Για τους πόνους λοιπόν αυτούς και τους ιδρώτες και τους κόπους, και για την καλήν τους μετάνοια, θέλοντας ο Δεσπότης Θεός να τους τιμήση και να τους δοξάση, αλλά και να τους κάνη να λησμονήσουν όλα εκείνα τα δεινά, τι κάνει; Πρόσεξε, παρακαλώ, το μέγεθος της φιλανθρωπίας! Όταν κατήλθε στον Άδη και τους ανέστησε, δεν τους αποκατέστησε πάλι στον Παράδεισον από όπου εξέπεσαν, αλλά τους ανέβασε σ’ αυτόν τον ίδιον τον ουρανόν του ουρανού. Και αφού ο Κύριος εκάθισε εκ δεξιών του προανάρχου Πατρός του και Θεού, τι λέγεις ότι τον έκαμε αυτόν, ο οποίος ήταν κατά φύσιν δούλος του; Τον έκαμε κατά χάριν πατέρα του! (αφού ο ίδιος αυτοαποκαλείται Υιός του ανθρώπου). Είδες σε ποίον ύψος τον ανέβασε ο Δεσπότης, για την μετάνοια και την ταπείνωση και τους θρήνους και τα δάκρυά του;
Ω δύναμις της μετανοίας και των δακρύων! Ω πέλαγος ανεκφράστου φιλανθρωπίας και ανεξιχνιάστου ελέους, αδελφοί! Διότι όχι μόνον εκείνον, αλλά και όλους τους απογόνους του, εμάς δηλαδή τα τέκνα του, οι οποίοι μιμούμεθα την εξομολόγησιν εκείνου, την μετάνοια, τον θρήνο, τα δάκρυα και τα άλλα τα οποία προείπαμε, τους ετίμησε και τους εδόξασε, τόσον όσον και εκείνον, όσους μέχρι σήμερα κάνουν όπως έκανε εκείνος, και όσους θα τον μιμηθούν από σήμερα, είτε κοσμικοί είναι είτε μοναχοί. «Αμήν», είπεν ο αψευδής Θεός, «ουκ εγκαταλείψω αυτούς ποτέ, αλλ’ ως αδελφούς μου και φίλους και πατέρας και μητέρας και συγγενείς και συγκληρονόμους μου αναδείξω αυτούς, και εδόξασα και δοξάσω. Και εν τω ουρανώ άνω και επί της γης κάτω, και της ζωής αυτών και ευφροσύνης και δόξης ουκ έσται τέλος ποτέ».
Τί ωφέλησε, ειπέ μου αδελφέ, τους πρωτοπλάστους η ακοπίαστος και αμέριμνος ζωή μέσα στον Παράδεισον, αφού εραθύμησαν, και από απιστίαν προς τον Θεόν κατεφρόνησαν και παρέβησαν την εντολή του; Διότι εάν τον είχαν πιστεύσει, δεν θα εθεωρούσε η Εύα τον όφι πλέον αξιόπιστον, ο δε Αδάμ την Εύα πλέον αξιόπιστον από Εκείνον, αλλά θα είχαν φυλαχθή να μη φάγουν από το φυτόν. Επειδή όμως έφαγαν και δεν μετενόησαν, εξεβλήθησαν. Από την εξορίαν πάλι καθόλου δεν εβλάβησαν, αλλά και πάρα πολύ ωφελήθησαν, και αυτό συνετέλεσε στην σωτηρίαν όλων μας. Διότι αφού κατήλθεν από τους ουρανούς ο Κύριός μας, κατετρόπωσε τον εχθρό μας, τον θάνατον, παραδίδοντας ο ίδιος τον εαυτόν Του, και έτσι εματαίωσεν εντελώς την καταδίκην που προήλθε από την παράβαση του προπάτορος. Και αναγεννώντας και αναπλάττοντας και απαλλάσσοντάς μας τελείως από αυτήν με το άγιον βάπτισμα, μας καθιστά εντελώς ελευθέρους στον κόσμον αυτόν, και μη ενεργουμένους τυραννικώς από τον εχθρόν. Αλλά τιμώντας μας με το αυτεξούσιον με το οποίον μας είχε προικίσει απ’ αρχής, μας δίδει περισσοτέραν δύναμιν εναντίον του, ώστε όποιοι θέλουν να τον νικούν με ευχέρειαν μεγαλυτέραν από όλους τους προ της παρουσίας του Χριστού αγίους. Και μετά τον θάνατόν τους να μην οδηγούνται και αυτοί όπως εκείνοι κάτω στον Άδη, αλλά στον ουρανό και στην τρυφή και την απόλαυση που επικρατεί εκεί, και να αξιώνωνται: να απολαμβάνουν τώρα μεν σε μέτριον βαθμό, μετά δε την εκ νεκρών ανάσταση, πλήρως όλην την αιωνίαν χαρά.
Να μη προφασίζωνται λοιπόν αυτοί που επιζητούν προφάσεις, ούτε να λέγουν ότι είναι πλήρης η επιρροή της παραβάσεως του Αδάμ επάνω μας, και ότι αυτό είναι που μας ελκύει πρός τα κάτω, προς την αμαρτία. Διότι όποιοι το σκέπτονται και το λέγουν αυτό, νομίζουν ότι ανωφελώς και ματαίως έγινε η παρουσία του Κυρίου και Θεού μας, πράγμα που μόνον οι αιρετικοί λέγουν, όχι οι πιστοί. Πράγματι, για ποίον άλλον λόγο κατήλθε και εγεύθη τον θάνατο, παρά μόνον βεβαίως για να καταργήση την καταδίκη που προήλθε από την αμαρτία, και να ελευθερώση το γένος μας από την δουλεία και ενέργειαν του εχθρού που το πολεμεί; Διότι αυτό είναι η πραγματική αυτεξουσιότης, δηλαδή το να μην εξουσιαζώμεθα με οποιονδήποτε τρόπον από κάποιον άλλον. Επειδή εμείς μεν ως τέκνα εκείνου που ημάρτησε είμεθα μέχρι τότε αμαρτωλοί, ως τέκνα εκείνου που παρέβη την εντολήν παραβάτες, ως τέκνα εκείνου που έγινε δούλος της αμαρτίας δούλοι κι εμείς της αμαρτίας, ως τέκνα εκείνου που εδέχθη την κατάραν και ενεκρώθη επικατάρατοι και εμείς και νεκροί, ως τέκνα εκείνου που επηρεάσθη από την συμβουλήν του πονηρού και υπεδουλώθη σ’ αυτόν, και έχασε το αυτεξούσιον, είχαμε κι εμείς δεχθεί την επήρειαν αυτού, και είχαμε καταδυναστευθή από την τυραννικήν του εξουσίαν. Ο Θεός όμως κατήλθε και εσαρκώθη, έγινε άνθρωπος όπως εμείς χωρίς όμως την αμαρτία, και έλυσε την αμαρτίαν, ηγίασε δε την σύλληψη και την γέννηση, και επειδή ανετράφη ολίγον κατ’ ολίγον, ευλόγησε κάθε ηλικίαν. Και όταν έγινε τέλειος άνδρας, τότε ήρχισε το κήρυγμα, διδάσκοντάς μας να μη προτρέχωμε σε ο,τιδήποτε, και να μη προλαμβάνωμε εκείνους που ελευκάνθησαν στην σύνεση και στην αρετήν, όσοι μάλιστα είμεθα νέοι στην φρόνηση και δεν έχουμε ανδρωθή. Εδέχθη επάνω του όσα ήσαν προς το συμφέρον μας, και αφού εφύλαξε όλες τις εντολές του Θεού και Πατρός αυτού, έλυσε την παράβαση, και ελευθέρωσε τους παραβάτες από την καταδίκην. Έγινε δούλος αναλαμβάνοντας μορφήν δούλου, και επανέφερε εμάς τους δούλους στο δεσποτικόν αξίωμα, αναδεικνύοντάς μας δεσπότες του πρώην τυράννου. Και το μαρτυρούν αυτό οι άγιοι, οι οποίοι και μετά θάνατον αποδιώκουν ως αδυνάμους και αυτόν και τους υπασπιστάς του. Με την σταύρωσίν του ο ίδιος έγινε κατάρα, και έλυσε όλην την κατάρα του Αδάμ. Απέθανε, και με τον θάνατόν του κατετρόπωσε τον θάνατον. Ανέστη, και εξηφάνισε την δύναμη και την ενέργειαν του εχθρού, ο οποίος διά μέσου του θανάτου και της αμαρτίας έχει την εξουσίαν εναντίον μας. Διότι βάζοντας μέσα στο θανατηφόρο δηλητήριο και στο φαρμάκι της αμαρτίας την ανέκφραστον ενέργειαν της Θεότητος και την ζωοποιόν ενέργεια του σώματός του, ελύτρωσε τελείως όλον το γένος μας από την ενέργειαν του εχθρού. Καθαίροντας δε και ζωοποιώντας μας με το άγιον βάπτισμα και με την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων, του τιμίου σώματος και του αίματός του, μας αποκαθιστά αγίους και αναμαρτήτους. Αλλά και μας αφήνει την τιμήν του αυτεξουσίου, για να μη φανούμε ότι υπηρετούμε τον Δεσπότην με την βία, αλλά με την προαίρεση. Και όπως ο Αδάμ ήταν στον Παράδεισον εξ αρχής ελεύθερος, ξένος προς την αμαρτία και την βία, υπήκουσε δε στoν εχθρόν με το αυτεξούσιον θέλημά του, εξηπατήθη και παρέβη την εντολή του Θεού, έτσι και εμείς, αναγεννώμενοι με το άγιον βάπτισμα, απαλλασσόμεθα από την δουλεία και γινόμεθα αυτεξούσιοι, και εάν δεν υπακούσωμε στoν εχθρόν με την ιδικήν μας θέληση, δεν ημπορεί με άλλον τρόπο να ενεργήση κάτι εναντίον μας.
Πράγματι, εάν πριν από τον νόμο και την παρουσία του Χριστού, χωρίς όλα αυτά τα βοηθήματα, πολλοί και αναρίθμητοι ευηρέστησαν τον Θεόν και ανεδείχθησαν άμεμπτοι, όπως ο δίκαιος Ενώχ, τον οποίον μετέθεσε τιμώντας τον με τον τρόπον αυτό, και ο Ηλίας τον οποίον παρέλαβε στoν ουρανόν με άρμα πύρινον, τι θα απολογηθούμε εμείς, οι οποίοι μετά την χάρη και την τοιαύτη και τόσο μεγάλην ευεργεσίαν, ούτε ίσοι με τους προ της χάριτος ευρισκόμεθα, αλλά ζούμε μέσα στην ραθυμία, και καταφρονούμε τις εντολές του Θεού και τις παραβαίνουμε; Και αυτό μετά την κατάργηση του θανάτου και της αμαρτίας, μετά την αναγέννηση του βαπτίσματος και την προστασία των αγίων αγγέλων και την επισκίαση και επέλευση του ιδίου του Αγίου Πνεύματος. Ότι θα τιμωρηθούμε, εάν επιμένωμε στο κακόν, περισσότερον από εκείνους που ημάρτησαν όταν επικρατούσε ο νόμος, το εδήλωσε ο Παύλος λέγοντας. «Ει γάρ ο δι’ αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πώς ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας;».
Ας μη αποδίδη λοιπόν την ευθύνην και ας μη κατηγορή τον Αδάμ, αλλά τoν εαυτόν του καθένας από εμάς, ο οποίος περιπίπτει σε οποιαδήποτε αμαρτίαν, και ας επιδεικνύη αξίαν μετάνοια όπως εκείνος, εάν βεβαίως θέλη να επιτύχη την αιωνίαν εν Χριστώ ζωήν…
Εκείνος που συλλογίζεται πάντοτε τις αμαρτίες του, και συνεχώς βλέπει εμπρός του την μέλλουσαν κρίσιν, και μετανοεί, και κλαίει θερμώς, αυτός υπερβαίνει όλα μαζί τα πάθη και τα αμαρτήματα, και τα υπερνικά ανυψούμενος από την μετάνοιαν, ώστε να μην ημπορή ούτε ένα από αυτά να φθάση και να προσεγγίση την ψυχή του στο ύψος εκείνο που πετά. Εάν δε ο νους μας, πτερωμένος από την μετάνοια και τα δάκρυα, και από την πνευματικήν ταπείνωση που γεννάται από αυτά, δεν ανυψωθή στο ύψος της απαθείας, δεν θα ημπορέσωμε να ελευθερωθούμε, δεν θα παύσουν να μας κεντούν πότε το ένα, πότε το άλλο πάθος, και να μας κατασπαράσσουν σαν άγρια θηρία.
Μετά δε τoν θάνατον, εξ αιτίας αυτών, θα χάσωμε την Βασιλείαν των Ουρανών, και από αυτά πάλι θα τιμωρηθούμε αιωνίως. Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους, πνευματικοί μου πατέρες και αδελφοί, και ποτέ δεν θα παύσω να παρακαλώ την αγάπη σας, να μην αμελήσετε την σωτηρία σας, αλλά με κάθε τρόπο να προσπαθήσετε να ανυψωθήτε ολίγον από την γη. Και όταν γίνη αυτό το θαύμα, το οποίο θα σας καταπλήξη, το να ανυψωθήτε δηλαδή από την γη και να υπερίπτασθε στον αέρα, δεν θα θελήσετε πλέον να κατέλθετε ούτε καν για λίγο και να σταθήτε στην γην. Λέγοντας δε «γην» εννοώ το σαρκικόν, και «αέρα» το πνευματικόν φρόνημα. Διότι εάν ο νους ελευθερωθή από τους πονηρούς λογισμούς και τα πάθη, και δι’ αυτού αντικρύσωμε την ελευθερίαν την οποία μας εχάρισεν ο Χριστός, δεν θα καταδεχθούμε πλέον να κατέλθωμε στην προηγουμένην δουλεία της αμαρτίας και του σαρκικού φρονήματος, αλλά συμφώνως με τους λόγους του Κυρίου, δεν θα παύσωμε να γρηγορούμε και να προσευχώμεθα, έως ότου μεταβούμε προς την εκείθεν μακαριότητα και τύχωμε των αιωνίων αγαθών, «χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα εις τους αιώνας των αιωνων. Αμήν».
Πηγή: (10ος - 11ος αιών. Απαντα του Αγίων Πατέρων, εκδ. Ωφελίμου βιβλίου. Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, τόμ. 1, Κατήχ. Ε΄, σελ. 1-41, 87, 470 και 1054-1085. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 485 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς), Η άλλη όψη
Η παραβολή του Ασώτου παρουσιάζει το Θεό σαν άνθρωπο, τον αληθινά φιλάνθρωπο και τους δύο γιούς, καθώς και τις δύο κατηγορίες των ανθρώπων, τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς. Ο μικρός είπε· δώσε μου το μερίδιό μου από την περιουσία μας. Η δικαιοσύνη είναι αρχική κατάσταση του ανθρώπου, γι’ αυτό κι ο μεγάλος δεν παρεκκλίνει· υστερογέννητο κακό η αμαρτία, γι’ αυτό και παρεκκλίνει ο μικρός, αυτός, δηλαδή που συναυξήθηκε με την αμαρτία που μπήκε στον κόσμο έπειτα. Και με άλλο νόημα λέγεται ο αμαρτωλός άνθρωπος «νεώτερος γιός», σαν νεωτεριστής κι αποστάτης στο πατρικό θέλημα.
«Πατέρα, δώσε μου το μερίδιό μου από την περιουσία μας». Περιουσία του ανθρώπου είναι το λογικό, με επακολούθημα την αυτεξουσιότητα γιατί κάθε λογικό είναι αυτεξούσιο. Μας παραχωρεί ο Κύριος το λόγο, για να τον χρησιμοποιούμε κατά το θέλημά μας, σαν δικό μας κτήμα. Και τον παραχωρεί σ’ όλους εξίσου, γιατί όλοι είμαστε εξίσου λογικοί, εξίσου αυτεξούσιοι. Άλλοι όμως κάνουμε λογική χρήση της τιμητικής παραχώρησης κι άλλοι εξευτελίζουμε το θείο δώρο. Και όλα γενικά όσα μας έχει δώσει Θεός, ας τα θεωρήσουμε περιουσία μας, τον ουρανό, τη γη, την πλάση όλη, το νόμο, τους προφήτες. Αλλά ο μικρός γιός ενώ είδε τον ουρανό, και τον θεοποίησε, τη γη και την προσκύνησε, δεν θέλησε να πορευτεί στις γραμμές του νόμου, δολιεύτηκε τους λόγους των προφητών. Ο μεγαλύτερος όμως γιός τα χρησιμοποίησε όλα για τη δόξα του Θεού.
Στο ίδιο μέτρο τους τα παραχώρησε και τους άφησε να πορευτούν κατά το θέλημά τους· δεν υποχρεώνει κανένα που δεν θέλει να τον υπηρετεί. Αν ήθελε να μας υποχρεώσει, ούτε λογικούς θα μας δημιουργούσε ούτε αυτεξούσιους. Όλα αυτά ο μικρός τα σπατάλησε αμέσως. Και ο λόγος, η αποδημία του στα μακρινά. Όταν, δηλαδή, ο άνθρωπος απομακρυνθεί από το Θεό και θέσει τον εαυτό του πέρα από το θείο φόβο εξαντλεί όλα τα θεία δώρα. Όταν μένουμε κοντά στο Θεό, τίποτα τέτοιο δεν κάνουμε που οδηγεί στην απώλεια κατά το λόγο «απ’ την αρχή έβλεπα τον Κύριο δίπλα μου, στα δεξιά μου παντοτινά για να μην ταραχτώ». Όταν όμως απομακρυνθούμε απ’ αυτόν κι αποστρατήσουμε από το θέλημά του, πράττουμε και πάσχουμε τα χειρότερα, πάλι κατά το λόγο «όσοι απομακρύνονται από σένα θα χαθούν».
«Σκόρπισε» λοιπόν την περιουσία του κι ήταν φυσικό. Γιατί η αρετή έχει ένα όνομα και είναι κάτι απλό. Η κακία όμως είναι ποικίλη και προκαλεί πολλές πλάνες. Η ανδρεία, λόγου χάρη, έχει ένα όνομα και αναφέρεται στο πότε, πώς και σε ποιους πρέπει να λειτουργεί το θυμικό μας. Της κακίας, όμως είναι δύο τα είδη, η δειλία και η θρασύτητα. Βλέπεις ότι η λέξη διασπάται και χάνεται η ενότητα της αρετής; Και όταν εξάντλησε την περιουσία του και δεν περπατούσε πια ο άνθρωπος σύμφωνα με το λόγο, εννοώ τις διατάξεις του φυσικού νόμου, αλλά μήτε το γραπτό νόμο ακολουθούσε, μήτε τους προφήτες άκουε, πέφτει μεγάλη πείνα, όχι πείνα τροφών αλλά πείνα του λόγου του Κυρίου.
Και αρχίζει να στερείται, γιατί δεν φοβόταν τον Κύριο παρά ήταν μακριά του -επειδή για όσους φοβούνται τον Κύριο δεν υπάρχει στέρηση. Και πώς δεν υπάρχει στέρηση για όσους φοβούνται; Γιατί όποιος φοβάται τον Κύριο θα θέσει την ικανοποίησή του μέσα στον κύκλο των εντολών του. Γι’ αυτό και βασιλεύει στο σπίτι του τιμή και πλούτος και αντίθετα, σκορπίζει αυτός και μοιράζει στους φτωχούς· τόσο πολύ απέχει ο ίδιος από τη στέρηση. Αυτός λοιπόν που αποδήμησε μακριά από το Θεό και δεν έχει μπροστά στα μάτια του το φοβερό του πρόσωπο, στερείται κατά φυσικό λόγο, αφού καμιά θεϊκή καταβολή δεν ενεργεί μέσα του. Και αφού πήγε, δηλαδή αφού προόδευσε και πρόκοψε στην κακία, έγινε, μισθωτός, σ’ ένα πολίτη της χώρας εκείνης. Ο μισθωτός του Κυρίου γίνεται ένα πνεύμα μαζί του· ο μισθωτός της πορνικής φύσεως των δαιμόνων γίνεται ένα σώμα μ’ αυτούς, όλος σάρκα, χωρίς να γίνεται μέσα του καμιά εισχώρηση του πνεύματος, όπως στους ανθρώπους πριν από τον κατακλυσμό. Γιατί όπως νά ‘ναι πολίτες της χώρας που απέχει από το Θεό είναι οι δαίμονες. Και αυτός, αφού πρόκοψε και έγινε δυνατός στην κακία, βόσκει χοίρους, γίνεται δηλαδή και στους άλλους δάσκαλος της κακίας και των βρώμικων πράξεων. Γιατί όλοι που δοκιμάζουν ευχαρίστηση με την ακαθαρσία των αισχρών πράξεων και των υλικών παθών είναι χοίροι. Γιατί του χοίρου τα μάτια ποτέ δεν μπορούν να κοιτάξουν προς τα επάνω, επειδή έχουν μια αλλόκοτη διάπλαση. Γι’ αυτό και οι χοιροβοσκοί, όταν δεν μπορούν να σταματήσουν τις κραυγές του χοίρου που κρατούν, τον γυρίζουν ανάσκελα και τον κάνουν έτσι να μετριάζει τις κραυγές του. Γιατί αυτός ξαφνιάζεται και σωπαίνει βλέποντας ψηλά και πράγματα που δεν είδε ποτέ. Τέτοια είναι τα μάτια όσων τρέφονται με τα αισχρά, ποτέ δεν βλέπουν ψηλά. Χοίρους λοιπόν βόσκει όποιος νικά πολλούς στην αισχρότητα, όπως οι πορνοβοσκοί, οι αρχιληστές, οι αρχιτελώνες. Όλοι αυτοί βόσκουν χοίρους. Και επιθυμεί τούτος ο αξιοθρήνητος να χορτάσει από αμαρτία και κανένας δεν του δίνει το χορτασμό της.
Κανένας δεν χορταίνει την αισχρότητα, όποιος εξοικειώθηκε μαζί της. Μήπως και η ηδονή μένει; Ή την ίδια στιγμή που τη νιώθει κανένας περνά, και βρίσκεται ο αξιοθρήνητος με άδεια χέρια; Με χαρούπια παρομοιάζεται η αμαρτία, που έχει γλυκύτητα και σκληράδα· η ευχαρίστησή της προσωρινή, ενώ η τιμωρία της αιώνια. Κανένας λοιπόν δεν δίνει χορτασμό από τις αισχρότητες σ’ όποιον εντρυφά μέσα σ’ αυτές. Γιατί ποιός θα του δώσει τον κορεσμό και θα παύσει την πείνα του; Ο Θεός; Μα δεν είναι κοντά, γιατί βρίσκεται σε μακρινή αποδημία από το Θεό αυτός που τρώει τα χαρούπια. Μήπως οι δαίμονες; Πώς όμως, αφού αυτοί επιδιώκουν περισσότερο να μη γίνει ποτέ σταμάτημα της κακίας και χορτασμός της;
«Κι αφού ήρθε στον εαυτό του· είπε· πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου πετούν τα τρόφιμά τους κι εγώ πεθαίνω της πείνας…» Ήρθε στον εαυτό του ο ως τότε άσωτος. Ώσπου έπραττε τις αισχρότητες ήταν έξω από τον εαυτό του, λέγεται ότι κατασπατάλησε την περιουσία του, και είναι φυσικό. Γι’ αυτό είναι έξω από τον εαυτό του. Γιατί αυτός που δεν καθοδηγείται από το λόγο αλλά ζει σαν άλογος και γίνεται οδηγός της αλογίας των άλλων, είναι έξω από τον εαυτό του και δεν μένει πάνω στην ουσία του, το λόγο. Και όταν αναλογιστεί ποιός ήταν και σε ποιά αθλιότητα κατάντησε, τότε έρχεται στον εαυτό του με τον αναλογισμό και τη μετάνοια από την περιπλάνησή του.
Μισθωτούς πάλι εννοεί τους κατηχουμένους που δεν έφτασαν ακόμα να γίνουνε γιοί, επειδή ακόμα δεν φωτίστηκαν. Όμως οι κατηχούμενοι έχουν περισσεύματα από λογικές τροφές, ακούοντας τα αναγνώσματα καθημερινά. Άκουσε τα εξής για να μάθεις τη διαφορά γιου και μισθωτού. Εκείνων που σώζονται οι κατηγορίες είναι τρεις. Οι πρώτοι ασκούν την αρετή, επειδή φοβούνται την τιμωρία. Για τούτο κάνει υπαινιγμό κι ο Δαυίδ λέγοντας· «καθήλωσε με το φόβο σου τη σάρκα μου· με παραλύει της τιμωρίας σου ο φόβος». Οι δεύτεροι φαίνονται ότι είναι μισθωτοί, επειδή τρέχουν να ευαρεστήσουν το Θεό από επιθυμία της αμοιβής. «Πίεσα τον εαυτό μου να εκτελέσω το θέλημά σου για την αιώνια ανταμοιβή μου». Όσοι όμως είναι γιοί εκτελούν τις εντολές του από αγάπη προς το Θεό καθώς πάλι ο ίδιος ο Δαυίδ λέει· «Πόσο Κύριε, αγάπησα το νόμο σου· όλη την ημέρα είναι το μελέτημά μου». Και πάλι· «Άπλωσα τα χέρια μου στις εντολές σου, που τις αγάπησα, και όχι που τις φοβήθηκα». Και πάλι· «Με γεμίζουν από θαυμασμό τα έργα σου, κι επειδή είναι θαυμαστά, γι’ αυτό τα ερεύνησε η ψυχή μου». Και δεν πρέπει να νομίζουμε ότι οι κατηχούμενοι μόνο λέγονται μισθωτοί αλλά και όσοι μέσα στην Εκκλησία δεν είναι πιο δοκιμασμένοι. Όταν λοιπόν κάποιος, που ήταν στην τάξη των γιών κι έπειτα αποκηρύχτηκε για τις αμαρτίες του, βλέπει ν’ απολαμβάνουν άλλοι τα δώρα του Θεού και να μετέχουν στα θεία μυστήρια και στον θείο άρτο, τότε είναι η ώρα γι’ αυτόν τον θλιβερό επίλογο.
Αλλά θα σηκωθώ, από την πτώση δηλαδή της αμαρτίας, και θα πάω στον Πατέρα μου και θα του πω Πατέρα, αμάρτησα μπροστά στον ουρανό, επειδή τον εγκατέλειψα και προτίμησα τη σιχαμερή ηδονή κι από την πατρίδα μου τον ουρανό πρόκρινα τη χώρα του λιμού. Αμαρτάνει απέναντι του χρυσού κατά κάποιο τρόπο όποιος προτιμά το μολύβι κι αμαρτάνει στον ουρανό, όποιος προτιμήσει τη γη. Αστοχεί πάντως από το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό. Σημείωσε ότι όταν έκανε την αμαρτία, δεν ένιωθε ότι βρισκόταν μπροστά στο Θεό, όταν όμως κάνει την εξομολόγησή του, αισθάνεται ότι έχει αμαρτήσει μπροστά του. Σηκώθηκε και ήρθε στον Πατέρα του. Δεν πρέπει μόνο να επιθυμούμε, ό,τι αρέσει στο Θεό αλλά και να το πράττουμε. Και καθώς είδες τη θερμή μετάνοια, κοίταξε και την ευσπλαχνία του Πατέρα του. Δεν περίμενε το γιό να έρθει κοντά του. Τρέχει και τον αγκαλιάζει. Έχοντας το πατρικό φίλτρο, αν και Θεός, με όλο του το είναι, ολόκληρο τον αγκαλιάζει, για να τον σφιχτοπεριπλέξει από παντού με τον εαυτό του, όπως έχει λεχθεί· «Και θα σε περιντύσει, η δόξα του Θεού». Και πρώτα, όταν ο γιός απομακρύνθηκε, ήταν καιρός ν’ απομακρυνθεί κι ο Πατέρας από το σφιχταγκάλιασμα. Όταν τον πλησίασε με την προσευχή και την επιστροφή του, ήρθε η ώρα να τον αγκαλιάσει. Πέφτει λοιπόν στον τράχηλό του, δείχνοντας στον παλαιό αποστάτη να γίνει υπάκουος. Και για να επιβεβαιώσει τη συμφιλίωση τον καταφιλεί, εξαγνίζοντας πρώτα το στόμα του ακάθαρτου, καθώς το πρόθυρο του σπιτιού κι έπειτα προχωρεί τον εξαγνισμό και στον εσωτερικό του κόσμο.
«Και είπε στους δούλους του ο Πατέρας. Φέρτε την πρώτη στολή του και ντύστε τον και βάλτε του δαχτυλίδι στο χέρι και στα πόδια του παπούτσια. Φέρτε και το μοσχάρι το σιτευτό και θυσιάστε το κι ας φάμε κι ας ευχαριστηθούμε, γιατί αυτός ο γιός μου ήταν νεκρός και ξαναέζησε και είχε χαθεί και βρέθηκε. Κι άρχισαν να διασκεδάζουν». Δούλους μπορείς να θεωρήσεις τους αγγέλους, τα λειτουργικά πνεύματα που αποστέλλονται στη διακονία της σωτηρίας των άξιων. Γιατί αυτοί στολίζουν όποιον επιστρέφει από την κακία με την πρώτη στολή, που φορούσαμε πριν αμαρτήσουμε, το ρούχο της αφθαρσίας ή την πολυτιμότερη απ’ όλες τις άλλες, που είναι η στολή του βαπτίσματος. Γιατί αυτήν πρώτη φορώ κι αυτή μου σκεπάζει την ασκήμια μου. Ή τους αγγέλους λοιπόν μπορείς να θεωρήσεις δούλους, που διακονούν σ’ όσα εμείς τελούμε και μ’ όσα παίρνουμε τον αγιασμό. Μπορείς να θεωρήσεις και τους ιερείς, που και με το βάπτισμα και με την διδασκαλία ντύνουν εκείνον που επιστρέφει και το Χριστό μας φορούν σαν πρώτη στολή – όσοι βαπτιστήκαμε στ’ όνομα του Χριστού, το Χριστό ντυθήκαμε. Μας δίνουν έπειτα δαχτυλίδι στο χέρι, τη σφραγίδα του χριστιανισμού, που με τα έργα μας πήραμε, γιατί το χέρι είναι της πράξης σύμβολο και της σφραγίδας το δαχτυλίδι. Όποιος λοιπόν βαπτίζεται και καθένας που επιστρέφει από την κακία οφείλει να έχει πάνω στο χέρι του, δηλαδή πρακτική δύναμη τη σφραγίδα και το γνώρισμα του Χριστιανού, για να μπορεί να δείχνει ότι κατά την εικόνα του πλάστη του ανανεώθηκε. Μπορείς κι αλλιώς να θεωρήσεις το δαχτυλίδι, σαν αρραβώνα του Πνεύματος, ότι ο Θεός δίνει τα πιο τέλεια αγαθά, όταν είναι η ώρα τους. Αλλά τώρα σαν εγγύηση μας δίνει τα χαρίσματα εκείνα, σαν αρραβώνα των μελλοντικών, σε άλλους θαυματουργική ικανότητα, σε άλλους δύναμη διδασκαλίας, σε άλλους κάτι άλλο κι έπειτα απ’ αυτά ελπίζουμε θετικά και τα πιο τέλεια. «Υποδήματα στα πόδια του», για να προφυλάγονται από τους σκορπιούς, τα αμαρτήματα που θεωρούσαν μικρά και κρυφά, όπως είπε ο Δαυίδ αλλά θανατηφόρα και αυτά. Αλλά βέβαια κι από τα φίδια, τις αμαρτίες που πιστεύεται ότι βλάπτουν φανερά. Και με άλλο νόημα, δίδονται παπούτσια σ’ αυτόν που αξιώθηκε την πρώτη στολή, επειδή ο Θεός τον ετοιμάζει για το κήρυγμα και την ωφέλεια των άλλων. Ο χριστιανισμός είναι ωφέλεια του διπλανού του.
Δεν είναι άγνωστο ποιό είναι το μοσχάρι το σιτευτό, που θυσιάζεται και τρώγεται. Χωρίς αμφιβολία είναι ο αληθινός γιός του Θεού, αφού έγινε άνθρωπος κι έλαβε σάρκα που είναι άλογη και κτηνώδης, μ’ όλο που την έχει γεμίσει με τις δικές τους ιδιότητες. Απ’ αυτή την άποψη θεωρείται μοσχάρι, άπειρος από το ζυγό της αμαρτίας και σιτευτό, επειδή είχε από την αρχή του κόσμου οριστεί γι’ αυτό το μυστήριο. Και θα φανεί ίσως ακόμα πιο παράδοξο αυτό που θα πω αλλά θα το πω. Ο άρτος της κοινωνίας, επειδή κατά το φαινόμενο αποτελείται από σιτάρι, μπορεί να λεχθεί σιτευτός. Κατ’ άλλο νόημά του όμως επειδή είναι σάρκα θα μπορούσε να λεχθεί μοσχάρι. Οπότε μόσχος και σιτευτός είναι το ίδιο. Καθένας λοιπόν που βαπτίζεται και γίνεται γιός του Θεού ή καλύτερα αποκαθίσταται στη θέση του γιού και γενικά καθένας που καθαρίζεται από την αμαρτία κοινωνεί αυτό το σιτευτό μοσχάρι και γίνεται αιτία χαράς και στον Πατέρα και στους δούλους του, αγγέλους και ιερείς, επειδή επέστρεψε από το θάνατο στη ζωή και από την απώλεια βρέθηκε. Όσο βρισκόταν μέσα στη κακία, ήταν νεκρός, δεν υπήρχε γι’ αυτόν ελπίδα. Όσον είχε ανθρώπινη φύση τη μεταβλητή, που μπορεί από την κακία να μεταπέσει στην αρετή, λέγεται ότι είχε χαθεί. Αυτή είναι μετριότερη έκφραση από την πρώτη.
Γιατί είπε την παραβολή ο Κύριος;
Ο μεγάλος γιός ήταν στο χωράφι. Στο γυρισμό καθώς πλησιάζοντας στο σπίτι άκουσε τραγούδια και χορούς, κάλεσε κάποιο παιδί από τους υπηρέτες και ρωτούσε τί γινόταν. Κι αυτό του είπε ότι γύρισε ο αδελφός σου κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, επειδή του ήρθε γερός. Θύμωσε και δεν ήθελε να μπει. Βγήκε ο Πατέρας και τον παρακαλούσε κι εκείνος του είπε· Σκέψου πόσα χρόνια σε υπηρετώ χωρίς ποτέ να παρακούσω το λόγο σου και ποτέ δεν μου έδωσες ένα ερίφι να διασκεδάσω με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε τούτος εδώ ο γιός του, που σπατάλησε τη περιουσία σου με τις πόρνες, του έσφαξαν το μοσχάρι το σιτευτό. Και του είπε· Παιδί μου, συ είσαι πάντα μαζί μου κι όλα τα δικά μου είναι δικά σου· έπρεπε όμως να διασκεδάσεις και να χαρείς, γιατί ο αδελφός σου ήταν νεκρός και ξανάζησε κι είχε χαθεί και βρέθηκε». Εδώ είναι πολυθρύλητο ζήτημα. Πώς παρουσιάζεται φθονερός ο γιός ο ενάρετος στα άλλα κι υπάκουος στον πατέρα του;
Τούτο θα βρει τη λύση του, αν κανένας αναλογιστεί, γιατί λέχθηκε η παραβολή. Χωρίς αμφιβολία, επειδή οι καθαροί κι αυτοδικαιολόγητοι Φαρισαίοι διαμαρτύρονται, που ο Χριστός δεχόταν τις πόρνες και τους τελώνες. Γι’ αυτό η παραβολή αυτή μπήκε στη σειρά των προηγουμένων της. Λέχθηκε λοιπόν, γιατί οι Φαρισαίοι γόγγυζαν, επειδή ήσαν, όπως νόμιζαν, πιο δίκαιοι από τους τελώνες. Πρόσεξε ότι το πρόσωπο του γιού, που φαίνεται ότι γογγύζει, αντιπροσωπεύει όλους εκείνους που σκανδαλίζονται για τη γενική ευτυχία και σωτηρία των αμαρτωλών. Τούτο όμως δεν είναι φθόνος αλλά ξεχείλισμα της φιλανθρωπίας του Θεού, που δεν γνωρίζουμε το λόγο της και γι’ αυτό γεννά το γογγυσμό. Μήπως κι ο Δαυίδ δεν παρουσιάζει κάποιον που σκανδαλίζεται για την ειρήνη των αμαρτωλών; Το ίδιο και ο Ιερεμίας λέει· «Γιατί προχωρεί ο δρόμος των ασεβών; Σαν φυτά τους φύτεψες και έκαναν ρίζες». Αυτά όλα είναι σημάδια της αδύνατης και φτωχής διάνοιας των ανθρώπων, που ανάβει κι απορεί για την ανάξια τάχα ευτυχία των πονηρών. Με την παραβολή αυτή ο Κύριος μιλάει κάπως έτσι στους Φαρισαίους. Ας είναι. Σεις είστε δίκαιοι κατά το παράδειγμα του γιού εκείνου κι αρεστοί στον Πατέρα. Σας παρακαλώ, εσάς τους δίκαιους και καθαρούς, να μη γογγύζετε για τη χαρά που κάνουμε για τη σωτηρία του αμαρτωλού, γιατί κι αυτός είναι γιός. Δεν εμφανίζεται λοιπόν εδώ φθόνος, αλλά διορθώνει ο Κύριος το φρόνημα των Φαρισαίων με την παραβολή, ώστε αν αυτοί είναι δίκαιοι κι έχουν εκτελέσει κάθε εντολή του Θεού, να μη θυμώνουν για το δέξιμο των αμαρτωλών. Και δεν είναι παράδοξο αν θυμώνουμε για όσα νομίζουμε πως γίνονται ανάξια. Είναι τόση η φιλανθρωπία του Θεού και τόσο άφθονα μας μεταδίδει τ’ αγαθά του, ώστε μπορεί απ’ αυτό να γεννηθεί γογγυσμός. Τούτο το λέμε στις καθημερινές συναναστροφές. Πολλές φορές, ευεργετούμε κάποιον κι όταν μας δείχνει αχαριστία του λέμε ότι με κατηγορούν όλοι γιατί σου έκανα τόσες ευεργεσίες. Μπορεί να μη μας κατηγόρησε κανένας αλλά πλάθουμε το περιστατικό, επειδή θέλουμε να παρουσιάσουμε το μέγεθος της φιλανθρωπίας.
Αυτός είναι αποκλειστικά ο σκοπός της παραβολής. Αφορά τους Φαρισαίους που γόγγυζαν για τους αμαρτωλούς που δεχόταν ο Κύριος και διδάσκει αν είμαστε δίκαιοι, να μην αποδιώκουμε τους αμαρτωλούς μήτε να γογγύζουμε, όταν τους δέχεται ο Θεός. Μικρός γιός οι πόρνες κι οι τελώνες· ο μεγαλύτερος, οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς που θεωρούνταν καθ’ υπόθεση δίκαιοι, σαν να λέει ο Θεός: «Ας υποθέσουμε ότι σεις είστε αληθινά δίκαιοι και δεν έχετε παραβιάσει καμιά εντολή μου· δεν πρέπει λοιπόν να δέχεστε όσους επιστρέφουν από την αμαρτία;». Αυτού του είδους τους γογγυστές διδάσκει με την παραβολή. Το μόνο αληθινό είναι ότι ο μεγάλος γιός αντιπροσωπεύει τους δίκαιους και ο μικρός όσους αμαρτάνουν και επιστρέφουν.
Η οικονομία ολόκληρη της παραβολής έγινε για τους Φαρισαίους· τους διδάσκει ο Κύριος να μη δυστροπούν για το δέξιμο των αμαρτωλών κι ας ήσαν αυτοί δίκαιοι. Κανένας λοιπόν ας μη δυστροπεί με τις αποφάσεις του Θεού αλλά ας ανέχεται να ευτυχούν και να σώζονται όσοι θεωρούνται αμαρτωλοί. Πώς ξέρεις εσύ αν δεν μετανόησε κάποιος, που εσύ νομίζεις αμαρτωλό, και γι’ αυτό έγινε δεκτός; Και πού γνωρίζεις αν έχει αρετές αφανέρωτες, που για χάρη τους τον βλέπει ο Θεός με αγάπη;
Πηγή: (ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Τρίκκης καί Σταγῶν Διονυσίου, “Πατερικόν Κυριακοδρόμιον”, Τόμ. Β΄, Αθήναι 1969, σελ. 130-141) Η Άλλη Όψις
Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἐπιφανίου ἐπισκόπου Κύπρου λόγος εἰς τὴν θεόσωμον ταφὴν τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ εἰς τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ἀριμαθαίας, καὶ εἰς τὴν ἐν τῷ ᾅδῃ τοῦ Κυρίου κατάβασιν, μετὰ τὸ σωτήριον πάθος παραδόξως γεγενημένην.
Τί τοῦτο;
σήμερον σιγὴ πολλὴ ἐν τῇ γῇ·
σιγὴ πολλὴ καὶ ἠρεμία λοιπόν·
σιγὴ πολλὴ, ὅτι ὁ Βασιλεὺς ὑπνοῖ·
γῆ ἐφοβήθη καὶ ἡσύχασεν, ὅτι ὁ Θεὸς σαρκὶ ὕπνωσε, καὶ τοὺς ἀπ' αἰῶνος ὑπνοῦντας ἀνέστησεν.
Ὁ Θεὸς ἐν σαρκὶ τέθνηκε, καὶ ὁ ᾅδης ἐτρόμαξεν.
Ὁ Θεὸς πρὸς βραχὺ ὕπνωσε, καὶ τοὺς ἐν τῷ ᾅδῃ ἐξήγειρε.
Ποῦ ποτε νῦν εἰσιν αἱ πρὸ βραχέος ταραχαὶ, καὶ φωναὶ, καὶ θόρυβοι κατὰ τοῦ Χριστοῦ, ὦ παράνομοι;
ποῦ οἱ δῆμοι, καὶ ἐνστάσεις, καὶ τάξεις, καὶ τὰ ὅπλα, καὶ δόρατα;
ποῦ οἱ βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς καὶ κριταὶ οἱ κατάκριτοι;
ποῦ αἱ λαμπάδες καὶ μάχαιραι καὶ οἱ θρύλλοι οἱ ἄτακτοι;
ποῦ οἱ λαοὶ, καὶ τὸ φρύαγμα, καὶ ἡ κουστωδία ἡ ἄσεμνος;
ἀληθῶς ὄντως, ἐπεὶ καὶ ὄντως ἀληθῶς λαοὶ ἐμελέτησαν κενὰ καὶ μάταια.
Προσέκοψαν τῷ ἀκρογωνιαίῳ λίθῳ Χριστῷ, ἀλλ' αὐτοὶ συνετρίβησαν·
προσέῤῥηξαν τῇ πέτρᾳ τῇ στερεᾷ, ἀλλ' αὐτοὶ συνετρίβησαν,
αὶ εἰς ἀφρὸν τὰ κύματα αὐτῶν διελύθησαν·
προσέκοψαν τῷ ἀηττήτῳ ἄκμονι, καὶ αὐτοὶ κατεκλάσθησαν·
ὕψωσαν ἐπὶ ξύλου τὴν πέτραν τῆς ζωῆς, καὶ κατελθοῦσα αὐτοὺς ἐθανάτωσεν·
ἐδέσμησαν τὸν μέγαν Σαμψὼν ἥλιον Θεόν·
ἀλλὰ λύσας τὰ ἀπ' αἰῶνος δεσμὰ, τοὺς ἀλλοφύλους καὶ παρανόμους ἀπώλεσεν.
Ἔδυ Θεὸς ἥλιος Χριστὸς ὑπὸ γῆν, καὶ σκότος πανέσπερον Ἰουδαίοις πεποίηκεν.
Σήμερον σωτηρία τοῖς ἐπὶ γῆς, καὶ τοῖς ἀπ' αἰῶνος ὑποκάτω τῆς γῆς·
σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅσος ὁρατὸς, καὶ ὅσος ἀόρατος.
∆ιττὴ σήμερον τοῦ ∆εσπότου παρουσία, διττὴ ἡ οἰκονομία, διττὴ φιλανθρωπία, διττὴ ἡ κατάβασις ὁμοῦ καὶ συγκατάβασις, διττὴ πρὸς ἀνθρώπους ἐπίσκεψις·
ἀπ' οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν γῆν, ἀπὸ τῆς γῆς ὑποκάτω τῆς γῆς ὁ Θεὸς παραγίνεται·
πύλαι ᾅδου ἀνοίγονται.
Οἱ ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένοι, ἀγάλλεσθε·
οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθήμενοι, τὸ μέγα φῶς ὑποδέξασθε.
Μετὰ τῶν δούλων ὁ ∆εσπότης·
μετὰ τῶν νεκρῶν ὁ Θεός·
μετὰ τῶν θνητῶν ἡ ζωή·
μετὰ τῶν ὑπευθύνων ὁ ἀνεύθυνος·
μετὰ τῶν ἐν σκότει τὸ ἀνέσπερον φῶς·
μετὰ τῶν αἰχμαλώτων ὁ ἐλευθερωτής·
καὶ μετὰ τῶν κατωτάτω ὁ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν.
Χριστὸς ἐπὶ γῆς, πεπιστεύκαμεν·
Χριστὸς ἐν νεκροῖς, συγκατέλθωμεν καὶ θεάσωμεν καὶ τὰ ἐκεῖ μυστήρια·
γνῶμεν κρυπτοῦ κρυπτὰ ὑπὸ γῆν θαυμάσια·
μάθωμεν πῶς καὶ τοῖς ἐν ᾅδου ἐπεφάνη τὸ κήρυγμα.
Τί οὖν;
πάντας ἁπλῶς σώζει ἐπιφανεὶς ἐν ᾅδῃ Θεός·
οὐχὶ, ἀλλὰ κἀκεῖ τοὺς πιστεύσαντας.
Χθὲς τὰ τῆς οἰκονομίας, σήμερον τὰ τῆς ἐξουσίας·
χθὲς τὰ τῆς ἀσθενείας, σήμερον τὰ τῆς αὐθεντίας·
χθὲς τὰ τῆς ἀνθρωπότητος, σήμερον τὰ τῆς θεότητος ἐνδείκνυται.
Χθὲς ἐῤῥαπίζετο, σήμερον τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος τὸ τοῦ ᾅδου ῥαπίζει οἰκητήριον·
χθὲς ἐδεσμεῖτο, σήμερον ἀλύτοις δεσμοῖς καταδεσμεῖ τὸν τύραννον·
χθὲς κατεδικάζετο, σήμερον τοῖς καταδίκοις ἐλευθερίαν χαρίζεται·
χθὲς ὑπουργοὶ τοῦ Πιλάτου αὐτῷ ἐνέπαιζον, σήμερον οἱ πυλωροὶ τοῦ ᾅδου ἰδόντες αὐτὸν, ἔφριξαν.
Ἀλλὰ γὰρ ἄκουσον τοῦ Χριστοῦ πάθους τὸν λόγον ἀνώτερον·
ἄκουσον, καὶ ὕμνησον·
ἄκουσον, καὶ δόξασον·
ἄκουσον, καὶ κήρυξον Θεοῦ μεγάλα θαυμάσια·
πῶς ὁ νόμος ὑποχωρεῖ·
πῶς ἡ χάρις ἐπανθεῖ·
πῶς οἱ τύποι παρέρχονται·
πῶς αἱ σκιαὶ διαβαίνουσιν·
πῶς ὁ ἥλιος τὴν οἰκουμένην πληροῖ·
πῶς ἡ Παλαιὰ πεπαλαίωται·
πῶς ἡ Καινὴ βεβαιοῦται·
πῶς τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, καὶ πῶς τὰ νέα ἐπήνθησε.
∆ύο λαοὶ ἐν Σιὼν κατὰ τοῦ Χριστοῦ πάθους καιρὸν παραγεγόνασι·
ὁ ἐξ Ἰουδαίων ὁμοῦ, καὶ ὁ ἐξ ἐθνῶν·
δύο βασιλεῖς, Πιλᾶτος καὶ Ἡρώδης·
δύο ἀρχιερεῖς, Ἄννας καὶ Καϊάφας·
ἵνα τὰ δύο ὁμοῦ πάσχα γένωνται, τὸ μὲν καταπαυόμενον, τὸ δὲ τοῦ Χριστοῦ ἐναρχόμενον·
δύο θυσίαι κατ' αὐτὴν τὴν ἑσπέραν ἐπετελοῦντο·
ἐπειδὴ καὶ σωτηρίαι, ζώντων λέγω καὶ νεκρῶν, ἐπραγματεύοντο.
Καὶ ὁ μὲν Ἰουδαῖος ἐδέσμει θύων ἀμνὸν ἐπὶ σφαγὴν, ὁ δὲ ἐξ ἐθνῶν Θεὸν ἐν σαρκί.
Καὶ ὁ μὲν τῇ σκιᾷ ἠτένιζεν·
ὁ δὲ τῷ ἡλίῳ Θεῷ προσέτρεχε, Καὶ οἱ μὲν δήσαντες Χριστὸν ἀπεπέμποντο, οἱ δὲ ἐξ ἐθνῶν προθύμως αὐτὸν ἐδέχοντο.
Καὶ οἱ μὲν κτηνόθυτον, οἱ δὲ θεόσωμον θυσίαν προσέφερον.
Ἀλλ' οἱ μὲν Ἰουδαῖοι τὴν ἐξ Αἰγύπτου διάβασιν ἐμνημόνευον, οἱ δὲ ἐξ ἐθνῶν τὴν ἐκ τῆς πλάνης λύτρωσιν προεκηρύττοντο.
Καὶ ταῦτα ποῦ;
ἐν Σιὼν τῇ πόλει τοῦ Βασιλέως τοῦ μεγάλου·
ἐν ᾗ εἰργάσατο σωτηρία ἐν μέσῳ τῆς γῆς, ἐν μέσῳ δύο ζώων γνωσθεὶς Ἰησοῦς ὁ θεόπαις·
ἐν μέσῳ Πατρὸς καὶ Πνεύματος τῶν δύο ζώων, ζωὴ ἐκ ζωῆς, φησὶ, ζωὸς γνωριζόμενος, καὶ ἐν μέσῳ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων τῇ φάτνῃ τικτόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ δύο λαῶν λίθος ἀκρογωνιαῖος κείμενος·
καὶ ἐν μέσῳ νόμου καὶ προφητῶν ὁμοῦ κηρυττόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ Μωϋσῆ καὶ Ἠλία ἐπὶ τοῦ ὄρους ὀπτανόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ τῶν δύο λῃστῶν Θεὸς τῷ εὐγνώμονι λῃστῇ γνωριζόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τῆς μελλούσης κριτὴς αἰώνιος καθεζόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ σήμερον ζώντων καὶ νεκρῶν διττὴν ζωὴν καὶ σωτηρίαν ποιησάμενος.
∆ιττὴν πάλιν λέγω ζωὴν, διττὴν γέννησιν ὁμοῦ καὶ ἀναγέννησιν, καὶ ἄκουσον Χριστοῦ διττοῦ τόκου τὰ πράγματα, καὶ κρότει τὰ θαύματα.
Ἄγγελος μὲν τῇ Μαρίᾳ μητρικὴν τοῦ Χριστοῦ γέννησιν εὐηγγελίσατο·
ἄγγελος δὲ τῇ Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ τὴν ἐκ τοῦ τάφου φρικτὴν ἀναγέννησιν εὐηγγελίσατο.
Νυκτὶ Χριστὸς ἐν Βηθλεὲμ γεννᾶται·
νυκτὶ πάλιν ἐν τῇ Σιὼν ἀναγεννᾶται.
Σπάργανα εἰς τὴν γέννησιν καταδέχεται·
σπάργανα καὶ ἐνταῦθα κατατυλίττεται.
Σμύρναν γεννηθεὶς ἐδέξατο σμύρναν καὶ ἐν τῇ ταφῇ καὶ ἀλοὴν καταδέχεται.
Ἐκεῖ Ἰωσὴφ ἄνανδρος ἀνὴρ τῆς Μαρίας προσηγόρευται·
ἀλλ' ὧδε Ἰωσὴφ ὁ ἐξ Ἀριμαθαίας κηδευτὴς τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀναδείκνυται.
Ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν φάτνῃ ὁ τόπος·
ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ τάφῳ ὡς ἐπὶ φάτνης ὁ τόπος.
Πρῶτοι πάντων ποιμένες τὴν Χριστοῦ εὐηγγελίζοντο γέννησιν·
ἀλλὰ καὶ πρῶτοι πάντων ποιμένες Χριστοῦ μαθηταὶ εὐηγγελίσθησαν τοῦ Χριστοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀναγγέννησιν.
Ἐκεῖ, Χαῖρε, ὁ ἄγγελος τῇ Παρθένῳ ἐβόησε·
καὶ ἐνταῦθα, Χαίρετε, ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς ἄγγελος Χριστὸς ταῖς γυναιξὶ ἀνακέκραξεν.
Ἐν τῇ πρώτῃ γεννήσει Χριστὸς μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλὴμ, εἰς τὸν ναὸν, καὶ προσήγαγεν ὡς πρωτότοκος ζεῦγος τρυγόνων Θεῷ·
ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ ἐκ νεκρῶν ἀναστάσει Χριστὸς μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἀνῆλθεν εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ, ὅθεν οὐκ ἐχωρίζετο, καὶ εἰς τὰ ὄντως Ἅγια τῶν ἁγίων ὡς πρωτότοκος ἄφθαρτος ἐκ νεκρῶν, καὶ προσήγαγε τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ ὡς δύο ἀμώμους τρυγόνας, τὴν ψυχὴν καὶ τὴν σάρκα τὴν ἡμετέραν·
ὃν καὶ ὑπεδέξατο, ὡς Συμεών τις, ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν Θεὸς καὶ Πατὴρ, ὡς ἐν ἀγκάλαις ἐν ἰδίοις κόλποις ἀπεριγράπτως.
Ἐὰν δὲ μυθικῶς ταῦτα καὶ οὐ πιστῶς ἀκούῃς, κατηγοροῦσί σου αἱ ἄλυτοι σφραγῖδες τοῦ ∆εσποτικοῦ τῆς ἀναγεννήσεως Χριστοῦ μνήματος.
Ὥσπερ γὰρ ἐσφραγισμένων τῶν πανεμφύτων μητρανοίκτων κλείθρων τῆς παρθενικῆς φύσεως Χριστὸς ἐκ Παρθένου γεγέννηται·
οὕτως ἀδιανοίκτων ὄντων τῶν τοῦ τάφου σφραγίδων ἡ Χριστοῦ ἀναγέννησις πέπρακται.
Πῶς δὲ ἐν τάφῳ καὶ πότε, καὶ ὑπὸ τίνων Χριστὸς ἡ ζωὴ κατατίθεται, τῶν ἱερῶν λογίων ἀκούσωμεν.
Ὀψίας γενομένης, φησὶν, ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος τοὔνομα Ἰωσήφ·
οὗτος τολμήσας εἰσῆλθεν πρὸς Πιλᾶτον, καὶ ᾐτήσατο παρ' αὐτοῦ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Εἰσῆλθεν βροτὸς πρὸς βροτὸν, αἰτούμενος λαβεῖν τὸν Θεόν·
τὸν Θεὸν τῶν βροτῶν αἰτεῖται·
πηλὸς πρὸς πηλοῦ λαβεῖν τὸν πάντων πλαστουργόν·
ὁ χόρτος παρὰ χόρτου κομίσασθαι τὸ οὐράνιον πῦρ·
ἡ σταγὼν ἡ οἰκτρὰ παρὰ σταγόνος οἰκτρᾶς λαμβάνει τὴν ἄβυσσον.
Τίς ἴδε;
τίς ἤκουσε πώποτε;
Ἄνθρωπος ἀνθρώπῳ τὸν ποιητὴν τῶν ἀνθρώπων χαρίζεται·
ἄνομος τῶν ἀνόμων τὸν ὅρον καὶ τοῦ νόμου ὑπισχνεῖται χαρίζεσθαι·
κριτὴς ἄκριτος ὡς κατάκριτον τὸν κριτὴν τῶν κριτῶν εἰς ταφὴν ἀφίησιν.
Ὀψίας γενομένης, φησὶν, ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος τοὔνομα Ἰωσήφ.
Ὄντως πλούσιος, πᾶσαν τὴν σύνθετον τοῦ Κυρίου ὑπόστασιν κομισάμενος·
ἀληθῶς πλούσιος, ὅτι τὴν διττὴν οὐσίαν τοῦ Χριστοῦ παρὰ Πιλάτου ἔλαβε·
καὶ γὰρ πλούσιος, ὅτι τὸν ἀτίμητον μαργαρίτην ἠξιώθη κομίσασθαι.
̓ ̣̣́τ πλούσιος·
βαλάντιον γὰρ ἐβάστασε γέμον τοῦ θησαυροῦ τῆς θεότητος.
Πῶς γὰρ οὐ πλούσιος ὁ τὴν τοῦ κόσμου ζωὴν καὶ σωτηρίαν κτησάμενος;
πῶς δὲ οὐ πλούσιος Ἰωσὴφ, δῶρον δεξάμενος τὸν πάντα τρέφοντα καὶ πάντα δεσπόζοντα;
Ὀψίας γενομένης·
ἦν γὰρ λοιπὸν δύσας ἐν ᾅδῃ ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος.
∆ιὸ ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος τοὔνομα Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ὃς ἦν κρυβόμενος, διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων.
Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος, ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτός.
Μυστήριον μυστηρίων ἀπόκρυφον.
∆ύο κρυπτοὶ μαθηταὶ κατακρύψαι Ἰησοῦν ἐν τάφῳ ἔρχονται, τὸ κρυπτὸν ἐν τῷ ᾅδῃ μυστήριον τοῦ κρυπτοῦ Θεοῦ ἐν σαρκὶ διὰ τῆς ἰδίας κρύψεως διδάσκοντες.
Ἕτερος δὲ τὸν ἕτερον ὑπερβάλλων τῇ πρὸς Χριστὸν διαθέσει.
Ὁ μὲν γὰρ Νικόδημος ἐν τῇ σμύρνῃ, καὶ ἐν τῇ ἀλόῃ μεγαλόψυχος·
ὁ δὲ Ἰωσὴφ ἐν τῇ πρὸς Πιλᾶτον τόλμῃ καὶ παῤῥησίᾳ ἀξιέπαινος.
Οὗτος γὰρ πάντα φόβον ἀποῤῥιψάμενος, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον, αἰτούμενος τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ·
καὶ εἰσελθὼν πανσόφως ἐχρήσατο, ἵνα τοῦ ποθουμένου σκοποῦ ἐντὸς γένηται.
∆ιὸ οὐκ ἐχρήσατο πρὸς Πιλᾶτον κόμποις τισὶ καὶ ὑψηλοῖς ῥήμασιν, ἵνα μὴ εἰς ὀργὴν τοῦτον ἐξάψας ἐκπέσῃ τῆς αἰτήσεως·
οὐδὲ λέγει πρὸς αὐτόν·
∆ός μοι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ πρὸ βραχέως τὸν ἥλιον σκοτίσαντος, τὰς πέτρας ῥήξαντος, καὶ τὴν γῆν δονήσαντος, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνοίξαντος, καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίσαντος.
Οὐδὲν τοσοῦτον πρὸς Πιλᾶτον λέγει.
Ἀλλὰ τί;
αἴτησίν τινα οἰκτρὰν, καὶ τοῖς πᾶσι μικράν.
Ὦ κριτὰ, αἰτούμενος παρὰ σοῦ ἐλήλυθα αἴτησιν πάνυ μικράν.
Καὶ οὕτως·
∆ός μοι νεκρὸν πρὸς ταφήν·
τὸ σῶμα ἐκείνου τοῦ παρὰ σοῦ κατακριθέντος Ἰησοῦ τοῦ Ναζαρινοῦ, Ἰησοῦ τοῦ πτωχοῦ, Ἰησοῦ τοῦ ἀοίκου, Ἰησοῦ τοῦ κρεμαμένου, τοῦ γυμνοῦ, τοῦ εὐτελοῦς, Ἰησοῦ τοῦ τέκτονος υἱοῦ, Ἰησοῦ τοῦ δεσμίου, τοῦ αἰθρίου, τοῦ ξένου, καὶ ἐπὶ ξενίᾳ ἀγνωρίστου, τοῦ εὐκαταφρονήτου, καὶ ἐπὶ πᾶσι κρεμαμένου.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον·
τί γάρ σε ὠφελεῖ τὸ σῶμα τούτου τοῦ ξένου;
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον·
ἐκ μακρᾶς γὰρ ἦλθεν ὧδε τῆς χώρας, ἵνα σώσῃ τὸν ξένον·
κατῆλθε γὰρ εἰς τὴν σκοτεινὴν ἀνενέγκαι τὸν ξένον.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον·
αὐτὸς γὰρ καὶ μόνος ὑπάρχει ξένος.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, οὗτινος τὴν χώραν ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, οὗτινος τὸν πατέρα ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, οὗτινος τὸν τόπον καὶ τὸν τόκον, καὶ τὸν τρόπον ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ξένην ζωὴν καὶ βίον ζήσαντα ἐπὶ ξένα.
∆ός μοι τοῦτον τὸν Ναζωραῖον ξένον [οὗ τὸν τόκον καὶ τὸν τρόπον ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ἑκούσιον ξένον], τὸν μὴ ἔχοντα ὧδε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ὡς ξένον ἐπὶ ξένης ἄοικον, ἐπὶ φάτνης τεχθέντα.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐξ αὐτῆς τῆς φάτνης ὡς ξένον ἐξ Ἡρώδου φυγόντα.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐξ αὐτῶν τῶν σπαργάνων ἐν Αἰγύπτῳ ξενωθέντα, οὐ πόλιν ἔχοντα, οὐ κώμην, οὐκ οἶκον, οὐ μονὴν, οὐ συγγενῆ·
ἐπ' ἀλλοδαπῆς δὲ χώρας τυγχάνει οὗτος ὁ ξένος.
∆ός μοι, ὦ ἡγεμὼν, τοῦτον τὸν ἐπὶ ξύλου γυμνόν·
σκεπάσω τὸν τῆς ἐμῆς φύσεως σκεπάσαντα γύμνωσιν.
∆ός μοι τοῦτον τὸν νεκρὸν ὁμοῦ καὶ Θεόν·
σκεπάσω τὸν τὰς ἐμὰς ἀνομίας καλύψαντα.
∆ός μοι, ὦ ἡγεμὼν, νεκρὸν, τὸν ἐπὶ Ἰορδάνου τὴν ἐμὴν ἁμαρτίαν ἐνθάψαντα.
Ὑπὲρ νεκροῦ παρακαλῶ ὑπὸ πάντων ἀδικηθέντος, ὑπὸ φίλου πραθέντος, ὑπὸ μαθητοῦ προδοθέντος, ὑπὸ ἀδελφῶν διωχθέντος, καὶ ὑπὸ δούλου ῥαπισθέντος.
Ὑπὲρ νεκροῦ πρεσβεύω, τοῦ ὑπὸ τῶν ὑπ' αὐτοῦ ἐκ δουλείας ἐλευθερωθέντων κατακριθέντος, τοῦ ὑπ' αὐτοῦ ὄξος ποτισθέντος, τοῦ ὑπὸ τῶν ἰαθέντων ὑπ' αὐτοῦ τραυματισθέντος, τοῦ ὑπὸ τῶν μαθητῶν καταλειφθέντος, καὶ αὐτῆς τῆς μητρὸς ἀποστερηθέντος.
Ὑπὲρ νεκροῦ, ὦ ἡγεμὼν, δυσωπῶ, τοῦ ἐπὶ ξύλου κρεμαμένου ἀοίκου.
Οὐ γὰρ πάρεστι τούτῳ οὐ πατὴρ ἐπὶ γῆς, οὐ φίλος, οὐ μαθητὴς, οὐ συγγενὴς, οὐκ ἐνταφιαστής·
ἀλλ' αὐτὸς μόνος τοῦ μόνου μονογενὴς, ἐν κόσμῳ Θεὸς, καὶ ἄλλος οὐδείς.
Τούτων οὕτως ὑπὸ Ἰωσὴφ πρὸς Πιλᾶτον εἰρημένων, ἐκέλευσεν ὁ Πιλᾶτος δοθῆναι αὐτῷ τὸ πανάγιον σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Καὶ ἐλθὼν ἐπὶ τὸν Γολγοθὰ τόπον, καθεῖλε Θεὸν ἐν σαρκὶ ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ τίθησιν ἐπὶ γῆν·
Θεὸν ἐν σαρκὶ γυμνὸν, καὶ ἄνθρωπον οὐ ψιλόν.
Καὶ ὁρᾶται κείμενος κάτω, ὁ πάντας ἑλκύσας ἄνω·
καὶ γίνεται πρὸς βραχὺ ἄπνους, ἡ πάντων ζωὴ καὶ πνοή·
καὶ ὁρᾶται ἀόμματος, ὁ κτίσας τὰ πολυόμματα·
καὶ κεῖται ὕπτιος, ἡ πάντων ἀνάστασις·
καὶ νεκροῦται σαρκὶ Θεὸς, ὁ τοὺς νεκροὺς ἀνιστῶν·
καὶ σιγᾷ πρὸς βραχὺ ἡ τοῦ Θεοῦ λόγου βροντή·
καὶ αἴρεται παλάμαις, ὁ τὴν γῆν κατέχων δρακί.
Ἆρα γὰρ, ἆρα, ὦ Ἰωσὴφ, αἰτήσας καὶ λαβὼν, οἶδας ὃν εἴληφας;
ἆρα προσελθὼν τῷ σταυρῷ, καθελὼν Ἰησοῦν, οἶδας τίνα ἐβάστασας;
Εἰ ὄντως οἶδας ὃν κρατεῖς, νῦν γέγονας πλούσιος.
Πῶς δὲ ἄρα καὶ τὴν θεόσωμον ταύτην καὶ φρικωδεστάτην Ἰησοῦ ἐπιτελεῖς κηδείαν;
Ἐπαινετός σου ὁ πόθος·
ἀλλ' ἐπαινετώτερος ὁ τῆς ψυχῆς σου τρόπος.
Ἆρα γὰρ, ἆρα οὐ φρίττεις, ὃν τὰ χερουβὶμ φρίττουσιν, ἐπὶ χειρῶν βαστάζων;
ἢ ποίῳ φόβῳ πάντως τῆς θείας ἐκείνης σαρκὸς ἀπογυμνοῖς τὸ λέντιον;
πῶς δὲ δὴ εὐλαβῶς τὸ ὄμμα κατέστελλες;
οὐ φρίττεις ἐνατενίζων, ἀνακαλύπτων φύσιν σαρκὸς Θεοῦ, τοῦ ὑπὲρ φύσιν;
Ἆρα γὰρ, ἆρα, εἰπέ μοι, ὦ Ἰωσὴφ, καὶ πρὸς ἀνατολὰς καταθάπτεις νεκρὸν, τὴν ἀνατολὴν τῶν ἀνατολῶν;
ἆρα δὲ καὶ τοῖς σοῖς δακτύλοις νεκροπρεπῶς Ἰησοῦ κατακλείεις τὰ ὄμματα τοῦ τῷ ἀχράντῳ δακτύλῳ τοῦ τυφλοῦ ἀνοίξαντος ὄμμα;
ἆρα δὲ καὶ τὸ στόμα περικλείεις τοῦ τὸ μογιλάλου ἀνοίξαντος στόμα;
ἆρα δὲ καὶ χεῖρας περιστέλλεις τοῦ ἐκτείναντος τὰς ξηρανθείσας χεῖρας;
ἢ καὶ τοὺς πόδας νεκροπρεπῶς καταδεσμεῖς τοῦ τὸ βαδίζειν δόντος τοῖς ἀκινήτοις ποσίν;
ἆρα καὶ ἐπὶ κλίνης αἴρεις τὸν τῷ παραλύτῳ κελεύσαντα·
Ἆρον σοῦ τὸν κράβατον, καὶ περιπάτει;
ἆρα δὲ καὶ μύρα κενοῖς τῷ οὐρανίῳ μύρῳ τὰ ἑαυτοῦ κενώσαντι, καὶ κόσμον ἁγιάσαντι;
ἆρα καὶ τὴν θεόσωμον ἔτι αἱμοῤῥοοῦσαν ἐκείνην Ἰησοῦ ἐκμάξαι τολμᾷς πλευρὰν, τοῦ τὴν αἱμοῤῥοοῦσαν ἰασαμένου Θεοῦ;
ἆρα δὲ καὶ ὕδατι καταπλύνεις σῶμα Θεοῦ, τοῦ πάντας ἐκπλύναντος, καὶ τὴν κάθαρσιν δόντος;
Ποίας δὲ ἆρα καὶ λαμπάδας ὑπανάψεις τῷ φωτὶ τῷ ἀληθινῷ, τῷ φωτίσαντι πάντα ἄνθρωπον;
ποίας δὲ καὶ ᾄσεις ἐπιταφίους ᾠδὰς τῷ ἀσιγήτως αἰνουμένῳ ὑπὸ πάσης οὐρανίου στρατιᾶς;
ἆρα δὲ καὶ δακρυῤῥοεῖς ὡς νεκρὸν τὸν δακρύσαντα, καὶ νεκρὸν τετραήμερον τὸν Λάζαρον ἀναστήσαντα;
ἆρα δὲ καὶ θρήνους ποιεῖς τῷ τὴν χαρὰν πᾶσι διδόντι, καὶ τὴν λύπην τῆς Εὔας διαλύσαντι;
Ὅμως μακαρίζω σου τὰς χεῖρας, ὦ Ἰωσὴφ, ὑπουργησάσας, καὶ ψηλαφησάσας ἔτι αἱμοῤῥοούσας τὰς θεοσώμους Ἰησοῦ χεῖρας καὶ πόδας·
μακαρίζω σου τὰς χεῖρας προσεγγισάσας τῇ τοῦ Θεοῦ αἱμοῤῥοούσῃ πλευρᾷ, πρὸ Θωμᾶ τοῦ πιστοῦ ἀπίστου καὶ ἐπαινουμένου περιέργου·
μακαρίζω σου τὸ στόμα ἐμπλησθὲν ἀπλήστως καὶ ἑνωθὲν πρὸς Ἰησοῦ τὸ στόμα, καὶ Πνεύματος ἁγίου ἐκεῖθεν πληρωθέν·
μακαρίζω σου τοὺς ὀφθαλμοὺς προστεθέντας τοῖς τοῦ Ἰησοῦ ὀφθαλμοῖς, καὶ τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἐκεῖθεν μεταλαχόντας·
μακαρίζω σου τὸ πρόσωπον προσπελάσαν πρὸς τὸ τοῦ Θεοῦ πρόσωπον·
μακαρίζω σου τοὺς ὤμους βαστάσαντας τὸν πάντας βαστάζοντα·
μακαρίζω σου τὴν κεφαλὴν ἐν ᾗ προσήγγισεν Ἰησοῦς πάντων κεφαλή·
μακαρίζω σου τὰς χεῖρας, ἐν αἷς ἐβάστασας τὸν βαστάζοντα πάντα·
μακαρίζω Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημον.
Γεγόνασι γὰρ πρὸ τῶν χερουβὶμ Θεὸν ἐν ἑαυτοῖς ὑψώσαντες καὶ φέροντες·
γεγόνασι πρὸ τῶν ἑξαπτερύγων Θεοῦ ὑπουργοὶ, οὐ πτέρυξιν, ἀλλὰ σινδόσι τὸν Κύριον καλύψαντες, καὶ τιμήσαντες.
Ὃν τὰ χερουβὶμ τρέμουσι, τοῦτον ἐπὶ τῶν ὤμων Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος φέρουσι, καὶ πᾶσαι αἱ τῶν ἀσωμάτων τάξεις ἐξίστανται.
Ἦλθε γὰρ Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος·
οὐκοῦν συνέδραμε πᾶς καὶ ὁ τῶν ἀγγέλων θεόδημος·
καὶ προφθάνει χερουβὶμ, καὶ συντρέχει σεραφὶμ, καὶ συμβαστάζουσι θρόνοι, καὶ καλύπτουσι τὰ ἑξαπτέρυγα, καὶ φρίττουσι τὰ πολυόμματα, ὁρῶντα ἐν σαρκὶ Ἰησοῦν ἀόμματον, καὶ συγκαλύπτουσι δυνάμεις, καὶ ᾄδουσιν αἱ ἀρχαὶ, καὶ φρίττουσιν αἱ τάξεις, καὶ ἐξίστανται πᾶσαι αἱ στρατιαὶ τῶν μεταρσίων ταγμάτων, καὶ θαμβούμεναι πρὸς ἑαυτὰς διαποροῦσι, καὶ λέγουσι·
Τίς οὗτος ὁ φοβερὸς λόγος, καὶ φόβος, καὶ τρόμος, καὶ τρόπος;
τί τοῦτο τὸ μέγα, καὶ παράδοξον, καὶ ἀκατάληπτον θέαμα;
Ὁ ἄνω ἡμῖν τοῖς ἀσωμάτοις ὡς Θεὸς γυμνὸς, ἀθεώρητος, κάτω βροτοῖς γυμνὸς εὐθεώρητος.
Ὧ παρίστανται χερουβὶμ μετ' εὐλαβείας, τοῦτον Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος κηδεύουσι μετ' ἀδείας.
Πότε κατῆλθεν ὁ τὰ ἄνω μὴ λιπών;
πῶς ἐξῆλθεν ὁ ἔσω ὤν;
πῶς ἦλθεν ἐπὶ γῆς ὁ τὰ πάντα πληρῶν;
πῶς ἐξέδυ ὁ πάντας λαθών;
Ὁ ἄνω μετὰ Πατρὸς ὡς Θεὸς ἀνελλειπὴς, κάτω μετὰ τῆς μητρὸς ὡς βροτὸς ἀληθῶς ἀνελλειπῶς.
Ὁ οὐ πώποτε ἡμῖν ἐκφανεὶς, πῶς ἀνθρώποις ὡς ἄνθρωπος ὁμοῦ καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ἐπιφαίνεται;
πῶς ὁ ἀόρατος ὡράθη;
πῶς ὁ ἄϋλος ἐσαρκώθη;
πῶς ὁ ἀπαθὴς ἔπαθε;
πῶς ὁ κριτὴς εἰς κριτήριον παρέστη;
πῶς ἡ ζωὴ θανάτου ἐγεύσατο;
πῶς ὁ ἀχώρητος ἐν τάφῳ χωρεῖται;
πῶς οἰκεῖ τὸ μνῆμα ὁ μὴ λιπὼν τὸν κόλπον τὸν πατρικόν;
πῶς σπηλαίου πύλην εἰσέρχεται ὁ πύλας τοῦ παραδείσου ἀνοίξας, τὰς δὲ πύλας τῆς Παρθένου μὴ διαῤῥήξας, ἀλλὰ πύλας τοῦ ᾅδου συντρίψας;
ὁ πύλας ἐπὶ Θωμᾷ μὴ ἀνοίξας, ἀλλὰ πύλας τῆς βασιλείας ἀνθρώποις διανοίξας, τὰς δὲ πύλας τοῦ τάφου καὶ σφραγῖδας ἀδιανοίκτους σώζων;
Πῶς δὲ ἐν νεκροῖς λογίζεται ὁ ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος;
πῶς τὸ φῶς τὸ ἀνέσπερον ἐν σκοτεινοῖς καὶ σκιᾷ θανάτου παραγίνεται;
ποῦ πορεύεται;
ποῦ παραγίνεται ὁ ὑπὸ θανάτου κρατηθῆναι μὴ δυνάμενος;
Τίς ὁ λόγος;
τίς ὁ τρόπος;
τίς ἡ βουλὴ τῆς ἐν τῷ ᾄδῃ αὐτοῦ καταβάσεως;
Τάχα τὸν Ἀδὰμ τὸν κατάδικον καὶ ἡμῶν σύνδουλον ἀνενέγκαι κατέρχεται.
Ὄντως τὸν πρωτόπλαστον ὡς ἀπολωλὸς πρόβατον ἐπιζητῆσαι πορεύεται.
Πάντως καὶ τοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένους βούλεται ἐπισκέψασθαι·
πάντως τὸν αἰχμάλωτον Ἀδὰμ, καὶ τὴν συναιχμάλωτον Εὔαν τῶν ὀδυνῶν λύσαι πορεύεται ὁ Θεὸς, καὶ υἱὸς αὐτῆς ὅθεν καὶ υἱὸς αὐτοῦ ἀναδέδεικται.
Ἀλλὰ συγκατέλθωμεν, ἀλλὰ συγχορεύσωμεν, ἀλλὰ σπεύσωμεν, ἀλλὰ συσκιρτήσωμεν, ἀλλὰ προπέμψωμεν, ἀλλὰ ἀνυμνήσωμεν, ἀλλὰ ταχύνωμεν, Θεοῦ καταλλαγὰς πρὸς ἀνθρώπους βλέποντες, καταδίκων ἀπόλυσιν ἐξ ἀγαθοῦ ∆εσπότου γινομένην.
Πορεύεται γὰρ ὁ φύσει φιλάνθρωπος ἐξάξαι τοὺς ἀπ' αἰῶνος δεσμίους ἐν ἀνδρείᾳ καὶ ἐξουσίᾳ πολλῇ, τοὺς κατοικοῦντας ἐν τάφοις, οὓς κατέπιεν τυραννικῶς ὁ πικρὸς καὶ ἀκόρεστος θάνατος τυραννήσας, καὶ ἐκ Θεοῦ ἀποσυλήσας ὁμοῦ τε καὶ σωρεύσας, τοῖς ἄνω κατοικοῦσιν ἐλευθερώσας συναριθμῆσαι.
Ἐκεῖ δέσμιος Ἀδὰμ ὁ πρωτόπλαστος, καὶ πρωτογέννητος πάντων κατωτάτων καταδίκων κατώτερος.
Ἐκεῖ Ἄβελ ὁ πρωτόθνητος, καὶ πρωτοδίκαιος ποιμὴν Χριστοῦ ποιμένος τύπος τῆς ἀδίκου σφαγῆς.
Ἐκεῖ Νῶε ὁ Χριστοῦ τύπος, τῆς μεγάλης κιβωτοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας κτιστὴς, τῆς τὰ θηριώδη ἔθνη πάντα ἐκ κατακλυσμοῦ ἀσεβείας διὰ περιστερᾶς, ἁγίου Πνεύματος, διασωσάσης, καὶ τὸν ζοφερὸν κόρακα ἐκ ταύτης ἐξορισάσης.
Ἐκεῖ Ἀβραὰμ ὁ Χριστοπάτωρ θύτης, ὁ τὴν ξιφάξιφον ὁμοῦ, καὶ θνητάθνητον Θεῷ θύσας θυσίαν πανόλβιον.
Ἐκεῖ κάτω δέσμιος Ἰσαὰκ ὁ πάλαι δέσμιος Χριστότυπος ὑπὸ Ἀβραὰμ γενόμενος ἄνω.
Ἐκεῖ Ἰακὼβ ἐνᾅδῃ κατώδυνος κάτω πρὶν διὰ Ἰωσὴφ κατώδυνος ἄνω.
Ἐκεῖ Ἰωσὴφ ὁ δέσμιος, ὁ ἐν Αἰγύπτῳ γεγονὼς ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ εἰς Χριστοῦ τύπον δεσμώτης καὶ δεσπότης.
Ἐκεῖ Μωϋσῆς ἐν σκοτεινοῖς κάτω, ὁ ποτὲ ἐν τῇ θήκῃ ἐν σκοτεινοῖς ἄνω.
Ἐκεῖ ∆ανιὴλ ἐν ᾅδῃ τῷ λάκκῳ, ὁ ἐν τῷ λάκκῳ ποτὲ τῶν λεόντων ἄνω.
Ἐκεῖ Ἱερεμίας ὡς ἐν λάκκῳ βορβόρου, ἐν τῷ λάκκῳ τοῦ ᾅδου καὶ τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου.
Ἐκεῖ ἐν τῷ κοσμοδόχῳ κήτει τοῦ ᾅδου κεῖται εἰς τύπον Ἰωνᾶς Χριστοῦ τοῦ αἰωνίου καὶ προαιωνίου Ἰωνᾶ τοῦ ζῶντος εἰς αἰῶνα, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ ἐπ' αἰῶνα.
Καὶ ἔτι ἐκεῖ ∆αβὶδ ὁ Θεοπάτωρ, ἐξ οὗ τὸ κατὰ σάρκα Χριστός.
Καὶ τί λέγω ∆αβὶδ καὶ Ἰωνᾶν καὶ Σολομῶντα;
Ἐκεῖ καὶ αὐτὸς ὁ πολὺς Ἰωάννης, ὁ μείζων πάντων τῶν προφητῶν, ὡς ἐν τῇ σκοτεινῇ μήτρᾳ Χριστὸν προκηρύττων τοῖς ἐν ᾅδῃ ἅπασιν·
ὁ διττὸς πρόδρομος, καὶ κῆρυξ ζώντων καὶ νεκρῶν·
ὁ ἐκ φυλακῆς Ἡρώδου τῇ πανδήμῳ φυλακῇ παραπεμφθεὶς τοῦ ᾅδου ὅθεν τῶν ἀπ' αἰῶνος δικαίων τε καὶ ἀδίκων κεκοιμημένων.
Οἱ δὲ προφῆταί τε καὶ δίκαιοι ἅπαντες λιτὰς ἀλήκτους κρυφιομύστως Θεῷ ἐκεῖθεν προσέφερον, λύτρωσιν ἐξαιτοῦντες τῆς πανωδύνου ἐκείνης καὶ κατηφοῦς ἐχθροκράτου ζοφερᾶς, καὶ πανεσπέρου παννυξίας.
Καὶ ὁ μὲν πρὸς Θεὸν ἔλεγε·
Ἐκ κοιλίας ᾅδου κραυγῆς μου ἄκουσον, φωνῆς μου·
ὁ δ' ἄλλος·
Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε·
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου·
καὶ ἄλλος·
Ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου, καὶ σωθησόμεθα·
καὶ ἕτερος·
Ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν χερουβὶμ, ἐμφάνηθι·
καὶ ἄλλος·
Ἐξέγειρον τὴν δυναστείαν σου, καὶ ἐλθὲ εἰς τὸ σῶσαι ἡμᾶς·
καὶ ἕτερος·
Ταχὺ προκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε·
καὶ ἄλλος·
Ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου ἐξ ᾅδου κατωτάτου·
καὶ ἕτερος·
Κύριε, ἀνάγαγε ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου·
καὶ ἄλλος·
Μὴ ἐγκατάλιπε τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην·
καὶ ἕτερος·
Ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου πρὸς σὲ, Κύριε ὁ Θεός μου.
Ὧν δὴ ἁπάντων ὑπακούσας ὁ πανοικτίρμων Θεὸς ὁ Χριστὸς οὐ δίκαιον κέκρικε τοῖς ἐπ' αὐτοῦ καὶ μετ' αὐτὸν τῆς οἰκείας μεταδοῦναι μόνοις φιλανθρωπίας·
ἀλλὰ καὶ τοῖς πρὸ τῆς αὐτοῦ ἐπιδημίας ἐν ᾅδῃ κατεχομένοις, καὶ καθημένοις ἐν σκότει, σκιᾷ θανάτου.
∆ιὸ ἀνθρώπους μὲν ἐν σαρκὶ ὄντας διὰ σαρκὸς ἐμψύχου ὁ Θεὸς Λόγος ἐπεσκέψατο·
ψυχαῖς δὲ σωμάτων ἀπηλλαγμέναις διὰ τῆς ἐνθέου καὶ ἀχράντου αὐτοῦ ψυχῆς ἐν ᾅδῃ ἐπέφανε, σώματος ἀλλ' οὐ θεότητος ἀπηλλαγμένης.
Οὐκοῦν σπεύσωμεν τῷ νῷ, καὶ ἐπὶ τὸν ᾅδην βαδίσωμεν, ὅπως ἴδωμεν πῶς ἐκεῖ ποτε τὸν τῷ κράτει κραταιὸν κατὰ κράτος κρατεῖ τοῦ κράτους κρατοτύραννον, καὶ λαῷ πανστρατὶ τῇ αὐτοῦ ἀστραπῇ τὰς ἀθανάτους ἐκείνας τῶν φαλάγγων ἀχειρὶ χειροῦται τάξεις·
θύρας ἀθύρους ἄρας ἐκ μέσου, καὶ πύλας ἀξύλους τῷ ξύλῳ τοῦ σταυροῦ Χριστὸς ἡ θύρα κατακλάσας, ἥλοις τε τοῖς ἐνθέοις μοχλοὺς αἰωνίους συντρίψας καὶ συνθλάσας·
καὶ δεσμοῖς χειρενθέοις τὰς ἀλύτους ἁλύσεις ὡς κηρὸν διαλύσας·
καὶ λόγχῃ τῇ θεοπλεύρῳ καρδίαν τοῦ τυράννου τὴν ἄσαρκον διατρήσας.
Ἐκεῖ συνέτριψε τὰ κράτη τῶν τόξων, ὅτε τῷ σταυρῷ τοξότας χειροθέους νευρὰς διέτεινε.
∆ιὸ ἐὰν μεθ' ἡσυχίας ἀκολουθήσῃς Χριστῷ, νῦν ὄψῃ ποῦ μὲν τὸν τύραννον ἔδησε·
ποῦ δὲ τὴν τούτου κεφαλὴν ἀνήρτησε·
πῶς δὲ τὸ δεσμωτήριον ἀνέσκαψε, ποῦ δὲ τοὺς δεσμώτας ἐξήγαγε, πῶς δὲ τὸν ὄφιν ἐπάτησε, καὶ ποῦ τὴν κάραν ἐκρέμασε·
πῶς δὲ τὸν Ἀδὰμ ἠλευθέρωσε, καὶ πῶς τὴν Εὔαν ἀνέστησε, καὶ πῶς τὸ μεσότοιχον ἔλυσε, καὶ πῶς τὸν πικρὸν κατεδίκασε δράκοντα, καὶ πῶς τὰ ἀήττητα ἔστησε τρόπαια·
ποῦ δὲ τὸν θάνατον ἐθανάτωσε, καὶ πῶς τὴν φθορὰν κατέφθειρε, καὶ ποῦ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸ ἀρχαῖον κατέστησεν ἀξίωμα.
Ὁ χθὲς τοίνυν οἰκονομικῶς τὰς λεγεῶνας τῶν ἀγγέλων παραιτούμενος, καὶ λέγων τῷ Πέτρῳ·
Οὐ δύναμαι ἄρτι παραστῆσαι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων;
σήμερον θεοπρεπῶς ὁμοῦ τε καὶ πολεμικῶς, καὶ δεσποτικῶς κάτεισι κάτω τοῦ ᾅδου καὶ θανάτου·
καὶ τύραννον διὰ θανάτου τὰς ἀθανάτους τῶν ἀσωμάτων στρατευμάτων καὶ ταγμάτων ἀοράτων οὐ δώδεκά τινας λεγεῶνας, ἀλλὰ μυρίας μυριάδας καὶ χιλίας χιλιάδας ἔχων ἀγγέλων, ἐξουσιῶν, θρόνων ἀθρόνων, ἑξαπτερύγων, ἀπτερύγων, πολυομμάτων, ἀομμάτων, οὐρανίων ταγμάτων·
ἅτε δὴ ἅτε ὡς οἰκεῖον ∆εσπότην, καὶ βασιλέα προπεμπούσας, καὶ δορυφορούσας, καὶ τιμώσας Χριστόν·
οὐ συμμάχους·
ἄπαγε! Ποίας γὰρ καὶ συμμαχίας ὁ παντοδύναμος ἐπιδέεται Χριστός;
Ἀλλ' ὀφειλούσας ὁμοῦ καὶ φιλούσας τῷ ἑαυτῶν ἀεὶ παρίστασθαι ∆εσπότῃ τῷ Θεῷ φερέγγειοί τινες δορυφόροι, ὁπλῖται καὶ σκηπτοῦχοι λαμπροὶ τῆς θείας ὀξεῖς δεσποτικῆς σκηπτουχίας, νεύματι μόνῳ σπουδῇ τῷ θείῳ τάχει ἀλλήλας προφθανούσας, ὁμοῦ εἰς ἔργον ἀγούσας τῇ κελεύσει τὴν πρᾶξιν, καὶ τῇ νίκῃ κατεστεμμένας πρὸς ἐχθρῶν καὶ παρανόμων παρατάξεις.
∆ιὸ δὴ καὶ κατιούσας τότε δρόμοις ὁμοῦ τε καὶ σύνδρομοι τῷ Θεῷ καὶ ∆εσπότῃ ἐπὶ τὰ ἐν ᾅδου καὶ ὑπόγεια, καὶ γῆς ἁπάσης βαθύτερα, τῶν ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένων ὑποχθόνια οἰκητήρια, ἐξάγων ἐν ἀνδρείᾳ τοὺς ἀπ' αἰῶνος πεπεδημένους.
Ὡς γοῦν τὰ παντόθυρα, καὶ ἀνήλια, καὶ πανέσπερα τοῦ ᾅδου δεσμωτήρια καὶ οἰκητήρια, καταδύσεις καὶ σπήλαια ἡ θεόδημος τοῦ ∆εσπότου κατέλαβεν αἰγληφόρος παρουσία, προφθάνει πάντας Γαβριὴλ ἀρχιστράτηγος·
ἅτε δὴ ἅτε ἐξ ἔθους ὢν χαρᾶς εὐαγγέλια ἀνθρώποις φέρειν καὶ ῥῆσίν τινα ἰσχυρὰν ἀρχαγγελικωτάτων καὶ στρατηγικωτάτων λαμπρὰν καὶ λεοντιαίαν φωνὴν πρὸς τὰς ἐναντίας δυνάμεις, καὶ λέγει·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν·
μεθ' ὃν βοᾷ καὶ Μιχαήλ·
Καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι.
Εἶτα καὶ αἱ δυνάμεις φασίν·
Ἀπόστητε, πυλωροὶ οἱ παράνομοι·
εἶτα καὶ ἐξουσίαι μετ' ἐξουσίας·
Συντρίβητε, αἱ ἁλύσεις αἱ ἄλυτοι·
καὶ ἄλλος·
Αἰσχύνθητε, ἐναντίοι πολέμιοι·
καὶ ἕτερος·
Φοβήθητε, τύραννοι οἱ παράνομοι.
Καὶ καθάπερ ἐπί τινος φοβερᾶς καὶ ἀηττήτου παντοδυνάμου βασιλικῆς τροπαιούχου στρατοῦ παρατάξεως φρίκη τις καὶ τάραχος καὶ φόβος κατώδυνος τοῖς τοῦ ἀκαταγωνίστου ∆εσπότου ἐπιπίπτει ἐχθροῖς·
οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ τοῖς ἐν ᾅδου ἐκείνοις καὶ παραδόξου Χριστοῦ ἐν τοῖς καταχθονίοις παρουσίας ἐξαίφνης ἐγένετο·
ἄνωθεν ἀστραπῆς ἡ ἀμαύρωσις τῶν ἐναντίων τοῦ ᾅδου δυνάμεων τὰς ὄψεις σκοτίζουσα καὶ βροντοφώνων βοῶν ἀκουόντων καὶ στρατῶν κελευόντων λέγοντας·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Οὐ γὰρ ἀνοίξατε, ἀλλ' ἐξ αὐτῶν θεμελίων ταύτας ἄρατε, ἐκριζώσατε, μεταστήσατε εἰς τὸ μηκέτι κλείεσθαι·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Οὐχ ὡς ἀδυνατοῦντος τοῦ παρόντος ∆εσπότου καὶ θυρῶν κεκλεισμένων ὅτε κελεύει εἰσέρχεσθαι, ἀλλὰ δραπετοδούλως ὑμῖν ἐπιτρέποντος τὴν τῶν πυλῶν τῶν αἰωνίων ἔπαρσιν καὶ μετάστασιν καὶ κατάκλασιν.
∆ιὸ οὐδὲ τοῖς δήμοις ὑμῶν, ἀλλ' αὐτοῖς τοῖς δοκοῦσι παρ' ὑμῶν εἶναι ἄρχουσιν, αὐτοῖς ἐπιτρέπει λέγων·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Ὑμῶν, ἀλλ' οὐκ ἄλλων τινῶν.
Λοιπὸν ἄρχοντες.
Εἰ γὰρ καὶ μέχρι τοῦ νῦν τῶν ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένων κακῶς ἤρξατε·
ἀλλ' οὐκέτι λοιπὸν αὐτῶν, ἀλλ' οὐδ' ἄλλων, ἀλλ' ὑμῶν, ἀλλ' οὐδ' αὐτῶν ὑμῶν ἔσεσθε ἄρχοντες.
Πάρεστι γὰρ Χριστὸς ἡ οὐράνιος θύρα·
Ὁδοποιήσατε τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τῶν τοῦ ᾅδου δυσμῶν.
Κύριος ὄνομα αὐτοῦ, καὶ τοῦ Κυρίου Κυρίου αἱ διέξοδοι τῶν τοῦ θανάτου πυλῶν.
Ὑμεῖς ἐποιήσατε τὰς εἰσόδους·
τὰς διεξόδους αὐτὸς ποιῆσαι παραγέγονεν.
∆ιὸ μὴ μέλλετε·
Ἄρατε πύλας καὶ ταχύνατε·
ἄρατε, καὶ μὴ ἀναβάλλετε.
Εἰ δὲ ἀναμένειν νομίζετε, αὐταῖς ταῖς πύλαις ἀχειρὶ καὶ αὐτοματὶ αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν.
Καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι.
Ἅμα αἱ δυνάμεις ἐβόησαν, ἅμα αἱ πύλαι ἐπήρθησαν, ἅμα αἱ ἁλύσεις ἐλύθησαν, ἅμα οἱ μοχλοὶ κατεκλάσθησαν, ἅμα τὰ κλεῖθρα ἐξέπεσαν, ἅμα τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου ἐδονήθησαν, ἅμα αἱ ἐναντίαι δυνάμεις εἰς φυγὴν ἐτράπησαν, ἕτερος ἕτερον συνωθούμενος, καὶ ἄλλος πρὸς ἄλλον συμποδιζόμενος, καὶ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ φεύγειν φθεγγόμενος·
ἔφριξαν, ἐσαλεύθησαν, κατεπλάγησαν, ἐταράχθησαν, ἠλλοιώθησαν, ἐθροήθησαν, ἔστησαν ὁμοῦ καὶ ἐξέστησαν, ἠπόρησαν ὁμοῦ καὶ ἐτρόμαξαν.
Καὶ ὁ μὲν κεχηνὼς ἵστατο, ὁ δὲ τοῖς γόνασι τὸ πρόσωπον συνεκάλυπτε·
καὶ ἄλλος πρηνὴς ἀνεπήγνυτο, καὶ ἕτερος ὡσεὶ νεκρὸς ἀπεστηλοῦτο, καὶ ἄλλος τῷ θάμβει κατείχετο, καὶ ἕτερος οὐρανίων ἠλλοιωμένος κατέκειτο, καὶ ἄλλος ἐνδότερον ἔφευγεν.
Ἐκεῖ γὰρ τότε διέκοψε Χριστὸς ἐν ἐκστάσει κεφαλὰς δυναστῶν·
ἐκεῖ ἐσείσθησαν ἐν αὐτῷ, ἐκεῖ διήνοιξαν χαλινοὺς αὐτῶν λέγοντες·
Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;
τίς ἐστιν οὗτος ὁ τοσοῦτος, ὁ μετὰ τοσούτων τοιαῦτα ἐνταῦθα ἐπιτελῶν θαύματα;
Τίς οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, ὁ ἐν ᾅδῃ ποιῶν νῦν τὰ οὐδέποτε ἐν ᾅδῃ γενόμενα;
τίς οὗτος ὁ ἐξάγων ἔνθεν τοὺς ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένους;
τίς ἐστιν οὗτος ὁ λύσας καὶ καταλύσας ἡμῶν τῶν ἀηττήτων τὸ θράσος καὶ τὸ κράτος, καὶ ἐξάγων ἐκ τῆς τοῦ ᾅδου φυλακῆς τοὺς ἀπ' αἰῶνος πεπεδημένους;
Πρὸς οὓς ἀνέκραζον αἱ τοῦ ∆εσπότου δυνάμεις λέγουσαι·
Μαθεῖν βούλεσθε, ὦ παράνομοι τύραννοι, τίς ἐστιν οὗτος βασιλεὺς τῆς δόξης;
Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός·
Κύριος δυνατὸς καὶ ἰσχυρὸς καὶ ἀήττητος ἐν πολέμοις.
Οὗτος ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἐκ τῶν οὐρανίων ἀψίδων ἐξορίσας καὶ ἀποῤῥίψας ὑμᾶς, ὦ δείλαιοι καὶ παράνομοι τύραννοι! Ἐκεῖνος οὗτός ἐστιν ὁ ἐν ὕδασι Ἰορδάνου συντρίψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ὑμῶν.
Οὗτος ἐκεῖνός ἐστιν ὁ διὰ σταυροῦ στηλιτεύσας, καὶ θριαμβεύσας, καὶ νεκρώσας ὑμᾶς.
Ἐκεῖνος οὗτός ἐστιν ὁ δήσας, καὶ ζοφώσας, καὶ τῇ ἀβύσσῳ παραπέμψας ὑμᾶς.
Οὗτος ἐκεῖνός ἐστιν ὁ πυρὶ αἰωνίῳ καὶ γεέννῃ παραπέμπων καὶ ἀπολλῶν ὑμᾶς.
Λοιπὸν μὴ μέλλετε, μηδὲ ἀναμένετε, ἀλλὰ σπεύσατε, καὶ τοὺς δεσμίους ἐξάξατε, οὓς μέχρι καὶ νῦν κακῶς κατεπίετε.
Τὸ γὰρ ὑμέτερον κράτος λοιπὸν καταλέλυται·
ἡ ὑμῶν τυραννὶς λοιπὸν πέπαυται·
τὸ ὑμέτερον φρύαγμα δεινῶς κατήργηται·
ἡ ὑμῶν μεγαλαυχία εἰς τέλος ἐκλέλοιπεν·
ἡ ὑμῶν ἰσχὺς πεπάτηται καὶ ἀπόλωλε.
Ταῦτα αἱ δεσποτικαὶ τοῦ ∆εσπότου δυνάμεις ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἔλεγον, ὁμοῦ τε καὶ κατέσπευδον.
Καὶ οἱ μὲν τὸ δεσμωτήριον ἐξ αὐτῶν τῶν θεμελίων κατέσκαπτον·
οἱ δὲ τὰς ἐναντίας ἐξουσίας κατεδίωκον ἐκ τῶν ἐξωτέρων ταμείων φευγούσας ἐνδότερον.
Καὶ ἄλλοι τὰς καταδύσεις, καὶ τὰ φρούρια, καὶ τὰ σπήλαια διερεύνων, καὶ ἔτρεχον.
Καὶ ἕτεροι ἄλλος ἄλλον ἄλλοθεν δέσμιον τῷ ∆εσπότῃ προσέφερον, καὶ ἄλλοι τὸν τύραννον δεσμοῖς ἀλύτοις ἔδεον, καὶ ἕτεροι τοὺς ἀπ' αἰῶνος δεσμίους ἀπέλυον·
καὶ ἄλλοι ἐπέταττον, καὶ ἕτεροι ὑπούργουν ὡς τάχιστα·
καὶ οἱ μὲν εἰσερχομένου τοῦ ∆εσπότου ἐνδότερον προέτρεχον, οἱ δὲ ὡς βασιλεῖ καὶ Θεῷ νικηφόρῳ παρείποντο.
Τούτων δὴ λοιπὸν οὕτως, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τούτων ἐν τῷ ᾅδῃ γινομένων τε καὶ βοωμένων, θρυλλουμένων ἁπάντων καὶ σειομένων, ὡς ἡ παρουσία τοῦ ∆εσπότου αὐτὰ τὰ κατώτατα τῶν κατωτάτων καταλαμβάνειν ἔμελλεν, ὁ Ἀδὰμ ἐκεῖνος, ὁ πάντων ἀνθρώπων πρωτόκτιστος, καὶ πρωτόπλαστος, καὶ πρωτόθνητος ἐνδότερος πάντων, μετὰ πολλῆς τῆς ἀσφαλείας δέσμιος κατεχόμενος, ἤκουε τῶν τοῦ ∆εσπότου ποδῶν πρὸς τοὺς δεσμίους εἰσερχομένων, καὶ ἐγνώρισε τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ περιπατοῦντος, καὶ στραφεὶς πρὸς ἅπαντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἀπ' αἰῶνος δεσμίους φησί·
Φωνὴν ποδῶν τινος ἀκούω πρὸς ἡμᾶς εἰσερχομένου·
καὶ ἐὰν ὅλως ἐνταῦθα ἐκεῖνος παραγενέσθαι κατηξίωσεν, ἡμεῖς τῶν δεσμῶν ἠλευθερώθημεν·
ἐὰν ὅλως ἐκεῖνον μεθ' ἡμῶν ὀψόμεθα, ἡμεῖς τοῦ ᾅδου λυτρούμεθα.
Ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα τοῦ Ἀδὰμ πρὸς πάντας τοὺς συγκαταδίκους αὐτοῦ λέγοντος, εἰσῆλθεν ὁ ∆εσπότης πρὸς αὐτοὺς, τὸ νικητικὸν ὅπλον τοῦ σταυροῦ κατέχων.
Ὃν ἰδὼν ὁ Ἀδὰμ ὁ πρωτόπλαστος, καὶ τῇ ἐκπλήξει τὸ στῆθος τύψας, ἐβόησε πρὸς πάντας, καὶ εἶπεν·
Ὁ Κύριός μου μετὰ πάντων.
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Χριστὸς, λέγει τῷ Ἀδάμ·
Καὶ μετὰ τοῦ πνεύματός σου·
καὶ κρατήσας αὐτοῦ τῆς χειρὸς ἀνίστησι, λέγων·
Ἔγειρε, ὁ καθεύδων, καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός.
Ἐγὼ ὁ Θεός σου, ὁ διὰ σὲ γενόμενος υἱός σου, ὁ διὰ σὲ καὶ τοὺς ἀπὸ σοῦ, νῦν λέγων καὶ κατ' ἐξουσίαν ἐπιτρέπων τοῖς ἐν δεσμοῖς·
Ἐξέλθετε, καὶ τοῖς ἐν σκότει·
Φωτίσθητε, καὶ τοῖς κεκοιμημένοις·
Ἀνάστητε·
σοὶ διακελεύομαι·
Ἔγειρε, ὁ καθεύδων·
οὐ γὰρ διὰ τοῦτό σε πεποίηκα, ἵνα ἐν ᾅδῃ κατέχῃ δέσμιος.
Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν·
ἐγώ εἰμι ἡ ζωὴ τῶν νεκρῶν.
Ἀνάστα, πλάσμα τὸ ἐμὸν, ἀνάστα, μορφὴ ἡ ἐμὴ, καὶ κατ' εἰκόνα ἐμὴν γεγενημένη.
Ἔγειρε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν·
σὺ γὰρ ἐν ἐμοὶ, κἀγὼ ἐν σοὶ, ἓν καὶ ἀδιαίρετον ὑπάρχομεν πρόσωπον·
διὰ σὲ ὁ Θεός σου γέγονα υἱός σου·
διὰ σὲ ὁ ∆εσπότης, ἔλαβον τὴν σὴν μορφὴν τοῦ δούλου·
διὰ σὲ ὁ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν ἦλθον ἐπὶ γῆς καὶ ὑποκάτω γῆς·
διὰ σὲ τὸν ἄνθρωπον γέγονα ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος, ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος·
διὰ σὲ τὸν ἀπὸ κήπου ἐξελθόντα ἀπὸ κήπου Ἰουδαίοις παρεδόθην, καὶ ἐν κήπῳ ἐσταυρώθην.
Ἴδε τοῦ προσώπου μου τὰ ἐμπτύσματα, ἅπερ διὰ σὲ κατεδεξάμην, ἵνα σε ἀποκαταστήσω εἰς τὸ ἀρχαῖον ἐμφύσημα.
Ἴδε μου τῶν σιαγόνων τὰ ῥαπίσματα, ἃ κατεδεξάμην, ἵνα σου τὴν διαστραφεΐσαν μορφὴν ἐπανορθώσω εἰς τὸ κατ' εἰκόνα μου.
Ἴδε μου τοῦ νώτου τὴν φραγγέλλωσιν, ἣν κατεδεξάμην, ἵνα σκορπίσω τῶν ἁμαρτιῶν σου τὸ φορτίον τὸ ἐπὶ τοῦ νώτου κείμενον.
Ἴδε μου τὰς προσηλωθείσας χεῖρας ἐν τῷ ξύλῳ καλῶς, διὰ σὲ τὸν ἐκτείναντα τὴν χεῖρα ἐν τῷ ξύλῳ κακῶς.
Ἴδε μου τοὺς προσηλωθέντας, καὶ ὀρυχθέντας τῷ ξύλῳ πόδας, διὰ τοὺς σοὺς πόδας τοὺς κακῶς δραμόντας ἐπὶ τὸ ξύλον τῆς παρακοῆς τῇ ἕκτῃ ἡμέρᾳ, ᾗ ἡ ἀπόφασις γέγονεν, καὶ τὴν σὴν ἀνάπλασιν, καὶ παραδείσου ἄνοιξιν πεπόνημαι.
Ἐγευσάμην διὰ σὲ χολὴν, ἵνα ἰάσωμαί σοι τὴν διὰ βρώσεως ἐκείνης τῆς γλυκείας πικρὰν ἡδονήν.
Ἐγευσάμην ὄξους, ἵνα καταργήσω τοῦ σοῦ θανάτου τὸ δριμὺ, καὶ παρὰ φύσιν ποτήριον.
Ἐδεξάμην σπόγγον, ἵνα ἐξαλείψω τὸ χειρόγραφόν σου τῆς ἁμαρτίας.
Ἐδεξάμην κάλαμον, ἵνα ὑπογράψω ἐλευθερίαν τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων.
Ὕπνωσα ἐν τῷ σταυρῷ, καὶ ῥομφαίᾳ ἐνύχθην τὴν πλευρὰν, διὰ σὲ τὸν ἐν παραδείσῳ ὑπνώσαντα, καὶ τὴν Εὔαν ἐκ πλευρᾶς ἐξενέγκαντα.
Ἡ ἐμὴ πλευρὰ ἰάσατο τὸ ἄλγος τῆς πλευρᾶς·
ὁ ἐμὸς ὕπνος ἐξάξει σε ἐκ τοῦ ἐν ᾅδῃ ὕπνου·
ἡ ἐμὴ ῥομφαία ἔστησε τὴν κατὰ σοῦ στρεφομένην ῥομφαίαν.
Λοιπὸν ἔγειρε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν.
Ἐξήγαγέ σε ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ γῆς παραδείσου·
ἀποκαθιστῶ σε οὐκέτι ἐν παραδείσῳ, ἀλλ' ἐν οὐρανίῳ θρόνῳ.
Ἐκώλυσά σε τοῦ ξύλου τοῦ τυπικοῦ τῆς ζωῆς, ἀλλ' ἰδοὺ αὐτὸς ἐγὼ ἡνώθην σοι ἡ ζωή.
Ἔταξα τὰ χερουβὶμ δουλοπρεπῶς φυλάττειν σε·
ποιῶ τὰ χερουβὶμ θεοπρεπῶς προσκυνῆσαί σε.
Ἐκρύβης ἀπὸ Θεοῦ ὡς γυμνός·
ἀλλ' ἰδοὺ ἔκρυψας ἐν ἑαυτῷ Θεὸν γυμνόν.
Ἐνεδύθης τὸν τῆς αἰσχύνης δερμάτινον χιτῶνα·
ἀλλ' ἐνεδύθην Θεὸς ὢν τὸν τῆς σῆς σαρκὸς αἱμάτινον χιτῶνα.
∆ιὸ ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν, ἀπὸ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν, ἀπὸ τῆς φθορᾶς εἰς ἀφθαρσίαν, ἀπὸ τοῦ σκότους εἰς τὸ αἰώνιον φῶς.
Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν, ἀπὸ τῆς ὀδύνης εἰς εὐφροσύνην, ἀπὸ δουλείας εἰς ἐλευθερίαν, ἀπὸ φυλακῆς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ, ἀπὸ τῶν δεσμῶν ἐπὶ τὴν ἄνεσιν, ἀπὸ τῆς κατοχῆς ἐπὶ τὴν τοῦ παραδείσου τρυφὴν, ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸν οὐρανόν.
Ἐπὶ τοῦτο γὰρ ἀπέθανον, καὶ ἀνέστην, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσω.
Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν·
ὁ γὰρ Πατήρ μου ὁ οὐράνιος τὸ ἀπολωλὸς ἐκδέχεται πρόβατον.
Τὰ ἐννενήκοντα ἐννέα τῶν ἀγγέλων πρόβατα τὸν σύνδουλον ἀναμένουσιν Ἀδὰμ, πότε ἀναστῇ, καὶ πότε ἀνέλθῃ καὶ πρὸς Θεὸν ἐπανέλθῃ.
Χερουβικὸς θρόνος ηὐτρέπισται·
οἱ ἀναφέροντες ὀξεῖς τε καὶ ἕτοιμοι·
ὁ νυμφὼν παρεσκεύασται·
ἐδέσματα ἕτοιμα·
αἱ αἰώνιοι σκηναὶ καὶ μοναὶ ἕτοιμοι·
οἱ θησαυροὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνεῴχθησαν, ἡ τῶν οὐρανῶν βασιλεία πρὸ αἰώνων ἡτοίμασται·
ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδεν, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἀγαθὰ τὸν ἄνθρωπον περιμένουσι.
Ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα τοῦ ∆εσπότου λέγοντος, ἀνίστανται σὺν αὐτῷ ὁ ἐν αὐτῷ ἡνωμένος Ἀδὰμ, καὶ συνανίσταται καὶ ἡ Εὔα·
καὶ ἄλλα πολλὰ σώματα πίστει ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένα ἀνέστησαν κηρύττοντα τοῦ ∆εσπότου τριήμερον ἀνάστασιν, ἣν φαιδρῶς, οἱ πιστοὶ, ὑποδεξώμεθα, καὶ ὀψώμεθα, καὶ περιπτυξώμεθα μετὰ ἀγγέλων χορεύοντες, μετὰ τῶν ἀσωμάτων ἑορτάζοντες, ὁμοῦ καὶ συνδοξάζοντες τὸν ὑμᾶς ἐκ τῆς φθορᾶς Χριστὸν ἀναστήσαντα, καὶ ζωοποιήσαντα·
ᾧ ἡ δόξα, καὶ τὸ κράτος σὺν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρὶ, καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι·
νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Ἡ πιὸ ἱερὴ ὥρα τοῦ κόσμου. Ἡ πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς ἱστορίας του. Ἡ ὥρα ποὺ πέθαινε ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός! Ἐγκαταλελειμμένος, ὑβρισμένος, σταυρωμένος. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀγάπησε μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἦλθε νὰ σώσει. Ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους. Τὸ αἷμα Του πότισε τὴ γῆ καὶ «ἡ γῆ ἐσείσθη». Σεισμὸς στὴ γῆ. Ἔκσταση καὶ στὸν οὐρανό. Τὸ θέαμα τοῦ σταυρωμένου Θεοῦ δὲν τὸ ἄντεχε οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ οὐρανός. «Ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε», ψάλλουν οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι.
Μὲ λιτὲς ἐκφράσεις περιγράφουν τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια τὸν συγκλονισμὸ τῆς κτίσεως κατὰ τὴν ὥρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου: «Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. κζ΄ [27] 45). Ἀπὸ τὴ δωδέκατη ὥρα τὸ μεσημέρι μέχρι τὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα, δηλαδὴ στὸ διάστημα ποὺ ἦταν κρεμασμένος στὸ Σταυρὸ ὁ Κύριος, ἔγινε σκοτάδι σ’ ὅλη τὴ γῆ.
Δὲν ἦταν ἐξαιτίας κάποιου φυσικοῦ φαινομένου αὐτὸ τὸ σκοτάδι. Δὲν ἦταν μιὰ ἔκλειψη τοῦ ἡλίου, διότι τὶς μέρες ἐκεῖνες ἦταν πανσέληνος, καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ ἔκλειψη ἡλίου. Τὸ σκοτάδι ἦταν ὑπερφυσικό.
Ζητοῦσαν ἐπίμονα οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν Σταυρό Του, γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμή Του. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν κατέβηκε, διότι ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ θυσιασθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία του. Φανέρωσε ὅμως τὴ δύναμή Του, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μὲ πολὺ ἐκπληκτικότερο τρόπο. Διότι ἀπὸ τὸ νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ εἶναι πολὺ θαυμαστότερο, ἐνῶ εἶναι στὸ Σταυρό, νὰ συγκλονίζει ὅλη τὴν κτίση.
Ἐπιπλέον δίνει μιὰ εὐκαιρία στοὺς σταυρωτές Του νὰ καταλάβουν Ποιὸς πράγματι εἶναι καὶ τί ἐκεῖνοι ἐπιχείρησαν νὰ κάνουν. «Ὀργιζομένου γὰρ ἐπὶ τοῖς τολμωμένοις ἦν τὸ σκότος ἐκεῖνο», συμπληρώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Τὸ σκοτάδι ἐκεῖνο φανέρωνε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅσα τόλμησαν νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι καὶ αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας τους καὶ σὲ μετάνοια. Καὶ πράγματι, ἀρκετοὶ μετενόησαν καὶ ἐπέστρεψαν στὴν πόλη «τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη» (Λουκ. κγ΄ [23] 48).
Ἐπαναστάτησε ἡ κτίση γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὸν Κτίστη καὶ Δημιουργό της. Τὴν ὥρα τὴ φρικτὴ τῆς Σταυρώσεως «τὰ πάντα συνέπασχον τῷ τὰ πάντα κτίσαντι». Ὑπέφεραν τὰ πάντα μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἔκτισε τὰ πάντα. Καὶ ὁ ἥλιος, ποὺ δὲν ἀντίκρισε ποτὲ τέτοιο φρικτὸ ἔγκλημα πάνω στὴ γῆ, δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ἀκτινοβολεῖ τὸ ἄπλετο καὶ ζωογόνο φῶς του, «μὴ φέρων θεάσασθαι Θεὸν ὑβριζόμενον». Δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τὸν Θεὸ νὰ περιφρονεῖται, νὰ ὑβρίζεται καὶ νὰ πεθαίνει ἐξουθενωμένος πάνω στὸ Σταυρό. Κατέβασε τὸ πρόσωπό του, σκυθρώπασε, ἔκρυψε τὶς ἀκτίνες του καὶ σκοτάδι ἔγινε τὸ καταμεσήμερο σ’ ὅλη τὴ γῆ!
Ὅταν γεννήθηκε Αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, μέσα στὴ νύχτα ἔλαμψε φῶς θεῖο, λαμπρὸ καὶ ὑπερκόσμιο ποὺ περικύκλωσε καὶ φώτισε τοὺς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ, καὶ ἀστέρι φωτεινὸ ὁδήγησε τοὺς Μάγους τῆς ἀνατολῆς νὰ ἔλθουν νὰ Τὸν προσκυνήσουν. Τώρα ποὺ πεθαίνει πάνω στὸ Σταυρό, ἐνῶ εἶναι μεσημέρι, σκοτάδι καλύπτει τὴ γῆ!
Ὥρα φρικτή. Ὥρα μοναδική. Ὁ Χριστὸς πεθαίνει. Ἡ κτίση συγκλονίζεται. Ὁ διάβολος συντρίβεται. Ἡ ἁμαρτία νικᾶται.
Ὁ Ἐσταυρωμένος τότε ποὺ ἦταν κρεμασμένος πάνω στὸ ἀτιμωτικὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔδωσε τὴ μεγαλύτερη μάχη στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, τὴ μάχη μὲ τὸ κακό, μὲ τὸν αἴτιο τοῦ κακοῦ, τὸν διάβολο, καὶ μὲ τὴν ἁμαρτία.
Ναί! Πάνω στὸ Σταυρὸ καταλύεται τὸ κράτος τοῦ διαβόλου, διαλύεται τὸ χειρότερο σκοτάδι, τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.
Ὅσοι καταφεύγουν στὸν Ἐσταυρωμένο, ὅσοι Τὸν πιστεύουν καὶ Τὸν ἀκολουθοῦν, ὅσοι προσκυνοῦν τὸν ζωοποιὸ Σταυρό Του, ὁπλίζονται μὲ ἀκαταμάχητη δύναμη, πολεμοῦν τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν νικοῦν.
Σήμερα βλέπουμε τὴν ἁμαρτία νὰ ἐπικρατεῖ καὶ τὸ σκοτάδι της νὰ ἁπλώνεται «ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν». Ἡ ἀδικία, ἡ στυγνὴ ἐκμετάλλευση, τὸ ἔγκλημα, ἡ τρομοκρατία, ἡ ἀναρχία καὶ ὁ μηδενισμός, ἡ σαρκολατρία, ἡ διαστροφή, ἡ φρίκη καὶ ὁ θάνατος φαίνεται νὰ κυριαρχοῦν παντοῦ. Ἀκόμη καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας νομοθετήματα ἀντίθεα ἀγνοοῦν τὶς αἰωνόβιες Παραδόσεις μας καὶ τὴν πατροπαράδοτη Πίστη μας, εἰσάγουν ξενόφερτες τακτικὲς στὴ ζωή μας καὶ ἀλλάζουν τὰ ἤθη μας.
Φόβος μεγάλος καὶ βαθιὰ ἀπορία κυριαρχεῖ στὶς ψυχές μας: Ποῦ πᾶμε; Ποῦ βαδίζουμε; Ποιὸς θὰ ἀνακόψει τὴν πορεία μας στὸ σκοτάδι ποὺ ἀπειλητικὸ μᾶς κυκλώνει ἀπὸ παντοῦ;
Οἱ ἅγιες μέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ζωντανεύουν στὶς ψυχές μας τὰ Ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου. Μᾶς ὁδηγοῦν νοερὰ στὸ Γολγοθᾶ. Μᾶς θυμίζουν τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο σκοτάδι ποὺ κάλυψε τὴ γῆ κατὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Κυρίου. Γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ ὅλα τὰ σκοτάδια ποὺ κρύβουμε μέσα μας καὶ ποὺ κυριαρχοῦν γύρω μας. Γιὰ νὰ λάμψει τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας καὶ στὸν κόσμο μας. Γιὰ νὰ μὴ νικήσει ὁ θάνατος, ἀλλὰ νὰ κυριαρχήσει ἡ ζωή, ἡ αἰώνια καὶ ἀληθινή, τὴν ὁποία μᾶς ἐξασφάλισε ὁ Χριστὸς μὲ τὸν ζωοποιὸ Σταυρὸ καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του.
Πηγή: Ο Σωτήρ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...